The Project Gutenberg eBook of Νόμοι και Επινομίς, Τόμος Ε

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Νόμοι και Επινομίς, Τόμος Ε

Author: Plato

Translator: Kyriakos Zambas

Release date: May 29, 2011 [eBook #36262]
Most recently updated: January 7, 2021

Language: Greek

Credits: Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinides

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΝΌΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΝΟΜΊΣ, ΤΌΜΟΣ Ε ***

Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinides

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Footnotes have been placed at the end of the book.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν τεθεί στο τέλος του βιβλίου.

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΠΛΑΤΩΝ

ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΝΟΜΙΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΥΡ. ΖΑΜΠΑ

ΤΟΜΟΣ Ε

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΝΟΜΙΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΚΥΡ. ΖΑΜΠΑ

ΤΟΜΟΣ Ε.'

Χωρίζομεν λοιπόν εις δύο τον νόμον περί φαρμακεύσεων, ασχέτως προς τον τρόπον της φαρμακίας· και πρώτον μεν παρακαλούμεν και προτρέπομεν και συμβουλεύομεν τον φαρμακευτήν ότι δεν πρέπει να δοκιμάση να κάμη τοιούτον τι, ούτε να φοβερίζη τρομακτικά ωσάν παιδιά τους περισσοτέρους ανθρώπους, αλλά και ο νομοθέτης και ο δικαστής δεν οφείλουν να τον υποχρεώσουν να θεραπεύη τους τοιούτους φόβους των ανθρώπων, διότι πρώτον μεν όστις δοκιμάζει να φαρμακεύση δεν γνωρίζει τι κάμνει ούτε ως προς τα σώματα, εάν δεν είναι επιστήμων της ιατρικής, ούτε ως προς τας μαγείας, εάν δεν είναι μάντις ή τερατοσκόπος. Λοιπόν ας ορισθή ο εξής νόμος περί φαρμακεύσεων. Όστις φαρμακεύση κάποιον δια να βλάψη όχι θανασίμως ούτε αυτόν ούτε κανένα από τους ιδικούς του ανθρώπους, τα δε βοσκήματά του ή τα μελίσσια τα βλάψη είτε αλλέως πως είτε θανασίμως, εάν μεν είναι ιατρός και καταδικασθή δια φαρμάκευσιν, ας τιμωρηθή διά θανάτου, εάν δε ιδιώτης, ας ορίση δι' αυτόν το δικαστήριον τι πρέπει να πάθη ή να πληρώση. Εάν δε με δεσίματα ή με μαγείας ή με διαβάσματα ή με οιαδήποτε παρόμοια μέσα κριθή ότι ομοιάζει με τους βλάπτοντας, τότε, εάν μεν είναι μάντις ή τερατοσκόπος, ας θανατωθή, εάν δε είναι συνεργός, άπειρος της μαντικής, τότε ό,τι αποφασισθή διά τον καταδικασθέντα διά φαρμακεύσεις ας πάθη και αυτός.

Δηλαδή και δι' αυτόν ας ορίση το δικαστήριον τι νομίζει ότι πρέπει να πάθη ή να πληρώση.

Δι' όσας βλάβας προξενεί ο είς εις τον άλλον διά κλοπής ή εκβιασμού, εάν μεν είναι μεγάλαι, να πληρώση μεγάλην αποζημίωσιν είς τον παθόντα, εάν δε είναι μικρότεραι αι ζημίαι, να πληρώση μικροτέραν, γενικώς δε να είναι η αποζημίωσις όση και η ζημία που επροξένησε εις άλλον, έως ότου να θεραπεύση την βλάβην. Εκτός δε τούτου διά πάσαν ικανοποίησιν ας υποστή τιμωρίαν έκαστος ακολουθούσαν χάριν σωφρονισμού. Και όστις μεν εκακοποίησε από ξένην ανοησίαν, διότι υπήκουσε εις αυτόν από επιπολαιότητα, ας υποστή ελαφροτέραν τιμωρίαν, όστις δε εκακοποίησε από ιδικήν του ανοησίαν ή από ακράτειαν των ηδονών του ή των λυπών του διατελών εις κάποιον φόβον ή επιθυμίαν ή φθόνον ή έξαψιν, τα οποία κατήντησαν αθεράπευτα, ας υποστή βαρυτέραν τιμωρίαν, και ας τιμωρηθή, όχι διότι εκακοποίησε, διότι βεβαίως ό,τι έγινε δεν είναι δυνατόν ν' απογίνη, αλλά με την ελπίδα να μισήση την αδικίαν και ο ίδιος και όσοι τον είδαν τιμωρούμενον, ή διά να ξελαφρώση πολλά μέρη αυτής της συμφοράς.

Δι' όλα αυτά λοιπόν, και όλα αυτά λαμβάνοντες υπ' όψιν, οι νόμοι πρέπει ωσάν σκοπευταί όχι άστοχοι να προσέχουν εις το μέγεθος της τιμωρίας και εντελώς όσον αξίζει. Το ίδιον δε έργον εκτελών και ο δικαστής πρέπει να συμπράττη με τον νομοθέτην, όταν κανείς νόμος επαφήνη εις αυτόν να ορίση την ποινήν, δηλαδή τι πρέπει να πάθη ο δικαζόμενος ή να πληρώση. Αυτός δε ωσάν ζωγράφος να σχεδιάζη έργα σύμφωνα με τα πρότυπά του. Αυτό λοιπόν και ημείς τόρα, φίλε Μέγιλλε και Κλεινία, πρέπει να κάμωμεν όσον το δυνατόν ωραιότερα και καλλίτερα. Δηλαδή δι' όλα τα κλοπιμαία και εκβιαστικά πρέπει να ειπούμεν ποίαι τιμωρίαι πρέπει να επιβάλλωνται, εφ' όσον μας παραχωρήσουν οι θεοί και οι παίδες των θεών να νομοθετήσωμεν.

Εάν δε υπάρχη κανείς μανιακός, ας μη παρουσιάζεται έξω εις την πόλιν. Αλλά οι συγγενείς εκάστου ας τον φυλάττουν εις την οικίαν των, με όποιον τρόπον γνωρίζουν, ειδεμή να πληρώνη πρόστιμον όστις μεν ανήκει εις το ανώτατον τίμημα εκατόν δραχμάς, είτε δούλον είτε ελεύθερον παραμελεί, εάν δε ανήκη εις το δεύτερον τίμημα, να πληρώνη τα τέσσαρα πέμπτα της μνας, τρία δε ο τρίτος και δύο ο τέταρτος. Και βεβαίως είναι μανιακοί πολλοί κατά πολλούς τρόπους. Και αυτοί μεν που ανεφέραμεν είναι μανιακοί από ασθένειαν. Αλλά υπάρχουν και άλλοι, οι οποίοι είναι από την έξαψιν, η οποία και εκ φύσεως υπήρχε και εξ ανατροφής έγινε χειροτέρα. Αυτοί δε μόλις δοθή ολίγη αφορμή αρχίζουν δυνατήν φωνήν και βλασφημούν φοβερά ο είς τον άλλον, πράγμα το οποίον δεν είναι πρέπον να γίνεται μέσα εις εύνομον πόλιν ποτέ με κανένα τρόπον. Λοιπόν ας υπάρχη είς νόμος γενικώς δι' όλας τας βλασφημίας, ο εξής. Κανείς να μη υβρίζη κανένα. Όταν δε υπάρχη συζήτησις εις έν ζήτημα, ας διαφωτίζη ο είς τον άλλον και ας διαφωτίζεται όχι μόνον με τους φιλονικούντας, αλλά και με τους παρευρισκομένους και ωρισμένως ας αποφεύγη την ύβριν. Διότι από τας βλασφημίας και κατάρας μεταξύ των και από την απόδοσιν ονειδιστικών ονομάτων, τα οποία τους παρομοιάζουν προς γυναίκας, πρώτον μεν από τους λόγους, οι οποίοι είναι αέρας, προκύπτουν πραγματικά μίση και έχθραι βαρύταται. Διότι ο υβρίζων υποχωρεί εις πράγμα ανάξιον, δηλαδή τον θυμόν του, και χορταίνει το πάθος του με κακήν τροφήν, και όσον άλλοτε τον εξημέρωσε η εκπαίδευσις, τόσον πάλιν εξαγριώνει το μέρος τούτο της ψυχής του, και ωσάν θηρίον φέρει εις δυσκολον θέσιν την ζωήν του και λαμβάνει πικράν αμοιβήν διά την έξαψίν του.

Εξ άλλου πάλιν συνηθίζουν όλοι πολύ συχνά να παρεκτρέπωνται εις τοιαύτας συζητήσεις, ώστε να λέγουν το αντίθετον περιπαίζοντες τους άλλους. Το οποίον όταν συνηθίση κανείς παν τότε ανεξαιρέτως και εντελώς φεύγει από τον σοβαρόν χαρακτήρα ή χάνει πολλά μέρη της μεγαλοφροσύνης του (!). Λοιπόν χάριν αυτών εντός μεν προσκυνήματος ας μην ομιλή κανείς απολύτως τίποτε από αυτά ούτε εις άλλας πολυσυχνάστους θυσίας, ούτε πάλιν εις τους αγώνας ούτε εις την αγοράν ούτε εις το δικαστήριον ούτε εις καμμίαν δημοσίαν συγκέντρωσιν. Ας τον τιμωρή δε ο επιτόπιος άρχων με το αζημίωτον ειδεμή ας μη διαφιλονικήση ποτέ του διά τα πρωτεία, διότι δεν φροντίζει διά τους νόμους ούτε εκτελεί τας διαταγάς του νομοθέτου. Εάν δε και εις άλλα μέρη οποιοσδήποτε πρώτος εκστομίζων ύβρεις ή προκαλούμενος δεν αποφεύγη τοιούτους λόγους, όστις τον επιτύχη, αν είναι γεροντότερός του, ας υπερασπισθή τον νόμον, με ξυλοκοπήματα εμποδίζων την έξαψιν αυτών των φιλοφρονήσεων, δηλαδή το έν κακόν με το άλλο, ειδεμή ας υποστή ο δράστης το ωρισμένον πρόστιμον.

Προσθέτομεν δε τόρα ότι όστις έρχεται εις ύβρεις δεν είναι ικανός να υπερισχύση, εάν δεν θελήση να μεταχειρισθή εμπαιγμούς αυτό δε το κατακρίνομεν ημείς, όταν γίνεται με έξαψιν. Αλλά τόρα; Τάχα θα ανεχθώμεν την προθυμίαν των κωμικών να γελοιοποιούν τους ανθρώπους, εάν θελήσουν να εκτελέσουν το τοιούτον χωρίς έξαψιν εναντίον των πολιτών, ή θα διακρίνωμεν αν αστειεύονται ή όχι, και αν μεν αστειεύεται κανείς θα του επιτρέψωμεν να γελοιοποιή άλλον χωρίς έξαψιν, εάν όμως με επιμονήν και με έξαψιν, καθώς είπαμεν, τότε δεν θα επιτρέψωμεν εις κανένα; Και λοιπόν αυτό το πράγμα δεν θα το καταργήσωμεν, αλλά εις ποίον θα επιτρέπεται και εις ποίον όχι, αυτό ας νομοθετήσωμεν. Λοιπόν εις ποιητήν κωμωδίας ή ιαμβικών στίχων ή μουσικής συνθέσεως ας μην επιτρέπεται ούτε με παρομοιώσεις ούτε με έξαψιν ούτε χωρίς έξαψιν ποτέ να μη διακωμωδή κανένα πολίτην. Εάν δε κανείς απειθήση, τότε οι αθλοθέται να τον εκδιώξουν εντελώς από την χώραν αυθημερόν, ειδεμή να πληρώσουν πρόστιμον τρεις μνας εις το ταμείον του θεού, χάριν του οποίου εκτελείται ο αγών. Όσοι δε είπαμεν προηγουμένως ότι έχουν δικαίωμα να περιπαίζωνται μεταξύ των, αυτοί ας το εκτελούν χωρίς έξαψιν με αστειότητα, σοβαρά όμως και με έξαψιν ας μην επιτρέπεται. Η δε διάγνωσις τούτου ας ανατεθή εις τον επιμελητήν όλης της εκπαιδεύσεως των νέων. Και ό,τι μεν αυτός εγκρίνει να το φέρουν (εκθέτουν) μέσα εις τον κόσμον, ας επιτρέπεται, ό,τι δε αυτός αποδοκιμάζει ούτε ο ίδιος να το απαγγέλλη εις κανένα ούτε εις άλλον δούλον ούτε ελεύθερον να το διδάσκη, ειδεμή ας θεωρήται κακός και απειθής εις τους νόμους.

Αξιολύπητος δε είναι όχι ο πεινών ή πάσχων κανέν παρόμοιον, αλλά όστις είναι σώφρων ή έχει άλλην καμμίαν αρετήν ή μέρος, από αυτήν, και εκτός αυτής έχει περιπλέον καμμίαν δυστυχίαν. Διά τούτο θα είναι παράδοξον αν υπάρχει κανείς τοιούτος και ήθελε παραμεληθή εντελώς ώστε να φθάση εις την εσχάτην επαιτίαν είτε δούλος είτε ελεύθερος, εις πόλιν ή πολιτείαν, η οποία είναι έστω και με μετρίους νόμους. Διά τούτο χάριν ασφαλείας πρέπει, ο νομοθέτης να θέση κάπως τον εξής νόμον διά τους τοιούτους επαίτας: Ας μη γίνη κανείς εις την πόλιν μας, εάν δε κανείς επαίτης δοκιμάση να κάμη τοιούτον τι, δηλαδή να εξοικονομή την τροφήν του με ευχάς ανωφελείς, από μεν την αγοράν ας τον αποδιώκουν οι αγορανόμοι, από δε το προάστιον η αρχή των αστυνόμων, οι δε αγρονόμοι από την άλλην χώραν ας τον εκδιώκουν πέρα των συνόρων, διά να μείνη εντελώς καθαρά η χώρα από τοιούτου είδους ζώον.

Εάν δε δούλος ή δούλη βλάψη οτιδήποτε ξένον πράγμα χωρίς να πταίη συγχρόνως και αυτό το βλαφθέν από απροσεξίαν ή από άλλο σφάλμα όχι παραβαίνον την σωφροσύνην, ο κύριος του βλάψαντος ή την βλάβην ας θεραπεύση ή ας παραδώση τον ίδιον τον βλάψαντα. Εάν δε ο κύριος του δούλου προφασίζεται ότι εκ συνεννοήσεως του βλάψαντος με τον βλαφθέντα έγινε η κατηγορία, διά να του στερήσουν τον δούλον, ας καταγγέλλη ως κακόπιστον τον προφασιζόμενον ότι εβλάβη, και, αν μεν κερδίση την δίκην, ας λαμβάνη το διπλάσιον αντίτιμον του δούλου, όσον ήθελε τον εκτιμήσει το δικαστήριον, εάν δε χάση την δίκην, και την βλάβην ας θεραπεύση και τον δούλον ας παραδώση. Και αν φορτηγόν ζώον ή ίππος ή κύων ή κανέν από τα σφαχτά βλάψη κανέν πράγμα του πλησίον, ομοίως να πληρώση την βλάβην.

Εάν κανείς δεν θέλη να μαρτυρήση εκουσίως, να τον προσκαλέση όστις έχει ανάγκην, ο δε προσκληθείς ας παρουσιασθή εις την δίκην, και, εάν μεν γνωρίζη και θέλη να μαρτυρήση, ας μαρτυρήση, εάν όμως λέγη ότι δεν γνωρίζει, ας ορκισθή εις τους τρεις θεούς, τον Δία, τον Απόλλωνα και την Θέμιν ότι πράγματι δεν γνωρίζει και ας απαλλαγή από την τιμωρίαν. Όστις δε προσκληθή εις μαρτυρίαν και δεν παρουσιάζεται εμπρός εις τον προσκαλέσαντα αυτόν, ας υποστή δίκην διά την βλάβην εκείνου συμφώνως με τον νόμον.

Εάν δε κανείς σηκώση ως μάρτυρα κανένα δικαστήν, αυτός, αφού μαρτυρήση, ας μη δώση πλέον ψήφον εις αυτήν την δίκην. Η δε ελευθέρα γυνή ας έχη δικαίωμα να μαρτυρήση, και να συνηγορήση, αρκεί να έχη υπερβή το τεσσαρακοστόν έτος της ηλικίας της, και ας έχη δικαίωμα να ενάγη, εάν είναι χήρα. Ενόσω όμως ζη ο σύζυγός της ας έχη δικαίωμα μόνον να μαρτυρήση. Η δούλη δε και ο δούλος και ο παις μόνον επί φόνου έχουν δικαίωμα να μαρτυρήσουν και να συνηγορήσουν αρκεί ο καθείς να παραδώση εγγυητήν αξιόπιστον ότι θα μείνη μέχρι της δίκης του, εάν γίνη ένστασις ότι εμαρτύρησε ψευδώς. Να κάμη δε ένστασιν ο καθείς από τους αντιδίκους και εναντίον ολοκλήρου της μαρτυρίας και εναντίον μέρους αυτής, εάν νομίζη ότι εψευδομαρτύρησε κανείς, πριν να εκδοθή η απόφασις της δίκης. Τας δε ενστάσεις να τας φυλάττουν αι αρχαί σφραγισμένας και από τους δύο, και να τας παρουσιάσουν εις την εξέλεγξιν των ψευδομαρτυριών. Εάν δε κανείς αποδειχθή ότι εψευδομαρτύρησε δύο φοράς, αυτόν πλέον ας μην τον παραδέχεται ο νόμος να μαρτυρήση, εάν δε τρεις φοράς, ας μην επιτρέπεται πλέον εις αυτόν να μαρτυρήση. Εάν δε τολμήση να μαρτυρήση, αφού εξελέγχθη τρεις φοράς, ας τον καταγγέλλη όστις θέλει εις την αρχήν, η δε αρχή ας τον παραδώση εις το δικαστήριον και, αν χάση την δίκην, ας τιμωρηθή διά θανάτου.

Όσων δε αι μαρτυρίαι εξελεγχθούν ότι ήσαν ψευδείς και νομισθή ότι συνετέλεσαν εις την νίκην του ενάγοντος, εάν αι περισσότεραι του ημίσεος των τοιούτων μαρτυριών εξελεγχθούν, τότε να αναθεωρηθή η δίκη, να γίνη δε αμφισβήτησις και απόφασις αν εκρίθη συμφώνως με αυτάς ή όχι η δίκη, και, όπως κριθή, τοιούτον τέλος ας λάβουν αι προηγούμεναι δίκαι.

Εάν δε υπάρχουν πολλά αγαθά εις τον βίον των ανθρώπων, εις τα περισσότερα από αυτά εδόθησαν κάποιαι κατάραι, αι οποίαι μολύνουν και λερώνουν αυτά. Ομοίως λοιπόν και η δίκη διά τους ανθρώπους πώς δεν είναι καλή, αφού αυτή εξημέρωσε όλα τα ανθρώπινα πράγματα; Αφού δε αυτή είναι καλή, πώς δεν θα είναι καλόν και να συνηγορούμεν; Αυτά λοιπόν, ενώ είναι τοιαύτα, τα εσυκοφάντησε κάποια κακή τέχνη κρυπτομένη οπίσω από καλόν όνομα, η οποία λέγει πρώτον μεν ότι υπάρχει κάποια μέθοδος διά τας δίκας, και συνίσταται εις το να δικάζεται και να συνηγορή χάριν άλλου και να ημπορή να κερδίζη, είτε δικαίως είτε αδίκως έγινε η δικαζομένη υπόθεσις, παρέχεται δε αυτή η μέθοδος και οι λόγοι της μεθόδου, όταν κανείς δώση ως αμοιβήν χρήματα. Αυτή λοιπόν είτε είναι κάποια τέχνη είτε άτεχνος εμπειρία, κυρίως μεν πρέπει να μη βλαστήση εις την πόλιν μας, αφού όμως ο νομοθέτης ζητεί υπακοήν και όχι να εναντιώνεται κανείς εις την δικαιοσύνην, πρέπει να φύγη εις άλλην χώραν. Και αν μεν υπακούση τότε ο νόμος σιωπά, εάν όμως δεν υπακούση, τότε ο νόμος φωνάζει τα εξής: Αν κανείς προσπαθή να διαστρέψη την δύναμιν της δικαιοσύνης εις τας ψυχάς των δικαστών αντιθέτως και παρακαίρως να συχνοδικάζεται ή να συνηγορή, ας τον καταγγέλλη ο βουλόμενος ως καταχραστή της δίκης ή της συνηγορίας, και ας δικασθή εις το δικαστήριον των εκλεκτών, εάν δε χάση την δίκην, ας ορίση το δικαστήριον αν νομίζει ότι το κάμνει από φιλαργυρίαν ή από φιλοδικίαν, και, αν μεν το κάμνη από φιλοδικίαν, τότε να ορίση το δικαστήριον πόσον καιρόν δεν πρέπει να εγκαλέση αυτός εις δίκην ούτε να συνηγορήση, εάν δε από φιλαργυρίαν, εάν μεν είναι ξένος, να φύγη από την χώραν και να μην επιστρέψη ποτέ, ειδεμή να τιμωρήται διά θανάτου, εάν δε είναι πολίτης, ας θανατωθή, διότι με παν μέσον προτιμά την φιλαργυρίαν. Και πάλιν, εάν κανείς κριθή ότι έκαμε δύο φοράς το ίδιον από φιλοδικίαν, ας θανατωθή.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εάν κανείς ως δήθεν αποστελλόμενος πρέσβυς ή κήρυξ κάμη ψευδοπρεσβείαν προς καμμίαν πόλιν, ή πραγματικώς αποστελλόμενος δεν ανακοινώνη τας αληθινάς προτάσεις διά τας οποίας στέλλεται, ή αντιστρόφως αποδειχθή ότι τας προτάσεις των εχθρών ή των φίλων δεν τας ανακοινώνει ορθώς εις την πατρίδα, ας γίνουν καταγγελίαι εναντίον των τοιούτων, διότι εις του Ερμού και του Διός τας αγγελίας και τας διαταγάς ασεβούν παρανόμως, ας ορίσουν δε και τι πρέπει να πάθουν ή να πληρώσουν, εάν καταδικασθούν.

Η κλοπή των χρημάτων είναι δουλοπρεπής, η δε αρπαγή είναι αδιαντροπία. Από δε τους υιούς του Διός κανείς δεν έκαμε κανέν από αυτά τα δύο ούτε εις τους δόλους ευχαριστούμενος ούτε εις την βίαν. Λοιπόν κανείς ας μη παρασύρεται από τους ποιητάς ούτε από άλλους μυθολόγους να σφάλλη ως προς αυτά, και ας μη νομίζη κλέπτων και εκβιάζων ότι δεν κάμνει κανέν κακόν πράγμα, αφού το ίδιον το οποίον κάμνουν οι θεοί. Διότι αυτό δεν είναι ούτε αληθές ούτε λογικόν, αλλά όστις κάμνει κανέν τοιούτον παρανόμως, αυτός δεν είναι ούτε θεός ούτε υιός θεού ποτέ. Αυτά δε μάλλον ο νομοθέτης είναι πιθανόν να τα γνωρίζη παρά οι ποιηταί, όσοι και αν είναι. Όστις λοιπόν πιστεύση εις τον λόγον μας ευτυχεί και θα ευτυχή διά παντός, όστις δε δεν πιστεύση, τότε πλέον ας είναι ένοχος εις τον εξής νόμον. Εάν κανείς κλέπτη δημόσιον πράγμα ή μέγα ή μικρόν, την ιδίαν τιμωρίαν οφείλει να υποστή. Διότι και ο κλέπτων το μικρόν ως προς το πάθος μεν είναι ο ίδιος, έκλεψεν όμως με δύναμιν ολιγωτέραν, επίσης δε και ο μετακινών το μεγαλείτερον μέρος πράγματος, το οποίον δεν ετοποθέτησε ο ίδιος, είναι ως να λάβη το όλον. Ο νόμος λοιπόν δεν κρίνει κανένα από τους δύο άξιον ολιγωτέρας τιμωρίας αναλόγως του μεγέθους του κλαπέντος, αλλά μόνον εάν άλλος μεν είναι ακόμη ευκολοθεράπευτος, άλλος δε αθεράπευτος. Και λοιπόν ο ξένος ο ανήκων εις το δημόσιον ή ο δούλος, όταν αποδειχθή εις το δικαστήριον ότι έκλεψε, επειδή κατά πάσαν πιθανότητα ανήκει εις τους ευκολοθεραπεύτους, ας γίνη απόφασις τι πρέπει να πάθη ή να πληρώση. Τον πολίτην όμως, αφού ανετράφη καθώς θα έχη ανατραφή, όταν αποδειχθή ότι ληστεύει ή εκβιάζει την πατρίδα του, είτε επ' αυτοφώρω είτε όχι, σχεδόν ως αθεράπευτον πρέπει να τον τιμωρήσωμεν διά θανάτου.

Ως προς δε τας εκστρατείας είναι ορθόν να δοθούν πολλαί συμβουλαί και να τεθούν πολλοί νόμοι, το κυριώτερον δε είναι να μην αφεθή κανείς ανεξάρτητος ούτε άρρην, ούτε θήλυς, ούτε να αποκτήση κανενός η ψυχή την συνήθειαν να κάμνη κάτι μόνος του, αλλά και εις πάντα πόλεμον και εν καιρώ ειρήνης να ζη ατενίζων πάντοτε προς τον αρχηγόν και ακολουθών αυτόν, και να διοικήται και εις τα μικρότερα ζητήματα από εκείνον, λόγου χάριν να στέκεται όταν διαταχθή, και να προχωρή και να γυμνάζεται και να λούεται, και να τρώγη και να εξυπνά την νύκτα διά τας φρουράς και τα συνθήματα, και μέσα εις τους κινδύνους κανείς ποτε· ούτε να καταδιώκη κανένα ούτε να υποχωρή εις άλλον χωρίς να το δηλώσουν οι άρχοντες, και με μίαν λέξιν να διδάξη την ψυχήν του διά της συνηθείας, ότι το να κάμη κάτι ανεξαρτήτως των άλλων δεν πρέπει ούτε να το γνωρίζη ούτε να ημπορή καθόλου, αλλά πρέπει να είναι ομοιόμορφος και κοινός ο βίος όσον το δυνατόν δι' όλους. Διότι άλλο από αυτό δεν υπάρχει ούτε ημπορεί να υπάρξη ανώτερον, ούτε καλλίτερον, ούτε τεχνικώτερον διά την σωτηρίαν και νίκην εν καιρώ πολέμου. Εις τούτο δε πρέπει και εν καιρώ ειρήνης να γυμνάζεται ο καθείς από την παιδικήν του ηλικίαν, δηλαδή να εξουσιάζη άλλους και να εξουσιάζεται από άλλους. Την δε αναρχίαν πρέπει να την εξορίσωμεν από την ζωήν όλων των ανθρώπων και όλων των ζώων των υπαγομένων εις τους ανθρώπους.

Μάλιστα δε και όλους τους χορούς πρέπει να τους χορεύουν αποβλέποντες εις τας πολεμικάς ανδραγαθίας και να επιδιώκουν τελείαν ευκολίαν και ευχέρειαν χάριν του ιδίου σκοπού. Εξ άλλου δε να υφίστανται καρτερήσεις φαγητών και ποτών και κακοκαιριών και των αντιθέτων και κλίνης σκληράς, και το σπουδαιότερον, να μη καταστρέφουν την δύναμιν της κεφαλής και των ποδών με ξένα περικαλύμματα χάνοντες την φύτρωσιν και αύξησιν των φυσικών πιλημάτων και υποδημάτων. Διότι αυτά τα δύο, επειδή είναι ακρωτήρια του σώματος, εάν μεν διαφυλάττωνται, διατηρούν την μεγαλειτέραν δύναμιν όλου του σώματος και το αντίθετον αντιθέτως, και οι μεν πόδες είναι το υπηρετικώτερον μέλος του όλου σώματος, η δε κεφαλή το κυριαρχικώτερον, διότι περιέχει εκ φύσεως όλας τας πρωτοστατούσας εις αυτό αισθήσεις. Αυτήν λοιπόν την προτροπήν νομίζομεν ότι πρέπει να ακούη ο νέος ως προς τον πολεμικόν βίον, νόμους δε τους εξής.

Να εκστρατεύουν όλοι οι εκστρατεύσιμοι ή έχοντες καμμίαν υπηρεσίαν. Εάν δε κανείς αφήση την τάξιν του από ανανδρίαν χωρίς την άδειαν των στρατηγών, να εγκαλήται ως λιποτάκτης εμπρός εις τους πολεμικούς άρχοντας, όταν επιστρέφουν από το στρατόπεδον, αυτούς δε να δικάζουν χωριστά τα διάφορα σώματα, δηλαδή τους οπλίτας, τους ιππείς και όλων των άλλων πολεμικών σωμάτων επίσης, και να εγκαλούνται οι μεν οπλίται εμπρός εις τους οπλίτας, οι δε ιππείς εμπρός εις τους ιππείς και όλοι εν γένει εις τους ομοίους των. Εάν δε κανείς καταδικασθή, τότε να είναι αποφασισμένον δι' αυτόν να μη συναγωνισθή ποτέ διά την υπερτάτην ανδραγαθίαν, ούτε να καταγγείλη άλλον ως λιποτάκτην ούτε να υβρίση άλλον διά τοιούτον ζήτημα, εκτός δε τούτου να ορίση το δικαστήριον τι πρέπει να πάθη ή να πληρώση.

Κατόπιν δε, αφού δικασθούν αι υποθέσεις περί λιποταξίας, πάλιν να συνεδριάσουν οι άρχοντες εκάστου σώματος, να κρίνεται δε ως προς την ανδραγαθίαν όστις θέλει ενώπιον του σώματος εις ό ανήκει, χωρίς να παρουσιάση τίποτε περί άλλου προηγουμένου πολέμου ούτε σημείον αποδεικτικόν ούτε πιστοποίησιν των λόγων του από μάρτυρας, αλλά μόνον διά την τότε γενομένην εκστρατείαν, το δε βραβείον δι' έκαστον να είναι στέφανος από κλάδον ελαίας. Αυτόν δε όστις θέλει ας τον αφιερώση εις τα προσκυνήματα των πολεμικών θεών με επιγραφήν, διά να υπάρχη ως μαρτυρία περί της απονομής των πρώτων βραβείων εις όλην του την ζωήν και των δευτέρων και των τρίτων.

Εάν δε εκστρατεύση κανείς, αλλά χωρίς να τον οδηγήσουν οι αρχηγοί του εις την κατοικίαν του επιστρέψη αυτός πριν συμπληρωθή ο καιρός του, να υπάρχη εναντίον του καταγγελία λιποταξίας, εμπρός εις τους ιδίους άρχοντας, καθώς και διά τους προηγουμένους λιποτάκτας, και, αν καταδικασθούν, ας υποστούν τας ιδίας τιμωρίας.

Βεβαίως όμως πρέπει εις πάσαν καταγγελίαν, την οποίαν ενεργεί έκαστος εναντίον άλλου, να προσέχη να μη του επιβάλη ανάρμοστον τιμωρίαν, ούτε εκουσίως ούτε ακουσίως όσον είναι δυνατόν. Διότι η δικαιοσύνη λέγεται παρθένος αιδήμων και πολύ ορθά λέγεται, το δε ψεύδος είναι μισητόν εις την αιδώ και την δίκην φυσικώ τω λόγω. Πρέπει λοιπόν και εις όλα τα άλλα να προσέχωμεν μήπως σφάλλωμεν, προ πάντων όμως προκειμένου περί απορρίψεως των όπλων εν καιρώ πολέμου, πρέπει να προσέχωμεν μη τυχόν κανείς κάμη λάθος διά τας υποχρεωτικάς απορρίψεις και θεωρήση αυτάς ονειδιστικώς ως ατιμωτικάς και αναξίως επιβάλη τιμωρίαν εις αναξιοπαθή.

Και βεβαίως δεν είναι εύκολον να ορισθή το καθέν από αυτά, ο νόμος όμως οφείλει οπωσδήποτε να προσπαθήση να ορίση τας λεπτομερείας. Λοιπόν ας μεταχειρισθώμεν ένα μύθον και ας υποθέσωμεν ότι μετεφέρετο αναπνέων ακόμη ο Πάτροκλος εις την σκηνήν του χωρίς όπλα, καθώς βεβαίως συνέπεσε εις πλείστους, εκείνα δε τα προηγούμενά του όπλα, τα οποία λέγει ο ποιητής (1) ότι εδόθησαν από τους θεούς εις τον Πηλέα ως προιξ εις τον γάμον του με την Θέτιν, τα εκράτει ο Έκτωρ, τότε άραγε θα επετρέπετο εις όλους τους τότε κακούς να ονειδίζουν τον υιόν του Μενοιτίου διά την απόρριψιν των όπλων; Ακόμη δε και όσοι άλλοι ερρίφθησαν εις κρημνούς και έχασαν τα όπλα των, ή μέσα εις την θάλασσαν, ή από κακοκαιρίαν αποκλεισθέντες εις έν μέρος από την εξαφνικήν πλημμύραν πολλών ρευμάτων, ή όσα άλλα παρόμοια θα ημπορούσε κανείς να απαριθμήση, διά να παραστήση ως ευπρόσωπον έν κακόν ευκόλως συκοφαντούμενον. Λοιπόν είναι ανάγκη να χωρίσωμεν όσον το δυνατόν το μεγαλείτερον και το χειρότερον κακόν από το ελαφρότερον. Από τας λέξεις λοιπόν σχεδόν παριστά αυτήν την διαφοράν η ονειδιστική απόδοσις των σχετικών επιθέτων. Δηλαδή δεν είναι δίκαιον έκαστος να λέγεται ρίψασπις, αλλά αφωπλισμένος.

Διότι βεβαίως δεν είναι εξ ίσου ρίψασπις όστις την ασπίδα εστερήθη με μίαν εύλογον βίαν και όστις εκουσίως την έρριψε, αλλ' υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά. Λοιπόν ας λέγη το εξής ο νόμος: Όταν προφθασθή κανείς από τους εχθρούς και ενώ έχει όπλα δεν στρέφη και δεν τους αποκρούη, αλλά εκουσίως τα παραιτήση ή τα ρίψη προτιμών την ατιμωτικήν ζωήν μάλλον με την φυγήν παρά τον καλόν και ευτυχή θάνατον της ανδρείας, διά την τοιαύτην απόρριψιν των όπλων ας καταγγελθή, αλλά ο δικαστής, όταν δικάζη, ας λησμονή να έχη υπ' όψει του την προηγουμένην. Διότι ο άνανδρος πρέπει πάντοτε να τιμωρήται, διά να γίνη καλλίτερος, όχι όμως ο δυστυχής. Διότι δεν ωφελείται τίποτε. Και λοιπόν ποία τιμωρία είναι κατάλληλος δι' αυτόν που παρήτησε την τοιαύτην αποκρουστικήν δύναμιν των όπλων και κατήντησε εις το αντίθετον; Διότι βεβαίως δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να τον μεταβάλη εις το αντίθετον, καθώς λέγουν ότι έκαμε κάποτε ο θεός, ο οποίος τον Καινέα τον Θεσσαλόν από γυναίκα τον μετέβαλε και του έδωκε ανδρικήν φύσιν. Διότι βεβαίως δι' ένα ρίψασπιν θα ήτο κατάλληλος τιμωρία από όλας εκείνη η μεταβολή εις το αντίθετον της φύσεως του, δηλαδή η μεταβολή αυτού από άνδρα εις γυναίκα. Τόρα όμως πρέπει, εφόσον παρόμοιόν τι δύναται να επινοηθή υπό έποψιν φιλοζωίας, διά να μη κινδυνεύη πλέον εις την ζωήν του, αλλά να ζη όσον το δυνατόν περισσότερον χρόνον μέσα εις ανυπόφορον ατίμωσιν, να υπάρχη ο εξής νόμος διά τους τοιούτους: Όστις καταδικασθή ως ρίψας τα όπλα του ατίμως, αυτόν ούτε κανείς στρατηγός ούτε άλλος πολεμικός αρχηγός ας μη τον χρησιμοποιήση ας άνδρα στρατιώτην ούτε να τον κατατάξη εις οποιανδήποτε τάξιν, ειδεμή εις την λογοδοσίαν του να επιβάλλουν εις αυτόν το πρόστιμον οι τιμηταί, δηλαδή, εάν μεν ο κατατάξας τον άνανδρον ανήκη εις τα πρώτον τίμημα, χιλίας δραχμάς, εάν δε εις το δεύτερον πέντε μνας, εάν δε εις το τρίτον τρεις μνας, εάν δε εις το τέταρτον, μίαν μναν. Όστις δε χάση την υπόθεσιν εκτός της απομακρύνσεώς του από τους ανδροπρεπείς κινδύνους, ας πληρώση αποζημιώσιν αναλόγως της καταστάσεώς του, δηλαδή χιλίας δραχμάς, αν ανήκη εις το πρώτον τίμημα, πέντε δε μνας, αν ανήκη εις το δεύτερον, τρεις, αν ανήκη εις το τρίτον, και μίαν καθώς οι προηγούμενοι, αν ανήκη εις το τέταρτον.

Αλλά τόρα περί λογοδοσίας των πρώην αρχόντων ποίος λόγος θα ήτο εις ημάς ορθός και δι' όσους εκλέγονται διά κλήρου επί έν έτος και διά εκλεγομένους διά περισσότερα έτη και κατά προτίμησιν; Δηλαδή δι' αυτούς ποίος είναι κατάλληλος τιμητής, αν τυχόν κανείς καμφθείς από το βάρος έπραξε κάτι τι παράνομον, και από ανεπάρκειαν προς την σπουδαιότητα του αξιώματός του; Βεβαίως δεν είναι διόλου εύκολον να εύρωμεν άρχοντα των αρχόντων υπέροχον εις την αρετήν, αλλ' όμως πρέπει να προσπαθήσωμεν να εύρωμεν μερικούς τιμητάς.

Λοιπόν το εξής συμβαίνει· υπάρχουν πολλαί περιστάσεις αποσυνθέσεως της πολιτείας, ως συμβαίνει εις τα μέρη κανενός πλοίου ή ζώου, τα οποία τα ονομάζομεν υποστηρίγματα και υποζώματα και τένοντας των νεύρων, και είναι όλα της ιδίας φύσεως σκορπισμένα εις πολλά μέρη με διάφορα ονόματα. Λοιπόν αυτή η περίστασις προ πάντων είναι η σπουδαιοτέρα, είτε διά να σωθή η πολιτεία είτε και να καταστραφή αποσυνθετομένη. Δηλαδή, αν μεν οι εξελέγχοντες τους άρχοντας είναι ανώτεροι από εκείνους, και μάλιστα με δικαιοσύνην άμεμπτον και αμέπτως, τότε ολόκληρος η χώρα και η πόλις ακμάζει και ευτυχεί. Εάν όμως εκτελούνται διαφορετικαί αι λογοδοσίαι των αρχόντων, τότε αποσυντίθεται η συνδέουσα τα πάντα εις έν δικαιοσύνη και όλαι αι αρχαί διασπώνται η μία από την άλλην, και χωρίς να τείνουν πλέον εις κοινόν σκοπόν, μεταβάλλουν την μίαν πόλιν εις πολλάς, και με τους πολλούς φατριασμούς ταχέως την καταστρέφουν. Διά τούτο λοιπόν οι τιμηταί πρέπει ασφαλώς να είναι αξιοθαύμαστοι εις όλας τας αρετάς.

Λοιπόν ας επινοήσωμεν τον εξής τρόπον προς καταρτισμόν αυτών· έκαστον έτος με τας θερινάς τροπάς του ηλίου πρέπει να συγκαλήται ολόκληρος η πόλις εις τον ναόν του Ηλίου και του Απόλλωνος, διά να εκλέξουν χάριν του θεού μεταξύ των τρεις άνδρας όποιον έκαστος θεωρεί καθ' όλα ενάρετον εκτός του ατόμου του, με ηλικίαν όχι κατωτέραν των πενήντα ετών. Από όλους δε τους πλειονοψηφούντας να εκλέξουν τους μισούς, εάν είναι άρτιοι όλοι, εάν δε είναι περιττοί, να αφαιρέσουν ένα, τον έχοντα ολιγωτέρας ψήφους, και ούτω πως να μείνουν κατά μέρος οι μισοί αποχωριζόμενοι διά του μικροτέρου αριθμού των ψήφων των. Εάν δε μερικοί έχουν ίσας ψήφους και μεγαλώνουν τον μισόν αριθμόν, να αφαιρεθούν οι πλεονάζοντες διαγραφόμενοι λόγω της νεαρωτέρας των ηλικίας, τους δε άλλους τους εγκριθέντας να τους υποβάλουν εις νέαν ψηφοφορίαν έως ότου να μείνουν τρεις με ανίσους ψήφους. Εάν όμως ή εις τους τρεις ή εις τους δύο συγκεντρωθούν ίσαι ψήφοι, ας εμπιστευθούν εις την καλήν τύχην και μοίραν και ας ορίσουν με κλήρον τον πρώτον νικητήν και τον δεύτερον και τον τρίτον και ας τους στεφανώσουν με κλάδον ελαίας, και αφού αποδώσουν εις όλους αυτούς τας ανωτάτας τιμάς να κηρύξουν ότι η πόλις των Μαγνητών, η οποία επέτυχε πάλιν την σωτηρίαν της με θέλημα θεού, αναγορεύουσα τρεις άνδρας τους καλλιτέρους εκ των πολιτών των χάριν του Ηλίου τους αφιερώνει κατά την αρχαίαν συνήθειαν ως κορυφαίους πολίτας εις τον Απόλλωνα και τον Ήλιον, δι' όσον χρόνον φαίνονται άξιοι της εκλογής.

Αυτοί δε το μεν πρώτον έτος να εκλέξουν δώδεκα τιμητάς, οι οποίοι θα διατηρούνται μέχρι του εβδομηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας των. Κατόπιν δε ας προστίθενται πλέον κατ' έτος μόνον τρεις. Αυτοί ας διαιρέσουν όλα τα αξιώματα εις δώδεκα μέρη και ας μεταχειρισθούν οποιαδήποτε φιλελεύθερα μέσα ελέγχου, διά να τους εξελέγξουν. Ας κατοικούν δε κατά το διάστημα των εξελέγξεων εις τον ναόν του Απόλλωνος και του Ηλίου, όπου εξελέγησαν. Και άλλοτε μεν ο καθείς χωριστά, άλλοτε δε ομού αποφασίζοντες ας αποφανθούν διά τους πρώην άρχοντας της πόλεως, καταθέτοντες γραπτώς εις την αγοράν την έκθεσιν της διαχειρίσεως εκάστου, τι πρέπει να πάθουν ή να πληρώσουν συμφώνως με την εξέλεγξιν των τιμητών. Όποιος δε άρχων δεν παραδέχεται ότι εκρίθη δικαίως ας εγκαλέση τους τιμητάς εμπρός εις τους εκλεκτούς δικαστάς, και αν μεν αθωωθή από τας αποφάσεις των τιμητών, τότε ας καταγγείλη ο ίδιος τους τιμητάς, αν θέλη, και, αν χάση την δίκην, τότε, εάν μεν ήτο καταδικασμένος εις θάνατον, ας αποθάνη απλώς, αφού δεν ημπορεί να γίνη τίποτε περισσότερον, διά τα άλλα όμως πρόστιμα όσα είναι δυνατόν να πληρώση το διπλάσιον, ας πληρώση.

Πρέπει όμως να ακούση κανείς και ποίαι θα είναι αι εξελέγξεις αυτών των τιμητών και κατά ποίον τρόπον. Λοιπόν ενόσω ζουν αυτοί οι οποίοι έλαβαν από όλην την πόλιν τας ανωτάτας τιμάς, ας έχουν την πρωτοκαθεδρίαν εις όλας τας πανηγύρεις, έπειτα διά τας πανελληνίους θυσίας και τα θεάματα και όλας τας άλλας τελετάς ας στέλλουν από αυτούς τους αρχηγούς εκάστης αποστολής, και μόνον αυτοί από όλους τους πολίτας να είναι στολισμένοι με στέφανον δάφνης· όλοι δε να είναι ιερείς του Απόλλωνος και του Ηλίου, τον δε θεωρηθέντα ως πρώτον από τους ιερείς εκείνου του έτους να τον αναγορεύσουν αρχιερέα και το όνομα αυτού να καταγράφεται κατ' έτος, διά να χρησιμεύη προς ορισμόν της χρονολογίας, ενόσω υφίσταται η πόλις. Μετά δε τον θάνατόν των να τελούνται εκθέσεις του σώματός των και κηδείαι και τάφοι εξαιρετικοί από όλους τους άλλους πολίτας. Να έχουν ολόκληρον την στολήν λευκήν, και να κηδεύονται εντελώς χωρίς δάκρυα και θρήνους. Χορός δε από δεκαπέντε παιδιά και από άλλας τόσας κόρας να περικυκλώνη την κλίνην και να ψάλλουν ως ύμνον έν εγκώμιον εις τους ιερείς έκαστος χορός, και να τον μακαρίζουν με το άσμα ολόκληρον την ημέραν. Την δε αυγήν να φέρουν εις το μνήμα το φέρετρόν του εκατόν νέοι του γυμναστηρίου, όποιους προτιμήσουν οι συγγενείς του αποθανόντος, πρώτοι δε να προπορεύωνται οι άγαμοι φέροντες έκαστος την πολεμικήν στολήν, οι μεν ιππείς με τους ίππους, οι δε οπλίται με τα όπλα και οι άλλοι ομοίως, οι δε παίδες αμέσως εμπρός από το φέρετρον να ψάλλουν το πατροπαράδοτον μέλος, και αι κόραι να έρχωνται ευθύς κατόπιν και όσαι γυναίκες είναι απηλλαγμέναι πλέον από την τεκνοποιίαν, κατόπιν δε αυτών να ακολουθούν οι ιερείς και αι ιέρειαι ως εις καθαράν ταφήν, εάν και η γνώμη της Πυθίας είναι σύμφωνος εις τούτο, και αν ακόμη από τας άλλας κηδείας αποκλείωνται, ο δε τάφος των να κτισθή εις το βάθος της γης ως θόλος μακρός από εκλεκτούς λίθους και όσον το δυνατόν άφθαρτος, έχων από τα δύο μέρη θυρίδας παραλλήλους. Εκεί λοιπόν ας ενταφιάσουν αυτόν τον αξιομακάριστον άνθρωπον και αφού ολόγυρα υψώσουν το χώμα ας φυτεύσουν δάσος από δένδρα εκτός της μιας πλευράς, διά να ημπορέση να αυξάνη ο τάφος εις όλον τον μέλλοντα χρόνον αν χρειάζωνται τάφον οι ενταφιαζόμενοι. Έκαστον δε έτος να γίνεται προς τιμήν των αγών μουσικής και γυμναστικής και ιππασίας. Αυταί λοιπόν είναι αι τιμαί διά τους αθωωθέντας εις την λογοδοσίαν.

Εάν όμως κανείς από αυτούς βασιζόμενος εις την εκλογήν του αποδείξη την ανθρωπίνην φύσιν του και φανή κακός κατόπιν της κρίσεώς του, ας διατάττη ο νόμος τον θέλοντα να εγκαλέση αυτόν, η δε δίκη ας γίνεται εις το δικαστήριον κατά τον εξής τρόπον. Πρώτον μεν οι νομοφύλακες ας είναι μέλη τούτου του δικαστηρίου, έπειτα οι ζώντες συνάδελφοί του, ακόμη δε και το δικαστήριον των εκλεκτών. Όστις δε κατηγορή ας λέγη διά τον κατηγορούμενον ότι ο δείνα και ο δείνα είναι ανάξιος της αρχής. Και, εάν μεν ο κατηγορούμενος καταδικασθή, ας στερηθή το αξίωμα και του ενταφιασμού και των άλλων τιμών, αι οποίαι ωρίσθησαν δι' αυτόν, εάν δε ο κατήγορος δεν λάβη το έν πέμπτον των ψήφων, ας πληρώση δώδεκα μεν μνας, αν ανήκη εις το ανώτατον τίμημα, οκτώ δε, αν ανήκη εις το δεύτερον, έξ δε, αν ανήκη εις το τρίτον, και αν εις το τέταρτον, δύο.

Είναι όμως να θαυμάζη κανείς με το λεγόμενον σύστημα του Ραδαμάνθυος ως προς την επιβολήν των τιμωριών, ότι πραγματικώς αυτός ενόησε ότι οι τότε άνθρωποι καθαρά ενόμιζαν τον εαυτόν τους ως θεόν, και πολύ ορθά, αφού την εποχήν εκείνην οι περισσότεροι κατήγοντο εκ θεών, μεταξύ δ' αυτών είς ήτο και ούτος, καθώς τουλάχιστον λέγει η παράδοσις. Φαίνεται λοιπόν ότι δεν εσκέπτετο να αναθέση εις κανένα άνθρωπον να αναγνωρισθή δικαστής, αλλά μόνον εις τους θεούς, και δι' αυτό θα εγίνοντο συντόμως αι δίκαι κατ' αυτόν. Δηλαδή δίδων κανείς δι' όλα τα φιλονικούμενα ζητήματα όρκον εις τους διαφιλονικούντας απηλλάττετο ταχέως και ασφαλώς. Τόρα πλέον όμως, αφού, νομίζω, πολλοί άνθρωποι απολύτως δεν πιστεύουν εις τους θεούς, άλλοι δε νομίζουν ότι ούτοι δεν φροντίζουν δι' ημάς, η δε γνώμη μάλιστα των περισσοτέρων και των χειροτέρων είναι ότι δέχονται μικράς θυσίας και κολακείας και συντελούν εις την από κοινού στέρησιν πολλών χρημάτων και σώζουν από μεγάλας ζημίας πολλάκις, τόρα πλέον λοιπόν εις τους σημερινούς ανθρώπους ίσως δεν είναι κατάλληλος διά τας δίκας η μέθοδος του Ραδαμάνθυος. Λοιπόν αφού αι ιδέαι περί θεών μετεβλήθησαν εις τους ανθρώπους, πρέπει να μεταβάλωμεν και τους νόμους.

Δηλαδή την ημέραν της δίκης ο νοήμων νομοθέτης πρέπει να εξαιρή τους όρκους των αντιδίκων, και όστις εγκαλεί κάποιον εις δίκην να γράφη μεν τας καταγγελίας του, αλλά να μη τας επικυρώνη δι' όρκων, ομοίως δε και ο εγκαλούμενος να γράφη χωρίς όρκον την άρνησίν του και να την παραδίδη εις τους άρχοντας. Διότι βεβαίως είναι φρίκη, αφού γίνουν πολλαί δίκαι εις την πόλιν, να γνωρίζη πλέον κανείς τελείως ότι σχεδόν οι μισοί πολίται είναι επίορκοι, ενώ με αφέλειαν σχετίζονται ο είς τον άλλον και εις τα συσσίτια και εις τας άλλας συναναστροφάς και εις τας ιδιωτικάς συναντήσεις των.

Λοιπόν ο νόμος ας ορίζη ότι ο δικαστής, όστις μέλλει να δικάση, πρέπει να ορκισθή, επίσης δε και όταν πρόκειται να αναγορεύση τους άρχοντας ενόρκως ή διά προκλήσεως ψηφοφορίας, πάντοτε πρέπει να ορκίζεται, όταν συλλέγη τας ψήφους από τους βωμούς. Επίσης πάλιν και ο κρίνων τους χορούς και εις όλα τα μουσικά είδη και τα γυμναστικά και ιππευτικά αγωνίσματα και οι βραβευταί όλων, όσα δεν δίδουν κέρδος κατά την ανθρωπίνην αντίληψιν εις τον επίορκον. Δι' όσα όμως ο αρνούμενος και ο επίορκος είναι φανερόν ότι έχει μέγα κέρδος, εις αυτά πρέπει να δικάζωνται χωρίς όρκους όλοι όσοι εγκαλούνται μεταξύ των. Και γενικώς εις την δίκην οι πρόεδροι δεν πρέπει να επιτρέπουν εις κανένα ούτε να ομνύη, διά να γίνη πιστευτός, ούτε να βλασφημή τον εαυτόν του και την γενεάν του ούτε να καταφεύγη εις εξευτελιστικάς παρακλήσεις και μυρολόγια γυναικεία, αλλά διαρκώς να διαφωτίζη και να προσέχη να ακούση το δίκαιον, ειδεμή, ως να έφυγε από το θέμα του λόγου, οι άρχοντες να τον ανακαλούν να ομιλή εντός της υποθέσεως.

Ο ξένος δε να επιτρέπεται, καθώς τόρα, να δέχεται όρκον από τον ξένον, εάν θέλη, και να δίδη με κύρος. Διότι αυτοί δεν θα γηράσουν μαζί μέσα εις την πόλιν ούτε κτίζουν την φωλεάν των συνήθως, ώστε να αφήσουν εις αυτήν ως συντρόφους άλλους ομοίους των αντικαταστάτας. Και διά την εκτέλεσιν δε των δικών μεταξύ των ο ίδιος τρόπος να ισχύη, οσάκις πρόκειται περί απειθείας εις την πόλιν ενός ελευθέρου χωρίς να είναι άξιος ούτε ραβδισμών ούτε θανάτου. Διά δε την απουσίαν από τους χορούς και τας πομπάς ή από άλλας παρομοίας κοινάς διακοσμήσεις και τελετάς, όσαι γίνονται εις τας ειρηνικάς θυσίας ή εις πολεμικάς συνεισφοράς, εις όλα αυτά πρωτίστως πρέπει να είναι υποχρεωτικόν το πρόστιμον, δι' όσας δεν πείθονται, οι διορισθέντες από την πόλιν και τους νόμους ας εισπράττουν αυτά διά λήψεως ενεχύρων, όταν δε δεν έρχωνται να λάβουν τα ενέχυρα οπίσω, να πωλούνται αυτά, και το αντίτιμον να περιέρχεται εις την πόλιν. Εάν δε χρειάζωνται μεγαλίτερον πρόστιμον, τότε εκάστη αρχή να επιβάλλη εις τους απειθούντας το κατάλληλον πρόστιμον, και να τον εγκαλούν εις το δικαστήριον έως ότου να δεχθή να εκτελέση την διαταγήν των.

Αλλά η πόλις η οποία δεν εκμεταλλεύεται παρά μόνον τα προϊόντα της γης ούτε εμπορεύεται, πρέπει να σκεφθή τι πρέπει να κάμη ως προς τας περιηγήσεις των κατοίκων της έξω από την χώραν, και ως προς την υποδοχήν των ξένων από άλλους τόπους. Πρέπει λοιπόν ο νομοθέτης ως προς αυτά να τους συμβουλεύση και να τους καταπείση όσον είναι δυνατόν. Εδόθη δε εκ φύσεως η επιμιξία των πόλεων να συγχωνεύη όλων των ειδών ήθη με τους ξένους οι οποίοι φέρουν νεωτερισμούς εις τους γνωρίμους των. Αυτό λοιπόν εις μεν τους έχοντας καλόν πολίτευμα με ορθούς νόμους ημπορεί να προξενήση την μεγαλιτέραν βλάβην που υπάρχει, εις δε τας περισσοτέρας πόλεις, επειδή δεν έχουν διόλου καλούς νόμους, δεν βλάπτει διόλου να συμφύρωνται δεχόμενοι μεταξύ των πολιτών των ξένους και οι ίδιοι επισκεπτόμενοι άλλας πόλεις, όταν επιθυμήση κανείς να ξενιτευθή οπουδήποτε και οπόταν θέλη, είτε νέος είτε γεροντότερος.

Εξ άλλου όμως το να μη δεχώμεθα περιηγητάς ούτε οι ίδιοι να περιηγούμεθα άλλους τόπους πρώτον μεν είναι απολύτως αδύνατον, αλλ' εκτός τούτου θα εφαίνετο άγριον και σκληρόν εις τους άλλους ανθρώπους, δηλαδή να εφαρμόζωμεν πράγμα του οποίου και το όνομα είναι απαίσιον, την ξενηλασίαν, και τρόπους αυταρέσκους, καθώς εκείνοι θα ενόμιζαν.

Δεν πρέπει δε να δίδη κανείς μικράν σημασίαν εις το να φαίνεται αγαθός (2) εις τους άλλους ή να μη φαίνεται. Διότι δεν είναι τόσον ανίκανοι να κρίνουν τους άλλους οι πονηροί και κακοί, όσον πλανώνται εις την απόκτησιν της αρετής οι περισσότεροι. Αλλά κάποια θεία ευστοχία υπάρχει και εις την ψυχήν των κακών, ώστε πάρα πολλοί και από τους υπερβολικά κακούς εις την συζήτησίν των καλώς διακρίνουν με την γνώμην των τους καλλιτέρους ανθρώπους από τους χειροτέρους. Διά τούτο είναι καλή η προτροπή, εις πολλάς πόλεις να προτιμούν οι πολίται την καλήν υπόληψιν του λαού. Διότι το ορθότερον και το σπουδαιότερον είναι, όταν είναι κανείς πραγματικώς αγαθός, τότε να επιδιώκη τον ευδόκιμον βίον, όχι όμως αν δεν είναι, τουλάχιστον όστις θέλει να γίνη τέλειος άνθρωπος. Και ακριβώς εις την συνοικιζομένην πόλιν της Κρήτης είναι πρέπον να προσπαθήση αύτη να αποκτήση φήμην από τα άλλα έθνη όσον το δυνατόν ωραιοτέραν και καλλιτέραν ως προς την αρετήν, υπάρχει δε μεγάλη ελπίς καθ' όλα τα φαινόμενα, εάν έλθουν τα πράγματα ευνοϊκά, να την ιδή ο ήλιος και οι άλλοι θεοί μίαν από τας σπανίως ευνομουμένας πόλεις και χώρας.

Το εξής λοιπόν πρέπει να γίνη ως προς τας περιηγήσεις άλλων χωρών και τόπων και της υποδοχής ξένων. Πρώτον μεν εις τον έχοντα ηλικίαν κατωτέραν των σαράντα ετών ας μην επιτρέπεται να περιοδεύση ποτέ εις κανέν μέρος. Έπειτα ιδιωτικώς ας μη επιτρέπεται εις κανένα, αλλά μόνον δημοσίως εις τους κήρυκας, ή τους πρέσβεις ή τας αποστολάς. Τας δε πολεμικάς και στρατιωτικάς εξόδους δεν πρέπει να τας κατατάσσωμεν εις τας πολιτικάς περιηγήσεις, διότι δεν ανήκουν εις αυτάς. Εις δε τους Δελφούς χάριν του Απόλλωνος και εις την Ολυμπίαν χάριν του Διός και εις την Νεμέαν και εις τον Ισθμόν πρέπει να στέλλωμεν αντιπροσώπους, διά να λάβουν μέρος εις τας θυσίας και εις τους αγώνας τους αφιερωμένους εις αυτούς τους θεούς. Να στέλλωμεν δε όσον το δυνατόν περισσοτέρους και καλλιτέρους, ώστε αυτοί να συντελέσουν να φαίνεται η πόλις όσον το δυνατόν ένδοξος διά τας ιεράς και ειρηνικάς επιμιξίας, αντιστρόφως προς την επίδειξιν της πολεμικής των προπαρασκευής· όταν δε έλθουν εις την πατρίδα, θα διδάξουν τους νέους, ότι είναι κατώτεροι οι νόμοι των άλλων ως προς το πολίτευμα.

Ως αποστολήν δε πρέπει πάλιν να στέλλουν οι νομοφύλακες τοιούτου είδους περίπου: Εάν μερικοί πολίται επιθυμούν να μελετήσουν τα πράγματα των ξένων μερών από περίσσευμα σχόλης, κανείς νόμος ας μη τους εμποδίζη. Διότι, αν είναι άπειρος η πόλις των κακών και των αγαθών, με το να μείνη ακοινώνητος, ούτε θα ημπορέση ποτε να γίνη όσον πρέπει ήμερος και τελεία, ούτε πάλιν να διατηρήση τους νόμους της χωρίς να τους δεχθή με την νοημοσύνην και όχι απλώς με τα έθιμα. Διότι μέσα εις τα πλήθη υπάρχουν πάντοτε άνθρωποι κάπως θείοι, όχι πολλοί, άξιοι όμως γνωριμίας όσον φαντασθή κανείς, και αυτοί αναφαίνονται όχι περισσότερον εις τας ευνόμους πόλεις παρ' όσον εις τας μη ευνόμους. Αυτούς δε πρέπει να τους εξιχνιάση όστις είναι κάτοικος των ευνόμων πόλεων περιηγούμενος γην και θάλασσαν, και να ερευνά αυτούς, οι οποίοι είναι αδιάφθοτοι, και όσοι μεν νόμοι εις τον τόπον των είναι καλοί, να τους επιβεβαιώση, τους δε άλλους να τους διορθώση, εάν κανείς παραλείπεται. Διότι άνευ της τοιαύτης αποστολής και ερεύνης δεν στερεώνεται ποτέ τελείως η πόλις, επίσης δε και όταν γίνεται κακώς η αποστολή.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς ημπορούν λοιπόν να γίνουν αυτά και τα δύο;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ιδού πώς. Πρώτον μεν αυτός που θα χρησιμεύση ως αποστολή ας είναι άνω των πενήντα ετών. Έπειτα ας είναι από τους διακριθέντας και εις όλα τα άλλα και προ πάντων εις τον πόλεμον, αφού πρόκειται να δώση υπόδειγμα των νομοφυλάκων μας εις τας άλλας πόλεις. Όταν όμως υπερβή το εξηκοστόν έτος της ηλικίας του, ας μην εκτελή αποστολήν. Αφού δε περιηγηθή όσα έτη θελήση από τα δέκα και επιστρέψη εις την πατρίδα, ας παρουσιαστή εις το σωματείον των εποπτών των νόμων. Αυτό δε ας είναι ανάμικτον από νέους και γεροντοτέρους, και ας συγκεντρώνονται ούτοι κάθε ημέραν υποχρεωτικώς από την αυγήν έως την δύσιν του ηλίου. Και πρώτον μεν οι ιερείς οι οποίοι έλαβαν βραβεία, έπειτα δέκα εκ των νομοφυλάκων, οι εκάστοτε γεροντότεροι, έπειτα ο γενικός επιμελητής της εκπαιδεύσεως και ο νέος και οι πρώην κατέχοντες αυτό το αξίωμα, έκαστος δε από αυτούς όχι μόνος, αλλά ας παρακολουθήται από ένα νέον από τριάντα ετών έως σαράντα — οποιοσδήποτε αρέσει εις αυτόν. Η δε συνέλευσις αυτών ας συζητή πάντοτε περί νόμων και της ιδικής των πόλεως και περί οποιασδήποτε ήθελεν έχουν άλλης καμμίας ενδιαφερούσης πληροφορίας και προ πάντων περί των μαθημάτων, πόσα φαίνονται συμφέροντα εις αυτήν την σύσκεψιν, ώστε, εάν μεν τα μάθουν οι πολίται, να είναι ευσεβέστεροι αν όμως δεν τα μάθουν, τότε να τους φαίνωνται σκοτεινοί και ασαφείς οι νόμοι.

Όσα δε από αυτά εγκρίνουν οι γεροντότεροι, αυτά να μανθάνουν οι νεώτεροι με όλην των την προθυμίαν. Εάν δε κανείς από τους προσκληθέντας φαίνεται ότι είναι ανάξιος, τότε ολόκληρος η συνέλευσις να κατακρίνη τον προσκαλέσαντα αυτόν. Τους δε διακρινομένους από αυτούς τους νέους να τους προσέχη η άλλη πόλις υπερβολικά και να τους παρακολουθή, και αν μεν πράττουν ορθά να τους τιμά, εάν όμως γίνουν χειρότεροι από τους άλλους πολίτας, να τους εξευτελίζη περισσότερον από άλλους.

Εις αυτήν λοιπόν την συνέλευσιν ας παρουσιασθή αμέσως όστις επεθεώρησε τους νόμους των άλλων πόλεων, όταν επιστρέψη, και αν ευρήκε εις κανέν έθνος καμμίαν πληροφορίαν περί νομοθεσίας ή εκπαιδεύσεως ή ανατροφής είτε ο ίδιος αντελήφθη τίποτε, να τα ανακοινώση εις την συνέλευσιν όλην. Και αν μεν φανή ότι επέστρεψε όχι διόλου χειρότερος ούτε όμως και καλλίτερος, ας επαινήται τουλάχιστον διά την μεγάλην του προθυμίαν εάν δε επέστρεψε πολύ καλλίτερος, ας επαινήται περισσότερον ενόσω ζη, και όταν αποθάνη ας του αποδίδη τας αναλόγους τιμάς του σωματείου η συνέλευσις. Εάν όμως φανή ότι επέστρεψε διεφθαρμένος, ας μην τον πλησιάζη κανείς ούτε νέος ούτε γεροντότερος, διότι προσποιείται ότι είναι σοφός.

Και εάν μεν υπακούη εις τους άρχοντας, ας ζη ως ιδιώτης, ειδεμή ας θανατωθή, εάν βεβαίως προηγουμένως καταδικασθή δικαστικώς ότι παρεκτρέπεται ως προς την εκπαίδευσιν και τους νόμους. Εάν δε, ενώ είναι πρέπον να προσκληθή εις τα δικαστήρια, δεν τον εγκαλή κανείς από τους άρχοντας, ας αποδοθή όνειδος εις τους άρχοντας, κατά την απονομήν των βραβείων. Όστις λοιπόν ξενιτεύεται με αυτόν τον τρόπον και είναι τοιούτος, ας ταξιδεύση. Έπειτα δε πρέπει να υποδεχώμεθα τον επισκεπτόμενον την πόλιν μας. Και λοιπόν περί τεσσάρων ειδών ξένων πρέπει να ομιλήσωμεν εδώ. Το πρώτον είδος είναι πάντοτε θερινοί επισκέπται καθώς τα διαβατικά πτηνά, και από αυτούς οι περισσότεροι κυριολεκτικώς, καθώς πετούν μέσον θαλάσσης προς χάριν χρηματισμού είναι εμπορευόμενοι και μεταπηδούν κατά την καλοκαιρινήν περίοδον εις τας άλλας πόλεις. Αυτούς δε πρέπει να τους υποδέχωνται εις την αγοράν και τον λιμένα και τα δημόσια οικοδομήματα έξω από τα τείχη της πόλεως και πλησίον εις αυτά οι ωρισμένοι άρχοντες, προσέχοντες μήπως είναι παράνομος κανείς από αυτούς τους ξένους, και απονέμοντες εις αυτούς ορθώς την δικαιοσύνην σχετιζόμενοι αυτούς όσον το δυνατόν ολίγον διά τα απολύτως αναγκαία.

Το δεύτερον είδος είναι οι αληθινοί θεαταί όλων των θεαμάτων και ακροαταί όλων των μουσικών ακροαμάτων. Δι' όλους λοιπόν τους τοιούτους πρέπει να υπάρχουν καταλύματα πλησίον των προσκυνημάτων ευτρεπισμένα προς υποδοχήν των ξένων. Αυτούς δε τους ιδίους πρέπει να τους επιμελούνται και να τους περιποιούνται οι ιερείς και οι επίτροποι των ναών, έως ότου να συμπληρωθή κατάλληλος χρόνος της διαμονής, και αφού ιδούν και ακούσουν όλα εκείνα, διά τα οποία ήλθον, να αναχωρήσουν χωρίς να κάμουν ή να πάθουν κανέν κακόν. Δικασταί δε δι' αυτούς να είναι οι ιερείς, αν κανείς αδική κανένα από αυτούς ή από αυτούς κανείς αδική άλλον, εφ' όσον το αδίκημα είναι κατώτερον των πενήντα δραχμών. Εάν δε εγερθή εναντίον αυτών μεγαλιτέρα καταγγελία, οι τοιούτοι πρέπει να δικάζωνται εμπρός εις τους αγορανόμους.

Τρίτον είδος ξένων, τους οποίους πρέπει να υποδεχώμεθα δημοσίως, είναι όσοι έρχονται από άλλην χώραν διά κάποιαν δημοσίαν υπόθεσιν, τους οποίους πρέπει να υποδέχωνται μόνον οι στρατηγοί και οι ίππαρχοι και οι ταξίαρχοι, την δε επιμέλειαν περί αυτών ας αναλάβη μαζί με τους πρυτάνεις μόνον εκείνος, ο οποίος φιλοξενεί τον ξένον εις την οικίαν του.

Το τέταρτον δε είδος είναι μεν σπάνιον αλλά αν τύχη κάποτε να έλθη κανείς, όστις αποτελεί τον αντίποδα των ερχομένων εις την πόλιν μας θεατών εξ άλλης χώρας, πρώτον μεν να μην είναι ηλικίας κατωτέρας των πενήντα ετών, συνάμα δε να έχη την απαίτησιν να ιδή κάτι τι εις ταις άλλας πόλεις, υπέροχον διά την καλλονήν του, ή και να δείξη ο ίδιος ομοίως εις άλλην πόλιν. Και λοιπόν ας πηγαίνη χωρίς εντολήν οποιοσδήποτε ως τοιούτος εις τας θύρας των πλουσίων και των σοφών, αν είναι και αυτός παρόμοιος. Λόγου χάριν ας υπάγη εις την οικίαν του επιμελητού της όλης εκπαιδεύσεως ως ξένος έχων πολλήν πεποίθησιν εις τον τοιούτον ξένον, ή εις την οικίαν κανενός νικηφόρου εις την αρετήν. Σχετισθείς δε μαζί με αυτούς και άλλα διδάξας εις αυτούς, άλλα δε μαθών από αυτούς, ας κατευοδωθή ως φίλος από φίλους τιμηθείς με τα ανάλογα δώρα και τας τιμάς. Με αυτούς λοιπόν τους νόμους πρέπει μία πόλις να υποδέχεται όλους τους ξένους και τας ξένας των άλλων χωρών και να αποστέλλη τους ιδικούς της, τιμώσα τον ξένιον Δία, και ας μη κάμνη ξενηλασίας από τας τραπέζας και τας θυσίας, καθώς κάμνουν τα θρέμματα του Νείλου, ούτε με αγρίας προκηρύξεις.

Όστις δίδει εγγύησιν δι' άλλον, ας εκτελή αυτήν φανερά ομολογών γραπτώς όλην την πράξιν του και ενώπιον μαρτύρων όχι ολιγωτέρων των τριών, διά ποσά κατώτερα των χιλίων δραχμών, διά δε τα μεγαλίτερα ποσά όχι εις ολιγωτέρους των πέντε μαρτύρων. Βεβαίως δε και όστις πωλεί εν ονόματι άλλου είναι εγγυητής αυτού, εάν πωλή όχι νομίμως ή δεν είναι αξιόπιστος. Ας υπόκειται δε εις δίκην και όστις επώλησε αντί άλλου, καθώς και όστις δι' εαυτόν επώλησε.

Όστις δε θέλει να κάμη κατ' οίκον έρευναν εις την οικίαν οποιουδήποτε, ας ερευνήση, αφού γυμνωθή και μείνη με μόνον τον χιτωνίσκον χωρίς ζώνην και αφού ορκισθή προηγουμένως εις τους νομίμους θεούς ότι πράγματι ελπίζει να εύρη το απολεσθέν. Εκείνος δε ας παραχωρήση την οικίαν του και ας του επιτρέψη να ερευνήση και τα σφραγισμένα και τα ασφράγιστα. Εάν δε δεν επιτρέψη κανείς εις τον θέλοντα να κάμη έρευναν, να τον εγκαλέση ο εμποδιζόμενος, αφού ορίση την αξίαν του ζητουμένου, όστις δε καταδικασθή, ας πληρώση το διπλάσιον της ορισθείσης βλάβης. Εάν δε τύχη να είναι εις ταξίδι ο οικοδεσπότης, τα μεν ασφράγιστα ας τα παραχωρήσουν οι ένοικοι προς έρευναν, τα δε σφραγισμένα ας τα διπλοσφραγίση ο ερευνών και ας τοποθετήση επί πέντε ημέρας φύλακα όποιον θέλει, εάν δε απουσιάση περισσότερον καιρόν ο οικοδεσπότης, τότε αυτός ας παραλάβη τους αστυνόνους και ας ερευνήση και τα σφραγισμένα λύων αυτά, κατόπιν δε πάλιν ας τα σφραγίση καθώς ήτο μαζί με τους αστυνόμους και τους οικιακούς.

Διά τα αμφισβητούμενα πρέπει να υπάρχη προθεσμία, πέραν της οποίας από τον κατέχοντα κάτι δεν επιτρέπεται να το διαφιλονικήση άλλος. Και διά μεν τα οικόπεδα και τας κατοικίας εδώ δεν υπάρχει αμφισβήτησις. Από δε τα άλλα, οτιδήποτε κατέχει κανείς, εάν μεν είναι γνωστός εις το προάστιον και την αγοράν και τα προσκυνήματα ότι το μεταχειρίζεται και κανείς δεν το κατάσχει, λέγει όμως ότι το ζητεί εις αυτό το διάστημα, ενώ ο πρώτος είναι φανερός ότι δεν το κρύπτει, τότε, εάν περάση ολόκληρον έτος που το έχει ο πρώτος και το ζητεί ο δεύτερος, ας μη επιτρέπεται να κατάσχη τοιούτον κτήμα κανείς, αφού περάση το έτος. Εάν δε δεν το χρησιμοποιή εις το προάστιον και την αγοράν φανερά, αλλά μόνον εις τους αγρούς, και δεν τον επιτύχη κανείς εντός πέντε ετών, αφού περάσουν τα πέντε έτη, ας μη επιτρέπεται πλέον εις τον άλλον να κατάσχη αυτό. Εάν δε το μεταχειρίζεται εις την οικίαν του και εντός της πόλεως, ας είναι τριετής η προθεσμία, εάν δε το κατέχη κρυπτώς εις τους αγρούς, ας είναι η προθεσμία δέκα ετών, εάν δε το έχη ταξιδεύων αλλού, τότε οποιονδήποτε χρόνον το ανακαλύψη κανείς ας μην υπάρχη προθεσμία της κατασχέσεως.

Εάν δε κανείς εμποδίση διά της βίας άλλον να παρουσιασθή εις την δίκην είτε τον ίδιον τον ενάγοντα είτε τους μάρτυρας, εάν μεν αυτός είναι δούλος είτε ιδικός του είτε ξένος, να μείνη ανεκτέλεστος και άκυρος η δίκη, εάν δε είναι ελεύθερος εκτός του ανεκτελέστου να δεθή επί έν έτος και να υπόκειται εις δίκην υποδουλώσεως από τον βουλόμενον.

Εάν δε κανείς εμποδίζη διά της βίας ένα ανταγωνιστήν του είτε της γυμναστικής είτε της μουσικής είτε κανενός άλλου αγωνίσματος ώστε να μη παρουσιασθή, ας το δηλώση όστις θέλει εις τους αθλοθέτας, εκείνοι δε ας αφήσουν ελεύθερον εις τον αγώνα τον θέλοντα να αγωνισθή. Εάν όμως δεν το κατορθώσουν, τότε, εάν μεν νικήση όστις εμποδίζει, να δώση και τα βραβεία εις τον εμποδισθέντα και τούτον να αναγράψουν νικητήν εις τα προσκυνήματα εις τα οποία θέλει, εις δε τον εμποδίσαντα ας μη επιτραπή να γίνη καμμία αφιέρωσις ούτε επιγραφή διά τον τοιούτον αγώνα, ας υπόκειται δε εις δίκην βλάβης είτε νικάται εις τους αγώνας είτε νικήση. Εάν κανείς δέχεται ως κλεπταποδόχος οποιονδήποτε κλοπιμαίον, ας υποστή την ιδίαν δίκην με τον κλέπτην. Διά δε τον αποκρύπτονται ένα εξόριστον η τιμωρία ας είναι θάνατος.

Τους ιδίους φίλους ή και εχθρούς ας έχη έκαστος με όλην την πόλιν. Εάν δε κανείς ιδιαιτέρως συνάπτη με κάποιους ειρήνην ή πόλεμον χωρίς την συγκατάθεσιν του κοινού, ας είναι θάνατος η ποινή αυτού. Εάν δε καμμία μερίς πολιτών συνάπτη ιδιαιτέρως με κάποιον ειρήνην ή πόλεμον τους πρωταιτίους αυτής της πράξεως ας τους εγκαλέσουν οι στρατηγοί εις το δικαστήριον, όστις δε καταδικασθή ας τιμωρηθή διά θανάτου.

Όσοι προσφέρουν καμμίαν υπηρεσίαν εις την πατρίδα πρέπει να την εκτελούν χωρίς να δέχωνται δώρα, δεν επιτρέπεται δε καμμία πρόφασις ούτε λόγος ελαφρυντικός ότι διά τα αγαθά μεν πρέπει να δέχωνται δώρα, διά τα μηδαμινά όμως όχι. Διότι δεν είναι εύκολος η διάγνωσις ούτε η συγκράτησις μετά την διάγνωσιν. Το δε ασφαλέστερον είναι να πείθεται έκαστος εις τους νόμους και να μη εκτελή καμμίαν υπηρεσίαν χάριν δώρων. Όστις δε δεν υπακούση γενικώς ας θανατωθή, όταν αποδειχθή δικαστικώς.

Ως προς δε την συνεισφοράν χρημάτων εις το δημόσιον πρέπει διά πολλούς λόγους έκαστος να έχη εκτιμημένην την περιουσίαν του και το ετήσιον εισόδημά του να δίδη εγγράφως εις τους αγρονόμους της φυλής του, ώστε, αφού υπάρχουν δύο ειδών εισφοραί, να ημπορή το δημόσιον να χρησιμοποιή όποιαν θέλει, διά συσκέψεως καθ' έκαστον έτος, δηλαδή είτε αναλόγως του όλου τιμήματος, είτε του παραχθέντος κατά το έτος εκείνο εισοδήματος χωριστά από τα συνεισφερόμενα διά τα συσσίτια.

Πας όστις είναι μετρίας θέσεως άνθρωπος πρέπει να προσφέρη μέτρια αφιερώματα εις τους θεούς. Και βεβαίως η γη και η εστία της κατοικίας είναι ιερά μέρη εις όλους δι' όλους τους θεούς. Λοιπόν κανείς ας μη αφιερώνη δεύτερα αφιερώματα εις τους θεούς, ο δε χρυσός και ο άργυρος είναι περιζήτητον απόκτημα εις τας άλλας πόλεις και ιδιωτικώς και εις τα προσκυνήματα, το δε ελεφαντόδοντον, αφού προέρχεται από σώμα, το οποίον εγκατέλειψε η ψυχή, δεν είναι ευλαβές αφιέρωμα, ο δε σίδηρος και ο χαλκός είναι πολεμικά όργανα. Από μονοκόμματον δε ξύλον ας αφιερώνη έκαστος ό,τι θέλει, και από μάρμαρον επίσης εις τα κοινά προσκυνήματα. Ύφασμα δε όχι περισσότερον από όσον υφαίνει μία γυνή εις ένα μήνα. Τα δε λευκά χρώματα και εις άλλα μέρη αρμόζουν διά τους θεούς και προ πάντων εις τα υφάσματα. Τα δε χρώματα να μη τα μεταχειρίζωνται παρά εις τα πολεμικά κοσμήματα· θεοπρεπέστερα δε δώρα είναι τα πτηνά και τα αγάλματα, όσα ημπορεί να αποτελειώση ο τεχνίτης εις μίαν ημέραν. Και τα άλλα δε αφιερώματα ας είναι σύμφωνα με αυτά.

Αφού δε επεριγράψαμεν τα τμήματα όλης της πόλεως και είπαμεν πόσα και ποία πρέπει να είναι, και αφού εξεθέσαμεν τους νόμους περί των κυριωτέρων συναλλαγών όσον ήτο δυνατόν, τόρα πλέον ίσως είναι ανάγκη να ορισθούν αι δίκαι. Και λοιπόν των δικαστηρίων οι μεν πρώτοι δικασταί πρέπει να είναι κατ' εκλογήν, όσους εκλέξουν από κοινού ο εναγόμενος και ο ενάγων, εις τους οποίους αρμόζει μάλλον το όνομα διαιτηταί παρά δικασταί. Δεύτεροι δε πρέπει να είναι οι συγχωριανοί και φυλέται, χωριζόμενοι εις δώδεκα τμήματα, εμπρός εις τους οποίους, αν δεν τελειώσουν την δίκην εμπρός εις τους πρώτους, ας εμφανισθούν να δικαστούν διά μεγαλιτέρας ζημίας, ο δε εναγόμενος, εάν νικηθή και δευτέραν φοράν, ας πληρώση το πέμπτον μέρος του ορισθέντος προστίμου. Εάν δε κανείς κατηγορή τους δικαστάς και θέλη να δικασθή και τρίτην φοράν, ας παρουσιάση την δίκην εμπρός εις τους εκλεκτούς δικαστάς, εάν δε νικηθή και πάλιν, ας πληρώση το ενάμισυ του όλου προστίμου. Εάν δε ο ενάγων νικηθή εις τα πρώτα δικαστήρια και δεν ησυχάζη, αλλά προχωρή εις το δεύτερον, τότε, εάν, μεν νικήση, ας κερδίση το πέμπτον μέρος, εάν όμως νικηθή, ας πληρώση το ίδιον μέρος της δικαστικής αποφάσεως. Εάν δε παρουσιασθούν εις το τρίτον δικαστήριον μη συμμορφούμενοι με τας προηγουμένας δικαστικάς αποφάσεις, τότε ο μεν εναγόμενος, εάν νικηθή, καθώς είπαμεν, ας πληρώνη το ενάμισυ του προστίμου, ο δε ενάγων το ήμισυ.

Περί δε των διά κλήρου εκλογών των δικαστών και των συμπληρώσεων αυτών και των εγκαταστάσεων εκάστου άρχοντος εις την υπηρεσίαν, πότε πρέπει να γίνωνται, όλα αυτά και περί των διαψηφίσεων και των αναβολών και δι' όλα όσα είναι επόμενον να συμβαίνουν εις τας δίκας και την σειράν των προηγουμένων και τον κατόπιν ακουομένων και την υποχρέωσιν της αποκρίσεως και των αντιμολιών και όλων όσα είναι σχετικά με αυτόν, ωμιλήσαμεν μεν και προηγουμένως, αλλά το ορθόν είναι καλόν να λέγεται και δύο και τρεις φοράς. Όλα δε όσα είναι μικρά και εύκολα νόμιμα, εάν τα παρέλειψε ο παλαιός νομοθέτης, πρέπει να τα συμπληρώση ο νέος νομοθέτης.

Και τα μεν ιδιωτικά δικαστήρια, αν κανονισθούν ούτω πως, θα είναι πολύ καλά. Διά δε τα δημόσια και κοινά και όσα πρέπει να χρησιμοποιούν αι αρχαί, διά να εκτελούν τα καθήκοντά των, υπάρχουν εις πολλάς πόλεις όχι άσχημα νομοθετήματα σεβαστών ανδρών, από τα οποία πρέπει οι νομοφύλακες να συλλέγουν και συναρμόζουν τα αρμόζοντα εις την σήμερον δημιουργουμένην πολιτείαν και να τα διορθώνουν, εξελέγχοντες αυτά διά της πείρας των, έως ότου να θεωρηθούν αυτά ότι έλαβαν αρκετήν τελειοποίησιν, τότε δε να δώσουν εις αυτά τέλος και αφού δώσουν εις αυτά την σφραγίδα της μονιμότητος, να τα μεταχειρίζωνται εις όλην των την ζωήν.

Όσα δε περιστρέφονται εις την εχεμυθίαν των δικαστών και την διάκρισίν των και το αντίθετον και όσα έχουν παραλλαγήν από τα περισσότερα δίκαια και αγαθά, που ισχύουν εις τας άλλας πόλεις, άλλα μεν ελέχθησαν, άλλα δε θα λεχθούν ακόμη προς το τέλος. Συμφώνως δε με όλα αυτά ο μέλλων δικαστής πρέπει να είναι ίσος, εξετάζων καθώς είναι δίκαιον, και να τελειοποιήται δε αποκτών τα περί τούτων συγγράμματα. Διότι από όλα τα μαθήματα σπουδαιότερα διά την βελτίωσιν του ατόμου του είναι τα κείμενα των νόμων, εάν νομοθετηθούν ορθώς, ειδεμή εις μάτην έχει όνομα συγγενές με τον νουν ο θείος και αξιοθαύμαστός μας νόμος. (3) Και μάλιστα και δι' όλους τους άλλους λόγους όσοι είτε εγράφησαν εις ποιήματα ως έπαινοι και κατακρίσεις προσώπων είτε εις το πεζόν, είτε γραπτώς, είτε εις τας καθημερινάς συναναστροφάς συζητούνται πεισματωδώς ή και κάποτε με αδικαιολογήτους υποχωρήσεις, δι' όλα αυτά ως έλεγχος καθαρός ημπορούν να χρησιμεύσουν τα συγγράμματα του νομοθέτου. Αυτά λοιπόν πρέπει να αποκτήση διά τον εαυτόν του ως αλεξιφάρμακα διά τους άλλους λόγους ο αγαθός δικαστής και να διορθώση και τον εαυτόν του και την πόλιν, προετοιμάζων διά μεν τους αγαθούς μονιμότητα και αύξησιν του δικαίου, διά δε τους κακούς εξ αμαθείας ή ακολασίας ή δειλίας και γενικώς πάσης αδικίας όσον το δυνατόν μεταβολήν, εφ' όσον είναι ευκολοθεράπευται αι κακαί ιδέαι των. Εις όσους όμως η κακία είναι όντως συνυφασμένη με την ψυχήν των, ας παρέχουν ούτοι ως θεραπείαν της τοιαύτης ψυχικής των καταστάσεως τον θάνατον, και τότε, καθώς είναι δίκαιον να το επαναλάβωμεν πολλάκις, θα γίνουν άξιοι επαίνου δικασταί και αρχηγοί των δικαστών από όλην την πόλιν.

Όταν δε αι δίκαι όλου του έτους εκδικασθούν τελείως, εις την εφαρμογήν αυτών πρέπει να χρησιμεύσουν οι εξής νόμοι.

Πρώτον μεν η δικαστική αρχή ας αποδώση όλα τα χρήματα του καταδικασθέντος εις τον κερδίσαντα την δίκην, εκτός εκείνων, τα οποία είναι απαραίτητα κτήματά του, αμέσως μετά την ψηφοφορίαν από τον κήρυκα εις επήκοον των δικαστών. Όταν δε παρέλθη ο μην ο ακολουθών τους δικασίμους μήνας, εάν κανείς δεν κανονίζεται με τον κερδίσαντα εκουσίως προς εκούσιον, τότε ας επέμβη η δικάσασα αρχή υπέρ του κερδίσαντος και ας αποδώση εις αυτόν τα χρήματα του καταδικασθέντος. Εάν δε δεν υπάρχουν χρήματα διά να λάβουν και ελλείπη όχι ολιγώτερον μιας δραχμής, ούτε εις τον οφείλοντα να μη επιτρέπεται να εγείρη αγωγήν εναντίον άλλου πριν να πληρώση ολόκληρον το χρέος του εις τον κερδίσαντα. Άλλοι όμως εναντίον αυτού επιτρέπεται να εγείρουν αγωγήν.

Εάν δε κανείς, αφού καταδικασθή, δεν αναγνωρίζη τους καταδικάσαντας αυτόν άρχοντας, ας τον καταγγέλλουν εις το δικαστήριον των νομοφυλάκων οι αδίκως μη αναγνωριζόμενοι, εάν δε καταδικασθή εις αυτήν την δίκην, ας τιμωρηθή διά θανάτου ως βλάπτων όλην την πόλιν.

Και τόρα λοιπόν πας άνθρωπος γεννηθείς και ανατραφείς και γεννήσας και αναθρέψας τέκνα και εκτελέσας ορθώς συναλλαγάς, και δώσας δίκην εις κάποιον, εάν τον είχε αδικήσει, και λαβών από άλλον, αφού γηράση ακολουθών τους νόμους καθώς είναι ο προορισμός του, έπεται ότι θα φθάση κατά φύσιν εις το τέλος του. Λοιπόν ως προς τους γεννήσαντας τέκνα, είτε ανήρ είτε γυνή ο γενήσας, όσα μεν θεία νόμιμα πρέπει να εκτελεσθούν εις τους υποχθονίους και εις τους άνω θεούς ταύτα δικαιούνται να υποδείξουν οι ερμηνευταί. Οι δε τάφοι να μη τοποθετούνται εις κανένα από τους καλλιεργησίμους αγρούς, ούτε ως μέγα ούτε ως μικρόν μνημείον, όσα δε μέρη δεν έχουν άλλον προορισμόν παρά κυρίως να δεχθούν τα σώματα των αποθανόντων χωρίς ζημίαν των ζώντων, αυτά πρέπει να κατέχουν οι τάφοι. Όσα όμως προωρίσθη η γη να τα παράγη διά τους ανθρώπους, αυτά ας μην τα αποστερή κανείς από αυτούς ούτε ενόσω ζη ούτε αφού αποθάνη. Ο δε τύμβος ας μην αποτελή όγκον υψηλότερον από το έργον πέντε ανδρών, εργαζομένων επί πέντε ημέρας. Αι δε μαρμάριναι στήλαι να μη γίνωνται μεγαλίτεραι από όσον δύνανται να χωρέσουν τα εγκώμια του βίου του αποθανόντος, τα οποία να μην είναι περισσότερα από τέσσαρας ηρωικούς εξαμέτρους στίχους. Αι δε εκθέσεις των νεκρών εντός της οικίας να μη διαρκούν περισσότερον χρόνον από όσον χρειάζεται, διά να εξακριβωθή αν είναι νεκροφάνεια ή αληθής θάνατος. Και ημπορεί σχεδόν συμφώνως με την ανθρωπίνην φύσιν να γίνη την τρίτην ημέραν η εκφορά του νεκρού προς ενταφιασμόν.

Πρέπει δε έκαστος να πείθεται εις τον νομοθέτην και εις τα άλλα και όταν λέγη ότι η ψυχή έχει απόλυτον υπεροχήν από το σώμα, και ότι εις αυτόν τον βίον μας μόνη η ψυχή και ουδέν άλλο μας παρέχει οτιδήποτε, τα δε σώμα παρακολουθεί έκαστον από ημάς ως σκιά, και πολύ καλώς λέγεται, επί των αποθανόντων ότι είναι είδωλα τα σώματα των νεκρών, ο δε αληθής εαυτός μας είναι πραγματικώς αθάνατος και ονομάζεται ψυχή, και απέρχεται εις άλλους θεούς, διά να δώση λόγον, καθώς λέγει ο πατροπαράδοτος νόμος, ο οποίος διά μεν τον αγαθόν είναι εύελπις, διά δε τον κακόν πολύ τρομερός, και δι' αυτόν δεν υπάρχει μετά θάνατον μεγάλη βοήθεια. Διότι, όταν έζη, έπρεπε να τον βοηθήσουν όλοι οι συγγενείς του, διά να ζήση όσον το δυνατόν δικαιότερος και ευσεβέστερος και διά να είναι μετά θάνατον ατιμώρητος διά τα μεγάλα αμαρτήματά του κατόπιν της επιγείου ζωής.

Αφού δε τα πράγματα είναι τοιαύτα, ποτέ δεν πρέπει να σπαταλά ο ετοιμοθάνατος υπερβολικά την περιουσίαν του, νομίζων ότι το εγώ του είναι αυτός ο θαπτόμενος όγκος των σαρκών, αλλ' ότι εκείνος ο υιός ή ο αδελφός ή οποιοσδήποτε άλλος συγγενής, τον οποίον κανείς ενταφιάζει με θρήνους, αυτός πλέον απήλθε τελειώνων και εκπληρών την μοίραν του, το δε εμπρός του ευρισκόμενον πρέπει να το περιποιηθή εξοδεύων μετρίως ως εις ένα άψυχον βωμόν των υποχθονίων θεών. Το δε μέτριον ημπορεί ο νομοθέτης να το μαντεύση όχι τόσον άσχημα. Λοιπόν ας υπάρχη ο εξής νόμος. Δηλαδή, διά μεν το ανώτατον τίμημα τα έξοδα της κηδείας ας μην είναι ανώτερα των πέντε μνων, διά δε το δεύτερον τρεις μναι, διά δε το τρίτον δύο, και μία μνα διά το τέταρτον είναι σωστόν έξοδον.

Οι δε νομοφύλακες και δι' άλλα πολλά πρέπει να φροντίζουν, όχι ολιγώτερον δε δι' αυτά, δηλαδή να έχουν εις όλην των την ζωήν την επιμέλειαν των παίδων και των ανδρών πάσης ηλικίας, και μάλιστα εις τα τέλη εκάστου να επιστατή είς νομοφύλαξ, όποιον παραλάβουν ως επόπτην οι συγγενείς του αποθανόντος, διά τον οποίον ας είναι τιμή ό,τι καλόν γίνεται εις τον αποθανόντα και αίσχος ό,τι δεν είναι καλόν. Η δε έκθεσις και τα παρόμοια ας γίνονται συμφώνως με τον σχετικόν νόμον. Πρέπει όμως ο νομοθέτης να παραχωρήση εις τον πολιτικόν νόμον και τα εξής. Το να επιβάλλη κανείς επιτακτικώς ή να απαγορεύη τα δάκρυα δεν είναι ωραίον, το να θρηνούν όμως και έξω από την οικίαν να ακούωνται ξεφωνητά πρέπει να το απαγορεύση· και να εμποδίζη να μεταφέρεται ο νεκρός ακάλυπτος μέσα εις τας οδούς, και να ομιλούν εις τον νεκρόν, όταν διέρχονται τας οδούς, και να ευρίσκωνται έξω της πόλεως πριν εξημερώση. Αυτοί λοιπόν οι νόμοι ας υπάρχουν δι' αυτά και όστις μεν πείθεται ας είναι απηλλαγμένος πάσης τιμωρίας, όστις όμως απειθεί εις οιονδήποτε νομοφύλακα ας τιμωρηθή από όλους με την εγκρινομένην από αυτούς ποινήν. Όσαι δε άλλαι πράξεις εκτελούνται διά τους αποθανόντας ή διά να ενταφιασθούν ή διά να μείνουν άταφοι, δηλαδή προκειμένου περί πατροκτόνων και ιεροσύλων και όλων των τοιούτων ελέχθησαν εις τα προηγούμενα κεφάλαια διά νόμων, ώστε σχεδόν ημπορεί να λάβη τέλος η νομοθεσία μας.

Όλων δε σχεδόν των πραγμάτων σκοπός δεν είναι να εκτελέσωμεν κάτι ούτε να αποκτήσωμεν ούτε να κατοικήσωμεν εις οικίαν, αλλά να εύρωμεν τελείαν σωτηρίαν διά τον γεννηθέντα διά παντός και τότε πλέον να πιστεύωμεν ότι επράξαμεν το χρέος μας, προηγουμένως δε ότι είναι ατελές και το όλον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά ομιλείς, καλέ Ξένε. Αλλά προς ποίον σκοπόν είπες τόρα πάλιν αυτά εξήγησέ το καλλίτερον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Φίλε Κλεινία, πολλά από τα παλαιά καλώς διεδόθησαν, σχεδόν δε όχι ολιγώτερον και όσα αποδίδονται εις τας Μοίρας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποία δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ότι πρώτον μεν η Λάχεσις, έπειτα η Κλωθώ και τρίτον η Άτροπος η διατηρούσα τα έργα των προηγουμένων, αυτά που παρωμοιάσθησαν με την διατήρησιν των κλωσμένων νημάτων, τα οποία τελειοποιούν την αμετάτρεπτον δύναμιν. Αυτά δε πρέπει και εις την πόλιν και εις την πολιτείαν όχι μόνον υγείαν των σωμάτων να προμηθεύουν, αλλά και ευνομίαν των ψυχών, και περισσότερον ακόμη σωτηρίαν των νόμων. Εις εμέ δε φαίνεται ότι αυτό ακόμη λείπει από τους νόμους, δηλαδή πώς πρέπει να εμφυσηθή εντός αυτών η αμετάτρεπτος δύναμις κατά φύσιν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Δεν λέγεις μηδαμινόν πράγμα, αν είναι δυνατόν να ευρεθή τρόπος, διά να δίδεται το τοιούτον εις παν πράγμα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και όμως είναι δυνατόν, καθώς εγώ εννοώ προς το παρόν κάλλιστα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τότε λοιπόν ας μη το παραμελήσωμεν με κανένα τρόπον, πριν να προμηθεύσωμεν αυτό το ίδιον εις τους εξετασθέντας νόμους. Διότι είναι γελοίον να κοπιάση κανείς εις μάτην δι' οτιδήποτε και να μη το ασφαλίση εις μέρος ασφαλές.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ ορθά με συμβουλεύεις, και θα με ιδής να είμαι και εγώ άλλος όμοιός σου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά το είπες. Λοιπόν ποία, φρονείς, ημπορεί να υπάρξη ασφάλεια, και με ποίον τρόπον διά την πολιτείαν και τους νόμους μας;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Άραγε δεν είπαμεν ότι πρέπει να συγκροτηθή σύλλογος εντός της πόλεως μας τοιούτος κάπως; Δηλαδή δέκα μεν από τους νομοφύλακας οι εκάστοτε γεροντότεροι, όλοι δε οι λαβόντες βραβεία πρέπει να συνέρχωνται εις τον ίδιον χώρον με αυτούς, έπειτα δε οι περιηγηθέντες χάριν ερεύνης, εάν έτυχε να ακούσουν κάτι τι επίκαιρον διά τους νομοφύλακας και επανελθόντες εις την πατρίδα των και εξελεγχθέντες από αυτούς τους ιδίους φανούν άξιοι συμμετοχής εις τον σύλλογον. Έπειτα δε πρέπει ο καθείς να προσλαμβάνη ανά ένα νέον όχι κατωτέρας ηλικίας των τριάκοντα ετών. Αφού δε πρώτον κρίνη αυτόν τον νέον από την φύσιν του και την ανατροφήν του ως άξιον, τότε να τον παρουσιάση εις τους άλλους, και αν μεν εγκριθή και από αυτούς, να τον προσλάβη, ειδεμή να αποκρυβή η γενομένη κρίσις και από τους άλλους και από τον ίδιον τον απορριφθέντα. Πρέπει δε ο σύλλογος να είναι πρωινός, την ώραν πού υπάρχει σχόλη εις όλους από τας άλλας ιδιωτικάς και κοινάς υποθέσεις. Τοιούτον τι, νομίζω, ελέχθη εις τους προηγουμένους μας λόγους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα, ελέχθη.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Περί αυτού λοιπόν του συλλόγου επαναλαμβάνω να είπω το εξής. Εάν αυτόν, φρονώ, τον στερεώση ωσάν άγκυραν της πόλεως, τότε θα έχη όλα τα κατάλληλα μέσα, διά να διασώζη όλα όσα θέλομεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα πλέον είναι ιδική μας ευκαιρία, να μη φανώμεν διόλου απρόθυμοι, διά να τα εξηγήσωμεν ορθώς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ωμίλησες, και κάμε καθώς σκέπτεσαι.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν πρέπει, φίλε Κλεινία, εις παν πράγμα να φαντασθώμεν τον κατάλληλον σωτήρα, καθώς εις το ζώον επλάσθη κυρίως η ψυχή και η κεφαλή ως το σπουδαιότερον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς το εννοείς αυτό πάλιν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως η ικανότης αυτών των δύο παρέχει σωτηρίαν εις παν ζώον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ

Πώς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Διότι εις την ψυχήν εκτός των άλλων ενυπάρχει και ο νους, εις δε την κεφαλήν πάλιν εκτός των άλλων υπάρχει και η όρασις και η ακοή. Γενικώς δε ο νους συγχωνευθείς και συνενωθείς με τας κυριωτέρας αισθήσεις ίσως ημπορεί πολύ δικαίως να ονομασθή ασφάλεια εκάστου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι πιθανόν τουλάχιστον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως είναι πιθανόν. Αλλά ποίας ειδικότητος ο νους εάν συνενωθή με τας αισθήσεις ημπορεί να καταστή ασφάλεια των πλοίων εις κακοκαιρίας και εις καλοκαιρίας; Τάχα εις το πλοίον ο πλοίαρχος και οι ναύται συνενώσαντες τας αισθήσεις των με τον πλοιαρχικόν νουν δεν εξασφαλίζουν τον εαυτόν των και το πλοίον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν χρειάζονται πολλά παραδείγματα διά τα τοιαύτα. Αλλά καθώς εις το στρατόπεδον ας σκεφθώμεν ποίον σκοπόν αν ορίσουν οι στρατηγοί και η ιατρική υπηρεσία θα απέβλεπαν εις την σωτηρίαν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Άραγε δεν επιδιώκει εκείνη μεν νίκην και υποταγήν των εχθρών, η δε τέχνη των ιατρών και των υπηρετών των την απόδοσιν της υγείας εις το σώμα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ο ιατρός, όταν δεν γνωρίζη το σχετικόν με το σώμα, το οποίον προ ολίγου το ωνομάσαμεν υγείαν, ή την νίκην ο στρατηγός ή κανείς από τους άλλους κανέν από όσα είπαμεν, είναι δυνατόν να έχη νουν ως προς αυτά;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς είναι δυνατόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και τόρα ως προς την πόλιν; Εάν κανείς φανή, ότι δεν γνωρίζει τον πολιτικόν σκοπόν, εις τον οποίον πρέπει να προσέχη, άραγε ημπορεί πρώτον μεν να ονομασθή δικαίως άρχων, έπειτα είναι ικανός να ασφαλίση εκείνο, του οποίου τον σκοπόν απολύτως δεν γνωρίζει;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς είναι δυνατόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ομοίως λοιπόν και τόρα πρέπει, καθώς φαίνεται, εάν πρόκειται να λάβη τέλος ο συνοικισμός της χώρας μας, να υπάρχη κάτι εντός αυτής, το οποίον να γνωρίζη, πρώτον μεν ως προς αυτό που ωνομάσαμεν σκοπόν, ποίος είναι ο πολιτικός σκοπός μας, έπειτα με ποίον τρόπον πρέπει να λάβη μέρος εις αυτόν, και ποίος συμβουλεύει δι' αυτόν καλώς ή όχι, πρώτον μεν μεταξύ των ιδίων νόμων και έπειτα μεταξύ των ανθρώπων. Εάν όμως μένη καμμία πόλις στερημένη του τοιούτου, τότε διόλου παράδοξον, αφού μείνη ανόητος, και αναίσθητος, να πράξη ό,τι τύχη, εις πάσαν της πράξιν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα λοιπόν εις ποίον μέρος ή έργον της πόλεως υπάρχει αρκετά προετοιμασμένον τοιούτος ασφαλιστικός τρόπος; Ημπορούμεν να το ειπούμεν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Όχι καθαρά βεβαίως, Ξένε μου, εάν όμως πρόκειται να υποθέτωμεν, νομίζω ότι ο λόγος αυτός υπονοεί τον σύλλογον, διά τον οποίον είπες προ ολίγου ότι πρέπει να συνεδριάζη την νύκτα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ λαμπρά με επρόλαβες, φίλε Κλεινία, και λοιπόν πρέπει αυτός καθώς μας προαγγέλλει ο προηγηθείς λόγος, να έχη όλας τας αρετάς, των οποίων αρχηγός είναι το να μη πλανάται επιδιώκων πολλούς σκοπούς αλλά εις έν μέρος να βλέπη και εις αυτό να διευθύνη όλα του τα βέλη.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Είμαι συμφωνότατος.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα λοιπόν θα μάθωμεν ότι δεν είναι διόλου παράδοξον να πλανώνται όλοι οι νόμοι των πόλεων διατί διαφόρους σκοπούς επιδιώκουν αι νομοθεσίαι των διαφόρων πόλεων. Και κυρίως δεν είναι παράδοξον αν άλλοι μεν θέτουν ως όρον τα δίκαια, διά να κυριαρχήσουν μερικοί εις την πόλιν, είτε είναι καλλίτεροι είτε χειρότεροι από τους άλλους, άλλοι δε να πλουτήσουν, είτε είναι δούλοι άλλων είτε όχι, άλλοι δε την προθυμίαν προς τον ελεύθερον βίον, άλλοι δε και προς δύο συγχρόνως σκοπούς αποβλέπουν νομοθετούντες, δηλαδή πώς να είναι ελεύθεροι και κυρίαρχοι άλλων πόλεων. Άλλοι δε, οι σοφώτεροι, καθώς νομίζουν τον εαυτόν των, όλα αυτά και τα παρόμοια επιδιώκουν, ένα δε εξαιρετικόν σκοπόν δεν είναι ικανοί να δηλώσουν ότι προτιμούν, εις τον οποίον πρέπει να αποβλέπουν όλαι αι άλλαι πράξεις των.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τότε λοιπόν, καλέ Ξένε, δεν ωρίσθη προ πολλού καλώς ο ιδικός μας σκοπός; Δηλαδή προς ένα σκοπόν είπαμεν ότι πρέπει να τείνουν όλοι οι νόμοι μας, αυτό δε εδέχθημεν πολύ ορθώς ότι ονομάζεται αρετή.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μάλιστα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Την δε αρετήν, νομίζω, την ωρίσαμεν ως αποτελουμένην από τέσσαρα πράγματα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαιότατα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τον δε νουν αρχηγόν όλων αυτών, προς τον οποίον πρέπει να στρέφουν το βλέμμα και όλα μεν τα άλλα πράγματα, αλλά και τα τρία εξ αυτών.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ λαμπρά παρακολουθείς, φίλε Κλεινία. Λοιπόν τόρα παρακολούθησέ με και εις τα επίλοιπα. Και λοιπόν είπαμεν ποίον είναι το έν εκείνο, προς το οποίον πρέπει να στρέφη το βλέμμα ο νους ο πλοιαρχικός και ο ιατρικός και ο στρατηγικός. Τόρα δε ευρισκόμεθα εις το σημείον του να εξελέγξωμεν τον πολιτικόν νουν, και ως να είναι πρόσωπον ημπορούμεν να τον ερωτήσωμεν και να ειπούμεν: και συ, αξιοθαύμαστε φίλε, που αποβλέπεις; Ποίον είναι άραγε εκείνο το έν, το οποίον ο μεν ιατρικός νους ημπορεί να το εκφράση σαφώς, συ δε ο οποίος μάλιστα είσαι υπέροχος, καθώς ημπορείς να φρονής, από όλους τους νουνεχείς, δεν θα ημπορέσης να το ειπής; Ή μήπως σεις, φίλε Μέγιλλε και Κλεινία, ημπορείτε εις την θέσιν εκείνου να μου ειπήτε με ακρίβειαν, ποίον είναι άραγε τούτο, καθώς εγώ διά τόσα άλλα σας έδιδα ορισμούς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Διόλου μάλιστα, ξένε μου.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τουλάχιστον ημπορείτε να ειπήτε ότι έχετε προθυμίαν να το εννοήσετε αυτό ποίον είναι και πού έγκειται;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πού εννοείς δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Δηλαδή, όταν είπαμεν ότι υπάρχουν τέσσαρα είδη της αρετής, είναι βεβαίως φανερόν ότι πρέπει να εξετάσωμεν και έκαστον χωριστά, αφού είναι τέσσαρα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ πώς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και βεβαίως όλα αυτά τα ονομάζομεν με έν όνομα, δηλαδή και την ανδρείαν την θεωρούμεν αρετήν και την φρόνησιν αρετήν, και τα άλλα δύο επίσης, διότι φρονούμεν πραγματικώς ότι δεν είναι πολλά, αλλά μόνον αυτό το έν, δηλαδή η αρετή.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Κατά τι μεν διαφέρουν αυτά τα δύο και έλαβαν δύο ονόματα, και κατά τι τα άλλα, δεν είναι δύσκολον να το ειπούμεν. Πώς όμως και εις τα δύο αυτά και εις τα άλλα απεδώσαμεν έν όνομα, δηλ. την αρετήν, αυτό πλέον δεν είναι εύκολον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Δεν είναι δύσκολον να εξηγήσω τι εννοώ. Δηλαδή ας μοιρασθώμεν μεταξύ μας την ερώτησιν και την απάντησιν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς το εννοείς τούτο πάλιν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ερώτησέ με πώς θεωρούμεν έν την αρετήν και έπειτα πάλιν τα εθεωρήσαμεν αυτά τα δύο ας δύο, το έν μεν ως ανδρείαν, το άλλο δε ως φρόνησιν. Δηλαδή, θα σου ειπώ την αιτίαν, ότι το πρώτον μεν περιστρέφεται εις τον φόβον, δηλαδή η ανδρεία, της οποίας, συμμετέχουν και τα ζώα και τα ήθη των πολύ νεαρών παιδίων. Διότι η ανδρεία ψυχή υπάρχει χωρίς λογικόν και εκ φύσεως. Εξ άλλου πάλιν χωρίς λογικόν ψυχή φρόνιμος και νουνεχής ούτε υπήρξέ ποτε ούτε υπάρχει, ούτε θα υπάρξη, διότι είναι διάφορον πράγμα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λέγεις την αλήθειαν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πώς λοιπόν είναι διάφορα πράγματα και δύο, συ το έλαβες από εμέ διά του λόγου. Αλλά τόρα πάλιν πώς είναι έν και το ίδιον, ειπέ συ κατ' ανταπόδοσιν εις εμέ. Έχε υπ' όψει σου δε ότι οφείλεις να ειπής και πώς, ενώ είναι τέσσαρα, είναι έν, και αφού συ δείξης ότι είναι έν απαίτησε από εμέ να ειπώ πώς είναι πάλιν τέσσαρα. Και το σπουδαιότερον ας εξετάσωμεν κατόπιν άραγε, όστις γνωρίζει αρκετά καλά περί ενός ζητήματος, το οποίον έχει μεν και όνομα, αλλά έχει και ορισμόν πρέπει μόνον το όνομα να γνωρίζη, τον δε ορισμόν να τον αγνοή, ή μήπως όστις είναι κάτι, πρέπει να γνωρίζη όλα αυτά περί πραγμάτων τα οποία υπερέχουν εις μέγεθος και κάλλος;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό φαίνεται πιθανόν τουλάχιστον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν διά τον νομοθέτην και τον νομοφύλακα και διά πάντα φρονούντα ότι είναι υπέροχος εις την αρετήν και έλαβε βραβεία δι' όλα αυτά, υπάρχει κανέν άλλο πράγμα σπουδαιότερον από την ανδρείαν, σωφροσύνην, δικαιοσύνην και φρόνησιν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς είναι δυνατόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Δι' αυτάς λοιπόν οι ερμηνευταί, οι διδάσκαλοι, οι νομοθέται και οι φύλακες των άλλων, όταν κανείς έχη ανάγκην να τας μάθη και να τας γνωρίζη, ή όταν έχη ανάγκην να τιμωρηθή και να επιπληχθή, εάν σφάλη, άραγε αυτοί δεν πρέπει να τον διαφωτίσουν προηγουμένως ποίαν δύναμιν έχει η αρετή και η κακία και ωρισμένως να φαίνεται εις τας ερμηνείας του υπέροχος από τους άλλους, αλλά να έλθη ή κανείς ποιητής εις την πόλιν ή κανείς διδάσκαλος των νέων και να καυχάται ότι είναι ανώτερος του αριστεύσαντος εις πάσαν αρετήν; Τότε λοιπόν εις τοιαύτην πόλιν, όπου δεν υπάρχουν ικανοί φύλακες με λόγους και έργα γνωρίζοντες τελείως περί της αρετής, είναι παράδοξον πράγμα, αφού μένει αφύλακτος, να πάθη όσα πάσχουν αι περισσότεραι από τας σημερινάς πόλεις;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Διόλου βεβαίως, καθώς φαίνεται.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν; Άραγε πρέπει να κάμωμεν αυτό που λέγομεν ή πώς αλλέως; Δηλαδή πρέπει να προετοιμάσωμεν τους φύλακας ακριβεστέρους εις την αρετήν από τους περισσοτέρους και με λόγον και με έργον; Ή αλλέως με ποίον τρόπον θα ομοιάση η πόλις μας με την κεφαλήν και τας αισθήσεις των νοημόνων, και θα φαίνεται ως να έχη κάποιους παρομοίους φύλακας εντός της;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς λοιπόν και με ποίον μέσον, φίλε Ξένε, πρέπει να εννοούμεν την παρομοίωσιν αυτής προς κάτι τοιούτον;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Είναι φανερόν ότι η πόλις είναι η κεφαλή, από δε τους φύλακας οι μεν νέοι και οι ευφυέστεροι είναι κάπως περιωρισμένοι εις την υψηλοτέραν κορυφήν, και έχουν εις όλην των την ψυχήν οξυδέρκειαν, ώστε να βλέπουν ολόγυρα εις όλην την πόλιν και φρουρούντες να παραδίδουν τας εντυπώσεις των αισθήσεων εις την μνήμην των και να αναγγέλλουν εις τους γεροντοτέρους όλα όσα συμβαίνουν εις την πόλιν, εξ άλλου δε οι γέροντες οι ομοιάζοντες τον νουν εννοούν τα περισσότερα και τα σπουδαιότερα και τα σκέπτονται, και έχοντες υπηρέτας και συμβούλους τους νέους, ούτω πως από κοινού σώζουν και οι δύο πραγματικώς την πόλιν ολόκληρον. Άραγε ούτω πως εννοούμεν, ή πώς αλλέως θέλεις να τα τακτοποιήσωμεν; Τάχα όλοι να είναι όμοιοι και να μην υπάρχουν μερικοί τελειοποιημένοι εις την ανατροφήν και εκπαίδευσιν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αλλ' αυτό, αξιοθαύμαστε φίλε, είναι αδύνατον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τότε λοιπόν πρέπει να βαδίσωμεν εις κάποιαν εκπαίδευσιν τελειοτέραν της προηγουμένης.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ίσως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλ' άραγε μήπως αυτή, την οποίαν εθίξαμεν τόρα, είναι εκείνη την οποίαν χρειαζόμεθα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν ελέγαμεν ότι ο τέλειος δι' όλα δημιουργός και φύλαξ πρέπει όχι μόνον να είναι ικανός να αποβλέπη εις τα πολλά, αλλά να προσπαθήση να εννοήση το έν και αφού το εννοήση να δώση εις όλα διάταξιν σύμφωνον με εκείνο;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλ' άραγε ημπορεί εις το καθένα να γίνη άλλη εξέτασις και σκέψις σοφωτέρα δι' οτιδήποτε παρά το να είναι ικανός να ευρίσκη μίαν κοινήν έννοιαν εις τα πολλά και ανόμοια πράγματα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ίσως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Όχι ίσως, ευλογημένε μου, αλλά ασφαλώς από αυτήν την μέθοδον δεν υπάρχει άλλη ασφαλεστέρα εις κανένα άνθρωπον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βασιζόμενος εις σε, καλέ Ξένε, συμφωνώ μαζί σου και ας προχωρήσωμεν κατ' αυτόν τον τρόπον εις την συζήτησίν μας.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τότε λοιπόν, καθώς φαίνεται, πρέπει να υποχρεώσωμεν και τους φύλακας αυτής της θείας πολιτείας μας πρώτον να εννοήσουν τι κοινόν υπάρχει και εις τα τέσσαρα αυτά, το οποίον λέγομεν ότι είναι το ίδιον και εις την ανδρείαν και εις την σωφροσύνην και εις την δικαιοσύνην και εις την φρόνησιν και ορθώς ίσως το ονομάζομεν με έν όνομα αρετήν. Αυτό, φίλοι μου, εάν μεν θέλωμεν τόρα που το εσφίξαμεν σχεδόν υπερβολικά να μη το παραιτήσωμεν, πριν να ορίσωμεν τελείως, τι πράγμα είναι εκείνο εις το οποίον πρέπει να αποβλέπωμεν είτε ως έν είτε ως ακέραιον είτε ως τα δύο ομού είτε οπωσδήποτε άλλως επλάσθη. Ή μήπως ελπίζομεν ακόμη, αν τυχόν μας διαφύγη τούτο, ότι θα εννοήσωμεν τελείως το ζήτημα της αρετής, περί της οποίας δεν θα είμεθα ικανοί να εξηγήσωμεν αν είναι πολλά ή τέσσαρα η έν; Λοιπόν, εάν πειθώμεθα εις τας υποδείξεις του εαυτού μας, με κάθε τρόπον πρέπει να επιτύχωμεν να υπάρξη τούτο εις την πόλιν μας. Εάν όμως τυχόν νομίζωμεν ότι απολύτως πρέπει να το παραιτήσωμεν, ας γίνη ούτω.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Διόλου μα τον ξένιον θεόν, φίλε Ξένε, δεν πρέπει να παραιτήσωμεν αυτό, διότι μας φαίνεσαι ότι ομιλείς πολύ ορθά. Αλλά τόρα πώς ημπορεί κανείς να το επιτύχη;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ακόμη ας μη εξετάσωμεν το πώς θα το επιτύχωμεν. Αλλά πρώτον ας μείνωμεν σταθερώς σύμφωνοι μεταξύ μας περί του αν πρέπει ή όχι.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως πρέπει, εάν είναι δυνατόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά τι λοιπόν; Περί του καλού και του αγαθού το ίδιον φρονούμεν; Δηλαδή ότι πρέπει να μάθουν οι φύλακες μας μόνον ότι είναι πολλά το καθέν από αυτά, ή και ότι είναι έν και πώς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Σχεδόν φαίνεται εξ ανάγκης ότι πρέπει να εννοήσουν και ότι είναι έν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά πάλιν μόνον να εννοούν, το δε συμπέρασμα διά του ορισμού να μη ημπορούν να το εκτελέσουν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς είναι δυνατόν. Διότι αυτό που λέγεις είναι κατάστασις ζωώδης.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν; Άραγε δι' όλα τα σπουδαία το ίδιον έχομεν να ειπούμεν, ότι δηλαδή όσοι πρόκειται να γίνουν αληθείς φύλακες των νόμων πρέπει να γνωρίζουν την αλήθειαν αυτών, και με ορισμούς να είναι ικανοί να τα εξηγούν και με τα έργα να τα εφαρμόζουν, κρίνοντες και όσα γίνονται καλώς κατά φύσιν και όσα όχι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μήπως λοιπόν τάχα δεν είναι έν από τα ωραιότερα πράγματα το ζήτημα των θεών, το όποιον μάλιστα με προσοχήν εξετάσαμεν, δηλαδή ότι υπάρχουν και πόσην δύναμιν φαίνεται ότι έχουν, και πόσον είναι δυνατόν να εννοηθούν αυτά από τους ανθρώπους, και ότι εις μεν τους περισσοτέρους πολίτας επιτρέπεται να συμμορφώνωνται με την γνώμην μόνον των νόμων, από όσους όμως πρόκειται να λάβουν μέρος εις την φύλαξιν αυτών ότι δεν πρέπει να επιτραπή τούτο εις εκείνον όστις δεν ήθελεν εργασθή επιμόνως διά να αποκτήση πλήρη πεποίθησιν περί της υπάρξεως των θεών; Η δε απαγόρευσις να συνίσταται εις το να μη εκλέγεται μεταξύ των νομοφυλάκων όστις δεν είναι θείος και δεν κατέγινε πολύ εις αυτά, ούτε πάλιν ανήκει εις τους διακρινομένους διά την αρετήν των.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τουλάχιστον είναι δίκαιον καθώς λέγεις, όστις είναι αργός εις τα τοιαύτα, ή ανίκανος να δίδη απάντησιν, να απέχη πολύ από τα καλά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Άραγε λοιπόν γνωρίζομεν ότι δύο πράγματα οδηγούν εις την πίστιν περί υπάρξεως θεών, τα οποία εξετάσαμεν προηγουμένως.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποία;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Το έν μεν είναι αυτό που ελέγαμεν περί της ψυχής, ότι δηλαδή είναι το αρχαιότερον και θεϊκώτερον από όλα τα πράγματα, εις τα οποία η κίνησις λαβούσα σύμμαχον την γένεσιν επρομήθευσε αιωνίαν ύπαρξιν. Το δε άλλο είναι με ποίαν τάξιν γίνεται η κίνησις και των άστρων και όσα άλλα διοικεί ο νους ο τακτοποιήσας το σύμπαν. Διότι όστις αντιληφθή αυτά όχι μηδαμινώς ουδέ επιπολαίως, δεν είναι δυνατόν να είναι τόσον άθεος γεννημένος μεταξύ των ανθρώπων, ώστε να μη πάθη το αντίθετον από ό,τι περιμένουν οι περισσότεροι. Διότι, αυτοί μεν φρονούν ότι όσοι εξετάζουν αυτά με την αστρονομίαν και τας άλλας σχετικάς με αυτήν τέχνας γίνονται άθεοι, διότι εννοούν δήθεν τελείως ότι αυτά τα πράγματα συμβαίνουν συμφώνως με απαραβάτους νόμους και όχι με προαίρεσιν αγαθής θελήσεως.

ΚΛΕΙΝΑΣ.
   Αλλά πώς λοιπόν έχει το πράγμα;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Καθώς είπα, όλως διόλου αντιθέτως και τόρα και όταν αυτά οι ειδικοί τα ενόμιζαν ως άψυχα. Και είναι μεν αληθές ότι και τότε επεριβάλλοντο αυτά με θαυμασμόν, και υπετίθετο κάπως η σήμερον ασφαλώς παραδεχτή γνώμη από τους λεπτολογούντας περί αυτών, ότι δηλαδή δεν είναι δυνατόν, αν είναι άψυχα και δεν έχουν νουν, να εφαρμόζουν με τόσην ακρίβειαν θαυμασίους υπολογισμούς. Και μερικοί βεβαίως από τότε ετολμούσαν να ριψοκινδυνεύσουν μέχρι του σημείου να λέγουν ότι ο νους ετακτοποίησε όλα τα ουράνια πράγματα. Αλλά οι ίδιοι πάλιν πλανημένοι ως προς την φύσιν της ψυχής και μη γνωρίζοντες ότι είναι αρχαιοτέρα των σωμάτων (της ύλης), αλλά θεωρήσαντες αυτήν ως μεταγενεστέραν, όλα σχεδόν τα ανέτρεψαν πάλιν, και πολύ περισσότερον τον εαυτόν των.

Δηλαδή όσα είναι εμπρός εις τα βλέμματά των και κινούνται εις τον ουρανόν εφάνησαν εις αυτούς ότι είναι φορτωμένα με λίθους και χώμα και με πολλά άλλα άψυχα σώματα, τα οποία διαμοιράζουν τας αιτίας όλου του κόσμου. Αυτοί οι λόγοι επροκάλεσαν τότε την διάδοσιν περί της αθεΐας, και κατέστησαν επικίνδυνον την έρευναν αυτών, και μάλιστα και ύβρεις εσκέφθησαν οι ποιηταί, παρομοιάζοντες τους φιλοσόφους με ανοήτους σκύλλους εξακολουθουντας να γαυγύζουν και τόσαι άλλας ανοησίας. Τόρα όμως, καθώς είπα, συμβαίνει όλως το αντίθετον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Δεν είναι δυνατόν να γίνη κανείς ασφαλώς θεοσεβής από τους θνητούς ανθρώπους, εάν δεν χωνεύση αυτά τα δύο πράγματα, δηλαδή πρώτον ότι η ψυχή είναι το αρχαιότερον όλων όσα έλαβαν γέννησιν και αθάνατον και κυριαρχεί όλων των σωμάτων, δεύτερον δε εκείνο που είπαμεν πολλάκις, δηλ. να εννοήση και τον νουν των όντων που είπαμεν ότι υπάρχει εις τα άστρα και τα προπαρασκευαστικά δι' αυτά μαθήματα, και αφού εμβαθύνη εις την σχέσιν αυτών με την μουσικήν να τα χρησιμοποιήση αρμονικώς εις τας ηθικάς πράξεις και τους νόμους και δι' όσα υπάρχει ορισμός να καταστή ικανός να δίδη εξήγησιν, όστις δε δεν είναι ικανός να αποκτήση και αυτά εκτός των κοινωνικών αρετών σχεδόν δεν είναι δυνατόν ποτέ να γίνη τέλειος άρχων όλης της πόλεως, αλλά μάλλον υπηρέτης άλλων αρχόντων. Τόρα πλέον λοιπόν, φίλε Κλεινία και Μέγιλλε, πρέπει έξω από όλους τους νόμους που εξετάσαμεν να προσέχωμεν αν πρέπει να προσθέσωμεν και τούτον διά να είναι φύλαξ νόμιμος χάριν της ασφαλείας, δηλαδή τον νυκτερινόν σύλλογον (συγκέντρωσιν) των αρχόντων, αφού αποκτήση, όλην την εκπαίδευσιν, την οποίαν ανεφέραμεν. Ή πώς αλλέως να κάμωμεν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αλλά, αξιαγάπητε φίλε, πώς δεν θα τον προσθέσωμεν, εάν ημπορέσωμεν έστω και ολίγον;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και βεβαίως δι' αυτό ας φιλοτιμηθώμεν όλοι. Διότι και εγώ θα γίνω συνεργάτης σας πρόθυμος, εκτός δε εμού θα εύρω και άλλους, επειδή απέκτησα ως προς αυτά πείραν και μεγάλην μελέτην.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αλλά, Ξένε μου, προ παντός ας βαδίσωμεν εις τον δρόμον που μας οδηγεί και ο θεός. Αλλά ποίος είναι ο καλλίτερος τρόπος, αυτό τόρα ας συζητήσωμεν και ας εξετάσωμεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα πλέον δι' αυτά, φίλε Μέγιλλε και Κλεινία, δεν είναι δυνατόν να νομοθετήσωμεν νόμους, πριν να τακτοποιηθούν. Τότε δε μόνον να νομοθετήσωμεν ποίοι πρέπει να γίνουν κυρίαρχοι αυτών. Αλλά τότε πάλιν η επεξεργασία αυτών ημπορεί να γίνη με διδαχήν πολλών μαθημάτων, εάν πρόκειται, να γίνη ορθώς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς; Τι πρέπει να λέγομεν πάλιν ότι σημαίνει, αυτό που είπες;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πρώτον λοιπόν πρέπει βεβαίως να συνταχθή κατάλογος των όσοι είναι κατάλληλοι διά την φύσιν της φρουρήσεως και κατά την ηλικίαν και κατά τα μαθήματα και κατά τους ηθικούς τρόπους και τα έθιμα. Κατόπιν δε από αυτό το τι πρέπει να μάθουν ούτε εύκολον είναι να ευρεθή ούτε να γίνη κανείς μαθητής του ευρέτου. Πλην δε τούτων, τας εποχάς, κατά τας οποίας πρέπει να παραδίδεται το καθέν, θα ήτο μάταιον να αναφέρωμεν εις το έργον μας. Διότι ούτε εις τους ιδίους τους μανθάνοντας είναι σαφές ποίον πράγμα μανθάνεται εις κατάλληλον καιρόν, πριν να γεννηθή εις την ψυχήν εκάστου γνώσις του μαθήματος. Δια τούτο λοιπόν όλα όσα ελέχθησαν, δι' αυτά ίσως μεν δεν είναι ορθόν να ονομασθούν απόρρητα (απόκρυφα), πρέπει, όμως να ονομασθούν απροφήτευτα (απρόβλεπτα), διότι προβλεπόμενα δεν εκφράζουν τίποτε από όσα λέγομεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τότε λοιπόν τι πρέπει να κάμωμεν, καλέ Ξένε αφού αυτά είναι ούτω πως;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Καλοί μου φίλοι, κατά την παροιμίαν ας μείνουν επί του τάπητος κοινά δι' όλους, και εάν θελήσωμεν να ριψοκινδυνεύσωμεν το όλον πολίτευμα και να ρίψωμεν, καθώς λέγουν, ή τρία έξ ή τρεις ομοίους κύβους, αυτό πρέπει να κάμωμεν, εγώ δε μαζί σας θα ριψοκινδυνεύσω εξ ίσου με την έκθεσιν και εξήγησιν των γνωμών μου περί παιδείας και ανατροφής, την οποίαν τόρα πάλιν εθίξαμεν εις την συζήτησιν. Αλλ' αυτό το ριψοκινδύνευμα δεν είναι ελαφρόν ούτε ομοιάζει με κανέν άλλο. Συ δε, φίλε Κλεινία, σε συμβουλεύω να φροντίσης διά το εξής. Δηλαδή συ διά την πόλιν των Μαγνητών ή οστισδήποτε είναι εκείνος, εις του οποίου το όνομα θα καθιερώση αυτήν ο θεός, θα λάβης μεγάλην δόξαν, διότι την ετακτοποίησες καλώς, ή τουλάχιστον δεν θα ξεφύγης ποτέ από το να νομίζεσαι ο ανδροπρεπέστερος από όλους τους μεταγενεστέρους. Και βεβαίως, φίλοι μου, εάν σχηματισθή από ημάς αυτός ο θείος σύλλογος, εις αυτόν πρέπει να παραδώσωμεν την πόλιν, και δεν θα δοθή καμμία σχεδόν αμφισβήτησις εις κανένα από τους σημερινούς νομοθέτας έξω από αυτά, αλλά θα είναι σχεδόν αληθώς τετελεσμένη πραγματικότης αυτό, το οποίον ολίγον προηγουμένως εθεωρήσαμεν ως όνειρον, συγχωνεύσαντες την ένωσιν της κεφαλής και του νου εικονικώς, εάν όμως βεβαίως και οι άνδρες μας εκλεχθούν με ακρίβειαν και εκπαιδεύσουν καταλλήλως, και, αφού εκπαιδευθούν, κατοικήσουν εις την ακρόπολιν της χώρας και καταρτισθούν ως νομοφύλακες, τοιούτοι οποίους ημείς δεν είδαμεν εις την προηγουμένην μας ζωήν καταλλήλους διά την ασφαλιστικήν των ικανότητα.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Φίλε Κλεινία, συμφώνως με όλα όσα είπαμεν ή τον συνοικισμόν της πόλεως πρέπει να εγκαταλείψωμεν ή αυτόν τον Ξένον να μη τον αφήσωμεν, αλλά με τας παρακλήσεις και με όλα τα μέσα να τον λάβωμεν ως μέτοχον εις τον συνοικισμόν της πόλεως.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς, Μέγιλλε, και όχι μόνον εγώ θα κάμω αυτά, αλλά και συ βοήθησέ με.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Θα σε βοηθήσω.

ΤΕΛΟΣ ΝΟΜΩΝ

ΕΠΙΝΟΜΙΣ

ΠΛΑΤΩΝΟΣ

ΕΠΙΝΟΜΙΣ

[Ή ΝΥΚΤΕΡΙΝΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ, Ή ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ (4)]

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΞΕΝΟΣ ΚΛΕΙΝΙΑΣ ΚΡΗΣ ΜΕΓΙΛΛΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΣ

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Καθώς εμείναμεν σύμφωνοι, καλέ Ξένε, ήλθαμεν εις την ώραν μας και οι τρεις μας, εγώ και συ και απ' εδώ ο Μέγιλλος, διά να μελετήσωμεν ως προς την φρόνησιν, ποίον είναι εκείνο το οποίον όταν διανοηθή ο άνθρωπος λαμβάνει την ανωτέραν τελειότητα ως προς την φρόνησιν, όσον του είναι δυνατόν. Δηλαδή όλα μεν τα άλλα, καθώς φρονούμεν, όσα απέβλεπαν εις την νομοθεσίαν, τα εξετάσαμεν. Εκείνο όμως το οποίον είναι το σπουδαιότερον διά να το εύρωμεν και να το εκθέσωμεν, δηλαδή τι πρέπει να μάθη ο θνητός άνθρωπος, διά να γίνη σοφός, αυτό ούτε το είπαμεν ούτε το ευρήκαμεν. Τώρα όμως ας προσπαθήσωμεν να μη το παραλείψωμεν. Διότι σχεδόν θα αφήσωμεν ημιτελές το ζήτημα το οποίον εθέσαμεν εξ αρχής όλοι μας, έχοντες πεποίθησιν ότι θα το σαφηνίσωμεν εντελώς απ' αρχής μέχρι τέλους.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Φίλε Κλεινία, πολύ ορθά ομιλείς, αλλά νομίζω ότι θα ακούσης παράδοξον λόγον, και πάλιν όχι παράδοξον κάπως. Δηλαδή πολλοί οι οποίοι εδοκίμασαν πολλά εις την ζωήν των επαναλαμβάνουν τον ίδιον λόγον, ότι δεν θα κατορθώση ποτέ να γίνη αξιομακάριστον και ευτυχισμένον το ανθρώπινον γένος. Παρακολούθησε λοιπόν και γνώρισε εξ ιδίας σου αντιλήψεως αν σου φαίνομαι ότι και εγώ καλώς ομιλώ περί αυτού συμφώνως με αυτούς. Φρονώ ότι δεν είναι δυνατόν οι άνθρωποι να γίνουν αξιομακάριστοι και ευτυχείς, εκτός ολίγων βεβαίως, εν όσω ζώμεν. Θέτω αυτόν τον περιορισμόν. Υπάρχει όμως καλή ελπίς, όταν κανείς αποθάνη, να απολαύση όλα εκείνα, δι' όσα ενόσω έζη είχε προθυμίαν να ζη όσον το δυνατόν καλλίτερα, και όταν αποθάνη να απολαύση παρόμοιον τέλος. Δεν λέγω δε καμμίαν σπουδαίαν φιλοσοφίαν, αλλά πράγμα το οποίον γνωρίζομεν κάπως όλοι οι Έλληνες και οι βάρβαροι, ότι δηλαδή είναι ανυπόφορον διά παν ζώον το να γεννηθή κατ' αρχήν. Και πρώτον μεν το ν' αποκτήση την κατάστασιν του εμβρύου, έπειτα πάλιν να γεννηθή, και ακόμη να ανατραφή και να εκπαιδευθή, ότι όλα αυτά γίνονται με απείρους κόπους, καθώς νομίζομεν όλοι, και ολίγος καιρός μένει προς συλλογισμόν όχι μόνον εις τους πονηρούς, αλλά και όποιον θεωρήση κανείς ως μέτριον. Αυτός δε μόλις φαίνεται ότι παίρνει, κάπως την αναπνοήν του εις το μέσον του ανθρωπίνου βίου. Ταχέως όμως τον προφθάνει το γήρας, οποιοσδήποτε και αν είναι, και τον κάμνει να μη θέλη να ξεναγεννηθή, αφού λογαριάση την ζωήν που έζησε, εάν τύχη να είναι φορτωμένος με παιδικάς προλήψεις. Δι' αυτά λοιπόν ποίαν άραγε απόδειξιν έχω; Το ότι είναι τοιαύτης φύσεως το ζήτημα το οποίον τόρα εξετάζομεν εις την συζήτησίν μας. Βεβαίως δε εξετάζομεν με ποίον τρόπον ημπορούμεν να γίνωμεν σοφοί, φρονούντες ότι υπάρχει εις έκαστον κάποια τοιαύτη επιδεκτικότης. Αυτή δε φεύγει δρομαίως, όταν κανείς στραφή προς καμμίαν γνώσιν από τας λεγομένας τέχνας ή γνώσεις ή άλλας παρομοίας επιστήμας, καθώς τας θεωρούμεν, διότι καμμία από αυτάς δεν είναι ανταξία να χαρακτηρισθή ως σοφία ως προς αυτά, η ψυχή όμως έχει μεγάλην πεποίθησιν και μαντεύει, ότι έχει εντός της αυτήν από κάτι φυσικόν. Ποία όμως είναι και πότε και πώς, δεν είναι ικανή τόσον καλά να το εύρη. Άραγε δεν ομοιάζει πολύ με αυτό η απορία και η συζήτησίς μας περί της σοφίας, η οποία επέρχεται ανωτέρα από ό,τι προβλέπομεν εις έκαστον εις εκείνους όσοι γίνονται ικανοί εντός των να εξετάσουν τον εαυτόν των και τους άλλους, αμοιβαίως με όλα τα είδη της συζητήσεως και υπό πάσαν έποψιν; Θα δεχθώμεν ότι είναι ούτω πως αυτά, ή όχι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Θα δεχθώμεν, φίλε Ξένε, με την ελπίδα ίσως, την οποίαν προ πολλού ελάβαμεν από σε, δηλαδή ότι είναι δυνατόν κατόπιν να εννοήσωμεν το αληθέστατον περί αυτών.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πρέπει λοιπόν να εξετάσωμεν τας άλλας, όσαι λέγονται μεν επιστήμαι, αλλά δεν κάμνουν σοφόν τον αποκτώντα και κατέχοντα αυτάς, ώστε, αφού αφήσωμεν αυτάς έξω, να προσπαθήσωμεν να προμηθευθώμεν και να μάθωμεν εκείνας τας οποίας χρειαζόμεθα.

Πρώτον λοιπόν, δι' εκείνας αι οποίαι χρειάζονται εις το θνητόν γένος, ας εξετάσωμεν πώς είναι αναγκαιόταται σχεδόν και αληθώς πρώται, όστις όμως γίνη επιστήμων αυτών, και αν κατ' αρχάς νομισθή ότι είναι κάπως σοφός, τότε πλέον όμως δεν νομίζεται σοφός και εκτός τούτου αποκτά όνειδος από αυτήν την επιστήμην. Θα ειπούμεν δε ποίαι είναι αυταί και ότι σχεδόν πας όστις αγωνίζεται να νομισθή ότι έγινε όσον το δυνατόν άριστος ανήρ, αποφεύγει αυτάς, διότι απέκτησε την φρόνησιν εις τας πράξεις του. Ας δεχθώμεν δε ως τοιαύτας και εκείνην η οποία μας απέσπασε γενικώς από την ζωώδη αλληλοφαγίαν, καθώς λέγει η παράδοσις, και την αποκαταστήσασαν ημάς εις την νόμιμον τροφήν, θα είναι δε οι παλαιότεροι εύσπλαγχνοι εις ημάς καθώς και είναι. Ποίοι όμως είναι αυτοί ας το αφήσωμεν κατά μέρος.

Και λοιπόν η κατασκευή των ζυμαρικών και των αλεύρων είναι μεν τροφή καλή και αγαθή, δεν θα έχη όμως την δύναμιν να κάμη ποτέ ένα άνθρωπον σοφόν. Διότι ακριβώς και αυτό το όνομα της κατασκευής θα επέφερε δυσκολίαν εις αυτά τα κατασκευαζόμενα πράγματα. Σχεδόν δε και ολόκληρος η γεωργία της χώρας (δεν είναι σοφία). Διότι όχι από τέχνην, αλλά εκ φύσεως συμφώνως με την θέλησιν του θεού φαίνεται ότι όλοι μας μεταχειριζόμεθα την γην. Αλλά πάλιν ούτε η ίδρυσις των κατοικιών και όλη η οικοδομική και η κατασκευή όλων των σκευών, και η σιδηρουργία και η κατασκευή όλων των αρχιτεκτονικών και πλαστικών και πλεκτικών και των άλλων εν γένει οργάνων, η οποία εις τον δήμον παρέχει υπηρεσίας, δεν ημπορεί να θεωρηθή ως αρετή. Αλλά και όλη η κυνηγετική ακόμη, η οποία κατήντησε πολυειδής (5) και τεχνική, δεν έχει την μεγαλοπρέπειαν της σοφίας, επίσης δε ούτε η μαντική και η εξηγητική απολύτως. Διότι μόνον τας φράσεις ερμηνεύει, αν όμως είναι αληθείς, αυτό δεν το γνωρίζει.

Αφού λοιπόν βλέπομεν ότι η απόκτησις των αναγκαίων γίνεται μεν τεχνικώς, αλλά καμμία από τας τέχνας δεν κάμνει κανένα σοφόν, τότε πλέον μένουν κάποια παιγνίδια, τα οποία εις το περισσότερον είναι μιμήσεις, αλλά δεν είναι διόλου σπουδαία. Δηλαδή μιμούνται και με όργανα διάφορα και με διαφόρους σχηματισμούς των σωμάτων των όχι τόσον κομψούς και τους λόγους και την μουσικήν και όσα παράγει η ζωγραφική, και παράγονται πολλά και πολυποίκιλα κοσμήματα με πολλά ελαστικά ή στερεά είδη. Δι' αυτά, όμως κανένα, δεν κάμνει εις τίποτε σοφόν η μιμητική, και αν εφαρμόζη την μεγαλιτέραν του επιτηδειότητα. Αφού δε συνεπληρώθησαν όλαι αι εργασίαι, τότε πλέον έρχεται η βοήθεια η πολυποίκιλος εις άπειρα πράγματα, και η μεν σπουδαιοτέρα και γενικωτέρα τέχνη του πολέμου, η οποία ωνομάσθη στρατηγική και είναι απαραίτητος ανάγκη, απαιτεί περισσοτέραν τύχην, και μάλλον παράγεται με ανδρείαν φυσικήν παρά με σοφίαν. Εκείνη δε πάλιν, την οποίαν ονομάζουν ιατρικήν, είναι σχεδόν επίσης βοήθεια δι' όσας ζημίας προξενούν εις την φύσιν των ζώων αι διάφοροι εποχαί του έτους με το ψύχος και τον καύσωνα τον υπερβολικόν και όλα τα παρόμοια, αλλά κανέν από αυτά δεν είναι αποτελεσματικόν διά την αληθεστάτην σοφίαν. Διότι είναι χωρίς ωρισμένον μέτρον και μόνον με τας υποθέσεις συμπεραίνονται. Επίσης δε βοηθούς θα ονομάσωμεν και τους πλοιάρχους και τους ναύτας συγχρόνως, αλλά και από αυτούς ας μη θελήση κανείς να μας παρουσιάση κανένα εξ όλων ως σοφόν. Διότι δεν είναι δυνατόν να γνωρίζη την οργήν και την φιλίαν των ανέμων, το οποίον είναι περιζήτητον δι' όλην την πλοιαρχικήν τέχνην. Αλλά πάλιν και όσοι είναι βοηθοί εις τας δίκας και λέγουν ότι στηρίζονται εις την δύναμιν του λόγου με το μνημονικόν των και με την άσκησιν, προέχοντες πολύ εις τους συλλογισμούς και τα έθιμα, ως προς την αλήθειαν, και ούτοι επί των πραγματικών δικαίων πλανώνται πολύ. Μένει λοιπόν διά την απόκτησιν της φήμης του σοφού μία παράδοξος δύναμις, την οποίαν ίσως οι περισσότεροι ονομάζουν μάλλον φύσιν παρά σοφίαν, όταν αντιληφθή κανείς άλλον ότι εννοεί ευκόλως ό,τι μανθάνει, ενθυμείται δε παρά πολλά και με ακρίβειαν, και όταν αναπολή το κατάλληλον πράγμα εις εκάστην στιγμήν, το οποίον κάμνει εντύπωσιν, και τούτο το κάμνει ταχέως. Δηλαδή όλα αυτά άλλοι μεν τα θεωρούν φύσιν, άλλοι δε σοφίαν, άλλοι δε αγχίνοιαν. Σοφόν όμως πραγματικώς με κανέν από αυτά δεν θα δεχθή ποτε κανείς λογικός άνθρωπος να θεωρήση κανένα.

Και όμως πρέπει να παρουσιασθή εις το μέσον κάποια επιστήμη, την οποίαν όταν κατέχη, θα γίνη πράγματι σοφός ο σοφός και δεν θα νομίζεται απλώς.

Ας ιδούμεν λοιπόν. Διότι αρχίζομεν ζήτημα εντελώς δύσκολον, δηλαδή να εύρωμεν άλλην ιδιότητα από όσας ανεφέραμεν, η οποία ημπορεί να ονομασθή πράγματι και ευλόγως σοφία, όστις δε την αποκτήση να μην είναι ούτε βάναυσος ούτε ηλίθιος εξ αιτίας της, αλλά σοφός και αγαθός πολίτης και άρχων και αρχόμενος εντός της πόλεως δικαίως και αρμονικώς. Ας προσέξωμεν λοιπόν να εννοήσωμεν ποία άραγε επιστήμη μόνη αποχωρισθείσα από την ανθρωπίνην φύσιν ή μη εισελθούσα εις αυτήν από όλας, όσαι τόρα υπάρχουν εις αυτήν, θα καθίστα τον άνθρωπον το ανοητότερον και μωρότερον ζώον. Και λοιπόν τούτο δεν είναι δύσκολον να το εννοήσωμεν. Δηλαδή περισσότερον από πάσαν άλλην εκείνη μόνον που έδωκε τον αριθμόν εις όλον το θνητόν γένος ημπορεί να κατορθώση τούτο.

Νομίζω δε ότι ο ίδιος ο θεός μας έδωκε αυτό διά να μας σώση παρά κάποια τύχη. Ποίος δε είναι ο θεός που νομίζω, πρέπει να το εξηγήσω, αν και είναι παράδοξος και πάλιν κάπως όχι παράδοξος. Διότι ο αίτιος όλων των αγαθών μας πώς δεν πρέπει να νομίζωμεν ότι υπήρξε αίτιος και του πολύ ανωτέρου αγαθού, δηλαδή της φρονήσεως; Και τόρα άραγε ποίον θεόν μεγαλύνω με τους λόγους μου, φίλε Μέγιλλε και Κλεινία; Σχεδόν τον ουρανόν, τον οποίον είναι και δικαιότατον να τιμώμεν και να προσευχώμεθα εις αυτόν κατ' εξοχήν, καθώς κάμνουν όλοι γενικώς οι άλλοι δαίμονες και θεοί. Ότι δε αυτός έγινε αίτιος εις ημάς και των άλλων αγαθών, σχεδόν όλοι ημπορούν να το ομολογήσουν. Συγχρόνως δε ημείς διισχυριζόμεθα ότι μας έδωκε πραγματικώς και τους αριθμούς και θα μας δώση και άλλα μαθηματικά ζητήματα (6), εάν κανείς θελήση να παρακολουθή. Δηλαδή, εάν κανείς προχωρήση εις την ορθήν εξέτασιν αυτού, είτε κόσμον επιθυμεί κανείς να τον ονομάζη είτε Όλυμπον είτε ουρανόν, ας τον ονομάζη ούτω πως, αλλά ας παρακολουθή όμως πώς ποικίλλει τον εαυτόν του και στρέφει όλα τα άστρα του και προξενεί εις όλα όλας τας μετακινήσεις και τας ώρας και την τροφήν. Ακόμη δε προξενεί και την άλλην φρόνησιν, καθώς φρονούμεν, με όλους τους αριθμούς και τα άλλα αγαθά. Τούτο δε είναι το μεγαλίτερον, δηλαδή να αποκτήση κανείς το δώρον των αριθμών του και να ερευνήση όλην την περιφοράν του. Αλλά επιστρέφοντες κάπως ολίγον εις όσα είπαμεν ας ενθυμηθούμεν ότι πολύ ορθά εσκέφθημεν, ότι, εάν εξαιρέσωμεν τους αριθμούς από την ανθρωπίνην φύσιν, δεν είναι δυνατόν ποτε να γίνωμεν λογικοί. Διότι δεν ημπορεί πλέον να αποκτήση τελειοποίησιν η ψυχή τούτου του ζώου, από το οποίον λείπουν οι αριθμοί. Δηλαδή παν ζώον, το οποίον δεν γνωρίζει να διακρίνη τα δύο και τα τρία ούτε τα μονά και τα ζυγά, και εν γένει δεν γνωρίζει αριθμούς, ποτέ δεν ημπορεί να δώση λόγον δι' όσα πράγματα απέκτησε μόνον αντιλήψεις διά των αισθητηρίων και παραστάσεις. Το υπόλοιπον όμως της αρετής, δηλαδή την ανδρείαν και την σωφροσύνην, τίποτε δεν εμποδίζει να την αποκτήση. Όστις όμως στερείται του αληθούς λόγου ποτέ δεν ημπορεί να γίνη σοφός, και εις όποιον δεν υπάρχει σοφία, η οποία είναι το μεγαλίτερον μέρος της όλης αρετής, αυτός δεν ημπορεί να γίνη τελείως αγαθός και επομένως ευτυχής. Τόσον είναι ανάγκη να θέσωμεν ως βάσιν τους αριθμούς.

Διά ποίον δε λόγον τούτο είναι αναγκαίον, θα εχρειάζετο πολύ περισσοτέραν συζήτησιν από όσα είπαμεν. Αλλά και αυτά που θα ειπούμεν τόρα θα είναι ορθά ότι δηλαδή και όσα ελέχθησαν διά τας άλλας τέχνας προ ολίγου, και από αυτά δεν θα μείνη κανέν, αλλά γενικώς όλα θα καταστραφούν, εάν κανείς απομακρύνη την αριθμητικήν. Ίσως δε μερικοί νομίσουν ότι εις πολύ ολίγα πράγματα χρειάζεται αριθμούς το ανθρώπινον γένος, αποβλέποντες εις τας τέχνας. Μολονότι και αυτό είναι σπουδαίον. Αλλά εάν κανείς εννοήση το θείον μέρος και το θνητόν της γενέσεως (πλάσεως), εντός της οποίας θα εννοήση και την ευσέβειαν και την αλήθειαν των αριθμών, τότε πλέον όλοι αι μάντεις του κόσμου δεν ημπορούν να φαντασθούν πόσην δύναμιν μας επροξένησαν οι αριθμοί, αφού μας επροξένησαν και όσα συγκαταλέγονται εις την μουσικήν, σχετικά με τας κινήσεις και τους τόνους. Και το σπουδαιότερον ότι είναι αίτιοι όλων των αγαθών. Και ότι δεν είναι αίτιοι κανενός κακού, αυτό πρέπει να το εννοήσωμεν καλώς — και τούτο ευκόλως ημπορεί να γίνη — αλλά η σχεδόν άλογος και άτακτος και άσχημος και άρρυθμος και απροσάρμοστος περιφορά και όλα όσα μετέχουν κανενός κακού είναι στερημένα παντός αριθμού και αυτό πρέπει να το σκεφθή ούτω πως όστις θέλει να αποθάνη ευτυχής. Και όστις δεν γνωρίζει αυτούς, βεβαίως δεν θα συλλάβη αληθή ένοιαν διά το δίκαιον και αγαθόν και καλόν και όλα τα παρόμοια, αναμετρών αυτά εις τον εαυτόν του, ούτε θα πείση άλλον απολύτως περί αυτών.

Και λοιπόν ας προχωρήσωμεν εις την ουσίαν του ζητήματος, δηλαδή πώς εμάθαμεν αρίθμησιν. Εμπρός. Δηλαδή δεν εδόθη άραγε από κάποιον μέρος αφορμή, διά να εννοήσωμεν το έν και το δύο, αφού έχομεν αυτήν την φυσικήν ικανότητα από ολόκληρον το σύμπαν να αντιληφθώμεν αυτό; Και όμως πολλά άλλα ζώα ούτε εις αυτό δεν τα εβοήθησε η φύσις των, δηλαδή να ημπορέσουν να μάθουν από τον πατέρα των αρίθμησιν, εις ημάς όμως αυτά ακριβώς ενεφύτευσε ο θεός, ώστε να είμεθα ικανοί, όταν μας τους δεικνύουν, να τους διακρίνωμεν, έπειτα μας τους έδειξε και τους δεικνύει τακτικά, και από όλα τα πράγματα τι ωραιότερον ημπορεί κανείς να ιδή με τους οφθαλμούς του παρά την γενεάν των ημερών; Έπειτα ημπορεί να έλθη εις το μέρος της νυκτός, ενώ έχει την όρασίν του, οπότε θα του φανή όλως το αντίθετον. Και λοιπόν ανταλλάσσει αυτάς τας αντιλήψεις πολλάς νύκτας και πολλάς ημέρας, με τας οποίας ο ουρανός ποτέ δεν παύει να διδάσκη εις τους ανθρώπους το έν και τα δύο, έως ότου πλέον και ο δυσμαθέστατος να μάθη αρκετά την αρίθμησιν. Διότι έκαστος από ημάς ημπορεί κατ' αυτόν τον τρόπον να εννοήση και τα τρία και τα τέσσαρα και τα πολλά, όταν βλέπη αυτά. Διά τούτο μεταξύ άλλων εδημιούργησε ο θεός και την σελήνην, η οποία άλλοτε μεν φαίνεται μεγαλιτέρα και άλλοτε μικροτέρα και παρουσιάζει πάντοτε διάφορον ημέραν, έως τας δέκα πέντε ημέρας και νύκτας.

Αυτή δε διαγράφει κύκλον, εάν θελήση κανείς να θεωρήση ως έν ολόκληρον την κυκλικήν τροχιάν της, ώστε, διά να εκφρασθώμεν ούτω πως, να ημπορή να τα μάθη και το βλακωδέστερον ζώον από όσα ο θεός έδωκε ικανότητα εκ φύσεως να μανθάνουν.

Και έως εδώ μεν και με αυτά τα μέσα παν ζώον επιδεκτικόν μαθήσεως έγινε υπερβολικά αριθμητικόν, δηλαδή ως προς το να παρατηρή χωριστά το καθέν πράγμα μόνον του. Το να υπολογίζη όμως τας σχέσεις των αριθμών μεταξύ των νομίζω ότι έχει ανωτέραν αιτίαν, και διά τούτο, καθώς είπαμεν, έκαμε την σελήνην να αυξάνη και να φθίνη και απετέλεσε το έτος με μήνας (7) και ήρχισε να συγκρίνη πάντα αριθμόν προς μεγάλην ευτυχίαν. Από αυτά δε παρήχθησαν οι καρποί και εκυοφόρησε η γη, ώστε να υπάρχη τροφή δι' όλα τα ζώα, με την ύπαρξιν ανέμων και βροχών όχι υπερβολικών ούτε υπερμέτρων. Αλλ' εάν κανέν από αυτά συμβαίνη κάπως άσχημα, δεν πρέπει να προφασιζώμεθα την θείαν φύσιν, αλλά την ανθρωπίνην, η οποία δεν τακτοποιεί με δικαιοσύνην τον βίον της.

Όσον όμως αφορά εις ημάς, ενώ εξετάζαμεν το ζήτημα των νόμων, σχεδόν μας εφάνη ότι τα μεν άλλα όσα ωφελούν τους ανθρώπους είναι και εύκολον να γνωρίσωμεν, και έκαστος είναι ικανός να εννοήση τα λεγόμενα και να τα εκτελέση, εάν εννοήση ποίον είναι εκείνο το οποίον είναι λογικόν να συμφέρη και ποίον όχι. Λοιπόν μας εφάνη και ακόμη και τόρα μας φαίνεται, ότι αι μεν άλλαι ασχολίαι δεν είναι υπερβολικά δύσκολοι, με ποίον όμως τρόπον πρέπει να γίνωνται χρηστοήθεις οι άνθρωποι είναι δυσκολώτατον. Και όσον μεν διά τα άλλα, το να τα αποκτήση κανείς χρησίμως είναι, καθώς λέγει η παροιμία, και δυνατόν και όχι δύσκολον, δηλαδή πόσην περιουσίαν πρέπει να έχη και πόσην όχι και ποίου είδους σώμα πρέπει και ποίου όχι. Επίσης και ψυχήν ότι μεν πρέπει να έχωμεν αγαθήν, συμφωνεί έκαστος με οποιονδήποτε, αλλά με ποίον τρόπον αγαθήν; Και πάλιν ότι μεν πρέπει να έχωμεν δικαίαν ψυχήν και σώφρονα και ανδρείαν, και εις αυτά συμφωνεί, ότι όμως σοφήν, έκαστος μεν λέγει ότι πρέπει, αλλά ποίου είδους σοφίαν, καθώς είπαμεν προ ολίγου, κανείς απολύτως με κανένα δεν συμφωνεί από τους περισσοτέρους.

Τόρα λοιπόν ακριβώς έξω από όλας τας προηγουμένας σοφίας ευρίσκομεν κάποιαν σοφίαν όχι μηδαμινήν ως προς αυτά ακριβώς, δηλαδή ως προς το να φαίνεται σοφός όστις έμαθε όσα εξετάσαμεν. Αν όμως είναι πραγματικώς σοφός ο επιστήμων εις αυτά και αγαθός, ως προς τούτο πρέπει να ζητήσωμεν εξηγήσεις.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ξένε, πόσον ευλόγως είπες ότι σκοπεύεις να ειπής μεγάλους λόγους περί μεγάλων ζητημάτων.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως δεν είναι μικρά, φίλε, το δε σοβαρώτερον είναι ότι είναι εντελώς και απολύτως αληθή.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Υπερβολικά βεβαίως, Ξένε μου, αλλά μην αποκάμης να ειπής ό,τι διισχυρίζεσαι.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μάλιστα και λοιπόν και σεις μην αποκάμετε να ακούετε.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό να γίνη, εγώ σου απαντώ και διά τους δύο μας.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ καλά. Λοιπόν πρέπει, καθώς φαίνεται, να ειπούμεν από την αρχήν, και κυρίως μεν, εάν ημπορούμεν να συμπεριλάβωμεν εις έν όνομα ποία είναι η σοφία την οποίαν παραδεχόμεθα, εάν δε εις τούτο ήμεθα υπερβολικά ανίκανοι, τότε το δεύτερον ζήτημα, δηλαδή ποίαι είναι αι ιδιότητες και πόσαι, τας οποίας όταν αποκτήση κανείς θα γίνη σοφός συμφώνως με τον ιδικόν μας λόγον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λέγε, αν αγαπάς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν τόρα δεν θα μισηθή ο νομοθέτης, αν ομιλή περί των θεών καλλίτερα παρά προηγουμένως και με καλλιτέραν παρομοίωσιν, ως να χρησιμοποιή ωραίαν διασκέδασιν τιμών τους θεούς και γεραίρων αυτούς με ύμνους και μακαριστούς εις όλην του την ζωήν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως πολύ καλά ομιλείς, Ξένε μου. Και είθε αυτό το τέλος να θέσης εις τους νόμους σου, δηλαδή, αφού κανείς πανηγυρίση τους θεούς και ζήση καθαρωτέραν την ζωήν του, να επιτύχη συγχρόνως τέλος κάλλιστον και ωραιότατον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πώς λοιπόν το λέγομεν αυτό, φίλε Κλεινία; Άραγε φρονείς ότι πρέπει να υμνούμεν υπερβολικά και να τιμώμεν τους θεούς, ευχόμενοι να μας φωτίζουν να λέγωμεν τα καλλίτερα και ωραιότερα λόγια δι' αυτούς; Αυτό εννοείς ή πώς αλλέως;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως καταπληκτικά ούτω πως. Αλλά, αξιοθαύμαστε φίλε, βασιζόμενος εις τους θεούς προσεύχου και λέγε την συνέχειαν του λόγου σου περί των αρμοζόντων εις τους θεούς και τας θεάς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτό θα γίνη, αν ο ίδιος ο θεός μας οδηγήση. Αλλά και συ προσεύχου και μη σε μέλει.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ημπορείς να ειπής τα κατόπιν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Καθώς φαίνεται λοιπόν, πρέπει πρώτον την θεογονίαν και την ζωογονίαν, την οποίαν οι προηγούμενοι την παρωμοίασαν κακώς, εγώ να την παρομοιάσω (ερμηνεύσω) καλλίτερον συμφώνως με τον προηγούμενον λόγον, επαναλαμβάνων τον λόγον τον οποίον απέτεινα προς τους ασεβείς και εξηγών εις αυτούς ότι υπάρχουν θεοί φροντίζοντες δι' όλα μικρά και μεγάλα και είναι σχεδόν αμετάπειστοι ως προς τα δίκαια, εάν βεβαίως ενθυμήσθε, φίλε Κλεινία. Διότι ελάβατε και υπομνήσεις δι' αυτά. Και βεβαίως όσα ελέχθησαν τότε ήσαν πολύ αληθή. Το εξής δε ήτο το σπουδαιότερον από αυτά, ότι η ψυχή ολόκληρος είναι αρχαιοτέρα του σώματος ολοκλήρου.

Άραγε δεν το ενθυμείσθε; Ή ασφαλώς ενθυμείσθε αυτό τουλάχιστον; Δηλαδή όποιον είναι καλλίτερον και παλαιότερον και θεοειδέστερον, αυτό φαίνεται ότι είναι ως προς το κατώτερον και νεώτερον και προστυχότερον, και γενικώς ότι το κυρίαρχον είναι σεβασμιώτερον από το κυριαρχούμενον, και απολύτως το φέρον από το φερόμενον. Λοιπόν ας αναγνωρίσωμεν αυτό, ότι η ψυχή είναι αρχαιοτέρα του σώματος. Αφού δε τούτο είναι ούτω πως, τότε θα είναι πιθανώτερον σχεδόν ότι από το πρώτον της δημιουργίας προηγήθη άλλο πρώτον. Και λοιπόν ας δεχθώμεν ότι η αρχή της αρχής (8) είναι ωραιοτέρα, και μας προβιβάζει ορθότατα εις τα υψηλότερα ζητήματα της σοφίας περί της γενέσεως των θεών.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ας δεχθώμεν ότι αυτά ορθώς είναι ειπωμένα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εμπρός λοιπόν. Βεβαίως ζώον θα ειπούμεν ότι λέγεται πολύ ορθώς, όταν γίνη μία συνένωσις ψυχής και σώματος και γεννήση μίαν μορφήν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτό λοιπόν δικαιότατα δεν ονομάζεται ζώον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα λοιπόν στερεά σώματα, από τα οποία ημπορεί κανείς κάλλιστα και ωραιότατα να πλάση κάτι, πρέπει λογικώς να θεωρούνται πέντε, ολόκληρος δε η άλλη τάξις έχει μίαν μορφήν (της ψυχής). Δηλαδή ασώματον δεν ημπορεί να υπάρξη κανέν άλλο, το οποίον να μην έχη ποτέ κανέν χρώμα, παρά μόνον το θειότατον γένος της ψυχής. Αυτό δε είναι εκείνο, εις το οποίον αρμόζει να πλάττη και να δημιουργή, εις δε το σώμα, καθώς είπαμεν, αρμόζει να πλάττεται και να δημιουργήται και να είναι ορατόν. Αλλά — ας επαναλάβωμεν πάλιν. Διότι δεν πρέπει μίαν φοράν να το ειπούμεν — εις αυτήν αρμόζει να είναι αόρατος και μόνον εις τον εννοοούντα καταληπτή, και να μετέχη της μνήμης και των υπολογισμών με συνδυασμόν των περιττών και των αρτίων αριθμών. (9) Λοιπόν από τα πέντε σώματα που υπάρχουν πρέπει να δεχθώμεν ότι έν είναι το πυρ και έν το ύδωρ και τρίτον ο αήρ, τέταρτον δε η γη και πέμπτον ο αιθήρ. Με την κυριαρχίαν δε εκάστου από αυτά σχηματίζονται πολλά και ποικίλα ζώα. Πρέπει να μάθωμεν το καθέν ως εξής.

Ας παραδεχθώμεν το πρώτον ως γήινον, δηλαδή όλους τους ανθρώπους και όλα τα πολύποδα και άποδα και όσα βαδίζουν και όσα είναι στάσιμα, κρατούμενα με ρίζας. Ως ενότητα δε όλων αυτών πρέπει να θεωρούμεν το εξής, ότι δηλαδή όλα αυτά αποτελούνται από όλα τα γένη, αλλά το περισσότερον μέρος αυτών αποτελείται από χώμα και στερεάν φύσιν. Άλλο δε γένος ζώου πρέπει να θεωρήσωμεν κατόπιν εκείνο, το οποίον διαρκώς σχηματίζεται και είναι δυνατόν να βλέπεται. Διότι το περισσότερον μέρος του το έχει από το πυρ, έχει όμως και μέρος από την γην και από τον αέρα, επίσης δε και από όλα τα άλλα στοιχεία έχει ολίγα μέρη. Διά τούτο λοιπόν πρέπει να δεχθώμεν ότι αυτά γίνονται ζώα πολυποίκιλα και ορατά. Και πρέπει πάλιν να πιστεύωμεν εις τα γένη των ζώων του ουρανού, και τούτο να δεχθώμεν ότι είναι το θείον γένος των άστρων, το οποίον επέτυχε σώμα μεν ωραιότατον, ψυχήν δε καλλίστην και ευτυχεστάτην. Εκ των δύο δε μοιρών την μίαν τουλάχιστον πρέπει να αποδώσωμεν εις αυτό με την γνώμην μας. Δηλαδή ή ότι είναι άφθαρτον ή και αθάνατον έκαστον από αυτά και απολύτως θείον κατά λογικήν ανάγκην, ή έχει έκαστον κάπως μακροχρόνιον βίον αρκετόν διά την ζωήν εκάστου, η οποία δεν έχει ποτέ πλέον καμμίαν περισσοτέραν ανάγκην.

Πρώτον λοιπόν ας εννοήσωμεν αυτό που λέγομεν, δηλαδή ότι δύο είναι τα τοιαύτα ζώα. Και επαναλαμβάνομεν ότι είναι και τα δύο μεν ορατά, το έν μεν από πυρ, ολόκληρον, καθώς φαίνεται, το δε άλλο από γην. Και το μεν γήινον ευρίσκεται εις αταξίαν, το δε πύρινον κινείται με απόλυτον τάξιν. Και λοιπόν εκείνο μεν που κινείται με αταξίαν πρέπει να το θεωρούμεν ανόητον, και τούτο ως επί το πλείστον κάμνουν τα πέριξ ημών ζώα, το δε άλλο που κινείται με τάξιν και εις τον ουρανόν πρέπει να το λάβωμεν ως σπουδαίαν απόδειξιν ότι είναι νοήμον. Διότι, αφού προχωρεί συμφώνως με τους ιδίους όρους και ομοίως πάντοτε ενεργεί και πάσχει, δίδει αρκετήν απόδειξιν ότι ζη φρονίμως. Η δε απαίτησις της ψυχής, η οποία έχει νουν, είναι ισχυροτέρα από όλους τους εξαναγκασμούς. Διότι κυριαρχεί και δεν κυριαρχείται εις το να νομοθετή. Η δε κανονικότης της ψυχής, όταν αποφασίση το καλλίτερον συμφώνως με τον καλλίτερον νουν, αποβαίνει το τέλειον και το πραγματικώς σύμφωνον με τον νουν, και τότε ούτε ο αδάμας δεν είναι ισχυρότερος αυτού· ούτε περισσότερον άκαμπτος, αλλά πρέπει να πιστεύσωμεν ότι αι τρεις Μοίραι το κρατούν και το φυλάττουν διά να είναι τέλειον ό,τι εσχεδιάσθη με την καλλιτέραν απόφασιν από έκαστον θεόν. Διά δε τους ανθρώπους έπρεπε να χρησιμεύση ως απόδειξις περί του ότι έχουν νουν τα άστρα και όλη εκείνη η περιφορά, το ότι εκτελούν πάντοτε τας ιδίας κινήσεις, διότι εκτελούν αποφάσεις ληφθείσας προ απείρως πολλού χρόνου, και δεν μετατοπίζονται άνω κάτω, ώστε άλλοτε άλλας κινήσεις εκτελούντα να πλανώνται και να αντιστρέφωνται. Τούτο εξηγήθη από τους περισσοτέρους όλως αντιθέτως, ότι δηλαδή, επειδή εκτελούν τας ιδίας κινήσεις και ομοίως, δεν έχουν ψυχήν. Και ηκολούθησεν αυτούς τους ανοήτους ο λαός, ώστε να νομίση ότι το μεν ανθρώπινον ζώον είναι νοήμον και ζωντανόν, ως κινούμενον, το δε θείον είναι ανόητον ως μένον εις τας ιδίας περιφοράς. Ήτο όμως δυνατόν εις τον άνθρωπον, εάν παραδεχθή τα καλλίτερα και ωφελιμώτερα και αγαπητότερα, να εννοήση ότι διά τούτο πρέπει να νομίζη νοήμον εκείνο το οποίον ενεργεί υπό τους ιδίους όρους και ομοίως και διά τους ιδίους λόγους. Αυτό δε ότι είναι η φύσις των άστρων, η οποία εις την όρασιν μεν είναι ωραιοτάτη, διότι αυτά χορεύουν και διαγράφουν τον ωραιότατον και μεγαλοπρεπέστατον χορόν από όλους και εκτελούν τα χρήσιμα δι' όλα τα ζώα.

Και πρώτον προς εξήγησιν του λόγου, διά τον οποίον θεωρούμεν αυτά έμψυχα, ας σκεφθώμεν το μέγεθος αυτών, δηλαδή δεν είναι τόσον μικρά, όσον μας φαίνονται πραγματικώς, αλλά έκαστον από αυτά είναι ανυπολόγιστον κατά τον όγκον. Πρέπει δε να το πιστεύσωμεν. Διότι αυτό γίνεται αντιληπτόν με πολλάς αποδείξεις. Δηλαδή ολόκληρον τον ήλιον είναι δυνατόν να εννοήσωμεν ορθώς ως μεγαλίτερον από ολόκληρον την γην και βεβαίως και όλοι οι μετακινούμενοι αστέρες (πλανήται) έχουν κάπως θαυμαστόν μέγεθος. Ας σκεφθώμεν όμως ποίος τρόπος υπάρχει, ώστε να περιφέρη τόσον μεγάλον όγκον — κάποια δηλαδή φύσις εις τον ίδιον χρόνον εις όσον και σήμερον ακόμη περιφέρονται. Λοιπόν εγώ φρονώ ότι ο θεός είναι ο αίτιος και ποτέ δεν είναι δυνατόν αλλέως. Δηλαδή ποτέ δεν είναι δυνατόν να υπάρξη έμψυχον πράγμα αλλέως παρά από θεόν, καθώς ημείς φρονούμεν. Αφού δε αυτό είναι ικανός να το εκτελέση ο θεός, ήτο εντελώς εύκολον πρώτον μεν να γίνη εντελώς ζωντανόν ολόκληρον το σώμα και ολόκληρος ο όγκος, έπειτα δε να το μετακινή με τον τρόπον, τον οποίον εθεώρησε καλλίτερον. Τόρα λοιπόν περί όλων αυτών ένα λόγον ημπορούμεν να ειπούμεν αληθινόν. Δεν είναι δυνατόν η γη και ο ουρανός και όλοι οι αστέρες και όλοι οι αποτελούμενοι από αυτούς όγκοι, εάν δεν εδόθη πλησίον των ή εντός εκάστου από αυτούς ψυχή, να μετακινούνται με ακρίβειαν έκαστον έτος συμφώνως με τους μήνας και τας ημέρας, και να γίνονται εις όλους μας αγαθά όλα, όσα εδημιουργήθησαν. Πρέπει δε όσον μηδαμινόν πράγμα είναι ο άνθρωπος, τόσον περισσότερον να μη φλυαρή, αλλά να φαίνεται ότι ομιλεί σαφώς.

Και λοιπόν, εάν κανείς θεωρήση ως αιτίας τα ορμέμφυτα των σωμάτων ή τας φύσεις ή κανέν παρόμοιον, δεν λέγει τίποτε σαφές. Αυτό όμως που ελέχθη από ημάς πρέπει να το επαναλάβωμεν, διά να ιδούμεν αν έχει λογικήν ο λόγος μας ή εντελώς καθυστερεί ως προς αυτήν, πρώτον μεν ότι τα όντα είναι δύο, το έν μεν ψυχή, το δε άλλο σώμα, και ότι είναι πολλά όντα εκάστου από τα δύο αυτά είδη, όλα όμως είναι διάφορα και μεταξύ των και του ενός είδους προς το άλλο, και έπειτα ότι δεν υπάρχει τρίτον τι ανάμικτον από τα δύο εις κανέν. Έχει δε μεγάλην διαφοράν η ψυχή από το σώμα. Διότι αυτήν μεν θα την θεωρήσωμεν νοήμονα, αυτό δε ανόητον, και εκείνην κυρίαρχον, αυτό δε εξουσιαζόμενον, και εκείνην μεν αιτίαν όλων, αυτό δε αναίτιον παντός παθήματος. Επομένως το να δεχθώμεν ότι τα επουράνια προέρχονται από άλλο τίποτε και ότι δεν είναι κατ' αυτόν τον τρόπον γεννήματα της ψυχής και του σώματος θα ήτο μεγάλη μωρία και παρολογισμός. Εάν λοιπόν πρόκειται να υπερισχύσουν οι λόγοι περί όλων αυτών και να φαίνωνται όλα αυτά πιστευτά ως θεία, πρέπει να τα θεωρήσωμεν ως έν από τα δύο. Δηλαδή ή πρέπει πολύ ορθώς να τα εξυμνούμεν ως να είναι οι ίδιοι οι θεοί, ή να τα θεωρήσωμεν ομοιώματα των θεών ωσάν αγάλματα, τα οποία κατεσκεύασαν οι ίδιοι οι θεοί.

Διότι βεβαίως δεν είναι έργα ανοήτων ούτε μικράς αξίας, αλλά, καθώς είπαμεν, έν από τα δύο αυτά πρέπει να δεχθώμεν, και τα πιστευθέντα ως τοιαύτα να τα τιμώμεν περισσότερον από όλα τα αγάλματα. Διότι είναι αδύνατον να παρουσιασθούν ποτε ωραιότερα και παγκοσμιώτερα αγάλματα εις όλην την ανθρωπότητα ούτε υψωμένα εις υπεροχωτέρους τόπους από αυτά, (10) υπερέχοντα κατά την καθαρότητα και σεμνότητα και όλην την ζωήν όσον έγιναν όλα αυτά τελείως.

Τόρα λοιπόν ας δοκιμάσωμεν τούτο μόνον διά τους θεούς, δηλαδή, αφού παρετηρήσαμεν τα δύο ορατά εις ημάς ζώα, εκ των οποίων λέγομεν ότι το έν μεν είναι αθάνατον, όλα δε τα γήινα ότι είναι θνητά, ας προσπαθήσωμεν να εξηγήσωμεν σαφώς τα άλλα τρία τα διάμεσα των πέντε πώς επλάσθησαν συμφώνως με την πιθανωτέραν γνώμην. Δηλαδή ας δεχθώμεν τον αιθέρα κατόπιν από το πυρ, και ότι η ψυχή τούτου έχει την ικανότητα να πλάττη ζώα έχοντα δύναμιν συνάμα δε και άλλα γένη, ως επί το πολύ μεν εκ της ιδικής του φύσεως, τα δε μικρότερα μέρη των από τα άλλα γένη χάριν συνδέσεως.

Κατόπιν δε από τον αιθέρα η ψυχή πλάττει από τον αέρα άλλο γένος ζώων και τρίτον από το ύδωρ. Αφού δε εδημιούργησε όλα αυτά η ψυχή, είναι επόμενον ότι εγέμισε όλον τον ουρανόν από ζώα, μεταχειρισθείσα όλα τα γένη, όσον ήτο δυνατόν, αφού όλα έγιναν μέτοχα της ζωής. Τα δε δεύτερα και τρίτα και τέταρτα και πέμπτα αρχίζουν από τους ορατούς θεούς και τελειώνουν εις ημάς τους ανθρώπους.

Και τόρα λοιπόν όσον διά τους θεούς, δηλαδή τον Δία και την Ήραν και όλους τους άλλους, όπως θέλει έκαστος, ας τους παραδέχεται συμφώνως με τον ίδιον νόμον και ας έχη στερεωμένην αυτήν την γνώμην. Αλλά τους ορατούς θεούς πρέπει να τους θεωρούμεν ως τους ανωτέρους και τιμιωτέρους (11) και οξυδερκεστέρους και πρώτους, δηλαδή αυτούς οι οποίοι αποτελούν την φύσιν των άστρων και όσοι αντιλαμβανόμεθα ότι εδημιουργήθησαν μαζί με αυτά, κατόπιν δε από αυτούς εις την σειράν και κατά δεύτερον λόγον τους δαίμονας. Έπειτα το αέριον γένος, το οποίον κατέχει την τρίτην θέσιν και την μεσαίαν, το οποίον είναι αίτιον της διερμηνείας (διαισθήσεως) (12) πρέπει να το τιμώμεν καθ' υπερβολήν δε των δύο τούτων ζώων, δηλαδή του αερίου και του αιθερίου, δεν είναι ούτε ορατόν ολόκληρον το καθέν.

Δι' αυτό ενώ λοιπόν παρευρίσκεται πλησίον μας, δεν είναι εντελώς αισθητόν. Μετέχουν δε θαυμασίας νοημοσύνης, αφού ανήκουν εις ευφυές γένος και μνημονικόν, και πρέπει να φρονούμεν ότι γνωρίζουν την ιδικήν μας διανόησιν και ότι θαυμασίως συμπαθούν τον καλόν και αγαθόν από ημάς και μισούν τον πολύ κακόν, τούτο δε διότι προηγουμένως απέκτησαν την αίσθησιν της λύπης. Και βεβαίως ο θεός ο οποίος έλαβε τελείως θείαν μοίραν ευρίσκεται έξω από αυτά, δηλαδή από την λύπην και την ηδονήν, της δε φρονήσεως και γνώσεως είναι καθ' όλα μέτοχος. (13) Και αφού ολόκληρος ο ουρανός είναι γεμάτος από ζωντανά όντα διαμηνύουν μεταξύ των και αυτοί οι εις μεγίστην απόστασιν ευρισκόμενοι θεοί όλοι όλα, διότι τα μεσάζοντα ζώα μετακινούνται προς την γην και τον όλον ουρανόν με ελαφράν έλξιν. Εκείνο δε που συνίσταται από ύδωρ ημπορεί μεν ορθώς να το παρομοιάση κανείς προς ημίθεον και να ειπή δι' αυτό ότι άλλοτε μεν είναι ορατόν, άλλοτε δε κρύπτεται και γίνεται άφαντον (ατμός) και παρουσιάζει θαυματουργίαν εις την αμυδράν όρασιν.

Δι' αυτά λοιπόν τα πέντε ιδανικώς τέλεια ζώα, οτιδήποτε μερικοί από ημάς εγνώρισαν ή εις τον ύπνον μέσα εις τα όνειρά των, ή εις τας διαδόσεις και μαντείαι ήκουσαν λεγόμενον εις ακοάς υγιείς ή νοσηράς ή κατά τα τέλη της ζωής των έτυχε να ακούσουν ιδιωτικώς ή δημοσίως τοιαύται γνώμας, από τας οποίας ιδρύθησαν διάφορα προσκυνήματα πολλών θεών, ως προς όλα αυτά, ο νομοθέτης, όστις έχει και τον ελάχιστον νουν ποτέ δεν θα τολμήση να νεωτερίση και να ωθήση την πόλιν του εις θεοσέβειαν, η οποία έχει κάτι τι ασαφές. Αλλά πάλιν και από τας θυσίας, τας οποίας ορίζει ο πατροπαράδοτος νόμος, δεν θα θελήση να τους αποτρέψη, αφού δεν γνωρίζει τίποτε, και αφού δεν είναι δυνατόν απολύτως εις την θνητήν φύσιν να γνωρίζη περί των τοιούτων. Διά δε τους αληθώς φανερούς εις ημάς θεούς άραγε δεν επιβάλλει ο ίδιος λόγος να θεωρούνται κακοί, όσοι δεν τολμούν να μας τους γνωρίζουν και να τους φανερώνουν, αφού μένουν αλειτούργητοι και δεν απολαμβάνουν τας ανηκούσας εις αυτούς τιμάς;

Τώρα λοιπόν συμβαίνει αυτό ωσάν να έβλεπε κάποιος από ημάς τον ήλιον και την σελήνην ότι υπάρχουν και επιθεωρούν όλους ημάς και δεν το εφανέρωνε, ενώ ήτο κάπως ικανός να το φανερώση, και ενώ είναι αμέτοχοι τιμής να προσπαθήση όσον εξαρτάται από αυτόν να τους φέρη εις έντιμον τόπον φανερά και να ιδρύση δι' αυτούς εορτάς και θυσίας και να χωρίση το καταλαμβανόμενον από έκαστον χρονικόν διάστημα της μεγαλιτέρας (ηλιακής) ή μικροτέρας (σεληνιακής) διαρκείας του έτους. Άραγε αυτός δεν ήτο δίκαιον να θεωρηθή κακός και διά τον εαυτόν του και δι' άλλον όστις γνωρίζει αυτά;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι, καλέ Ξένε; κάκιστος μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτό λοιπόν, φίλε Κλεινία, γνώριζε σαφώς ότι τόρα συμβαίνει εις εμέ.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μάθετε ότι υπάρχουν οκτώ δυνάμεις των ουρανίων σωμάτων, αδελφικαί μεταξύ των, τας οποίας είδα εγώ καθαρά. Και δεν έκαμα κανέν μέγα κατόρθωμα. Διότι αυτό είναι εύκολον και εις άλλον. Από αυτάς δε τρεις είναι αι εξής. Μία μεν του ηλίου, άλλη μία της σελήνης και άλλη μία των απλανών αστέρων, τους οποίους ανεφέραμεν ολίγον προηγουμένως. Ακόμη δε άλλαι πέντε. Όλας αυτάς λοιπόν και αυτούς που βαδίζουν με αυτάς είτε και μεταφέρονται εντός αυτών ως εις οχήματα, κανείς ας μη νομίση από εσάς ότι άλλοι μεν είναι θεοί, άλλοι όμως όχι, ούτε ότι άλλοι μεν είναι γνήσιοι, άλλοι δε τοιούτοι ώστε να μην είναι συγχωρημένον εις κανένα από ημάς να το ειπούμεν. Και λοιπόν όλοι όλους ας τους θεωρούμεν αδελφούς και με αδελφωμένας μοίρας, και ας μη αποδίδωμεν ως τιμάς εις άλλον μεν το έτος, εις άλλον δε τον μήνα, εις άλλους δε ας μη ορίζωμεν ούτε μερίδιον ούτε χρόνον, εις τον οποίον διατρέχουν την τροχιάν των και συναποτελούν τον κόσμον τον οποίον ετακτοποίησε και έκαμε ορατόν ο θειότερος λόγος από όλους. Τον οποίον ο μεν ευτυχής πρώτον με θαυμάζει, έπειτα δε επιθυμεί να σπουδάση όσα είναι δυνατά εις την ανθρωπίνην φύσιν, διότι φρονεί ότι ούτω πως θα ζήση άριστα και ευτυχέστατα όσον ζη, και όταν αποθάνη θα έλθη εις τόπους αρμοδίους διά τους εναρέτους και πραγματικώς μεμυημένος, αποκτήσας φρόνησιν όσην ουδείς άλλος, και εις τον υπόλοιπον χρόνον του εμβαθύνων εις τα ωραιότερα, από όσα υποπίπτουν εις την όρασίν μας.

Τόρα λοιπόν μας μένει να ειπούμεν πόσοι είναι και ποίοι. Διότι δεν υπάρχει ποτέ φόβος να φανώμεν ψευδείς. Λοιπόν ασφαλώς διισχυρίζομαι αυτό τουλάχιστον. Δηλαδή λέγω πάλιν ότι είναι οκτώ αι τροχιαί, και από αυτάς τας οκτώ αι μεν τρεις εξετάσθησαν, μένουν δε άλλαι πέντε. Η δε τετάρτη κίνησις και τροχιά και η πέμπτη σχεδόν είναι ίση με τον ήλιον ως προς την ταχύτητα και ούτε βραδυτέρα είναι ούτε ταχυτέρα. Πρέπει δε όστις έχει νουν αρκετόν να εντυπώση ότι εν συνόλω αυταί είναι τρεις. Ας δεχθώμεν δε ότι είναι μία του ηλίου και άλλη μία του εωσφόρου και η τρίτη όσον μεν διά το όνομά της δεν ημπορούμεν να το ειπούμεν, διότι δεν είναι γνωστόν, εις τούτο δε πταίει ο πρώτος παρατηρητής αυτών, ο οποίος ήτο βάρβαρος. Διότι βεβαίως κάποιος παλαιός τόπος ανέθρεψε τους πρώτους εννοήσαντας αυτά τα ζητήματα ένεκα του ωραίου θερινού κλίματός του, (14) οποίον αληθώς έχει η Αίγυπτος και η Συρία, διότι εκεί ημπορούμεν να ειπούμεν ότι έβλεπαν ολοφάνερα πάντοτε τους αστέρας, επειδή οι κάτοικοι εκεί ήσαν πάντοτε εις μέρος της γης απηλλαγμένον από τα σύννεφα και τας βροχάς. Από εκεί δε και εις όλα τα άλλα μέρη και εδώ ήλθαν αυτά, εξακριβωθέντα με χρόνον πολυετή και άπειρον. Διά τούτο πρέπει με θάρρος αυτά να τα συμπεριλάβωμεν εις τους νόμους. Διότι το να μη είναι τιμητά τα θεία, ή το να μη θεωρούνται αυτά θεία δεν είναι φρόνιμος πράξις. Το ότι δε δεν απέκτησαν ονόματα (15), πρέπει βεβαίως να αναφέρωμεν την αιτίαν, έλαβον όμως ονομασίαν διαφόρων θεών. Δηλαδή ο μεν εωσφόρος, ο οποίος είναι ο ίδιος και έσπερος, σχεδόν έχει δικαιολογίαν να καθιερωθή εις την Αφροδίτην, το οποίον είναι πολύ εύλογον δι' ένα Σύριον νομοθέτην, ο δε σύντροφος του ηλίου και αυτός ομοίως έχει λόγον σχεδόν να λάβη το όνομα του Ερμού. Ακόμη δε τρεις τροχιάς ας αναφέρωμεν πλανητών κινουμένων προς τα δεξιά μαζί με την σελήνην και τον ήλιον. Ένα δε πρέπει να θεωρήσωμεν ως όγδοον, τον οποίον κυρίως ημπορεί κανείς να τον ονομάση επάνω κόσμον, ο οποίος κινείται αντιθέτως προς όλους τους προηγουμένους, οδηγών τους άλλους καθώς θα εφαίνετο εις ανθρώπους γνωρίζοντας ολίγα πράγματα περί αυτών, αλλά βεβαίως όσα γνωρίζομεν είναι ανάγκη να τα λέγωμεν. Δηλαδή η αληθής σοφία εις αυτά κάπως φανερώνεται διά τον μετέχοντα έστω και ολίγον της ορθής και θείας νοήσεως. Λοιπόν μένουν να εξετασθούν οι τελευταίοι τρεις αστέρες, εκ των οποίων ο είς μεν είναι ευδιάκριτος από την μεγάλην βραδύτητά του, και εις τούτον μερικοί αποδίδουν το όνομα του Κρόνου. Ο δε δεύτερος κατόπιν αυτού ως προς την βραδύτητα πρέπει να λάβη το όνομα του Διός, ο δε κατόπιν αυτού ερχόμενος το όνομα του Άρεως. Αυτός δε είναι ο ερυθρότερος από όλους εις το χρώμα. Δεν είναι δε διόλου δύσκολον να τους εννοήση έκαστος, όταν τους εξηγήση εις αυτόν κανείς, αλλά πρέπει, αφού τους μάθη, να τους παραδέχεται.

Πρέπει δε να σκεφθή το εξής έκαστος Έλλην, ότι ημείς έχομεν τον τόπον της Ελλάδος σχεδόν καλλίτερον από όλους ως προς την τελειοποίησίν μας, ως πρώτον δε αξιέπαινον αυτού προσόν πρέπει να θεωρούμεν το ότι έχει μέσον κλίμα μεταξύ της χειμερινής και καλοκαιρινής φύσεως, αλλά η φύσις αυτού ως προς την καλοκαιρίαν υστερούσα εκείνων των τόπων, καθώς είπαμεν, έκαμε να λάβωμεν αργότερον την αντίληψιν αυτών των θεών του σύμπαντος. Ας παραδεχθώμεν όμως ότι παν ό,τι δεχθούν οι Έλληνες από τους βαρβάρους, το τελειοποιούν καλλίτερον. Και ωρισμένως ως προς το ζήτημά μας πρέπει να δεχθώμεν αυτό το ίδιον, ότι δηλαδή είναι δύσκολον όλα τα τοιαύτα να τα ανακαλύπτωμεν ασφαλώς, υπάρχει όμως μεγάλη ελπίς και καλή να επιμεληθούν όλους αυτούς τους θεούς οι Έλληνες πολύ καλλίτερον και αληθώς δικαιότερον από ό,τι αξίζει η παράδοσις και η επιμέλεια, η οποία μας ήλθε από τους βαρβάρους, μεταχειριζόμενοι τα διδάγματα και τας μαντείας των Δελφών και όλην την νόμιμον επιμέλειαν. Το εξής όμως ας μη φοβηθή ποτε κανείς εκ των Ελλήνων, ότι τάχα δεν πρέπει να ερευνώμεν τα θεία, αφού είμεθα θνητοί, αλλά να σκεφθή όλως το αντίθετον, ότι δηλαδή ούτε ανόητον είναι το θείον ούτε αγνοεί την φύσιν του ανθρώπου, αλλά γνωρίζει, ότι από την ιδικήν του διδασκαλίαν αυτός θα παρακολουθήση και θα μάθη τα διδασκόμενα. Ότι δε μας διδάσκει το θείον, και ότι ημείς μανθάνομεν τους αριθμούς και την αρίθμησιν, βεβαίως το γνωρίζει. Διότι θα ήτο το ανοητότερον ον, αν δεν εγνώριζε αυτό. Δηλαδή, καθώς λέγει η παροιμία, πραγματικώς δεν θα εγνώριζε τον ίδιον τον εαυτόν του, εάν ωργίζετο με τον ικανόν να μανθάνη και αν δε τον συνέχαιρε χωρίς φθόνον, αφού γίνεται αγαθός εξ αιτίας του θεού.

Και βεβαίως έχει σπουδαίαν και ορθήν δικαιολογίαν το ότι, όταν μεν διά πρώτην φοράν επήλθε εις τους ανθρώπους να σκεφθούν περί θεών και πώς παρήχθησαν και οποίοι έγιναν και από πού και ποίας πράξεις εξετέλουν, ταύτα να μη λέγωνται καθώς τα παραδέχονται οι σώφρονες ούτε καθώς αρέσει εις αυτούς, ούτε καθώς αρέσει εις τους δευτερεύοντας, οπότε αρχαιότατον μεν εθεωρείτο το πυρ και το ύδωρ και τα άλλα σώματα, μεταγενεστέρα δε η αξιοθαύμαστος ψυχή. Και εθεωρείτο καλλιτέρα και τιμιωτέρα αυτή η περιφορά, την οποίαν επλάσθη να διαγράφη το σώμα, όταν μετακινή τον εαυτόν του με ποικίλην θερμότητα και ψύχος και με όλα τα παρόμοια, όχι δε η κίνησις που δίδει η ψυχή εις το σώμα και τον εαυτόν της. Τόρα όμως που λέγομεν ημείς ότι η ψυχή, όταν τοποθετηθή μέσα εις σώμα, δεν είναι διόλου παράδοξον να μετακινή και μεταφέρη και αυτό και τον εαυτόν της, ούτε εις ημάς δεν απιστεί η ψυχή μας με κανένα λόγον ότι δεν ημπορεί να μετακινή κανέν βάρος. Διά τούτο τόρα διισχυριζόμεθα ημείς ότι η ψυχή είναι αιτία του σύμπαντος και ότι από όλα τα αγαθά τα οποία είναι αυτής της φύσεως και όλα τα ποταπά τα οποία είναι αντίθετα, πάσης μεν περιφοράς και κινήσεως αιτία είναι η ψυχή, αλλά η προς το αγαθόν περιφορά και κίνησις ανήκει εις την καλλιτέραν ψυχήν, η δε αντίθετος πάλιν της αντιθέτου και διά τούτο πρέπει να είναι νικήτρια, και τα αγαθά να νικούν τα ποταπά.

Όλα αυτά ελέχθησαν από ημάς συμφώνως με την δικαιοσύνην την τιμωρούσαν τους ανοσίους. Ως προς το εγκρινόμενον όμως δεν μας επιτρέπεται να δυσπιστούμεν, ότι δηλαδή δεν πρέπει τον αγαθόν να τον θεωρούμεν σοφόν. Διά δε την σοφίαν αυτήν, την οποίαν εξετάζομεν προ πολλού, ας ιδούμεν αν θα την εύρωμεν εις καμμίαν εκπαίδευσιν ή τέχνην, που εάν δεν την γνωρίζωμεν θα είμεθα αμαθείς ως προς την δικαιοσύνην. Λοιπόν εγώ νομίζω ότι την ευρίσκομεν και πρέπει να το ειπούμεν. Δηλαδή εγώ ερευνών άνω και κάτω, καθώς την ενόησα, θα προσπαθήσω να την εξηγήσω τελείως προς υμάς.

Δηλαδή αιτία τούτου είναι ότι το σπουδαιότερον μέρος της αρετής δεν εκτελείται καλώς, καθώς νομίζω ότι εξηγείται από όσα είπαμεν. Δηλαδή ανωτέρα αρετή από την ευσέβειαν (16) κανείς ας μη προσπαθήση να μας πείση ότι υπάρχει διά το θνητόν γένος. Αυτό όμως ότι από την μεγαλειτέραν αμάθειαν δεν εδημιουργήθη εις τας καλλιτέρας ψυχάς, πρέπει να λεχθή. Αι καλλίτεραι δε είναι όσαι ημπορούν να φανούν δύστροποι, αλλά επιδέχονται μεγάλην ωφέλειαν. Διότι και τας ιδιότητας της βραδυκινήτου φύσεως και τας αντιθέτους όταν τας αποκτά κανονικώς η ψυχή και με ημερότητα, ημπορεί να θεωρηθή ευκολομεταχείριστος, δηλαδή όταν, εκτιμά την ανδρείαν, και είναι ευπειθής εις την σωφροσύνην, είναι δε ικανή να μάθη το σπουδαιότερον προσόν που υπάρχει εις αυτάς τας φύσεις και έχουσα μνημονικόν να ευχαριστήται πολύ με αυτά ώστε να είναι φιλομαθής.

Διότι αυτά δεν είναι εύκολον να δοθούν εκ φύσεως, και όταν δοθούν και επιτύχουν ανατροφήν και εκπαίδευσιν καθώς πρέπει, θα ημπορούν να συγκρατούν τους περισσοτέρους και τους χειροτέρους από τους κατέχοντας αυτά, ώστε να είναι πολύ συνετοί και όταν πρέπη, και εις τας θυσίας και τους καθαρμούς τους σχετικούς με τους θεούς και τους ανθρώπους, να μη υποκρίνωνται με τύπους εξωτερικούς, αλλά με αλήθειαν να τιμούν την αρετήν, το οποίον μάλιστα είναι το σπουδαιότερον από όλα δι' όλην την πόλιν. Αυτό λοιπόν το μέρος διισχυριζόμεθα ότι είναι εκ φύσεως σπουδαιότατον και ικανόν να μάθη όσον το δυνατόν τα ωραιότερα και καλλίτερα πράγματα, εάν τα διδάξη κανείς. Αλλά δεν είναι εύκολον και να τα διδάξη κανείς, εάν δεν τον φωτίση ο θεός. Έπειτα δε, και αν τα διδάσκη, αλλά δεν τα εφαρμόζη καθώς πρέπει, είναι καλλίτερον να μην τα μάθη έκαστος.

Και όμως από όσα είπαμεν τόρα είναι ανάγκη να μάθη έκαστος αυτά και εγώ να εκθέσω την τοιαύτην και την καλλίστην φύσιν. Λοιπόν ας προσπαθήσωμεν να εξετάσωμεν εις τον λόγον μας, ποία είναι αυτά και ποίου είδους και πώς πρέπει να τα μανθάνη κανείς αναλόγως και της δυνάμεως εμού, ο οποίος ομιλώ, και της δυνάμεως εκείνων, οι οποίοι ημπορούν να ενωτιτισθούν την θεοσέβειαν, δηλαδή με ποίον τρόπον ημπορεί κανείς, να την εννοήση. Και λοιπόν το πράγμα είναι παράλογον εις τον ακούοντα. Και ημείς αναφέρομεν το όνομα αυτού ότι λέγεται αστρονομία, πράγμα το οποίον ποτέ δεν θα το εφαντάζετο κανείς, διότι δεν έχει ιδέαν του ζητήματος, και διότι δεν γνωρίζει ότι πρέπει να είναι σοφώτατος ο αληθής αστρονόμος, και όστις δεν αστρονομεί καθώς εννοεί ο Ησίοδος και όλοι οι τοιούτοι, που προσέχουν λόγου χάριν εις τας δύσεις και τας ανατολάς, αλλά όστις παρακολουθεί από τας οκτώ τροχιάς τας επτά, αι οποίαι διατρέχουν έκαστη τον ίδιον κύκλον. Κατ' αυτόν δε τον τρόπον (τον οποίον υποδεικνύομεν) δεν είναι εύκολον να ημπορή να ερευνά πάσα φύσις, εάν δεν λάβη θείον τάλαντον. Και αυτό το εξετάσαμεν, και θα εξετάσωμεν καθώς φρονούμεν πως πρέπει να το μάθωμεν. Και πρώτον ας είπωμεν το εξής:

Η σελήνη εκτελεί την τροχιάν της πολύ ταχέως, συμπληρούσα τον μήνα και την πανσέληνον. Δεύτερον δε πρέπει να παρακολουθήσωμεν τον ήλιον, ο οποίος εκτελεί τας τροπάς εις ολόκληρον την τροχιάν του, έπειτα τους συντρόφους του. Και διά να μη επαναλαμβάνωμεν πολλάκις τα ίδια περί των ιδίων πραγμάτων, τας άλλας κινήσεις τούτων, τας οποίας εξετάσαμεν προηγουμένως, δεν είναι εύκολον να αντιληφθή κανείς, αλλά πρέπει δι' αυτά να προετοιμάζωμεν τας προνομιούχους φύσεις, διά τας οποίας το πράγμα είναι δυνατόν, και να τας προπαιδεύσωμεν εις πολλά και να τας συνηθίσωμεν να εξασκηθούν εν όσω είναι παιδιά και πολύ νέοι: Διά τούτο χρειάζονται μηθήματα. Το δε κυριώτερον και πρώτον είναι το μάθημα των αριθμών, ουχί των συγκεκριμένων επί σωμάτων, αλλά όλης (της αφηρημένης) φύσεως του περιττού και του αρτίου ως προς την γένεσιν και την δύναμιν αυτών, την οποίαν προξενούν εις την φύσιν των όντων.

Μετά την μάθησιν δε αυτών έρχεται κατόπιν εκείνο το μάθημα, το οποίον ονομάζεται με πολύ γελοίον όνομα γεωμετρία, και το οποίον είναι παρομοίωσις των αριθμών, οι οποίοι δεν είναι εκ φύσεως όμοιοι μεταξύ των, φαινομένη αύτη καθαρά εις το σχήμα των επιπέδων σωμάτων. Αυτό δε είναι όχι ανθρώπινον θαυματούργημα αλλά θείας δημιουργίας, καθώς ημπορεί να εννοήση όστις είναι ικανός. Κατόπιν δε από αυτήν έρχεται να εξετάσουν το τριχή διαστατόν των αριθμών και τους ομοιάζοντας προς την στερεάν φύσιν, και πάλιν τους ανομοίους να τους εννοήσουν με άλλην τέχνην ομοίαν με αυτήν, την οποίαν ακριβώς ωνόμασαν γεωμετρίαν, όσοι την μετεχειρίσθησαν πρώτοι.

Το θείον δε και αξιοθαύμαστον προσόν διά τους εμβαθύνοντας και σκεπτομένους, είναι ότι εις την δύναμιν, η οποία διαρκώς μεταβάλλεται εις το διπλάσιον ως ανιούσα και ως κατιούσα αποτυπούται ολόκληρος η φύσις ως είδος και γένος εις εκάστην αναλογίαν (17).

Και λοιπόν η μεν πρώτη (τετραγωνική) δύναμις της αναλογίας, η οποία έχει ως λόγον το δύο, είναι το έν προς δύο, του οποίου το διπλάσιον είναι η δευτέρα δύναμις. Η δε στερεά και απτή (κυβική) δύναμις διπλασιάζει πάλιν το ποσόν και από το έν μεταπηδά εις το οκτώ. Η δευτέρα δύναμις του αριθμού δύο αποτελεί το μέσον μεταξύ αυτών των δύο και εξ ίσου είναι μεγαλειτέρα του μικροτέρου όσον και μικροτέρα του μεγαλειτέρου και ο μέσος όρος κατά την ιδίαν αναλογίαν είναι μεγαλείτερος από τον ένα άκρον και μικρότερος από τον άλλον. Εις το μέσον δε του έξ και του δώδεκα κείται ο ημιόλιος (9 = 6 + 6/2) και ο επίτριτος (8 = 6 + 6/3). Εις το μέσον αυτών των αριθμών ακριβώς περιστρεφομένη η φύσις κατά δύο διευθύνσεις εδώρισε εις τους ανθρώπους αρμονικήν και συμμετρικήν χρήσιν χάριν διασκεδάσεως από ρυθμόν και αρμονίαν χαριζομένην υπό της ευτυχούς χορείας των Μουσών.

Αυτά λοιπόν ας γίνουν και ας είναι ούτω πως όλα. Αλλά εις το τέλος όλων αυτών πρέπει να ανυψωθούμεν εις την θείαν γένεσιν και συγχρόνως την ωραιοτάτην από όσα βλέπομεν και καλλίστην και θειοτάτην φύσιν, όσην επέτρεψε ο θεός εις τους ανθρώπους να εννοήσουν, την οποίαν είναι αδύνατον χωρίς αυτά που είπαμεν να καυχηθή κανείς ότι κατώρθωσε να εννοήση. Εκτός δε τούτων πρέπει να παραβάλλωμεν έκαστον άτομον με το είδος (18) εις την συζήτησίν μας και να ερωτώμεν και να εξελέγχωμεν όσα δεν ελέχθησαν καλώς.

Διότι ωρισμένως είναι η ωραιοτέρα διά τους ανθρώπους και πρώτη η εξέλεγξις (19) και πολύ ορθώς. Όσα δε δεν είναι, αλλά κατά προσποίησιν παρουσιάζονται ως όντα, αποτελούν την μεγαλειτέραν ματαιοπονίαν. Ακόμη δε πρέπει να εννοήσωμεν την ακρίβειαν του χρόνου, δηλαδή ότι ακριβώς συμπληρούνται όλα όσα συμβαίνουν εις τον ουρανόν, ούτως ώστε όστις πιστεύση ότι εκείνος ο διισχυρισμός απεδείχθη αληθής, ότι δηλαδή η ψυχή είναι αρχαιοτέρα και συγχρόνως θεϊκωτέρα από το σώμα, να πιστεύση ότι ωραιότατα και λογικώς ελέχθη η γνώμη ότι όλα τα πράγματα είναι μεστά από θεότητας και ποτέ δεν πρέπει να παραμελούμεν τα ανώτερα ούτε από λήθην και αμέλειαν.

Πρέπει δε γενικώς δι' όλα αυτά να εννοήσωμεν το εξής, ότι, εάν μεν κανείς αντιλαμβάνεται ορθώς έκαστον από αυτά, μεγάλη ωφέλεια του σύμπαντος συμβαίνει, ειδεμή είναι ανάγκη να επικαλούμεθα τον θεόν πάντοτε. Ο δε τρόπος είναι ο εξής. Δηλαδή είναι ανάγκη τούτο τουλάχιστον να εξηγήσωμεν. Πάσα γεωμετρική σειρά σχημάτων και παν σύστημα αριθμητικόν και μουσικόν πρέπει να αποδειχθή εις τον εννοούντα ορθώς ότι συμφωνεί με το όλον της τροχιάς των περιφερομένων άστρων, θα αποδειχθή δε, εάν, καθώς λέγομεν, ορθώς αντιλαμβάνεται κανείς, όταν προσέχη εις το έν. Διότι τότε θα παρουσιασθή εις τον νουν του σκεπτομένου ένας κοινός σύνδεσμος μεταξύ όλων αυτών. Εάν όμως αλλέως πως χρησιμοποιήση κανείς αυτά, αυτό πρέπει να το ονομάσωμεν τύχην, καθώς και το είπαμεν. Διότι χωρίς αυτά είναι αδύνατον να ευτυχήση μία προνομιούχος φύσις μέσα εις τας πόλεις, αλλά αυτός είναι ο τρόπος, αυτή είναι η ανατροφή, αυτά είναι τα μαθήματα, και είτε είναι δύσκολα είτε εύκολα, με αυτά πρέπει να προχωρήσωμεν. Δεν είναι δε συγχωρημένον να παραμελήσωμεν τους θεούς, αφού ενοήσαμεν την ευτυχή παράδοσιν περί αυτών, η οποία λέγεται από όλους ορθώς. Εκείνον όμως όστις όλα, αυτά ενόησε κατ' αυτόν τον τρόπον, ακριβώς εγώ θεωρώ πραγματικώς σοφώτατον.

Και διισχυρίζομαι αστειευόμενος και σοβαρευόμενος συγχρόνως ότι ο τοιούτος, όταν με τον θάνατόν του συμπληρώση την μοίραν του, και σχεδόν αφού αποθάνη, δεν θα μετέχη πλέον πολλών αισθήσεων καθώς τόρα, αλλά μίαν μοίραν θα αποκτήση μόνον και μεταξύ πολλών άλλων μόνος αυτός θα αναδειχθή ευτυχής, συγχρόνως δε σοφώτατος και αξιομακάριστος, και είτε τυχόν κανείς ζήση μακάριος εις τας ηπείρους είτε εις τας νήσους, και αυτός θα απολαύση την τοιαύτην τύχην, και ότι είτε κανείς εκτελεί αυτά δημοσίως καθ' όλην του την ζωήν είτε ιδιωτικώς, τα ίδια ομοίως θα απολαύση εκ μέρους των θεών.

Εκείνο δε που ελέγαμεν εις την αρχήν το ίδιον έρχεται να ειπούμεν τόρα, το οποίον είναι πραγματικώς αληθές, ότι δηλαδή δεν είναι δυνατόν εις τους ανθρώπους να γίνουν εντελώς αξιομακάριστοι και ευτυχείς, και αυτό είναι αληθές. Δηλαδή εις όσους είναι θείοι και σώφρονες και μετέχουν συγχρόνως εκ φύσεως και όλης της άλλης αρετής, εκτός δε τούτου απέκτησαν όλα τα μαθήματα, όσα σχετίζονται με την μακαριότητα, — και είπαμεν ποία είναι αυτά — μόνον εις αυτούς εδόθησαν εκ τύχης επαρκώς όλα μαζί τα θεϊκά δώρα και τα έχουν. Λοιπόν εις όσους τα εξετέλεσαν αυτά ούτω πως εις αυτούς λέγομεν ιδιωτικώς και θέτομεν δημοσίως τον νόμον, ότι, όταν φθάσουν εις το αξίωμα της γεροντικής ηλικίας, πρέπει να παραδοθούν τα ανώτερα αξιώματα, οι δε άλλοι μιμούμενοι αυτούς να ευλογούν όλους τους θεούς, και αφού ούτω πως διακρίνωμεν και δοκιμάσωρεν επαρκώς τον νυκτερινόν σύλλογον (νυκτερινήν συγκέντρωσιν) των αρχόντων, να προσκαλέσωμεν όλους να μετάσχουν αυτής της σοφίας.

ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΝΟΜΙΔΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΤΟΜΟΥ

Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.

Νόμοι και Επινομίς Το πιο ώριμο από τα έργα του Πλάτωνος, σε δώδεκα βιβλία. Ο διάλογος, στον οποίο δεν παρουσιάζεται πια, διδάσκοντας ή ελέγχοντας, ο Σωκράτης, μα κάποιος ανώνυμος Αθηναίος, δηλαδή ο Πλάτων, διεξάγεται κατά το διάστημα μιας πορείας από την Κνωσσό ως το άντρο του Διός: μιας ημέρας. Στον διάλογο παίρνουνε μέρος ο Λακεδαιμόνιος Μέγιλος, και ο Κρητικός Κλεινίας, που εκπροσωπούν τα δύο περιφημότερα αρχαία πολιτεύματα, το μινωικό και το σπαρτιατικό. Εδώ δε θα συναντήσουμε περιγραφές χαρακτήρων και επεισόδια, κάθε συζητητής παρουσιάζεται απλά σαν εκπρόσωπος μιας ωρισμένης θεωρίας, για να διατυπωθή τελικά η ώριμη φιλοσοφική αντίληψη του Πλάτωνος σε πολιτικό σύστημα, επιδεχτικό εφαρμογής. Η «Επινομίς», αποτελώντας συνέχεια των «Νόμων» είναι ταυτόχρονα και μια επεξήγησή τους συχνά. Μεταφραστής ο Κ. Ζάμπας. Τόμοι τέσσερις.

ΤΙΜΗ ΤΟΜΟΥ ΔΡΑΧΜΕΣ 10

1) Ομήρου Ιλιάδ. Ξ.

2) Ιδέα αντισωκρατική ωριμάσασα εις το γήρας του Πλάτωνος, καθόσον και η ειρωνεία είναι έν είδος απάτης.

3) Ετυμολογεί το ν ό μ ο ς εκ του ν ο υ ς. Η ετυμολογία αυτή είναι νεωτέρα του Κρατύλου, καθώς και πλείσται άλλαι.

4) Ο τίτλος «νυχτερινός σύλλογος» ( = νυκτερινή συγκέντρωσις των αρχόντων) προανηγγέλθη εις το βιβλίον ΙΑ' (Τόμ. 2 σελ. 160 και 162) και ιδίως εις το τέλος των νόμων. Περί δε του τίτλου «φιλόσοφος» ίδε σημείωσιν σελίδος 230.

5) Η απόπειρα αυτή προς ταξινόμησιν των επαγγελμάτων αποτελεί το προσχέδιον του Σοφιστή Πολιτικού του Φιλοσόφου· (ίδε πρόλογον των διαλόγων τούτων).

6) Πρόβλεψις της μεγάλης προόδου των αφηρημένων επιστημών.

7) Ο αρχικός μην είναι ο σεληνιακός, ως δεικνύει και η παραγωγή του ονόματος μην εκ της μήνης, την οποίαν υπαινίττεται εδώ ο Πλάτων.

8) Τελειοτέρα διατύπωσις από πάσαν άλλην διά το πρώτον αίτιον, η οποία και μόνη θα ήρκει να πείση περί της σπουδαιότητος της Επινομίδος.

9) Ο Πλάτων εις τον Τίμαιον παρουσιάζει την ψυχήν ως αριθμόν παραγόμενον εις συνδιασμούς αρτίων και περιττών αριθμών συμφώνως με τους Πυθαγορείους.

10) Μοναδική διατύπωσις του μεγαλοπρεπούς κάλλους τον ουρανίων σωμάτων.

11) Εδώ ο Πλάτων σαφέστατα δεν υποχρεώνει τον ακροατήν να έχη ασάλευτον πίστιν εις την αρχαίαν θρησκείαν, αλλά εισάγει την ιδικήν του.

12) Η Ερμηνεία του Πλάτωνος ισοδυναμεί προς την νεωτέραν λέξιν διαίσθησις.

13) Η γνώμη αυτή αποτελεί ολόκληρον το θέμα του Φιλήβου.

14) Ο Κικέρων de divinat. 1.1. εμιμήθη το χωρίον τούτο.

15) Εννοεί όνομα ιδιαίτερον της γης, της σελήνης και όχι θεότητος.

16) Η προσθήκη της ευσεβείας εις την αρετήν αφορά εις την ανωτέραν τελειοποίηοιν αυτής κατά τας προκειμένας θεωρίας του Πλάτωνος.

17) Κατά τους Πυθαγορείους το έν αντιστοιχεί προς το γεωμετρικόν σημείον, το δύο προς την γραμμήν, το τέσσαρα προς επιφάνειαν και το οκτώ προς κύβον.

18) Και εις τον Σοφιστήν ο Ξένος πολλάκις διατείνεται ότι ο σοφιστής δεν θα κατορθώση να διαφύγη από την ελεγκτικήν δύναμιν της διαιρέσεως.

19) Και εις τον Σοφιστήν ο Ξένος πολλάκις διατείνεται ότι ο σοφιστής δεν θα κατορθώση να διαφύγη από την ελεγκτικήν δύναμιν της διαιρέσεως.