Title: Διηγήματα, Νέα Σειρά
Author: Pan. Axiotes
Release date: June 2, 2011 [eBook #36300]
Most recently updated: January 7, 2021
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for his valuable work in proofreading
Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
his valuable work in proofreading.
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Words in bold characters are included in _.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε _.
ΑΘΗΝΑΙ 1899
Παππά Συνέσιος. — Κίρκη. — Αντωνέλλος. — Εις το χείλος κρημνού — Δεκοχτούρα — Παραμονή Πάσχα. — Εκ των ανεξηγήτων. — Ο Σχεδιαστής — Η αντίζηλος — Το πανηγύρι της Γιαγιάς.
1899
— Ξεμώραμα!
— Ανόητε!
— Κακούργα!
— Χαμένε! Θα φας το κεφάλι σου πάλι μ' αυτά που σοφίστηκες μαζή με
τον άξιο σύντροφό σου, το Γιάννη το Σερέτη.
— Μη σε νοιάζη καθόλου, είπεν εκείνος. Και πιο χαμηλά της επέταξε
μια λέξι που έκαμε τη γυναίκα να τιναχτή.
— Ανόητε! εξέχασες το γραμμένο. «Λάκκον ώρυξε και ανέσκαψεν αυτόν».
— Εσύ να τρως να πίνης και να μη σε κόφτη. Έχουσι την γνώσιν οι φύλακες· ύστερα πολύ αργά εθυμήθηκες τη Γραφή.
Τη λεπτή, την χαριτωμένη αυτή ομιλία έκαναν ανάμεσό τους — ποιος ήθελε το πιστέψη ποτέ — ένας γυιός και μια μάννα, στον αυλόγυρο ενός μοναστηριού, μια πρωινή απολείτουργα. Το παράξενο δε είνε πως αυτό δεν ήταν εχθρικό πετροβόλημα, όπως λογικά θα υπόθετε καθένας· ήταν, όλο το εναντίο, ένα παιχνίδι μαλακό, αθόρυβο, όλως διόλου ακίνδυνο, σαν να έπαιζαν το τόπι τα δυο υποκείμενα. Ο ένας το εξαπολούσε, ο άλλος το έπιανε και το εγύριζε με ξεχωριστή απάθεια και μ' ένα τρόπο τόσο ήρεμο που βέβαια θα έλεγες πως χωρατεύουν, ή, ξέρω κ' εγώ, πως είνε θεατρίνοι και κάνουν δοκιμές, ή στο τέλος, πως τα λόγια εκείνα αναφέρουνται σε καμμιά υπόθεσι ξένη και πως τα έλεγαν ο γυιός και η μάννα για να γελούν να περνά η ώρα τους. Και ακόμα ένα πιο παράξενο πράμμα. Ο γυιός ήτανε παππάς και μάλιστα γούμενος και η μάννα καλογρηά! Το εξωτερικό τους δε πολύ ευπρόσωπο. Εκείνος με καινούριο ράσο, χοντρός, προκοίλης, κόκκινος, με μεγάλα, βαθυγάλαζα, ψυχαλιστά μάτια και με καστανή, πυκνή γενειάδα. Εκείνη με άσπρο, έμορφο πρόσωπο, που έδειχνε πιο άσπρο ακόμα από το μαύρο μαντήλι που το επερίδενε και οπού άφινε να φαίνουνται η άκρες μαλλιών μαύρων ακόμα, περιτυλιγμένη σ' ένα ράσο καθαρώτατο, με δερμάτινη ζώνη, δυνατά σφιγμένη. Ημερώτατοι και οι δυο. Εκείνος μάλιστα κάτι εμασσούσε και πότε πότε έρριχνε στο πρόσωπο της μάννας του τα λεπτόλογα που αναφέραμε, για να λάβη την απόκρισι που του άξιζε. Γιατί τα δυο υποκείμενα επήραν τη στάσι αυτή, ο ένας αντίκρυ του άλλου, αυτό θα μας φανερώνεται σιγά σιγά, όσο προχωρούμε στη διήγησι.
— Τι ήθελες ν' ανεκατωθής σ' αυτή τη δουλιά, αφού ξέρεις πως η κοπέλλα είνε αρρεβωνιασμένη; αρώτησεν η μάννα το γυιό της.
— Εσύ δεν πρέπει ν' ανεκατώνεσαι στης δουλιές μου· είπεν εκείνος·
— Με τα υποκείμενα που έχεις φίλοι, τον Σερέτη και τον παππά Κρητικό, γρήγορα θα την πάθωμε πάλι, κ' εγώ εβαρέθηκα τα ταξείδια· δε μπορώ πλιο.
Εκείνος ετοιμάσθηκε ν' αποκριθή, όταν κατέβηκε από το κελλί του κ' επέρασεν από μπροστά τους ο παππά Κύριλλος, μεσόκοπος άνδρας, λεπτός με μια μέση σα λιγνής γυναίκας, με μπαλωμένο μπινίσι, ξεθωριασμένο πλιο από τα χρόνια, σφιχτά ζωσμένος με ζώνη δερμάτινη και με παπούτζια συρτά. Εκαλημέρισε το γούμενο και τη μάννα του και 'τράβηξε κατά την οξόπορτα.
— Για πού, αν θέλη ο Θεός, πάτερ Κύριλλε; αρώτησεν ο 'γούμενος.
— Πάω κομμάτι στου Γιώργη, αποκρίθηκεν ο παππάς με μια φωνούλα, σαν μικρού παιδιού.
— Στο καλό, είπε δυνατά ο 'γούμενος και χαμηλά, επρόσθεσε.
— Είν' ένας χάχας ο κακόμοιρος!
Την ίδια στιγμή εφάνηκε ο παππά Νεκτάριος, μεγαλόσωμος γέρος, λίγο χοντρός, με ιλαρό, ευχάριστο πρόσωπο και με περπάτημα βαρύ, παρακυλιστό σαν του κύκνου. Εφορούσε ράσο παλιό, πού και πού λαδωμένο και παπούτζια χονδρά, με καρφιά στους πάτους και ανοιχτά που εφαινόντανε η χοντρές, μάλλινές του κάλτζες. Εκρατούσε, απλωμένο στα δυο του χέρια, μαντήλι ριγωτό, με χρώμα γαλάζιο βαθύ, λεκιασμένο εδώ κ' εκεί από τον ταμπάκο, που ο παππά Νεκτάριος έκανε συχνή χρήσι, αν κρίνουμε από της άκρες των ρουθουνιών του, μαυρισμένων από τα σπυριά της καστανόμαυρης φταρμικής σκόνης, που τόσο αρέσει εις πολλούς γέρους. Είχε χρηματίση προ χρόνια 'γούμενος και τον εσεβόντανε όλοι για την αρετή του. Σαν αντίκρυσε τον 'γούμενο και τη μάννα του, εμουρμούρισε κάτι σαν χαιρετισμό με την τρεμουλιαστή γλυκειά φωνή του και επροχώοησε προς την αυλόθυρα. Ο παππά Συνέσιος τον εχαιρέτισε με βαθειά υπόκλισι και σαν απομακρύνθηκε, είπε!
— Άλλη κουτομαρία ετούτος πάλι.
— Χαμένο κορμί! είπε για εικοστή φορά η μάννα του κ' ευθύς εσηκώθη
κι' ανέβηκε στο 'γουμενειό.
Ο παππά Συνέσιος έμεινε κάμποσα λεπτά στην ίδια θέσι, έπειτα εφώναξε τον μικρό Αμβρόσιο, καλογεράκι δόκιμο.
— Άκουσε, Αμβρόσιε, του είπε· ευθύς που φανή ο Σερέτης, να του πης
να έρθη να με βρη στ' αλώνια.
— Καλά, πάτερ ηγούμενε, είπε το παιδί.
Και ο παππά Συνέσιος εσηκώθηκε και αργοπατώντας, ευγήκε από την αυλόθυρα κ' ετράβηξε κατά τ' αλώνια.
Ως τόσο ο παππά Κύριλλος ευρήκε τον Γιώργη τον μπακαλοκαφετζή, χοντρό και στιβαρό άνδρα, νέο ακόμα, στον αυλόγυρο του μαγαζιού του, να τραβά τον ναργιλέ του, ενώ η γυναίκα του ελατρευότανε μέσα. Το αγόρι του, παιδί ως δέκα χρονώ, με τα μούτρα και τα χέρια πασσαλειμμένα από το υγρό μιας μεγάλης φέτας καρπουζιού που εκρατούσε κ' έτρωγε, έπαιζε τον κυνηγητό με την αδελφή του, κοριτζάκι αδύνατο, μικρότερο απ' αυτό, ενώ το σκυλλί του σπιτιού, μαύρο, σγουρόμαλλο, κοντοπόδικο, ωρμούσε κ' εδάγκανε, παίζοντας, πότε την άκρη του φουστανιού της μικρής, πότε τα παπούτζια του αγοριού με χαρμόσυνα γαυγίσματα. Ο παππά Κύριλλος εκάθησε σ' ένα σκαμνί κοντά στον νοικοκύρη, είπε να του φέρουν καφέ και άρχησαν μαζή την κουβέντα. Σε λιγάκι ήλθε κ' εκάθησε κοντά τους ο παππά Φίλιππος, νέος άνθρωπος, ξανθός, με ήμερο, ασθενικό πρόσωπο και μάτια που έδειχναν πολλή εξυπνάδα.
— Υποφερμό δεν έχει αυτός ο άνθρωπος, έλεγεν ο παππά Κύριλλος. Εκαθότανε με τη μάννα του στην πεζούλα από κάτω από το κελλί μου και τάλεγαν πάλι· τι αδιαντροπιά!
— Από ντροπή δα ας πη κι' άλλος, είπεν ο παππά Φίλιππος.
— Και πας είνε μόνο τα λόγια, εκείνα που κάνει τι σου λένε; είπεν ο
Γιώργης.
— Ας όψουνται που μας τον φέρανε πάλι στο κεφάλι μας· είπεν ο παππά
Φίλιππος.
— Είναι κι' ο Δεσπότης που τονε θέλει, είπεν ο παππά Κύριλλος· τέσσερα μουλάρια φορτωμένα τις προάλλες για την πανιερότητά του· και τρώτε καλόγεροι και παππάδες φασούλια νερόβραστα. Και επρόσθεσε σαν από μέσα του.
— Και να συλλογιστή κανείς πως αυτός ο άθρωπος αγαπά τόσο τη μάννα
του, ενώ βρίζεται κάθε μέρα μαζή της!
— Να σας πω, φταίτε σεις ούλοι! είπεν ο Γιώργης ο μπακάλης. Βλέπετε
τον Άνθιμο; Να χαραχτήρας! Μήτε να τονε βλέπη δε θέλει.
— Αλήθεια, είπεν ο παππά Φίλιππος. Εκείνος έχει θέλησι μα τι να σου
κάμη μονάχος του; ήπρεπε να φύγωμε όλοι μας.
— Τι λες τώρα; είπεν ο παππά Κύριλλος· μπορούμε να φύγωμε μεις; Ο
Άνθιμος είνε μόνο καλόγερος.
— Ετοιμάζεται πάλι αναφορά στο Δεσπότη, είπεν ο παππά Φίλιππος, μα δε βαρυέσαι· τίποτα δε θα βγη πάλι. Κάνει αυτός ό,τι θέλει κ' έννοια σου.
— Ναι μα τώρα είμαι περίεργος να διώ πώς θα τα ξεμπερδέψη με την ιστορία της κουμπάρας του της Φλουρούς της κόρης του γέρο-Μαρούπα, που θέλει και καλά να της δώκη τον Κυριάκο τον Κοβάκα που είνε αρρεβωνιασμένος τόσον καιρό τώρα με την Αννέζα του Κοντοπάνη. Προχτές τον είχε κλεισμένο στο 'γουμενιό και τον εμέθυσε.
— Αδύνατος άνθρωπος αυτός ο Κυριάκος, είπεν ο παππά Κύριλλος και είνε φόβος μήπως τον καταφέρει και τονε στεφανώσει γιατί έχει και βοηθούς σαν κι' αυτόν.
— Ναι, έχει τον παππά Κρητικό, τον κατεργάρη και τον Γιάννη τον
Σερέτη τον συγγενή του γαμπρού, είπεν ο Γιώργης.
— Θαρρώ όμως πως δε θα τα καταφέρη, είπεν ο παππά Φίλιππος. Ο πατέρας της Αννέζας είνε τόσο εξαγριωμένος, που αν ο 'γούμενος δεν αφήκη ήσυχο τον γαμπρό, θα κάμη μεγάλα πράμματα. Έχει φίλο και το Δήμαρχο και θα λάβη τα μέτρα του, δε θ' αφήκη να του πάρουνε τον Κεριάκο.
Τη στιγμή εκείνη εφάνηκε ο 'γούμενος και η ομιλίες επαύσανε. Εκείνος όμως, αφού έρριξε μια ματιά στον αυλόγυρο του μπακάλικου, ετράβηξε κατά το πλησιέστερο αλώνι, εσύναξε τα ράσα του κ' εκάθησε στην ομαλότερη πέτρα του αλονόγυρου. Παρέκει ήταν τρία τέσσερα χωριανόπαιδα· ο 'γούμενος τα φώναξε, τους έδωκε μερικά στραγάλια που είχε στην τσέπη του και τάβαλε να παλέψουν, για να γελάση. Σ' ένα μέρος του αλωνιού ήταν ένας μεγάλος σωρός φασουλόφυλλα· εκεί απάνω ερρίχτηκαν τα παιδιά με φωνές και γέλοια, σπρώχνοντα το ένα τ' άλλο, όταν ένας χοίρος ασπρόμαυρος, με μεγάλη αγκαθωτή χαίτη, χωμένος στο σωρό μέσα, επετάχτηκε τρομαγμένος και με τη χαίτη, τα ρουθούνια και τα μάτια γεμάτα φύλλα, επήρε δρόμο με υπόκωφ' απορθουνίσματα σπέρνοντας μεγάλο τρόμο σε πέντ' έξη όρνιθες που με ανοιχτά τα φτερά και κακαρίζοντας, έτρεχαν σαν δαιμονισμένες, ενώ ένας μεγάλος πετεινός χρυσολαίμης, μακροπόδαρος, με το λαιμό τεντωμένο έδειχνε το θυμό του με την πιο δυνατή του φωνή, υποχωρώντας βήμα βήμα, με αξιοπρέπεια, σαν νάθελε να δείξη πως δεν πολυφοβάται το τετράποδο.
Στο παιχνίδι των παιδιών επήρε μέρος και ο 'γούμενος· έδινε σπρωξιές στα παιδιά και τα ρίχνε στο σωρό απάνω, τα εβουτούσε μέσα, κ' εξεκαρδιζότανε στα γέλοια. Σε λιγάκι εφώναξε το πιο τολμηρό παιδί.
— Δημήτρη του λέει· πάρε αυτή τη δεκάρα και την Κεριακή που θάρθω στο σχολείο με τον επιθεωρητή, εκεί που θα μιλούμε 'μεις, εσύ να έχης ένα κομμάτι παληόπανο να το κολλήσης από πίσω στο σουρτούκο του δασκάλου άκουσες;
Το παιδί εχαμογέλασε.
— Και σα με μαντατέψουνε; είπε.
— Ποιος θα το κάμη που τονε σκοτώνω; Να κάμης καθώς σου λέω και θα σου δώκω κι' άλλη μια δεκάρα.
Ο Δημήτρης υποσχέθη κ' έτρεξε να βρη τ' άλλα παιδιά, που εφεύγανε με φωνές. Ο παππά Συνέσιος έμεινε στο ίδιο μέρος και πότε ποτ' εγύριζε πίσω του κ' έβλεπε.
Αντίκρυ του τ' αμπέλια, νωποτρύγητα, και στ' αριστερά του τα γελαστά περιβόλια, γεμάτα ωμορφιά και χάρι, εξετύλυγαν, σε μεγάλη έκτασι, καταπράσινα χαλιά, περιφραγμένα από τοίχους ξεροτρόχαλους και μόνο πως τον γλυκύτατο, αμίμητο χρωματισμό, πού και πού, θαρρείς, εκηλίδωνε, θερισμένο ή χέρσο χωράφι, γεμάτο αγκάθια και ξερόχορτα, σαν που αμαυρώνουν, εδώ και εκεί, σταχτόμαυρα συννεφάκια, του καθάριου ουρανού το καταγάλαζο χρώμα. Δεξιά μεριά, κατά τη δύσι, της Κουκουλούς ο Γκρεμνός, αιωνόβιος γρανίτης, τεράστιος, γέρω γίγαντας επιβλητικός με τη στρογγυλή, σαν κρανίο ανθρώπινο, τη φαλακρή κεφαλή του, που ποιός ξέρει πόσους κατακλυσμούς και πόσ' αστροπελέκια επεριφρόνησε και οπού δείχνει, θαρρείς με υπερηφάνεια, σχισμάδες και χάσματα εις τα πολύπαθα πλευρά του σαν της πληγές του της τιμημένες πολεμιστής ακατάβλητος.
Αλλ' αυτές η εικόνες δεν έκαναν αίσθησι στον παππά Συνέσιον. Εγύριζε πίσω του και έβλεπε ανυπόμονα, ωσάν κάποιον να επερίμενε. Και αλήθεια, ύστερ' από κάμποση ώρα εφάνηκε ο Γιάννης ο Σερέτης οπού και ήλθε και εκάθησε κοντά στο γούμενο.
Το υποκείμενον αυτό είνε αξιοπερίεργος τύπος, παράξενος και πρέπει να τον περιγράψωμε για να δώσωμε μια κάποια ιδέα στον αναγνώστη. Εξηνταπεντάρης, ψηλός, λιγνός, λιγυστός, με μουστάκι ξανθόασπρο, κομμένο στης άκρες, χωρίς γένεια, με βράκα συμμαζεμένη που κατέβαινε ως το γόνατο και άφηνε γυμνές της λιπόσαρκες κνήμες του, ζωσμένος σφιχτά με ζώνη μάλλινη, σχεδόν πάντα ξεμανίκωτος και στην κεφαλή μ' ένα φέσι μεγάλο, τσακισμένο πίσω με μακρυά φούντα και δεμένο με μαντήλι χρωματιστό, κεντημένο γύρω γύρω με μπιμπίλες σαν γυναίκα. Αναθρεμμένος από παιδί με γυναίκες, επήρε τους τρόπους των όλους ώστε που απογυναικώθηκε καθ' ολοκληρία· ομιλία, περπάτημα, χειρονομία, όλα ήταν γυναίκεια.
Η γυναίκαις προ πολλού είχανε πάψη να τον φοβούνται· τον ήξευραν — προ χρόνια τώρα — ως τελείως νεκρωμένο. Έργο είχε να σαβανώνη, να στρώνη νυφικά κρεββάτια και να υπηρετή στης εκκλησίαις. Ζωηρός, αστείος, εύθυμος πάντα, κουσεγιάρης σαν γυναίκα πρόστυχη, ανακατονώτανε σε κάτι μικρορραδιουργίες, έφτιανε κι' εχαλούσε παντρειές κατά την περίστασι. Λίγα χρόνια προτήτερα είχε δυνατό αντίζηλο τον λεγόμενο χονδρό Σερέτη. Γυναικωτός κι' εκείνος, είχε το ίδιο επάγγελμα· ήταν όμως αξιοπρεπής· ραδιουργίες και κουσέγια δεν ήξερε και γι' αυτό τον είχαν τα καλλίτερα σπίτια. Και επολεμούσαν ο μεγάλος και ο μικρός Σερέτης· αυτός όμως δεν τα έβγαζε πέρα και τον εκδικούτανε με ρίμες σατυρικές που της έφτιανε πρόχειρα και της εφώναζε στο δρόμο μέσα. Είναι γνωστοί και σήμερα μερικοί στίχοι του εις βάρος του εχθρού του· του έλεγε:
«Φορεί βρακιά ως Κάζακος, φαρδιά υπέρ σακκία, «που κρύφτουν λέρες χίλιες δυο και περισσή κακία, «Νυμφοστόλος, νεκροστόλος και κατεργαριά και δόλος».
Μετά τον θάνατο όμως του μεγάλου, ησύχασεν ο μικρός, γιατί είχε το στάδιο ελεύθερο.
Ήταν φίλος του παππά Συνέσιου, ο οποίος είχε τώρα την ανάγκη του για τον γάμο που εμελετούσε να κάμη. Γι' αυτό συχνά κατέβαινε στη χώρα, που κατοικούσε ο Σερέτης και αυτός πάλι συχνά ερχότανε στο Μοναστήρι για την ίδια δουλειά. Και τώρα γι' αυτό βρίσκεται απάνω να συνεννοηθή με τον 'γούμενο για ύστερη φορά.
— Ήσκασα να σε περιμένω, του είπεν αυτός, άμα επλησίασε.
— Κ' εγώ ήσκασα να καταφέρω τον Κεριάκο, είπεν ο Σερέτης· θαρρείς πως είν' εύκολα πράμματα, γούμενε; Θέλει να σ' ευκαριστήση μα και φοβάται το γέρω Κοντοπάνη.
— Εσύ να τονε φέρης στου Μαρούπα, καθώς εμείναμε σύμφωνοι και τ' άλλα είν' εδική μου δουλειά.
Αμέ ο παππάς ο Κρητικός;
— Σύμφωνος· το δίχτυ έννοια σου είνε καλά βαλμένο, είπεν ο 'γούμενος και δε μπορεί παρέ να πιαστή.
— Και πρέπει να πιαστή, είπεν ο Σερέτης· εγώ θα τονε φέρω ο ίδιος εις του Μαρούπα τα χοιροσφάγια και ύστερα ας πάη ο Κοντοπάνης να τονε κυνηγά.
— Πάμε τώρα μέσα, είπεν ο 'γούμενος, να βοηθήσης τον Δημήτρη εις το
τρίψιμο των καντηλιών και ύστερ' ανεβαίνεις και τρώμε.
Από την αυλή του μπακάλικου έβλεπαν τα δυο υποκείμενα οι παππάδες με τον Γιώργη κ' έλεγαν ανάμεσό τους — πολλά.
— Υποκείμενο αλήθεια! Είπεν ο παππά Κύριλλος.
— Μα τι γυρεύεις από άθρεπο που, μαζή με τη μάννα του, εστάθηκεν αιτία να χαθή ο καϋμένος ο πατέρας του, ο καλός άθρεπος και ο λαμπρός εκείνος ναύτης.
— Αλήθεια, είπεν ο παππά Κύριλλος, ήκουσα κ' εγώ αυτή την ιστορία του ναύτη, μα μόνο άκρες μέσες.
Τη στιγμή εκείνη η γυναίκα του μπακάλη τον εφώναξε μέσα.
— Εγώ την ξέρω με το νι και με το σι, είπεν ο Γιώργης, από τον μπάρμπα μου το γέρω Ζέπω· σου τήνε λέω άλλη φορά.
Κι' εμπήκε στο μαγαζί του.
Ο παππά Συνέσιος, ως τόσο, αφού εγευμάτισε με τον φίλο του τον Σερέτη, του έδωκε και άλλες οδηγίες, της υστερινές, για τη δουλιά που εμελετούσαν και του εσύστησε αυστηρά να προσέξη, το δίχτυ που έπλεκαν να είναι και στερεό και τεχνικό, για να μην ήθελ' εύρη το ψάρι κανένα μέρος αδύνατο ή καμμιά τρύπα μεγαλείτερη και τους φύγη. Ήθελε να νικήση και τον Κοντοπάνη και τον Δήμαρχο που τούκανε τον εχθρό. Ζήτημα, βλέπετε, φιλοτιμίας! Ύστερ' απ' αυτά, απόλυσε τον Σερέτη και έμεινε μονάχος. Είπε στον υποταχτικό του, το μικρό Αμβρόσιο, ξανθόμαλλο, παχουλό και αφράτο παιδί, πως θα κοιμηθή και να μην τονε ταράξη κανένας και μόνο σαν έλθη το Βαγγελάκι, ο γυιός του Μανάρα του χωρικού να τον ξυπνήση χωρίς άλλο. Ο Μανάρας ήταν από τοις πλούσιοι χωρικοί· πολύ έξυπνος και πολύ άξιος άνθρωπος, εφημηζότανε και για πολύ τολμηρός λαθρέμπορος. Ο παππάς Συνέσιος εβυθίσθηκε σε ύπνο βαθύ και μόνο αργά πλιο, απόσπερνα, ήλθε το Βαγγελάκι κ' εμπήκε στην κάμαρά του, όπου έμεινε πολλή ώρα. Τι είπανε, κανείς δεν μπορούσε να μάθη· γιατί το χωριανόπαιδο, δασκαλεμμένο από τον πατέρα του, που το είχε το δεξί του χέρι, δεν έλεγε ποτέ τίποτα, Η διδασκαλίες του πατέρα του και του παππά Συνεσίου δεν επήγαιναν του κάκου.
Σαν εβράδειασε, επήραν οι καλόγεροι το ξερόφαγό τους, το καρβελάκι το μαύρο και τα νερόβραστα φασόλια και ετραβήχθηκε καθένας 'ς την τρύπα του. Γιατί στ' αλήθεια, τα κελλιά εκείνα, σκοτεινά και την ημέρα και μόνο με μια χαμηλή πορτούλα, έμοιαζαν με τρύπες, σαν φυλακές κατάδικων. Οι παππάδες επήγαν λίγο στου μπακάλη και εκεί έμαθαν πως κάτι μελετά τη νύχτα ο 'γούμενος, γιατί ο Γιώργης είδε το Βαγγελάκι, που εγνώριζε, και από άλλη φορά, γιατί έρχεται. Δεν ετολμούσε όμως κανείς να πη τίποτα.
— Ας κάμη καλά ο αλιτήριος, τι μας μέλει; Είπαν οι παππάδες ανάμεσό τους κ' εγύρισαν γρήγωρα, σύμφωνα με τον κανονισμό κ' εζάρωσαν και αυτοί στα κελλιά τους, και εις της εννιά ώρες όλο το Μοναστήρι ήτανε βυθισμένο σε βαθύτατο ύπνο. Τίποτα δεν άκουες παρά το φύσημα του αγέρα, που είχε πάρη δυνατά λίγο προτήτερα και τον μονότονο και μελαγχολικό τριγμό των παληών παραθυριών του ηγουμενιού.
Ο παππά Συνέσιος αγρυπνούσε μονάχος. Η μάννα του είχε τραβηχτή στην κάμαρά της, το δε καλογεράκι, αφού τον υπηρέτησε στο τραπέζι, επήγε κι' αυτό να κοιμηθή κατά διαταγή του. Για να μην του αποφαίνεται η ώρα επήρε ένα μάτσο κλειδιά κ' εκάθησε κοντά στο παράθυρο για ν' ακούη καλλίτερα κάθε εξωτερικό κρότο. Τα κλειδιά ήτανε διάφορα, μικρά και μεγάλα και άρχησε να τα διαλέγη και σε καθένα να χαράζη, μ' ένα σουγιά, κάτι σημάδια δικά του. Ήταν αυτά καθώς έλεγαν, αντικλείδια, για ν' ανοίγη τα κελλιά και της κασσέλες των καλογήρων που υποπτευότανε, θα εργάσθηκε ως μια ώρα, όταν από την κάμαρα, που ήταν στο βάθος, ακούσθηκε αδύνατο περιπάτημα και σε λιγάκι ανοίχθηκε η πόρτα και στο κατώφλιο εφάνηκε η μάννα του 'γουμένου, κάτασπρη μέσα στο μαύρο της ράσο. Εθύμωσε ο 'γούμενος.
— Ποιος σ' επείραξε πάλι κ' εσηκώθηκες νύχτα, σαν κουκουβάγια; είπε με θυμό!
— Τι μελετάς πάλι, αλιτήριε; αρώτησεν εκείνη, χωρίς ν' αποκριθή.
— Δεν είνε δουλιά σου· μη με κολάζης.
— Χαμένο κορμί! είπεν εκείνη· θα σε διώξουνε πάλι σαν κατάδικο!
— Άμε να κοιμηθής, γρηά στρίγγλα!
— Αδιόρθωτε, χοίρο! θα φας το κεφάλι σου.
— Φύγε, σου λέω κ' εγώ ξέρω τι κάνω.
— Να ξεραθής, ανόητε!
— Κακούργα!
— Χοίρο!
Ο παππά Συνέσιος εσηκώθηκε ανυπόμονος και η μάννα του ετραβήχθηκε.
Επεριπάτησε ταραγμένος στην κάμαρα για κάμποση ώρα, έπειτα κοντά τα μεσάνυχτα, ετυλίχτηκε σ' ένα χονδρό σάλι, άνοιξε την πόρτα του ηγουμενιού και κατέβηκε κάτω. Εκύτταξε γύρω του — σιωπή μεγάλη και μόνο ο άνεμος εφυσούσε με μανία και το παλαιό σκοινί του μικρού καμπαναριού της εκκλησιάς εσφύριζε λυπητερά· φως πουθενά κανένα και μόνο μυριάδες άστρα, διαμαντόπετρες υπέρλαμπρες, ετρεμόσβυναν στο στερέωμα. Ο 'γούμενος, αφού πήρε γύρω την αυλή κ' εξέτασε όλα τα κελλιά απάνω και κάτω, για να ιδή μην αγρυπνούσε κανένας, πήγε κ' εκάθησε στην πεζούλα της καμάρας, κοντά στην οξώπορτα. Εκεί επερίμεινε, τυλιγμένος σφιχτά στο σάλι του, γιατί ο αγέρας ήτανε ψυχρός. Επερίμεν' επερίμενε και κάτι εμουρμούριζε πότε πότε από ανυπομονησία. Τέλος θα ήταν μια μισή μετά τα μεσάνυχτα, οπού ακούστηκαν απ' όξω ποδοβολητά και απορθουνίσματα ζώων, Ο παππά Συνέσιος εσηκόθηκε κ' επλησίασε την πόρτα. Σε λιγάκι εχτύπησαν ελαφρά και ο 'γούμενος εύγαλε τον ξύλινο μοχλό της σιδερόφρακτης πόρτας, η οποία έτριξε δυνατά στα σκουριασμένα μάσκουλά της και ανοίχτηκε διάπλατη. Και έσκυψε κάμποσο για να μπη μέσα ένας χωρικός, σαραντάρης άνδρας, ψηλός, πλατύστηθος, στιβαρός, ο γνωστός Μανάρας, λαθρέμπορος, φημισμένος για την αφοβία και για την τέχνη του να γελά την εξουσία. Είχε μαζή του έναν βοηθό και το παιδί του, το Βαγγελάκι.
— Πολύ αργήσατε, είπεν ο γούμενος.
— Δε λες πως ήρθαμε! είπεν ο χωρικός.
— Πώς μαθές; αρώτησεν ο γούμενος.
— Ένας στρατιώτης είχεν υποψίες· θαρρείς πως δεν είνε και καταδότες; ως που να τονε πλανέσω, εγώ ξέρω τι τράβηξα!
— Οι μασκαράδες! είπεν ο 'γούμενος. Γρήγορα τώρα να ξεφορτώσουμε.
Πέντ' έξη μουλάρια φορτωμένα ζάχαρες και πετρέλαιο εστέκουνταν όξω. Οι χωρικοί άρχησαν το ξεφόρτωμα και με τη βοήθεια του γουμένου σε μισή ώρα έβαλαν την πραμμάτεια στο μαγαζί της Μονής, που ήταν έτοιμο από νωρίς και, αφού ο Μανάρας είπεν ό,τι είχε να πη του γουμένου, εκάθησαν στα ζώα κ' έφυγαν. Ο 'γούμενος έκλεισε την πόρτα την εσφάλισε με τον ξύλινο μοχλό, έπειτ' ανέβηκε στο 'γουμενηιό, άναψ' ένα φαναράκι κ' επήγε ίσια στο μαγαζί και το εκλείδωσε· έπειτ' ανέβηκε να ησυχάση. Ήταν ευχαριστημένος, ύπνος όμως δεν του πήγαινε και χωρίς να θέλη έπεσε εις συλλογισμούς, από τους οποίους τον εύγαλε, μετά κάμποση ώρα, το καμπανάκι που εκαλούσε τους καλόγερους στην εκκλησιά να διαβάσουν και 'να προσευχηθούνε. Ο παππά Συνέσιος επλησίασε στο παράθυρο. Τα άστρα εφεγγοβολούσαν ακόμα και ο 'γουμενος είδε τα γεροντάκια σαν σκιές, να πηγαίνουν στο ναό μέσα.
— Ζώα τετράποδα, είπε μεγαλόφωνα· ανίκανα και ψωμί να φάνε· μόνο προσευχές ξέρουνε. Αμέ οι παππάδες εκείνοι να θέλουν να γενούν 'γουμένοι! Μήτε να μιλήσουν δεν ξέρουν, όχι να διοικήσουν! Ο Μαλάκας ο Νεκτάριος που μόνο ταμπάκο ξέρει να ρουφά και ο χτηκιάρης ο Φίλιππος που και να μιλήση του δίνει κόπο. Όσο για τον καϋμένον τον Κύριλλο, αυτός είνε καλός και περνώ την ώρα μου μαζή του. Δε μ' αγαπά κανένας, μα με φοβούνται και όσο έχω το Δεσπότη και μερικούς φίλους, τα ζωντόβολα τα περιφρονώ: Και σε λιγάκι επρόσθεσε.
— Είναι κάμποσος καιρός που με πειράζει και μ' εμποδίζει η μάννα μου, θυμώνω, μα τι να κάμω που τη λυπούμαι. Φαίνεται, θέλει τώρα να εξαγοράση τα παληά. Ύστερ' από της σκέψεις αυτές, εκλείσθηκε στην κάμαρά του κ' έπεσε να κοιμηθή του δικαίου τον ύπνο.
Πριν προχωρήσωμε, ανάγκη να στραφούμε κάμποσα χρόνια πίσω για να περιγράψωμε μια ιστορία πολύ σχετική με τη διήγησί μας.
Είνε καλοκαίρι. Ο ήλιος κοντεύει να βασιλέψη, στέλνοντας και στη στεριά και στη θάλασσα, παντού, όπου εμπορούσε να ξαπλωθή και να εισχωρήση, το γλυκό, το θαλπερό ακόμα, το τρισπόθητο αποχαιρετιστήριο φως του. Όλα δείχνουν μιαν μαγευτικήν εικόνα χαράς και ευθυμίας ζωοπάροχης και μόνο σ' ένα φτωχικό χαμόσπιτο βασιλεύει — τι φοβερή αντίθεση — της συμφοράς το σκοτάδι.. .
Τα μυαλά του σκοτωμένου, σκορπισμένα εις το κεφαλάρι της πόρτας, εκηλίδωναν απαίσια όλο εκείνο το μέρος του τοίχου. Ο ναύτης, ξαπλωμένος και με ανοιχτό το κρανίο, έπιανε το μισό δωμάτιο με το μεγάλο του ανάστημα. Κόσμος πολύς, όξω και μέσα και κλάμματα και άγρια ξεφωνητά γυναικών πότε πότε, έκαναν πιο φριχτή την απαίσια εικόνα. Περισσότερο απ' όλες εφώναζε κ' εθρηνούσε η αδερφή του σκοτωμένου για το κίνημα το ανόσιο, για το άδικο που της έκαμε. Και στα ξεφωνητά μέσα ακούονταν και μερικές κατάρες για τη νύφη της, που εστάθη αιτία του σκοτωμού του, γιατί ο ναύτης είχε γυναίκα και παιδί, αγόρι οχτώ εννιά χρονών. Και, πράμμα παράξενο, δεν ήταν εκεί, την ώρα που έγεινε το κακό, ούτε η γυναίκα του, ούτε το παιδί του· ξένες γυναίκες εθρηνούσαν και από τους δικούς του η αδερφή του μονάχη.
Μεγάλο κρότο έκαμε στο μικρό τόπο ο ασυνείθιστος, ο φριχτός θάνατος του ναύτη· να βάλη χέρι απάνω του ο ίδιος! τι του ήρθε; Μεγάλο άδικο έκαμε στον εαυτό του και στους δικούς του. Σαν έμαθαν όμως την αιτία και αυτοί που τον κατηγορούσαν, τον ελυπήθηκαν τώρα κ' εμετανοούσαν για τα λόγια που είχαν πη. Γιατί, αλήθεια, πολύ πικρά λόγια είχεν ακούση ο κακόμοιρος ο ναύτης απ' όλους· δεξιά και αριστερά τον κακολογούσαν. Το μεγάλο όμως χτύπημα, το αποφασιστικό, του το έδωκαν η γυναίκα του και το παιδί του το ίδιο. Διωγμένος απ' αυτήν, θα έμενε στο δρόμο μέσα, αν δεν ήταν η αδερφή του να τονε δεχτή στο φτωχικό της. Σαν ακούστηκε η φριχτή είδησι, εφάνηκε και η γυναίκα του σαν μετανοημένη και άρχησε το κλάμμα· αλλά η γυναικαδέλφη της δεν την πίστευε. Ήξερε αυτή την τυραννισμένη ζωή που περνούσε ο αδερφός της από την γυναίκα του και δεν πίστευε στη μετάνοιά της, που την έδειχνε λίγο αργά. Το υστερινό της μάλιστα φέρσιμο τον στενοχώρησε τον άμοιρο και δεν μπόρεσε περισσότερο να ζήση.
Ο ναύτης ήταν πολύ γνωστός για την καλωσύνη και την τιμιότητά του. Ήταν όμως άτυχος άνθρωπος. Η γυναίκα του, που είχε πολύ δύστροπο χαραχτήρα, ποτέ δεν του γλυκομίλησε και συχνά τον εξέβριζε, γιατί, ενώ άλλες, ναυτώνε γυναίκες, ήταν πλούσιες· ενώ ο άνδρας της συντέκνισάς τους αγόρασε αμπέλι και χωράφι, αυτοί με δυσκολίαν εζούσανε. Γιατί να μην είνε κι' αυτός άξιος; δεν ήβλεπένε πώς ξέρει και ζη ο κόσμος; Και τον εγρίνιαζε, τον εμουρμούριζε αδιάκοπα! Εκείνος όμως εκατάπινε με υπομονή και χωρίς να δείχνη τη δυσαρέσκεια και την πίκρα που εδοκίμαζε. Υπόφερε πολύ ο φτωχός και μάλιστα που δεν εννοούσε να μιλήση, να ξεθυμάνη. Αλλοίμονό του δε αν ήθελε καμμιά φορά βοηθήση την φτωχή αδερφή του· ευθύς που το μάθενε, του έψελνε, όσα σέρν' η σκούπα κ' εκείνος έφευγε να μην ακούη· τα έπαιρνε όμως όλα μέσα του και ήταν δυστυχής. Η αδερφή τούλεγε ν' αφήκη μια τέτοια στρίγγλα, εκείνος όμως επροτιμούσε να υποφέρη.
Αλλά και η υπομονή έχει τα όριά της και είνε πράγμα όπου λέγει ο άνθρωπος «ως εκεί και μη παρέκει· δεν βαστώ πιο.» Και αλήθεια το κακό επαραμεγάλωσε και η πονεμένη καρδιά του ναύτη δεν μπόρεσε να το χωρέση.
Ήταν αθώος σαν το νεογέννητο παιδί και ο κόσμος ως τόσο του ρίχτηκε και πρώτη πρώτη η γυναίκα του. «Δε σ' αφίνει ο κακόκοσμος ποτέ ήσυχο»· εσυλλογιζότανε ο ναύτης· «θαρρείς περιμένει τίποτα στραβό, κανένα σκόνταμα, ή αδυναμία καμμιά για να σου ριχτή, να σε σπρώξη να πέσης όλως διόλου ν' αφανισθής για να χαρή αυτός ή και για να σε κλάψη ύστερα.»
Μερικοί φίλοι του ναύτη, ναύτες κι' αυτοί δουλευταράδες, σε μέρη μακρυνά του είχανε δώση να φέρη στα σπίτια τους χρήματα, ποιός δέκα τάλλαρα, ποιός είκοσι· τον γνώριζαν κι' από άλλη φορά και ήταν ήσυχοι. Ήταν ναύτης σε καράβι φράγκικο, και για την τύχη του, κάπου εναυάγησε κ' εγλύτωσε με την ψυχή στο στόμα· χρήματα, δικά του και ξένα, έμειναν στης αχόρταγης θάλασσας το βάθος το ανήλιο. Η γυναίκες, που περίμεναν τους παράδες, σαν έφτασε ο ναύτης πήγαν να μάθουν και άκουσαν τη συφορά! Εμουρμούρισαν, φυσικά, γιατί η φτώχεια κάνει σκληρό τον άνθρωπο και ύποπτο. Ο καϋμένος ο ναύτης είπεν όλη την αλήθεια, μα δεν τον πίστεψαν. Μια εσήκωσε τους ώμους της κ' εζάρωσε τα χείλια με φανερή δυσπιστία, άλλη κάτι εμουρμούρισε και άλλη πάλι εστεκώτανε μπροστά του με σταυρωμένα χέρια σαν νάλεγε — «δεν το κουνώ από δω, α δε λάβω τον παρά μου.» Είδε αυτά όλα ο ναύτης και υποσχέθηκε να πουλήση ό,τι κι' αν είχε να της ξεπλερώση, να ελαφρωθή από το βάρος. Δεν είχεν όμως δικά του χτήματα κ' έπεσε στα πόδια της γυναίκας του, που είχε μερικά πράμματα, με παρακάλια να πουλήση κανένα να τονε γλυτώση. Θηρίο έγειν' εκείνη, σαν τ' άκουσε και αφού τον εξέβρισε φοβερά, του είπε να φύγη, γιατί δεν τον ήθελε πλιο σπίτι της.
Το χτύπημα ήταν πολύ βαρύ. Επήγε να σαλέψη ο νους του ναύτη, γιατί ήταν ένας χαραχτήρας, που ό,τι είχε, τόκρυβε μέσα του. Επήρε τους δρόμους δεξιά και αριστερά. Μπροστά του θαρρείς, δεν έβλεπε· μόνο το αυτί του, υπερβολικά ευαίσθητο, έπαιρνε, από την κακογλωσιά του δρόμου, μερικά φαρμακόλογα και τα έχυνε στη μαρτυρική ψυχή του μέσα — «Ήφαγε τόσω φτωχώ τον παρά και τώρα γυρίζει». Ήταν και άλλοι που τον επονούσαν, αυτό όμως ο ναύτης δεν το γνώριζε.
Ευγήκε στην εξοχή. Η φύση, στολισμένη με όλη της τη λάμψι, εσκορπούσε τριγύρω τα μαγευτικά της δώρα με μεγαλοπρεπή αφθονία. Εγελούσαν όλα· και τα βουνά και οι κάμποι και τα περήφανα δέντρα και η ταπεινή χλόη και η λίμνη η ακίνητη και το νερό το τρεχάμενο, όλα ηλιόλουστα, περίλαμπρα, γεμάτα ζωή. Πουλάκια, μικρά, τόσο μικρά, που να τα κλείση ένας στην παλάμη του, έχυναν τη χαρμόσυνη, μελωδική φωνούλα τους, τρέχοντας εναέρια από δέντρο σε δέντρο και από θάμνο, σε πέτρα, με το κυματιστό, χαριτωμένο πέταμά τους· αρνάκια σγουρόμαλλα, σωριασμένα στον απότοιχο χωραφιού, αναμασσούσαν την τροφή τους αμέριμνα. Όλες αυτές η εμορφιές, όλ' αυτά τ' αγαθά σαν να σε προσκαλούσαν να ζης, σαν να σου λέγαν να λησμονής κάθε βάσανο και κάθε λύπη. Αλλά ο ναύτης με τη μαυρίλα της συμφοράς, με το βαθύ σκοτάδι στην καρδιά του την πληγωμένη, ήταν αναίσθητος στην γοητευτικήν εικόνα και αν ετύχαινε να έρθη στο σκοτισμένο του μυαλό καμμιά ιδέα, ήταν και αυτή απελπιστική. Εστοχαζότανε, τι καλά να ήταν ένα από εκείνα τα βοσκήματα, ένα από εκείνα τα βουνά, να μην αισθάνεται . . . και πρώτη φορά του ήρθεν η ιδέα της ανυπαρξίας . . .
Επήρε δρόμο πολύ εωσού απόστασε. Πού να πάγη! χωρίς να το καταλάβη, εγύρισε προς τη χώρα, όπου έφτασε πρι βασιλέψη ο ήλιος.
Εμπήκε σ' ένα καφενεδάκι απόκεντρο, που το κρατούσ' ένας γέρος, παλαιός γνώριμος, ναύτης κι' αυτός, απόμαχος, κυρτωμένος πλιο από του χρόνου το βαρύ, το πιεστικό χέρι και από την κακομοιριά μιας άχαρης ζωής. Εκάπνιζε ο γέρος άφωνος ένα κοντό τσιμπούκι, ζαρωμένος σε μια γωνιά. Ο ναύτης εκάθησε κοντά στο παράθυρο του δρόμου κ' έρριξε το κεφάλι κάτω. Ο καφετζής του είπε «καλώς τον» κ' εξακολούθησε το κάπνισμα. Πέρασε λίγη ώρα σε βαθειά σιωπή, όταν έξαφνα ακούστηκαν φωνές και γέλοια στο δρόμο. Ο ναύτης εσήκωσε ζωηρά το κεφάλι, σαν να τον εκέντησε κάτι ευχάριστο, σαν να του εγαργάλισε την ακοή μία γνωστή, χαρμόσυνη φωνούλα. Κυττάζει όξω και βλέπει κάμποσα παιδιά να πεζογελούν και μαζή μ' αυτά το παιδί του . . . το δικό του παιδί, το μόνο αγόρι που είχε, ξανθογάλανο παλληκαράκι οχτώ εννιά χρονών. Το πρόσωπό του εφωτίσθηκε, τα σβυσμένα του μάτια σαν να επήραν νέα ζωή . . . Εξέχασε για μια στιγμή το μυστικό του, το ατελείωτο μαρτύριο και με φωνή γιομάτη ταραχή ανέκφραστη, με μια τρεμούλα ανεξήγητη εφώναξε το παιδί να μπη μέσα . . . Εκείνο, χωρίς καθόλου να ταραχτή, τον κύτταξε μια στιγμή αδιάφορο, ψυχρό, σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά, έπειτα εσήκωσε τα δυο του χέρια με ανοιχτές της παλάμες, τον εμούντζωσε και το βάλ' ευθύς στα πόδια . . . Ο ναύτης αποσβολώθηκε, τα έχασε σαν να έλαβε δυνατό χτύπημα κατακέφαλα, εσυμμαζεύθη, εζάρωσε και δεν τολμούσε να σηκώση το κεφάλι του· λες εφοβότανε να κυττάξη γύρω του. Άξαφνα, μέσα στη φριχτή κατάστασι του ταραγμένου μυαλού του μία ιδέα μαύρη του επέρασε, μία ιδέα σκοτεινή, η οποία όμως — πράμμα παράξενο — του έφερε αταραξία . . .
Και του ήρθανε κάτι συλλογισμοί που δε μπορούσε να τους διώξη· — χωρίς να κάμω κακό, χωρίς να θέλω να βλάψω, να πειράξω κανεί, με κυνηγούνε σαν σκυλί ψωριάρικο, είπε με πικρία. Ούλη μου τη ζωή επέρασα τίμια, χωρίς ν' αδικήσω και να που εκατάντησα. Από τι; Από κάτι κακό που τόφερε η Τύχη. Δε νοιώθω τι είν' αυτά, μα είνε πολύ παράξενα. Ούλη μου τη ζωή τίμιος και για μια στιγμή παν όλα. Με βλέπουνε πως χάνομαι, βυθίζομαι και κανένα χέρι δεν απλώνει να με πιάση. Προχτές ακόμα τον Πρίσκα τον είχανε κυκλωμένο πέντ' έξη και χάσκανε στα λόγια του και ούλοι όμως ξέρουνε πώς εσύναξε τα πλούτη του. Ο κόσμος θέλει χρυσάφι για προσκύνημα. Αξίζει να ζη κανείς;
Και ήθελε να διώξη από το νου του όλ' αυτά και του ήταν αδύνατο . . .
— Εσηκώθηκε και με βήμα στερεό και γρήγορο επήγε στης αδερφής του. Εκείνη έτυχε να λείπη· ο ναύτης εξεκρέμασε από τον τοίχο ένα τουφέκι του κυνηγιού γιομάτο — παλαιό τουφέκι του σπιτιού των — εξυπολήθηκε γρήγορα, εστάθη στο κατώφλι της πόρτας, εστήριξε το όπλο κατά γης, επέρασε το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδαριού στο σκανδάλι, έβαλε το στόμα της κάννας στο στόμα του — δυο στόματα, το ένα κρύο, παγωμένο, το άλλο φωτιά — . κ' επυροβόλησε . . .
Και τώρα ομπρός στο άτυχο το θύμα του σκληρόκοσμου η κακογλωσσιά έπαψε· άκουες μόνο λόγια, παρατήρησες άλλες. — Γιατί να σκοτωθή; τι τον έμελλε; δεν έφευγε; «Ο κόσμος δε σ' αφίνει ήσυχο σε καμμιά περίστασι», έλεγ' ένας που αγαπούσε να φιλοσοφή· σε φορτώνεται χωρίς να εξετάζη πολύ πολύ σε ποιά ψυχική κατάστασι να βρέθηκε ο άνθρωπος· για μια στιγμή μπορεί να αισθάνθηκε μέσα του το κενό, το χάος, μπορεί να τούλειψε ο νους και σε στιγμή λειποψυχίας, έδωκε τη βουτιά του στην αχόρταγη της ανυπαρξίας θάλασσα. Αφήστέ τον ήσυχο, Χριστιανοί μου!
Στην έρημη, τη φτωχή του κακότυχου ναύτη κηδεία ούτε παππάς, ούτε ψαλμωδία καμμιά . . . μόνο μερικά δάκρυα μερικών πονόψυχων τον εσυνώδευσαν και την ύστερη στιγμή η αδερφή του — για τη γυναίκα του δε μιλώ — ερράντισε το βασανισμένο κουφάρι του με δάκρυα θερμά.
Η υστερνή του ήλιου αχτίνα εφώτισε το έρημο, το καταφρονεμένο μνήμα . . .
Λίγο ύστερ' από το δράμα, το παιδί του ναύτη έγεινε άφαντο. Κάποιος το είχε πάρη στην ξενητιά, όπου, ύστερ' από χρόνια, μια μέρα εγύρισε στον τόπο του παππάς! Με ποιο τρόπο και με τι μέσα το εκατώρθωσε αυτό, κανείς δεν ήξερε· η ουσία είνε πως ήταν παππάς και τι παππάς; παχύς, όμορφος, ομιλητικός, αστείος, όλα του έδειχναν ένα λαμπρό ιερομόναχο· ως και καλόφωνος ήταν. Έκαν' ευχαρίστησι με το εξωτερικό του και όλα τα σπίτια ανοίχτηκαν 'ς τον παππά Συνέσιον. Η μάννα του, αν και αποσυρμένη σε γυναικείο Μοναστήρι, ευθύς που ήρθε ο γυιός της, εγύρισε στη χώρα κ' εκατοίκησε μαζή του. Εις τον νέο παππά εδόθηκ' ευθύς καλή ενορία, σε λίγο καιρό όμως έδειξε σημεία στενοχώριας· σαν να μην του ήρεσε να είνε απλός εφημέριος και άρχησε να ενεργή να γείνη ηγούμενος στο Μοναστήρι του τόπου. Η πολλή ταραχή, λέγει, δεν του άρεσε· και ήθελε να ζη πιο ήσυχα. Η αλήθεια είνε πως, σαν έξυπνος που ήταν, εκατάλαβε πως στο Μοναστήρι θα ζούσε πολύ καλλίτερα παρά στη χώρα. Κόμμα είχε δικό του, τα καλλίτερα σπίτια, είχε και τον Δεσπότη της επαρχίας φίλο του και δεν δυσκολεύθηκε να 'πιτύχη το σκοπό του. Έγεινε ηγούμενος και αυτό τον ευχαρίστησε υπερβολικά. Επήρε τη διοίκησι από τα τίμια, μα αδύνατα χέρια του παππά Νεκτάριου και έδειξε πως ξέρει να κυβερνά. Και άρεσε πολύ και στο προσωπικό του Μοναστηριού και όξω. Εφρόντιζε να τρων καλά οι καλόγεροι, τους καλομιλούσε κ' εδεχότανε με τρόπο ευγενικό τον απ' έξω κόσμο. Η μάννα του τον βοηθούσε στην εσωτερική διοίκησι και όλα πήγαιναν καλά. Αυτά στας αρχάς, τον πρώτο καιρό· μετά ένα όμως χρόνο τα πράμματ' άλλαξαν. Άλλαξε δηλαδή ο παππά Συνέσιος τρόπους εις όλα και άρχησε η μουρμούρα, η οποία σιγά σιγά ηύξανε εωσού έγεινε αληθινή βοή, σαν τη βοή που φέρνει μεγάλη θαλασσοταραχή. Του ρίχτηκαν όλοι του παππά Συνέσιου, μικροί μεγάλοι, καλόγεροι και κοσμικοί. Τον έλεγαν φανερά ήρωα σε κάτι σκάνδαλ' ακατονόμαστα.
— Καλέ είδες πράμματα;
— Ο αλιτήριος, ο κακούργος!
— Να παππάς μια φορά! Να κλειδώνεται . . . φτου! Θεέ μου σχώρεσέ μου.
— Μα πας αφίνει τίποτα στο κελλάρι;
— Να φύγη, να φύγη!
Και η ταραχή ηύξανε ολοένα. Ο παππά Συνέσιος εφοβήθηκε κ' εζήτηξε με τρόπο να φέρη διόρθωσι, να βουλώση τα στόματα μα ήταν αδύνατο και μια νυχτιά επήρε τη μάννα του κ' έφυγε για το εξωτερικό, δεν ήπαυσε όμως να ενεργή από εκεί, με το μέσο εκεινών που τον αγαπούσαν, για να γυρίση πίσω και αληθινά, ύστερ' από καιρό το εκατώρθωσε. Τα σκάνδαλα είχανε ξεχασθή, γιατί ο κόσμος λησμονεί εύκολα και οι ίδιοι οι διώχτες του τον εδέχτηκαν πάλι. Ίσως είχαν ελπίδα πως θα εδιωρθώθηκε. Μα δε βαριέσαι, μετά καιρό, τα ίδια και πάλι φωνές, ταραχή, καυγάδες, βρωμόλογα και στο τέλος διώξιμο νύχτα! Η κωμωδία όμως αυτή εφαινότανε να μην έχη τέλος· τον έδιωχταν και τον έφερναν τον ήθελαν και δεν τον ήθελαν, οι διάδοχοι του δεν ευχαριστούσαν τον κόσμο και οι φίλοι του εξόριστου ενεργούσαν και τον ξανάφερναν. Καθώς και τον ξανάφεραν και αυτή τη φορά, ύστερα από τρία τέσσερα χρόνια. Τώρα όμως και ο παππά Συνέσιος εφαινότανε ν' άλλαξε. Σκάνδαλα δεν άκουες να γίνουνται. Μόνο κάτι αστεία έκανε που έκαναν τους περισσότερους να γελούν. Μα σου έκανε κάτι χώρατα ο αθεόφοβος! Και απ' όλους περισσότερο επείραζε τον παππά Κύριλλο· τον εύρισκε, πολύ ήμερο, πολύ παλαβό και του έκανε ό,τ' ήθελε καταιβή εις την πρόστυχη φαντασία του. Αφού μια φορά στην εκκλησιά, στην πιο ιερή στιγμή που βγαίνουν τα άγια, είχε σκαλώση, με μια καρφίτζα, το φελόνι του από πίσω και ο καϋμένος ο παππά Κύριλλος, ανίδεος, ευγήκε στη μέση του ναού με το φελόνι ανασηκωμένο και ο παππά Συνέσιος εστεκότανε στη θύρα και τον εκαμάρωνε, γνέφοντας δεξιά και αριστερά για να τον δούνε! Ή άξαφνα, στο δρόμο, εκεί που μιλούσε με ευγένεια μπροστά σου, με κανένα ξένο, όταν ο ξένος αυτός εγύριζε να φύγη, τον εμούντζωνε και με τα δυο του χέρια! Αυτή τη φορά όμως ήταν πιο φρόνιμος και οι καλόγεροι δεν εγογγύζανε φανερά. Μόνο ένας καλόγερος, ο αδελφός Άνθιμος δεν υπόφερε όχι να τονε βλέπη, ούτε να τον ακούη πλιο.
Εξηντάρης, μικρόσωμος, λιγνός, λίγο σκυφτός, με τα μάτια πάντα πονεμένα ο αδελφός Άνθιμος ήτανε τύπος τίμιου, ίσιου ανθρώπου. Το μίσος και την περιφρόνησί του στον παππά Συνέσιο την έδειχνε φανερά, γιατί μόλις άκουε πως έρχεται, εσύναζε τα ρούχα του κ' έφευγε γρήγορα γρήγορα γι' άλλο Μοναστήρι, σε ξένο τόπο· δεν ήθελε να τον αντικρύση· πόσα δεν είχε κάμη ο παππά Συνέσιος να τονε δελεάση, να τον γυρίση στο μέρος του. Γλυκόλογα, δώρα, ξεχωριστές περιποίησες δεν έκαναν τίποτα. Ο Άνθιμος ήταν άνθρωπος με θέληση, με χαρακτήρα, και σαν είχε μια ιδέα σταθερή, δεν του εγύριζε κανείς το κεφάλι. Στο γούμενο δεν είχε καμμιά υπόληψι· ετελείωσε. Ήξερε αυτός τι έκρυβε μέσα του ο πονηρόπαππας, αδιάφορο πως ήταν γλυκός και ζαχαρένιος. Τη διπροσωπία ο καλόγερος δεν την υπόφερε σαν τους άλλους και καλλίτερα να λείπη, παρά να κάθεται να βλέπη αδιάφορος τα ντροπιασμένα του καμώματα. Ψωμί μαύρο και όσπρια νερόβραστα βρίσκει και αλλού και τον Άνθιμο παντού τον παρακαλούνε, γιατί ξέρει και τέχνη, είνε παπουτζής, δεν είνε κηφήνας να κάθεται αργός· είναι άνθρωπος χρήσιμος. Δεν του χρειάζουνται και πολλά να ζήση και η υπόσχεσες του 'γουμένου δεν τονε δελεάζουν, ο θεομπαίχτης αυτός ας τρώγη κι' ας παχαίνη μονάχος του. Βέβαια, ο Θεός δε θέλει να μισούμε ο ένας τον άλλο, μα πάλι πως να κάθεται να βλέπη τα καμώματα του άθεου; δεν θα ήταν σαν να εσυμφωνούσε μαζή του;
Ο Άνθιμος είχε γείνη καλόγερος για να ησυχάση, για ν' αποφύγη κάθε πειρασμό του κόσμου και τώρα να βλέπη ασχημίες στο Κοινόβιο μέσα και από ποιόν; από τον πρώτο, από την κεφαλή! Δε θα το υποφέρη αυτό άνθρωπος που επέταξε τ' αγαθά του κόσμου, για τη θεϊκή γαλήνη, την ησυχία του ακύμαντου λιμανιού.
Και αλήθεια είχε τη μικρή του ιστορία ο Άνθιμος. Στον κόσμον τον έλεγαν Αντώνη. Ήταν από μικρός πεντάρφανος, καλό όμως παιδί και φιλόπονο, επήγε κοντά σ 'ένα παπουτζή και τόσο καλά εφέρθηκε, οπού σε λίγα χρόνια έγεινε λαμπρός μάστορης. Τ' αφεντικό του τον αγάπησε πολύ και για τη δουλειά και για το χαραχτήρα του τον τίμιο. Ήταν πολύ συμπαθητικό παλληκάρι, τόσο, που και η μοναχοκόρη του μάστορη, μια πολύ όμορφη κοπέλλα τον εσυμπάθησε πολύ, τουλάχιστο έδιχνε πως τον συμπαθούσε. Αυτό πολύ εσυγκίνησε τον Αντώνη και καθώς ήταν ευαίσθητος, μια μέρα που την ηύρε μονάχη, της είπε πως την αγαπά τόσο, που δε ξέρει, αν γίνεται αγάπη μεγαλείτερη. Η κοπέλλα του αποκρίθηκε με το ίδιο αίσθημα και ο καϋμένος ο Αντώνης ευρέθηκε μια στιγμή στους ουρανούς. Και όσο επερνούσαν ημέρες, εμεγάλωνε η αγάπη. . . Μα πώς να κάμη; Να μιλήση του μαστόρου του ο ίδιος, ή να βάλη κανέναν άλλονε; Είχε αυτά στο νου του, όταν τ' αφεντικό του τον έστειλε ν' αγοράση πετζιά και άλλα χρήσιμα του μαγαζιού. Έμεινε ο Αντώνης στην ξενιτειά ένα μήνα και σαν εγύρισε, ευρήκε τη λατρευτή του πανδρεμμένη . . . Είχε στεφανωθή, μια βδομάδα πριν, ένα θαλασσινό. Δεν είπε τίποτα ο φτωχός σε κανένα. Σε μια βραδεία έχυσε όλα του τα δάκρυα . . . Εκείνη δε θέλησε να την δη, μόνο έγεινε πολύ μελαγχολικός και ακοινώνητος. . . Αξαφνα μια πρωινή αποχαιρέτισε το μάστορή του κ' επήγε στο μοναστήρι. Την απλή αυτή ιστορία λίγοι την ήξευραν.
Ο αδελφός Άνθιμος εσχετίσθηκε ευθύς με τον παππά Συνέσιο. Είχαν μακρυνή συγγένεια και επειδή ο απλός, ο απονήρεφτος Άνθιμος δεν τον εγνώριζε, εφιλιώθηκε μαζί του. Αυτό στην αρχή, οπού ο παππά Συνέσιος φορούσε προσωπίδα και δεν εφαινότανε ποιος είνε στ' αλήθεια, οπού εμπορούσε να γελάση εκατό σαν τον Άνθιμο, τον απλό και απονήρεφτο. Σε λίγο καιρό, κάποιος κάτι είδε και κάτι είπε σιγά σιγά, σκεπαστά ακόμα, όπου ο Άνθιμος είδησι δεν είχε. Ήταν και άνθρωπος που ήθελε να ιδή μόνος του, να ψηλαφήση. Απάνω σ' αυτό ήταν άπιστος Θωμάς· εύκολα δεν πίστευε. Άμα όμως εψηλαφούσε και εγνώριζε και εννοούσε ο ίδιος, ετελείωσε· εσχημάτιζε την ιδέα του, η οποία αποκρυσταλλώνετο, έμενε ασάλευτη μέσα του για πάντα. Ο πονηρόπαπας είχε καταλάβη τον χαραχτήρα του καλόγερου και τον παρατηρούσε και τον επρόσεχε πολύ στην αρχή, έπειτα κάπως άρχησεν ανοίγεται από λιγάκι κοντά του, για να ιδή πώς θα του εφαινότανε ο τρόπος του. Ο Άνθιμος όμως δεν έπαιρνε είδησι από βελόνας κεντήματα· ήθελε χτύπημα δυνατό για να ξυπνήση. Και το χτύπημα δεν άργησε να του δοθή.
Πριν όμως προχωρήσωμεν, θέλω να πω ακόμα μερικά για τον καλόγερο προς συμπλήρωμα του χαρακτήρος του. Θα είταν άδικο να λείψουν αυτά από την όλην εικόνα, γιατί ζωγραφίζουνε ακόμα καλλίτερα, ακόμα πληρέστερα και τους δυο· και τον πονηρό Συνέσιο και τον αγαθόν Άνθιμο.
Στο ισχνό και ολίγο κυρτωμένο σαρκίον του καλόγερου, ήταν μία μεγάλη ψυχή και μία διαμαντένια, ακλόνητη θέλησι. Ο ήμερος Άνθιμος, οπού μπορούσε να συγκινηθή και να κλάψη και εις το πλιο μικρό δυστύχημα, εις το θάνατο πουλιού, ή εις την αρρώστεια κανενός αρνιού, δεν εσυγχωρούσε το παραμικρό παράπτωμα, όταν εγινότανε για να βλάψη, και ας ήταν ο πιο δυνατός, ο πιο επίσημος, ο πιο μεγάλος εκείνος που το έκανε· ημπορούσε να του ειπή, να του το ρίξη κατά πρόσωπον, χωρίς να φοβηθή καθόλου. Κ' έβλεπες τότε τον ήμερο, τον άκακο Άνθιμο, να μεταμορφώνεται και να κεραυνοβολά τον πταίστη, όποιος και να ήταν αυτός. Γράμματα ήξερε λίγα, μα είχε κρίσι ορθή και με τη βοήθειά της εσκεπτότανε καλλίτερα από πολλούς διαβασμένους· έπειτα είχε την αρετή, που είνε μεγάλη δύναμις και οπού τον ωδηγούσε.
Όσο μπορούσε, βοηθούσε τους χωργιανούς με τας συμβουλάς του· και ήτανε τότε γλυκός, πράος, γιατί ήξερε πως με την υπομονή μόνον θα ωφελούσε. Το κελλί του το είχε καθαρό, όσο μπορούσε. Είχε το μπάγκο του και τα σύνεργα της δουλιάς του, σουβλιά και καλαπόδια και όταν είχε δουλιά, έφτιανε καινούργια, ή εμπάλωνε παλιά παπούτζια και σαν δεν είχε δουλιά, εδιάβαζε. Ω! αγαπούσε πολύ να διαβάζη κ' έλεγε πως η καλή ανάγνωσι ανοίγει της ψυχής τα μάτια. Αλήθια είχε μόνον εκκλησιαστικά βιβλία, (κάτι τραγουδάκια κοσμικά που είχε όταν ήταν νέος, τα είχε χαρίσει προ πολλού εις κάποιον) και τα εδιάβαζε μ' ευχαρίστησι, εκείνο όμως το βιβλίο, οπού του άρεσε υπερβολικά, ήταν ο Μηνιάτης, το βιβλίο δηλαδή του μεγάλου εκείνου εκκλησιαστικού ρήτορα, οπού ολίγοι, πολλά ολίγοι του μοιάζουν στο χαριτωμένο λόγο και στη θεία έμπνευσι. Μάλιστα ένα γνωμικό του, μία μεγάλη αλήθεια την είχε γραμμένη σ' ένα χαρτί και κολλημένη στον τοίχο του κελλιού του και αυτήν ανάφερε συχνά στους χωρικούς, τους καλούς, τους πιο έξυπνους και που ήθελαν να τον ακούνε. Λέγει ο Μηνιάτης κάπου.
«Ο Θεός, ως παντοδύναμος, ό,τι θέλει κάμνει, και δεν είνε καμμία δύναμις να τον εμποδίση. Ο άνθρωπος, ως ελεύθερος, ό,τι δεν θέλει, δεν κάμνει, και δεν είνε καμμία δύναμις να τον εμποδίση».
Πολύ τον εσυγκινούσαν τα λόγια αυτά τον καλόγερο, γιατί, αν και αισθανότανε πως η ανάγκη, η μεγάλη αυτή δύναμις, υποχρεώνει τον άνθρωπο να κάμνη καμμιά φορά και ό,τι δεν θέλει, ήξευρε όμως πως ο ενάρετος και δυνατός αποφεύγει τα περισσότερα άτοπα, σαν θέλη με τα σωστά του. Και πολλούς χωριανούς εκατώρθωσε, με το γνωμικό αυτό και με ορμήνιες άλλες να βάλη στον ίσιο δρόμο· ποιον από το κρασί και ποιον από άλλα χειρότερα· και τον αγαπούσαν πολύ τον καλόγερο όσο επεριφρονούσαν τον Συνέσιο, οπού από τα λίγα που έβλεπαν εμαντεύανε πολύ περισσότερα.
Και ο Άνθιμος τον εμάντευεν και τον υπωπτευότανε τον παππά Συνέσιο, ήταν όμως με κρίσι άνθρωπος και χωρίς μεγάλα και ψηλαφητά πειστήρια, δεν ήθελε να ξεσκίση το πράμμα. Ήθελε να μεταχειριστή όλα τα μέσα, να μάθη πρώτα καλά κ' έπειτα να διή τι έχει να κάμη. Είχε και μίαν ελπίδα πως ίσως δεν είνε καθώς τόνε λένε· γιατί να βιαστή· αν τόνε πιάση και τον καταλάβη αδιόρθωτο, τον μουντζώνει και φεύγει. Δεν ήταν άνθρωπος να υποφέρη μούτρα απαίσια. Μήπως δεν έκαμε τα ίδια του Δεσπότη; Μια φορά, οπού η αγιωσύνη του ήρθε στο Μοναστήρι και ήθελε να μάθη αν έχουνε οι αδελφοί παράπονα, ενώ οι λοιποί γέροι, ταπεινοί και ζαρωμένοι, δεν τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι, ο Άνθιμος εστάθηκε μπρος του και με ένα θάρρος έκτακτο και με μια ρητορική και μίαν ευγλωττία οπού την χαρίζει μόνον η αγάπη στην αλήθεια, του εξετύλυξε ό,τι άσκημο ό,τι ρυπωμένο και κηλιδωμένο έμενε κρυφό από εκείνους που έχουνε συμφέρο να το σκεπάζουνε. Εθαύμασε ο Δεσπότης με την τόλμη του καλόγερου· του μίλησε με αγάπη και ευγένεια και του είπε πως γρήγορα θα φέρη σε όλα διόρθωσι. Πέρασαν δυο χρόνια από τη σκηνή αυτή, χωρίς να γείνη το παραμικρό καλό και σαν εξαναγύρισε ο Δεσπότης ο Άνθιμος δεν επήγε να τον δη γιατί δε θα μπορούσε να βασταχτή μπροστά του με απάθεια.
Μαζή με τ' άλλα που είχε ο παππά Συνέσιος, στης εκλογές έκανε τον ψηφοθήρα.
Ένα πρωί ο Άνθιμος, μετά τη λειτουργιά, επήγε στο κελλί του κ' εκάθισε στο μπάγκο του, να μπαλώση κάτι παπούτζια του φίλου και αγαπημένου του, του Σταυράκη του περιβολάρη.
Είχε κάμη ο Σταυράκης στρατιώτης πολλά χρόνια, ύστερα πήγε στο Μοναστήρι κ' έγεινε κηπουρός. Εργατικός πολύ και τιμιώτατος, αγάπησε πολύ τον Άνθιμο και ο Άνθιμος τον αγάπησε· μα ο παππά Συνέσιος δεν τον αγαπούσε και κάθε λίγο τον εβασάνιζε και τον αδκούσε, με χίλια δύο. Τα υπόμενε ο καϋμένος ο Σταυράκης και μόνον ήλεγε πότε πότε τα παράπονά του στον Άνθιμο.
Εκείνο το πρωί ο Σταυράκης επήγε κ' ευρήκε τον καλόγερο. Ο Άνθιμος ήταν σκυμμένος στο μπάγκο του, ενώ κοντά του ο αγαπημένος του γάτος, η μόνη του συντροφιά, συμμαζωμένος, ερουθούνιζε.
— Καλημέρα, πάτερ Άνθιμε.
— Καλό στο Σταυράκη· κάθησε.
— Θα φύω γλήγορα, είπεν ο Σταυράκης, γιατί έχω πότισμα· μόνον ήρθα κάτι να σου πω για το μαστρογούμενο!
— Τι είνε πάλι;
— Μ' έχει να με χαλάση, μπρε παιδί, για τον ψήφο μου.
— Πώς μαθές; αρώτηξεν ο καλόγηρος.
— Και καλά να ψηφίσω το κόμμα του καπτά Κοσμά.
— Και η γνώμη σου εσένα πια είνε;
— Εγώ ψηφίζω τον καπτά Φιλιππή πάντα, γιατί μούχει καλό καμωμένο.
— Να μείνης με τη γνώμη σου Σταυράκη, σου λέω γω.
— Ναι, πάτερ Άνθιμε, μα ο 'γούμενος μούπενε θυμωμένα, πως αν δεν ψηφίσω τον καπτά Κοσμά, θα με βγάλη απ' τον κήπο.
Ο Άνθιμος δεν απεκρίθην ευτύς.
— Και ήρθα είπεν ο Σταυράκης, να σε παρακαλέσω να του μιλήσης.
Και εθύμωσε κ' ελυπήθηκε ο Άνθιμος για την νέα ατιμία και για την απονιά του Συνέσιου.
— Θα του μιλήσω, Σταυράκη, του είπε, μα ό,τι κι' αν αποφασίση, εσύ δεν πρέπει να τον ακούσης· να κάμης ό,τι σου λε η συνείδησί σου. Κ' εγώ να σου πω εβαρέθηκα να τον βλέπω.
— Ο Σταυράκης έφυγε και ο Άνθιμος επήγε και ωμίλησε του Συνέσιου.
— Γιατί, 'γούμενε, βιάζεις τον Σταυράκη να μην ψηφίση εκείνον που θέλει;
— Γιατί είν' ανόητος και πρέπει να ακούη εμένα.
— Έχει τη συνείδησί του και θ ' ακούη ό,τι του λέει.
— Εγώ τονε ταΐζω, δεν τονε ταΐζ' η συνείδησί του, είπεν ο Συνέσιος.
— Όχι, γούμενε, είπεν ο Άνθιμος· τόνε ταΐζει ο κόπος του και τα χέρια του.
Ήταν πολύ αυστηρό το πρόσωπο του καλόγερου· ο Συνέσιος το παρετήρησε.
— Καλά, Άνθιμε, του είπε πιο μαλακά, θα σκεφτώ και θα κάμω.
— Ύστερα δεν είνε δική μας δουλιά να κάνωμε ψήφοι· είπεν ο Άνθιμος κ' έφυγε.
Μετά λίγες μέρες ο Άνθιμος έλαβε και άλλη χτυπιά, την υστερνή.
Μια βραδειά, το Μαριώ η Μυλωνού είχε τηγανίτες για την εορτή του αγοριού της και είχε προσκαλεσμένο το 'γούμενο και τον Άνθιμο. Ο καλόγερος δεν είχε πολλή όρεξι, επήγε όμως για να μην κακοφανή της γυναίκας.
Καλεσμένοι πολλοί, χωριανοί, χωριανές, γέροι, νέοι και παιδιά, έκαμαν ένα γλέντι τρικούβερτο. Τηγανίτες σωρός σε βρενιγάδια μέσα και σε σκουτέλες, εκοκκινοβολούσαν κ' ετραβούσαν την όρεξι τόσο, που σε λιγάκι σχεδόν άδειασαν η σκουτέλες και τα τσανάκια. Το ρετσινάτο και αυτό έτρεχε ρέμμα και η πολλή φλυαρία και τα τραγουδάκια έδειχναν μετά κάμποση ώρα, πως οι χωρικοί, άντρες και γυναίκες ετίμησαν καλά το συμπόσιο της κερά Μαριώς. Ο 'γούμενος έτρωγε κ' έπινε εις την πρώτη γραμμή κ' επαρακινούσε να τρώγη και τον Άνθιμο οπού ήταν άτολμος και δειλός σ' αυτά τα πράγματα. — Τρώγε, παλαβέ, του έλεγε κάθε λίγο και τον έκανε να κοκκινίζη με το ύφος του, οπού κάθε στιγμή εγινότανε πιο αδιάντροπο. Είχε κορώση πιο το ζεύκι, όταν άξαφνα ο παππά Συνέσιος σηκώνεται, αρπάζει από το χέρι τον Άνθιμο, τον τραβά κατόπι του και παγαίνει και καθίζει δίπλα σε μια χωριανή, νέα χήρα, δροσερή και αφράτη· τον καλόγερο τον κάθισε δίπλα του· αυτός ήταν στενοχωρεμένος, μα δεν ήθελε να το δείξη. Ο 'γούμενος άρχησε την ομιλία με τη χήρα και στον ίδιο καιρό εκερνούσε και αυτήν και τον Άνθιμο, χωρίς να λησμονά τον εαυτό του. Οι χωριανοί ετρωγόπιναν ανάμεσό τους κ' ετραγουδούσαν χωρίς να δίνουν προσοχή στο 'γούμενο με την παρέα του. Ο παππά Συνέσιος όσο περνούσε η ώρα εγινότανε πιο εύθυμος και μια φορά οπού ο Άνθιμος δεν τον άκουσε και δεν ήθελε να πιή, ο 'γούμενος του λέγει — Πιε παλαβέ, πιε, ανόητο πράμμα· και στον ίδιο καιρό του δίνει μία τσιμπιά από πίσω οπού ο καλόγερος ετινάχτηκε από τον πόνο και πριν καλοέλθη στον εαυτό του, άλλη τσιμπιά ο γούμενος της χήρας, η οποία επετάχθη με γέλοια ενώ επροσπαθούσε να μην τους καταλάβη κανείς. Ο Καλόγερος τα έχασε — «Μεθυσμένος είνε,» εμουρμούρισε. Κ' εγυρευε ευκαιρία να τραβηχτή σιγά σιγά, χωρίς να τονε καταλάβουνε. Σε λιγάκι ο 'γουμενος άρχησε κουβέντα τρυφερή με την γειτόνισσά του και αρκετά δυνατά για ν' ακούση ο Άνθιμος· είχε πολύ ζεσταθή φαίνεται, είχε πάρη πολύ θάρρος και δεν τον έμελε. Αυτή τη φορά ο καλόγερος αγρίεψε. Είδε με τα μάτια του, ήκουσε με τ' αυτιά του, εψηλάφησε, σαν το Θωμά «έβαλε τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων». Τίποτε άλλο δεν του εχρειαζότανε για να σχηματίση γνώμη· ο ψευτόπαππας του εφανερώθηκε τώρα γυμνός, με όλες της ασχημίες του. Στο μεθύσι του μέσα, του έδειξε τώρα ολοφάνερα, χωρίς στενοχώρια, όλες της ψυχής τούτης αηδέστατες κηλίδες . . Κάτω η προσωπίδα τώρα· ολοφάνερος, ολόγυμνος ο παππά Συνέσιος.
Και ο καλόγερος, ο απλός, ο άδολος, ο απονήρεφτος εθύμωσε τώρα· εθύμωσε στα γερά, εκοκκίνησε, ο αθώος αυτός, για του χαμένου ανθρώπου, για του ανίερου παππά τη διαγωγή! Ετραβήχτηκε σιγά σιγά από την συντροφιά και μέσα στης νύχτας το σκοτάδι έγεινε άφαντος.
Το πρωί ο καλόγερος δεν ήτανε στο Μοναστήρι· επήρε το φτωχικό του δέμα κ' έφυγε· έφυγε γρήγορα, γρήγορα, να μην τον ιδούν, σαν να τον έδιωχταν! Δεν ήθελε ν' αντικρύση πλιο το μασκαρένιο πρόσωπο του υποκριτή. Έλειψε κάμποσο καιρό κ' εφανερώθηκε μόνο, όταν έδιωξαν τον παππά Συνέσιο, για να ξαναφύγη, σαν εγύρισε πάλι ο ψευτόπαππας, σταλμένος από τον Δεσπότη. Το παιχνίδι αυτό έγεινε δυο τρεις φορές· ήρχετο ο ένας, έφευγε ο άλλος. Έκαμε κάθε τρόπο ο 'γούμενος να τον ξαναφέρη στα νερά του, είχε όμως να κάμη με χαραχτήρα διαμαντένιο, αλύγιστο και η πονηριές του σαν νερό, έσπαναν κ' εσκορπιόνταν ανίσχυρες απάνω στον ακλόνητο βράχο της αρετής του καλόγερου.
Και τώρα ο καλόγερος δε βρίσκεται στο Μοναστήρι και όλοι θυμούνται τον χαραχτήρα και τα λόγια του, χωρίς κανένας να έχη το θάρρος να τονε μιμηθή. Όλοι θυμούνται την αρετή του καλόγερου, που δεν υπόφερε τη παραμικρή διπροσωπία.
Τώρα ετοιμάζεται νέο δράμα από τον παππά Συνέσιο! θέλει να χαλάση καμωμένο αρρεβώνα και να παντρέψη την κουμπάρα του. Εβάλθηκε με τα όλα του και βοηθοί του είνε ο παππά Κρητικός και ο Γιάννης ο Σερέτης, δυο άξια υποκείμενα.
Και ο πατέρας όμως της αρρεβωνιασμένης κοπέλλας είνε άνθρωπος με χαραχτήρα, με δύναμι, με θέλησι· έχει φίλο και τον Δήμαρχο και είνε άγνωστο τι θαγενή.
Δύο μεγαλόσωμα, μελιτόχρωμα, ωμορφοκαμωμένα βώδια, ήταν ζεμμένα στο αλέτρι του γέρω Μήτρου. Βροχούλα ψιλή είχε πέση τη νύχτα και ο γέρος αποφάσισε να οργώση. Μικρόσωμος, κυρτωμένος λίγο, μα στιβαρός σα στομωμένο σίδερο, με ανοιχτά τα δασύτριχα, πλατειά του στήθια, ακουμπούσε στο αλέτρι απάνω το ζερβό του το χέρι για να διευθύνη το υννί και με το δεξί κρατώντας τη βουκέντρα, εκεντούσε τα ζα τα πολυδύναμα, οπού υπομονετικά και υπάκοα, ετέντωναν τον σκληρόσαρκο, πλατύτατο λαιμό τους κ' επροχωρούσαν με το βαρύ τους πάτημα. Το σίδερο έσκιζε με κόπο το λεπτόγαιο χωράφι, που αντιστέκετο όσο μπορούσε, λες και δεν ήθελε ν' ανοίξη τα σπλάγχνα του στο κρύο, το σκληρό, το άπονο σίδερο. Και ο γέρω Μήτρος ολοένα εκεντούσε, ομιλώντας πότε πότε με τα χτηνά του στη γλώσσα που τα συνείθισεν ν' ακούνε και το αυλάκι σιγά σιγά εμάκραινε και ο ήλιος ανέβαινε κ' εφλογοβολούσε κ' έψηνε το χώμα, ενώ μικροπούλια του κάμπου ποικιλόχρωμα, χαριτωμένα, καθισμένα στους θάμνους και στα χαμόκλαδα ή και στο νωποανασκαμένο χώμα, πίσω από το αλέτρι, εύθυμα, άφοβα, ωρμούσαν πότε πότε, σαν σαΐτες, ψηλά σ' ένα διάστημα, αφίνοντας και καμμιά χαροπή φωνούλα, άρπαζαν σ' τον αέρα κανένα έντομο και κατέβαιναν πάλι στα χαμόκλαδά τους, ή και εκυνηγούσε το ένα τ' άλλο, χωρίς καθόλου να φοβούνται τα βώδια και το γέρω Μήτρο, συντρόφους τους συνειθισμένους.
Μια στιγμή εστάθηκε ο γέρω Μήτρος ν' ανασάνη, όπου βλέπει κάποιον να έρχεται. Ήταν ο Κεριάκος ο αραβωνιαστικός της κόρης του Κοντοπάνη και μικρανεψιός του γέρου Μήτρου.
— Ώρα καλή, μπάρμπα, είπεν ο Κεριάκος, σαν ήρθε κοντά στο γέρο.
— Καλό στον Κεριάκο!
— Καλώς τα κάνετε!
— Νάσαι καλά!
— Δεν είνε πρώιμα για ζευγάρι, μπάρμπα;
— Εζήλεψα την ψυχάλα την ψεσινή κ' εστοχάστηκα σήμερα να βάλω χέρι, γιατί ετούτος ο πάσπαρος έχει να με χαλάση, βρε παιδί· μοναχή πέτρα το αθεόφοβο!
— Και ο Γιάννης που είνε; (ο Γιάννης ήτανε γυιός του γέρου Μήτρου).
— Επήε με αγώι στη χώρα. Και κάτι ως εδώ;
— Δεν ειξέρω κ' εγώ ήντα κάνω, μπάρμπα. Είμαι ζαλισμένος κ' επήρα δρόμο.
— Πώς μαθές;
— Για τη δουλειά που ξέρεις. Ο 'γούμενος δε μ' αφίν' ήσυχο· ο
Κοντοπάνης πάλι τα δικά του και μην αρωτάς.
— Εσύ φταις, Κεριάκο· κανένας άλλος,
— Μα σα δε σ' αφίνουνε ήσυχο.
— Ο φρόνιμος άθρωπος κάνει μιαν απόφασι, την καλλίτερη και ησυχάζει· σου τόπα κι' άλλη φορά! Ήδωκες το λόγο σου; βάσταξέ τονε· ευτά ξέρω γω.
Και εσήκωσε τη βουκέντρα και έβαλε το ζερβό του χέρι στο αλέτρι απάνω.
— Καλό βράδυ, μπάρμπα, είπεν ο Κεριάκος και αργοπατώντας,
απομακρύνθηκε.
— Ανεμόμυλε! του ετίναξεν από πίσω ο γέρος και εξακολούθησε τ'
όργωμα.
Σε μεγάλη συλλογή και σε φοβερή στενοχώρια βρίσκεται ο νέος Κεριάκος, ο γαμπρός, οπού τον θέλουνε, ο παππά Συνέσιος για την κουμπάρα του και ο χωριανός Κοντοπάνης· είναι βαρύς γαμπρός και καλός δουλευτής, τα καλά όμως αυτά του βγαίνουν από τη μύτη, γιατί δεν τον αφίνουν ήσυχο. Για να πούμε την αλήθεια, όλα τα φταίει ο χαραχτήρας του ο αδύνατος, ο νερουλιασμένος που τονε κάνει να παραδέρνη εδώ κ' εκεί, πότε δεξιά, πότε ζερβά, σαν ατιμόνευτο καράβι, σαν ανεμόμυλος, που είπεν ο γέρω-Μήτρος χωρίς να ξέρη τι πρέπει να κάμη. Σήμερα τούτο, αύριο εκείνο, σε όλες του της δουλειές ήτανε τέτοιος, αναποφάσιστος και τα καλά που είχε επήγαιναν σχεδόν χαμένα, γιατί τα εσκέπαζε το μεγάλο αυτό ελάττωμα.
Και εις την τωρινή περίστασι, την πιο δύσκολη απ' όλες, τα έχει χαμένα. Ο Κοντοπάνης, ύστερ' από πολύ κόπο, έφτασε και τον αρρεβώνιασε με την κόρη του· από το άλλο όμως μέρος του ερρίχτηκε ο παππά Συνέσιος για την κουμπαρούλα του, την κόρη του Μαρούπα· του εμπήκε με τα όλα του και τον έχει στα δυο στενά να τονε παντρέψη. Θέλει αυτή τη δουλιά να τηνε κερδήση χωρίς άλλο και για τη φιλοτιμία του — καθώς λέει — και για να μπη στη μύτη του εχθρού του τού Κοντοπάνη, οπού τον εκατάτρεξε περισσότερο από κάθε άλλονε. Με όλη του όμως την τέχνη, βλέπει τον γαμπρό να παραδέρνη σαν το νερό, στα ενάντια ρεύματα, και αποφασίζει να βάλη εις ενέργεια τα μεγάλα μέσα, ό,τι τέχνασμα και κατεργαριά του έλθη στο νου. Από το άλλο μέρος ο γέρω Κοντοπάνης τα μυρίσθη και αγρίεψε. Την κόρη του την έχει αρρεβωνιασμένη και πήρε τα μέτρα του για να μη ρεζιλευτή. Εγνώριζε πως ο παππά Συνέσιος ωμιλούσε συχνά με τον παππά Κρητικό, έναν κατεργαρόπαππα της χώρας, που έχωνε τη μύτη του, σαν την όρνιθα, εις πολλώ λογιώνε σκύβαλα και που εδιάβαζε τη Σολωμονική στης ανόητες γυναίκες και ήταν πολύ ανήσυχος, τόσο περισσότερο, οπού ο γαμπρός ο ευκολολύγιστος, όλο ανάβαλλε την ημέρα του γάμου. Η αρρεβωνιστική του η Αννέζα είχε και αυτή μεγάλο πείσμα και πολλές φορές τον εξέβρισε, χωρατά κι' αλήθεια, ονομάζοντάς τονε άστατο ανεμόμυλο, ενώ εκείνος εγελούσε, λέγοντάς της να μένη ήσυχη.
Ως τόσο εγίνηκε γνωστό πως εις του γέρω Μαρούπα το χωριό, θα είνε χοιροσφάγια, το βράδυ της Κεριακής που ερχότανε. Τα χοιροσφάγια είνε μεγάλο πανηγύρι στους χωριανούς· εκεί συνάζουνται γείτονοι και φίλοι και γίνεται ατελείωτο φαγοπότι. Αυτή τη φορά ο Κοντοπάνης είχε αφορμή μεγάλη να είνε ανήσυχος· εφοβότανε πως τα χοιροσφάγι' αυτά γίνουντ' επίτηδες για να σκεπαστούν εκείνα που ο γέρω Μαρούπας δε θέλει να φανούνε και για να μιλήσωμε πιο καθαρά, υποψιάστηκε πως τη βραδειά εκείνη μπορεί να έχανε το γαμπρό.
Και ετοιμάστηκε για τη μεγάλη μάχη. Επήρε τα μέτρα του όλα, για να ματαιώση, με κάθε τρόπο, την κακή, την άνομη πράξι που υποπτευότανε.
Και για να βεβαιωθή καλλίτερα πως η υποψίες του είνε βάσιμες, επαραμόνεψε στο δρόμο οπού φέρνει στο σπίτι του Μαρούπα, και σαν άρχισε να σκοτεινιάζη, είδε, σ' ένα μουλάρι απάνω, τον παππά Κρητικό, μ' ένα παιδί στα καπούλια, να τραβά κατά το χωριό.
Συγχισμένος και με απόφαση όμως, ήτρεξε στο σπίτι του που τον περίμεναν οι φίλοι του. Το γαμπρό τον είχε χαμένο κάμποσες ημέρες τώρα και ήταν πολύ θυμωμένος.
Ωστόσο έξω από το σπίτι του γέρω Μαρούπα ήτανε πανηγύρι. Καμμιά εικοσαριά χωριανοί, άντρες και γυναίκες, εωρτάζανε τα περίφημα χοιροσφάγια, οπού τα περιμένουνε με πολλή ανυπομονησία οι φαγάδες. Το αληθινό αυτό της κοιλιάς πανηγύρι, το θρίαμβο αυτό των θεοκοίληδων το έχουνε οι χωριανοί όλο το φθινόπωρο, πότε στο ένα σπίτι, πότε στο άλλο έως το τέλος. Κακοστομαχιά δε ξέρουν τι θα πη οι σιδερένοι άνθρωποι αυτοί και στο τέλος του γλεντιού, σαν να είνε στην αρχή του.
Ο γέρω Μαρούπας εφρόντισε· να γλεντίσουν καλά οι φίλοι του. Αυτοί κάθονται άλλοι κατάχαμα, άλλοι σε πέτρες ή σε χοντρόσκαμνα, συντροφιές συντροφιές, τριγύρω σε χαμηλούς ταβλάδες έτοιμοι να τιμήσουνε το πλουσιοπάροχο δείπνο. Στα πρόχειρα τραπέζια πάνω ήβλεπες μαχαιροπήρουνα γερά και σπασμένα, μικρά και μεγάλα, και φλιτζάνια καθένα με το χρώμα του και πιάτα βαθειά και απλωτά, καλά και πρόστυχα και μερικά μισοσπασμένα, όλ' ανάκατα βαλμένα εδώ κ' εκεί με αμέλεια, χωρίς καμμιά τάξι, γιατί εκείνο που δουλεύει στους χωριανούς, είνε η παλάμη και τα δάχτυλα. Το χοίρο, ζώο σιτευτό και μεγάλο, μετά το σταύρωμα, το σφάξιμο δηλαδή, τον καψάλιασαν, τον έπλυναν, τον έξυσαν και τον κρέμασαν σ' ένα πρόχειρο ξύλινο τρίποδο με το κεφάλι κάτω. Τον είχαν κάμη άσπρο σαν αυγό και μόνο η μύτη του εμαύριζε, μ' ένα κορδόνι στην άκρη από αίμα πηχτό, σαν σκωλαρήκι, το υστερνό του αίμα.
Ύστερα 'δούλεψε το μαχαίρι μέσα κι' όξω και τα κομμάτια τάδωκαν στης γυναίκες. Αυτές ανάψανε φωτιά με κληματόβεργες και φρύγανα, έστησαν τρία τέσσερα τηγάνια κι' άρχησαν να τηγανίζουν τα σύσερα, τα ορεχτικά του χοίρου, κομματάκια από τα εντόσθια, παραγεμισμένα με λίπος και σηκότια και μικρά κομμάτια λαρδί· το μαχαίρι έκοφτε, η φωτιά εδούλευε και τα πεινασμένα και ανυπόμονα στομάχια ήταν έτοιμα. Και πολύ σωστά· το ερεθιστικό τσιτσίρισμα των τηγανιών από το ένα μέρος και από το άλλο η μυρωδιά που εχυνότανε γύρω, δυνατή και γαργαλιστική καθώς και τα πολλά μπουκάλια του ρετσινάτου, έδιναν μεγάλη ευθυμία στους χωριανούς, οπού καθισμένοι, από τρεις τέσσερες, δεν έβλέπανε την ώρα να ριχτούνε στο θησαυρό αυτό και να του δώσουν να καταλάβη.
Όλ' αυτά επαρουσίαζαν μίαν εικόνα αρκετά φανταστική. Η χλωμή λάμψι που ανάδιναν τα κληματοφρύγανα, με το λυπητερό τους, σαν παράπονο, τριζοκόπημα στη φλογισμένη αγκαλιά του φοβερού στοιχείου, ήταν σε μιαν άκρη αντίθεσι, με τον βαθυγάλαζο, τον ατελείωτο ουράνιο θόλο με τ' αμέτρητα, τα διαμαντένια του άστρα, που με το εξαίσιο, τρεμουλιαστό λαμποκόπημά τους, έχυναν την άσβεστη φεγγοβολή τους στο χωρικό δείπνο. Ελαμπύριζαν οι αιώνιοι φανοί, σαν να περιγελούσαν την άρρωστη, τη θαμπερή ανθρώπινη φωτίτσα, οπού, για μια στιγμή, έρριχνε με ορμή τη φλόγα της πολύγλωσση, για να γενή, σε λίγη ώρα, στάχτη και καπνός.
Ο νοικοκύρης, ασπρομάλης μα γερός ακόμα, με τη γιορτερή του φορεσιά, σαλβάρια, μάλλινη καινούρια ζώνη, άσπρες κάλτζες, παπούτζια πρωτόβαλτα και κόκκινο σκούφο, επαράστεκε στο δείπνο για να ευχαριστήση τον κόσμο του. Εφαινότανε γελαστός και χαρούμενος, αν όμως κανένας επρόσεχε θα εδιάκρινε κάποια ανησυχία στα κινήματα και περισσότερο στα μάτια του τα κατάμαυρα που, κάτω από τα πυκνά του φρύδια, εβυθιζόντανε, πότε πότε, στη σκοτεινιά μέσα, σαν να τηνε διαπεράσουν.
Οι χωρικοί επέσανε στα φαγιά με λύσσα, χωρίς όμως ν' αφήκουν και την κουβέντα. Μερικοί μιλούσαν για της δουλιές τους μεγαλόφωνα, άλλοι σιγά ελέγανε τι ετοιμαζότανε στο σπίτι μέσα.
Και αληθινά κάτι τι πολύ τολμηρό ετοιμαζότανε στο σπίτι. Αυτό, ανοιχτό στην αρχή, έπειτα εκλείσθηκε και σαν να μην έδινε σημείο πως ήταν μέσα του ζωή. Κλειστά τα πορτοπαράθυρα, και μόνο από της χαραμάδες εφαινότανε φως. Ο γέρω Μαρούπας, ζωηρός επήγαινε από την μίαν άκρη της συντροφιάς στην άλλη κ' έκανε ταραχή για δέκα· εμιλούσ' εγελούσ' εφώναζε, θαρρείς το έκαν' επίτηδες· και η συντροφιά όμως δεν επήγαινε παρακάτω και ήταν ένα πανδαιμόνιο από φωνές, γέλοια, τραγούδια και σφυριματιές. Έκανε ταραχή ο γέρω νοικοκύρης, μα είχε και το νου του· πότε πότε έστηνε το γυμνασμένο αυτί του ν' ακούση κανένα μακρυνό κρότο ή εβύθιζε το βλέμμα του στο σκότος μέσα για να διακρίνη. Και για κάμποση ώρα ήταν ήσυχος. Ησυχία μεγάλη εκρατούσε στον κάμπο, όσο μπορούσε ν' ακούση τ' αυτί. Οι χωριανοί όλοι είχαν το νου τους στο φαγοπότι και στο ζεύκι τους και θαρρείς δεν τους έμελε για τίποτ' άλλο· σαν να μην ήξεραν τι ετοιμαζότανε στο σπίτι. Ένας μονάχα, παλληκάρι είκοσι χρονώ δεν ήθελε να ησυχάση και όσο έπινε τόσο περισσότερο αγρίευε. Είχε μυριστή τα πράγματα κ' έδειχνε μεγαλόφωνα τη δυσαρέσκεια του και το θυμό του. Οι σύντροφοι του με κολακίες και γλυκόλογα ζητούσανε να τον κρατούν ήσυχο.
— Τα σκοτεινά πράμματα δε μ' αρέσουν εμένα· αν είνε γάμος θέλω κ'
εγώ να ξέρω· εφώναζε δυνατά.
Και εζήτηξε να σηκωθή, μα δυο σύντροφοι, ο ένας δεξιά κι' ο άλλος ζερβά, τον βαστάξανε.
— Μην κάνης σαν παιδί, καϋμένε Στέφανε· ήντα σε κόφτει; ας κάμουν
ό,τι θένε μέσα· βάλε να πιούμε.
Και του εγέμισε το ποτήρι του.
— Όχι, εφώναξε με μανία ο Στέφανος. Τα σκοτεινά δε μ' αρέσουνε· το σπίτι πρέπει ν' ανοίξη.
Και με όλη του τη δύναμι πέφτει απάνω στον ένα σύντροφο, τον ρίχτει κάτω, αναποδογυρίζει το σοφρά με τα φαγιά και τα κρασιά και κινά, τρικλίζοντας, κατά το μέρος που ήταν οι γυναίκες. Ο γέρω Μαρούπας τρέχει τότε και τον αρπάζει από τη μέση και με πολλά παρακάλια και μάτια μου και φως μου, τον ησυχάζει λίγο.
— Καλά, γέρω Μαρούπα, για το χατήρι σου, μα σα γίνεται γάμος, θέλω ν' ακούσω τραούδι.
Ο Μαρούπας είπε στης γυναίκες να τραγουδήσουνε, εκάθισε κοντά τους τον ανήσυχο Στέφανο και σε λίγο, στη σιωπή της νυχτιάς αντήχησε ένα οξύ και μακρότατο μονόφωνο.
«Ένα τραούδι θενά πω απάνω στο λεμόνι.
«Να ζήσ' η νύφη κι' ο γαμπρός κ' η συντροφιά μας όλη.
«Ένα τραούδι θενά πω απάνω στο κεράσι.
«Να ζήσ' η νύφη κι' ο γαμπρός και να καλογεράση.
Ο Στέφανος, μεθυσμένος, ξαπλώθηκε κατά γης και απολάμβανε.
Άξαφνα ο γέρω Μαρούπας ανησύχυσε· του εφάνηκε ν' άκουσε κάτι σαν πάτημα· έτρεξε στην άκρη του χωραφιού. Έστησε τ' αυτί του κ' εδιάκρινε τώρα ποδοβολητά να πλησιάζανε ολοένα· και σαν να ήταν κάμποσα. Ανησύχησε φοβερά έτρεξε στο σπίτι, εβρόντησε κ' ευθύς η πόρτα ανοίχτηκε, εμπήκε μέσα και την εκλείδωσε.
Ας δούμε ως τόσο τι εγινότανε μέσα.
Το σπίτι ήταν χωρισμένο σε δύο μεγάλες κάμαρες, με νωποασβεστωμένο το χωματένιο τους πάτωμα. Εις την κάμαρα του βάθους, σε καθήκλες παλαιές, ψηλές, από μαύρο σκαλιστό ξύλο, αγορασμένες από κανένα ξεπεσμένο αρχοντόσπιτο, κάθουνται η κόρη του Μαρούπα με τα νυφικά της, πράσινο μεταξωτό φαυστάνι, βραχιόλια παλαιά μαλαματένια, σκουλαρίκια κουκουναριές από μαργαριτάρι και στα χέρια δύο τρία δαχτυλίδια μονόπετρα· η μάννα της, γρηά μικροκάμωτη και στεγνή, με μάλλινο καινούριο φουστάνι, με μαντήλι κλαδωτό στο λαιμό και όμοιο μαύρο μεταξωτό στο κεφάλι. Ο Γιάννης ο Σερέτης φρεσκοξυρισμένος, χτενισμένος, με τη φορεσιά του την καινούρια, που την έβανε μόνο στης επίσημες ημέρες, με μαύρο μεταξωτό μαντήλι στο λαιμό, ναυτικά δεμένο και με το καλό του φέσι με το ανοιχτόχρωμο, μπιμπιλωμένο μαντήλι περίγυρα και η γνωστή μας χήρα, η παχουλή και αφράτη, η συδέκνισσα του παππά Συνέσιου με την πιο καλή της φορεσιά.
Στην νοτεινή γωνιά της κάμαρας είνε το νυφικό, απλό ξύλινο κρεββάτι, νωποστρωμένο, κάτασπρο, καθαρώτατο, με πολύχρωμο μεταξωτό γαλάζιο πάπλωμα, δύο μεγάλα μαξιλάρια χιονάτα με πλατιές δαντέλες στης άκρες, και με κουρτίνες και τουρναλέτο, απλά όλα μα κάτασπρα. Το έστρωσε, λίγο προτήτερα, ο Σερέτης και τώρα κάθεται αντίκρυ του και το καμαρώνει.
Εις τη μέση της κάμαρας, απάνω σε τραπέζι, στρωμένο με άσπρο τραπεζομάντηλο, είνε τα στέφανα, καμωμέν' από κληματόβεργες και τυλιγμένα με ασπρογάλαζες κορδέλες, δύο λαμπάδες και το ευαγγέλιο.
Τα πρόσωπ' αυτά μιλούσαν ανάμεσό τους, μα με φωνή χαμηλή, ίσως για να μη συγχίζουν' εκείνους που είνε στην πρώτη κάμαρα.
Εδώ κάθουνται ο παππά Συνέσιος, ο παππά Κρητικός και ο Κεριάκος, ο υποψήφιος γαμπρός. Κάθουνται σ' ένα τραπέζι γύρω, φορτωμένο από φαγιά και πιοτά. Η ομιλία τους είνε πολύ σοβαρή.
— Εκείνα που σου λέου, Κεριάκο, είνε τα καλά και τ' άγια· στην υγειά σου.
— Για να ης, γούμενε,
— Το λόγο σου τον έχω τόσον καιρό τώρα και δεν ακούω πλιο πρόφασες.
— Ναι, μα το λόγο μου τον ήδωκα πρώτα του Κοντοπάνη.
— Δε βαριέσαι, είπεν ο 'γούμενος και στον ίδιο καιρό εγέμισε το ποτήρι του γαμπρού, οπού το εκατεβάσε με μιας. — Εγώ σε λυώ από το λόγο σου· πας και τους ήφαες τίποτα;
— Δε σου λέου, είπεν ο Κεριάκος με τραυλή φωνή από το ποτό, μα . . .
— Δεν έχει μα και ξεμά· όλα είν' έτοιμα, θα πάμε μέσα να ξεμπερδεύωμε, να ησυχάσης και συ. Το Φλουρώ έχει καλλίτερα πράματ' από την Ανέζα κ' εγώ πάλι ό,τι καλό μπορώ θα σου κάμω.
Και τον εκέρασε πάλι· στο κέρασμα έλαβε μέρος και ο παππά Κρητικός, ο οποίος και είπε πολλά του Κεμιάκου, κερνώντας τον λίγο λίγο. Αυτός ο καϋμένος είχε δεν είχ' εμέθυσε και μια στιγμή ήδωκε το λόγο του.
— Δε θέλω να ξέρω τίποτε πλια· εξεμπέρδεψε· το Φλουρώ θα πάρω και δε δουλειώ κανεί. . .
Σαν ήκουσαν αυτό ο 'γούμενος και ο παππά Κρητικός, επήραν και οι δυο τον Κεριάκο από της μασχάλαις και τον πήγαν στην άλλη κάμαρα. Ο 'γούμενος ήγνεψε του Σερέτη κι' αυτός εσηκώθη, επήρε τον γαμπρό, που ετρίκλιζε, και τον έβαλε στη μέση. Η νύφη έτοιμη εστάθηκε δίπλα του· ο Κεριάκος σαν την είδε, της έπιασε το χέρι και της είπε με φωνή μεθυσμένου και μ' ένα κουτοχαμόγελο.
— Όποιος θέλει τώρα, ας έρθη να σε παρ' απ' το χέρι μου.
Ως τόσ' ο παππά Κρητικός εντύθηκε γρήγορα γρήγορα, έκαμε νόημα του Σερέτη να βαστά τον γαμπρό από πίσω, επλησίασε το τραπέζι που ήταν το βαγγέλιο, άναψε της λαμπάδες κ' έδωκε μια του παππά Συνέσιου και μια του Σερέτη και άρχησε το διάβασμα. Η νοικοκυρά εστεκότανε δίπλα στην κόρη της κ' εσταυροκοπιότανε αδιάκοπα.
Μόλις όμως ο παππάς εδιάβασε της πρώταις ευχές, οπού εχτύπησαν δυνατά την πόρτα. Η γρηά έτρεξε, άνοιξε κ' εμπήκε μέσα ο άνδρας της, οπού αφού εκλείδωσε, τους είπε να κάμουν γρήγορα, γιατί εφοβότανε πως κάποιος ερχότανε, όχι με καλό σκοπό. Τον είχε κυριευμέν' ο φόβος. . .
Όξω εξακολουθούσε το ζεύκι και μέσα ο παππάς επροχωρούσε στο διάβασμα. Είχε κοντοτελειώσει της ευχές του αρραβώνα όταν ακούσθηκε χτύπημα στην πόρτα σαν βροντή και κατόπι άλλο και άλλο και μια φωνή «εν ονόματι του νόμου.»
Με φόβο και τρόμο εκύτταξε ο ένας τον άλλονε, όταν ο παππάς Συνέσιος επλησίασε την πόρτα και την άνοιξε.
Ευθύς εμπήκαν με ορμή πρώτος ο δήμαρχος της χώρας, ο ειρηνοδίκης δεύτερος, ύστερα ο γέρω Κοντοπάνης και δύο άλλοι χωραΐτες, εμπήκαν ίσια στην κάμαρα μέσα.
Η ανέλπιστη και ορμητική εισβολή αυτή έκαμαν τους ανθρώπους του σπιτιού να τα χάσουν· ο ένοχος είνε φοβισμένος πάντα. Η νύφη εζάρωσε στη γωνιά, ο γαμπρός, σαν είδε τον Κοντοπάνη, έπεσε απάνω σε μια καρέγκλα κ' έρριξε το κεφάλι κάτω. Ο παππά Συνέσιος επροχώρησε για να μιλήση, μα τον αποπήρε ο δήμαρχος με δυνατή φωνή.
— Τι τέχνες είν' αυτές που κάνετε;
— Δεν είνε τέχνες, είπεν ο γούμενος· είνε γάμος!
— Θα το ιδούμε τώρα.
Ο παππά Κρητικός εζήτηξε να γλυστρήση να φύγη, μα του έφραξε το δρόμο ο ειρηνοδίκης — Στάσου, παππά, να μάθωμε την αλήθεια, είπε.
Τότ' επροχώρησε ο γέρω Μουρούπας.
— Κύριε δήμαρχε, είπε, δεν καταλαβαίνω τι θέτε να κάμετε; πώς μαθές, ληστάδες είμεστα, ή φονιάδες; Δεν έχω μαθές δικαίωμα να παντρέψω τη θυατέρα μου; Στα τίμια πράματα δεν έχω κανεί ανάγκη!
Και τα λεγε αυτά θυμωμένος, με πολλή αγανάχτησι.
— Ίσια ίσια γέρω Μαρούπα, που δεν είνε τα πράματα τίμια! Είπεν ο δήμαρχος· ο Κεριάκος είν' αρρεβωνιασμένος καιρό τώρα, με την κόρη του Κοντοπάνη κ' εσείς τον επήρατε, τον εμεθύσετε για να τονε παντρέψετε με το ζόρι!
— Ψώματα! εφώναξε ο Μαρούπας.
— Πιο ήσυχα, γέρω, είπε τότε ο ειρηνοδίκης· η αλήθεια θα φανή ευθύς και καθένας θα βρη το δίκηο του.
Και επλησίασε τον γαμπρό.
— Σήκω απάνω, Κεριάκο! του είπε, ο γαμπρός εσηκώθη με δυσκολία· ήταν ελεεινός από το μεθύσι· πριν όμως προφτάση να τον ρωτήξη η αρχή, τον επλησίασεν ο Κοντοπάνης.
— Μπρε Κεριάκο, του λέει δυνατά και θυμωμένα. Εσεδά κάνουνε οι τίμιοι άνθρωποι; Αρρεβωνιαζόνται και ύστερα πέρνουνε άλλες;
— Μα το θεό, ετραύλισεν ο Κεριάκος· δεν ηξέρω τίβοτα. Μ' εμεθύσανε . . . τάχασα . . . ξέρω γω ίντα κάνουνε; Να ο 'γούμενος, μα το θεό εγώ δεν ειξέρω, δε φταίω, εγώ δεν ήθελα . . . εγώ . . .
Και κάμνοντας για να φύγη, ξαπλώνεται μακρός πλατύς στο πάτωμα.
Ο Δήμαρχος εστράφηκε τότε στο 'γούμενο και του έκαμε παρατήρησες και παράπονα. Αυτός τα ήκουσε με μεγάλη απάθεια, είπε πως δε φταίει καθόλου κ' επρόσθεσε δείχνοντας τον γαμπρό που τον είχανε σηκώση. — Όποιος ανακατεύεται με τα πίτερα, τον τρώνε η όρνιθες. Ο Μαρούπας εφώναζε κι' αυτός πως δεν είνε πράματ' αυτά να μπένουνε με το ζόρι στα σπίτια και να μποδίζουνε τσοι γάμοι. Τότε η Αρχή εθύμωσε κ' εμάλωσε δυνατά το γέρο Μαρούπα πως εζήτηξε με το ζόρι να στεφανώση τον Κεριάκο, καθώς και ο ίδιος τ' ωμολόγησε, έκαμαν ένα πραχτικό που το υπόγραψαν και μάρτυρες κ' έφυγαν μαζή με τον παππά Κρητικό οπού σ' όλο το δρόμο εδιαμαρτυρότανε πως δε φταίει καθόλου.
Μόν' ο Γιάννης ο Σερέτης στην αρχή της ταραχής εγίνηκε άφαντος, καθώς εγίνηκαν άφαντοι και όλοι οι χωριανοί απ' όξω, από φόβο μη βρουν τον μπελάτους.
Έκαμε πολύ κρότο το ασυνείθιστο σκάνδαλο και όλα τα ριξαν απάνω στον παππά Συνέσιο, γιατί ο Κεριάκος την άλλη μέρα, ξεμέθυστος, τα εφανέρωσαν όλα στο σπίτι του Κοντοπάνη, που δεν τον άφηκε πλιο να εύγη από μέσα.
Με την αφορμή αυτής της ιστορίας, καθώς και της άλλης του λαθρεμπορίου, που την εφανέρωσεν ο στρατιώτης, που είδε τα φορτωμένα μουλάρια, οι εχθροί του παππά Συνέσιου τον εκατάγγειλαν, αυτός όμως, χωρίς να περιμένη, εσηκώθη μια νύχτα, επήρε τα ρούχα του πλυμένα κι' άπλυτα και μαζή με τη μάννα του, έφυγε και από τη Μονή και από τον τόπο.
Τρεις μήνες αργώτερα, μια πρωινή, στον αυλόγυρο της Μονής, επαρουσιάσθη με το φτωχικό του κομπόδεμα, ο Άνθιμος, ο καλόγερος.
— Καλό στο χελιδόνι που μας ήφερε πάλι την άνοιξη· τον εχαιρέτισε ο
παππά Κύριλλος.
— Αμήν! είπεν ο Άνθιμος.
Ο δε παππά Φίλιππος, οπού εγνώριζε καλά τα πρόσωπα και τα πράματα και πως γίνονται μεγάλες ενέργειες για να γυρίση πίσω ο παππά Συνέσιος, παρών στην ομιλί' αυτή, εκίνησε μελαγχολικά το κεφάλι του.
ΕΙΧΕΝ ήδη αποναρκωθή από μέθην, όχι από την βραχείαν μέθην την εκ του οίνου, αλλ' από την άλλην την διαρκή, την πολύ φοβερωτέραν, από την μέθην την εκνευρίζουσαν, την παραλύουσαν, την εξουδενούσαν. Είχε φθάση εις το σημείον εκείνο, καθ' ό ο εσωτερικός του άνθρωπου κόσμος αρχίζει ν' αποσυντίθεται, να καταρρέη εις συντρίμματα, όπου μία αχλύς σκεπάζει την διάνοιαν και την σκοτίζει, δεσμεύει τας ψυχικάς δυνάμεις όλας και καθιστά τον άνθρωπον δούλον του περιβάλλοντος, ανίκανον να συλλάβη μίαν ιδέαν εκτός αυτού, αυτόματον το οποίον κινεί κατά βούλησιν μία δύναμις, εις ην δεν ισχύει ν' αντιστή και εις την οποίαν υπακούει με την τυφλήν απάθειαν μηχανής, αλλά συγχρόνως και με την ανέκφραστον χαράν διψασμένου μεθύσου, εις τον οποίον δεικνύουν ποτήριον χρυσίζοντος οίνου . . .
Ήτο μία δύναμις μαγική, δύναμις Κίρκης γοητευτικώς ολεθρίας . . . εις ην υπήκουε με φρικιάσεις χαράς δαιμονιώδους, υπερανθρώπου . . . .
Κλοιός μαγικός, ο κλοιός της αγάπης . . .
Αγάπης σατανικής . . . .
Είχεν ενίοτε και φωτεινά διαλείμματα, αφυπνίσεις συντόμους, οπότε ανεπόλει με πόνον την θέσιν του εκείνην, την προ της ηθικής του εξουδενώσεως . . .
Οποία διαφορά! χάσμα μέγα, ολόκληρος άβυσσος τον χωρίζει από της εποχής εκείνης, από της καταστάσεως της ρωστικής, της ζωογόνου, της ηρέμου, της άνευ ψυχοφθόρων ονείρων. . . .
Δεν εγνώριζεν ακόμη και ήτο ευτυχής. Νεανίας άδολος, πλήρης σωματικής υγείας και ρώμης ηθικής, μόνην ευτυχίαν του είχε την εργασίαν, την εις το καθήκον προσήλωσιν. Και ήτο υπόδειγμα τιμής, δραστηριότητος, τάξεως. Εις τους συναδέλφους και συνεργάτας ενέπνεεν εκτίμησιν, θαυμασμόν ή φθόνον . . . .. Εις Φιλικούς κύκλους επρώτευε. Την φιλίαν του εζήτει έκαστος· και τον εθώπευον και τον ετίμων.
Και εις αυτόν τον έρωτα εφαίνετο αδιάφορος, ότε, αίφνης, συνηντήθη μ' εκείνην . . . την Κίρκην . . .
Οι περιπατηταί την ενθυμούνται, αλλά δεν εγνώσθη τις την ωνόμασεν ούτω.
Ήτο ανοίξεως ημέρα ότε το πρώτον την είδε.
Όλα τριγύρω εμειδίων, εψιθύριζον, έψαλλον. Ήστραπτον εδώ κι' εκεί των λιμνών τα νερά· έν αίσθημα γαλήνιον, φωτεινόν, συνήρπαζε την ψυχήν . . .
Τότε την είδε πρώτη φοράν.
Ανάστημα θεάς, κόμη εις εβενώδεις βοστρύχους, οφθαλμοί μαγίσσης μελανόφαιοι, με πρασινοπάς αποχρώσεις, μακροί δε ως ο ιτών Αιγυπτιακών θεοτήτων, δειλοί ενίοτε κ' εξακοντίζοντες αστραπάς έστιν ότε.
Εκείνος επλησίασεν, εμαγεύθη . . .
Η Κίρκη ανέγνωσεν εις τα βάθη της ψυχής του και του εξηκόντισεν έν βλέμμα . . . εκ των βλεμμάτων εκείνων, τα οποία συγκλονίζουν, τα οποί' ανατρέπουν μίαν ύπαρξιν, . .
Και η υποδούλωσις εγένετο τελεία.
Εβλέποντο καθ' εκάστην. Εκείνος, ως διψώσα έλαφος, την ηκολούθει και η δίψα, αντί να κατευνάζεται, επετείνετο·
Την υπέθαλπον οι τρόποι και της μαγίσσης το βλέμμα . . .
Και η τάξις η παραδειγματική εχαλαρούτο· ελησμονούντο αι έξεις αι πολυχρόνιοι, εξερριζώνοντο, εποδοπατούντο . . .
Ο άνθρωπος μεταβάλλετο άρδην!
Το μαρτύριον παρετείνετο, ότε — ιδιοτροπία Κίρκης — ωσάν να εκάμφθη εκείνη αίφνης, ωσάν να συνεπόνεσε . . . και τότε, έξαλλος αυτός, τη εξωμολογήθη με γλώσσαν πυρίνην! Εξερρίζωσε τα σπλάγχνα του και τη τα παρουσίασεν ασπαίροντα, πληγωμένα, εις την τρέμουσαν παλάμην του . . . .
Και εις μίαν στιγμήν φρενίτιδος, εξάψεως υπερτάτης, ηνώθησαν.
***
Το επίβουλον χάρμα ηπλώθη περί αυτόν, η μαγική άλυσσις συνεσφίγχθη. Εκείνη, η Κίρκη, μεγαλοπρεπής ως θεά, τον έχει διαρκώς υπό το βλέμμα της· και το υφίστατ' εκείνος με την αγαλλίασιν παράφρονος . . . .
Είν' ευτυχής, πλέων εις ωκεανόν εξουδενώσεως . . .
— Θέλω! λέγει η Κίρκη.
— Ό,τι θέλεις, απαντά εκείνος.
Η Κίρκη έχει ορέξεις καταστρεπτικάς, ορέξεις λυκαίνης! έχει δίψαν διαρκή, ακόρεστον . . .
Και υπό την μαγγανείαν των σατανικών της βλεμμάτων σύρετ' εκείνος άνευ θελήσεως ιδίας, ράκος ελεεινόν, ανεμώλιον . . .
Και τρέχει τον κατήφορον με χαράν έξαλλον . . .
Ευλαβώς εκτελούνται αι τερατώδεις ιδιοτροπίαι της Κίρκης.
Και το καθήκον ολονέν λησμονείται και η άβυσσος μικρόν κατά μικρόν εγγίζει.
Εις τα σπάνια φωτεινά διαλείμματα, εργάζεται πυρετωδώς. Εις τον κατήφορον, ως εξ ενστίκτου, κρατείται από προστυγχάνοντας θάμνους, από ασθενή ξηρόχορτα . . . Εργάζεται μέ τινα μανίαν και οι συνάδελφοι αναγνωρίζουν τότε τότε τον συνεργάτην των παλαιών ημερών, τον ακάματον, τον τίμιον. Αλλά τα φωτεινά διαλείμματα είνε σπάνια και σύντομα, ο δε φθόνος αισθανόμενος την προσεχή πτώσιν του δούλου, προβάλλει το ωχρόν πρόσωπόν του, ετοιμαζόμενος ν' ανακαγχάση. Αι χείρες του θύματος εξασθενούν οσημέραι. Οι θάμνοι και τα ξηρόχορτα — ελπίδες φρούδαι — δεν τον κρατούσι πλέον . . .
***
Δεν έπασχε μόνον ηθικήν, αλλά και σωματικήν κάρωσιν, ως κατόπιν κοπώσεως υπερτάτης. Και ήσαν σχεδόν ηδονικαί αι στιγμαί αυταί. Μίαν πρωίαν ήτο μόνος και εν στιγμή διανοητικής προσηλώσεως εις τ' αντικείμενα εκείνα, όπου ήσαν η αφορμή ευδαιμονίας συγχρόνως και μαρτυρίου, ωσάν ν' απεκοιμήθη και ωσάν να ηνοίχθησαν προ των εκπλήκτων ομμάτων του ορίζοντες νέοι, μαγικοί, εις αυτόν άγνωστοι έως τότε. Και παρήλασε προ αυτού, ως εν καλειδοσκοπίω, κόσμος ολόκληρος, φανταστικός . . . θάλασσα μαγική, κατάλευκος, ασάλευτος, ωσάν από μάρμαρον, ηπλούτο εις απέραντον διάστημα και αυτός, επιβαίνων μικρού μονοξύλου, έτρεχε, με ταχύτητα πτηνού, επί της ακυμάντου επιφανείας, ωσάν δύναμις υπερφυσική να ώθει το ακάτιον . . . Αίφνης η λεία επιφάνεια ερρυτιδούτο . . . μία στιγμή ακόμη και μετεβάλλετο εις κύματ' αφρισμένα, οργίλα, ορμητικά, υπερύψηλα και το ακάτιον ανετρέπετο, εσφενδονίζετ' ως πτερόν εις άξενον παραλίαν, αυτός δε, ναυαγός οικτρός, εκυλίετο επί της άμμου εξησθενημένος, ενώ η σκηνή μετεβάλλετο . . . Και του εφαίνετο ώρα ως να εισήρχετο εντός δάσους καταπύκνου, ζοφερού, μυστηριώδους, με γιγάντεια δένδρα, με καμμίαν, ουδέ την ελαχίστην, ακτίνα φωτός . . . Και ενώ εβάδιζε με αγωνίαν, ζητών διέξοδον, ο λαβύρινθος δεν μετεβάλλετο, εις τον αυτόν δε κύκλον συστρεφόμενος άπελπις και πίπτων από κόπωσιν, επειράτο να κραυγάση και αφυπνίζετο έντρομος και περίρρυτος από ιδρώτα . . .
***
Είχε φθάση εις το απροχώρητον.
Τα πάντα είχον παραδοθή, θυσιασθή, εις την απληστίαν της Κίρκης, της οποίας η δίψα ήτο αναλλοιώτως ακμαία!
— Θέλω! έλεγεν η Κίρκη.
— Οίκτον! εψιθύριζε το θύμα· τίποτε δεν απέμεινε πλέον . . .
— Μένω εγώ!
Και το άτονον βλέμμα του θύματος εζωογονήθη.
— Ναι, εψιθύρισε· πρόσταξε!
Εκείνη διετύπωσε την θέλησίν της, θέλησιν Αρπυίας!
— Μόνον η τιμή μένει ακόμη· είπεν εκείνος.
— Την θέλω, αν μ' αγαπάς . . .
Και τον περιεπτύχθη παράφορος, με σκιρτήματα πάθους αγρίου!
Προς στιγμήν, ως να ήθελε ν' αποτινάξη την νάρκην, ήτις του εδέσμευε την ασθενή διάνοιαν, ωσάν προς στιγμήν, ν' ανένηψεν εκ της μέθης, ωσάν να διέκρινε την ανταύγειαν φωτός σωτηρίου . . .
— Την τιμήν, άφησέ μου την τιμήν, είπεν ικετεύων. Ψυχρά, παγετώδης τον ητένισε.
Εκείνος έκλινε την κεφαλήν ανίσχυρος.
Η Κίρκη έκυψε και του εθέρμανε το πρόσωπον με την πνοήν της την αποπνέουσαν μύρα και δηλητήριον . . .
— Αλλά τότε φροντίζω εγώ μόνη· έχω τον τρόπον· δεν τον γνωρίζεις;
Εις έν νεύμα μου μόνον . . .
Του εψιθύρισε με την μαγευτικώς γλυκείαν φωνήν της.
Εκείνος έπεσεν εξουθενημένος, ενώ εκείνη απεσύρετο βεβαία περί της νίκης της.
***
Δεν εσκέπτετο πλέον· εφέρετο προς το χάος με κλειστούς οφθαλμούς. Εποδοπάτησε την τιμήν επανειλημμένως. Θρασυνόμενος βαθμηδόν, απέφευγε πάσαν προφύλαξιν. Και η ολεθρία στιγμή δεν εβράδυνε να φθάση . , . Στιγμή, καθ' ην η Αρχή εγνώρισε φανερά και την πράξιν και τον ένοχον . . .
Το σκάνδαλον ήτο μέγα, ανήκουστον. Ο Α . . . κατηγορείτο επί υπεξαιρέσει χρημάτων του Δημοσίου!
Και η κατηγορία απεδείχθη!
Οι φίλοι έφριξαν· οι εχθροί εσκίρτησαν εξ αγαλλιάσεως.
— Εκεί και αυτός! ο τίμιος! ο ανεπίληπτος!
Ο δράστης εκρύπτετο και η εξουσία, αμείλικτος, απαθής, εξεβίασε το άσυλόν του. Τη εχρειάζετο ο ένοχος προς ικανοποίησιν της υβρισθείσης δικαιοσύνης.
Και τον εύρε τον ένοχον εις τον κοιτώνα του . . . επί της κλίνης του . . . με μίαν σφαίραν εις το κρανίον και με κάτι ωσάν μειδίαμα επί των ωχρών του χειλέων.
***
Η δε Κίρκη;
Τις δεν την είδε; τις δεν την βλέπει; Με ανάστημα θεάς, με τους εβενώδεις βοστρύχους, γαλακτώδης εντός των μαύρων της πέπλων, με το βλέμμα δειλόν ενίοτε, αλλ' εξακοντίζον αστραπάς έστιν ότε, απαθής περιέρχεται . . .
Ωσάν να ζητή κάποιον . . .
Την εσπέραν εκείνην ήτο η σειρά του ιατρού να μας διηγηθή την ιστορίαν, την οποίαν τοσάκις μας είχεν υποσχεθή και την οποίαν ανυπομόνως ανεμέναμεν. Και ήρχισεν ως εξής.
«Μία, και αυτή από τας εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας μου· μία από τας αναμνήσεις, οπού αποτυπόνονται βαθειά εις το μνημονικόν του ανθρώπου και οπού δεν εξαλείφονται και χίλια χρόνια αν ήθελε ζήση ένας. Όλαι της πολυκυμάντου ζωής αι περιπέτειαι, πίκρες και βάσανα, είτε χαραί και οδύναι, φωτιά και λαύρα, είτε δροσιά ουρανόσταλτη, κανέν' απ' αυτά, ούτε όλα μαζή δεν ημπορούν να σβύσουν από την μνήμην σου, όσα η θεϊκή σμίλη μια φορά ενεχάραξε.
Και με πόσην χαράν, με τι λαχτάρα επιστρέφει ένας εις τα παιδικά εκείνα ενθυμήματα, οπού θαρρείς ότι χύνουν νέαν ζωήν εις τας φλέβας σου, με ποίον άγιον πόθον αναδιφεί νοερώς τας σελίδας του αφθάρτου βιβλίου, οπού λέγεται μνήμη . . .
Ο γέρω Αντωνέλλος είνε μία από τας αναμνήσεις αυτάς τας πλέον γλυκείας, τας πλέον παρηγόρους. Είνε από εκείνους τους μικρούς ανθρώπους, τους αγνώστους τους αφανείς· τον οποίον όμως δεν θα εδίσταζε, νομίζω, ένας να ονομάση και ήρωα! Τουλάχιστον εις εμέ τοιούτος παρουσιάζεται και ελπίζω, μετά την διήγησιν, να με δικαιώσετε.»
Και ο ιατρός εξηκολούθησε.
«Τα σπήτια μας ήσαν κατάντικρυ, και κάθε πρωί, μετά τον ύπνο, το πρώτον πρόσωπον όπου έβλεπα ήτο ο γέρω Αντωνέλλος. Θα ήμην δέκα δώδεκα ετών παιδί, εκείνος δε υποθέτω, γέρος εβδομηντάρης. Υψηλός, ολίγον κυρτός, με μουστάκια και φρύδια πυκνά, με γλυκά όμως, μαύρα μάτια, όπου θαρρείς πως εγελούσαν, κατ' αντίθεσιν προς την τραχύτητα των λοιπών του προσώπου του χαρακτηριστικών.
Μου έκαμνε μεγάλην εντύπωσιν η ενεργητικότης του· ήτο αιωνίως εις κίνησιν, άπαξ μόνον της ημέρας εκάθητο ν' ανασάνη, εις το κατώφλιον της εξώθυρας, έως ένα τέταρτον της ώρας. Και πάντοτ' ενθυμούμαι την ώραν εκείνην την αδελφήν του να κάθεται εις τον καναπέ και να πλέκη: Και τον Αντωνέλλον να ρίπτη μια ματιά εις τον δρόμον και μια εις την αδελφήν του, ενώ εκρατούσε πάντοτε μια μικρή αξίνη, ή κανένα χονδροψάλλιδο με το οποίον εκαθάριζε τα δένδρα του κήπου των. Επειδή το σπίτι των απ' οπίσω είχεν ένα κήπον αρκετά εκτεταμένον, οπού και δι' αυτό ωνομάσθη, ολίγον πτωχαλαζωνικώς, να ειπούμε την αλήθειαν, «Μεγάλος Κήπος». Το ψαλλίδι και ο Αντωνέλλος ήσαν αχώριστοι. Και όταν εκάθητο, το εκρατούσε προτεταμένον και ανοικτόν, ωσάν να του έλεγε. — Ησύχασε και θα σε μεταχειρισθώ γρήγορα δε θα σ' αφήκω να στενοχωρηθής.
Σχεδόν όλην την ημέραν ο Αντωνέλλος την εξώδευε εις το περιβόλι μέσα· το αγαπούσε με πάθος, σαν να ήτο ερωμένη. Να σκάπτη, να καθαρίζη, να κλαδεύη, να ποτίζη, ήτο η μόνη του ενασχόλησις· και όλ' αυτά μόνος, ή σχεδόν μόνος, διότι βοηθόν είχε μόνον διά την πιο χονδρήν εργασίαν. Τον εμάλωνε συχνά η αδελφή του, γιατί να κουράζεται τόσον, αλλά δεν την άκουε, την εμάλωνε δε και αυτός με την στερεότυπον φράσιν του. — «γύρευε τη δουλειά σου» την οποίαν της έρριπτε, θαρρείς, θυμωμένα, ενώ τα μάτια του εγελούσαν· ήτο μία ειρηνική λογομαχία, η οποία εγαργάλιζε θωπευτικά την ακοήν, αντί να την ενοχλή.
— Φθάνει σε, πλιό· έλα να καθήσης, να ξεκουραστής, (εκείνη).
— Γύρευε, τη δουλειά σου, (εκείνος) κ' επροσπαθούσε να κάμη την φωνήν του όσον το δυνατόν βαρυτέραν. Το «καυγαδάκι» αυτό τόσον το είχα συνειθίση, οπού το επερίμενα, διότι, όσον μικρός και αν ήμην, ησθανόμην ότι αι επιπληκτικαί λέξεις εκείναι, ήσαν κάθε άλλο, παρά λέξεις θυμού.
Και πράγματι, όταν κατόπιν έμαθα την ιστορίαν του, είδα τι άνθρωπος ήτο ο γέρω Αντωνέλλος, το αεικίνητον αυτό μυρμήκι και τον εζήλευσα.
***
Ήτο δεκαπέντε ετών ο Αντωνέλλος όταν εγεννήθη η Μπέλλα η αδελφή του, όταν δε ολίγον κατόπιν απέθαναν οι γονείς των, αυτός ήτο διά την μικράν και πατέρας και μητέρα και αδελφός, τόσον οπού η χαδεμένη η μικρούλα δεν εννόησε καμμίαν στέρησιν. Η αγκάλη του Αντωνέλλου ήτο το παν δι' αυτήν· καταφύγιον πολύτιμον, λιμήν κλειστός απ' όλα τα μέρη, απρόσιτος εις τους ανέμους, ασφάλεια τελεία! Ο κόσμος αν εχαλούσε, η Μπέλλα εκοιμάτο εις την αδελφικήν αγκάλην ατάραχος· μέσα εις αυτήν ανετράφη.
Από τα παιδικά του ο Αντωνέλλος ήτο δακτυλοδεικτούμενος διά τας πολλάς του χάριτας. Αγαθός, ήσυχος, ενεργητικώτατος, εβοηθούσε τον πατέρα του, κατόπιν τους πλοιάρχους του εις την θάλασσαν και δεν άργησε να γείνη περιζήτητος, ονομαστός. Όλοι τον ήθελαν ως βοηθόν, ως δεύτερον πλοίαρχον, αυτός όμως κατέληξεν εις το πλοίον του Καραγιάννη, νέου πλοιάρχου, με τον οποίον συνεδέθη με τους αρρήκτους δεσμούς φιλίας πραγματικής. Ο Αντωνέλλος ήτο η ψυχή του πλοίου. Ακαταπόνητος, αυστηρός, αλλά δίκαιος, μόνον τους οκνηρούς απεστρέφετο.
Νεότητα ο Αντωνέλλος δεν είχε γνωρίση· παρήλθε δι' αυτόν χωρίς σχεδόν να το καταλάβη. Η μόνη αγάπη, το πάθος μάλλον το οποίον εφαίνετο να τον κατέχη ολόκληρον, ήτο η προς την αδελφήν του αφ' ενός, και η προς το καράβι του αφ' ετέρου, θερμή, ολόψυχος προσκόλλησίς του. Είχαν να κάμουν όλοι με τον μοναδικόν αυτόν χαρακτήρα. — Τι διάβολο! έλεγαν μάρμαρο είν' αυτός ο άνθρωπος! Διότι δεν τον είδαν ποτέ να γλεντίση και αυτός, σαν νέος, δεν ενθυμείτο να τον είδε κανείς ποτέ να γελάση! Η Μπέλλα η αδελφή του και το καράβι ήσαν τα μόνα του ιδανικά, η μόνη του χαρά, ο κόσμος όλος! Και η αδελφή του όμως δεν τον αγαπούσε ολιγώτερον και σήμερον ενθυμούνται την μικράν Μπέλλαν, όταν ο αδελφός έλειπε στα ξένα, να καταβαίνη εις το παράλιον με καμμιάν φιληνάδα της και εις την άμμον επάνω, ή επί βράχου, να τραγουδή, όταν έβλεπε καράβι να διαβαίνη.
«Καράβι καραβάκι που πας γιαλό γιαλό, «τον αδελφό μου φέρε, φέρτον με το καλό. «Καράβι καραβάκι, που σκίζεις τα νερά, «τον αδερφό μου φέρε, τη μόνη μου χαρά!
Τον έλεγαν αγέλαστον, παράξενον, κακόν μάλιστα, ενώ ήτο ο καλλίτερος των ανθρώπων. Ποσάκις το εξωτερικόν δεν απατά! Και συχνά συμβαίνει, εύχαρις, λεία, γελαστή επιφάνεια, να κρύπτη θυέλλας παθών εις το βάθος, και τ' ανάπαλιν, εξωτερικόν αυστηρόν, στρυφνόν, σκαιόν, αν θέλετε, να καλύπτη αρετάς πολυτίμους, τας οποίας να φυλάττη ζηλοτύπως, ως ο φιλάργυρος τους θησαυρούς του, ωσάν από φόβον μην αποκαλυφθούν και τας ιδή ο κόσμος, όστις συνήθως κρίνει από την επιφάνειαν, επιπολαίως, στεφανώνων ή στιγματίζων αδιακρίτως και με σκληρότητα ενίοτε, ης δεν φαίνεται έχων συνείδησιν. Και . . .
Ο ιατρός είχεν όρεξιν να συνεχίση τας φιλοσοφικάς του σκέψεις, αλλά τον επανεφέραμεν εις την τάξιν διά βοής γενικής και εξηκολούθησε την διήγησιν, ως εν παρενθέσει, καλλύνας αυτήν, με το εξής συγκινητικόν επεισόδιον.
«Τον έλεγαν βαρύν και σχεδόν αναίσθητον και όμως πολλοί είνε μάρτυρες του ηρωισμού και της αυταπαρνήσεώς του. Ενθυμούνται, είχε πιάση φωτιά το καμάρι ενός σπιτιού στα Ματογιάνια. Κόσμος πολύς είχε συναχθή από κάτω, μεταξύ δε και μερικοί άνδρες, και όλοι έβλεπον με αγωνίαν τας προόδους της πυρκαϊάς χωρίς να κινώνται. Γλώσσαι πυρός απειλητικαί εξήρχοντο από το μόνον παράθυρον του καιομένου δωματίου και αφού κατέφαγαν τους παραστάτας, οπού ετριζοκοπούσαν απαίσια, εγλυστρούσαν επάνω εις το ασβεστόχρισμα των τοίχων, ζητούσαι νέαν τροφήν. Φωναί φρίκης οξύταται, σπαρακτικαί επάγωναν το αίμα εις τας φλέβας των θεατών, αδυνατούντων να δώσουν χείρα βοηθείας οιασδήποτε. Αι απελπιστικαί φωναί ήσαν της οικοκυράς, νέας ορφανής, ήτις έβλεπε την ζωήν της απειλουμένην από τον φρικτώτερον των θανάτων. Έβλεπε ο κόσμος και ηγωνία, ότε από το πλήθος αποσπάται ρωμαλέος άνδρας, ορμά επί της πέτρινης κλίμακος, την διασκελίζει, εισέρχεται εις την οικίαν και διά της ξυλίνης κλίμακος, ήτις έφερεν εις το άνω πάτωμα, αναβαίνει ταχύς, μέσα εις τας φλόγας και χωρίς διόλου ν' αναμετρήση τον κίνδυνον, εμβαίνει εις το δωμάτιον, αρπάζει την νέαν έξαλλον εκ φρίκης, εις τους στιβαρούς του βραχίονας και διά της ιδίας κλίμακος, καιομένης ήδη και απειλούσης να καταπέση, κατέρχεται τρέχων με το φορτίον του, το οποίον εναποθέτει ημιλιπόθυμον εις τας αγκάλας ομίλου γυναικών εν τω μέσω θρήνων και κραύγει και φεύγει τρέχων. Ήτο ο Αντωνέλλος ο αμίλητος, ο αγέλαστος. Τα χέρια του, τα μαλλιά του και τα φρύδια του είχαν υποφέρη αρκετά. Η νέα εκείνη διηγείτο συχνά το ανδραγάθημα του Αντωνέλλου, τον οποίον εθεωρούσε σωτήρα της. Με πραγματικάς λοιπόν προικισμένος αρετάς και χωρίς ελαττώματα, ήτο περιζήτητος γαμβρός. Αυτήν την ιδέαν είχαν πολλαί μητέρες και περισσότεραι υποψήφιοι νύμφαι, φρονώ όμως ότι, αν καμμία προξενήτρια ήθελε τολμήση να του προτείνη αποκατάστασιν, θα ήτο ικανός να την δείρη. Ο Αντωνέλλος να νυμφευθή! Να βάλη εις το σπίτι του γυναίκα άλλην, εκεί που βασιλεύει η αδελφή του! Να σκεφθή αυτός, να διανοηθή, έστω και προς στιγμήν, να πανδρευθή, πριν υπανδρεύση την αδελφήν του! Και δεν ετολμούσε κανείς να του προτείνη ένα τοιούτον τερατώδες σχέδιον! Αλλοίμονόν του, οιοσδήποτε και αν ήτο . . .
Έχαιρε με την χαράν της αδελφής, εγελούσε (καθ' εαυτόν, εννοείται) με το γέλοιο της, ετρέφετο με τα όνειρά της . . . Και τι όνειρα! Την εφαντάζετο αποκαταστημένην, ευτυχή όσον καμμίαν άλλην. Όσον την έβλεπε ν' αναπτύσσεται, ωραία, λυγερή μαυρομμάτα, ηύξανε και η αγάπη του προς αυτήν· ήτο υπερήφανος και ηυφραίνετο με τα όνειρα τα οποία εφαντάζετο πραγματικά, τότε δε, ωσάν να ετελείτο εις την καρδίαν του μέσα μία μυστική πανήγυρις.
Ήτο όμως και πολύ δύσκολος επάνω σ' αυτό. Εννοούσε να δώση της αδελφής του τον καλλίτερον άνδρα· και μίαν φοράν, οπού ένας των λατρευτών της ετόλμησε να της κάμη πατινάδα, ο Αντωνέλλος ευγήκε στο παράθυρο με τα νυχτικά του και του είπε να τραβηχθή, για να μη φάγη καμιά τρομπονιά· ο νέος αυτός εραστής δεν ήτο του γούστου του.
Ήτο εντελώς αφιλοχρήματος, όσον απέβλεπε τον εαυτόν του και μόνον εκυνήγει το χρήμα χάριν της αδελφής, την οποίαν ήθελε πρώτην μεταξύ των ομοίων της. Εκείνη εθύμωνε μαζή του με τα σωστά της, βλέπουσα ν' αμελή εαυτόν προς χάριν της· δεν ήθελε, αυτός, το καλλίτερο παλληκάρι να είνε παρηγκωνισμένος και άλλοι νέοι, οπού δεν έφθαναν εις τα μισά του, να τον υποσκελίζουν, μόνον και μόνον διότι εφρόντιζε να κρύπτεται. Και ήρχοντο συχνά εις λόγους δι' αυτό και ο Αντωνέλλος, εις τα επιχειρήματα της αδελφής απεκρίνετο θυμωμένος· — Γύρευε τη δουλειά σου.»
Και συνέβαινε το εξής περίεργον.
Ενώ ο Αντωνέλλος άλλην φροντίδα δεν είχε ή πώς να κατορθώση να εύρη διά την αδελφήν κανένα νέον της αρεσκείας του, η Μπέλλα επίσης την ιδίαν είχε φροντίδα διά τον αδελφόν, κρυφά όμως, πολύ κρυφά και με πολλήν προσοχήν, διότι τον εφοβείτο. Και ενθυμούμαι μίαν κωμικωτάτην σκηνήν, καθ' ην, γνωστήν προξενήτριαν, τολμήσασαν να του ειπή ότι δεν επείραζε δα αν υπανδρεύετο προ της αδελφής, ο Αντωνέλλος την εκυνήγησε με το ραβδί, στ' αστεία, εννοείται, διότι δεν ήτο ικανός να κτυπήση· εκείνη δε, από φόβον, όταν τον έβλεπε έπαιρνε άλλον δρόμον.
Και ο Καραγιάννης, ο πλοίαρχος και φίλος του, ήτο γαμβρός περιζήτητος διότι, προς τοις άλλοις, ήτο και πλούσιος. Ήσαν οι δύο φίλοι στενοί και μόνον ο Καραγιάννης είχεν επιρροήν επί του Αντωνέλλου, τον οποίον κατώρθωνεν ενίοτε, να παρασύρη εις καμμίαν συναναστροφήν. Ήτο ο Καραγιάννης κατά δέκα έτη νεώτερος του Αντωνέλλου, υψηλό, μελαγχροινό, εύμορφο παλληκάρι και κατ' αυτού, πολλαί γυναικείαι κανονοστοιχίαι ήσαν στημέναι διαρκώς, επί πολύν καιρόν όμως χωρίς αποτέλεσμα. Είχε και ο Καραγιάννης αδελφήν ελευθέραν, πολύ θελκτικήν, ήτο δε και νεώτερος του Αντωνέλλου και δεν εβιάζετο· θαρρείς εκαμάρωνε κ' επερίμενε.
Μυστικά μεταξύ των οι δυο φίλοι δεν είχαν, μόνον ήλθε μία εποχή διά τον Αντωνέλλον πολύ σπουδαία, κρίσιμος εποχή, καθ' ην και τα ολίγα του λόγια κ' εκείνα τα έκοψε, προς μεγάλον θαυμασμόν και θυμόν του Καραγιάννη, αδυνατούντος να εισδύση εις το ιδιόρρυθμον μυαλό του φίλου του.
Ο καϋμένος ο Αντωνέλλος, ο άγριος, ο ακοινώνητος, ήτο πεπρωμένον να λάβη μίαν από εκείνας τας πληγάς, οπού μόνον ο θάνατος θεραπεύει. Ήτο ήσυχος, μόνον είδωλόν του εις την καρδίαν του έχων την αδελφήν, όταν έξαφνα . . .
Κατά το διάστημα της διαμονής των εις το νησάκι των, εβλέποντο πολύ συχνά εις το σπίτι ο ένας του άλλου.
Ένα πρωί ο Αντωνέλλος υπήγε εις του πλοιάρχου του να του ομιλήση διά μίαν υπόθεσιν, αφορώσαν το πλοίον. Εκείνος έλειπε και τον υποδέχθη η αδελφή. Αι, τώρα τι θα πήτε; Δεν την είχεν ιδή άλλοτε; Και όμως αυτήν την φοράν του εφάνη εντελώς άλλη· του εφάνη ότι ανοίχθη ο ουρανός και ότι πρώτην φοράν έβλεπε το αληθινόν φως . . . Ίσως επειδή τον υπεδέχθη πολύ θερμά, πολύ εγκάρδια . . . η αλήθεια είνε ότι τον Αντωνέλλον ενώπιόν της τον κατέλαβε γλυκύς, άγνωστος τρόμος, ενώ εκείνη ήτο ολοπόρφυρος . . . Εσιώπων και οι δύο· πόσα όμως δεν έλεγεν η σιωπή αυτή! Ευρίσκοντο εις μεγάλην αμηχανίαν, όταν εμβήκεν. Ο Καραγιάννης . . . — Έρχομαι από το σπίτι σου, είπε εις τον Αντωνέλλον.
***
Το αίσθημ' αυτό ο Αντωνέλλος το έκρυψεν εις τα βάθη της καρδιάς του· δεν ωμιλούσε ποτέ δι' αυτό, εμονολόγει μόνον συχνά πυκνά, ευρίσκων ανακούφισιν του πόνου του εις το κρυφόν αυτό παραλήρημα . . .
Δεν συνέβη όμως το ίδιον και με την αδελφήν του Καραγιάννη· αυτή ενεπιστεύθη το μυστικόν της εις μίαν στενήν φίλην της, η οποία εύρε τόν τρόπον να ειδοποιήση τον Αντωνέλλον. Και τώρα του εφάνη ότι ανοίχθη ενώπιόν του ο ουρανός, γεμάτος άστρα και όμως δεν εμπορούσε να ειπή πως είν' ευτυχής, διότι, ησθάνετο ότι εχθρός μεγάλος, ισχυρός, επιβουλεύεται την ψυχικήν του γαλήνην, ότι φυσιογνωμία νέα ενεθρονίσθη εν τη καρδία του, ην επλήρου έως τότε μόνη η της αδελφής λατρευτή μορφή . . .
— Ποτέ, ποτέ, εμονολόγει ο Αντωνέλλος, επανερχόμενος όμως πάντοτε
εις τας αυτάς σκέψεις αίτινες τον εβασάνιζαν τρομερά.
Το ταξείδι των δύο φίλων, την φοράν εκείνην διήρκεσεν ολόκληρον έτος — έτος μοιραίον διά τον Αντωνέλλον.
Ήξευρεν αυτός προ πολλού ότι ο Καραγιάννης εζήτει ν' αποκατασταθή, και ότι δεν είχε παρά να εκλέξη. Ήξευρεν επίσης ότι δεν εννοούσε να κάμη γάμον εκ συμφέροντος, διότι πολλάκις είχαν συζητήση επ' αυτού του αντικειμένου. Εσχάτως όμως ο Καραγιάννης εδείκνυε ανυπομονησίας σημεία, εννόησε δε από μερικάς φράσεις του, ότι τον εβάρυνε πλέον αυτή του η θέσις — Τι ευχή! έως πότε θα περιμένη ένας; όσο για την αδελφή, είμαι εις θέσι να φροντίσω.
Ήτο η αρχή φθινοπόρου, επέστρεφον δε εκ του ταξειδίου των εις την πατρίδα αφ' ης ολίγας ώρας απείχον. Ο άνεμος έπνεε σφοδρός και το πλοίον, κλίνον με χάριν εις την μίαν των πλευρών εχώρει πλησίστιον προς το τέρμα, τον ποθητόν δι' όλους λιμένα. Οι ναύται μετά το πρόγευμά των, συνήχθησαν εις την πρώραν όλοι και άρχησαν να τραγωδούν χαμηλόφωνα, συνοδευόμενοι από τους οξείς των λάρων κρωγμούς και από τον μονότονον και θρηνώδη συριγμόν των σχοινίων.
Εις τον θάλαμον της πρύμνης, παρά μικράν τετράγωνον τράπεζαν, εκάθηντο οι δύο φίλοι, ο πλοίαρχος με τον βοηθόν του. Ούτος ητοιμάζετο ν' ανέλθη εις το κατάστρωμα, όταν ο Καραγιάννης τον εκράτησε· εις το πρόγευμα είχε πιη ένα ποτήρι περισσότερον και ήτο εύθυμος.
Έχω να σου μιλήσω, Αντωνέλλο, του είπε. Ο Αντωνέλλος επανεκάθησε.
Κάτι προεμάντευε, κάτι προησθάνετο και η καρδία του έπαλλε.
— Βρε αδελφέ, Αντωνέλλο, εγώ βρίσκω πως είνε καιρός πλιο να ιδούμε
και μεις τι θα κάμωμε.
Ο Αντωνέλλος δεν απήντησε.
— Ως πότε θα μαστε λεύτεροι; εξηκολούθησεν ο Καραγιάννης.
Ο Αντωνέλλος εσιώπα.
— Αυτή τη φορά δε θέλω να μου κάνης το βουβό, παράξενε.
— Τι θες να σου πω; είπε σιγά ο Αντωνέλλος.
— Να μου πης τη γνώμη σου εγώ δε θέλω πλιο νάμαι λεύτερος· μόνο βρίσκω σωστό να κάμης εσύ την αρχή, σαν πιο μεγάλος.
Οι παλμοί της καρδίας του Αντωνέλλου εδιπλασιάσθησαν.
— Έχω την αδερφή μου, καπτά Γιάννη
— Και εγώ έχω τη δική μου· τι πειράζει; θα φροντίσουμε και κατόπι.
Ο Αντωνέλλος εκίνησε την κεφαλήν, χωρίς ν' απαντήση.
— Άκουσε, Αντωνέλλο, είπεν ο Καραγιάννης αν η Μπέλλα πανδρευότανε,
δε θ' αρχότανε και η δική σου αράδα;
Ο Αντωνέλλος ήκουε τώρα τους παλμούς της καρδίας του: τόσον ήσαν σφοδροί!
— Τι θες να πης; ηρώτησε σιγανά.
— Θέλω να πω, Αντωνέλλο, πως για την αδερφή σου είνε γαμπρός και . . . καλός, μου φαίνετ' εμένα, είπεν ο καπετάν Γιάννης τονίζων μίαν μίαν τας λέξεις.
Να καλοϋπανδρεύση την αδελφήν του ο Αντωνέλλος δεν ήθελ' ευτυχίαν μεγαλειτέραν ήτο το προσφιλέστερόν του όνειρον τούτο δε επί πλέον, θα έλυε και τα ιδικά του δεσμά . . .
Του ήλθε ωσάν ελαφρά σκοτοδίνη μία αλόκοτος φρικίασις . . . έφερε την χείρα εις το μέτωπον, ως να ήθελε να συγκεντρώση τας σκέψεις του, αίτινες έφευγον ανυπότακτοι.
Έρριψε τα βλέμματά του επί του πλοιάρχου και φίλου του, όστις τον παρετήρει μειδιών ελαφρώς.
— Καπετάν Γιάννη, εψιθύρισε, δε μου μιλείς πιο καθαρά;
— Είνε πολύς καιρός που συλλογούμε να σου κάμω μια πρότασι.
— Ωσάν σφυρί εκτυπούσε η καρδιά του Αντωνέλλου. Εκινείτο επί του καθίσματός του, δεξιά και αριστερά· δεν ήξευρε τι να πη και με προθυμίαν θα ετρέπετο εις φυγήν, αν εμπορούσε.
Ο Καραγιάννης εξηκολούθησε.
— Εμείς είμαστε σαν αδέρφια· γιατί να βάνωμε ξένους στα μυστικά μας;
Ο Αντωνέλλος ησθάνετο ότι ίδρωνε.
— Τους προξενητάδες και της προξενήτρες ας τους στέλνουν άλλοι·
εμείς καλλίτερα εξηγούμαστε μεταξύ μας, αλήθεια;
— Μη με παιδεύης, καπτάν Γιάννη, είπεν ο Αντωνέλλος με φωνήν
τρέμουσαν ελαφρώς· ξέρεις πόσο σε σέβομαι και σ' αγαπώ . . .
Ο Καραγιάννης έβαλε την χείρα επί του ώμου του Αντωνέλλου.
— Αδελφέ Αντωνέλλο, είπε με φωνήν συγκεκινημένην, σου ζητώ για γυναίκα μου την Μπέλλα· μου την δίνεις;
Ο Αντωνέλλος ωχρίασε φρικωδώς· το μαρτύριον που υπέφερε από τινων στιγμών, τα αλλεπάλληλα κτυπήματα τον εζάλισαν . . . εκλονίσθη . . . Ο Καραγιάννης τον παρετήρει ανήσυχος . . . η σιωπή του, ακατάληπτος δι' αυτόν, ωσάν να τον δυσηρέστει . . .
— Αντωνέλλο! είπε.
Εκείνος, ωσάν τώρα να συνήλθε, έσφιγξε δυνατά το χέρι του φίλου του, ενώ ησθάνετο ότι η συγκίνησις τον έπνιγε, και ανήλθε τρέχων εις το κατάστρωμα.
***
Μεγάλον κρότον έκαμε, ενθυμούνται πολλοί, ο γάμος του καπετάν Γιάννη με την αδελφήν του Αντωνέλλου ολόκληρον εβδομάδα διεσκέδαζαν και πράγμα παράξενο, ο Αντωνέλλος έκαμνε τον μεγαλείτερον θόρυβον. Τα σχόλια όμως του κόσμου δεν είχαν τελειωμόν. Ο Καραγιάννης ήτο πρώτος γαμβρός και θα εμπορούσε να πάρη πολύ καλλιτέραν της Μπέλλας· κανείς, τόσον καιρόν δεν είχε καταλάβη τίποτε· πώς έξαφνα έγεινε το συνοικέσιον αυτό; Φαίνεται θα την αγαπούσε κρυφά ο Καραγιάννης την κοπέλλα· αλλέως δεν εξηγείται αυτό, διεδόθη όμως και κάτι άλλο· ότι η αδελφή του καπετάν Γιάννη αγαπούσε δήθεν τον Αντωνέλλο και τα λόγι' αυτά δεν άργησαν να παν στ' αυτιά του τελευταίου, ο οποίος και εθύμωσε φοβερά κ' έλαβε μέτρα να μην μάθη τίποτε η Μπέλλα. Ο παληόκοσμος όμως δεν κρατείται· η Μπέλλα τα έμαθε όλα και η ευτυχία, την οποίαν της είχε φέρη το λαμπρόν συνοικέσιον, ωσάν να εσκιάσθη κατά τι . . . Και ούτε ημπόρεσε να κρατηθή ένα πρωί, που έτυχε μόνη με τον αδελφόν της, του τα είπε όλα και τον εμάλωσε με παράπονο.. Ο Αντωνέλλος κατεκοκκίνησε, και της είπε όσον εμπορούσε πιο θυμωμένα.
— Δεν είνε δουλειά σου ν' ανακατώνεσαι! λένε ψέμματα· εγώ δεν αγαπώ, δεν αγάπησα κανένα. Η Μπέλλα εδάκρυσε και ο Αντωνέλλος ετράπη εις φυγήν.
Ο Αντωνέλλος εδόθη με πλειότερον ζήλον εις την εργασίαν, ήτο δε η ψυχή του πλοίου, το οποίον, μετά το συνοικέσιον, μετωνομάσθη «Μπέλλα» προς τιμήν της αδελφής. Μόνον ο χαρακτήρ του ηλλοιώθη επί το χείρον. Εκτός της αδελφής και του πλοίου, κόσμος δι' αυτόν δεν υπήρχε. Και αυτός ο Καραγιάννης δεν είχε πλέον καμμίαν δύναμιν επάνω του· αφού και εις τον γάμον της αδελφής του, τελεσθέντα ολίγον καιρόν κατόπιν, δεν κατώρθωσε να τον σύρη. Είχε προσποιηθή τον άρρωστον και αι παρακινήσεις των οικείων απέβησαν εις μάτην. — Διασκεδάσετε σεις, εγώ δεν είμαι για γάμους και χαραίς· τους είπε και τους απέπεμψε.
Είχε γηράση κατά είκοσιν έτη, τον έλεγαν δε γέρο-παράξενο. Η προς την αδελφήν του όμως αγάπη δεν ήτο αγάπη συνήθης, ήτο λατρεία! Και είνε γνωστή η κωμική σκηνή ήτις έλαβε χώραν μεταξύ των τριών προσώπων, μίαν πρωίαν Κυριακής, κατόπιν μακρού και προσοδοφόρου ταξειδίου.
Έπιναν, και οι τρεις μαζή, τον πρωινόν καφέν, όταν έξαφνα ο
Αντωνέλλος αποτείνεται προς τον γαμβρόν του.
— Για να σου πω, καπτά Γιάννη, πόσα χρήματα έχω να πάρω;
Ο Καραγιάννης εγέλασε.
— Τι τα θες; τον ερωτά.
— Τα θέλω!
— Πιάς' το τεφτέρι και κύταξε.
— Δος μου το κλειδί του συρταριού σου.
ο Καραγιάννης του το έδωσε, με το γέλοιο πάντοτε.
Ο Αντωνέλλος εσηκώθη, επήρε το βιβλίον και είδε τον λογαριασμόν του, έπειτα ήνοιξε το συρτάρι του γραφείου του γαμβρού του, ήνοιξε μίαν σακούλαν, εμέτρησε μ' επιμέλειαν κάμποσα τάλληρα και αφού έκλεισε το συρτάρι, έβαλλε τα τάλληρα εις το μανδήλι του και σταθείς εμπρός εις την αδελφήν, ήτις υπεμειδία, διότι εμάντευε τον σκοπόν του·
— Άνοιξε την ποδιά σου, Μπέλλα, της είπε.
Εκείνη ήνοιξε την ποδιάν της και ο Αντωνέλλος έχυσε μέσα όλα τα τάλληρα του μανδηλιού του.
— Να τα κάμης ό,τι θες· επρόσθεσε. Ο γαμβρός του εδόθη εις γέλωτα
θορυβώδη.
— Γέλα όσο θες, είπεν ο Αντωνέλλος· έχεις ακόμα να μου δίνης εκατό
τόσα τάλλαρα, εκείνη τη παλαιά διαφορά!
— Καλά, καλά, είπεν ο καπετάν Γιάννης, μη παύων να γελά.
— Δεν έχει καλά και καλά, είπε σοβαρά ο Αντωνέλλος· αυτή τη διαφορά θα σου τηνε ζητώ όλη μου τη ζωή!
Πάντοτε ο Αντωνέλλος έδιδε τα χρήματά του εις την αδελφήν του, εκρατούσε όμως και διά τον εαυτόν του ένα ποσόν. Από την ημέραν εκείνην ουδέ οβολόν εκρατούσε πλέον και διά τας μικράς του ανάγκας εζήτει από την αδελφήν.
Μετά κάμποσα έτη ακαταπόνητου εργασίας ο Αντωνέλλος κατεβλήθη και ηναγκάσθη ν' αφήση το πλοίον. Με πολύν κόπον απεχωρίσθη, από το «αγαπητό του πλεούμενο» καθώς τ' ωνόμαζε, από την θαλασσινήν του Μπέλλαν διά ν' αφοσιωθή εξ ολοκλήρου εις την αδελφήν, την Μπέλλαν του της ξηράς. Διά να μην κάθηται δε, έγεινε κηπουρός. Αυτός ήτο η ψυχή του περιβολιού της αδελφής του, καθώς ήτο η ψυχή του καραβιού άλλοτε. Μόνον τας Κυριακάς επήγαινε εις την εκκλησίαν της ενορίας των, τας δε λοιπάς ημέρας τας εξώδευε εις το σπήτι και εις το περιβόλι, το οποίον μετέβαλεν εις καράβι, διότι το μεν ένα μέρος, το βορεινόν, ωνόμαζε «πλώρην» το δε άλλο, το προς το σπήτι, «πρύμη» και την μέσην, όπου ήτο και η στέρνα την εβάπτισεν «αμπάρι»· και ήκουες με το πλέον σοβαρόν ύφος να σου λέγη ότι κολοκυθάκια έχει η πλώρη, αγγουράκια η πρύμη και μελιτζάνες το αμπάρι. Αλλά και δεν έλειπε, κάθε φορά που ήρχετο η «Μπέλλα», να ζητή από τον γαμβρόν του όσα του ώφειλε, την διαφοράν του λογαριασμού των και μάλιστα με θυμόν, ενώ ο γαμβρός του εγελούσε.
Αλλά ο καιρός έφευγε και μαζή μ' αυτόν έφευγε και ο Αντωνέλλος. Κ' έβλεπες ένα γεροντάκι κατάλευκο, κυρτωμένο, δραστήριο όμως πάντοτε. Ήτο ευτυχισμένος να εργάζεται εις το περιβόλι και να βλέπη την αδελφήν του· χωρίς όμως να το δείχνη, εζωογονείτο οσάκις ήρχετο από ταξείδι ο γαμβρός του και διότι τον αγαπούσε πολύ, αλλά προπάντων διότι η αδελφή του ήτο πλέον ευχαριστημένη τότε, του έκαμνε όμως πάντα τον θυμωμένον, τον δυσαρεστημένον και με πείσμα παιδιού του εζητούσε τα εκατόν τόσα τάλληρα, την παλαιάν των διαφοράν.
Ήτο μια πρωινή του Ιουλίου· αφ' εσπέρας είχαν λάβη γράμμα από τον Καραγιάννην ότι η «Μπέλλα», φθάσασα εις Μασσαλίαν με φορτίον, θα ήρχετο εις την πατρίδα μετά την εκφόρτωσν. Και ήσαν καταχαρούμενοι ο Αντωνέλλος και η αδελφή του· αυτή μάλιστα είχε διοργανώση μίαν εκδρομήν εις το νησάκι του Μπάου, το οποίον απείχε μόλις ένα μήλι από το μεγάλο νησί. Και είχαν συναχθή το πρωί εκείνο έξ-επτά κοράσια και γυναίκες, φίλαι της Μπέλλας και όλαι μαζή, σε μια βάρκα μέσα, εκίνησαν κατά το νησάκι. Εις το τιμόνι εκάθητο ο Αντωνέλλος, τα κουπιά δε σιγά-σιγά, με φωνές, γέλοια και τραγούδια ετραβούσαν αι γυναίκες αλληλοδιαδόχως.
Ήτο γαλήνη εντελής· η θάλασσα μάρμαρο, λάδι, όπως λέγουν οι θαλασσινοί· εμάγευεν η θέα του ομαλού εκείνου καθρέπτου, οπού εδείκνυεν όλους τους θησαυρούς του πυθμένος του, σαν να σου έλεγε· «Εμπιστεύσου εις εμέ αμέριμνος.» Και τα κοχλίδια τ' ασπρογάλαζα εις το βάθος και τα ψαράκια τα πολυειδή και πολύχρωμα, όπου έτρεχαν εδώ κ' εκεί με χάρι, σχίζοντα τα διαμαντένια νερά, και τα φύκη και τα βρύα και τα ζωόφυτα και τα όστρακα, όλα ήσαν μία χαρά, την οποίαν οι επιβάται της βάρκας εξεδείλουν θορυβωδέστατα. Και αυτός ο Αντωνέλλος είχε γείνη, θαρρείς, νεώτερος.
Έφθασεν εις το νησάκι, προσωρμίσθησαν εις μίαν αμμουδιάν και ώρμησαν όλαι, ωσάν άτακτα παιδιά και ανυπότακτα, ανά δύο, ανά τρεις, εις τους βράχους. Ο Αντωνέλλος, αφού ετοποθέτησε καταλλήλως τα κουπιά και έσυρε ολίγον έξω την βάρκαν, απομακρύνθη τελευταίος.
Τι ευμορφιά ήτο εκείνη τριγύρω! Μέσα εις την ασάλευτον γαλήνην, όλα ζωή και λάμψις και άρωμα. Θάλασσα και ουρανός, καθρέπτης διαφανής, ατελεύτητος· βαρκούλες ψαράδων εδώ κ' εκεί, και φωναί και γέλωτες ηχηροί πότε, πότε, ους επανελάμβανεν η ηχώ των απέναντι βράχων.
Έμειναν πολλάς ώρας εις το νησάκι. Και τι δεν έκαμαν; Αι νεώτεραι, πηδώσαι με ευστροφίαν κατσίκας, τα γλυστερά βράχια, εύγαζαν πεταλίδες, αχινούς, καβούρους· ο Αντωνέλλος, οπού είχε το καμάκι του, έπιασε δυο τρία χταποδάκια και με φωνές, με γέλοια, με τραγούδια, με αδιάπτωτον ευθυμίαν, εδιάλεξαν ένα ωραίο μέρος, μίαν γελαστήν αμμουδιάν, άπλωσαν εκεί τα πολυποίκιλλα ορεκτικά τους και ερρίφθησαν επ' αυτών με όρεξιν, μόνον εις τα νέα χρόνια γνωστήν.
Θα ήσαν τρεις μετά μεσημβρίαν, όταν εφάνη ένα συννεφάκι επάνω εις την άκραν της Τήνου· ο Αντωνέλλος συνωφρυώθη και χωρίς να χάνη καιρόν, παρώτρυνε τας γυναίκας να φύγουν — Θα χωμε φουρτούνα γλήγορα, ταις είπε· η Τήνο άρχισε να καπελλώνη . . .
Και πράγματι μετά ένα τέταρτον της ώρας η Τήνος εσκεπάσθη από γιγάντεια μεγαλοπρεπή λευκόφαια σύννεφα φαινόμενα ακίνητα εις τον οφθαλμόν, σαν απολιθωμένοι, όγκοι στρογγυλόσχημοι.
Συγχρόνως δε, αεράκι, αδύνατο στας αρχάς, ανά πάσαν δε στιγμήν ισχυρότερα πνέον, συνετάραξε το κοιμώμενον στοιχείον, τον προ ολίγων μόλις λεπτών ομαλώτατον και λείον καθρέπτην . . .
— Γρήγορα στη βάρκα· εβροντοφώνησεν ο Αντωνέλλος· Και αυτοστιγμεί αι γυναίκες όλαι, ως φοβισμένα πτηνά, εσωρεύθησαν εις την αμμουδιάν και ερρίφθησαν εις την βάρκαν μέσα.
Απεμακρύνθησαν ο Αντωνέλλος εκάθησε εις το τιμόνι, δύο δε από τας ρωμαλεοτέρας γυναίκας, (γυναίκας ναυτών) έδραξαν τα κουπιά;
Αλλ' ο βορράς απελύθη ακάθεκτος επί του υγρού πεδίου και το συνεκλόνισε· τα κύματα, με τας κορυφάς αφρισμένας, συνωθούντο ακατάσχετα και με φοβεράν βοήν. Δεν εθώπευον τώρα το εύπιστον ελαφρόξυλον με το δειλόν του φορτίον, αλλά του έπληττον τας πλευράς με αγριότητα θηρίου και το εκύλιον ανηλεώς και το ετίνασσον ωσάν πτερόν εδώ κ' εκεί, προσπαθούντα να τ' ανατρέψωσι. Και ήτο φόβος μη βυθισθή η καϋμένη η βαρκούλα· τα νερά την κατέκλυζον επί μάλλον και μάλλον και τόσον, οπού στεγνόν μέρος εν αυτή δεν υπήρχε· Αι γυναίκες, φοβισμέναι, εκρατούντο από τας χείρας και συνεσφίγγοντο. Ο Αντωνέλλος είχε πλησίον του την αδελφήν του, της οποίας οι πόδες ήσαν διαρκώς εις το νερόν και ήτις έτρεμεν από το ψύχος και από τον φόβον.
Αλλά ο Αντωνέλλος, τιμονεύων δεξιώς, κατώρθωσε να πλησιάση την αμμώδη παραλίαν, επάνω εις την οποίαν η βαρκούλα ερρίφθη με την μίαν των πλευρών. Με την βοήθειαν παρατυχόντων διαβατών αι γυναίκες απεβιβάσθησαν, ο δε Αντωνέλλος, περιβάλλων και υποβαστάζων την αδελφήν, την ωδήγησεν εις τα ίδια.
Η καϋμένη η Μπέλλα αρρώστησε δυνατά. Το ψύχος την είχε διαπεράση και ο ιατρός είπεν, ότι χρειάζεται πολλή προσοχή και πολλαί φροντίδες διά ν' αναλάβη· την κατέκαιεν ο πυρετός . . . Νοσοκόμος της, καθ όλον το διάστημα της ασθενείας ήτο ο Αντωνέλλος, όστις δεν ήθελε να την περιποιηθή κανείς άλλος. Ούτε έτρωγε, ούτε εκοιμάτο όπως έπρεπε, μεθ' όλας τας ενστάσεις της Μπέλλας ήτις, μετά είκοσιν, ημέρας ανέρρωσε.
Όταν όμως εστράφη να ιδή τον Αντωνέλλον, κατετρόμαξε! Δεν ήτο πλέον αυτός· ήτο η σκιά του. Κατέρρευσεν εντός μιας ημέρας· αι συγκινήσεις, οι κόποι και αι αγρυπνίαι είχον τελείως καταβάλη το, και άλλως, ασθενές σαρκίον του γέροντος. — Γρήγορα στο κρεββάτι, εφώναξεν η Μπέλλα και ο Αντωνέλλος δεν αντέστη. Κατεκλίθη, και ο ιατρός, αφού τον είδε, είπε κρυφά εις την Μπέλλαν την αλήθειαν . ο Αντωνέλλος ήτο εις τα τελευταία του . . . Η Μπέλλα έκλαυσε, αλλ' έκρυψε τα δάκρυά της και εκάθησε κοντά στο προσκέφαλό του.
Ο Αντωνέλλος έσβυνε χωρίς αγωνίαν· μία γαλήνη ήτο χυμένη εις το πρόσωπόν του, γαλήνη ύπνου, όστις έμελλε να είνε αίώνιος. Ήνοιγε από καιρού εις καιρόν τα μάτια, ησθάνετο ότι είνε πλησίον του η αδελφή.
— Μπέλλα, εψιθύρισε μίαν φοράν, δε θέλω ν' αγρυπνάς και να κουράζεσαι· άμε . . .
Και έδιδε εις την φωνήν του τονον θυμωμένου.
Εκείνο όμως που τον επείραζε πολύ ήτο η απουσία του γαμβρού του.
Ησθάνετο το τέλος εγγίζον και συχνά εψιθύριζε, ερωτών αν ήλθεν ο
Καραγιάννης.
— Ήθελα να τον ήβλεπα. Μπέλλα, πότε θάρθη; Και τα μάτια της Μπέλλας
εγέμιζαν δάκρυα. Και ο ασθενής επρόσθετε.
Μην κλαις· θάρθη χωρίς άλλο.
Δυο τρεις ημέρας κατόπιν, τον εμετάλαβαν και μία γαλήνη υπερκόσμιος εξωράισε το κάτισχνον πρόσωπόν του. Περιέφερε το βλέμμα εδώ κ' εκεί, εκινούσε τα χείλη, ωσάν κάτι να ήθελε να ειπή, όταν έξαφνα διεδόθη ότι ένα καράβι είχεν αράξη στον Τούρλο.
Ήτο η «Μπέλλα» και δεν παρήλθεν ώρα, οπού ο Καραγιάννης εισήλθεν εις το δωμάτιον του ασθενούς. Δεν εγνώριζε περί της ασθενείας του και έμεινε κατάπληκτος! είχεν ενώπιόν του έν πτώμα . . .
Το πρόσωπον του θνήσκοντος εφωτίσθη.
Ητένισε τον γαμβρόν του και διά του βλέμματος του ένευσε να πλησιάση. Εκείνος επλησίασε και έκυψεν επ' αυτού. Εκ του στόματος του θνήσκοντος εξήλθε ψιθυρισμός . . .
— Να την αγαπάς . . .
Δάκρυα ανέβλυσαν επί των βλεφάρων του Καραγιάννη.
Του ένευσεν ακόμη. Εκείνος έκλινε· σχεδόν ήγγισε με το πρόσωπον τα χείλη του και ηκροάσθη.
Τα χείλη του θνήσκοντος διεστάλησαν ελαφρά, ως όταν θέλει τις να μειδιάση.
— Και να της δώσης εκείνα τα τάλλαρα . . .
Ήτο η τελευταία πνοή . . .
Το πρώτον και τελευταίον του χαμόγελο . . .
Ω φύγε φύγε, ούτε να σ' ακούσω θέλω . . . τι φρίκη!
— Ποτέ, ποτέ δεν θα φύγω, αν δεν λάβω μίαν απάντησιν, μίαν
υπόσχεσιν.
— Καμμίαν άλλην απάντησιν δεν έχεις ν' ακούσης, παρά ότι μου
προξενείς φρίκην! τ' ακούεις; φρίκην!
Και πεσούσα επί του ανακλίντρου, ανελύθη εις δάκρυα.
Εκείνος εκυλίετο εις τους πόδας της ασθμαίνων, έξαλλος . . .
Εκείνη τον απώθησε και ηγέρθη.
— Φεύγω, επειδή το θέλεις, είπε μετ' ολίγον εκείνος εγερθείς, αλλά δεν θ' απομακρυνθώ, δεν ημπορώ ν' απομακρυνθώ. Και επρόσθεσε, συμπλέκων τας χείρας και με φωνήν εκφράζουσαν υπέρτατον πόνον:
— Μήπως το θέλω; σε αγαπώ τόσον . . .
Τω έδειξεν επιτακτικώς την θύραν! Εκείνος τότε, βραδέως οπισθοχωρών, αφήκε την αίθουσαν και απήλθε της οικίας περίλυπος.
Η νεαρά γυνή εστάθη επ' ολίγον σύννους, μετά τινα δε λεπτά μετέβη εις τον κοιτώνα της και κατεκλίθη. Η κεφαλή της έκαιε . . .
Μετά έν τέταρτον ώρας ηκούσθησαν τα βήματα του συζύγου, όστις εισήλθεν εις τον κοιτώνα.
— Τι έχεις, Αρσινόη; ηρώτησεν ανήσυχος.
Αιφνίδιος κεφαλόπονος, Άγγελε. Δεν είνε τίποτε.
Ο σύζυγος έψαυσε το μέτωπόν της.
— Το κεφάλι σου καίει, είπε. Αναπαύσου, θα σου κάμω συντροφιάν.
— Τι καλός που είσαι! είπεν εκείνη.
Εκείνος επήρε βιβλίον και εκάθησεν απέναντί της.
Βυθισμένος εις την ανάγνωσιν, δεν παρετήρησεν ότι η σύζυγος είχεν αποκοιμηθή. Αίφνης ήκουσε ψιθυρισμόν: — «Φύγε, φύγε.»
Παρετήρησε την σύζυγον, ης τα χείλη εκινούντο ηρέμα. Ανησύχησε και απέθεσε το βιβλίον. Αλλ' ο ύπνος της νεαράς γυναικός μετ' ολίγον εγένετο ησυχώτερος. Η αναπνοή εξήρχετο ήρεμος εκ των ημιανοίκτων κοραλλίνων χειλέων, και εις το πάλλευκον πρόσωπον, όπερ έβαφεν ελαφρά ροδίνη χροιά, επεκάθητο γαλήνη. Ο σύζυγος επανέλαβε την ανάγνωσιν.
Μετά ημίσειαν ώραν η νεαρά γυνή ήνοιξε τους οφθαλμούς.
— Τι καλά που κοιμήθηκα! είπε.
— Και όμως ήσουν εις την αρχήν πολύ ανήσυχος· επαραμιλούσες μάλιστα.
— Α! και τι είπα;
— Έλεγες «φύγε, φύγε.» Έμενα έδιωχνες βέβαια, είπε μειδιών εκείνος.
Εκείνη εγέλασε.
— 'σένα να διώξω, Άγγελε; Τον φύλακα τον άγγελόν μου;
Από δύο ετών ο βίος της Αρσινόης ήτο γαλήνιος, ομαλός, ως επιφάνεια λίμνης. Αίφνης ήλθε να τον ταράξη τρικυμία, ην είχε νομίση εκλιπούσαν, κοπάσασαν εντελώς.
Ήτο συνέχεια θυέλλης, ήτι είχεν άλλοτε συγκλονίση τα σπλάγχνα της τα παρθενικά.
Όταν ο πατήρ της Αρσινόης — δύο έτη πρότερον — της επρότεινε διά σύζυγον τον Άγγελον, η νέα κόρη εσκυθρώπασε· διότι ο Άγγελος, παρά της φυσικήν αγαθότητά του, δεν είχε τα προσόντα εκείνα τα οποία ελκύουν εκ πρώτης όψεως. Σοβαρός, σχεδόν ψυχρός, δεν απεκάλυπτεν εύκολα τα ψυχικά του χαρίσματα. Η καρδία του ωμοίαζε με κιβώτιον, εγκλείον μεν θησαυρούς ίσως, αλλά στεγανώς κλειστόν. Ήτο χρυσός, χωρίς όμως να στίλβη· παρουσίαζε δηλαδή ακριβώς το αντίθετον του πασιγνώστου φαινομένου, και η Αρσινόη, νέα ενθουσιώδης, ουδέν ησθάνετο πλησίον του, δεν ησθάνετο τουτέστι ό,τι ελκύει, ό,τι συναρπάζει μίαν καρδίαν. Το εναντίον ακριβώς συνέβαινε με τον επίσης οικογενειακόν φίλον Φωκίωνα, Ωραίος αυτός, ευφυής, ζωηρότατος, είχεν ελκύση την προσοχήν και κατόπιν την καρδίαν της Αρσινόης, ήτις είχε την ηλικίαν εκείνην, καθ' ην δεν σκέπτεται τις διόλου, αλλά μόνον αισθάνεται. Οι δύο νέοι, ο Άγγελος και ο Φωκίων, αν και ανόμοιοι τον χαρακτήρα, ήσαν φίλοι, συνηντώντο δε συχνά και εις την οικίαν της Αρσινόης, καλής, ωραίας, νοήμονος κόρης και νύμφης επιζήλου. Συχναί ήσαν αι συναναστροφαί μεταξύ πατρός, θυγατρός και των δύο νέων, ενώ δε ο Φωκίων δεν έπαυε χαριεντιζόμενος και σπείρων την ευθυμίαν. ο Άγγελος ωμίλει ολίγα και σχεδόν σοβαρά πάντοτε. Τούτο επείσμωνε την νέαν κόρην, ελκυομένην καθεκάστην πλειότερον προς τον Φωκίωνα. Συνέβη, δις ή τρις, στραφείσα αποτόμως προς τον Άγγελον, να συλλάβη το βλέμμα του προσηλωμένον επιμόνως επ' αυτής· τίποτε άλλο δεν ηδύνατο ν' αναγνώση επί του προσώπου του. Η μεταξύ των δύο νέων διαφορά, τουλάχιστον η εξωτερική, ήτο μεγάλη και η νέα κόρη ωρισμένως έκλινε προς τον Φωκίωνα. Του πατρός της όμως η γνώμη, πατρός όσον φιλοστόργου, τόσον και νουνεχούς, ήτο εκ διαμέτρου αντίθετος. Σπουδάσας κατά βάθος τον χαρακτήρα των δύο νέων, ουδ' επί στιγμήν εδίστασε μεταξύ αυτών. Τον Άγγελον ήθελε σύντροφον του μόνου του τέκνου, του ορφανού μητρός, της μόνης του χαράς. Αυτόν της προώρισε σύζυγον, πεποιθώς ότι μαζή του θα ηυτύχει.
Αλλ' η κόρη εσκυθρώπασε. Τον πατέρα και τον εσέβετο και τον ελάτρευε, αλλ' η καρδία της είχεν ομιλήση και η Αρσινόη ήτο δυστυχής . . . ..
Δεν επάλαισεν όμως· ενώπιον της επιμόνου θελήσεως του καλού της πατρός, εδέησε να υποκύψη.
Συνέπλεξε μετ' απελπισίας τας χείρας, έχυσε κρυφά πολλά δάκρυα, αλλ' υπέκυψε . . .
Ο Φωκίων, μαθών τα αποφασισθέντα τη εξηκόντισεν επιστολήν πλήρη πυρός, δακρύων, λύσσης και απογνώσεως, ην η Αρσινόη, αφού κατέβρεξε με δάκρυα, έσχε το θάρρος να παραδώση εις το πυρ, το αυτό εκείνο πυρ, το οποίον την κατέκαιε την στιγμήν εκείνην.
Μετά τον γάμον, ο Φωκίων απεδήμησεν εις την ξένην.
Ο Άγγελος περιέβαλε την σύζυγον με πολλήν στοργήν, αν και δεν ηγνόει την ψυχικήν της κατάστασιν. Συχνά την έβλεπεν εταστικώς, ωσάν να ήθελε κάτι ν' αναγνώση επί του προσώπου της, κάτι να μαντεύση· ούτε παρατήρησιν όμως τη απηύθυνε ποτέ, ούτε τίποτε. Εκείνη έβλεπε ταύτα και ηδημόνει. Θα επροτίμα θόρυβον μάλλον παρά την ησυχίαν αυτήν. Αντί της απαθείας του, θα επροτίμα παρατηρήσεις, ανακρίσεις φανεράς, ελέγχους. Ταύτα θα εδείκνυον ενδιαφέρον, πάθος τι, έν αίσθημα. Η απάθεια εκείνη του συζύγου την παρώργιζε. Αλλ' ήτο αγαθός και τον ετίμα, αν και επάλαιε διηνεκώς μεταξύ προσφάτου ακόμη, καυστικής αναμνήσεως και καθήκοντος ιερού.
Εβίαζεν εαυτήν, προσπαθούσα να συνδέεται στενώτερον οσημέραι προς τον σύζυγον, συχνά δε, οσάκις καμμία ανάμνησις την ηνώχλει επίμονος, τον εκράτει πλησίον της, ως δεινόν τι προαισθανομένη, ωσάν να την ηπείλει συμφορά. Εκείνος την έβλεπεν απορών και την καθησύχαζε με λόγους μειλιχίους.
Μικρόν κατά μικρόν η ψυχική τρικυμία κατηυνάζετο. Οι παροξυσμοί εγίνοντο σπανιώτεροι. Το αόρατον άστρον, εις ό ανεφέροντο ενίοτε οι οφθαλμοί της ψυχής, εθαμβούτο ολονέν, ωχρία, αποβάλλον βαθμηδόν την προτέραν λάμψιν, τότε δε μία γαλήνη ευεργετική, σωτηρία, εγέμιζε την καρδίαν της. Οι καπνοί που την εσκότιζον πριν, διελύοντο και τώρα έβλεπε καθαρά ενώπιόν της. Πολύ δίκαιον είχεν ο πατήρ της, όστις, αφού την εχειραγώγησε και την ενίσχυσεν, απήλθεν εκ του κόσμου τούτου, βέβαιος περί του έργου του. Η ασθένεια της Αρσινόης βαθμηδόν υπεχώρει, δεν θα παρήρχετό δε πολύς καιρός και η ίασις θα ήτο εντελής. Είχε και η Αρσινόη το όνειρόν της το νεανικόν, το οποίον προ πολλού εσβέσθη εντελώς και δεν υπάρχει εξ αυτού παρά τέφρα ψυχρά, την οποίαν δεν φοβείται. Τώρα, αντί του ονείρου εκείνου, απλούται ενώπιον αυτής η πραγματικότης η άνευ ονείρων, η ομαλή, η ατάραχος. Η εστία, ο καλός σύζυγος! Έν αχ! είς στεναγμός ανακουφίσεως και τώρα η λήθη, η τόσον ευεργετική.
Ήτο ευτυχής η Αρσινόη, ήτο δηλαδή ήσυχος, ότε πρωίαν τινά ευρέθη ενώπιόν της ο Φωκίων . . . Ήτο μόνη . . . Αυτός, προ μικρού επανελθών εκ ταξειδίου, έτρεξεν ευθύς παρά τη φίλη οικογενεία . . . Ήτο τύπος ωραίου ανδρός, καθ' όλην την σημασίαν της λέξεως. Η στάσις του εδείκνυε κάποιαν συστολήν. Η Αρσινόη δεν θα ηδύνατο να εκφράση τι ησθάνθη την στιγμήν εκείνην. Τω έτεινε την χείρα ως παλαιά φίλη, εκείνος δε, ατάραχος, διηγήθη τα κατ' αυτόν, ευτράπελα, μ' ευγλωττίαν. Περί του παρελθόντος ούτε λέξεις και ότε ο νέος απήρχετο, η Αρσινόη του έθλιψεν εκ νέου την χείρα.
Μετά χαράς είδεν ο Άγγελος τον Φωκίωνα. Οι δύο άνδρες ανενέωσαν τας προτέρας των σχέσεις. Ο οίκος του Αγγέλου ήτο πάντοτε ανοικτός διά τον παλαιόν φίλον, όστις, της σχολής του τας ώρας διήρχετο εκεί, ομολογών απροκαλύπτως ότι ουδαμού αλλού ησθάνετο τόσην ευτυχίαν. Οι δύο άνδρες συνεδέθησαν στενώς πάλιν και η Αρσινόη δεν είχεν αφορμήν ν' ανησυχήση. Ο Φωκίων βέβαια ελησμόνησεν εντελώς το παλαιόν του αίσθημα, ως ελησμόνησεν αυτό και η Αρσινόη. — Και τόσω το καλλίτερον, διενοήθη εν τέλει η νέα γυνή.
Η μεταξύ των τριών προσώπων σχέσις έλαβε τον χαρακτήρα οικειότητος, χωρίς η προς την Αρσινόην ευλάβεια του Φωκίωνος ν' αλλοιωθή το παράπαν. Συχνά συνέτρωγον ή συνδιεσκέδαζον εις την πόλιν και τα περίχωρα. Συνέβη πολλάκις να μείνωσι μόνοι, η Αρσινόη και ο Φωκίων και τότε όμως περί παντός άλλου εγίνετο λόγος, ουδέποτε δε περί πράγματος δυναμένου να δώση έστω και πόρρωθεν νύξιν περί του παλαιού αισθήματος, του νεκρωθέντος προ πολλού ήδη . . . Διότι, σπάνιαί τινες χειρός θλίψεις θερμότεραι, παρατεταμέναι, ή εξακοντίσεις βλεμμάτων τολμηρότεραι, δεν ηδύναντο ν' ανησυχήσωσι την νέαν γυναίκα.
Ημέραν τινά, περιεργαζόμενοι τας αιθούσας του Πολυτεχνείου, εις το διαμέρισμα της ζωγραφικής, εσταμάτησαν προ εικόνος παριστανούσης άνδρα εν κυνηγετική περιβολή, απάγοντα νέαν κόρην. Μακράν διεκρίνοντο τρεις τέσσαρες άνδρες, οι διώκται πιθανώς του ζεύγους. Ο Άγγελος έτυχε να είναι ολίγον μακράν και ο Φωκίων είπεν εις την Αρσινόην, δεικνύων την εικόνα — «Διά την θέσιν του ανδρός αυτού θα έδιδα την ζωήν μου·» και ανεστέναξε βαθέως. Η Αρσινόη, μολονότι ταραχθείσα, εκρατήθη όμως και απήντησε με απάθειαν:
— Και τις η ανάγκη απαγωγής; Ειμπορείτε να εκλέξετε και να ευτυχήσετε.
— Α! ναι, είπεν ο Φωκίων με πικρίαν καταφανή. Μίαν φοράν εκλέγουν και εγώ την τύχην μου την είδα. Η Αρσινόη ηρυθρίασε κ' έσπευσε ν' απομακρυνθή, μετ' ου πολύ δε και οι τρεις απήρχοντο του Πολυτεχνείου.
Ο Φωκίων έκτοτε ήλλαξε τρόπον. Από της άκρας ευθυμίας, παρεδίδετο αίφνης εις μελαγχολίαν μεγάλην. Η Αρσινόη ήτο απαθής, ή επροσποιείτο και ο Φωκίων ηρεθίζετο. Συχνά τη έρριπτεν επίμονα ή παρακλητικά βλέμματα εις τα οποία εκείνη δεν απήντα και ο Φωκίων εγίνετο εκτός εαυτού. Εβασανίζετο υπό επιμόνου σκέψεως, ήτο δε διαρκώς εν νευρική ταραχή και ήρχοντο στιγμαί καθ' ας επεθύμει να τον εδίωκον της οικίας μάλλον παρά να τον δέχωνται με τόσην προθυμίαν. Έκαμνεν εκ διαλειμμάτων συντόμους απουσίας, χωρίς η κατατρύχουσα αυτόν οδύνη να κατευνάζεται.
Μίαν πρωίαν τέλος, εν στιγμή ακροτάτου ερεθισμού, έπεσεν εις τους πόδας της Αρσινόης, εξομολογούμενος με γλώσσαν πυρίνην, το κατατρώγον αυτόν πάθος . . . .
Εκείνη, ήτις προ πολλού τον εμάντευε, απέκρουσεν, ως είδαμεν, υπερήφανα, εν αγανακτήσει, την αυθάδη εξομολόγησιν, ότε δ' εκείνος απηλπισμένος απήρχετο, εκείνη ανελύετο εις δάκρυα . . .
Μεγάλη μεταβολή επήλθεν εις τας έξεις και εις αυτόν τον χαρακτήρα του Φωκίωνος. Αι επισκέψεις του εις του Αγγέλου είνε σπάνιαι και νομίζει κανείς ότι είνε άλλος άνθρωπος. Δεν είνε πλέον ζωηρός, όπως ήτο, και ομιλητικός. Η σοβαρότης αυτή εκπλήττει τον φίλον του όστις, αποδίδων αυτήν εις άλλας αφορμάς, συχνά τον πειράζει, δεν εκπλήττει όμως την Αρσινόην, αλλά την ανησυχεί, φοβουμένην μη η ασυνήθης αύτη μετατροπή κρύπτη καμμίαν παγίδα . . . Ο καιρός όμως παρέρχεται και η Αρσινόη δεν έχει λόγους να φοβήται· απ' εναντίας τώρα λυπείται . . . Ο Φωκίων είνε σκυθρωπός και η μελαγχολία του, ολίγον κατ' ολίγον, μετεδόθη και εις την Αρσινόην, ήτις μόνον ενώπιον του συζύγου προσποιείται την εύθυμον. Την μεταβολήν ταύτην ο Φωκίων την αντελήφθη αμέσως και δεν δυσηρεστήθη· προφανώς εν τη ψυχή της Αρσινόης ετελείτο πάλη. Ήτο πάντοτε η αυτή γαλήνιος και αξιοπρεπής γυνή, αλλά πολύ την δυσηρέστει τώρα η δυσθυμία του Φωκίωνος, όστις εξηκολούθει επιμόνως την αυτήν τακτικήν, προβαίνων μέχρι του μέτρου ν' αποφεύγη όσον ηδύνατο να την βλέπη μόνην . . .
Ημέραν τινά εν τούτοις ο Φωκίων δεν ηδυνήθη να την αποφύγη. Ήτο μελαγχολικώτερος του συνήθους και εις την ερώτησιν της Αρσινόης διατί η τόση του δυσθυμία, εκείνος απήντησεν ότι ήτο πολύ σκληρός ο περίγελως, αφού κάλλιστα γνωρίζει την αφορμήν . . . Και επρόσθεσε με φωνήν ομοιάζουσαν μάλλον ψιθυρισμόν: — Και να μην ημπορώ ν' απομακρυνθώ . . . — Αλλ' η φιλία τότε; είπεν εκείνη. — Δεν υπάρχει καμμία, απήντησεν εκείνος με πικρίαν. — Ούτε η ιδική μου; είπεν εκείνη ταπεινοφώνως, χωρίς να τον ατενίση . . . Εις τον τόνον της φωνής ο νέος διέκρινε τρυφερότητα . . . η καρδία του υπερεπληρώθη, αλλ' η Αρσινόη ηγέρθη. — θέλω να είσαι εύθυμος, τ' ακούεις; είπε τεταραγμένη· το θέλω. Και απεμακρύνθη εσπευσμένως.
Αντηλλάγησαν επιστολαί τίνες. Αι του Φωκίωνος εδείκνυον το πυρ που τον έτρωγε, αι της Αρσινόης, αίσθημα αναγεννώμενον Φευ! ήτο το πρώτον της Αρσινόης ολίσθημα . . . Ησθάνετο ότι παρεσύρετο, ότι ελιποψύχει και ήρχοντο στιγμαί καθ' ας έκλαιεν από εντροπήν. Ως εξ ενστίκτου, εζήτει περί αυτήν έρεισμά τι, κάποιαν ενίσχυσιν, εζήτει έν φάρμακον κατά της αδυναμίας της τής ενόχου, της ολεθρίας . . . Προ πολλού επεθύμει να ταξειδεύση και ο σύζυγος ανέμενε τας διαταγάς της, χωρίς αύται να δίδωνται.
— Όταν θελήσης, είμ' έτοιμος, Αρσινόη, της είπεν ημέραν τινά· τίποτε
δεν θα μ' εμποδίση.
— Ναι, ναι, Άγγελε, ευχαριστώ· αργότερα. Και ενώπιον της συζυγικής
καλωσύνης, ησθάνετο τας παρειάς της φλεγομένας!
Η κρίσις έφθασεν εις σημείον οξύτατον. Ο Φωκίων είνε επιτακτικός, ενώ συγχρόνως ικετεύει. Αι επιστολαί του εκφράζουν όλην την οδύνην ανθρώπου εμμανώς αγαπώντος· είνε επιστολαί ημιπαράφρονος, η τελευταία του δε είνε αληθινή λάβα ηφαιστείου. — «Αν δεν έλθης — έγραφεν — αυτήν την φοράν, δεν θα ημπορέσω ν' ανθέξω περισσότερον . . .»
Η ημέρα εκείνη είνε ημέρα τρικυμίας ψυχικής απεριγράπτου διά την Αρσινόην· αι ώραι, αι στιγμαί, είνε ώραι και στιγμαί αλλοφροσύνης. Κάθηται, εγείρεται, κρατεί βιβλίον χωρίς ν' αναγινώσκη, πηγαινοέρχεται, γελά και κλαίει. Είχεν αποφασίσει την υπερτάτην θυσίαν και είνε εκτός εαυτής. Διότι το βήμα το οποίον απεφάσισε, δεν είνε εις θέσιν να είπη αν τη προξενή αγαλλίασιν ή φρίκην! τόσον τα δύο ταύτα αισθήματα συγχέονται. Ο σύζυγος απουσιάζει δι' υποθέσεις του και είνε εντελώς ελευθέρα. Η τροφός, ήτις την ανέθρεψε και δεν τολμά να την κρίνη, διότι τη είνε ολοψύχως αφωσιωμένη, θα την συνοδεύση εις την νυκτερινήν εκδρομήν της. Θα επανέλθουν πριν ή επιστρέψη ο σύζυγος, όστις άλλως έχει πλήρη εις αυτήν πεποίθησιν. Ο σύζυγος, ο αγαθός άνθρωπος, ο άγγελός της . . . Και τα επίθετα ταύτα, τα οποία έρχονται εις την μνήμην της αδιάκοπα, ωσάν καμμία δύναμις να τα στέλλη, είνε τόσα κτυπήματα μαχαίρας εις την πληγωμένην ψυχήν της . . .
Αλλ' η ώρα εγγίζει και πρέπει ν' απέλθη. Η πιστή τροφός την αναμένει σιωπηλή. Εγείρεται και προχωρεί ολίγα βήματα, αλλ' ενθυμείται αίφνης και διευθύνεται προς τον κοιτώνα της. Θέλει δι' εσχάτην φοράν να προσευχηθή, να ζητήση εξ ύψους ενίσχυσιν εις την αναμενομένην πάλην.
Επί του τοίχου, άνω της συζυγικής παστάδος είνε ανηρτημένη μεγάλη εικών του συζύγου, του Αγγέλου της, ολίγον δ' απωτέρω, μία εικών του αρχαγγέλου Γαβριήλ με γυμνήν ρομφαίαν. Η Αρσινόη εγονυπέτησε. Θέλει να προσευχηθή αλλά δεν το κατορθώνει· η μνήμη της την προδίδει, δεν ενθυμείται πλέον . . . αι παρειαί της φλογίζονται, είνε εις άκρον εξημμένη και εν τη συγχύσει της, τη φαίνεται ότι ο αρχάγγελος την απειλεί διά του ξίφους, ενώ ο Άγγελος, ο σύζυγός της, τη μειδιά προσηνώς . . . Μετ' ολίγον αι δυο εικόνες συγχέονται εις μίαν . . . Και το μειδίαμα το προσηνές και η ρομφαία η απειλούσα ανήκουν εις το αυτό πρόσωπον . . .
Παρήλθε πολλή ώρα και η Αρσινόη είνε εις τα γόνατα. Αδυνατεί να εγερθή . . . Είνε καθηλωμένη επί του εδάφους. Αίφνης αισθάνεται ότι της εγγίζουν τον ώμον. Είνε η τροφός, η οποία της ενθυμίζει την ώραν . . .
Η Αρσινόη εγείρεται ορμητική και η όψις της εκφράζει απόφασιν αιφνιδίως ληφθείσαν. — Νίνα λέγει προς την τροφόν αν μ' αγαπάς, αν ποτέ με ηγάπησες, τρέξε, πέταξε, φέρε τον Άγγελόν μου εις την στιγμήν. Το θέλω, ακούεις;
Εις τα λάμποντα βλέμματα, εις τας εξημμένας παρειάς της κυρίας της η καλή τροφός ανέγνωσεν ολόκληρον δράμα . . .
Έφυγε δρομαία.
Η Αρσινόη ανέμενε τον σύζυγον υπερήφανος, φρίσσουσα, με πόθους νεονύμφου, πόθους όμως αγίους . . . Ησθάνετο και τώρα αγωνίαν, αλλ' ήτο αύτη αγωνία ευεργετική, αγωνία σώζουσα . . .
ΎΠΝΟ δεν είχεν, κάμποσες νύχτες τώρα, η Σμαραγδούλα. Από κάτω από τα ωραία της μάτια είνε μια σειρά μελανή, της αγρύπνιας σημάδι. Θυμώνει με την αδιακρισία, την αυθάδεια των παλληκαριών που δεν την αφίνουν να κοιμηθή. Η δυσαρέσκειά της φαίνεται σ' όλα της τα κινήματα.
— Ακούς εκεί! Να μην μπορή ένας να ησυχάση, να μην είν' ελεύθερος ν' αναπαυθή γιατί εκατέβη στο κεφάλι μερικών να έρχουνται την νύχτα να τραγουδούν, χωρίς κανείς να τους παρακαλή. Αυτοί ευχαριστούνται, ρώτηξαν όμως και μένα, αν θέλω ν' ακούω; Να ταν εδώ ο Μάρκος ο ξάδελφός μου, δεν θα με πείραζε κανένας. Αυτά εσυλλογιόταν η Σμαραγδούλα, ενώ η καϋμένη η γρηά θεία της είνε να χάση το νου της με το φυσικό της ανεψιάς. Να την αγαπούνε τόσοι, να την κυνηγούνε, να είνε έτοιμοι να φαγωθούν, κι' αυτή να θυμώνη, να τους βρίζη, να μη θέλη να τους ξέρη. Η πατινάδες και τα τραγούδια, εκείνο που για της άλλες κοπέλλες ήταν χαρά και πανηγύρι και καύχημα, για την Σμαραγδούλα ήταν αφορμή θυμού. Απελπίζετο η καϋμένη η θεία της με τον χαραχτήρα της τον παράξενο, τον αλλόκοτο! Πού ευρήκε αυτή την υπερηφάνεια, κόρη ναυτικού, καθώς ήταν η περισσότερες συνομίληκες και φιλενάδες της; Εκείνη πάλι η ακαταδεξία, η ψυχρότητά της; Μάρμαρο η ευλογημένη, ενώ είνε τόσον έμμορφη τόσον ελκυστική, οπού δεν έμεινε παλληκάρι να μη την ποθήση, να μη την κυνηγήση. Και ενθυμήθη με πείσμα η γρηά τη νύφη της. — Από εκείνη την ξένη, από τη μάννα της, τόχει, αυτό το ελάττωμα από κείνη το κληρονόμησε χωρίς άλλο γιατί όσο για τ' άλλα, είνε λαμπρό παιδί, και μόνο αυτή την ψυχρότη δείχνει πως έχει, για να μην την διώ εγώ αποκαταστημένη. Και η αδημονία αυτή την έτρωγε χρόνια τώρα.
Τον αδερφό της, τον πατέρα της Σμαραγδούλας, τον αγαπούσε πολύ, μα δε μπόρεσε να του συχωρέση πως πήρε μια ξένη, μια περίφανη, μια πεισματάρα, που ό,τι έλεγε, έπρεπε να γίνεται. Μα είχε δελεάση τον αδερφό της με την ξεχωριστή ευμορφιά της. Τώρα τα χρόνια πέρασαν, οι γονείς δεν ζούνε πλιο και η γρηά θεία αφωσιώθηκε στην ανεψιά της: ήταν το καμάρι της, το είδωλό της. Και τι χαρά που την είχε, οπού όσο μεγάλωνε, τόσο αύξαναν οι αγαπητικοί, τα τραγούδια, η πατινάδες, τα παινέματα στην εμμορφιά την ασύγκριτη, στα μάτια πούλεγαν τόσα και τόσα χωρίς να μιλούνε, στο λυγυρό κορμί, το κυπαρισένιο, στο περήφανο περπάτημα και στα μαλλιά τα μαύρα σαν του κόρακα το φτερό. Και ύστερ' απ' αυτά τα χαρίσματα της Μοίρας, ύστερ' απ' αυτά τα θεϊκά δώρα, μία ακατανόητη ψυχρότητα, μία αδιαφορία, μία απάθεια, μία αναισθησία μαρμάρου . . . Τα μάτια της είχαν τόση έκφρασι, τόση ζωή μέσα τους, οπού έφθαναν να ζωογονήσουν εκατό νεκρές καρδιές γύρου τους! Θα έλεγες πως με τα μάτια εκείνα μιλεί, η ψυχή της, και όμως, σαν να μην είχε μνημονικό η ψυχή αυτή και ό,τι έβλεπε, σαν να μην ετυπώνετο μέσα της, παρά εξαλείφετο σαν το σημάδι επάνω στο νερό.
Ήταν στ' αλήθεια τέτοια, ή τα φερσήματα της ήταν προσποιημένα, γιατί δεν έβρισκε το ταίρι της;
Κανείς δεν ήξευρε να πη. Τούτο μόνο ήταν γνωστό, πως έπαιζε κ' εγελούσε με τα αισθήματα των αγαπητικών της, μάλιστα όταν τα αισθήματα αυτά εξεχείλιζαν ή εξεσπούσαν σε πατινάδες και σε τραγούδια, η Σμαραγδούλα εγίνετο κακιά, εθύμωνε με τα σωστά της ή εμπορούσε και να προσβάλη.
***
Δεν τα θελε τα πράμματ' αυτά τα πρόστυχα· τέλειωσε. Έτζι ήταν καμωμένη η Σμαραγδούλα· δεν έμοιαζε με καμμιά από της φιλενάδες της· εκείνα τα χωρατά, εκείνα τα κρυφομιλήματα, ή ν' ανταμώνεται σε κανένα σπίτι με κανένα κοπελλιάρη για να τα πούνε, καθώς έκαναν άλλες, η περισσότερες, δεν της άρεσαν, δεν τάθελε· θαρρείς πως ήταν γυναίκα άλλου κύκλου και δεν εννοούσε να την πειράζουνε, να την ενοχλούνε μ' ερωτοτροπίες πρόστυχες και χωρίς την άδειά της. Μεγάλη ιδέα έχουνε για τον εαυτό τους — ήλεγε η Σμαραγδούλα. — «Τους φαίνεται πως φτάνει να καταδεχτούνε να σε κυτάξουνε, εσύ ετρελλάθηκες απ' τη χαρά σου· αν έρθουνε δα και με τα βιολιά, τόχουνε γι' αμαρτία να μην ανοίξης την πόρτα σου. Εγώ δεν τ' αγαπώ αυτά και όσο θένε, ας τρέχουνε· δε με πλανούνε.»
***
Κάθε πράμμα όμως στον κόσμο έχει τα όριά του, έχει ένα σημείο που σταματά, για αυτό έφθασε μια μέρα οπού και οι αγαπητικοί της Σμαραγδούλας, ετραβήχτηκαν. Εβαρεθήκαν οι άνθρωποι να ελπίζουν και να παίζουνται· είπαν μεταξύ τους — ουχ άδεφέ, να παρακαλούμε θέμε; ας πάη στο καλό τέτοια γυναίκα, δίχως καρδιά! Και η Σμαραγδούλα ανάσανε, ησύχασε, όχι όμως όλως διόλου, γιατί δεν άργησε να φανερωθή πως δεν είχαν τραβηχτή όλοι και πως έμειναν δυο, οι καλλίτεροι, δηλαδή οι χειρότεροι, οι πιο πεισματάρηδες και οι πιο επικίνδυνοι, από κείνους που δεν υποχωρούνε γρήγορα, που δεν ξεχνούν, από κείνους, που συνήθισαν να νικούνε τα εμπόδια και η Σμαραγδούλα είδε με θυμό και με πείσμα, πως ο πόλεμος δεν ετελείωσε. Σαν να ήταν όμως τώρα προσποιητός ο θυμός της και σαν να της άρεσε πως είχε να κάμη με χαραχτήρας ανδρικούς και εφαινότανε σαν περήφανη, γιατί η νίκη της θα είχε περισσή αξία.
Ήταν καπετανόπουλα οι δυο φίλοι της Σμαραγδούλας και εχθροί μεταξύ τους μεγάλοι, ο Γιώργης ο Μόρφος και ο Ζώης ο Περήφανος. Ο Μόρφος μάλιστα εμισούσε το Ζώη με όλη τη δύναμι της ψυχής του, γιατί κάπου στην ξενητειά μια φορά εφιλονείκησαν για την κοπέλλα κ' επιάστηκαν και ο δυνατώτερος Ζώης έδειρε τον Μόρφο. Τώρα απόφευγε ο ένας τον άλλον για να μην έρθουν στα χέρια και η κοπέλλα ήταν ελεύθερη να διαλέξη από τους δυο. Και η πατινάδες και τα τραγούδια δεν είχαν τελειωμό. Ο Μόρφος ήταν πιο φρόνιμος από τον Ζώη και ο Ζώης πιο ορμητικός από τον Μόρφον και πιο ανυπόμονος. Μαζή με τον έρωτά του έδειχνε και το πείσμα του το μεγάλο για την αντίστασι την αδικαιολόγητη της Σμαραγδούλας. Η φιλοτιμία του ήταν πολύ πληγωμένη γιατί δεν ήταν μόνο καλός γαμπρός, μα και ωραίο παλληκάρι. Μα του κάκου όλα.. πατηνάδες, περίπατοι, ματιές, παινέματα, θυμοί, ξενύχτια στην πόρτα ομπρός, τίποτα δεν ωφελούσαν και μόνο ο Ζώης ερεθιζότανε. Μια πρωινή ο Ζώης επαραφύλαξε την κοπέλλα, σαν εύγαινε από την εκκλησιά, σ' ένα δρόμο κοντά στο σπίτι της. — Τι διάβολο, από πάγο είσαι; της είπε. — Και ο πιο δυνατός πάγος λυώνει, σαν εύρη ανάλογη ζέστη, αποκρίθη εκείνη.
— Που θα πη, εμείς δεν την έχομε, είπεν εκείνος με πείσμα και εστράφη να φύγη γρήγορα, χωρίς να περιμένη ν' ακούση την απόκρισι της Σμαραγδούλας, η οποία σαν να είχεν αρχίση να λυγίζεται. Στα ερωτικά δεν ήταν τεχνίτης ο Ζώης και άκουε περισσότερο το πείσμα του, κι' αυτό τον έφαγε. Ετραβήχτηκε με υπερβολικό πείσμα αυτή τη φορά, με αγανάκτησι, βέβαιος πως έχει να κάμη με μάρμαρο, και για να λάβη κάποια εκδίκησι, εσυλλογίσθη να την πειράξη· εσκέφθη να την περιφρονήση και ενώ η Σμαραγδούλα εγύρευε αφορμή τώρα να δείξη πως άλλαξε και να φανερώση την κλίσι της στο Ζώη, αυτός, που ήταν ζηλευτός γαμπρός και τον ήθελαν πολλές, εστράφηκε σε μιαν άλλη πολύ ζωηρή και φανερά, ολοφάνερα, κάθε μέρα, ήταν μαζή της κ' επερνούσε συχνά μ' αυτήν από το σπήτι της Σμαραγδούλας για να την κάνη να σκυλιάζη. Και το εκατώρθωσε. Στην αρχή η Σμαραγδούλα θέλησε να κάμη την περήφανη, τη δυνατή, μα έτυχε μια περίστασι κ' επροδόθηκε πολύ άσκημα. Ένα από 'κείνα τα κακά, τ' απύλωτα στόματα, που τίποτα δεν τα κρατεί, που θέλουν να μιλούνε και ας γίνη ό,τι γίνη, είπε της Σμαραγδούλας πως ο Ζώης είπε, τάχατες φανερά, πως δε θέλει να τήνε ξέρη, πως την περιφρονεί και πως αν περνά, περνά μόνο για να την προσβάλη με τον τρόπο του, γιατί αυτό και της πρέπει. Επίστεψε η Σμαραγδούλα το κακό στόμα το απύλωτο, το φαρμακερό του σάλιο της εδάγκασε την καρδιά εις βαθμό, οπού αισθάνθηκε βαθειά τον πόνο και μια βραδιά, οπού ο Ζώης πέρασε πάλι από μπροστά της πεζογελώντας, πρώτα με την κοπέλλα του, και ευτύς κατόπι μοναχός του, η Σμαραγδούλα δε βαστάχτηκε και του φώναξε με θυμό, πως δεν την πειράζουνε τέτοια καμώματα, που τα κάνουνε μόνο γουρού. . . Στην άσκημη λέξι εσταμάτησε, την άκουσαν όμως δυο γειτόνισσες, και ο Ζώης, υπερβολικά συγχυσμένος, έφυγε τρεχάτος . . .
Η Σμαραγδούλα, ευτύς ύστερ' απ' αυτό έκλεισε το παράθυρο και την πόρτα της κ' επλάγιασε να κοιμηθή. Εμετανόησ' ευτύς για τη λέξι και είδε κακά όνειρα τη νύχτα κείνη, την αυγή δε, ευτύς που σηκώθηκε, άκουσε θόρυβο στην πόρτα της και ομιλίες και ξεφωνητά. Έτρεξε και τι να ιδή; Από ένα χαλκά της οξώπορτας του κάτω σπιτιού εκρεμότανε ένα γουρουνάκι σφαγμένο!
Δεν μπορούσε να γείνη μεγαλείτερη προσβολή απ' αυτήν και για να την κάμη ο Ζώης, θα πη πως είχε θυμώση υπερβολικά. Μπροστά σε κόσμο τον ωνόμασε χοίρο! Και αν για μια στιγμή υποθέσωμε πως το αίσθημα του Ζώη για την άλλη κοπέλλα, ήταν προσποιητό, φτιασμένο έτζι για να ερεθίζη τη Σμαραγδούλα, τώρα όμως η καρδιά του είνε γεμάτη θυμό, θυμό δίκαιο, και κανένα άλλο αίσθημα δε χωρεί μέσα της. Καλλίτερα την ξερριζώνη την καρδιά του, παρά να την ακούση να του μιλήση πλιο για την Σμαραγδούλα για την πιο άσπλαχνη, την πιο σκληρή γυναίκα που εγνώρισε στη ζωή του. Και ποιος; ο Ζώης ο Περήφανος, το ζηλευτό παλληκάρι, που θα το είχε τιμή και ευτυχία της να τον πάρη άλλη κοπέλλα . . . «Χοίρος είμ' εγώ; Να, λοιπό, να σου κρεμάσω το ζώο στην πόρτα σου, να μου θυμάσαι! μια για πάντα' είσ' εσύ κακή, να γενώ και εγώ πιο κακός από σένα . . .»
Είνε λίγα χρόνια τώρα, μια πρωινή, με οδηγό τον παντοτεινό μου αγωγιάτη, τον Βασίλη τον Αρβανίτη, επήγαινα από τη χώρα στην εξοχή, μιάμιση ώρα μακρυά. Ο δρόμος δεν είνε άσχημος, τα περίχωρα μόνο σου φέρνουν μελαγχολία. Δεξιά, και ζερβά, ομπρός και 'πίσω και όσο βλέπει το 'μάτι εκτείνεται, θαρρείς ατελείωτη, μία βουνοσειρά απόκρημνη, με συχνές, απότομες, πολύσχημες παραλλαγές, γυμνή δε και σαν γλυμένη από της βροχές, με σπάνια, πού και πού αγριόχορτα, τα μόνα σημάδια της ζωής, μέσα εις εκείνη τη νέκρα, στην ακινησία την αιωνία, μέσα στον ασάλευτο εκείνον κόσμο, τον άγριο, οπού θαρρείς πως κάτι θέλει να σου πη, μα που κρατεί τα λόγια του κρυμμένα, βιβλίο μυστικό, γραμμένο σε άγνωστη, όχι ανθρώπινη γλώσσα.
Το μουλάρι μου, ζώο στιβαρό, συνειθισμένο στους δρόμους αυτούς, επροχωρούσε με πάτημ' αργό στα κακόβολα μέρη. Νέκρα και σιωπή τριγύρω μόνο, από καιρό σε καιρό, κανένα γεράκι έσχιζε τον αγέρα κ' εχυνότανε σαν σαΐτα επάνω σε κανένα μικροπούλι αμέριμνο, θύμα παντοτεινό του σαρκοβόρου, του αχόρταγου όρνειου.
Δεν ήταν ο δρόμος εύθυμος· ευτυχώς για μένα, ο αγωγιάτης μου ήταν απ' εκείνους που δεν αφίνουν τον άλλο να στενοχωρηθή. Αγαπούσε να λέγη, να διηγάται και με της ιστορίες του σχεδόν δεν μου αποφάνηκε ο δρόμος. Τον εζήλευα και για το εξωτερικό του. Πενηντάρης, στιβαρός όμως σα νέος, σαν άνθρωπος του βουνού, με ηλιοκαμμένο και λιπόσαρκο πρόσωπο, μα με κάτι δόντια που θα λεγες πως του τα φύτεψαν τη στιγμή εκείνη, τόσον ήταν στερεά, άσπρα και ολόισα. Εύθυμος και γελαστός πάντα, εμετάδινε την ευθυμία του και σε μένα.
Απήχαμε από το Μοναστήρι, το σκοπό του ταξειδιού μας, ως ένα τέταρτο, όταν εκατό βήματ' από το δρόμο, σ' ένα χωράφι μέσα, ευγήκε στην οξόπορτα μικρού σπιτιού, που ελαμποκοπούσε από νωπό ασβεστόχρισμα μια γυναίκα ψηλή, λυγερή, με άσπρο καθαρώτατο φόρεμα και με κάτασπρο, παχουλό πρόσωπο, απ' όσο μπορούσαμε να διακρίνωμε. Μου φάνηκε ανώτερη από χωρική και ρώτησα τον αγωγιάτη μου.
— Να ιστορία μια φορά· η καλλίτερη απ' ούλες, είπεν εκείνος.
Μου εκεντήθηκε η περιέργεια και τον επαρακάλεσα να μου πη όσα ήξερε.
— Δεν έτυχε ν' ακούσης για τη Δεκοχτούρ', αφεντικό; Δεκοχτώ, μαθές, την αγαπήσανε και κανένα δεν επήρενε. Και σιγά σιγά, με δικά του λόγια και με δικές του παρατήρησες, μου εδιηγήθηκε τη γνωστή ιστορία της Σμαραγδούλας. Και αφού εστάθηκε λίγο, είπεν ακόμα.
— Μεγάλη ταραχή και ανησυχία ήφερε στον τόπο η ιστορί' αυτή· το φέρσιμο μαθές του Ζώη και το φέρσιμο της Σμαραγδούλας· γιατί ο ένας εκατάκρινεν τον ένανε κι' άλλος τον άλλονε. Ακολουθήσανε λόγια και καυγάδες. Ο Μόρφος το πήρ' απάνω του κ' εφώναζενε πως θα κάμη και θα δείξη, μα έλα που εδούλιανε ν' ανταμωθή με το Ζώη! Εφώναζεν από μακρυά. Ο Ζώης σε λίγο καιρό, εξενιτεύθηκε, ήφυε κι' ο Μόρφος και η ιστορία εξεχάστηκε.
Και ο φιλόσοφος αγωγιάτης μου, σε λιγάκι επρόσθεσε.
— Ευτά τα πράματ' αφεντικό, η ιστορίες, μαθές, ευτές, ήτανε συνειθισμένες τον καιρό εκείνο. Μούλεεν ο γέρος μου, πως ετότες η κοπέλλες και οι κοπελλιάρηδες αγαπούσανε στ' αλήθεια, αγαπούσανε, μαθές, τον άθρεπο και πόσα δεν εκάνανε για την αγάπη! Οι θαλασσινοί περσότερο, μα και σε μας κοι χωριανοί εγενόντανε πολλά. Τραγούδια τσοι δρόμοι, μαντουνάδες από κάτ' απ' τα παραθύρια ούλη νύχτα, και ζήλιες και πεισματικά και καυγάδες και κλεψιές καμμιά φορά, μόνα δεν εθέλανε οι γονοί. — Μαθές, — μου εξήγησε πιο καθαρά ο Βασίλης — σα δεν ήθελεν κανένας γονιός να δώκη το παιδί του, εκλεβόντανε οι δυο κ' επερνόντανε, γιατί ετότες εγαπούσανε τίμια και δεν εβλέπανε μόνι τον παρά, σαν και τώρα.
— Θες να πης πως τώρα δεν αγαπούνε; ρώτησα 'γω.
— Δε βαριέσαι! είπεν ο Βασίλης. Μα να, μην πας μακρυά· εμένα, τη μεγάλη μου κόρη — την είδιες, αφεντικό, μαθές, όχι πως είνε θυατέρα μου, μα νε ομορφούλα — την εγάπησενε ο Σωτήρης ο Σκουλάξινος, καλό νοικοκιουρόπαιδο, και τα χαμε σκεδό τελειωμένα και σαν ήρθεν ο κόμπος στο χτένι, πως εγώ είπα να κρατήξω τ' αμπέλι τση Φτελιάς για τη δεύτερή μου την Αννέζα, εχόλιασενε κ' ετραβήχτηνε· ακούς, αφεντικό, πράματα! Εθύμωσα κ' εγώ, εχάλασενε, μαθές, η καρδιά μου κ' εχάλασενε και η δουλιά. Να αγάπες! Μα και του Νικόλα του Κολάκα δεν του κάμαν τα ίδια για τη θυατέρα του; Μόνι τον παρά αγαπούνε τώρ' αφεντικό, και στο μεγάλο κόσμο και στο μικρό· δε λογαριάζουνε, μαθέ, τον άθρεπο, παρέ μόνι τη ζέπη του βλέπουνε· η αγάπες τώρα είνε μόνι στα χείλια, και τα τραούδια του έρωτα είνε μόνι στα χαρτιά γραμμένα, όχι στην καρδιά μέσα. Και ετελείωσε τα γνωμικά του μ' ένα — Οξ, ντε! που εφώναξε του μουλαριού, αφού του ετίναξε από πίσω μια με τη δράφη του.
Εσιώπησεν ο Βασίλης, εγώ όμως, οπού ήθελα το τέλος της ιστορίας, τον αρώτησα.
— Και ύστερα τι ακολούθησε με την Σμαραγδούλα;
— Η Δεκοχτούρα (γιατί αυτό τ' όνομα της εδώκανε) εκλειδώθηκε και δεν ήθελε να διη κανεί. Και άλλαξε πολύ από τότες· μηδέ γέλοια, μηδέ χωρατά, μηδέ τίποτα. Εγίνηκε άλλη γυναίκα, ως και δακρυσμένη ήτυχε να τη διούνε. Δεν μπορούσε να ξεχάση ό,τι εγίνηκε, και άλλοι ελέανε πως ήκλαιε για την προσβολή, άλλοι πως ελυπότανε πως ήχασεν το Ζώη. Γιατί ο Ζώης έφυε από το νησί ευτύς και για πολύν καιρό, δεν ήξερεν κανείς τι εγίνηκε. Εμάθανε, ύστερ' από καιρό πως εταξείδευενε με Ιγγλέζικα και Αμερικάνικα καράβια. Ύστερα πάλι ακούστηκε πως σε κάποια πολιτεία εσμίξανε, σε μια ταβέρνα, ο Ζώης, ο Μόρφος κ' ένας αξάδερφος τση Δεκοχτούρας, πως ελοοφέρανε για την προσβολή που ήκαμεν ο Ζώης στη Δεκοχτούοα και πώς οι δυο μαζή, ο ξάδερφος και ο Μόρφος, εμαχαιρώσανε το Ζώη άσκημα. Ο Μόρφος δεν είπενε ποτές του τίβοτα· το βέβαιο είνε πως ο Ζώης δεν εφάνηκε πλιο. Ο Μόρφος, σαν ησυχάσανε τα πράματα, εζήτηξεν τη Δεκοχτούρα, μα εκείνη μηδέ να τον ακούση δεν ήθελενε. Μάλιστα σε λίο καιρό ετραβήχτηνε στο βουνό εδώ, στο χτήμα της και ζη, χρόνια τώρα, κατάμονη. Μόνο στην εκκλησούλα που βλέπεις εδώ κάτω, πηαίνει και ίσια με τη θάλασσα για περίπατο. Η θεία της απόθανε, χρόνια τώρα, και ζη μοναχή της. Τα πρώτα χρόνια της εστείλανε κάμποσες προξενιές, μα δε θέλησε ν' ακούση και την έβγάλανε Δεκοχτούρα. Παράξενη γυναίκ' αφεντικό, μα και δύστυχη, επρόσθεσεν ο χωριανός κ' εσιώπησε.
Τη στιγμή εκείνη, ευγήκε από το σπιτάκι της Δεκοχτούρας ένα παιδάκι ως δέκα χρονώ, παστρικοντυμένο μ' ένα σταμνάκι στον ώμο κ' έν' ανεσερτήρι στο χέρι. Απέρασε από κοντά μας, και το ρώτησε ο Βασίλης.
— Πού πας, μικρέ;
— Για νερό εδώ κοντά!
— Κάθεσε με την Δεκοχτούρα,
— Ναι; είνε κερά μου.
— Είσαι πολύ καιρό μαζή της;
— Ένα χρόνο. Κ' έκαμε να φύγη.
— Μα σα να το γνωρίζω, είπεν ο Βασίλης.
— Και πως σε λένε, μικρέ, το ρώτησε.
— Ζώη! είπεν ο μικρός και απομακρύνθη.
ΉΤΟ πολύ μελαγχολικός ο Κλέων την νύκτα εκείνην. Αι μαύραι, αι καταθλιπτικαί σκέψεις του έλαβον έντασιν μεγαλειτέραν ακριβώς την νύκτα εκείνην, την παραμονήν τόσον λαμπράς ημέρας. Η ημέρα εκείνη, καθ' ην υπερεκχειλίζει η αγάπη, ζητούσα μυριοτρόπως να εκδηλωθή, καθ' ην γνωστά και άγνωστα χείλη ενούνται εις αδελφικόν ασπασμόν, η ημέρα εκείνη μόνον διά τον Κλέωνα έμελλε να είνε μαύρη, να είνε πένθους ημέρα. Πολύ τον πιέζει, πολύ τον στενοχωρεί η μόνωσίς του. Τόσον, όπου η φιλοσοφία, ης επικαλείται την αρωγήν, υποχωρεί ανίσχυρος προ του μαύρου φάσματος πραγματικής συμφοράς.
Είχε νομίση ότι ο χρόνος θα επούλωνε το τραύμα του, το τραύμα εκείνο το οποίον, με σκληρότητα θηρίου, τω κατέφεραν χείρες φιλικαί, αδελφικαί χείρες . . . Διότι παρήλθε πολύς καιρός από της απαισίας εκείνης ημέρας . . . Παρήλθε τόσος καιρός και η πληγή του αιμάσσει έτι, ως να τω κατεφέρθη το τραύμα τώρα, προ μιας στιγμής. Δεν θα λησμονήση λοιπόν ποτέ: Πότε επί τέλους θα τον αφήση η αδυναμία η ταπεινωτική, αυτή η λιποψυχία; Πότε και αυτός θα μισήση;
Είνε, διότι είχε τόσον συνδεθή, τόσον συνταυτισθή, μ' εκείνους τους οποίους εθεώρει ιδικούς του, ώστε δεν κατορθώνει να πεισθή, ότι οι πλήξαντες αυτόν είνε αυτοί εκείνοι τους οποίους τόσον είχεν αγαπήση και οίτινες τόσα του ώφειλον . . . .. Αλλ' είνε λοιπόν τόσον μικρόψυχος, τόσον ουτιδανός, να φέρη εις την μνήμην του ακόμη τα όντα εκείνα; Περιφρόνησιν εσχάτην και μόνην αυτήν πρέπει να αισθάνεται προς εκείνους, προς εκείνην προ πάντων, ήτις, το οικοδόμημα της ευτυχίας του, το οποίον με υπομονήν ανένδοντον, ακατάβλητον, με υπομονήν μύρμηκος φιλέργου κατώρθωσε να εγείρη, κατέρριψεν έως εδάφους, εσκόρπισεν εις τους τέσσαρας ανέμους! Και αι μαύραι σκέψεις του δεν τον αφίνουν. Έρχονται, φεύγουν προς στιγμήν και επανέρχονται ανηλεείς και επίμονοι, ως οι μαύροι κόκκοι κομβολογίου εις τας χείρας νευρασθενούς.
Είνε η παραμονή του Πάσχα και έξω ακούεται θόρυβος πηγαινοερχομένων αμερίμνων, ευθύμων, ευτυχών βεβαίως ανθρώπων. Η ταραχή όμως της ψυχής του Κλέωνος δεν τον αφίνει ν' ακούση. Βάσκανος δαίμων του επανέφερεν εις την απαίσιαν εκείνην ημέραν ίνα του δηλητηριάση τας γλυκείας στιγμάς, ας ήθελε και αυτός διέλθει την παγκόσμιον εκείνην χριστιανικήν παραμονήν, την παραμονήν του Πάσχα.
***
Καλής, αλλά καταστραφείσης οικογενείας υιός, ο Κλέων είχε διέλθει πολύ πικρά παιδικά χρόνια. Ανετράφη εν τη δυστυχία και ταις στερήσεσι. Αλλ' ήτο εκλεκτή φύσις και της τύχης αι προσβολαί δεν τον κατέβαλον. Προικισμένος με ισχυράν θέλησιν, άπληστος δε εις μαθήσεις, μετά πάλην ανένδοτον, καθ' ην το θάρρος ουδ' επί στιγμή τον εγκατέλιπεν, κατώρθωσε να ίδη τους αγώνας του στεφομένους υπό πλήρους επιτυχίας. Έγεινεν ιατρός, αποφεύγων δε τας πόλεις, όπου τους ταπεινούς υποσκελίζουν δυνάμεις, περιουσίαι και ονόματα, κατέφυγεν εις κωμόπολιν, εκεί δε εξεδηλώθησαν, εν όλη αυτών τη λαμπρότητι, της ψυχής του οι θησαυροί. Να παρηγορή, να υποστηρίζη, να θεραπεύη ήτο η μόνη και αναλλοίωτος μέριμνά του. Η αγάπη, δι' ης ο μικρόκοσμος του τον περιέβαλλε, ήτο δι' αυτόν αμοιβή ανωτέρα οιασδήποτε άλλης.
Είχε και μίαν γλυκείαν ανάμνησιν. Εις τα μικρά, τα σχολικά του έτη, είχε συνδεθή με φιλίαν στενήν μ' ένα του συμμαθητήν, μικρότερον την ηλικίαν, πολύ δε ανόμοιόν του τον χαρακτήρα. Ο Ισίδωρος ήτο ελαφρόνους, ακατάστατος, άτακτος, σκανδαλοποιός, καθ' όλην την έκτασιν mauvais sujet. Ήτο όμως ζωηρότατος, εύθυμος, γλυκύς. Και τον Ισίδωρον αυτόν ηγάπησε πολύ ο Κλέων. Και τον εβοήθει εις τα μαθήματα και εις ό,τι άλλο ηδύνατο. Αυτός ο έχων τόσην ανάγκην βοηθείας. Ηγάπα και ο Ισίδωρος τον Κλέωνα, δεν εννοούσε όμως και να ενοχληθή προς χάριν του, ενώ ο Κλέων πολλά υπέφερεν εξ αιτίας του. Ήτο πτωχό παιδί ο Ισίδωρος, οσάκις δε, σπανιώτατα, έλεγεν εις τον Κλέωνα, με κωμικήν σοβαρότητα, ότι δεν ήξευρε τι θ' απεγίνετο, ο Κλέων εμελαγχόλει. Και εδοκίμασεν αληθή οδύνην, όταν μίαν ημέραν έλαβε δύο λέξεις του, δι' ων τον επληροφόρει ότι φεύγει μακράν, εις αναζήτησιν τύχης. Έκτοτε τον έχασε και παρέμεινεν εις την μνήμην του το σχολικόν τούτο επεισόδιον ως γλυκύπικρος ανάμνησις.
***
Ο καιρός παρήρχετο εν τω μέσω των ασχολιών του των επιστημονικών, των κόπων του των ανενδότων. Δεν εβράδυνεν εν τούτοις να εννοήση, να πεισθή, ότι η φύσις έχει τας απαιτήσεις της, τα δικαιώματά της. Ο θετικός Κλέων ήρχησεν από τίνος ν' αλλοφρονή, ν' αφαιρήται. Επάλαισε κατά των νέων τούτων σκέψεων, αλλ' εξήλθεν ηττημένος εκ της πάλης και ηναγκάσθη να ομολογήση ότι υπάρχει έν σημείον καθ' ο και το σοβαρότερον έργον δεν αρκεί να πληρώση εξ ολοκλήρου τον βίον ενός ανθρώπου. Το κενόν, όπερ ησθάνετο εν εαυτώ τον εστενοχώρει. Από τινος ήρχισε να ονειροπολή να μειδιά προς άγνωστον θεότητα, προς ην η φαντασία του εχάριζε μορφήν αγγέλου, η οποία κάθε στιγμή ήτο εμπρός του, αλλ' η οποία ήτο ασύλληπτος, ως κάθε ιδανικόν. Και τον ηκολούθουν ανένδοτοι αι ονειροπολήσεις αύται, οι στοχασμοί ούτοι οι τερπνώς ενοχλητικοί. Τον ηκολούθουν εις όλα και εις την εργασίαν του αυτήν, τω συνέβη δε πολλάκις να κύπτη επί ώραν προ συνταγής αφηρημένος, χωρίς να δύναται να φέρη αυτήν εις πέρας, προς μεγάλην απορίαν της γραίας υπηρετρίας του, αγνοούσης που ν' αποδώση την αλλοφροσύνην του αυτήν.
Χριστέ και Παναγιά! Τι έπαθε τ' αφεντικό μου· έλεγε πότε πότε. Αλλ' η απορία της γραίας ηύξησε, μετατραπείσα τώρα εις ανησυχίαν, όταν ολίγον κατόπιν και μετά την επάνοδον του ιατρού εκ συντόμου ταξειδίου, τον συνέλαβε να χειρονομή και να μονολογή ως να συνεζήτει με κάποιον περί σπουδαίου ζητήματος· την έβαλε μάλιστα εις πλείονα ανησυχίαν η ευθυμία του. — Δεν μ' αρέσουν καθόλου τα πράγματα — έλεγε σταυροκοπουμένη. Αι απορίαι της όμως δεν εβράδυναν να λυθούν προς μεγάλην χαράν της. Ταχέως εγνώσθη ότι το αφεντικό εύρε σύντροφον. Πράγματι η ευτυχία ευρέθη, εις πλησιόχωρον πόλιν, υπό την μορφήν νέας κόρης· θυγάτηρ συναδέλφου, θελκτικωτάτη, ζωηροτάτη δεκαεπταέτις μελαγχροινή, εδέχθη την χείρα του Κλέωνος, προσφερθείσαν με την καρδίαν του όλην. Μετ' ολίγον η ένωσις δύο ψυχών συνετελέσθη και το ψυχρόν, το άχαρι, το σιωπηλόν οίκημα του Κλέωνος μετέβαλεν εντελώς όψιν. Το κενόν επληρώθη . . . Η επιστήμη αφ' ενός, αφ' έτερου ο έρως ον εφαίνετο συμμεριζομένη η νεαρά σύζυγος, δύο αγαθά αναφαίρετα . . .
Την ευδαιμονίαν του Κλέωνος διεδέχθη μετ' ου πολύ μεγάλη χαρά και ταύτην άλλη, μικροτέρα μεν, χαρά όμως πάντοτε, αληθηνή άλυσσος ευτυχιών. Δεν εβράδυνε να βεβαιωθή ότι θα εγίνετο πατήρ· αυτή ήτο η πρώτη, η μεγάλη χαρά, ήτις τον έκαμε ν' αλλοφρονήση, να παραληρή, ως εις τας παραμονάς του γάμου του· η δευτέρα η μικροτέρα μεν, ζωηρά όμως πάντοτε η άλλη και απροσδόκητος, ήτο η αιφνιδία άφιξις του Ισιδώρου, του φίλου της παιδικής του ηλικίας· και ήρχετο εγκαίρως ο Ισίδωρος διά να γείνη κοινωνός της ευτυχίας του φίλου του. Και ναι μεν τα πρώτα εκείνα αισθήματα ηλλοίωσε βεβαίως ο χρόνος ουχ ήττον η φιλία υφίσταται πάντοτε, τουλάχιστον ο Κλέων αισθάνεται ότι αγαπά πολύ το Ισίδωρον και τώρα ακόμη, θα είνε δε ευτυχής αν δυνηθή να τω χρησιμεύση. Διότι, αν ηθέλαμεν κρίνη εκ του εξωτερικού του, τα πράγματα του Ισιδώρου δεν ήσαν βεβαίως πολύ ρόδινα. Εκ της μακράς του περιπλανήσεως δεν έφερεν, ως εφαίνετο, τίποτε άλλο, παρά την αναλοίωτον ευθυμίαν του. Η φύσις του δεν του επέτρεπε να βαρυθυμήση προς τι; η μελαγχολία φθείρει την υγείαν και ο Ισίδωρος διά κανένα λόγον δεν θα συγκατένευε ν' ασθενήση.
Ο Ισίδωρος εύρεν εις τον φίλον του αληθή προστάτην και εις τον οίκον του ασφαλές άσυλον και είχε πολλήν ανάγκην των αγαθών αυτών. Πλανηθείς επί πολύ δεξιά και αριστερά, απέτυχεν εις όλας του τας επιχειρήσεις, είδε ναυαγούντα όλα του τα σχέδια και εν τη αμηχανία του ενθυμήθη τον φίλον, ου είχε μάθη την αποκατάστασιν και έσπευσε να έλθη πλησίον του, όχι διά να τον βαρύνη, Θεός φυλάξοι, αλλ' ίνα διά των συμβουλών των των πολυτίμων, αρυσθή νέον θάρρος προς νέους αγώνας. Ο Κλέων ενεθάρρυνε τον φίλον του διά γλώσσης θερμής. — θα μείνης πλησίον μου όσον θέλεις, του είπε, χωρίς να στενοχωρήσαι και με τον καιρόν κάτι θα ευρεθή και διά σε. Αλλά και η νεαρά σύζυγος του ιατρού πολύ συνεπάθησε τον Ισίδωρον, τη υπερήρεσε δε η ζωηρότης και το εύθυμον του χαρακτήρος του, προσόντα τα οποία δεν εύρισκεν εις τον σύζυγον, βυθισμένον πάντοτε εις τα βιβλία και τας συνταγάς του. Όλα τα κατείχε τώρα ο ιατρός· επιστήμην, έρωτα, φιλίαν . .,
Δύο έτη παρήλθον ούτω. Εν τω μεταξύ το θυγάτριον του ιατρού είχεν αποθάνη. Δεν ηδυνήθησαν να το σώσουν ούτε η επιστήμη, ούτε το πατρικόν φίλτρον. Επί νύκτας ολοκλήρους ηγρύπνησε παρά την μικράν του κοιτίδα, παλαίων ανενδότως, με πείσμα, με όλον του τον νουν και με όλα του τα σλάγχνα, τα γεμάτα από αγάπην, κατά της νόσου της φοβεράς! Εις μάτην όλα . . . Εσβέσθη το θυγάτριον εις τας αγκάλας του, συμπαρασύραν μεθ' εαυτού τόσα πατρικά όνειρα, τόσας ελπίδας . . .
Ήτο η πρώτη οδύνη του Κλέωνος μετά τον γάμον του, η πρώτη αληθινή του οδύνη, ήτις τον έκαμε να κλονισθή εις τα βήματά του τα στερεά, τα αποφασιστικά. Τον κατέλαβον αμφιβολίαι, δισταγμοί περί πάντων . . . Εμονολόγει μεγαλοφώνως, οργίλως ενίοτε, ως να συνεζήτει με αόρατόν τινα συνομιλητήν . . . Κατόπιν τον κατέλαβεν ήρεμος μελαγχολία. ..
Το θυγάτριον ετάφη εις τον περίβολον του ναού του νεκροταφείου, όπου συχνά μετέβαινεν ο δυστυχής πατέρας να στολίση με άνθη το μικρόν μνήμα.
Ο φύλαξ του κοιμητηρίου, γέρων γνωστός εις τον ιατρόν και ευεργετηθείς υπ' αυτού, πρώτην φοράν έβλεπε λύπην τόσον τρυφερά εκδηλουμένην, ό,τι δε του έκαμνε μεγάλη εντύπωσιν ήτο, ότι ο ιατρός επεσκέπτετο το μνημείον μόνος . . . Η σύζυγος του δις ή τρις το επεσκέφθη εις τας αρχάς. Εκείνος εθλίβετο, χωρίς όμως να κατηγορή την σύζυγον — Είνε του χαρακτήρος της έλεγε. Τον εστενοχώρει όμως η ευθυμία της η θορυβώδης, η σχεδόν αδιάκοπος. Ουχ ήττον την εδικαιολόγει και πάλιν, αποδίδων την ζωηρότητα της, την έκτροπον και απρεπή πολλάκις, εις την ηλικίαν της. — Είνε τόσον νέα! έλεγε. Το αληθές είνε ότι δεν έπταιε και τόσον. Ο σύζυγος, όλως βυθισμένος εις την επιστήμην, ήτο σοβαρός ως επί το πλείστον, ενώ ο Ισίδωρος ο φίλος του, ήτο η ευθυμία προσωποποιημένη, εις δε τας αστειότητας και τας ευφυολογίας του τας ανεξαντλήτους, τας γαργαλιστικάς, δύσκολα θα ηδύνατό τις να φυλάξη σοβαρόν ύφος. Πώς ν' αντιστή εις αυτάς η νεαρά σύζυγος του Κλέωνος; Οι δύο νέοι ημιλλώντο τις να φανή του άλλου ευθυμότερος.
Όλως παραδεδομένος εις τας ασχολίας του ο Κλέων εις τίποτε άλλο δεν εφαίνετο προσέχων, τίποτε άλλο δεν έβλεπε. Και είχε πολλά να ιδή, πολλά ν' αντιληφθη, αν επρόσεχε. Η σύζυγος του και ο φίλος του ήσαν υπέρ το δέον εύθυμοι, υπέρ το δέον θορυβώδεις και μόνον επί παρουσία του προσεπάθουν να κρατώνται, χωρίς να το κατορθώνουν. Ο Ισίδωρος ούτε λόγον κάμνει περί εργασίας και ο Κλέων σιωπά μόνον από λεπτότητα, διότι είνε τώρα ολίγος καιρός οπού, εξετάζων την καρδίαν του, ευρίσκει ότι ο Ισίδωρος δεν έχει πλέον εν αυτή την θέσιν εκείνην, ην κατείχε πρότερον. Τον στενοχωρούν τώρα πολύ οι τρόποι του, χωρίς να δύναται να είπη ωρισμένως διατί. Κάτι επίεζε το στήθος του από τινος, κάτι τι βαρύ, οδυνηρόν, ωσάν προαίσθημα συμφοράς . . . Και το αίσθημα τούτο επετάθη ότε, μίαν εσπέραν, εισελθών αίφνης εις τον προθάλαμον, ήκουσε τον φίλον του να λέγη, αποτεινόμενος εις την συζυγόν του, «χρειάζεται πολλή προσοχή.» Έγεινεν έκτοτε σιωπηλότερος, πλέον σοβαρός· εσκέπτετο επί της φράσεως εκείνης, ήτις πολλά ηδύνατο να σημαίνη . . .
Παρήλθον ημέραι τινες, ότε έν απόγευμα απεσταλμένος εκ της πλησιοχώρου κώμης, ήλθε να καλέση τον ιατρόν παρά τινι επικινδύνως ασθενή. Ο ιατρός διενυκτέρευσεν εις το χωρίον, ότε δε την επομένην πρωίαν επέστρεψε, εύρε τον οίκον του κενόν . . . Η σύζυγος μετά του φίλου είχον γείνη άφαντοι . . .
***
Το κτύπημα ήτο πολύ βαρύ και ο ιατρός ενόμιζεν ότι θ' απέθνησκε. Έζησεν όμως, αν και επί πολύ δεν διέφερεν από νεκρόν! Ήτο τόσω απροσδόκητον! Να φθάσουν έως εκεί; Και δεν εσυλλογίσθησαν λοιπόν διόλου το κτύπημα, τον σπαραγμόν οπού θα υφίστατο η τόσον ευγενής, η τόσον αγαπώσα εκείνη καρδία; Το χωρίον εξηγέρθη προ του σκανδάλου, διότι ελάτρευε τον ιατρόν, παραδόξως όμως κατεδίκαζε πλέον τον άπιστον φίλον ή την σύζυγον, ην εθεώρει μάλλον κουφόνουν. Και ο ιατρός όμως τα αυτά εφρόνει, αν και ενίοτε τον κατελάμβανε λύσσα και δεν ήξευρε πως θα εφέρετο, αν παρεδίδετο αίφνης εις χείράς του η άπιστος . . .
Έμεινεν εις αυτόν ως παρηγοριά η επιστήμη μόνη. Κατ' οίκον υποφέρει μαρτύρια, διότι αδυνατεί να λησμονήση· υπήρχαν δε στιγμαί καθ' ας επόθει να εξαφανίση, να πετάξη μακράν παν αντικείμενον, κάθε πράγμα ενθυμίζον εις αυτόν την γυναίκα εκείνην, την οποίαν είχε συνειθίση να θεωρή απαραίτητον εις την ευδαιμονίαν του, εις αυτήν του την ύπαρξιν. Εκάστοτε όμως αναχαιτίζετο και τα μισητά και προσφιλή συγχρόνως αντικείμενα έμεναν εις την θέσιν των.
Πάντοτε μόνος, έρημος, με την ψυχήν γεμάτην πικρίας διέρχεται ώρας μαρτυρικάς. Πόσον είχεν αγαπήση και πώς τον αντήμειψαν! Αξίζει τις μετά ταύτα να ζη; δεν είνε περιττόν να υπάρχη;
Εν τη συμφορά του έχει παρηγορίαν τινα, ήτις είνε συγχρόνως και πηγή θλίψεως. Συχνότερα τώρα προσεύχεται εις τον μικρόν τάφον του προσφιλούς θυγατρίου του και ο γνωστός γέρων φύλαξ συγκινείται βλέπων την απέραντον θλίψιν εκείνην.
***
Παρήλθον ούτω τρία έτη· τρία ολόκληρα έτη ερημίας, μονώσεως βασανιστικής.
Η λύπη του Κλέωνος δεν κατηυνάσθη· φαίνεται όμως ήρεμος. Εκτελεί θρησκευτικώς τα καθήκοντά του, αλλ' είνε καρδία νεκρά πλέον, είνε σώμα, νομίζεις, άψυχον.
Προ τινος καιρού είχε μάθη ότι η σύζυγος του, εγκαταλειφθείσα υπό του απίστου φίλου, έζη άγνωστον πώς και πού . . . η είδησις δε αυτή, ήτις ηδύνατο να είνε και αδέσποτος επέτεινε την πικρίαν του.
Την νύκτα εκείνην, την παραμονήν του Πάσχα, είνε μελαγχολικώτερος του συνήθους. Ζητεί ν' αποδιώξη τας μαύρας του σκέψεις και δεν το κατορθώνει. Πώς ήθελε να ελησμόνει . . .
Έξω ακούεται θόρυβος βημάτων και φωνών, διά δε του παραθύρου βλέπει αραιά φώτα να πηγαινοέρχωνται διασταυρούμενα καθ' όλας τας διευθύνσεις, ενώ άλλοι φανοί αχειροποίητοι, σελαγίζουσιν υπέρλαμπροι επί του στερεώματος.
Πλησιάζει η ώρα της Αναστάσεως, εγγίζει η ώρα της γενικής χαρμονής και όλοι σπεύδουν προς την εκκλησίαν. Με ολίγον θα περιπτυχθώσιν αλλήλους γνωστοί και άγνωστοι, θα ενωθώσιν εις ένα κοινόν ασπασμόν. Μακράν την ημέραν εκείνην αι έχθραι και τα μίση, εις όλων δε τα χείλη πρέπει ν' ανθή η θεία και κοσμοσώτειρα φράσις « Αγαπάτε αλλήλους. . . .»
Βαρύς στεναγμός παραπόνου εξήλθεν από τα πονεμένα στήθη του Κλέωνος και εγερθείς ησυχώτερσς, έρριψε το βλέμμα του διά του παραθύρου εις την οδόν.
Δεν θα ήξευρε να είπη επί πόσην ώραν ήτο βυθισμένος εις τας σκέψεις του τας μελαγχολικάς, όταν την στιγμήν εκείνην ηνοίχθη, μετ' ελαφρού κρότου, η θύρα του δωματίου.
Ο Κλέων έστρεψε την κεφαλήν.
Με βήμα δειλόν, ωσάν σκιά, εισήλθε μία γυνή . . .
Εστάθη, στηριχθείσα επί του ημίσεως θυροφύλλου, του κλειστού, με την κεφαλήν κάτω νέουσαν . . .
Την εξέλαβεν ως επαίτιδα και επροχώρησε προς αυτήν. Εκείνη ύψωσε δειλά την κεφαλήν και το βλέμμα . . .
Ο Κλέων έρρηξε κραυγήν άλγους . . . .
Ενώπιόν του ίστατο η σύζυγός του, ή μάλλον ένας σκελετός ρακένδυτος, εμπνέων οίκτον . . . .
Έκαμεν έν βήμα εμπρός ακόμη, αλλοφρονών και τείνων τας χείρας, ως ενώπιον φάσματος . . . .
Παρήλθον ολίγα δευτερόλεπτα, στιγμαί αγωνίας, καθ' ας ο Κλέων εζήτει να συγκρατήση τας σκέψεις του . . .
Και εν ακαρεί, αναμνήσεις ψυχοφθόροι, οδυνηραί, του κατέκλυσαν τον εγκέφαλον . . .
Ενώπιόν του εξετυλίχθη η ιστορία του η υβριστική, το επαίσχυντον δράμα, του οποίου θύμα ήτο μόνος αυτός . . Του εξετυλίχθη με όλας τας αποτροπαίους λεπτομερείας του..
Και ο οίκτος, όστις θα τον εκλόνιζεν ίσως την στιγμήν εκείνην, εις την θέαν του γυναικείου εκείνου συντρίμματος, το οποίον απετέλει άλλοτε μέρος της υπάρξεώς του αναπόσπαστον, υπεχώρησεν εις μίαν οργήν υπόκωφον, ήτις ηπείλει να εκραγή ακράτητος, θυελλώδης . . .
Αδύνατον να φαντασθή τις τι θα συνέβαινε, αν ασθενής τις ακτίς, αν λείψανόν τι λογικού δεν τον συνεκράτει . . .
Με τας χείρας, προς τα εμπρός τεταμένας, ωσάν να ήθελε ν' αποκρούση αόρατον εχθρόν, ώρμησε προς την θύραν και εξήλθεν εις την οδόν.
Οι φανοί διεδέχονσο αλλήλους ανά παν βήμα. Κάθε χέρι εκρατουσε το φως του, φώτα παντού και μόνον ο Κλέων ευρίσκετο εις το σκότος . . . Εβάδιζε μηχανικώς, αδυνατών να συγκρατήση τα διανοήματά του. Η απροσδόκητος εμφάνισις της συζύγου τον εσύγχιζε φοβερά.
Οποία τόλμη! Εβημάτιζε, αριστερά, εμπρός, οπίσω, ασκόπως όλως. Μετά πολλάς περιστροφάς, επελθούσης σχετικής ηρεμίας, ηκολούθησε το πλήθος, διευθυνόμενον προς τον ναόν και εισήλθεν εις το περίβολόν του. Ενθυμήθη, και διευθυνθείς προς τον μικρόν τάφον του θυγατρίου του εγονυπέτησεν επ' αυτού και ανελύθη εις δάκρυα . . . Έκλαυσεν επί πολύ και τα δάκρυα εκείνα τον ανεκούφισαν . . . ωσάν να τον περιέβαλλον με μίαν γαλήνην, την οποίαν προ πολλού καιρού δεν είχεν αισθανθή.
Όταν ηγέρθη, είδεν ενώπιόν του τον γέροντα φύλακα.
— Σήμερα το βρήκατε, γιατρέ, να κλαίτε; είπεν ο γέρων. Έτσι και μια γυναίκα, είνε περισσότερ' από μια ώρα — ήρθε και εγονάτισε στο μνήμα· θάκαμε ως φαίνεται, λάθος.
— Ποια γυναίκα; είπεν ο Κλέων.
— Την είδα από κει κάτω, από τη γωνιά μου, μα όσο να έρθω να ιδώ έφυγε . . . Μια πολύ αδύνατη, μου εφάνηκε.
— Ά! είπεν ο ιατρός.
Και απεμακρύνθη βραδυπορών.
Εβάδισεν επί πολύ εν ταραχή. Δεκάκις επλησίασε το οίκημά του και δεκάκις απεμακρύνθη, εωσού ήρχισε να τον καταλαμβάνη η κόπωσις. Βαθμηδόν και η ψυχική του ταραχή κατηυνάζετο. Η αγαθή του φύσις εφάνη υπερισχύουσα και, καταβαλών υστάτην προσπάθειαν, διηυθύνθη αποφασιστικώς προς το οίκημά του και εισήλθεν εις το δωμάτιον, το οποίον προ πολλής ώρας είχεν αφήση ηρεθισμένος, εκτός εαυτού.
Εις την αριστεράν γωνίαν, επί τραπέζης, λυχνία μικρά προ του Σωτήρος, εφώτιζε αμυδρώς τα αντικείμενα.
Ήτο εκεί, απεναντί του, με τας χείρας τεταμένας ο Εσταυρωμένος, η προσωποποίησις της αιωνίου αγάπης!
Δεξιά, επί ανακλίντρου, ο Κλέων διέκρινε κάτι, το οποίον εις την εμφάνισίν του εκινήθη . . Ήτο η σύζυγος. Ηγέρθη μετά κόπου και τρέμουσα εστάθη προ του ιατρού με την κεφαλήν προς το στήθος. Εκείνος επροχώρησε, είτα εστράφη προς τον Εσταυρωμένον, ως εάν εζήτει ενίσχυσιν . . .
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν οι κώδωνες του Ναού πανηγυρίζοντος την
Ανάστασιν . . .
Αι επίσημοι, αι πανηγυρικαί δονήσεις συνεκλόνισαν τον Κλέωνα . . .
Ο τρόμος της γυναικός ηύξησε . . . και προχωρήσασα, εγονυπέτησε προ του συζύγου της.
Εκείνος, υπό το κράτος σφοδράς συγκινήσεως, την ανήγειρε και τείνας την χείρα εψιθύρισε — «Χριστός ανέστη!»
Και την ησπάσθη εις το μέτωπον.
Εκείνη επανέπεσεν εις τους πόδας του ολολύζουσα . .
ΕΙΧΑΝ αναφθή προ ολίγου τα φώτα. Έξ επτά φίλοι, όλοι νέοι και άγαμοι, πλην ενός, είχαν συναχθή παρ' εμοί διά το εσπερινόν τσάι, κυρίως όμως διά να μ' αποχαιρετίσουν, μέλλοντα ν' αναχωρήσω την επιούσαν λίαν πρωί. Αι εργασίαι του φθινοπώρου είχαν τελειώση προ μηνός, η Αζοφική είχεν αποκρυσταλλωθή όλη και τα άσπιλα, τα κατάλευκα χιόνια εκάλυπτον και κοιλάδας και βουνά και χαράδρας. Οι άνθρωποι ζαρωμένοι παρά την εστίαν, απελάμβανον του θάλπους εκείνου του ζωογόνου, του ανεκτιμήτου, εν αντιθέσει προς την εκτός των οικιών παγωνιάν.
Είχα ήδη ετοιμάση την βαρείαν του δρόμου μηλωτήν, την λυκόγουνάν μου, την απαραίτητον ζώνην και τα μαλλωτά υποδήματα, εφόδια, άνευ των οποίων το ανά τας ρωσσικάς στέπας ταξείδιον αποβαίνει επικίνδυνον.
Επρόκειτο να μεταβώ εις Μαριούπολιν, μετά διετή απουσίαν, παρά οικογενεία φίλη, σχεδόν συγγενή και ησθανόμην την συγκίνησιν εκείνην την γλυκείαν μεν, αλλά την οποίαν καθιστά σχεδόν οδυνηράν η ανυπομονησία.
Εις την οδοιπορίαν έμελλε να με συνοδεύση μέχρι Ταϊγανίου, όπου έμενεν η οικογένειά του, ο κοινός φίλος, ο γέρων μεν, αλλά ζωηρότατος και λίαν ομιλητικός, ο αλησμόνητός μας Φ. Ήτο η ψυχή των συναναστροφών ο θαλερός γέρων. Άνθρωπος με γνώσεις ποικίλας και μνημονικόν απέραντον, ήξευρε πλείστας όσας μικράς ιστορίας και ανέκδοτα, διηγείτο δε με πολλήν χάριν. Μας ήτο πολύ αγαπητός ο γέρων και οι φίλοι συνήχθησαν και χάριν εκείνου, μέλλοντος να διανυκτερεύση παρ' εμοί.
Εφλυαρούμεν λοιπόν καθήμενοι περί στρογγύλην τράπεζαν και παρά το κοχλάζον σαμαβάρι, ροφώντες το τερπνόν και αρωματικόν ποτόν, το οποίον καθιστά έτι μάλλον τερπνότερον η ώρα του έτους.
Είνε επάνω κάτω γνωστόν περί τινα αντικείμενα στρέφεται συνήθως η ομιλία νέων ζωηρών, ευπόρων και σχεδόν αμερίμνων, Αφού είπαμεν ολίγα περί εμπορίου, ζήτημα οπού δεν ηδυνάμεθα να παρίδωμεν, δεν αφήκαμεν ούτε κοινωνικόν, ούτε πολιτικόν ζήτημα άθικτον. Εκόπταμεν, ερράπταμεν, εδέναμεν, ελύναμεν με την ευκολίαν εκείνην, την οποίαν χορηγεί εις τον άνθρωπον το ανεύθυνον.
Αίφνης κάποιος έφερε τον λόγον επί των προλήψεων εν γένει, και επί του θέματος τούτου ηγέρθη ζωηρά και ευρεία συζήτησις, ως δε συνήθως συμβαίνει, αι γνώμαι εδιχάσθησαν, των μεν διατεινομένων, ότι φαινόμενά τινα δεν πρέπει να τ' αποκρούωμεν μόνον διότι είνε ανεξήγητα, ενός δε προ πάντων υποστηρίζοντος, ότι όλα αυτά είνε &μπόσικα&, τα υποθάλπει δε η αμάθεια και η δυσειδαιμονία και ότι άνθρωποι ανεπτυγμένοι δεν πρέπει να τα παραδέχωνται.
Ο φίλος μας αυτός ήτο ο μόνος σκεπτικός μεταξύ μας, ο μόνος όστις ηγάπα να φιλοσοφή, επιτηδεύων στωικότητα και απάθειαν και ο μόνος όστις ουδέν σκοτεινόν ή ανεξήγητον παρεδέχετο.
— Και όμως, είπεν ο γέρων Φ. είνε μερικά φαινόμενα, τα οποία, επαναληφθέντα πλέον ή άπαξ, δεν ημπορούν να ονομασθούν απλαί συμπτώσεις.
Ο σκεπτικός μας ύψωσε τους ώμους. Ο γέρων επανέλαβε.
— Τι θα ειπήτε, π. χ. ή πώς θα εξηγήσετε ό,τι παρετηρήθη πολλάκις εις το ζωύφιον της αράχνης;
— Τι παρετηρήθη; ηρωτήσαμεν όλοι με περιέργειαν.
— Ότι αν συμβή να καθήση το έντομον επί ανθρώπου ή επί πράγματος του ιδίου, τούτο προμηνύει προσεχή γάμον! Το ήκουσα από άλλους, αλλ' έτυχε και εις εμέ αυτόν, εις την οικογένειάν μου.
Όλοι εστράφημεν προς τον γέροντα, ουδέ του σκεπτικού φιλοσόφου μας εξαιρουμένου, υπό της αυτής διακαιόμενοι όλοι περιεργείας, ην ο γέρων, παρακληθείς, έσπευσε να ικανοποιήση, αφηγηθείς ημίν τα εξής.
« Ιδού η ιστορία εν ολίγοις. Η μεγάλη μου κόρη ήτο εις ώραν γάμου και, ως συμπεραίνετε, δεν εβλέπαμεν την ώραν να την καλοαποκαταστήσωμεν. Γαμβρός υποψήφιος ήτο κάποιος νέος, λαμπρός υφ' όλας τας επόψεις, φίλος δε οικογενειακός μας παρεκλήθη να ενεργήση υπέρ ημών. Αλλά και άλλα σπίτια τον εζητούσαν και όσον ο καιρός παρήρχετο τόσον η αγωνία μας ηύξανε, διότι εφοβούμεθα μην αποτύχωμεν. Ένα πρωί, μετά το τσάι και ενώ ακόμη εκαθήμεθα περί την τράπεζαν, εγώ, η σύζυγος και η κόρη μου, μία αράχνη, αφεθείσα εκ της οροφής και κρατουμένη από το σχεδόν αόρατον νήμα της ως αυτοδίδακτος σχοινοβάτης, κατέβη και εκάθησεν, ελαφρά ελαφρά, επί της κόμης της θυγατρός μου! Εγώ μόνος αντελήφθην το πράγμα, εκλαβών δε ως αίσιον τον οιωνόν, είπα της κόρης μου να μη κινηθή. Το έντομον, αφού έμεινε ολίγον επί της κεφαλής της, ανέβη, διά του αυτού εναερίου δρόμου, εις την οροφήν. Εξήγησα ευθύς το φαινόμενον εις την οικογένειαν, ήτις πολύ συνεκινήθη. Την αυτήν εκείνην βραδειάν, ο φίλος μας ο προξενητής ήλθεν εις το σπίτι με τον γαμβρόν και την επιούσαν εγένοντο επισήμως οι αρραβώνες της κόρης μου, μ' αυτόν, τον και σήμερον συζυγόν της.»
Η διήγησις έκαμεν εντύπωσιν εις όλους μας και ητένισεν ο είς τον άλλον επί τινας στιγμάς εν σιωπή. Κατόπιν ήρχισεν εκ νέου η συζήτησις, αι παρατηρήσεις και τα σχόλια, αφού δε το θέμα εξηντλήθη, έμεινε καθένας με την γνώμην του, όπως συχνά συμβαίνει εις τας συναθροίσεις, ή Βουλαί καλούνται αύται, είτε Σύλλογοι, ή όπως άλλως. Των προληπτικών η γνώμη ενισχύθη έτι μάλλον, ενώ ο φιλοσοφών σκεπτικός μας έμεινεν εις την πρώτην ιδέαν του, αποκαλών τα τοιαύτα συμπτώσεις απλάς.
Εν τούτοις είχε σημάνη η ενδεκάτη, το τέιον διεδέχθη πρόχειρον δείπνον από διάφορα ορεκτικά, εκενώθησαν και τίνες φιάλαι ξένου και εντοπίου οίνου και οι φίλοι μας ηυχήθησαν κατευόδιον και ευτυχή επάνοδον.
— Να μας έλθης διπλός, είπε τις.
— Δεν βαρυέσαι, αντέκρουσεν άλλος· δίδεται ζυγός επαχθέστερος από τον της συζυγίας; Ενώ μόνος του ένας . . . Και παρ' ολίγον να τονίση ύμνον εις την ελευθερίαν.
Και επί του ζητήματος τούτου νέαι πάλιν συζητήσεις.
Η περί γάμου ιδέα είχεν έλθη εις εμέ προ πολλού, χωρίς όμως να λάβω απόφασίν τινα ωρισμένην. Εσκεπτόμην απλώς περί τούτου, θα προέβαινα δε εις ωρισμένον τι διάβημα, αν παρουσιάζετο κατάλληλος ευκαιρία.
Αίφνης ηκούσθη η φωνή του γέροντος Φ.
— Παιδιά, είπε, θέλετε, πριν αποσυρθήτε, ν' ακούσετε μίαν άλλην ιστορίαν ανάλογον με την προηγηθείσαν;
— Προθυμότατα, εφώναξαν όλοι μ' ένα στόμα.
— Είνε όμως ολίγον τραγική αυτή!
— Τόσω καλλίτερα, είπεν ο φιλόσοφός μας. Άλλως τε, επρόσθεσε, ούτε τραγικά, ούτε κωμικά συμβάντα υπάρχουν· είνε όπως τα παίρνει καθένας.
— Την ιστορίαν, την ιστορίαν!
Ο γέρων ήρχισε. Και τον ητενίζαμεν κατά πρόσωπον, ακούοντες με προσοχήν, ενώ ο πυρρωνιστής μας εχασμάτο ημικεκλιμένος επί ενός σοφά.
« Ο φίλος μου Π. μικρόν ανθρωπάριον, ολίγον κυρτωμένον, με σώμα ισχνόν, με πρόσωπον ξηρόν αλλά γλυκύ και ήρεμον, ήτο η απλουστέρα και πλέον αφελής φύσις, αφ' όσας εγνώρισα έως τώρα. Ακέραιος, ευθύς, αλλά και εύπιστος πολύ και ασθενής τον χαρακτήρα, ήτο έτοιμος να συγκινηθή εις κάθε ξένην συμφοράν, εις κάθε λύπην ιδίαν ή ξένην, συχνά μάλιστα και με χειμάρρους δακρύων. Τόσον αδύνατοι ήσαν οι δακρυοποιοί του αδένες, όπου και γελών, έχυνεν άφθονα δάκρυα. Είχε μητέρα την οποίαν ελάτρευε και εις την οποίαν έγραφε δις και τρις της εβδομάδος μακρότατα γράμματα, συνέβη δε πολλάκις να μου ειπή, δεικνύων τα ανά τας οδούς γραμματοκιβώτια.
— Τι ευχάριστον πράγμ' αυτό! όσο τα βλέπω, μου έρχεται πάντα να ρίψω μέσα κανένα γράμμα . . . Τοιούτος ήτο παιδί όταν τον εγνώρισα και ο ίδιος έμεινε όταν ηνδρώθη. Ισχυρότερός του εγώ οικονομικώς, τον εβοήθησα εις τας εργασίας του και με ηγάπα πολύ, δεν θα απορήσετε δε όταν σας ειπώ, ότι οσάκις ωμίλει περί των εργασιών μου, ένα μανδήλι δεν τον έφθανε να σπογγίζη τα μάτια του. Υπείκων εις τας προτροπάς της μητρός του, ενυμφεύθη ενωρίς, λαβών ως σύζυγον νέαν ωραίαν μεν, αλλ' ασθενή τον οργανισμόν, μεθ' ης συνέζησε τρία έτη. Εις το τέλος του πρώτου έτους, η γυναίκα του έκαμ' ένα κοριτζάκι και δεν εμπορώ να το ενθυμηθώ χωρίς να γελάσω, ότι μετά τον τοκετόν, καλώς εχόντων των πραγμάτων και χωρίς κανείς να το περιμένη, ο φίλος μου έπεσε λιπόθυμος!
«Μετά δύο έτη ακόμη η ατυχής νέα απέθανεν από φθίσιν. Φαντάζεσθε πώς την έκλαυσεν ο φίλος μου. Εφαίνετο απαρηγόρητος. Ουχ' ήττον μετά δύο έτη, υπείκων εις τας προτροπάς στενού συγγενούς του, ισχυριζoμένου ότι ο Π. ώφειλε να δώση εις το θυγάτριόν του μητέρα, έβαλε κατά νουν να νυμφευθή εκ δευτέρου. Τον απέτρεψα εγώ, αλλ' η επιρροή του συγγενούς του ήτο μεγάλη και αναχωρήσας μετ' αυτού εις την πατρίδα του, επέστρεψε μετά τινα καιρόν νυμφευμένος, κλαμμένος και κατενθουσιασμένος. Ήτο ωραία η σύζυγός του και πολύ νεωτέρα του. Την καλωσύνην και τας λοιπάς αρετάς της διηγείτο συχνά, εννοείται με χειμάρρους πάντοτε δακρύων. Η αλήθεια είνε ότι την ηγάπα παραφόρως, με θέρμην όλως νεανικήν και ως να ήτο αυτός ο πρώτος του έρως. Εκ του γάμου αυτού εγεννήθησαν δύο τέκνα, μετά τριετή όμως συμβίωσιν, η νεαρά σύζυγος ησθένησε και εκρίθη ανάγκη να μεταβή εις την πατρίδα προς αλλαγήν κλίματος. Την συνώδευσεν εκεί ο πατήρ της, μετά έν έτος δε επέστρεφεν υγειεστάτη και αρκετά ευτραφής. Μετ' ολίγον καιρόν το πάχος της κυρίας Π. ηύξησε πολύ. Ο φίλος μου ήτο ευχαριστημένος, όχι όμως και οι συγγενείς και οικείοι προς τους οποίους το πρόωρον εκείνο πάχος τοις εφαίνετο ύποπτον. Και δεν ήργησε να φανή ότι οι τελευταίοι είχον δίκαιον . . . .. Διότι πέντε μήνας μετά το φθάσιμον της νεαράς γυναικός, δεν ηδύνατο πλέον να μένη η ελαχίστη αμφιβολία ως προ την φύσιν του όγκου της. Το πράγμα ήτο σκανδαλώδες. Είς θείος του Π. ήτο μανιώδης και με δυσκολίαν εκρατείτο. Το πράγμα τώρα ελέγετο φανερά και μόνος ο ατυχής μου φίλος ευρίσκετο εις μακαρίαν άγνοιαν. Το απροσδόκητον περιστατικόν μ' ελύπησε πολύ, διότι επρομηνύετο δράμα, η λύσις του οποίου δεν θα ήτο βεβαίως ομαλή· ως εκ των στενών μου δε μετά του Π. σχέσεων, εγώ θα ήμην εκ των πρωτευόντων προσώπων εις τας σκηνάς, αίτινες έμελλον ν' ακολουθήσωσιν.
«Τα πράγματα ήσαν εις αυτό το σημείον, ότε, ένα πρωί ηγέρθην σκυθρωπός, κατόπιν δε συνομιλίας μου με την μαμμήν διηυθύνθην εις την οικίαν του φίλου μου. Ήθελα να ίδω την στάσιν του, το ύφος του, να μάθω επί τέλους, αν υποπτεύη τι. Επλησίασα· η αυλόθυρα ήτο ορθάνοικτη. Εδώ σας παρακαλώ να εντείνετε όλην την προσοχήν σας, διότι αξίζει τον κόπον. Η αυλόθυρα λοιπόν ήτο ανοικτή, ακριβώς δε εις το μέσον εστέκετο ο Π. με το γνωστόν μου, αγαθόν του εκείνο μειδίαμα. Τον ητένισα κατά πρόσωπον, εκείνος δε άρχισε να γελά την φοράν ταύτην μ' ένα γέλωτα εσωτερικόν, ούτως ειπείν, ως προσπαθών να μη εκραγή. Εγώ δεν έβλεπα γύρω μου, μόνον αυτόν παρετήρουν, με κάποιον μάλιστα φόβον, αν και το πρόσωπόν του ήτο αιθριώτατον, ως ουρανός ανέφελος. Του έτεινα την χείρα με σοβαρότατα, εκείνος δε:
— Κύτταξε δα, μα κύτταξε λίγο από πάνω και τριγύρω, με λέγει με τον γέλωτα εκείνον τον εσωτερικόν, όστις, εις την θέσιν που ευρισκόμην, μου εφαίνετο απαίσιος . . . Παρετήρησα παντού και τι νομίζετε να είδα; Υπέρ την ασκεπή κεφαλήν του φίλου μου ήσαν κρεμασμένα δύο μεγάλα κέρατα, δεξιά δε και αριστερά των παραστάδων ήσαν προσηλωμένα ανά δύο άλλα, ακριβώς απέναντι των κροτάφων του . . . Έμεινα κατάπληκτος! Η θέσις αυτή, η κωμικώς απαισία, αντί να μου κινήση τον γέλωτα, μου επροξένησε ρίγος . . . Η αυλεία θύρα με τας παραστάδας της — αντί πλαισίων — στολισμένας με υπερμεγέθη κέρατα και εν μέσω αυτών η ελεεινή μορφή του ατυχούς μου φίλου, όστις εξακολουθεί να γελά, προκαλών με να τον μιμηθώ . . . Γνωρίζων την συμβολικήν έννοιαν των κεράτων, και ότι μόνον μερικά τετράποδα καί τινες σύζυγοι έχουν το προνόμιον να στολίζωνται μ' αυτά, είπα καθ' εαυτόν, ότι βέβαια ο δαίμων της κολάσεως θα εφαντάσθη την εικόνα, διότι σατανική πράγματι ήτο η επίνοια.
Και τον έβλεπα και μ' έβλεπε μειδιών πάντοτε.
— Μα δε γελάς; μου λέγει.
— Επροσπάθησα να μειδιάσω.
« — Ένας χωρικός σήμερα είχε το αμάξι του γεμάτο και τα πήρα φθηνά, με είπεν. Απεφάσισα ν' αγοράσω κι' άλλα γιατί δίνουν κέρδος. Αυτά τα κρέμασα για σημάδι πως αγοράζω. Για συλλογίσου όμως εμπόρευμα που μούτυχε; αι;
Κ' εγελούσε πάντοτε.
Εγώ μόλις τον ήκουα. Εσκεπτόμην, ίσως ήτο πρόσφορος η στιγμή να δοθή ένα τέλος. Δεν ήτο άλλος καταλληλότερός μου και αφού θα τα μάθη μια μέρα, γατί να μην τα μάθη τόρα ευθύς;
— Πάμε μέσα, του είπα έξαφνα.
Και διηυθύνθημεν προς το σπιτάκι του θυρωρού, όστις έλειπεν ευτυχώς.
Εκεί πλησίον εις μίαν γωνίαν υψούτο μέγας σωρός κεράτων.
— Η πραμάτεια, με είπε πάλιν γελών.
Ομολογώ, ότι εκτός της βαθείας λύπης, ησθάνθην και αγανάκτησιν. Η τύφλωσις του φίλου μου με παρώργιζε. Κ' επροτιμούσα να τον ιδώ να θυμώση, να ξεσπάση, παρά να τον βλέπω να γελά ως ο έσχατος των βλακών. Αι σκέψεις αυταί υπεδαύλιζαν ολονέν τον θυμόν μου.
Και τι κάμν' η γυναίκα σου; ηρώτησα αποτόμως.
— Είνε πολύ καλά, με είπε. Είχε κάτι ενοχλήσεις, μα πέρασαν.
— Τώρα πρέπει να ετοιμάζεται.
— Διατί; ηρώτησε.
— Αι, μα προς αύξησιν της οικογενείας, γιατί άλλο;
— Πού ακόμα! . . . με λέγει.
— Πώς πού; του είπα θυμωμένος. Είδες τη μαμμή;
— Την είδα χθες, μου είπε δειλώς. Μα τι έχεις και μιλείς θυμωμένα;
Κατηυνάσθην ευθύς. Του επήρα το χέρι και τον είδα περίλυπος.
Εταράχθη. Δεν ήτο κουτός ο καϋμένος ο Π. αλλά πολύ αγαθός και αφελής.
— Μα τι τρέχει; μου είπε χαμηλά.
— Την είδα κ' εγώ τη μαμμή σήμερα και ό,τι δεν ετόλμησε να πη σε σέ, το εξεμυστηρεύθη σε μένα, του είπα σχεδόν μυστικά, ωσάν να εφοβούμην μη με ακούσουν.
Εταράχθη ακόμη περισσότερον.
— Τι σου είπε; ηρώτησε σιγανά, ενώ η σιαγών του έτρεμε.
Ησθανόμην ότι με κατελάμβανε δειλία, είχα όμως πολύ προχωρήση και η οπισθοδρόμησις ήτο αδύνατος.
— Εξέτασε χθες τη γυναίκα σου και μ' εβεβαίωσε ότι μετά πέντ' έξ
μέρες θα γεννήση! . . .
Με παρετήρει, ως να μην εννοούσε . . .
Μετά τινα δευτερόλεπτα με λέγει, και η σιαγών του έτρεμε πολύ τώρα.
— Πώς δηλαδή; . . .
— Μα δεν εννοείς, καϋμένε άνθρωπε;
Η γυναίκα σου είνε μόλις έξ μήνες που ήλθε και . . . Απέστρεψα το πρόσωπον, διότι κάτι μου έσφιγγε τον λαιμόν. Μετ' ολίγον αισθάνομαι το χέρι του φίλου μου να σφίγγη τον ιδικόν μου με δύναμιν έκτακτον.
— Τι μου φεύγεις; λέγε, τελείωνε, με είπεν υποκώφως, προσπαθών να με ιδή κατά πρόσωπον.
Εμάντευσα ότι τα εννόησεν όλα και ησθάνθην άπειρον οίκτον . . . ..
Ήκουα την διακεκομμένην αναπνοήν του και στραφείς τον ητένισα με τα μάτια γεμάτα δάκρυα . . .
Έρριψε τους βραχίονας επάνω μου, ωχρότης νεκρική εχύθη επί του προσώπου του. Έν αχ! εξήλθε του στόματός του και έπεσεν εις τας αγκάλας μου λιπόθυμος . . .
Ο γέρων έπαυσε και επί τινας στιγμάς επεκράτησε σιωπή· το δραματικόν τέλος της διηγήσεως μας είχε ταράξη ότε κάποιος μας είχε είπε:
— Τώρα τον επίλογον, να τελειώσωμεν. Αλλ' ακριβώς την στιγμήν εκείνην ηκούσθη μέγας θόρυβος εις τον διάδρομον, αμέσως δε η θύρα ηνοίχθη με πάταγον και εις το δωμάτιον εισήλθε ή μάλλον εισώρμησε ο οικοδεσπότης μου. Άνθρωπος όσον καλός και μειλίχιος νηστικός, τόσον σκαιός και θορυβώδης και ανοικονόμητος μεθυσμένος. Και ήτο στουπί αυτήν την φοράν. Ώρμησε και μ' ενηγκαλίσθη.
— Φεύγεις, εφώναξε τραυλιζων. Εσύναξες τόσο καλή συντροφιά κ' εγώ τίποτα, αι;
Και αφήσας εμέ, εστράφη προς τους συντρόφους μου· αλλά το δωμάτιον ήτο κενόν. Οι φίλοι μου που τον εγνώριζαν κάλλιστα, ετράπησαν αυτοστιγμεί εις φυγήν, εκτός, εννοείται του Φ. Ο οικοδεσπότης ώρμησεν εις καταδίωξίν των, αλλά σκοντάψας εις το κατώφλιον της έξω θύρας κατέπεσε βλασφημών. Αυτό το επάθαινε συχνά. Ημείς διετάξαμεν να κλείσουν, εσβέσαμεν το φως και κατεκλίθημεν.
Την επιούσαν εις τας πέντε το πρωί ήμεθα και οι δύο ενδεδυμένοι. Εγώ ετοποθέτησα επιμελώς εντός μαρσίππου μερικά ενδύματα, προ πάντων ασπρόρρουχα, τα εσκέπασα όλα μ' ένα σινδόνι και τον εκλείδωσα. Οι ταχυδρομικοί ίπποι είχαν ζευχθή και το έλκηθρον. Εροφήσαμεν εν βία ανά δύο ποτήρια τεΐου, εγώ έδοσα τας τελευταίας διαταγάς εις τον υπηρέτην μου, ζωσμένοι δε και γαντωμένοι και οι δύο, εξήλθομεν και ετοποθετήθημεν εντός του ελκήθρου, στηρίζοντες τα νώτα επί προσκεφαλαίων. Ο αμαξάς μας εκάθησεν επί του εδωλίου του, επήρε τα ηνία και παρώτρυνε τα άλογα διά του συνήθου «νου, στο Θεό.» Αυτά έκαμαν μίαν προς τα εμπρός κίνησιν, το έλκηθρον έτριξε δις, τρις και εκυλίσθη επί της απαλής χιόνος.
Μετά δύο ώρας ο ήλιος ήτο υψηλά. Είνε εκτάκτως μαγευτική η θέα του χιονισμένου κάμπου υπό τας ηλιακάς ακτίνας και μόνον ότι κουράζει την όρασιν η ατελεύτητος εκείνη λευκότης. Όλα κάτασπρα και υψώματα και κοιλάδες, πού και πού δε μόνον διακρίνεις μελανάς κηλίδας· είνε χαμόδενδρα ή χόρτα ξηρά τα οποία δεν έφθασε να θάψη το χιόνι και επί των οποίων ευχαρίστως αναπαύεται το μάτι του οδοιπόρου.
Το ψύχος ήτο μέτριον. Εταξειδεύσαμεν άνευ επεισοδίου τινός και προς το εσπέρας εφθάσαμεν εις Ταϊγάνι, απέχον υπέρ τα εκατόν βέρστια της Μαριουπόλεως, του τελικού σκοπού του ταξειδίου μου.
Απεχαιρέτισα τον συνταξειδιώτην μου, μεταβάντα παρά τη οικογενεία του, εγώ δε κατέλυσα εις ξενοδοχείον.
Την επιούσαν εξύπνησα ενωρίς, επειδή δε έπρεπε να εξέλθω προς επίσκεψιν μερικών φίλων, η πρώτη μου φροντίς ήτο να ενδυθώ καταλλήλως. Και λοιπόν εγονάτισα ημίγυμνος προ του μαρσίππου μου, τον εξεκλείδωσα, τον ήνοιξα και τι νομίζετε να είδα; Ακριβώς εις το μέσον της σινδόνος, ήτις εσκέπαζε τα εν τω κιβωτίω φορέματα, εκάθητο ακίνητος μία αράχνη πρώτου μεγέθους! Έμεινα κατάπληκτος. Η διήγησις του γέροντος Φ. ήτο ζωηρά εις την μνήμην μου κ' έβλεπα την αράχνην, ακίνητος, εκπεπληγμένος, αν θέλετε δε, και μέ τινα δεισιδαίμονα φόβον! Αλλ' άμα παρήλθεν η πρώτη έκπληξις, άρχησα να σκέπτωμαι, διατί ευρέθη εκεί η αράχνη και προπάντων, πώς εμβήκε; Τα φορέματα είχα τοποθετήση και τυλίξη με το σινδόνι εγώ αυτός και ο ίδιος εκλείδωσα τον μάρσιππον. Μήπως η παρουσία του εντόμου ήτο και δι' εμέ οιωνός;
Ήμεθα και οι δύο ακίνητοι και η αράχνη και εγώ επί τινα λεπτά. Επί τέλους επήρα το σινδόνι με προσοχήν από τα τέσσαρα άκρα, το ετίναξα εις μίαν γωνίαν του θαλάμου, όπου η αράχνη συνεσπειρώθη . . . ..
Μετά τρεις ημέρας ήμην εις Μαριούπολιν, μετά ένα μήνα δε, τη μεσολαβήσει σεβαστού μου φίλου, ετέλουν τους αραβώνας μου, και μετά τρεις μήνας ενυμφευόμην . . .
Την άνοιξιν του ιδίου έτους μετέβην εις Γ . . . διπλός, κατά την ευχήν των φίλων μου, οίτινες με συνεχάρησαν εγκαρδίως, εις πρώτην δε συνάθροισίν μας τοις αφηγήθην το με την αράχνην επεισόδιον.
— Τι λες, φιλόσοφέ μου; ηρώτησε τον σκεπτικόν μας ο γέρων Φ.
— Δεν αλλάζω γνώμας εγώ, είπεν εκείνος . . .
— Και κάμνεις καλά· μ' αυτόν τον τρόπον σώζεις την φήμην σου ως
φιλοσόφου, ανταπήντησεν ο Φ.
— Με την αράχνην όμως κύριε Φ. είπε κάποιος, δεν εμάθαμεν το τέλος
της ιστορίας των κεράτων.
— Αλλά μόνον περί προλήψεων επρόκειτο, είπεν ο Φ.
— Αδιάφορον, θέλομεν το τέλος.
Ιδού λοιπόν με ολίγας λέξεις. Όταν ο Π. εβεβαιώθη περί της συμφοράς του, ηκολούθησαν σκηναί σπαραξικάρδιοι. Η σύζυγός του πράγματι μετά τινας ημέρας έφερεν εις φως έν αγοράκι. Ο Π. δεν είχε το θάρρος να εισέλθη εις τον κοιτώνα της.
Έκλαιε και εκόπτετο, όταν δ' εκείνη ανέλαβε, τον προσεκάλεσε και έπεσεν εις τους πόδας του οδυρομένη. Ήτο θύμα αγρίας επιθέσεως ενός εξαδέλφου της — Ο φίλος μου επείσθη, αλλά και μ' εσυμβουλεύθη τι να κάμη, και εγώ δε του είπα ότι εις αυτά συμβουλαί δεν χωρούν και τον ηρώτησα αν έχη την δύναμην να τιμωρήση; — Με τι τρόπον; με είπε. Με αποβολήν απήντησα.
— Ποτέ! απεκρίθη· δε θα μπορούσα να ζήσω.
— Τότε, του είπα εγώ, πρέπει να συγχωρήσης.
Αυτό και έκαμε ο καϋμένος ο φίλος μου, δειχθείς μεγαλόφρων! Και δεν είχε άδικον. Ουδέποτε πλέον του εδόθη η παραμικρά αφορμή παραπόνου κατά της συζύγου του.
Τα σχόλια δεν έλειψαν και επί του ζητήματος τούτου. Το εβασάνισαν ποικιλοτρόπως, χωρίς εννοείται να το λύσουν.
Μετά τινας ημέρας ο γέρων Φ. με λέγει.
— Δε ξέρεις δα· σήμερα ωμίλησα διεξοδικώς με τον σκεπτικόν μας περί προλήψεων και μου εφάνη πως άρχισε ν' αλλάζη γνώμην.
Πώς; ηρώτησα.
— Εσυζητήσαμεν πολύ· του επολέμησα μ' επιμονήν τας ιδέας και κατώρθωσα να του αποσπάσω την ομολογίαν ότι αυτά είνε εκ των ανεξήγητων. Προφανώς η αράχνη και τα κέρατα του ετάραξαν πολύ τους φιλοσοφικούς κύκλους! Καλό κι' αυτό.
— Και πώς τα πάμε, Σοφοκλή;
— Ωραία, εξαίρετα!
— Και σαντί δουλιές έχομε τώρα στο χέρι;
— Πολλές και διάφορες. Και πρώτον, μ' εννόησες, ο Μικάκος εκατάβηκε εις της 270 χιλιάδες, τον όρον του αγοραστού και μεθαύριο θα πάω τα χαρτιά. Έπειτα το σπίτι εκείνο της οδού Αιόλου, μ' εννόησες, παίρνει κ' αυτό τέλος σημεραύριο. Έχω ένα μικρό δάνειο που υπογράφεται τη Δευτέρα, ένα συνοικέσιο σχεδόν τελειωμένο και άλλο στην αρχή με πολλές ελπίδες και . . . άκουσε τώρα, μ' εννόησες, τα σχέδια μου. Μόλις που τελειώσω τη μεγάλη δουλιά του Μικάκη, θα . . .
Προβλέπων την συνήθη ραγδαίαν φλυαρίαν του φίλου μου, τον διέκοψα.
— Μα δε μου λες, το ανθρακωρρυχείο εκείνο. . .
— Μπερμπαντιές, φίλε μου μα ευρήκα τώρα άλλον αγοραστή, σωστό άνθρωπο και. . .
— Δεν τον αφήκα να τελειώση.
— Θυμάσαι; το είχες τελειωμένο . . .
— Μα τι να κάμης με τους ψεύτες; Τώρα όμως, μ' εννόησες, δεν μου φεύγει, γιατί έλαβα μέτρα.
— Τουλάχιστον κύτταξε αυτά που κρατείς τώρα να μη σου φύγουν.
— Αυτό ούτε να λέγεται· τα χρήματ' αυτά τάχω στο χέρι. Και ξέρεις το σχέδιό μου;
— Θα είν' εκείνο το περυσινό.
— Ναι, μα τώρα τέλειωσαν τα ψέμματα ευθύς που πάρω τον παρά, με εννόησες . . .
Την στιγμήν εκείνην εφάνη ερχόμενος ο πολιτευτής Σ . .
Ο φίλος μου με αφήκεν ευθύς.
— Προχώρει, μου είπε και σε φθάνω. Και έτρεξεν εις συνάντησιν του πολιτευτού.
***
Γνωριζόμεθα προ ετών με τον Σοφοκλή. Είνε πεντηκοντούτης περίπου, υψηλός, λιπόσαρκος, μακροσκελής, ολίγον ωχρός, μ' ένα κεφαλάκι μικρό, με κρανίον αποψιλωμένον και στίλβον, ελαφρώς ταλαντευόμενον εις κάθε του βήμα. Ευθυτενής, βαδίζει με τα χέρια συνήθως εντός των θυλακίων του τριμμένου, του πολλά και διάφορα ιδόντος και δοκιμάσαντος πανταλονίου του. Το αληθές είνε ότι και το σακκάκι του δεν έχει με τι να καυχηθή, θα είχε δε τουναντίον πολλά τα δραματικά να ιστορήση, αν είχε στόμα. Μόνον ο κολλάρος και ο λαιμοδέτης του είνε νωπά πάντοτε και ανεπιλήπτου λευκότητος. Άγαμος, έχει μόνον συγγενείς πλαγίους και φίλους απειραρίθμους και συμβαίνει, ποτέ μεν να γευματίζη εις της εξαδέλφης, άλλοτε να δειπνή εις του ανεψιού και να ξενυκτίζη εις της κουμπάρας του, ουδέποτε δε, ουδέ οι στενώτεροί του, έμαθον το οίκημά του. Τίμιος, αγαθός, ευπροσήγορος, αστείος, πολυλογάς, επαγγέλλεται . . . όχι ωρισμένον τι, αλλά παν ό,τι του δίδει αφορμήν να ομιλή και να τρέχη, αδιάφορον αν τρέχη κατόπιν σκιάς, την οποίαν εκλαμβάνει ως πραγματικότητα! Εύπιστος, αισιόδοξος, δεν ταράσσεται διόλου εκ των αποτυχιών του των αλλεπαλλήλων. Και τρέχει και σχεδιάζει αδιάκοπα.
***
Ιδίως τον απασχολούν τα πολιτικά της πατρίδος, μάλιστα τα εσωτερικά. Αφωσιωμένος εξ ολοκλήρου εις έν κόμμα, μισεί και περιφρονεί πάντας τους αντιθέτους, αυτά τα καθάρματα, τους λυμεώνας, τους τενεκέδες, τα κοθόνια, τους διαφθορείς, τους . . . και αρχίζει ραγδαίον υβρεολόγιον κατά των πολιτικών αντιπάλων, παρμένον από το τελευταίον φύλλον ομοφρονούσης εφημερίδος, γραμμένον εις το νέον, το ελευθεριάζον ιδίωμα, το οποίον δεν παραδέχεται κανένα φραγμόν. Έχει πάντοτε πλήρες το θυλάκιον εγγράφων και το κεφάλι γεμάτο σχέδια, τα οποία περιμένουν την εφαρμογήν των. Θα πωλήση, θα ενοικιάση, θα υπανδρεύση, θ' αρραβωνίση, θα συνδυάση, θα συμφιλιώση, θα κάμη θα δείξη . . . Λέγει, λέγει αδιάκοπα, με ευγλωττίαν, πειστικώτατα και αφού σε περιφέρει ανά τας σκολιάς και λαβυρινθώδεις ατραπούς των σοφώς πάντοτε χαραγμένων σχεδίων του, τα οποία οσονούπω, μετ' ολίγον, λαμβάνουν οστά και σάρκα καταλήγει, μετά πολλούς δισταγμούς και ταλαντεύσεις, (διότι είνε λεπτότατος) εις την εκλιπάρησιν . . . αλλ' εδώ, ας επιτρέψη ο αναγνώστης να σιωπήσω, χάριν της πλέον λεπτής, της πλέον ευθίκτου αφ' όσας εγνώρισα, φιλοτιμίας . . .
Περιπατητής ακούραστος, ευρίσκεται πάντοτε εις κίνησιν, εκτός των ωρών οπού εξοδεύει εις του Ζαχαράτου, εις την ανάγνωσιν των εφημερίδων του κόμματος, διότι τας άλλας ούτε τας πιάνει σ' το χέρι. Εκεί θα πολιτικολογήση, θ' αστειευθή με τους φίλους, εις τους στενωτέρους των οποίων αποκαλύπτει τα σχέδιά του. Και έχει τοιαύτα έτοιμα πάντοτε. Διότι, δεν προφθάνει να ναυαγήση έν, όπου καταστρώνει άλλο, αν δε, έως τώρα μόνον ναυάγια έχει να διηγήται, τούτο αποδοτέον εις μόνην την κακοδαιμονίαν του.
***
Ευέξαπτος εις τας πολιτικάς και κοινωνικάς εν γένει συζητήσεις, δεικνύει έν είδος απαθείας δια παν ό,τι αφορά εκ του πλησίον αυτόν τον ίδιον. Εξάπτεται και χειρονομεί και κόπτεται συζητών επί ώρας με φίλους ευτυχείς και χορτασμένους, ενώ πολλά σημεία δεικνύουν ότι αν τυχόν εγευμάτισε την ημέραν εκείνην, δεν θα έφαγε βέβαια ούτε φασιανούς, ούτε πέρδικας και είνε μάλιστα ζήτημα αν έφαγε αρκετά. Πάσαν όμως του στομάχου του διαματυρίαν ηξεύρει να κρύπτη υπό το πλέον αξιοπρεπές μειδίαμα και εις τρόπον ώστε να σε πείθη ότι τουλάχιστον εγευμάτισεν εις την «Μινέρβα», ενώ το πιθανώτερον είνε να εγεύθη εις κανένα πατζατζίδικο αντί 30 λεπτών.
***
Είχε μείνη άγαμος από πείσμα, με είπε· «θα ήμουν 26 — 27 ετών νέος και καθώς ήμουν κομψός (μη με βλέπης τώρα) πολλές μητέρες και πολλές νέες μ' εκυνήγησαν. Εγώ δεν επρόσεχα, όταν, μ' εννόησες, μια μικρούλα, κόρη χήρας στρατιωτικού, ωραιοτάτη, μ' εμάγεψε. Ωρκίσθηκα ευθύς πως θα γείνη δική μου. Από το μέρος της κόρης εφάνη μεγάλη προθυμία, αν και πολλοί άλλοι την εποφθαλμιούσαν^ ωμίλησα με την μητέρα, η οποία, μ' εννόησες, με άκουσε με πολλήν ευμένειαν και χωρίς να προσέχη εις τους άλλους λατρευτάς, της είπα πως έχομεν να ζήσωμεν, εν ενί λόγω, μ' εννόησες, της εχάραξα τα σχέδιά μου διά το μέλλον, τα οποία ευρήκε μεγαλοπρεπή. Έξαφνα ένα πρωί μανθάνω ότι την προτεραίαν η άπιστη αυτή είχε στεφανωθή μ' ένα έμπορον, ένα κοθόνι, έναν . . . Τόσω μ' επείραξε που δεν επρόσεξα πλέον εις γυναίκα . . . »
***
Εις τον περίπατον, μια πρωινή, συνηντήθημεν μ' ένα νέον καλού εξωτερικού, όστις μας εχαιρέτισε με πολλήν ευγένειαν.
— Τι κάνεις Παναγιώτη; τον ερώτησεν ο Σοφοκλής. — Καλά, κυρ
Σοφοκλή· κάτι δε φαινόσαστε απ' το μαγαζί;
— Δουλιές, Παναγιώτη μου. — Και πώς πάτε; Είστ' ευχαριστημένος; —
Καλά, καλά, κ' εσύ;
— Ωραία, μη μας ξεχνάτε· χαίρετε! είπεν ο Παναγιώτης — Γειάσου. Και
ο νέος απεμακρύνθη εσπευσμένως.
— Ξέρεις ποιος είν αυτός; Είπεν ο Σοφοκλής· Είνε πατριωτάκι μου. Προ έξ χρόνια ήλθεν απ' την πατρίδα, μ' εννόησες, ίσα σε μένα, γιατί ήμαστε σαν αδέλφια με τους γονείς του. Εγύρευε δουλειά και τον εσύστησα σ' ένα καλό μέρος. Δραστήριο παιδί, φρόνιμο, με νου, δεν άργησε να συνάξη μερικά λεπτά και τώρα είνε δυο χρόνια που έχει ιδικό του μπακάλικο και μικρό καπελιό. Θετικό παιδί καθώς είνε, θα προοδεύση πολύ. Και ο καϋμένος θυμάται την καλωσύνην και . . . μ' αγαπά, είπε μετά τινα δισταγμόν ο Σοφοκλής.
Η ιστορία ήτο αληθινή, ως επληροφορήθην κατόπιν. Ο Σοφοκλής είχε αξιοπρέπειαν αλλ' ηναγκάζετο ενίοτε να προσφεύγη υπό την σώτειραν στέγην του καλού νέου, εις περιστάσεις, εννοείται, κρισίμους και μόνον οσάκις η βροχή των ατυχημάτων επήρχετο ραγδαιοτέρα. Εις αντάλλαγμα παρείχεν αφειδώς και εις τον νέον τας συμβουλάς του, τηρών όλην την αξιοπρέπειαν και την ευγενή στάσιν του αλησμονήτου ιππότου της ελεεινής μορφής.
Γνωρίζεται με πολλούς, πολιτευομένους, μέ τινας των οποίων έχει πολλήν οικειότητα και προς τους οποίους — τους ομόφρονας εννοείται — αποδίδει εκ διαλειμμάτων μικράς τινας υπηρεσίας αφιλοκερδώς και μόνον δια να έχη να τα διηγήται κατόπιν. Λέγει συχνά ότι είνε κακοδαίμων, χωρίς όμως δι' αυτό ν' απελπίζεται· απ' εναντίας, κύριόν του χαρακτηριστικόν είνε η αισιοδοξία, φθάνουσα μέχρι παιδικής αφελείας, διά να μη μεταχειρισθώ προσβλητικώτερον δι' αυτόν όρον. Βλέπων κανείς την πενιχράν του περιβολήν και συγκρίνων αυτήν προς την αξιοπρεπή του στάσιν, τον εκλαμβάνει ως αρχαίον στωικόν, ενώ κατά βάθος δεν είνε διόλου αδιάφορος εις τα εγκόσμια θέλγητρα και, ως οι πλείονες των θνητών, ονειρεύεται και αυτός την εκπλήρωσιν τούτου ή εκείνου του πόθου. Και ομιλεί συχνά περί των ονείρων του αυτών των χρυσών, περί των διακαών πόθων του, με χρώματα μάλιστα ποιητικά (χρώματα πολύ ανοικτά, πολύ κτυπητά καθό παρμένα από το κουτάκι της παλαιάς τέχνης), αδιάφορον αν η μεταβολή επέλθη μετ' ολίγον απότομος, όταν πρόκειται να χωρισθήτε και είνε μάλιστα μεσημβρία· σου εξακοντίζει τότε βλέμματα λίαν εύγλωττα, ουδέν όμως έχοντα το ποιητικόν, μ' όλους τους αγώνας του να τηρηθή η αξιοπρέπεια. Και μετά τινας πάντοτε ελιγμούς και περιστροφάς, χάριν της πασχούσης φιλοτιμίας, τίθεται εις χρήσιν η μέθοδος εκείνη την οποίαν, η προς τον φίλον οφειλομένη αβρότης με αναγκάζει να παρασιωπήσω.
***
Έν' απόγευμα εκαθήμεθα προ μικράς τραπέζης εις έν από τα τελευταία ζυθοπωλεία των Πατησίων. Ο Σοφοκλής ήτο ευθυμότερος του συνήθους. — Βλέπεις εκεί κάτω — μου λέγει, ενώ ερρόφα την δευτέραν του μπίραν — το σπιτάκι εκείνο, στα δένδρα μέσα; Εκεί ήμουν χθες κ' εσυμφωνούσα με την οικοκυρά να μου το νοικιάση για το καλοκαίρι· τι έχει να γείνη εκεί μέσα, θα μάθης και θα ιδής τι πράγμα είν' ο Σοφοκλής, γιατί η τύχη δεν θέλησε ακόμα να τον γνωρίσης. Και μου εζωγράφισε μ' ελκυστικώτατα χρώματα τον μακάριον βίον όπου θα διηρχόμεθα εκεί, συντρόφους έχοντες των πτηνών τα κελαδήματα και της αύρας τους ψιθυρισμούς, κατόπιν, εννοείται, των άλλων, υλικοτέρων απολαύσεων, άνευ των οποίων, τα άυλα εκείνα, τα ασύλληπτα, αποβάλλουν πολύ, ως γνωστόν, του φυσικού των θελγήτρου. — Λίγη υπομονή — επρόσθεσεν ο φίλος μου. Και διατεθείς έτι μάλλον ευθυμότερον, μου διηγήθη δύο τρεις ιστορίας απνευστεί, την μίαν κατόπιν της άλλης, επί των πολιτικών της ημέρας.
Τον έβλεπα διηγούμενον κ' εδοκίμαζα ταυτοχρόνως δύο αντίθετα αισθήματα. Απορίαν μεγάλην διά την αισιοδοξίαν του, ήτις ουδέποτε τον είχε δικαιώση και ένα είδος οίκτου διά την πενιχράν περιβολήν. ήτις εκάλυπτε μίαν τόσον ευγενή ύπαρξιν. Ήσαν όλα του παρατριμμένα . . . Εκείνη μάλιστα η ρεπούμπλικά του, στενή εις την νεότητά της, διεστάλη περί το κρανίον, εκ της πολυχρονίου χρήσεως, και προσέλαβε σχήμα χαμηλής πυραμίδος, πολλαχού πεπιεσμένης και της οποίας οι παντοειδείς μώλωπες, διελάλουν ευγλώττως τα βάσανά της. Απεχωρίσθημεν αργά.
***
Έξαφνα τον έχασα· παρήλθεν ολόκληρος εβδομάς χωρίς να τον ιδώ· τι ευχή! αρρώστησε; Έπειτα εκείναι αι υποθέσεις, όλαι, ή μέρος αυτών τι απέγειναν; ή μήπως πάλιν υπερίσχυσεν η κακοδαιμονία του φίλου μου; εσκεπτόμην και δεν ήξευρα τι να υποθέσω. Ηρώτησα κάποιον φίλον του, έμπορον ψιλικών, όστις επίσης τον εσυμπαθούσε και του επρομήθευε τους κολλάρους και τους χρωματιστούς λαιμοδέτας του επί αορίστω, εννοείται πιστώσει, αλλά και αυτός δεν τον είχεν ιδή προ πολλού. Ήμην εις αυτάς τας σκέψεις, ότε τον βλέπω ένα πρωί εις την οδόν Σταδίου ερχόμενον, ή μάλλον τρέχοντα κατ' επάνω μου. Μ' επλησίασε. — Το απόγευμα εις του Ζαχαράτου, μου λέγει. Έχω πολλά . . . Και εξηκολούθησε τον δρόμον του τρέχων.
Πράγματι μετά το γεύμα συναντήθημεν. Το πρόσωπόν του ήτο αίθριον, ωσάν ανέφελος ουρανός. Έσπρωξε το κάθισμά του προς το ιδικόν μου, έκλινε πλαγίως προ εμέ και μου είπε χαμηλοφώνως, διά να μην ακούσουν οι παρακαθήμενοι. — Απόψε υπογράφεται το συμβόλαιον της μεγάλης υποθέσεως και αύριον πρωί τα δυο άλλα, ώστε αύριον το απόγευμα, εις τας τρεις να πας εις την μπυραρία μας και να με περιμένης. Το σπιτάκι εκείνο το έπιασα, και μεθαύριο κουβαλιούμαι. Επί τέλους . . . Επρόσθεσε· και στεναγμός ανακουφίσεως εξήλθε του στήθους του. Ανέπνευσα κ' εγώ μαζή του και τον συνεχάρην, διότι αυτήν την φοράν κατώρθωσε να μου εμφυτεύση αρκετόν μέρος της αισιοδοξίας του.
Την επιούσαν κατά την ορισθείσαν ώραν, ήμην εις το ζυθοπωλείον κ' επερίμενα. Δεν ειξεύρω όμως διατί, έπαυσα αίφνης να είμ' ευχαριστημένος. Είχα κάτι προαισθήματα, τα οποία εις μάτην εζητούσα ν' αποδιώξω. Κάποια μυστηριώδης φωνή μου έλεγεν ότι περιμένω αδίκως. Πράγματι, επλησίαζε να δύση ο ήλιος, ότε απεφάσισα ν' αφήσω το ζυθοπωλείον. Μόνος και μελαγχολικώς βαδίζων, εισήλθα εις την πόλιν, καταρώμενος τον κακόν δαίμονα του καϋμένου του Σοφοκλή.
***
Αυτήν την φοράν τον έχασα εντελώς. Τον εζήτησα ματαίως εις διάφοοα μέρη· πουθενά δεν εφαίνετο. Εκρύπτετο, ή έκανε κανένα ταξείδι; προφανώς το τελευταίον κτύπημα το τόσον απροσδόκητον τον είχε ζαλίση. Να ματαιωθούν τόσα όνειρα! και πότε, οπόταν η πραγματοποίησίς των εθεωρείτο βεβαία! Με όλην του την απάθειαν, με όλην του την φιλοσοφίαν ο ατυχής φίλος μου δεν εκρατήθη. Εντρέπετο, φαίνεται και να παρουσιασθή.
Εν τω μεταξύ εγώ ανεχώρησα εκ της πρωτευούσης δι' υποθέσεις μου και επέστρεψα μετά τεσσάρας μήνας.
Ήσαν παραμοναί βουλευτικών εκλογών και ο κόσμος ήτο εις κίνησιν. Ενθυμούμαι, έν απόγευμα Κυριακής, πυκνοί όμιλοι πολιτών συνηθροίζοντο εις τας πλατείας συζητούντες θορυβωδώς. Είχα χωθή και εγώ, ακουσίως μου, εις ένα όμιλον και επροσπαθούσα να διολισθήσω, να γλυτώσω, ότε ακούω οπίσω μου γνωστήν φωνήν. — Μάλιστα, κύριοι, εν πρώτοις, μ' εννόησες, ο συνδυασμός αυτός είνε, μ' εννόησες, κάκιστος, επειδή . . .
Εισεχώρησα πλησίον του ομιλητού και τον έσυρα εκ του άκρου του επενδύτου· εστράφη . . . Δεν περιγράφεται η χαρά του.
— Πώς εδώ; από πού; πότε; είπε· πάμε, πάμε. Και με παρέσυρε μακράν
του ομίλου.
Δεν είχε διόλου μεταβληθή. Η αυτή αξιοπρεπής στάσις, το αυτό λεπτόν μειδίαμα και, δυστυχώς η αυτή περιβολή. Το τριβώνιόν του μάλιστα είχε τας χειρίδας πολύ κοντάς, τρανή απόδειξις ότι δεν είχε κοπή επάνω του.
Εκαθήσαμεν έξωθεν καφενείου. Ήτο πολύ ευχαριστημένος που με έβλεπε, αλλά κ' εγώ με πολλήν χαράν τον επανείδα. Είπομεν πολλά περί των ζητημάτων της ημέρας όπου ο φίλος μου, με φλογεράν ευγλωττίαν ην του υπηγόρευον οι κινδυνεύοντες της πατρίδος θεσμοί, επετέθη κατά της αντιπάλου πολιτικής μερίδος, ήτις αφού εθυσίασεν, εις την άμετρον φιλοδοξίαν της, παν ιερόν και όσιον, ζητεί και πάλιν να εισπηδήση εις τα . . . εις την . . . (ο φίλος μου δεν εύρισκε την λέξιν) ως λύκος, μ' εννόησες, αιμοβόρος . . .
Τον διέκοψα.
— Και η δουλιές πως πάνε, Σοφοκλή;
— Λαμπρά! αν και τας αμέλησα ολίγον ένεκα της πολιτικής. Έχω όμως αυτήν, έχω εκείνην, έχω μίαν άλλην . . . Και μου έδωκε διαφόρους λεπτομερείας περί αυτών, ως οσονούπω περατουμένων, προσθέσας εν τέλει — Μίαν άλλην ώραν τα λέμε καλλίτερα. Και αλλάξας αποτόμως θέμα, εχώθη εις ένα πολιτικόν λαβύρινθον αδιέξοδον, εις τον οποίον με παρέσυρεν ακουσίως μου και από τον οποίον είδα κ' έπαθα να γλυτώσω.
Ήτον πολύ αργά όταν εχωρίσθημεν.
***
Τον απαντώ και τώρα ενίοτε, δεν έχωμεν όμως τας πρώτας στενές σχέσεις. Βαδίζει ευθυτενής, αξιοπρεπής, με το στερεότυπον μειδίαμα επί των ωχρών του χειλέων, με τας χείρας εις τα θυλάκια της οικτράς του περισκελίδος, με κενόν, πιθανώς τον στόμαχον, αλλά με γεμάτην βεβαίως την κεφαλήν από σχέδια.
ΟΛΙΓΟΝ αργά — διότι είχεν υπερβή τα σαράντα — εσκέφθη να υποδουλωθή. Είνε αληθές ότι το εσκέφθη εδώ δεν έχει τον τόπον του, ότι είνε τρόπος του λέγειν πλημμελής, διότι, τις υποδουλώνεται κατόπιν σκέψεως; Πάντοτε ο ζυγός είνε ακούσιος, κατά συνέπειαν μισητός και παράδειγμα ο ζυγός όλων των υπό δουλείαν λαών, οίτινες μάχονται διά να θραύσουν τας αλύσσεις των και το ιδικόν μας λόγιον, οπού κατήντησε πλέον αξίωμα· «του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει.» — Υπάρχει μόλαταύτα, διαφορά μεταξύ ζυγού και ζυγού, μεταξύ εκουσίου και ακουσίου δουλείας. Υπάρχει ζυγός επαχθής, δουλεία μυσαρά, αλλά και ζυγός γλυκύς, δουλεία επιθυμητή, καθώς δα είνε γνωστότατον. Διά να πιστωθή έτι άπαξ ότι δεν υπάρχει κανών χωρίς εξαίρεσιν. Μήπως δεν αγαπούν όλοι το φως; Είνε ο γενικός κανών. Κατ' εξαίρεσιν όμως υπάρχουν και οι αρεσκόμενοι εις το σκότος, τοιούτοι δε είνε οι απόλυτοι δεσπόται, τα νυκτερόβια πτηνά, και όλοι οι κλέπται των καρδιών και των βαλαντίων.
Αυτά όλα τα θεωρήματα τα εγνώριζε κάλλιστα και ο ήρως μου, όστις, αν και θερμός της ελευθερίας λάτρης, έστερξεν όμως να υποδουλωθή, να υπογυναικωθή τουτέστι, ως θα εννόησες βέβαια, έξυπνε αναγνώστα μου, και αν έκλινες ήδη την κεφαλήν υπό τον ζυγόν αυτόν, ή αν διανοήσαι να τον υποβάλης, όπερ έν και το αυτό. Θα εννόησες και θα εσυμφώνησες μ' αυτά βέβαια, εκτός αν ανήκης εις την αραιάν χορείαν των ανυποτάκτων, των γεροντολεύτερων δηλαδή (οίτινες — εν παρόδω ειρήσθω — αν και επιτηδεύωνται στάσιν αξιοπρεπή, ως όλοι οι ξεπεσμένοι ευγενείς, κλαίουν όμως και οδύρονται κρυφά δια το πάθημά των) εκτός, λέγω, αν ανήκης εις τα γεροντοπαλήκαρα, ότε, κατά τα ειωθότα, η ψήφος σου, ψήφος μειοψηφίας, είνε ως φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
***
Και συνέβη το πράγμα αίφνης, όλως απροσδοκήτως. Πλούσιος, ανεξάρτητος, μόνος εν τω κόσμω, είχε διαβή όρη και θαλάσσας, χωρίς να δίδη λογαριασμόν εις κανένα. Τι δεν είχεν ιδή, τι δεν είχεν ακούση, με ποίας και ποίας δεν είχε συναναστραφή, πόσων δραμάτων τραγικών ή γελοίων δεν εγένετο μάρτυς, πόσων δε γελώτων ή δακρύων δεν εγένετο αυτός πρόξενος, χωρίς ο χαρακτήρ του ν' αλλοιωθή, χωρίς η φυσική του απάθεια να τον εγκαταλείπη.
Μίαν φοράν μόνον, (και τούτο επικυρώνει έτι μάλλον τους λόγους μας) παρ' ολίγον έπιπτεν εις τας σαγήνας μιας τεχνήτρας, επιτηδείως στηθείσας. Ευτυχώς, την τελευταίαν στιγμήν εννοήσας, από ύποπτά τινα σημεία, πού ευρίσκετο, ετράπη εις φυγήν εκ της οπισθίας θύρας, αφήσας, εν τη σπουδή του, και αυτόν του τον επενδύτην, ακουσίως και εξ ανάγκης υποδυθείς και παίξας το μέρος του σεμνού Ιωσήφ, μέρος διά το οποίον δεν ήτο πλασμένος και το οποίον διόλου δεν του ήρεσκε, ως τούτο συμβαίνει παρ' ημίν εις μερικούς ηθοποιούς, πιεζομένους από απειρόκαλον θιασάρχην προς κοινήν αγανάκτησιν. Μόνον αυτό το μικρόν ολίσθημα είχε πάθει εις τον βίον του, εγκαίρως όμως σταματήσας εις τον κατήφορον.
Ήθελε να λέγεται στωικός· και ήτο πράγματι, τουλάχιστον μέχρι της ώρας εκείνης, καθ' ην, χωρίς καθόλου να το περιμένη, εντός μικράς, μυρωμένης αιθούσης μιας μικράς Κίρκης αγαθής φύσεως (διότι υπάρχουν και μάγισσαι αγαθαί) έγεινε η υποδούλωσίς του . . . υποδούλωσις πλήρης και τελεία, υποδούλωσις άνευ όρων! Αυθόρμητος, ο αλύγιστος ήρως μου προσέφερε την χείρα, ή μάλλον και τας δύο χείρας, εις τας γλυκείας χειροπαίδας, τας οποίας αβρά χειρ ενός αβρού πλάσματος τω έτεινε με μειδίαμα όπου, εκτός της αγάπης, εκείνος θα ηδύνατο να διακρίνη (πριν θαμβωθή εννοείται) και ποιάν τινα δόσιν ειρωνίας. Και πράγματι, η εικών δεν ήτο και ολίγον ταπεινωτική δι' ένα άνδρα ως τον ήρωά μου. Τουλάχιστον η εξωτερική αντίθεσις ήτο λίαν απότομος. Υψηλός, ευρύστερνος, ηλιοκαής, με μαύρον μύστακα, με αδρά εν γένει χαρακτηριστικά και με δύο ή τρεις σειράς ρυτίδων εις το μέτωπον, Ηρακλής, γονυπετής προ των ποδών, μικροσώμου μάλλον, λιγυράς, εικοσιπεντατούς Ομφάλης! Κυρίως όμως ειπείν, εδώ ταπείνωσις δεν υπήρξε, πρώτον διότι, τοιούτου είδους ταπεινώσεις θα έστεργον και οι πλέον υπερήφανοι χαρακτήρες και δεύτερον, το και σπουδαιότερον διά τον ήρωά μου, διότι το πλάσμα, προ του οποίου εταπεινώθη, αφού απέβαλε, κατά καιρούς, δωδεκάδα τουλάχιστον νεανιών γυναικομόρφων, δούλων των θελγήτρων του, παρέδωκεν ανεπιφυλάκτως καρδίαν και χείρα εις αυτόν, τον έχοντα ανδρικά — ολίγον τραχέα μάλιστα, χαρακτηριστικά και ανδρικόν το βήμα.
Λέγων όμως ότι ο ήρως μου παρεδόθη άνευ όρων, δεν λέγω την αλήθειαν απολύτως, διότι η αλήθεια είνε ότι παρεδόθη υπό ένα όρον βαρύτατον μεν δι' αυτόν, απαραίτητον δε.
Άλλως και τι γίνεται εις τον κόσμον χωρίς όρους; Σου μειδιώ δια να μου μειδιάσης, σου βγάζω το καπέλλο, διά να μ' αντιχαιρετίσης, σ' επαινώ διά να μ' επαινέσης, γράφω υπέρ σου και εκθειάζω τα φώτα σου, διά να γράφης υπέρ εμού και να εκθιάζης τα ιδικά μου φώτα, επί τέλους σε αγαπώ διά να μ' αγαπάς και συ χωρίς άλλο, και όχι εγώ να σ' αγαπώ, ενώ συ μ' εχθρεύεσαι, ως θέλει το θείον λόγιον, το οποίον, ακριβώς διότι είνε θείον, αδυνατεί — αλλοίμονον! να παραδεχθη η ασθενής του ανθρώπου φύσις.
Επέβαλε λοιπόν και η μικρά Ομφάλη εις τον Ηρακλέα της ένα όρον απαράβατον ως δείγμα — και δη το ισχυρότερον — του προς αυτήν έρωτός του.
Ο ήρως μου ηγάπα να καπνίζη και να καπνίζη πολύ· η έξις του δε αυτή η πολυχρόνιος του είχε γείνη δευτέρα φύσις. Αι ευδαιμονέστεραι του βίου του στιγμαί ήσαν εκείναι καθ' ας, ημιεξηπλωμένος επί μικρού ανακλίντρου, εντός του κομψού σπουδαστηρίου του, ερρόφα τον καπνόν της μικράς του καπνοσύριγγος, τον ετίναζεν εις μικρά δακτυλιδοειδή σχήματα και τον έβλεπε να διαστέλλεται, να κυματίζη να υψώνεται και να χαμηλώνη πληρών το δωμάτιον εωσού, εξερχόμενος βραδέως από καμμίαν του παραθύρου ρωγμήν, ν' αφανίζεται εις το κενόν. Και τότε παρεδίδετο εις φιλοσοφικάς και ουχί πολύ ευθύμους σκέψεις επί παντός είδους διαλύσεως· από εκείνης των ονείρων και των ελπίδων των μάλλον αιθερίων, μέχρι της διαλύσεως των πολιτικών συναθροίσεων ή και αυτής της συνταγματικής Βουλής, ην πολλοί με τόσον πόθον ονειρεύονται. Το τσιμπουκάκι του ήτο δι' αυτόν φίλος απαραίτητος, παρηγορία εις τας δυσθυμίας και μία έτι πρόσθετος ηδονή εις τας ευτυχείς περιστάσεις. Κ' εγώ δεν ειξεύρω τι θα έδιδε, διά να μη στερηθή του φίλου αυτού, του οποίου όταν εφίλει το από ήλεκτρον στόμα ελησμόνει όλα τα στόματα και αυτά τα αβρότερα. Αν δε του έλεγέ τις ότι κανένας δεσμός δεν είν' αιώνιος και ότι πιθανόν και η προς το είδωλον αυτό προσκόλλησίς του, να εχαλαρούτο ποτέ, θ' απαντούσε βεβαίως με περιφρονητικήν σιωπήν, ή και θα ύβριζεν ίσως τον ούτω φιλοσοφούντα. Και όμως ο φιλοσοφών αυτός δεν θα είχεν άδικον. Συμβαίνει, και συχνά μάλιστα, οι θνητοί να λογαριάζωμε χωρίς τον ξενοδόχον, τας απροόπτους δηλαδή, περιστάσεις· ξενοδόχος δε, αυτήν την φοράν, διά τον Ηρακλή μας, ήτο η μικρόσωμος Ομφάλη του, ήτις καθ' όλα εύρεν άξιον τον φίλον της και μόνον ένα πράγμα απήτησε, έβαλε δηλαδή, ως όρον απαράβατον της ενώσεώς των. — «Να κόψη ο εκλεκτός της τον καπνόν». — Θα ήτο δι' αυτήν το παν· σύζυγος τρυφερά, αφωσιωμένη· αι επιθυμίαι του θα τη ήσαν νόμος. Όλα, όλα θα τα έστεργε, εκτός του να τον βλέπη να καπνίζη.
Ο Ηρακλής ανελογίσθη ευθύς την θέσιν του· τι θα εδοκίμαζεν αποχωριζόμενος διά παντός της αχωρίστου καπνοσύριγγος και όλων των ηδονών των εκ του καπνίσματος. Ανελογίσθη εξ άλλου τι θα υπέφερεν αν, χάριν του καπνού και μόνου, εστερείτο της εκλεκτής της καρδίας του, καρδίας απροσίτου εις αισθήματα ερωτικά και την οποίαν μόνη αυτή, αληθινή καρδιοκλέφτρα, εύρε τον τρόπον ν' ανοίξη και να ενθρονισθή μέσα ως απόλυτος βασίλισσα. Μεταξύ του διλήμματος αυτού ευρεθείς, μετά πολλήν σκέψιν απεφάσισε. Παρέδωκεν εις χείρας της λατρευτής του και καπνοσακκούλα και τσιμπούκι και έφερεν εις τα χείλη την χείρα της. Εκείνη εσκίρτησεν από αγαλλίασιν διά την νίκην, ήτις, ενώ την καθίστα κυρίαν του εκλεκτού της, εκολάκευεν ουχ' ήττον και την φιλαυτίαν της.
***
Ηνώθησαν λοιπόν ο Ηρακλής με την μικράν Ομφάλην υπό τους αισιωτέρους οιωνούς και ουδέποτε ζεύγος υπήρξεν ευτυχέστερον. Είχαν τους αυτούς πόθους οι ερασταί σύζυγοι, τας αυτάς ορέξεις, τας αυτάς ιδιοτροπίας, ή μάλλον ιδιοτροπίας δεν είχαν, αφού εις όλα ήσαν σύμφωνοι. Η επιθυμία του ενός επεκυρούτο ευθύς υπό του άλλου ανεπιφυλάκτως· ήτο μία ψυχή εις δύο σώματα. — Πάμε περίπατο; — Πάμε. — Με αμάξι; — Με αμάξι. — Πεζή. — Πεζή. Ή αίφνης. — Θέλω Φάληρον. — Κ' εγώ. — Ανάπαυσιν όλην την ημέραν. Κ' εγώ το ίδιο. Αλλά η ελευθερία εχώρει και περαιτέρω. Αν ο ένας εξέφραζε την επιθυμίαν να εξέλθη μόνος, ο άλλος δεν ανθίστατο. Απόλυτος, αμοιβαία εμπιστοσύνη ήτο το σύμβολόν των. Όπως η Ομφάλη, ούτω και ο Ηρακλής έκαμνεν ό,τι ήθελε φαντασθή, ό,τι ήθελε του &καπνίση& και μόνον, φευ! να &καπνίση& δεν του εσυγχωρείτο. Αυτό και μόνον τους εχώριζε, αλλ' ήτο όρος επιβληθείς εξ αρχής και λόγος δεν υπήρχε να διαγραφή. Τι προς αυτόν, αν οι περισσότεροι όροι εις τον κόσμον παραβαίνονται ή εκτελούνται μόνον εκείνοι όσοι αποβλέπουν εις των ισχυρών την ωφέλειαν, αν μερικοί σκόπελοι εξ ανάγκης παρακάμπτωνται, υπερπηδούνται· αυτά ως επί το πλείστον είνε σοφίσματα και αυτός δεν είνε σοφιστής. Είνε αληθές ότι υποφέρει τρομερά εκ της ιδιοτρόπου απαγορεύσεως και σκέπτεται μελαγχολικώς ότι όλαι αύται αι διατάξεις, από της πρώτης εκείνης του δημιουργού μέχρι της τελευταίας της σήμερον, δεν έλαβον κανέν πρακτικόν αποτέλεσμα, ο άνθρωπος τρέχει κατόπιν του απηγορευμένου και ίσως είνε ο μόνος κανών ο χωρίς εξαίρεσιν. Αυτά εσυλλογίζετο, αυτά εμελέτα συχνά, πειραζόμενος από την πληθύν των καπνιστών, μεταξύ των οποίων επρώτευε και οίτινες ωσάν να τον έβλεπον τώρα με κάποιον οίκτον.
Οπωσδήποτε τα πράγματα έβαινον ομαλά, απρόσκοπτα· οι σύζυγοι ήσαν ευτυχείς· πλήρης γαλήνη εβασίλευεν εν τω οίκω επί πολύ ακόμη, ότε, αίφνης, εις τον αίθριον ουρανόν του ερωτευμένου ζεύγους, εφάνη ένα μικρό συννεφάκι· πολύ μικρό, συννεφάκι όμως πάντοτε. Ο Ηρακλής ήρχισε δεικνύων σημεία στενοχωρίας, ήτις μ' όλας τας προσπαθείας του να την κρύψη, δεν διέλαθε την προσοχήν της Ομφάλης. Εις αυτά η γυναικεία όσφρησις υπερβαίνει και την όσφρησιν ιχνευτού κυνός· μυρίζεται τα πράγματα απ' εδώ και πέραν και επιμένει εωσού τα εξιχνιάση. Κάτι εμυρίσθη λοιπόν, κάτι υπώπτευσε η κυρία Ομφάλη και αυτό το κάτι τη επροξένησεν οδυνηράν έκπληξιν. Εδιπλασίασε τας θωπείας της, χωρίς όμως — φρικτόν ειπείν — να φέρη κανέν αποτέλεσμα! Του συμβίου η στενοχώρια επετείνετο· ήτο πολύ σκεπτικός, ωσάν να επροσπάθει να λύση κανέν πρόβλημα πολύ ενοχλητικόν. — Τι να τρέχη; ηρώτα εαυτήν η νεαρά γυνή. Να μ' εβαρύνθης είνε δυνατόν; ω! αν τοιούτον τι συμβαίνη, αφεύκτως θα επέλθη το χάος! Είχεν ενθυμηθή την στιγμήν εκείνην την γνωστήν φράσιν του Οθέλλου, τον οποίον (το δράμα δηλαδή) υπερηγάπα. Αλλά θα προσέξω — επρόσθεσε — δεν θ' αφήσω την ευτυχίαν να μου φύγη αμαχητεί· θα παλαίσω.»
Μετά τινας ημέρας, αίφνης, κατόπιν δυο τριών ωρών απουσίας του συζύγου — ασυνήθους άλλως — ο ουρανός αιθρίασεν. Εκείνος έγεινεν ο σύζυγος των πρώτων ημερών εύθυμος, διαχυτικός, τρυφερός . . . προπάντων τρυφερός, ωσάν εικοσαετής νεανίας. Εκείνη, αν και δεν ήξευρε πού ν' αποδώση την υπερτάτην αυτήν των συζυγικών θωπειών, παρεδόθη όμως εις αυτήν μετ' ίσης ορμής, ευαρέστως εκπληττομένη και εκ πολλών μεν άλλων, αλλά και εξ αυτής της οσμής του στόματος του συζύγου, της αλλοκότως μεθυστικής . . . Και η ευτυχία επανήλθε πλήρης· η πρώτη ευτυχία των πρώτων ημερών.
Μετά σύντομον όλως διάλειμμα, ανεφάνη εκ νέου το συννεφάκι και η στενοχωρία του συζύγου, ολίγον δε κατόπιν — μετά δίωρον ή τρίωρον απουσίαν του — αι αυταί διαχύσεις, αι ίδιαι τρυφερότητες προς την σύζυγον. Θα έλεγέ τις, ότι αι απουσίαι αυταί έδιδον εις τον χλιαρόν και χαλαρόν Ηρακλή δυνάμεις νέας, ευθυμίαν, σφρίγος· ότι ήσαν ωσάν μία κολυμβήθρα αναγεννήσεως, Οποία ταπείνωσις διά την νεαράν γυναίκα, ήτις εδικαιούτο να φρονή, ότι μακράν της ο σύζυγος θα έπασχε, θα ήτο δυστυχής, ως την είχε βεβαιώση άλλοτε.
— Πού ήσουν, αγαπητέ, τρεις ώρας τώρα; δεν μ' εσυνείθισες εις αυτάς
τας απουσίας.
— Μην εξετάζης, φιλτάτη· φίλοι παλαιοί, υποχρεώσεις· απήντα εκείνος
μέ τινα στενοχωρίαν.
Ακουσίως της η νεαρά γυνή ενθυμήθη πάλιν τον Οθέλλον και την ρήσιν του· πραγματικαί δε τώρα υπόνοιαι, υφέρπουσαι εις τον εγκέφαλον, σιγά και κατ' ολίγον εις τας αρχάς, ορμητικώτεραι δε βαθμηδόν, την εβασάνιζον. — Να μ' απατά, άραγε; είνε δυνατόν; αυτός, ο τόσον ερωτευμένος προ ολίγου ακόμη, ο τόσον αφωσιωμένος; Αλλά πάλιν, τι σημαίνουν αι απουσίαι αυταί και η ευθυμία του όταν επιστρέψη, η οποία όμως είνε τόσον σύντομος και παροδική; ω! αν μ' απατά . . . Και ερυθρίασεν από εντροπήν και από θυμόν το αβρόν πλάσμα, το οποίον, εν τη φιλαυτία του, επίστευσεν ότι η ευτυχία του θα ήτο ακλόνητος!
Αλλά της ήρχοντο και παραφοραί. — Όχι, εφώναζε· δεν θα υποχωρήσω αμαχητεί θα τον συλλάβω επ' αυτοφώρω, θα τον εξουδενώσω, θα τον συντρίψω και ας συντριβώ κ' εγώ κατόπιν.
Και τον παρετήρει και τον κατεσκόπευε με μίαν τέχνην, με μίαν λεπτότητα, ήτις θα ετίμα και τον καλλίτερον ηθοποιόν.
Εν τω μεταξύ εκείνος ηκολούθει την αυτήν τακτικήν. Εδείκνυε σημεία στενοχωρίας, δυσθυμίας ενόσω ήτο διαρκώς πλησίον της συζύγου, μετεβάλλετο δ' αίφνης εις εύθυμον και διαχυτικόν, όταν, κατόπιν απουσίας, κατά το μάλλον και ήττον μακράς, επανήρχετο παρ' αυτή.
Δεν εκρατήθη επί τέλους και μίαν των ημερών, εντός κλειστής αμάξης, επιτηδείως τον ηκολούθησε. Ήθελε να εξιχνιάση, να φέρη εις φως το μυστήριον οπού την επίεζε και την καθίστα την δεστυχεστέραν των γυναικών.
Και τον είδε, έξω της πόλεως και εντός μικρού δάσους, να εισέλθη εις ένα οικίσκον μεμονωμένον, εκ του οποίου είδεν εξελθούσαν γραίαν γυναίκα, ήτις εκάθησεν ατάραχος επί του κατωφλίου της θύρας.
Επέστρεψεν εις τον οίκον της και από υπερηφάνειαν δεν κατεδέχθη να κλαύση, ενώ είχε τον άδην εν τη καρδία. Μετά τινα καιρόν εκείνος επέστρεψε γλυκύς, διαχυτικός, θερμός ως εις τας πρώτας ημέρας.
— Αρχιυποκριτά, έλεγε καθ' εαυτήν η νέα γυνή· μη σε μέλη και θα λογαριασθούμε — ενώ του ανταπέδιδε τας θωπείας του.
Μετά τινας ημέρας τον ηκολούθησε πεζή και μετημφιεσμένη εις τον μυστηριώδη οικίσκον, με απόφασιν να θέση τέρμα εις την αγωνίαν της. Ήξευρεν ότι επροδίδετο, αλλά πριν έλθη εις τελείαν ρήξιν, επεθύμει να ίδη, να ψηλαφήση, ούτως ειπείν, το μέγεθος της συμφοράς της. Και ευρέθη προ της μικράς θύρας, ακριβώς την στιγμήν, καθ' ην εξήρχετο η γνωστή γραία. Την επλησίασε. — Είμαι η σύζυγος του κυρίου που εμβήκε. — Α! — Και θέλω να ιδώ μόνη μου την δυστυχίαν μου! Η γραία εμειδίασε· εννόησεν ότι είχε να κάμη με ζηλότυπον. — Μα καμμιά δυστυχία δεν είνε, κυρία μου, είπε. — Τι σε μέλει; άφησέ με να έμβω· τοποθέτησέ με εις μέρος να ιδώ μόνη μου και η αμοιβή σου θα είνε μεγάλη. Έλεγε ταύτα, ενώ θηρία πολύμορφα, γνωστά και άγνωστα, εδάγκαναν την καρδίαν της.
Η γραία εμειδίασε πάλιν. — Καλά· είπε· κοπιάσετε. Και την ετοποθέτησεν εις προθάλαμον οπόθεν, από μικράν επί της θύρας οπήν, έβλεπεν ελεύθερα τα εν τω παρακειμένω δωματίω.
Και είδεν επί ενός ανακλίντρου ημικεκλιμένον ένα κύριον, (τον σύζυγόν της) φορούντα κοιτωνίτην και χρυσοκέντητον σκούφον κρύπτοντα και αυτάς τας οφρύς του, κρατούντα δε μακράν καπνοσύριγγα και μακαρίως καπνίζοντα. Δεν τον είδε, τον διέκρινε μάλλον, εν τω μέσω των συννέφων του καπνού, τα οποία τον εκύκλωναν. Στηρίζων την κεφαλήν επί υψηλού ερεισινώτου και παίζων με τους θυσάνους του κοιτωνίτου του, εκάπνιζεν, εκάπνιζεν ατελεύτητα. Ως όνειρον εφάνη εις την νεαράν γυναίκα ό,τι έβλεπεν και παρήλθεν ημίσεια σχεδόν ώρα χωρίς να θελήση ν' αποσπασθή από το θεωρείον της. Η καρδία της έπαλλε, αλλ' οι παλμοί της τώρα ήσαν αλλοίας φύσεως· ήρχισε να εννοή. Η μεταξύ του συζύγου και της καπνοσύριγγός του σιωπηλή σκηνή, ήτο ωσάν μία αποκάλυψις δι' αυτήν, αποκάλυψις θεία· ωσάν την στιγμήν εκείνην να επότισαν την διψασμένην, την ξηράν καρδίαν της με νάμα δροσοβόλον, ουρανόσταλτον . . . Έβλεπεν, έβλεπε και μόλις ετόλμα ν' αναπνεύση. Ήθελε τώρα να ορμήση, ήθελε να φωνάξη, αλλ' έσχε την δύναμιν να κρατηθή. Τι χαρά! την έβλεπε τώρα την αντίζηλόν της, την μόνην της αντίζηλον, την καπνοσύριγγα την αγαπητήν, την τρισευλογημένην, οπού της ήρχετο να τρέξη και να την εναγκαλισθή, να την φιλήση με όλην την δύναμιν της ψυχής της. Δι' αυτήν λοιπόν την αντίζηλον εμελαγχόλει ο καλός της σύζυγος, ο καλλίτερος των συζύγων! Ω! τώρα ειξεύρει τι θα κάμη. Ο σύζυγος, αυτή και η ξυλίνη αντίζηλος θα ζώσι του λοιπού και οι τρεις μαζή, υπό την αυτήν στέγην θα είνε αχώριστοι. Αντίζηλον με οστά και σάρκα δεν θα υπέφερε βέβαια· ω! θα ήτο ικανή να της βγάλη τα μάτια! αντίζηλον όμως από ξύλον . . . δεν πηγαίνει να έχη δέκα, ο καλός σύζυγος. Κάτω οι όροι, κάτω αι συμφωνίαι του λοιπού . . . Και έβλεπε και έβλεπε και δεν εχόρταινε να βλέπη και ν' αγάλλεται.
Παρήλθε πολλή ώρα χωρίς να το εννοήση ότε ο σύζυγος ηγέρθη, απέβαλε κοιτωνίτην και σκούφον, έπλυνεν επιμελώς, επί πολύ, το στόμα μ' ένα ρευστόν, του οποίου η ευωδία έφθασε μέχρις αυτής και της εγαργάλισε τους ρώθωνας, — τόσον ήτο δυνατή, — εφόρεσε τον επενδύτην και τον πίλον του κ' εκινήθη προς αναχώρησιν. Εκείνη τότε έτρεξε και απεκρύβη κάπου, τη φροντίδι της οικοκυράς, όταν δε ο σύζυγος ανεχώρησε, εξήλθε της κρύπτης, ενηγκαλίσθη με δάκρυα χαράς της καλήν γραίαν, μειδιώσαν πάντοτε, και αφού την ήμειψε γενναίως, διηυθύνθη, τρέχουσα σχεδόν, εις τον οίκον της όπου, ευτυχώς, δεν εύρε τον σύζυγον. Είχεν ανάγκην να συνέλθη εκ της ταραχής της· μάλιστα, άμα ως παρήρχετο η πρώτη συγκίνησις, ήθελε και να παίξη ολίγον, Οι άνθρωποι, άμα ο ουρανός σκοτισθή, απελπιζόμεθα, αλλά εις την πρώτην αιθρίαν, υψώνομεν προκλητικά το μέτωπον, έτοιμοι και ειρωνίας ν' αρχίσωμεν με οιονδήποτε.
Μετά τινα καιρόν ο κύριος επέστρεψε χαρίεις, εύθυμος· τον υπεδέχθη η κυρία σοβαρά. — Πού ήσουν, κύριε; — Εις ενός φίλου, αγαπητή. — Δηλαδή, εις μιας φίλης. — Αστειεύεσαι, φιλτάτη. — Καθόλου, κύριε· είνε περιττή η προσποίησις· τα έμαθα όλα.
Εκείνος εγέλασε κ' εζήτησε να την εναγκαλισθή. — Όχι, άπιστε! ποτέ πλέον, σε ηκολούθησα και είδα εγώ αυτή την αντίζηλόν μου . . . Και τα έλεγε πολύ σοβαρά, ως ηθοποιός — Και δεν γίνεται να γνωρίσω κ' εγώ αυτήν την αντίζηλον; ηρώτησεν εκείνος — ω! ναι· είπε τραγικώς εκείνη· την έφερα, την έχω εδώ και . . . περίμενε! Και ώρμησεν εις το παρακείμενον δωμάτιον, οπόθεν μετ' ολίγον επέστρεψε κρατούσα την καπνοσύριγγα, το προσφιλές τσιμπουκάκι του ανδρός της, γεμάτον και έτοιμον διά κάπνισμα!
Το πρόσωπόν της έλαμπε τώρα από χαράν, εκείνος, ανησυχήσας ελαφρώς κατ' αρχάς — διότι και ο αθωότερος αδυνατεί να υποστή, εντελώς ήσυχος, και την πλέον ανόητον κατηγορίαν, εννόησε τώρα τα πάντα και έλαβε μειδιών από τας χείρας της συζύγου την καπνοσύριγγα.
— Υπέφερα πολύ και σε ηκολούθησα αλλά εγνώρισα την αντίζηλόν μου, την οποίαν τώρ' αγαπώ περισσότερον από σε. Κάπνιζε, φίλε μου, κάπνιζε, λατρεία μου, όσον θέλεις και οπόταν θέλεις. Εις τους όρους, τας συμφωνίας και τα συμβόλαια ευτυχία δεν υπάρχει! Κάτω οι όροι· και ζήτω η πλήρης και τελεία ομόνοια!
Και τον ενηγκαλίσθη περιπαθώς. Μετά το γεύμα, το οποίον ποτέ δεν ήτο νοστιμώτερον και το οποίον διέκρινε ένα μοναδικόν διά των βλεμμάτων αλληλοφάγωμα, ο σύζυγος ετεντώθη επί του σοφά κ' εκάπνισεν επί πολύ, παρούσης, εννοείται, της συμβίας, ήτις αδιάκοπα του «έδιδε φωτιάν,» αναρριπίζουσα την φλόγα που του ήναψεν εξ' αρχής, με ζήλον, ακατάπαυστα και εις βαθμόν οπού . . . Αλλά συγχώρησε, αναγνώστα, να μην προχωρήσω· θα ήτο αδιακρισία μου να προβώ εις περαιτέρω αποκαλύψεις· άλλως τε, είσαι, υποθέτω, έξυπνος κ' εμπορείς διά της φαντασίας ν' αναπαραστήσης την επακολουθήσασαν σκηνήν, δίδων εις την αθώαν διήγησίν μου το τέλος οπού της αρμόζει.
ΜΕ ένα πάτημα τρεμουλιαστό, συρτό, αβέβαιο, που έδειχνε μιαν τελείαν εξάντλησιν, μ' ένα ραβδί, με γυριστή λαβή, στο χέρι, επροχωρούσε, σιγά σιγά, η γρηά η εκατόχρονη. Σκυφτή, μ' ένα προσωπάκι, όχι πλιό του κόσμου αυτού, μια περγαμηνή κατακίτρινη, καταυλαυκωμένη, ολοζάρωτη, μ' ένα φουστάνι φτωχικό, πενιχρό, μα πολύ καθαρό, που κάτι ήταν κι' αυτό καμμιά φορά, μα που τώρα τριμμένο και ξεθωριασμένο, ωσάν να σκεπάζη ακόμη την αποκαμωμένη κυρά του — δύο ερείπια — προχωρεί η εκατόχρονη γρηούλα . . . Πηγαίνει μπρος, στο μεγάλο δρόμο, μιας μεγάλης πολιτείας, και πότε πότε σαν να χαμογελά στα μεγάλα σπίτια, στα ψηλά δένδρα, στους διαβάτες που περνούν αδιάφοροι, στα παιδάκια — σ' αυτά περισσότερο — σαν να καμαρώνη τη λάμψι, που σκορπούνε όλα γύρω της και προχωρεί λίγο λίγο, σιγά σιγά, αλαφρά, συρτά, θάλεγες έντομο, με μόνο μια στάλα ζωής, την υστερνή ..
Άξαφνα δε μπορεί πλιο, δε δύνεται, και κάθεται στο μαρμαρένιο σκαλοπάτι ενού παλατιού.
***
Εκάθησε ν' ανασάνη· να ρουφήξη ακόμα λίγο ήλιο, λίγο αέρα, λίγη ζωή, μια στάλ' ακόμα, που της χρειάζεται σήμερα . . . Και χαμογελά, δεν παύει να χαμογελά, σαν να χαιρετά, σαν να στέλνη φιλήματα σ' όλα τριγύρω της. Σε λίγο σηκώνεται και προχωρεί σιγά σιγά, λίγο λίγο και ξανακάθεται κάπου και μετασηκώνεται, με το αλαφρό χαμόγελο στα άναιμα χείλια . . . Περνά, τρέχει από μπροστά της κανένα παιδί, αγέρας δροσερός, πολυθόρυβος, τα χείλια της γρηάς σαν ν' ανοίγωνται περισσότερο, σαν κάτι να αισθάνεται χαροπό και συνάζει τα ψύχαλα της ζωής που της έμεινε και πηγαίνει μπρος . . .
***
Σε λίγο ξανακάθεται σε μια σκάλα, Βγαίνει από το αρχοντικό μια κοπέλλα καθαροντυμένη, πεταχτή. Βλέπει τη γρηούλα. — Τι κάνεις, γιαγιά; την αρωτά — Ξεκουράζομαι κόρη μου, μουρμουρίζ' η γρηά. — Και πού πας; — Στ' αγγονάκια μου, στην άλλη γειτονιά, είδια τον ήλιο, γιορτή, ας πάω, είπα, να τα διώ σήμερα . . . ποιος ξέρει . . . — Έχεις ακόμα δρόμο· πώς θα πας; — Θα πάω, κόρη μου, ο Θεός . . . Κάτι εκρατούσε στην ποδιά της από κάτω η κοπέλλα. — Κάμε μου τη χάρι, γιαγιά, να πάρης αυτά για τ' αγγονάκια σου. Και της έδειξε δύο χριστόψωμα. — Εκύτταξε η γρηά την κοπέλλα με το μακάριο της χαμόγελο. — Τα παίρνω, κόρη μου, για τα παιδιά. Η ευκή μου μαζή σου . . .
Η κόρη εσυγκινήθηκε κ' έφυγε . . . Η γρηά εσηκώθηκε.
***
Σε λίγο εμπήκε στην αυλίτζα μικρού, φτωχικού σπητιού. — Η γιαγιά η γιαγιάκα· ακούσθηκε η χαροπή φωνή μικρού αγοριού και στη στιγμή, δύο παιδάκια, εφτά χρονών το αγόρι και πέντε το κοριτζάκι έτρεξαν, αγκάλιασαν την γρηά και την έμπασαν στην κάμαρα μικρού σπιτιού και την έβαλαν κ' εκάθισε. Στη στιγμή ευγήκε η κόρη της.
— Αχ! μανούλα! πώς τ' αποφάσισες; Η γρηά δεν απεκρίθηκε· ήθελε ν' ανασάνη.
Έδωκε τα χριστόψωμα στ' αγγονάκια επήρε κοντά της, το ένα δεξιά και το άλλο ζερβά κ' έβαλε τα χέρια στους ώμους τους. Η κόρη εφίλησε το χέρι της. Την είχαν τριγυρισμένοι όλοι της οι θησαυροί, ό,τι είχε πολύτιμο, πιο ακριβό στον κόσμο αυτό . . . Ανάσανε λίγο . . . — Ήρθα εμουρμούρισε, στη γιορτή να σας διώ· σας αποθύμησα . . . και σαν να μη μπορώ πλιο μονάχη . . . ήρθα να πανηγυρίσω μαζή σας. Τα παιδιά την έβλεπαν ακίνητα, με αγάπη. Σε λίγο μπήκε ο γαμπρός της· δουλευτής άνθρωπος εφαινότανε· εφίλησε το χέρι της γιαγιάς και είπε σιγά της γυναίκας του. — δεν είνε καθόλου καλά η μάννα . . .
***
Σε λίγο από το διπλανό σπίτι ακούστηκε λεπτή γλυκειά φωνούλα να ψάλλη «Χριστός γεννάται». Η κόρη πήγε να κάμη καφέ της μάννας της. Τα παιδιά εκρατούσαν τη γιαγιά αγκαλιασμένη και τα χέρια της, το ένα δεξιά το άλλο ζερβά, ήταν ακουμπισμένα στους ώμους των. Έβλεπε πότε το ένα πότε το άλλο με το ουράνιό της χαμόγελο. Η μελωδική ψιλή φωνούλα έψαλλε το «Χριστός γεννάται». Έξαφνα η γρηά έκλινε το πρόσωπο στο κοριτσάκι σαν να θελε να το φιλήση κ' έμεινε ακίνητη . . . — Μάννα! την επλησίασε και της είπε η κόρη. Τα παιδιά την έβλεπαν ανήσυχα. — Γιαγιάκα! είπε το αγοράκι. Καμμιά απόκρισι . . .
Το κεφάλι της γιαγιάς είχε πέση ολότελα στον ώμο του κοριτσιού με μισάνοιχτο το στόμα . . . Με την υστερνή λέξι του «Χριστός γεννάται» έφυγε και η τελευταία πνοή της γιαγιάς . . .
Δεν εγίνετο επισημότερο πανηγύρι!
(Μίμησις).