Title: Θάνατος Παλληκαριού
Author: Kostes Palamas
Release date: April 12, 2013 [eBook #42512]
Most recently updated: October 23, 2024
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
his major work in proofreading.
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed.//Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό, κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.
ΣΕ ΒΙΒΛΙΑ
Τραγούδια της Πατρίδος μου.
Ύμνος εις την Αθηνάν.
Τα μάτια της Ψυχής μου.
Το έργον τον Κρυστάλλη.
Ίαμβοι και Ανάπαιστοι.
Τάφος.
Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης.
ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΙ
Ποιήματα.
Δράματα. Ιστορίες.
Κριτικά.
Η ιστορία τούτη πρωτοφάνηκεν, εδώ και
δέκα χρόνια, στην «Εστία» του Δροσίνη.
Μικρή και ακοίταχτη, μ' ένα του άρθρο στου
Παρισιού το Figaro, να την προσέξουν έκαμε
ο Ψυχάρης. Όμως θα την ξέχανα, αν δεν
την έσπρωχνε να βγη ξανά στο φως ο φίλος
μου ο Πάλλης.
Αυτή την ιστορία την αφιερώνω σ' εσέν', απλή και αγράμματη γυναίκα, σ' εσέ, καημένη Χαραυγή. Την άκουσα από το στόμα σου, και κοίταξα να την κρατήσω, κι όσο πιστά μπορούσα, για να είμαι αντίλαλος δικός σου. Γιατί, κι όταν μιλάς εσύ, ένας λαός ολόκληρος τα λόγια σου στα ψιθυρίζει. Κάθε σου ιστορία, χωρίς να το καταλαβαίνης, του γένους είναι ποίημα. Δεν είσαι γυναίκα, είσαι η Φήμη η διαλαλήτρα δεν έχεις τίποτε σαρκικό, είσαι ψυχή μονάτη· τα μάτια σου ποτέ δεν ησυχάζουν, ποτέ δε σκοτιδιάζουν. Όσα λες, τα βλέπεις ολοζώντανα μπροστά σου, κι όσα βλέπεις, καθώς τα βλέπ' η Φαντασία τα θωρείς. Γι' αυτό είναι και τα λόγια σου ολοζώντανα, σοφή κ' η γλώσσα σου, απλή κι αγράμματη γυναίκα. Με μαγνητίζουν τα μάτια σου και με μαγεύουν τα λόγια σου, και νοιώθω κάτι τι μέρα την ημέρα με δένει πιο σφιχτά μ' εσένα. Εσύ με πρωτοτραγούδησες μωρό στην κούνια· τα υστερνά τα λόγια που θακούσω στην κλίνη του θανάτου, θέλω να βγουν απ' το δικό σου στόμα.
Κανείς δεν έπεσε να κοιμηθή, όλοι αγρυπνούσαν· πού να κλείσουν μάτι τέτοια
χρονιάρα νύχτα; Νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής. Ό,τι πέρασαν τα μεσάνυχτα,
βουβές οι καμπάνες και στις τρεις εκκλησούλες του Θαλασσοχωριού. Σωπαίνουν κ'
οι καμπάνες για του Χριστού τα πάθη, σα νάχουν κι αυτές ανθρώπινη ψυχή και δε
απορούν απ' το βαθύ καημό τους ούτε να ξεφωνίσουν. Μόνο τα ξύλινα τριτσόνια
ξεκουφαίνουν τον κόσμο στων παιδιών τα χέρια· τρέχουν τα παιδιά, κι από γειτονιά
σε γειτονιά, κι από πόρτα σε πόρτα, και τα χτυπούνε με κακό και με φωνές: «Ώρα
για την εκκλησά! Ώρα για την εκκλησά!» Κ' οι λιγοστοί που απομένουν βάρυπνοι,
πετειούνται ξαφνισμένοι και τρέχουν στο παράθυρο, θαρρώντας πως γλυκοχαράζει
και πως περνάει κάτου ο επιτάφιος. Για την αγάπη του Χριστού, μια φορά το χρόνο,
τη Μεγάλη Παρασκευή, βουβαίνοντ' οι καμπάνες του Θαλασσοχωριού, εκείνες
μόνο γιατί, απ' άκρη σ' άκρη, το θαλασσοχώρι σηκώνεται στο πόδι, για την αγάπη
πάλι του Χριστού, μια φορά το χρόνο, τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής.
Έτσι κ' εκείνη τη νύχτα· γυναίκες κι άντρες, άλλοι χώρια κι άλλοι μαζωχτοί, έβγαιναν απ' τα σπίτια, από τους καφενέδες, και σκορπίζονταν εδώ κ' εκεί κατά τις εκκλησιές. Οι περπατησιές βαρυχτυπούσαν στα καλντερίμια κι ολοένα εμάκραινε τους ήχους ο αντίλαλος της νύχτας. Κ' η νύχτα, δροσοστάλαχτη απριλιάτικη, μ' ένα φεγγάρι νυστασμένο που πάει να βασιλέψη και χύνει αχνότερη γι' αυτό τη λάμψη του στα μαύρα και ξασβέστωτα παλιόσπιτα και στα στραβά σοκάκια, που, λίγη, περισσή, ποτέ κ' η λάσπη δεν τους λείπει. Οι εκκλησιές ολόφωτες, με πόρτες ορθάνοιχτες. Κάπου κάπου ξεχύνονταν ως έξω η φωνή του αναγνώστη, πριν αρχίσουν οι θρήνοι. Αλλά το μεγάλο το πανηγύρι γίνετ' απ' έξω απ' τις εκκλησιές. Γύρω σε φωτιές μεγάλες θρεμμένες με ρετσίνα, με κληματόξυλα, με σανίδια, με φρόκαλα, με σκαφίδια και με κοφίνια της μπουγάδας, και κάπου κάπου μ' ολόκληρο παραθυρόφυλλο, — αλλοίμονο στα χαμηλά σπιτάκια και στις ασυλλόγιστες νοικοκυρές, τη νύχτα εκείνη! — γύρω σε φωτιές, του κόσμου τα παιδιά και τα παλιόπαιδα, και μέσα στα παιδιά κι άντρες με μουστάκια, πηδούνε, τρέχουν, αλαλάζουν, δαιμονίζονται κι αστραποβολούν στα σκότη και βροντοχτυπούν στην ησυχία οι σαλιόρες και τα χοντρά χαλκούνια — Σώσον, Κύριε! — κ' οι τρακατρούκες και τα χαϊμαλιά, με τέχνη καμωμένα από καλάμια κι από χοντρόχαρτα, και γεμισμένα με μπαρούτι, με μπαρούτι ατέλειωτο. Δίσκος για το μπαρούτι γύριζε μέσα στις εκκλησιές. Άντρες και παιδιά, φωτοκαίγονταν μ' εκείνα, της φωτιάς τα σύνεργα, για την καλή χρονιά. Μπαρούτι μύριζε το θαλασσοχώρι κ' οι ενορίτες με τους ενορίτες στέκονταν αμάν για πόλεμο.
Δεν ήταν μόνον οι εκκλησιές ανοιχτές, την ώρα εκείνη. Εδώ κ' εκεί πρόβαλλε μισανοιγμένο κάνα μαγερειό, κανένας καφενές. Όσο νάρθ' η ώρα που θα βγη ο επιτάφιος, ως τις τρεις το πρωί, όλος ο κόσμος δε μπορούσε να περνά την ώρα του ολόρθος μέσ' στην εκκλησιά! Μ' ένα βαρύ γλυκό, με ένα μεζέ και δυο ρουφηξιές πυργιώτικο κρασί, καταπιάνεται κανείς ύστερ' από τη νηστεία και παίρνει δύναμη για να συντροφέψη τον επιτάφιο. Κ' έτσι σιγά σιγά οι παρέες τραβειούνταν κατά τις εκκλησιές με δροσισμένο στομάχι. Τελευταία είχε ξεχαστή στο κρασοπουλειό του Ψημένου μια συντροφιά χαρούμενη· ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης, ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας, ο Μάρκος ο Κανίνιας και το παιδί της Χαρίταινας, που κανείς δεν τόκραζε με τόνομά του, όσο που και το ίδιο το ξέχασε κι άκουγε μόνο σαν τον φώναζαν η Ταρία Ταρέλα. Κ' οι τέσσαρες θαλασσινοί· ο πρώτος είχε ψαροκάικο, ο δεύτερος δούλευε στο ψαροκάικο του πρώτου, ο τρίτος ταξίδευε με τις μαούνες, και η Ταρία Ταρέλα ήταν ψαράς. Και οι τέσσερες εικοσιπέντε χρόνων κι αδερφωμένοι από τα μικρά τους χρόνια. Το κρασί κ' η κουβέντα τους άναψαν το κεφάλι, κι αν δεν ήταν Μεγάλη Παρασκευή, θα τόσκουζαν. Το τραγούδι μισαγαλινό, απαλά απαλά κι αθέλητα, ξεφύτρωνε στα χείλη τους τέτοια νύχτα. Στα υστερνά κατάλαβαν πως άργησαν. Στον Άη Νικόλα, λίγα ποδάρια παρέκει από το κρασοπουλειό, άρχισαν κι έψελναν «Αι γενεαί πάσαι». Ο Ψημένος έστεκε στο φτερό για να κλείση. Πετάχτηκαν στη στιγμή. Βρέθηκαν στο δρόμο.
«Μωρέ ξέχασα τα βεγγαλικά!» φωνάζει ο Κανίνιας.
Τα βεγγαλικά τα είχαν για να τανάψουν στον επιτάφιο.
«Στα πόδια του τραπεζιού ταπίθωσα, ζερβά στην αγκωνή, λέει ο Μήτρος· στάσου και στα φέρνω».
Και βιαστικός έκαμε να γυρίση στον καφενέ.
Μα γυρίζοντας γλυστράει στο πεζούλι απάνου, και ξαπλώνεται μακρύς πλατύς, και γκοπ! ακούστηκ' ένας ξερός κρότος.
Τρία ξεροσκαστά γέλοια ξέφυγαν από τα στόματα του Μάρκου, του Γιαννάκου και της Ταρίας, και μια φωνή, ένα «σκοτώθηκα» από το στόμα του Μήτρου.
«Καλά, αδερφέ, πού σκοτώθηκες! σήκω τώρα μήπως χτύπησες;
— Μωρέ, σκοτώθηκα! δε μπορώ να σηκωθώ! δε με πιστεύετε;»
Και μ' ένα βογγητό τελείωσεν ο λόγος του, κ' η φωνή χύθηκε παραπονιάρα, ραγισμένη, σα νάχε πάθει από το πέσιμο κι αυτή. Κ' έφτασε σταυτιά τους η φωνή του τόσο λυπητερή, βαθειά βγαλμένη από τα φυλλοκάρδια, τόσον έξαφν' αλλαγμένη απ' τον πόνο, ξεψυχισμένη, που τους περίχυσεν ίδρωτας και τους τρεις. Είδαν πως δεν ήταν χωρατά.
«Μωρέ Μήτρο!» απόθεσαν μόνο να ξεφωνίσουν, κ' έτρεξαν να τον πιάσουν, να του δώσουν χέρι για να σηκωθή.
«Έτσι για το τίποτε· παραπάτησα . . . γλύστρησα . . . να, σε μια φλούδ' απάνου· λεμονοκόμματο θα ήταν . . . να πάθω τέτοιο κακό. . . Αχ! σκοτώθηκα!»
Και πιο σιγά και πιο παραπονετικά έλεγεν ό,τι έλεγε. Πάλεψε να σηκωθή μόνος του, δε μπορούσε· τον ανασήκωσαν οι άλλοι.
«Κουράγιο, Μήτρο!»
Ο Μήτρος δε μπορούσε να σταθή στα πόδια του· τόνα του πόδι, το δεξί, δεν τόννοιωθε πια για πόδι, του φαινόταν σαν από σίδερο, του στέκονταν ασάλευτο. Τον κρατούσαν από τις μασχάλες. Ο Ψημένος είχε κλείσει το μαγαζί κ' εστέκοταν κι αυτός για να βοηθήση. Παραπέρα οι φωνές των παιδιών απ' έξω από την εκκλησιά σκορπειούνται και βοΐζουν· ξεσπούν στον αέρα τα χαλκούνια· κ' η νύχτα αστράφτει, βροντάει και σφυρίζει, και ρίχνει βροχή από σπίθες. Από τις πόρτες και τα παράθυρα τ' Άη Νικόλα ταναμμένα κεριά κ' οι λαμπάδες του επιταφίου φαντάζουν σαν αστέρια· δροσερά παιδιάτικα ψαλσίματα ξεχύνονται: «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, που έδει σου το κάλλος;»
«Να τον πάμε στο σπίτι.»
— Κράξε της μάννας μου, Κανίνια· είναι στην εκκλησιά.
— Καλά λες. Κανίνια, τράβ' απ' την πίσω πορτοπούλα· μίλα της κλησάρισσας να της πη πως τη γυρεύουν· έτσι, με τρόπο.
— Μη την τρομάζης, βρε αδερφέ, τη γυναίκα πες της πως τη γυρεύει ο Μήτρος».
Η χήρα η Δήμαινα, η μάννα του Μήτρου, ήτανε στην εκκλησιά· βρίσκονταν αποβραδύς εκεί με τις άλλες τις γυναίκες· είχε ξενυχτίσει τον επιτάφιο. Έχασε τον άνδρα της προτού να φτάση στα μισοκοπίσματα. Κι από τότε, αντίο χρυσό κοντογούνι και φέσι κατακόκκινο με το φουντωτό παπάζι! Μέσα στο σπίτι δεν κάθονταν παρά για να κοιτάζη το Μήτρο, το γιο της το μονάκριβο, και δεν άφινε το σπίτι παρά για να κοιτάξη ταμπελάκι που της άφησεν ο μακαρίτης. Για να πάη στο αμπελάκι περνούσε από τα μνήματα, και κάπου κάπου άναβεν ένα κερί, κ' έκαιγε λίγο λιβάνι στον τάφο του μακαρίτη. Κ' ήταν γυναίκα της δουλειάς, άξια γυναίκα. Κι όταν μεγάλωσεν ο γιος της και ταξίδεψε με τα καΐκια — την τέχνη του πατέρα — κι αγάλια αγάλια, με των γονέων την ευχή και τη δική του προκοπή, απόχτησε δικό του καΐκάκι, τότε η χήρα η Δήμαινα σαν να το συλλογίσθηκε πιο πολύ πως ήταν χριστιανή — το ξεπεταρούδι της το γνοιάσθηκεν, έπρεπε να γνοιασθή και για την ψυχή της. Κι από τότε ζύγωνε συχνότερα στην εκκλησιά· κι όσο που έφευγαν τα χρόνια — τα είχε πατήσει τα εξήντα — τόσο θεοφοβούμενον έννοιωθε τον εαυτό της. Όμως, να πούμε την αλήθεια, περσότερο έτρεμε τα μάγια και τα ξωτικά, χωρίς κι αυτή καλά να το καταλαβαίνη.
«Κυρά Δήμαινα, σε γυρεύουν έξω, το παιδί σου . . .» τραβώντας την από το φόρεμα, της ψιθύρισε σταυτί η κλησάρισσα».
«Το παιδί μου! και τι να με θέλη;» Δεν πρόφτασε να το συλλογισθή, και ν;a, μπροστά της ο Μάρκος ο Κανίνιας, ξεσκούφωτος και λαχανιασμένος.
«Τίποτε, κυρά Δήμαινα, το πόδι του στραγγούλισεν ο Μήτρος».
Ξεπετάχτηκεν η γριά, σούσουρο γίνηκε τριγύρω της, άρχισαν οι γυναίκες τα ψιθυρίσματα. «Σιωπή, γυναίκες», έκραζαν με θυμό οι επίτροποι. Αλλά πού να σωπάσουν; Κάτι έτρεξε· τι στραγγούλισμα ήταν αυτό; κάποιος θα κάηκεν απ' τα χαλκούνια, κάποιος θα μαχαιρώθηκε. Στη στιγμή μαθεύτηκε το πράμα· στη στιγμή η μισή εκκλησιά είχεν αδειάσει! Πού να κρατηθή ο κοσμάκης; Την εκκλησιά του τη βρίσκει πάλι, μα τέτοια, θεός να μας γλυτώνη, δε γίνονται κάθε μέρα.
«Μάτια μου, μάτια μου, o Χριστός! ο Χριστός!» φώναζε τρέχοντας η γριά. Κι απ' έξω απ' την εκκλησιά βλέπει εκεί μπροστά της το παιδί, ορθό κι ακκουμπιστό στον τοίχο. Τον παράστεκαν οι σύντροφοι, κι άλλοι πέντ' έξι.
«Δεν είναι τίποτε, μάννα παραπάτησα, κ' έπεσα και χτύπησα λιγάκι στο γόνατο. Πάμε στο σπίτι να βάλω απάνου τίποτε. Μια μεγάλη πέτρα ξεπλάκωσε τα στήθη της φτωχής. Έβανε με το νου της χειρότερα, και σαν τον είδε μπροστά της έτσι ορθό, στο μισοσβυσμένο φως του φεγγαριού, ξανάσανεν.
«Ο Χριστός! o Χριστός! κακή ώρα, παιδί μου!»
Και δεν ήξερε πως ο Μήτρος δε μπορούσε να κρατηθή στα πόδια του, και πως ο ίδιος είχε πει στα παιδιά:
«Βάλτε με νακκουμπήσω στον τοίχο, για να μη με ιδή άξαφνα η μάννα μου και φοβηθή».
Κ' εκεί που τόλεγεν αυτό, μέσα στο νου του είπε και κάτι άλλο που δε βγήκε από τα χείλη του: «Πώς θα με ιδή η Φροσύνη!»
Η Φροσύνη ήταν η αρραβωνιαστικειά του.
Κρατώντας και ξεσέρνοντας κι ανασηκώνοντας, τον πήγανε στο σπίτι. Εκείνη τη χρονιά η χήρα η Δήμαινα, ο Μάρκος ο Κανίνιας, ο Γιαννάκος Ταρνάναμας κ' η Ταρία Ταρέλα δε χάρηκαν επιτάφιο. Ξημερώθηκαν στο κρεββάτι του Μήτρου. Δεν έκλεισε μάτι, πονούσε, μούγγριζε σαν ταύρος. Το πόδι του επρήζοταν, επρήζοταν, γίνηκε μια κολώνα!
Έφεραν τον καλήτερο γιατρό του Θαλασσοχωριού. Σπουδασμένος γιατρός, με τόνομα. Πολλούς είχε γλυτώσει απ' τα χέρια του Χάρου. Αλήθεια πως οι Θαλασσοχωρίτες τον έπαιρναν πάντα την τελευταία στιγμή, αφού απελπίζονταν απ' τους κομπογιαννίτες κι απ' τις γιάτρισσες. Γι' αυτό κ' εκείνος δείχνονταν όλο θυμωμένος· όχι γιατί έχανε τίποτε που δεν τον γύρευαν πρωτήτερα, καθώς έλεγεν, αλλά γιατί κιντύνευαν χάρισμα τη ζωή τους οι κουτεντέδες, που πίστευαν τους τσαρλατάνους. Έκανεν όμως κ' έτσι τη δουλειά του, και αφού τον γλύτωνε τον άρρωστο, ξεθύμαινε στο βρισίδι, τον πλήρωνες δεν τον πλήρωνες. Τον φοβήθηκαν οι άνθρωποι, τους έπαιρνε τον αέρα· στα στερνά τον συνήθισαν, και δε μπορούσαν να κάμουν χωρίς αυτόν. Έδειχνε πιώτερο σαν καπετάνιος, παρά σα ντοτόρος. Αυτή τη φορά ο Μάρκος ο Κανίνιας, ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας κ' η Ταρία Ταρέλα φέρθηκαν φιλότιμα και φρόνιμα· στου γιατρού έτρεξαν αμέσως, και δεν άκουσαν τη Δήμαινα που γύρευε να πάρουν την κοκόνα Μαριγή την πολίτισσα, που ξόρκιζε το μάτιασμα, πρόφταινε τη βεντερούγα, ίσαζε τα βγαλμένα κόκκαλα, κ' ήταν καλή για κάθε τι.
Το είδεν ο γιατρός το πόδι. Μωρέ, τι διαβολεμένο χτύπημα απάνου στην κούπα, μέσ' στη θηλειά του ποδαριού! Το κοίταξε καλά, κι αμέσως το έδεσε σφιχτά μέσα στα καλάμια, το καλάμωσε, καθώς λεν, και του λέει: «Μην το κουνήσης· το πόδι σου θα γίνη καλά, μα χρειάζεται καμπόσον καιρό και πολλήν υπομονή. Με τον καιρό θα στρίψη το νεύρο και θα γίνη καλά το πόδι σου. Μόνο, το καλό που σου θέλω, μην το πειράζης». Κ' έλεγε και ξανάλεγε: «Μην το πειράζης!» Γνώριζε τι κεφάλια αγύριστα είναι οι Θαλασσοχωρίτες.
Ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης είχε πλατειά καρδιά και μεγάλ' υπομονή. Αλλά το κακό που τον ηύρε ήταν κατάρα θεού. Οι Θαλασσοχωρίτες είχαν χίλιες γνώμες για το ίδιο πράμα· για το Μήτρο μια γνώμη είχαν· ο Μήτρος είναι παλληκάρι! Οι Θαλασσοχωρίτες ταναγελούσαν τα γράμματα· την παλληκαριά την προσκυνούσαν. Ο Μήτρος δεν επάτησε το πόδι στο σκολειό. Στον ήλιο, στον αέρα και στα κύματα δασκάλεψε, κι από μικρός μεγάλωσε. Συνηθισμένην είχε θωριά. Τα στήθη του δεν ήταν χορταριασμένος πύργος, ουδέ σαν κάστρο η κεφαλή του. Ούτε ψηλός, ούτε κοντός· λιγνός παρά παχύς, μελαχρινός μ' ένα λιανό μουστάκι και φουντωμένα σγουρόμαλλα· στραβά τη σκούφια του, κ' ένα ζουνάρι κόκκινο χιλιόδιπλο στη μέση του· μ' ένα φανελλένιο πουκάμισο περνούσε τους χειμώνες και τα καλοκαίρια του. Κι όμως κι από τη συνηθισμένη αυτή θωριά ξεχυνόταν η λεβεντιά, στον αέρα που είχε, στην περπατησιά, σε κάθε του ματιά, σε κάθε κούνημα. Και ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης με τα εικοσιπέντε χρόνια του, το κορμί που δεν εφάνταζε, τη ντροπαλή απάνου κάτου όψη, κόσμο μπορούσε να χαλάση και κόσμο να χτίση. Κανείς δεν του έβγαινε στο δρόμο· με τη γροθιά του, έρριχνε κάτου βούβαλο. Κάρφωνε τα πόδια του στη γη, και κανείς δε μπορούσε να τον ταρακουνήση. Μια μέρα ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας, ο Μάρκος ο Κανίνιας κ' η Ταρία Ταρέλα πολεμούσαν ώρα ολόκληρη να τονέ ξετοπίσουν, κουλουριασμένοι στα πόδια του· τίποτε· βράχος άσειστος όσο που στο τέλος απ' τον ιδρώτα κι απ' τον αγώνα ζαλίστηκαν οι άνθρωποι και κόντεψε να τους έρθη κόλπο. Μα τα ποδάρια εκείνα τα σιδερένια, ταλύγιστα, πετούσαν, ξετιναζόταν και στριφογύριζαν, σαν από φτερό κι από φλόγα κι από άνεμο πλασμένα, την ώρα που έσερνε το χορό το παιδί της Δήμαινας. Κάθε χρονιά, στο πανηγύρι τ' Άη Λιά, στα πλάγια του Ζυγού, εκεί που τρέχει το κρύο το νερό και τα πλατάνια απλώνουν με τα φύλλα τους μια σκέπη ξεκουραστική πλαμένη από δροσιές, ήσκιους και γλυκοψιθυρίσματα, εκεί στα κλέφτικα λιμέρια μια φορά, ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης, φουστανελλοφορεμένος, όπως πήγαιναν κι άλλοι πανηγυριώτες, με τη χρυσήν αρματωσιά του παππούλη του, πρωτοπαλλήκαρου, του ξακουσμένου του Μακρή, πήγαινε και χόρευε· λες και το είχε τάμα. Κ' οι πανηγυριώτες άφιναν το δικό τους το γλέντι κ' έκαναν κύκλο γύρω του κι αγνάντευαν και ξεχνειούνταν. Κάθε του βήμα στο χορό, γοργό γοργό κι ανάλαφρο, έσταζε γλύκα και σκορπούσε λεβεντιά. Σ' έφερνε σ' άλλον κόσμο· στον κόσμο των παραμυθιών και των αντρειωμένων που χόρευαν στον κάμπο με τους νιους κ' ύστερα παραιτούσαν το χορό και πάλευαν στα μαρμαρένια αλώνια με το Χάρο. Κ' οι γυναίκες που τον έβλεπαν εκεί, μήνες ύστερα' απ' το πανηγύρι τον είχαν μέσ' στο νου τους και τον καμάρωναν· κ' έρχονταν συντροφιές απ' τα χωριά τα πλαγινά, ακόμα κι απ' τις άλλες πολιτείες, κάθε χρονιά, στο πανηγύρι τ' Άη Λιά, όχι τόσο για το πανηγύρι, όσο για το χορευτή.
Εκεί τον είδεν η Φροσύνη του Σεβδά, πρώτη νοικοκυροπούλα στο Μελίσσι, τρεις ώρες μακρειά από το Θαλασσοχώρι. Τον είδε και την είδε και τα ταίριασαν. Κ' ύστερα' από μήνες, κατά τη άνοιξη, έστειλε ο γέρο Σεβδάς προξενιά στη Δήμαινα, κ' η προξενιά τελείωσε με το καλό κ' έγιναν και ταρρεβωνίσια στο Μελίσσι. Σταρρεβωνίσια επήγεν ο Μήτρος με τη μάννα του, με το Γιαννάκο τον Ταρνάναμας, με το Μάρκο τον Κανίνια και την Ταρία Ταρέλα, τους αχώριστους, και μ' όλο το συγγενολόγι. Κ' ύστερ' από λίγες μέρες ξαναπήγε πάλι με τους ίδιους, για να δώσουν στην αρρεβωνιαστικειά τα χαρίσματα, κατά τη συνήθεια, παννιά εξήντα νούμερο και στόφες, κ' ένα βραχιόλι και μια ντουζίνα ζάρφια ασημένια. Και γλέντησαν δυο μέρες με τα βιολιά, και το στεφάνωμα θα γίνονταν απόλαμπρα· μα πριν ναρθή η λαμπρή, τον ηύρε το μεγάλο το κακό. Δεν πρόφτασε να ξαναπάη στο Μελίσσι.
Πολλές είχαν ζηλέψει την τύχη της Φροσύνης. Και μια κόρη Θαλασσοχωρίτισσα, μια μικρή μελαχρινή ξεπεταχτή, γεμάτη γέλοια και καμώματα, η Μόρφω της Γαρουφαλιάς, η Τρελλομόρφω, όπως την έκραζεν η γειτονιά, κόντεψε να σκάση απ' το κακό της σαν άκουσε ταρρεβωνίσια^ δεν ξαναφάνηκε στο χαγιάτι για να ποτίση τα μυριστικά της, ψιθυρίζοντας το «μαύρο γεμενί», ταγαπημένου της χορού το τραγούδι, και ρίχνοντας τριγύρω της γλυκειές ματιές, κι όποιον λάχαιναν! Μόνο το βράδυ βράδυ κάποιες γειτόνισσες ανάμεσ' απ' τα σκούρα των παραθυριών τους την είδαν δύο τρεις φορές να περνάη, από το σπίτι του Μήτρου σκεπασμένη μ' ένα σάλι ως την κορφή, να κοντοστέκεται μπροστά στο φωτισμένο παραθύρι του, να σηκώνη προς αυτό τα μάτια της, κ' ύστερα να κοιτάζη, γύρω σα φοβισμένη, κ' έξαφνα να φεύγη γοργά σαν ξαφνισμένη λαφίνα. Την είχε κάψει ο Μήτρος κ' είχε μοσχαναθρέψει μέσα της την ελπίδα πως θα την έπαιρνε μια μέρα για γυναίκα του.
Ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης ήτον αληθινό παλληκάρι κ' είχεν όλα τα χαρίσματα του παλληκαριού· τα λόγια, την ορμή, το φιλότιμο, την ομορφιά και την περηφάνεια, την αγάπη της ζωής και την καταφρόνια του θανάτου. Επέρασεν από θαλασσοδαρμούς, εγλύτωσεν από θαλασσοπνιξίματα. Μέσα στο πέλαγο, αμέτρητο ήτον το κουράγιο του. Στα καλά καθούμενα, δεν έδινεν αφορμή σε κανένα. Μα να μη τον πειράξης, να μη τον γγίξης εκεί που δεν πρέπει θα στο ρουφούσε το αίμα με μαχαιριές· δεν έννοιωθε κουμπουριές, δεν εσυλλογίζονταν. Μια φορά τάβαλε με δέκα ευζωνάκια, Ρουμελιώτες, ένας κ' ένας τους έφερε κυνηγώντας ως την καζάρμα.
Ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας, ο Μάρκος ο Κανίνιας κ' η Ταρία Ταρέλα, στοιχημάτιζαν με τάλλα τα παιδιά πως ήταν αντρειωμένος, πως γεννήθηκε με ουρά· την είδαν, έλεγαν. Αντρειωμένος ήταν· τον κίνδυνο δεν τον συνερίζονταν, την αρρώστια δεν την λαχτάριζε, το Χάρο δεν τον έτρεμεν. Ένας μόνο στοχασμός του έκοβε τα ήπατα, του πάγωνε το αίμα, τον εμαρμάρωνε. Δεν ήθελε να μείνη σημαδεμένος. Του ποδαριού του το χτύπημα του κόστιζε πιώτερο από κάθε συμφορά. Κάλλιο νάχανε βιος, κάλλιο να τον εύρισκαν χίλιων λογιών αρρώστιες, παρά ναπομείνη σημειωμένος. Καλήτερα ο θάνατος. Αν είναι να γιατρευτή, να γιατρευτή χωρίς να ταπομείνη σημάδι. Κι αν είναι να σηκωθή από το κρεββάτι, να μη σηκωθή στραβοπόδης· όλα κι όλα! Ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης, χωρίς καλά καλά να το νοιώθη, μονάχα ένα θεόν ελάτρευε: την Εμορφιά, την άγια την Εμορφιά της λεβεντιάς και της υγείας, πόχει εκκλησιά της το κορμί. Και ας τάβαναν με το κορμί του όλα του κόσμου τα κακά· φτάνει να μη του άφιναν ταχνάρια τους σα βρισιά και σα λέρα· κορμί σημαδιακό, κορμί ντροπιασμένο. Για παλληκάρια σαν το παιδί της Δήμαινας είν' ατιμία η ασχημιά.
Απ' τη νυχτιά που χτύπησεν ως την ημέρα που πρωτοκατέβη απ' το κρεββάτι για να περπατήση, πέρασαν τρεις μήνες. Υπομονετικά τους πέρασε τους τρεις μήνες. Ο γιατρός του είπε πως χωρίς άλλο θα γιατρεύονταν. Αλλ' αμέσως που είδε πως το πόδι του στράβωσε και δεν ελύγιζε κ' έστριψε το γόνατο το πονεμένο, και πως αυτός εκούτσαινε περπατώντας, απελπίστηκε· τον έπιασεν ένα παράπονο και τον έσφιξεν ένας καημός που δε μπορούσε και γραμματικός να τον ιστορήση. Έστειλε στον άνεμο το γιατρό με τα γιατροσόφια του κ' έπεσε βαρειά για να πεθάνη. Του κάκου κοίταζε να τον παρηγορήση η μαύρη μάννα του, που μέσα στους τρεις εκείνους μήνες γέρασε για δέκα χρόνια.
«Άσε τα λόγια, μάννα! Θα σάξη το πόδι μου ή δεν την θέλω τη ζωή. Σημειωμένο εμένα δε με κράζουνε».
Κι όταν μια μέρα κάποιος απ' τους δικούς του θέλησε να ειπή: «Ε! δεν έχεις πια τίποτε! μην είσαι παράξενος· έλα να πάμε στο Μελίσσι το κορίτσι έκαμε στο μάτι για να σε ιδή», σκύλιασε ο Μήτρος: «Μωρέ, να μη σώσω να τηνέ ιδώ, αν είναι να τηνέ ιδώ σε τέτοια χάλια. Κάλλιο στα βουνά καλόγερος και ρημοσπίτης, παρά γαμπρός με στραβό πόδι!»
Κ' έτσι της καλής του η ενθύμηση του ξάναψε τον καημό. Πού να πάη στο Μελίσσι, και τι να τον κάμουν σαν πάη; να τονέ μπαλσαμώσουν και να τον καμαρώνουν; Να τον κρεμάσουν στον τοίχο για κόνισμα; Και φαντάζονταν γαμπρό τον εαυτό του να τον τριγυρίζουν την ώρα του Ησαΐα κουτσό με τόνα πόδι να μη μπορή να καθίση σταυροπόδι στο φαΐ, να μη μπορή να σύρη το χορό, να τρέξη, ναντρειευτή, να παλέψη, να χωρατέψη, να γλεντήση. Κ' έβλεπε τον εαυτό του καραβοκύρη στο καϊκάκι του, να μη μπορή να βασταχθή στα πόδια του, νακκουμπάη σε ραβδί, να κρατειέται από τα σχοινιά, να καρτερή από τους άλλους το κάθε τι. Της νύφης της έταξαν λεβέντη, και θα της έδιναν τώρα σημειωμένον άνθρωπο! Δεν το καταδέχονταν κι ο ίδιος να τη σκλαβώση· κι αν δεν το δείξη αυτή, κι αν κάνη την καλόκαρδη, μέσα της θα την τρώη κρυφό μαράζι. Έτσ' είν' ο κόσμος· κι αυτός το ίδιο θάκανε· κάλλιο να φορτώνονταν την πανούκλα, παρά σημαδιακή γυναίκα.
«Θαν το χάσω το παιδάκι μου, έλεγε παραπονετικά η Δήμαινα· όχι από το πόδι του· απ' το ντέρτι που νοιώθει για το πόδι του».
Κ' έκλαιγε κ' έκανε το σταυρό της. Κ' οι τρεις οι αχώριστοι δούλευαν και τον είχαν πάντα στο νου τους τον Αφεντομήτρο, κι άφιναν τη δουλειά για να τρέξουν στο πλάγι του, και τον συντρόφευαν και τον παρηγορούσαν. Του κάκου· δεν ήθελε νακούση τίποτε τρεις μήνες υπόμενε· δεν μπορούσε πια να το νοιώθη τάτιμο, ξεραμένο απάνω του, κορμί κ' εκείνο απ' το κορμί του. Θάδραχνε το πριόνι και θα το πριόνιζε, θάρπαζε το τσεκούρι και θα το πελέκαγε· δεν υπάρχει θεός· τελείωσε!
Ήρθεν ο αύγουστος. Ο βαρεμένος μπορούσε να πάρη το πόδι του, μα να τον πάρη ανθρώπου μάτι δεν ήθελε, κ' έμενε στο σπίτι του κλεισμένος. Από το παραθύρι του κανείς αντίκρυζε τον ήμερο γιαλό του Θαλασσοχωριού ναλλάζη χίλια χρώματα, σα χίλια όνειρα σε κάθε χρυσοφίλημα του ήλιου απ' το πρωί ως το βράδυ· αντίκρυζε κανείς το πέλαγος ροδογάλανο την αυγή, το μεσημέρι ασημοχρυσωμένο, μαυροπράσινο σε λιγάκι, μενεξεδένιο μια στιγμή στο βασίλεμα· και κάποτε τρεμούλιαζε μ' όλα μαζί τα χρώματα σαν κόσμος ολόκληρος με κάθε λογής έγνοιες και πάθη. Κ' οι άνεμοι τον έσπρωχναν τον ήμερο γιαλό του Θαλασσοχωριού πότε βαθειά στο κανάλι, πότε τον ξέχυναν περίσσιο προς τη στεριά· κι άλλην όψη τούδινε ο βοριάς, άλλη γλυκάδα ο μαΐστρος, άλλη μυρουδιά ο πονέντες, άλλα κύματα η νοτιά. Κι ο βαρεμένος απ' το παραθύρι του, κάλλιο απ' τα χρώματα όλα κι απ' τα μουρμουρίσματα κι απ' τες πνοές κι απ' τα κάλλη όλα εκείνα, έννοιωθε τα μονόξυλα που έσχιζαν ανάλαφρα τα ήσυχα νερά, με το λευκό παννάκι, πρύμα, και δύσκολα τα ξεχώριζες από τις μαύρες φαλαρίδες κι απ' τα γλαρόνια τα βαμπακόφτερα. Κ' έβλεπε τα ψαροκάικα να πηγαινόρχωνται φορτωμένα στο μόλο· παραπέρα οι μαούνες έπαιρναν τα πριμαρόλια της σταφίδας, για τη μεγάλη χώρα. Κι από την πίσω μεριά του σπιτιού ξεχώριζεν η πράσινη γραμμή του κάμπου. Κεχριμπαρένια γυάλιζαν τα σταφύλια στα κλήματα κ' οι σταφίδες μαυρολογούσαν σταλώνια. Πώς εμοσχοβολούσεν ο κάμπος ο πολύκαρπος! Κάθε νοικοκύρης, με το γλυκοχάραμα και με το σουρούπωμα, βρίσκονταν σε σύρε κ' έλα αδιάκοπο. Κ' η αργατειά, Κεφαλλονίτες με τσαπιά κι Αμπλανίτισσες με καλάθια, περνολογούσαν από κάτω απ' το παραθύρι. Κ' η θάλασσα του έστελνε την άρμη της. Ο κάμπος τη μοσκοβολιά του. Κι όσο τον έννοιωθε τον εαυτό του σακατεμένο, τόσο του φαινόταν ο κόσμος ωραιότερος κι όσο τάβλεπε μαραζωμένα τα νιάτα του, τόσο του φαίνοταν ο κόσμος πως ξανάνιωσε. Πού θα βρισκόταν κι αυτός τέτοια εποχή; Πού θαρμένιζε και πού θα δούλευε; Ζωή κι αυτή, να τηνέ πούμε!
Οι σύντροφοι δεν τον εστένευαν, εκοίταζαν μόνο να τον καλοκαρδίσουν, και όλο τούλεγαν πως θα σιάξη το πόδι με τον καιρό, και καθώς δεν ήθελε νακούση τίποτε για τους γιατρούς τους διαβασμένους πόβγανε η Αθήνα, του μιλούσαν όλο για κομπογιαννίτες του χωριού, που γιάτρευαν κάθε λογής αρρώστια με τα δικά τους γιατροσόφια. Και, καθώς τυχαίνει πάντα, καθένας εύρισκε στα βάθη του μυαλού του μιαν ιστορία μ' έναν άρρωστο αποφασισμένο απ' το γιατρό και γλυτωμένο απ' τον κομπογιαννίτη. Μα και νέοι και γέροι, ψαράδες, καραβοκύρηδες, πραγματευτάδες, ξωμάχοι, γραφιάδες, ο δάσκαλος, ο παπάς και ο δήμαρχος ακόμα, κι όλοι όσοι έρχονταν και τον έβλεπαν, όλοι τούδιναν γνώμη να μη το βάλη κατάκαρδα, να κάνη υπομονή, μα και να φεύγη μακρειά από γιατρούς. Το κάτω κάτω της γραφής, δε χάθηκαν οι πραχτικοί· αυτοί κάνουν σωστή δουλειά.
Μια μέρα, το δεκαπενταύγουστο, τρεχάτος ήρθε ταποβραδύς ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας. Έφτασεν απ' το χωριό της Λυγαριάς ένας περίφημος γιατρολόγος, ο Κοπανίτσας· καλεσμένος απ' το σπίτι του Μελέτη, για να του γιατρέψη τη φάγοσσα. Ήταν ακουσμένος σ' όλη τη Ρούμελη, και πέρ' ακόμα, στο μισό Μωριά. Και καθώς τον παίρνουν μυρουδιά στο Θαλασσοχώρι, κόσμος και κόσμος τρέχει να τονέ βρη. Για κάθε αρρώστια ξέρει, και όλες τις γιατρεύει· χειρουργός μοναδικός. Όσους κι αν ρώτησε γι' αυτόν ο Γιαννάκος, του είπαν πως κάνει θαύματα. Γιατί να μην τον φέρουν να ιδή το Μήτρο; Τί θάχαναν;
Με τον καημό που τραβούσε ο Μήτρος, τους εκατάφερεν αγάλια όλους εκείνους που τον αγαπούσαν, που τον εσυγύριζαν και τον παραστέκονταν, τους εκατάφερε και πίστευαν πως το χειρότερο κακό δεν ήταν πως χτύπησε το πόδι του, άλλα πως θάμενε κουτσό το πόδι του. Να τα δοκιμάσουν έπρεπε όλα, για να προλάβουν τέτοια συμφορά! Και να μην τα πολυλογώ, τον έφεραν τον Κοπανίτσα. Τον ήθελε το παιδί, τον ήθελεν η μάννα, τον ήθελαν οι τρεις τους κι όλο το συγγενολόγι. Και όσους ρώτησαν τους είπαν: «Να τον πάρετε!»
Φουστανελλάς, απάνω κάτω πενηντάρης, ψηλός, ξερακιανός, μυταράς και σπανός και, μωρέ παιδιά, σημειωμένος. Σαν να του ξυνοφάνηκε τάρρωστου, καθώς τον αντίκρυσε· μα τι να κάμη πια; Στραβός μ' ένα μάτι που έβλεπε για δυο αποκάτου απ' τη μαυρίλα των μαλλιαρών φρυδιών του· μα μπήκε στο σπίτι μ' έναν αέρα, μ' έναν αέρα! Το κοίταξε το πόδι, το ζούπηξε, το γύρισε.
«Θα στο γιατρέψω, είπε· θα στο κάμω κατά πως ξέρω γω.»
— Απ' το θεό και στα χέρια σου, γιατρέ.
— Να περάσουν πρώτα τρεις τέσσερες μέρες. Θα πάμε κατά το φως του φεγγαριού. Τώρα είναι ημέρες αχαμνές· θα βρούμε την καλή τη μέρα. Γιατί είναι ημέρες που και απλό αίμα να πάρης απ' τον άνθρωπο, μπορεί να του φέρης μεγάλην αρρώστια, μπορεί να τον χαλάσης. Έχουμε τώρα δεκατρείς του μηνός θα ιδούμε στις δεκάξι».
Κ' εγύρισε στην Δήμαινα προστάζοντας γοργά:
«Πέντε δράμια σιναμική, δέκα δράμια μαστίχα, οχτώ δράμια ρεβέντι, πέντε δράμια αρσενικό λιβάνι, δύο δράμια πιπερόρριζα, δύο δράμια κανέλλα· κοπάνισέ τα. Πάρε μία οκά μέλι, βγάλε τον αφρό του, βράσε τα λιγάκι με το μέλι, ύστερ' ανακάτωσέ τα καλά και δίνε του να τρώη· αυτό είναι το πλέον δυναμωτικό ματζούνι μ' αυτό μπορεί να βαστάη κάθε τι· έχει ανάγκη να δυναμώση».
Κι όσο που ναρθούν οι δεκάξι, τόστρωσε βαρειά στο σπίτι· μήτε από το σπίτι τον άφιναν να φύγη· έπρεπε να τον ευχαριστήσουν με το παραπάνω το γιατρό· μήτε κι ο γιατρός είχεν όρεξη να γυρνάη στα μαγειρειά του Θαλασσοχωριού και να ξενυχτάη στα χάνια του. Κ' ήτον όλο λόγια, κι όλο ιστορούσε τα πράματα και τα θάματα της ιατροσύνης του. Κι ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας, ο Μάρκος ο Κανίνιας και η Ταρία Ταρέλα δεν τον άφιναν απ' το πλάι τους και τον άκουγαν με στόμα ολάνοιχτο.
Και ξημέρωσεν η μέρα που την περίμεναν με καρδιοχτύπι. Στις δεκάξι του τρυγητή, με τους μούστους και τα πρωτοβρόχια, με τα στερνά τα χελιδόνια και τα στερνά σταφύλια, λέει ο Κοπανίτσας του Μήτρου:
«Καρδιά κομμάτι· θα πονέσης λιγάκι, κ' ύστερα όλα θα περάσουν.
— Από πόνους βαστάω, γιατρέ· μόνο το πόδι μου. . .»
Ο Κοπανίτσας έκαμε νόημα στο Μάρκο τον Κανίνια και στους άλλους δυο:
«Να τον βαστάξετε καλά, μα καλά. Κυρά, το τοίμασες τανακόλι;»
Στη μέση του οντά έστρωσαν χράμια και παπλώματα, κι απάνω εκεί τον ξάπλωσαν το Μήτρο.
«Έτοιμο το ρακί; — Έτοιμο. Πιε, Μήτρο!»
Κι ο Μήτρος το ρούφηξεν, ως πενήντα δράμια.
«Γεια σου, θερίο!»
Και πιάνει και τον βάνει ανάσκελα κι αρπάζει το πόδι το δεξί, το πονεμένο, και το σταυρώνει απάνου στο ζερβό τον ώμο· κι αδράχνει και το ζερβί και το σταυρώνει απάνου στο δεξί τον ώμο. Κ' έπειτα δίνει μια, και πατάει, ναι, πατάει απάνου στο χτυπημένο πόδι. Ένα κρακ ακούστηκε, κ' ένα μούγγρισμα, ένα λιονταρήσιο μούγγρισμα του βασανισμένου. Το σπίτι εσείστηκε κ' οι τρεις δε μπορούσαν να τον κρατήσουν, όπως ανατινάζονταν και σπαρτάριζε.
«Βόηθα, Χριστέ και Παναγιά!» έκραξε η Δήμαινα.
— Μωρέ, μη λιγοψυχάς, Μήτρο! έκαναν οι άλλοι.
— Μ' έφαγες, οχ! μούγγριζεν ο Μήτρος.
— Τώρα είσαι σαΐνι! σε δεκατέσσερες μέρες θαβγής όξω!»
Είπεν ο Κοπανίτσας και πάλι εγύρισε στη Δήμαινα προστάζοντας γοργά:
«Μολύβι κοπανιστό, βάλε το στο ξίδι, να κάμη δύο μέρες, έπειτα κάψε το καλά με το θειάφι, να γίνη στάχτη· κι αυτή τη στάχτη ανακάτωσέ την με χώμα κόκκινο, κερί, λιβάνι, μαστίχα κι αγουρόλαδο, και βάλε την απάνου στο πόδι την αλοιφή πρωί βράδυ».
Κι άλλα λόγια δεν ξανάειπεν, ούτε πρόσταξεν. Έξω στην πόρτα τον περίμενε το μουλάρι του.
Έχωσε στο σιλάχι του τα δυο εικοσιπεντάρικα που πήρε κατά τη συμφωνία στον άρρωστο και τους γερούς άφησε γεια, και κανείς δεν τον ξανάειδε.
Από τότε κι ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης δεν ξανάειδε προκοπή. Πέρασαν οι δεκατέσσερες μέρες κι αυτός δεν είχε σηκωθή από το στρώμα του, κι ούτε που ξανασηκώθη. Το πόδι επληγίασε κι αφόρμισε· κι ο Μήτρος μέσ' στο στρώμα σαν παράλυτος, έρρευεν απ' την αρρώστια κ' έλιωνεν από τον πόνο. Και πέρασαν δυο μήνες. Μπήκεν ο χειμώνας· νοτιά· σαράντα μερονύχτια αδιάκοπη βροχή· χορτάριασαν οι τοίχοι, κι ο μολυβένιος ουρανός εβάραινε την καρδιά, κ' η νοτιά τρυπούσε τα κόκκαλα· αλλοίμονο στον άρρωστο!
Έτυχε το χειμώνα εκείνον να διαβή από το θαλασσοχώρι κι άλλος γιατρολόγος. Αυτή τη φορά τα μαντάτα τάφερεν ο Μάρκος ο Κανίνιας. Έπεσαν μια φορά στα χέρια των γιατρολόγων· ήταν, φαίνεται, γραφτό να μη γλυτώσουν απ' τα χέρια τους. Μέσα στη μαύρη στάχτη του καημού φτάνει μια τιποτένια αφορμή, παραμικρό άκουσμα, μιαν ελαφρή πνοή, κ' η σπίθα της ελπίδας τινάζεται απ' τη στάχτη. Κι άλλος γιατρός ήρθε; Λαχτάρησεν ολόκληρο το σπίτι γύρω στον άρρωστο. Να τον πάρωμε κι αυτόν. Χειρουργός ήταν κι αυτός, Μωραΐτης, Κουζουνόπουλος εκράζονταν. Φάνηκε με φούμαρα. Δική του υπόθεση τον έφερε στον τόπο εκεί· βιαστικός ήταν· δεν τον εσύμφερε να μείνη για έναν άρρωστο· μια φορά πάλι να τον ιδή, δεν βγαίνει τίποτες. Έπρεπε να το πάρη δουλειά ξεχωριστή, και να κάμη ταχτική κούρα· μήνες χρειάζονται, καιρός, υπομονή. Έχουν παρά να του μετρήσουν; έτσι και καλά· ει δε μη, δεν έχει τίποτ' άλλο να τους πη. Κ' η μάννα του Μήτρου και ταχώριστα συντρόφια το πήραν απόφαση. Μάζωξαν ό,τι είχαν και δεν είχαν, ξεπουλήματ' από δω, δανεικά από κει, ανοίχτηκαν κομποδέματα, βοήθειες εδόθηκαν — γενναία φέρθηκαν κ' οι θαλασσινοί για τον κατακαημένο το Μήτρο — κ' έτσι του είπαν του Κουουνόπουλου:
«Πεντακόσες δραχμές θα σου δώσουμε μα να τον γιατρέψης πρώτα. Τις βάζουμε σε δεύτερο χέρι. Θα τις πάρης από τον Παπαθύμιο.»
— Ας είναι κ' έτσι, είπεν αυτός, και θρονιάστηκε στο σπίτι του βαρεμένου.
Και δος του μαντζούνια στον άνθρωπο, δος του βεντούζες στο πόδι και βιζιγάντια κι αλοιφές· και σήκωναν καντήλες οι αλοιφές· κ' οι καντήλες έσπαναν, κ' ετρεχεν ύλη, κι άνοιξε πληγή το πόδι, κ' έβαζε μέσα φτίλι, και την άλλαζε κάθε μέρα, και την άνοιγε κάθε αυγή, και την άρμεγε. Πενήντα μέρες το επιχειρίστηκε με τέτοιον τρόπο. Και τις πενήντα έτρωγε κ' έπινε κ' εκοιμότουν στο σπίτι σαν πασάς, και ξόδευεν η Δήμαινα. Και πάει καλήτερα, κι όλο και καλήτερα έλεγε σ' όσους τον ερωτούσαν. Στα στερνά ζήτησε και καμιά πενηνταριά δραχμές. «Πάει καλήτερα, κι όλο και καλήτερα!» Και τις πήρε κι ούτε που ξαναφάνηκε.
Κι ο βαρεμένος μέρα τη μέρα κι ώραν την ώρα πήγαινε χειρότερα. Και ξαναφάνηκε στο σπίτι όχι πλέον ο γιατρολόγος της Λυγαριάς, ούτε ο Μωραΐτης, αλλ' ο γιατρός του Θαλασσοχωριού, ο πρώτος που τον είχε κοιτάξει. Πάλι στα πόδια του έπεσαν. Αλλ' όταν τον ξανάειδεν ο γιατρός τον άρρωστον ύστερα' από εφτά οχτώ μήνες που τον άφησε, τόσο τον λυπήθηκε, που ξέχασε και να θυμώση ακόμα και να φωνάξη καθώς εσυνήθιζε· λιγάκι και θάκλαιγε· μα δεν έβγαναν από τα μάτια του δάκρυα.
«Ακόμα στο στρώμα είσαι; του είπε· κάτι θάκαμες! Αμ' δε μ' ακούτε, δε μ' ακούτε, μωρέ σκυλιά! Δε σου είπα να μην το κουνήσης το πόδι;»
Το κοίταξε το πόδι, το ξανακοίταξε, και καθώς τον είδεν εκείνον έτσι αμίλητο και αποσωμένο·
«Ε! δεν έχεις τίποτε, του ξαναλέει, θα γίνης καλά.»
Αλλά, κρυφά στη μάνα του, και στις άλλες που παράστεκαν, είπε ξερά και παστρικά:
«Αδύνατο να γιατρευτή. Οι τσαρλατάνοι που φέρατε τον σκότωσαν τον άνθρωπο· κόπηκαν τα νεύρα κ' έμασαν· γάγγραινα· δουλεύει βαθειά· δε γλυτώνει, αν δεν του κοπή το πόδι. Κοιτάχτε το γληγορώτερο να τον πάτε στην Αθήνα προφτάστε τον».
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες η χήρα η Δήμαινα, τα δυο της ταδέρφια, ο γυρολόγος κι ο σιδεράς, ο Μάρκος ο Κανίνιας, ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας κ' η Ταρία Ταρέλα, ο Παπαθύμιος, ο δάσκαλος κι ο δήμαρχος πολεμούσαν να τον καταφέρουν. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες όλα τάκουγε, κ' έδινε πάντα μιαν απόκριση, την ίδια κ' απαράλλαχτη:
«Κάλλιο θάνατος παρά να περπατώ μ' ένα πόδι!»
Η αλήθεια είναι πως κι ο δήμαρχος κι ο δάσκαλος κ' η Ταρία Ταρέλα κι ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας κι ο Μάρκος ο Κανίνιας κι ο σιδεράς κι ο γυρολόγος κ' η χήρα η Δήμαινα τον είχαν αποφασίσει· δεν πίστευαν σ' ανθρώπου τέχνη πια· γραφτό του ήταν, έλεγαν, κι απ' του Θεού το θέλημα περίμεναν. Δεν ήθελαν να τον στενοχωρήσουν και πολύ, κι ούτε να τον ξεγελάσουν, ούτε να τον πάνε στην Αθήνα στανικά. Το κάτω κάτω, ας μην το κρύβουμε, όλοι τους ανατρίχιαζαν βαθύτερα από κάθε τι, σαν εφαντάζονταν το Μήτρο μονοπόδαρο. Τι πεθαμμένος, τι σακατεμένος! Καλά καλά δεν μπορούσαν να το ξεχωρίσουν τόν' από τάλλο, τα δυο κακά. Όσο για τη χήρα Δήμαινα, από μήνες τώρα είχε λίγα λόγια και πολλή συλλογή. Ένας στοχασμός λίγο λίγο ανέβαινε κι απλώνονταν όσο που ξεχείλισε μέσα στο νου της. Το παιδί το είχαν μαγεμένο! η αρρώστια του δεν ήταν αρρώστια του Θεού, το κακό του ήταν ανθρώπινο κακό· εδώ δεν παίζει τύχη, εδώ είναι μάγια, του άλλου κόσμου σύνεργα.
Της Μόρφως η μητέρα, η Γαρουφαλιά με τόνομα, που ρίχνει τα χαρτιά και ξορκάει ταερικά, μάτιασε το παιδί, βάλθηκε να το ξελογιάση με την κόρη της. Κι αφού είδε πως της ξέφυγε απ' τα χέρια, κι άλλης θυγατέρα θα το έπαιρνε, βάλθηκε να το ξεπαστρέψη· σωστά, της είπεν η Αργύρω. Μια βραδειά η Αργύρω, γυρνώντας από τη βρύση, με τη βαρέλλα της, είδε δυο γυναίκες μισοσκεπασμένες μπρος απ' το σπίτι της Δήμαινας· κ' είδε στο φως του φεγγαριού την ψηλότερη να φοβερίζη με το χέρι της τεντωμένο προς το σπίτι, και την άλλη την κοντούλα να κράζη με στρίγλικη φωνή: «Καλά σ' έχω!» Και τις γνώρισεν η Αργύρω, τη Γαρουφαλιά και τη Μόρφω! Καλά της τάχαν πει κ' η Λάμπραινα κ' η Ντορογιάννενα κ' η Καρασεβδού κ' η Μαριγώ η ζωντοχήρα· βούιζεν όλο το Θαλασσοχώρι· δεν ήταν πια μυστικό· η Γαρουφαλιά βάλθηκε να τον επαστρέψη με τα μάγια το Μήτρο της να μην ιδή πια προκοπή. Τράβηξε κατά την Άρταν η Γαρουφαλιά κ' ηύρε τις Τούρκισσες, τις μάγισσες, και τις πήρε σημάδια. Κ' η Μόρφω η σκρόφα, απ' την ημέρα που αρρεβωνιάστηκε στο Μελίσσι ο Μήτρος, τον έγραψε με τους πεθαμμένους, και του έκανε συλλείτουργο, κ' έβαλε και τον μνημόνεψαν ζωντανό στις τρεις και στις εννιά, στις σαράντα, τα τριμήνια, τα ξαμήνια, το χρονιάτικο. Μάννας κόρη! Κι αυτά τα μάγια είν' αλάθευτα· σ' όποιον τα ρίξουν ξεπατώνεται. Αχ! η σκύλα η Μόρφω! Είχε στείλει η μάννα της προξενιά της Δήμαινας, προξενιά για το Μήτρο. Κ' η Δήμαινα είχε ειπεί στην προξενήτρα:
«Εγώ τανάθρεψα με την τσίτα της σαΐττας και της χηριάς τα πάθη, και τόβγαλα παλληκάρι εικοσιοχτώ χρονώ· και τώρα πάρχισα να βλέπω το καλό του, θα το παντρέψω μικρό μικρό; Και ποιαν να πάρη; τη Μόρφω!»
Και πάλι έβαλε κι άλλη προξενήτρα κι αποκρίθη και σ' αυτή:
«Εγώ νίβομαι κι απονίβομαι· αν τη θέλει, ας την πάρη. Μα στο σπίτι μου να μην τον
ξαναϊδώ!»
Και σε λιγάκι ο Μήτρος άλλαξε δακτυλίδια με τη Φρόσω του Σεβδά.
Η χήρα η Δήμαινα άφησε κατά μέρος τους γιατρούς με τα γιατροσόφια τους, κι αντί να πάρη το παιδί να τρέξη στην Αθήνα, τάφησε ένα πρωί στο στρώμα και τράβηξε κατά την Πάτρα. Πήγε κ' ηύρε τη γριά τη μάντισσα, που ζούσ' εκεί ξακουσμένη σ' όλη τη Ρωμιοσύνη· που μάντευε για την αγάπη και για την έχτρα, για τον απάνου και για τον κάτου κόσμο, για τη ζωή και για το θάνατο· που γιάτρευε το μπόδεμα και το μάτιασμα, που είχε γνωριμία με τις νεράιδες, κ' έπιανε κουβέντες με τα ξωτικά. Την ηύρε στην απάνω χώρα, μέσα σ' ένα καλύβι, σκυμμένη απάνου σε χαλκωματένια πέταλα, σε ντύματα φιδιού, σε λύκου δόντια, σε χαρτιά και σε κόκκαλα, σε μπαλσαμωμένα κοράκια, σε μαγικά βοτάνια, σε μύρια σύνεργα. Καθώς την είδε τη Δήμαινα, κούνησε το κάτασπρο μαντιλωμένο κεφάλι της και είπε:
«Ξέρω γιατ' ήρθες για το παιδί σου. Σημάδια του έφερες;»
Κ' η Δήμαινα, που ήταν ορμηνεμένη, της έδωσε σημάδια από τα μαλλιά του.
«Καλά· αύριο την αυγή ναρθής να πάρης απόκριση.»
Και γύρισε την αυγή κι άκουσεν από το στόμα της μάντισσας:
«Αδύνατο να γιατρευτή· τόχουν κάμωμα φοβερό! Την ώρα που έπεσε και χτύπησε,
— πριν πέση — δώδεκ' Αρμένισσες έτρωγαν και γλεντούσαν· πάτησ' απάνου στο
τραπέζι τους. (Και της έδειξε μια φλούδ' από λεμόνι.) Η μια, καθώς τον είδε, τον
ζηλοφθόνησε, τον έσπρωξε, τον έρριξε, τον τσάκισε. Τον έχουνε στο μάτι οι
Αρμένισσες. — Θεός φυλάξη από τέτοια στοιχειά — γιατ' ήταν από καιρό μαγεμένο
το παιδί σου, και ήταν γραμμένο με τους πεθαμμένους!»
Και της έδωσε βοτάνια μαγικά, να του δίνη το ζουμί τους, όταν τονέ θυμώνει ο πόνος, να του περνά. Κ' έννοιωσεν η Δήμαινα πως για παρηγοριά της τάδινε κι όχι για γιατρειά.
Και γύρισε στο Θαλασσοχώρι και στο γιο της έφερε μόνο τα βότανα της μάντισσας, χωρίς να του φανερώση και τα λόγια της. Και ο γιος την περίμενε σαν το χελιδόνι του μαρτιού. Δεν άκουγεν από γιατρούς, αλλά τα μάγια τα πίστευε. Για τούτο κ' ύστερα από λίγον καιρό, σαν έφεραν από το Μελίσσι για να τον ιδή μια μάγισσα, μιαν Οβριά, ο Μήτρος την εδέχτηκεν εκεί στο στρώμα καρφωμένος, όπως δέχονταν καπετάνιος το πρύμο ταεράκι στα ταξίδια του. Σταχνό του πρόσωπο άστραψαν τα μάτια του, κ' ένα χαμόγελο, σαν άστρο σε φουρτουνιασμένον ουρανό, του γλύκανε τα χείλη. Μονάχα μια φορά τον είδεν έτσ' η Φρόσω του, η αρραβωνιαστικειά του, κι όχι άλλος κανείς. Η Οβριά λίγες μέρες είχε που εφάνη στο Μελίσσι από τα Γιάννενα. Την είχε κλέψει ένας Γιαννιώτης και την έφερεν εκεί· βαφτίστηκε και στεφανώθηκεν. Ερωτοχτυπημένη, νεοφώτιστη, νιόπαντρη, και μάγισσα! Καθαρομελάχρινη, λυγερή, μορφοκαμωμένη, και γλυκόλογη· τι χρειάζονταν η μαγική της μπρος στη ματιά της! Έσκυψε και τον κοίταξε ήμερα και σπλαχνικά, κι ο Μήτρος εφαντάστηκε πως τελείωσαν τα βάσανά του, και δεν απόμενε άλλο, παρά να τονέ πάρη από το χέρι και να του ειπή: «Σήκω και περπάτησε!» κι αυτός να σηκωθή και να περπατήση. Τα πίστευε τα μάγια, τον μάγευεν η ομορφιά.
Η Οβριά ζήτησε το δεξί του το πόδημα· και το πήρε κ' έρριξε κάτι μέσα σ' αυτό, κάτι που έμοιαζε σα διάργυρο, και πρόσταξε να το βάλουν έξω, πάνω στα κεραμίδια να ξενυχτήση.
«Ό,τι κι αν ακούσετε τη νύχτ' απόψε, τους είπε, να μη μιλήσετε.» Και πάλι ξανάειπε στους άλλους του σπιτιού:
«Για να ιδήτε πως κιντυνεύει το παιδί από κάμωμα! το τσάκισαν οι νεράιδες το παιδί.»
Και διόρισε κι αυτή κάτι χόρτα, να τα πίνη βρασμένα με κρασί.
Το βράδυ έπεσαν να κοιμηθούν. Χειμώνας ήταν ακόμη, μα η νύχτα ήταν ανοιξιάτικη, κατάστερη. Η Δήμαινα μονάχη ξενυχτούσε το Μήτρο· στο πλάγι του έστρωνε κ' έπεφτε· πολλές φορές ξημερώνονταν στο πόδι. Τη νύχτα εκείνη, κι όλη του κόσμου την υγεία και την ξεγνιασιά να κρύβαν μέσα τους, πάλι δε θα κλειούσαν μάτι μάννα και παιδί. Θυμούνταν τα λόγια της Οβριάς: «Ό,τι κι αν ακούσετ' απόψε, να μη μιλήσετε!» Και τους δυο ένας φόβος τους ετάραζε και μια ελπίδα τους εζέσταινε. Στον πλατύν οντά το κρεμαστό καντήλι θαμποφωτά, κι άλλο δεν ξεχώριζαν μέσα εκεί παρά το εικονοστάσι με το μαυρισμένο το Χριστό και τον ασημωμένον Άη Νικόλα, κ' ένα τρομπόνι μ' ένα κουπί, και τα δυο ταραρριχτά σε μια γωνιά του τοίχου. Κι ο Μήτρος κάρφωνε άγρυπνος το μάτι απ' το καντήλι στα κονίσματα, κι από κει στη γωνιά, σαν κάτιτι να καρτερούσε νάβγη ακόμα κι απ' αυτά, που ξάνοιγε μονάχα στο σκοτάδι εκεί, κάτι μυστικό κι ανέλπιστο· και μέσα στο σκοταδερό το φως, ο ήσκιος πόρριχνε ο Χριστός και τασημένιο φέγγος τ' Άη Νικόλα και του κουπιού το μάκρος και η θωριά του τρομπονιού σμίγανε και φάνταζαν, και γίνονταν μαυράδια αλλόκοτα και σχήματα που σειούνταν, σα να κρυφομίλαγαν, και πλάσματα αλλόκοτα, που λίγο μόνον έλειπε για να ξεσκεπασθούν, και να φανερωθούνε ξωτικές και μοίρες και ψυχές . . . ποιος ξέρει τι θα φανερώνονταν; Κ' είχε χτυπόκαρδο ο καημένος, κι ο νους του ήταν γεμάτος από ιστορίες άλλου κόσμου και παραμύθια άλλου καιρού, κ' επρόσμενε σαν κατάδικος να ιδή: θα τονέ κόψουν ή θα του δώσουν χάρη; Και σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα, εκεί που η νύχτα ήταν ανοιξιάτικη, κατάστερη, γεμάτη σιγαλιά, ψηλά στα κεραμίδια του σπιτιού ξεσπάει μεγάλη ταραχή, χαλίκια πέφτουν, σα νάστησαν πετροπόλεμο του σπιτιού, χαλάζι λες και ρίχνει ο ουρανός απάνω στη σκεπή· σφυρίγματα γρικειούνται, μιλήματα ακούγονται. Ταράζεται το πάτωμα, βογγούν τα παράθυρα, τρίζουν οι πόρτες, μπροστά στα μάτια του παιδιού χοροπηδούν παράξενα καντήλια, και κονίσματα και φώτα και σκιές. Πιάνετ' ο ανασασμός του· δε μπορεί, αλλ' ούτε και που θέλει να μιλήση· θυμάται της Οβριάς τα λόγια, τρέμει μην του πάρουν νεράιδες τη μιλιά· με το μακρύ ραβδί, που κρατούσε στο πλευρό, κουνάει τη μάννα του μήπως κοιμάται και δεν έννιωσε τι έτρεχε· κ' η μάννα δίχως να μιλήση χτυπάει το πάτωμα, για να του πη πως ήταν έξυπνη και τα κατάλαβε. Κι από την ώρα εκείνη μάννα και παιδί στέκονταν άσειστοι κι αμίλητοι και καρτερούσαν, και κάθε κρότος είχε πάψει κ' η σιγαλιά ξαναχύθηκε, κ' οι δυο τους άκουγαν, όλο κι άκουγαν σφυρίγματα, πετροβολιές, φωνές, ως τα ξημερώματα.
Και ξημερώνοντας, νά κ' η Οβριά! Της λεν τι έτρεξε τη νύχτα· ζητάει το πόδημα που ξενύχτησε στα κεραμίδια, το κοιτάει καλά καλά, λιγάκι συλλογίζεται, γλυκογελάει του Μήτρου και λέει χωριστά της Δήμαινας:
«Δε σας το είπα εγώ; το παιδί είναι μαγεμένο· των αδυνάτων να γιατρευτή. Αν πιάνονταν από την αρχή με τα μαντολόγια και δεν έμπλεκε με γιατρούς, θα γλύτωνε· αυτό είν' η αλήθεια!»
Κ' όσο τους απέλπιζαν κ' οι μάντισσες, τόσο στα μαντολόγια έρριχναν τις ελπίδες τους. Κ' η Δήμαινα με ταδέρφια της, το γυρολόγο και το σιδερά, πήραν στερνή μεγάλη απόφαση. Στον Έπαχτο εζούσεν ένας μάντης. Διάβαζε τη σολομονική· δεν ήταν παίξε γέλασε· μέσα σ' αυτή μάθαινε πως γιατρεύεται κ' η πιο κακή αρρώστια. Ξόρκιζε τα δαιμόνια, μέσα σε ασκιά τα κλειούσε και μέσα σε αγγειά τα φυλάκωνε, γιατ' είχε τη σφραγίδα του Σολομώντος και μ' αυτή τα σφράγιζε. Γνώριζε πού φύτρωνε το τετράφυλλο τριφύλλι και μ' εκείνο έκανε υποταχτικούς του τα ξωτικά. Κ' εστείλανε στην Έπαχτο την Ταρία Ταρέλα με χρήματα, με γράμματα, με σημάδια και με χίλια παρακάλια. Ο μάντης πια θάλεγε τον τελευταίο λόγο· το πήραν απόφαση· δεν είχαν πλέον να ελπίσουν από πουθενά.
Και μ' ένα ψαροκάικο κίνησεν η Ταρία Ταρέλα ίσα κατά την Έπαχτο. Κ' έφτασεν αποβραδύς, και δίχως να ξανασάνη, να ξεκουραστή, δίχως να πη κανενός τίποτε, ρωτώντας και γυρεύοντας, τον ηύρε το μάντη το ίδιο το βράδυ. Κι ο μάντης ήταν ένας παλιοντυμένος κιτρινιάρης, με κάτι μακρυά γένεια ολόμαυρα· μιλούσε σιγαλά και ποτέ του δε γελούσε. Του έβαλε στο χέρι η Ταρία Ταρέλα ένα δεκάρικο και του λέει:
«Να κοιτάξης ένα πού δε μπορεί, και να τον κάμης καλά.»
Κι ο μάντης ζήτησε κι αυτός σημάδι, τρίχες από τα μαλλιά του Μήτρου, κι αποκρίθηκεν ευθύς:
«Αύριο το πρωί, στις τέσσερεις, με το σαλέπι, να βρεθής εδώ.»
Και το πρωί, στις τέσσερεις, με το σαλέπι, ο μάντης έλεγε στο σύντροφο του Μήτρου:
«Μήτρο τονέ λεν το βαρεμένο, στο Θαλασσοχώρι κάθεται, το σπίτι του είναι αντίκρυ από την εκκλησιά· χήρα η μάννα του, Δήμαινα τηνέ κράζουν..»
Και τάχασεν η Ταρία Ταρέλα, κι ανατρίχιασε· δεν του είχε ειπεί τίποτε, μήτε και με κανέναν άλλο είχε μιλήσει εκεί στον Έπαχτο. Και νά τώρα που τάξερεν όλα ο μάντης! κ' έκαμε το σταυρό του.
Και γλήγορα γλήγορα ο μάντης του είπε τότε:
«Να μαυροφορέσετ' από τώρα! Των αδυνάτων αδύνατον να ιδή προκοπή. Όλα τα μάζωξα κι όλες τις πρόσταξα. Κι από παντού αγροίκαγα: Ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει, κι ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Τάχ' η Μοίρα στο χαρτί, πελέκι δεν τα κόβει. Τον έφαγαν τα μάγια της αγάπης· κακά στοιχειά τονέ χτύπησαν. Σύντεκνε, πάρ' το απόφαση.»
Πέρασε κι ο χειμώνας. Έλυωσαν τα χιόνια του Ζυγού, μόνο η κορφή του πρόβαλλεν ακόμα τυλιγμένη σα μέσα σε ψιλό κατάλευκο γιασμάκι. Στο Μισόκαμπο λουλούδιζαν οι μυγδαλιές και στα σπιτάκια του Θαλασσοχωριού, μέσ' από κάθε χαγιάτι και κάθε λιακωτό, μέσα σε λογής λογής γαστρούλες και κασσελάκια, πρασίνιζεν ο βασιλικός, το δυόσμο, το δεντρολίβανο, κι άνθιζαν τα ρόδα, τα γαρούφαλα, τα μανουσάκια και οι βιολέττες. Και το πιο φτωχόσπιτο το έβλεπες πλούσιο σε μυριστικά, και τα κορίτσια του Θαλασσοχωριού, με τις θρεμμένες πλεξίδες και τα βοργολυγερά κορμάκια τους, το είχαν ξεχωριστή δουλειά την άνοιξη να τα ποτίζουν και να τα ξεδιαλέγουν τα λουλούδια τους. Κ' εκεί κάτω απ' τα χαγιάτια κι απ' τα λιακωτά, σε πόρτες και σε παράθυρα κι ανάμεσα στις γάστρες έχτιζαν και τα χελιδόνια τις φωλιές· τι εύκολα, που εύρισκαν τόπο για να χτίσουν τις φωλιές τους εκεί πέρα όσο φτωχότερα ήταν χτισμένο το σπίτι, τόσο πλουσιώτερα, τόσο αφοβώτερα εζούσαν τα χελιδόνια τα καημένα· και θαρρείς το γνώριζαν κι αυτά.
Στο σπιτικό του Μήτρου του Ρουμελιώτη κανένα λουλούδι δεν είχε ανοίξει· δυο τρεις γαστρούλες, εστέκονταν απάνω στο μπαλκόνι γυμνές, σα να διάβηκεν απάνω τους αράπικο ποδάρι. Στο μυαλό της Δήμαινας φροντίδες για λουλούδια δε χωρούσαν. Τον περασμένο χειμώνα έρριξε τανεμόβροχο τις γάστρες με τις τάβλες που τις εκρατούσαν και στόλιζαν τη μπροστινή την όψη του σπιτιού απ' άκρη σ' άκρη, και μαζί μ' αυτά και τις φωλιές που καρτερούσανε τα χελιδόνια. Κανείς δε συλλογίστηκε να τις ξαναστυλώση. Και σαν ήρθεν η άνοιξη και γύρισαν και τα πουλιά της, δε στάθηκαν στο σπίτι κ' έφυγαν το χαλασμό, ανήσυχα χτυπώντας τα φτερά.
Πέρασαν οι αποκριές, κ' η Μεγάλη Σαρακοστή, με το καλό, ήταν στα τελευταία. Κ' η εβδομάδα των Παθών ξαναγύρισεν. Ο απρίλης, νιόφερτος, ξανάνιωσε τη ζωή και νέα δύναμη σκορπούσε για της ζωής τον αγώνα· νέες χαρές έννοιωθεν η ψυχή, νέες φροντίδες ξεφύτρωναν στο νου· σαν τάνθη ξάνοιγαν οι αγάπες, οι εκκλησιές ανοιχτές μοσχοβολούσαν από λιβάνι, κ' οι καρδιές, ανοιχτότερες, μοσχοβολούσαν από ελπίδες. Τέτοια εποχή γλυκαίνεται κι ο βασανισμένος· κι ο απελπισμένος παίρνει ορμή· κι αυτός που είν' έτοιμος να ξεψυχήση, την αγκαλιάζει σφιχτότερα τη ζωή, κοιτάει να την πουλήση όσο μπορεί ακριβώτερα.
Ο Μήτρος δεν είχε πλέον γλυτωμό. Μετρημένες ήταν οι μέρες του. Πάνε κ' οι γιατροί με τα γιατρικά, πάνε κ' οι μάγισσες με τα μαντολόγια. Γαγγραίνιασε το πόδι. Το φαρμάκι ανέβαινε ολοένα κι απλωνόταν στο αίμα. Κ' εκείνος αμίλητος, άσειστος, μόνο τα μάτια του μιλούσαν, γοργοκίνητα, γυαλιστερά, λες και περίμενε το Χάρο, για να λογαριαστούν. Η δόλια η Δήμαινα είχε καταντήσει αγνώριστη από την αγρύπνια κι από τη λύπη, σωστό σαράβαλο. Ο Μάρκος ο Κανίνιας, ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας κ' η Ταρία Ταρέλα ούτε μιλούσαν ούτε το κουνούσαν απ' το πλευρό του. Τη Μεγάλη Πέμπτη έφεραν τον παπά Θύμιο και τον μετάλαβε.
Η Μεγάλη Παρασκευή ξημέρωσεν όχι σαν τις άλλες χρονιές, με μαύρον ουρανό. Ξημέρωσε καταγάλανη κι ολόξανθη. Με την πρώτη αχτίνα του φωτός που γλύστρησεν από τη χαραμάδα στο στρώμα του Μήτρου, ο Μήτρος εσπαρτάρησε κ' έβγαλε φωνή τρανή κ' έκραξε:
«Μάννα, ήλιο θέλω, αέρα θέλω· άνοιξε το παράθυρο!»
Κι ανοίγει το παράθυρο κι ο ήλιος πλημμυρίζει το σκοτιδιασμένο, το έρμο σπίτι. Σαν πανηγύρι χύνεται το φως του σε πάτωμα, σε τοίχους, και σε κάθε τι. Τον περιχύνει τον άρρωστο, και θάλεγες πως ήταν αυτός ο μόνος γιατρός κι ο μόνος μάγος. Τα μακρειά κι αχτένιστα μαλλιά του ταναταράζει το πρωινό ταγέρι που με βία χύθηκεν απ' τανοιχτό παράθυρο. Κι απ' τανοιχτό παράθυρο τα μάτια του τραβάνε ίσα ολόισα κι ανταμώνονται με τον ήμερο γιαλό του Θαλασσοχωριού· τον ίδιο το γιαλό που αλλάζει χίλια χρώματα σα χίλια όνειρα σε κάθε χρυσοφίλημα του ήλιου απ' το πρωί ως το βράδυ. Μόνο πως ο αύγουστος δε μπορούσε τότε να του δώση τη μυστική εμορφιά που σήμερα του δίνει ο απρίλης, πλασμένη απ' όλες τις πνοές κι απ' όλες τις λαχτάρες της ζωής. Και σε μιαν άκρη του μόλου, τα μάτια του ξανοίγουν ένα καϊκάκι, το ίδιο το καϊκάκι του, ξαρματωμένο εκεί, παραρριμένο. Και σα να φώτισεν ο ήλιος το λογισμό του πιο βαθειά κι από το σπίτι του, κατάλαβε κι αυτός πως ήρθεν η στερνή του η ώρα, πως ο Χάρος πλάκωσε, και πως έπρεπε να παραδοθή σαν άξιο παλληκάρι, μα τον κυρ Ήλιο που του φώτιζε τον υστερνό του δρόμο. Κι ο μάγος ο ήλιος τον εμάγεψε· τον εμέθυσε με ένα παράξενο κι απάντεχο κρασί, καμωμένο από ζωή κι από θάνατο.
«Ένα καθρέφτη, μάννα, ένα καθρέφτη!»
Του ξάναψεν έξαφνα η έγνοια του στολιδιού· ήθελε να συγυρίση τη λεβεντιά του για το ταξίδι του κάτου κόσμου. Του φαίνονταν πως ετοιμάζονταν να πάη στο πανηγύρι του Άη Λιά, στα πλάγια του Ζυγού. Κ' η μάννα που αλάλιασεν απ' τη συμφορά, που αγρικούσε και δεν έννοιωθε, που έννοιωθε χωρίς να συλλογίζεται, του φέρνει τον καθρέφτη.
Επήρε τον καθρέφτη, κι άρχισε να κοιτάζεται μέσα σ' αυτόν· όχι να κοιτάζεται, μα να κοιτάζη μέσα σ' αυτόν χίλιες ενθύμησες, χίλιες εικόνες απ' τα μικρά του χρόνια ως τα τωρινά· εικόνες κ' ενθύμησες, θαφτές μέσα στο νου του, που ξεθάφτονταν για υστερνή φορά κι ανασταίνονταν και σαν πουλάκια γοργόφτερα τις έβλεπε με τα σβυσμένα μάτια του να σπαρταρούνε μέσα στο γυαλί. Κ' έλεγε πως ήτον ο καθρέφτης ωσάν εκείνον το μαγικό, τον περίφημο, που μέσα του ξάνοιγες όλα τα μακρυνά τα περασμένα και όλα τα μακρυνά τα μελλόμενα.
Κ' ύστερα με μιας δεν αντίκρυσε άλλο τίποτε μέσα στον καθρέφτη παρά το κατάχλωμο πρόσωπό του και το σωμένο του κορμί. Και πάλι ακούστηκε να λέη μ εκείνον τον αλάλητο καημό της λεβεντιάς:
«Αχ! ωραία νιάτα που θα φάη η γης!»
Και καθώς είπεν «ωραία νιάτα», έτσι τον πήρε για στερνή φορά κ' η φροντίδα της νιότης, του στολισμού και της εμορφιάς, η φροντίδα, που δεν ταφίνει τα παλληκάρια και μέσα στην αγκαλιά του Χάρου. Κι άρχισε να τα χτενίζη, να τα χτενίζη τα σγουρά μαλλιά, τα φουντωμένα κι ολόμακρα, που είχαν ρουφήξει, θαρρούσες, όλη τη φρεσκάδα και τη δύναμη του κορμιού, γι' αυτό φούντωσαν έτσι και μάκρυναν. Κι έστριβε το μουστάκι του σα να ήταν έτοιμος για δεύτερ' αρραβωνήσια. Κι όταν απόκαμε πια, σα να του φώτισεν άξαφνο φως το νου του, έτσι καθώς ήταν ακουμπιστός, είπε στη μάνα του:
«Τώρα, δυστυχισμένη μάννα, τόσον καιρό έκανα κουράγιο, έλεγα πως δε θα πεθάνω . . . Μια χάρη τώρα σου ζητάω. Κλάψε με να σ' ακούσω.»
— Μπα! παιδί μου, τι λόγια είν' αυτά; Να σε κλάψω; Ίσα μ' αυτού ήρθες; τραύλιζεν αλαλιασμένη η μάννα.
— Αχ! και πάλι αχ! Κλάψε, μάννα, κλάψε! Τα νιάτα χώμα γίνονται κ' η λεβεντιά χορτάρι, και το σαΐνικο κορμί χώμα και το πατούνε! Όπου πάς και σταθής, μάννα, να το λες».
Σώπασε λιγάκι, κ' έξαφν' ανατινάχτηκε απελπισμένα και φώναξε:
«Δε θέλω να πεθάνω μοναχικά· κόσμο θέλω. Άνοιξε, μάννα, την πόρτα, να μπη κόσμος μέσα.»
Θα κόντευε το μεσημέρι. Γύριζαν οι Θαλασοχωρίτες απ' την εκκλησιάν. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, κρατούσαν άνθη στο χέρι, τάνθη του επιταφίου. Όταν άξαφνα φτάνει σταυτιά των ανθρώπων, όλων εκείνων, που έβγαιναν απ' τον Άη Νικόλα, κι όλων εκείνων που περνούσαν από κει, — κ' ήταν αδιάκοπο το διάβα κατά την ώραν εκείνη, — φτάνει ένας ήχος αργός, βραχνός, λυπητερός που σήκωνε τις τρίχες και σε σπάραζεν, ήχος βγαλμένος σαν από ζωντόβολο, σαν από άνθρωπον· ήχος που κατέβαινε και υψώνονταν, κ' επνίγονταν, και χύνονταν και δέρνονταν ήχος που ήταν και μίλημα, και ούρλιασμα, και θρήνος, και παράπονο, και κλάψιμο, και γέλιο, και βρισιά, και τραγούδι· τραγούδι τρομασμένης, ξετρελλαμένης, απελπισμένης ψυχής. Κ' οι διαβάτες άκουγαν, στέκονταν, ανατρίχιαζαν, αυτιάζονταν, ένοιωθαν, κουνούσαν τα κεφάλια κ' έλεγαν ο ένας του άλλου:
«Μυρολόι! ποιος να πέθανε;»
Κάποιος έδειξε τότε το σπίτι της Δήμαινας, κ' έκραξε.
«Δεν το ξέρετε; από το σπίτι της Δήμαινας βγαίνει το μοιρολόι. Πέθανε ο Αφεντομήτρος!»
Πέθανε ο Μήτρος! ο Μήτρος ο λεβέντης, που βασανίζονταν ένα χρόνο στο στρώμα. Ο Μήτρος ο χτυπημένος, ο ζηλοφθονεμένος, ο μαγεμένος, ο αδικοσκοτωμένος! Σα χαλάζι έπεσε το μαντάτο στο Θαλασσοχώρι. Κι όσοι τάκουγαν, αναστέναζαν, έσμιγαν με βία τις απαλάμες, κ' οι γυναίκες τραβούσαν τα μάγουλα σα να μη το περίμεναν από τόσους μήνες. Δεν μπορούσαν να το χωνέψουν. Όταν πεθαίνει παλληκάρι σαν το Μήτρο, πεθαίνει ολόκληρη ζωή, σβειέται ο ήλιος! Και τότε στάθηκεν ένα πράμα, που δε θυμούνται οι γεροντότεροι να ξαναστάθηκε κι άλλη φορά στο Θαλασσοχώρι. Καθένας που άκουγε το νέο, το έλεγε του άλλου και αμέσως, όπως ήταν κι όπου βρίσκονταν, τραβούσε γοργά κατά το σπίτι του Μήτρου. Πού μαζεύτηκεν όλος εκείνος ο κόσμος; γυναίκες ομορφοσυγυρισμένες με τα μαύρα φακιόλια· γυναίκες ανάλλαγες, όπως βρίσκονταν στα σπίτια τους^ κάθε λογής άντρες, νοικοκυραίοι, δουλευτάδες της θάλασσας και της στεριάς παιδάκια που τα κρατούσαν απ' το χέρι και παιδάκια στο βυζί της μάννας· όλοι από την εκκλησιά τραβούσαν ίσια εκεί. Έλεγες πως μέσα στο σπίτι εκείνο γίνονταν τα Πάθη του Χριστού, κ' έχει στηθή ένας άλλος επιτάφιος. Και πολλοί κρατούσαν ακόμα στα χέρια τους άνθη, άνθη από τον επιτάφιο, κ' έλεγες πως πήγαιναν να τα ρίξουν απάνω στο στρώμα του πεθαμμένου, μ' αυτά να του ευωδιάσουν τον τελευταίο ύπνο, να τον αγιάσουν το νεκρό.
Το σπίτι επρόβαλλε μ' ανοιχτά παραθύρια, με πόρτα ολάνοιχτη. Τόλουζεν ο ήλιος του μεσημεριού. Να μην ήξερε κάνεις τίποτε, να μη γρικούσε τον ήχο, θα στοχάζονταν, όχι πως διάβαινεν ο Χάρος από κει, μα πως είχε στηθή μεγάλο πανηγύρι. Κανείς δεν τον κρατούσε τον κόσμο εκείνον. Όσοι έτρεξαν πρώτοι, δρασκέλησαν το κατώφλι, ανέβηκαν, τράβηξαν ίσα μέσα, σκόρπισαν σ' όλα του σπιτιού τα χωρίσματα. Οι άλλοι καρτερούσαν απ' όξω. Κι όλο έρχονταν. Κι όλο κατέβαιναν, κι όλο άραζαν άνθρωποι μπροστά στο σπίτι. Κ' έξαφνα πάλι όσοι πρόφτασαν και πρωτανέβηκαν στο σπίτι, πρόβαλαν στα παράθυρα, κατέβηκαν πάλι, λαχανιασμένοι, αποσωμένοι, κίτρινοι, και έφεραν νέο μαντάτο: «Δεν πέθανεν ακόμα, δεν πέθανε. Ψυχομαχάει· κ' έβαλε να τον μυρολογήσουν ζωντανό! Μωρέ, ακούς; δεν ξαναστάθηκε τέτοιο πράμα!»
Κι αλήθεια ήταν· όσοι έμπαιναν μέσα στο σπίτι μαρμάρωναν. Εκεί που περίμεναν να τον ιδούν πεθαμμένο και να τον νεκροφιλήσουν, τον αντίκρυζαν ανακαθισμένο στο στρώμ' απάνου, μ' ορργισμένη όψη, με γουρλωμένα μάτια, με τεντωμένα αυτιά, σαν άτι ανυπόμονο να τρέξη στον κάμπο, σαν παλληκάρι που καρτερούσε να του φορέσουν τάρματα για να χυθή. Και σε μια γωνιά μαζωχτή η γρηά Δήμαινα και ασάλευτη, με λείψανο κορμιού μονάχα, με δίχως ψυχή, με δίχως δάκρυα· όλη της η ζωή είχε γίνει φωνή, μα όχι φωνή γυναίκας, η φωνή της ίδιας της απελπισιάς. Και τραγουδούσε σ' ένα σκοπό δικό της, που δεν ξανακούστηκε κ' έλεγε:
Ομορφονιός ψυχομαχάει, ομορφονιός πεθαίνει,
ανάψτε πράσινα κεριά και κίτρινες λαμπάδες,
να φέξουνε τομορφονιού να κατεβή, στον άδη.
Σκαλί σκαλί κατέβαινε, σκαλί σκαλί ανεβαίνει.
Η Βασίλω η συμπεθέρα της, πού δεν μπορούσε να βαστάξη, κάτι θέλησε να της ειπή:
«Καημένη Δήμαινα, δεν ξαναστάθηκε τέτοιο στην οικουμένη, το παιδί σου να ζη και να το μυρολογάς!»
Αλλ' αντί ναποκριθή η μάννα, το παιδί αποκρίθηκε:
«Πήγαινε στη δουλειά σου· τώρα θέλω να με κλάψη!»
Και γυρίζοντας προς τη μικροπαντρεμένη τη Λόλω, στην ξαδερφούλα του, που έστεκε γονατιστή κ' έκρυβε τα σιγαλά της δάκρυα μέσα στο μαντίλι της, την αγριοκοίταξε και της λέει:
«Μωρή Λόλω, γιατί δεν κλαις και συ;»
Κι ακολουθούσε το μυρολόγι:
Κ' ηύρεν τον ένας σκώληκας, μα και τον ερωτάει:
Πού πας, ασήμι, να χαθής, μάλαμα, να θολέψης;
Πού πας, αργυροκούδουνο, να χάσης τη λαλιά σου;
Κι από τα χείλη της μάννας το μυρολόγι ξεφύτρωσε στα χείλη των γυναικών των άλλων, καθώς τα δάκρυα φέρνουν δάκρυα και τα γέλοια γέλοια, καθώς το κερί ανάφτει από άλλο κερί, καθώς απλώνονταν κάποτε κ' η πλυμμύρα του γιαλού και σκέπαζε το Θαλασσοχώρι. Και μέσα στις γυναίκες που μυρολογούσαν, άλλες γυναίκες πρόβαλαν μ' ανθοστέφανα και με χλωρά μπουκέττα, κι άλλες παραπέρα, στάλλα χωρίσματα, κασσέλλες άνοιγαν κ' ετοίμαζαν ρούχα για το νεκρό που ακόμ' ανάσαινε, κι ολοένα κόσμος, κόσμος ατέλειωτος ανέβαινε και κατέβαινε. Και μέσα στον κόσμο ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας, ο Μάρκος ο Κανίνιας κ' η Ταρία Ταρέλα, αποσωμένοι απ' τις αγρύπνιες, κι από τον πόνο συντριμμένοι, είχαν στυλώσει τα μάτια σαν τυφλοί και τίποτε λες δεν έβλεπαν, τίποτε δεν έλεγαν. Αντίκρυ από το σπίτι ο μαραγγός κάρφωνε με δακρυσμένα μάτια τα ξύλα της κάσσας, κι απάνω η Βασίλω με τη Γυφτογιάνναινα ξεδίπλωναν το σάβανο· σ' ένα τραπέζι έστεκεν η κεντιστή κι ολόχρυση σκούφια, στερνό χάρισμα της αρραβωνιαστικειάς στον άκληρο που της έφυγε για πάντα· μ' εκείνη θα τον στόλιζαν στο νεκροκρέβατο.
Από το μεσημέρι κ' εκείθε άρχισεν ο χαροπόλεμος. Το ψυχομαχητό κράτησεν όλο το δειλινό. Και το παλληκάρι βογγούσε βαθειά κι αναταραζόταν, σα χώρα που κάθε λίγο και λιγάκι την ανατίναζεν από της γης τα έγκατα σεισμός δαιμονισμένος. Και μέσα στο ψυχομαχητό, στερνά ξεσπιθίσματα του καντηλιού της ζωής, τέτοια λόγια ξεπετειόνταν ανάρια ανάρια:
«Αχ! μωρέ, τι έπαθα! . . . Φουστανέλλα φορείς. . . Σιγά σιγά. . . μην πατήσης τα πόδια μου. . . Μπα! μπα! τι κόσμος είναι τούτος;. . . Ορίστε! ορίστε!. . . Μάννα. . . Μην πατήσης παραπάνω!. . . . Τόπο! τόπο! Αέρα θέλω!. . . Γλυκειά ζωή. . . Μη μου κρύβης τον ήλιο. . . Παραδόθηκα!»
Και με το «παραδόθηκα» παράδοσε στο Χάρο τη ζωή. Ξεψύχησε μπροστά στα μάτια του κόσμου, μέσα στου Θαλασσοχωριού την αγκαλιά, σα λεύκα που τη ρίχνει ο ξυλοκόπος, ύστερα από βαρύν αγώνα, στανοιχτά, μπροστά στην όψη ολόκληρου του λόγγου του ανήμπορου. Την ίδιαν ώραν ο ανθρώπινος εκείνος λόγγος που απλώνονταν απ' το στρώμα του νεκρού ίσια στο δρόμον έξω σκόρπισε μια βοή, που την είχε γεννήσει βαρύς καημός κι αλαφρό ξανάσασμα: «Κρίμα στο παλληκάρι που πάει άδικα! Δόξα σοι, Κύριε, που τον ανάπαψες!»
Την ίδια εκείνην ώρα, πέρα στης θάλασσας την άκρη, ξανοίγονταν από το σπίτι του νεκρού κι ο ήλιος που βασίλευεν ολοπύρινος. Το ήμερο ακρογιάλι δεν εσούφρωνε πνοή. Τι γλύκα που είχεν η φύση! Στεριά και πέλαγο ησύχαζαν να μη ταράξουν τον πρόσκαιρον ύπνο του παντοτεινού Θεού, τον ύπνο τον αιώνιο του πρόσκαιρου τανθρώπου.
Όμως την ίδια εκείνην ώρα, όσοι παράστεκαν, μέσα στον πλατύν οντά, το νεκρό μ' ανοιγμένα μάτια ακόμα, είδαν κάτιτι παράξενο. Είδαν τη γριά τη Δήμαινα απ' το στρώμα του παιδιού της, που είχε καρφωθή εκεί ξεψυχισμένη, χωρίς αίσθηση και χωρίς δάκρυα, και πλέον και χωρίς φωνή, την είδαν να ορμήση αγριωπή, μέσα στον κόσμο, σαν αγριόγατα μ' ολόρριχτα μαλλιά, με χέρια τεντωμένα, με δάχτυλα ολάνυχτα, σαν κάποιον νάθελε να πνίξη. Μέσα στη μέση του σπιτιού αθώρητη σα φίδ' είχε γλυστρήσει κ' έστεκεν ακίνητη, κι αμίλητη, κ' έστεκεν ολογάληνη, σα μαρμαρωμένη, κ' εκοίταζε προς το κρεβάτι του νεκρού, μια κόρη. Μια μυστική χαρά λαμπίριζε στα μάτια της, και το κλεισμένο στόμα της δεν τάνοιγεν, όμως το χάραζ' ελαφρότατα μιαν αδιόρατη γραμμή που έμοιαζε χαμόγελο. Τανάστημά της δεν ήταν ψηλό, αλλ' υψώνονταν αλύγιστο, το πρόσωπό της φάνταζε ωραιότερο, καθώς επρόβαλε μονάχα εκείνο από το μαύρο σάλι που σκέπαζε όλο το κεφάλι της. Σ' αυτήν απάνου ώρμησεν η γριά. Ψιθυρισμοί ακούστηκαν τριγύοω:
«Μπα! την παλιοβρώμα! την αδιάντροπη!»
— Μωρέ την είδατε την Τρελλομόρφω;
Αλλά προτού προφτάσ' η Δήμαινα να την αρπάξη, εκείνη αφανίστηκε γοργά, σαν όνειρο κακό, σαν πειρασμός ολόγλυκος. Κι απόμειν' η γριά σπαράζοντας και φοβερίζοντας με το χέρι τον αέρα, και πριν μακρειά πλατειά ξαπλωθή στο πάτωμα, πρόφτασε και ξεφώνησε:
«Αχ! μωρή στρίγγλα! Ως κ' εδώ βγήκες, μπόισσα! Μου τον έφαγες! αχ! αν είχα κουμπούρι σ' εσκότωνα! Ας είναι! δεν τον πήρες μια φορά, κι ας τον πήρε ο Χάρος!»