Title: Διηγήματα, Τόμος Β
Author: Alexandros Moraitides
Release date: September 11, 2011 [eBook #37395]
Most recently updated: January 25, 2021
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
his major work in proofreading.
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Footnotes have been transferred at the end of the book. A table of typing errors has been taken into account.// Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. Ο πίνακας παραρομάτων έχει ληφθεί υπ’ όψη.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΟΥ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΤΟΜΟΣ Β'
ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΕΠΙ ΤΗ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΙ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
ΑΘΗΝΑΙ — ΕΚΔΟΤΗΣ — ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ — 1921
ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗΝ ΜΟΥ ΣΚΙΑΘΟΝ
Την καταπράσινην, την ευωδιάζουσαν, την
γαληνιώσαν ως ευσεβή ψυχήν, την πολύκολπον,
την ευλίμενον, την δασοστεφή, την βοσπορίζουσαν,
την περικαλλή Σκίαθον.
(Προλ. Β. Γαβριηλίδου Τόμ. Α')
Εις την ωραίαν αυτήν νήσον ανθίζει και αυτή
η γη και εμφανίζει κάτι χωματένια λουλουδάκια
κοντά και στρογγυλά, το άνθος του
χώματος.. (Βακούφικα Α. Μωραϊτίδου Τόμ. Α')
Όταν απερνούσεν από τον Άγι-Αντώνη — και απερνούσε κάθε βράδυ, εκείναις ταις ημέραις
ο παπά-Κονόμος, καβάλα στο γαδουράκι του — ησθάνετο μεγάλην χαράν να ξεπεζεύση εις
την αυλίτσαν του μικρού εξωκκλησίου, να έμβη μέσα, να χαιρετίση τας αγίας εικόνας και
έπειτα να καθίση στο μόνον στασιδάκι, όπου υπήρχε — διά τον ψάλτην — και να
ξεκουρασθή, αφαιρούμενος σιωπηλός με τα μικρά κανδήλια, οπού εφεγγοβολούσαν εκεί,
στην αράδα, την γαλήνην και την ανάπαυσιν, πραγματικήν εκεί και ζωντανήν ανάπαυσιν,
αντανακλώντα το ακίνητόν των φως εις τας ακινήτους μορφάς των αγίων.
Αλλά μόνον να ξεκουρασθή τάχα;
Εκείναις ταις ημέραις ο παπά-Κονόμος είχε χάσει την κόρην του, μίαν γλυκυτάτην μοναχοκόρην, την Κουκκίτσαν, οπού τόσον αγαπούσε και ελάτρευεν. Η κυρά-Κονόμισσα, η αγαθή πρεσβυτέρα του, μία φιλάσθενος και ολοκίτρινη γυναίκα, αποθνήσκουσα, την άφησε την Κουκκίτσαν της, επάνω εις το πετραχείλι του παπά της, βρέφος εις τα σπάργανα, και την εμεγάλωσε μόνος του ο παπά Κονόμος οπού ήταν τώρα δεκαεπτά ετών δροσεροτάτη παρθένος, σαν μια ελήτσα φουντωτή. Και την είχε μη στάξη και μη βρέξη ο γηραιός εφημέριος. Χάρμα του ασκητικού σπιτιού του και ζηλευτόν εις όλον το χωρίον βλαστόν.
Όταν εμεγάλωσεν η Κουκκίτσα κ' εβγήκεν από το σχολείον, έγεινε το δεξί χέρι του παπά-Κονόμου. Όπου και αν επήγαινε να λειτουργήση, την έπαιρνε μαζύ του, εις όλα τα εξωκκλήσια, να διαβάζη της ώραις, να ψάλλη, να τον συλλειτουργή. Τόσον επιδέξια και τόσο μελωδικά, ώστε την έλεγαν εις το χωρίον: η διακοπούλα.
Αλλ' έως εδώ ήτο θέλημα Κυρίου να φθάση. Υψηλή, στρογγυλοπρόσωπος, μαυρομαλλούσα και μαυροφρυδούσα, με μίαν χάριν σελαγίζουσαν, όταν ετέθη εις το φέρετρον με τα κάτασπρα, ωμοίαζεν όχι με νεκρόν, αλλά με νύμφην εντός της παστάδος. Και απέμεινεν ο παπά-Κονόμος μόνος, ολομόναχος, με μόνον το πετραχείλι του, απαράκλητος και απαρηγόρητος, προσπαθών να εύρη αναψυχήν εις μίαν μεγάλην αγροτικήν εργασίαν την οποίαν ήρχισε πίσω εις την Κεχριά, μίαν δασώδη οροσειράν, προς το δυτικόν μέρος της νήσου, όπου άρχισαν τελευταίον οι νησιώται να ξανοίγουν αγρούς. Ήτο ένα δάσος πυκνόδενδρον, το οποίον ο παπά- Κονόμος παρεχώρησεν εις τους Παρισαίους, τους ανθρακείς να κάμουν κάρβουνα διά να φυτεύση κατόπιν ελαίας. Παρηκολούθει δε τακτικά την εργασίαν ο γέρων εφημέριος, διά να διασκεδάζη ο λυπημένος του νους, προ πάντων δε διά να λαμβάνη αφορμήν, κατά την επιστροφήν του, να διέρχεται από τον Άγι-Αντώνην το βράδυ — το πρωί διά το συντομώτερον επήγαινεν από άλλον δρόμον, από τον Αηλιά — και να παρηγορήται μέσα εις τον ναΐσκον, τον οποίον ιδιαιτέρως επεριποιείτο ζώσα η Κουκκίτσα, αυτή ράψασα την αγίαν Πύλην με ένα χρυσοκέντητον σταυρόν μεγάλον εις το μέσον, αυτή κρεμάσασα της ποδιαίς εις όλους τους αγίους από ωραίον τσίτι, και αυτή κάθε σαββατόβραδον μεταβαίνουσα και καθαρίζουσα τον ναόν και ανάπτουσα τα κανδηλάκια του.
Της πρώταις ημέραις που την έθαψαν, ο παπά-Κονόμος, επί μίαν εβδομάδα δεν ημπορούσε καθόλου να παρηγορηθή. Αυτός οπού επαρηγορούσεν όλους τους θλιμμένους του χωρίου, με τα ωραία και παραμυθητικά βιβλία που τους εδιάβαζεν, δεν ημπορούσε να παύση τους λυγμούς του, οι οποίοι κάθε λίγο του ήρχοντο και έκλαιε σαν το νήπιον οπού το πειράζουν εις το θέλημά του. Δεν ημπορούσαν να σταματήσουν τα δάκρυά του. Εκεί οπού ελειτουργούσεν, εκεί οπού έτρωγεν. Ως ιερεύς και ως πνευματικός πολύ ηγωνίζετο να κρύπτεται από τους ενορίτας του. Αλλά δεν ημπορούσε. Πολλά θέλομεν, αλλά πολλά δεν δυνάμεθα. Εκεί οπού ήρχοντο να τον ίδουν και να τον παρηγορήσουν, εδοκίμαζε να κάμη τον γενναίον, να κρύψη τον πόνον του, και άρχιζε να ψάλλη τότε το: πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα. Αλλά δεν κατώρθωνε. Διεκόπτετο από ένα συνεχή θρήνον. Ο πόνος ο αληθινός δεν κρύπτεται.
Πολλαίς φοραίς — της πρώταις ημέραις, — εξεχνούσεν ο παπά-Κονόμος πως είχεν αποθάνει η κόρη του, και όταν επέστρεφεν από την εκκλησίαν εις τον οίκον του το πρωί, εφώναζεν αστόχαστα:
— Κουκκίτσα, ετοίμασε τον καφφέ!
Άλλοτε πάλιν εξεχνούσε πώς αυτός είχε κλειδώσει και εκράτει το κλειδί, και επιστρέφων από τον εσπερινόν, εκτύπα την θύραν καλών:
— Άνοιξε, Κουκκίτσα!
Την πρώτην παρασκευήν, το δειλινόν, εκεί οπού εδιάβαζεν εις το δωμάτιόν του και ήρχοντο αι ενορίτισσαι να του φέρουν προσφοραίς και κόλλυβα, εφώναζεν ο παπά- Κονόμος:
— Κουκκίτσα! Έβγα να πάρης τα κόλλυβα!
Αι ενορίτισσαι έκπληκτοι εσταυροκοπούντο. Συνήρχετο όμως ο γέρων αμέσως και τότε τα μάτια του επλημμυρούσαν από δάκρυα.
Μια νύχτα, είχαν περάσει εννέα ημέραι από τον θάνατον — του εφάνη πως άργισε να σηκωθή· είχε λειτουργίαν εις το Κάστρο, τρεις ώραις δρόμον, εδέχθη δε επίτηδες προς παραμυθίαν με την εξοχήν.
Εξύπνησε μεσάνυκτα, φοβισμένος ότι επέρασεν η ώρα και εφώναξε:
— Κουκκίτσα! Θαρθής στο Κάστρο;
Σιγή νεκρική διεδέχθη τότε την φωνήν του. Εφοβήθη και ο ίδιος. Σαν να είδε μίαν σκιάν, του εφάνη. Σαν μαύρη σκιά, σαν άσπρη σκιά, οπού αστραπιαίως διήλθε τον κοιτώνα του.
— Εσύ είσαι Κουκκίτσα;
Είπε χωρίς να θέλη. Αλλά το εκκρεμές μόνον απήντησεν εις την ερώτησίν του, εξακολουθούν την μονότονον κίνησίν του.
Τα μάτια πάλι του παπά-Κονόμου εγέμισαν από δάκρυα. Εστάθη όρθιος, και έκαμε τον σταυρόν του.
Μία μέρα ήλθε κουρασμένος από μίαν μακρυνήν λειτουργίαν, από τον Πλατανιά. Ήτα φθινόπωρον, ήτο ζέστη· το γαδουράκι εκεί οπού το άφησε να βοσκήση στης καλαμιαίς των θερισμένων αγρών, εδραπέτευσε, και ήλθε πεζός ο παπά-Κονόμος. Κ' εκράτει κ' ένα ταγαράκι γεμάτο φρέσκα φασουλάκια που τον εφίλεψαν.
Μεσοκομμένος και κάθιδρος ανήλθε την ξυλίνην σκαλίτσαν του οίκου του. Εξεκλείδωσε την πορτίτσα και εισελθών ερρίφθη κατάκοπος επί του πενθίμως ενδεδυμένου ανακλίντρου του, ενός μεγάλου νησιωτικού καναπέ, όστις έπιανεν όλην την πλευράν του τοίχου. Έβγαλε το καλυμάχι του να ξανασάνη. Θα ήτο μεσημέρι και τα καύμα έκαιεν. Εκεί οπού εσπόγγιζε τον ιδρώτα του προσώπου του και εξετίναζεν ολόβρεκτα τ' άσπρα μαλλιά του, του εφάνη ότι ακούει φωνήν.
— Παπά! Να βάλω τραπέζι;
Πετιέται αμέσως επάνω με την πολιάν γενειάδα του ως το στήθος, και εφόρεσε τον άσπρον αγιορείτικον σκούφον του, κείμενον εκεί επί του καναπέ, εις την άκρην. Έντρομος δε άρχισε να κυττάζη εδώ κ' εκεί. Ησυχία νεκρική εις όλον το σπίτι.
— Ποιος μ' εφώναξε! . . .
Τα μάτια του εγέμισαν αμέσως πάλιν από δάκρυα. Καταπραϋνόμενος δε ολίγον κατ' ολίγον ήρχισε να ψάλλη με θρηνώδη φωνήν, διακοπτομένην ενίοτε από λυγμούς.
«— Πού εστίν η του κόσμου προσπάθεια; Πού εστίν η των προσκαίρων φαντασία; . . .»
Ούτω λοιπόν εφαίνετο εις τον παπά-Κονόμον ότι η οικία όλη ήτο γεμάτη από την σκιάν και την φωνήν της Κουκκίτσας του, η οποία διαρκώς επεριπατούσε μέσα εις τα δωμάτια. Αναιβοκαταίβαινε της σκάλαις, εκουβέντιαζεν, έψαλλεν, έψηνε καφφέ, εμαγείρευε· και πολλάκις και τον εθώπευε φευ! τον αγαπημένον της πατέρα, φιλούσε περιπαθώς την δεξιάν του, όστις επετιέτο αμέσως επάνω, σαν να τον ήγγιζαν αναμμένα κάρβουνα.
— Δεν είναι καλό πράγμα αυτό!
Τότε απεφάσισεν ο παπά-Κονόμος ναμακρύνη ολίγον από την οικίαν του οπού του
επροξενούσε τόσην θλίψιν και τόσην συγκίνησιν. Και ήρχισεν εκείνας τας ημέρας την
επίπονον εργασίαν πίσω εις τα δάσος με τους ανθρακείς. Συνέπεσε δ' απροσδοκήτως να
εύρη και πολλήν ανακούφισιν του πένθους του μέσα εις τον ναΐσκον εκείνον του Αγίου
Αντωνίου όπου πλέον κάθε βράδυ εξεπέζευεν από το γαδουράκι του.
Μέσα εις ένα ευώδη πευκώνα χωμένον το ερημικόν παρεκκλήσιον, υπό συστάδα υψηλών και μονοκόρμων πεύκων, ήτο εκεί ως μία φωλεά ευλαβείας και κατανύξεως. Υπάρχουν εις τας νήσους πολλαί τοιαύται ευλαβητικαί απολαύσεις, όπου, ο άνθρωπος σιγά σιγά γίνεται χριστιανός, ειρηνικός και εύσπλαχνος. Η ερημία θέλγει την ψυχήν και εξεγείρει αυτήν εις πίστιν και προσευχήν, εις αγάπην και συμπάθειαν, όσον αποδιώκει την ευλάβειαν και προσοχήν εν ταις εκκλησίαις των πόλεων ο θόρυβος και η τακτική ακαταστασία.
Είχε και αυλίτσαν ο ερημικός ναΐσκος, μίαν μικράν τετράγωνον, εις τα πεζούλια της οποίας γύρω γύρω τα κάτασπρα, ως νεωστί ασβεστωμένα, επρασινοβολούσαν ωραία φουντωτά βασιλικά και ευώδη πλατύφυλλα καρυοφύλλια, δενδρολίβανα και βάλσαμα ακόμη από δω και από κει εις την είσοδον, και εις μίαν γωνίαν μία ρίζα θηριεμένου ροσμαγιού με σαν ξερούς τους κλάδους, αλλά με δροσεραίς φουντίτσαις, γεμάταις από αρωματικήν ευωδίαν.
Όλα αυτά η Κουκκίτσα τα είχε φυτεύσει. Αυτή τα επότιζεν, αυτή τα ανέτρεφε. Τα νερό το έφερνε μακράν, από κάτω, από το πηγαδάκι της Φτελιάς, γεμίζουσα μίαν μικρήν στάμναν, την ώραν οπού ήθελε διέλθει από κει διά να αναβή τον ανήφορον.
Η πορτίτσα ήτον χαμηλή, να σκύψης και να έμβης.
Τα θυρόφυλλα τεφρά και από της βροχαίς και από τους ήλιους σχισμένα ως διά μαχαιριού. Εις το μικρόν τοξοειδές υπέρθυρον εσχηματίζετο ημικυκλικόν διαχώρισμα, ως μία χιβαδίτσα, φέρουσα ένα σταυρόν, σχηματισμένον με πέντε μικρά πρασινογάλαζα πιατάκια της Βενετίας, δυσεύρετα σήμερον.
Την άνοιγε την πορτίτσα του κλεισμένην με ένα ξύλινον μανδαλάκι και έμβαινε μέσα ο παπά-Κονόμος, υψηλός, ξηραγκιανός, με πολιάν γενειάδα ως το στήθος, με την μορφήν πραείαν και ήμερον, την ώραν, πάντοτε όπου βραδυάζει και ανάπτουν τα φώτα. Εκείνην την ώραν απερνούσε πάντοτε αποκεί αναχωρών από την Κεχριάν. Οι ανθρακείς εκοιμώντο εις το δάσος πίσω.
Κατ' αρχάς εδίσταζε να διέλθη εκείθεν φοβούμενος μήπως εξανάψη την θλίψιν του έτι μάλλον με τας αναμνήσεις που θα του έφερε το ερημικόν εξωκκλήσιον, το προσφιλές της Κουκκίτσας του προσκύνημα, και επέστρεφεν από τον ίδιον δρόμον του ερχομού, από τον Αηλιά. Αλλά μίαν εσπέραν, λησμονήσας, επήρε τον δρόμον του Αγίου Αντωνίου κατά την επιστροφήν, και διελθών από τα σκοτεινόν πηγάδι του Αχειλά και περάσας τα επτά ρεύματα, γεμάτα νερό, έφθασεν εις τον πευκώνα τον μεγάλον, και αίφνης αντίκρυσε μακρόθεν την πορτίτσα του Αγιαντώνη. Έκαμε τον σταυρόν του από ευλάβειαν, αλλ' εταράχθη. Εσκέφθη να γυρίση οπίσω, αλλ' ήτο νύκτα πλέον και θα υπέφερε πολύν κόπον εις την νυκτερινήν οδοιπορίαν, με τους ανωμάλους και βοθρώδεις δρόμους και με την σκοτίαν της ασελήνου νυκτός. Εξανάκαμε τον σταυρόν του. Συνέσφιξε όσον ηδύνατο την καρδίαν του, καθώς σφίγγομεν την μέσην μας όταν μας πονή, και προσήγγισε.
Του ήλθε λογισμός να παρέλθη χωρίς να έμβη να προσκυνήση. Αλλά μετέγνω κατόπιν.
— Άτοπον είναι, ιερεύς εγώ, να νικώμαι από τοιαύτα ανθρώπινα πάθη ολιγοπιστίας.
Έκαμε και τρίτην φοράν τον σταυρόν του.
— Ήμαρτον, Κύριέ μου! είπεν.
Και ήνοιξε την πορτίτσαν του ερημοκκλησίου.
— Ν' ανάψω και τα κανδηλάκια του που ξημερόνει Κυριακή.
Πρώτα πρώτα τον συνήρπασεν ηδέως το φως των κανδηλίων, τα οποία όλα ήσαν νεωστί αναμμένα. Φως ήμερον και γλυκύ. Σαν άλλο φως, διαφορετικόν από το φως του κόσμου, το οποίον άφθονον εχύνετο από τα κανδηλάκια, αναμμένα στην αράδα. Εστάθη ακίνητος εν μέσω σαν να φορούσε το φελόνι του, σαν να έκαμνεν «είσοδον». Το φως ήτο γλυκύ αληθώς, ήτο φως ιλαρόν, φως αγίας Δόξης, θαρρείς, ψαλμικόν φως. Μία γλυκητάτη χαρά εισέδυσε πάραυτα εις την ψυχήν του ιερέως. Το φως εκείνο του έσβυσε πάσαν θλίψιν από την καρδίαν, πάντα πόνον και πάσαν κακότητα, και του επλήρωσε την ψυχήν γαλήνης και ιλαρότητος. Τέτοια γαλήνη και φως ιλαρόν θα είναι εις τον Παράδεισον! . . . . .
Διατί να θρηνή, διατί να κλαίη πλέον την κόρην του, η οποία ευρίσκετο εις τον Παράδεισον, εις ένα κόσμον ωραίον έτσι και αδιατάρακτον, ως την γαλήνην της ερημικής εκείνης εκκλησίτσας, η οποία εν όλη τη σιγή αυτής ήτο γεμάτη από ζωήν; Εις το γλυκύ εκείνο των κανδηλίων φως, όλοι οι άγιοι του μικρού ξυλίνου τέμπλου απετέλουν μίαν ζωντανήν χοροστασίαν ψυχών, ως ζώσι μακαρίως των αγίων αι ψυχαί επάνω εις τους ουρανούς. Έπαιζεν — έπαιζεν εν χαρμονή ο Σταυρός του τεμπλέου επάνω ο ξύλινος, και ένα περιστεράκι, ξύλινον και αυτό, από το ράμφος του οποίου απεκρέματο του Σταυρού το κανδηλάκι, εκινείτο, θαρρείς, χαρούμενον να πετάξη πλέον επάνω, εις τον ουρανόν του ουρανού, και να εισχωρήση βαθειά εις το αόρατον, εις τον πύρινον ουρανόν. Ηγάλλοντο και οι τοίχοι, ηγάλλοντο όλα όσα υπήρχαν εκεί αντικείμενα.
Επροσκύνησε τας αγίας εικόνας γαλήνιος, και εκάθισεν εις το στασιδάκι ν' αναπαυθή από τον δρόμον.
Η αγία Πύλη ήτο κλεισμένη με μια ποδιά από τσίτι γαλάζιο με κλαδάκια άσπρα, σαν να τα είχαν κολλήσει απάνω, έτσι για στόλισμα, λουλουδάκια άσπρα του βουνού. Ομοία ποδιά έφραζε και την άλλην θύραν του ιερού. Ένα παραθυράκι δεξιά και ένα αριστερά, κλεισμένα και τα δύο με τζάμια· από το ένα αστρόφεγγεν ο ουρανός και εγυάλιζε θαμβά πέραν ο πόντος. Από το άλλο εμαύριζεν ο δρυμός, σκεπασμένος πλέον από την νύκτα, νύκτα μαύρην και παχυλήν, νύκτα δρυμώνος αδιαπέραστον. Επάνω εις το ένα παραθυράκι υπήρχαν τα βιβλία της Ακολουθίας. Εις το άλλο ευρίσκετο ένα πήλινον θυμιατήριον, ένα τασάκι — ήμισυ αραποκαρύου — με θυμίαμα, ένα ελαδικόν πήλινον, απόκηρα και ένα κουτί σπίρτα.
Δύο ξύλινα μανουάλια από κορμόν νεαράς αγριελαίας, στηριζόμενα με την τρίχαλον φυσικήν των βάσιν ίσταντο προ του τεμπλέου, το οποίον ήτο χθαμαλόν, απλούστατον, ξύλινον όπου υπήρχον αι εικόνες του ναΐσκου, εικόνες παμπάλαιαι, φέρουσαι όλην την χάριν της ιεράς αρχαιότητος, ως ένα βαθύχρουν πέπλον τον οποίον εσχημάτισαν οι αιώνες επί των αυστηρών και σεμνών γραμμών του αγιογράφου. Ήσαν εικόνες τέσσαρες και αι τέσσαρες στολισμέναι με λουλούδια φρέσκα, προ μικρού κοπέντα από το κηπάριον της μικράς αυλίτσας του ναΐσκου. Προς τας δύο γωνίας της δυτικής πλευράς, υψηλά προς την οροφήν ως εν ασφαλεία εκεί, ήσαν κρεμασμένα στεφάνια γάμου αποθανόντων ανδρογύνων, δύο-δύο δεμένα και ξεθωριασμένα πλέον, των οποίων είχον αποτριβή από τον χρόνον τα φύλλα της λεμονέας και τα βαράκια, εδώ και εκεί. Εφαίνοντο μόνον οι σκελετοί σχεδόν και τα απογυμνωθέντα από τους καλλωπισμούς των βαμβάκια, εικόνες θλιβεραί της ζωής, υπό την δρόσον της οποίας θα κρύπτεται αιωνίως εις όλους ενεδρεύων, ο θάνατος. Εις άλλους κρεμαστήρας πάλιν εκρέμαντο δύο-τρεις σακκούλαις με οστά νεκρών, και εις δύο-τρεις πετσέταις σκονισμέναις ήσαν τυλιγμένα κρανία αποθαμένων, των οποίων είχε γείνη η ανακομιδή. Οι δε φιλόστοργοι συγγενείς δεν ηθέλησαν να τα ρίψωσιν εις την οστεοθήκην του νεκροταφείου ίνα έρχωνται εδώ και ανάπτουν κηρία και καίουν θυμίαμα εις ανάπαυσιν των ψυχών προσφιλών των υπάρξεων.
Ο Παπά-Κονόμος καθήμενος εις το στασιδάκι του και βλέπων γύρω όλα αυτά εξεπλήττετο, ιδίως διά την καθαριότητα του ναΐσκου· και διελογίζετο:
— Ποιος να κυττάζη τώρα το ερημικόν αυτό εκκλησιδάκι οπού τόσον το αγαπούσεν η Κουκκίτσα μου; Ούτε μια λαδιά κάτω εις της πλάκαις. Ποιος ανάπτει τα κανδηλάκια του τώρα και ποιος τα πλύνει οπού είναι τόσον διαυγές το γυαλί των;
Και του ήρχετο ηρέμα και γλυκά εις την ανάμνησιν η ωραία παπαδοπούλα, η οποία ζώσα επεριποιείτο το εξωκκλήσιον. Και παραδόξως ήρχισε να μη αισθάνεται πλέον την παλαιάν θλίψιν. Ο πόνος εις την καρδίαν του εγένετο γλυκύς και τα δάκρυα οπού εσχηματίζοντο εις τα μάτια του δεν ήσαν θολά πλέον, αλλά στιλπνά και λαμπρά ως αδάμαντες, εκείνα που ονομάζουν οι ασκηταί χαρμολύπης δάκρυα.
Έτσι εύρεν ο παπά-Κονόμος την ανακούφισιν. Και πλέον ετάχυνε να φεύγη από τα έργα των ανθρακέων εις τα δάσος, διά να μένη μόνος περισσοτέρας ώρας εις τον Άγι-Αντώνην. Εκεί και να έβλεπε την κόρην του, διελογίζετο εις το στασιδάκι καθήμενος, δεν θα εταράσσετο πλέον, ως άλλοτε, όταν είδε την σκιάν της εις τον οίκον του.
Εκεί και να την ήκουε να ψάλλη, θα συνέψαλλε και αυτός. Και επόθει μάλιστα πολύ να την ιδή ανάπτουσαν τα κανδηλάκια και θυμιώσαν τον ναόν και αυτόν ακόμη. Η χαρά η αθάνατος, η οποία επλήρου τον ναΐσκον όλον τας νυκτερινάς εκείνας ώρας, τον έκαμε να μη λυπήται πλέον διά τον θάνατον, και να πιστεύη ότι οι Δίκαιοι θνήσκοντες ζώσιν εις τον αιώνα.
— Αφού εδώ μέσα με τας εικόνας των Αγίων, είναι τόσον ωραία, πόσον ωραία θα είναι εις τους ουρανούς με αυτούς τους ιδίους Αγίους;
Μετ' ολίγον όταν θα ετελείωνε πλέον και η εργασία εις το δάσος, διότι επλησίαζεν ο χειμών, τόσον εξοικειώθη με την μόνωσιν και την ορφανίαν του, ή μάλλον τόσον συνήθισε με την ιδέαν ότι η κόρη του δεν απέθανε, αλλά ζη, ώστε δεν τω επροξένει λύπην να μένη εις τον οίκον, όπου άλλοτε τον ετρόμαζε η φανταστική σκιά της Κουκκίτσας και η ανύπαρκτος φωνή της. Τώρα ησθάνετο άφατον χαράν, αν την έβλεπεν εις το σπίτι, αν ήκουε την φωνήν και το περιπάτημά της.
— Οι Δίκαιοι ζώσιν εις τον αιώνα!
Την ανακούφισίν του όμως αυτήν ήλθε να ταράξη ένα απροσδόκητον περιστατικόν εκείνας τας ημέρας, όλως διόλου αιφνίδιον. Εις τα μικρά χωρία γεννώνται εκ του μηδενός μεγάλα ζητήματα, τα οποία φέρουν αναστάτωσιν σεισμού. Άγνωστον πώς και πόθεν. Ίσως αι μυστηριώδεις φωναί τας οποίας ήκουεν ο παπά-Κονόμος εις την οικίαν του, το οποίον διεδόθη μεταξύ των γυναικών. Ίσως αι προς την αποθαμένην κόρην προσκλήσεις του όταν ήρχοντο αι ενορίτισσαι με τα κόλλυβα. Ίσως και η εξακολουθούσα περιποίησις του ερημοκκλησίου, το οποίον ζώσα επεριποιείτο η Κουκκίτσα αλλά, μετά τον θάνατόν της, ήτο άγνωστος ο τόσον επιμελής και ευλαβής νεωκόρος, το οποίον εν τη απλότητί του διεφήμισεν ο παπά-Κονόμος, επαναλαμβάνων εις τους ενορίτας διά τα κανδηλάκια του τα καθαρά και τα λουλούδια του τα φρέσκα και λέγων: Μα ποιος τ' ανάπτει τα κανδηλάκια και φεγγοβολούν και ποιος φέρνει εις τον Άγι-Αντώνην τα ωραία λουλούδια και μοσχοβολούν.... Όλα αυτά εσχημάτισαν τον πυρήνα μιας φρικώδους φήμης. Και μια βραδεία την ώρα οπού ανάπτουν τα φώτα, ολίγας εβδομάδας μετά τον θάνατον της Κουκκίτσας, διεδόθη εις το χωρίον:
— Βρυκολάκιασεν η Κουκκίτσα!
Ο παπά-Κονόμος το ήκουσε κατά πρώτον την ώραν οπού εδιάβαζε τον Απόδειπνον εις το σπίτι του, διά να ησυχάση. Εθλίβη προς την στυγεράν φήμην εκείνην, ήτις απεγύμνου την ωραίαν του παπαδοπούλαν από όλον το αθάνατον κάλλος της, παριστάνουσα αυτήν ωσάν μίαν αχρείαν και φρικαλέαν αθιγγάναν οπού μπορούσε να βρυκολακιάση. Δεν ημπόρεσε διόλου ν' αποκοιμηθή έως την ώραν του όρθρου. Κατόπιν όταν επέστρεψεν από την εκκλησίαν, δεν επέρασε από την αγοράν να ψωνίση κανένα ψαράκι, διότι του εφαίνετο ότι όλοι θα τον εκύτταζαν ύστερα από την δεινήν εκείνην φήμην. Και τω όντι απ' έξω από το σπίτι του ήσαν αρκεταί γυναίκες και παιδία οπού τον επερίμεναν με περιέργειαν. Μάλιστα του εφάνη ότι ήκουσεν:
— Ο πατέρας του Βρυκόλακα.....
Απέρασαν αρκεταί ημέραι και η φήμη άναπτεν εις όλον το χωρίον θανατόνουσα όλην την πνευματικήν του παπά-Κονόμου γαλήνην, την οποίαν τόσον ωραία είχεν ανεύρει εις το ερημικόν του βουνού εξωκκλήσιον. Πώς ν' αντιμετωπίση κατά της μαύρης εκείνης δυσειδαιμονίας των αγραμμάτων νησιωτών. Ηναγκάσθη να καταφύγη και εις τον παπά- Φλαβιανόν τον ηγούμενον του Καινούριου Μοναστηρίου, όστις μετ' αποστροφής απέκρουσε την φήμην, αναφωνήσας εν οργή εξάλλω:
— Οι δαίμονες βρυκολακιάζουν!
Και τόσον εβροντοφώνησεν από τον θυμόν του ο φιλάσθενος παπά- Φλαβιανός, ώστε όλον το ρεύμα το βαθύ του Μοναστηρίου με τα πλατάνια και με της καρυδιαίς, επανέλαβε με μίαν τρομακτικά βουΐζουσαν ηχώ:
— Οι δαίμονες βρυκολακιάζουν!
Όμως οι χωρικοί δύσκολα αποσπώνται από εκείνο οπού πιστεύσουν μια φορά. Και εξηκολούθουν ακόμη να διασταυρούνται εις τους φούρνους, ιδίως μεταξύ των γυναικών, αι παραδοξότεραι φήμαι.
Είδαν πολλαί την Κουκκίτσαν να μαγειρεύη εις το σπίτι του παπά, άλλαι την είδαν να
σαρόνη, τυλιγμένη την κεφαλήν με μίαν άσπρην πετσέτα. Άλλαι την είδαν να πηγαίνη εις το
Κάστρο, βαστάζουσα το δισσάκι με τα ιερά του παπά-Κονόμου.
Μέσα εις τας φήμας αυτάς ήρθε να προσθέση και τας ιδικάς του οπτασίας ο γέρω-Γιωργός ο Κοψιδάκης, ένας κοντός και κυφός βοσκός, γνωστός εις την νήσον διά τας πολλάς οπτασίας και αποκαλύψεις του. Καταβαίνων από τον πευκώνα του Αγίου Αντωνίου μ' ένα δερμάτινο ταγαράκι εις τους ώμους, συνήντησεν απέξω από την Αγία Τριάδα πολλάς γυναίκας της γειτονιάς εκείνης παρά το νεκροταφείον, αι οποίαι συνεζήτουν διά το τρομερόν επεισόδιον του παπά-Κονόμου, πρωί-πρωί εκεί οπού εσκούπιζαν της αυλαίς τους.
Μόλις τον είδαν αι γυναίκες, ηλάλαξαν αλαλαγμόν επιδεικτικώτατον και τον υπεδέχθησαν πανηγυρικώς.
— Νά, ο μπάρμπα Γιωργός ξεύρει. Ο μπάρμπα-Γιωργός θα μας πη την αλήθεια, που έρχεται από τον Άγι-Αντώνη.
Ήξευραν αι γυναίκες, ήξευρεν όλον το χωρίον, ότι ο γέρων βοσκός εύρισκεν ύλην ζωής εις τα τοιαύτα τα οποία παρηκολούθει, υπομένων οδοιπορίας και νηστείας και αφίνων το εκ προβάτων ποίμνιόν του. Κοντός, κυφός, με φορέματα χονδρά από σκουτίον, με ένα καλογηρικόν καστανόχρουν σκούφον μέχρι των οφθαλμών, με τα δακρυσμένα πάντοτε μάτια του και τα κοντά ψαρά γενάκια του, με ένα ταγαράκι εις τον ώμον του όπου είχε το ψωμί του, και με το Κύριε Ιησού Χριστέ εις τον νουν, σαν καλόγηρος — ψυχή του, καρδιά του, να ξενυκτίση όπου φήμη φαντάσματος, όπου διάδοσις ονείρου και οπτασίας, διά να ημπορή μεθαύριον να παρέχη λεπτομερείς πληροφορίας εις τους νησιώτας, εις τας γυναίκας και τους αργούς.
Τον ήξευραν λοιπόν αι γυναίκες τον μπάρμπα-Γιωργό. Ήξευραν ότι από την ημέραν που άρχισεν η φήμη ότι εβρυκολάκιασεν η Κουκκίτσα, αφήσας έρημον το ποίμνιόν του, εξενυκτούσεν εις τον Άγι-Αντώνην με ένα ξηρό κομμάτι ψωμί εις τον τουρβά του. Διά τούτο μόλις τον είδαν, εννόησαν ότι ήρχετο από τον Άγι-Αντώνην.
Ο γέρων βοσκός τας εχαιρέτισε, και ακούσας από μακράν τας ομιλίας των περί Κουκκίτσας, νεκρών και βρυκολάκων, εσταμάτησε γαλήνιος και ατάραχος.
— Τι κάθεσθε και λέτε, χριστιαναίς μου! Νά, δεν πάτε εις τον Άγι- Αντώνη να την ιδήτε που ανάπτει τα κανδήλια!.....
— Η Κουκκίτσα; εκραύγασαν αι γυναίκες έντρομοι.
— Ανάπτει τα καντήλια τακτικά. Σκουπίζει την εκκλησία, τα συγυρίζει όλα, ανάπτει φωτίτσα και θυμιατίζει, τι θα πη!....
— Παναγία μου!
Είπαν και εσταυροκοπήθηκαν αι γυναίκες.
— Την είδα τρεις φοραίς έως τώρα.
— Κι' απόψε μπάρμπα-Γιωργό;
— Ξαργού ξενύκτησα, μα δεν την είδα απόψε. Ήταν όμως τα καντήλια όλα αναμμένα, της ώρας. Και μοσχοβολούσεν η Εκκλησία θυμίαμα, θα πήγεν, ως φαίνεται, απόψε πιο νωρίς που είναι σαββατόβραδο.
— Βρυκολάκιασεν η Κουκκίτσα! Νά! Δεν σας τάπα εγώ; ανέκραξε μία μεσόκοπη,
τινάζουσα την σκούπαν της.
Την επαύριον, την οπτασίαν αυτήν, αφού πλέον είχε διαδοθή, ο μπάρμπα- Γιωργάς την εξωμολογείτο εις τον ίδιο τον παπά-Κονόμο.
— Νά, όπως με βλέπεις και σε βλέπω, παπά μου. Τι θα πη! Δε θυμούμαι εγώ την Κουκκίτσα που την πήγα εγώ τόσαις φοραίς στο μανδρί μου με το ζω;
— Και άναπτε τα καντήλια;
— Ναι, Δέσποτά μου. Τα κανδηλάκια του Άγι-Αντωνίου. Τα κατέβασεν ένα ένα. Ναι, τώρα θυμούμαι. Τάπλυνε, τα γέμωσε λάδι πρώτα, τα ξεφτίλισε, κι' ύστερα τάναψε.
Και μετά τινα διακοπήν.
— Α ξέχασα, εσκούπισε πρώτα καλά καλά, και ύστερα άναψε τα καντήλια και ύστερα να ιδής — πού να τα θυμούμαι όλα — εγώ, αν και είδαν πολλά τα μάτια μου, εκέρωσα από την τρομάρα μου· ύστερα έβαλε φωτίτσα στο θυμιατό και εθύμιασε της εικόνες. Ξέχασα, πρώτα τ' Aηδήμα θύμιασε — Αμ' πού να σου πω, που ήρθε να θυμιάση κ' εμένα. Τι να σου πω, παπά- Κονόμε, αυτό που είδα δεν λέγεται. Ήρθε να με θυμιάση, που λες, ήταν ώμορφη! ώμορφη! άλλο πράμα, άσπρη-άσπρη σαν το χιόνι, και τα μαλλιά της ξέπλεκα τα είχε. Σαν διάκος. Και φορούσε άσπρο στιχάρι. Εγώ έτρεμα σαν φύλλο. Τάχασα. Τώρα θα με πιάση, είπα . . . Μώρριξε μια γλυκεία ματιά. Κι' εγώ ξέχασα πως ήτανε πεθαμένη. Και της λέω: Με τον παπά σου ήρθες Κουκκίτσα; Τότες έγεινε άφαντη. Σαν αέρας. Φου μια, και χάθηκε.
Ο πολιός εφημέριος απέμεινε σύννους. Εσκέφθη πολύ. Επηκολούθησε μικρά σιωπή. Εις την ψυχήν του παπά-Κονόμου αντηλλάγησαν πολλαί υποθέσεις. Εις τον νουν του εσχηματίσθησαν πολλά συμπεράσματα.
Το αποτρόπαιον βρυκολάκιασμα όμως ήρχισε να διαλύεται ολίγον κατ' ολίγον, και η ωραία οπτασία του βοσκού απετέλεσε την βάσιν μιας γλυκητάτης υποθέσεως μέσα εις τον νουν του ιερέως. Και είπε προς τον βοσκόν:
— Δεν είναι παράξενον. Δεν είναι παράξενον μπάρμπα-Γιωργό, παιδί μου. Αι ψυχαί των μακαρίων αγαπούν να συναναστρέφωνται με τους ζώντας, ως αι ψυχαί των αγίων, επισκεπτόμεναι τους αγαπημένους των, τα σπίτια των, τα αμπέλια των, παν ό,τι ηγάπησαν τρυφερώτερα εις τον κόσμον αυτόν. Η Κουκκίτσα μου ήταν ενάρετος. Ξεύρω κ' εγώ! Τι παράξενον λοιπόν, να επισκέπτεται την εκκλησίτσαν την οποίαν ζώσα τόσον αγαπούσεν; Αυτός ο Κύριος δεν εφανερώνετο μια στιγμή μετά την Ανάστασιν εις τους Μαθητάς του έως εις την Ανάληψίν τους; Δεν τους ωμιλούσε; Δεν έφαγε μαζή τους, και δεν τους ευλόγησε; Και όμως ήτο Θεός πλέον . . . . .
Και ιδού εζωγραφήθη μία χαρμόσυνος ιλαρότης εις το πρόσωπον του παπά- Κονόμου. Αι διαδόσεις των γυναικών του επροξένουν αποστροφήν και τρόμον. Αλλ' η ωραία οπτασία του χωρικού, η τόσον τρυφερά, η έχουσα την σκηνήν της εις τον γλυκύν εκείνον ναΐσκον όστις τόσον επράυνε την θλίψιν του, του εφαίνετο πολύ φυσική διά μίαν ψυχήν Δικαίου.
— Μπάρμπα-Γιωργό, η ψυχή είναι αθάνατος, είπεν ο παπά-Κονόμος. Αι ψυχαί
ζουν εις τον άλλον κόσμον τον αιώνιον. Αι ψυχαί των δικαίων μάς επισκέπτονται ως αι
ψυχαί των αγίων. Ο παπά-Φλαβιανός ο ηγούμενος του Καινούργιου Μοναστηριού μου
διηγήθη πολλά και παράδοξα. Και όλα αληθινά! Ο Άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης είχεν
υποτακτικόν τον ενάρετον και υπήκοον Βασίλειον, όστις απέθανεν. Και αφού απέθανε, επί
σαράντα ημέρας η ψυχή του εξηκολούθησε να παρευρίσκεται εις τον ναόν της Μονής την
νύκτα και να προσεύχηται μετά των αδελφών. Κατά την τελευταίαν ημέραν, αφού τους
απεχαιρέτησεν όλους, έγεινεν άφαντος και δεν τον ξαναείδαν πλέον. «Σώζεσθε, αδελφοί!
Δεν θα με ξαναδήτε πλέον» είπε. Και έγεινεν άφαντος.
Μετά την ανωτέρω εξομολόγησιν πολλαίς βραδειαίς ο παπά-Κονόμος απέμεινεν αγρυπνών ολομόναχος, έως την αυγήν, εις τον ναΐσκον, προσδοκών και αυτός πλέον να ίδη έστω και εις οπτασίαν, την προσφιλή του Κουκκίτσαν. Αλλ' εις μάτην ηγρύπνει· και ως προς μεν την περιποίησιν του ναΐσκου και το άναμμα των κανδηλίων επείσθη ότι ήτο πλάνη του βοσκού, τον οποίον απεκάλει ελαφροαΐσκιωτον. Διότι εκεί οπού ανέμενεν αγρυπνών μια δυο βραδειαίς ο ιερεύς είδε μετά λύπης του τον Φραγκούλαν, ένα ακτένιστον και ξυπόλυτον καλόγηρον, ο οποίος σύρων τα ράκη του εις τα βουνά εμβήκε και εις τον Άγι-Αντώνην και αφού εσυγύρισε πανταχού τον ναΐσκον, έμπηξε φρέσκα λουλούδια εις τας αγίας εικόνας, άναψε τα κανδηλάκια του, και άρχισεν έπειτα να κάνη μετάνοιες. Επείσθη λοιπόν ότι ο μπάρμπα-Γιωργός ήτο όντως ελαφροΐσκιωτος, και τότε όλα τα όνειρα του ιερέως τα ωραία ότι θα έβλεπε την Κουκκίτσαν του, ήρχισαν να διαλύωνται. Και όμως θα επεθύμει να ήτο και αυτός ελαφροαΐσκιωτος, να ήτο σαββατογέννητος — ω αγάπη και ω στοργή! αυτός ο τόσον ευλαβής και ενάρετος ιερεύς εις πόσην δυσειδαιμονίαν εκυλίετο από της τυφλής αγάπης. Πόσον επεθύμει αντί του ρακενδύτου εκείνου Φραγκούλα, να έβλεπε την Κουκκίτσαν του να συγυρίζη τον ναΐσκον και ν' ανάπτη τα κανδηλάκια του, έστω και ως φάντασμα, έστω και ως οπτασία. Έμεινεν αγρυπνών εκεί δύο σαββατόβραδα ακόμα. Όμως εις μάτην! Από τον πολύν πόθον κατήντησε ν' αναλογισθή μίαν νύκτα:
— Ας την έβλεπα, και ας ήτον και βρυκόλακας!
Αναφρικίασις διέδραμε τα μέλη του.
Η εργασία μετά των ανθρακέων εξηκολούθει εις το δάσος πίσω, εις την Κεχριάν. Μετ' ολίγον θα ετοιμάζοντο και τα καμίνια διά τα κάρβουνα. Ο παπά-Κονόμος κάθε βράδυ επέστρεφεν από τον Άγι-Αντώνη με το γαδουράκι του. Εξεπέζευε, και εμβαίνων εις τον ναΐσκον εκάθητο εις το στασιδάκι του, πότε διαβάζων εκεί τον εσπερινόν του, και πότε διαλογιζόμενος περί ψυχών πάντοτε και περί μελλούσης δόξης.
Μίαν νύκτα-ήτο σαββατόβραδο — το πρωί είχε κάμει της Κουκκίτσας του τα σαράντα εις την Παναγιάν-Κεχριάν· έμεινε παράωρα εις το ερημοκκλήσιον. Τα κανδηλάκια εφεγγοβολούσαν ένα ιδιαίτερον λαμπρόν και αιγλήεν φεγγοβόλημα οπού ποτέ άλλοτε δεν το ενθυμείτο.
Όλος ο ναΐσκος, με τα εν αυτώ αντικείμενα, φωτεινώς κατηυγάζετο. Όταν εμβήκεν, αμέσως τον κατέλαβε μία ευωδία άρτι καέντος θυμιάματος, του εφάνη μάλιστα, του πολιού ιερέως, ότι διέκρινε καπνούς τινας ακόμη εις την οροφήν εκείνην την χθαμαλήν, και εντός του Ιερού, στροβιλίζοντας ευαρέστως, και από το ένα παραθυράκι, προς το βουνόν, οπού ήτο ανοικτόν, αύρα ελαφρά έμβαινεν από τον δρυμόν εγγύς, κομίζουσα την μεθυστικήν εκείνην ευωδίαν δένδρων και φυτών και θάμνων, και την άλλην εκείνην την αχόρταστον, οπού εκπέμπουν την νύκτα αυτά τα βουνά, αναπνέοντα σαν άνθρωποι με πνοήν, την οποίαν τόσον απολαμβάνουν οι ησυχασταί και οι ερημίται, οι μόνοι τακτικοί σύντροφοι των βουνών. Μία γλαυξ εστέναζεν επάνω εις ένα βράχον πέραν, και τα τρυζονάκια, αι θορυβώδεις πυγολαμπίδες, εγλύκαιναν την ακοήν με την συριστικήν αδιάκοπον αρμονίαν των. Κτύποι μυστηριώδεις ηκούοντο εδώ και εκεί, κτύπος του δάσους, οπού θαρρείς και κινείται την νύκτα, ωσάν ανασασμός· οπού ανασαίνει θαρρείς και αυτό την νύκτα και ζη, και ψίθυροι αόριστοι και αιφνιδιαστικοί ηκούοντο από μέσα από τας λόχμας, σαν ομιλίαι, σαν στεναγμοί των φύλλων, τα οποία εκινούντο από τον ελαφρόν άνεμον, τον νυκτερινόν απόγαιον, που κατήρχετο από τον Άγιον Κωνσταντίνον, από την κορυφήν του έναντι αυτού βουνού, ευάρεστοι διάλογοι άρρητοι, οπού συντροφεύουν συνήθως των ποιμένων την αγραυλίαν και των άλλων αγροτών και ανθρακέων την μοναξίαν.
Βλέπων δε ατενώς ο Παπά-Κονόμος προς τα φεγγοβολούντα κανδηλάκια εψιθύρισεν:
— Ο ρακένδυτος Φραγκούλας θα ήλθε.
Προς τας ελαφράς της αύρας πνοάς, η φωτίτσαις των κανδηλίων έπαιζον σειόμεναι ρυθμικώς· του εφάνη δε τότε πως έπαιζαν και τα ματάκια των εικόνων σαν ζωντανά. — Δεν τω έκαμε πλέον εντύπωσιν η τάξις και η ευπρέπεια του ναΐσκου, και δεν ηπόρει.
— Και αν δεν ήλθεν ο Φραγκούλας, εσκέφθη, θα τ' άναψαν αι γυναίκες τα κανδηλάκια και θα εθυμίασαν.
Εκείνας τας ημέρας οπού τόσον εφημίσθη τα βρυκολάκιασμα της Κουκκίτσας εσυνάζοντο εκεί κάθε βράδυ ενωρίς, πολλαί γυναίκες από περιέργειαν.
Ο παπά-Κονόμος έμενεν ήδη αρκετήν ώραν εις τα στασιδάκι του, ότε, νύκτα βαθεία, ακούει κτύπον απέξω, κτύπον χονδρόν πίπτοντος κατά γης δεματίου ξύλων.
Ανοίγει δε η πορτίτσα και εμβαίνει ο μπάρμπα-Γιωργός κοντός και κυφός, κατάκοπος, από τα βουνόν ερχόμενος με ζαλίκαν ξύλα. Επροσκύνησε πρώτα και εκεί οπού κατηυθύνετο εις το στασιδάκι να ξεκουρασθή, βλέπει τον γέροντα ιερέα ψιθυρίζοντα ευχάς.
— Βλοείτε! εχαιρέτισεν ο βοσκάς καλογηρικώς, μαθημένος από το Καινούριο Μοναστήρι, όπου υπήρχεν αγιορείτικη τάξις.
— Θεός σχωρέσει! απήντησεν ο παπά-Κονόμος,
Ο μπάρμπα Γιωργός κουρασμένος ως ήτο, ακκούμβησεν εις το στασιδάκι και λέγει προς τον ιερέα:
— Νά, παπά-Κονόμε, εδωδά ήμουνα εγώ. Εκεί δα βλέπω την Κουκκίτσα και εβγαίνει από το Άη-Δήμα, με το λιβανιστερό στα χέρια. Εκέρωσα από τον φόβο μου, φορούσε ένα κάτασπρο στιχάρι σαν από τουλουπάνι, και ήταν σκεπασμένη μ' ένα μαγνάδι νυφιάτικο.
Και διακόπτων την διήγησίν του λέγει:
— Αν είναι, θαρθή απόψε, παπά-Κονόμε.
Ο ιερεύς ανετινάχθη επάνω. Ο βοσκός εξηκολούθησεν:
— Δεν της έκαμες σήμερα τα σαράντα; Ε, αν είναι, απόψε θαρθή. Εφάνηκε τη βραδειά που απέθανε, στα τρίμερα και στα νηάμερα· καθώς σου είπα, θα φανή και στα σαράντα. Δεν είναι δυνατόν.
Ο αγρότης περίεργος υπελόγιζε τας ημέρας και ανέμενε την νέαν οπτασίαν.
Ο παπά-Κονόμος, αν και επόθει τόσον να ίδη την ωραίαν αυτήν οπτασίαν, όμως ήρχισε να δειλιά.
Την επικρατήσασαν ήδη ησυχίαν εκ της σιωπής των δύο ομιλητών διέκοψε κρότος ασυνήθης εν τω αγίω Βήματι. Ιδού δε εξέρχεται εξ αυτού ο Φραγκούλας, χασμώμενος και νυσταλέος και κατευθύνεται προς την θύραν. Διερχόμενος δε προ των δύο προσκυνητών, έρριψεν άφροντι βλέμμα προς αυτούς και συμμαζεύων περί τον τράχηλόν του τα ράκη του, επροχώρησε να εξέλθη ψιθυρίζων ως εν εαυτώ:
— Θα λειτουργήσης αύριο, παπά-Κονόμε;
Οι δύο προσκυνηταί εκυττάχθησαν αμοιβαίως εν απορία.
— Βλέπεις πως είσαι ελαφροΐσκιωτος;
Είπεν ο παπά-Κονόμος· και με πένθιμον ύφος προσέθηκε:
— Νά ποιος ανάπτει τα κανδήλια!
— Τι να πω κ' εγώ, παπά-Κονόμε. Εγώ την είδα τρεις φοραίς την Κουκκίτσα. Άλλο τίποτε δεν ξέρω...
Είπεν ο βοσκός σαν με εντροπήν,
Ο παπά-Κονόμος ετοιμάζετο ήδη να απέλθη και ηγέρθη να προσκυνήση.
Αλλ' αίφνης ριπαί ανέμου ηκούσθησαν από τον πευκώνα έξω, όστις εσείσθη ακαριαίως όλος. Εκ της βίας τα θυρόφυλλα της πορτίτσας ανοιγόκλεισαν με κρότον ασυνήθη και οι δύο οδοιπόροι εστράφησαν προς την είσοδον χωρίς να θέλουν. Φρικίασις διέδραμε τα μέλη τους, τους εφάνη, από του ανέμου εκείνου την ριπήν, όστις σαν ζωντανός έξω εσύριζε σύριγμα παρατεταμένον, ως συρίζουν εις τα βουνά οι βοσκοί· ότε ο μπάρμπα-Γιωργός συμμαζεύεται όλος κατακίτρινος κοντά στο στασιδάκι οπού ευρίσκετο όρθιος ο ιερεύς, βαστάζων αυτόν από μίαν πτυχήν του ράσσου του,
— Παπά-Κονόμε! Παπά-Κονόμε!
Υποτραυλίζει ο βοσκός. Νά! Νά! κύτταξε! Νάτηνε! Η Κουκκίτσα.
Κ' έγεινεν ένα με το στασίδι ο περίφοβος γέρων.
Ο παπά-Κονόμος κατεχόμενος και αυτός από άγνωστον φόβον, στρέφει προς την θύραν του ναΐσκου εν τρόμω και βλέπει οπτασίαν θαυμασίαν και γοητευτικήν. Παρθένος μία περικαλλής φέρουσα ποδήρη χιτώνα ως ιερατικόν στιχάριον, σκεπασμένη δε την λυτήν κόμην της με πέπλον φαεινόν και αιγλήεντα, ως αραχνοΰφαντον βασιλικήν καλύπτραν, ιέρεια, θαρρείς, της αρχαιότητος, προέβη προς τας αγίας εικόνας ελαφρά και ταχεία ως άνεμος, χωρίς να πατή εις την γην. Εκεί σταθείσα, έκαμε σχήματα προσκυνήσεως. Ο ιερεύς έμεινεν άναυδος. Ο μπάρμπα-Γιωργός έτρεμεν ως φύλλον.
Η οπτασία ήτο όντως ιλαρά και γλυκεία. Η εμφάνισις της παρθενικής εκείνης καλλονής χωρίς να έχη τίποτε το φοβερόν, τίποτε το σατανικόν, τίποτε από τας τρομεράς φαντασίας των γυναικών του χωρίου, ενίσχυσεν ολίγον κατ' ολίγον τον παπά-Κονόμον, όστις ενθαρρυνθείς ήρχισε να προσβλέπη μετ' ευχαριστήσεως ιδιαιτέρας την εμφανισθείσαν μυστηριώδη κόρην. Ηθέλησε να εξέλθη από το στασίδι και να ομιλήση προς εκείνην. Αλλ' ο μπάρμπα-Γιωργός τον εκράτησεν από τα ράσσον ψιθυρίζων:.
— Μη, παπά-Κονόμε! Μη! θα σ' πάρη τη μιλιά...
Η λευκοφόρος κόρη έλαβε τότε το λαδικόν και έκαμε κινήσεις πως γεμίζει λάδι τας κανδήλας και κατόπιν επήγεν εις το Άγιον Βήμα.
— Μη, παπά-Κονόμε! Μη! έλεγε πάντοτε έντρομος ο Μπάρμπα-Γιωργός προς τον ιερέα.
Μετ' ολίγον εξήλθεν η παρθένος από το ιερόν βαστάζουσα θυμιατήριον εσβεσμένον και θυμιάζουσα τάχα. Και τότε την είδε κατά πρόσωπον ο παπά-Κονόμος. Έβλεπε τότε εκπληρούμενον τον πόθον του τον βαθύν. Έβλεπε την κόρην του. Ήτο απαράλλακτος η Κουκκίτσα. Η κόμη της, τα μάτια της, τα ανάστημα. Λευκή το πρόσωπον, λευκή την περιβολήν, λευκή και την καλύπτραν, υπό την οποίαν εξηνεμίζοντο ξέπλεγα τα μαλλιά της, μόνον το πρόσωπόν της ήτο εκτάκτως και θαμβητικώς λευκότατον, ο αθέρας του λευκού.
Εις την ψυχήν του ο ιερεύς ησθάνθη χαράν και αγαλλίασιν ενεκλάλητον. Δεν ηδυνήθη να κρατηθή και ώρμησε να την εναγκαλισθή κράζων περιπαθώς:
— Κουκκίτσα μου! Κουκκίτσα μου!
Αλλ' η λευκόπεπλος παρθένος διεξέφυγε σαν αέρας, από τας αγκάλας του γηραιού εφημερίου, του οποίου αι χείρες θλιβερώς επλατάγησαν μέσα εις την γαλήνην εκείνην του ναΐσκου.
Κ' ευρέθη τότε η μεν έκπαγλος κόρη ισταμένη μεγαλοπρεπώς προ της Αγίας Πύλης και βλέπουσα προς τον ναόν ως θέλουσα να ομιλήση, ο δε παπά-Κονόμος, γονατισμένος κάτω εις τας πλάκας. Ο γέρων βοσκός έτρεμε διαρκώς.
— Σώπα, σώπα, σου λέγω! τον ετραβούσεν ο μπάρμπα-Γιωργός διαρκώς από το ράσσον. Θα σ' πάρη την μιλιά.
Υψηλή, χαριτωμένη ως διακοπούλα, η λευκοφόρος κόρη ίστατο εκεί επί του μαρμαρίνου βαθρυδίου της Αγίας Πύλης ακίνητος, ιερά. Και ήτο απαράλλακτος η Κουκκίτσα.
Και ήνοιξε τότε τα στόμα της και είπεν εν ψαλμωδία.
— Σώζου, γλυκύτατε πάτερ! Σώζου, ω μάταιε βίε. Σώζου η σύμπασα κτίσις. Ο ουρανός και τα άστρα. Το φως, η σελήνη και ο ήλιος. Η γη και τα ύδατα. Σώζεσθε πάντες οι φίλοι και γνωστοί. Σώζου και συ, ναΐσκε πεφιλημένε μου, ιερόν της ψυχής μου εντρύφημα. Σώζεσθε! Εδώ πλέον δεν θα με ιδήτε άλλην φοράν! . .
Όταν ανηγέρθη από τας πλάκας επώδυνα ο ιερεύς, δεν ηκούετο πλέον τίποτε από εκείνην την μελωδίαν, ήτις ολίγον κατ' ολίγον διελύθη και εχώνευσεν, ως διαλύεται το μοσχολίβανον. Απέμεινε δε μόνον εις την καρδίαν του γηραιού εφημερίου μία λεπτή ευωδία άρρητος, ως από νάρδου μυριστικής ασύλληπτος ευωδία.
— Κουκκίτσα μου, εφώναξε πάλιν ο παπά-Κονόμος, κλαίων από την χαράν του, μίαν χαράν ανεξήγητον και όλως πνευματικήν. Και στραφείς προς τον μπάρμπα-Γιωργόν είπεν. ·
— Ζώσι λοιπόν όντως αι ψυχαί των Δικαίων και μας επισκέπτονται!
— Ως τα σαράντα, παπά-Κονόμε! είπεν αξιωματικώς πλέον ο παγγνώστης μπάρμπα-Γιωργός ο Κοψιδάκης, κατακίτρινος ακόμη από τον φόβον του, αλλά με κάποιαν δικαίαν υπερηφάνειαν. Και προσέθηκεν.
— Έχουν ιδεί τέτοια τα μάτια μου! . . . . .
Από τότε ο παπά-Κονόμος ήτο τελείως παρηγορημένος. Μετ' ολίγον δε έπαυσαν και αι πικραί εκείναι διαδόσεις μεταξύ των γυναικών του χωρίου. Και δεν ηκούετο πλέον το όνομα της Κουκκίτσας, ειμή εν τη εκκλησία κατά Σάββατον, οπού το εμνημόνευεν ο παπά- Κονόμος, ο πατέρας της, με δακρυσμένους πάντοτε τους οφθαλμούς του . . . (1) .
Την κοινήν περιέργειαν είχε διεγείρει η γρηά-Σπύραινα την παραμονήν των Χριστουγέννων.
Βεβαίως κατά τας ακριβεστέρας παρατηρήσεις άλλων της γειτονίας γραϊδίων — και είνε τα
παρατηρητικώτερα των λογικών ζώων τα όντα ταύτα πανταχού — δωδεκάκις από της αυγής
μέχρι της δεκάτης ώρας της πρωίας είχεν εμφανισθή επί του Βράχου, της υψηλοτέρας
θέσεως της νησιωτικής κωμοπόλεως, από της οποίας εφαίνετο το πέλαγος.
— Τι έπαθε θα 'πω αυτηνιδά; Επανελάμβανον αι γραίαι, βλέπουσαι την γρηά Σπύραινα να πηγαινοέρχεται ασθμαίνουσα — κατώκει έξω προς τα Αλώνια, — εις τας εσχατιάς της κώμης.
Ενίοτε προσέκοπτεν επί εργάτου, όστις φορτωμένος την φοβεράν εκείνην κλίμακα, αφού επεράτωσε την επισκευήν στέγης τινός, μετέβαινεν εις άλλην οικίαν προς τον αυτόν σκοπόν. Τα «μερεμέτια» αυτά είνε συνηθέστατα εις τα χωρία τώρα τον χειμώνα, ότε οι υετοί και οι άνεμοι, και το παχύ της χιόνος στρώμα προ πάντων, μετατοπίζουσι συνεχώς τας κεράμους, μεταβάλλοντες τας πτωχάς στέγας εις κόσκινα.
Άλλοτε πάλιν η γρηά Σπύραινα εκ της πολλής αυτής αφαιρέσεως επάτει μέσα εις το κατάλευκον κατώφλιον οικίας τινός, το οποίον μόλις προ μικρού είχε λευκανθή διά της ασβέστου, επισύρουσα κατά της κεφαλής της, και των ποδών της, η πτωχή χιλίας-δυο βλασφημίας, αίτινες εις τοιαύτας περιστάσεις ως βρωμεραί μυίαι περιίπτανται περί την πολίχνην.
Αλλ' η γραία ουδέ ήκουεν. Έβλεπε μόνον. Ναι, έβλεπεν η πτωχή το πέλαγος ισταμένη επί της σκοπιάς, επί του ανεμομύλου εκείνου, εφ' ου αυθαδώς προσέκρουον όλοι οι άνεμοι.
— «Ούτε καράβια 'στό γιαλό, ούτε πουλιά 'στόν κάμπο!»
Εμουρμούριζεν η γραία και υπέστρεφε περίλυπος, ενώ ο βορράς έπνεε μετ' ακαθέκτου μανίας, μεταβάλλων εις νέφη της θαλάσσης τα κύματα.
Η ημέρα επροχώρει και ο βορράς εξηγριούτο φοβερώτερος. Έπνεεν ήδη επί μίαν εβδομάδα. «Παλάβωσε» κατά την έκφρασιν της γρηάς Σπύραινας. Εις τα βουνά έστιλβον αι χιόνες, και ο βορράς εμαίνετο εις το πέλαγος, όπερ παρίστα εικόνα ορχουμένων κυμάτων, τα οποία κατά διαστήματα συγκρουόμενα, ιδίως κατά τας δεινάς του ανέμου περιτροπάς, εξηρεύγοντο αφρώδη βροχήν, εξανεμουμένην εις συριγμόν οξύτατον, υφ' ου αντήχουν αι σπηλαιώδεις ακταί. Ουδέν ιστίον εις τον έρημον πόντον. Τα πλοία μικρά και μεγάλα έμενον αποκεκλεισμένα, αποφεύγοντα το δαιμόνιαν όρχημα, όπερ αρέσκεται να έχη συντρόφους όπερ στυγνούς και κατηφείς μόνον βράχους. Και αυτοί οι αλιείς, απελπισθέντες πλέον, έθεσαν εντός σάκκων τα δίκτυα, έσυραν υψηλά εις την ακτήν τας αλιάδας και καθήμενοι εις τα παράλια καφενεία έπαιζον σκαμπίλι τραβούντες ηδυπαθώς τον ναργιλέ των.
* *
*
Ήτο πλέον δειλινόν. Εν τη αγορά συνηθροίσθησαν ικανοί νησιώται, ακούσαντες την βραγχνήν σάλπιγγα του κρεοπώλου, ης ο ήχος εξήρχετο ως τυλιγμένος εντός των σκληρών γρυλλισμών του σφαζομένου χοίρου. Ο κρεοπώλης ούτος υπηρετήσας ως σαλπιγκτής εις τον στρατόν, εφύλαξε την σάλπιγγα, ανάμνησιν ευάρεστον του πολυπαθούς στρατιωτικού βίου, και συνήθιζε κατά τας επισήμους ημέρας του κρεοπωλείου του «να βαρή αυτήν», ως έλεγε καλών τους αγοραστάς. Εννοείται ότι η παραμονή των Χριστουγέννων ήτο μία των επισημοτάτων ημερών του κρεοπωλείου του σαλπιγκτοκρεοπώλου αυτού, ερχομένη μετά τεσσαρακονθήμερον νηστείαν, καθ' ην οι κρεοπώλαι των χωρίων μεταβάλλονται εις γεωργούς. Και αντήχει λοιπόν την ώραν εκείνην η σάλπιγξ ως τεθραυσμένη λάγηνος κ' εγρύλλιζον οι σφαζόμενοι χοίροι γοερώς, και εις όλην αυτήν την κρεοπωλοταραχήν εκυριάρχει βιαία πάντοτε η θαλασσοταραχή.
— «Ούτε πουλί πετάμενο!» Ηκούσθη και πάλιν μονολογούσα η γρηά- Σπύραινα επί του Βράχου. «Παλάβωσεν ο παλαβοβοριάς». Κ' έβλεπε προς το μυκώμενον πέλαγος, περισυνάγουσα το μαύρον ιμάτιον διά των χειρών της και την κατάμαυρον μανδήλαν της, ης αι άκραι επιμόνως παριηρπάζοντο. Εστρέφετο δε ν' απέλθη, ότε εσταμάτησεν αυτήν νεαρός ναύτης, κατερχόμενος εις την αγοράν, κατάκλειστος εις την γούναν του, τον ρωσσικόν κούκον του και τα βαρύτατα ως σιδηροπέδας υποδήματά του.
— Τ' είνε θεια Σπύραινα! εχαιρέτισεν ο ναύτης.
— Τι νάνε, παιδί μου!
«Επόνεσαν τα μάτια μου την θάλασσα να βλέπω
τους γεμιτζήδες να ρωτώ και σένα ν' απαντέχω».
Ηγάπα η καλή γραία ν' απαντά διά διστίχων, δι' ων συνεχώς ηύφραινε την καρδίαν της, μυρόνουσα ούτω την ανάμνησιν του απόντος υιού της.
— Τον Γεωργάκη περιμένεις, θεια Σπύραινα;
— «Ανάθεμα όπερ μαραγκούς που φτιάνουν τα καράβια
και παν και ξενητεύοννται τ' ώμορφα παλληκάρια».
Δι' άλλου διστίχου απήντησε πάλιν η γραία· και αφηρέθη θεωρούσα τα φοβερά κύματα, τα οποία κατ' εκείνην την στιγμήν εθραύοντο τοσούτον οργίλως επί της εν μέσω του λιμένος ξηράς νησίδος, ως να ήθελον να εκριζώσωσιν αυτήν.
— Δεν μου λες, θεια Σπύραινα, ηρώτησεν ο ναύτης, με ποιον είνε ο Γεωργάκης;
— Με τον καπετάν Κωνσταντή πλειο! τον περιμένουμε απ' τη Σαλονίκη. Πήγαν αλάτι απ' ταις Φώκαις.
— Με τον καπετάν Κωνσταντή! ήρξατο γελών ο ναύτης. Με τον αναποδιασμένον; και κάθεσαι και καρτερείς, θεια Σπύραινα! Θα τον θύμωσαν οι ναύταις, θα τον πείραξεν ο Γεωργάκης, ως χορατατζής που είνε, και θα την έσπασε την παληο- καϊάσα. Ξέρεις τι αναποδιασμένος που είνε; Καλά Χριστούγεννα, Θεια-Σπύραινα!
Προσέθηκεν ο ναύτης, και κατήλθε προς την αγοράν καταλιπών την γραίαν άναυδον, προσπαθούσαν να εμποδίση δύο μεγάλα δάκρυα ως αδάμαντας λάμψαντα εις τους οφθαλμούς της.
Κάτι ήξευρεν η γραία, κάτι είχεν ακούσει περί του καπετάν Κωσταντή, και ήρχισαν εις την μητρικήν καρδίαν της, μέσα βαθειά, ν' αναπηδώσι φόβοι τινές αόριστοι, αλλά πάντοτε ύποπτοι και πιθανοί. Και ενώ προηγουμένως είχεν αποφασίσει, διερχομένη εκ του κρεοπωλείου, να προμηθευθή και ολίγον κρέας και ολίγον χοιρινόν, ήδη τόσον ελυπήθη, ώστε επανήλθεν εις την οικίαν με κενάς τας χείρας και μόνον κατεγίνετο να κομίση εις τον φούρνον το Χριστουγεννιάτικο ψωμί, όπερ εύρε «γινόμενο» και την «κοκκώνα», το εξ άρτου εκείνο με το λευκόν ωόν ανθρωπάριον, δώρον των Χριστουγέννων προς τον αναμενόμενον υιόν της.
Και ήσαν εκεί παραφυλάττοντα και δύο μικρά εγγονάκια της, τρέμοντα εκ του ψύχους με κρεμασμένας αγκυλωτάς τας δύο χείρας των, μελανιασμένας υπό του βορρά, με τους δακτύλους εσχηματισμένους, ως πράγκες, το αλιευτικόν εκείνο όργανον, δι ου συλλαμβάνουσι τους εχίνους.
Ήσαν τέκνα άρρενα και τα δύο της θυγατρός της, ορφανά πατρός τα δυστυχή, κοιμώμενα και εγειρόμενα εις τον έρημον της «μανούς» οίκον, όνπερ επλήρουν άλλοτε με τας φλυαρίας των και άλλοτε με τα κλαύματά των. Η μήτηρ των επήγαινεν εις τους αγρούς «μεροκάματο» διά να ζη.
— Εν ήθ' ο μπαμπάς, μανού; ηρώτησαν και τα δύο συγχρόνως περί του αναμενομένου θείου, όστις οσάκις ήρχετο, εκόμιζεν αυτοίς ποικίλα «ταξειδιώτικα δώρα».
Η γραία δεν απήντησεν αρχίσασα να κατασκευάζη και άλλας δύο κοκκώνας διά τους μικρούς της εγγονούς.
— Τώνε αύϊο κιας, μανού; ηρώτα ο είς των μικρών, ιστάμενος ένθεν του σοφρά, εφ' ου η γραία έπλαθε την «κοκκώναν».
— Τούφιι του τυΐ, μανού, η κουούνα; έλεγεν ο έτερος, ιστάμενος εκ του άλλου μέρους και υπονοών την αστείαν παράδοσιν, ότε μετά τας απόκρεω η κορώνη αφαιρεί τον τυρόν από της οικίας καθ' όλην την τεσσαρακοστήν, και φέρει τούτον πάλιν κατά την ημέραν του Πάσχα. Ταύτα διηγείτο πολλάκις η γραία, ανατρέφουσα τους μικρούς της εγγόνους. Αλλ' ήδη η θεια Σπύραινα τώρα δεν ωμίλει. Η υπόνοια ην προ μικρού ως αστειότητα της έρριψαν, ανεστάτωσε την καρδίαν της.
— Πού είν' ο καϊκάτζαους, μανού; ηρώτησε πάλιν ο έτερος των μικρών.
— Του βάδ' ιγώ θα πω του ταγούδ', σα θη ου μπαμπάς Γιουγάκης, είπε και ο έτερος.
Κ' εξηκολούθουν ούτως αι ερωτήσεις ατελείωτοι, εις τας οποίας η γραία ουδέν απήντα. Μόνον διελογίζετο πάντοτε και ενίοτε οι διαλογισμοί της εξεστομίζοντο θρηνωδώς:
— Ακούς να πάη με τον αναποδιασμένον!
Δεν είνε παράξενο επάνω εις το γενάτι του να την έσπασε την παληοσακολέβα του.
* *
*
Ο καπετάν-Κωνσταντής, ον οι αστείοι και παιγνιώδεις πάντοτε και είρωνες πολλάκις νησιώται απεκάλουν «αναποδιασμένον», ξηρός και αυστηρός πλοίαρχος, εξήκοντα πέντε ετών, διεκρίθη εν τη νεότητι αυτού διά την φιλεργίαν και ναυτικήν του ικανότητα, και την «ξυπνάδα του», ως έλεγον εν τη νήσω. Αρξάμενος από της ακτοπλοΐας και επεκτείνων κατ' αρχάς τας ναυτικάς γνώσεις του μέχρι Πτελεού και Στυλίδος, ετόλμησε πρώτος αυτός να επιδείξη βρίκιον της πατρίδος του, την «Ευαγγελίστριαν», εκατόν πέντε τόννων, εις τους λιμένας της Μαύρης θαλάσσης και του Ποταμού, και το αρχαϊκόν φέσι του εις την Μασσαλίαν, όπου — ειρήσθω εν παρόδω — τον υπεχρέωσαν οι λιμενικοί φύλακες, όταν εξήλθε να «πρατηγάρη», να επανέλθη εις το πλοίον του με την λέμβον, τρία μίλια μακράν, ίνα καλλωπισθή ενδυόμενος ευπρεπέστερον. Και όμως ο Καπετάν-Κωνσταντής εξήλθε πάλιν ως ήτο — ίδιος και απαράλλακτος — με την διαφοράν ότι εγύρισε μόνον το προσφιλές φέσι του ανάποδα και το εφόρεσεν άνω των ώτων ολίγον. Εις το επεισόδιον τούτο απέδιδε και το απονεμηθέν εις αυτόν επίθετον, προσπαθών τάχα να λησμονή την αιτίαν την άλλην, δι' ην τω απεδόθη υπό των ευφυών νησιωτών.
Και πώς ηρέσκετο να διηγήται μετά ταύτα ο ίδιος το επεισόδιον τούτο.
— Άμα εφθάσαμε 'ς το Λιμεναρχείο, έλεγε, — ξεπλατιαστήκαμε 'ς τα κουπιά — μας ερωτά ο φύλαξ:
— Ποιος είν' ο καπετάνιος;
— Νά! εγώ είμαι! Σηκόνομαι και τους λέγω. Τι; δεν με γνωρίζετε; Και εστάθηκα ντούρος. Εσήκωσα και το φέσι μου κομμάτι παραπάνω — εσυνήθιζεν ο καπετάν Κωνσταντής να το φορή πάντοτε μέχρι των ώτων και των οφθαλμών.
— Να σου πω, καπετάνιο μου, απαντά ο φύλακας. Καλό είναι για σε το φέσι σου, αλλά για το λιμενάρχη δεν είνε διόλου καλό. Εκτός αν θέλης να παρουσιασθής για καρβουνιάρης.
Και εξεκαρδίζετο από τα γέλοια διηγούμενος το επεισόδιον τούτο ο καπετάν Κωνσταντής. Άλλως εις το χωρίον του ήτο γνωστός. Εβαρύνετο τα πολλά λούσα. Το βρακί του βαθύ κυανούν ποτε, ωραίον γεράνιο, είχεν υπολευκανθή εκ της πολυκαιρίας. Γηράσκουσι, βλέπετε, και τα ρούχα. Και δεν προσεβλήθη μόνον υπό του γήρατος, ως ο μύσταξ του κατόχου του, αλλά και υπό της τρικυμίας, διότι η άλμη επικολλήσασα, ως επί των αλιέων, εσχημάτισεν αναμέσον των αραιών πτυχών στίγματα υπόφαια ως θαμπά άστρα. Ούτω και οι ναύται γηράσκουσιν, ως το βρακί του καπετάν Κωνσταντή και υπό των ετών και υπό της θαλάσσης. Τα έτη κυρτούσι την ράχιν των, και η άλμη ασπρίζει τας τρίχας της κεφαλής των. Τα σαλονικιό πάλιν καποτάκι του εκ κιτρινωπού σκουτίου ήρχισε να μαυρίζη οικτρώς, εν ώ το φέσι του απολέσαν το λαμπρόν χρώμα του και την επί της κορυφής γαλανήν φούνταν, καταντήσασαν τελευταίον ως ακαλήφην, διεκρίνετο μόνον διά την μαύρην γύρω πλατείαν γραμμήν, σχηματισθείσαν μετά τριακονταετή θαλασσοβρεγμένον βίον. Και το ηγάπα το φέσι εκείνο ο ευλογημένος. Το ελάτρευε σχεδόν.
— Νά βρε! έλεγε προς τους πειράζοντας αυτόν νεανίας. Μ' αυτό το φέσι, βρε σεις, επήγα εγώ μέσ' 'ς τη Μαρσίλια. Aϊντήτε και σεις ντε; Να! Και κάμπτων τον αγκώνα, προσέθετεν επίδεικτικώς:
— Κοτσάνι!
Και τωόντι ο ευφυής ούτος ναύτης εσχηματίσθη εις πλοίαρχον μόνος του. Από της ογκώδους βάρκας αρξάμενος, δι' ης εκόμιζεν ες Αγίου Όρους κομβολόγια και σφραγίδας και φλάσκας, εμελέτησε τόσον σοφώς τα των ανέμων και καιρών και αστέρων, ώστε προεγνώριζεν όλας του καιρού τας μεταβολάς. Όσον αφορά την μελέτην της πυξίδος, είχεν άλλα «σημάδια», ως έλεγε, πολύ ασφαλέστερα και γνωστά μόνον εις αυτόν. Εις άκρον δε οικονόμος και αποβλέπων πάντοτε εις την πρόοδον κ' επιζητών να υπερβή τους άλλους νησιώτας, ως ο δελφίν ο αγωνιζόμενος εις τον πλουν και υπερπηδών τους άλλους συγκολλυμβητάς του, ένα μόνον είχε σκοπόν, να ναυπηγήση βρίκιον. Και το κατώρθωσεν.
Οποία χαρά ως μαρτιάτικος ήλιος τον περιέλουεν, όταν πρώτην φοράν καταπλεύσας εις την νήσον με τα καινουργές βρίκιον εκ του Δουνάβεως, επεβιβάζετο διά της λέμβου εις το λιμεναρχείον, κωπηλατούντων των ναυτών, εν ώ αυτός εκαμάρωνεν ως γυφτοσκέπαρνον πίσω εις την πρύμνην, στίλβων όλος υπό τας ερυθράς λάμψεις του φεσίου του — τότε το είχεν αγοράσει — με την γαλανήν φούνταν, ανεμιζομένην ελαφρώς, φέρουσαν ακόμη το λευκόν χαρτίον, δι' ου οι τεχνίται προφυλάττουσι τας μεταξωτάς αυτής κλωστάς, ίνα μη συμπλεκόμεναι αποξαίνωνται.
Αλλ' είχε μίαν μεγάλην ιδιοτροπίαν ο καπετάν Κωνσταντής, προελθούσαν εκ της πολλής πεποιθήσεως περί τας ναυτικάς γνώσεις του.
Δεν ηνείχετο οδηγίας και παρατηρήσεις εκ μέρους των ναυτών, είτε κατά τον χειρισμόν των ιστίων, είτε κατά την εν γένει διεύθυνσιν του πλοίου. Οσάκις δε ναύται, αγνοούντες την ιδιοτροπίαν του, ήθελον να οδηγήσωσι τάχα τον καπετάν Κωνσταντήν, ούτος έπραττεν όλως το εναντίον, έστω και με βλάβην πολλάκις του πλοίου του.
Τρις είχε προσαράξει την «Ευαγγελίστριαν» επί βράχου, διότι κατά τον πλουν τω υπεδείχθη παρά ναύτου να προσέξη, επειδή εκεί που ην ύφαλος, άγνωστος τάχα εις αυτόν. Και ο καπετάν Κωνσταντής την εγνώριζεν. Ήξευρε όλαις ταις ξέραις, ως έλεγε, να περάση με κλειστά 'μάτια, αλλά «του ήρχετο άσχημα να τον δασκαλεύουν τα παιδιά του».
Όταν τω υπεδείχθη ποτέ γνωστή εις αυτόν ύφαλος:
— Συ θα με μάθης, βρε αγράμματε;
Είπεν ο καπετάν Κωνσταντής θυμωμένος, εν ώ ως δεξιώτατος ναυτικός ήτο έτοιμος να στρέψη την πρώραν και παρακάμψη την ύφαλον. Αλλ' επειδή τω εγένετο παρατήρησις, «δασκάλεμα» ως έλεγεν, ίνα μη φανή ότι οδηγείται, αυτός «που είχε φάγει τη θάλασσα με τη χούφτα», εξηκολούθησε να πλέη κατ' ευθείαν και ιδού:
— Κραφφφ! έτριξεν η Ευαγγελίστρια επί της υφάλου, εν ώ ο καπετάν Κωνσταντής, θυμωμένος ακόμη, προσέθετεν:
— Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας!
Ευτυχώς και τας τρεις φοράς ουδέν έπαθε το ξύλινον σώμα, εφ' ου εξεθύμαινε πάντοτε η παράδοξος ιδιοτροπία του καπετάν Κωνσταντή.
Και εν ώραις μεν γαλήνης κ' ευδίας, ότε το πλοίον και η θάλασσα «πήζουσιν», οι δε ναύται δεν γνωρίζουσι πώς να διασκεδάσωσι την αφόρητον ανίαν της απλοίας, ή όταν ούριον πνεύμα ευαρέστως ωθή το πλοίον προς τα εμπρός και μαλακά-μαλακά ως τολύπη βάμβακος προσπίπτουσιν επί των πλευρών τα κύματα, γλυκά μινυρίζοντα, και δρόσος απολαυστική κατέρχεται από των ιστίων, ήτις τόσον καθηδύνει τους ναύτας, ώστε ανεπαισθήτως ν' αρχίζωσι το άσμα, εν ταις τοιαύταις γλυκείαις ώραις δεν είνε παράδοξον αν ενίοτε οι ναύται έπαιζον με την επικίνδυνον αυτήν ιδιοτροπίαν του καπετάν Κωνσταντή. Το κάτω κάτω της Γραφής θα εξεθύμαινεν αύτη επί των μαύρων πλευρών της Ευαγγελιστρίας ή επί του φεσίου του πλοιάρχου της. Αλλ' εν ώρα ανεμώδει και κελαινή τρικυμία μετά δέους οι ναύται περιίσταντο άναυδοι και ευπειθείς, δειλοί μη τυχόν λέξις τις αυτών άκαιρος προσκρούση εις του καπετάν Κωνσταντή το κτηνώδες ένστικτον, όπερ διόλου δεν ήτο παράδοξον να τους πνίξη καμμίαν ημέραν «έτσι στα χορατά!»
Η γρηά-Σπύραινα θέλεις από τον γεννηθέντα εν εαυτή φόβον, θέλεις από την υπερβολικήν ελπίδα — κουράζει, βλέπετε, και η πολλή ελπίς — απέκαμε περί την ώραν του εσπερινού και δεν εφάνη πλέον εις τον Βράχον. Ήτο και τόσον δριμύ το ψύχος! Ουχ' ήττον ακροωμένη τας πνοάς του απαύστως βοΐζοντος βορρά, συχνάκις επανελάμβανεν:
— Ούτε πουλί πετάμενο! . . . Ελησμόνησε και τα προσφιλή της δίστιχα και τα άφινεν ημιτελή.
Και πάλιν διελογίζετο παρά την εστίαν καθημένη:
— Τίποτε παράξενο, παιδί μου, να τον κοντραστάρισαν τον Αναποδιασμένον και να πήγαν όλοι σύψυχοι!
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν τα δύο μικρά εγγονάκια της, ερχόμενα από τον φούρνον με της κοκκώναις εις την αγκαλιά ζεσταίς-ζεσταίς ακόμη:
— Ο μπαμπάς, μανού, ο μπαμπάς!
Και μόλις ηδύναντο ν' αναπνεύσωσιν εκ της πνιγούσης αυτά χαράς.
Η γραία ως ν' αφυπνίσθη από 'ληθάργου επετάχθη από της εστίας όπου εκάθητο, και ήλθεν εις την θύραν, ότε βλέπει την γειτόνισσάν της:
— Τα συχαρήκια! Ήλθ' ο Γιωργάκης!
— Ήλθε, παιδί μου;
Ετούτο μόνον μισομπερδευμένον απήντησε, κ' εξήλθε προς την παραλίαν τρέχουσα, εν ώ κατόπιν της ηκολούθησαν μέχρι τινός οι δύο μικροί με της κοκκώναις 'ς την αγκαλιά θερμαινόμενοι.
Ο καπετάν-Κωνσταντής συνήθιζε πάντοτε τα Χριστούγεννα να τα κάμνη εις την πατρίδα του. Εύρισκε τρόπον πάντοτε να διέρχηται δι' αυτής κατά τας αγίας αυτάς εορτάς. Ποιμήν τις από πρωίας ιδών πλοίον κατερχόμενον από του Θερμαϊκού, ανήγγειλε τούτο εις την γραίαν, ήτις ως είδομεν από πρωίας παρετήρει το πέλαγος. Και αληθώς περί την εσπέραν εφάνη πλησίστιον πλοίον, κάμπτον την προ του λιμένος ξηράν νησίδα και στρέφον να εισέλθη διά λοξοδρομιών εις αυτόν, διότι την ώραν εκείνην έπνεε δριμύτατος βορειανατολικός. Επειδή κατά την στροφήν είχε τον άνεμον εναντίον, τα ιστία ανεστατώθησαν αίφνης κινδυνεύοντα να διαρραγώσι, τα δε κύματα μετ' αδυσωπήτου λύσσης εθραύοντο κατά της πρώρας, όλον δε το σκάφος εκλυδωνίζετο ως εν καταποντισμώ. Ενόμιζες ότι του θαλασσίου δαίμονος αι χαλύβδιναι χείρες ερράπιζον τας μαύρας της πρώρας παρειάς. Αλλ' ήτο καλώς διατετηρημένον το πλοίον και αντείχε κατά του δεινού εκείνου σάλου, ότε τα απαλόν και παιγνιώδες κύμα μεταβάλλεται εις σκληρωτέραν του σιδήρου ύλην.
Ο καπετάν-Κωνσταντής όσον «παρατημένον» και αν είχε τον εαυτόν του, την Ευαγγελίστριαν όμως συνετήρει εν πολλή κομψότητι. Ηγάπα εξ ιδιοσυγκρασίας το μαύρον χρώμα. Έστιλβε λοιπόν κατάμαυρος η Ευαγγελίστρια. Είχε τα ιστία πάντοτε κατάλευκα, καινουργή. Όσον ηυχαριστείτο εις το ιδικόν του εμβαλωμένον βρακίαν, τόσον εμίσει τα εμβαλώματα των ιστίων. Προς τούτοις είχε συνηθίσει, όταν εισπλέη εις την πατρίδα του, — ήτο δε λίαν φιλόπατρις και υπερήφανος, κατά την πανήγυριν των Τριών Ιεραρχών, ότε εορτάζει η νήσος, ρίπτων έν τάλληρον εις τον δίσκον, — είχε συνηθίσει να υψώνη πλην της σημαίας, ην είχε μεγάλην με ωραία γλυκά χρώματα, και όλα τα ποικιλόχρωμα εκείνα σήματα, τα «σενιάλα» λεγόμενα, τα χρησιμεύοντα διά την εν τω πελάγει συνεννόησιν, τα οποία ο καπετάν-Κωνσταντής είχε προορίσει μόνον προς στολισμόν του βρικίου του.
— Θέλω να με καταλαβαίνουν πως έρχουμαι, βρε! έλεγε.
Εννοείται ότι ευκόλως ανεγνωρίσθη υπό των κατοίκων η «Ευαγγελίστρια», οίτινες πολλοί ήδη συνηθροισμένοι εις την αγοράν περί τους σφαζομένους χοίρους εύρον ευχάριστον θέαμα να βλέπωσι τα μικρόν βρίκιον μετά υπερβαλλούσης γενναιότητος αψηφούν των κυμάτων την μανίαν. Ο καπετάν Κωνσταντής ήτο αγαπητός εις την πολίχνην, και οσάκις έβλεπον το πλοίον του εισπλέον εις τον λιμένα, εν πλήθει πάντοτε και όχλω συνηθροίζοντο εις την παραλίαν θεώμενοι. Άλλως ανέμενον πάντοτε καμμίαν «αναποδιά του» διά να γελάσωσι. Τώρα δε χάριν της εορτής πανηγυρικώτερος εγίνετο ο είσπλους αυτού. Και αυτός ο κρεοπώλης παραιτήσας την εργασίαν του ήρχισε να βαρή την σάλπιγγα εν μέσω ευφυολογιών και γελώτων των παρισταμένων.
— Όρτσα, καπετάν-Κωνσταντή, εκραύγασέ τις.
— Μη μωρέ, και κάμει καμμιά αναποδιά και είνε τρικυμία, απήντησεν έτερος.
Ο καιρός εξηκολούθει ο αυτός, ενάντιος διά τους εισπλέοντας εις τον λιμένα, πλην η «Ευαγγελίστρια» κατώρθωσεν ήδη να εμφανισθή εις την είσοδον αυτού εγγύς της πόλεως, και έπρεπε μετά μίαν βόλταν ν' αράξη επιτηδειότατα τόσον δε πλησίον της ξηράς ήτο, ώστε διεκρίνετο και ο καπετάν Κωνσταντής· πίσω κρατών με υπερηφάνειαν το πηδάλιον.
Όλοι είχον προς αυτήν εστραμμένα τα βλέμματα. Ότε μετά φόβου είδον αίφνης το κομψόν βρίκιον να προσεγγίζη εις το Μπούρτσι περισσότερον του πρέποντος, ώστε «να μη δύναται να τα πάρη πλέον».
— Νά! Να ακούονται φωναί από του πλήθους.
— Καί τινες εν ταραχή σπεύδουσι προς την ξηρόνησον συνεχομένην διά γεφύρας μετά της πόλεως, αδιαφορούντες προς την μεγάλην πλημμύραν, ήτις ένεκα του βορειοανατολικού είχε κατακαλύψει την γεφύρωσιν.
— Την έκαμε πάλι την αναποδιά! εφώναξέ τις εκ του πλήθους.
Και τριγμός απαίσιος ιδού ακούεται, ως θραυομένων ξηρών οστέων πελωρίου σκελετού δεξιά και αριστερά του πλοίου.
Ο κρεοπώλης έρριψε την σάλπιγγά του.
Οι περισυναχθέντες νησιώται ήθελαν μεν να γελάσωσι με την ιδιοτροπίαν του αναποδιασμένου αλλ' όχι και μέχρι τοσούτου, ώστε να επακολούθηση δυστύχημα, θλιβερόν πάντοτε.
Αλλά το δυστύχημα επήλθε πλέον.
Η «Ευαγγελίστρια» είχε προσαράξη πλαγίως επί της βραχώδους ξηρονήσου.
Κατέλαβε δέος τους νησιώτας, οίτινες είχον πεποίθησιν ότι εκ της γνωστής ιδιοτροπίας του πλοιάρχου επήλθε το κακόν.
Και δεν είχον άδικον.
Διότι ηκούετο ακόμη η βραχνή φωνή του καπετάν-Κωνσταντή εξακολουθούσα συγχρόνως μετά την προσάραξιν:
— Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας.
* *
*
Ιδού πώς συνέβη το κακόν.
Κατά την τελευταίαν βόλταν ο Γεωργάκης εκ της πολλής χαράς ότι έφθασεν εις την πατρίδα του και θέλων ν' αράξουν μια ώρα προτήτερα, βλέπων ότι ο πλοίαρχος δεν τα εγύριζεν, ελησμόνησεν εξ αφαιρέσεως με ποιον είχε να κάμη κι' εφώναζε.
— Τι κάνεις, καπετάν Κωνσταντή;
Και ο καπετάν Κωνσταντής την στιγμήν εκείνην ήτοιμάζετο αληθώς να διατάξη «να τα γυρίσουν». Πλην υπείκων εις την ανεξήγητον ιδιοτροπίαν του εθεώρησε καλλίτερον να θραύση το βρίκιόν του, αφού τω εγένετο παρατήρησις παρά να φανή ότι δεν γνωρίζει την ναυτικήν.
Περί της σωτηρίας του πλοίου ουδεμία υπήρχεν ελπίς, αλλ' όσον και να μη ήτο φόβος τις περί του πληρώματος, συγκειμένου εκ πέντε ατόμων, εκτός του πλοιάρχου, όμως αλαλαγμός επηκολούθησεν εν τη αγορά, όλων σπευδόντων προς την ξηρόνησον. Και εν μέσω του αλαλαγμού διεκρίνετο ο ολολυγμός της γρηάς Σπύραινας, ήτις βρεγμένον έχουσα τον γύρον του φουστανίου της έως δύο σπιθαμάς είχε διεισδύσει εις την ξηρόνησον συνεχώς επιλέγουσα:
— Ακούς να πάη με τον Αναποδιασμένον! Ακούς να πάη με τον Αναποδιασμένον!
Και άλλοτε πάλιν φωνάζουσα προς τον υιόν της:
— Έβγα όξου, αρέ! έβγα όξου!
Αλλ' οι ναύται έμενον ακόμη εντός του σκάφους, νομίζοντες ότι και με την συνδρομήν των κατοίκων θα ηδύναντο να σώσωσιν αυτό.
Ο καπετάν Κωνσταντής ως να μη συνέβη τίποτε, και ως να μη ήτο αυτός αίτιος της καταστροφής του, κατεγίνετο και αυτός μεταβαίνων από της πρύμνης προς την πρώραν και εκφωνίζων, ασυναρτήτους τινάς φράσεις.
Αλλ' όλα εις μάτην. Ο σφοδρός βορειοανατολικός κραταιώς πλαταγίζων επί των πλευρών του πλοίου, και ωθών αυτό πάντοτε κατά των βράχων διέρρηξε τέλος αυτό, όπερ διεσπάρη εν τω τεταραγμένω λιμένι εις ιστούς, ιστία, σχοινιά, ξύλα και τα διάφορα άλλα έπιπλα του πλοίου, άτινα όλα αναμίξ, οικτρά ναυάγια, πλησσόμενα ασπλάγχνως υπό των κυμάτων, συγκρουόμενα, βυθιζόμενα και πάλιν εμφανιζόμενα εν μέσω των αφρών και προσκρούοντα κατά των βράχων επιμόνως, απετέλουν απερίγραπτον και φοβεράν ναυαγίου εικόνα. Αλλ' ήτο και τριάκοντα ετών βρίκιον. Οι δε ναύται μόλις επρόφθασαν και περιέσωσαν τας κασσέλας των.
Επήλθεν η νυξ κελαινή και ανάστερος. Νέφη μελανόφαια κατεπλάκωσαν το στερέωμα και νιφάδες χιόνος πυκναί υπελεύκαζον εις τας στέγας και τας οδούς. Οι νησιώται τεθλιμμένοι βεβαίως διελύθησαν έκαστος μεταβάς εις τον οίκον του ν' αναπαυθή, ίνα γερθή μετά τα μεσάνυκτα εις την χαρμόσυνον ακολουθίαν των Χριστουγέννων. Ούτε το σύνηθες άσμα ηκούσθη επί πολύ ένεκα του υπερβολικού ψύχους, διότι τα παιδία, άτινα συνήθως εν ομίλοις περιέρχονται τας οικίας, δεν ετόλμων να εξέλθωσι. Και μόνον οι παιγνιδιάτορες, δύο μόνον ηλικιωμένοι άνδρες, ο είς με το βιολίον, ο έτερος με το λαγούτον, κατώρθωσαν να περιέλθωσιν οικίας τινάς «για την καλή χρονιά».
Μετ' ολίγον έσβυσαν και τα φώτα των ολίγων οικιών, εν αις φαίνεται ότι περισσότερον ηγρύπνησαν.
Πλην έξω εις τα Αλώνια οικίσκος τις μονώροφος διετήρει εισέτι το φως του, υποφαινόμενον εκ των χασμάδων του παραθύρου. Ήτο ο οικίσκος της γρηάς Σπύραινας ήτις καινουργές σάλι φέρουσα επί των ώμων ατάραχος και γαληνιαία παρά την εστίαν καθημένη υπό το ασθενές φως ελαιολυχναρίου εγυάλιζε μετά μητρικής αγαλλιάσεως τα υποδήματα του υιού της, όστις πλησίον της πυράς ενεπαύετο τεταραγμένον ακόμη ύπνον, διότι ανελογίζετο ίσως καθ' ύπνους ότι εγένετο αίτιος της συμφοράς. Παρέκει εκοιμώντο ομού επί ενός κυλιμίου τα δύο μικρά εγγονάκια της γραίας με της κοκώνες εις την αγκαλιά, ενώ ένθεν και ένθεν των παιδιών έκειντο δύο ζεύγη υποδημάτων εκ πρασίνου αιγός δέρματος, καινουργή, συνδεδεμένα διά του σχοινίου ακόμη, δώρα του νεοελθόντος ναύτου.
Την ώραν εκείνην ακόμη γέρων τις διήρχετο την αγοράν ασκεπής, διάβροχος και χιονισμένος, μετά τρυγμού ελαφρού σχηματίζων τα βαρέα των υποδημάτων του ίχνη επί του λεπτού της χιόνος στρώματος. Επροχώρει αργά, — αργά ως κεκυφώς και αποστραγγίζων διά των χειρών του το κατάβρεκτον εκ της θαλάσσης φέσιον, το οποίον εν τω θλιβερώ ναυαγίω απώλεσε και το τελευταίον λείψανον της φούντας.
Ήτο ο Αναποδιασμένος μουρμουρίζων ακόμη, ως να μη έπαθε τίποτε και ως να μη είχε ποτέ βρίκιον.
— Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας!
Ήτο παραμονή του Αγίου Νικολάου. Προ δύο ημερών τρικυμία δεινή μαστίσασα και
παράλια και βουνά της χθαμαλής νήσου είχεν εξατμίσει πλέον όλην της την ορμήν εις
αφρούς και βίαν ανέμων ανταγωνιζομένων, και ήδη σχετική τις γαλήνη οία εν χειμώνι είνε
δυνατή, επεκράτει, παρέχουσα φαιδροτάτην όψιν εις τον προ του χωρίου ευρύκολπον
λιμένα, όπου ικανά διαχειμάζοντα πλοία επανεπαύοντο με γυμνούς τους ιστούς. Αι προ του
λιμένος μικραί νησίδες ως νήσσαι γιγαντώδεις επεκάθηντο σταματήσασαι εκεί επί των
ηρέμα κινουμένων κυμάτων, τα δε καταντικρύ βουνά της Ευβοίας, ανακαθαρθέντα από των
νεφών, επεδείκνυον όλην την λάμψιν της χιόνος των, διακρινομένης πάντοτε της τριγωνικής
Δίρφυος διά την στίλβουσαν λευκότητά της. Η θάλασσα αποσυρθείσα της ακτής εις
απόστασιν ικανών μέτρων, ως συμβαίνει ότε επικρατούσι βόρειοι ξηροί άνεμοι, επέδειξε
μίαν ευωδιάζουσαν και καθαράν παραλίαν, αποτελουμένην από ποικίλα το χρώμα και τον
σχηματισμόν λιθάρια απαστράπτοντα εκ της λειότητος, από ξηρά κελύφη οστρειδίων,
πεταλίδων και αχιβάδων, πάλλευκα ή με υποπρασίνους κ' ελαφρώς ροδίνους
χρωματισμούς, άτινα εσπαρμένα επί της επιμόνως υπό των κυμάτων ξεπλυθείσης άμμου
εδώ κ' εκεί, απετέλουν εύμορφον της ακτής κόσμημα, ήτις ενόμιζες, εστολίσθη, ίνα
πανηγυρίση και αυτή την εορτήν του προσφιλούς της Αγίου. Πρόσθες τα λοιπά άλλα
θραύσματα ποικίλων αγγείων και κεραμίνων σκευών, ωραία υπό της θαλάσσης
τορνευμένα, τα μοσχοβολούντα θαλάσσια φύκη, τα άλλα εκείνα ξύλινα τεμάχια από
ναυαγίων ή τους ξηρούς και αποφυλλισμένους κλαδίσκους, άτινα τόσον δεξιώς γνωρίζει
σύμμετρα να κατασκευάζη το άγριον κύμα έως ου, τις οίδεν εκ τίνος θαλασσίου βάθους τα
εξαγάγη εκεί εξακολουθούν ακόμη να τα κτυπά με τον φλοίσβον του, και έχεις πλήρη την
ακτινοβόλον της παραλίας εικόνα μετά την τρικυμίαν. Αλλά το ωραίον θέαμα δεν διαρκεί
πολύ. Όλα τα ωραία θεάματα δεν διαρκούσι πολύ. Μετ' ολίγον θα έλθωσιν αι φαιδραί
συντροφίαι των παιδιών, άτινα φωνάζοντα μετά τινος αρμονίας ιδιοφυούς «ς' το γιαλό, ς'
το γιαλό» θα διασκορπισθώσι με λασπώδη τα πλείστα υποδήματα ή και ξυπόλυτα επί των
ακτινοβολούντων εκείνων πραγμάτων του αιγιαλού, και θα καταστρέψουν την ωραίαν
εκείνην πολύχρωμον εικόνα, ανασκαλίζοντα εν τη άμμω να εύρωσι τάχα τα «ματάκια της
Παναγίας», επιμελώς απεξεσμένας κορυφάς κογχυλίων, ή τα ωραία εκείνα γουρουνάκια,
οστρακόδερμα μικρά με δύο μελανά σημεία εμπρός ως οφθαλμούς, με ερυθρωπήν
καμπυλωτήν ως χοιριδίου ράχιν και με λευκήν απεσχισμένην κοιλίαν, εκβράσματα
περίεργα του αργίλου πόντου.
Ο ήλιος ανατείλας λαμπρός με υποθέρμους ακτίνας εφώτιζεν όλας τας οικίας της μεσημβρινής πολίχνης, ήτις εφαίνετο ενδεδυμένη την εορταστικήν της περιβολήν. Αι πλείσται αυτής οικίαι, νεωστί επιχρισθείσαι δι' ασβέστου, έλαμπον, φεγγοβολούσαι εις του ηλίου το ακτινοβόλημα, τα δε φύλλα των θυρίδων και θυρών καλώς πλυθέντα ή χρωματισθέντα, εφαίνοντο ως καινουργή εις καινουργείς οικίας. Ο άγιος Νικόλαος είνε η τρυφερωτέρα των νησιωτικών εορτών. Δεν υπάρχει σχεδόν οικία εν τη νήσω να μη έχη και ένα ναύτην, και δεν υπάρχει ναύτης να μη ονομάζεται Νικόλαος. Εννοείται τώρα ποία ευχάριστος κίνησις εν τω χωρίω θα προσημαίνη την ημέραν της παραμονής, την φθάνουσαν πανήγυριν, ότε οι εορτάζοντες οίκοι αμιλλώνται εις την καθαριότητα και την καθόλου διάταξιν των πραγμάτων, δι' ων θα φανερώσωσιν ότι εορτάζουσι.
Παρήλθεν ήδη η μεσημβρία. Οι ιερείς καλοενδεδυμένοι και πρόσχαροι μετέβαινον εις τους ναούς ενωρίς διά τον εσπερινόν. Αι γυναίκες επέστρεφον ήδη από τους κλιβάνους, κομίζουσαι με χαράν τα ετοιμασθέντα μεγάλα εκείνα πρόσφορα, τα οποία μετά τόσης ιδιαιτέρας προσοχής και δεξιότητος ζυμωθέντα, είτα δε ψηθέντα, άμα σημάναντος του εσπερινού, θα κομισθώσιν εις τον ναόν. Αι κόραι άσπρισαν ήδη και το κατώφλιον της θύρας, έρριψαν διά την από των υποδημάτων λάσπην χονδρόν σκουτί, από εκείνα εντός των οποίων θλίβουσι τας ελαίας εις τα ελαιοπιεστήρια, και εισήλθον να διασκευάσωσιν εορταστικώς και τας αιθούσας. Αργότερον ακόμη αι μητέρες, αποκτήσασαι καλή μοίρα το πολυάσχολον εκείνο της πενθεράς ύφος, φαιδραί ώστε να γελώσι σχεδόν, καμαρώνουσαι ώστε να βαδίζωσι σιγά σιγά, εκόμιζον από τους κλιβάνους πάλιν επί παμμεγίστων σινίων τους μπακλαβάδες, τα ευώδη χορταστικά εκείνα νησιωτικά γλυκύσματα, προωρισμένα «για τον γαμπρό», όστις εις όλα τα ταξείδια και εις όλας τας τρικυμίας ονειρεύεται αυτήν την ευφρόσυνον ημέραν, ότε, αρραβωνισμένος, να ευρεθή εις την νήσον του και να είπη ευχαριστημένος εις την γραίαν μητέρα του, δακρύουσαν εκ της χαράς: «φάγε, μάνα, μπακλαβά από την νύφη». Ολόκληρον το χωρίον ευρίσκετο εις αυτήν την ατελεύτητον προετοιμασίαν της εορτής, ότε νομίζει τις ότι όλα τα έχει και όλα λείπουν και μόνον ο πράκτωρ της ατμοπλοϊκής, υψηλός και ξηραγγινός τις διοπτροφόρος, αναιβοκαταίβαινεν εις την παραλίαν, διότι περιεμένετο το καθυστερήσαν ατμόπλοιον.
* *
*
Πλην όλην αυτήν την χαράν, ήτις εμεγεθύνετο όσον επλησίαζεν η νυξ, διέκοπτε κατά διαλείμματα δυσοίωνος θρήνος, κακόν μοιρολόγιον εν τοιαύτη ώρα, όπερ εξερχόμενον από τινος οικίσκου εις την ανωφέρειαν εκεί επάνω εχύνετο ως έν δάκρυ ρεύμα αερώδες. Αι γραίαι αι οποίαι επέστρεφον εις τους οίκους με τα γλυκά, καταίβαζαν τα πρόσωπα προς το άκουσμα του θρήνου και έρριπτόν τινες επάνω εις το σινίον την μανδήλαν των, μη τύχη τάχα και ο αέρας, μολυσμένος από το μοιρολόγιον, κτυπών επάνω, εγκολάψη το πένθος του. Άλλαι δεν εκύτταζον διόλου προς τα επάνω την στιγμήν εκείνην, αλλά κύπτουσαι ετάχυνον το βήμα, σκοντάπτουσαι εδώ κ' εκεί, ως αν σκύλος κακός να ήτο ο θρήνος και τας εδίωκε και ορμητικώς εισήρχοντο εις την οικίαν, κλείουσαι όπισθεν την θύραν· τινές δε αυθαδέστεραι, αφίνουσαι και καμμίαν βλασφημίαν.
— Τώρα ευρέθη και αυτός ν' αποθάνη!
Ετούτο ήτο το ελαφρότερον παράπονον κατά του πενθίμου τούτου επεισοδίου της φαιδράς άλλως πανηγύρεως του Αγ. Νικολάου.
Πλην τον δεινότερον πειρασμόν διήλθεν η γειτονική της πενθούσης οικία, ήτις τελούσα εορτήν προσφιλούς μέλους της οικογενείας, Νικολάου ονομαζομένου, είχεν αντικρύ της το πένθος κατάμαυρον και σπαρακτικόν.
Από πρωίας η κόρη, προσπαθούσα ν' ασπρίση τας κλίμακας και την αυλήν, επαιδεύετο με τη σκούπα 'ς το χέρι, και δεν ηδύνατο να τελειώση. Διότι μόλις επλατσάνιζε κανέν σκαλοπάτι, να και ηκούετο ο θρήνος και ετρύπωνεν αμέσως η κόρη τρομασμένη.
— Μα μου κάνουν κακό αυτά τα κλαύματα. Δεν ημπορώ να τα ακούω.
Έλεγε και σχεδόν έκλαιεν από την οργήν της· διότι ενίοτε εσπόγγιζε τους μαύρους οφθαλμούς της με την λευκήν πάνινον πετσέταν, δι' ης είχε περιτυλίξη την κεφαλήν της, αφήσασα μόνον προς τους οφθαλμούς μέρος ανοικτόν, ως αι οθωμανίδες, διά να μη κηλιδώση την ωραίαν ξανθήν κόμην της, ης οι βόστρυχοι αερίζοντο όπισθεν ωσάν βέργαις δροσεράς αγράμπελης.
Η δε γραία μήτηρ της, η γρηά το Μορφάκι, μικροκαμωμένη και μικροπανδρευμένη, χήρα πλέον, ήτο «να σκάση από το κακό της».
— Ακούς τώρα να βρεθή κι' αυτή να μοιρολογάη! Κακό καιρό να έχη!
— Όχι, μητέρα μου! έλεγε συμπαθούσα πάλιν η κόρη. Μήπως το ήθελε και αυτή!
— Έτσι αι! Να μη μ' αφήση να γιορτάσω του παιδού μου τη γιορτή;
Και έφερνε γύρω εις την αίθουσαν χωρίς να κάμνη τίποτε.
Το μοιρολόγιον προς καιρόν είχε παύσει. Και τότε αναθαρρήσασα η κόρη είχε τελειώση σχεδόν τας βαθμίδας όλας της κλίμακος. Έμενεν η αυλή, την οποίαν και άρχισε να ασπρίζη. Η δε γρηά το Μορφάκι είχεν αναβή είς τινα έδραν και προσεπάθει να στερεώση καθρέπτην τινά και δι' οθονών μεταξωτών ένθεν και ένθεν τον περικοσμήση, ότε γοερώτατος ακούεται θρήνος. Ενόμιζες ότι αυτή εδώ η οικία εθρήνει· και ιδού η κόρη μετά πατάγου ορμητικώς ανερχομένη ως να εδιώκετο, και καθώς εκράτει εις χείρας την σκούπα συνεκρούσθη εκεί προς την επί της έδρας αναιβασμένην μητέρα της· και ιδού κατά γης και γραία και έδρα και ο καθρέπτης πάρα πέρα, γενόμενος θρύμματα.
Η κόρη εμαρμάρωσε. Δεν ήξευρε τι να είπη. Εφοβήθη διά την μητέρα της περισσότερον. Αλλ' αύτη ηγέρθη καλώς έχουσα και ήρξατο βαναύσως να υβρίζη και νεκρούς και ζώντας· απαρηγόρητος πλέον, διότι έθραυσε τον ωραίον καθρέπτην, παλαιόν της Βενετίας με κεχρυσωμένον πλαίσιον.
Το δε μοιρολόγιον ηκούετο τώρα σπαρακτικώτατον· διεκρίνοντο και οι λυγμοί.
— Το βλέπω ότι δεν ημπορούμεν να γιορτάσωμεν έτσι. Ημπορείς κοντά σε τέτοιο νεκροταφείο να χορεύης, να τραγουδήσης, να γελάσης;
— Μα τι φταίει η κακομοίρα, εψιθύρισε πάλιν η κόρη!
Η γραία έκλεισε τα παράθυρα ερμητικώς και επειδή εσήμαινεν ήδη ο Εσπερινός, εφόρεσε μίαν καλήν μανδήλαν, έλαβε την προσφοράν ην εκάλυψεν υπερηφάνως με μίαν ολομέταξον λεπτοκαμωμένην οθόνην, έλαβε το μικρόν εικόνισμα του αγίου και τας λαμπάδας και απήλθεν εις την εκκλησίαν, χωρίς να είπη άλλο τίποτε. Μετ' ολίγον αι γειτόνισσαι εγέλων κρυφά, βλέπουσαι την γρηά το Μορφάκι «καμαρωτή-καμαρωτή η ωργισμένη» να μεταβαίνη εις την εκκλησίαν, κρατούσα τεταμένην εκεί πέρα την μεγάλην προσφοράν και αφίνουσα τον ελαφρόν άνεμον ελαφρώς να ξανεμίζη τας φουντωτάς άκρας της μεταξίνης οθόνης.
Η κόρη εγκατέλιπε πλέον την σκούπαν, αφήρεσε την λευκήν πετσέταν από την ξανθήν κόμην της και ήρχισε να νίπτεται απελπισθείσα περί της πανηγύρεως, αλλά ψιθυρίζουσα πάντοτε συμπαθητικώς: «μήπως το ήθελεν η κακομοίρα;»
* *
*
Προ ημερών, τον πρώτον χειμώνα του Νοεμβρίου, τρικυμία συμβάσα εν τω Ευξείνω Πόντω επήνεγκε μεγάλα δυστυχήματα. Πλέον των δέκα ιστιοφόρων εναυάγησαν εις την άξενον εκείνην θάλασσαν. Ο Νεολόγος εφημερίς της Κωνσταντινουπόλεως, είχεν ξαναγράψει με πένθος τα ναυάγια εκείνα προσθέσας και τα ονόματα των Ελληνικών πλοίων και τους λιμένας εις ους ανήκον, ενός δε και τα ονόματα των ναυτών του πληρώματος. Το πλοίον, το τελευταίον τούτο, ανήκεν εις τον λιμένα του Γαλαξειδίου διακρινόμενον διά τα ωραία και μεγάλα αυτού ιστιοφόρα. Το μέγα τούτο βρίκιον μη δυνηθέν να υπολογίση καλώς την είσοδον του Βοσπόρου, ως εκ της δεινής τρικυμίας παρακολουθουμένης υπό δεινοτέρας ομίχλης, προσέκρουσεν επί των προς αριστεράν βράχων εκεί εις τα Καβάκια και συνετρίβη. Ούτε ήτο δυνατόν να σωθή τις εκ των ναυτών του, μεταξύ των οποίων διεκρίνετο ο εκ της νήσου νεαρός ναύτης, Νικόλας του Παπά- Νικόλα ονόματι, ον επένθει ήδη νεαρωτάτη χήρα, ραγίζουσα διά των κλαυθμηρών μοιρολογίων της τας καρδίας όλων των νησιωτών, και μελανόνουσα ούτω χωρίς να το θέλη μίαν τόσον λαμπράν πανήγυριν.
* *
*
Μόλις προ ενός έτους είχε στεφανωθή· την νυμφικήν της ωραίαν χρυσοκέντητον εσθήτα δεν εφόρεσεν από των ημερών του γάμου της, όστις ετελέσθη μετά πολλής χαράς και χορών. Ότε ήτο παρθένος, διήρχετο βασανισμένην ζωήν, υφαίνουσα, πλέκουσα και ράπτουσα επί μισθώ· ήτο ορφανή, μίαν γραίαν μόνον μητέρα έχουσα. Νεωτέρα ούσα επήγαινε και εις τα κτήματα συνάζουσα ελαίας επί μισθώ ή ξεφυλλίζουσα και θειαφίζουσα τας αμπέλους. Αλλ' αφού έφθασεν εις την ηλικίαν του γάμου, αποφεύγουσα πλέον τα περίεργα των γραιών και γειτόνων βλέμματα, αίτινες έχουσι την κακήν συνήθειαν ν' ανακαλύπτουν και τα ανύπαρκτα ελαττώματα των νεανίδων, και τα πλέον αόριστα, εκλείσθη εν τω οίκω. Και έρραπτε και ύφαινε και έτρεφεν εαυτήν και την γραίαν μητέρα.
Και επερίσσευον πολλάκις χρήματα ν' αγοράση χρυσάφι της Πόλεως, από το καλλίτερον και υποκλέπτουσα τότε ώρας εκέντα πότε την ημέραν εις τον ήλιον, πότε την νύκτα εις τον λύχνον τα προικιά της η ωραία κόρη, ονειρευομένη την ώραν του γάμου της ως την πλέον χρυσήν εν τω κόσμω προσδοκίαν. Μόνον καμμίαν εορτήν, την άνοιξιν, εξήρχετο πρωί-πρωί με την μητέρα της, όπως μεταβάσα εις δίωρον απόστασιν από του χωρίου, ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας, Κεχρεάς, μικρού διαλελυμένου μοναστηρίου εις ωραιοτάτην τοποθεσίαν προς την Θετταλομαγνησίαν, και επέστρεφε την εσπέραν, νύκτα πλέον, κομίζουσα εντός του καλαθίου τρυφερά του βουνού λάχανα, εκ των οποίων ωμά έτρωγεν η γραία τα περισσότερα, έως ου φθάσουν εις το χωρίον.
Τόσον νόστιμα της εφαίνοντο, αφού μάλιστα επλύνοντο εις την δροσεράν του Προφήτου Ηλία πηγήν, ώστε τα έχαπτε τότε μοναχά και άβραστα.
— Μα τι κάμνεις μάννα; Τι θα βάνουμε ς' το τσουκάλι;
— Μ' αρέσουν! έλεγεν η γραία μασώσα. Πού να την ίδη λοιπόν, νέος!
Πλην μίαν αυγήν — συνήθιζε την αυγήν να παίρνη νερό από το πηγάδι του χωρίου — επανήρχετο μετά της λαγήνου εις την οικίαν της βιαστική και την υδρίαν επί του ώμου κεκλιμένην βαστάζουσα διά της χειρός· η ετέρα εκρέματο προς τα κάτω υπό το βάρος του εκ λευκοσιδήρου κουβά. Ούτω πως εύμορφα κλίνουσα την κεφαλήν της υπό το βάρος της υδρίας προς το στήθος της έσπευδε. Πώς συνέβη να περνά πρωί πρωί απ' εμπρός της ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα, ωραίος, ναύτης, φιλόπονος και φιλομαθής, επιστρέφων από το πλησίον της πόλεως πατρικόν κτήμα του. Εκοκκίνισεν η Κυρατσούλα. Ούτως ωνομάζετο η εύμορφος κόρη. Έκαμε μίαν κίνησιν να σύρη προς τα κάτω την μανδήλαν της, αλλ' ένεκα του κουβά δεν επρόφθασε· και ο Νικολάκης κοντοσταθείς είδεν όλον τα ροδοκόκκινον πρόσωπόν της και εκοκκίνισε περισσότερον αυτός.
Εσταμάτησεν εκεί. Η Κυρατσούλα παρήλθεν ως ακτινοβόλον μετέωρον και αυτός έβλεπε τας τελευταίας του αναλαμπάς πλέον.
Έκαμε κίνησιν ως να εσπόγγισε με το χέρι του το ευρύ μέτωπόν του. Ανέπνευσεν ευρυστέρνως. Εκινήθη ως να ήθελε να γυρίση οπίσω λησμονήσας πού επήγαινε.
— Κάτι τι σαν σαγανάκι, έλεγε μόνος του έπειτα, μου παρουσιάσθη. Έτσι ενώ και η βάρκα πηγαίνει καλά και ελεύθερα, παρουσιάζεται έξαφνα τα σαγανάκι, ορμητικόν και άτακτον αέρος ρεύμα παροδικόν, και κλίνει η βάρκα αντιθέτως και σύρεται το ιστίον προς τα κάτω και κάμνει η βάρκα ως να θέλη να γυρίση πίσω.
— Δεν ξεύρεις, μάννα, έλεγε και η Κυρατσούλα έπειτα εις την μητέρα της. Πρωί πρωί ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα πού να ήτανε;
— Τι; Εμουρμούρισεν η γραία.
— Τίποτε· είπεν η κόρη και εκοκκίνισεν άλλην μίαν φοράν.
* *
*
Το αθώον αυτό συνάντημα κατέληξεν εις αρραβώνας. Ω! είθε όλα τα αθώα συναντήματα ν' απολήγωσιν ούτως εις την πλέον χαρμόσυνον ευτυχίαν. Μετ' ολίγον καιρόν εωρτάσθησαν και οι γάμοι. Το χωρίον όλον ωμιλούσε διά τους γάμους αυτούς.
— Τι ταιριασμένο αντρόγυνο! έλεγεν ο κόσμος. Τι ωραία που ζουν! Πώς την αγαπά την γυναίκα του ο Νικολάκης! Ούτε για νερό δεν την αφίνει να πάη.
— Καλέ μαγειρεύει μόνος του, προσέθετεν υπερόριος φθονερά κόρη. Ακούς να μαγειρεύη μόνος του! Ντροπής λιγάκι!
— Ταχειά 'σάν φάει τα λίγα λεπτά, σου λέγω εγώ, εβροντοφώνει μία γραία πολυλογού.
Ο κόσμος έλεγε το κοντό και το μακρύ του, αλλ' οι νεόνυμφοι διήρχοντο εν ερωτική αγάπη τας ωραίας μετά τον γάμον ημέρας, την Κυριακήν και τας άλλας εορτάς μεταβαίνοντες το βράδυ εις το πλησίον εκείνο κτήμα, την αρχήν του έρωτος και του γάμου. Πόσον ωραία εφόρει την νυμφικήν εσθήτα η λυγηρά νεόνυμφος Κυρατσούλα. Ράπτουσα και κεντώσα τα ξένα φορέματα είχεν αποκτήσει τόσον λεπτήν ειδικότητα περί το ενδύεσθαι, ώστε οσάκις την έβλεπον, έδακνον τα χείλη τα ζηλότυπα του χωρίου κοράσια. Αι προς την ωμοπλάτην πτυχαί του αλεμίου, λεπτοτάτου διαφανούς καλύμματος της κεφαλής, εσχηματίζοντο με τόσην χάριν, στερεούμεναι δεξιώς διά καρφίδων το φουστάνι με τον πολύτιμον εκ στόφας παλαιάς ποδόγυρον τόσον κανονικώς κατέπιπτε μέχρι των ποδών η ζώνη κομβόνουσα εμπρός με δύο αμυγδαλωτά επίχρυσα τσαπράκια, δύο ωραίας παλαιάς πόρπας, ήτο τόσον κομψή, τα δε επί των χειρίδων και του στήθους κεντήματα του χιτώνος παριστώντα γλάστρας με άνθη ήσαν τόσον λεπτοκαμωμένα, ώστε όλα αυτά ανεδείκνυον την Κυρατσούλαν την ωραιοτέραν νύμφην του χωρίου. Όταν επήγε να πάρη βάγια των Βαΐων, έκαμαν εις τα μάτια όλαι αι γυναίκες εν τη γυναικωνίτιδι. «Αφιονιάσθηκαν», έλεγεν η γραία μήτηρ της.
Ο δε Νικολάκης του Παπά-Νικόλα ήτο πάλιν αξιέραστος εν τη ανθηρά νεότητί του. Τα φορέματά του κατεσκευάσθησαν εν τη κομψή και ευθηνή αγορά της Μασσαλίας εκ λεπτού εριούχου. Η άλυσις του ωρολογίου του έστιλβεν όπως έστιλβεν η φαιδρότης εις το πρόσωπόν του, ο δε μαύρος αυτού μύσταξ παρείχεν αυτώ έξοχον τολμηρού ναύτου όψιν.
— Μας εζάλισαν κι' αυτοί με τον περίπατόν τους, ήρχισαν να λέγουν οι γείτονες, Νά, τα χάλασε τα ρούχα του. Δεν έχει άλλα. Δεν πάει, λέω 'γώ, να δουλέψη ο κρεμανταλάς!
Θέλεις να ήτο φθόνος, θέλεις να ήτο τυχηρόν, τρεις μήνας μετά τον γάμον διήλθεν εκ της νήσου το ωραίον εκ Γαλαξειδίου βρίκιον ο «Αρχάγγελος». Εχρειάζετο ένα ναύτην.
— Όσω και να καθήσω, είπεν ο Νικολάκης, πάλιν θα μπαρκάρω. Δεν είνε άσχημα να πάω με το Γαλαξειδιώτικο. Έχω καλή πάγα.
Απεχαιρέτισε κλαίων την κλαίουσαν Κυρατσούλαν και ανεχώρησεν ο ναύτης εις την Μαύρην θάλασσαν. Η νεόνυμφος δεν εφόρεσε πλέον τα νυμφικά της. Ειργάζετο εις τον οίκον πλησίον της μητρός της και την Κυριακήν μετέβαινε τακτικώς εις την Εκκλησίαν, φορούσα ενδυμασίαν απλουστάτην, την συνηθιζομένην, όταν απουσιάζη ο σύζυγος. Εξοικειώθη πλέον με την ιδέαν του αποχωρισμού και ήρχισε να μη κλαίη. Ετραγωδούσε τώρα ηρέμα, ώστε να μη ακούηται εις την οδόν, άσματα της ξενιτείας περιπαθή, και ανεκάλει τον Νικολάκην «το ξενιτεμένο της πουλί», το οποίον το εφώναζεν «όπως η κλώσσα φωνάζει τα μικρά πουλάκια να έλθουν κοντά της, από κάτω από τα ζεστά της φτερά». Όλων δε των τρυφερών της ασμάτων η γλυκητάτη επωδός ήτο.
«Σου στέλνω χαιρετήματα
με του Βορειά τα κύματα».
Και επερίμενε με χαράν «να έλθη ο καλός της».
Αλλ' ήλθον μίαν ημέραν αι εφημερίδες όλαι των Αθηνών, αίτινες από του «Νεολόγου» παραλαβούσαι εκόμισαν την θλιβεράν είδησιν ότι ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα επνίγη εις την Μαύρην θάλασσαν. «Τον έφαγαν τα κύματα» όπως έλεγε τα μοιρολόγιον.
Είπον όλοι να μη το φανερώσουν. Αλλ' η διδασκάλισσα του χωρίου, φλύαρος γεροντοκόρη, το είπεν εις τα μικρά κοριτσάκια αργολογούσα την επαύριον, και το δυστύχημα εφανερώθη μίαν εβδομάδα προ του αγίου Νικολάου.
Η δυστυχής Κυρατσούλα, ακούσασα πρώτον τους ψιθυρισμούς — «βούλιαξαν καράβια» της είπον κατ' αρχάς, έπειτα άλλος τις επρόσθεσεν, «εις την Μαύρην θάλασσαν» — ήρχισε πάραυτα να αισθάνεται θλίψιν μυστικήν ως πόνον εις την καρδίαν. Τέλος όμως το έμαθε καθαρά.
Έπεσε λιπόθυμος. Η γραία μήτηρ έβαλε φωνάς. Όλοι έσπευσαν τότε να την συλλυπηθούν «εις το μαύρο δυστύχημα». Όσαι πρότερον φθονούσαι την εκακολόγουν, ησθάνθησαν ήδη πρώται την λύπην. Βέβαια, ο φθόνος πάντοτε λυπείται πρώτος εις τας δυστυχίας! Την πρώτην ημέραν ήτο άφωνος, άγρυπνος και άγευστος. Τα όμματά της, εκείνα τα ωραία, ξηρά. Η γραία εφοβείτο περί της υγείας της: «Το άμοιρο!» έλεγε. Και επανελάμβανε. «Θα το χάσω!» Την τρίτην ημέραν εφόρεσε τα μαύρα, και έχουσα λυτήν την κόμην και αποπάνω μίαν μαύρην μανδήλαν εμοιρολογούσε χωρίς να φάγη, χωρίς να πίη, γονατισμένη προ των καλών φορεμάτων του Νικολάκη, τα οποία έβγαλε από το σεντούκι και άπλωσεν εμπρός της ένα ένα, — σπαραξικάρδιον θέαμα!
Αλλ' όταν έφθασεν η παραμονή του άγιου Νικολάου, οι θρήνοι της ήσαν ακράτητοι, και σχεδόν όλον το χωρίον παρεπονείτο διά το θλιβερόν κτύπημα, το οποίον εγίνετο κατά της πανηγύρεως. Περισσότερον δ' όλων εφώναζεν η γρηά το Μορφάκι. Κατήντησε να σταλή επιτροπή εις τον κ. δήμαρχον, όστις πάλιν εν τη βία του παρήγγειλεν εις τον κλητήρα να εμποδίση να φωνάζη τόσον «εκείνη η παλαβή».
Αλλ' επειδή οι θρήνοι δεν κατέπαυον, πάλιν ο δήμαρχος παρήγγειλε «της παλαβής» να ησυχάση.
Απαρηγόρητος, κλαίουσα θλίψις! Κλείσθητι καλλίτερον εις τας βαθυτέρας της καρδίας κρύπτας. Δεν έχεις το δικαίωμα να διακόπτης την χαράν των άλλων!
* *
*
Εβράδυασεν. Ο ήλιος δύων όπισθεν του πευκοφύτου όρους έπεμπεν εις τας ανατολάς άκρας της νήσου και εις τα προ του λιμένος νησίδια τας τελευταίας του ακτίνας, λαμβάνων μεθ' εαυτού όλον το ευφρόσυνον της ημέρας θάλπος και αφίνων εις τα βουνά να στέλλωσι το οξύ εκείνο του χειμώνος απόγαιον.
Ο λιμήν ήτο ακίνητος ως λίμνη. Τρία-τέσσαρα καΐκια ήρχοντο βιαστικά ν' αράξωσι χάριν της εορτής. Αι λέμβοι των αλιέων έσπευδον και αυταί να προσορμισθώσι· και από την εξοχήν οι ποιμένες και γεωργοί κατήρχοντο εις την πόλιν προς τον αυτόν σκοπόν. Και μόνος ο πράκτωρ της Ατμοπλοϊκής εταιρείας αναιβοκατέβαινεν ακόμη εις το παράλιον περιμένων το ατμόπλοιον.
Όμως ενύκτωσε και ήρχισε να σημαίνη η αγρυπνία. Ο γλυκύς του κώδωνος ήχος ελαλούσεν, εκελαδούσεν, ενόμιζες, την πανήγυριν.
Εις οποιανδήποτε νήσον και αν αποβιβασθής, θα απαντήσης τον ναόν του αγίου Νικολάου μικρόν ή μέγαν, με μάρμαρα ή με πλίνθους. Ο άγιος Νικόλαος είνε ο Παππούς του ναυτικού μας, η γλυκυτέρα του ναύτου παραμυθία· των θαλασσών ο Άγιος. Εις την αγρυπνίαν έπρεπεν όλοι να παρευρεθώσι διότι ηυτύχησαν να πανηγυρίσουν την εορτήν του εις το νησάκι των. Ο ναύτης και όταν ευδαίμων επιστρέφη εις την νήσον του, φέρει τα τάξιμόν του εις τον Άγιον, ευχηθείς όταν ήτο εις το πέλαγος, να τύχη κατά την εορτήν εις την πατρίδα του, ν' αγρυπνήση όλην την νύκτα. Και όταν πάλιν ναυαγός εις μίαν σανίδα σωθή, ή εις ξηρόν βράχον από τα δόντια του θανάτου γλυτώση, πρώτα πρώτα θα φέρη το τάξιμόν του εις τον άγιον, λαμπάδα μεγάλην ή αργυρούν κανδήλιον, και ύστερον θα μεταβή εις την οικίαν του να χαιρετίση την μητέρα του ή την σύζυγόν του. Αλλ' ενίοτε δεν επανέρχεται. Το τάξιμόν του ήτο βαρύ.
Είχε τάξει όλην την ζωήν του. Να γείνη καλόγηρος! Και ούτως ο ευλαβής, διασώσας την ζωήν του από τα κύματά της θαλάσσης, πηγαίνει να την κλείση εις τους αφώνους του μοναστηρίου τοίχους, εις τον Άθωνα.
Πάντες, γεωργοί και ναύται, συνηθροίζοντο εις την αγρυπνίαν συνωστιζόμενοι έμπροσθεν της εικόνος του Αγίου Νικολάου, παλαιάς βυζαντινής αγιογραφίας, ολίγον μαυρισμένης ή υπό του χρόνου, ή διότι ο ζωγράφος ηθέλησε διά του σκιερού χρώματος να παραστήση το αυστηρόν πρόσωπον του θαυματουργού Αρχιερέως. Και ήναπτον όλοι τας μεγάλας λαμπάδας οι ναύται, τας οποίας είχον φέρει από το ταξείδιον, και έλαμπεν η εικών, και έλαμπεν όλη η Εκκλησία. Και ακτινοβολούσε το πράον του Αγίου πρόσωπον εκ χαράς, νομίζεις, ως να ευχαριστείτο ότι την στιγμήν εκείνην εβούιζεν ο μικρός ναός εκ της φαιδράς των ασμάτων ψαλμωδίας, μετ' ιδιαιτέρας αγάπης επαναλαμβανούσης το «Άγιε Νικόλαε» εν τοις εγκωμιαστικοίς ύμνοις. Και ευχαριστούντο γύρω-γύρω οι ναύται ακούοντες τα άσματα και προσβλέποντες ατενώς εις την εικόνα, κατάφορτον από των αναθημάτων, εν οις διέπρεπον αργυρά μικρά πλοιάρια, πλοιάρχων αφιερώματα. Κατά τας στιγμάς εκείνας ενόμιζες ότι η εικών προσελάμβανε θαυμασίαν τινά κίνησιν και ζωήν αιφνίδιον. Ενόμιζες ότι εκινούντο οι οφθαλμοί του αγίου και ευλογούσεν η χειρ τους προσφιλείς του ναυτίλους, και ότι συχνά μετέβαλεν όψιν το γηραιόν του πρόσωπον. Άλλος εκ των εκεί παρισταμένων, έχων εις τον νουν του την παροιμιώδη του Αγίου Νικολάου ελεημοσύνην και προς τους πένητας συμπάθειαν, τον έβλεπε γλυκύν και μειδιώντα, ως ότε έσωζε κρυφά τας τρεις εκείνας θυγατέρας από του ηθικού θανάτου, παρέχων τα μέσα της υπανδρείας, και έτεινε και αυτός την χείρα, νομίζων ότι ο άγιος φλωρία εμοίραζε την στιγμήν εκείνην. Άλλος πάλιν έχων εις τον νουν του ότι ποτέ ο επίσκοπος των Μυρέων, άγριος και απειλητικός, εμφανισθείς εκράτησε του δημίου την χείρα, έτοιμον να θανατώση τρεις άνδρας αθώους, συκοφαντηθέντας, τον έβλεπεν εις την εικόνα άγριον και απειλητικόν με πύρινα βλέμματα. Ο δε ναύτης, διαλογιζόμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος έσωσε το κλυδωνιζόμενον σκάφος, έτοιμον να καταποντισθή, εφαντάζετο τον άγιον ιστάμενον ατρόμητον εν τη πρύμνη και βαστάζοντα κραταιώς το πηδάλιον, ενώ η εικών παριστά τούτον καθήμενον επί θρόνου και ευλογούντα. Εκείνος δε πάλιν ο ενθυμούμενος την στιγμήν κατά την οποίαν ο άγιος βυθισθείς εν τω πόντω έσωσεν ημίπνικτον τον από του πλοίου πεσόντα ναύτην, ενόμιζεν ότι έβλεπε διάβροχον τον ιεράρχην και ότι από το κοντόν λευκόν του γένειον έσταζεν ακόμη θάλασσα.
Τόσην ζωήν παράδοξον ελάμβανεν η βυζαντινή εικών υπό τα πολλά εκείνα φώτα και την φαιδράν ψαλμωδίαν.
Εις δε την άκραν του ναού προς την θύραν συνειλεγμένα ικανά γραΐδια του χωρίου ήλθον εις την Εκκλησίαν ν' ακούσουν την θαυμαστήν διήγησιν «της γρηάς με το λαδικό». Ω πόσον δραματικώς θαυμαστή είνε η διήγησις αύτη Συμεών του Μεταφραστού! Μετά την κοίμησιν του Αγίου έκλαμπρος ναός ανηγέρθη εις τα Μύρα της Λυκίας, την πατρίδα του, όπου και η μυρόβλητος σορός του αγίου λειψάνου κατέκειτο. Τούτον ηθέλησεν ο φθονερός πάντοτε δαίμων να καύση· και μεταμορφωθείς εις γραΐδιον προσήλθεν εις όμιλον προσκυνητών αναχωρούντων διά την πανήγυριν και μετά υποκριτικών κλαυθμών παρεκάλει να λάβουν διά τον ναόν του αγίου μικρόν λαδικόν πλήρες ελαίου, διότι αυτή ζαλίζεται, έλεγε μετά δακρύων, να πατήση εις πλοίον και να ταξειδεύση, νάχετε την ευχίτσα μου, έλεγε και έκλαιεν. Οι προσκυνηταί συγκινηθέντες το έλαβον αλλά την νύκτα επιφανείς ο άγιος Νικόλαος: Ογλήγορα, λέγει, να ρίψετε το λαδικόν εις την θάλασσαν. Είνε τέχνασμα του δαίμονος να καή ο ναός μου. Το έρριψαν, και ευθύς μία φλόγα μετέωρος υψώθη προς τον αέρα και καπνοί από εκεί δυσώδεις την αποφοράν εξεπέμποντο· τα κύματα διεσχίσθησαν πάραυτα, και ο πυθμήν, με καχλασμόν ανέβρασε και εσχηματίσθησαν αίφνης βρασμώδεις σεισμικοί κρότοι και αι αναπεμπόμεναι σταγόνες ήσαν σπινθήρες καίοντες. Οι ναύται κατεπλάγησαν εκ του αιφνιδιαστικού αυτού κινδύνου. Το πλοίον ήρχισε να βυθίζεται. Αλλ' ο άγιος ταχύς βοηθός, πάραυτα εξήγαγε το πλοίον μακράν του κινδύνου. Μία δε γλυκητάτη αύρα προσπνεύσασα ευώδης και αγιαστική ενέπλησε χαράς την καρδίαν των. Πόσαις φοραίς παιδίον με συνεκίνησεν η δραματική αυτή διήγησις!
Η Κυρατσούλα ακούουσα της αγρυπνίας τους κώδωνας, έπαυσε χωρίς να θέλη τον θρήνον και «Πήγαινε, μάννα, το εικόνισμα 'ς την Εκκλησιά», είπε. «Είνε αμαρτία να μη το πάμε».
Η γραία μήτηρ της μετά δυσαρεσκείας υπήκουσεν.
Εις την εκκλησίαν δεν έμεινεν. Εκόλλησε το κηρίον και απήλθεν αμέσως.
Τότε ηκούσθησαν και του ελθόντος ατμοπλοίου οι οξείς συριγμοί· και μετ' ολίγον εκεί εις την Εκκλησίαν, πάλιν εις τον κύκλον των γραιών πρώτον διεδόθη η φήμη ότι ο Νικολάκης ήλθε.
— Ποιος; Ποιος; Επανελάμβανον δέκα συγχρόνως στόματα.
— Νά, ήλθε, έλεγον αι γραίαι, ο Παπανικόλας. Μία δε χωρίς να την ερωτήσουν, είπεν από την βίαν της: «ήλθεν ο άις Νικόλας.»
Και ήκουες μετ' ολίγον εις την αγοράν:
— Ο πνιγμένος! Ήλθεν ο πνιγμένος!
Πρώτη εξήλθε πτερωτή η γρηά το Μορφάκι και με τα βαρέα υποδήματα του υιού της δυσκολοπερπατούσα εφώναζεν από την αυλήν ακόμη: «Ήλθεν ο Νικολάκης», φέρουσα χαρμόσυνον είδησιν εις την κόρην της ότι θα εώρταζε πλέον το όνομα του υιού της.
* *
*
Την στιγμήν εκείνην ανέβαινε την κλίμακα του πενθούντος εκείνου οικίσκου νεαρός ναύτης με μεγάλα ρωσσικά υποδήματα, με αμπαδίτικα φορέματα χονδρά και ένα μουσαμά απ' έξω ως επανωφόριον και μίαν προβιάν εις την κεφαλήν. Κόσμος πολύς έτρεχε κατόπιν του. Η εκκλησία εκενώθη σχεδόν.
Ήτο ο Νικολάκης.
Η ωραία Κυρατσούλα εις την αιφνιδίαν θέαν του έμεινεν άφωνος. Ελιποθύμησεν. Αλλ' ο Νικολάκης, όστις από της παραλίας ακόμη επληροφορήθη τα διατρέχοντα, έδειξε μεγάλην απάθειαν και εφρόντισε πρώτον να επαναφέρη εις τας αισθήσεις της την σύζυγόν του, ήτις έπεσεν αναίσθητος επάνω εις τα καλά φορέματα του συζύγου της, προ των οποίων ως προ απεικονίσματος εθρήνει τόσας ημέρας, ως είπομεν. Και αφού εκείνη συνήλθε, την εκύτταξε συμπαθώς με την κατάμαυρον μανδήλαν, με τα ωραία ξέπλεγα μαλλιά και με τους βουρκωμένους εκ των δακρύων οφθαλμούς και φρικίασιν αισθανθείς έπεσεν εις τους κόλπους της θρηνών και αυτός. Η σκηνή ήτο εξόχως δραματική.
Πού ήτο έπειτα κρυμμένη τόση χαρά; Όλοι οι συνελθόντες εγελούσαν θορυβωδώς, αλλ' η Κυρατσούλα ολίγον κατ' ολίγον εξωκειούτο με την ευφρόσυνον πραγματικότητα.
Τότε ο Νικολάκης ήρξατο να διηγήται προς τους συναχθέντας ναύτας τα του ναυαγίου με όλην την τραγικότητα του συμβάντος.
— Τα κύματα βουνά, έλεγε: Νύχτα, χιονιά. Από την πρύμνη δεν έβλεπες εις την πλώρη. Ένα κύμα θηρίο μας αρπάζει μαζί με το καράβι. Ο κρότος μου εφάνη σαν βροντή. Εγώ επρόφθασα να είπω μόνον «Άγιε Νικόλαε»· και ευρέθην μακρυά 'ς το πέλαγος κρατών ένα μεγάλο ξύλο. Οι άλλοι έπεσαν στο βράχο. Εχάθηκαν. Έμεινα 'ς το ξύλο μισοπεθαμένος μια νύχτα και μια μέρα, και τότε ένα βαπόρι που πήγαινε για το Βατούμ μ' επήρε και μ' έβγαλεν εκεί. Είχαν δίκαιον να γράψουν αι εφημερίδες πως επνίγηκα. Το πώς εγλύτωσα είνε θαύμα.
— Άγιε Νικόλαε! ως εξ ενός στόματος έκραξαν όλοι οι συνηγμένοι εκεί, αποκαλύψαντες ανεπαισθήτως τας κεφαλάς των και σταυροκοπηθέντες· και απήλθον εν χαρά εις την αγρυπνίαν, ενώ ο απέναντι οίκος της γρηάς το Μορφάκι, ελαμποκοπούσεν από τα φώτα.
— Το μεγαλείτερον όμως θαύμα του αγίου Νικολάου, που νάχουμε την ευχή του, προσέθετε την επαύριον ο γέρων του χωρίου ιερεύς, είνε ότι ουδέποτε φαιδρότερον επανηγυρίσθη η εορτή του Αγίου Νικολάου εις την νήσον μας από το έτος αυτό.
Ετούτο το έλεγε και τα ξανάλεγεν και η γρηά το Μορφάκι, η οποία πρώτην φοράν επί ζωής της είχε μείνει εις την αγρυπνίαν έως το πρωί.
Όταν δε την εσπέραν της εορτής επήγαν εις τον Ναόν και έψαλαν παράκλησιν και ευχαριστίαν, ενώπιον της εικόνος του Αγίου και τα τρία πρόσωπα του ιστορήματος, ο γέρων ιερεύς εις το τέλος ως γραμματισμένος οπού ήτο και μουσικός, επήρε το βιβλίον της Ψαλτικής και έψαλε με ιδιαιτέραν χάριν το Δαβιτικόν άσμα, πολύ κατάλληλον εις την περίστασιν εκείνην:
«Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός, και εις το πρωί αγαλλίασις».
Η μελωδία του ιερέως ακουσθείσα έξω εις την μικράν πλατείαν παρεκίνησε πολλούς να έμβουν εις τον Ναόν· και ήτο μια χαρά να βλέπης τους νησιώτας με τόσην κατάνυξιν να ίστανται ενώπιον της Εικόνος του Αγίου των θαλασσών παρακολουθούντες την γλυκείαν του ιερέως ψαλμωδίαν με δάκρυα.
Ευτυχώς ο Γιώργος ο Μπάρμπα-δήμαρχος, μίαν εβδομάδα ολόκληρον κουβαλών κλάρες,
είχε γεμίσει ως επάνω το χάλασμα μεθ' ου συνείχετο ο φούρνος, τον οποίον εκολλούσεν η
γυναίκα του η Μιλάχρω, μία ανδρογυναίκα ως εκεί απάνω, με δυο χέρια μακρά ως το
φουρνόξυλο, διά του οποίου διηυθέτει της κλάρες εν τω αναμμένω φούρνω, αν και
πολλάκις αι γυναίκες αι φουρνίζουσαι τα ψωμία, την είδον την Μιλάχρω απάνω εις την
οχλοβοήν να διευθετή με τας μακράς και ξηράς χείρας της, αψηφούσα το πυρ, το οποίον,
λέγεις, τας είχε ψήσει και μεταβάλει εις φουρνόξυλο.
Λέγω ευτυχώς, διότι οσάκις τον Γιωργόν τον Μπάρμπα-δήμαρχον, ένα μικροκαμωμένον άνθρωπον, λεπτόν και λιγνόν και ξηρόν ως φαγωμένον από τας αίγας γηραιόν θήλιασμα, το οποίον ου μεγαλόνει πλέον, αλλ' ούτε και αναθάλλει, τον έπιανεν η τεμπελιά, εκάθητο εις το καφενείον της αγοράς τραβών τον ναργιλέ του και διαλεγόμενος περί των υδάτων της κώμης ως πρωτόγνωρος του χωρίου, με τι μέσον θα φέρουν εις το χωρίον το τρεχούμενο νερό, εκθέτων εκεί μέσα εις τους καπνούς του ναργιλέ τα διάφορα σχέδια, διόπερ ίσα-ίσα ο κόσμος ο αιωνίως φαιδρός τον απεκάλεσε Μπάρμπα-δήμαρχον. Ο φούρνος της Μιλάχρως της γυναίκας του θα εξόδευεν όλες της κλάρες τότε έως το μεσημέρι κι ύστερον η υψηλή και ξηραγκιανή Μιλάχρω — τέτοια μέρα που είχε τόση δουλειά ο φούρνος — θα εκάθητο μελαγχολική με κρεμασμένα σαν στυλιάρια τα δύο ξηρά και μακρά χέρια της, τα οποία ήσαν μαύρα ως να τα είχε ψήσει του φούρνου η λαμπ[;]
— Πολλή ζωίτσα νάχης, άνδρα μου! ηύχετο η Μιλάχρω έχουσα τα φρύγανα άφθονα.
Και εξηκολούθει και μετά το δειλινόν ακόμη να κολλά τον φούρνον της εκείνην την ημέραν — παραμονήν του αγίου Βασιλείου — ενώ ο Μπάρμπα- δήμαρχος φαγών ήδη πέντε φαρφούνες ζεστές — από τα φουρνιάτικα — με μια πεντάρα τουλουμοτύρι, εκάθητο εις την αγοράν, εις το καφενείον το καλλίτερον, τραβών τον ναργιλέ του ήσυχος και ευχαριστημένος, ως άνθρωπος ο οποίος είχε κουβαλήσει όλες της κλάρες της Μιλάχρως, διαλεγόμενος με τους άλλους προεστούς περί των υδάτων του χωρίου.
Πέντε φορές η μασσαλιωτική βαθεία λεκάνη είχε γεμίσει από τα φουρνιάτικα, και πέντε φορές η Μιλάχρω έρριψεν εις τον φούρνον και από ένα μεγάλο ψωμί ιδικόν της και από μίαν φαρφούναν· διά τον άνδρα της τον «δουλευτήν» επιλέγουσα:
— Χαλάλι σου, άνδρα μου!
Αλλ' ήδη — επλησίαζεν ο εσπερινός — ανασκουμπώσασα τα μανίκια της διά μέσου του επανωκορμίου του φουστανίου της και επιδείξασα μέχρι της μασχάλης σχεδόν μαύρας και ξηράς τας δύο εργατικάς χείρας της, είπεν αποτεινομένη προς τας παρισταμένας γυναίκας:
— Για να σας πω, θα με μεσανυχτίσετε;
Και ήρχισε να επισπεύδη το ξεφούρνισμα.
Και έβλεπες τότε τα ξηρά και μαυρισμένα ως φουρνόξυλα χέρια της, ν' ανακατόνουν της κλάρες μέσα στον φούρνο. Και έβλεπες τότε να πετά έξω με βίαν τα ταψία με της βασιλόπηττες ρίπτουσα αυτά εις μίαν λοξήν και χωλήν παγκιέταν, κατακόκκινη από την θερμότητα και κάθιδρος από τον κάματον, με το κεφαλάκι της — τον βαρύν κεφαλόδεσμόν της — κρεμάμενον οπίσω από την πλάτην ως καλαθάκι πλήρες.
— Τα, τι λουγάτι!
— Άψητες, θαπώ;
— Αρί! Μουλύβια!
Εκραύγαζον τότε αι γυναίκες δυσαρεστημέναι διά την βίαν της Μιλάχρως, ήτις εξεφούρνιζεν άψητες της βασιλόπηττες.
— Για σας μονάχα, θαρρείτε, ξημερόνει Άιβασ'λιού;
Και χωρίς να προσθέση τίποτε άλλο, ήρχισε σπεύδουσα να ρίπτη πάλιν κλάρες εις τον φούρνον.
Επειδή δε αι γυναίκες εγόγγυζον και άλλαι ηπείλουν εν ταραχή θορυβώδει, είπε πάλιν η Μιλάχρω.
— Εσείς θα με μάθετε τη δ'λειά μ;
Και προσέθηκε:
— Δε ξέρω εγώ τη δ'λειά μ!
Τωόντι ήξευρε την δουλειά της η φιλόπονος Μιλάχρω, διότι αλλέως δεν θα εγέμιζεν ως το μεσημέρι πέντε λεκάνες φουρνιάτικα.
Αυτήν την φοράν όμως η Μιλάχρω είχε συμμάχους και υπερασπιστάς και άλλας γυναίκας, αίτινες ιδούσαι τον καπνόν έσπευσαν να φουρνίσουν τα ταψία των λέγουσαι:
— Καλά λέει η Μιλάχρω!
Η Μιλάχρω όμως δεν έλεγε διόλου καλά, διότι από την βίαν της ελησμόνησε μέσα έν ολόκληρον ταψίον,
Και η κλάρες άναψαν πλέον.
Εφλόμωσεν ο φούρνος κατ' αρχάς από μαύρον καπνόν. Μετ' ολίγον ο καπνός έγεινε φαιός. Οι χλωροί πρίνοι ήρχισαν να πρατσαλίζουν μετά κρότου ως γλώσσαι εριζουσών γυναικών και η φλοξ ανέλαμψε δεξιά και αριστερά υπό τον θολίσκον τον πλίνθινον του φούρνου.
— Τά, τι κάνεις, θαπώ;
Εκραύγασε γυνή ηλικιωμένη, χονδρή από τα δύο φουστάνια και κόκκινη από τον θυμόν της.
— Λείπ' ένα ταψί!
— Σώπα και συ, Χριστιανή μου! διέκοψεν η Μιλάχρω, κάθιδρος από τας φλόγας, κατέρριψε νέους κλάδους εις τον φούρνον.
— Λείπ' ένα ταψί, θαπώ!
Επανέλαβεν η ωργισμένη γυνή μετρώσα κατά σειράν επί της λοξής και χωλή παγκιέτας τα ταψία της.
— Ένα, δύο, τρία, τέσσερα . . . . λείπ' ένα. Τι κάνεις, Μιλάχρω;
— Δε περιμένεις, θαπώ, να ξεφουρνίσω, μόνε φωνάζεις! Είπε μετά ετοιμότητος η Μιλάχρω, εννοήσασα το λάθος της και εισαγάγουσα ταχέως την μακράν χείρα της, μαυρισμένην και ψημένην ως φουρνόξυλο, εξήγαγε το λησμονηθέν ταψίον, το οποίον τώρα είδε:
— Δε ξέρω εγώ τη δ'λειά μ'!
Και ίνα καθησυχάση την παραπονουμένην δικαίως γυναίκα, προσέθηκε μειλιχίως, θέλουσα να μειδιάση τάχα μ' εκείνο το ξηρόν πρόσωπόν της:
— Πού να θυμηθώ! Έχεις ένα σουρό βασιλόπηττες!
— Τι θα πη ένα σουρό! έλεγεν η ξένη γυνή, φυσώσα επί του τελευταίου ταψίου, ως να ήτο τάχα αναμμένον και ήθελε να το σβύση.
Και ηρίθμει:
— Μια για το σπίτι με το φλουρί, μια για να την φωτίση ο παπάς τα Φώτα, μια για την κουμπάρα μ', μια για τον δάσκαλο.
— Θέλ' κι' ου δάσκαλος βασ'λόπ'τα!
Εμουρμούρισεν η Μιλάχρω.
— Τι να τήνε κάμω τώρα!
Εγόγγυζεν η ξένη γυνή, θεωρούσα την καείσαν βασιλόπητταν κατάμαυρην ως μουντζουρωμένην.
— Είνε τώρα για κόσμο αυτή;
— Μέρα που είνε, γίνονται και λάθη!
Προσέθηκεν άλλη τις εκ των παρισταμένων διά να φουρνίσωσι, βιαζομένη διότι ενύκτωνε.
— Τι να τήνε κάμω τώρα;
Επανέλαβε πάλιν η οργισθείσα γυνή.
Δος' νε τ' δασκάλ'!
Παρετήρησε, γελώσα η φουρνάρισσα.
Τι να κάμη η ατυχής εκείνη; Να κάθηται να φιλονική 'ς τον φούρνον; Παρέλαβε τα ταψία της ένα-ένα και απήλθεν.
Και επειδή ο φούρνος έκαιε πλέον κανονικώς, η Μιλάχρω εκάθησεν επί της λοξής και χωλής παγκιέτας να ξεκουρασθή ολίγον, σπογγίζουσα το μέτωπόν της και συμμαζεύουσα τον πεσόντα κεφαλόδεσμόν της.
Και χωρίς ούτε ν' ατενίση καν προς τας αναμενούσας γυναίκας είπε:
— Γλέπ 'ς πώς το τρώνε το ψωμί; Ύστερα σου φωνάζουνε κιόλα!
Και στραφείσα αίφνης προς τας αναμενούσας γυναίκας λέγει οργίλως:
— Τι κάθησάστε, θαπώ!
Αι γυναίκες εξαφνισθείσαι κατετρόμαξαν ως εκ ραπίσματος, εξαφνικού.
Ταυτοχρόνως ήλθε και κοράσιον μικρόν ξεμαλλιάρωτον με κάτι εμβάδας μεγάλας γυναικείας και ερωτά:
— Θεια-Μιλάχρω, είπ' η μάννα μ', θα κουλλήσης άλλη φουρνιά, λέει;
— Όχι, κορίτσι μ'! απήντησεν η Μιλάχρω.
Και ο φούρνος μέσα με την φλόγα καταναλίσκουσαν εγόγγυζε διαψεύδων την Μιλάχρω.
— Ναι, δε γλέπου 'γώ!
Απήντησε το κοράσιον και έφυγε, θέλον να τρέξη και βραδύνον περισσότερον εκ των μεγάλων γυναικείων εμβάδων του.
Αλλ' επειδή αι αναμένουσαι γυναίκες δεν παρεμέριζον, στραφείσα πάλιν είπε βιαίως η Μιλάχρω:
— Τι καθησάστε, θαπώ;
Και εκείναι εξαφνίσθησαν πάλιν ως να έφαγον δεύτερον ράπισμα.
— Να φουρνίσουμε! λέγει μία εξ αυτών.
— Σας είπα, δεν κουλλώ!
— Δε κουλλάς; Μ' τι κάνεις;
— Ό,τ' κάνει ου δεσπότης οπ' βλογάει τα γένεια τ' πρώτα. Δε του ξέρετε αυτό:
Απήντησεν η Μιλάχρω, διορθόνουσα την μανδήλαν της περί το πωγώνιον, ως εάν είχε πώγωνα.
— Πάμε, αρί-σείς, εφώνησε τότε μία εν οργή. Έχει να φουρνίσ' του μπακλαβά του γαμπρού!
— Έχου ζέρ'!
Απήντησε με υπερηφάνειαν η Μιλάχρω, διευθετούσα τα τελευταία λείψανα των ανθράκων.
— Έχεις, επανέλαβεν η οργισθείσα, άμ' θα πάη από κει οπούρθε!
— Να μη σε μέλ'!
Εξεφώνησεν η Μιλάχρω και ύψωσε την χείρα της ως φουρνόξυλον απειλούσα.
Αλλ' αντί να καταρρίψη επί της ενοχλησάσης αυτήν γυναικός την χείρα της, μετενόησεν έως ου να καταβιβασθή τόσον μακρά χειρ και εκτύπησε την γυναίκα εκείνην με την γλώσσαν της:
— Ό,τ' παθαίνω εγώ, είνε απ' το Θεό, άμ' συ να ιδούμε, κακομοίρα!
Και αφού απήλθον όλαι και έμεινε μόνη η Μιλάχρω και εκάη πλέον ο φούρνος, έκραξεν ηχηρώς με γλυκείαν φωνήν αρχίζουσα να πανίζη πλέον:
— Άιντε, Χρυσώ!
Ενόμιζέ τις ότι εκείνο το άχαρι και υψηλόν σώμα είχε δύο ψυχάς συγκοινωνούσας διά κοινού στόματος, μίαν απειλητικήν ως σατανάν διά τας γυναίκας, αι οποίαι την περιεφρόνουν, και μίαν πραείαν ως Χερουβίμ διά την θυγατέρα της, το εύμορφο Χρυσώ της.
* *
*
Προ τριών ετών κατά πρώτον είδον αι γειτόνισσαι ν' αναιβοκαταιβαίνη την σαθράν ξυλίνην κλίμακα της μικράς οικίας — καλυβίου μάλλον — της συνεχομένης μετά του φούρνου, νεάνιδα εύμορφον, με μαύρα μάτια, με μαύρα πολλά και μακρυά μαλλιά, εικοσιδύο ετών κορίτσι, μετά χάριτος φέρον την λαδιάν μανδήλαν και το λευκότατον κολόβιον, 'σαν το χιόνι άσπρο και το κορίτσι και το κολόβιον, ενώ επιχαρίτως οι λεπτοκαμωμένοι πόδες της ωραίας κόρης φέροντες παλλεύκους περικνημίδας έσυρον κομψώς τας κεντητάς εμβάδας — της κουντούρες — βροντώσας φαιδρώς επί των μισοσπασμένων βαθμίδων της σαθράς κλίμακος.
Αι γειτόνισσαι βλέπουσαι τότε κατά πρώτον από το ερείπιον εκείνο, του οποίου έχασκον απειλητικώς τα παράθυρα ως τέρατος όμματα και το οποίον εσείετο ολόκληρον ως φύλλον εις την ελαχίστην πνοήν του ανέμου, βλέπουσαι να εξέρχηται αντί θηρίων ή ποντικών η αβρά και εύμορφος εκείνη λευκή κόρη εξεπλάγησαν, ως οπτασίαν εκλαβούσαι ή ως υπαρκτήν, την περικαλλή της παρθένου μορφήν, και έκαμνον τον σταυρόν των.
Από την υψηλήν και μαύρην φουρνάρισσαν και αιωνίως θυμωμένην, από τον μικροκαμωμένον εκείνον και άκομψον Μπάρμπα-δήμαρχον, ο οποίος καλά- καλά ακόμη μετά εικοσιπενταετή, έγγαμον βίον δεν είχε καταλάβει το γιατί ενυμφεύθη, από το αταίριαστον και άχαρι εκείνο ανδρόγυνον να εξέλθη μία τόσον ωραία και ταιριαστή κόρη, η οποία, λέγεις, εγεννήθη διά να γείνη νοικοκυρά σεμνή και σεμνοτέρα μήτηρ!
Ηπόρουν αι γειτόνισσαι!
Μήπως εις το άγριον δάσος δεν συναντάς εις την υγρασίαν και την σκοτίαν του κάτι υψηλούς και ακόμψους θάμνους ως ξεγκλισμένους, αισχύνην των υπερηφάνων δένδρων, να φέρωσιν εύμορφα άνθη, τα οποία θα εζήλευον αι μονάκριβοι των θερμοκηπίων γάστραι;
Το σαθρόν και σκοτεινόν εκείνο ερείπιον ήτο της Μιλάχρως η οικία· και η κόρη εκείνη η ως ηλιακή λάμπουσα ακτίς χρυσή, ήτο η θυγάτηρ της, το εύμορφον Χρυσώ, ήτις τότε πρώτον, προ τριών ετών, ενεφανίζετο εις τον κόσμον. Διότι τότε είχεν αρραβωνισθή. Προτήτερα που ήτο η ωραία κόρη; Έβλεπον καμμιά φορά αι γειτόνισσαι, σπανίως ν' αναιβοκαταβαίνη την σεσαθρωμένην κλίμακα έν ασθενικόν και άχρουν κοράσιον, κακοενδεδυμένον και κακοκαμωμένον, πλην ουδέ προσείχον εις την πτωχήν παρθένον εκείνην. Πού ήτο τότε το εύμορφον Χρυσώ; Πού είνε το ρόδον πριν ανοίξη;
Ούτω και η παρθένος εις τα χωρία. Ο οικός της είνε ο καλός ο σκληρός και άχρους. Όταν έλθη η ώρα και ανοίξουν τα πέταλα, τότε εμφανίζεται το ρόδον νεάνιδαν και αμίαντον πλήρες μυστικής ευωδίας. Όταν έλθη η ώρα και μνηστευθή η κόρη, τότε εμφανίζεται η ωραία παρθένος εις τον κόσμον, αθέατος και άγνωστος πρότερον, με τα μαύρα της μάτια και τα πλούσια μαλλιά της, με το λευκόν κολόβιόν της και τας χρυσάς εμβάδας της.
— Να μη βασκαθή! έλεγον αι γειτόνισσαι. Τέτοιο κορίτσι η Μιλάχρω; Να μη βασκαθή!
— Σαν το κρύο νερό! προσέθετον άλλαι.
— Πού τώχες, θαπώ, Μιλάχρω, κρυμμένο;
— Πού θενά τώχω! απήντα η Μιλάχρω με κρυφήν χαράν, Μες ς' τον φούρνο!
Πλην δεν το είχε διόλου μέσα εις τον φούρνον. Μέσα εις τον φούρνον εψήνετο αύτη η πτωχή. Την κόρην της την ανέτρεφεν η φιλόστοργος μήτηρ «μη στάξη, μη βρέξη» αυτή πονούσα, αυτή κοπιάζουσα και περιέπουσα αυτήν με την άλλην ψυχήν της την δευτέραν, ως είπομεν, την πραείαν ως Χερουβίμ. Την είδον ποτε να ξενοδουλέψη, να υπερβή το κατώφλιον του σαθρού οίκου; Ήτο αυτή ικανή να την ζήση, να την μεγαλώση. Αν είχε την δυστυχίαν να πάρη πτωχόν άνδρα, είχεν όμως την δεξιότητα ν' αναθρέψη ελευθερώτερον την μόνην θυγατέρα της. Της έπαιρνε χρυσάφι και εκεντούσε, της έπαιρνε τερεπλίκι και έπλεκε, της έπαιρνε χασέδες και έρραπτε. Και την εδίδαξε να κατασκευάζη μόνη της ωραία γλυκύσματα.
— Εγώ είμαι ένα φουρνόξυλο, διελογίζετο ενίοτε, αλλά το Χρυσώ μου είνε ένα ωραίο πλασένιο ψωμί που έβγαλα από τον φούρνον εγώ το φουρνόξυλο.
Διά τούτο όταν την αρραβώνισεν, εζήλευσεν ολόκληρον το χωρίον.
— Είδες, όταν θέλη ο Θεός; έλεγον.
Τωόντι η Μιλάχρω δεν είχε τίποτε παρά τον φούρνον της μόνον· το σπίτι δεν άξιζε τίποτε. Και ποντικόν να έκαμνε γαμβρόν, και ο ποντικός θα έκαμνε παρατηρήσεις διά τας τόσας τρύπας της σαθράς οικίας. Αμπέλια, χωράφια, τίποτε. Μέτρημα, Θεός φυλάξοι! Φουρνιάτικα, μάλιστα, εσύναζε· λεκάνες-λεκάνες· αλλ' από τα φουρνιάτικα δεν καταρτίζεται, κύριοί μου, μέτρημα, Και σήμερον σου λέγει άλλος: Έχεις μέτρημα; Έχεις γαμβρόν. Δεν έχεις; Κουκούλωνέ τα.
Το βέβαιον είνε, ότι είχε και τον Μπάρμπα-δήμαρχον η Μιλάχρω. Αλλά τι να σου κάμη και αυτός ο δυστυχής; Αυτός ήτο γεννημένος να κόπτη κλάρες και κατά λάθος τον υπάνδρευσαν. Τι να σου κάμη;
— Δεν είσαι για τίποτε! του έλεγεν η Μιλάχρω, επάνω εις τους θυμούς της.
— Εγώ δεν είμαι για τίποτα; απήντα υπερηφάνως ο Μπάρμπα-δήμαρχος. Εάν δεν είμαι για τίποτα, κατάλαβες, πώς σου έκαμα αυτό το ωραίο Χρυσώ, κατάλαβες;
— Και σαν τώκαμες μοναχά, τι θα το κάμης τώρα;
Ηρώτα η μήτηρ.
— Γι' αυτό θυμώνεις; Μακάρι νάχες κι' άλλο ένα Χρυσώ ακόμα.
Αληθώς η καλλονή και η σεμνότης του Χρυσού δεν ήργησε να γίνη γνωστή εις το χωρίον. Όσον και αν ήτο κεκαλυμμένη με τα πτωχικά εκείνα φορέματα η αρετή, υπάρχουν μάτια που την ανακαλύπτουν πολύ ευκόλως και πολύ ταχέως.
Διά τούτο πολύ εζήλευσαν την Μιλάχρω, διότι τόσον ευκόλως οικονόμησε το κορίτσι της. Κ' επήρεν άνθρωπον καλόν, εργατικόν και όχι ναυτικόν.
— Πωπώ, παιδί μου! μακρυά από θαλασσινόν! έλεγεν η Μιλάχρω. Να πάρης ένα πτωχότερον, μα να κάθηται κοντά σου. Όσο και να πης, πάντοτε θα μπορή να κουβαλάη κλάρες.
Όμως η χαρά της Μιλάχρως και η ζήλεια του χωρίου δεν διήρκεσαν πολύ. Αν έλειπεν η ζήλεια, ημπορεί να διαρκούσε περισσότερον και η χαρά. Αλλά τώρα την γλωσσόφαγεν αμέσως ο φθόνος την χαράν της Μιλάχρως, ως αι άκανθαι τον σίτον.
Μετά έν έτος ο Στεφανάκης, ο αρραβωνιαστικός του Χρυσού, νέος τριάκοντα ετών, ναυτικός κατά πρώτον και ήδη διατηρών καφενείον, ως ακινδυνωδέστερον στάδιον του βίου, ήρχισε τα κακιώματα και τας αναβολάς του γάμου, αφού είχεν έμβη πλέον μέσα εις το σπίτι του κοριτσιού.
Ωχ και να ιδής τότε φείδια που την έζωναν την Μιλάχρω. Φλόγες καυστικώτεραι από τας φλόγας του φούρνου έψηνον το πρόσωπόν της. Το εφύσα και δεν εκρύονε. Τον Μπάρμπα-δήμαρχον δεν τον έμελε τόσον.
— Καρφί δεν σου καίγεται, καϋμένε!
Εφώναζεν ενίοτε η Μιλάχρω.
— Τι να σ' κάμω κ' εγώ; απήντα. Κλάρες είνε για να σ' κουβαλήσω;
— Να τ' τάξης μέτρημα!
— Τώρα θα πά 'να το κόψω απ' τον τοίχο!
Και έφευγεν.
Ήλθεν ένας χειμώνας, ήλθεν ένα καλοκαίρι, ήλθεν άλλος χειμώνας, ήλθεν άλλο καλοκαίρι, ο Στεφανάκης τους έστελνεν από τα Χριστούγεννα εις την Λαμπρή, και από την Λαμπρή 'ς τα Χριστούγεννα, την ημέραν δ' ακριβώς την ορισθείσαν υπό του ιδίου διά τον γάμον, έκαμνε τον θυμωμένον, εκάκιονε με το παραμικρόν, ελάμβανε την κασσελίτσα του και την τσεργίτσα του και επήγαινε και εκοιμάτο εις το καφενείον.
Τι να σου κάμη και η Μιλάχρω; Τα χρήματα, καθώς έλεγε και ο Μπάρμπα- δήμαρχος, δεν κόπτονται από τον τοίχον. Και από τον τοίχον αν εκόπτοντο, της Μιλάχρως το σπίτι ούτε τοίχους σχεδόν είχε, το ερείπιον! Είχεν όμως φούρνον η Μιλάχρω, και από τον φούρνον εσύναζε φουρνιάτικα. Από τα φουρνιάτικα λοιπόν κατεσκεύαζεν ωραία αφράτα ψωμιά με το σησάμι, το Χρυσώ έκαμνε νόστιμα και επιτυχημένα γλυκύσματα, έψηναν καμμιά κόττα παχειά, εγέμιζον και μια μποτίλια μοσχάτο ευώδες και τα κουβαλούσεν η Μιλάχρω ύστερον από ολίγες ημέρες εις τον γαμβρόν της· και ο «σημαδιακός» εξεκάκιονε, και εκουβαλούσε πάλιν την κασσελίτσα και την τσεργίτσα του εις την οικίαν της αρραβωνιαστικής του, ήτις με τα δάκρυα τον υπεδέχετο τον άκαρδον αρραβωνιαστικόν της.
— Θα γέν' πλειο ο γάμος, Μιλάχρω! Έλεγαν μετά πεποιθήσεως αι γειτόνισσαι.
— Σα θέλ' ο Θεός! απήντα η μήτηρ μετ' αμφιβολίας. Πλην ο Θεός δεν ήθελε· και την επαύριον κλειστός ο φούρνος και κατάκλειστον το σπίτι.
Η Μιλάχρω μετά της κόρης επήγαιναν νύκτα-νύκτα εις το αμπέλι να συνάξουν λάχανα και να ξεσκάσουν μετά την άρνησιν πάλιν του «στερημένου», όστις έχων τα βιολιά όλην την ημέραν εχόρευεν εις το καφενείον του μόνος του, διότι οι φίλοι του ήρχισαν να τον εγκαταλείπουν διά την διαγωγήν του αυτήν και να τον ειρωνεύωνται.
— Το προικιό σ' είν' αυτό, Στεφανάκη;
Τον ηρώτων, βλέποντες επί της ξυλίνης παγκιέτας του καφενείου του μίαν κασσελίτσα και μίαν τσεργίτσα.
Και όμως ο Στεφανάκης φαίνεται να την ηγάπα την ωραίαν κόρην αληθώς, διότι πάντοτε την ημέραν του κακιώματος έπαιρνε τα βιολιά και εμέθυεν όχι από την χαράν του, αλλ' από την λύπην του. Την νύκτα οι χωροφύλακες καθήμενοι αργά εις το καφενείον του τον ήκουον συχνά ν' αναστενάζη, και καμμιά φορά τον έβλεπον να σπογγίζη τα μάτια του με ένα ωραίο μανδήλι, δώρον του Χρυσού. Πλην έκαμνεν όλα αυτά τα κακιώματα διά να ξεκολλήση τίποτε μέτρημα, «να κάμη κι' αυτός μια δουλειά, να ζήση». Ναυαγήσας εις την Μαύρην θάλασσαν, είχε θραύσει το οστούν της αριστεράς χειρός του, η οποία αδύνατος πλέον καθίστα αυτόν σχεδόν άχρηστον ως ναυτικόν. Φιλόπονος όμως νέος, ήνοιξε το μικρόν καφενείον, εκ του οποίου «έβγαζε το τσουβάλι» την τροφήν του.
Αλλ' αν είχε και χίλιες δραχμές, θα ηδύνατο να κερδίζη περισσότερα, διότι δεν θα ηγόραζε το ρώμι μποκάλι-μποκάλι από τον κυρ Κωνσταντή, όστις έβγαζε το ένα άλλο ένα, και το ενέρονε τόσον ώστε να μη σηκόνη άλλο νερό πλέον· θα παρήγγελλε βαρέλι εις την Χαλκίδα, και θα είχε και αυτός τότε κάτι τι εις το καφενείον του. «Λίγο-λίγο» έλεγε, «έτσι έκαμαν όλοι τους παράδες και τα μαγαζειά.»
Του επέρασε λοιπόν η ιδέα — ηκούσθη μία φήμη — ότι ο Μπάρμπα-δήμαρχος είχε παράδες και δεν τους εμαρτυρούσε,
Ταύτα σκεπτόμενος και έχων αυτήν την πεποίθησιν, ημέρας τινάς μετά το τρίτον κάκιωμα απέστειλε την θείαν του την Σταματίτσαν, την μόνην συγγενή του εις το χωρίον.
— Τι πάθατε πάλι; ερωτά την Μιλάχρω μετά προσποιήσεως η Θεια- Σταματίτσα.
— Δε μας κλαις, Χριστιανή μ! απήντησεν η Μιλάχρω.
Το Χρυσώ, η ωραία λευκή κόρη, γεράνιο φουστάνι φορούσα, με μίαν παλαιομανδήλαν πενθίμως καλύπτουσα την άφθονον κόμην της, ωχρά, έκλαιεν εις μίαν γωνίαν ζαρωμένη, μη περιμένουσα να την κλαύσουν άλλοι. Κάτω έκλινε την κεφαλήν της, σιωπηλή και φθίνουσα ως άνθος αβρόν, το οποίον όλην την νύκτα εμάστισεν ο βορράς, κ' ερρυπάνθη η καλλονή του η τρυφερά, κ' εμαράνθη η δρόσος του η ευωδιάζουσα.
— Δεν μπορείτε και σεις πλεια, να 'κονομήσετε χίλιες ψωροδραχμές!
— Σαν είχα 'γώ χίλιες δραχμές, δεν έκαμνα γαμβρό τον σερσέμη!
Είπε με την ωργισμένην φωνήν της η Μιλάχρω.
Η Θεια-Σταματίτσα ηθέλησε να οργισθή και αύτη και να φύγη, αλλά πάλιν — καλή χριστιανή — ανεγνώριζε το δίκαιον της Μιλάχρως.
Ο Μπάρμπα-δήμαρχος ξεφορτώσας της κλάρες κάτω και δέσας το ονάριόν του εντός του χαλάσματος, εισήλθε κατάκοπος και εκάθησε χωρίς να ομιλήση, χωρίς να χαιρετίση καν.
Η δε Θεια-Σταματίτσα ανοίγουσα εκ νέου την ομιλίαν επανέλαβε:
— Χίλιες δραχμές πλειο, χαθήκανε!
— Πού να της βρούμε, κυρά συμπεθέρα; Σαν είχα 'γώ χίλιες δραχμές, θα ξαναπανδρευόμουνα!
Είπε γελών ο Μπάρμπα-δήμαρχος.
— Λένε πλεια πως ηύρες 'ς το βουνό.
Ο Μπάρμπα-δήμαρχος ανεπήδησε διαμαρτυρόμενος και σταυροκοπούμενος.
— Τέτοια πράμματα, συμπεθέρα! να μη μ' εύρη ο χρόνος, αν εγώ ηύρα χρήματα!
— Το λένε πλειο! απήντησε πάλιν η Θεια-Σταματίτσα. Γι' αυτό τ' άκουσε και ο Στεφανάκης κ' επιμέν'. Εκεί δα, λέει, που ξερρίζωνες μια κλάρα 'ς το Κοτρόνι, ηύρες ένα τενεκέ φλουριά. Σ' είδε, λέει, ένα τσοπανόπουλο.
— Τέτοια πράμματα, συμπεθέρα! τόσα χρόνια παλαίβω με τα κλαριά και με τα κοτρόνια, και ούτε μια δεκάρα δε βρέθηκε. Νάναι κανένας στραβός, βρίσκει. Εγώ με δυο μάτια — τέτοια πράμματα, συμπεθέρα!
Η Μιλάχρω τον παρετήρει τον άνδρα της με βλέμμα λαίμαργον.
Η κόρη του η άμοιρος εσήκωσε τα μάτια της βουρκωμένα, θαρρούσα να ίδη τον τενεκέ με τα φλωρία.
Πρώτην φοράν και αι δύο ήκουον αυτήν την διάδοσιν.
Το βέβαιον είναι ότι Κυριακήν τινα είδον τον Μπάρμπα-δήμαρχον, μάννα και κόρη, να κρατή εις τας χείρας του έν παλαιόν φλωρίον. Πλην δεν υπώπτευσαν τίποτε.
Εκείναις της ημέραις εδούλευεν ο Μπάρμπα-δήμαρχος εις το Μοναστήρι, που έκτιζεν ο Γέροντας ο Παπα-Διονύσιος, όστις — νάχωμε την ευχή του — επλήρωνεν όλο και μαντζάρικα — βενετικά φλωρία — τους μαστόρους, φλωρία των δέκα φράγκων, που έλαμπαν, φωτιά μοναχή λες και τα έβγαλαν τότε από το καμίνι. Έπειτα ο Μπάρμπα- δήμαρχος δεν είχε μυστικά από την γυναίκα του· τον εκακομεταχειρίζετο καμμιά φορά αληθινά, για την κουταμάρα του, αλλ' είχεν ως είπομεν δύο ψυχάς. Και προς τον άνδρα της, όσον και κακομοιριασμένον, ωμίλει με την πραείαν ψυχήν, ως και προς την κόρην της. Με όλον το ύψος της το άνοστον και το χρώμα της το μαύρον είχε καμμιά φορά όψες γλυκές και εύμορφες η Μιλάχρω. Επηρεάζετο τότε από την πραείαν ψυχήν, από το μυστηριώδες Χερουβίμ.
Τον είχε περιποιημένον και καλοενδεδυμένον τον μικροκαμωμένον άνδρα της.
Τι μόνον ήθελε; Να της κουβαλή κλάρες ακαταπαύστως.
Διά τούτο είχον και οι δύο εμπιστοσύνην αναμεταξύ των τουλάχιστον το επίστευεν η Μιλάχρω.
Ούτως η Θεια-Σταματίτσα απήλθεν άπρακτος.
— Πιστεύεις, παιδί μ'; είπεν εις τον ανεψιόν της τον Στεφανάκην. Φτώχια και των γονέων!
— Ηύρε, θεια, ο παληόγερος, ηύρε φλωριά! Χάλασε μια μέρα ένα καινούργιο μαντζάρικο!
— Ξέρω κ' εγώ πάλι!
Λοιπόν η Μιλάχρω ήρχισε μετά ταύτα να περιεργάζεται υπόπτως τον σύζυγόν της. Έτυχεν ολίγας ημέρας αργότερον, να διέρχεται από τον φούρνον καφεπώλης τις, εις το καφενείον του οποίου συνήθιζε να κάθηται ο Μπάρμα-δήμαρχος — εις του γαμβρού του δεν εσύχναζε, διότι εκεί συνηθροίζετο η θορυβώδης και παιγνιώδης νεολαία.
— Δε μ' λες, Θεια-Μιλάχρω. που την κόφτ' αυτή τ' μονέδα τ' καινούργια ο Μπάρμπα-δήμαρχος;
Είπε γελών ο καφεπώλης.
Η Μιλάχρω δεν απήντησε, πανίζουσα την στιγμήν εκείνην.
Πλην ενισχύθη η υποψία της. Πρώτον εφαίνετο ύποπτον εις αυτήν ότι ο σύζυγός της από τινος καιρού συνήθιζε να κοιμάται πάντοτε εις το κατώγειον, μέσα εις τα ξύλα και τους ποντικούς, στρώσας εις μίαν γωνίαν το κλινίδιόν του το σκληρόν πλησίον εις σωρόν παλαιάς οικοδομησίμου ξυλείας εκ μαύρων μεγάλων ξύλων, άτινα ίσταντο όρθια εκεί εις την γωνίαν, συναχθέντα ένα-ένα εξ ηρειπωμένων οικιών, ίνα χρησιμεύσωσι προς ανακαίνισίν ποτε της σαθράς οικίας των.
Την επαύριον της σκηνής εκείνης, όταν ο σύζυγός της έλειπεν εις το βουνόν, η Μιλάχρω εξετίναξε μετά προσοχής το κλινίδιον πλην δεν εύρε τίποτε.
Δεύτερον, της έλεγον ότι εις το καφενείον κάθηται πάντοτε χαρούμενος και πίνει ναργιλέδες πολλούς και πληρόνει τακτικά, και κάπου κάπου τρατάρει.
Η Μιλάχρω του έκαμε παρατηρήσεις υπόπτους, πλην ο Μπάρμπα-δήμαρχος ετοίμως απήντησεν ότι αν τρατάρη, τρατάρει ς' το χρόνο μια φορά τον γέρο-Νικολά τον ψαράν, ο οποίος κάθε Πάσχα συνήθιζε να δίδη εις τον Μπάρμπα-δήμαρχον κανένα χταπόδι, ως δώρον, τα οποίον τω εφαίνετο τότε νόστιμον ως κρέας.
Τρίτον — τούτο ήτο το εκπληκτικώτερον — τα τελευταία Χριστούγεννα, παρουσιάσθη την παραμονήν ο Μπάρμπα-δήμαρχος, κρατών δέμα τυλιγμένον με χονδρόν χαρτίον.
Το ανοίγει η Μιλάχρω και ευρίσκει γόβες, διά την σύζυγόν του και διά την θυγατέρα του, και ένα ζωνάρι διά τον εαυτόν του.
— Καλή χρονιά!
Του λέγει η Μιλάχρω ειρωνικώς, προσθέτουσα:
— Μαντζάρικο πάλι χάλασες;
— Π'στευ'ς, καϋμένη, τον κόσμο!
Απήντησεν ο Μπάρμπα-δήμαρχος.
— Θε ς' τάβρουμε, κακόμοιρε, και θε ς' τα πάρουμε ούλα!
Ηπείλησε τέλος η Μιλάχρω εν αστειότητι.
* *
*
Εφέτος του αγίου Βασιλείου — είχε κακιώσει από τα Χριστούγεννα ο «σημαδιακός» — απεφάσισεν η Μιλάχρω να τον ξεκακιώση πάλιν.
Τα Χριστούγεννα την νύκτα, αν και κακιωμένος ο Στεφανάκης, επήρε τα βιολιά τα μεσάνυκτα και απέρασεν από τον φούρνον, τραγουδών ερωτικώτατα και περιπαθέστατα διστιχα, γεμάτα μελαγχολίαν και αγάπην.
— Σ' αγαπάει, καϋμένη!
Εψέλλισεν η μήτηρ, αποτεινομένη προς την κόρην της, ήτις ακούσασα μέσα εις τον ύπνον της την γνωστήν φωνήν του και αναμνησθείσα τας ημέρας τας καλάς του έρωτος και της ευτυχίας, επετάχθη από το στρώμα και έτρεξεν εις το τρυπημένον παράθυρον, ακροωμένη το παθητικόν άσμα και την ωραίαν φωνήν του, την μελωδικήν και απατηλήν, με την οποίαν την πρώτην φοράν την είχε γελάσει την ωραίαν κόρην ο μονόχειρ πλην μάγος μνηστήρ εκείνος.
Όταν εξημέρωσε, τρέχει αμέσως η Μιλάχρω κ' ευρίσκει την Θεια- Σταματίτσα.
— Ήθελα πλειο, συμπεθέρα, να σας φέρω τ' Αϊβασιλιού, τον μπακλαβά.
— Να τον φέρ'ς, συμπεθέρα, να τον φέρ'ς! Ακούς λέει! Ο Στεφανάκης ξεκάκιωσεν.
Ήτο συνηθισμένη η Θεια-Σταματίτσα να τρώγη τα καλά της νύμφης γλυκύσματα, τρία χρόνια τώρα. Και χωρίς να γνωρίζη την γνώμην του ανεψιού της, εφάνη πρόθυμος να δεχθή τα δώρα, ως άλλοτε.
Πλην ο Στεφανάκης είχεν αποφασίσει να μη δεχθή πλέον δώρα και γλυκύσματα. Ήτο πονηρός ο μονόχειρ. Επληροφορήθη, ότι ο νέος δήμαρχος, δραστήριος και ικανός άνθρωπος, ανάδοχος του Χρυσού, θεωρών εντροπήν ιδικήν του να συμβαίνωσι τοιαύται εντροπαί εις το χωρίον του, να εισέρχωνται δηλαδή οι γαμβροί εις τας οικίας των αρραβωνιαστικών και ύστερον να κακιώνουν αναβάλλοντες επ' αόριστον τον γάμον, είχεν αποφασίσει, όταν τον ξεκακιώσουν τον Στεφανάκην και επανέλθη πάλιν εις την οικίαν της μνηστής του με την κασσελίτσαν και με την τσεργίτσαν του, να σπεύση την νύκτα ο κύριος δήμαρχος κρυφά με τον παπά και να τον στεφανώση τον Στεφανάκην ένα βράδυ όσο να πης κρεμμύδι.
— Έτσι θέλουν αυτοί! έλεγεν ο κ. δήμαρχος προς την Μιλάχρω εκείνας τας ημέρας.
Όσον δι' άδειαν επισκοπικήν, ολίγον εφρόντιζεν. Ηδύνατο αυτός να στεφανώση και ξεστεφανώση πολλούς τέτοιους σε μια βραδυά, φθάνει μόνον να προέκυπτεν αγαθόν εις το χωρίον.
Η Θεια-Σταματίτσα όμως δεν τα εγνώριζεν αυτά και την παραμονήν της Πρωτοχρονιάς από πρωίας εκαθάριζε και ασβέστωνε το σπίτι του γαμβρού, του ανεψιού της, και ητοιμάζετο να στρώση τα καλά κυλίμια, ίνα υποδεχθή τους συμπεθέρους με τον μπακλαβάν, χωρίς να γνωρίζη τίποτε ο ανεψιός της, όστις την ημέραν εκείνην δεν παρεμέρισεν από το καφενείον, έχων πολλήν εργασίαν.
Ταυτοχρόνως δε η Μιλάχρω, ως είδομεν, υπολογίσασα ότι η θυγάτηρ αυτής είχεν ετοιμάσει πλέον τον μπακλαβάν και την βασιλόπητταν, από πρωίας μόνη της παλαίουσα, η φιλόπονος κόρη, εκόλλησε τελευταίον τον φούρνον διά λογαριασμόν της, αποδιώξασα τας αναμενούσας με τα ταψία γυναίκας κ' εφώνησεν:
— Άιντε Χρυσώ!
Και η ωραία κόρη κατήλθε τότε μετά προσοχής την σαθράν κλίμακα, κομίζουσα επί κεφαλής το μέγα σινίον του μπακλαβά, κατακκόκινη από τον κόπον. Και τι κόπον!
Ήνοιξεν είκοσιν αραχνοϋφή φύλλα ζύμης, δέκα από κάτω και δέκα από 'πάνω μεταξύ των οποίων έθηκε, δεξιώς επιστρώσασα, το εκ καρύων και μέλιτος και αρωμάτων κράμα. Εχάραξεν είτα τας ρομβοειδείς ψάρας, εκέντησε μικρά τριγωνίδια γύρω-γύρω εις τον μέγαν κύκλον του σινίου, αποκόψασα διά μαχαιριδίου τα κρεμάμενα έξω αυτού φύλλα, και έφερεν εις την μητέρα της, ήτις τον εφούρνισεν ευχηθείσα:
— Καλορρίζικος!
Ακολούθως αναβάσα πάλιν έφερε την βασιλόπητταν, μίαν μεγάλην και εύμορφα και αυτήν κεντημένην διά χαραγμένων ρόμβων και τριγωνιδίων, και παρέμεινεν επί μικρόν η κόρη προ του φούρνου με ελαφρά ροδισμένας τας παρειάς, συμπαθώς αδύνατος η επί τρία έτη τώρα βασανιζομένη γλυκεία παρθένος, ως με μίαν μυστηριώδη σκέπην προ του τρυφερού λευκού προσώπου της, υπό την οποίαν δειλώς εφαίνοντο μαραμμένα μικρόν τα παρθενικά της κάλλη. Ουδόλως δ' υπελόγιζε τον κόπον της ημέρας εκείνης, εξ ου επόνεσαν τα αβρά δάκτυλά της, απέναντι της δειλής χαράς, ήτις σιγά-σιγά εβόμβει εις τα ώτα της ως μακρυνόν άσμα αναγγέλλον την παύσιν των δεινών της. Η μανδήλα της, καινουργής της Πόλεως, εκάλυπτεν όλην την πλουσίαν μακράν κόμην της, και οι οφθαλμοί της οι μεγάλοι και μαύροι εμπρός εκεί εις τον πυρίκαυστον φούρνον υγροί εφαίνοντο, ως να παρεκάλουν τον θεόν να γείνη ίλεως πλέον και να παύσουν τα δεινά της και ν' ανοίξουν πάλιν τα μαρανθέντα της καρδίας της φύλλα, άτινα εψήθησαν ως εις τον φούρνον τόσον σκληρώς.
* *
*
Την νύκτα, όταν πλέον τα μαγαζεία είχον κλείσει και οι άνθρωποι είχον αποσυρθή εις τας οικίας των, φως ανέβαινε την άγαυσαν προς την επάνω συνοικίαν της Παναγίας οδόν, φως φαναρίου φέγγον εις ικανήν απόστασιν και προχωρούν κινούμενον προς τους απέναντι τοίχους κατά σειράν. Ο Μπάρμπα-δήμαρχος βαστάζων την βασιλόπητταν επί κεφαλής, κεκοσμημένην διά πορτοκαλλίων βαρακωμένων και εις τας χείρας κρατών φανάριον απλούν προηγείτο σπεύδων, ηκολούθει δε η σύζυγός του η Μιλάχρω, υψηλή και μαύρη, βαστάζουσα ευλαβώς επί της κεφαλής της με τας δύο χείρας της το σινίον το παμμέγιστον, ως κύκλον μυλόπετρας, το περιέχον τον βαρύτατον και παχύτατον μπακλαβάν με τα είκοσι φύλλα, δέκα από πάνω και δέκα από κάτω, διαχέοντα παχείαν ευωδίαν εις την οδόν. Η εργατική γυνή ήτο ενδεδυμένη καθαράν μανδήλαν πολίτικην καινουργή και εκ πρασίνου εριούχου γουνάκι και φουστάνι μερινόν χρώματος καφέ, και επάτει μετά προσοχής επί των ολισθηρών πετρών του λιθοστρώτου. Αλλά και ο Μπάρμπα- δήμαρχος έφερε και αυτός καθαράν ενδυμασίαν. Το βρακίον του ήτο κυανούν βαθύ με πυκνάς πτυχάς· το φέσιόν του κατακόκκινον ως παπαρούνα, η τσάκα του στιλπνή εκ μαύρου εριούχου και ετριζοκοπούσαν τα υποδήματά του εν τη σιγή της ερήμου οδού, συνεχώς και αδιακόπως κροτούντα, ενώ οι κτύποι της καρδίας της Μιλάχρως μόνον υπ' αυτής ηκούοντο. Και όμως ενόμιζεν η πτωχή ότι τους ήκουεν όλος ο κόσμος, διότι όλος ο κόσμος ήξευρε τα παθήματά της.
Ασθμαίνουσα από το βάρος του μεγάλου σινίου, πνευστιώσα από την ανωφέρειαν της οδού, πονούσα από τον πολύν κόπον της ημέρας εκείνης, καθ' ην δεν ησύχασεν η κακομοίρα από τα μαύρα μεσάνυκτα, εγόγγυζεν, ως ν' ανεστέναζε· και αν ήτο κανείς πλησίον της ν' ακούση, θα την ήκουε να λέγη ικετευτικώς.
— Παναγία μου, να είναι το τελευταίον!
Ο Μπάρμπα-δήμαρχος δεν ήτο τόσον πλησίον. Έτρεχεν ελαφρότερα. Αλλά και αν ήτο, δεν θα ήκουε τίποτε. Ούτος έν μόνον εσυλλογίζετο, αν η συμπεθέρα θα του βγάλη καμμιά ψάρα να φάγη.
Καθ' όλην την οδόν εβασίλευε σκοτία. Μόνον εις δύο τρεις οικίας ηκούοντο εισέτι τα τελευταία απηχήματα του τραγουδιού του αγίου Βασιλείου· και όταν ηκούσθη ο στίχος ο τρυφερός του εγκωμίου της κόρης: «Κυρά μ' τη θυγατέρα σου, κυρά μ' την ακριβή σου», η Μιλάχρω εσταμάτησεν ολίγον και διά ν' αναπνεύση και διά ν' ακούση τους στίχους, τους οποίους εφέτος εν τη ανησυχία της δεν είχεν ακούσει. Και εδάκρυσεν.
Αλλά ολίγον ανωτέρω με όλην την νύκτα και το ψύχος ηνοίχθησαν παράθυρά τινα, και αναβλέψασα είδεν εις την σκιάν η Μιλάχρω κεφαλάς τινας γυναικείας μανδηλωμένας καλώς, κεφαλάς μητέρων και θυγατέρων, αίτινες έκυπτον από τα παράθυρα να ίδωσι την Μιλάχρω, κομίζουσαν εις τον γαμβρόν της τον μπακλαβάν.
Η Μιλάχρω επίτηδες εβράδυνε — μεσάνυκτα σχεδόν — διά να μη την ίδουν. Εντρέπετο πλέον. Και όμως πάντοτε η περιέργεια θ' αγρυπνή και θα παραφυλάττη.
— Τον ξεκάκιωσε πάλι η Μιλάχρω!
Ηκούσθη μία φωνή.
— Ο Θεός να σε φυλάη, παιδί μ', εψιθύρισεν άλλη, μήτηρ αύτη, να μη πέσης σε τέτοια χέρια!
— Την έψησε την κακομοίρα χειρότερα από τον φούρνον της, ηκούσθη άλλη παρατήρησις.
Και η Μιλάχρω έσπευδε.
— Γιατί δεν τα θέλουν, παιδί μου, τα κορίτσια! είπεν άλλη μετά πικρίας.
Ούτως ο μέγας και ευώδης μπακλαβάς του Χρυσού, δι' ον συνήνωσαν την τέχνην των αι αβρότεραι χείρες και τα λεπτότερα αρώματα, αφού εκοπίασε δι' αυτόν η ευώδης εκείνη κόρη, αντί να προκαλή την χαράν την μελιτώδη κ' ευφραίνουσαν, και να κομίζεται με βιολιά και με άσματα, προεπέμπετο δι' επιφωνημάτων κ' εκφράσεων πένθους, ως να ήσαν τα κόλλυβα του Χρυσού και όχι τα φαιδρά του υμεναίου της προμηνύματα.
Τέλος διά τινων στενωπών ακόμη έφθασαν εις την οικίαν του γαμβρού της.
— Γιωργό; λέγει αίφνης η Μιλάχρω τρέμουσα. Γλέπ'ς φέξο;
— Δε γλέπω! απήντησεν ο Μπάρμπα Δήμαρχος. Σκότος βαθύ τωόντι εβασίλευεν εις όλα τα παράθυρα της οικίας του Στεφανάκη.
— Κοιμούνται τάχα!
Εψιθύρισε μετά δειλίας η Μιλάχρω. Ανέβησαν την κλίμακα.
Φως ουδέν.
Μόνον ηκροάσθησαν, πριν κρούσωσι την θύραν. και ήκουσαν φωνήν ωργισμένου ανθρώπου:
— Εσύ θα μου κάμης κουμάντο εδώ μέσα;
— Καλά, παιδί μου, καλά!
Απήντα φωνή άλλη πραεία.
Και πάλιν εξηκολούθει η ωργισμένη φωνή:
— Να καλαμώσης!
Και μετά μικρόν:
— Σου είπα καθαρά, δεν θέλω πλέον καμμιά σχέσι με την φουρνάρισσα. Ούτε τον μπακλαβά της, ούτε την πήττα της. Θα τα πετάξω 'ς τον βράχο.
— Καλά παιδί μ', καλά!
Διέκοψε πάλιν η πραεία φωνή.
— Καλά που τώμαθα κ' ήρθα. Αλλέως δεν ξέρω τι θα γίνουνταν!
Επανέλαβε πάλιν η ωργισμένη φωνή του Στεφανάκη, ελέγχοντος την Θεια- Σταματίτσα.
Η φλοξ του φούρνου δεν κατακαίει τόσον σκληρώς τους χλωρούς πρίνους, όσον τώρα οι λόγοι αυτοί οι άγριοι του ασπλάγχνου Στεφανάκη ακουσθέντες κατέκαυσαν την καρδίαν της Μιλάχρως.
Εθεώρησαν περιττόν και να κρούσωσι καν την θύραν του ωργισμένου.
Πλην πώς να γυρίσουν οπίσω;
* *
*
Μετ' ολίγον φως βιαστικόν επροχώρει ταχέως χαρασσόμενον επί των σκοτεινών οικιών της μεγάλης λιθοστρώτου οδού, της συνενούσης τας δύο μεγάλας της πόλεως συνοικίας. Εφώτιζεν ως αστραπή τους τοίχους κ' έφευγε προς τα κάτω, αφίνον όπισθεν του την νύκτα μελανήν και απρόσιτον.
Από τινος οικίας ηκούσθη πάλιν πολύ αργά — ως εξεπίτηδες — ο στίχος του τραγουδιού του Αγίου Βασιλείου: «Κυρά μ' την θυγατέρα σου, κυρά μ' την ακριβή σου!...» ενώ εκ των παραθύρων, ανοιγομένων εν βία, εφώναξαν γυναίκες τίνες δυνατώτερα:
— Αρί! Τον έδιωξε τον μπακλαβά, ο λοχεμένος!
* *
*
Όρθρος βαθύς. Μετ' ολίγον θα κρουσθώσι χαρμοσύνως οι γλυκείς του ναού κώδωνες, κηρύσσοντες τον Νέον Χρόνον. Όλος ο κόσμος κοιμάται τον γλυκύν της ευτυχίας ύπνον με τα δώρα του και με την χαράν του, ενώ ως εξαπτέρυγα καλλίμορφα Σεραφείμ, τα όνειρα του μέλλοντος ελαφρώς πτερυγίζουσι, βαυκαλίζοντα τον ύπνον τον γλυκύν της κοιμωμένης ευδαιμονίας, ήτις όσον πρόσκαιρος και αν είνε, όσον φθαρτή και αν πιστεύεται, όμως είνε τόσον ποθητή και αξιέραστος, ως να είνε παιδίον όλος ο κόσμος και δεν γνωρίζει, ότι το εκλεκτόν δώρον του, όπερ μετά τόσου κόπου εδιάλεξεν, είνε ξύλινον ιππάριον, ή εκ ψευδούς ελαστικού ψευδοκόρη, ήτις μετά τινας θωπείας θα θραυσθή και θα διαλυθή εις τα εξ ων συνετέθη . . .
Και μόνον εις τον σεσαθρωμένον της Μιλάχρως οίκον αγρυπνεί η δυστυχία και η κακομοιριά, ως να μη δύναται ούτε μίαν ημέραν ολόκληρον να καταυλισθή κ' εδώ η ευτυχία, και διαρρέει, νομίζεις, ως ύδωρ από τας οπάς και τας χασμάδας των τοίχων και των θυρίδων του χαλάσματος εκείνου.
— Ο σερσέμης! υβρίζει η Μιλάχρω.
Κ' ενίοτε αποτεινομένη μετά παραπόνου λέγει προς τον Μπάρμπα- Δήμαρχον.
— Καϋμένε! αν είνε αλήθεια πως έχ 'ς φλουριά και δεν τα μαρτυράς!
— Έχω κλάρες! απαντά ο Μπάρμπα-Δήμαρχος και διακόπτων τας δύο λέξεις από εντροπήν τάχα.
Το Χρυσώ, η ατυχής κόρη, ενδυθείσα πάλιν τα σκιερά του πένθους ενδύματά της, κατήλθεν εις το κατώγειον κάτω και πεσούσα εις το κλινίδιον του πατρός της εθρήνει και ωλόλυζεν απαρηγόρητος:
— Τι θα γένω! Τι θα γένω!
Ο Μπάρμπα-δήμαρχος, απαθέστατος, πάντοτε ψυχρώς θεωρών τα του κόσμου, ως εθεώρει του βουνού της κλάρες, αίτινες δεν χρησιμεύουσιν ειμή διά καύσιμον, δεικνύει μόνον ανησυχίαν διά την έρημον κάτω κλίνην του, συνεχώς καταβαίνων και παρακαλών την κόρην του να σηκωθή και ν' αναβή επάνω.
— Κοιμήσου συ επάνω, πατέρα, εγώ ευχαριστούμαι εδωδά! Απήντα η ταλαίπωρος.
Ο δε γέρων δεν ησύχαζεν, αλλ' εξηκολούθει να της λέγη, άλλοτε μεν ότι θα κρυώση κάτω εις την υγρασίαν, άλλοτε δε ότι αυτός συνήθισεν εκεί με τους ποντικούς θέλει να τους έχη συντροφιά, καθώς τους έχει και εις το Κοτρόνι.
Και ενίοτε ήρχετο εις τα ψυχρά χείλη του και καμμία παρηγοριά, ανάμικτος όμως με την επιθυμίαν του:
— Σώπα, κόρη μου, σώπα και ανέβα επάνω!
Τέλος αναβαίνει ο γέρων επάνω κρεμάσας κάτω το λυχνάριον από τινος των εν τη γωνία μεγάλων παλαιών δοκών.
Άνεμος ψυχρός του Ιανουαρίου είχεν εγερθή προ τινων στιγμών και σείεται η σαθρά οικία ως δένδρον και κτυπώσιν εις τους ηρειπωμένους τοίχους τα παμπαλαιά παράθυρα και αφίνουσι πένθιμον ήχον.
Και εκεί που εθρήνει και ωδύρετο η καλή κόρη απεκοιμήθη ποιήσασα τον σταυρόν της πρώτον και ψελλίσασα μυστικούς τινας λόγους, εξ ων ηκούσθη μόνον ελαφρώς:
— Άι-Βασίλη μ'!
Και απεκοιμήθη κλαίουσα ακόμη και εις τον ύπνον της.
Δεν παρήλθον πολλαί στιγμαί και ο Μπάρμπα-δήμαρχος παραδόξως ανήσυχος, ου ηκούοντο ολονέν τα βήματα εις το παλαιόν πάτωμα πέρα-δω, πλησιάζει εις την κλαβανήν σιγά-σιγά πάλιν και κράζει·
— Να μη καής, Χρυσώ!
Το Χρυσώ ανεπήδησεν αμέσως, ως όταν μας διακόπτουν όνειρον και με βουρκωμένους τους οφθαλμούς ως να εφόρει γυαλιά από δάκρυα, έσπευσε να αποκρεμάση το λυχνάριον, το οποίον ο Μπάρμπα-δήμαρχος είχεν αναρτήσει από τινος δοκού, ως είπομεν, φοβηθείσα η κόρη μη τυχόν και πέση εντός των ξηρών ξύλων και καώσιν αίφνης.
Αλλ' ενώ προσεπάθει να το αποκρεμάση, μετεκίνησε τυχαίως την δοκόν την επί του τοίχου στηριζομένην και κατέπεσε πρώτον λίθος τις από του παλαιοτοίχου και είτα παλαιόν δοχείον μικρόν εκ λευκοσιδήρου, όπερ εν τη πτώσει του ήνοιξεν εσκωριασμένον ως ήτο, και εξεχύθησαν επί του κλινιδίου χρυσά φλωρία στιλπνά και λάμποντα ζωηρώς υπό το αμυδρόν του λυχναρίου φως.
— Μάννα λέω!
Εκραύγασε το Χρυσώ ως να προσέβαλε τας αισθήσεις της όλας ερπετού θέα, και απέμεινε βωβή και ακίνητος η καταπλαγείσα κόρη ως απολιθωθείσα.
Προς την φωνήν πρώτος έσπευσεν ο Μπάρμα-δήμαρχος, όστις εξηκολούθει επάνω ανήσυχος να βηματίζη.
Πλην ηκολούθησε συγχρόνως και η Μιλάχρω, ήτις προσπαθούσα να παρηγορήση τον άνδρα της, του οποίου ήρχισε να σέβηται την φιλοστοργίαν, αγρυπνούσαν όλην την νύκτα, δεν είχε κοιμηθή αν και καταπεπονημένη υπό της εργασίας και υπό του πένθους.
— Τι είνε, Χρυσώ;
Ερωτά ο Μπάρμπα-δήμαρχος.
— Τι έπαθες;
Κράζει ζωηρότερον η Μιλάχρω.
— Φλουριά, μάννα!
Κραυγάζει τότε συνελθούσα η παρθένος.
— 'Νειρεύεσαι!
Παρατηρεί ο Μπάρμπα-δήμαρχος ωχρός και τρέμων ως να τον έπιασε πυρετός αιφνιδίως.
— 'Νειρεμένο είσαι!
Επαναλαμβάνει και η Μιλάχρω θλιβερώς.
Αλλά το Χρυσώ δεν ωνειρεύετο. Όταν ψελλίσασα σεμνώς και ευλαβώς το «Άι-Βασίλη μου!» απεκοιμήθη, τότε όντως ωνειρεύθη ιδούσα λαμπροφορεμένον, ως έλεγε κατόπιν, τον Άγιον Βασίλειον, με την ασκητικήν μορφήν του την ωχράν και τον βαθύν μαύρον του πώγωνα κόπτοντα από το χρυσούν του φελλόνιον τεμάχια χρυσά και μοιράζοντα εις τους πτωχούς, από τα οποία έδωσε και εις αυτήν έν με αδάμαντας στολισμένον· αλλά τώρα δεν ωνειρεύετο το Χρυσώ. Εκράτει και εκρότει διά των χειρών της τα χρυσά φλωρία, ων η χρυσή λάμψις από το φως του λυχναρίου απαστράψασα αντανακλάτο επί του ωχρού προσώπου της ως διά χρυσών ακτίνων και χρυσής αίγλης, περιβάλλουσα όλην εκείνην την σεμνήν της παρθένου μορφήν, ήτις έφεγγεν εν μέσω του σκοτεινού κατωγείου ως μορφή μάρτυρος στεφανηφορούσα.
* *
*
Την επαύριον εξημέρωσε και το Χρυσώ πρωί-πρωί με τους κώδωνας της λειτουργίας υπό μυστικής ωθουμένη δυνάμεως, η συμπαθής κόρη, προσευχηθείσα κατά πρώτον, ενεδύθη τα καλλίτερά της φορέματα χαίρουσα πλέον η πολυπαθής αρραβωνιστική.
Η Μιλάχρω ωσαύτως ήτο στολισμένη ως διά γάμους. Και μόνος ο Μπάρμπα- δήμαρχος εφόρεσε τα πλέον παλαιά φορέματα, εκείνα τα ξεσχισμένα και εμβαλωμένα, τα οποία εφόρει εις το βουνόν, όταν εύρε τον τενεκέ με τα φλωρία, βλασφημών μέσα του και γαμβρούς και νύμφας, οπού έρχονται εις τον κόσμον διά να αφαιρούν τους τενεκέδες με τα φλωρία, τους οποίους οι Μπαρμπα-δήμαρχοι συνηθίζουν ν' αποκρύπτωσι. Και κατεπείσθη τέλος πάντων να διηγηθή το ιστορικόν της ανακαλύψεως του μικρού θησαυρού του επάνω εις το Κοτρόνι, απαράλλακτα ως διέδωκεν αυτό η φήμη, ήτις χωρίς αιτίαν ουδέποτε διαδίδεται, και εβεβαίωσε τα περί της μετά ταύτα τόσον μυστικής αποκρύψεως εν τη οπή του ηρειπωμένου τοίχου, καλώς περιφραχθείση διά λίθου και είτα διά των παλαιών εκείνων δοκών. Και αφού εδικαιολόγησε τον αφιλόστοργον τρόπον του τόσον καιρόν τώρα, φρονών τάχα εν τη απλότητί του, ότι επί τέλους θα εστεφανόνετο ο Στεφανάκης και άνευ των φλωρίων, μάλιστα ίνα γείνη συμπαθέστερος, προσέθηκεν ότι είχε πρό τινος καιρού αποφασίσει ν' αποκαλύψη τα φλωριά του, πλην εμποδίσθη υπό της ιδέας, ότι ο νέος δήμαρχος θα κατώρθου διά της διακρινούσης αυτόν ευφυίας και δεξιότητος να στεφανώση μία βραδυά την αναδεξιμιάν του και χωρίς φλωρία. Αφού λοιπόν εξηκριβώθησαν όλα ταύτα, περίεργα όλα και παράδοξα, εμετρήθησαν τα φλωρία τα χρυσά κ' ευρέθησαν όλα- όλα 98. Τα δύο είχε χαλάσει κατά το διάστημα τούτο ο Μπάρμπα-δήμαρχος, προδοθείς ούτω μόνος του χωρίς να το καταλάβη.
Το ποσόν όλον των φλωρίων ανήρχετο εις 980 φράγκα, άτινα μέχρι λεπτού εμετρήθησαν εις τον «καλόμοιρον» υπό του ιδίου δημάρχου του χωρίου, όστις έλεγε κατόπιν, ότι πολύ δύσκολον είνε να εξαπατήσης αλλέως γαμβρούς οπού ζητούν μετρητά, παρά μόνον με το μέτρημα. Η Μιλάχρω είχεν αφορμάς να μη συμπαθή πλέον τον «σερσέμην», ο οποίος τρία χρόνια την επαιζογελούσεν, αλλά ποιος γυρίζει πλεια να κυττάξη κορίτσι τρία χρόνια «αρραβωνιασμένο»; είπεν εις τον ανάδοχον του Χρυσού, τον κ. δήμαρχον. Έπειτα είχε καταλάβει η Μιλάχρω ότι ο Στεφανάκης το αγαπούσε το Χρυσώ και θα επερνούσαν πολύ καλά αυτόν τον ψεύτικον κόσμον. Ο δε Στεφανάκης πάλιν διά να λησμονηθή η τόση απονιά του προσεπάθει να πείση την κυρά-Μιλάχρω λέγων ότι το είχε σε 'ντροπή του να μη πάρη και αυτός λίγο μέτρημα, αφού όλοι παίρνουν· έπειτα μήπως, κυρά Μητέρα, της έλεγε, μαζύ δεν θα τα φάμε τα φλωριά;
Μετ' ολίγας λοιπόν ημέρας, μετά τα Φώτα, αφού ηγιάσθησαν και τα νερά, εγένετο ο γάμος του Χρυσού και του Στεφανάκη. Πλην ο Μπάρμπα-δήμαρχος κατ' ουδένα τρόπον συγκατετέθη να φορέση τα καλά του φορέματα πλέον αλλά μόλις ετελείωσε το μυστήριον του γάμου, και ο παράδοξος γέρων ανεχώρησεν εις το βουνόν με το ονάριόν του και την κλαδευτήρα του, και ήρχισε να κόπτη κλάρες εις το μέρος εκείνο του Κοτρονίου το ευλογημένον, όπου άλλοτε είχεν εύρει τον τενεκέν με τα φλωρία, ελπίζων ότι, χωρίς άλλο, θα εύρισκεν άλλον ένα τενεκέν, να έχη πλέον διά τα γηρατειά του, αυτός και η γρηά του. Η δε ελπίς του αυτή εσκέπτετο, δεν ήτο απίθανον να πραγματοποιηθή, διότι την νήσον αυτήν προ της επαναστάσεως είχον καταφύγιόν των και ορμητήριον οι αρματωλοί του Ολύμπου οσάκις κατεδιώκοντο. Έκτοτε ούτε ναργιλέν τον είδαν να πίη πλέον εις το καφενείον, ούτε να τρατάρη.
Τώρα είνε έρημον το χωριό μου, το Κάστρο μου. Εις τον βράχον του επάνω, τον υψηλόν,
όπου υπήρχον τα σπιτάκια του χωριού μου, του Κάστρου μου, τα εύμορφα μικρά σπιτάκια,
μόνον χαλάσματα έμειναν, και από της τόσαις εκκλησίτσαις του, μία μόνον απέμεινεν, ο
Χριστός μόνον, ο κάτασπρος Χριστός, οπού μακρόθεν ξεχωρίζει ασπροβολών, πρωί- πρωί,
εις του ηλίου το ακτινοβόλημα. Και όταν τα γλυκοχαράγματα εμφανισθή εις την πλαγιάν
επάνω του βουνού ο ποιμήν, να προγγίση τα γίδια του, εις το Πρυή επάνω, τον Χριστόν θ'
αντικρύση, κάτασπρον, την πρώτην εκκλησίαν, την Μητρόπολιν, καταμεσής 'ς το έρημο
χωριό μου, εις το Κάστρο μου. Και κάμνων τον σταυρόν του θα ειπή:
— Χριστέ, βοήθει!
Και όταν πάλιν ο ναύτης ξαγναντίση με το καϊκάκι του από τον κάβον της Γλώσσας, ή από την Ζαγοράν, πρώτα-πρώτα τον Χριστόν θα ίδη, κάτασπρον, θα κάμη τον σταυρόν του και θα πη κι' αυτός:
— Χριστέ, βοήθει!
Κι' αν είνε και νησιώτης, θα ισάρη επάνω, ς' το πρυμνιό κατάρτι, την σημαία του, θα χαιρετίση την πατρίδα και θα πη κι' αυτός:
— Βοήθα με, Χριστέ μου!
Πόσαις φοραίς, ω έρημο χωριό μου, αχ! ω Κάστρο μου, επέρασα το σάπιο ξύλινο γεφυράκι σου, με τρέμοντα τα μέλη, με καρδίαν πάλλουσαν, με την μαννού μου την γρηά, για ν' ανάψωμε τα κανδηλάκια τ' ασημένια του Χριστού, ή και για να λειτουργήσουμε, και ύστερα να συνάξουμε κάππαρι και κρίταμα. Μ' εσταύρωνε τρεις φοραίς 'ς το στήθος η μαννού μου η γρηά, η Παπαλεξανδρίνα.
— Χριστέ βοήθει, Χριστέ βοήθει, Χριστέ βοήθει!
Κ' επερνούσα έτσι αβλαβής το ξύλινο γεφυράκι, που έτρεμε, που εσείετο, να πέση κάτω, εις το πετρώδες όρυγμα, δι' ου απεχωρίζετο από της άλλης νήσου το έρημο χωριό μου, το Κάστρο μου, μικρά βραχώδης, αιπεινή χερσόννησος, φρούριον παμπάλαιον, από τον καιρόν των Βενετσιάνων, ερημωθέν μετέπειτα, διά γεφύρας ξυλίνης, άνω βαθυτάτου χάσματος, συνδεόμενον προς την όλην νήσον. Η γέφυρα αύτη εις τους χρόνους των κλεφτών ανεσύρετο την νύκτα προς ασφάλειαν, να μη το πατήσουν οι κλέφτες το αγαπημένον Κάστρο μου.
Πόσαις φοραίς μετά την λειτουργίαν ανίχνευα τας αγριοσυκάς, και πόσαις φοραίς πάλιν εσύναζα κάππαριν εις τους βράχους του, ή ανερευνούσα τας φωλεάς των αγριοπεριστερών, με κίνδυνον να πέσω κάτω, εις την άβυσσον των κυμάτων, τα οποία πάντοτε, αφρισμένα, δέρνουν, ως μαινόμενα, τα γκριφιασμένα μαύρα του θεμέλια και ψοφούν βοΰζοντα από της Χαλκιδικής τον αντίλαλον. Και όταν πλέον ήθελα να επιστρέψω εις την κωμόπολιν, με τάλλα τα παιδιά, κατεβαίναμεν ολίγον παρακάτω από τον Χριστόν, εκεί όπου ο βράχος κατέρχεται αποτόμως προς την θάλασσαν, και όπου σχηματίζεται χάσμα επικίνδυνον, πληρούμενον αιωνίως θαλασσοβοής και αφρού των κυμάτων, τα οποία μέσα εκεί ροχθούν και αλαλάζουν, ότε το χάσμα φοβερόν αντιλαλεί, μακράν, ως ν' αποθνήσκη εκεί κάτω ζωντανή ψυχή, και κράζει και ζητεί βοήθειαν. Με τάλλα τα παιδιά, διαβαίνοντες τ' απάτητα χαλάσματα των οικίσκων γεμάτα όφεις και σκορπίους, εφθάναμεν επάνω εις το όρυγμα, ν' ακούσωμεν τον πένθιμον αντίλαλον, με φρίκην. Ν' ακροασθώμεν τρέμοντες τον ύστατον της Ατανούς της χήρας βογγητόν, της χήρας όπου είχε τα πολλά παιδιά, διάλογον συνάπτοντες εν τρόμω προς τον γοερόν αντίλαλον:
— Αλτανοουουουουού! . . .
— Ουουουουουουου! . . .
— Έχεις παιδιιιιί! . . .
— Εεεεεέχωωωω! . . .
— Πώς το λέεεεεένεεεε; . . .
— Μανωωωωώληηηηη . . .
— Τ' Άι-Μανώλη να μη βγήηηηη!
* *
*
Την πρωίαν της παραμονής μόνον η σκαμπαβία του Μανώλη της Αλτανούς η ασπρογάλανη «Γαλανομμάτα» ήτο δεμένη μέσα εις το Διαπόρτι, μέρος μικρότατον θαλάσσης μεταξύ δύο σκοπέλων μεγάλων και υψηλών, κάτω ακριβώς του Κάστρου, προς το πέλαγος, οίτινες απέφραττον τον βορράν οπωσδήποτε. Δύο σκοπέλων τεφρών, οι οποίοι ως βάρκες εφαίνοντο, βλεπόμενοι από την πανύψηλον του Κάστρου άκραν. Εν μέσω αυτών εσχηματίζετο το γαλήνιον Διαπόρτι, όπερ ο Μανώλης μετεχειρίζετο ως όρμον του. Δύο- τρεις άλλαι, μικρότεραι σκαμπαβίαι, ήσαν συρμέναι έξω, υψηλά εις τους θάμνους της ακτής, διά την τρικυμίαν, εκεί όπου εκχύνεται του Αγά το Ρέμα, ένας χείμαρρος γεμάτος πρασινάδα εις τας όχθας του και καβούρια εις το ρεύμα του. Χιόνος παχύτατον στρώμα εκάλυπτεν όλην την νήσον από μιας ημέρας. Το χωρίον επάνω εις τον βράχον του ανεπαύετο ως κλωσσούν αγριοπερίστερον. Κανείς δεν εφαίνετο έξω άνθρωπος. Αλλ' ο Μανώλης της Αλτανούς με την γαλάζιαν χονδρήν γούναν του και τον γαλάζιον κούκον του ευρίσκετο εντός της σκαμπαβίας του, ετοιμάζων αυτήν προς πλουν. Την εξεχιόνισε καλά, έστησε τον ιστόν, εδοκίμασε το ιστίον, τους τροπωτήρας, προσέδεσε τον φλόκον, έβγαλε τα νερά, κ' έβλεπε προς την ακτήν, κάποιον αναμένων. Έβλεπεν όμως υπόπτως και τον ουρανόν και τα κατέναντι βουνά.
— Τα κατέβασε πάλιν τα μούτρα της η Ζαγορά! εψιθύρισεν, ιδών κατάμαυρον το Πήλιον.
Και κατελήφθη αίφνης υπό συνεχών χασμημάτων, και ήρχισε να συλλογίζηται. Αληθώς, ο Μανώλης την τρικυμίαν πολλάκις την περιεφρόνησεν, αλλ' αυτήν την φοράν ησθάνετο κάποιαν αόριστον αδιαθεσίαν. Έχωσε τα χέρια του εις της τσέπες του και διελογίζετο ως μετανοημένος εργάτης.
Ο πνευματικός τού είπε να μη δουλέψη την ημέραν της Παραμονής, αφού μάλιστα η χιών διέκοψε πάσαν εργασίαν. Ήτο Παραμονή των Χριστουγέννων. Του είπε να σηκωθή την νύκτα, ν' ακούση τας «Ώρας», να εξομολογηθή και να ετοιμασθή να μεταλάβη την επαύριον, τα Χριστούγεννα. Αλλ' έλα που είχε δώση τον λόγον του εις τον πάτερ- Γαλακτίωνα, τον οικονόμον της Μονής, να μεταφέρη τροφάς εις το αποκεκλεισμένον υπό των χιόνων Μετόχιον; Την τρικυμίαν, το γνωρίζομεν, πολλάκις, την περιεφρόνησεν, αλλά τον καλόν ναύλον ουδέποτε.
Αν το φορτίον ήτο έτοιμον από την αυγήν, δεν θα εσυλλογίζετο διόλου ο Μανώλης τους λόγους του πνευματικού του, αλλ' η βραδύτης του οικονόμου της Μονής και η μαυρίλα του Θερμαϊκού και τα συννεφάκια του Πηλίου τον έκαμον να ενθυμηθή όλα τα ανωτέρω και να χασμάται και να προτιμά να μη δουλέψη την ημέραν εκείνην, αλλά να ανέλθη επάνω και να ακούση την λειτουργίαν του, ως καλός χριστιανός. Πλην τέλος εφάνη εις την άμμον έξω ο οικονόμος ο πάτερ-Γαλακτίων, σύρων μετά κόπου ονάριον φορτωμένον. Ο Μανώλης ιδών αυτόν, πάραυτα με τα κουπιά επλησίασε προς την ακτήν, εις μέρος, όπου εσχηματίζετο φυσική διά σκοπέλων αποβάθρα, και εδιπλάρωσε την σκαμπαβίαν του με φόβον και με προσοχήν, να προφθάση πριν ξεσπάση ο άνεμος.
— Του οποίου, βλουημένε, άργησα κομμάτι, εδικαιολογείτο ο πάτερ- Γαλακτίων. Παραμονή βλέπεις.
Και συντόμως παρέδιδε το φορτίον, δυο σάκκους αλέσματος και δυο δοχεία πλήρη οίνου και ελαίου και έτερον μικρόν, περιέχον θερμαντικόν τι ποτόν. Ήτο κάθιδρως από την κουραστικήν κατάβασιν και κατακόκκινος — σφυρίξας, πρωί-πρωί και δύο-τρία ρούμια — με χιονισμένα τα κόκκινα γένεια του, ως να εκυλίσθη καθ' οδόν εις το χιόνι. Από του Κάστρου μέχρι της ακτής δεν είνε πολύ το διάστημα. Μία κατωφέρεια ξηρά και βραχώδης είνε μόνον, ήτις δεν είχε πιάσει και πολύ χιόνι.
Ενώ εγίνετο όμως η φόρτωσις, η μαυρίλα του Θερμαϊκού ηυξάνετο, εκτεινομένη προς νότον πλέον κελαινή, και η κορυφή του Πηλίου εχάνετο ολίγον κατ' ολίγον εις τα νέφη, ενώ ριπαί κρυεραί του ανέμου συνετάραττον υπούλως την γαλήνην του πελάγους και την παγεράν σιγήν της χιονισμένης νήσου. Ένας πετεινός έξω από μίαν εκκλησίτσαν του βράχου είχε λαλήσει. Σημείον μεταβολής του καιρού. Ο πάτερ-Γαλακτίων προβλέπων εμπόδια και ακούων τα συνεχή του Μανώλη χασμήματα, εξηκολούθει να δικαιολογήται διά την βραδύτητά του, χασμώμενος όμως και αυτός.
— Του οποίου, τσινάει ο κυρ-Μέντιος. Πρώτη φορά, του οποίου, τον σαμαρώσαμε και τσινάει. Του οποίου, μ' έφυγε και πήγε μέσα εις τα χιόνια και μ' έρριξε κάτου, του οποίου, και μ' έκαμε τα μούτρα σαν δυο ώραις νύχτα . . . του οποίου . . .
— Έλα, του οποίου, και του οποίου, κάμε γλήγωρα, παρετήρησεν ο Μανώλης, και θα μας χαλάση ο καιρός.
Ο πάτερ-Γαλακτίων, αφού παρέδωσε το φορτίον, έκαμε κίνησιν ως να θέλη να επιβιβάση και τον όνον του. Συγχρόνως δε και ο Μανώλης και ο πάτερ-Γαλακτίων εχασμήθησαν.
— Του οποίου τι είνε βλουημένε;
Ηρώτησεν ο Μανώλης και ηθέλησε ν' απομακρύνη αποτόμως την σκαμπαβίαν.
Αλλ' ο πάτερ-Γαλακτίων βιαζόμενος ν' αποστείλη εις το Μετόχιον και το ονάριον, να τροφοδοτήση δε τους μοναχούς κινδυνεύοντας από της πείνης ένεκα του αποκλεισμού, ηύξησε τον ναύλον και έταξεν εις τον Μανώλην και έν αιγίδιον, όστις τότε ευρέθη εις την δυσάρεστον θέσιν να μη δύναται να περιφρονήση ένα τόσον καλόν ναύλον, συνοδευόμενον μάλιστα και με τόσον τρυφερόν και Χριστουγεννιάτικον δώρον.
— Εγώ να περιφρονήσω ποτέ μου ναύλον; έλεγε πάντοτε ο κυβερνήτης της «Γαλανομμάτας». Την τρικυμίαν μάλιστα, την περιφρονώ πάντοτε.
Μετ' ολίγον λοιπόν η γερή σκαμπαβία έκαμε το πανάκι της και απήρε, κατευθυνομένη προς δυσμάς. Ο Μανώλης χασμηθείς το τελευταίον ισχυρόν χάσμημά του, έπιασε το τιμόνι και διέταξε τον πάτερ-Γαλακτίωνα να μένη εις την πρώραν, προσέχων τον φλόκον. Το ονάριον ίστατο ακίνητον εν μέσω της κοιλίας του σκάφους, ως νύμφη κ' εκαμάρονε τα κύματα που εχαιρέτιζον όλα εν παρατάξει την ωραίαν του Μανώλη σκαμπαβίαν. Νησιώται τινές από τα ύψη του Κάστρου, ιδίως από την ταράτσαν της Πόρτας εθεώρουν περιέργως την αποπλέουσαν «Γαλανομμάταν», η οποία χορεύουσα και πηδώσα έσχιζε τα κύματα μετά χάριτος ζηλευτής, εν ώ ήδη ανεμοστρόβιλος σχηματισθείς εις την κορυφήν του Πηλίου, ανετάραττε το πέλαγος, κατάμαυρον ηπλωμένον, ως πένθιμον σινδόνιον.
— Δεν βλέπεις, αθεόφοβε, τον καιρό!
Ηκούσθη φωνή τρέμουσα γυναικός, από το μέρος του Χριστού το πενθίμως προς πάσαν φωνήν αντιλαλούν, όπου εγγύς ην ο οίκος της χήρας της Αλτανούς, ότε η σκαμπαβία διήρχετο κάτωθεν, ουρίως πλέουσα προς δυσμάς.
— Δεν βλέπεις, αθεόφοβε τον καιρό!
Επανέλαβεν ο πένθιμος αντίλαλος, πενθιμωτέραν καταστήσας την φωνήν της χήρας της Αλτανούς. Και ο πάτερ-Γαλακτίων και ο Μανώλης ατενίσαντες προς τ' άνω, όπου ακτινοβολούσεν ο κάτασπρος Χριστός με λάμπουσαν ήδη, χιονισμένην την οροφήν, έκαμαν τον σταυρόν των.
Ο Μανώλης βεβαίως τον έβλεπε τον καιρόν, αλλά δεν τον εφοβείτο. Με την γαλάζιαν γούναν του την χονδρήν, με τον γαλάζιον κούκκον του τον βαρύν, καθήμενος οπίσω εις την πρύμνην, εκράτει σθεναρώς το πηδάλιον άδων συγχρόνως:
Σαν αποθάνω, μάννα μου,
'ς το κύμα να με ρίξης . . .
ν' αρθούν οι γλάροι να με κλαιν . . .
— Μανώλη!
Ηκούσθη και πάλιν φωνή κλαίουσα από του βράχου, φωνή πενθούντος, η φωνή της χήρας της Αλτανούς.
— Μανωωωώληηη!
Επανέλαβε πάλιν μίαν φοράν ο αντίλαλος, θρηνητικώτερον, πενθιμώτερον ακόμη. . .
Το ονάριον έστρεψε την κεφαλήν του αντιθέτως, ίνα μη προσπίπτη εις το κτηνωδώς ακίνητον πρόσωπόν του το χιονόνερον, όπερ ήρχισε να επιρρίπτη ορμητικώς ο γραίγο- λεβάντες την στιγμή εκείνην εκραγείς μετά βίας.
Η σκαμπαβία έπλεε ταχέως. Ήδη απεμακρύνθη του Κάστρου, ενώ το χιονόνερον ετίναζεν εις την πρύμνην της «Γαλανομμάτας» τον τελευταίον αντίλαλον της Αλτανούς, πένθιμον πάντοτε, ως στεναγμόν πνιγομένου:
— Μανωωωώληηη!
* *
*
Η χήρα η Αλτανού, μία υψηλή-υψηλή χήρα, 'σαν λεύκα, με μια μαύρη μανδήλα πάντοτε, και με μια πλέον μαύρη καρδιά, καρδιάν θαλασσοκαμένην, είχε χάσει πολλούς, όλους, εις την θαλασσαν, η άτυχος.
Η θάλασσα είχε φάγει όλην την γενεάν της. Τον άνδρα της και πέντε τέκνα της. Ο άνδρας της, ο καπετάν Χιόνας, ένας ναύτης κάτασπρος, με κάτασπρα γένεια και κάτασπρα ρούχα, επνίγη με τα δύο τέκνα του, ότε η βρατσερίτσα του σύμψυχος απώλετο, απέξω από την Κύμην, φορτωμένη κρασιά. Άλλα δύο παιδιά της, δύο ωραία ναυτόπουλα, μπαρκαρισμένα με την γολέτταν του καπετάν Διανέλου, μίαν σάπιαν σκάφην, σκουμαΐδαν εμπαικτικώς καλουμένην, επνίγησαν και τα δύο, αγκαλιασμένα σαν αδελφάκια, ότε η σκουμαΐδα εναυάγησεν εις το Άγιον Όρος φορτωμένη σοδιά από το Μετόχι της Λαύρας, από την Σκύρον. Ένα άλλο παιδάκι της, μικρό, πέντε χρονών, της το έφερεν ο πορτάρης του Κάστρου, νεκρόν φουσκωμένο σαν τουλουμάκι. Είχε καταβή εις την ακρογιαλιάν κάτω χωρίς να το ίδουν, και ώρμησεν αγαλλόμενον σαν γλαρόπουλο, να παίξη ανύποπτον με τα καταγάλανα νερά και επνίγη. Είχεν ακούσει προσέτι από τον πατέρα της η χήρα η Αλτανού ότι ο προπάππος της, γέρων 70 ετών, παλαιός ναύτης και αυτός, εξελθών, ένα βράδυ, από τον εσπερινόν — Ιούλιος μήνας — και θελήσας να πλύνη τους πόδας του, κάτω εις τον αιγιαλόν τον δροσερόν και καθαρόν πάντοτε, ωλίσθησεν αίφνης και κατέπεσεν, ο γέρων, πρηνής προς τα ένδον, εις τάπατα, και παρευθύς απερροφήθη, γενόμενος άφαντος. Διά τούτο ησθάνετο μίσος προς το ακόρεστον δι' αυτήν και τους ιδικούς της στοιχείον, και ωρκίσθη εις τον Χριστόν, τον γείτονά της, το τελευταίον παιδί της εις ο συνεκέντρωσε πλέον όλην την γενεάν της, τον Μανώλην της, να μη το κάμη ναύτην. Αλλ' όσην αποστροφήν ησθάνετο η χήρα η Αλτανού προς την θάλασσαν, τόσην αγάπην και πόθον έτρεφε προς το υγρόν θηρίον ο Μανωλάκης της.
* *
*
Από τα μικρά του χρόνια τίποτε άλλο δεν εζήλευσεν εις αυτόν τον κόσμον ο Μανώλης παρά την θάλασσαν. Παις ακόμη, παιδάριον δεκαετές, ξεσκούφωτον, ξυπόλυτον, ξεμανίκωτον, κρυφά-κρυφά, εξετρύπωνεν από την πορτίτσαν του κατωγίου, σαν κοτόπουλο, όταν η μητέρα του έλειπεν εις τον φούρνον, και ίσα εις την θάλασσαν, να παίξη εις το γιαλό τα ψωμάκια, να πιάση καβούρια, να καραβίση. Ο Πορτάρης του Κάστρου ο γείτονάς της, πολλαίς φοραίς το εγλύτωσεν από πνίξιμον.
— Πάλε στον γιαλό; πάλε στον γιαλό; Τον έδερνε τον Μανώλην η μητέρα του. Τον έβαλε κατόπιν εις το σχολείον, να μάθη δυο γράμματα. Αλλά ποιον κυνηγούσεν ο παιδονόμος, ο Τσιτσούκας ο αγριάνθρωπος, με μίαν χονδρήν πλεκτήν μάστιγα, καραβίσιαν μάστιγα, μίαν σαλαμάστραν φοβεράν; Ποιον κυνηγούσεν εις τα βράχια του αγρίου εκείνου αιγιαλού;
Κυνηγούσε πάντοτε τον Μανώλην της Αλτανούς ξεσκούφωτον, ξυπόλυτον, ξεμανίκωτον, ανασκουμπωμένον ως τα γόνατα, βουτηγμένον μέσα εις την θάλασσαν, μ' ένα φύλακα γεμάτον καβούρια αντί βιβλίων.
— Να τον κάμης ψαρά!
Είπεν ο διδάσκαλος, παρηγορών ημέραν τινά την γραίαν, ετοιμάζουσαν την μάστιγα με οργήν παράφορον.
— Ταχειά θα πάγω, μάννα, ταχειά θα πάγω 'ς το σκολειό!
Εφώναζε μετά δακρύων ο Μανώλης, αποφεύγων ούτω την μαστίγωσιν.
Αλλά «ταχειά» πάλιν ο παιδονόμος ο Τσιτσούκας με την σαλαμάστραν του, πάλιν τον Μανώλην κατεδίωκεν εις τας επικινδύνους εκείνας παραλίας.
Ήλθαν αι εξετάσεις. Και ενώ, τα παιδία όλα μετέβαινον αλλαγμένα, με τα βιβλία των, να εξετασθώσιν, ο Μανώλης της Αλτανούς εθεάθη πάλιν εις την ακρογιαλιάν, πέραν εις την Παναγίτσαν εις τα Ηλιόβολα, μ' έν καλαμίδι πέντε οργυιών, ξυπόλυτος, ξεσκούφωτος, αλιεύων γαϊτανάδες και γιούλους. Και όταν ο παιδονόμος ο αγριάνθρωπος, έσπευσε να τον συλλάβη, ο Μανώλης ευρέθη αίφνης μέσα εις μίαν ζυμωτικήν σκάφην, απομακρυνόμενος του λιμένος του Κάστρου και πλέων προς το Διαπόρτι άφοβα.
— Τι να το κάμω; τι να το κάμω;
Έκλαιε και ωδύρετο η μητέρα του η χήρα η Αλτανού, η θαλασσοκαμένη χήρα, της οποίας τόσον εμαύρισε την μανδήλαν και την καρδίαν η αχόρταστος θάλασσα. Υπώπτευεν ότι και ο Μανώλης της, καθώς και τ' άλλα παιδιά της θα εγίνετο βορά του απανθρώπου εχθρού της, τον οποίον εφαντάζετο πλέον η δυστυχής, ως άγριον κήτος, όπου εμούστωσεν από το αίμα της γενεάς της.
Και τον είχεν αναθρέψει τον Μανωλάκην της με τα δάκρυα η χήρα. Ξανθός παις, με γαλανά ματάκια, άσπρος κάτασπρος, σαν τον πατέρα του τον μπάρμπα-Χιονάν, κατά της καλλονής του οποίου εφαντάζετο, ότι ενέδραν φοβεράν είχε στήσει η αδυσώπητος θάλασσα.
— Για την θάλασσαν σ' έχω εγώ; Ανεστέναζε πολλάκις η χήρα.
Και όσον εμεγάλωνε, τόσον ηύξανε και ο προς την θάλασσαν έρως του. Τίποτε άλλο δεν εζήλευεν εις αυτόν τον κόσμον ο Μανώλης της Αλτανούς από την θάλασσαν. Με ποίας μαγείας, με ποία μαγγανεύματα, τον εγοήτευσε τόσον τον ορφανόν της υιόν, το υγρόν στοιχείον; Η γαλανάδα της τον εμάγευεν, η γαλήνη της τον ανέπαυεν, η τρικυμία της τον εμέθυε καθήμενον επί βράχου και θελγόμενον από τους αφρούς των κυμάτων, οίτινες πολλάκις ερράντιζον το πρόσωπόν του. Να ήτο άρωμα να την ροφήση διά μιας; Να ήτο γάλα να την καταπιή; Να ήτο γαλανόν ιμάτιον να την φορέση; Να ήτο μητέρα του να κοιμηθή κοντά της; Πολλαίς φοραίς, την νύκτα με την σελήνην δραπετεύων από τον οικίσκον του, ανήρχετο εις την υψηλήν του Κάστρου κορυφήν όπου εφύλαττεν η βάρδεια, εις το Κανόνι, και δεν εχόρταινε να θεωρή το πέλαγος, απλούμενον γύρω του ως χρυσογάλανον καθρέπτην.
Εν τούτοις η μητέρα του δεν έπαυε να διαλογίζεται πώς να μετατρέψη τον πόθον αυτόν του υιού της, ον εθεώρει ολέθριον.
Ή άλλος τις το υπέδειξεν εις την δυστυχή μητέρα, ή μόνη της το εσκέφθη — η πενία τέχνας κατεργάζεται, — και ιδού μετ' ολίγον ο Μανώλης, ο ασπρογάλανος υιός της Αλτανούς, ευρέθη από την θάλασσαν εις το βουνόν, βοσκός δεκαεξαετής βόσκων τας αίγας του γέρω-Παππού, του πρώτου ποιμένος της νήσου, όστις είχε πέντε παιδιά, όλα γιδοβοσκούς, όλα ζωντανά.
— Να μου το κάμης τσομπανάκι, γέρω-Παππού.
Είπεν η χήρα η Αλτανού, η χήρα η πενθηφόρος, παραδίδουσα τον Μανωλάκην της εις τον ποιμένα. Σ' αυτόν κρέμονται, γέρω Παππού μου, οι νόμοι και οι προφήται.
— Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει!
Παρετήρησεν ο γέρω-Παππούς, παίρνων συγχρόνως την πρέζαν του. Και παρέδωκε μετ' ολίγον εις τον μικρόν ξανθόπαιδα «τα γαλάρια» του, διακόσια περίπου αιγίδια προς βοσκήν, εγχειρίσας αυτώ και μίαν λύραν τρίχορδον, μίαν ωραίαν ξεστήν λύραν, φέρουσαν γλυφάς αιγών και βουνών και τράγων. Τον διέταξε δε αυστηρώς ο γέρω-Παππούς να μη πλησιάζη εις τας ακτάς και τους αιγιαλούς, προς αποφυγήν αγροζημιών, διότι ήσαν προς τα μέρη εκείνα συνήθως κτήματα καλλιεργημένα.
Αλλά πώς ήτο δυνατόν ο Μανώλης της Αλτανούς να ζήση μακράν του αιγιαλού; Χωρίς να πατήση εις την θάλασσαν; Να κολυμβήση, να πιή, να φάγη θάλασσαν, μίαν φοράν τουλάχιστον την ημέραν; Τας πρώτας ημέρας επειδή ο γέρω-Παππούς, τον παρεφύλαττεν, αναγκασθείς να τηρήση την διαταγήν αυτού, δεν προσήγγισεν εις τους αιγιαλούς και πήγε να σκάση, να σκαρταδιάση. Ούτε έφαγεν, ούτε εκοιμήθη ούτε ήγγισε καν την τρίχορδον. Τρυπωμένος μέσα εις ένα θαμνώδη σχοίνον, με την καπίτσα του, με τα τσαρουχάκια του, συνεχώς εστέναζεν, ολοφυρόμενος την απροσδόκητον συμφοράν.
— Πώς τώκαμα αυτό! Πώς μου τώκαμαν αυτό!
Ενώ, γύρω-γύρω, με περιέργειαν τον έβλεπον τα γαλάρια — αι γαλακτοφόροι αίγες με τους μαστούς γεμάτους, ως καρδάραις, βοσκούσαι εις τον δρυμόν.
Κ' εξετρύπωνεν από τον σκοτεινόν σχοίνον να ιδή την θάλασσαν και δεν έβλεπε. Βουνόν δασώδες την απέκρυπτε.
Ημέρας τινάς μετέπειτα επροφυλάχθη και πάλιν, αλλ' υπέφερεν ως υπό πυρετού, παραμιλών την νύκτα εις τον ύπνον του με κλαυθμούς:
— Κομμάτι θάλασσα, καϋμένα παιδιά! Κομμάτι θάλασσα! Χάθηκε κομμάτι θάλασσα!
Αλλά επί τέλους είτε διότι πολύ εστενοχωρήθη ο παις, είτε διότι ανεθάρρησε, μη βλέπων πλέον να τον κατασκοπεύη ο γέρω-Παππούς, κατήλθεν από την αυγήν με τα γαλάρια του εις τον Μεγάλον Ασέληνον, μίαν αμμώδη ωραίαν παραλίαν, κ' εισδύσας εν τω άμα μετά πόθου εις τα κύματα επλύθη, εδροσίσθη, έπαιξε με την θάλασσαν, και ανήλθεν είτα επί τινος σκοπέλου όπου καθήμενος έκρουε την τρίχορδον λύραν του γέρω-Παππού, τραγωδών. γλυκύτατα:
Σαν αποθάνω, μάννα μου, 'ς το κύμα να με ρίξης·
Ν' αρθούν οι γλάροι να με κλαιν, τα ψάρια να με θάψουν·
Ν' αρθή κ' ένα γλαρόπουλο, γλυκά να με φιλήση . . .
Πέντ' έξ μικρά θαλασσοπούλια με ασπρόμαυρα πτερά, ένα ωραίο κοπαδάκι, ήλθαν γύρω-γύρω εις τον βράχον κ' εκαράβιζαν, θελγόμενα από το θαλασσινόν του Μανώλη άσμα, ενώ τα γαλάρια του γέρω-Παππού εισορμήσαντα εις τον εγγύς ελαιώνα, έβοσκον, λαιμάργως καταβροχθίζοντα τα τρυφερά των ελαιών βλαστάρια, πλήρη ελαιοκάρπου.
Η σκηνή αύτη επανελήφθη πολλάκις έκτοτε, ώστε ο ποιμήν, ο γέρω- Παππούς, απαυδήσας να πληρώνη τα πρόστιμα των αγροζημιών, απέπεμψε τον επιζήμιον βοσκόν.
— Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει!
Επανέλαβεν ο γέρω-Παππούς προς την χήραν την Αλτανού, ελθούσαν, με την μαύρην μανδήλαν της και την κατάμαυρην καρδίαν της, να παραπονεθή.
Αλλ' εις το χωρίον δεν εφάνη πλέον ο Μανώλης.
— Μη πνίγηκε! Μη μπαρκάρισε! Έκλαιεν η μητέρα του. Ότε μετά τινας ημέρας, έξαφνα, ενεφανίσθη μίαν πρωίαν εις τον αιγιαλόν του Κάστρου μία ωραία σκαμπαβία. Ο νεαρός Μανώλης, ο οποίος την εκυβέρνα, την προσώρμισε κάτω-κάτω, παράμερα, προς την Παναγίαν 'ς τα Ηλιόβολα, όπου άρχισε να την επιδιορθώνη. Τη βοηθεία μερικών περιέργων την έσυρεν έξω υψηλά, να μη την φθάνη η τρικυμία και την εμερεμέτισε μετά προσοχής ως τέλειος ναυπηγός, την εμπάλωσε μόνος του, εξετάζων τα μαδέρια της, την εκαλαφάτισε, την επίσσωσε, και ακολούθως την εχρωμάτισεν όλην γαλάζια με ένα άσπρο ζωνάρι εις τα παραπέτα. Και την ωνόμασε «Γαλανομμάταν».
— Καλορρίζικη! τω ηυχήθησαν όλοι, όταν την έρριψεν εις την θάλασσαν.
* *
*
Ιδού τι είχε συμβή:
Αποπεμφθείς από τον ποιμένα τον γέρω-Παππού ο Μανώλης, εφοβήθη να επανέλθη εις το χωρίον, μήπως φυλακισθή διά τας αγροζημίας. Και καταφυγών εις το Ξάνεμον, εις ένα όρμον της νήσου, δίωρον απέχοντα από του Κάστρου, έμεινεν εκεί παρά τινι κηπουρώ, επί τη προφάσει να παρέχη μικράν τινα βοήθειαν εις αυτόν εν τω κήπω, κυρίως όμως, ίνα ανιχνεύη την αψάρευτον εκείνην ακτήν.
Ότε μίαν πρωίαν καταβάς, κατά το σύνηθες, προς άγραν, βλέπει έκθαμβος μίαν μεγάλην σκαμπαβίαν, διπλαρωμένην εις τους φοβερούς εκείνους σκοπέλους, έρημον, κινδυνεύουσαν να διαλυθή εκ των συχνών προς τους βράχους κτυπημάτων. Μένει δ' έτι μάλλον έκθαμβος ότε, παρατηρήσας εδώ κ' εκεί επί ώραν, ουδένα είδε ναύτην.
— Εγγλέζικη σκαμπαβία! είπεν ο Μανώλης. Θα την άρπαξαν τα κύματα από κανένα καράβι.
Δεν χάνει καιρόν. Πηδά ως καλός αυθέντης πλέον εις αυτήν. Εντός της ευρίσκετο πλήρης ο εξαρτισμός και κώπαι· τοποθετεί λοιπόν τας κώπας, την απομακρύνει από του κινδυνώδους εκείνου μέρους και τοποθετήσας τον ιστόν και υψώσας το ιστίον, κατέπλευσεν αισίως εις το Κάστρο κινήσας, ως είδομεν, την περιέργειαν πάντων και εφελκύσας συνάμα την συμπάθειαν των νησιωτών, οίτινες εχάρησαν τωόντι, διότι τον εκ γενετής εκείνον ναύτην είδον προβιβασθέντα αίφνης υπό της τύχης εις κυβερνήτην μιας ωραίας ταξειδιωτικής σκαμπαβίας.
Μόνον η μητέρα του κατεθλίβη, η χήρα η Αλτανού.
— Πάει κι' αυτό!
Εθρήνησεν η θαλασσοκαμένη χήρα, μη δυνηθείσα να ελευθερωθή από την απαισιοδοξίαν της.
Και τότε πράγματι ησθάνθη βοΰσασαν εις τα ώτα της την παροιμίαν του ποιμένος, του γέρω-Παππού.
— Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει!
Ο Μανώλης όμως διά του ζήλου και διά της δραστηριότητός του έγεινε μετ' ολίγα έτη ο πρώτος μικροκυβερνήτης του χωρίου, συγκεντρών εις χείρας του τους καλλιτέρους ναύλους. Να υπάγη εις Γλώσσαν να φέρη κρασιά διά τους παντοπώλας. Να υπάγη εις Κυρά- Παναγιάν διά τυριά. Να μεταφέρη εις Λοκρίδα τους μελισσοκόμους.
— Άξια βάρκα!
Την εκαμάρωναν οι νησιώται την σκαμπαβίαν. Και την διετήρει τόσον καθαράν. Γαλάζια πάντοτε η «Γαλανομμάτα» με άσπρο ζουνάρι. Με πανάκια κάτασπρα. Συγυρισμένη πάντοτε η «Γαλανομμάτα», λαμπροφορεμένη πάντοτε. Και ο Μανώλης της Αλτανούς όρθιος, εις την πρύμνην, κρατών τα πηδάλιον και καμαρώνων εαυτόν. Καταγάλαζος και ο Μανώλης. Με την γαλάζιαν βλούζαν του και τον γαλάζον κούκκον του. Θαρρείς και ανέδυσεν εκ του βυθού του κυανού πόντου. Κυάνεος. Κυανοπλόκαμος.
Και όμως η μητέρα του δεν ηδύνατο να τον βλέπη. Εκόπτοντο τα ήπατά της. Εις τα βάθη της ψυχής της εσχηματίσθη πεποίθησις, ότι δεν θ' απέφευγε την συνάντησιν προς την τελευταίαν δυστυχίαν της, ήτις μακρόθεν ωρύετο εγγίζουσα, ως λέων ζητών ν' αρπάση τινά, να καταπίη τινά ακόμη. Τας φοβεράς τρικυμιώδεις νύκτας, ότε το πέλαγος εκείνο το άγριον ανέτρεπεν ως καρυόφλοια τα μικρά πλοιάρια, ήνοιγε τα παράθυρον το μικρόν, το βλέπον προς εκείνο το αντιλαλούν του Κάστρου όρυγμα, και εφώναζε ή εθρήνει μάλλον:
— Μανώλη, παιδί μου ου ου ου ου!
— Ου ου ου ου ου!
Έφθανε βοϋζων ο θρήνος κάτω εις το Διαπόρτι, όπου ο Μανώλης άφοβα ησύχαζε μεταξύ των δύο εκείνων σκοπέλων.
Άλλην πάλιν τρικυμιώδη νύκτα αφυπνιζομένη έντρομος και νομίζουσα, ότι το τέκνον της κοιμάται πλησίον της:
— Παιδί μου! εκραύγαζεν.
Αλλ' ο Μανώλης εκοιμάτο από ετών πλέον με την «Γαλονομμάταν» του.
Μίαν ημέραν προ της Παραμονής, επανελθών ο Μανώλης εκ Ζαγοράς με κάστανα και μήλα, ανέβη να χαιρετίση την μητέρα του, να της κάμη μετάνοιαν, να λάβη την ευχήν της, να μεταλάβη τα Χριστούγεννα, καθώς τον εσυμβούλευσε και ο πνευματικός του. Και έρριψεν εις την ποδιάν της ολίγα αργυρά κέρματα. Αλλ' έντρομος η γραία τα ετίναξε πέραν, ως να ήσαν οφείδια.
— Ας μη μ' άφινες να πιω το γάλα της! Εδικαιολογήθη ο Μανώλης, ιδών ότι η γραία ήτο ακόμη αδυσώπητος. Και την επαύριον, ως είδομεν, τυχόντος ναύλου, απέπλευσεν, ίνα μεταφέρη τροφάς εις το Μετόχιον της Μονής.
* *
*
Αφού η «Γαλανομμάτα» απεμακρύνθη ικανώς από το Κάστρον τόσον, ώστε να μη ακούεται πλέον ο αντίλαλος των θρήνων της χήρας της Αλτανούς, ο καιρός μετετράπη αίφνης εις δυτικόν, επικίνδυνον μαΐστρον, χιονιστήν φοβερόν. Αλλ' η σκαμπαβία σθεναρώς έπλεε, φέρουσα τας τροφάς διά το Μετόχιον, τον οικονόμον πάτερ Γαλακτίωνα, καθήμενον έμφοβον παρά τον φλόκον, με ανεμιζόμενα τα κόκκινα τα γένεια του, και τον κυρ Μέντιον, τον αδάμαστον όνον, ησυχάζοντα εν τη κοιλία του πλοιαρίου, κτυπώντα δε κάποτε τα ώτα του, οσάκις ησθάνετο το χιονόνερον, παγωμένον, προσβάλλον αυτά.
— Δεν είδα ησυχώτερον επιβάτην από τον κυρ-Μέντιον. Παρετήρησεν ο Μανώλης, ίνα ενθαρρύνη τον κιτρινίσαντα εκ του φόβου πάτερ- Γαλακτίωνα,
— Του οποίου, βλουημένε, τσινάει καμμιά φορά, το ζωντόβολο, απήντησεν ο πάτερ-Γαλακτίων, προσποιούμενος αφοβίαν. Κ' εξηκολούθησε.
— Τώρα, του οποίου, κάνει τα καλά του· του οποίου, βλουημένε, σαν τσινίση, τότε να ιδής. Του οποίου, πετάει τα μαδέρια της «Γαλανομμάτας» πέρα-πέρα ως να πης τρία, του οποίου . . .
Ριπή αίφνης του μαΐστρου εκλόνισε την «Γαλανομμάταν» ως φύλλον καρυάς. Έτριξεν ο ιστός της, εβούιξε το ιστίον, εμπατάρισεν από το άλλο μέρος με ορμήν ο φλόκος, και παρ' ολίγον να παρασύρη εις το πέλαγος τον πάτερ-Γαλακτίωνα. Επταρνίσθη και ο κυρ-Μέντιος και ήρχισε να κροτή τους εμπροσθίους πόδας του κατά της κοιλίας της «Γαλανομμάτας» ως εάν ευρίσκετο επί πλακοστρωμένης άλωνος.
— Του οποίου, βλουημένε, δεν σ' λέω πώς τσινάει καμμιά φορά, το ζωντόβολο;
Ο Μανώλης ατρόμητος κρατεί διά της μιας χειρός το πηδάλιον κ' εκτείνων την άλλην, προσπαθεί να συλλάβη το ηνίον του όνου και συγκρατήση αυτόν. Αλλ' αι ριπαί του μαΐστρου επέρχονται αλλεπάλληλοι μετά χιονοβολής. Τα κύματα εξαγριούνται σχάζοντα ως να καχλάζωσιν επί πυράς ηφαιστείου, και, το κινδυνωδέστερον, είνε ανάγκη τώρα να παρακάμψωσι μίαν πλήρη υφάλων άκραν, όπισθεν της οποίας έκειτο το Μετόχιον της Μονής. Τότε εις τας περιπλόκους αυτάς στιγμάς, ο Μανώλης, λησμονήσας να λασκάρη την σκόταν του πανίου, εδέχθη όλην την ορμήν του ανέμου, όστις το διέρρηξεν εις δύο, άχρηστον πλέον ράκος. Συγχρόνως χιονόνερον κατάπυκνον εθάμβωσε τους οφθαλμούς του και δεν είδε πλέον τίποτε. Ήκουσε μόνον ροήν αφρίζοντος ύδατος, πληρούντος την «Γαλανομμάταν» κ' ησθάνθη τον πάτερ-Γαλακτίωνα μυκώμενον: «Του οποίου πνιγήκαμε, καπετάνιο μου!»
Άλλο τίποτε δεν ήκουσε πλέον ο Μανώλης, ούτε είδε. Κύματα και ύφαλοι, πλοιάριον και επιβάται εκαλύφθησαν από αφρούς συρίζοντας, λυσσώντας, σαρκάζοντας την ασθένειαν του ανθρώπου. Και συγχρόνως ο ουρανός τεφρός και σκοτεινός, εφάνη ως να κατήλθε προς τα κάτω χαμηλά προς το πέλαγος, κ' εκάλυψε τέλος και τους αφρούς υπό νεφέλην χιονίζουσαν.
* *
*
— Δόξα σοι ο Θεός! Έλεγεν ο πάτερ-Γαλακτίων, περί την εσπέραν, εξελθών εις την άμμον του Μετοχίου της Μονής του και καταφιλών ως αγίαν εικόνα την μπουκαπόρτα την ξυλίνην της «Γαλανομμάτας» εφ' ης καθήμενος ο ναυαγός επεβιβάσθη εις την άμμον εκείνην, ολίγω μακράν της οποίας συνέβη το ναυάγιον της «Γαλανομμάτας». Ο ποιμήν της Μονής, ένας άλλος γηραλέος μοναχός, κίτρινος, σκυθρωπός πάντοτε, με αραιόν τμήμα πώγωνος, ομοιάζοντος προς πώγωνα τράγου, ιδών από του κελλίου του το ναυάγιον, έσπευσε προς την άμμον, φέρων μεθ' εαυτού και όσα ηδύνατο σκεπάσματα και ιμάτια και χιτώνας, διά τους ναυαγούς· και αφού εκουκούλωσε προς στιγμήν τον Πάτερ-Γαλακτίωνα, με μίαν χονδρήν κάπαν, εως ου συνέλθη, εμάνθανε παρ' αυτού συγκεκομμένας τινάς ειδήσεις περί του δυστυχήματος.
— Του οποίου, βλουημένε, δεν μπορώ να καταλάβω τι έγεινεν ο καϋμένος. Θεός σχωρέσ' τονε! . . .
Εθλίβη ο γέρων ποιμήν διά την απώλειαν των τροφίμων, διότι είχε δύο ημέρας νήστις, μετά των δύο υπηρετών του, αλλ' εθλίβη περισσότερον διά τον απολεσθέντα νεαρόν κυβερνήτην της σκαμπαβίας, τον οποίον πολλάκις εξένισεν εις το πτωχικόν του κελλίον ποδισμένον από «παρακαιρόν».
— Του οποίου, βλουημένε, δεν τον είδα. Απήντα εις τας ερωτήσεις του ποιμένος ο πάτερ-Γαλακτίων. Και κατόπιν, αφού εξάλλαξεν εις το κελλίον, θερμότατον από τα καίοντα επί της μαύρης εστίας του μεγάλα κούτσουρα, και αφού έπιε δυο τρία ρωμάκια, διηγείτο λεπτομερώς τα του ναυαγίου.
— Του οποίου, βλουημένε, τον ερρούφηξεν η θάλασσα, τον κατάπιε σαν λουκουμάκι. Του οποίου, ο καϋμένος ο κυρ Μέντιος εβάσταξε κάμποσο, ως εδωδά απόξω, μια τουφεκιά δρόμο, του οποίου έβλεπα, του οποίου, τα μάτια μεγάλα-μεγάλα σαν γαλιός, του οποίου σαν αφάληνα ο καϋμένος ο κυρ-Μέντιος. Μα ο κατακαϋμένος ο καπετάνιος χάθηκε από μπροστά μου σαν αστραπή. Εγώ ήμουνα απάνω 'ς τη μπουκαπόρτα. Η «Γαλανομμάτα» 'ς τον αφρό ακόμα, σαν να χόρευε. Του οποίου ο κατακαϋμένος ο Μανώλης 'ς την πρύμνη με το τιμόνι. Του οποίου 'ς την στιγμή, όσο να κυττάξω, χάθηκεν από μπροστά μου. Μέσ' 'ς την τρομάρα μου εφώναξα: Μανώλη! Του οποίου κανένας δεν μ' αφουγκράσθηκε. Του οποίου μόνον χιόνι έβλεπα ανακατωμένο με τα κύματα, και άκουα μόνον βογγητόν θηρίου πληγωμένου, τον βογγητόν της θάλασσας.
Και προσέθηκε δακρύων ο πάτερ-Γαλακτίων:
— Θεός σχωρέσ' τονε!
* *
*
Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγεινε πλέον η χήρα η Αλτανού, η χήρα με τα πολλά παιδιά που τα έφαγεν όλα η θάλασσα, η άσπονδος εχθρά της. Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγεινε πλέον η χήρα η Αλτανού, η ψηλή-ψηλή, σαν λεύκα, με την μαύρην μανδήλα και την κατάμαυρην καρδιά, η θαλασσινή Νιόβη. Μόνον όταν τα παιδιά πηγαίνουν τώρα εις το έρημο χωριό μου, 'ς το Κάστρο μου, αφού προσκυνήσουν τον κάτασπρον Χριστόν με τασημένια κανδηλάκια του, αφού συνάξουν σύκα από τας αγριοσυκάς, από μέσα από τα έρημα χαλάσματα και κάππαριν από τας βραχώδεις του Κάστρου άκρας, την ώραν που θα φύγουν, πλησιάζουν με τρόμον επάνω εις το αντιλαλούν εκείνο όρυγμα, εις το κατασκότεινον βάθος του οποίου αλαλάζει και βοϋζει το αφρισμένον κύμα, ως ν' αποθνήσκη εκεί κάτω ζωντανή ψυχή, και συνάπτουν, εις το χείλος του ορύγματος καθήμενα τα άκακα παιδία, συνάπτουν πένθιμον διάλογον προς την χήραν την Αλτανού, που είχε τα πολλά παιδιά.
— Αλτανουουουού!
— Ουουουουουού!
— Έχεις παιδιιιιιιί;
— Εεεεεεεέχωωωωωω!
— Πως το λέεεεεεένεεεε;
— Μανώωωωωωώληηηη!
— Τ' Άη-Μανώλη να μη βγη!. . .
Η φήμη όμως διέδωσε και η παράδοσις του μικρού χωρίου διέσωσεν ότι η χήρα η Αλτανού, εκεί οπού εμοιρολογούσεν από πάνω από το όρυγμα ανακαλούσα το τελευταίον ναυτόπουλό της, τον Μανώλην της, το ώμορφο θαλασσοπούλι της, ως τον ωνόμαζε τώρα με τους παθητικούς της θρήνους, η άπαις και έρημος μητέρα, εξαπατηθείσα από τον σχηματιζόμενον αντίλαλον οπού επανελάμβανε γοερώς το γλυκύ όνομά του, έκυψε τόσον πολύ η άμοιρος, ώστε, επάνω εις την έκστασίν της εκείνην, έπεσε μέσα εις αυτό να συναντήση θαρρούσα το τελευταίον παιδί της . . . .
Ο εισερχόμενος εις την εν Άθωνι Βασιλικήν Μονήν των Ιβήρων, διά της μεγάλης ωσάν
φρουρίου μεσαιωνικού Πόρτας αυτής, ευρίσκεται αμέσως, μετά ολίγα βήματα, ενώπιον
κομψού Παρεκκλησίου, πάντοτε ανοικτού, ημέραν και νύκτα, όπου ο τακτικός αυτού
προσμονάριος, διαβάζει αδιαλείπτως παρακλήσεις των ξένων ιδίως εκ Μακεδονίας
προσκυνητών, ενώπιον μιας παμμαγίστης καταστολίστου Εικόνος, ης μόνον τα
εικονιζόμενα πρόσωπα διακρίνονται από τα πλούσια χρυσά και αργυρά αναθήματα
παντοειδών σχημάτων οπού αναρίθμητα την κατακαλύπτουν ολόκληρον. Η πανσέβαστος
αύτη ευκών καταλαμβάνει όλον το προς αριστεράν μέρος του Παρεκκλησίου, το οποίον
ωσαύτως ολόχρυσον ωσάν να εσχηματίσθη εξ απέφθου χρυσού απαστράπτει ακτινοβολούν
από τα φώτα των παμμεγίστων λαμπάδων, αι οποίαι φεγγοβολούν εκεί επί αργυρών
μεγάλων μανουαλίων.
Η εικών αύτη είνε η Παναγία η Πορταΐτισσα, παριστώσα την Κυρίαν Θεοτόκον
βαστάζουσαν εν αγκάλαις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Προ πολλών αιώνων, εις τον καιρόν της εικονομαχίας, ενεφανίσθη το πρώτον εις τας
τρικυμιώδεις ακτάς του Άθωνος ταξειδεύουσα μόνη της με θαυμαστόν τρόπον, όρθια
πλέουσα, την οποίαν ιδών από θείαν εμπνευσιν ένας αγιώτατος ησυχαστής από το βουνόν
επάνω, καταβάς έκαμε γνωστόν το παράδοξον αυτό εις την εγγύς Μονήν των Ιβήρων και
εισελθών είτα εις την θάλασσαν παρέλαβεν αυτήν με θάμβος και με χαράν. Και ούτω με
ψαλμούς και ύμνους τη συνοδεία των Πατέρων της Αυτοκρατορικής αυτής Μονής με
λαμπάδας και θυμιάματα, και κρουσμένων των σημάντρων, από της παραλίας απεκόμισαν
αυτήν εις την Μονήν και έθηκαν εν ωρισμένη θέσει εντός του ωραίου Καθολικού. Αλλά ω
θαύμα θαυμάτων! Την επαύριον ευρέθη η αγία εικών εις την Μεγάλην Πόρταν της Μονής,
επάνω εις το υπέρθυρον αποκειμένη. Την παρέλαβον πάλιν μετά θυμιαμάτων και ψαλμών,
και απεκόμισαν πάλιν εις το Καθολικόν εξαπορούμενοι. Αλλά την πρωίαν πάλιν η αγία
Εικών ευρέθη έξω εις το υπέρθυρον της Πόρτας. Αλλ' επειδή το αυτό επανελήφθη και
τρίτην φοράν, τότε ως εξ' εμπνεύσεως της Θεοτόκου έκτισαν οι Πατέρες το ολόχρυσον αυτό
Παρεκκλήσιον αμέσως μετά την είσοδον της Μονής κατέναντι της Μεγάλης Πόρτας και
ενεθρόνισαν αυτήν εν αυτώ, ήτις έκτοτε παραμένει εκεί φρουρός και φύλαξ και
μυστηριώδης της παμμεγίστης αυτής Μονής πορτάρισσα.
Αυτή είνε η Παναγία η Πορταΐτισσα, εξάκουστος και φημισμένη λαμπρώς εις τον
Ελληνικόν κόσμον Ανατολής και Δύσεως διά τα πολλά και συνεχή θαύματά της, δι' ων
επληρώθησαν από την δόξαν της όχι μόνον του Ελληνικού γένους αι χώραι, αλλά και των
σλαβικών φύλλων τα βασίλεια και αυτή η αχανής της Ρωσίας επικράτεια, χάριν της οποίας
η ιερά των Ιβήρων Μονή διατηρεί ονομαστόν Μετόχιον εν Μόσχα, ένθα συρρέουσιν από
όλην την Ρωσίαν οι χριστιανικοί λαοί να καταθέσωσι τον σεβασμόν των και τα πλούσια
αναθήματά των, εις αντάμειψιν των εξαισίων θαυμάτων, άτινα διαφοροτρόπως ενήργησε
και ενεργεί η Κυρία και Δέσποινα και του κόσμου Βασίλισσα, ήτις προφθάνει πάντοτε τους
μετά πιστεως και ευλαβείας επικαλουμένους το σεπτόν όνομά της όπου και αν
ευρίσκωνται· αυτή περιέπουσα και σκέπουσα το ευσεβές των Ελλήνων γένος, και
ανακηρυσσομένη βροντοφώνως εις γην και θάλασσαν, ιατρός των νοσούντων, προστάτις
των ορφανών, παραμυθία των θλιβομένων, των δαιμόνων διώκτρια, και ελπίς των
απηλπισμένων και βοηθός ετοιμότατος πανταχού προφθάνουσα.
Πρώτην φοράν ύστερ' από τόσα χρόνια, η γειτονιά την είδε ν' ασβεστόνη το εύμορφο, το μικρό σπιτάκι της, με την αυλίτσα την συμμαζευτή, με μια μυγδαλιά καταμεσής, επάνω, εις την κορυφήν του Βράχου, της επάνω Γειτονίας, σαν ντάμπια καλοσυγυρισμένη, το εύμορφο, το μικρό σπιτάκι της. Αποκάτω απλόνετο το λιμανάκι του νησιού, γαλάζο, καταγάλαζο. Η βάρκαις εμπαινόβγαιναν με τα κάτασπρα πανάκια των. Και η βρατσέραις, και τα κότερα 'ς την αράδα, ξεκουράζοντο, ελαφρά-ελαφρά, σαν αποκρεμμυδόφυλλο, αποσαλεύοντα, σαν να ήσαν λαχανιασμένα από τα γλήγορα ταξείδια των. Σ' την σκάλα, πέραν, επωλούσαν μήλα και κάστανα τα ζαγοριανά καΐκια, τα στραβοκάικα, και τα μαγαζειά του χωριού, 'ς την γραμμή, χεροπιασμένα, λες κι' αγνάντευαν το εύμορφο το Ξενιώ, που άσπριζεν επάνω το σπιτάκι της, με μια μανδήλα κάτασπρη εις τα ξανθά μαλλιά της. Και ηκούετο κάτω, εις την αγοράν, ο κτύπος της σκούπας της, ο πεταχτός, εις τον τοίχον οπού άσπριζε: πλατς-πλουτς, πλατς- πλουτς, τραγουδιστά, θαρρείς πλατς-πλουτς, πλατς- πλουτς, 'σαν νάλεγε το τρυφερό τραγούδι της ημέρας.
Σήκω, κυρά μ', να στολισθής,
να πας ταχειά 'ς τα Φώτα.
'Στα Φώτα και 'ς τον αγιασμό . . .
Εν ω αντικρύ, καταμεσής, 'ς το λιμανάκι το καταγάλαζο, την εκαμάρωνε την καλήν οικοκυρά η σκούνα η κατάμαυρη με τάσπρο μπούρδο, του καπετάν-Μοναχάκη η καλοτάξειδη σκούνα, του ευτυχούς συζύγου της, με σημαίαις στολισμένη κατακαίνουργαις και με πολύχρωμα σινιάλα εορτάζουσα.
Εξημέροναν τα Φώτα.
Ο καπετάν-Μαμμής ήτον ο μόνος μεταξύ των ομοτέχνων του, πρώτος εις όλα. 'Σ την εξυπνάδα, 'ς την γληγοράδα, 'ς την τύχη.
— 'Σαν του καπετάν-Μαμμή την τύχη! έλεγαν οι άλλοι, οι καλοί καπετανέοι.
— Είνε τυχηρός! επανελάμβανον εκ συμφώνου όλοι οι καπετανέοι 'ς τον Αναγαρά, μέσα εις τον Ελλήσποντον, αραγμένοι, περιμένοντες καιρόν ν' αναίβουν, όταν η σκούνα του καπετάν-Μαμμή, φορτωμένη, κατέβαινε από το Ταϊγάνι, μαύρη με άσπρο μπούρδο, καλοτάξειδη.
Και όμως είχον μαζί αποπλεύσει από τον τελευταίον λιμένα. Ποια τύχη γοργή προήγε τον καπετάν-Μαμμή, ως ούριος ωθούσα αυτόν πάντοτε εμπρός; Και ποία τύφλα προσέδενε, τυφλή ειμαρμένη, τους άλλους, αργούς, κατηφείς, συλλογισμένους, μετρούντας τα κομβολόγιά των, με τα χέρια πίσω, μέσα εις τους σιωπηλούς κήπους του χωριδίου του Αναγαρά;
Ούτως ημείς οι άγνωστοι άνθρωποι, όταν ίδωμεν κανένα ευημερούντα ή προκύπτοντα εις 'την εργασίαν του, αποδίδομεν το καλόν αυτό εις την τύχην, ως να θέλωμεν με τούτο να καλύψωμεν ή την οκνηρίαν μας ή την ευλάβειάν μας προς τον Παντοδύναμον Δημιουργόν, όστις κυβερνά πανσόφως τα πάντα, αποδίδων εκάστω κατά τα έργα αυτού και εις αυτόν ακόμη τον κόσμον.
Ο καπετάν-Μαμμής όμως ήξευρε πού να αποδώση την εν τω κόσμω ευτυχίαν του. Ανατραφείς από μικρός εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου από τους ευσεβείς γονείς του εξηκολούθησε να εφαρμόζη τα ωραία εκείνων διδάγματα παντού και πάντοτε. Εις το σπίτι του εδιάβαζε τακτικά πρωί- βράδυ την ακολουθίαν του σαν ένας καλός χριστιανός. Από τας κοινάς Συνάξεις της Εκκλησίας δεν έλειπε πάσαν Κυριακήν και κατά τας εορτάς, κοντά εις τους ψάλτας έχων το στασίδι του, προκαλών τον σεβασμόν πάντων. Εις τον Εσπερινόν το Σαββατόβραδον ανεγίνωσκε τον Προοιμιακόν, εις δε την Λειτουργίαν έλεγε το Πιστεύω, ως αν ένας προϊστάμενος των Κληρικών, ως συνηθίζεται εις την Πόλιν. Την αυτήν τάξιν ετήρει και μέσα εις το πλοίον του, όταν εταξείδευε. Πίσω την αίθουσάν του ωσάν ένα μικρόν ναΐσκον είχε στολισμένην· και το καντηλάκι του έκαιεν ακοίμητον προ των αγίων Εικόνων. Ένας πονηρός μάγειρός του εβεβαίωσεν ότι, αφ' ότου απέθανεν η κυρά Καπετάνισσα, μία χαριτωμένη αρχόντισσα, κρυφά από το πλήρωμα εφορούσε καλογηρικόν σκούφον πίσω εις την πρύμνην κατά την ώραν της προσευχής του, τα μεσάνυκτα. Εκρατούσεν ένα ωραίον κομβοσχοίνιον, και εθυμίαζε με ένα ασημένιο θυμιατόν, ωσάν να ήτο Εκκλησία εκεί. Όταν ούριος ο άνεμος έπνεεν ή όταν ήτο γαλήνη, φροντίζων να έχη πάντοτε ένα καλόν και πιστόν λουστρόμον, αυτός άνοιγε τότε τα ωραία Εκκλησιαστικά βιβλία του και ανεγίνωσκε, βυθισμένος όλως εις το νόημα των Γραφών ή των άλλων λόγων των Αγίων Πατέρων. Ιδιαιτέραν δε ευχαρίστησιν ησθάνετο να αναγινώσκη τον Χρονογράφον, ένθα περιείχετο με τόσην θαυμαστήν χάριν η Ιστορία όλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με πάσαν λεπτομέρειαν. Όταν επρωτοπήγεν εις την Βενετίαν, είχε προμηθευθή όλα τα ιερά βιβλία, τα οποία τα είχεν όλα χρυσοδεμένα, εν οίς διέπρεπον η Αμαρτωλών Σωτηρία, η Θύρα μετανοίας και τα Πνευματικά Γυμνάσματα. Εις αυτάς λοιπόν τας καλάς συνηθείας του απέδιδεν ο Καπετάν-Μαμμής την πρόοδόν του και ούτω τον ενίσχυε να πιστεύη και ο στενός φίλος του ο Παπά-Νικόλας, με τον οποίον διαρκώς συνανεστρέφετο από της χηρείας του ευχαριστούμενος εις τας καλάς συμβουλάς του, όστις οσάκις ήκουε μεταξύ άλλων καπετανέων να γίνεται λόγος περί της ευημερίας του καπετάν- Μαμμή τους έλεγεν με ένα αυθεντικόν τρόπον το προφητικόν:
— «Εάν θέλητε, και εισακούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε». Γιατί λοιπόν παραξενεύεσθε; Δεν πιστεύετε τα λόγια του Αγίου Πνεύματος;
Ο καπετάν-Μαμμής χωνεύσας καλώς τα διδάγματα των βιβλίων του είχεν αποκτήσει συνάμα και την ζώσαν και ενεργούσαν πίστιν διά της ενασκήσεως των αρετών και ιδίως της ελεημοσύνης, την οποίαν πλουσιοπαρόχως εμοίραζεν εις τους πτωχούς ως ένας ιλαρός δότης κατά τον Απόστολον. Εις αυτά λοιπόν ώφειλεν ο ευσεβής πλοίαρχος την καλήν του τύχην. Αλλ' ο κόσμος ο αμαθής και ακατήχητος που να εμβαθύνη εις τα τοιαύτα!
Αλλά τα χρόνια περνούν. Ασπρίζουν και τα μαύρα μαλλιά. Και ο καπετάν- Μαμμής κουρασμένος και χηρευάμενος πλέον, γέρων, ποδαλγός, έπεσεν εις το στρώμα να ξαποστάση. Και λέγει εις τον υιόν του, τον μοναχογυιόν του, τον Μοναχάκην.
— Να σε ιδώ, βρε!
Είπε και του παρέδωσε την μαύρην του σκούναν με το άσπρο μπούρδο, την καλοτάξειδη και τυχηρή. Και έπεσεν ο γέρων, πιασμένος, εις τον ήσυχον κοιτώνα του.
Αλλά πριν τον ίδη ο γέρων τον υιόν του τον μοναχογυιόν, τον είδεν η εύμορφη Ξενιώ, όταν εγύριζεν ένα βράδυ, πρόσαργα, από το πηγάδι, η κοντούλα η Ξενιώ.
Σκυφτή, με την μανδήλα ως τα μάτια της, φέρουσα την λάγηνον επ' ώμων, έβαινε ταχεία προς το σπιτάκι της, επάνω εις τον Βράχον.
Ήτο μία μικρή πλατεία εν μέσω, παγιδεύτρια των αντλουσών γυναικών. Ο δε πονηρός Περιστεράκης ήνοιξεν εκεί ταβέρναν, ίσα-ίσα εις το πέρασμα, ως έλεγε και εσυνάζοντο εκεί οι νέοι παγιδευταί, προσκαρτερούντες τας νεάνιδας ως οι κυνηγοί τας τρυγόνας εις της χωσιαίς.
Φοβερά η μικρά πλατεία εκείνη διά τας νεάνιδας.
Εκοντοστάθη το Ξενιώ. Ηκροάσθη. Ήτο ησυχία εις τα έξω τραπέζια. Ωπλίσθη. Εκαταίβασε την μανδήλα της ακόμα παρακάτω. Ετάχυνε το βήμα της. Και σκυφτή-σκυφτή, φέρουσα την λάγηνον επ' ώμων και βαστάζουσα το εκ λευκοσιδήρου άντλημα, κροτούν προδοτικώς, επροχώρει βιαστικά, να διέλθη τας παγίδας του Περιστεράκη.
— Στην οργή κι' αυτός!
Εψιθύρισε και έβαινε γοργά, σαν να την έπιασε βροχή.
Πλην παρεπάτησεν η δειλήμων κόρη — αποτυφλούται ο δειλός — και προσέκρουσεν εις τον κορμόν — της εφάνη — μιας εκεί συκομωρέας. Όμως ηπατάτο φευ! Προσέκρουσεν εις τον κορμόν του καπετάν-Μοναχάκη όστις, αναλαβών πλέον την πλοιαρχίαν, επήγαινεν 'ς του Περιστεράκη, όπου εσύχναζεν η νεολαία, να τσουρμάρη, να καταρτίση το πλήρωμα, και σαν αγιασθούν τα νερά, να φύγη.
Εζαλίσθη αίφνης η ωραία κόρη, να πέση εις την αγκαλιά του. Αλλ' ο νεανίας ευγενής, παρεμέρισεν. Η νεάνις ανέπνευσε και ώδευσε προς την οικίαν της, παραπατούσα όμως ακόμη, ως ζαλισμένη κόττα, και βλέπουσα πάντοτε εμπρός της μίαν εικόνα καλήν, τον εύμορφον κορμόν του καπετάν-Μοναχάκη, του σημαδιακού μοναχογυιού του καπετάν- Μαμμή.
Πού να τσουρμάρη πλέον ο μοναχογυιός, και πού να φύγη!
— Βάλε μια οκά! και βάλε μια οκά!
Επανελάμβανε προς τον πρόθυμον Περιστεράκην όλην την νύκτα, εις την ανοιχτόκαρδη ταβέρνα του κοντά εις την σκάλα.
— Για τα καλορρίζικα!
Του έλεγεν εκείνος ο πονηρός οινοπώλης. Περνά μια μέρα, περνάνε δυο, περνάνε τρεις και πέντε. Πού να τσουρμάρη και πού να φύγη ο καπετάν- Μοναχάκης.
— Νταμπλάς θα μούρθη!
Έλεγεν ο γέρων, ο καπετάν-Μαμμής, αναστενάζων επάνω ς' ένα αρχοντικό διβάνι.
— Βρε παιδί μου! βρε γυιε μου! βρε μοναχογυιέ μου! βρε Μοναχάκη μου!
Και αφού πέρασαν τα Φώτα ήρχισε να σχεδιάζη να παραδώση το πλοίον του εις άλλον πλοίαρχον επί μισθώ, διότι ηκούοντο δουλειές επάνω, εις τον Ποταμόν. Τι να κάμη!
Πολύ τον κατέπληξε τον πραΰτατον γέροντα η αιφνιδία αυτή μεταβολή του υιού του. Δεν ήτο μεν ο Μοναχάκης ευσεβής σαν τον πατέρα του, δεν ήτο δραστήριος, ούτε φιλόπονος όσον εκείνος, όμως δεν ήτο και οκνηρός. Είχε κάποιαν τάξιν εις τον βίον του, θέλεις από καλήν συνήθειαν της ανατροφής του, θέλεις από εντροπήν και σεβασμόν προς τον πατέρα του. Είχεν όμως έν μέγα ελάττωμα, μεγάλην επιπολαιότητα και κάποιαν ακρισίαν, διό και τον επέπληττε πολλάκις αστόχαστον αυτόν ονομάζων. Ο γέρων λοιπόν μη γνωρίζων τα καθέκαστα, δεν ημπορούσε να εννοήση του υιού του αυτήν την μετάπτωσιν, αν και προσεπάθησε πολύ κάτι να μάθη από τους φίλους, μεθ' ων εκουτσόπινε τας ημέρας εκείνας. Είνε αληθές ότι η ανεψιά του που τον υπηρετούσε τώρα εις την χηρείαν του, τον γέροντα, μία έξυπνη γυναίκα άγαμος, κάτι ακούσασα εις τον φούρνον, οπού φωνάζονται όλα τα μυστικά των χωρίων, το εψιθύρισεν εις τον γέροντα, αλλ' εκείνος δεν έδωκε προσοχήν.
Και ο Μοναχάκης εξηκολούθει ακόμη να τσουρμάρη εκεί εις του πονηρού Περιστεράκη την ταβερνίτσαν, όστις αναθαρρυνθείς πλέον τον επείραζε λέγων:
— Αντί να τσουρμάρης καπετάν-Μοναχάκη, σ' ετσουρμάρισα εγώ, βλέπω. Ας βγη και ο Γενάρης, ν' αγνισθούνε καλά τα νερά. Ακόμα είνε παγωμένη η Αζοφική.
— Καλά λες, εβεβαίωνε και ο Μοναχάκης. Και εσχεδίαζε μέσα εις της οκάδες του Περιστεράκη το πώς θα πη τον πόνον του εις τον πατέρα. Και εξημερόνετο.
Την αυγή πάντοτε ήρχετο, σιγά σιγά, σαν βρεγμένη γάτα, να κοιμηθή. Μεθυσμένος. Σαστισμένος. Διπλήν μέθην, διπλούν σάστισμα. Του έρωτος και του οίνου.
Τέλος μετά πολλά λέγει προς τον πατέρα του·
— Θα μου δώσης το Ξενιώ!
Εφαρμακώθη ο γέρων προς το άκουσμα. Τότε εννόησε πλέον τι τρέχει. Ήθελε να του δώση ένα από τα κορίτσια της γειτόνισσάς του, της γρηάς Μαθήνας τα κορίτσια, που τάξευρε και τον ήξευρον, και οπού τόσον επεριποιούντο την συγχωρεμένην την καπετάνισσα και εις τα μέσα και εις τα έξω με εξαιρετικήν προθυμίαν.
Αλλ' η επιμονή του νεανίου εις τους πόθους του ηύξανεν, όσον ηύξανε και η μέθη του. Τόσον οπού μίαν νύκτα ο γέρων οργισθείς πλέον αφορήτως — είχε του θυμού το πάθος ο γέρων βαρύτατον — βλέπων τον υιόν του να χάνεται και την σκούναν του, την μαύρην με το άσπρο μπούρδο, να μουσκλιάζη εις το λιμάνι, ως παληο-κουρίτα, σηπομένη εν τω τέλματι, εξεκρέμασε το γιαταγάνι του, με μίαν χρυσωμένην λαβήν και με κόκκιναις φούνταις, οπού ήτο κρεμασμένον από πάνω από το κρεββάτι του, γιαταγάνι της επαναστάσεως, κλέφτικο γιαταγάνι, να το κόψη το παιδί του, θυσίαν εις την πατρικήν του απαίτησιν ωσάν ρωμαίος.
— Κόψε με πατέρα! εψιθύρισε μετά δέους ο νεανίας, αλλά το Ξενιώ να μου δώσης!
Και κύπτει σιωπηλός, κλίνας τα γόνατα ως ο Ισαάκ υπό την μάχαιραν Αβραάμ του Πατριάρχου.
Προς το αιφνίδιον θέαμα ο γέρων συνεκλονίσθη όλος. Είδε την κεφαλήν του τέκνου στρογγύλην ως την ιδικήν του, είδε την κόμην του εφήβου μαύρην ως την ιδικήν του, ότε ήτο νέος, είδε τον αυχένα του τέκνου του λευκόν κατάλευκον ως τον ιδικόν του.
— Ο ίδιος ο καπετάν-Μαμμής, είπεν ο γέρων. Ο ίδιος. Και αφήκεν ένα βαθύν στεναγμόν.
Επέταξε πέραν το στίλβον αιμοχαρώς γιαταγάνι του, εγύρισε προς τον τοίχον και έκλαυσε γογγύζων.
— Το πότισαν το παιδί μου! Το πότισαν!
Η ιδέα η ασφαλής πλέον, ότι εμάγευσαν τον υιόν του, εξιλέωνεν αυτόν ενώπιον της πατρικής εξουσίας, της φοβεράς αυτής δυνάμεως.
— Χάρισμά σου, βρε! Τω λέγει τότε αποφασιστικώς· και αφίνων άλλον ένα ευρύν αναστεναγμόν από τα βάθη της καρδίας, του, ως ανακουφιζόμενος από αφορήτου άχθους.
— Άιντε, και να φύγης! Να μη σε ιδούν τα μάτια μου! Και να ιδώ βρε την τύχην σου, να ιδώ το ριζικό σου. Σ' αυτά τα πράγματα καλά ήτανε ν' ακούς τον πατέρα σου.. . .
Δυο μήνας μόνον διήρκεσε, φευ! η χαρά της κοντούλας νειόνυμφης, της ωραίας Ξενιώς. Δυο μήνας μόνον μετά τον γάμον της. Ούτε η ιδία δεν εκαμάρωσε τον εαυτόν της νύμφην κάτασπρην, νύμφην ολόχρυσον, κοντούλαν νύμφην.
Ο καπετάν-Μοναχάκης απέπλευσε με την σκούναν του και ούτε ηκούσθη πλέον. Αληθές είνε, ότι αποπλέων ύψωσεν όλας τας σημαίας και όλα τα σινιάλα του. Αληθές είνε ότι ο έξυπνος Περιστεράκης καταχαρούμενος ετρατάριζεν όλους όσοι απερνούσαν από το μαγαζί του εκείνην την ημέραν για το κατευόδιο του καπετάν-Μοναχάκη του φίλου του οπού του άφησεν ένα εικοσιπεντάρικο για της πενετάδαις. Βέβαιον είνε, ότι ναύτης, επίτηδες εν τη πρύμνη ιστάμενος, διαρκώς εξεκένου το αρχαίον του πατρός του τρομπόνιον, από του κρότου του οποίου αντήχει γοερώς όλος ο λιμήν αλλά παρήλθεν έτος και ούτε ηκούσθη αν ζη ή απέθανε. Με ποίον τα είχε; Με τον πατέρα του; Αλλ' ο γέρων εθυσίασεν όλην την ρωμαϊκήν αυστηρότητα της εξουσίας του, ίνα κολακεύση του υιού του τας επιθυμίας. Κατά της νεαράς συζύγου του; Αλλά την τελευταίαν στιγμήν του απόπλου — εις την βόλταν — προσήγγισε τόσον πολύ εις τον Βράχον, εν τη κορυφή του οποίου έκειτο το άσπρο- κάτασπρο σπιτάκι της συζύγου του και ιδικόν του πλέον, ώστε παρ' ολίγον να καθίση την σκούναν εις τα ριχά, εκεί εγγύς, επάνω εις τον Μόλον.
Ανεβίβασε και κατεβίβασε τρις την μεγάλην σημαίαν προς αποχαιρετισμόν, εκρότησε τρις το τρομπόνιον κρότον φοβερόν, βοΰζοντα, και έγεινεν άφαντος είτα η μαύρη σκούνα με το άσπρο μπούρδο, οπίσω από της Πλάκαις, ενώ η κοντούλα η νειόνυμφη δεν επρόφθανε να σπογγίζη τα δάκρυά της, εκεί, εις το παράθυρον ισταμένη ως εν δεήσει.
Και όμως οσάκις αι γειτόνισσαι — και είνε τόσον περίεργοι αι γειτόνισσαι! — οσάκις την ανέκριναν να μάθουν τα μυστικά της, εκείνη με προσποιητήν χαράν έλεγεν.
— Ας είνε καλά. Παντού επήγαμε. Ναι, επήγαμε παντού. Ας είνε καλά. Σε γάμους, σε πανηγύρια, σε ζιαφέτια. 'Σ τον Αηλιά τρεις φοραίς. Στην αγία Παρασκευή. 'Σ τον Τσουγκριά. Είχαμε ψητά, είχαμε βιολιά, χορούς, τραγούδια, κούνιαις. Σ' τον Αηγιάννη . . . .
Και όμως όλα αυτά παρήλθον, έπαυσαν διά να μη ξαναρχίσουν πλέον.
Τα νυμφικά της δεν τα 'καλοφόρεσε, δεν τα χόρτασε. Αχ και χορταίνονται ποτέ; Αράχνιασαν κλεισμένα 'ς το μεγάλο εκείνο σεντούκι, το μακρύ σεντούκι. Δεν εβαστούσεν η ψυχή της να τα βγάλη, να τα ξετινάξη, να τ' απλώση 'ς τον ήλιο τ' Αιγιαννιού, 'ς το λιτρόπι, να ηλιασθούν, να αερισθούν. Και ήσαν όλα χρυσά, και ήσαν όλα χρυσοκέντητα. Με τα δάκρυά της και με τας αγρυπνίας της πεποικιλμένα και με τας νηστείας της γραίας μητρός της υφασμένα. Και έμειναν κλεισμένα τα νυμφικά της, τα προικιά της, τα στολίδια της, 'σαν αρχαίαις στολαίς αυτοκρατόρων εις τα δουλάπια των μουσείων.
— Ο αδιαφόρητος! έκλαιε!
— Αγυρισιά του έγεινε! Προσέθετε την επωδόν την επώδυνον και η γραία μήτηρ, μία γραία ξηρά και μονοκόκκαλη ως λύκαινα:
Και το εύμορφο εκείνο σπιτάκι επάνω εις τον Βράχον, που ήτο ως κλουβί ευτυχίας, ως νεοσσιά χαράς, ολίγον κατ' ολίγον μετεβλήθη εις ειρκτήν δυστυχίας, εις δεσμωτήριον δακρύων, όπου κατεδικάσθη εις άλυτα δεσμά η κοντούλα η Ξενιώ η νειόνυμφη.
— Ούτε γράμμα, ούτε απολογία!
Και όμως όλοι οι συγγενείς της είπον:
— Μη τον παίρνης!
— Άφησέ τον τον μπεκρούλιακα! της εφώναζεν η μητέρα της, όταν μετά τους αρραβώνας είδε την μέθην του.
— Καλλίτερα να με ρίξης 'ς το Κεφαλόσκαλο, να πνιγώ, μαννούλα μου!
Η αληθινή αγάπη δεν λησμονεί τόσον εύκολα, ούτε μισεί. Και η Ξενιώ, αφ' ης στιγμής με την λάγηνον, ως θεότυφλη, έπεσεν επάνω εις την αγκαλιάν του καπετάν-Μοναχάκη, τον είχεν αγαπήσει. Αυτός ήτανε, είπεν.
Όταν όμως παρήλθε και δεύτερον και τρίτον και τέταρτον έτος, όταν παρήλθεν η πρώτη χαρά, ως παρέρχεται πάσα χαρά, όταν ούτε γράμμα ούτε χρήματα ελάμβανεν, όταν το αλεύρι έφθασεν 80 λεπτά και η εληαίς της, ξύλα κούτσουρα, δεν εκαρποφόρουν, τότε το εύμορφο Ξενιώ ηναγκάσθη να ξενοδουλεύη διά να ζήση. Πολλάκις μαζί με την δυστυχίαν έρχεται η γνώσις.
— Δεν μ' έπνιγες καλλίτερα, μάννα μου!
Είπε μίαν πρωίαν, μετά διήμερον νηστείαν.
— Δεν σ' έπνιγα, μαθές; απήντησε και η μητέρα της, ξηροκαταπίνουσα την θλίψιν της ως πικράν κινίνην.
Είνε αληθές ότι κατ' αρχάς μετά την αναχώρησιν του Μοναχάκη εξαπατώμενος ο πρεσβύτης από την γειτόνισσάν του Μαθήναν ήρχισε να πιστεύη ότι η μητέρα της νύμφης του για να πάρη τον υιόν του τον εμάγευσε και έπνεε πυρ και φλόγα εναντίον των, και ήτο θυμώδης ο γέρων, είχεν αυτό το ελάττωμα αλλ' ως καλός Χριστιανός καταβαλών πολλήν βίαν κατενίκησε τον πειρασμόν και έστειλε μίαν ημέραν και εκάλεσε την νύμφην του.
— Δεν είνε δυνατόν αυτό, είπε. Η Μαθήνα γίνεται όργανον του Σατανά, όστις εβάλθη να με υποσκελίση. Δεν ήτο δυνατόν αυτή η τόσον αθώα κόρη να πράξη ένα τέτοιο έργον δαιμονικόν. Αλλ' αν το έκαμεν η μητέρα της εν αγνοία της κόρης της; Ούτε αυτό! Δεν το δέχεται η ψυχή μου. Ο Μοναχάκης δεν είχε καμμίαν σχέσιν με το σπίτι αυτό. Περισσότερον εσύχναζεν εις της γειτόνισσάς μου της Μαθήνας, η οποία σαν να το εφαντάζετο να τον κάμη γαμβρόν μίαν ημέραν, αφού μάλιστα ήξευρε και την ιδικήν μου γνώμην που κλίνει.
Η νύμφη του με πολλήν χαράν δεχθείσα την πρόσκλησιν επήγεν. Έκτοτε δε δεν έπαυσε να επισκέπτεται τον πενθερόν της, όστις πολύ την εσυμπονούσε, με όλας τας κατηγορίας της Μαθήνας, διότι έβλεπεν ότι ήτο απλή και καλοπροαίρετος, με μίαν ακακίαν μικρού παιδίου στολισμένη. Ευλαβής δε προς τα θεία και γραμματισμένη, πολύ εβοηθούσε τον γέροντα εις τας προσευχάς του, αυτή αναγινώσκουσα τους ψαλμούς και τους ύμνους. Διότι ο γέρων δεν ημπορούσε πλέον να συχνάζη, κατά την έξιν του, εις την Εκκλησίαν, μόνον κατά, τας επισήμους ημέρας εκκλησιαζόμενος. Αυτό λοιπόν πολύ εκολάκευε τον γέροντα και συνετέλει εις το να αυξάνη την προς αυτήν συμπάθειάν του. Τα πρώτα λοιπόν έτη, όταν αι ελπίδες του περί της επανόδου του υιού του ήσαν ζωηραί ακόμη, και ητοιμάζετο με χαράν να τον δεχθή ως τον Άσωτον υιόν, την συνετήρει επαρκώς την νύμφην του. Αλλ' αφού η αφάνεια του Μοναχάκη παρετείνετο, ο γέρων ήρχισε ν' απελπίζεται και συνάμα να πτωχαίνη. Δεν είχεν άλλο εισόδημα από το πλοίον του. Αλλά το πλοίον του εχάθη πλέον δι' αυτόν. Ευρίσκετο λοιπόν εις στερήσεις ο γέρων. Η Ξενιώ, φιλότιμος, ήρχισε να στενοχωρήται, ήρχισε να φοβήται ότι του δίδει βάρος, και ηλάττωσε τας επισκέψεις της. Άλλως δε και η ανεψιά του γέροντος η υπηρετούσα αυτόν, μία γερόντισσα παράξενη, όλο και για τας ανάγκας των της ωμιλούσε.
— Τι να σου κάμη και το Απομαχικό! Το σπίτι θέλει έξοδα, παιδί μου! Δυο στόματα, τι θέλουμε να φάμε!
Τότε η Ξενιώ μόνον τας επισήμους ημέρας επήγαινεν. Ούτε ο γέρων την εκάλει πλέον. Παρήλθεν ήδη οκταετία μετά τον γάμον.
Χλωμή λοιπόν, σβυσμένη, σαν λαμπάδα νεκρού θαμβά φέγγουσα, με την κάλτσα της κρεμασμένην από τον λαιμόν, έβγαινε βράδυ-βράδυ από το πίσω μέρος του σπιτιού της, προς το βουνόν.
Να μη βλέπη την θάλασσαν, να μη θωρή τα καράβια. Το αφρισμένον πέλαγος την εζάλιζε. Τα καράβια την έσφαζον.
Και πλέκουσα την κάλτσαν της, μόνη, βράδυ-βράδυ, ανελογίζετο. Ανελογίζετο την τελευταίαν επιστολήν του θείου της, ενός ναυκλήρου, από την Πόλιν, και τας προφορικάς πληροφορίας του καπετάν-Γιαλή του Καλόγερου, φίλου στενού του καπετάν-Μοναχάκη του συζύγου της, αίτινες συνεφώνουν. Της έγραφεν ο θείος της από την Πόλιν, και της είπεν ο καπετάν-Καλόγερος.
— Τον απαντήσαμεν εις το Μπαλούκ-Χανέ, μέσα εις την βρωμερωτέραν συνοικίαν του Γαλατά. Εκάθητο με ένα ρώσον ναυτικόν εις μίαν φάμπρικαν ακάθαρτη, και έπιναν.
— Τούρτσι μπιλίρσιν; (μιλάς τούρκικα;) έλεγεν ο καπετάν-Μοναχάκης εις τον φίλον του τον ρώσον, σφλομωμένος από το καυστικόν ί σ ο ν (ούζον), αναμμένος πρόσωπον και οφθαλμούς και εκένου το καραφάκι του.
— Νιεζνάι! Νιεζνάι (δεν πειράζει, δεν πειράζει), απήντα ο ρώσος, χονδρός, μελαψός, με ένα κούκκον φοβερόν εκ δέρματος άρκτου, μ' έν επώμιον αποτρόπαιον, εκ δέρματος λύκου. Και εκένου και εκείνος το καραφάκι του ως ρώσος διψασμένος.
— Καπετάν Μοναχάκη! φεύγω για την πατρίδα! τω λέγει ο καπετάν- Καλόγερος. — Τα έγραφεν αυτά και η επιστολή του θείου της. — Τίποτε χαρτσιλήκι για την γυναίκα σου!
— Τούρτσι μπιλίρσιν; έλεγε πάλιν ο καπετάν-Μοναχάκης αποτεινόμενος προς τον φίλον του ρώσον και κενών το δεύτερον καραφάκι του ίσου.
— Νιεζνάι! Νιεζνάι! απήντα ο ρώσος πάλιν ροφών και αυτός το ιδικόν του.
Άλλην ημέραν τον συνήντησεν ο καπετάν-Καλόγερος, ο φίλος του, προς τον Τοπ- Χανέ.
Συλλογισμένος, παραπατών, εβάδιζε μόνος του ο καπετάν-Μοναχάκης, βραδέως αναπνέων, ως να έπασχεν εξ άσθματος προς την Κρασόσκαλα.
— Φεύγω για την Πατρίδα. Κανένα γράμμα!
— Έλα εις το Μεγάλο Αϊναλή να μ' εύρης το μεσημέρι. Είπε μισοσαστισμένος.
Ο καπετάν-Καλόγερος — ας είνε καλά ο άνθρωπος — επήγεν.
Αλλά πουθενά ο καπετάν-Μοναχάκης. Το ξενοδοχείον ήτο πλήρες κόσμου, κόσμου του Γαλατά πανσπερμικού, όστις εγευμάτιζεν εν οχλοβοή.
Κατόπιν τον συνήντησε πάλιν εις την αυτήν φάμπρικαν με τον αυτόν φίλον του ρώσον, εξαργυρώνοντα μίαν οθωμανικήν λίραν.
— Δεν θα μου δώσης τίποτε χαρτσιλήκι για το σπίτι σου; λέγει προς αυτόν ο καπετάν-Καλόγερος.
— Δεν σου είπα να έλθης εις το μικρό-Αϊναλή να μ' εύρης.
— Επήγα εις το Μεγάλο Αϊναλή, καθώς μου είπες.
— Σου είπα εις το Μικρό Αϊναλή, καρσί εις το Μεγάλο! Τώρα τα ξώδεψα. Επλήρωσα δικαιώματα, φαρικά, ετσουρμάρισα, έδωσα πλάτικα 'ς τους ναύταις μου, εγέμισα της αποθήκαις κουμπάνια.
Ο καπετάν-Καλόγερος τον εμούντσωσε και τον άφησε:
— Μπεκρούλιακα!
Αυτά διαλογιζομένη η Ξενιώ, επαναλαμβανόμενα απαράλλακτα από κάθε ταξειδιώτην, διήρχετο την ώραν πλέκουσα. Αλλ' από τον κόσμον εκρύπτετο.
— Όλο πλέκεις πλειο! της έλεγαν αι γειτόνισσαι.
— Κάλτσαις του καπετάν-Μοναχάκη!
— Είχες γράμμα;
— Είχα και είχα. Πώς θαρρείς;
Και αντήχει ο Βράχος από την λαχταριστήν φωνήν της, και από τα γέλοια των άλλων.
— Και μία γρηά, κακή γρηά, η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, την ερωτά κρυφά μίαν ημέραν εις τον φούρνον.
— Σου στέλνει, παιδί μου;
— Ακούς, μου στέλνει, λέει; Και λίραις και συχνάτσαις! εφώναξεν η Ξενιώ, ώστε η φουρνάρισσα ενωτισθείσα, εστράφη αποτόμως, ως διά να ίδη της λίραις, και έρριψε κάτω από το πτύον έν ψωμίον, μέσα εις τα φρύγανα των ξηροκλάδων.
Και η Ξενιώ με προσποιητήν πάντοτε χαράν εξηκολούθει να πλέκη την κάλτσαν της, κρεμασμένην από τον λαιμόν της, σαν να της την εφόρεσεν ο παπάς αντί για στεφάνια, την ημέραν του γάμου της.
— Πώς δεν έρχεται, παιδί μου, ο καπετάν-Μοναχάκης; ηρώτησεν άλλην ημέραν η γρηά Μαθήνα πάλιν, με τα πολλά κορίτσια.
— Πιάσθηκε σε δουλειά τακτική απάνω. Δουλεύει απάνω. Καιρό να φάγη δεν έχει. Απάνω εις τον Ποταμό, εις την Βραΐλα, έχει δουλειά τακτική.
Και ήρχοντο και παρήρχοντο η καλαίς ημέραις. Και πάλιν ξαναήρχοντο και πάλιν παρήρχοντο. Και το σπιτάκι που έλαμπε πρώτα σαν το χιόνι επάνω εις τον Βράχον με την αυλίτσα την κάτασπρην, εμαύρισε σαν φούρνος πλέον από τον καπνόν της δυστυχίας. Έτσι μαυρίζει κ' η καρδιά που έχει μέσα λύπη.
Αι γειτόνισσαις δεν την επίστευον πλέον. Εις τα γέλοια της άλλαι μεν εκρυφογελούσαν και άλλαι εκρυφόκλαιον.
Τότε πλέον έπαυσε και η προσποιητή χαρά της Ξενιώς. Αφού η αληθινή χαρά φεύγει, πολύ περισσότερον φεύγει η ψευδής. Και εύρισκε πλέον ανακούφισιν η Ξενιώ να προσεύχεται τας νύκτας προ της εικόνος της Θεοτόκου, μιας ωραιοτάτης εικόνος την οποίαν από το Άγιον Όρος της είχε φέρει ποτέ κάποιος συγγενής της, την Παναγίαν την Πορταΐτισσαν, έργον κάλλιστον των περιφήμων Γιασαφαίων την οποίαν εφαρμόσασα εις μίαν κομψοτάτην κορνίζαν είχεν αναρτήση εις το μικρόν εικονοστάσιόν της, ένδον εις τον κοιτώνα της, και ήναπτεν ενώπιόν της ακοίμητον κανδηλάκι. Αποκτήσασα δε και μίαν Φυλλάδα, πάλιν από το Άγιον Όρος, εν τη οποία περιεγράφετο η παράδοξος εύρεσίς της και τα άπειρα θαύματά της, συχνά την ανεγίνωσκε· σχεδόν απέξω την είχε μάθει. Εκ της πολλής δε χρήσεως αυτής τόσον πολλάς ελπίδας απέκτησε περί της επανόδου του συζύγου της, ώστε έλεγε πάντοτε προς την μητέρα της.
— Αν το θέλη η Πορταΐτισσα, θα έλθη, μητέρα μου, ο Μοναχάκης. Νά, δεν κυττάζεις τα ωραία ματάκια της Παναγίτσας μας; Δεν σου λέγουν ότι θα έλθη;
Και εξηκολούθει τας προσευχάς της ημέραν και νύκτα, γονυπετής ενώπιον της αγίας Εικόνος μέσα εις τους ευώδεις καπνούς των θυμιαμάτων που άφθονα είχεν ανάψει, σαν να ήτο μία ζωγραφιά αγγέλου, και έλεγε μετά κατανύξεως και πεποιθήσεως:
— Αν τον επότισαν, Παναγία μου Δεσποινα, χάλασέ τα τα μάγια! Πορταΐτισσά μου, καλή μου Παναγία!
Και καλογραία να ήτο, δεν θα προσηύχετο μετά τόσης θερμότητος και δεν θα ηγρύπνει μετά τόσου πόθου. Αμαρτωλή να ήτο, δεν θα έχυνε τόσα δάκρυα διά τας αμαρτίας της. Έως την αυγήν πολλάκις, που την έπαιρνεν ο ύπνος εκεί γονατιστήν, παγωμένην, ημιθανή. Η Παναγία μου τον έστειλεν, έλεγε παραμυθουμένη. Ώστε μίαν πρωίαν η μητέρα της εισελθούσα, — ελησμόνησε να κλειδώση — την εύρεν έτσι γονατιστήν, μ' επηρμένας χείρας ικέτιδας, άγαλμα έξοχον της Προσευχής, αγαθού λιθοξόου, μισοκοιμισμένην, ψιθυρίζουσαν ως εν ονείρω προς την Πανάμωμον Δέσποιναν.
— Αν είνε μάγια, Παναγία μου, λυπήσου με, και χάλασε τα μάγια! Πορταΐτισσά μου, καλή μου Παναγία μου!
Είχε διαδώσει τας ημέρας εκείνας η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, ότι τον καπετάν-Μοναχάκη τον επότισεν ο ίδιος ο πατέρας του. Αλλά πώς ήτο δυνατόν; Και από στόμα εις στόμα ευρέθη μία εξήγησις του παραδόξου τούτου, την οποίαν πάλιν η ίδια γρηά-Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια την διέδωκεν.
Ο καπετάν-Μαμμής δεν ήθελε τάχα για νύμφη του την Ξενιώ. Ήτανε φτωχούλα. Δεν ήταν και από σώι. Και εφώναξεν από την Χαλκίδα μάγισσαν, την κυρά-Χατζίνα,να την μαγεύση εις τον γάμον της ν' αποθάνη, να πάρη άλλην ο υιός του, ο καπετάν-Μοναχάκης, ώστε να πληρωθή και των δύο η επιθυμία. Η μητέρα όμως της Ξενιώς, έξυπνη γρηά, γνωρίζουσα από τοιαύτα περιστατικά, εφρόντισε, κατά την ώραν όπου θα έλεγεν ο εφημέριος, ο τελών το μυστήριον, το «Ευλογημένη η βασιλεία», ότε πιάνουν τα μάγια, εφρόντισεν η γραία μήτηρ να είνε κλειστά όλα τα παράθυρα και η πόρτα. Κατώρθωσε δε να ορισθή ο γάμος την αυγήν μετά το λάλημα του πετεινού, ότε διαλύονται αι σατανικαί ενέργειαι. Αλλ' ο εφημέριος έκαμε λάθος και ήλθεν επάνω 'ς τα μεσάνυκτα. Η γραία όμως έλαβε τα μέτρα της και έκλεισε μόνη της πόρταις και παράθυρα. Άρχισε το Μυστήριον. Οι ολίγοι καλεσμένοι ήλθαν όλοι. Άλλαξε τα δακτυλίδια ο εφημέριος. Η γραία μήτηρ είνε ήσυχος. Πόρταις και παράθυρα κλειστά. Μόνον που δεν άκουσε τον πετεινόν. Αλλά δεν εφοβείτο, είχε χώσει εις τον κόλπον των στεφομένων από έν μικρόν Τετραβάγγελον. Αλλ' όταν ο Παπα-Νικόλας με την φωνήν του την μεγάλην, πανηγυρικήν ως σάλπισμα εβραϊκής νεομηνίας, ήρχισε να κραυγάζη επάνω 'ς τα μεσάνυκτα «Ευλογημένη η βασιλεία. . .», τρακ! ακούεται υπόκωφος, σατανικός κρότος, και ανοίγει έν παράθυρον προς τ' αριστερά, έν μικρόν παράθυρον μ' έν παραθυρόφυλλον μόνον, ως άνθρωπος μ' ένα μάτι.
— Πάει! εφώναξε μισολιπόθυμος η γραία μήτηρ, ξηρά και μονοκόκκαλη ως λύκαινα.
— Μη διακόπτετε το Μυστήριον! εκραύγασε και ο Παπά-Νικόλας με την γνωστήν του αυστηρότητα, και προέβη εις το τέλος.
Εδαιμονίσθη η γραία μήτηρ. Ποίος ήνοιξε το παράθυρον;
— Μια γυναίκα!
— Ποια γυναίκα!
Αόρατος, σατανική φαντασία.
Η γραία εμετρούσε τους καλεσμένους.
— Ποιος εμβήκεν! Διετάρασσεν η μήτηρ όλον το Μυστήριον.
— Εγώ! εψιθύρισε με σβυστήν φωνήν η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια! Με είχε καλέσει ο καπετάν-Μαμμής,
— Και δεν έβλεπες την πόρτα;
— Μεσάνυχτα! Βλέπω η καϋμένη;
Και όμως έλεγεν η διάδοσις και διώρθωνεν η γρηά-Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, ότι πράγματι είδε μια γυναίκα — εγώ δεν ήμουν, να χαρώ τα κορίτσια μου! — εγώ ήμουν καλεσμένη. Αλλά πριν έμβω εγώ, εμβήκε μια άλλη γρηά και πάλιν χάθηκε. Τα μυρίσθηκα εγώ εκείνην την ώραν τα μάγια. Καπνός εμύρισε την στιγμήν εκείνην, καπνός σαν να έκαιαν ψόφια νυχτερίδα. Ο γαμβρός εφτερνίσθη τρεις φοραίς. Μα έκαμε λάθος η μάγισσα, έλεγεν η γρηά-Μαθήνα, την έβαλεν ο καπετάν-Μαμμής να μαγεύση την νύμφη, και αυτή — εμπέρδευσε, λέει, η γλώσσα της — και εμάγευσε τον γαμβρόν να μη ξαναγυρίση 'ς το σπίτι και 'ς την πατρίδα του. Ακούτε πράγματα εσείς; έλεγεν η γρηά-Μαθήνα έκθαμβος.
Ύστερον από τόσα χρόνια κυκλοφορήσασα αυτή η διάδοσις έγεινεν ευκολώτερον πιστευτή. Την επίστευσε και η Ξενιώ, η οποία εγνώριζε του πενθερού της τας διαθέσεις οπού δεν την εκαλοήθελε διά νύμφην του, εγνώριζε και την ακαταστασίαν της γρηα- Μαθήνας περί τα τοιαύτα. Αλλά αποφεύγουσα τον θόρυβον και τα σκάνδαλα, έκαμνε πώς δεν άκουσε τίποτε· δεν ωμίλησε διόλου.
Η γραία όμως μητέρα της νευρική και οξύθυμος, ως είνε αι γερόντισσαι, την επίστευσε την κακόβουλον φήμην, και χωρίς να γνωρίζη η κόρη της, ένα βράδυ, νηστική, ζαλισμένη, απεφάσισε να υπάγη εις τον γέροντα τον καπετάν-Μαμμή και να τον ικετεύση να χαλάσουν τα μάγια αλλ' από τον πόνον της ωμίλησε με αυθάδειαν κάπως.
— Δεν 'νομάζεις Θεό, καπετάν-Μαμμή;
Είπε κλαίουσα η γραία.
Αλλ' ο καπετάν-Μαμμης επάνω εις το παλαιόν διβάνι του ξαπλωμένος, δεν αντελήφθη αμέσως. Ούτε την είδε. Μη λαμβάνων τόσα χρόνια μαξούλια από την σκούναν του και ούτε γράμμα — δεν ημπορούσε να την επιτύχη εις λιμένα ώστε να την κατάσχη ως ιδιοκτησίαν του — έτρωγεν από τα έτοιμα, χαλνών ένα-ένα τα βενετικά φλωρία. Την ημέραν εκείνην είχε χαλάσει το τελευταίον φλωρίον του και ήτο λίαν εξοργισμένος. Ποδαλγός, πονών, ήτο εξηπλωμένος επί του ξηρού εκείνου μενδερίου, εγγύς ημισβόστου εστίας, χωρίς όρεξιν καπνίζων το τσιμπούκι του, ότε εισήλθεν η γραία μήτηρ της νύμφης του.
— Δεν 'νομάζεις Θεό, καπετάν-Μαμμή;
Επανέλαβε μετά δακρύων η γραία τρέμουσα από οργήν.
— Καλά που σ' έφερεν η τύχη μου μέσα 'ς τα χέρια μου!
Εκραύγασεν αίφνης ο καπετάν-Μαμμής. Και σηκώσας το τσιμπούκι του μετά πόνου:
— Παληομάγισσαις! εκραύγαζε· και προσεπάθει να κτυπήση την γραίαν, τραυλίζουσαν και απομακρυνομένην.
— Ανόμαχτε! Ανόμαχτε! Ως και το παιδί σου εμάγεψες;
— Τι είπες; Τι είπες;
Εβρυχήθη ο γέρων και στηρίζων τον ένα πόδα του επί της εστίας και ημιεγείρων τον άλλον, ακκουμβών και την μίαν χείρα του επί του διβανίου, έβλεπεν άνω, προς το αιμοχαρώς στίλβον γιαταγάνι του, να σηκωθή, να το ξεκρεμάση και να την κάμη τέσσερα κομμάτια, ότε εισήλθεν αίφνης ο φίλος του εφημέριος, ο Παπα-Νικόλας, όστις εις τας καλάς ημέρας και τας νύκτας του χειμώνος, συνήθιζε να επισκέπτηται τον γέροντα ποδαλγόν, ίνα τον παρηγορή, ιδίως αφ' ότου ήρχισε να πάσχη και εκ διαφόρων στερήσεων, και ίνα ακούη τας ωραίας και συγκινητικάς διηγήσεις του περί της Πόλεως, που του διηγείτο ωραία και άγνωστα εις αυτόν.
— Καλά που ήλθες, Παπα-Νικόλα! Ο Θεός σε έστειλεν. Ακόμα ολίγον να διαπράξω έγκλημα, επάνω εις τον θυμόν μου.
Είπεν ο καπετάν-Μαμμής προσπαθών μετά πολλής βίας να καταπνίξη την οργήν του.
— Όχι, αγαπητέ φίλε. Ο θυμός ποτέ δεν είνε καλόν πράγμα.
Ο καπετάν-Μαμμής ήρχισεν ολίγον κατ' ολίγον να κατευνάζεται ωσάν εξατμιζομένη μηχανή προς την εμφάνισιν του ιερέως, τον οποίον πολύ εσέβετο. Η δε γραία συμπεθέρα του, η ξηρά και μονοκόκκαλη ως λύκαινα έγεινεν άφαντος.
Ξανακάθησε λοιπόν ο γέρων επί του μαλακού του διβανίου και σύρων με οικειότητα από το χέρι τον ιερέα, τον έβαλε να καθήση πλησίον του, και κοντανασαίνων ακόμη από την εκπνέουσαν οργήν του ησπάσθη την δεξιάν του, και ήρχισε να ομιλή με σχετικήν ηρεμίαν.
— Μ' εσφλόμωσαν οι λογισμοί! Φοβερόν πράγμα! Μάγια από 'δω, μάγια από κει. Φοβερόν πράγμα! Εμάγεψα, λέγει, το παιδί μου, εγώ . . .
— Είνε πειρασμοί, καπετάνιο μου! Διώχνε τους. — Εγώ τους διώχνω, αλλ' αυτοί έρχονται πάλιν.
— Καταδίωξέ τους!
— Σου έτυχε καμμιά φορά εις την θάλασσα, παπά μου, να φυσάνε οι καιροί από παντού, γύρω-γύρω, και να μη ξεύρης τι καιρός είνε, τι καιρός θα στερεώση, και να σαστίζης, και να μη ξεύρης τι να κάμης; Το ίδιο συμβαίνει τώρα εις εμένα και έξω εις την στεριά. Μάγια από δω, μάγια από κει! Και να μη ξεύρης ποιος τάκαμε. Ότι είνε καμωμένα μάγια εις αυτήν την δουλειά, δεν έχω αμφιβολίαν. Αλλ' από πού θα φυσήξη ο καιρός;
Ο ιερεύς διά να κατευνάση τελείως τον φίλον του, ήλλαξεν ομιλίαν αμέσως, και ερωτά.
— Είχες κανένα γράμμα; Τώρα ήλθε το ταχυδρομείον.
— Τι γράμμα και ξεγράμμα, Παπα-Νικόλα μου! Εγώ το ξέγραψα πλέον το παιδί μου. Για μένα είνε σαν να μη υπάρχη. Πάνε οκτώ χρόνια τώρα και η αιδεσιμότης σου κάθησαι και μου γραμματίζεις! Εντρέπομαι τον κόσμον, αλλέως θα έστελνα τα χαρτιά σε κανένα δικηγόρο να κατάσχω την περιουσίαν μου. Ευρίσκεται τώρα δεμένος ς' την Πόλι ς' τον Κουρου- τσεσμέ, καθώς μου έγραψαν. Κάνει κανένα κουτσοτάξειδο εκεί γύρω, και ύστερα δένει ς' το Κουρου-τσεσμέ και ξεχειμωνιάζει,
Και να δης, Παπά μου, είνε ένα παράξενο πράμμα ς' αυτό το παιδί! Μήπως έχει, θαρρείς, κουμπάραις και τον τρώνε. Όχι, παπά μου, ούτε κουμπάραις, ούτε βαπτιστικαίς. Αλλά έτσι γυρίζει εις της φάμπρικαις, ένας παρολογιασμένος. Εκεί τρώει, εκεί κοιμάται. Μαζί με τα βαρέλια και με κάτι άλλους ομοίους του, εκεί εις τα Καράκιοϊ και το Μπαλούκ- παζάρ, εις την βρώμα και δυσωδία.
Και μετά μικρόν εξηκολούθησε:
Δεν είμαστε κι' ημείς μια φορά νέοι, παπά-Νικόλα; Μα είχαμε και ψίχα φιλότιμο επάνω μας. Πηγαίναμε κι' εμείς ς' την Πόλι, αλλά εκυττάζαμε να φερθούμε σαν καραβοκυρέοι.
Όχι ολοένα ς' της φάμπρικαις! Την Κυριακήν το πρωί θα πηγαίναμε ς' την Εκκλησία, ν' ακούσωμεν την Λειτουργίαν μας. Πότε εις τον Άγιον Νικόλαον του Γαλατά, που πηγαίνουν όλοι οι κεφαλλονήταις, πότε ς' του Τζουμπαλή που συχνάζουν όλα τα ισνάφια της Σταμπούλ με ευλάβεια, πότε εις το Φανάρι να ιδούμε τον Πατριάρχην μας και ν' ακούσωμεν τον Ραιδεστινόν τον πρωτοψάλτην. Και πότε ς' την Παναγίαν ς' το Σταυροδρόμι, ν' ακούσωμεν τον Καμπούρην, τον Ευστράτιον, που ο λάρυγγάς του λες κι' ήτανε αηδόνι. Μετά την λειτουργίαν θα επηγαίναμε εις το Χιώτικο Καφενείον, ς' το Καράκιοϊ, να μιλήσωμε με όλους τους μεγαλοπλοιάρχους τους Χιώταις, να ανταμώσωμε τους μεγάλους μεσίτας, να μάθωμε για της δουλειαίς πώς πάνε. Το δειλινόν πάλιν θα πηγαίναμε περίπατο πότε ς' την Αγία Βλαχέρνα, πότε ς' το Μπαλουκλή, να πιούμε αγίασμα, να ιδούμε και τα ψαράκια που είνε μισοτηγανισμένα. Καμμιά φορά προχωρούσαμεν ως το Μακρύκιοϊ, κ' εβλέπαμε τους ιταλούς που ψαρεύανε σε κάτι λίμναις τους βατράχους. Ακούς να τους τρώνε, παπά- Νικόλα;
Εγώ προ πάντων δεν άφησα τίποτε αγύριστον από τας αρχαιότητας. Και να μη μου μοιάση διόλου ο Μοναχάκης; Μεγάλο καϋμό το έχω! Χωρίς άλλο τον έχουν μαγεμένον, γιατί αυτός δεν ήτανε έτσι προτήτερα.
— Αν είνε μαγεμένος, με την υπομονήν και την καταφυγή εις τα θεία, θα χαλάσουν τα μάγια. Έχω μια τέτοια ελπίδα διέκοψεν ο ευλαβής εφημέριος. Αλλά χρειάζεται προσφυγή εις τα θεία. Και καθώς μανθάνω, η καϋμένη η νύμφη σου ολοένα προσεύχεται και αγρυπνεί και κλαίει . . .
— Ως και εις τον τάφον του Κωνσταντίνου επήγα, εξηκολούθησεν ο γέρων ενθουσιασμένος πλέον από την διήγησίν του. Είνε μέσα καταμεσής ς' την Σταμπούλ. Μυρμηκιά γύρω τα τούρκικα σπίτια. Σ' το Βεφά-Μεϊντάν. Πίσω ς' την αυλίτσα ς' ένα μεγάλο χάνι που δουλεύουν Αρμένιοι υφανταί. Εκεί είνε ο τάφος του Παλαιολόγου σκεπασμένος με λιθάρια ρυπαρά και όστρακα από δε την υγρασίαν οπού υπάρχει εκεί, εφύτρωσαν αγριόχορτα διάφορα. Και μία μισόξηρη ακακία που στάζουν τα φύλλα της μαύρη δροσιά, σαν να κλαίη τον Βασιλέα μας με μαύρα δάκρυα. Δίπλα του είνε και ο τάφος του Αράπη που τον εσκότωσε, τον Κωνσταντίνον, όταν κατά την Άλωσιν βουτυγμένος μέσα εις το αίμα, με μισό σπαθί, ανάμεσα εις τα πτώματα όλων των υπασπιστών του εφώναζε για τελευταία φορά:
— Δεν υπάρχει κανένας Χριστιανός, να πάρη το κεφάλι μου; Ο συμπαθέστατος ιερεύς ήρχισε να κλαίη.
Ο δε καπετάν-Μαμμής ενθουσιασμένος εξηκολούθησε.
— Τα είδες εσύ ποτέ σου αυτά, παπά-Νικόλα μου; Εγώ τα είδα. Μάλιστα. Εκεί είνε λοιπόν και ο Αράπης θαμμένος, και του ανάπτουν και καντήλι οι Τούρκοι και τον έχουν τον τάφον του με κάγκελλα συγυρισμένον και ένα εύμορφον κλήμα τον σκεπάζει με τα πλατειά τα φύλλα του. Μια φορά κ' ένα καιρό οι Χριστιανοί του χανιού εκείνου άναπταν και ς' του Κωνσταντίνου τον τάφον καντήλι, αλλά το ανεκάλυψαν οι Τούρκοι από κάτι κονάκια υψηλά οπού είνε εκεί κοντά, κάτι θηριόσπιτα, και τρόμαξαν να γλυτώσουν το κεφάλι τους οι Χριστιανοί. Από τότε δεν άναψαν πλέον καντήλι ς' του Κωνσταντίνου τον τάφον.
Και καταληφθείς ο γέρων πλοίαρχος από ένθεον πλέον ευγλωττίαν, ήρχισε να διηγήται προς τον έκθαμβον εφημέριον το πώς έγινεν η άλωσις της Πόλεως. Ήρχισε να περιγράφη την σφαγήν και την εξιλαστήριον θυσίαν του Γένους και την μαύρην ολοκαύτωσιν, με ρητορείαν ακατάσχετον, του Χρονογράφου γλαφυράν παράστασιν. Του Νοταρά τον όλεθρον και όλων των προμάχων της πατρίδος μας να περιγράφη ολοζώντανα, και την αιχμαλωσίαν και ταπείνωσιν παρθένων φημισμένων και καλογραιών. Και την βοήν την φοβεράν που εβόυζεν η σφαζομένη Πόλις η Επτάλοφος. «Πήραν την Πόλιν! Πήραν την!»
Διέκοψε τώρα επί μικρόν εις αναψυχήν και πάλιν λέγει:
— Ξεύρεις, παπά μου, πόσους ναύλους εγώ έχασα ς' την Φραγκιά για να προτιμήσω την Πόλιν; Τώρα η νεολαία ξεύρει μόνον της φάμπρικαις της Πόλεως. Και πού να σου πω ακόμα πως ολίγον έλειψε να ιδώ και τον Άγιον Βασιλέα!
— Τον Άγιον Βασιλέα! εκραύγασεν έκθαμβος ο ιερεύς. Μέγας ει Κύριε! Άλλη φορά δεν μου τα είπες αυτά. Και υπάρχει αληθινά, και κοιμάται, καθώς γράφουν τα βιβλία μας;
— Μάλιστα, παπά μου. Είχα γνωρίσει ένα Ιμάμην που εις το κρυφόν ήτο Χριστιανός. Είνε πολλοί τέτοιοι εις την Πόλιν. Μου λέγει λοιπόν ο φίλος μου ένα μέγα Σάββατον.
— Σήμερα, καπετάνιο μου, θα ανοίξη η πόρτα της Αγίας Σοφίας, οπόθεν καταβαίνει κανείς εις τα υπόγεια. Όλον τον άλλον χρόνον είνε κλειστή η πόρτα αυτή. Πολλοί ολίγοι το ξεύρουν αυτά το μυστήριον. Θα ανοίξη σήμερα να έβγη το μπακαλόπουλο που μένει κλεισμένο κάτω, να ψωνίση λάδι για τα καντήλια της Εκκλησίας που είνε κάτω εις τα υπόγεια με ατελείωτον την λειτουργίαν της, ένα φρικαστικόν πράγμα, καπετάνιο μου, οπού φαίνεται σαν μαρμαρωμένη ζωγραφιά, ακίνητος, ανάγλυπτος. Εγώ απόμεινα χάσκων από το θάμβος.
— Βράδυ-βράδυ, μου λέγει ο φίλος μου ο Ιμάμης, άμα νυκτώση· θα σε πάρω να καταιβούμε κάτω μαζί, να ιδής μυστήρια και θαύματα, να ιδής τον παπά σας μέσα εις το άγιο βήμα υψηλός κι' ολόχρυσος να λειτουργά, ακίνητος σαν άγαλμα· να ιδής τον διάκο και αυτόν ολόχρυσον με τα ξανθά μαλλιά του ως την πλάτη να στέκη έξω εις τον χορόν ωσάν μαρμάρινος, ακίνητος. Και δίπλα εκεί να ιδής, καλέ μου φίλε, καπετάνιε μου, επάνω εις ένα καναπέ ολόχρυσον ωσάν εις ένα θρόνον τον Άγιον Βασιλέα, οπού κοιμάται, και με τους ανασσασμούς του κονταναιβαίνει το στήθος του, σαν όταν κοιμάται ένας ζωντανός. Φορεί το στέμμα και κρατεί το σκήπτρον του ωχρός σαν πεθαμένος, πλην μαλακά τα μέλη του σαν ζωντανός . . .
Αλλά την στιγμήν εκείνην διεκόπη ο γέρων αίφνης αποτόμως από τον γραμματοκομιστήν, όστις εισελθών εκόμιζε δύο επιστολάς, μίαν προς τον καπετάν-Μαμμήν και άλλην προς την νύμφην του, την οποίαν ο γραμματοκομιστής μετέβη αμέσως να επιδώση.
— Καλώς τα δέχθηκες! ηυχήθη ο ιερεύς. Είδες που το επροφήτευσα;
Και εθεώρησε καλόν να αφήση μόνον τον φίλον του.
— Ε! διάβασε με ησυχίαν το γράμμα, και άλλη φορά μου λες για τον Άγιον Βασιλέα· θαρρώ ότι να είνε καλό γράμμα αυτό.
Και απέμεινε μόνος ο καπετάν-Μαμμής με την επιστολήν εις χείρας και παρατηρών τας σφραγίδας της.
— Από την Πόλιν! εφώναξεν αίφνης σαν να τον εδάγκασε κανέν θηρίον. Είνε γράμμα του παιδού μου!
Ανεπήδησεν από το μενδέρι του σαν να τον ανετίναξε σεισμός δυνατός.
— Ω θαύμα θαυμάτων!
Και θωπεύσας τον πονούντα πόδα του απεσφράγιζεν, εξέσχιζε μάλλον τον φάκελλον. Και συγχρόνως διελογίζετο τας τελευταίας πληροφορίας οπού είχε περί του «μεθύστακα» υιού του.
Τω είπον τελευταίον ότι εθεάθη εις το Βουγιουκδερέ, ρακένδυτος. Κυριακή πρωί, με τας νιτσεράδας του σκεπάζων την γύμνωσίν του. Και μ' ένα καπέλλο από νιτζεράδα κίτρινη και αυτό, ενώ ήτο ήλιος, χαρά Θεού. Έπινε σπίρτο εις έν παντοπωλείον της ναυτικής συνοικίας, προς το άκρον του χωρίου. Και ότι η σκούνα του δεμένη εις την Στένην, εις το Κατάστενον του Βοσπόρου, με σάπια ξάρτια και κουρελιασμένα πανιά, ξεβαμμένη, με ξεθωριασμένο το άσπρο μπουρδό της, ήτον κατασχεμένη ίσως. Αυτά διελογίζετο έως ου ξεδιπλώση την επιστολήν. Έπειτα ήρχισε ν' αναγινώσκη:
«Ήμουν εις το Ταϊγάνι τον τελευταίον χειμώνα, κλεισμένος, χωρίς δουλειά, χωρίς πεντάρα. Ας είνε καλά ο φίλος μου ο καπετάν-Καλόγερος οπού μ' έτρεφε και με συνετήρει. Εμβήκαμε εις ένα τραχτήρι — καφενείον να πούμε — να ζεσταθούμεν. Ήμουν ξεμέθυστος, ομολογώ, πατέρα μου, εξομολογούμαι την πτώσιν μου, ωσάν ένας δεύτερος Άσωτος υιός. Και νά, και περνά απέξω ο παπά Σεραφάκος ο Ιβηρίτης προηγούμενος, ο κοντούτσικος, με την Παναγίαν την Πορταΐτισσαν, από το Άγιον Όρος. Όχι την ίδια. Αντίγραφον αυτής. Η ίδια σαν φύγη από το Άγιον Όρος, τους είπε, πάει το Άγιον Όρος. Φεύγεστε να φεύγουμε. Ο σώζων σώζου. Η ίδια είνε εις των Ιβήρων τώρα, εις το εύμορφον μικρόν παρεκκλήσι της, φορτωμένη από διαμάντια και χρυσαφικά, στολίδια ατίμητα. Αλλ' αυτή οπού είχεν ο παπά Σεραφάκος είνε από την Μόσχαν, από το περίφημον Μετόχι των Ιβήρων, το οποίον εδιοικούσεν εκείνα τα χρόνια ο παπά Σεραφάκος σταλμένος από την Μονήν, όστις εξήλθεν εις περιοδείαν ανά την Ρωσίαν, κατά την συνήθειαν, να κάμη αγιασμούς. Οι ρώσοι οπού ήσαν εις το τραχτήρι, μόλις είδαν απέξω τον διακαμό του παπά Σεραφάκου με την Πορταΐτισσαν, που έκαμνεν αγιασμούς, έτρεξαν κ' έπεσαν εις τα γόνατα και την ησπάζοντο μετά δακρύων. Επήγα και εγώ: Δεν ξεύρω πώς μου εφάνη. Η Πορταΐτισσα, καπετάν- Καλόγερε, λέγω εις τον φίλον μου. Δεν πάμε και 'μεις; Κάποιος μου μίλησε μέσα μου. Έτσι μου εφάνη. Εβγήκα έξω, εγονάτισα, την κατεφίλησα και ησθάνθην μίαν γλυκάδα μέσα εις την καρδίαν μου, σαν ο άρρωστος όταν παίρνη δυναμωτικό.»
Ο καπετάν-Μαμμής ανεστέναξε και έκαμε τον σταυρόν του.
Και πάλιν εξηκολούθησε με δικαίαν περιέργειαν.
«Οι ρώσοι συνάχθηκαν γύρω-γύρω, μελίσσι. Κ' έκαμναν μετάνοιαις έως κάτω, σαν εις την εκκλησίαν. Τέλος έφυγεν ο παπά Σεραφάκος. Εμπρός ο υποτακτικός του με το φανάρι, πίσω ο παπά Σεραφάκος με την Πορταΐτισσαν, μίαν μικράν μαλαματένιαν Παναγίτσαν. Εμβήκαμε πάλιν μέσα εις το τραχτήρι.
— Δεν κάμνεις ένα αγιασμό; Μου λέγει ο φίλος μου.
Εγώ δεν άκουα. Είχα τον νουν μου εις την μαλαματένιαν Παναγίτσαν.
— Είδες διαμαντικά; έλεγα προς τον φίλον μου.
— Έκαμεν άπειρα θαύματα, μου απαντά ο καπετάν-Καλόγερος. Χωλοί επεριπάτησαν, κωφοί ήκουσαν, άλαλοι ωμίλησαν, τυφλοί ανέβλεψαν, δαιμονισμένοι εθεραπεύθησαν. Δεν κάμνεις ένα αγιασμό; Εγώ πληρόνω τον παπά.
Το βράδυ επήγαμε εις το κελλί του παπά-Σεραφάκου, να κάμω αγιασμόν, να με διαβάση ο παπά-Σεραφάκος, να με σταυρώση με την Παναγίαν. Ήμουν ξεμέθυστος, νηστικός καθώς λέμε ημείς εις την γλώσσαν μας.
Επάνω εις ένα πολύτιμον εικονοστάσιον, ολόχρυσον, ήτο η Παναγία η Πορταΐτισσα, μαλαματένια, φορτωμένη από διαμαντόπετραις και άλλα χρυσαφικά. Λαμπάδαις άμέτρηταις έκαιαν εμπροστά της κ' εφαίνοντο ως ζωντανά τα ζωγραφισμένα αίματα εις τον Παρθενικόν λαιμόν της, οπού την εμαχαίρωσεν ο άπιστος αγαρηνός μια φορά, την αγίαν εικόνα εις την σιαγόνα. Εδώ κ' εκεί μέσα εις το κελλί ήσαν σωριασμένοι άρρωστοι, κ' ένας δαιμονισμένος, εις μίαν γωνίαν, έτριζε τα δόντια του και τα σίδερα. Ο Παπά-Σεραφάκος αδιακόπως εδιάβαζεν.
Εγώ, μόλις εμβήκα εις το κελλί, εκατάλαβα ένα χέρι που μ' έσπρωχνεν από πίσω να πάγω πάραυτα να γονατίσω εμπρός εις την Πορταΐτισσαν. Κατ' αρχάς εθάρρεψα ότι ήτον ο φίλος μου ο καπετάν-Καλόγερος, αλλ' αυτός ήτον εμπρός μου. Πίσω δεν ήτο άλλος. Και όμως ησθάνθην βαρύ πάλιν ένα χέρι αόρατον, οπού μ' έσπρωχνε με βίαν να πέσω πάραυτα να γονατίσω. Και ακούω — μου εφάνη — μέσα μου μια γλυκεία φωνίτσα, μια ψιλή-ψιλή φωνίτσα, σαν της Ξενιώς μου την μελωδική φωνή οπού μου έλεγε να πω: «Δεν έχεις γιατρικό και για τα μάγια, Παναγίτσα μου;»
Και πήγ' αμέσως κ' έπεσα τα μπρούμιτα, γονατιστός μπροστά 'στήν Πορταΐτισσαν κ' εφώναξα καθώς μου υπαγόρευεν η άγνωστος μελωδική φωνή, της Ξενιώς μου η γλυκειά φωνίτσα.
— Δεν έχεις γιατρικό και για τα μάγια, Παναγίτσα μου; Δεν έχεις γιατρικό;
Ο παπά-Σεραφάκος άρχισε να ψάλη την παράκλησιν, και ο φίλος μου ο καπετάν- Καλόγερος, γονατιστός και ασκεπής, προσηύχετο και αυτός.
Μετ' ολίγον ο παπά-Σεραφάκος μετά φόβου λαβών την Πορταΐτισσαν την ήγγισεν επάνω εις την κεφαλήν μου. Εζαλίσθην, βαρειά μ' εφάνη. βάρος ακατάσχετον. Ανατριχίλα ως από πυρετού ισχυρού μου ήλθεν. Όλον μου το σώμα έτρεμε. Την καρδίαν μου την έσφιγγε χέρι δυνατό, να την σπαράξη. Η γλώσσα μου ετραύλιζε λέξεις ασυναρτήτους. Ο παπά-Σεραφάκος εδιάβαζεν, εδιάβαζεν.
— Είχεν ανοίξει το κρασί της, ετραύλιζα εγώ. Η γειτόνισσά μας η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια. Και μ' εφώναξε να με κεράση. Μου γέμισεν ένα ποτήρι. Το ήπια όλο χωρίς υποψίαν. Μου εφάνη κάτω-κάτω ότι είχε στάκτην ψιλήν, απόζουσαν. Την μισή την κατέπιον, την άλλην την έπτυσα. Η ίδια ήλθε πάλιν εις τους γάμους μου, μ' εκάπνισε μ' ένα καπνόν βρωμερόν ως ψόφιας νυκτερίδας δυσωδίαν.
— Κύριε ελέησον! έλεγεν ο φίλος μου.
Ο παπά-Σεραφάκος, απαθής, σαν να είδε πολλά τέτοια, εξηκολούθει την παράκλησιν, οπού εμένα σαν να έβλεπα όνειρον μου εφαίνετο· και σαν ένα πολύ ζωηρόν όνειρον σου τα γράφω τώρα όλα αυτά, οπού συνέβησαν εις εμένα.
— Τι είπες, καπετάν-Μοναχάκη! Με ηρώτησεν ο φίλος μου. Εγώ εξηκολούθουν τα παραληρήματα. Το κρασί ήτο, για να γείνω μέθυσος. Ο καπνός για να μη ξαναγυρίσω 'ς την πατρίδα.
— Κύριε ελέησον! Επανέλαβεν ο φίλος μου. »
— Παναγία μου Πορταΐτισσα! είπε και ο καπετάν-Μαμμής.
Και ανέγνωσε πάλιν.
«Ο παπά-Σεραφάκος εξηκολούθει ψάλλων τώρα τα μεγαλυνάρια: Την υψηλοτέραν των Ουρανών . . . Από των πολλών μου αμαρτιών . . . Δέσποινα και μήτερ του λυτρωτού . . . Άλαλα τα χείλη των ασεβών . . .
Τότε έβαλον κραυγήν και έμεινα άφωνος.
— Πάει, παπά! Είπεν ο καπετάν-Καλόγερος. Συχωρέθηκε!
— Κοιμάται! λέγει ο παπά-Σεραφάκος. Αφήστε τον ήσυχον. Μ' εσκέπασε τότε με την γούναν του. Ετοποθέτησε κοντά μου την Παναγίαν μ' ένα φαναράκι και ξαναείπεν:
— Αφήστε τον να κοιμηθή.
Και μετά ύπνον εξάωρον, διαρκή και βαθύν, ηγέρθην ήσυχος, ελαφρός, ελεύθερος. Μεγάλη η χάρις σου, ω Πορταΐτισσα. Είμαι άλλος άνθρωπος, νέος άνθρωπος, Λες και ξαναβαπτίσθηκα. Εγώ που χρόνια τώρα δεν ηρώτησα για τους γονείς, για την γυναίκα μου, για την πατρίδα μου, αμέσως εζήτησα το πρωί να μάθω. Πώς μ' εξέχασες τόσα χρόνια, βρε καπετάν-Καλόγερε; του είπα. Δεν ξεύρεις πως είμεθα πατριώταις, πες μου, πες μου για τον πατέρα μου . . . πες μου για την γυναίκα μου! Και άρχισα να κλαίω».
— Μεγάλη η χάρις σου Παναγία μου! Είπε πάλιν και ο καπετάν-Μαμμής και εξηκολούθησε.
«Μετ' ολίγας ημέρας εναυλώθην ναύλον καλόν διά Ζάκυνθον· και να με περιμένετε να κάμωμεν τα Χριστούγεννα μαζί. Θα μείνω μαζί σας έως ν' αγιασθούν τα νερά. Τα Φώτα χωρίς άλλο θα είμαι μαζί σας».
Ο καπετάν-Μαμμής έκαμνε τον σταυρόν του χαίρων και θαυμάζων. Εγέμισε δε χαράν το πρόσωπόν του. Ξανάνειωσεν.
— Είδες της μάγισσαις! Καλά εγώ το υπώπτευσα. Το παιδί μου, το καλό παιδί μου εκείνο, ο Μοναχάκης μου, οπού ήτανε σαν κορίτσι να καταντήση σε τέτοιο κατάντιο! . . . Εβρυχήθη ωσάν λέων που του τράβηξαν την χαίτη μέσα εις το κλουβί. Και εγώ ήθελα να της τον δώσω γαμβρόν της μιας κόρης της. Η μάγισσα! . . . Και θα πήγαινε να την κόψη με το κλέφτικο γιαταγάνι του, εσκέπτετο· αλλά δύο ημέρας προτήτερα την είχε κόψει ο θάνατος, ένας πολύ κακός θάνατος, μαγίσσης θάνατος. Και μετά μικράν έκθαμβον σιγήν εψιθύρισε: Θάνατος αμαρτωλών πονηρός! Και εφίλησε την επιστολήν του υιού του σταυροκοπούμενος.
Αλλ' έως ου να καλοδιαβάση το γράμμα ο γέρων, ασυνήθης θόρυβος ηκούσθη έξω ως όταν έρχεται εις την νήσον κανείς επίσημος. Παιδία και γέροντες, γυναίκες και άνδρες συνέρρεον προς την αγοράν με φωνάς και εκφωνήσεις, μόνον ότι δεν εσήμαιναν και οι κώδωνες των ναών. Όμιλοι παμπληθείς από τα υψώματα της άνω Γειτονιάς εθεώρουν προς την παραλίαν και τον λιμένα, και μία βοή αόριστος ανέβαινε προς τα επάνω. Ταύτης ενωτισθείς και ο γέρων ήρχισε να ακροάται μετά προσοχής, όταν ακούωνται φωναί.
— Ήλθεν ο Μοναχάκης! Ήλθεν η σκούνα του Μοναχάκη!
— Τι; Τι; εψιθύρισεν ο γέρων· και με ένα άλμα νεανικόν ευρέθη αίφνης όρθιος. Εκείνος ο ποδαλγός! Και επροχώρει προς την θύραν βαστάζων την επιστολήν ανοικτήν ακόμη και επαναλαμβάνων ως εν παραληρήματι:
— Ποιος; Ποιος ήλθεν;
Ότε εμβαίνει με χαράν η νύμφη του βαστάζουσα και αυτή την άρτι κομισθείσαν επιστολήν της ανοικτήν· ηκολούθει δε η γραία μητέρα της, χαζή από την εξαφνικήν χαράν της και παραπαίουσα ως από οίνου.
— Καλώς τον δεχθήκαμε, κραυγάζουν και αι δύο συγχρόνως, καλώς τον δεχθήκαμε!
— Ναι! απαντά ο γέρων και ατενίζων εκ του παραθύρου προς τον λιμένα κραυγάζει.
— Νά! Νά τηνε! Η σκούνα μου! Νά τηνε! Η σκούνα μου η καλοτάξειδη, η τυχηρή μου σκούνα, όπως ήτανε και τότε, όπως την είχα εγώ! Και εκρότει τας χείρας του από την χαράν του, κρατών συνάμα και το τσιμπούκι του. Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη ζωηρότατα και ο κρότος της αγκύρας του καταπλεύσαντος σκάφους βαρύς και παρατεταμένος.
Και παρατηρών τότε ο γέρων την ημερομηνίαν των δύο επιστολών επανελάμβανε:
— Βέβαια! Δεκαπέντε ημερών γράμμα· ο καιρός καλός, βέβαια ήλθε. Καλώς μας ήλθε! Και από την χαράν του εχόρευεν ο γέρων στρέφων γύρω- γύρω και το τσιμπούκι του, όπερ έτυχε να κρατή εις χείρας, ως ξιφομάχος γυμνασμένος· και ανεγίνωσκε πάλιν το γράμμα έξαλλος.
Ανήμερα των Φώτων, ημέρα θαυμασία χειμερινή. «Χαρά 'ς τα Φώτα τα στεγνά!» Επάνω εις την κορυφήν του Βράχου, της επάνω Γειτονιάς, έλαμπε κάτασπρο το εύμορφο το μικρό σπιτάκι της κοντούλας Ξενιώς, με την κάτασπρη αυλίτσα του, με μίαν μυγδαλίτσαν καταμεσής. Η κοντούλα η Ξενιώ, που είχε τόσα χρόνια την κάλτσα κρεμασμένη από τον λαιμόν της, έγεινε πάλιν δύο μηνών νειόνυμφη, όπως ήτανε μια φορά, και εστόλισεν εύμορφα το σπιτάκι της.
Φορούσα τα νυμφικά της, χρυσά προικιά, βαρειά προικιά, χρυσά στολίδια, μεταξωτά στολίδια, έστεκεν εις το παράθυρον σαν της χαράς κ' ευδαιμονίας τάγαλμα, κ' έβλεπε την πομπήν την μεγαλοπρεπή, που εβγήκαν οι ιερείς από την εκκλησίαν να ρίψουν τον Σταυρόν εις την θάλασσαν, ν' αγιασθώσι τα νερά. Κοντά της ίστατο ο καπετάν-Μοναχάκης εύμορφος, στολισμένος, καπετάνιος ευτυχής. Με το ένα μάτι έβλεπε την εύμορφη, γυναίκα του, 'ς τους ώμους του επάνω ακκουμβώσαν, και με το άλλο εκαμάρωνε την τυχηρή την σκούνα, την κατάμαυρη, με το άσπρο μπούρδο σκούνα του, που ήτον αραγμένη, ωσάν ζωγραφιά από κάτω από το μικρό σπιτάκι του, από την φωλίτσαν εκείνην την ζηλευτήν, φορτωμένη σιτάρι για την Ζάκυνθον. Αι μεγάλαι ελληνικαί σημαίαι της υπερηφάνως αερίζοντο, και τα πολύχρωμα σινιάλα τ' αναρίθμητα με τον αέρα έπαιζαν χαρούμενα. Η λιτανεία της καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού εχώρει προς την προκυμαίαν σεμνή, πανηγυρική. Αι λαμπάδες και τα εξαπτέρυγα εμπρός, ο κόσμος αμέτρητος οπίσω, κ' εν μέσω αλλόμενος και σκιρτών ο γέρων Παπά-Νικόλας, κρατών τον Τίμιον Σταυρόν και ψάλλων «Τριάδος η φανέρωσις εν Ιορδάνη γέγονεν». Η θάλασα ήτον ήσυχος την ημέραν εκείνην. Τα μικροκάικα όλα γύρω-γύρω σημαιοστόλιστα. Η βάρκαις άφησαν θέσιν, ως μιας ορχήστρας θέσιν, να πέση εκεί ο Σταυρός. Νέοι ναυτικοί, ημίγυμνοι, κολυμβηταί με ταθλητικά των σώματα, ήσαν έτοιμοι να πέσουν εις την θάλασσαν, να πάρουν τον Σταυρόν. Τον στέφανον της νίκης.
Οποίον στάδιον! Όπου ο νικητής λαμβάνει το ενδοξότερον και ωραιότερον των άθλων! Και όταν ο Παπά-Νικόλας, φθάσας εις το άκρον της προκυμαίας, έρριψε τον Σταυρόν εις την θάλασσαν εν ιερά συγκινήσει, εν τω άμα τρεις ναύται μέσα εις την σκούναν του καπετάν Μοναχάκη, την κατάμαυρην σκούναν με το άσπρο μπούρδο, εκρότησαν τρία τρομπόνια κραταιώς, όπου εσείσθη, όλον το χωρίον, κ' εχόρευσεν από χαράν και το μικρό κάτασπρο σπιτάκι επάνω εις την κορυφήν του Βράχου, 'σαν ντάμπια υψηλά εκεί καλοσυγυρισμένη, κ' εφάνη ως να έπεσαν από εκεί τα τρία χαρμόσυνα κροτήματα, της ιεράς ημέρας χαιρετίσματα.
Βράδυ-βράδυ ο Παπά-Νικόλας, αφού αγίασε μερικά σπίτια τα οποία δεν επρόφθασε την παραμονήν, φορών τα εορταστικά του ράσσα καινουργή και ευωδιάζοντα αγιωσύνην, επήγε να χαιρετίση τον καλόν του φίλον καπετάν-Μαμμήν, ευτυχισμένον πλέον ωσάν εις τα παληά του τα χρόνια, και να πη το καλώς ώρισες εις τον καπετάν-Μοναχάκην.
— Είδες πως δεν πρέπει ο Χριστιανός ποτέ να απελπίζεται; Έλεγε με την πανηγυρικήν του φωνήν, χαρμόσυνον ωσάν την ψαλμωδίαν του την αλησμόνητον. Γύρω του περιίσταντο με σεβασμόν η κοντούλα η Ξενιώ πανευδαίμων με την μητέρα της και ο Μοναχάκης με δακρυσμένους τους οφθαλμούς του από την χαράν. Ο καπετάν-Μαμμής κουρασμένος από τας αιφνιδιαστικάς αυτάς συγκινήσεις είχεν ακκουμβήσει εις το διβάνι του, κατηγλαϊσμένος από την ευτυχίαν. Και τους εδιηγείτο πάλιν ο Μοναχάκης, λεπτομερώς τώρα και πολύ ζωηρά, το πώς εσώθη με την βοήθειαν της Παναγίας της Πορταΐτισσας, πώς επανέκτησε την πρώτην του γαλήνην και φιλοπονίαν σαν να ξαναγεννήθηκε, και πώς λαβών με ευκολίαν ποσόν ικανόν απέναντι του ναύλου από τον έμπορόν του, ανεκαίνισε τα άρμενα όλα του πλοίου του, οπού είχαν παραλύσει και αυτά από την ασωτείαν του, το εχρωμάτισε και το έκαμε πάλιν σαν να τώρριξεν εκείνην την ώραν εις την θάλασσαν ο πατέρας του.
— Λες κ' ήτανε κι' αυτό μαζί μου βουλιαγμένο μέσα εις τον βούρκον, πατέρα μου!
Και αποτεινόμενος προς τον ιερέα ερωτά:
— Και έχουν αληθινά δύναμιν τα μάγια;
— Έχουν βέβαια· αλλά μόνον εις τους αμαρτωλούς πιάνουν! Εσύ, — και να μη σου κακοφανή — από την ώραν οπού έδειξες απείθειαν εις τον πατέρα σου και δεν ηθέλησες ν' ακούσης την συμβουλήν του, και έπραξες πράγμα χωρίς την ευλογίαν του, έχασες της θείας χάριτος τα δυνατά όπλα, και ευρέθης έξαφνα γυμνός και άοπλος απέναντι της μισανθρωπίας του πονηρού. Δι' αυτό δεν ημπόρεσες να αποφύγης τα βέλη του. Όμως ας έχη δόξαν ο Πολιεύσπλαγχνος και Πανάγαθος Θεός! Να ηξεύρετε, αδελφοί μου, ότι αι προσευχαί και αι δεήσεις προς την Παναγίαν την Πορταΐτισσαν της ευλογημένης Ξενιώς, συνεπλήρωσεν ο ιερεύς, τα δάκρυα της και αι ολονύκτιαι αγρυπνίαι της διέλυσαν τα μάγια αυτά του αντικειμένου Σατάν.
Και σταθείς παρά το παράθυρον εθεώρησεν ολίγας στιγμάς την σκούναν του καπετάν- Μοναχάκη καταμεσής 'ς το λιμανάκι του χωριού, στολισμένην με σημαίαις κατακαίνουργιαις και με πολύχρωμα σινιάλα, και ευλόγησεν αυτήν με το χέρι του και με την καρδίαν του ο συμπαθέστατος ιερεύς σαν να ήταν ιδική του.
— Τι να σας πω, καϋμένα παιδιά, είπε τότε και ο γέρων πλοίαρχος. Με όλους τους θυμούς μου, μέσα σ' όλην την φοβεράν αυτήν δοκιμασίαν, βαθειά εις την ψυχήν μου έλεγα πάντοτε εις την προσευχήν μου, ωσάν ο αγιώτατος εκείνος Συγκλητικός της Κωνσταντινουπόλεως ο όσιος Ξενοφών οπού έχασε τα παιδιά του και ύστερα τα ηύρε, ότι δεν θ' αφήση ο Θεός να αποθάνω με τέτοιαν λύπην· διότι εφύλαξα πιστώς τας εντολάς του.
Και υπεγερθείς κατεφίλησε τα δύο παιδία του κλαίοντα από την συγκίνησιν.
Τα προς βορράν λοφώδη μέρη της σκιεράς νήσου Σκιάθου φαλακρούμενα ολίγον κατ'
ολίγον από πυκνού γηραιών δρυών δάσους εις λόχμην εκ πρίνων, κομάρων και σχοίνων,
απολήγουσιν εις βραχώδεις ολισθηράς ακτάς, εφ' ων μόλις πρασινίζει των χαμοκλάδων το
ακανθωτόν φύλλωμα, σκληρόν και αυτό εκ της προς τους βορείους ανέμους ξηράς
προστριβής του και αποκλίνον ολοέν την κορυφήν του προς νότον, τόσον λείως και τόσον
κανονικώς, ως να το έκειρεν επιδεξίως η βαθέως ξυρίζουσα του παγωμένου βορρά κοπίς,
ορμητικώς πνέοντος από της Χαλκιδικής και του Θερμαϊκού, και ερχομένου μετ'
εκκωφαντικής βοής και κυμάτων να προστριβή οργίλως επί των ακτών τούτων, εις γλώσσας
ποικίλας και περικαλλείς την θέαν εκτεινομένων καθ' όλην την βορείαν της νήσου έκτασιν
μέχρι της δυτικωτέρας εσχατιάς, όπου ηδέως θάλλει το εύμορφον πράσινον χρώμα της
κωνοφόρου πεύκης. Μόνον προς τα εκεί σχηματίζονται όρμοι, καταφύγια εν χειμώνι των
αλιευτικών λέμβων και άλλων μικρών πλοιαρίων, άτινα εν τρικυμία ουδέ να προσεγγίσωσιν
είναι δυνατόν προς τας ακτάς ταύτας. Τόσον επάλληλα και τόσον υψηλά εκρήγνυνται εκεί
τα κύματα, καλύπτοντα τότε άπασαν την άξενον ταύτην παραλίαν εις ύψος ικανών μέτρων
και μακράν, πολύ μακράν, ως διά γιγαντιαίων ποτιστηριών διασπείροντα τον αφρόν των,
όστις αποξηραίνει θλιβερώς την τρυφεράν κορυφήν της αναφυομένης εξ αγρίων ελαιών
πυκνής λόχμης. Ο αναγνούς σελίδας μυθιστοριογράφων των βορείων κλιμάτων, βλέπων τα
μέρη ταύτα, αναπαριστάνει διά της φαντασίας του τα ωραιότερα τοπεία, ων τας
περιγραφάς ανέγνω, με μόνην την διαφοράν ότι απ' εδώ λείπει ο βαθύς μελαγχολικός
πέπλος, όστις ως αιωνία ομίχλη καλύπτει εκείνας, το δε μαρμαίρον φέγγος του ουρανού
του Αιγαίου και το θάλπος του χειμερινού ηλίου του, πλέον του τριημέρου μη
απολείποντος, καθιστά την παραλίαν ταύτην επηρμένην πτυχήν τινα μεσημβρινής Σκωτίας,
εν η το άγριον του πόντου και των βράχων ηδέως συγκεράννυται μετά του απαλού φωτός
της ημέρας. Το βορειότατον κατακόρυφον της ακτής ταύτης αποτελεί βράχος υψηλός και
απόκρημνος ως τι αρχαίον άλφα το σχήμα, ου τα άνισα σκέλη διέχουσι προς το πέλαγος, η
δε κορυφή συνέχεται μετά της λοιπής νήσου διά γεφύρας, υφ ην βαθύς χάνδαξ
απροσπέλαστος σχηματίζει το μέρος τούτο άλλην νήσον ή αληθέστερον μικράν εκ βράχου
χερσόνησον, όπου υπήρχεν ως ανθρωπίνη εκεί φωλεά από των χρόνων της Ενετοκρατίας η
αρχαία της νήσου κώμη, απρόσβατος εις τους ληστάς και τους πειρατάς, διά τείχους
υψηλού γύρω γύρω ασφαλώς πεφραγμένη. Το Κάστρον.
* *
*
Γαλήνιον απλούται προ του μεγαλοπρεπούς τούτου βράχου το πέλαγος. Ο ουρανός αίθριος μετά χιονώδη καιρόν αντηνακλάτο επί του ηρεμούντος πόντου, όστις ως καθρέπτης απήστραπτε, το απέραντον πλαίσιον του οποίου απετέλουν προς βορράν οι γαλανοί και χθαμαλοί της Ποτιδαίας λοφίσκοι, δεξιά το φαιόν τρίγωνον του Άθω με την χιονισμένην του κορυφήν ως ουρανομήκη εκ βάμβακος λοφιάν, και αριστερά του Πηλίου η κατάλευκος οροσειρά, εντός των χιόνων της οποίας εξηφανίσθησαν οι πυκνοί της Ζαγοράς συνοικισμοί, όπισθεν της μόλις διακρινομένης εις το βάθος του Κισσάβου της μαυρισμένης θέσεως, συγχεομένης προς το στερέωμα. Βαθύτερον ακόμη εξετείνετο η αχανής του Θερμαϊκού σκοτία, του πέμποντος προς τας βορείους Σποράδας τα αγριώτερα κύματα και τας ψυχροτέρας των ανέμων ριπάς. Ο ήλιος έκλινεν εις την δύσιν του, χρυσίζων προς τα κάτω τας βραχώδεις κορυφάς των Τρικαίρων και αργά- αργά αποσύρων τας τελευταίας ακτίνας του από των λευκών οικίσκων της κωμοπόλεως Γλώσσης, της νήσου Σκοπέλου, ως να μη ήθελε να στερήση αυτήν του τόσον παρηγόρου εν χειμώνι θάλπους του. Εννοείται ότι όλον το ευφρόσυνον τούτο από του ηλίου απαύγασμα καθ' όλην την ημέραν απολαμβάνει η βραχώδης αύτη της νήσου χερσόνησος, ην άνω περιεγράψαμεν, εν τω πόντω σχεδόν άπασα ευρισκομένη και μη αποκρυπτομένη ούτε από της αυλής ούτε από της δύσεως. Αλλ' η ωραία θαλασσινή κώμη είναι σιωπηλή νυν. Οι πυκνοί οικίσκοι καταρρέουσιν εν τη ερημία. Ούτε καπνός, σημείον ζωής παρήγορον, αλλ' ούτε και λαλιά μαρτύριον οικισμού ανθρώπων. Παρά τας τεθραυσμένας των οικιών θυροσανίδας εφύτρωσαν αγριοσυκαί, τας ηρειπωμένας κλίμακας απέφραξαν αι μολόχαι και τα ακανθωτά ζοχάρια, μόλις δε από των λίθων και των χωμάτων, με τα οποία τα χαλάσματα αποφράττουσι τους δρομίσκους της δύνανται να διέλθωσιν οι όφεις και οι άγριοι ποντικοί. Οι λάροι υψούνται ενίοτε με τους μονοτόνους κρωγμούς των μέχρι των επάλξεων σχεδόν του ερήμου τούτου Κάστρου, και πάλιν με τον κοπτερόν εκείνον δρόμον των καταπίπτουσι μέχρι της επιφανείας της θαλάσσης, ποιούντες κύκλους πυκνούς και ταχείς ως οι δερβίσσαι εκείνοι οι ορχούμενοι. Αι δε περιστεραί μετά δειλής ταχύτητος κροτούσαι τας δύο πτέρυγάς των έρχονται την εσπέραν να χωθώσιν εις τας αντρώδεις του βράχου κρύπτας αισθανόμεναι την ερχομένην νύκτα.
— Δεν θα μας έλθη κανένας παπάς, έκραξεν εν τη ερημία εκείνη ποιμήν τις με την έρρινον και οξείαν ως από σουραυλίου φωνήν εκείνην, ην δημιουργεί τοσούτον φυσικώς εις τους ποιμένας το βουνώδες αυτών έργον.
Και προσεπάθει ν' ανάψη φωτίαν προ του ναού του ερήμου χωρίου, βοηθούμενος και υπό τινος παιδιού, το οποίον έσπευδεν υπό την βαρείαν κάπαν του, μετά κόπου σύρον αυτήν, να σωρεύση φρύγανα και άλλα ξύλα από των κρημνισμένων οικίσκων.
— Ακόμα να ιδούμε, εξήλθεν έρρινος άλλη φωνή από μιας άλλης κάπας, πλαγιασμένης εκεί εγγύς της ετοιμαζομένης ανθρακιάς, υφ' ην είχε γύρει άλλος ποιμήν. Ηδύνατο ν' απατηθή τις και να νομίση ότι ο πρώτος ομιλήσας επανέλαβε και την απάντησιν. Τόσον η προφορά και ο οξύς τόνος ωμοίαζον. Ήδη το ψύχος κατεφέρετο δριμύ και παγερόν από των εμπρός χιονισμένων ορέων. Ο ήλιος είχε δύσει και ολίγον κατ' ολίγον εχάνοντο όλα τα πέριξ εις μίαν μαυρίλαν φοβεράν, ην φοβερωτέραν καθίστα η ερημία, διακοπτομένη μόνον υπό της σκαιάς των ποιμένων φωνής, ως ρεύμα αέρος οξύ προσπιπτούσης εις τα ώτα, και υπό της βοής του θραυομένου επί της ακτής κάτω κύματος, εις παρατεταμένον αφρόν ξεθυμαίνοντος, λαιμάργως απορροφώμενον υπό της χονδρής άμμου.
Ήδη η πυρά ανέλαμψε θερμώς σελαγίζουσα εις απόστασιν. Προς τον βορράν ηγείρετο ο τοίχος της εκκλησίας, όπισθεν εγγύς τοίχος οικιών και εν τω στενώ διαδρόμω εστάθμευον οι ποιμένες.
— Δε μπορέσαμε να μάθωμε για το καράβι, ήρχισε να ομιλή η μία πλαγιασμένη κάπα.
— 'Γώ να σου πω φοβήθηκα κομμάτι, απήντησε και ο άλλος ποιμήν, πλησιάσας και αυτός υπό την κάπαν του αντικρύ, γιατί έφερνε γύρω 'ς το Κάστρο σαν νάθελε να βγάλη όξω ανθρώπους.
— Ήταν από την μπονάτσα. Δεν εδούλευαν καλά τα πανιά.
— Μπε! μπε! ανεμίχθησαν οξείαι φωναί εις την ομιλίαν. Και ήλθε το παιδίον τρέχον υπό την μικράν του κάπαν, δύο αρτιγέννητα αιγίδια φέρον εις τας αγκάλας.
— Εγέννησαν και η ψαραίς, είπε με χαράν και απέθεσε τα δύο αιγίδια πλησίον της πυράς, βρεγμένα ακόμη από την κοιλίαν της αιγός, τα οποία έπαιζαν, τα καϋμένα, τα ματάκια των μαύρα-μαύρα, και πότε έβλεπαν με απορίαν την μίαν κάπαν, πότε την άλλην, τους μέλλοντας συντρόφους της ορεινής ζωής των· και έσειον τα αυτάκια των εκεί εγγύς της πυράς.
— Θα φάμε, θα φάμε πρωτογαλιά αύριον τα Χριστούγεννα, ανέμελπε σχεδόν ο παις από την χαράν του και εξαγαγών μικρόν ποιμενικόν αυλόν από την ζώνην του εξήπλωσε τα τσαρουχάκια του προς την ανθρακιάν, και ήρχισε να παίζη, θωπεύων ενίοτε και τα νεογέννητα αιγίδια.
— Αυτό θα γείνη κοκκίνης επανελάμβανε· αυτό το άλλο θα γείνη ψαρί. Έμοιασε της μάννας του. Κ' ακόμη έλεγε.
— Μωρέ η παληόγιδα η άλλη! να μη θέλη να γεννήση ακόμα! Μα που θα μ' πάη κι' αυτή! θέλει και δεν θέλει θα γεννήση η στραβόγιδα. Κ' εξέπεμπε, διακοπτόμενος μόνος του, φωνάς ποιμενικάς πλατύνων το στόμα του.
— Α! θα σου δείξω εγώ, στραβαραπίνα! Α! Φωνάς δι' ων οι άξεστοι ποιμένες περισυνάγουσι τα εν τω δάσει διασπαρέντα αιγών ποίμνια. Και εξηκολούθει:
— Καλά κάμαμε, έλεγε, μόνος του τάχα διαλογιζόμενος, και εκάμαμε το χειμαδιό μέσα 'ς το Κάστρο. Δεν μας 'ψόφησε κανένα πράμα. Η αλήθεια είνε πώς είνε κομμάτι ζώρι. Σακατεύεται κανένας μέσα 'στα κατσάβραχα να κουβαλάη εληαίς και άλλα κλαδιά να τρώνε τα παληόιδα.
— Μπε! Μπε! επανελήφθη τώρα η φωνή εν χορώ πολυφώνω.
Ο κύων υλάκτησε πάραυτα καταπνίξας τας άλλας ζωώδεις φωνάς. Εντός χαλάσματος ολίγον κατωτέρω ην το χειμαδιό.
Από την ανατολικήν άκραν του στενού, ενώ οι ποιμένες εθερμαίνοντο, εφαίνετο μέρος του πελάγους ευρύ.
— Νά το ακόμα το καράβι, είπεν αίφνης υπεγερθείς ο έτερος των ποιμένων. Τώδωκε 'ς τα πρίμα.
Αληθώς μικρόν κομψόν βρίκιον με δύο ιστούς και όλα τα ιστία εν επιτηδείω εξαρτισμώ ευρωπαϊκού σκάφους, τυχόν ουρίου αίφνης αέρος ρεύματος, γοργώς έφευγε προς μεσημβρίαν, μη απομακρυνόμενον πολύ των ακτών της νήσου. Ελεύκαζον ακόμη τα ιστία του, κατά μικρόν εξαφανιζόμενα και υπό του πλου και υπό της επερχομένης νυκτός. Μόλις ως υποφαιουμένη ομίχλη εφαίνοντο ακόμη.
— Μα πώς εβολτατζάριζεν εδώ γύρω τόση ώρα! Είχε από το δειλινό από κάτω από το Κάστρο. Τώβλεπα τόση ώρα από το 'ρμάνι.
— Μα σου είπα. από την μπονάτσα. Το ξούργιασαν τα ρέμματα. Ήταν για κάτω.
— Έτσι άδειο για κάτω;
— Όχι, αφέντη, διέκοψεν ο παις, δους προσοχήν εις το τελευταίον μέρος της ομιλίας, εν ώ συγχρόνως, αφού πλέον εξήναψεν η πυρά ασφαλώς, κατεγίνετο να πλύνη εντός πηλίνης χύτρας ευρείας εντόσθια νεοσφαγέντος μικρού αιγιδίου, προστριβών καλώς εν τω παγερώ ύδατι και την αρτίγδαρτον κεφαλήν του σφαγέντος ζώου, δι' ων θα ητοίμαζον το όρθριον των Χριστουγέννων πασχάλειον γεύμα.
— Όχι, διέκοψε, χουχουλίζων μικρόν διά της από του στόματος θερμότητος τας μελανιασμένας χείρας του, έλεγα να το κρύψω, αλλά θα το 'πω. Τι δα! Χριστούγεννα ξημερώνουν. Και είνε αμαρτία να λέη κανένας ψέμματα τέτοια χρονιάρα μέρα. Νά! Βλέπετε αυτό τα τάλλαρο;
Και εγκαταλιπών πλέοντα εν τη χύτρα τα εντόσθια, έχωσε την χείρα του εις την βαρείαν κάπαν και εξήγαγε δολλάριον αμερικανικόν απαστράπτον.
Οι οφθαλμοί των δύο ποιμένων απήστραψαν λαμπρότερον. Εξηγέρθησαν, ανακαθήσαντες κουκκουλωμένοι και εξακοντίζοντες σπινθοροβολήματα προς το αργυρούν ογκώδες νόμισμα.
— Τ' είναι βρε; Είπον και οι δύο συγχρόνως και έκαμαν κίνησιν ως να ήθελον να ροφήσωσι το δολλάριον, ως ρύγχος σχηματίσαντες διά μορφασμού αγροίκου τα χείλη των με τους αγκυλωτούς μύστακας.
— Νά! έλεγεν ο μικρός απομακρυνόμενος ολονέν με το νόμισμα εις τας χείρας, έως ου το έχωσε πάλιν εις τον κόλπον του.
Και διηγήθη.
— Το βράδυ ήμουνα κάτω 'ς τον άμμο για κανένα χταπόδι. Είδα το καράβι. Είπα, καράβι είνε· αλλ' ύστερα είδα να βγαίνη μια βάρκα όξω. Τούτο να σου 'πω, μ' ετρόμαξε. Και άμα η βάρκα επλησίασε 'ς τον άμμο, εγώ έκαμα κατά τη ράχη. Νά! χτυπούσε η καρδιά μου.
— Μπε! μπε! διέκοψαν γλυκύτατα τα δύο αιγίδια, τα οποία εγερθέντα πλέον ετάνυον τους πόδας των καμπουρώνοντα εγγύς της πυράς, ως να ήθελον να μεγαλώσουν αμέσως.
— Σωπάτε, σωπάτε, τα εθώπευσεν ο παις και επανέλαβε την διήγησίν του:
— Δύο άνθρωποι εβγήκαν έξω, εγώ εχώθηκα 'ς ένα σχοίνο.
— Παιδί, παιδί μου φωνάζουν. Μη φοβάσαι. Εγώ έκανα πως δεν ακούω. Παιδί! Νά! Και μου δείχνανε το τάλλαρο. Εγώ όσο άκουα της φωναίς, τόσο εχώνομουν παρά μέσα 'ς το σχοίνο. Πού λογάριαζα εγώ τάλλαρο ξετάλλαρο. Νάααα! φόβο! — Παιδί, παιδί! πάλιν ακούω, Πες μας, δεν κατοικούν ενώ 'ς το χωριό άνθρωποι; Έλαβα θάρρος. Πού; ιδώ 'ς το κάστρο; είπα από μέσα από το σχοίνο. Όχι. Η χώρα είναι από κάτω.
— Πού; έλεγαν πάλιν οι ξένοι.
— Νά από κάτω εκεί, είπα τέλος θαρρέψας· έβγαλα το χέρι μου από το σχοίνο και τους έδειξα το μέρος της χώρας. Ευχαριστούμε, μούπαν και έφυγαν, αφού μου άφησαν κάτω 'ς τον άμμο σε μια πέτρα αυτό το τάλλαρο.
Και το εβρόντησεν ολίγον εις την τζέπην του ο παις. Κ' επανέλαβε την εργασίαν του εν τη χύτρα.
— Θα ήταν ξένο καράβι και δεν εγνώριζε, συνεπέρανε τότε ο έτερος των ποιμένων.
— Τι καπετάνιος είνε αυτός, είπεν ο άλλος, να μη ξέρη πού είνε η χώρα; Το Κάστρο το άφησαν 'δώ και δεκαπέντε χρόνια. Δεν τώμαθεν αυτός; Δεν τα γράφουν αυτά τα πράματα;
Ήδη σκοτία πανταχού ηπλούτο. Νυξ ασέληνος. Ψύχος ξηρόν εσκόρπιζεν ο ελαφρός βόρειος άνεμος και ούτε γλαυξ, ούτε πτηνόν άλλο νυκτερινόν ηκούετο την παγεράν αυτήν της Παραμονής νύκτα μόνον οι παράδοξοι κροταλισμοί των καιομένων ξηρών ξύλων εκρότουν και τα πρατσαλίζοντα ενίοτε φύλλα του θυμωμένου πρίνου, εξακοντιζόμενα μακράν υπό της υποβοϋζούσης φλογός μετά σπινθήρων. Ο είς των ποιμένων πλαγιασμένος εγγύς, ήτο σιωπηλός, αφαιρεθείς προς το ανακάχλασμα της χύτρας, ήτις τεθείσα πλέον επί δύο λίθων εν τη πυρά εμαγείρευε των Χριστουγέννων το φαγητόν, εξάγουσα από των άκρων του καλύμματος ευώδη βράζοντας κρέατος αχνόν, κινούντα την όρεξιν των ποιμένων.
— Του κάκου περιμένομε, είπε μετ' ολίγον χασμηθείς πομπωδώς. Παπάς δεν θ' άρθη. Ο Χριστός θα μείνη αλειτούργητος. Φοβάται το χιόνι ο παπάς. Από τη χρονιά που ήλθε και τον έκλεισε το χιόνι, έκοψαν τη γιορτή. Ούτε άλλος κανένας άνθρωπος ήρθε. Ούτε η θεια Μυγδαλίτσα. Και δεν έχομε και λίγο λάδι ν' ανάψουμε τα κανδήλια. Εγώ λέγω να κοιμηθούμε κομμάτι όσο να βράση το φαή. Εσύ, μικρέ, να κάμης ένα καλό τζουρβά. Θα φάμε τα μεσάνυχτα. Χριστούγεννα τα λένε αυτά. Τι λες Κουτσογεώργη;
Αλλ' ο Κουτσογεώργης είχεν αποκοιμηθή πλέον υπό τι εφάπλωμα χονδρόν παλαιόν, όπερ του έστειλεν η γυναίκα του, ως θερμότερον της ξηράς κάπας.
— Δεν ακούς, Κουτσογεώργη; επανέλαβεν ο ποιμήν εντονώτερον. Εγώ λέγω να κοιμηθούμε κομμάτι.
Ουδεμία απάντησις.
Χλα-Χλα-Χλα μόνον έκαμνεν η χύτρα, εν η τα εντόσθια εχόρευον αναιβοκαταιβαίνοντα.
Ο παις, και αυτός έκαμνε πως προσέχει εις την καχλάζουσαν χύτραν, οσφραινόμενος τον ηδύν αχνόν της.
— Βρε, πάγωσες, Κουτσογεώργη; εφώναξε πάλιν ο ποιμήν. Και μου κρατείς και την λύρα και δεν παίζεις;
Πραγματικώς απέναντι του λαλούντος ποιμένος, πλησίον της ανθρακιάς, αλλ' επί τινος ξηρού κορμού ακκουμβώσα, ίστατο ορθία κάπα, βαρεία, ψαριά, με την κουκκούλαν αναιβασμένην ως ει υπ' αυτήν εθερμαίνετο άνθρωπος. Από της μιας αυτής χειρίδος εκρέματο η λύρα καθέτως, από δε της άλλης εξήρχετο το δοξάριον έτοιμον προς κρούσιν.
— Κουτσογεώργη! εκραύγασεν ο ποιμήν πάλιν. Αλλ' επειδή ο Κουτσογεώργης δεν απήντα, ηγέρθη ο αγαθός ποιμήν και επλησίασε να τον σκιάξη δήθεν.
— Α! κάμνει μια πλησίον της κάπας.
Αλλ' επειδή αύτη ήτο ακίνητος, έχωσε την χείρα του υπό την κουκκούλαν, ίνα του τραβήξη τους μύστακας και γελάση.
Αλλά μετά φρίκης ωπισθοχώρησε σταυροκοπούμενος.
Ανελογίσθη ότι ήτο νυξ των Χριστουγέννων ότε οι καλικάντζαροι, τα παράδοξα αυτά ελληνικά πνεύματα του δωδεκαημέρου έρχονται εκ των ερήμων, ίνα σταθμεύσωσιν ολίγας ημέρας εγγύς των ανθρώπων, εγγύς της πασχαλείου χύτρας των και της ενώδους εκ του χοιρείου παστού ανθρακιάς. Παραπατών και ζαλισμένος έσφιγξε την χείρα του παιδίου ψιθυρίζων.
— Σήκω, παιδί μου, ήλθεν ο σκαλικάντζαρος. Του μύρισε το φαή. Σήκω να πάμε 'ς την εκκλησία· και μη μιλήσης, για το Θεό! σου πήρε αμέσως τη φωνή.
— Πού είνε; πού είνε; είπεν ηρέμα ο παις.
— Νά τος! Εκεί με τη λύρα του. Πάμε. Πού είνε ο Κουτσογεώργης;
— Κοιμάται εκεί 'ς το χάλασμα κουκκουλωμένος. Αληθώς έρεγχεν εκεί ο Κουτσογεώργης σκεπασμένος. Αλλ' αίφνης φωνάζει ο παις.
— Εγώ θα σου δείξω ότι δεν φοβούμαι τα Σκαλικαντζούρια.
Και προσεγγίσας προς μεγάλην έκπληξιν του ποιμένος δίδει μια με την ποιμενικήν ράβδον εις την κάπαν ήτις έπεσε κάτω βροντήσασα.
Και ήρχισε να γελά.
— Παληόπαιδο! είπεν ο ποιμήν εννοήσας πλέον το παιγνίδιον του παιδός, όστις προηγουμένως, διαλαθών τους ποιμένας, έστησεν εκεί αντιθέτως την κενήν κάπαν, ίνα εξαπατήσας φοβίση τους ανθρώπους και γελάση.
— Μα δεν πρέπει, παιδί μου, να κάμης τέτοια αστεία. Εμένα μου έκοψες το αίμα.
— Ε, τώρα να σε κάμω εγώ να διασκεδάσης. Τι θα μου δώσης να σου τραγουδήσω τα Χριστούγεννα;
— Μια γαβάθα τζούρβα.
— Μα με τη λύρα.
— Και μια γαβάθα πρωτογαλιά.
— Καλά.
Ο ποιμήν βεβαρημένος υπό του καμάτου της ημέρας, εργώδους και οδυνηρού ποιμενικού καμάτου ανά τους απατήτους των βουνών δρόμους υπό τον κρυερόν του χειμώνος καιρόν, κατεκλίθη πάλιν, εγγύτερον τώρα προς την ανθρακιάν, διότι το ψύχος ολονέν εγίνετο δριμύτερον, προχωρούσης της νυκτός.
Αλλ' ενώ ο παις, λαβών την λύραν του, εδοκίμαζε τας τρεις αυτής χορδάς, αλείφων αυτάς διά κηρού, ως και την χορδήν του δοξαριού, και έστρεφε τας επάνω χορδιστηρίους λαβίδας, φως φανού κινούμενον εφάνη όπισθεν εις τα νώτα του φρουρίου επί του βουνού εν τω μέσω του πυκνού εκ δρυών δάσους.
Το παιδίον, το οποίον πρότερον ήθελε να παίξη, φοβίζον τον ποιμένα με την κενήν εκείνην κάπαν, ήρχισε τώρα να τρέμη εκ του φόβου και να πτύσση δειλώς, εντρεπόμενον πλέον και να εξυπνήση τους κοιμωμένους ποιμένας, αφού προηγουμένως προσεποιήθη μετά γενναίας απλότητος ότι δεν φοβείται τους Καλικαντζάρους.
Όμως το κινούμενον φως, προχωρούν ταχέως προς τα κάτω, και πότε χανόμενον υπό τα πυκνά των δένδρων φυλλώματα, πότε αναφαινόμενον ερυθρότερον εις τους ψιλούς των λειβαδίων χώρους, επλησίαζεν ήδη εις την βραχώδη κατωφέρειαν, όπου οι χθαμαλοί θάμνοι δεν το απέκρυπτον, και ήρχετο κατ' ευθείαν εις το φρούριον.
Το παιδίον εφρικίασε τώρα.
Εσκέφθη να εισέλθη εις την εκκλησίαν, αλλά το εύρε φοβερώτερον. Τα κανδήλια σβυστά.
Το φρονιμώτερον ήτο να κουκουλωθή ολοτελώς εις την σκληράν καπίτσαν, και να στριμώξη εγγύς του πατρός του ποιμένος, όστις έρρεγχε μονοτόνως ως εν χονδρή αρμονία προς της χύτρας το ανακάχλασμα. Ετούτο και έπραξεν. Αλλ' από τινος οπής προς το πρόσωπον έβλεπεν ατενώς εις τα εμπρός, ακούων ήδη πατήματα ανθρώπου, βιαίως ερχομένου, ως όταν τις παίρνη τον κατήφορον. Έτρεμεν.
Είδεν εις την άκραν της στενωπού την ερυθράν ανταύγειαν του φαναριού, αλλά συγχρόνως ήκουσε και τας υλακάς του κυνός κάτω από του χειμαδιού. Και, πράγμα παράδοξον! μετά τόσον τρόμον έβαλεν ο παις κραυγήν γέλωτος ομιλών συγχρόνως:
— Αμ το 'ξερα 'γώ! Τα σκυλιά άμα μυρισθούν σκαλικάντζαρο, ζαρώνουν. Ούτε γαυγίζουν διόλου.
Και ιδών την ερχομένην κατ' ευθείαν γραίαν:
— Νά! εφώναξε.
Η γραία, ταραχθείσα εκ της αιφνιδίου ταύτης προσφωνήσεως παρεπάτησε και έθραυσε το φανάριον εις τον τοίχον.
— Καλώς τηνε την θεια το Καράβι!
Προς τας φωνάς ηγέρθησαν και οι δυο ποιμένες τρίβοντες τους οφθαλμούς των.
— Καλώς τηνε την θεια Μυγδαλίτσα! επανελάμβανε το παιδίον.
* *
*
Η θεια Μυγδαλίτσα ήτο χήρα έως εξήκοντα ετών. Υπανδρευθείσα εις μικράν ηλικίαν απέκτησεν υιόν και μετά δεκαετίαν θυγατέρα. Προ δέκα ετών είχεν αποθάνει ο σύζυγός της, γέρων αλιεύς, θλιβόμενος μέχρι της ώρας του θανάτου, διότι εγένετο αίτιος έκ τινος δυστροπίας του ν' απέλθη εις την ξενιτείαν ο μόνος υιός του, νεανίας είκοσιν ετών, εύμορφος και καλοκαμωμένος, κατά τους χρόνους της επαναστάσεως επιβιβασθείς κρύφα επί τινος αγγλικού πλοίου, ένεκα χειμώνος προσεγγίσαντός ποτε εις την νήσον και ειπών μόνον «Έχετε γεια, ο Θεός δεν θα με αφήση!». Η θεια Μυγδαλίτσα όμως έκτοτε έχασε το ήμισυ της ζωής της. Της εφάνη ότι εγήρασεν. Επήλθον μεταβολαί μεγάλαι και εις την πολίχνην και εις την θεια Μυγδαλίτσα. Την ωραίαν αυτήν αλλ' αλίμενον πολίχνην, μετά την απελευθέρωσιν της Ελλάδος την άφησαν οι κάτοικοι και ελθόντες έκτισαν νέαν πόλιν προς τους νοτίους αιγιαλούς με τον μέγαν και ασφαλέστατον λιμένα της, όπου έως σήμερον είνε συνοικισμένοι. Η δε θεια Μυγδαλίτσα εγήρασε πολύ πλέον, αλλά επερίμενε πάντοτε τον υιόν της. Παρήρχοντο έτη, και καμμίαν είδησιν δεν ελάμβανε. Και πού να μάθη! Και πώς να μάθη!
Μετά τον θάνατον του συζύγου της η λύπη της ηύξησεν επί μάλλον, καταντήσασα εις μίαν αδιάκοπον και βαρείαν μελαγχολίαν. Έγεινεν υποχονδριακή. Αν και δεν έλαβε ποτέ επιστολήν, αν και δεν έμαθε ποτέ καμμίαν περί του υιού της είδησιν, όμως μυστικόν τι συναίσθημα εν εαυτή της έλεγε κρυφά ότι ο υιός της ζη, και ότι θα έλθη· και θα έλθη τα Χριστούγεννα «καπετάνιος». Και ελειτούργει τους ναούς, και ήναπτε κηρία διπλά και τριπλά εις τας αγίας Εικόνας, και έτρεχεν ακούραστος κατά Σάββατον «εις το Χωριό», εις την παλαιάν της νήσου κώμην, το έρημον φρούριον, όπου αφήσαμεν τους ποιμένας, ν' ανάψη τας κανδήλας του Χριστού, της ωραίας εκείνης εκκλησίας, διά την οποίαν ησθάνετο άρρητον συμπάθειαν. Μόνον εν τη λειτουργία αυτή ανεπαύετο ο λογισμός της. Άλλως δε συνεδέετο προς την εκκλησίαν αυτήν και με άλλας πλέον τρυφεράς αναμνήσεις. Ήτο ο μητροπολιτικός ναός της κώμης. Εκεί εις τους σκοτεινούς χορούς του, υπό τον βαρύν κυκλοτερή περί τον πολυέλαιον στέφανον, είχε τελεσθή ο γάμος της. Ο υιός της ο πολυαγάπητος εκεί μέσα έμαθε τα πρώτα γράμματα υπηρετών «τον Χριστόν», ως έλεγεν η γραία, και κανοναρχών και ψάλλων. Της εφαίνετο ότι αντηχούσεν ακόμη η φωνή του. Χα! τον εκαμάρωνεν ισταμένη εκεί εις την μικράν θύραν. Είχε λοιπόν λάβει μίαν όλως ιδιαιτέρας τρυφερότητος φροντίδα διά τον ναόν τούτον, πολλάκις και άσβεστον κομίζουσα εις τον ώμον της, ίνα ασπρίση τα αποτριβέντα της ζωγραφιάς μέρη, νομίζουσα ότι ούτω συνετήρει τα λοιπά. Δεν είνε λοιπόν παράδοξον διότι της εγεννήθη η ιδέα ότι ο υιός της θα ήρχετο μια φορά τα Χριστούγεννα, επειδή ο ναός ούτος των θερμών μεριμνών της ετιμάτο με την Γέννησιν του Σωτήρος. Σκληρά, ξηρά, υψηλή, μονοκόκκαλος η θεια Μυγδαλίτσα, με την μαύρην μανδήλαν της, ωχρά εκ της πενίας και μ' ερυθρούς τους οφθαλμούς εκ των δακρύων, χωρίς να αισθάνεται τον παραμικρόν κόπον, ανέβαινε τον ανωφερή και απότομον δρόμον, ίνα απέλθη «'ς το Χωριό» και παρακαλέση τον Χριστόν διά το παιδί της, «να της το φέρη μια φορά τα Χριστούγεννα». Είχαν περάσει χρόνια.
Αλλ' η θεια Μυγδαλίτσα είχε και μίαν μικράν παραίσθησιν. Είτε η δυστυχία, είτε η θερμή επιθυμία διά την επάνοδον του υιού της είχον σχηματίσει εντός του λογικού της την ιδέαν ότι ηδύνατο εις κάθε πλοίον ερχόμενον να είνε ο υιός της. Ηδύνατο κάθε πλοίον ερχόμενον να ήτο του υιού της. Πτωχή μήτερ! Οσάκις λοιπόν εμάνθανεν ότι πλοίον τι ενεφανίζετο εις τον λιμένα, έτρεχε πρώτη αυτή ν' αναμένη την έξοδον των ναυτών και του πλοιάρχου, καθημένη σιωπηλή και προς την θάλασσαν πάντοτε βλέπουσα επί τινος εγγύς της άμμου πέτρας. Διά τούτο δεν ημπόρεσε να σωθή από τα σκώμματα των ανθρώπων, τα δε παιδία οσάκις την έβλεπαν, εφώναζον: «Να η θεια Μυγδαλίτσα, το Καράβι».
— Κακορράχετε! απήντα μορφάζουσα η γραία, εκ της ταχύτητος ούτω τολμηρώς περικόπτουσα την κοινήν ύβριν: «κακό χρόνο νάχετε!»
— Δεν την συμμαζεύεις λιγάκι; Έλεγον προς την κόρην της αι φίλαι γειτόνισσαι.
— Μ' ακούει, θαρρείς; Και ηρυθρία η κόρη, μη δυναμένη να περιορίση την πτωχήν μητέρα της, εκτιθεμένην ούτω εις τα περπαίγματα του χωρίου.
— Ναι! παρενέβαινεν ενίοτε, παρούσα η γραία. Ταχειά 'σαν τον δήτε να 'ρθή καπετάνιος, σας λέγω εγώ. Ναι! θα μου τον γυρεύετε, αλλά τότε και εγώ θα σας γυρίζω της πλάταις και θα λέγω: «Καλέ, δεν ταις συμμαζεύετε λιγάκι; Δεν έχω το παιδί μου για τα μούτρα σας. Νά τα δα! Άρε σεις, ξέρετε τι είνε το παιδί μου; Κλωνάρι, κλωνάρι της μυρτιάς, παιδί της ωμορφιάς!»
Εθύμωνε τότε και η κόρη, κατακόκκινη εξ αιδούς.
— Και πού τώχεις αυτό το παιδί; Μήπως σούστειλε γράμμα καμμιά φορά; Μήπως έμαθες γι' αυτό το παιδί καμμιά φορά; Δεν συμμαζώνεις τα μυαλά σου λιγάκι;
— Εσύ να μαζώξης τα λωριά σου, γιατί θα σου τα μαζώξω εγώ!
Αυτά συνέβαιναν συχνότατα. «Μα πού παίρνει χαμπάρι πώς έρχονται καράβια», έλεγεν απορούσα η κόρη. Κάθεται κλεισμένη μέσα, και άμα φανή κανένα καράβι 'ς το λιμάνι μπρος, νά σου και πετιέται όξω. Είνε ένα θάμα αυτή η χριστιανή.
* *
*
Την Παραμονήν των Χριστουγέννων η θεια Μυγδαλίτσα είχεν εγερθή οξέως ωργισμένη κατά της κόρης της, καθ' εαυτής, κατά πάντων. Εξημέρωναν Χριστούγεννα, «Κάτι κακό θα μου συμβή, έλεγε προς την θυγατέρα της». Μετ' ολίγον μανθάνει ότι απεφάσισαν να παύσουν πλέον την τελουμένην εορτήν εις το φρούριον, διότι εν τω μέσω του χειμώνας περιεστοιχίζετο υπό πολλών κινδύνων η εορταστική εκδρομή. «Το είπα εγώ, κάτι κακό θα μου συμβή», επανελάμβανεν έπειτα εις την κόρην της, εν μελαγχολία θεωρούσαν τας θυγατέρας της γειτονιάς να περικαλλύνωσι τους οίκους των. «Τάμαθες; δεν θέλουν να παν 'ς τον Χριστό. Δεν θα πάνε!» Μα εγώ δεν έχω σκοπό ν' αφήσω σβυστό τον Χριστό, ίσα ίσα εις την γιορτή του. Θα πάρω το λαδάκι και τα κεράκια, και θα πάω.
— Δεν κάθεσαι 'ς τα αυγά σου, λέω 'γώ; Πού θα πας χειμώνα καιρό; Κι' αν χιονίση; Κι' αν κλεισθής σ' τον βράχο εκεί χωρίς ψωμί; Δεν ακούς πώς χαίρεται ο κόσμος;
Την στιγμήν εκείνην ηκούετο ευάρεστος κρότος θραυομένων καρύων και κοπανιζομένης κανέλλας. Εις την γειτονικήν οικίαν ητοίμαζον τα γλυκύσματα των Χριστουγέννων εν χαρά.
Η κόρη έκλινε την κεφαλήν της, κρύπτουσα δύο μεγάλα δάκρυα.
— Σώπα, κοπέλλα μου, σώπα, είπεν η γραία συγκινηθείσα. Ετοιμάζουν τα γλυκά εις την γειτονιά μας. Καλά. Μεθαύριο 'σά 'ρθή ο καπετάνιος μου, τότε να ιδής χορούς και χαραίς. Θάρθη και η αράδα μας.
Και ως αλλοφρονούσα προσέθετε:
— Νά! εδώ μέσα 'ς την καρδιά μου έχω βαθειά μια ελπίδα. Ο Χριστός μας δεν θα μας αφήση όλο παραπονεμένους.
Ήδη από του ημιανοίκτου παραθύρου ήρχοντο οι μανιακοί γρυλλισμοί των σφαζομένων χοίρων.
Η κόρη της συμπτυχθείσα ως κουβάριον εις την γωνίαν δεν ωμίλει. Έκλαιεν υπό την μαύρην μανδήλαν της, η ορφανή μοναχοκόρη, λευκή και απαλή ως το χλωρόν τυρίον.
— Σφάζουν κρέατα! επανέλαβεν η γραία ως εν ονείρω λαλούσα. Σφάζουν πετεινούς σφάζουν χοίρους! Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι οι οποίοι ούτε ψωμί ζεστό δεν έχουν να εορτάσουν τα Χριστούγεννα. Έννοια σου! Ταχειά που θαρθή ο καπετάνιος μου, να ιδής πετεινούς και όρνιθες.
Και κύψασα την στιγμήν εκείνην από του παραθύρου είδε γυναίκα, εν αγαλλιάσει κομίζουσαν από του φούρνου εν κυκλοτερεί σινίω τέσσαρα ωραία ψωμία των Χριστουγέννων. Τα ψωμία ανέδιδον θερμήν ευωδίαν, ήτις ζεσταίνουσα της γυναικός τας παρειάς είχε καταστήσει αυτάς ως χρυσοπόρφυρα μήλα.
Συνεκινήθη και η γραία και έκλαιεν.
Ήδη τα παιδία έξω είχον αρχίσει να τραγουδούν τα Χριστούγεννα.
Η γραία τότε εν ισχυρά και τελειωτική αποφάσει έλαβε το καλάθιον. Ετοποθέτησεν εντός μετά προσοχής το έλαιον εν δοχείω, τα κηρία και τα πυρεία. Έρριψε και τεμάχιον ξηρού άρτου, έλαβε και μάλλινόν τι χράμιον, ακόμη δε και τον μικρόν φανόν, διότι ενύκτωσε πλέον, και ανεχώρησε καληνυκτίσασα την κόρην της, ήτις ανελύθη πλέον εις λυγμούς, κουβαριασμένη ως ήτο εκεί εις την γωνίαν, άνευ πυράς εις την εστίαν και άνευ ελπίδος εις την καρδίαν.
Ω! αλλοίμονον εις τον άνθρωπον, ο οποίος δεν έχει ούτε πυράν εις την εστίαν του, ούτε ελπίδα εις την καρδίαν του
— 'Σαν είσαι 'νειρεμένη, τέτοια ώρα!
Τούτο μόνον εψιθύρισεν η κόρη.
* *
*
Και αληθώς έμελλε πολλά να πάθη η θεια Μυγδαλίτσα.
Κατ' αρχάς ανέβαινε καλώς με τον φανόν της αναμμένον· Στρέφουσα ενίοτε οπίσω, ως διά να πάρη τον ανασασμόν της, έβλεπε τα φώτα της πολίχνης και τον λιμένα εμπρός. Είχε καλήν συντροφίαν. Έπειτα συνήντησεν αρκετούς γεωργούς ερχομένους διά την μεγάλην εορτήν εις την κώμην.
— Πού πας τέτοια ώρα, θεια Μυγδαλίτσα; της είπον.
— Κάτι άργησες, θεια Μυγδαλίτσα! προσέθηκαν άλλοι.
— Θα σε πιάσουν τα Σκαλικαντζούρια! της είπεν άλλος ποιμήν.
Η τελευταία αύτη παρατήρησις την εφόβισεν ολίγον.
Ήδη απέκλινε πλέον προς το όπισθεν του βουνού. Έχασε και πόλιν και λιμένα. Άνθρωπον δεν συνήντησε κανένα πλέον. Ευρίσκετο εις μίαν κρημνώδη φάραγγα, όπου δεν έβλεπεν ουρανόν από τα πυκνά δάση, και όπου τα παλαιά λιθόστρωτα, φθαρέντα εκ των βροχών, παρεκώλυον βήμα προς βήμα τον οδοιπόρον. Εσκέφθη να γυρίση οπίσω. Αλλά πάλιν «πώς ν' αφήση έτσι σβυστό τον Χριστό!» Άλλως ήτο άφοβος γυνή. Κατά τους χρόνους της επαναστάσεως πολλάκις από του Κάστρου, διασχίζουσα τα καταγώγια των κλεφτών, κατέβαινεν «εις τον κάμπο» προς συλλογήν του ελαιοκάρπου τώρα όμως δεν είχε να κάμη πλέον με ανθρώπους. Από του ενός μέρους της μαύρης φάραγγος υψούτο κρημνώδες βουνόν, όπου παραπλανηθείσαι από την ημέραν αίγες τίνες, εκύλιον ήδη ογκώδεις λίθους, οίτινες εν ταραχώδει ορυμαγδώ κατέπιπτον προς το αχανές ρεύμα, προξενούντες φρίκην και εις τον πλέον ατρόμητον νυκτοπεριπατητήν. Το δε φως του φαναρίου, προσπίπτον απαισίως επί των ξηρών κορμών των κεκαυμένων δρυών, έδιδεν αυτοίς όψιν δαιμονίων φαντασμάτων.
Και ήτο αληθώς η νυξ των Χριστουγέννων. Και η γραία ευρίσκετο ακριβώς εν τω ορμητηρίω εκείνω των φοβερών πνευμάτων, των Σκαλικαντζάρων, οι οποίοι συγκεντρούμενοι οικογενειακώς μετά γερόντων, ανδρών, γυναικών και παιδίων διεσπείροντο εν οργάνοις, χοροίς και τυμπάνοις εις τας οικίας της πολίχνης, καταλαμβάνοντες εν τη υψηλή κυριαρχία των τας καπνοδόχους.
Ήρχισε να ψιθυρίζη μέσα της το «Πιστεύω» και εξηκολούθει τον δρόμον της. Αλλ' εν τη δασώδει ταύτη φαράγγι εσχηματίζετο ρεύμα αέρος συριστικώτατον, όπερ κατ' αρχάς μεν ως αόριστός τις ήχος ηκούετο, είτα όμως συνδυαζόμενον προς τους από των αιγών κυλιομένους βράχους και τα νυκτερινά της γραίας παραπατήματα επί του χαλασμένου λιθοστρώτου, ηκούετο ως βοή παμποικίλων φωνών εξ ασμάτων, βιολιών, τυμπάνων και γελώτων πολυπληθούς ομίλου μετά μυστηριώδους πατάγου κατερχομένου την φάραγγα.
Όμως το «Πιστεύω» η γραία επαναλαμβάνουσα, επορεύετο την αγρίαν εκείνην φάραγγα. Αλλ' η φανταστική εναρμόνιος ιαχή εγίνετο επικρατεστέρα πλέον, και ακουσίως, εκ φοβέρας παραισθήσεως προαγομένη η θεια Μυγδαλίτσα, κατ' αρχάς μεν έπαυσε την προσευχήν και σιωπηλώς ερρύθμιζε το βήμα της προς τον τροχαϊκόν γοργόν ρυθμόν του σατανικού άσματος. Τάπα-τάπα-τάπα, μονοτόνως ηχούντος. Είτα δε — μερικά πράγματα πόσον είνε αλλόκοτα! — εξοικειώθη τόσον προς τον άγριον εκείνον ρυθμόν, ώστε αντί να έχη εις τον νουν της το «Πιστεύω», εμουρμούριζε το γνωστόν των Καλικαντζάρων άσμα, το οποίον τοσάκις εις την καλήν της εποχήν είχε διηγηθή εις το νήπιον παιδί της.
Σκάλικος είμαι, Σκάλικος είσαι.
Μη φοβάστε, βρε παιδιά!
Τα τσαρούχια δέσε-λύσε,
μας επήρε μυρουδιά
η Γρηά, η Γρηά!
Ο παστός του χοίρου στάζει,
σβύν' ανάβει τη φωτιά.
Α! και πήρε να χαράζη,
πιάστε την, μωρέ παιδιά,
την Γρηά, τη Γρηά!
Πριν ο πετεινός λαλήση,
α! να μπούμε ς' τα χωριά!
Γέρω-Σκάλικο! να μας ζήση,
σε καλό μας, βρε παιδιά,
η Γρηά, η Γρηά!
Μερικά πράγματα αληθώς είνε αλλόκοτα. Αν ήτο άλλος, βεβαίως θα παρεφρόνει. Τόσον ρίγος επροξένει η στιγμή αύτη, όπερ ηδύνατο να παγώση και την καρδίαν του ανθρώπου, εις τόσον θερμά του στήθους μέρη τρυπωμένην. Και μετά την νέκρωσιν της καρδίας επέρχεται η παραφροσύνη. Άλλοι λέγουσι το εναντίον, ότι νερουλιάζει το μυαλό· αλλά το ίδιο είνε . . .
Η θεια Μυγδαλίτσα όμως δεν έπαθε τίποτε, η πτωχή, θέλεις η άπειρος ευλάβεια, ην είχεν, εκτελούσα την αγαθήν ταύτην υπηρεσίαν, θέλεις η άλλη ιδέα, ην θερμήν εφύλαττεν εις τα βάθη του στήθους της περί του αναμενομένου «καπετάνιου της», παρείχον αύτη τόσην θέρμην και αφοβίαν ψυχικήν, ώστε αντέστη καθ' όλην την σκοτεινήν εκείνην της οδού διάβασιν, έως ου, αναβάσα εις τα υψώματα, διέκρινεν απ' εκεί τας ερυθρωπάς φλόγας της πυράς των ποιμένων, ήτις έφεγγε φαεινώς εις όλον του φρουρίου τον απότομον βράχον. Την στιγμήν εκείνην είδε τον φανόν της το παιδίον του ποιμένος· και μετ' ολίγον εισήρχετο εις το φρούριον η γραία, τρομάξασα, ως είδομεν, όπου δεν έπρεπε να τρομάξη. Αλλ' είπομεν ότι μερικά πράγματα είναι αλλόκοτα. Τώρα λέγομεν ότι πολλά είναι τοιαύτα.
— Η γρηά το Καράβι! επανελάμβανεν ο παις κρατών την λύραν του. Καλώς τηνε την Γρηά το Καράβι.
— Κακορράχεις! εμουρμούρισεν η γραία συνερχομένη εκ του τρόμου. Σκαλικαντζούρι του χωριού!
— Αμ πού είνε ο Παπάς, θεια Μυγδαλίτσα; ηρώτησεν ο είς ποιμήν, ανασκαλίζων την πυράν και χασμώμενος.
— Θα λειτουργήσ' η θεια Μυγδαλίτσα, προσέθηκεν ο Κουτσογεώργης, χασμώμενος και αυτός.
Αλλ' η θεια Μυγδαλίτσα, κάθιδρως εκ του επιπόνου και φοβισμένου δρόμου της, ούτε ήκουε τας αστειότητας των ποιμένων, αλλά πεσούσα σχεδόν επάνω εις την ανθρακιάν εθερμαίνετο.
— Μεσάνυχτα! Νά, μεσάνυχτα, διέκοψε τότε ο Κουτσογεώργης, μετά ώραν σιωπής καταβιβάσας την κουκούλαν της κάπας και θεωρών σοβαρώς τους αστερισμούς.
— Νά ο αστέρας! Νά ο μεσονύκτης! είπε και ο άλλος ποιμήν, παρακολουθών τον σύντροφόν του εις την πρακτικήν ταύτην αλλ' ακριβή αστρολογίαν.
Και τους είδες τότε εκεί τους σκαιούς αυτούς ποιμένας ν' αποκαλυφθώσιν ευλαβώς και να προσκυνώσιν επί τινας στιγμάς εν κατανύξει, γονατισμένοι, ως να παρίσταντο μυστηριωδώς εν τη εβραϊκή Βηθλεέμ εις την θείαν του Σωτήρος γέννησιν.
— Χριστούγεννα! Χριστούγεννα!
— Θεια Μυγδαλίτσα, άιντε ν' ανάψης τα κανδήλια και τα κηριά. Δεν έχουμε στάλα λάδι.
— Δεν έχουν τα λαδικά; ηρώτησεν η θεια Μυγδαλίτσα, ήτις εσυγυρίζετο πλέον να εισέλθη εις τον ναόν.
— Τώφαγαν τα ποντίκια, απήντησεν ο ποιμήν.
— Κακομοίριδες ανθρωπινοί ποντικοί!
— Τι εμείς; Νά, τα ποντίκια!
Μετ' ολίγας στιγμάς η έρημος εκκλησία του Χριστού έλαμπεν από τους αναφθέντας φανούς υπό της γραίας και τα τόσα κηρία. Το παιδίον καταληφθέν υπό εμφύτου τινός ενθουσιασμού εσώρευσεν επί της πυράς τόσα ξηρά φρύγανα, ώστε ανέλαμψεν όλον το έρημον Κάστρον με τους ηρειπωμένους τοίχους του, οίτινες έλαβον παντοίας ερυθρωπάς μορφάς φρουρούντων την ερημίαν εκείνην αψύχων φυλάκων· ανέλαμψε και το πέλαγος κελαινόν εις το βάθος κατά τας μεσονυκτίους εκείνας ώρας, ανέλαμψεν από το άλλο μέρος και η μαύρη πλευρά του βουνού. Ανέλαμψε και το Κανόνι της Αναγκιάς, ένας μαύρος όγκος επί της υψηλοτέρας άκρας του Κάστρου, έτοιμον θαρρείς να βροντήση διά την εορτήν και να κηρύξη την Γέννησιν του Χριστού προς της Χαλκιδικής το πέλαγος.
Τέλος ανέλαμψαν φαιδρώς και τα πρόσωπα των τεσσάρων τούτων μόνον προσκυνητών της πάλαι ζωηράς εκκλησίας, εφ' ων εζωγραφήθη ανεκλάλητος χαρά παγκοσμίου πανηγύρεως, ην, αφθόνως καιόμενον το θυμίαμα, ως νεφελώδης τις σκέπη, ανήγεν εις την ξυλίνην του ναού στέγην, και εκείθεν διά των χασμάδων έφερε προς το στερέωμα, εις τους θρόνους του θεανθρώπου. Την στιγμήν εκείνην και το λεπτόν απόγαιον εναρμονίως φυσών, λέγεις, απετέλει μυστικήν υμνωδίαν, ήτις εν τη θεσπεσία ταύτη ώρα προ του απλού των ποιμένων ομίλου και της φεγγοβολούσης εκκλησίας επανελάμβανε τους αγγελικούς ύμνους: «Δόξα εν Υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία!»
Οι ποιμένες ασπασθέντες του Χριστού την Εικόνα εξήλθον πάλιν επαναλαμβάνοντες:
— Χριστούγεννα, παιδί μου, Χριστούγεννα! Ρίξε το ρίζι να γείνη ο τζουρβάς· και πάρε την λύρα σου να πης το τραγούδι· τροπάρια δεν ξέρουμε.
Το παιδίον πλήρες χαράς έρριψε το ρίζι εν τη χύτρα, αφού εξέβαλεν επί κυάθου τα εντόσθια και την κεφαλήν, μοσχοβολούντα ηδονικώς· έλαβε την λύραν του, έκαμε τον σταυρόν του, και ήρχισε το άσμα των Χριστουγέννων. Η γραία ήτο εν τη εκκλησία. Οι δύο ποιμένες ένθεν και ένθεν του παιδίου κουκουλωμένοι διά το ψύχος και στηριζόμενοι επί των ποιμενικών ράβδων άνω της ποθητής χύτρας ηκροώντο εν κατανυκτική χαρά του άσματος:
Χριστούγεννα! Πρωτούγεννα!
Πρώτη γιορτή του Χρόνου!
Εβγάτε, ακούστε, μάθετε
πως ο Χριστός γεννιέται.
Γεννιέται κι' αναθρέφεται
'ς το γάλα και 'ς το μέλι.
Το γάλα τρων' οι Άρχοντες
το μέλι οι αντρειωμένοι.
Ήτο γλυκύ κελάδημα το τραγούδι τούτο, όπερ το παιδίον με την οξυτάτην και παίζουσαν κατά τας αποθέσεις του μέλους φωνήν του ετόνισε τόσον από την καρδιά του, ώστε ηδυλάλως αντήχησαν τα εγγύς βουνά και ο πέραν πόντος. Έκλαυσαν δε οι δύο ποιμένες, όταν προς το άσμα των Χριστουγέννων τούτο εκόλλησεν ο παις και μίαν ηδυτάτην επωδόν, ταύτην.
Ν' ασπρίσης 'σαν τον Όλυμπο,
'σάν τάσπρο περιστέρι,
σαν το πουλάκι που κελαειδεί
χειμώνα καλοκαίρι!
Και επανέλαβε πάλιν τας γλυκυτάτας τελευταίας στροφάς επί της λύρας μόνον, η χονδρή κάπως αλλά περιπαθής φωνή της οποίας, φερομένη εδώ κ' εκεί υπό της μεσονυκτίου πνοής, είχεν εξεγείρει την ποίμνην, ήτις με ποικίλους ήδη τόνους από της γηραιάς αιγός μέχρι του μικρού αιγιδίου συνώδευσε τα τελευταία του άσματος απηχήματα, δι' ου ετραγουδήθησαν εις την ερημίαν εκείνην τόσον συγκινητικώς τα Χριστούγεννα.
Χριστούγεννα! Φαιδρά Χριστούγεννα! Εορτή του γάλακτος και του μέλιτος! Εορτή της γλυκείας και αθώας παιδικής ηλικίας! Πόσον με συγκινείς ακόμη με τας ωραίας αυτάς αναμνήσεις σου, παιγνίδια τερπνά οιχομένων ες αεί παιδικών χρόνων!
* *
*
Η θεια Μυγδαλίτσα είχεν απομείνη εν τω ναώ προσευχομένη γονυκλιτώς προ της εικόνος του Χριστού, ότε έφθασεν εις τα ώτα της το άσμα εκείνο των Χριστουγέννων, πληρώσαν τον ναόν όλον με τα περιπαθή εκείνα τσακίσματά του, γνωστά μόνον εις τους ποιμενικούς παίδας, οίτινες ελεύθεροι, υπό τας πυκνοφύλλους θολίας των δασών, ή επί του υψηλού παρά την θάλασσαν βράχου, ενώπιον του αφώνου δάσους, ή ενώπιον του ατέρμονος πόντου, διδάσκονται μόνοι των όλας τας τελειότητας της φωνητικής αρμονίας.
Είχε πολλά έτη να το ακούση τόσον ωραίον και τόσον συγκινητικόν. Εις το χωρίον δεν τα τραγουδούν καλά. Ο υιός της, όστις μόνος, ως έλεγεν υπερηφανευομένη, το ετραγώδει, ευρίσκετο εις την ξενιτείαν, αλειτούργητος και ακοινώνητος ίσως! Εβυθίσθη λοιπόν εις μίαν έκστασιν, ως ήτο εκεί γονυκλιτής προ της Αγίας Εικόνος. Της ήλθεν, ως έλεγεν έπειτα, ως τις ύπνος, βαρύς, πλην ηδύς ύπνος. Και ως ήτο γονατισμένη, εκάθησεν, έκλινε την κεφαλήν της προς τα γόνατά της και απεκοιμήθη. Και εν ώ έξω οι ποιμένες εν πασχαλινή ανυπομονησία έστρωνον ευφροσύνως μοσχοβολούσαν την τράπεζαν, και εστρώνοντο εγγύς και αυτοί, η θεια Μυγδαλίτσα εντός του ναού ωνειρεύετο.
Της εφάνη τάχα ότι ήτο κάτω εις έν εύμορφον παράλιον με πλατείαν αμμώδη και ως να εθεώρει προ αυτής απέραντον την θάλασσαν, ατάραχον ως εξ' ελαίου. Αλλ' εκεί που έβλεπε, της εφάνη ότι δεν ήτο θάλασσα τάχα, αλλά καθρέπτης, ένας ολόλαμπρος γυαλιστερός καθρέπτης, και βλέπουσα εν αυτώ, αντί να ίδη τάχα το πρόσωπόν της, έβλεπε το πρόσωπον του υιού της, εν ωραία ανδρική όψει μειδιώντος και θέλοντος να την ασπασθή. Ω λογισμοί έκφρονες της πολύ αγαπώσης μητρός!
Και ενώ η γραία εκστατικώς και απορούσα ίστατο εκεί προ του καθρέπτου, μη χορταίνουσα να βλέπη την αχόρταστον εκείνην μορφήν, ηκούσθησαν αι χαρμόσυνοι φωναί των ποιμένων έξω, οίτινες τόσον εύμορφα προ της πυράς εγευμάτιζον, και είτα η φωνή του παιδός, όστις έκραξεν αναζητών:
— Καλή χρονιά, θεια Μυγδαλίτσα. Έλα να φάμε, να σου πούμε και για το καράβι.
Η τελευταία αύτη φωνή διέκοψε της θειας Μυγδαλίτσας το ευφρόσυνον όνειρον· και εκεί που ηθέλησε ν' ασπασθή τάχα την εν τω καθρέπτη του υιού της εικόνα, ευρέθη έχουσα τα χείλη σεπτώς προσκολλημένα επί του εν τη Εικόνι της εκκλησίας ζωγραφιστού μικρού Παιδίου, του γεννηθέντος Ιησού, προ του οποίου γονατισμένη είχεν ιδή το όνειρον.
— Έλα, θεια Μυγδαλίτσα, επανέλαβε πάλιν ο παις. Έλα να σου πούμε για το καράβι. Πάει 'ς τη χώρα.
— Ποιο καράβι; εξήλθεν αποτόμως από του ναού και φωνάζουσα ανησύχως η γραία.
— Τι; Δεν το είδες;
— Ποιο καράβι; Μη με γελάτε τέτοια μέρα!
— Έτσι να ιδούμε καλό, είπεν έπειτα ο Κουτσογεώγης. Κάτσε να φάμε τώρα.
— Ποιο καράβι; Επανελάμβανε πάλιν η γραία.
— Νά, πέρασε νωρίς ένα καράβι. Εθάρρει πως είνε αυτό το χωριό. Αλλά το παιδί τους είπε πως είνε τώρα από κάτω η χώρα. Του έδωσαν και ένα τάλλαρο.
— Νά το, είπεν ο παις, επιδείξας το δολλάριον.
— Και 'πήγε ς' τη χώρα; ηρώτα ανυπομόνως η θεια Μυγδαλίτσα. Είνε ο γυιος μου! Είνε του γυιου μου το καράβι!
Διώρθωσε τον φανόν της και τον ήναψεν. Ησπάσθη τας Εικόνας, απεχαιρέτισε τους ποιμένας και ανεχώρησε.
— Να σου πω, έτσι νάχωμε καλά Χριστούγεννα, είπον οι ποιμένες, μπορεί νάναι αλήθεια. Αυτό το καράβι για να νομίζη πως εδώ είνε η χώρα για να δώση ς' το παιδί ένα τάλλαρο ολάκερο, κάτι τρέχει.
— Θεια Μυγδαλίτσα! εφώνησεν ο παις προς την ταχέως φεύγουσαν γραίαν, υψών την φωνήν του, διά να ακουσθή. Σαν είνε αλήθεια, να με φωνάξης να τραγουδήσω τα Χριστούγεννα.
— Ελάλησε τώρα και ο πετεινός, είπεν ο έτερος των ποιμένων, και δεν φοβάται από Σκαλικαντζούρια. Τι γυναίκα αυτή η χριστιανή!
* *
*
Την στιγμήν καθ' ην η θεια Μυγδαλίτσα, εγκαταλιπούσα τους ποιμένας, ανεχώρει διά την κωμόπολιν, από την κρυφήν μεγάλην ελπίδα της μη συλλογιζομένη ούτε τον νυκτερινών πόνον της οδού, διότι ήτο ακούραστος και υπομονητική γραία, ούτε των πειρακτικών πνευμάτων τας παγίδας, διότι, αφού ελάλησεν ο πετεινός, οι σκαλικατζάροι απεσύροντο εις τας οπάς των εντός των κούφιων κορμών και των βράχων, την στιγμήν εκείνην εσήμαινον εν τη μεσημβρινή της νήσου πολίχνη οι κώδωνες των ναών, διά την χαρμόσυνον ακολουθίαν των Χριστουγέννων. Ο καιρός ήτο ωραίος και κόσμος πολύς συνέρρεεν εις την Εκκλησίαν. Αλλ' η κόρη της θειας Μυγδαλίτσας, η ωραία Μαργαρώ — ούτως ωνομάζετο — ησθάνθη τότε βαρύ παράπονον εις την καρδίαν, όπερ της έφερε και δάκρυα. Από το βράδυ που ανεχώρησεν η μητέρα της, έμεινεν ως ήτο εκεί εις την γωνίαν, νηστική και κλαίουσα. Εσυλλογίζετο την μεγάλην ημέραν, τα ωραία Χριστούγεννα. Εσυλλογίζετο την πενίαν των την αφόρητον. Εσυλλογίζετο την χαράν του κόσμου — ω! αυτό δεν το εσυλλογίζετο! το ήκουεν έως εις τα μεσάνυκτα, ήχουν ως άσμα, ως εναρμόνιον μουσικήν, λαλούσαν εις τας οικίας όλας των Χριστιανών· το έβλεπε σχεδόν, από την ανοικτήν θυρίδα της, θεωρούσα το πολύ φως της απέναντι γειτονικής οικίας. Την επήρε λοιπόν το παράπονον και έκλαιε και με τα κλαύματα απεκοιμήθη.
Και εκεί μετά ώραν ακούει εις τον ύπνον της φωνάς και γέλωτας: Καλή χρονιά! Καλή χρονιά! Είχεν απολύσει η λειτουργία και μετέβαινεν ο κόσμος από τον ναόν εις τους οίκους με χαράν και αγαλλίασιν.
Αφυπνίσθη η Μαργαρώ και ακουσίως εστάθη και ήκουεν αφηρημένη τους γινομένους έξω διαλόγους των ανθρώπων, οίτινες με βήματα προσεκτικά κατέβαινον την λιθοστρωμένην οδόν.
— Είδατε λοιπόν, έλεγε μία φωνή χονδρή, ομοιάζουσα προς την φωνήν του ιερέως, αργώς και μετά προσοχής λαλούντος. Όποιος ελπίζει εις τον Θεόν, δεν χάνει ποτέ. Ακούτε σεις, ν' αρθή το παιδί της και ν' αρθή με καράβι καπετάνιος, όπως το εφαντάζετο!
— Δεν το είδεν ακόμη, παπά, διέκοψε φωνή άλλη ναυτική. Είνε, παγαιμένη 'ς το Κάστρο. Έπειτα το καράβι τώρα δα άραξε. Δεν βγήκαν ακόμη έξω. Νά, τώρα που χάραξε θα βγουν.
Η Μαργαρώ ακούσασα αυτήν την διάλεξιν έπαθεν εκ της συγκινήσεώς της μυστηριώδη τινά παρακώλυσαν νευρικήν στιγμιαίαν. Δεν ηδύνατο να φωνάξη, δεν ηδύνατο να σηκωθή. Και οι λαλούντες έξω, απεμακρύνοντο.
Δεν επέρασε διόλου από τον νουν της ότι έσκωπτον αυτοί οι άνθρωποι τοιαύτην ώραν και τοιαύτην ημέραν. Άλλως διέκρινε καλώς την φωνήν του ιερέως, του ενορίτου των, όστις τόσας λειτουργίας και τόσους αγιασμούς είχε τελέσει εις ευχήν της θείας Μυγδαλίτσας.
Έκαμνε να σηκωθή, έκαμνε να φωνάξη· κάτι τι μέσα εις το στήθος της ανέβαινεν έως εις τον λαιμόν, ως να ήθελε να την πνίξη.
Κ' ενώ ηγωνία τοιουτοτρόπως, κρότημα βαρύ εκρότησεν εις το παράθυρον της οικίας· τούτο, ως να είχε χείρας, την έσυρε προς τα επάνω και έσπευσε τρικλίζουσα προς το παράθυρον.
— Τ' είνε, θα 'πώ; εφώνησε.
— Καλώς τα δεχθήκατε! Ήλθεν ο αδελφός σου με ένα καράβι. Ηκούσθη φωνή γηραιά, του γέροντος κλητήρος της Δημαρχίας, όστις ησθάνετο μικράν τινα συμπάθειαν προς την θεια Μυγδαλίτσα, διότι οσάκις άνοιγε το ολίγον κρασί, τον εκερνούσε δυο-τρεις φοραίς τον γέροντα, συμπαθούσα.
Συγχρόνως, διαβαίνουσαι την στιγμήν εκείνην και άλλαι γυναίκες, αι τελευταίαι από την εκκλησίαν, της είπον: Καλή χρονιά! Καλώς τα δεχθήκατε!
Πρώτην φοράν επί ζωής της η ορφανή ήκουε τόσους χαιρετισμούς, με τόσην συμπάθειαν και τόσην αγάπην.
— Ευχαριστώ, ευχαριστώ, είπε προς τον γέροντα κλητήρα, όστις ανεχώρησεν, «αύριο τα συγχαρήκια» ειπών. Ευχαριστώ έλεγε και προς τας διελθούσας γυναίκας και βλέπουσα ακόμη έξω προς την σκοτεινήν οδόν, έρημον πλέον, ευχαριστώ, είπε πρός τινα, μαυρίζοντα στύλον εκεί παρακάτω, διότι η χαρμόσυνος φράσις: «Καλώς τα δεχθήκατε» εβόυζεν αδιακόπως εις τα ώτα της, και ενόμιζεν ότι έμψυχα και άψυχα την χαιρετίζουν.
Τότε σπεύσασα ήνοιξε το προς την θάλασσαν παράθυρον και έκυψε πολύ προς τα έξω, ακκουμβώσα επί του τοίχου και διά των χειρών απομακρύνουσα τας ξανθάς πλεξίδας της πλουσίας κόμης της, ήτις λυτή και ατημέλητος απέφραττε τους οφθαλμούς της υπό την μαύρην μανδήλαν της.
* *
*
Η αυγή με τα εύμορφα εκείνα χρώματά της, με τα οποία στολίζει συνήθως τας νήσους, επιφαινομένη κατά τας αιθρίας πρωίας, ήρχισε να φωτίζη γλυκά-γλυκά τας ακτάς, αποσύρουσα ηρέμα και μετά παρθενικής χάριτος τον μελανόν της νυκτός πέπλον. Εφάνη ο λιμήν της νήσου σιωπηλός και ακίνητος, ως εκ φαιού μαρμάρου λεία πλαξ. Επί της ακτής ως μαύρα σημεία διεκρίνοντο λέμβοι τινές αγκυροβολημέναι και πορρωτέρω άλλα τινά πλοιάρια. Πλοίον εκ των μεγαλειτέρων ουδέν εφαίνετο, διότι το μέρος του λιμένος εκείνο, εν ώ συνήθως προσορμίζονται τα μεγαλείτερα πλοία, απεκρύπτετο υπό τινος γλώσσης της ξηράς, προς την θάλασσαν εξερχομένης και διαιρούσης ούτω τον λιμένα εις δύο άνισα μέρη. Ήρχισαν ν' αποσβέννυνται αι πρώται φαειναί της Μαργαρώς εντυπώσεις. Φως εις τον λιμένα δεν έβλεπε κανέν. Ηκροάτο ν' ακούση πάλιν διαλόγους, ως εκείνους τους άλλους αρμονικούς, αλλ' η σιωπή ηύξανεν ολονέν. Οι άνθρωποι, είπε, τρώγουν τώρα εις τα σπίτια των. Και πραγματικώς από του άλλου μέρους αι θυρίδες των οικιών της πολίχνης έλαμπον άπασαι ως να ήτο γενική φωταψία διά της εορτής την χαράν. Εν τοιαύτη διατελούσα λυπηρά ανησυχία, ήκουσε φωνήν χονδρήν ναύτου παρακάτω εις το παράλιον, και φωνάς άλλας έπειτα και πατήματα βαρέα ναυτικά πολλών άλλων, ως εν διαφωνία παταγωδώς λαλούντων.
— Όχι! είπεν η φωνή του ναύτου. Νά, έτσι είνε το σωστό. Εγώ ήμουν 'ς το λιμεναρχείον. Επειδή και είνε νησιώτης απ' εδώ, του έκαμαν την χάρι και τον πρατιγάρησαν την αυγή. Λοιπόν εκεί από περιέργεια ο λιμενάρχης τον ηρώτησε: πού έλειπε τόσα χρόνια. Κ' εκείνος τα είπεν όλα. Πρώτα πήγε 'ς την Αγγλία. Ύστερα εμπαρκάρισε με ένα άλλο μπάρκο αυστριακό για την Αουστράλια. Είχε απόφασι να μη γυρίση 'ς την Ελλάδα, αν δεν αποχτήση κατάστασι να φαίνεται σαν άνθρωπος. Από την Αουστράλια βρέθηκε 'ς την Καλλιφόρνια. Εκεί τότες το μάλαμα το μάζευαν με της χούφταις. Εδούλεψε δέκα χρόνια εκεί που βγάζουν το μάλαμα. Εκέρδησε χρήματα έως είκοσι χιλιάδες, και αγόρασε το καραβάκι αυτό. Παραπάνω δεν θάχη.
Η Μαργαρώ ετάνυσε και οφθαλμούς και ώτα. Δεν εχόρταινε αυτήν την ομιλίαν. Της ήλθε δυο τρεις φοραίς να φωνάξη. Να πεταχθή έξω. Αλλά πάλιν εντρέπετο. «Δεν της είπα της ευλογημένης να μη πάη», έλεγε συλλογιζομένη την μητέρα της, και ήθελε να απομακρυνθή από το παράθυρον, και πάλιν έβλεπεν έξω ως καρφωμένη εκεί.
— Να ιδής, επανελήφθη η φωνή των διαλεγομένων ναυτών.
Η Μαργαρώ ηκροάσθη εκ νέου.
— Ενόμιζεν ο κάπταιν Νίκολς. . .
— Πώς; Πώς τον λένε; διέκοψεν άλλη φωνή.
— Κάπταιν Νίκολς. Έτσι τον λένε 'στο εγγλέζικο.
— Νικολάκη δεν το λέγανε αυτό το παιδί;
— Ναι. Μα τώρα έγεινε καπετάν Νικολάκης.
Η κόρη εδώ μόλις εκράτησε την φωνήν της να μη εκραγή εις χαρμόσυνον ανακραύγασμα.
— Λοιπόν το νόστιμον είνε τούτο, επανέλαβεν ο πρώτος ναύτης, επιτηδευόμενος τον ταξειδεύσαντα εις Αγγλίαν και επιδεικνύων τα αγγλικά του, τα οποία δεν επροχώρουν πλέον των δύο αυτών λέξεων. Ο κάπταιν Νίκολς ενόμισε πώς ακόμη κατοικούμε ς' το Κάστρο. Πού να το μάθη ο πτωχός! Και έφερνε γύρω ς' το βράχο από το δειλινό. Αλλά μετά πολλά τον ωδήγησεν ένα τσομπανούδι. Βλέπετε, τα έμαθα όλα με ακρίβεια από το λιμεναρχείο, από τον ίδιο κάπταιν Νίκολς.
* *
*
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη κρότος άλλος εις την θύραν, και συγχρόνως φωνή: «Άνοιξε, Μαργαρώ. Ο αδελφός σου, ο καπετάν Νικολάκης».
Ήτο η φωνή της γραίας γειτονίσσης, ήτις μαθούσα την χαροποιάν είδησιν έσπευσε να δείξη όλην την αγαθήν της διάθεσιν, όχι μόνον αναγγέλλουσα την χαράν, αλλά και μετέχουσα ταύτης.
Και ανοιγείσης της θύρας, εισήλθε συγκεκινημένος ο καπετάν Νικολάκης, ανήρ έως 45 ετών, ισχυράς κράσεως, ψημένος εις τους ήλιους του Ισημερινού και της θαλάσσης την άλμην, ροδοκόκκινος ναύτης, κυρτός ολίγον περί τους ώμους, με λαιμόν κοντόν, ξυρισμένος τους μύστακας, κομμένην έχων την υπόλευκον κόμην, φέρων πίλον χαμηλόν, κασκέτον, και ιμάτια καινουργή αγγλικού στερεού υφάσματος. Από του γελεκίου του έλαμπεν ανηρτημένη βαρεία χρυσή άλυσις του ωρολογίου του, σειομένη εκεί που εβάδιζε κλίνων ένθεν και ένθεν ολίγον, ανεπαισθήτως.
Η Μαργαρώ συγκεκινημένη μέχρι δακρύων με παλλομένην ταρακτικώς την καρδίαν ενηγκαλίσθη τον ανέλπιστον τούτον αδελφόν της, ον με τόσην χαράν, ώστε να την συμμερίζεται ολόκληρον το χωρίον, τον έφεραν τα καλά Χριστούγεννα, μέσα εις τας αγκάλας της, προστάτην αγαθόν της ορφανίας της, δώρον του Χριστού ανεκτίμητον.
— Η μητέρα πού είνε; ηρώτησε πάραυτα με ξενίζουσαν στρυφνήν και βραχνήν προφοράν ο καπετάν Νικολάκης.
— Πήγε 'στο Κάστρο, απήντησεν η κόρη, προσπαθούσα τότε να περισυνάξη την εύμορφον κόμην της, ν' ανάψη το φως και το πυρ και να συγυρίση τον πενιχρόν οικόν της. Πήγε' στο Κάστρο, επανελάμβανε. Και προσέθετε μόνη της: «Σαν προφήτης! Δεν της είπα να μη πάη!»
* *
*
Τη επαύριον, τη εσπέρα των Χριστουγέννων, ασυνήθης φωτισμός έλαμπεν επιδεικτικώς είς τινα πενιχράν οικίαν εν τη εσχατιά του χωρίου· τα μικρά παράθυρα τοσούτον δαψιλώς έφεγγον, ώστε πυκναί δέσμαι φωτεινών ακτίνων προσέπιπτον και εις τον έξω σκοτεινόν δρομίσκον, φωτίζουσαι τούτον εις ικανήν απόστασιν. Οι διαβάται εσταμάτων το βήμα εκεί, θεωρούντες επί στιγμήν της πενιχράς εκείνης οικίας το λαμπρόν φωτοβόλημα και μετά τινος μυστικού φθόνου ακούοντες την εν αυτώ χαράν, ήτις και του φωτός πλέον εκλάμπουσα ανεπήδα άφροντις και αθώα· και μη χωρούσα εν τω ταπεινώ εκείνω διαμονητηρίω, επέτα έξω εις την οδόν ως άσμα, ως γέλως, ως φλύαρος ελαφρός διάλογος. Είχε μεταβάλει όψιν πάραυτα η σιωπηλή εκείνη εσχατιά, ης ο σιωπηλότερος αντιπρόσωπος ην άλλοτε ο οικίσκος ούτος. Πόσον απροόπτως και πόσον αποτόμως μεταβάλλονται τα εν τω κοσμώ!
Ην ο φεγγοβολών εκείνος οικίσκος, της Θεια-Μυγδαλίτσας το οίκημα.
Εν τη εστία, επιμελώς δι' ασβέστου νεωστί κεχρισμένη, έλαμπεν η θερμαίνουσα ανθρακιά, αναδίδουσα προς τα επάνω ωραίον κυανοπόρφυρον φλόγισμα, μετά τερετισμών χαρμοσύνων ενερχόμενον προς την καπνοδόχον και ωθούν ενίοτε προς τ' άνω λαμπρούς σπινθήρας. Πλαγίως και προς τους δύο τοίχους ήσαν εστρωμένα καινουργή κυλίμια διά πολυχρώμων νημάτων εξυφασμένα μεθ' ικανής χάριτος διά ρομβοειδών κοσμημάτων διαφόρου χρωματισμού. Παρά τους τοίχους, απαστράπτοντας εκ της λευκότητος ήσαν εστηριγμένα προσκεφάλαια μακρά ορθογωνίων σχημάτων· και εκεί εν όλη τη απερίττω ανέσει του ανεπαύετο ο καπετάν-Νικολάκης, ακκουμβών την κεφαλήν του επάνω εις το γόνυ της Θεια-Μυγδαλίτσας, ήτις δεν εχόρταινε να θωπεύη το ζωηρόν πρόσωπόν του, το οποίον τόσους χρόνους δεν έπαυσε να ονειρεύεται και έξυπνος και κοιμωμένη, και κλαίουσα και εργαζομένη, δι' αυτήν μόνον την ευτυχή στιγμήν ζώσα εις τόσην τήκουσαν δυστυχίαν. Κ' εκείνος πάλιν τη διηγείτο εις ατελείωτον σειράν διηγήσεων τα μαρτύρια, τα οποία διήλθε τόσον μακράν της προσφιλούς του πατρίδος, έως ου κατορθώση να ίδη πράγμα τηλαυγές το όνειρόν του. Η εύμορφος Μαργαρώ έχουσα σουβλισμένα τεμάχια χοιρείου κρέατος κατεγίνετο να ψήση αυτά, συνεχώς περιστρέφουσα παρά τους καίοντας άνθρακας.
Και ενώ εφρόντιζεν επιμελώς να εκτελέση την επίπονον αυτήν εργασίαν και ήτο το πρόσωπόν της καταπόρφυρον ως κόκκινον μήλον, έρριπτε και έν βλέμμα κρυφόν και εις τον πολυαγάπητον αδελφόν της μετά τινος δυσεξηγήτου αισθήματος περιεργαζομένη τούτον, ότε η γραία θέλουσα να γελάση. — Νά ο Σκαλικάτζαρος! εφώναξε. Η Μαργαρώ αίφνης τρομάξασα έρριψε το χοίρειον κρέας επί της ανθρακιάς, ήτις εξαφθείσα απετέλεσεν εκ του ριφθέντος ούτως εντός αυτής αλείμματος υπερβάλλουσαν φλόγα, κατακαλύψασαν όλην την εστίαν μετά της σούβλας και του κρέατος. Η Μαργαρώ έμεινε με κενάς τας χείρας.
— Πάει! το πήρε το κρέας ο Σκαλικάτζαρος! Τι απρόσεχτη που είσαι!
Και έβλεπεν η γραία επάνω εις την καπνοδόχον τάχα, επαναλαμβάνουσα. — Πάει το κρέας!
Ο Νικολάκης εταράχθη κατ' αρχάς εκ του αιφνιδίου τούτου επεισοδίου, βλέπων προς την καπνοδόχον και ετοιμαζόμενος να εγερθή και προλάβη τον κλέπτην. Αλλά τότε η γραία, γελώσα, εξήγαγε την σούβλαν από της φλογός με το κρέας ολόφαιον εκ της επ' αυτού προσκολληθείσης στάκτης· και μόλις τότε ο Νικολάκης ως εν ονείρω ήρχισε να αναμιμνήσκηται των ωραίων εκείνων της νήσου παραδόσεων του Δωδεκαημέρου, αι οποίαι τοσάκις εβαυκάλησαν άλλοτε τας αφρόντιδας ημέρας των παιδικών του χρόνων.
Ήρξατο λοιπόν πυκνάς ερωτήσεις περί των παραδόσεων εκείνων του παρελθόντος βίου του, τας οποίας η πολυχρόνιος ξενιτεία είχε σκεπάσει με χονδρόν πέπλον λήθης, ον η μήτηρ του τόσον ευκόλως ανέσυρεν, επιδείξασα εις τον υιόν της όλην την γλυκείαν νωπότητα των διηγήσεων εκείνων, αίτινες, όσον και αν ξενιτευθή κανείς, είνε αδύνατον να σβεσθώσι. Καλύπτονται μεν ως με τέφραν, αλλ' έρχεται ιδού ημέρα, ήτις μας κάμνει να γελώμεν μ' αυτάς· κι' ενίοτε να κλαίωμεν. Ω! να κλαίωμεν! Διότι φεύγουν, χάνονται από την Ελλάδα μας, την θερμήν κοιτίδα και γλυκείαν τροφόν των ωραιοτέρων παραμυθιών.
Κ' ενώ εγέλα ούτω τερπνώς η αναγεννηθείσα αύτη οικογένεια, ιδού εμβαίνει υποδεμένος ο ποιμενικός εκείνος παις κρατών εις την μίαν χείρα την λύραν του και εις την άλλην δοχείον πλήρες μοσχοβολούσης πηκτής πρωτογαλιάς.
— Είδες που φύλαξα το λόγο μου, θεια Μυγδαλίτσα, είπεν ο παις αποθέτων επί τινος έδρας την ποιμενικήν του καπίτσαν. Ήλθα να σας τραγουδήσω τα Χριστούγεννα.
Και ήρχισεν αμέσως ο παις γλυκύτατα, ίνα μείζονα ευχαρίστησιν εμποιήση, τραγουδών:
Χριστούγεννα! Πρωτούγεννα!
Πρώτη γιορτή τον χρόνου! . . .
Ο καπετάν-Νικολάκης ήκουε μετ' αρρήτου ηδυπαθείας, ροφών ούτως ειπείν τους ηδείς εκείνους φθόγγους της ποιμενικής λύρας.
Αλλ' ότε η μήτηρ του, η αναγεννηθείσα αύτη εκ της αιφνιδίου χαράς γραία, αφού ετελείωσεν ο παις, συνεπλήρωσεν αυτή το άσμα, με μίαν τρεμουλιαστήν της αγάπης φωνήν τραγουδήσασα:
Ν' ασπρίσης 'σαν τον Έλυμπο
'σαν τ' άσπρο περιστέρι,
'σαν το πουλάκι που κελαειδεί
χειμώνα-καλοκαίρι.
Τότε ο καπετάν-Νικολάκης δεν ηδυνήθη να κρατήση τα δάκρυα και έπεσεν εις τους κόλπους της γραίας μητρός του ολολύζων σχεδόν από τον βαρύν της ξενιτείας πόνον, και ως να ήθελε διά του κλαύματος τούτου να ζητήση συγχώρησιν από τον αποθαμένον πατέρα του, τον οποίον τόσον ίσως επίκρανεν, ούτως αποτόμως απελθών της πατρίδος του, χωρίς να φιλήση την χείρα του ούτε ζώσαν ούτε νεκράν.
— Τώρα δεν θα σε λέμε πλεια: η θεια Μυγδαλίτσα το Καράβι, είπεν ο μικρός ποιμήν, ως εξ εμπνεύσεως μετατρέπων επί το αστείον την συγκινητικήν τελευταίαν αυτήν σκηνήν.
Ποτέ δεν θα το λησμονήσω! Και μόνον η ανάμνησίς του με γοητεύει και τώρα ακόμη. Τι
εύμορφον Πάσχα! Νομίζω ότι έκτοτε δεν είδα πλέον τοιούτο φαιδρόν, τοιούτο μελωδικόν κ'
ευώδες Πάσχα. Όλα εγελούσαν ως μικρά αθώα παιδία, όλα εμοσχοβολούσαν εις την
μικράν εκείνην νήσον, όλα ήσαν λαμπροφορεμένα· τα περισσότερα παιδία είχαν φορέσει
καινουργή τριζοκοπούντα υποδήματα, κ' έκαμνον κρότον και κρότον επάνω εις της πλάκες
της Εκκλησίας. Τι εύμορφον Πάσχα! Την ψαλμωδίαν του, μοι φαίνεται, δεν την ήκουσα
πλέον. Ίσως συνετέλεσε και η έκτακτος δροσερά άνοιξις του έτους εκείνου του
αλησμονήτου. Τα αηδόνια είχαν έλθει τόσον εγγύς εις την κωμόπολιν, ώστε μερικά αφόβως
εισέδυσαν και εις το πυκνόν του ναΐσκου κηπάριον και συνώδευον και εκείνα με την
μαγευτικήν μελωδίαν των το γλυκύλαλον «Χριστός Ανέστη». Το καέν θυμίαμα, υπάρχουν
στιγμαί, που νομίζω πως το αισθάνομαι ακόμη κατά τινα μυστικήν όλως απάτην. Έλεγαν
πώς ήτο θυμίαμα από την Αγίαν Άνναν, Σκήτην του Άθωνος, γνωστήν διά την αρετήν των
ερημιτών αυτής. Αλλ' ίσως και τα πάμπολλα τριαντάφυλλα του κηπαρίου της Εκκλησίας
προσέφερον και αυτά εν αναλογία το άρωμά των το μεθυστικόν. Και ήσαν τόσα πολλά το
έτος εκείνο! Ενθυμούμαι ότι ο μπάρμπα-Κώστας ο Ολλαντέζος έκοπτε κ' εμοίραζε καθ'
εκάστην εις τα παιδία της γειτονίας, να μη φωνάζουν εις τα τρελλά παιγνίδια των εν τη
μικρά του ναού πλατεία και διακόπτουσι τον εσπερινόν του γέροντος παπά Οικονόμου. Ο
λαμπρός στολισμός των νυμφών του Πάσχα εκείνου παραμένει ακόμη ανεξίτηλος εις την
μνήμην μου με τα ζωηρά χρώματά του, και την χρυσαυγάζουσαν στιλβηδόνα του, ως να
εζωγραφίσθη έκτοτε εν τη φαντασία μου με όλην την λάμψιν καλλιτεχνικής εικόνος
αγιογράφου. Έτυχε το έτος εκείνο να τελεσθώσι και πολλοί γάμοι, και το σημαντικώτερον,
έτυχε το έτος εκείνο να εργασθή το ναυτικόν όσον σπανίως συμβαίνει και είχε συναχθή εις
την μικράν νήσον αρκετόν χρήμα· και το αναθεματισμένον όπου υπάρχει παρακολουθείται
με χαράν, και με λάμψιν. Ω, τι Πάσχα εκείνο!
Συνεφώνει μαζί μου και ο γέρων Οικονόμος και μου έλεγε μετά ταύτα κ' εκείνος: — Τι Πάσχα εκείνο, παιδί μου! Έχεις δίκαιον.
Κ' έλαμπαν από χαράν γεμάτοι οι οφθαλμοί του, ως λάμπει καθαρόν ποτήριον απέναντι του φωτός. Να ήτον τάχα η ηλικία! στοχάζομαι νυν. Να ήτο η μάγος, η άφροντις, η γόησσα ηλικία η παιδική, ήτις μου εζωγράφισεν αυτήν την άληστον, αυτήν την ανεξάλειπτον εικόνα του Μεγάλου εκείνου Πάσχα;
* *
*
Γλυκοχαράζει πλέον. Ροδίζει εύμορφα η αυγή προσπαθούσα να διασπάση της νυκτός την μαύρην καλύπτραν, ήτις απλούται ακόμη εις το μικρόν χωρίον μου και εις τον εύμορφον λιμένα του, του οποίου τα νερά ακίνητα ησυχάζουν εν τη σιωπηλή της νυκτός γαλήνη. Ούτε ο φλοίσβος ο μελωδικός ακούεται εις την άμμον κάτω. Τα άστρα τρέμουν παιγνιώδη εν τω κυαναυγεί στερεώματι, ως να τα εξήγειρον τώρα δα του βαθέος ύπνου αι πρώται της ηούς ακτίνες. Δύο ηδύλαλοι αηδόνες κελαδούν περιπαθώς το εωθινόν εν τω κηπαρίω, αφ' ου αναδίδεται ευωδία μεθυστική αρωμάτων. Ο Αναστάσιμος ύμνος εντός του Ναού αναμέλπεται τόσον περιπαθώς και τόσον γοητευτικώς, ώστε και αυτοί οι παρατεταγμένοι έξω εις την πλατείαν ναύται ίνα πυροβολώσιν, λησμονούν το χαρμόσυνον έθιμον, παρασυρόμενοι από τον ηδύν της ψαλμωδίας αντίλαλον. Μέσα εις τους χορούς είχαν καταλάβει τα στασίδια των όλοι οι προύχοντες ένθεν και ένθεν φορούντες τα καλά των, κρατούντες τας λαμπάδας των, σεμνή εν τη όλη απλότητι αυτής παράταξις. Όπισθεν δε δεξιά και αριστερά οι νησιώται όλοι ναυτικοί και γεωργοί ανάμικτοι. Και προς τούτοις τα παιδία καθένα με το κόκκινον αυγόν εις χείρας, γεμάτα χαράν. Μετ' ολίγον ρεύμα φωτός εξεχύθη εν τη πλατεία, λαβόν παντοίας ανά τας σκολιάς οδούς διευθύνσεις. Έληξεν η λειτουργία της Αναστάσεως και οι πιστοί νησιώται, κρατούντες αναμμένην την λαμπάδα του Πάσχα, μετέβαινον εν αγαλλιάσει εις τους οίκους των να φέρωσιν εις αυτούς το φως, την χαράν, την Ανάστασιν. Και ηκούοντο ζωηρώς και χαρμοσύνως διασταυρούμενα ως τρελλά πτηνά του λειμώνος κυνηγούμενα απ' εδώ και απ' εκεί.
— Χριστός Ανέστη!
Και αι απαντήσεις επανελάμβανον την γλυκείαν προσφώνησιν αντιφωνούσαι: — Αληθώς Ανέστη! συνοδευόμεναι υπό γενναίων πυροβολισμών των ναυτικών ισχυρών όπλων, ων ο αντίλαλος βαρύς και βροντερός εφέρετο διά του ηρεμούντος αιγιαλού προς τα κατασκότεινα βουνά της μακρονήσου Ευβοίας. Κατόπιν όλον εκείνο το Αναστάσιμον φως, όλη εκείνη η χαρά διεσπάρη μέσα εις τους οικίσκους της μικράς πολίχνης, έκαστος των οποίων μετεβλήθη εις ναόν εορτάζοντα με το αχόρταστον Πασχάλιον άσμα, ψαλλόμενον υπό το περίτεχνον τσούγκρισμα των αυγών, τα ανέκφραστον χάρμα των παιδιών, άτινα ηγρύπνησαν πρώτην φοράν διά την ηδίστην αυτήν απόλαυσιν, την στιλπνήν χαράν, ως το στιλπνόν κέλυφος του Πασχαλινού αυγού.
* *
*
Και μόνον ενός οικίσκου την σκοτίαν δεν εφώτισε του Πάσχα η λαμπάς. Ούτε ηκούσθη εν αυτώ το ηδύμολπον Χριστός Ανέστη, αν και διαβάται τινές διερχόμενοι και βλέποντες την μαύρην εκεί σκοτίαν εσταματούσαν ακροώμενοι ήχον τινα αμυδρόν ως άσματός τινος αμόρφου, ως ήχου τινός εκκλησιαστικού δυσδιακρίτου, και παρήρχοντο διερωτώντες αλλήλους:
— Πώς νάνε τάχα ο μπάρμπα-Κώστας! Πώς τον λυπηθήκαμε τον καϋμένο τον Ολλαντέζο. Τι καλός εκκλησιάρχης! Έβαλε τα παιδιά σε τάξι.
— Χτυπιά που την έφαγε, παρετήρησεν έτερος, σα δεν σκοτώθηκε!
Μέσα εις τον οικίσκον εκείνον, μίαν καλυβίτσαν μάλλον προς τα Πηγάδια, χωρίς φως, χωρίς ζωήν καμμίαν, ήτο εξηπλωμένος επί ψιαθίου απλού ο μπάρμπα-Κώστας, φέρων δεμένας βαρέως τας σιαγόνας του κ' αισθανόμενος ισχυρόν πόνον ως να έπαθον οι οδόντες του. Τίποτε άλλο δεν είχε. Και επιχείρησε πολλάκις να εξέλθη την νύκτα και μεταβή εις την Ανάστασιν. Πλην πάλιν εμετανοούσε. Πώς να εξέλθη με δεμένας ούτω τας σιαγόνας. Και επεχείρει πολλάκις εν τη θλιβερά εκείνη μονώσει του να ψάλη το «Χριστός Ανέστη», πλην δεν ηδύνατο να προφέρη καθαρώς τας συλλαβάς. Ήκουε μακρόθεν, του εφαίνετο, την χαράν, την ψαλμωδίαν, ησθάνετο εκ των ραγάδων φως, ως της Αναστάσεως φως, και τότε καταπνίγων τον πόνον προσεπάθει να ψάλη, πλην εις μάτην, ότε τέλος ανοίγει η θύρα και έξαλλος βλέπει ο μπάρμπα-Κώστας τα άγιον φως, την λαμπάδα του Πάσχα. Ο γέρων Οικονόμος μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, πριν μεταβή εις τον οίκον του, ενεθυμήθη τον μπάρμπα- Κώσταν, και ήλθε φέρων προς αυτόν του Πάσχα το φως. «Δεύτε λάβετε φως» κραυγάζει με χαράν ο γέρων ιερεύς άμα εισελθών. Ο ασθενής δεν ήξευρε πώς να εκφράση την χαράν του, και πώς να ευχαριστήση την συγκατάβασιν ταύτην του αγίου Οικονόμου. Όλα δε αυτά εξέφρασε ποιήσας τον σταυρόν του και βαθέως υποκλιθείς. — Χριστός Ανέστη! ανέκραξεν ο ιερεύς, υψών την λαμπάδα του προ των ομμάτων του μπάρμπα- Κώστα, ούτινος το φασκιωμένον πρόσωπον ανέλαμψεν από χαράν μαγικήν,
— Αληθώς ανέθτη! Ετραύλισεν ο μπάρμπα-Κώστας.
— Πώς είσαι!
— Καά. Δόκθα θοι ο Θεός!
— Πονείς!
— Δόκθα θοι ο Θεός! επανελάμβανεν ο ασθενής. Δόκθα θοι ο Θεός!
Ο γέρων Οικονόμος έλυσε τον επίδεσμον και παρετήρησεν ότι έλειπον όλοι οι πρόσθιοι οδόντες του μπάρμπα Κώστα και εκ των δύο σιαγόνων. Και καταπνίγων θλίψιν τινα ενδόμυχον:
— Δεν έχεις τίποτε, είπε. Μόνον πώς θα σ' έχουμε πλέον χωρίς δόντια.
— Δόκθα θοι ο Θεός! Δόκθα θοι ο Θεός!
— Πλην μη λυπήσαι· την θέσιν σου θα την έχης πάντοτε εις την Εκκλησίαν και εις την καρδίαν μου.
— Θα δέου πάδι το «τιθ εθτίν ούτοθ ο βαθιδεύθ τηθ δόκθηθ»;
Και ανεστέναξε βαθέως.
Ο γέρων Οικονόμος εκλαβών τούτο ως παράπονον του παθήματός του δεν ωμίλησεν.
Ήναψε το κανδήλιόν του, προανήγγειλεν εις αυτόν ότι θα του στείλη ζωμόν, κ' εστράφη ν' απέλθη.
— Παπά! Παπά! εφώνησεν ο μπάρμπα Κώστας.
— Θέλεις τίποτε; εβόησεν ισχυρώς ο ιερεύς, ως πράττομεν όταν απευθυνώμεθα προς ασθενούντα ως προς κωφόν.
— Παπά, την δαμπάδα μου!
Και έτεινεν ο ασθενής μικράν λαμπάδα του Πάσχα, ην είχε φυλαγμένην παρά το προσκεφάλαιόν του, παρακαλών τον ιερέα ν' ανάψη αυτήν, όστις και το έπραξε μετ' ευχαριστήσεως.
Κ' έλαμψε τότε ο οικίσκος περισσότερον από τα διπλά φώτα. Ο μπάρμπα- Κώστας μάλιστα τότε φαιδρυνθείς σφόδρα ανεπήδησεν αίφνης ζωηρός- ζωηρός, και ως ήτο με δεμένας διά του γεράνιου μανδηλίου τας σιαγόνας ήρχισε να ψάλη το «Χριστός Ανέστη», βροντών ηρέμα αυτάς άνευ πλέον οδόντων, και αντί συλλαβών μελωδικών εκβάλλων ασθενείς τινας ήχους ως ελαφρούς μυκηθμούς βωβού ανθρώπου, διακρινομένων εν τούτοις καί τινων λέξεων εδώ κ' εκεί, εκείνων αίτινες προφέρονται οπωσδήποτε και υπό των νωδών ανθρώπων.
— Δεν πταίειθ εθύ, άδιε Οικονόμε, είπε τέλος ο μπάρμπα-Κώστας με την ελαττωματικήν πλέον προφοράν του, δεν πταίειθ εθύ.
— Πταίω δεν πταίω, τώρα το κακόν έγεινεν, απήντησε τεθλιμμένος ο ιερεύς. Πλην μη λυπήσαι, τέκνον μου. Ως σε είπα, θα έχης πάντοτε την θέσιν σου εις την Εκκλησίαν και εις την καρδίαν μου.
* *
*
Ο μπάρμπα-Κώστας έως 68 ετών γέρων, άγαμος κ' εν τω παρελθόντι κ' εν τω μέλλοντι πλέον, είχε προσληφθή από 15 ετών ως υπηρέτης εν τω ναΐσκω της κωμοπόλεως, ως εκκλησιάρχης κατά την συνήθειαν των πόλεων, ως κανδηλάπτης κατά την γλώσσαν του λαού. Ήξευρε και ολίγα γραμματάκια. Ήτο μέτριος το ανάστημα. Κατ' αρχάς είχεν επιδοθή εις τα ναυτικόν στάδιον, ακολουθών το γενικόν ρεύμα των κατοίκων της θαλασσινής πολίχνης. Διά δε της φιλοπονίας του κατώρθωσε ν' αποκτήση και μικράν λέμβον, αγοράσας αυτήν αντί ευτελούς ποσού, ημισύντριμμα από τινος ναυαγήσαντος ολλανδικού ιστιοφόρου μιας φοβεράς Ούρκας εις την διάσωσιν των ναυαγίων της οποίας ειργάσθη, ανακαλύψας εκεί εις το Ξάνεμο, εις τας οπάς και ραγάδας της τρικυμιώδους ακτής, και ένα κασκέτο ολλανδικόν και μίαν πίπαν· αντί δε των ολίγων μισθών του έλαβε την χαλασμένην εκείνην λέμβον, την σκαμπαβίαν, ως την ωνόμαζεν. Επειδή δε ήτο κατεσκευασμένος κατά την παροιμίαν πολυτεχνίτης και ρημοσπίτης, μόνος του — ήξευρε και ολίγην μαραγκωσύνην — επιδιώρθωσε την λέμβον, χαρίσας την πίπαν εις τον δασοφύλακα, όστις τον άφησε να κόψη κρυφά εκ του δάσους δύο πεύκα, και εκράτησεν αυτός μόνον το κασκέτο, το οποίον εφόρει πάντοτε, επωνομασθείς διά τούτο «Ολλαντέζος». Πλην δεν ήτο διόλου τυχηρός ως κυβερνήτης. Περισσότερον τυχηρός ήτο όταν δεν είχε τίποτε. Πρέπει να εναυάγησε πεντάκις με την σκαμπαβίαν του εκείνην, πότε εις τας ακτάς της νήσου μεταφέρων τον ιούνιον θημονίας σίτου από ενός όρμου εις έτερον, πότε εις τας ακτάς της Ευβοίας τον αύγουστον, ότε συνήθιζε να μεταφέρη εις Λοκρίδα τους Μελισσάδες της νήσου.
— Όλο μέσ' 'ς το καλοκαίρι πέφτεις όξω, καϋμένε Ολλαντέζο. Τω παρετήρουν οι κάτοικοι φιλοσκώμμονες πάντοτε.
— Έλα ντε! απήντα ο θαλασσοπνιγμένος ναύτης, όστις μετά το ναυάγιον ανήρχετο τον ανήφορον της αγοράς, υψηλά κρατών την κεφαλήν, ως να υπερηφανεύετο διότι κατώρθωνε να ναυαγή και να διασώζεται.
Τέλος νύκτα τινα του χειμώνος μεταφέρων ξύλα από της Κεχρεάς, και συναντήσας τρικυμίαν κατά την επιστροφήν του, μόλις έσωσε την ζωήν του και το κασκέτο του το ολλανδικόν, ριφθείς έξω εις τους βράχους του Μικρού Ασέλινου, αποτόμου και αλιμένου ακτής, όπου η σκαμπαβία διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη. Και τα μεν καρφία εβυθίσθησαν εις τον βαθύν πυθμένα, αι δε σανίδες διεσπάρησαν εις το πέλαγος μεταβληθείσαι εις γιαλόξυλα.
Και τότε πλέον ανέβη τον ανήφορον της αγοράς χωρίς να έχη υψηλά την κεφαλήν του ο αφελής ναυαγός. Είχε σύρει το κασκέτο του μέχρι των ώτων και ανέβαινε χωρίς να βλέπη σχεδόν, προσκρούων εις τα λιθάρια και τα καλδερίμια. Του ήλθεν ως εντροπή· και έκτοτε δεν επάτησεν εις την θάλασσαν, αλλ' αφιερώθη εις την υπηρεσίαν της Εκκλησίας αποκτήσας την αγάπην των εφημερίων, των επιτρόπων και των ενοριτών. Ιδίως όμως τον ηγάπησαν τα μικρά παιδία, διότι τόσον καλά και με τόσην τάξιν εμοίραζε προς αυτά τα κόλλυβα ο «Ολλαντέζος», ώστε έπαιρναν όλα με ησυχίαν. Και διά τούτο και τον εσέβοντο, τηρούντα σιωπήν απόλυτον εν τω ναώ. Και τον έβλεπες εκεί τον μπάρμπα-Κώσταν με το ολλανδικόν κασκέτο του εν μέσω των παιδιών ως απόμαχον πλοίαρχον διατάσσοντα εν τάξει τα πάντα. Και μήπως δεν ήτο απόμαχος πλοίαρχος; Και μήπως δεν έπιε την θάλασσαν με την κουτάλαν, ως λέγουν; Τι τάχα να ταξειδεύη τις εις τους φοβερούς ωκεανούς ή εις τα κοιμώμενα παράλια του Μαλιακού; Τι τάχα να ναυαγήση τις εις τον Εύξεινον Πόντον ή εις την ειρηνικήν ακτήν του Παγασητικού; Το ναυάγιον είναι πάντοτε ναυάγιον· και ο άνθρωπος πνίγεται ομοίως είτε εις το πέλαγος είτε εις τον λιμένα. Και εις μία φούχτα νερό ακόμη.
Ο μπάρμπα-Κώστας κατέστη ειδικός όμως εις μίαν υπηρεσίαν σπουδαίαν της Εκκλησίας, διά το οποίον ηγαπάτο από ολόκληρον την πολίχνην. Υπεκρίνετο περίφημα τον Άδην το μέγα Σάββατον, κατά την επάνοδον του Επιταφίου.
Είνε συνήθεια αρχαιοτάτη εις την νήσον, αφού ο Επιτάφιος εν λιτανεία περιέλθη εν ωραίω πανοράματι την ενορίαν όλην, κατά την επιστροφήν να κλείωνται αι πύλαι του ναού και να μη επιτρέπηται η εις αυτόν είσοδος του Επιταφίου. Παρίσταται κατά τρόπον παράδοξον η σκηνή της εις Άδου καταβάσεως του Σωτήρος, ως φέρεται τούτο εν τη εκκλησιαστική παραδόσει. Τότε ο πρώτος των εφημερίων, προσεγγίζων εις τας πύλας κελεύει επιτακτικώς κρούων αυτάς και κράζων: «— Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης!»
Ο δε έσωθεν των κεκλεισμένων πυλών παρά τα κλείθρα υποκρινόμενος τον Άδην ερωτά αυθαδώς: «— Τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;»
Η επιτακτική κέλευσις ως και η αυθάδης ερώτησις επαναλαμβάνονται εκ τρίτου. Και τότε την τρίτην φοράν ο ιερεύς ωθών ισχυρώς διά του ποδός και των χειρών τας πύλας, αναφωνεί εν κυριαρχική δυνάμει: — Κύριος των Δυνάμεων, αυτός εστιν ο βασιλεύς της Δόξης! Και ανοίγει βασιλικώς και αυταρχικώς τας πύλας; και ούτως εισέρχεται εις τον ναόν ο Επιτάφιος.
Εις ταύτην λοιπόν την παράστασιν κατέστη ειδικώτατος ο μπάρμπα- Κώστας. Υπεκρίνετο τόσον επιτυχώς το πρόσωπον του αντάρτου Άδου, του μη θέλοντος ν' αναγνωρίση Δεσπότην και Κύριον ανώτερόν του, ώστε τρόμος κατελάμβανε το πλήθος ότε ήκουε τας τρομεράς εκείνας ερωτήσεις του: — Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της Δόξης;
Ετόνιζε τας λέξεις κατ' ίδιόν τινα τρόπον πολύ τρομακτικόν. Εκίνει την κεφαλήν του έξωθεν, ηγρίευε τους οφθαλμούς του, αι τρίχες της κόμης του ανεσουσουρόνοντο, καθώς τον περιέγραφον όσοι έμενον ένδον να τον θαυμάσουν κατά την θαυμασίαν του υπόκρισιν, όλον το σώμα του έτρεμε· κ' εν γένει επαθαίνετο ως να ήτο αυτός ο Άδης αληθώς με την σατανικήν επί του κόσμου δύναμιν, προαισθανόμενος προσεγγίζον το τέλος του.
* *
*
Και κατά το έτος τούτο το Μέγα Σάββατον την αυγήν ο μπάρμπα-Κώστας ήτο εις την θέσιν του υπερήφανος διά το πρόσωπον το φοβερόν οπού ήθελεν υποκριθή. Καθήμενος προ των πυλών του κενού, πλην καταφωτίστου ναού, ανέμενε την επάνοδον του Επιταφίου, έχων ύφος επίσημον κυριάρχου. Δεν ήτο πλέον ο πτωχός κανδηλάπτης με την κεφαλήν κάτω. Ίστατο ασκεπής επί του μαρμαρίνου κατωφλίου ως ει έλεγεν: — Εγώ είμαι! Δεν δέχομαι κανένα μέσα, ούτε τον Βασιλέα.
Ιδού! ακούονται μακρόθεν ψαλμωδίαι γλυκύταται και τρυφεραί ως κλαυθμοί, ως θρήνοι: — Δος μοι τούτον τον ξένον! . . . Ψάλλουσι το πομπικόν άσμα, «Τον ήλιον κρύψαντα», το εξόδιον μέλος, το τρυφερόν εκείνο τροπάριον, το οποίον συγκινεί και τα άψυχα: — Δος μοι τούτον τον ξένον! . . .
Ο Ιωσήφ παρακαλεί τον Πιλάτον ίνα επιτρέψη αυτώ να θάψη «τον ξένον Ιησούν και ωνειδισμένον . . .» Ψάλλουσιν οι μελίφθογγοι ψάλται, ακολουθούντες την λιτανείαν του Επιταφίου και υπηχεί ο λαός ως δι' ενός στόματος.
— Δος μοι τούτον τον ξένον! . . .
Ω πατρίς μου μικρά, πόσον μεγάλη είσαι εν τη θρησκεία σου! Η μελωδία γλυκυτάτη ολονέν προσεγγίζει. Όπισθεν οικιών νεφέλαι φωτειναί από των καιομένων λαμπάδων αναβαίνουσι προς το στερέωμα. Η ευωδία των θυμιαμάτων, τα οποία καίονται κατά την δίοδον του Επιταφίου από τας οικίας όλας, φθάνει από μακράν ως άρωμα αυτής της νυκτός ανέκφραστον.
— Δος μοι τούτον τον ξένον!.. . . Πρέπει να ιδήτε την λιτανείαν του Επιταφίου κατά την αυγήν, ότε δεν είνε ούτε ημέρα ούτε νυξ ή μάλλον με ολίγην ημέραν και πολλήν νύκτα, με ολίγον φως και με πολλά άστρα, καμμιά φορά με σελήνην λειψίφωτον, ότε το θέαμα γίνεται υπερκατανυκτικόν, με ολίγας αηδόνας και πολλά πρωινά πουλιών χαιρετίσματα, με ολίγον ευωδιάζοντα άρωμα πρωινόν αέρα και με πολύ θυμίαμα· και κάτω το κύμα μελανόφαιον, εφ' ου ν' αντανακλώνται των ιερών λαμπάδων αι χρυσαί λάμψεις.
Ιδού! Η ιερά λιτανεία προσεγγίζει ήδη εις τον ναόν. Προηγούνται τα εξαπτέρυγα και ο μέλας ξύλινος άγιος Σταυρός. Είτα ο κλήρος με χρυσά βυζαντινά άμφια, θαύμα υφαντικής και ποικιλτικής εξαίσιον, ουχί άκομψα ρωσσικά μονοκόμματα και μονοκόκκαλα ως φορέματα χιονισμένων βουνών. Και είτα το ιερόν Κουβούκλιον. Τι εύμορφον λεπτούργημα! Ως να είνε εζωγραφισμένον. Τετράγωνον ορθογώνιον, επί τεσσάρων ποδών ερειδόμενον, εφ' ου εναποτίθεται ο Επιτάφιος θρήνος, ραντισμένος διά φύλλων ρόδου, βιολέτας και δενδρολιβάνου. Και άνωθεν αυτού διά τεσσάρων κιονίσκων επιβαστάζεται ο θολίσκος αυτού, θαύμα ξυλογλυπτικής ως θόλος ναΐσκου, καλλίμορφος, φέρων επί της κορυφής επίχρυσον ξύλινον στέμμα, απολήγον εις σταυρόν, ενώ έσωθεν άνω του Επιταφίου θρήνου κρέμαται ωσάν πολυέλαιος έτερον τεχνητόν στέμμα εκ χρυσοχάρτου και τεχνητών ανθέων, στίλβον ακτινωτώς μετά μαρμαρυγών εν τω φωτί των λαμπάδων. Σειρά λαμπαδίσκων επιστέφει τον θόλον του Κουβουκλίου, ενώ τέσσαρες φανίσκοι κομψοί εις τας τέσσαρας άκρας φέγγουσι με υέλους χρωματιστάς. Είνε εκ καρυοξύλου γεγλυμμένον ούτως ειπείν το ιερόν Κουβούκλιον, αλλ' εκ των ανθέων δεν φαίνεται σχεδόν το βαθύ ερυθρόχρουν ως ερυθρόδανον υάλισμα του ωραίου ξύλου.
Βαστάζεται υπό τεσσάρων ναυτών μετά σεβασμού και κατανύξεως και περιστοιχίζεται παρ' άλλων ναυτών, ετοίμων εκεί πλησίον ν' αρπάσωσιν είτα τας λαμπάδας του, φυλακτήριά εν ταις τρικυμίαις. Κ' ενώ βαδίζουν οι βαστάζοντες, σείεται ελαφρώς το Κουβούκλιον, σείεται και το κρεμάμενον έσωθεν χρυσούν εξ αντρέδων και ψευδανθέμων ποικιλόχρωμων στέμμα και τα λοιπά χρυσά και άνθινα στολίσματα, και αποτελείται ούτω μία ευάρεστος αλληλουχία λικνιζομένων χρυσών λάμψεων, καθηδύνουσα την όρασιν και πραΰνουσα ως δρόσος εν καύσονι την καρδίαν, εν ώ η ελαφρόπνους πρωινή αύρα κινούσα μαλακώς το φως των λαμπάδων μετασχηματίζει αυτό επιτηδείως εις ένα μονοκόμματον φωτεινόν στέφανον γύρω-γύρω του Κουβουκλίου, καταυγάζοντα ηδέως τα όμματα. Όπισθεν ακολουθεί εν μακρά γραμμή το πλήθος λαμπαδηφόρον αποτελούν, εν ευλαβεία και κατανύξει, ένα φωτεινόν ωραίον ρεύμα μ' ελαφρώς παίζοντα τα κύματά του.
Ποσάκις δακρύων εξ αγνώστου χαράς έμεινα κρυφά εις την γωνίαν εκεί κάτω ακίνητος, ως ο φιλάργυρος ο φοβούμενος μη κλέψωσι τον θησαυρόν του· έμεινα να βλέπω κρυφά- κρυφά την τρυφεράν αυτήν του Επιταφίου πομπήν, κατερχομένην από τον ανήφορον, εισπνέων βαθέως εν άσθματι ως εντός κήπου ανθέων, ως να ήθελον να ροφήσω διά μιας όλην εκείνην την μαρμαρυγήν, ως να ήθελον να χορτάσω όλην εκείνην την αχόρταστον μαγείαν!
* *
*
Ήδη ο μπάρμπα-Κώστας έκλεισε τας πύλας του ναού. Η λιτανεία έστη προ αυτού εν τη μικρά πλατεία. Και ο Επιτάφιος έστη ωσαύτως, πλην κρατείται υψηλά πολύ από του εδάφους επιτηδείως, μη γείνη προπετής διαρπαγή των λαμπάδων ακαίρως. Οπίσω δε εις δύο γραμμάς ένθεν και ένθεν με τας λαμπάδας αναμμένας ίστανται εν σιγή οι άνδρες χωριστά και χωριστά αι γυναίκες. Το άσμα έπαυσεν.
Ο γέρων Οικονόμος τότε αργά-αργά πλην μετά δυνάμεως ικανής, — τους είχε ζωηρεύσει όλους τόσα χρόνια ο ζωηρός τρόπος του μπάρμπα-Κώστα — κελεύει:
— Άρατε πύλας οι Άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης!
Και πάραυτα ακούεται έσωθεν φωνή τραχεία και ηχηρά, ως όταν φωνάζουν διά της κογχύλης οι αλιείς, φωνή υπέροφρυς, αυθάδης φωνή:
— Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;
Τόσον δε ζωηρά ώστε ποτέ δεν το ενθυμούντο οι άνθρωποι. Τινές μάλιστα εψιθύρισαν δειλά: — Έχει όρεξι εφέτος ο Ολλαντέζος.
Τότε τινές, ιδίως εκ των ναυτών, εκπλαγέντες από την προπετή πρόκλησιν, ήρχισαν να ετοιμάζουν τας χονδράς εξ ελαίας ράβδους των, νομίσαντες ότι θ' αρχίση αληθής πάλη προς εκβίασιν της εισόδου. Και ο ιερεύς την τρίτην φοράν εμπνευσθείς και αυτός εκ της εμπνεύσεως του αγαθού κανδηλάπτου εκραύγασεν επιτακτικώτερον το «Άρατε», ως να ήθελε να κατανικήση και την τελευταίαν αντίστασιν του ζωηρού Αδάρχου· και συγχρόνως ώθησε μετά δυνάμεως ασυνήθους τας πύλας διά χειρών και ποδών, επιδοκιμάζοντος του πλήθους. Και πάραυτα ανεώχθησαν πέρα-πέρα μετά πατάγου φοβερού αι πύλαι και κρότου μη ακουσθέντος άλλοτε. Κ' έλαμψαν ιδού οι αναμμένοι του ναού πολυέλαιοι. Ο δε ιερεύς ψάλλων το «ο Μονογενής Υιός . .» ητοιμάζετο να εισέλθη, ότε εξαίφνης και συγχρόνως κραυγαί ηκούσθησαν, κραυγαί ως από δυστυχήματος ανελπίστου.
Ο μπάρμπα-Κώστας αφιερωθείς εν τη προσφιλεί του απομιμήσει ελησμόνησε μετά την τρίτην ερώτησιν να παραμερίση εις τα πλάγια και τα φύλλα της βαρείας πύλης βιαίως ανοιγέντα τον εκτύπησαν εις τας σιαγόνας, διότι υπεκρίνετο εγγύς της οπής της κλειδός, και τον έρριψαν κάτω εις τας πλάκας βροντήσαντα ως κορμόν δρυός καταπεσούσης υπό καταιγίδος. Ευτυχώς το πάθημα δεν ήτο σοβαρώτερον. Ο μπάρμπα-Κώστας ήτο γερό κόκκαλο, πέντε φοράς θαλασσοπνιγμένος. Η ιερά τελετή εξηκολούθησεν εν τάξει και έληξεν ωσαύτως εν τάξει. Και αυτή η διαρπαγή των λαμπάδων εγένετο υπό των ναυτών εν τακτική αταξία. Πλην τους νησιώτας κατελύπησε το απρόοπτον πάθημα του μπάρμπα-Κώστα, όστις αφού έτυχεν εκεί των πρώτων περιποιήσεων και κατόπιν εν τω οικίσκω του, υπομείνας αφορήτους τωόντι πόνους, και τυχών συντονωτάτης ιατρικής περιθάλψεως, εκ μέρους των επιτρόπων, όμως έκειτο την ημέραν της Αναστάσεως πόνων ακόμη, ως είδομεν, και άνευ οδόντων πλέον. Εν τη καταπτώσει έχασε και τας δύο σειράς των οδόντων του. Και ελυπείτο πλέον ο πτωχός και επόνει όχι τόσον διά την απώλειαν των οδόντων, όσον διότι δεν θα υπεκρίνετο πλέον τον Άδην, διότι η έλλειψις των οδόντων θα ηλάττωνε κωμικώς τας πρώτης δυνάμεως τραγικάς ερωτήσεις του.
— Κ' εδώ εναυάηθα! έλεγε νωδώς μετά ταύτα παραπονούμενος διά την τύχην του ο αγαθός μπάρμπα-Κώστας ο Ολλαντέζος, απλούς κανδηλάπτης πλέον του ναού, φέρων καταφανή τα διπλά σημεία των διπλών ναυαγίων, το ολλανδικόν του κασκέτο και τας άνευ οδόντων σιαγόνας· αλλ' αντί της καλύβης του πλέον εκατοικούσεν εις ένα πολύ εύμορφον κελλίον οπού του έκτισαν οι Επίτροποι εντός του κηπαρίου του ναού, και όπου διήλθε τα γηρατειά του αγαπώμενος από όλους.
ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Περιεχόμενα: Τα Βακούφικα. — Με τα πανιά. — Νεράιδες. — Αρφανούλα. — Ο Πτωχός και η μοίρα τον.
ΕΘΝΙΚΟΝ ΑΡΙΣΤΕΙΟΝ ΤΟΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ
ΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΠΡΟΣΕΧΩΣ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
Περιεχόμενα: Η Χρυσή καδένα. — Ο Δεκατιστής. — Ο Κυρ Μανωλάκης. — Φαντάσματα. — Σε μια παράκλησι. — Χριστός βοσκρές. — Ψυχοσάββατο.
Εξεδόθησαν ωσαύτως του αυτού: Ομιλίαι του Μεγάλου Βασιλείου εις τους ψαλμούς μετά προλεγομένων και πολλών σημειώσεων, μετάφρασις (σελ. 400).
Τύποις Ταρουσοπούλου
1) Εισήχθη εις τα Νεοελληνικά Αναγνώσματα I. Ζερβού το παρόν
Διήγημα.↩
2) Το παρόν διήγημα ανεδημοσιεύθη πολλάκις και εικονογραφημένον εν τω Ημερολογίω Σκόκου.↩
3) Το παρόν Διήγημα εδημοσιεύθη κατά πρώτον υπό τον τίτλον «το όνειρον των
Χριστουγέννων», είτα δε ανεδημοσιεύθη είς τινα συλλογήν διηγημάτων του βιβλιοπωλείου
της Εστίας, κατόπιν δε εδημοσιεύθη μεταφρασθέν εις την Γερμανικήν εν τω περιοδικώ του
Βερολίνου die Hilfe υπό Karl Dietrich, εν φύλλοις Φεβρ. και Μαρτίου 1898.↩