Title: Σοφιστής
Author: Plato
Translator: Kyriakos Zambas
Release date: January 13, 2011 [eBook #34951]
Most recently updated: January 7, 2021
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinides
Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinides
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. Errors indicated in a Table of Errors have been corrected in the text. The spelling of the book has not been changed otherwise. Words with bold characters are enclosed in &. I have added certain footnotes, explaining certain words
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Το κείμενο έχει λάβει υπόψη τον πίνακα παροραμάτων. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Πρόσθεσα μερικές σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου εξηγώντας μερικές λέξεις
1) Το κείμενον.
Αναμφιβόλως ο Σοφιστής αποτελεί την τολμηροτέραν και πρωτοτυπωτέραν μεταρσίωσιν προς ανίχνευσιν των ορίων της ανθρωπίνης νοήσεως, και δικαίως εθεωρήθη ανέκαθεν ως η μεταφυσική του Πλάτωνος και ως ο δυσκολώτερος των διαλόγων αυτού. Αλλά εις τας δυσκολίας αυτάς προσέθηκε ο χρόνος και την διαστροφήν του κειμένου, η οποία παρεμόρφωσεν ακριβώς τα ουσιωδέστερα μέρη αυτού. Δια τούτο ουκ ολίγας διορθώσεις επεφέραμεν εις το κείμενον αυτού, και περί τούτων ηδυνάμεθα να φέρωμεν πειστικωτάτας αποδείξεις, άλλα τούτο εξέρχεται του σκοπού και της υποχρεώσεως της παρούσης μεταφράσεως. Άλλως τε και η καλλιτέρα απόδειξις είναι ότι διά των διορθώσεων ημών ευοδούται η έννοια των χωρίων τούτων εις την μετάφρασιν, και καθ' εαυτά και εν σχέσει προς τα προηγούμενα και επόμενα.
2) Η λύσις των διαλόγων αποκρυπτομένη.
Μία από τας κυριωτέρας δυσκολίας του Πλάτωνος είναι ότι συνήθως αποκρύπτει την λύσιν του εξεταζομένου ζητήματος χωρών ούτω κατά τρόπον μαθηματικόν. Ούτω δε έκαστος διάλογος διατηρεί ακμαίαν την εξασκητικήν αυτού δύναμιν, καθώς έν μαθηματικόν πρόβλημα του οποίου δεν δίδεται η λύσις. Λόγου χάριν του Κρατύλου η λύσις υπάρχει εις την σελίδα 101. Κατ' αυτήν η γλώσσα κατ' αρχάς μεν παράγεται κατά φύσιν, κατόπιν όμως εισχωρεί εις αυτήν και η συνθήκη. Και όμως ο Πλάτων κατώρθωσε να την συγκαλύψη διά νέων αντιλογιών και διά μεταφυσικών τινων σκέψεων περί γλώσσης, αι οποίαι είναι τα σπέρματα των κατόπιν διαλόγων. Επίσης εις τον Θεαίτητον διετυπώθη σαφώς και απεριφράστως ο ορισμός εις σελίδα 142, καθ' ον διά να εννοηθή καλώς και επιστημονικώς έν πράγμα πρέπει να διακριθή σαφώς από όλα τα άλλα. Η λύσις όμως του Σοφιστού παρέχει μεγίστας δυσκολίας καθώς και η του Πολιτικού, και περί αυτής κάμνομεν λόγον εις τον πρόλογον του τελευταίου, διότι είναι λύσις κοινή δι' αμφοτέρους. Κ. ΖΑΜΠΑΣ
ΣΟΦΙΣΤΗΣ (η περί του όντος)
Θεόδωρος.
Καθώς εμείναμεν σύμφωνοι χθες, καλέ Σωκράτη, και ημείς ήλθαμεν
στην ώρα μας, και ένα φίλον τον κύριον απ' εδώ εφέραμε μαζί, ο
οποίος κατάγεται από την Ελέαν και είναι στενός φίλος των
Παρμενιδικών και των Ζηνωνικών, και πολύ δυνατός φιλόσοφος.
Σωκράτης.
Μη τυχόν άραγε, καλέ Θεόδωρε, χωρίς να το καταλάβης έφερες μαζί
σου όχι φίλον, αλλά κανένα θεόν, καθώς λέγει ο Όμηρος; Ο οποίος
λέγει ότι και όλοι οι άλλοι θεοί και προ πάντων ο ξένιος Ζευς
συνοδεύει ανθρώπους ευσεβείς και δικαίους διά να επιβλέπη τας
αδικίας και τας ευνομίας των ανθρώπων. Διόλου παράδοξον λοιπόν
και αυτός που συνοδεύει εσέ να είναι κανέν από τα ανώτερα όντα,
και ήλθε να επιθεωρήση και εξελέγξη ημάς τους μικρούς, και είναι
κανείς θεός εξελεγκτής.
Θεόδωρος.
Δεν είναι τοιούτος, καλέ Σωκράτη, ο χαρακτήρ του φίλου, αλλά
είναι πολύ μετριοφρονέστερος από τους ασχολουμένους εις τα
εριστικά. Και εις εμέ φαίνεται αυτός ο άνθρωπος ότι αν δεν είναι
θεός, είναι όμως θείος. Διότι εγώ όλους τους φιλοσόφους τους
ονομάζω θείους.
Σωκράτης.
Πολύ καλά κάμνεις, φίλε μου. Αλλά δεν είναι τόσον πολύ εύκολον να
διακρίνη κανείς αυτό το γένος από τους θεούς, εάν ημπορώ να
εκφρασθώ ούτω πως. Διότι αυτοί θεωρούνται από τους άλλους, όσοι
δεν τους γνωρίζουν, ως άνθρωποι πολυμήχανοι, — δεν εννοώ τους
ψευδείς, αλλά τους αληθείς φιλοσόφους — και περιερχόμενοι τας
πόλεις επιβλέπουν από υψηλήν περιωπήν τον βίον των κατωτέρων, και
εις άλλους μεν φαίνονται ότι δεν έχουν καμμίαν αξίαν, εις άλλους
δε ότι αξίζουν ό,τι και να ειπής. Και άλλοτε μεν νομίζονται ως
πολιτικοί, άλλοτε δε ως σοφισταί, κάποτε όμως είναι δυνατόν να
νομισθούν από μερικούς ότι είναι εντελώς μανιακοί. Από τον φίλον
όμως απ' εδώ έχω ευχαρίστησιν να μάθω, εάν δεν του κάμνη κόπον,
ποίαν γνώμην έχουν δι' όλα αυτά εις τον τόπον του και πώς τα
ονομάζουν.
Θεόδωρος.
Ποία εννοείς;
Σωκράτης.
Τον σοφιστήν, τον πολιτικόν, τον φιλόσοφον.
Θεόδωρος.
Τι κυρίως έχεις περιέργειαν να μάθης περί αυτών και εσκέφθης να
ερωτήσης;
Σωκράτης.
Το εξής. Άραγε όλα αυτά έν τα θεωρούν, ή δύο, ή καθώς είναι τρία
τα ονόματα, ομοίως και αυτοί τα διαιρούν εις τρία και χωριστά
αποδίδουν το καθέν γένος εις ένα έκαστον;
Θεόδωρος.
Δεν πιστεύω να δυσκολεύεται ο ίδιος να μας το ειπή. Δεν είναι
έτσι, φίλε, ή τι θέλεις να απαντήσωμεν;
Ξένος.
Έτσι είναι, φίλε Θεόδωρε. Δεν έχω κανέν εμπόδιον, ούτε μου είναι
δύσκολον να ειπώ ότι τα θεωρούν τρία. Αλλ' όμως δεν είναι μικρόν
ουδέ εύκολον πράγμα, να καθορίσωμεν σαφώς τι είναι το καθέν.
Θεόδωρος.
Και να ιδής, καλέ Σωκράτη, έτυχε να ανοίξης σχεδόν το ίδιον
ζήτημα, το οποίον και ημείς πριν να φθάσωμεν έως εδώ τον
ερωτούσαμεν ολοένα. Αυτός όμως τας ιδίας αυτάς προφάσεις έλεγε
και τότε εις ημάς. Άλλως όμως ομολογεί ότι ήκουσε αρκετά μαθήματα
από αυτά και δεν τα λησμονεί.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν, φίλε Ξένε, μη θέλεις να μας αρνηθής αυτήν την χάριν
που σου εζητήσαμεν διά πρώτην φοράν, και τούτο μόνον εξήγησέ μας.
Άραγε σου είναι προτιμότερον μονολογικώς να διηγήσαι με μακρόν
λόγον, όταν θέλης να εξηγήσης ένα ζήτημα εις κανένα, ή με
ερωταποκρίσεις, καθώς μίαν φοράν εγώ παρευρέθην, όταν ο
Παρμενίδης διηγήθη λόγους ωραιοτάτους και ήμην νέος εγώ τότε, ενώ
εκείνος ήτο πάρα πολύ γέρων;
Ξένος.
Καλέ Σωκράτη, όταν ο απέναντί μου δεν με στενοχωρή και δεν
δυστροπή, μου είναι ευκολώτερος αυτός ο τρόπος της
ερωταποκρίσεως. Αλλέως όμως ο μονολογικός.
Σωκράτης.
Αλλά τότε έχεις δικαίωμα από όλους τους παρευρισκομένους να
εκλέξης όποιον θέλεις, και να είσαι βέβαιος ότι όλοι θα σε
ακούσουν χωρίς αντίστασιν. Αν θέλης όμως να ακούσης την συμβουλήν
μου, να προτιμήσης, κανένα από τους νέους, καθώς τον Θεαίτητον
απ' εδώ, ή και κανένα από τους άλλους, όποιος σου αρέσει.
Ξένος.
Φίλε Σωκράτη, μου είναι κάπως εντροπή, αφού πρώτην φοράν
γνωριζόμεθα, να μη συνομιλήσω μαζί σας με συντόμους εκφράσεις,
αλλά να αρχίσω μόνος ένα μακρόν μονόλογον, ωσάν διά να κάμω
επίδειξιν. Διότι πραγματικώς αυτό το ζήτημα που μου ερωτήσατε,
δεν είναι τόσον εύκολον, όσον θα ενόμιζε κανείς, αλλά απαιτεί
πολύ μακρόν λόγον. Αλλά πάλιν το να μη κάμω χάριν εις εσέ και εις
όλους τους παρευρισκομένους, αφού άλλως τε συ είπες εκείνα που
είπες, μου φαίνεται αφιλόξενον και άγριον. Δι' αυτό με όλην μου
την ευχαρίστησιν παραδέχομαι να αποτείνωμαι προς τον Θεαίτητον,
παρακινούμενος από όσα και μόνος μου προηγουμένως συνωμίλησα με
αυτόν, και από την ιδικήν σου αυτήν παρακίνησιν.
Θεαίτητος.
Άραγε όμως, φίλε Ξένε, θα είσαι και εις όλους τόσον υποχρεωτικός,
καθώς είπε ο Σωκράτης;
Ξένος.
Σχεδόν αυτό το ζήτημα το εξηντλήσαμεν πλέον, Θεαίτητε. Και τόρα
πλέον σχεδόν, καθώς φαίνεται, πρέπει εις εσέ να αποτείνω τον
λόγον. Τόρα όμως, αν κάποτε σε κουράζη το μήκος του, να μη
κατακρίνης εμέ, αλλά αυτούς εδώ τους ιδικούς σου φίλους.
Θεαίτητος.
Εγώ νομίζω ότι δεν θα αποκάμω τόσον εύκολα. Αν τύχη όμως και
συμβή κανένα τέτοιο πράγμα, θα συμπεριλάβωμεν και τον Σωκράτη
τούτον εδώ, τον συνονόματον με τον Σωκράτη μας και ιδικόν μου
ομήλικον και συμμαθητήν, ο οποίος δεν είναι ασυνήθιστος να
μοιράζεται μαζί μου όλας τας δυσκόλους εργασίας.
Ξένος.
Πολύ καλά, αυτά και μόνος σου ημπορείς να τα σκεφθής όσον
προχωρεί ο λόγος. Τόρα όμως πρέπει να συζητήσης μαζί μου,
αρχίζων, καθώς φαίνεται, πρώτον από τον σοφιστήν και να ερευνάς
και να εξηγής διά λόγου τι είναι. Διότι προς το παρόν συ και εγώ
το όνομα μόνον κατέχομεν εξ ίσου ως προς αυτόν. Ενώ το επάγγελμα,
διά το οποίον του δίδομεν αυτό το όνομα, δεν είναι παράδοξον ο
καθείς μας να το αντιλαμβάνεται διαφορετικά. Και όμως διά κάθε
πράγμα είναι προτιμότερον να εξηγή κανείς αυτό το ίδιον, παρά να
λέγη το όνομά του χωρίς να δίδη ορισμόν. Αυτό δε το γένος, το
οποίον τόρα έχομεν σκοπόν να ερευνήσωμεν, δεν είναι τόσον εύκολον
να το συλλάβωμεν και να εύρωμεν τι πράγμα είναι ο σοφιστής. Εξ
άλλου όμως όταν πρόκειται περί ενός μεγάλου ζητήματος ανέκαθεν
εθεωρήθη από όλους καλόν, να το προμελετούν εις μικρότερα και
ευκολώτερα παραδείγματα, πριν αρχίσουν τα ίδια τα δύσκολα. Τόρα
λοιπόν και εγώ, φίλε Θεαίτητε, δίδω την συμβουλήν εις τους δύο
μας να θεωρήσωμεν δύσκολον και ασύλληπτον το γένος του σοφιστού,
και να προμελετήσωμεν προηγουμένως την μέθοδον αυτού εις άλλο
ευκολώτερον, εκτός εάν συ έχης να ειπής άλλον συντομώτερον
δρόμον.
Θεαίτητος.
Όχι, δεν έχω.
Ξένος.
Δέχεσαι λοιπόν να συζητήσωμεν πρώτα κανέν παραμικρόν ζήτημα, και
έπειτα να προσπαθήσωμεν να το μεταχειρισθώμεν ως παράδειγμα διά
το μεγαλίτερον;
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Θέλεις λοιπόν να προτάξωμεν ένα ευνόητον και μικρόν ζήτημα, το
οποίον όμως δεν έχει μικρότερον ορισμόν από κανέν από τα δύσκολα;
Λόγου χάριν ο ασπαλιευτής που ψαρεύει με την ορμιά (1), άραγε δεν
είναι εις όλους γνωστός και δεν έχει ανάγκην πολύ μεγάλης μελέτης;
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Και όμως ελπίζω ότι αυτός δεν μας δίδει ακατάλληλον μέθοδον και
ορισμόν δι' εκείνο το οποίον θέλομεν.
Θεαίτητος.
Τότε είναι πολύ ωραία.
Ξένος.
Εμπρός λοιπόν ας αρχίσωμεν περί αυτού ως εξής. Ειπέ μου, άραγε θα
δεχθώμεν ότι αυτός είναι τεχνίτης ή άτεχνος, και ότι έχει κάποιαν
άλλην δύναμιν;
Θεαίτητος.
Διόλου μάλιστα, δεν είναι άτεχνος.
Ξένος.
Τόρα όμως από όλας τας τέχνας δύο είδη υπάρχουν σχεδόν.
Θεαίτητος.
Πώς εννοείς;
Ξένος.
Η γεωργία και όλη η προμήθεια του θνητού σώματος, και πάλιν η
κατασκευή από τας πρώτας όλας πραγμάτων τα οποία ονομάζομεν
σκεύη, έπειτα η μιμητική, όλα αυτά είναι πολύ δίκαιον να τα
ονομάζωμεν με έν όνομα.
Θεαίτητος.
Πώς και με ποίον;
Ξένος.
Παν ό,τι δεν υπάρχει προηγουμένως και το φέρει κανείς κατόπιν εις
την ύπαρξιν, αυτός μεν που το φέρει, λέγομεν ότι το κατασκευάζει,
αυτό δε που φέρεται λέγομεν ότι κατασκευάζεται.
Θεαίτητος.
Ορθότατα.
Ξένος.
Αλλά αυτά που αριθμήσαμεν προηγουμένως δεν είχαν όλα αυτήν την
ιδιότητα;
Θεαίτητος.
Είχαν βεβαίως.
Ξένος.
Τότε λοιπόν όλα αυτά ας τα συμπεριλάβωμεν με μίαν λέξιν εις την
παραγωγικήν.
Θεαίτητος.
Παραδέχομαι.
Ξένος.
Εξ άλλου πάλιν ολόκληρος η τάξις των σπουδών και γνώσεων, έπειτα
η χρηματιστική τέχνη και η αγωνιστική και η θηρευτική, επειδή δεν
παράγει τίποτε από όλα αυτά, αλλά απλώς τα υπάρχοντα και τα
παραχθέντα από άλλας τέχνας άλλα μεν τα οικειοποιείται με λόγους
και με πράξεις, άλλα δε δεν τα αφίνει εις τους οικειοποιηθέντας
αυτά, θα ήτο πολύ επιτυχημένον δι' όλα αυτά μαζί να ονομασθή
τέχνη κτητική.
Θεαίτητος.
Μάλιστα θα ήτο επιτυχημένον βεβαίως.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν, αφού όλαι αι τέχναι μαζί αποτελούν την κτητικήν και
την παραγωγικήν, εις ποίαν από αυτάς τας δύο θέλεις, καλέ
Θεαίτητε, να κατατάξωμεν την ασπαλιευτικήν;
Θεαίτητος.
Προφανώς εις την κτητικήν.
Ξένος.
Και τόρα πάλιν δεν υπάρχουν άραγε δύο μέρη της κτητικής; Και το
μεν έν μέρος είναι ανταλλαγή αμοιβαίως οικειοθελής διά των δωρεών
και των μισθώσεων και των αγοραπωλησιών, το δε άλλο, επειδή
οικειοποιείται ή με έργα ή με λόγους, ημπορεί γενικώς να ονομασθή
οικειοποιητικόν.
Θεαίτητος.
Αυτό τουλάχιστον φαίνεται από όσα ελέχθησαν.
Ξένος.
Και λοιπόν; Άραγε την οικειοποιητικήν δεν πρέπει να την διχάσωμεν
εις δύο;
Θεαίτητος.
Κατά ποίον τρόπον;
Ξένος.
Αφού θεωρήσωμεν ολόκληρον το φανερόν μέρος αυτής ως αγωνιστικόν,
ολόκληρον δε το κρύφιον ως θηρευτικόν.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Τόρα όμως πάλιν δεν είναι λογικόν να μη διχάσωμεν εις δύο και την
θηρευτικήν.
Θεαίτητος.
Λέγε κατά ποίον τρόπον.
Ξένος.
Το ένα μέρος αυτής διά την τάξιν των άψυχων, το δε άλλο διά την
τάξιν των εμψύχων.
Θεαίτητος.
Πώς όχι; αφού υπάρχουν αυτά και τα δύο;
Ξένος.
Και πώς δεν υπάρχουν; Και τόρα πρέπει ημείς την μεν τάξιν των
αψύχων, η οποία δεν έχει όνομα εκτός της κολυμβητικής και ολίγων
άλλων αναξίων λόγου, να την αφήσωμεν κατά μέρος, την δε άλλην
τάξιν η οποία αποτελεί το κυνήγιον των ζώων να την ονομάσωμεν
ζωοθηρικήν.
Θεαίτητος.
Παραδέχομαι.
Ξένος.
Της ζωοθηρικής πάλιν δεν είναι άραγε δίκαιον να παραδεχθώμεν δύο
είδη, και το μεν ένα διά την τάξιν των πεζών, το οποίον
διαιρείται εις πολλάς ονομασίας, να το ονομάσωμεν πεζοθηρικόν, το
δε άλλο δι' όλα τα άλλα κολυμβητικά ζώα να το ονομάσωμεν
ενυγροθηρικόν;
Θεαίτητος.
Πολύ μάλιστα.
Ξένος.
Από τα κολυμβητικά όμως το έν γένος δεν είναι πτηνά, το δε άλλο
ένυδρα;
Θεαίτητος.
Πώς δεν είναι;
Ξένος.
Και διά το γένος των πτηνών ολόκληρον το κυνήγιον νομίζω ότι
λέγεται ορνιθευτική.
Θεαίτητος.
Βεβαίως λέγεται.
Ξένος.
Το δε κυνήγιον των ενύδρων καθ' ολοκληρίαν σχεδόν λέγεται ψαρική.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Και λοιπόν; Αυτό πάλιν το κυνήγιον δεν ημπορούμεν να το
διαιρέσωμεν εις δύο μέρη;
Θεαίτητος.
Εις ποία;
Ξένος.
Εις έν το οποίον με περιφράγματα εκτελεί το κυνήγιον, και εις το
άλλο το οποίον τα πληγόνει.
Θεαίτητος.
Πώς το εννοείς και πώς διακρίνεις αυτά τα δύο;
Ξένος.
Το μεν ένα, επειδή γενικώς περικλείει κάτι τι και το εμποδίζει να
φύγη, είναι ορθόν να το ονομάσωμεν περιφραγματικόν.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Την καλαμωτήν δηλαδή και τα δίκτυα και τους βρόχους και τα
κοφινέλια (2) και τα παρόμοια άραγε άλλο τίποτε πρέπει να τα
ονομάσωμεν και όχι περιφράγματα;
Θεαίτητος.
Όχι άλλο.
Ξένος.
Επομένως το μέρος τούτο της ψαρικής θα το ονομάσωμεν
περιφρακτικόν ή κάτι παρόμοιον.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Το δε άλλο μέρος το οποίον γίνεται με άγκιστρα και με καμάκια διά
πληγώσεως και είναι διάφορον από εκείνο, είναι ανάγκη να το
ονομάσωμεν με μίαν λέξιν πληγωτικόν. Ή τι άλλο καλλίτερον όνομα
ημπορεί να δώση κανείς εις αυτό, καλέ Θεαίτητε;
Θεαίτητος.
Ας μη μας μέλη τόσον πολύ διά το όνομα, διότι και αυτό είναι
αρκετόν.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν του πληγωτικού το νυκτερινόν είδος, το οποίον
εξασκείται με φως, νομίζω ότι συμβαίνει να ονομάζεται από αυτούς
τους ιδίους πυρευτική.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Το άλλο δε είδος που γίνεται την ημέραν, επειδή κρατούν άγκιστρα
και καμάκια, λέγεται αγκιστρευτικόν.
Θεαίτητος.
Βεβαίως λέγεται.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν από αυτό το αγκιστρευτικόν μέρος της πληγωτικής
εκείνο μεν το οποίον εκτελείται από επάνω προς τα κάτω, επειδή
κυρίως μεταχειρίζονται εις αυτό τα καμάκια, νομίζω ότι λέγεται
καμακωτόν.
Θεαίτητος.
Μερικοί τουλάχιστον έτσι το ονομάζουν.
Ξένος.
Το δε υπόλοιπον είναι άλλο πάλιν είδος.
Θεαίτητος.
Ποίον είναι αυτό;
Ξένος.
Εκείνο εις το οποίον εκτελείται κατ' αντίθετον διεύθυνσιν η
πλήγωσις και όχι εις όποιον τύχη μέρος του σώματος των ψαριών
καθώς με τα καμάκια, αλλά προς την κεφαλήν και το στόμα του
συλλαμβανομένου εκάστοτε, οπότε ανασύρεται από τα κάτω προς τα
άνω με ράβδους και με καλάμια. Εις τούτο δε, φίλε Θεαίτητε, τι
όνομα πρέπει να δώσωμεν;
Θεαίτητος.
Νομίζω ότι τόρα συνεπληρώσαμεν εκείνο το είδος το οποίον προ
ολίγου εθέσαμεν ως πρόβλημα.
Ξένος.
Ώστε τόρα πλέον ως προς την ασπαλιευτικήν εγώ και συ όχι μόνον
εις το όνομα εσυμφωνήσαμεν, αλλά και τον ορισμόν αυτού του έργου
αρκετά καλά τον ωρίσαμεν. Διότι από το σύνολον των τεχνών, το
ήμισυ είπαμεν ότι είναι κτητικόν, από δε το κτητικόν το ήμισυ
οικειοποιητικόν, από δε το οικειοποιητικόν το ήμισυ είναι
θηρευτικόν, από δε το θηρευτικόν το ήμισυ ζωοθηρικόν, από δε το
ζωοθηρικόν το ήμισυ ενυγροθηρικόν, από δε το ενυγροθηρικόν
ολόκληρον το δεύτερον μέρος είναι η ψαρική, από δε την ψαρικήν το
ένα μέρος είναι το πληγωτικόν, από δε το πληγωτικόν το έν μέρος
είναι αγκιστρευτικόν. Από τούτο, δε το τελευταίον, το μέρος το
οποίον προσβάλλει το ψάρι κάτω και το σύρει προς τα άνω, κατά
παρομοίωσιν της πράξεως αυτής έλαβε το όνομα ασπαλιευτική, την
οποίαν εθέσαμεν εις το ζήτημά μας.
Θεαίτητος.
Χωρίς αμφιβολίαν τούτο το εξηγήσαμεν καθ' όλα τελείως.
Ξένος.
Εμπρός λοιπόν, συμφώνως με αυτό το παράδειγμα, ας δοκιμάσωμεν να
εύρωμεν και διά τον σοφιστήν, τι είναι.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Και βεβαίως εις την αρχήν το ζήτημά μας ήτο το εξής. Άραγε πρέπει
να θεωρήσωμεν τον ασπαλιευτήν ως κανένα άτεχνον ή ως τεχνίτην;
Θεαίτητος.
Βεβαίως.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν και τούτον, φίλε Θεαίτητε, ως άτεχνον θα τον
θεωρήσωμεν, ή απ' εναντίας ως αληθινόν σοφιστήν;
Θεαίτητος.
Διόλου μάλιστα άτεχνον. Διότι εννοώ τι θέλεις να ειπής, δηλαδή
ότι από κάθε άλλον είναι καλλίτερος τεχνίτης ένας που φέρει αυτό
το όνομα.
Ξένος.
Ναι, αλλά τότε ποίαν τέχνην θα παραδεχθώμεν ότι έχει αυτός;
Θεαίτητος.
Βέβαια πώς να την ορίση κανείς αυτήν πάλιν;
Ξένος.
Άραγε δι' όνομα θεού δεν μας ήλθε εις τον νουν, ότι εκείνος με
τούτον εδώ έχουν συγγένειαν;
Θεαίτητος.
Ποίος με ποίον;
Ξένος.
Ο ασπαλιευτής με τον σοφιστήν.
Θεαίτητος.
Κατά ποίον τρόπον;
Ξένος.
Και οι δύο μου φαίνονται ως ένα είδος κυνηγοί.
Θεαίτητος.
Τι κυνήγιον κάμνει αυτός ο άλλος; Διότι τον ένα από τους δύο τον
είπαμεν.
Ξένος.
Καθώς ενθυμείσαι, ολόκληρον την ζωοθηρικήν την διαιρέσαμεν εις
δύο, το μεν ένα κολυμβητικόν, το δε άλλο πεζοθηρικόν.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Και από τα κολυμβητικά εξετάσαμεν το έν μέρος των ενύδρων. Το δε
πεζοθηρικόν το αφήσαμεν αδιαίρετον και είπαμεν απλώς ότι έχει
πολλά είδη.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Λοιπόν έως εις αυτό το σημείον ο σοφιστής και ο ασπαλιευτής έχουν
την αρχήν από την ιδίαν τέχνην την κτητικήν.
Θεαίτητος.
Αυτό τουλάχιστον φαίνεται.
Ξένος.
Αλλάζουν όμως δρόμον από την ζωοθηρικήν και κάτω, διότι ο μεν
ένας πηγαίνει προς την θάλασσαν και τους ποταμούς και τας λίμνας
διά να συλλάβη τα εντός αυτών υπάρχοντα ζώα.
Θεαίτητος.
Τι άλλο βέβαια;
Ξένος.
Ο δε άλλος πηγαίνει εις την ξηράν και εις διαφορετικούς ποταμούς,
οι οποίοι είναι ωσάν λιβάδια γεμάτα από πλούτη και νεότητα, διά
να συλλάβη τα εντός αυτών βόσκοντα σφαχτά.
Θεαίτητος.
Πώς το εννοείς αυτό;
Ξένος.
Του πεζού κυνηγίου υπάρχουν δύο μεγάλα μέρη.
Θεαίτητος.
Ποίον είναι το έν και ποίον το άλλο;
Ξένος.
Το ένα είναι κυνήγιον των ημέρων, το δε άλλο των αγρίων.
Θεαίτητος.
Και πώς; Υπάρχει ποτέ κυνήγιον ημέρων;
Ξένος.
Εάν ο άνθρωπος είναι ήμερον ζώον, βεβαίως υπάρχει. Συ όμως δέξου
ό,τι σου αρέσει, και αν θέλεις μη παραδέχεσαι κανέν ως ήμερον, ή
δέξου άλλο κανέν ως ήμερον, τον δε άνθρωπον ως άγριον (!), είτε
πάλιν ότι θεωρείς τον άνθρωπον ήμερον και ότι δεν παραδέχεσαι
κυνήγιον των ανθρώπων. Από όλα αυτά ό,τι σου αρέσει, όρισέ το και
εμπρός μας.
Θεαίτητος.
Τότε, αγαπητέ Ξένε, λέγω ότι ημείς είμεθα ήμερα ζώα, και
παραδέχομαι ότι υπάρχει κυνήγιον ανθρώπων.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν ας δεχθώμεν ότι και η ημεροθηρική έχει δύο μέρη.
Θεαίτητος.
Πώς θα τα διακρίνωμεν;
Ξένος.
Την μεν ληστρικήν και ανδραποδιστικήν και τυραννικήν και το όλον
της πολεμικής, όλα αυτά μαζί θα τα ορίσωμεν ως βίαιον κυνήγιον.
Θεαίτητος.
Πολύ καλά.
Ξένος.
Την δε δικηγορικήν και δημηγορικήν και συζητητικήν, όλην μαζί
πάλιν θα την ονομάσωμεν με ένα όνομα επάνω κάτω πιθανουργικήν.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Και λοιπόν της πιθανουργικής αυτής ας παραδεχθώμεν δύο γένη.
Θεαίτητος.
Ποία;
Ξένος.
Το μεν ένα ιδιωτικώς γινόμενον (ιδιοθηρευτική), το δε άλλο
δημοσία.
Θεαίτητος.
Και βεβαίως γίνονται το καθέν από αυτά ανά έν είδος.
Ξένος.
Λοιπόν τόρα πάλιν αυτής της ιδιοθηρευτικής το μεν ένα μέρος δεν
είναι μισθωτόν, το δε άλλο δωροδοτικόν;
Θεαίτητος.
Αυτό δεν το εννοώ.
Ξένος.
Καθώς φαίνεται, δεν έδωκες προσοχήν εις το κυνήγιον των
ερωτευμένων.
Θεαίτητος.
Ως προς τι;
Ξένος.
Ότι εις το κυνηγημένον προσφέρουν περιπλέον και δώρα.
Θεαίτητος.
Αυτό είναι αληθέστατον.
Ξένος.
Αυτό λοιπόν ας το θεωρήσωμεν ως το είδος της ερωτικής
τέχνης.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Από δε το μισθωτόν το μέρος μεν το οποίον συνομιλεί γοητευτικώς
και όλως διόλου με την ηδονήν δελεάζει και εισπράττει ως μισθόν
την τροφήν του μόνον, και αυτό, νομίζω, ότι όλοι θα το ωνομάζαμεν
κολακικήν, ή επάνω κάτω ηδυντικήν τέχνην.
Θεαίτητος.
Και πώς όχι;
Ξένος.
Το άλλο όμως το οποίον ρεκλαμάρει ότι κάμνει τας συζητήσεις χάριν
της αρετής, ως μισθόν όμως εισπράττει νόμισμα, άραγε αυτό το
γένος δεν αξίζει να το ονομάσωμεν με άλλο όνομα;
Θεαίτητος.
Βεβαίως αξίζει.
Ξένος.
Ποίον λοιπόν είναι αυτό το όνομα; Προσπάθησε να το εύρης.
Θεαίτητος.
Αυτό πλέον είναι ολοφάνερον. Μου φαίνεται δηλαδή ότι επετύχαμεν
τον σοφιστήν. Αυτό λοιπόν το όνομα νομίζω ότι πρέπει να
αποδώσωμεν εις αυτόν.
Ξένος.
Τότε λοιπόν, φίλε Θεαίτητε, συμφώνως προς όσα είπαμεν φαίνεται
ότι σοφιστική πρέπει να ονομασθή το κυνήγιον της κτητικής,
οικειοποιητικής, θηρευτικής, ζωοθηρικής, πεζοθηρικής,
ημεροθηρικής ή ανθρωποθηρίας, πιθανουργικής, ιδιοθηρικής,
μισθαρνικής, νομισματοπαιδευτικής τέχνης.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Αλλά ας εξετάσωμεν και κατά τον εξής τρόπον, διότι αυτό το οποίον
τόρα εξετάζομεν δεν ανήκει εις καμμίαν μηδαμινήν τέχνην, αλλά εις
πολύ μάλιστα κομψήν. Διότι εις τα προηγούμενα φαίνεται πιθανόν
ότι αυτή η τέχνη δεν είναι αυτό το οποίον ημείς τόρα εξηγούμεν,
αλλά κάποιον άλλο γένος.
Θεαίτητος.
Πώς λοιπόν;
Ξένος.
Το είδος της κτητικής τέχνης είπαμεν, νομίζω, ότι είναι δύο
ειδών, και έχει το μεν ένα μέρος θηρευτικόν, το δε άλλο
ανταλλακτικόν.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν αυτής της ανταλλακτικής θέλεις να δεχθώμεν δύο είδη,
το μεν ένα δωρητικόν, το δε άλλο αγοραστικόν;
Θεαίτητος.
Ας είναι.
Ξένος.
Και πάλιν όμως θα ειπούμεν ότι η αγοραστική διχάζεται εις δύο.
Θεαίτητος.
Κατά ποίον τρόπον.
Ξένος.
Εκείνην μεν, η οποία πωλεί ιδικά της προϊόντα, θα την ονομάσωμεν
αυτοπωλικήν, εκείνην δε η οποία πωλεί ξένα έργα μεταπωλητικήν.
Θεαίτητος.
Πολύ καλά.
Ξένος.
Και λοιπόν; Από την μεταπωλικήν αυτήν, η εντός της ιδίας πόλεως
ανταλλαγή, η οποία είναι σχεδόν το ήμισυ μέρος, δεν λέγεται
καπηλική;
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Εκείνη όμως, η οποία ανταλλάσσει αγοραπωλησιακώς, μεταβαίνουσα
από μίαν πόλιν εις άλλην, δεν λέγεται εμπορική;
Θεαίτητος.
Και πώς όχι;
Ξένος.
Από αυτήν δε την εμπορικήν άραγε δεν μας ήλθε ποτε εις τον νουν
ότι το μεν ένα είδος της ανταλλάσσει με νόμισμα όσα τρέφουν και
ωφελούν το σώμα, το δε άλλο όσα τρέφουν και ωφελούν την ψυχήν;
Θεαίτητος.
Αυτό πώς το ονομάζεις;
Ξένος.
Εκείνο το οποίον αφορά εις την ψυχήν ίσως δεν είναι γνωστόν, το
άλλο όμως το γνωρίζομεν.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Εκείνο λοιπόν ας το ονομάσωμεν γενικώς μουσικήν, μεταφερομένην
από την μίαν πόλιν εις την άλλην και πωλουμένην, και ζωγραφικήν
και ταχυδακτυλουργικήν. Και πολλά άλλα όποιος τα μεταφέρει και τα
πωλεί διά την ψυχήν είτε χάριν ανακουφίσεως είτε χάριν σπουδής,
δεν είναι ολιγώτερον ορθόν να ονομασθή έμπορος από εκείνον ο
οποίος πωλεί τρόφιμα και ποτά.
Θεαίτητος.
Αυτό είναι αληθέστατον.
Ξένος.
Τότε λοιπόν και όστις πωλεί μαθήματα και μεταβαίνει από μίαν
πόλιν εις άλλην δεν θα τον ονομάσης με το ίδιον όνομα;
Θεαίτητος.
Πάρα πολύ μάλιστα.
Ξένος.
Από αυτήν λοιπόν τόρα την ψυχεμπορικήν δεν είναι δίκαιον το μεν
ένα μέρος να λέγεται επιδεικτικόν, το δε άλλο μέρος, αν και δεν
είναι ολιγώτερον γελοίον από το προηγούμενον, επειδή όμως
αποτελεί πώλησιν μαθημάτων, δεν είναι ορθόν να λάβη ένα όνομα
ανάλογον προς την πράξιν;
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Από αυτήν λοιπόν την μαθηματοπωλικήν, το μεν ένα μέρος το οποίον
αφορά εις τας άλλας τέχνας πρέπει να λάβη άλλο όνομα, εκείνο δε
το οποίον αφορά εις την αρετήν πρέπει να λάβη άλλο.
Θεαίτητος.
Και πώς όχι;
Ξένος.
Και βεβαίως εκείνο το οποίον αφορά εις τα άλλα αρμόζει να
ονομασθή τεχνοπωλικόν, εκείνο όμως το οποίον αφορά εις αυτό εδώ,
συ προσπάθησε να το ειπής.
Θεαίτητος.
Τι άλλο όνομα να ειπή κανείς χωρίς να κάμη λάθος, παρά ότι αυτό
το οποίον ζητούμεν είναι το σοφιστικόν γένος;
Ξένος.
Όχι κανέν άλλο. Και τόρα ας συνοψίσωμεν αυτό, και ας ειπούμεν ότι
διά δευτέραν φοράν απεδείχθη ως σοφιστική τέχνη το μέρος της
κτητικής, ανταλλακτικής, αγοραστικής, μεταπωλικής, εμπορικής,
ψυχεμπορικής, το οποίον με λόγους και με μαθήματα πωλεί την
αρετήν.
Θεαίτητος.
Πολύ ωραία.
Ξένος.
Τρίτον δε, και όταν κανείς διαμένη εντός της πόλεως και άλλα μεν
μαθήματα πωλή ως μεταπωλητής, άλλα δε ως ιδικήν του εφεύρεσιν,
και από αυτά κερδίζη το ψωμί του, νομίζω ότι και εις τούτο συ δεν
θα δώσης άλλο όνομα, παρά αυτό το προηγούμενον.
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Επομένως και από την κτητικήν το ανταλλακτικόν, αγοραστικόν,
μεταπωλικόν ή αυτοπωλικόν — πάρε όποιον θέλεις από τα δύο διά το
μαθηματοπωλικόν αυτό είδος — συ πάλιν, καθώς φαίνεται, θα το
ονομάσης σοφιστικόν.
Θεαίτητος.
Κατ' ανάγκην, διότι πρέπει να παρακολουθώ τον λόγον.
Ξένος.
Τότε λοιπόν ας εξετάσωμεν ακόμη μήπως αυτό το γένος, το οποίον
ζητούμεν να εύρωμεν, ομοιάζει κάπως με το εξής.
Θεαίτητος.
Με ποίον;
Ξένος.
Της κτητικής είπαμεν ότι το κάποιον μέρος ήτο η αγωνιστική.
Θεαίτητος.
Μάλιστα, ήτο.
Ξένος.
Ώστε δεν είναι απρεπές να την διαιρέσωμεν και αυτήν εις δύο μέρη.
Θεαίτητος.
Λέγε ποία.
Ξένος.
Το έν να το ονομάσωμεν αμιλλητικόν, το δε άλλο μαχητικόν.
Θεαίτητος.
Παραδέχομαι.
Ξένος.
Από την μαχητικήν λοιπόν το μέρος, το οποίον γίνεται με σώμα προς
σώμα, ορθόν και πρέπον είναι να το ονομάσωμεν επάνω κάτω
εκβιαστικόν.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Το άλλο όμως με λόγους προς λόγους, πώς αλλέως να το ονομάσωμεν,
φίλε Θεαίτητε, παρά αμφισβητικόν;
Θεαίτητος.
Τίποτε άλλο.
Ξένος.
Και πάλιν το αμφισβητικόν πρέπει να το διαιρέσωμεν εις δύο.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Δηλαδή καθ' όσον γίνεται δημοσία με μακρόν λόγον προς μακρόν περί
των δικαίων και αδίκων, να το ονομάσωμεν δικανικόν.
Θεαίτητος.
Πολύ καλά.
Ξένος.
Το ιδιωτικόν όμως, το οποίον κατακερματίζεται με ερωτήσεις και με
αποκρίσεις, άλλο τίποτε συνηθίζομεν να το ονομάζωμεν παρά
αντιλογικόν;
Θεαίτητος.
Όχι άλλο.
Ξένος.
Από δε το αντιλογικόν το μέρος, το οποίον αφορά τα
διαφιλονικούμενα συμβόλαια, εξασκείται δε όπως τύχη και άνευ
τέχνης, πρέπει μεν και αυτό να το θεωρήσωμεν ως έν είδος, αφού ο
ορισμός μας το διέκρινε ως διαφορετικόν, όνομα όμως ούτε οι άλλοι
έδωκαν εις αυτό, ούτε και ημείς αξίζει να δώσωμεν.
Θεαίτητος.
Έχεις δίκαιον, διότι υποδιαιρείται εις μικρά και πολυποίκιλα
είδη.
Ξένος.
Το άλλο μέρος όμως το τεχνικόν, το οποίον συζητεί διά τα δίκαια
και άδικα και εν γένει όλα τα άλλα, άραγε δεν συνηθίζομεν να το
ονομάζωμεν εριστικόν;
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Και πάλιν από το εριστικόν το ένα μέρος είναι χρηματοφθορικόν, το
δε άλλο χρηματιστικόν.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν πρέπει να προσπαθήσωμεν να εύρωμεν το όνομα, το
οποίον πρέπει να αποδώσωμεν εις έκαστον από αυτά τα δύο.
Θεαίτητος.
Βεβαίως πρέπει.
Ξένος.
Λοιπόν νομίζω ότι εκείνο, το οποίον ευχαριστείται με αυτά και
αμελεί τας οικογενειακάς του υποθέσεις, ως προς το λεκτικόν όμως
δεν προξενεί ευχαρίστησιν εις τους περισσοτέρους ακροατάς, αυτό
κατά την γνώμην μου δεν πρέπει να ονομασθή αλλέως παρά
αδολεσχικόν.
Θεαίτητος.
Βεβαίως λέγεται ούτω πως.
Ξένος.
Το αντίθετον λοιπόν τούτου, το οποίον κερδίζει από τας ιδιωτικάς
έριδας, τόρα εις την σειράν σου προσπάθησε να το ειπής εσύ.
Θεαίτητος.
Πώς αλλέως ημπορεί να το ονομάση κανείς χωρίς να κάμη λάθος, παρά
ότι είναι εκείνος ο αξιοθαύμαστος (!), τον οποίον ανακαλύπτομεν
διά τετάρτην φοράν, δηλαδή ο σοφιστής;
Ξένος.
Βεβαίως όχι άλλος. Ώστε, καθώς φαίνεται, ο σοφιστής είναι το
χρηματιστικόν είδος της εριστικής, της αντιλογικής, της
αμφισβητικής, της μαχητικής, της αγωνιστικής, της κτητικής
τέχνης, καθώς απέδειξε πάλιν ο μακρός αυτός ορισμός.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Βλέπεις λοιπόν ότι είπαμεν καλά, ότι αυτό το θηρίον είναι
πολύμορφον και κατά την παροιμίαν δεν πιάνεται με ένα χέρι.
Θεαίτητος.
Τότε λοιπόν ας το πιάσωμεν με τα δύο.
Ξένος.
Βεβαίως πρέπει, και όσον μας είναι δυνατόν αυτό πρέπει να το
πράξωμεν, ζητούντες κανέν ίχνος αυτού καθώς είναι το εξής. Ειπέ
μου, σε παρακαλώ, υπάρχουν μερικά ονόματα διά τας οικιακάς
υπηρεσίας;
Θεαίτητος.
Υπάρχουν και πολλά μάλιστα, συ όμως ποία από τα πολλά ερωτάς;
Ξένος.
Καθώς παραδείγματος χάριν το στράγγισμα και το κοσκίνισμα και το
εξάφρισμα και το αποδιάλεγμα.
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Ακόμη δε το ξαίσιμον, κλώσιμον, υφάσιμον και χίλια άλλα παρόμοια
υπάρχουν μεταξύ των διαφόρων τεχνών. Δεν είναι έτσι;
Θεαίτητος.
Τι κυρίως θέλεις να εξηγήσης δι' αυτά και τα εξέλεξες ως
παραδείγματα δι' όλα τα άλλα;
Ξένος.
Νομίζω ότι όσα είπαμεν, είναι όλα διαχωριστικά.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Συμφώνως λοιπόν με τον ορισμόν μου, ο οποίος τα χαρακτηρίζει ως
να είναι μία τέχνη, αξίζει να της αποδώσωμεν ένα όνομα.
Θεαίτητος.
Πώς να την ονομάσωμεν;
Ξένος.
Αποχωριστικήν;
Θεαίτητος.
Πολύ καλά.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν πάλιν πρόσεξε αν ημπορούμεν να εύρωμεν δύο είδη
αυτής.
Θεαίτητος.
Πολύ βιαστικήν σκέψιν μου επιβάλλεις αναλόγως των δυνάμεών μου.
Ξένος.
Και όμως εις τας προηγουμένας αποχωρίσεις, αφ' ενός επρόκειτο να
αποχωρίσωμεν το χειρότερον από το καλλίτερον, εξ άλλου δε το
όμοιον από το όμοιον.
Θεαίτητος.
Τόρα, που το είπες έτσι, σχεδόν το εννοώ.
Ξένος.
Διά το έν είδος λοιπόν δεν γνωρίζω να υπάρχη όνομα, διά το άλλο
όμως το οποίον αφίνει πίσω το καλλίτερον και αποβάλλει το
χειρότερον, γνωρίζω.
Θεαίτητος.
Λέγε το.
Ξένος.
Πάσα τοιαύτη αποχώρισις, καθώς εγώ φρονώ, λέγεται από όλους
καθάρισμα.
Θεαίτητος.
Μάλιστα λέγεται.
Ξένος.
Αλλά το καθαρτικόν αυτό είδος πάλιν, δεν βλέπει ο καθείς ότι
είναι δύο ειδών;
Θεαίτητος.
Βεβαίως, όταν ίσως έχη καιρόν. Εγώ όμως τόρα δεν το βλέπω.
Ξένος.
Και όμως τα είδη των καθαρισμάτων, τα οποία αναφέρονται εις το
σώμα, πρέπει να τα συμπεριλάβωμεν με ένα όνομα.
Θεαίτητος.
Ποία και με ποίον;
Ξένος.
Πρώτον τα καθαρίσματα των ζώων, όσα αποχωρίζονται ορθώς εις το
εσωτερικόν του σώματος από την γυμναστικήν και την ιατρικήν και
καθαρίζονται, και τα εξωτερικά, τα οποία δεν είναι πολύ σπουδαία,
και τα εκτελεί το λούσιμον. Και δεύτερον τα καθαρίσματα των
αψύχων σωμάτων, τα οποία εκτελεί η βαφική και όλη η κοσμητική
τέχνη και έχει διάφορα μικρά και κωμικά κάπως ονόματα.
Θεαίτητος.
Πολύ μάλιστα.
Ξένος.
Πραγματικώς, φίλε Θεαίτητε. Αλλά βεβαίως εις την μέθοδον των
ορισμών δεν έχει μεγάλην διαφοράν η σπογγιστική από την
φαρμακοποσίαν, εάν η μία με το καθάρισμά της μας ωφελή ολίγον και
η άλλη πολύ. Διότι χάριν της μορφώσεως προσπαθεί να εννοήση εις
όλας τας τέχνας τι είναι συγγενές και τι δεν είναι, και δι' αυτό
τιμά όλας εξ ίσου, και δεν θεωρεί γελοιωδέστερον κανέν από όσα
ομοιάζουν, ούτε νομίζει διόλου αξιοθαυμαστοτέραν την στρατηγικήν
από το ξεψείρισμα, όταν ορίζη την κυνηγετικήν τέχνην, αλλά τας
περισσοτέρας φοράς την θεωρεί ως μάλλον φουσκωμένην. Το ίδιον
λοιπόν και τόρα δι' αυτό που ερώτησες, τι όνομα θα αποδώσωμεν εις
όλας εν γένει τας δυνάμεις, αι οποίαι ανέλαβαν να καθαρίσουν κάθε
σώμα είτε έμψυχον είτε άψυχον. Δι' αυτήν δεν έχει καμμίαν
διαφοράν ποίον όνομα θα φανή αρμοδιώτερον. Αρκεί μόνον να
συμπεριλάβη όλα τα καθαρίσματα της ψυχής σφικτοδεμένα ιδιαιτέρως
από όσα καθαρίζουν άλλο τίποτε. Διότι εδώ πρόκειται να
διακρίνωμεν το καθάρισμα της διανοίας από όλα τα άλλα, εάν βέβαια
εννοούμεν την σημασίαν του.
Θεαίτητος.
Το ενόησα και παραδέχομαι δύο είδη καθαρίσματος, και ότι το έν
είδος αναφέρεται εις την ψυχήν, διακρινόμενον από το καθάρισμα
του σώματος.
Ξένος.
Περίφημα. Και σε παρακαλώ τόρα πάλιν άκουσε τα κατόπιν και
προσπάθησε, αυτό το οποίον είπαμεν να το διαιρέσης εις δύο.
Θεαίτητος.
Όπως με οδηγήσης, θα προσπαθήσω να σου το διαιρέσω.
Ξένος.
Εις την ψυχήν δεν χωρίζομεν την μοχθηρίαν από την αρετήν;
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Και όμως ωνομάσαμεν καθάρισμα το να αφίνωμεν πίσω ένα μέρος και
να αποβάλλωμεν όσον είναι κακόν.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Τότε λοιπόν και διά την ψυχήν καθ' όσον ευρίσκομεν καμμίαν
αφαίρεσιν κακίας, θα είναι αρμονικόν να την ονομάσωμεν κάθαρσιν.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Δύο όμως είδη κακίας πρέπει να ορίσωμεν διά την ψυχήν.
Θεαίτητος.
Ποία;
Ξένος.
Το ένα καθώς είναι εις το σώμα η ασθένεια, το δε άλλο καθώς είναι
εις αυτό η ασχημία.
Θεαίτητος.
Δεν ενόησα.
Ξένος.
Μήπως τυχόν δεν αντελήφθης ότι η ασθένεια είναι το ίδιον με την
διχόνοιαν;
Θεαίτητος.
Ούτε και εις αυτό πάλιν ημπορώ να σου δώσω καμμίαν απάντησιν.
Ξένος.
Μήπως άραγε διότι νομίζεις ότι είναι διαφορετικόν πράγμα η
διχόνοια, παρά η από κάποιαν διαφθοράν διαφορά (διαφωνία) του εκ
φύσεως συγγενούς μέρους;
Θεαίτητος.
Δεν νομίζω.
Ξένος.
Αλλά η ασχημία είναι άλλο τίποτε παρά το είδος εν γένει της
ασυμμετρίας, το οποίον αποστρεφόμεθα;
Θεαίτητος.
Διόλου μάλιστα δεν είναι άλλο.
Ξένος.
Και λοιπόν; Άραγε εντός της ψυχής εκείνων οι οποίοι δεν είναι εις
καλήν κατάστασιν δεν αντελήφθημεν ότι αι γνώμαι διαφωνούν με τας
ορέξεις και η βούλησις με τας ηδονάς και το λογικόν με τας λύπας
και όλα μαζί μεταξύ των;
Θεαίτητος.
Φοβερά μάλιστα.
Ξένος.
Και όμως αυτά όλα δεν είναι συγγενή εξ ανάγκης;
Θεαίτητος.
Πώς δεν είναι;
Ξένος.
Τότε λοιπόν ορθόν να ονομάσωμεν διχόνοιαν και ασθένειαν της ψυχής
την πονηρίαν.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά βεβαίως.
Ξένος.
Και λοιπόν; όσα έλαβαν μίαν κίνησιν και ένα σκοπόν και δοκιμάζουν
να τον επιτύχουν, αλλά εις εκάστην ορμήν παραφέρονται
(εκτροχιάζονται) και αποτυγχάνουν, τι θα ειπούμεν δι' αυτά; Άραγε
ότι από συμμετρίαν αναμεταξύ των τα παθαίνουν αυτά, ή το
αντίθετον από ασυμμετρίαν;
Θεαίτητος.
Είναι προφανές ότι τα παθαίνουν από ασυμμετρίαν.
Ξένος.
Αλλά πάλιν γνωρίζομεν ότι παν ό,τι δεν γνωρίζει η ψυχή, το κάμνει
χωρίς να θέλη.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Και βεβαίως αμάθεια θα ειπή, όταν η ψυχή ορμά να συλλάβη την
αλήθειαν και παραφερθή (εκτροχιασθή) η σύνεσίς της, και τούτο δεν
είναι άλλο τίποτε, ει μη παραφροσύνη (=παράφορος σύνεσις).
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Επομένως την ανόητον ψυχήν πρέπει να την χαρακτηρίσωμεν ως
άσχημον και ασύμμετρον.
Θεαίτητος.
Έτσι φαίνεται.
Ξένος.
Και λοιπόν, καθώς φαίνεται, αυτά τα δύο είδη της κακίας υπάρχουν
εντός αυτής, και το μεν έν ονομάζεται από τον λαόν πονηρία, και
είναι προφανώς ασθένεια αυτής.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Το άλλο όμως το ονομάζουν αμάθειαν, δεν θέλουν όμως να
παραδεχθούν ότι είναι κακία η οποία υπάρχει μόνον εις την ψυχήν.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος εις αυτό το οποίον είπες και προ ολίγου, αλλά
εγώ αμφέβαλλα, ότι δηλαδή υπάρχουν εντός της ψυχής δύο είδη
κακίας, και την μεν δειλίαν και ακολασίαν και αδικίαν εν γένει
πρέπει να τα θεωρήσωμεν ως ασθένειαν εντός ημών, το δε πάθος της
μεγάλης και ποικίλης αμαθείας ως ασχημίαν.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν δι' αυτά τα δύο παθήματα όταν είναι εις το σώμα δεν
εδημιουργήθησαν αι εξής δύο τέχναι;
Θεαίτητος.
Ποίαι είναι αυταί;
Ξένος.
Δια μεν την ασχημίαν η γυμναστική, διά δε την ασθένειαν η
ιατρική.
Θεαίτητος.
Αυτό φαίνεται.
Ξένος.
Και λοιπόν διά την ύβριν, και την αδικίαν και δειλίαν δεν είναι
από όλας τας τέχνας καταλληλοτέρα ανταπόδοσις η σωφρονιστική;
Θεαίτητος.
Αυτή φαίνεται η καταλληλοτέρα, τουλάχιστον καθώς φρονούν όλοι οι
άνθρωποι.
Ξένος.
Δια το άλλο όμως; Δηλαδή διά την αμάθειαν εν γένει άραγε άλλη
καμμία είναι καταλληλοτέρα παρά η διδασκαλική;
Θεαίτητος.
Καμμία άλλη.
Ξένος.
Εμπρός λοιπόν. Άραγε της διδασκαλικής έν μέρος θα παραδεχθώμεν, ή
περισσότερα, και προ πάντων ότι δύο είναι τα μεγαλύτερα; Πρόσεξε.
Θεαίτητος.
Προσέχω.
Ξένος.
Και νομίζω ότι κατά τον εξής τρόπον είναι δυνατόν να το εύρωμεν;
Θεαίτητος.
Κατά ποιον τρόπον;
Ξένος.
Να παρατηρήσωμεν αν η αμάθεια επιδέχεται εις το μέσον κανένα
διχασμόν. Διότι, όταν αυτή χωρισθή εις δύο, έπεται ότι θα
αναγκάση και την διδασκαλικήν να έχη δύο μέρη, ανά έν δι' έκαστον
μέρος αυτής.
Θεαίτητος.
Και λοιπόν; Μήπως εννοείς κάπως αυτό το οποίον ζητούμεν να
εύρωμεν;
Ξένος.
Τουλάχιστον φρονώ ότι βλέπω καλά ένα μεγάλο και δύσκολον μέρος
της αμαθείας ξεχωριστόν, το οποίον ισοφαρίζει με όλα τα άλλα μέρη
αυτής.
Θεαίτητος.
Ποίον δηλαδή;
Ξένος.
Το να μη γνωρίζη κανείς κάτι τι, και όμως να νομίζη ότι το
γνωρίζει. Από το οποίον προέρχονται όλα σχεδόν τα σφάλματα της
διανοίας μας.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Ναι· ωρισμένως εις αυτό μόνον το είδος της αμαθείας νομίζω ότι
πρέπει ιδιαιτέρως να προστεθή το όνομα απαιδευσία.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Τότε λοιπόν πώς πρέπει να ονομάσωμεν το μέρος της διδασκαλικής,
το οποίον μας απαλλάσσει από αυτό;
Θεαίτητος.
Νομίζω, καλέ μου Ξένε, ότι το μεν άλλο μέρος το ονομάζομεν
οικοδομητικήν διδασκαλίαν, τούτο όμως το λέγομεν εδώ εκπαίδευσιν.
Ξένος.
Αλλά και εις όλα σχεδόν τα ελληνικά μέρη, καλέ Θεαίτητε, έτσι το
λέγουν. Πρέπει όμως ημείς να σκεφθώμεν ακόμη, αν αυτό είναι έν
όλον αδιαίρετον, ή μήπως επιδέχεται διχασμόν άξιον να λάβη όνομα.
Θεαίτητος.
Βεβαίως πρέπει να σκεφθώμεν.
Ξένος.
Εγώ λοιπόν νομίζω ότι και τούτο διχάζεται κάπως.
Θεαίτητος.
Κατά ποίον τρόπον;
Ξένος.
Η διδασκαλία διά λόγων μου φαίνεται, ότι έχει μίαν μέθοδον κάπως
τραχυτέραν, και μίαν άλλην ηπιωτέραν.
Θεαίτητος.
Ποία λοιπόν να ειπούμεν ότι είναι η κάθε μία από αυτάς;
Ξένος.
Η μία είναι η αρχαιοπρεπής κατά τα πάτρια, την οποίαν άλλοτε
εφήρμοζαν προ πάντων εις τους υιούς των, και ακόμη και σήμερον
εφαρμόζουν πολλοί, όταν κάμουν εις αυτούς καμμίαν παρεκτροπήν,
και άλλοτε μεν τους επιπλήττουν, άλλοτε δε τους συμβουλεύουν με
μαλακώτερον τρόπον. Αυτήν λοιπόν την μέθοδον ημπορούμεν να την
ονομάσωμεν νουθετητικήν.
Θεαίτητος.
Αυτό είναι αληθές.
Ξένος.
Ως προς την άλλην πάλιν, φαίνεται ότι μερικοί εξήτασαν τον εαυτόν
των (!) και ανεγνώρισαν ότι η απαιδευσία είναι πάντοτε ανωτέρα
της θελήσεώς των, και ότι εκείνος ο οποίος νομίζει ότι είναι
σοφός, ποτέ δεν δέχεται να μάθη τίποτε, από όσα νομίζει ότι
γνωρίζει με δεινότητα, και τότε η νουθετητική μέθοδος όσον και αν
κοπιάση, πολύ μικρά αποτελέσματα φέρει.
Θεαίτητος.
Πολύ καλά έκριναν.
Ξένος.
Προς εκρίζωσιν λοιπόν αυτής της δοκησισοφίας ακολουθούν άλλην
μέθοδον.
Θεαίτητος.
Ποίαν δηλαδή;
Ξένος.
Συζητούν δι' όσα ένας νομίζει ότι λέγει τίποτε σπουδαίον ενώ δεν
λέγει τίποτε. Και φυσικά, επειδή αυτοί απατώνται εις τας γνώμας
των, ευκόλως τους ξεσκεπάζουν. Αφού λοιπόν με την συζήτησιν τας
πλησιάσουν και τας συγκρίνουν την μίαν με την άλλην, αποδεικνύουν
ότι αι ίδιαι αντιφάσκουν προς τον εαυτόν των διά τα ίδια
ζητήματα, σχετικώς με τα ίδια πράγματα, και υπό την ιδίαν έποψιν.
Αυτοί δε τα βλέπουν πλέον και οργίζονται με τον εαυτόν των, ενώ
εμπρός εις τους άλλους γίνονται ήμεροι. Με αυτόν δε τον τρόπον
απαλλάσσονται από τας μεγάλας και σκληροτραχήλους εγωιστικάς
ιδέας των, και αυτή η απαλλαγή και τους άλλους ευχαριστεί
περισσότερον από κάθε άλλην, και εις τον ασθενή επέρχεται με
μεγάλην ασφάλειαν. Διότι, παιδί μου, όσοι τους καθαρίζουν
νομίζουν, καθώς οι ιατροί των σωμάτων, ότι δεν ημπορεί το σώμα
προηγουμένως να λάβη την προσφερομένην τροφήν, πριν να βγάλη
κανείς όσα εμπόδια έχει εντός του. Το ίδιον λοιπόν απεφάσισαν και
εκείνοι διά την ψυχήν, δηλαδή να μη απολαύση προηγουμένως την
ωφέλειαν, την οποίαν της παρέχουν τα προσφερόμενα μαθήματα, πριν
με την εξέλεγξιν να φέρουν τον ελεγχόμενον εις την θέσιν να
εντραπή πολύ, και να βγάλη από μέσα του τας ιδέας αι οποίαι
φέρουν προσκόμματα εις τα μαθήματα, και να γίνη καθαρός, και να
νομίζη ότι γνωρίζει μόνον όσα γνωρίζει και όχι περισσότερα.
Θεαίτητος.
Τουλάχιστον αυτή η υγιεινή είναι η ωφελιμωτέρα και η φρονιμωτέρα.
Ξένος.
Λοιπόν δι' όλα αυτά, καλέ Θεαίτητε, πρέπει και την εξέλεγξιν να
την θεωρούμεν ως την μεγαλιτέραν και σπουδαιοτέραν κάθαρσιν, και
πάλιν τον ανεξέλεγκτον, οποιοσδήποτε και αν είναι, έστω και ο
μεγαλίτερος βασιλεύς του κόσμου, πρέπει να τον θεωρούμεν ως παρά
πολύ ακαθάριστον, και ότι είναι απαίδευτος και άσχημος εις
πράγματα, εις τα οποία έπρεπε να είναι καθαρώτατος και
ωραιότατος, όστις θέλει να είναι πραγματικώς ευτυχής.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Και λοιπόν, όσους έχουν αυτήν την τέχνην, πώς θα τους ονομάσωμεν;
Διότι εγώ φοβούμαι να τους ονομάσω σοφιστάς.
Θεαίτητος.
Διατί δηλαδή;
Ξένος.
Μήπως τους αποδώσωμεν μεγαλίτερον αξίωμα από ό,τι τους πρέπει
(!).
Θεαίτητος.
Και όμως όλα αυτά όσα είπαμεν αρμόζουν εις κάτι τι παρόμοιον.
Ξένος.
Τι έχει να κάμη; Και ο λύκος παρομοιάζει με τον σκύλλον, αν και
εκείνος είναι αγριώτατος, ενώ αυτός εδώ ημερώτατος. Είναι όμως
ανάγκη, όστις θέλει να είναι ασφαλισμένος, να αποφεύγη πολύ τας
παρομοιώσεις. Διότι το είδος αυτών είναι πολύ σφαλερόν. Αλλά
τέλος πάντων ας υπάρχουν, διότι, εάν τας αποφεύγωμεν πάρα πολύ,
νομίζω ότι δεν θα είναι μικρά τα διαφιλονικούμενα όρια.
Θεαίτητος.
Μάλιστα, αυτό δεν είναι ορθόν.
Ξένος.
Ας παραδεχθώμεν λοιπόν ως μέρος της αποχωριστικής τέχνης την
καθαριστικήν, από δε την καθαριστικήν ας χωρίσωμεν το μέρος το
οποίον αναφέρεται εις την ψυχήν, δηλαδή την κάθαρσιν, από την
κάθαρσιν δε την διδασκαλικήν, από την διδασκαλικήν δε την
εκπαιδευτικήν, και τέλος από την εκπαιδευτικήν την εξέλεγξιν, η
οποία γίνεται εις την ματαιόδοξον δοκησισοφίαν, καθώς απεδείχθη
προ ολίγου, και ας μην την θεωρήσωμεν ως άλλο τίποτε, παρά ως την
ευγενή εκ καταγωγής σοφιστικήν.
Θεαίτητος.
Ας την θεωρήσωμεν βεβαίως. Εγώ όμως, επειδή πολλά απεδείχθησαν
περί αυτής, απορώ τι κυρίως είναι ορθόν να διισχυριζώμεθα ότι
είναι ο σοφιστής.
Ξένος.
Είναι επόμενον να απορής. Τόρα όμως πρέπει να ηξεύρης, ότι και
εκείνος ο ίδιος τόρα πλέον απορεί, πώς να διαφύγη από τον λόγον.
Διότι είναι ορθή η παροιμία η οποία λέγει, ότι δεν την γλυτώνει
τόρα πλέον. Δι' αυτό λοιπόν τόρα προ πάντων ας του επιτεθούμεν.
Θεαίτητος.
Καλά λέγεις.
Ξένος.
Πρώτα λοιπόν ας σταθούμεν να πάρωμεν την αναπνοήν μας, και ας
κάμωμεν μόνοι μας τον λογαριασμόν την ώραν, που αναπαυόμεθα, διά
να ιδούμεν πόσας ιδιότητας απεδείχθη ότι έχει ο σοφιστής. Δηλαδή
νομίζω ότι πρώτην φοράν απεδείχθη, ότι είναι έμμισθος θηρευτής
των νέων και των πλουσίων.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Δεύτερον ότι είναι έμπορος διά τα μαθήματα της ψυχής.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Τρίτον μήπως δεν απεδείχθη κάπηλος δι' αυτά τα ίδια;
Θεαίτητος.
Βεβαίως· και τέταρτον μάλιστα μας εφάνη αυτοπώλης διά τα
μαθήματα.
Ξένος.
Καλά τα ενθυμήθης. Το πέμπτον όμως θα προσπαθήσω εγώ να το
ενθυμηθώ. Δηλαδή είπαμεν ότι ήτο αθλητής των διαγωνισμών εις τους
λόγους, και ωρίσαμεν την τέχνην του ως εριστικήν.
Θεαίτητος.
Μάλιστα, την ωρίσαμεν.
Ξένος.
Το έκτον όμως, αν και ήτο φιλονικούμενον, όμως το παρεδέχθημεν
ότι αυτός είναι ένα είδος καθαριστής της ψυχής από τα εμπόδια των
μαθημάτων.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν δεν εννοείς, όταν κανείς αποδεικνύεται επιστήμων
πολλών τεχνών, ενώ φέρει το όνομα μιας τέχνης, ότι η γνώμη αυτή
δεν είναι υγιής; Και προφανώς όστις πάσχει από αυτό ως προς μίαν
τέχνην δεν ημπορεί να αντιληφθή εκείνην την ιδιότητα αυτής, εις
την οποίαν αναφέρονται όλα αυτά τα μαθήματα, και δι' αυτό
ονομάζει με πολλά ονόματα αντί με έν εκείνον ο οποίος κατέχει
αυτά.
Θεαίτητος.
Φαίνεται σχεδόν ότι τούτο είναι εκ φύσεως καθώς το λέγεις επάνω
κάτω.
Ξένος.
Λοιπόν ας μη το πάθωμεν ημείς αυτό εις την εξέτασίν μας από
φυγοπονίαν, αλλά ας επαναλάβωμεν πρώτον κάτι τι από όσα είπαμεν
διά τον σοφιστήν.
Θεαίτητος.
Ποίον δηλαδή;
Ξένος.
Κάπου είπαμεν ότι αυτός είναι αντιλογικός.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Και λοιπόν; Άραγε εις αυτό το ίδιον δεν είναι διδάσκαλος και διά
τους άλλους;
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Λοιπόν ας εξετάσωμεν, άραγε εις ποίον ζήτημα λέγουν οι τοιούτοι
ότι κάμνουν τους άλλους αντιλογικούς. Ας γίνη δε η εξέτασίς μας
από την αρχήν κατά τον εξής τρόπον. Λόγου χάριν διά τα θεία
πράγματα, τα οποία είναι δυσνόητα εις τον λαόν, άραγε τους
κάμνουν ικανούς να το εκτελούν αυτό;
Θεαίτητος.
Τουλάχιστον έχω ακούσει πολλούς να λέγουν αυτά δι' αυτούς.
Ξένος.
Άραγε και δι' όσα είναι φανερά, δηλαδή διά την γην και τον
ουρανόν και τα όμοια;
Θεαίτητος.
Βεβαίως και δι' αυτά.
Ξένος.
Αλλά πάλιν εις τας οικογενειακάς συναναστροφάς, όταν γίνεται
λόγος γενικώς περί της γενέσεως και της υπάρξεως όλων των
πραγμάτων, δεν γνωρίζομεν ότι και οι ίδιοι είναι τρομεροί διά να
αντιλέγουν και τους άλλους τους κάμνουν ικανούς εις όσα είναι
αυτοί οι ίδιοι ικανοί;
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Και πάλιν διά τους νόμους και διά τα πολιτικά άραγε δεν
επαγγέλλονται ότι και εις αυτά θα τους κάμουν ικανούς να τα
διαφιλονικούν;
Θεαίτητος.
Βεβαίως, διότι χωρίς να τα πολυλογούμεν, κανείς δεν θα συνεζήτει
με αυτούς, αν δεν έκαμναν τοιαύτην δήλωσιν.
Ξένος.
Και βεβαίως δι' όλας αυτάς τας τέχνας και διά κάθε μίαν χωριστά,
όσα έχει να αντιλέξη κανείς και προς τον ίδιον τον ειδικόν
τεχνίτην, έχουν δημοσιευθή και ευρίσκονται κάπου γραμμένα, δι'
εκείνον ο οποίος θέλει να τα μάθη.
Θεαίτητος.
Μου φαίνεται ότι εννοείς τα συγγράμματα του Πρωταγόρα περί της
πάλης και των άλλων τεχνών.
Ξένος.
Και διά πολλάς άλλας ακόμη, αξιομακάριστε φίλε. Μήπως τάχα η
αντιλογική τέχνη δεν είναι κάποια δύναμις ικανή να διαφιλονική τα
πάντα;
Θεαίτητος.
Φαίνεται τουλάχιστον, ότι δεν αφίνει τίποτε.
Ξένος.
Συ λοιπόν, παιδί μου, δι' όνομα θεού το νομίζεις αυτό δυνατόν;
Διότι πιθανόν σεις οι νέοι να βλέπετε καθαρώτερα, ημείς δε
θαμπότερα.
Θεαίτητος.
Ποίον είναι αυτό, και διατί το λέγεις κυρίως; Διότι εγώ ακόμη δεν
ενόησα αυτήν την ερώτησιν.
Ξένος.
Αν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να τα γνωρίζη όλα.
Θεαίτητος.
Τότε πραγματικώς, καλέ Ξένε, το ανθρώπινον γένος θα ήτο
αξιομακάριστον.
Ξένος.
Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να λέγη τίποτε ορθόν όστις αντιτείνει
εις τον ειδικόν τεχνίτην, ενώ ο ίδιος είναι ανεπιστήμων;
Θεαίτητος.
Με κανένα τρόπον δεν είναι δυνατόν.
Ξένος.
Τότε λοιπόν τι είναι αυτή η θαυματουργική δύναμις του σοφιστού!
Θεαίτητος.
Ως προς τι;
Ξένος.
Να είναι ικανοί, αδιάφορον με ποίον τρόπον, να εμφυτεύουν εις
τους νέους την γνώμην, ότι αυτοί είναι εις όλα σοφώτεροι από
όλους. Διότι προφανώς, εάν ούτε αντιλέγουν ορθώς, ούτε εις τους
νέους επιδεικνύονται και πάλιν, όταν αποδεικνύωνται, εάν δεν
νομισθούν από όλην την συζήτησιν ότι είναι σοφοί, τότε καθώς το
είπες συ ο ίδιος προ ολίγου, πολύ δύσκολα θα εδέχετο κανείς να
πληρώση χρήματα, διά να γίνη μαθητής των.
Θεαίτητος.
Βέβαια πολύ δύσκολα.
Ξένος.
Τόρα όμως θέλουν ή όχι;
Θεαίτητος.
Και πολύ μάλιστα.
Ξένος.
Διότι, καθώς νομίζω, φαίνονται ότι είναι επιστήμονες οι ίδιοι εις
όσα ζητήματα φέρουν αντιρρήσεις.
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Αυτό όμως δεν είπαμεν ότι το κάμνουν εις τον καθένα;
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Επομένως φαίνονται εις τους μαθητάς των σοφοί δι' όλα.
Θεαίτητος.
Τι άλλο βεβαίως;
Ξένος.
Και όμως δεν είναι, διότι αυτό απεδείχθη αδύνατον.
Θεαίτητος.
Και πώς δεν είναι αδύνατον;
Ξένος.
Ώστε απεδείξαμεν ότι ο σοφιστής έχει δι' όλα τα πράγματα μίαν
δοκησισοφίαν και όχι αληθή επιστήμην.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα, και αυτό το οποίον είπαμεν τόρα δι' αυτούς είναι πολύ
ορθόν.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν ας λάβωμεν ένα σαφέστερον παράδειγμα δι' αυτούς.
Θεαίτητος.
Ποίον δηλαδή;
Ξένος.
Το εξής. Προσπάθησε όμως να προσέχης και να μου απαντήσης καλά.
Θεαίτητος.
Ποίον παράδειγμα;
Ξένος.
Αν μας έλεγε κανείς όχι ότι λέγει ή αντιλέγει, αλλά ότι γνωρίζει
να κατασκευάζη και διενεργή με μίαν τέχνην ολότελα όλα τα
πράγματα.
Θεαίτητος.
Πώς εννοείς όλα;
Ξένος.
Φαίνεται ότι συ δεν εννοείς καλά την σημασίαν της λέξεως ολότελα.
Θεαίτητος.
Όχι βεβαίως.
Ξένος.
Λοιπόν εννοώ εσέ και εμέ με όλα τα πράγματα, και ακόμη και τα
άλλα ζώα και τα δένδρα.
Θεαίτητος.
Πώς εννοείς;
Ξένος.
Αν έλθη κανείς να μας ειπή ότι ημπορεί να κατασκευάση εμέ και σε
και τα φυτά και όλα τα άλλα.
Θεαίτητος.
Ποίου είδους κατασκευήν εννοείς; Διότι δεν πιστεύω να εννοής
κανένα γεωργόν, διότι είπες ότι αυτός θα κατασκευάζη και ζώα.
Ξένος.
Το είπα βέβαια και μάλιστα ακόμη την θάλασσαν και τον ουρανόν και
τους θεούς και όλα τα άλλα ανεξαιρέτως. Και λοιπόν, επειδή θα τα
κατασκευάση γλήγορα, θα τα πωλή το καθέν πολύ φθηνά (!).
Θεαίτητος.
Εσύ θα εννοής τίποτε παιγνιδάκια.
Ξένος.
Και πώς; Και τάχα τα λόγια ενός ανθρώπου, ο οποίος λέγει ότι τα
γνωρίζει όλα και ημπορεί να τα διδάξη και εις άλλον φθηνά και εις
ολίγον διάστημα, δεν πρέπει να τα θεωρήσωμεν ως παιγνιδάκια;
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Από τα παιγνίδια όμως έχεις να μου ειπής άλλο είδος
καλλιτεχνικώτερον και διασκεδαστικώτερον παρά το μιμητικόν;
Θεαίτητος.
Διόλου μάλιστα. Διότι αυτό που είπες είναι το περισσότερον είδος
και σχεδόν το κομψότερον, και περιέλαβες όλα εις έν.
Ξένος.
Λοιπόν δι' εκείνον όστις δίδει υποσχέσεις ότι είναι ικανός με
μίαν τέχνην να τα κάμνη όλα, γνωρίζομεν ότι απλώς κατασκευάζει
απομιμήσεις των όντων με την ζωγραφικήν τέχνην, και έχει την
ικανότητα, δεικνύων τας ζωγραφιάς από μακράν, να απατήση τα
μωρότερα από τα μικρά παιδιά, ότι είναι ικανώτατος να εκτελέση
εμπράκτως οτιδήποτε αποφασίση να κάμη.
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Και λοιπόν; διά τους λόγους άραγε δεν το χωρεί ο νους μας, ότι
ημπορεί να υπάρχη καμμία άλλη τέχνη, εις την οποίαν επίσης είναι
δυνατόν, τους νέους και όσους ευρίσκονται ακόμη μακρυά από την
αλήθειαν των πραγμάτων να τους μαγεύη με λόγους εις την ακοήν
των, και να παρουσιάζη προφορικά ομοιώματα δι' όλα τα πράγματα,
ώστε να τους κάμνουν να νομίζουν ότι είναι αληθή τα λεγόμενα, και
ότι όστις τα λέγει ωρισμένως είναι ο σοφώτερος των ανθρώπων εις
όλα;
Θεαίτητος.
Και πώς δεν ημπορεί να υπάρχη καμμία παρομοία τέχνη;
Ξένος.
Λοιπόν, καλέ Θεαίτητε, οι περισσότεροι από όσους τα ήκουαν αυτά
τότε, όταν περάση πολύς καιρός, εις την ωριμωτέραν ηλικίαν,
επειδή θα πλησιάζουν περισσότερον την πραγματικότητα, και από τα
δεινοπαθήματά των θα αναγκάζωνται να λάβουν σαφή πείραν των
πραγμάτων, άραγε δεν είναι επόμενον να αλλάξουν την γνώμην που
εσχημάτισαν τότε, ώστε τα μεγάλα να φαίνωνται μικρά, και τα
εύκολα δύσκολα, και όλα να τα ευρίσκουν εντελώς αντεστραμμένα,
όσα όνειρα έπλασε η διδασκαλία, τόρα, που ήλθαν εις το μέσον διά
των πράξεων τα έργα;
Θεαίτητος.
Όσον τουλάχιστον ημπορώ να κρίνω εγώ εις την ηλικίαν που είμαι.
Νομίζω όμως ότι και εγώ είμαι από αυτούς που ευρίσκονται μακράν
ακόμη από τα πράγματα.
Ξένος.
Δι' αυτό λοιπόν ημείς εδώ όλοι θα προσπαθήσωμεν και προσπαθούμεν,
να σε φέρωμεν όσον το δυνατόν πλησιέστερον εις τα πράγματα χωρίς
παθήματα. Διά τον σοφιστήν λοιπόν ειπέ μου τα εξής. Άραγε έγινε
πλέον σαφές ότι αυτός είναι κάποιος από τους γόητας, ο οποίος
απομιμείται τα όντα; ή διστάζομεν ακόμη, μη τυχόν δι' όσα
φαίνεται ικανός να αντιλέγη, διά τόσα και πραγματικώς είναι
κάτοχος των επιστημών;
Θεαίτητος.
Και πώς είναι δυνατόν, καλέ Ξένε; Αλλά από όσα είπαμεν σχεδόν
είναι φανερόν, ότι αυτός είναι κάποιος από τους καταγινομένους
εις τα παιγνίδια.
Ξένος.
Τότε λοιπόν πρέπει να τον θεωρήσωμεν ως κάποιον ταχυδακτυλουργόν
και απομιμητήν.
Θεαίτητος.
Πώς δεν θα τον θεωρήσωμεν;
Ξένος.
Εμπρός λοιπόν, τόρα είναι χρέος μας να μην αφήσωμεν από κοντά το
θήραμα. Διότι σχεδόν τόρα πλέον τον εζώσαμεν εις ένα είδος
δικτύων, μεταχειριζόμενοι τους λόγους ως τοιαύτα όργανα, ώστε
αυτήν την φοράν δεν μας γλυτόνει πλέον.
Θεαίτητος.
Από τι;
Ξένος.
Από το να μη θεωρηθή ότι είναι κάποιος από το γένος των
ταχυδακτυλουργών.
Θεαίτητος.
Και εγώ εις αυτά την ιδίαν γνώμην έχω.
Ξένος.
Ώστε εγκρίνομεν να διχοτομούμεν το γρηγορώτερον την απομιμητικήν
τέχνην, και αφού φθάσωμεν εις το βάθος της, εάν μεν απομείνη ο
σοφιστής κατ' ευθείαν, να τον συλλάβωμεν συμφώνως με το ένταλμα
του κυριάρχου λόγου και να παραδώσωμεν εις εκείνον αυτό το
αγρίμι. Εάν όμως τυχόν κρύπτεται πουθενά εις τας υποδιαιρέσεις
της μιμητικής, να τον καταδιώκωμεν με νέας υποδιαιρέσεις του
μένοντος μέρους, έως ότου να συλληφθή. Και είμαι βέβαιος ότι ούτε
αυτός, ούτε κανέν άλλο παρόμοιον γένος δεν θα καυχηθή, ότι
εξέφυγε από την μέθοδον εκείνων, οι οποίοι έχουν την ικανότητα
κατ' αυτόν τον τρόπον να ερευνούν τα μέρη και το όλον.
Θεαίτητος.
Καλά λέγεις, και έτσι πρέπει να κάμωμεν.
Ξένος.
Συμφώνως λοιπόν με τον προηγούμενον τρόπον της εξετάσεως, εγώ και
τόρα νομίζω ότι παρατηρώ δύο είδη της μιμητικής. Ακόμη όμως δεν
ημπορώ να εννοήσω εις ποίον από τα δύο είδη ανήκει η έννοια την
οποίαν ζητούμεν.
Θεαίτητος.
Τότε και συ ειπέ μας πρώτον πώς εννοείς τα μέρη αυτής της
διαιρέσεως.
Ξένος.
Το έν μέρος αυτής μου φαίνεται ότι είναι η εικαστική τέχνη. Αυτή
δε συνίσταται προ πάντων εις το να εκτελή κανείς την μίμησιν
συμφώνως με τας συμμετρίας του δείγματος εις μήκος και πλάτος και
βάθος, αποδίδων ακόμη και τα χρώματα, τα οποία αρμόζουν εις το
καθέν.
Θεαίτητος.
Και μήπως αυτό δεν προσπαθούν να κάμουν και όλοι, όσοι
απομιμούνται;
Ξένος.
Όχι τουλάχιστον όσοι πλάττουν ή ζωγραφίζουν κανέν από τα μεγάλα
έργα. Διότι αν αποδώσουν αυτοί την πραγματικήν συμμετρίαν των
ωραίων πραγμάτων, γνωρίζεις ότι τα επάνω μέρη θα φαίνωνται
μικρότερα από ό,τι πρέπει, και τα κάτω μεγαλίτερα, επειδή εκείνα
φαίνονται από μακράν, ενώ αυτά εδώ από κοντά.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Επομένως οι καλλιτέχναι δεν αφίνουν άραγε κατά μέρος την αλήθειαν
και πλέον δεν αποδίδουν την πραγματικήν συμμετρίαν, αλλά εκείνην
η οποία θα φανή καλή εις το ομοίωμα;
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Ώστε το έν μέρος από τα δύο δεν είναι δίκαιον να το ονομάσωμεν
εικόνα, αφού είναι απεικόνισις;
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Και το ανάλογον μέρος της μιμητικής δεν πρέπει να το ονομάσωμεν
εικαστικήν, καθώς είπαμεν προηγουμένως;
Θεαίτητος.
Πρέπει να το ονομάσωμεν.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν; Εκείνο το οποίον ομοιάζει με το ωραίον, διότι δεν το
βλέπομεν από καλήν θέσιν, το οποίον όμως εάν είχαμεν την
ικανότητα να το βλέπωμεν τηλεσκοπικώς, ούτε ομοιότητα έχει καν
προς εκείνο το οποίον απεικονίζει, πώς θα το ονομάσωμεν; Άραγε
επειδή φαίνεται μόνον όμοιον, χωρίς να ομοιάζη πραγματικώς, δεν
πρέπει να το ονομάσωμεν φάντασμα;
Θεαίτητος.
Τι άλλο βεβαίως;
Ξένος.
Λοιπόν αυτό δεν αποτελεί αρκετά μεγάλο μέρος και από την
ζωγραφικήν και από όλην εν γένει την μιμητικήν;
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Επομένως αυτήν την τέχνην, η οποία κατασκευάζει φάντασμα και όχι
εικόνα, άραγε δεν είναι πολύ ορθόν να την ονομάσωμεν φανταστικήν;
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Αυτά λοιπόν τα δύο είδη της απομιμητικής έλεγα, δηλαδή την
εικαστικήν και την φανταστικήν.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Εκείνο το οποίον όμως και τότε αμφέβαλλα, δηλαδή εις ποίον από τα
δύο πρέπει να κατατάξωμεν τον σοφιστήν, ούτε τόρα ακόμη δεν το
εννοώ καλά, αλλά είναι πραγματικώς αυτός ο άνθρωπος αξιοθαύμαστος
(!) και διά να τον εννοήση κανείς είναι πολύ δύσκολος, αφού και
αυτήν την φοράν με τόσην επιτηδειότητα κατέφυγε εις ένα είδος το
οποίον δεν ημπορεί κανείς να το ερευνήση τελείως.
Θεαίτητος.
Έτσι φαίνεται.
Ξένος.
Άραγε αυτό το λέγεις με επίγνωσιν, ή μήπως από την συνήθειαν σε
παρέσυρε η ορμή του λόγου, διά να το παραδεχθής αμέσως;
Θεαίτητος.
Πώς και διατί αυτή η ερώτησις;
Ξένος.
Πραγματικώς, αξιομακάριστε φίλε, ευρισκόμεθα εις έν ζήτημα παρά
πολύ δύσκολον. Διότι ακριβώς αυτό το να νομίζωμεν και το να
φαίνεται, χωρίς να είναι, και το να λέγωμεν κάτι τι, όχι όμως
αληθές, όλα αυτά μας φέρουν εις πολλάς απορίας πάντοτε και
προηγουμένως εις όλην μας την ζωήν και τόρα. Διότι είναι πολύ
δύσκολον, φίλε Θεαίτητε, να ειπής ότι πραγματικώς είναι δυνατόν,
να ομιλή ή να κρίνη κανείς ψευδείς λόγους και κρίσεις.
Θεαίτητος.
Πώς δηλαδή;
Ξένος.
Αυτός ο λόγος τολμά να υποθέση ότι υπάρχει το μη ον. Διότι κατ'
άλλον τρόπον δεν θα εγεννάτο το ψεύδος. Ο δε Παρμενίδης ο μέγας,
παιδί μου, όταν ημείς ήμεθα μικρά παιδιά, από την αρχή έως το
τέλος πάντοτε αυτό επανελάμβανε, και εις πεζόν λόγον και εις
στίχους λέγων εκάστοτε:
Αδύνατον να χωνεύσης ποτέ ότι υπάρχουν τα μη υπάρχοντα.
Και δι' αυτό στρέψε τον νουν σου από τον δρόμον αυτής της
[ερεύνης.
Λοιπόν και από εκείνον μαρτυρείται αυτό, αλλά προ πάντων και
μόνος του αυτός ο λόγος ημπορεί να το δηλώση, εάν τον βασανίσωμεν
ολίγον. Ώστε αυτό πρώτον ας εξετάσωμεν, εάν είσαι σύμφωνος.
Θεαίτητος.
Όσον δι' εμέ κάμε όπως θέλεις, αρκεί να προσέξης το καλλίτερον,
εις ποίαν διέξοδον θα μας φέρη ο λόγος, και να προχωρής με
προσοχήν και συ ο ίδιος, και εμέ να οδηγής εις αυτόν τον δρόμον.
Ξένος.
Μάλιστα, αυτό πρέπει να γίνη. Ειπέ μου λοιπόν, εκείνο το οποίον
δεν υπάρχει όλως διόλου, άραγε δεν τολμώμεν ούτε να το ειπούμεν;
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Λοιπόν ας μη συζητούμεν ούτε με το πνεύμα της αντιλογίας, ούτε ως
να παίζωμεν. Αλλά εάν κανείς από τους ακροατάς τύχη να συλλογισθή
σοβαρώς, και να μας απαντήση πού πρέπει να αποδώσωμεν το όνομα
αυτό το &μη ον&, τότε τι νομίζεις; Εις ποίον πράγμα και ποίου
είδους θα το εφαρμόση, και θα το δεικνύη εις τους ερωτώντας;
Θεαίτητος.
Πολύ δύσκολον ερώτημα μου αποτείνεις και σχεδόν άλυτον δι' ένα
άνθρωπον της ηλικίας μου.
Ξένος.
Οπωσδήποτε όμως τούτο είναι προφανές, ότι δηλαδή το μη
ον δεν επιτρέπεται να το αποδώσωμεν εις κανέν από τα όντα.
Θεαίτητος.
Βεβαίως πώς είναι δυνατόν;
Ξένος.
Αφού λοιπόν δεν εφαρμόζεται εις το ον, τότε δεν είναι ορθόν να το
εφαρμόσωμεν ούτε εις το κάτι τι.
Θεαίτητος.
Πώς δηλαδή;
Ξένος.
Νομίζω ότι και τούτο είναι φανερόν, ότι δηλαδή και αυτήν την
λέξιν κάτι τι την εφαρμόζομεν πάντοτε εις πράγματα, που υπάρχουν.
Διότι είναι αδύνατον να το ειπούμεν μόνον του αυτό το κάτι τι,
ωσάν γυμνόν και έρημον από κάθε άλλο πράγμα. Δεν είναι έτσι;
Θεαίτητος.
Βεβαίως είναι αδύνατον.
Ξένος.
Άραγε παραδέχεσαι με αυτήν την σκέψιν ότι κατ' ανάγκην, όστις
λέγει κάτι τι, λέγει έν οποιονδήποτε πράγμα;
Θεαίτητος.
Παραδέχομαι.
Ξένος.
Διότι θα ειπής ότι το κάτι τι είναι ενικού αριθμού, καθώς το
κάποια είναι πληθυντικού.
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Όστις όμως δεν λέγει κάτι τι, είναι πολύ λογικόν, καθώς φαίνεται,
να μη λέγη τίποτε όλως διόλου.
Θεαίτητος.
Βεβαίως είναι πολύ λογικόν.
Ξένος.
Τότε λοιπόν μήπως ούτε και αυτό δεν πρέπει να παραδεχθώμεν, ότι
δηλαδή ο τοιούτος ομιλεί μεν, αλλά δεν λέγει τίποτε; Και να
ειπούμεν ότι ούτε ομιλεί καν, όστις δοκιμάζει να προφέρη με τα
χείλη του το μη ον.
Θεαίτητος.
Μάλιστα, διότι τουλάχιστον θα ετελειώναμεν αυτό το δύσκολον
ζήτημα.
Ξένος.
Μη λέγης μεγάλον λόγον ακόμη. Διότι, αξιομακάριστε φίλε, ακόμη
υπάρχει, και μάλιστα η μεγαλιτέρα δυσκολία και η πρώτη. Διότι
αφορά αυτήν την αρχήν αυτού.
Θεαίτητος.
Πώς; τι εννοείς; Λέγε και μη διστάζεις διόλου.
Ξένος.
Νομίζω ότι εις το ον δύναται να αποδοθή κανέν άλλο από τα όντα.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Τόρα όμως άραγε και εις το μη ον είναι δυνατόν να αποδοθή κανέν
άλλο από τα όντα;
Θεαίτητος.
Πώς είναι δυνατόν;
Ξένος.
Και όμως όλους τους αριθμούς τους θεωρούμεν ως όντα.
Θεαίτητος.
Βεβαίως πρέπει να τους θεωρήσωμεν ως όντα περισσότερον από κάθε
άλλο.
Ξένος.
Τότε λοιπόν ας μη δοκιμάσωμεν από τους αριθμούς ούτε τα πολλά
ούτε το ον να αποδώσωμεν εις το μη ον.
Θεαίτητος.
Βεβαίως δεν θα ήτο ίσως ορθόν να πράξωμεν αυτό, καθώς το απαιτεί
ο λόγος.
Ξένος.
Αλλά τότε πώς είναι δυνατόν ή με το στόμα μας να προφέρωμεν, ή
και απολύτως με μόνην την διάνοιαν να συλλάβωμεν τα μη όντα ή το
μη ον χωρίς αριθμόν;
Θεαίτητος.
Λέγε πώς το εννοείς;
Ξένος.
Όταν λέγωμεν μη όντα, δεν αποδίδωμεν εις αυτά πληθυντικόν
αριθμόν;
Θεαίτητος.
Τι άλλο βεβαίως;
Ξένος.
Αλλά πάλιν το μη ον δεν είναι ενικού αριθμού;
Θεαίτητος.
Πολύ καθαρά μάλιστα.
Ξένος.
Αλλά εξ άλλου είπαμεν, ότι δεν είναι ούτε δίκαιον ούτε ορθόν να
προσπαθούμεν να εφαρμόσωμεν το υπάρχον εις το μη υπάρχον.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Ενόησες καλά λοιπόν, ότι δεν είναι δυνατόν ούτε να το προφέρωμεν
ορθώς, ούτε να το ειπούμεν, ούτε να το σκεφθούμεν αυτό το μη ον
μόνον του, αλλά είναι εντελώς ακατανόητον, και ανέκφραστον και
απρόφερτον και αδιόριστον;
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Άραγε λοιπόν, όταν προ ολίγου είπα ότι θα σου παρουσιάσω την
μεγαλιτέραν δυσκολίαν αυτού, σου είπα φέμματα (!);. Ιδού ότι
έχομεν να ειπούμεν κάποιαν άλλην μεγαλιτέραν δυσκολίαν.
Θεαίτητος.
Ποίαν δηλαδή;
Ξένος.
Αξιοθαύμαστε φίλε! Από αυτά μόνον που είπαμεν δεν εννοείς, ότι το
μη ον φέρει και αυτόν τον ελέγχοντα εις τοιαύτην δυσκολίαν, ώστε,
όταν θελήση να το εξελέγξη οποιοσδήποτε, αναγκάζεται ο ίδιος να
αντιφάσκη με τον εαυτόν του ως προς αυτό;
Θεαίτητος.
Πώς το εννοείς; Εξήγησέ το σαφέστερα.
Ξένος.
Δεν είναι ανάγκη εις το άτομόν μου να ζητής το σαφέστερον. Διότι
εγώ, όταν προ ολίγου εδέχθην ότι δεν πρέπει να έχη το μη ον ούτε
ενικόν ούτε πληθυντικόν αριθμόν, και τότε ωμίλησα ομοίως καθώς
τόρα. Δηλαδή σου ομιλώ διά το μη ον. Το εννοείς καλά;
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Και όμως ολίγον προηγουμένως πάλιν σου είπα ότι αυτό είναι
απρόφερτον και ανέκφραστον και αδιόριστον. Με παρακολουθείς;
Θεαίτητος.
Βεβαίως, πώς δεν σε παρακολουθώ;
Ξένος.
Αφού λοιπόν ετόλμησα να συνάψω τι είναι, δεν αντιφάσκω προς όσα
είπα προηγουμένως;
Θεαίτητος.
Έτσι φαίνεται.
Ξένος.
Και λοιπόν; Όταν συνάπτω αυτό, δεν ομιλώ περί αυτού ως να είναι
ον;
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Και πάλιν, όταν το έλεγα ανέκφραστον και απρόφερτον, δεν ωμιλούσα
περί αυτού με ενικόν αριθμόν ως να είναι έν;
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Και όμως είπαμεν ότι πρέπει, εάν πρόκειται να ομιλούμεν ορθώς,
ούτε ως έν ούτε ως πολλά να προσδιορίζωμεν αυτό, μάλιστα ούτε με
την αντωνυμίαν αυτό να το προσδιορίζωμεν. Διότι με αυτήν την
έκφρασιν πάντοτε λαμβάνει ενός είδους χαρακτηρισμόν.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Δι' αυτό λοιπόν τις η ανάγκη να αναφέρωμεν πλέον τον κύριον Εμέ.
Διότι θα τον εύρωμεν νικημένον και προ πολλού και τόρα
τελευταίως, ως προς την εξέλεγξιν του μη όντος. Ώστε, καθώς είπα,
ας μη ζητούμεν εις το άτομόν μου τον ορθόν ορισμόν διά το μη ον,
αλλά τόρα πλέον ας τον ζητήσωμεν εις το άτομόν σου.
Θεαίτητος.
Πώς εννοείς;
Ξένος.
Έλα προσπάθησε καλά με όλα σου τα δυνατά, αφού είσαι νέος, χωρίς
να αποδώσης εις το μη ον ούτε ύπαρξιν ούτε ενικόν ούτε
πληθυντικόν αριθμόν, να ομιλήσης τίποτε περί αυτού καθώς το
απαιτεί η λογική.
Θεαίτητος.
Έπρεπε να έχω πολύ μεγάλην και αλλόκοτον προθυμίαν διά να
προσπαθήσω, αφού βλέπω ότι και συ ακόμη έπαθες αυτήν την
συμφοράν.
Ξένος.
Τότε, αν θέλης, το άτομόν σου και το άτομόν μου ας τα αφήσωμεν
κατά μέρος, έως ότου δε να επιτύχωμεν κανένα ικανόν διά να πράξη
τούτο, ας λέγωμεν ότι ασφαλώς ο σοφιστής εκρύφθη εις
ανεξερεύνητον τόπον.
Θεαίτητος.
Και πολύ μάλιστα είναι φανερόν.
Ξένος.
Δι' αυτό λοιπόν, εάν του ειπούμεν, ότι έχει κάποιαν φανταστικήν
τέχνην, αυτός θα εύρη πάτημα από αυτήν την στενοχωρίαν των
ορισμών μας, και θα αντιστρέψη τους λόγους εις το αντίθετον, όταν
τον ονομάζωμεν ομοιωματοποιόν, και θα μας ερωτά αναδρομικώς, τι
εννοούμεν το κάτω κάτω, όταν λέγωμεν ομοίωμα. Λοιπόν πρέπει, φίλε
Θεαίτητε, να προσέξωμεν τι θα απαντήσωμεν εις αυτόν τον
παλικαράν, όταν μας ερωτήση.
Θεαίτητος.
Είναι φανερόν ότι θα ειπούμε, ότι είναι τα είδωλα, που
εμφανίζονται μέσα εις τα νερά και εις τα κάτοπτρα, ακόμη δε και
τα ζωγραφισμένα και τα γλυμμένα και όλα τα παρόμοια.
Ξένος.
Τόρα φαίνεσαι, φίλε Θεαίτητε, ότι δεν είδες ποτέ σου σοφιστήν.
Θεαίτητος.
Διατί δηλαδή;
Ξένος.
Αυτός θα σου φανή ότι έχει κλειστά τα μάτια του, ή ότι ολότελα
δεν έχει μάτια.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Όταν του δώσης αυτήν την απάντησιν, θα σε περιπαίξη διά τους
ορισμούς σου, διότι θα προσποιήται ότι δεν γνωρίζει ούτε
κάτοπτρα, ούτε νερά, ούτε όρασιν το κάτω κάτω, αλλά μόνον θα σε
ερωτήση το συμπέρασμα των λόγων.
Θεαίτητος.
Ποίον;
Ξένος.
Αυτό το οποίον ενόμισες, ότι χαρακτηρίζει όλα αυτά τα πολλά τα
οποία ανέφερες, και με έν όνομα το ωνόμασες ομοίωμα, ως κοινόν
γνώρισμα δι' όλα. Τόρα λοιπόν λέγε και κράτει την θέσιν σου
απέναντι του ανδρός αυτού, χωρίς να υποχωρής διόλου.
Θεαίτητος.
Τι άλλο βεβαίως, φίλε Ξένε, θα ειπούμεν ότι είναι το ομοίωμα,
παρά εκείνο το οποίον ομοιάζει το αληθινόν, και ότι είναι άλλο
κανέν παρόμοιον;
Ξένος.
Αυτό το άλλο κανέν παρόμοιον το εννοείς ως αληθινόν, ή διά ποίον
λόγον το είπες παρόμοιον;
Θεαίτητος.
Διόλου μάλιστα αληθινόν, αλλά απλώς όμοιον.
Ξένος.
Επομένως το αληθινόν δεν το εννοείς ως όντως ον;
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Και λοιπόν; Το μη αληθινόν δεν είναι το αντίθετον του αληθινού;
Θεαίτητος.
Τι άλλο βεβαίως;
Ξένος.
Τότε λοιπόν δεν θεωρείς ως όντως ον το παρόμοιον, αφού λέγεις ότι
αυτό δεν είναι αληθινόν.
Θεαίτητος.
Ναι, αλλά υπάρχει κατά τινα τρόπον.
Ξένος.
Υπάρχει, όχι όμως αληθώς, καθώς είπες.
Θεαίτητος.
Όχι βεβαίως, εκτός ότι είναι όντως εικών.
Ξένος.
Τότε λοιπόν δεν είναι όντως ον αυτό το οποίον λέγομεν όντως
εικόνα του όντος.
Θεαίτητος.
Σχεδόν τοιαύτη περίπλοκος είναι η σχέσις του όντος προς το μη ον,
και εντελώς αλλόκοτος.
Ξένος.
Πώς να μην είναι αλλόκοτος; Διότι βλέπεις και αυτήν την φοράν με
αυτήν την εναλλαγήν ο πολυκέφαλος σοφιστής μας αναγκάζει να
δεχθώμεν, ότι το μη ον υπάρχει κατά τινα τρόπον·
Θεαίτητος.
Αυτό το βλέπω καθαρά.
Ξένος.
Τότε λοιπόν; Πώς θα ορίσωμεν την τέχνην αυτού, ώστε να
ημπορέσωμεν να μην αντιφάσκωμεν με τον εαυτόν μας;
Θεαίτητος.
Πώς εννοείς και τι φοβούμενος τα λέγεις αυτά;
Ξένος.
Όταν ειπούμεν ότι αυτός απατά με το φάντασμα και ότι η τέχνη του
είναι απατητική, τότε άραγε θα υποθέσωμεν ότι η ψυχή μας απατάται
από την τέχνην εκείνην και σχηματίζει ψευδείς κρίσεις, ή άλλο
τίποτε θα παραδεχθώμεν;
Θεαίτητος.
Αυτό. Διότι τι άλλο ημπορούμεν να παραδεχθώμεν;
Ξένος.
Τόρα δε πάλιν ψευδής κρίσις δεν θα είναι εκείνη, η οποία φρονεί
τα αντίθετα από τα υπάρχοντα, ή άλλο τίποτε;
Θεαίτητος.
Βεβαίως τα αντίθετα.
Ξένος.
Λέγεις λοιπόν ότι η ψευδής κρίσις παραδέχεται τα μη υπάρχοντα;
Θεαίτητος.
Κατ' ανάγκην.
Ξένος.
Πώς άραγε; Διότι φρονεί ότι με κανένα τρόπον δεν υπάρχουν τα μη
όντα, ή ότι υπάρχουν κατά τινα τρόπον.
Θεαίτητος.
Βεβαίως πρέπει να υπάρχουν κατά τινα τρόπον τα μη όντα, αφού
εδέχθημεν ότι είναι δυνατόν να λέγωμεν ψεύδη δι' ένα πράγμα.
Ξένος.
Και τόρα; Άραγε δεν ημπορούμεν να φρονούμεν ότι με κανένα τρόπον
δεν υπάρχουν τα πάντως υπάρχοντα;
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Και αυτό λοιπόν δεν είναι ψεύδος;
Θεαίτητος.
Και αυτό.
Ξένος.
Τότε, νομίζω, ομοίως θα νομισθή ψευδής λόγος, συμφώνως με αυτά,
όστις λέγει ότι τα υπάρχοντα δεν υπάρχουν, καθώς και ότι τα μη
υπάρχοντα υπάρχουν.
Θεαίτητος.
Βεβαίως, διότι πώς αλλέως ήτο δυνατόν να γίνη ψευδής;
Ξένος.
Σχεδόν με κανένα άλλον τρόπον. Αυτά όμως ο σοφιστής δεν θα τα
παραδεχθή, αλλά θα ειπή: Ποίος τρόπος υπάρχει, διά να τα
παραδεχθή αυτά ένας άνθρωπος με νουν, αφού αυτά τα οποία τόρα
παραδέχεσθε δι' αυτά, προηγουμένως τα είπατε ανέκφραστα και
αδιόριστα και ακατανόητα; Εννοούμεν, καλέ Θεαίτητε, αυτά που
λέγει εδώ ο σοφιστής;
Θεαίτητος.
Πώς δεν τα εννοούμεν, ότι θα διισχυρισθή ότι ημείς αντιφάσκομεν
προς τα προηγούμενα, διότι ετολμήσαμεν να ειπούμεν ότι υπάρχουν
ψεύδη και εις τας κρίσεις και εις τους λόγους; Διότι πολλάκις
ηναγκάσθημεν να συνάψωμεν το ον εις το μη ον, ενώ μόλις προ
ολίγου παρεδέχθημεν ότι αυτό είναι εντελώς αδύνατον.
Ξένος.
Καλά το απεμνημόνευσες. Αλλά τόρα πλέον είναι καιρός να σκεφθώμεν
τι πρέπει να πράξωμεν ως προς τον σοφιστήν. Διότι βλέπεις ότι
είναι άφθονα και πολλά τα πατήματά του και αι δυσκολίαι, όταν
χάριν ερεύνης θελήσωμεν να τον κατατάξωμεν εις την τέχνην των
πλαστογράφων και των ταχυδακτυλουργών.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Και σε βεβαιώ πολύ ολίγον μέρος από αυτάς εξετάσαμεν έως τόρα,
ενώ είναι με μίαν λέξιν ατελείωτοι.
Θεαίτητος.
Τότε, καθώς φαίνεται, είναι αδύνατον να συλλάβωμεν τον σοφιστήν,
αφού αυτά είναι καθώς τα λέγεις.
Ξένος.
Και λοιπόν; Πρέπει τάχα να τον αφήσωμεν από την μαλθακότητά μας;
Θεαίτητος.
Εγώ νομίζω ότι δεν πρέπει να τον αφήσωμεν, εάν είμεθα εις θέσιν
και μίαν άκραν του ακόμη να συλλάβωμεν.
Ξένος.
Τότε λοιπόν άραγε θα με δικαιώσης και, καθώς είπες τόρα, θα
μείνης ευχαριστημένος, εάν έστω και μίαν άκραν αποσπάσωμεν από
αυτόν τον τόσον πανίσχυρον λόγον;
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Λοιπόν τούτο μόνον σου ζητώ ακόμη.
Θεαίτητος.
Ποίον;
Ξένος.
Να μη νομίσης ότι έγινα ως άλλος πατροκτόνος.
Θεαίτητος.
Διατί δηλαδή;
Ξένος.
Θα είναι ανάγκη ημείς προς αντίστασιν να βασανίσωμεν πολύ τον
λόγον του πατρός Παρμενίδου και να τον παραβιάσωμεν παραδεχόμενοι
ότι και το μη ον υπάρχει κατά τινα τρόπον, και πάλιν το ον δεν
υπάρχει κάπως.
Θεαίτητος.
Φαίνεται ότι αυτό πρέπει να το υποστηρίξωμεν εις την συζήτησιν.
Ξένος.
Πώς δεν φαίνεται βεβαίως, και μάλιστα και εις τον τυφλόν, καθώς
λέγει η παροιμία; Διότι, εάν αυτά δεν τα εξελέγξωμεν και δεν
μείνωμεν σύμφωνοι, τότε πολύ ολιγώτερον θα ημπορέσωμεν να μη
γίνωμεν καταγέλαστοι, διότι θα αναγκαζώμεθα να αντιφάσκωμεν εις
τον ίδιον εαυτόν μας, όταν ομιλούμεν περί λόγων ψευδών ή περί
ψευδούς κρίσεως, είτε περί ομοιωμάτων ή εικόνων ή απομιμήσεων, ή
φαντασμάτων, είτε ακόμη και περί των τεχνών, όσαι ασχολούνται εις
αυτά.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Δι' αυτά λοιπόν πρέπει να αποφασίσωμεν να προσβάλωμεν τόρα τον
πατρικόν λόγον, ή άλλως να τον αφήσωμεν εντελώς πλέον, αν μας
εμποδίζη κάποιος δισταγμός.
Θεαίτητος.
Όχι, ας μη μας εμποδίση ποτέ τίποτε από αυτά.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν διά τρίτην φοράν θα σου ζητήσω μίαν μικράν χάριν.
Θεαίτητος.
Λέγε και μη σε μέλει.
Ξένος.
Τόρα προ ολίγου εδήλωσα ότι εγώ απέκαμα εντελώς ως προς την
εξέλεγξιν αυτών των λόγων, και τόρα μάλιστα πολύ περισσότερον.
Θεαίτητος.
Ναι, το είπες αυτό.
Ξένος.
Φοβούμαι λοιπόν δι' όσα είπα, μήπως με θεωρήσης μανιακόν, διότι
αμέσως μετεβλήθην και έγινα το μέσα έξω. Επομένως εις εσέ θα
χρεωστούμεν χάριν, εάν τον εξελέγξωμεν.
Θεαίτητος.
Όσον δι' εμέ, έσο βέβαιος ότι δεν θα θεωρήσω ως σφάλμα σου, εάν
προχωρήσης εις αυτόν τον έλεγχον και την απόδειξιν. Όσον δι' αυτό
προχώρει με θάρρος.
Ξένος.
Εμπρός λοιπόν, τι αρχήν άραγε πρέπει να κάμη κανείς εις
ένα παρακινδυνευμένον λόγον; Διότι νομίζω, παιδί μου, ότι είναι
μεγάλη ανάγκη να πάρωμεν αυτόν τον δρόμον.
Θεαίτητος.
Ποίον δηλαδή;
Ξένος.
Πρώτον να εξετάσωμεν αυτά τα οποία τόρα μας φαίνονται ότι είναι
ξεκαθαρισμένα, μη τυχόν δεν είμεθα καλά εξηγημένοι ως προς αυτά,
και αβασανίστως μένωμεν σύμφωνοι, ότι τα εννοούμεν ευκρινώς.
Θεαίτητος.
Ειπέ σαφέστερον, αυτό το οποίον λέγεις.
Ξένος.
Μου φαίνεται ότι χωρίς να κουρασθή πολύ μας ωμίλησε ο Παρμενίδης,
και οστισδήποτε άλλος ετόλμησε να ορίση, πόσα είναι τα όντα και
ποία;
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Ο καθείς από αυτούς μου φαίνεται ότι μας λέγει παραμύθια, ως να
είμεθα μικρά παιδιά, άλλος μεν ότι τα όντα είναι τρία, και ότι
άλλοτε μερικά από αυτά έχουν ένα είδος πολέμου μεταξύ των, άλλοτε
δε συμφιλιόνονται και κάμνουν γάμους και γεννήσεις και
ανατρέφουν τα γεννώμενα. Άλλος δε πάλιν λέγει ότι δύο πράγματα
υπάρχουν, το υγρόν και το στεγνόν, ή το θερμόν και ψυχρόν, και τα
σπιτόνει και τα υπανδρεύει. Το δε γένος των Ελεατών, εις τον
τόπον μας, αφ' ότου έκαμε την αρχήν ο Ξενοφάνης και οι
αρχαιότεροί του, διηγούνται εις τους μύθους των ότι δήθεν είναι
έν όλα τα πράγματα. Κατόπιν δε μερικαί Μούσαι της Ιωνίας και της
Σικελίας εσκέφθησαν ότι είναι ασφαλέστερον να τα συνδυάσουν αυτά
τα δύο και να λέγουν ότι το ον είναι και έν και πολλά,
συγκρατούνται δε με έχθραν και με φιλίαν. Διότι πάντοτε αι
διαφοραί συμβιβάζονται, λέγουν αι εμβριθέστεραι μούσαι. Αι άλλαι
όμως αι μαλθακώτεραι μούσαι εχάλασαν αυτήν την παντοτινήν
κατάστασιν, και τμηματικώς άλλοτε μεν λέγουν ότι έν είναι το παν
και αγαπητόν εις την Αφροδίτην, άλλοτε δε ότι είναι πολλά και
πολεμούν μεταξύ των ένεκα φιλονικίας. Από όλα αυτά, αν κανείς
είπε τίποτε αληθινόν ή όχι, είναι δύσκολον και απρεπές να
επικρίνωμεν εις ανθρώπους τόσον φημισμένους και παλαιούς (!) Το
εξής όμως δεν κατακρινόμεθα, αν το εξετάσωμεν.
Θεαίτητος.
Ποίον;
Ξένος.
Ότι πάρα πολύ μας επεριφρόνησαν ημάς τον απλόν λαόν. Διότι διόλου
δεν τους μέλει, αν παρακολουθούμεν τους λόγους των, ή μένωμεν
οπίσω. Ο καθείς των κυττάζει να τελειώση τον ιδικόν του λόγον.
Θεαίτητος.
Πώς το εννοείς;
Ξένος.
Όταν κανείς από αυτούς λέγη με το στόμα του ότι υπάρχουν, ή
έγιναν, ή γίνονται πολλά, ή έν, ή δύο, και ότι το θερμόν
αναμιγνύεται με το ψυχρόν, και εξ άλλου υποθέτη κάποιας συνθέσεις
και αποσυνθέσεις, τότε, φίλε Θεαίτητε, δι' όνομα θεού, συ εννοείς
καλά τι θέλουν να ειπούν; Διότι εγώ, όταν ήμην νεώτερος, και αυτό
που δεν εννοούμεν τόρα το μη ον, οσάκις το έλεγε κανείς, ενόμιζα
ότι το εννοώ τελείως. Τόρα όμως και συ ο ίδιος βλέπεις εις ποίον
βαθμόν απορίας ευρισκόμεθα ως προς αυτό.
Θεαίτητος.
Το βλέπω.
Ξένος.
Διόλου παράδοξον λοιπόν να έχωμεν εις την ψυχήν μας το ίδιον
πάθημα και διά το ον, και να νομίζωμεν ότι εις αυτό ευκολυνόμεθα
και το εννοούμεν, όταν κανείς το προφέρη, και ότι μόνον το άλλο
δεν εννοούμεν, ενώ ημείς είμεθα το ίδιον και διά τα δύο.
Θεαίτητος.
Ίσως.
Ξένος.
Λοιπόν και εις όλα τα άλλα, που είπαμεν προηγουμένως, ας
εφαρμόσωμεν αυτό το ίδιον.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Λοιπόν όσον διά τα άλλα τα πολλά, και κατόπιν θα εξετάσωμεν, όταν
θέλωμεν. Τόρα όμως πρέπει να σκεφθώμεν διά το πρώτον, το οποίον
είναι και το μέγιστον και αρχηγός.
Θεαίτητος.
Ποίον εννοείς; Ή μήπως εννοείς, ότι πρέπει πρώτα να ερευνήσωμεν
καλώς το ον, τι άραγε νομίζουν ότι εκφράζει αυτό, όσοι το λέγουν;
Ξένος.
Από το στόμα μου το πήρες, καλέ Θεαίτητε. Και βεβαίως εννοώ ότι
κατ' αυτήν την μέθοδον πρέπει να προχωρήσωμεν, και ως να είναι
αυτοί παρόντες να τους ερωτούμεν: Ελάτε εδώ σεις, όσοι λέγετε ότι
τα πάντα είναι θερμόν και ψυχρόν ή δύο παρόμοια, διατί άραγε και
εις τα δύο αυτά προσθέτετε και το είναι; Πώς να εξηγήσωμεν αυτό
σας το είναι; Άραγε ως τρίτον εκτός εκείνων των δύο, και τότε να
θεωρήσωμεν ως τρία το παν και όχι πλέον δύο, συμφώνως με τους
λόγους σας; Διότι νομίζω, αφού τα θεωρείτε ως δύο και διακρίνετε
το καθέν, δεν ημπορείτε να ειπήτε και διά τα δύο ομοίως το είναι.
Διότι τότε σχεδόν θα ήσαν διττώς έν, και όχι δύο.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά ομιλείς.
Ξένος.
Αλλά τότε μήπως θέλετε να θεωρήται ως ον το διττόν;
Θεαίτητος.
Ίσως.
Ξένος.
Αλλά καλοί μας φίλοι, θα τους ειπούμεν, και κατ' αυτόν τον τρόπον
πάλιν τα δύο τα λέγετε καθαρά έν.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά το είπες.
Ξένος.
Λοιπόν, επειδή ημείς ευρισκόμεθα εις απορίαν, σεις εξηγήσατέ μας
αυτά όσον χρειάζεται, δηλαδή τι θέλετε να εκφράσετε, όταν προφέρη
το στόμα σας ον. Διότι είναι προφανές ότι σεις μεν από καιρόν τα
γνωρίζετε αυτά (!), ημείς όμως, έως τόρα μεν ενομίζαμεν ότι τα
γνωρίζομεν, τόρα όμως ευρισκόμεθα εις απορίαν. Εξηγήσατε λοιπόν
εις ημάς αυτό το ίδιον πρώτον, διά να μη μας περνά η ιδέα ότι
εννοούμεν τα λεγόμενά σας, ενώ τα πράγματα συμβαίνουν όλως διόλου
αντιθέτως. Αν λοιπόν προβάλωμεν αυτούς τους λόγους και τας
απαιτήσεις και εις αυτούς και εις τους άλλους, όσοι λέγουν ότι το
παν είναι πλειότερον από έν, τάχα, παιδί μου, έγκλημα θα κάμωμεν;
Θεαίτητος.
Διόλου μάλιστα.
Ξένος.
Και τόρα; Άραγε δεν πρέπει να ερωτήσωμεν, όσον είναι δυνατόν,
εκείνους οι οποίοι λέγουν ότι έν είναι το παν, πώς εννοούν το ον;
Θεαίτητος.
Πώς δεν πρέπει;
Ξένος.
Λοιπόν ας απαντήσουν εις το εξής. Έν μόνον λέγετε ότι υπάρχει;
Μάλιστα, θα απαντήσουν. Δεν είναι έτσι;
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Αλλά τόρα; Ον ονομάζετε κανέν πράγμα;
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Άραγε εκείνο το ίδιον το οποίον το ονομάζετε έν, και επομένως
μεταχειρίζεσθε δύο ονόματα διά το ίδιον πράγμα, ή πώς αλλέως;
Θεαίτητος.
Συ λοιπόν, καλέ Ξένε, ειπέ τι θα είναι η απάντησίς των εις αυτό;
Ξένος.
Είναι φανερόν, φίλε Θεαίτητε, ότι όστις έθεσε αυτήν την αρχήν,
δεν είναι πολύ εύκολον να απαντήση εις αυτήν εδώ την ερώτησιν,
αλλά και εις οποιανδήποτε άλλην.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Πρώτον το να παραδεχθή ότι υπάρχουν δύο ονόματα, ενώ αυτός τίποτε
άλλο δεν παρεδέχθη εξ αρχής παρά έν, αυτό βεβαίως είναι πολύ
γελοίον.
Θεαίτητος.
Πώς δεν είναι;
Ξένος.
Εξ άλλου πάλιν και μόνον το να επιτρέψη εις άλλον να λέγη ότι
υπάρχει κάποιον όνομα, και αυτό πάλιν δεν είναι λογικόν.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Όταν δέχεται το όνομα το οποίον είναι διάφορον από το πράγμα,
αμέσως δέχεται δύο πράγματα.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Και όμως αν θεωρήση το όνομα ως το ίδιον με αυτό, τότε, ή θα λέγη
κατ' ανάγκην όνομα χωρίς πράγμα, ή, εάν δεν το θεωρήση ως όνομα
ενός πράγματος, τότε κατ' ανάγκην το όνομα θα είναι μόνον
ονόματος όνομα, και όχι κανενός άλλου πράγματος.
Θεαίτητος.
Έχεις δίκαιον.
Ξένος.
Επίσης και το έν θα είναι μόνον όνομα του ενός, και πάλιν απλώς
και μόνον του αριθμητικού ονόματος έν.
Θεαίτητος.
Αυτό είναι λογικόν.
Ξένος.
Τόρα όμως; Άραγε το ολόκληρον θα το θεωρήσουν ως διαφορετικόν από
το έν, ή το ίδιον με αυτό;
Θεαίτητος.
Πώς δεν θα το ειπούν και πώς δεν το λέγουν;
Ξένος.
Εάν λοιπόν είναι ολόκληρον, καθώς λέγει ο Παρμενίδης,
Ολόγυρα ως προς τον όγκον, όμοιον με στρογγύλην σφαίραν,
Με ίσην πάντοτε απόστασιν από το κέντρον. Διότι δεν πρέπει
Ούτε μεγαλίτερον (το ον) ούτε μικρότερον να είναι εδώ ή εκεί.
Αφού βεβαίως είναι τοιούτον το έν, τότε έχει μέσον και άκρα, αφού
δε έχει αυτά, είναι πολύ λογικόν να έχη και μέρη. Ή όχι;
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Αλλά τόρα βεβαίως όποιον πράγμα είναι χωρισμένον εις μέρη, ναι
μεν δεν το εμποδίζει τίποτε, να έχη την ιδιότητα του ενός εις όλα
του τα μέρη, και επομένως ως προς τούτο να είναι και έν όλον και
έν ολόκληρον.
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Αλλ' όμως αυτό το οποίον παθαίνει αυτά, άραγε δεν είναι αδύνατον
να είναι το ίδιον το έν;
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Διότι βεβαίως το αληθινόν έν πρέπει να είναι εντελώς χωρίς μέρη,
συμφώνως με την λογικήν.
Θεαίτητος.
Βεβαίως πρέπει.
Ξένος.
Αυτό όμως το έν, το οποίον συνίσταται από πολλά μέρη, δεν
συμφωνεί, με την λογικήν.
Θεαίτητος.
Σε εννοώ.
Ξένος.
Λοιπόν ποίαν ιδιότητα του ενός θα έχη το ον, διά να ειπούμεν ότι
είναι και έν και ολόκληρον; Ή όλως διόλου θέλεις να μην
ονομάζωμεν το ον ολόκληρον;
Θεαίτητος.
Πολύ δύσκολον εκλογήν μου προτείνεις.
Ξένος.
Έχεις μέγα δίκαιον. Διότι, αφού το ον έχει την ιδιότητα να είναι
κάπως έν, τόρα αποδεικνύεται ότι δεν είναι το ίδιον με το έν, και
επομένως πρέπει να θεωρήσωμεν τα όντα ως πλειότερα από έν.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Και πάλιν όμως, εάν βεβαίως το ον είναι όχι ολόκληρον, διότι
έλαβε την ιδιότητα του ενός, και μόνον το ίδιον το ολόκληρον
είναι ολόκληρον, τότε λογικώς το ον θα στερήται ένα μέρος ιδικόν
του.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Και συμφώνως με αυτόν τον συλλογισμόν, αφού στερείται τον εαυτόν
του το ον(!), δεν θα είναι ον.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Αλλά και πάλιν γίνονται τα όντα περισσότερα του ενός, εάν το ον
και το ολόκληρον θεωρηθούν ότι έχουν ιδιαιτέραν φύσιν το καθέν
χωριστά.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Εάν όμως το ολόκληρον δεν υπάρχει καν, τότε αυτά τα ίδια θα πάθη
και το ον, και εκτός του ότι δεν υπάρχει, ούτε είναι ποτέ δυνατόν
να γεννηθή.
Θεαίτητος.
Διατί δηλαδή;
Ξένος.
Παν ότι εγεννήθη, πάντοτε εγεννήθη ολόκληρον. Επομένως ούτε
ύπαρξιν ούτε γέννησιν πρέπει να αναφέρη το στόμα μας, αφού δεν
κατατάσσομεν το ολόκληρον μεταξύ των όντων.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά μου φαίνεται ότι είναι αυτά.
Ξένος.
Εκτός τούτου αυτό το μη ολόκληρον δεν πρέπει να είναι ούτε
οποιουδήποτε μεγέθους. Διότι, αν έχη μέγεθος, τότε, οσονδήποτε
και αν είναι, είναι ολόκληρον.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Και λοιπόν χίλια συμπεράσματα παρόμοια, με απεράντους δυσκολίας
το καθέν θα κάμη εκείνος, όστις λέγει, ή ότι είναι δύο, ή ότι
είναι έν μόνον το ον.
Θεαίτητος.
Αυτό το αποδεικνύουν και τόρα τα πορίσματα. Διότι το έν είναι
αλληλένδετον προς το άλλο, και διαρκώς μας παρουσιάζουν ως
μεγαλιτέραν την πλάνην μας, δι' όσα είπαμεν προηγουμένως.
Ξένος.
Όσοι λοιπόν λεπτολογούν περί του όντος και του μη όντος, όλους
μεν αυτούς δεν τους εξετάσαμεν τελείως, αλλά ας το θεωρήσωμεν
αρκετόν και αυτό. Τόρα πάλιν όμως πρέπει να εξετάσωμεν τους
έχοντας διάφορον γνώμην, ούτως ώστε από όλους αυτούς να μας είναι
ευκολώτερον να εννοήσωμεν, διατί δεν είναι ευκολώτερον να
ειπούμεν τι είναι το ον, παρά τι είναι το μη ον.
Θεαίτητος.
Τότε λοιπόν ας υπάγωμεν να επισκεφθώμεν και τούτους.
Ξένος.
Και πραγματικώς εις αυτούς φαίνεται να υπάρχη ως αν κάποια
γιγαντομαχία, όταν συζητούν περί της ουσίας (υπάρξεως, πλάσεως)
μεταξύ των.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Άλλοι μεν όλα τα κατεβάζουν από τον ουρανόν και από το αόρατον
εις την γην, και τα φουχτόνουν εις τα χέρια των ωσάν πέτρας και
ξύλα. Διότι όλα τα θεωρούν ως χειροπιαστά, και διισχυρίζονται ότι
μόνον εκείνο υπάρχει, το οποίον μας προξενεί αντίστασιν και
επαφήν, ορίζοντες ότι είναι το ίδιον πράγμα το σώμα και η ουσία.
Από όλα δε τα άλλα, εάν ειπή κανείς ότι υπάρχει και κάτι τι χωρίς
να έχη σώμα, αυτοί τον περιφρονούν και ούτε θέλουν καν να τον
ακούσουν.
Θεαίτητος.
Αλήθεια φοβεροί άνδρες είναι αυτοί που είπες. Διότι και εγώ έως
τόρα έτυχε να συναντήσω πολλούς τοιούτους.
Ξένος.
Και λοιπόν όσοι αντιλέγουν εις αυτούς, τους αντικρούουν με πολλήν
προσοχήν από ψηλά από κάποιον αόρατον μέρος, και επιμένουν ότι η
αληθινή ουσία είναι κάποια νοητά και ασώματα είδη (ιδέαι=τύποι).
Τα δε σώματα των προηγουμένων και την αλήθειαν την οποίαν
πρεσβεύουν εκείνοι, αυτοί την κατακομματιάζουν με τους λόγους των
και την ονομάζουν γέννησιν μετακινουμένην και όχι ουσίαν. Εις το
μέσον λοιπόν αυτών των θεωριών, φίλε Θεαίτητε, πάντοτε υπάρχει
σφοδρά μάχη και από τα δύο μέρη.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Από αυτά λοιπόν τα δύο γένη, ας ζητήσωμεν εξήγησιν χωριστά από το
καθέν, πώς θεωρούν την ουσίαν.
Θεαίτητος.
Πώς θέλεις λοιπόν να εξετάσωμεν;
Ξένος.
Από όσους παραδέχονται την ουσίαν ως τα είδη, είναι ευκολώτερον
να ζητήσωμεν εξήγησιν. Διότι αυτοί είναι ημερώτεροι. Από τους
άλλους όμως, οι οποίοι όλα τα αποδίδουν εις το σώμα, είναι
δυσκολώτερον, ίσως μάλιστα είναι αδύνατον. Αλλά νομίζω ότι δι'
αυτούς πρέπει να κάμωμεν το εξής.
Θεαίτητος.
Τι να κάμωμεν;
Ξένος.
Κυρίως μεν, εάν υπάρχη τρόπος, πρέπει να τους βελτιώσωμεν δι'
έργων. Εάν όμως αυτό είναι αδύνατον, τότε τουλάχιστον ας τους
βελτιώσωμεν διά λόγων, υποθέτοντες ότι είναι πρόθυμοι εις το
μέλλον να αποκρίνωνται νομιμώτερον. Διότι παν ό,τι ομολογούν οι
καλλίτεροι, έχει περισσότερον κύρος από τους χειροτέρους. Ημείς
όμως δεν σκοτιζόμεθα πολύ δι' αυτούς, αλλά μόνον ζητούμεν την
αλήθειαν.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Δόσε λοιπόν διαταγήν εις αυτούς που έγιναν καλλίτεροι, και ό,τι
απάντησιν σου δώσουν εξήγησέ την εις ημάς.
Θεαίτητος.
Αυτό θα γίνη.
Ξένος.
Ας μας ειπούν λοιπόν αν παραδέχονται, ότι κάποιον πράγμα είναι
θνητόν ζώον.
Θεαίτητος.
Πώς δεν παραδέχονται;
Ξένος.
Αυτό όμως δεν συμφωνούν, ότι είναι σώμα έμψυχον;
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Δεχόμενοι ως έν από τα όντα την ψυχήν;
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Αλλά τόρα; Την ψυχήν δεν την θεωρούν άλλην μεν ως δικαίαν, άλλην
δε ως άδικον, και την μεν πρώτην ως φρόνιμον, την δε δευτέραν ως
ανόητον;
Θεαίτητος.
Τι άλλο βεβαίως;
Ξένος.
Αλλ' άραγε δεν γίνεται τοιαύτη η ψυχή εκάστου από αυτούς με την
απόκτησιν και παρουσίαν της δικαιοσύνης, με τα αντίθετα όμως
αντίθετος;
Θεαίτητος.
Μάλιστα, και αυτά τα παραδέχονται.
Ξένος.
Ναι, αλλά παν ό,τι είναι δυνατόν να παρουσιάζεται εις κάποιον και
να απουσιάζη από αυτόν, χωρίς άλλο θα παραδεχθούν ότι έχει
ύπαρξιν.
Θεαίτητος.
Βεβαίως παραδέχονται.
Ξένος.
Αφού λοιπόν υπάρχει η δικαιοσύνη και η φρόνησις και όλαι αι άλλαι
αρεταί και κακίαι, και προ πάντων η ψυχή, εις την οποίαν
γεννώνται αυτά, άραγε φρονούν ότι κανέν από αυτά είναι ορατόν και
χειροπιαστόν, ή όλα τα θεωρούν ως αόρατα;
Θεαίτητος.
Κανέν σχεδόν από αυτά δεν είναι ορατόν.
Ξένος.
Και τόρα; Άραγε παραδέχονται ότι κανέν από αυτά φορεί σώμα;
Θεαίτητος.
Εις αυτό πλέον δεν αποκρίνονται κατά τον ίδιον τρόπον, αλλά διά
μεν την ψυχήν φρονούν ότι έχει κάποιον σώμα, διά την φρόνησιν
όμως και δι' έκαστον από τα άλλα τα οποία ερώτησες, εντρέπονται
να τολμήσουν ή να δεχθούν ότι δεν ανήκουν εις τα όντα, ή να
διισχυρισθούν ότι όλα είναι σώματα.
Ξένος.
Διότι είναι προφανές, φίλε Θεαίτητε, ότι αυτοί οι άνδρες
εβέλτιώθησαν. Καθ' όσον τίποτε δεν θα εντρέποντο να ειπούν από
αυτά όσοι από αυτούς είναι σπαρμένοι και αυτόχθονες, αλλά θα
επέμεναν να λέγουν, ότι παν ό,τι δεν είναι δυνατόν να σφίξουν με
τας χείρας των, αυτό τάχα ούτε είναι καν ον.
Θεαίτητος.
Σχεδόν τα λέγεις καθώς αυτοί τα συλλογίζονται.
Ξένος.
Λοιπόν πάλιν ας τους ξαναερωτήσωμεν. Διότι εάν θελήσουν να
παραδεχθούν ως ασώματον έστω και το μικρότερον από τα όντα, θα
είναι αρκετόν. Δηλαδή αυτοί οφείλουν να μας ειπούν, τι κοινόν
έχουν αυτά με εκείνα που έχουν σώμα, ώστε συμφώνως με αυτό λέγουν
ότι υπάρχουν και τα δύο. Πολύ πιθανόν λοιπόν να απορήσουν. Εάν
όμως συμβή κανέν τοιούτον, πρόσεξε, άραγε εάν τους προτείνωμεν
ημείς, θα θελήσουν να παραδεχθούν ότι το ον είναι κάτι τι καθώς
το εξής.
Θεαίτητος.
Ποίου είδους δηλαδή; λέγε και πιθανόν να μας το ειπούν.
Ξένος.
Λέγω λοιπόν ότι όντως υπάρχει παν ό,τι έχει έστω και την
μικροτέραν δύναμιν, είτε διά να τροποποιήση την φύσιν
οποιουδήποτε άλλου, είτε διά να πάθη και την μικροτέραν μεταβολήν
από το μηδαμινώτερον των πραγμάτων, έστω και μίαν φοράν μόνον.
Δηλαδή θέτω ως ορισμόν διά τα όντα, ότι δεν είναι άλλο τίποτε
παρά δύναμις.
Θεαίτητος.
Αλλ' επειδή αυτοί προς το παρόν δεν έχουν να ειπούν τίποτε
καλλίτερον, το παραδέχονται.
Ξένος.
Έχει καλώς. Διότι κατόπιν πιθανόν και εις ημάς και εις αυτούς να
φανή διαφορετικόν. Με αυτούς λοιπόν ας μείνωμεν έως εδώ σύμφωνοι
εις αυτό.
Θεαίτητος.
Μένομεν.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν ας υπάγωμεν εις τους άλλους οι οποίοι είναι φίλοι των
ειδών. Συ δε και αυτών τους λόγους εξήγει εις ημάς.
Θεαίτητος.
Αυτό θα γίνη.
Ξένος.
Την γέννησιν νομίζω ότι την θεωρείτε διαφορετικήν από την ουσίαν
(ύπαρξιν, πλάσιν). Δεν είναι έτσι;
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Και ότι με το σώμα μας διά μέσου των αισθητηρίων αντιλαμβανόμεθα
την γέννησιν, με την ψυχήν δε διά μέσου της σκέψεως
αντιλαμβανόμεθα την αληθινήν ουσίαν, η οποία λέγετε ότι πάντοτε
είναι καθ' όλα ομοία, ενώ η γέννησις κατά καιρούς μεταβάλλεται.
Θεαίτητος.
Βεβαίως τα λέγομεν αυτά.
Ξένος.
Αλλά τόρα αυτήν την συγκοινωνίαν, αξιοθαύμαστοι φίλοι, πώς πρέπει
να ειπούμεν ότι την εκλαμβάνετε εις αυτά τα δύο; Όχι άραγε καθώς
προ ολίγου το είπατε οι ίδιοι;
Θεαίτητος.
Ποίου είδους;
Ξένος.
Πάθος ή ενέργειαν προερχομένην από μίαν δύναμιν ένεκα της
συμπλησιάσεως των πραγμάτων. Πιθανόν λοιπόν, φίλε Θεαίτητε, συ να
μην ακούης καλά την απάντησίν των εις αυτήν την ερώτησιν, εγώ
όμως την ακούω, ίσως ένεκα της συνηθείας.
Θεαίτητος.
Ποίαν εξήγησιν λοιπόν δίδουν;
Ξένος.
Δεν συμφωνούν με ημάς ως προς αυτό, το οποίον είπαμεν συζητούντες
με εκείνους τους αυτόχθονας.
Θεαίτητος.
Ποίον δηλαδή;
Ξένος.
Νομίζω ότι αρκετά καλά ωρίσαμεν ότι όντα είναι εκείνα, εις τα
οποία υπάρχει η δύναμις να πάθουν ή να ενεργήσουν έστω και το
ελάχιστον.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Εις αυτά λοιπόν αντιτάσσουν αυτοί, ότι εις μεν την γέννησιν
υπάρχει η δύναμις του πάθους και της ενεργείας, εις την ουσίαν
όμως δεν αρμόζει η δύναμις κανενός από αυτά τα δύο.
Θεαίτητος.
Λοιπόν λέγουν τίποτε σπουδαίον;
Ξένος.
Λέγουν κάτι τι, εις το οποίον ημείς πρέπει να απαντήσωμεν, ότι
έχομεν ανάγκην να τους ερωτήσωμεν σαφέστερον, αν συγχρόνως
παραδέχονται ότι η μεν ψυχή γνωρίζει, η δε ουσία γνωρίζεται.
Θεαίτητος.
Αυτό βεβαίως το παραδέχονται.
Ξένος.
Και λοιπόν; Το γνωρίζω ή το γνωρίζομαι το θεωρείτε ως ενέργειαν,
ή ως πάθος, ή ως και τα δύο μαζί; Ή το ένα μεν ως πάθος, το δε
άλλο ως ενέργειαν; Ή όλως διόλου νομίζετε, ότι κανέν από αυτά τα
δύο δεν έχει καμμίαν από αυτάς τας δύο ιδιότητας; Είναι φανερόν
ότι θα ειπούν, ότι κανέν από τα δύο δεν έχει καμμίαν από τας δύο
ιδιότητας. Διότι αλλέως θα έδιδαν αντιφατικήν απάντησιν προς τα
προηγούμενα.
Θεαίτητος.
Αυτό δεν το εννοώ.
Ξένος.
Ουδέ τούτο δεν εννοείς τουλάχιστον, ότι δηλαδή, αφού το γινώσκω
είναι ενέργεια, το γινώσκομαι κατ' ανάγκην είναι πάθος; Η ουσία
λοιπόν, συμφώνως προς αυτά, η οποία γινώσκεται από την γνώσιν,
όσον γινώσκεται, τόσον κινείται ένεκα του πάθους, πράγμα το
οποίον δεν ημπορεί να γίνη εις το ακίνητον.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Και τόρα τι θα κάμωμεν, μα τον Δία; Άραγε θα πιστεύσωμεν
αβασανίστως ότι πραγματικώς δεν υπάρχει καμμία κίνησις και ζωή
και ψυχή και φρόνησις εις το ον, ούτε ότι ζη αυτό ούτε ότι
σκέπτεται, αλλά ότι είναι σεβάσμιον και αγιασμένον, χωρίς να έχη
νουν και ότι στέκεται ακίνητον;
Θεαίτητος.
Πραγματικώς θα ήτο τρομερόν να το παραδεχθώμεν αυτό.
Ξένος.
Αλλά τότε; Να παραδεχθώμεν ότι έχει μεν νουν, όχι όμως και ζωήν;
Θεαίτητος.
Πώς είναι δυνατόν;
Ξένος.
Αλλά πάλιν; Να ειπούμεν ότι αυτά και τα δύο υπάρχουν εις αυτό,
όχι όμως ότι τα έχει αυτό εντός της ψυχής του;
Θεαίτητος.
Και πώς αλλέως είναι δυνατόν να τα έχη;
Ξένος.
Αλλά πάλιν; Να έχη νουν και ζωήν και ψυχήν, να είναι όμως εντελώς
ακίνητον, ενώ είναι έμψυχον;
Θεαίτητος.
Όλα αυτά μου φαίνονται ότι δεν είναι λογικά.
Ξένος.
Τότε λοιπόν πρέπει να παραδεχθώμεν και το κινούμαι και την
κίνησιν ως όντα.
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Τουλάχιστον, φίλε Θεαίτητε, είναι λογικόν, εάν είναι ακίνητα τα
όντα, να μη υπάρχη νους πουθενά διά κανέν πράγμα.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Και όμως, αν πάλιν δεχθώμεν ότι όλα μεταφέρονται και κινούνται,
και τότε πάλιν το ίδιον συμπέρασμα θα βγάλωμεν.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Εκείνο το οποίον μένει το ίδιον υπό τους ιδίους όρους και ως προς
το ίδιον πράγμα, νομίζεις ότι είναι δυνατόν να υπάρξη άνευ
στάσεως;
Θεαίτητος.
Διόλου μάλιστα.
Ξένος.
Και λοιπόν; Χωρίς αυτά εννοείς ότι είναι δυνατόν ποτε να υπάρχη
νους και ο παραμικρός ακόμη;
Θεαίτητος.
Διόλου μάλιστα.
Ξένος.
Και λοιπόν πρέπει με πάντα διισχυρισμόν να αντικρούσωμεν εκείνον,
όστις μη παραδεχόμενος επιστήμην, ή φρόνησιν, ή νουν,
διισχυρίζεται οτιδήποτε δι' οποιονδήποτε πράγμα.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Ο φιλόσοφος λοιπόν, ο οποίος όλα αυτά τα εκτιμά, είναι ανάγκη,
καθώς φαίνεται, να μη δεχθή την γνώμην εκείνων, οι οποίοι
παραδέχονται έν ή πολλά είδη, και ότι το παν είναι ακίνητον. Και
τους άλλους πάλιν οι οποίοι θεωρούν το ον ως κινούμενον εις όλα
τα μέρη, ούτε καν να τους ακούσωμεν, αλλά καθώς έλεγαν τα παιδιά
ως ευχήν: «όσα είναι ακίνητα και κινημένα», να παραδεχθώμεν ότι
το ον και το παν έχει αυτά και τα δύο.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Αι λοιπόν; Άραγε δεν φρονείς πλέον ότι αρκετά καλά
εχαρακτηρίσαμεν με τον λόγον μας το ον;
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Και όμως, φίλε Θεαίτητε, πόσον φρικτόν θα είναι τόρα, όταν θα
εννοήσωμεν την δυσκολίαν της εξετάσεως αυτού;
Θεαίτητος.
Πώς τόρα πάλιν το είπες αυτό και τι εννοείς;
Ξένος.
Αξιομακάριστε φίλε, δεν εννοείς ότι τόρα ακριβώς ευρισκόμεθα εις
την μεγαλιτέραν άγνοιαν περί αυτού, και όμως μεταξύ μας φαινόμεθα
ότι κάτι λέγομεν;
Θεαίτητος.
Εις εμέ τουλάχιστον βεβαίως φαινόμεθα ότι κάτι λέγομεν, πώς όμως
δεν ενοήσαμεν ότι καταντήσαμεν εις αυτό το σημείον, εγώ δεν το
εννοώ τόσον καλά.
Ξένος.
Πρόσεξε λοιπόν καλλίτερα, εάν είναι δίκαιον, αφού παραδεχόμεθα
αυτά, να μας ερωτήση κανείς καθώς ημείς ερωτούσαμεν τους
λέγοντας, ότι το παν είναι θερμόν και ψυχρόν.
Θεαίτητος.
Ποία; Υπενθύμισέ μου.
Ξένος.
Πολύ καλά. Θα προσπαθήσω ωρισμένως να το κάμω αυτό, ερωτών καθώς
τότε εκείνους, ώστε συγχρόνως και να προχωρούμεν οπωσδήποτε.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Εμπρός λοιπόν. Την κίνησιν και την στάσιν άραγε δεν τα θεωρείς εκ
διαμέτρου αντίθετα το έν προς το άλλο;
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Και όμως δεν φρονείς ότι ομοίως υπάρχουν αυτά και τα δύο ομού και
το καθέν χωριστά;
Θεαίτητος.
Φρονώ βεβαίως.
Ξένος.
Άραγε εννοείς ότι κινούνται μαζί και χωριστά, όταν δέχεσαι, ότι
υπάρχουν;
Θεαίτητος.
Διόλου μάλιστα.
Ξένος.
Ή μήπως εννοείς ότι στέκονται, όταν λέγης ότι υπάρχουν και τα
δύο;
Θεαίτητος.
Πώς είναι δυνατόν!
Ξένος.
Επομένως έξω από αυτά, ωσάν κάτι τι τρίτον δεν θεωρείς με τον
νουν σου το ον, και ότι περικλείει εντός του την στάσιν και την
κίνησιν, και επειδή έλαβες υπ' όψιν σου ότι συμμετέχουν της
υπάρξεως, κατά λογικήν συνέπειαν εχαρακτήρισες και τα δύο ως
υπάρχοντα;
Θεαίτητος.
Πραγματικώς σχεδόν εξάγεται ότι κάτι τι τρίτον είναι το ον, όταν
λέγωμεν ότι υπάρχει κίνησις και στάσις.
Ξένος.
Τότε λοιπόν το ον δεν είναι το κοινόν εξαγόμενον της κινήσεως και
στάσεως, αλλά κάτι άλλο διάφορον από αυτά.
Θεαίτητος.
Έτσι φαίνεται.
Ξένος.
Επομένως συμφώνως με την ιδικήν του φύσιν, το ον ούτε στέκεται
ούτε κινείται.
Θεαίτητος.
Σχεδόν.
Ξένος.
Τότε λοιπόν πού πρέπει πλέον να στρέψη κανείς την σκέψιν του, εάν
θέλη να επιτύχη ασφαλώς σαφή γνώμην περί αυτού διά τον εαυτόν
του;
Θεαίτητος.
Ξέρω και 'γώ;
Ξένος.
Νομίζω ότι πουθενά πλέον δεν είναι εύκολον. Διότι, εάν ένα πράγμα
δεν κινήται, πώς είναι δυνατόν να μη στέκεται; Ή αντιθέτως
εκείνο, το οποίον δεν στέκεται διόλου, πώς δεν κινείται; Και όμως
απεδείξαμεν προηγουμένως, ότι το ον ευρίσκεται έξω από αυτά τα
δύο. Ή λοιπόν είναι ποτέ δυνατόν τούτο;
Θεαίτητος.
Αυτό βεβαίως είναι των αδυνάτων αδύνατον.
Ξένος.
Το εξής λοιπόν είναι δίκαιον να ενθυμηθούμεν επάνω εις αυτά.
Θεαίτητος.
Ποίον δηλαδή;
Ξένος.
Ότι, όταν μας ερώτησαν εις ποίον πράγμα πρέπει να εφαρμόσωμεν το
όνομα του μη όντος, ευρέθημεν εις άκραν στενοχωρίαν. Το
ενθυμείσαι;
Θεαίτητος.
Πώς δεν το ενθυμούμαι;
Ξένος.
Δεν μου λέγεις λοιπόν τάχα εις μικροτέραν στενοχωρίαν ευρισκόμεθα
τόρα διά το ον;
Θεαίτητος.
Κατά την γνώμην μου, καλέ Ξένε, εάν επιτρέπεται η έκφρασις, τόρα
ευρισκόμεθα εις μεγαλιτέραν στενοχωρίαν.
Ξένος.
Λοιπόν αυτό το ζήτημα ας το αφήσωμεν έως εδώ άλυτον. Αφού όμως
και το ον και το μη ον εξ ίσου είναι δύσλυτα, τόρα πλέον υπάρχει
ελπίς, εις οποιονδήποτε σημείον αποδεικνύεται το έν από αυτά είτε
σκοτεινότερον είτε σαφέστερον, εις το ίδιον σημείον να
αποδεικνύεται και το άλλο. Και αν πάλιν δεν κατορθώσωμεν να
εννοήσωμεν ούτε το έν ούτε το άλλο, οπωσδήποτε όμως ας
προσπαθήσωμεν όσον το δυνατόν αξιοπρεπέστερον να προχωρήσωμεν εις
την έρευναν και των δύο.
Θεαίτητος.
Έχει καλώς.
Ξένος.
Ας εξετάσωμεν λοιπόν κατά ποίον τρόπον άραγε αποδίδομεν συνήθως
εις έν και το αυτό πράγμα πολλά ονόματα.
Θεαίτητος.
Πώς δηλαδή; Ειπέ μου ένα παράδειγμα.
Ξένος.
Ως γνωστόν, εις τον άνθρωπον αποδίδομεν και τα διάφορα χρώματα,
και τα σχήματα και τα μεγέθη και τας κακίας και τας αρετάς και με
όλα αυτά και χίλια άλλα δεν τον λέγομεν μόνον άνθρωπον, αλλά και
αγαθόν και τόσα άλλα. Και πάλιν τα άλλα πράγματα, με τον ίδιον
τρόπον, ενώ κατ' αρχάς αποδίδομεν εις αυτά έν όνομα, κατόπιν τα
χαρακτηρίζομεν ποικιλοτρόπως με πολλά επίθετα.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά ομιλείς.
Ξένος.
Δι' αυτό νομίζω ότι προετοιμάσαμεν τραπέζι διά τους νέους και διά
τους οψιμαθείς από τους γέροντας. Διότι ημπορεί προχείρως ο
καθείς να εναντιωθή, ότι είναι αδύνατον πράγμα τα πολλά να είναι
έν και το έν να είναι πολλά. Και να είσαι βέβαιος ότι αυτοί
ευχαριστούνται, διότι δεν επιτρέπουν να ονομάζη κανείς ένα
άνθρωπον αγαθόν, αλλά το αγαθόν αγαθόν, και τον άνθρωπον
άνθρωπον. Διότι, νομίζω, φίλε Θεαίτητε, πολλάκις συναντάς
ανθρώπους συζητούντας τα τοιαύτα, οι οποίοι κάποτε είναι
γεροντότεροι, και επειδή αισθάνονται την έλλειψιν της φρονήσεως
ως μεγάλην πτωχείαν, θαυμάζουν αυτά τα πράγματα, και ωρισμένως
νομίζουν ότι είναι μεγάλη σοφία να το εύρουν αυτό.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Διά να απαντήσωμεν λοιπόν προς όλους ανεξαιρέτως, όσοι έτυχε να
συζητήσουν περί της ουσίας και το παραμικρόν, ας αποτείνωμεν και
προς τούτους και προς τους άλλους, περί των οποίων ωμιλήσαμεν
προηγουμένως, αυτά τα οποία τόρα θα ειπούμεν με ερωτήσεις.
Θεαίτητος.
Ποία δηλαδή;
Ξένος.
Άραγε ούτε την ουσίαν (ύπαρξιν) να μη αποδίδωμεν εις την κίνησιν
και στάσιν, ούτε τίποτε άλλο εις κανέν άλλο πράγμα, αλλά να τα
θεωρήσωμεν ως άμικτα και μη δυνάμενα να συγκοινωνούν μεταξύ των;
Ή όλα να τα κατατάξωμεν ομού, ως δυνάμενα να συγκοινωνούν μεταξύ
των; Ή άλλα μεν συγκοινωνούν, άλλα όμως όχι; Από όλα αυτά, καλέ
Θεαίτητε, τι παραδεχόμεθα ότι θα εκλέξουν αυτοί;
Θεαίτητος.
Εγώ εις την θέσιν αυτών δεν ημπορώ να απαντήσω τίποτε. Ώστε δεν
βλέπω τον λόγον, πώς δεν δίδεις ανά μίαν απάντησιν διά να
σκέπτεσαι χωριστά καθέν συμπέρασμα.
Ξένος.
Καλά λέγεις και ας υποθέσωμεν, αφού το θέλεις, ότι αυτοί απαντούν
πρώτον, ότι κανέν δεν έχει καμμίαν δύναμιν συγκοινωνίας με κανέν
άλλο υπό ουδεμίαν έποψιν. Επομένως δεν έπεται, ότι η κίνησις και
η στάσις με κανένα τρόπον δεν ημπορούν να συγκοινωνήσουν με την
ουσίαν;
Θεαίτητος.
Βεβαίως έπεται.
Ξένος.
Και λοιπόν; Είναι δυνατόν να υπάρξη πλέον κανέν από αυτά τα δύο,
αφού δεν συμμετέχει από την ουσίαν;
Θεαίτητος.
Δεν είναι δυνατόν να υπάρξη.
Ξένος.
Ιδού λοιπόν ότι διά μιας μόλις παρεδέχθημεν αυτό, καθώς φαίνεται,
όλα έγιναν ανάστατα, όσα λέγουν όσοι κινούν το σύμπαν, και όσα
λέγουν όσοι το θεωρούν ως έν ακίνητον, και όσοι θεωρούν ότι τα
όντα είναι είδη (ιδέαι, τύποι) τα οποία μένουν διαρκώς
αμετάβλητα. Διότι όλοι αυτοί συνάπτουν με αυτά την ύπαρξιν και
λέγουν ότι όντως κινούνται, και άλλοι ότι όντως στέκονται.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Και όμως πάλιν όσοι άλλοτε μεν συνθέτουν τα πάντα, άλλοτε δε τα
αναλύουν, είτε τα συνθέτουν εις έν και από το ον αναλύουν άπειρα,
είτε τα αναλύουν εις στοιχεία ωρισμένα και από αυτά συνθέτουν,
αδιάφορον αν τούτο το παραδεχθούν ότι γίνεται εν μέρει ή πάντοτε,
καθ' όλους αυτούς τους τρόπους ψεύδονται, εάν βεβαίως δεν υπάρχη
καμμία σύμμιξις.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Αλλά πάλιν πολύ κωμικώτερον θα ομιλήσουν, όσοι δεν επιτρέπουν ένα
πράγμα, όταν συγκοινωνή με το πάθημα ενός άλλου, να λάβη το όνομα
αυτού.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Διότι αυτοί αναγκάζονται παντού να μεταχειρίζωνται το «είναι» και
το «χωριστά» και το «από άλλα» και το «μόνον του» και χίλια άλλα,
εις τα οποία, αφού δεν έχουν την εγκράτειαν να αποφεύγουν να τα
συνάπτουν εις τους λόγους των, δεν έχουν ανάγκην να τους
εξελέγξουν άλλοι, αλλά, καθώς λέγει η παροιμία, φέρουν μέσα των
τον εχθρόν των, ο οποίος θα τους αντικρούση και θα ομιλή από
μέσα, καθώς συνέβαινε εις τον γελοίον Ευρυκλέα, ο οποίος
αναιρούσε ο ίδιος τους λόγους του.
Θεαίτητος.
Πραγματικώς έκαμες καλήν παρομοίωσιν και λέγεις την αλήθειαν.
Ξένος.
Εάν όμως δεχθώμεν ότι αυτά έχουν την δύναμιν να συγκοινωνούν
μεταξύ των, τι θα συμβή;
Θεαίτητος.
Αυτό είμαι και εγώ εις θέσιν να το αναιρέσω.
Ξένος.
Πώς;
Θεαίτητος.
Διότι και η ιδία η κίνησις όλως διόλου θα εσταματούσε, και πάλιν
η ιδία στάσις θα εκινείτο, εάν εφαρμοσθή το έν επάνω εις το άλλο.
Ξένος.
Αλλά αυτό άραγε δεν είναι με ισχυροτάτους λόγους αδύνατον, δηλαδή
η κίνησις να σταθή και η στάσις να κινηθή;
Θεαίτητος.
Πώς δεν είναι;
Ξένος.
Τότε λοιπόν υπολείπετε μόνον η τρίτη περίπτωσις.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Και βεβαίως οπωσδήποτε το έν από αυτά τα τρία είναι κατ' ανάγκην
ορθόν, δηλαδή ή όλα, ή κανέν, ή άλλα θέλουν και άλλα δεν θέλουν
να συγκοινωνούν.
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Και όμως τα δύο πρώτα απεδείχθησαν αδύνατα.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Επομένως οποιοσδήποτε θέλει να απαντήση ορθώς, οφείλει να
παραδεχθή το τελευταίον από τα τρία.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Αφού λοιπόν άλλα μεν θέλουν να εκτελούν τούτο, άλλα όμως όχι,
τότε σχεδόν παθαίνουν το ίδιον με τα στοιχεία του αλφαβήτου.
Διότι και από εκείνα άλλα μεν δεν συμβιβάζονται μαζί, άλλα όμως
συμβιβάζονται.
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Τα φωνήεντα όμως περισσότερον από όλα τα άλλα, εισχωρούν εις όλα
ωσάν συνεκτικός δεσμός, ώστε χωρίς αυτά είναι αδύνατον να
προσαρμοσθούν και τα άλλα μεταξύ των.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Τόρα όμως; Άραγε ο καθείς γνωρίζει ποία με ποία ημπορούν να
συμπέσουν; Ή απαιτείται τέχνη δι' εκείνον, ο οποίος πρόκειται να
εκτελέση τούτο με τελειότητα;
Θεαίτητος.
Απαιτείται τέχνη.
Ξένος.
Ποία;
Θεαίτητος.
Η γραμματική.
Ξένος.
Και λοιπόν; Άραγε δεν συμβαίνει το ίδιον και με τους υψηφώνους
και βαρυφώνους φθόγγους; Ότι δηλαδή όστις έχει την τέχνην να
γνωρίζη ποίοι συνδυάζονται και ποίοι όχι, είναι μουσικός, όστις
όμως δεν γνωρίζει, είναι άμουσος;
Θεαίτητος.
Έτσι είναι.
Ξένος.
Και εις όλας τας άλλας τέχνας και ατεχνίας δεν θα εύρωμεν επίσης
παρόμοια;
Θεαίτητος.
Πώς δεν θα εύρωμεν;
Ξένος.
Και λοιπόν; Αφού εδέχθημεν ότι και τα γένη έχουν την ιδίαν σχέσιν
της αναμίξεως μεταξύ των, άραγε δεν πρέπει με κάποιαν
επιστημονικήν μέθοδον να ερευνά εκείνος, ο οποίος θέλει να
αποδείξη, ποία με ποία συμφωνούν τα γένη, και ποία με ποία δεν
χωνεύονται; Και μάλιστα εάν μεταξύ όλων υπάρχουν μερικά ως
συνεκτικός δεσμός, ώστε να γίνωνται όλα επιτήδεια προς σύνδεσιν,
και πάλιν κατά την ανάλυσιν, εάν υπάρχουν άλλα τα οποία επιφέρουν
την διαίρεσιν μεταξύ όλων;
Θεαίτητος.
Πώς δεν χρειάζεται επιστήμη και ίσως μάλιστα η ανωτέρα;
Ξένος.
Πώς λοιπόν θα την ονομάσωμεν, καλέ Θεαίτητε, αυτήν πάλιν; Ή
μήπως, δι' όνομα θεού δεν αντελήφθημεν, ότι επέσαμεν εις την
επιστήμην των αμερολήπτων, και ενώ ζητούμεν να συλλάβωμεν τον
σοφιστήν σχεδόν ευρήκαμεν προηγουμένως τον φιλόσοφον;
Θεαίτητος.
Πώς το εννοείς αυτό;
Ξένος.
Την διαίρεσιν εις γένη και την θεωρίαν ότι, το ίδιον είδος δεν
είναι διάφορον, ούτε το διάφορον είναι το ίδιον, τάχα δεν το
θεωρούμεν ως έργον της διαλεκτικής τέχνης;
Θεαίτητος.
Μάλιστα, το θεωρούμεν.
Ξένος.
Λοιπόν όστις είναι ικανός να εκτελή τούτο, δεν αντιλαμβάνεται
καλά μίαν έννοιαν ως κοινήν εις πολλά, από όσα κείνται χωριστά, η
οποία επεκτείνεται εις όλα, και άλλας πολλάς πάλιν και διαφόρους
μεταξύ των, να εμπερικλείωνται απ' έξω από μίαν, και πάλιν μία
άλλη να διαπερά όλα και να τα ενώνη εις έν, και άλλαι πολλαί να
είναι εντελώς άσχετοι; Αυτή δε είναι η ικανότης να αναλύωμεν
επιστημονικώς κατά γένη, δηλαδή εις ποία σημεία είναι δυνατόν να
συγκοινωνούν τα διάφορα μέρη και εις ποία όχι.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Και βεβαίως την διαλεκτικήν μέθοδον δεν θα την αποδώσης εις
άλλον, καθώς νομίζω, παρά εις τον εξασκούντα την φιλοσοφίαν
καθαρώς και δικαίως.
Θεαίτητος.
Πώς είναι δυνατόν να την αποδώση κανείς εις κανένα άλλον;
Ξένος.
Και λοιπόν τον φιλόσοφον εις έν τοιούτον μέρος θα τον εύρωμεν και
τόρα και άλλοτε, όταν τον ζητήσωμεν, το οποίον μέρος είναι μεν
δύσκολον και αυτό να εννοηθή καθαρά, αλλά έχει διαφοράν η
δυσκολία του σοφιστού και η δυσκολία τούτου.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Εκείνος μεν κρύπτεται εις τα σκοτεινά του μη όντος,
εξοικειούμενος διά της πείρας με αυτά, και είναι δυσνόητος ένεκα
του σκοτεινού μέρους. Δεν είναι έτσι;
Θεαίτητος.
Φαίνεται.
Ξένος.
Ο φιλόσοφος όμως προσκολλάται διαρκώς εις την έννοιαν του όντος,
και ένεκα πάλιν της λάμψεως του μέρους τούτου δεν είναι εύκολον
να τον ιδή κανείς. Διότι τα ψυχικά βλέμματα του κοινού λαού δεν
έχουν δύναμιν να ανθέξουν, όταν ατενίζουν το θείον.
Θεαίτητος.
Και αυτά εξ ίσου φαίνονται ορθά με εκείνα.
Ξένος.
Λοιπόν όσον δι' αυτόν, δεν θα αργήσωμεν και άλλοτε να εξετάσωμεν
σαφέστερον, όταν θελήσωμεν. Διά τον σοφιστήν όμως είναι φανερόν,
ότι δεν πρέπει να αμελήσωμεν, έως ότου να τον εννοήσωμεν τελείως.
Θεαίτητος.
Καλά το είπες.
Ξένος.
Αφού λοιπόν ωμολογήσαμεν, ότι άλλα μεν από τα γένη δέχονται να
συγκοινωνούν μεταξύ των, άλλα όμως όχι, και άλλα μεν ολιγώτερον,
άλλα όμως περισσότερον, και μερικά μάλιστα διαπερούν όλα και
συγκοινωνούν χωρίς κανέν εμπόδιον, τόρα ας εξακολουθήσωμεν να
εξετάζωμεν τα συμπεράσματα, όχι όμως δι' όλα τα είδη, διά να μη
συγχύζεται ο νους μας με τα πολλά, αλλά εκλέγοντες μερικά από τα
νομιζόμενα ως τα κυριώτερα. Και ας ιδούμεν πρώτον μεν ποίου
είδους είναι το καθέν, έπειτα ποίαν δύναμιν έχουν διά να
συγκοινωνούν μεταξύ των, ώστε το ον και το μη ον, αν δεν
κατορθώσωμεν να τα αντιληφθώμεν με πλήρη σαφήνειαν, οπωσδήποτε
όμως να μη μας λείπη καμμία εξήγησις περί αυτών, όσον επιτρέπει η
μέθοδος αυτής της ερεύνης μας. Και τότε θα ιδούμεν αν ημπορούμεν
να φύγωμεν αθωωμένοι όταν λέγωμεν, ότι το μη ον πραγματικώς είναι
μη ον.
Θεαίτητος.
Βεβαίως πρέπει.
Ξένος.
Λοιπόν τα κυριώτερα γένη, από όσα εξετάσαμεν έως τόρα, είναι αυτό
το ίδιον το ον, και η στάσις, και η κίνησις.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Και όμως, όσον διά τα δύο από αυτά, είπαμεν ότι δεν συγκοινωνούν
μεταξύ των.
Θεαίτητος.
Πολύ μάλιστα.
Ξένος.
Το ον όμως είναι βεβαίως μικτόν και με τα δύο, διότι και τα δύο
υπάρχουν.
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Λοιπόν όλα αυτά γίνονται τρία.
Θεαίτητος.
Τι άλλο βεβαίως;
Ξένος.
Λοιπόν έκαστον από αυτά ως προς τα άλλα δύο είναι διαφορετικόν,
ως προς τον εαυτόν του όμως είναι το ίδιον.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Αλλά τόρα πάλιν, τι είναι αυτό, που είπαμεν διαφορετικόν και το
ίδιον; Άραγε και αυτά είναι δύο ιδιαίτερα γένη, χωριστά από τα
τρία, πάντοτε όμως συγκοινωνούντα εξ ανάγκης με εκείνα, και
επομένως πρέπει να σκεπτώμεθα πλέον δι' αυτά όχι ως τρία, αλλά ως
πέντε; Ή μήπως χωρίς τα το εννοούμεν, αποδίδομεν αυτό το
διαφορετικόν και το ίδιον ως χαρακτηρισμόν εις εκείνα;
Θεαίτητος.
Ίσως.
Ξένος.
Βεβαίως όμως η κίνησις και η στάσις δεν είναι ούτε ετερότης ούτε
ταυτότης.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Οτιδήποτε αποδώσωμεν από κοινού εις την κίνησιν και την στάσιν,
τούτο δεν είναι δυνατόν να είναι ούτε το έν ούτε το άλλο από αυτά
τα δύο.
Θεαίτητος.
Διατί δηλαδή;
Ξένος.
Διότι και τόρα πάλιν η κίνησις θα σταματήση και η στάσις θα
κινηθή. Διότι, εάν και εις τα δύο προστεθή έν οποιονδήποτε από
αυτά τα δύο, θα αναγκάση το καθέν να μεταβληθή εις το αντίθετον
από ό,τι είναι εκ φύσεως, διότι εσυγκοινώνησε με το αντίθετον.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Διότι είπαμεν βεβαίως ότι και τα δύο συγκοινωνούν και με την
ταυτότητα και με την ετερότητα.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Δι' αυτό λοιπόν ας μη λέγωμεν ότι η κίνησις είναι ταυτότης ή
ετερότης, ούτε πάλιν στάσις.
Θεαίτητος.
Βεβαίως ας μη λέγωμεν.
Ξένος.
Τόρα όμως μήπως άραγε πρέπει να εννοήσωμεν εντός μας το ον ως το
ίδιον πράγμα με την ταυτότητα;
Θεαίτητος.
Ίσως.
Ξένος.
Αλλ' εάν το ον και η ταυτότης δεν εκφράζουν διαφορετικόν πράγμα,
αφού λέγομεν πάλιν ότι η κίνησις και η στάσις υπάρχουν και τα
δύο, με αυτήν την έκφρασιν χαρακτηρίζομεν και τα δύο ως να είναι
το ίδιον.
Θεαίτητος.
Αλλ' όμως αυτό βεβαίως είναι αδύνατον.
Ξένος.
Επομένως είναι αδύνατον η ταυτότης και το ον να είναι έν και το
αυτό πράγμα.
Θεαίτητος.
Σχεδόν.
Ξένος.
Ώστε ας θεωρήσωμεν ως τέταρτον είδος την ταυτότητα πλησίον των
άλλων.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Αλλά τόρα; Άραγε την ετερότητα δεν πρέπει να την θεωρήσωμεν ως
πέμπτον είδος; Ή μήπως αυτό και το ον πρέπει να τα θεωρήσωμεν ως
δύο ονόματα ανήκοντα εις έν γένος;
Θεαίτητος.
Πολύ πιθανόν.
Ξένος.
Νομίζω όμως ότι παραδέχεσαι ότι τα όντα, άλλα μεν λέγονται μόνα
των, άλλα δε σχετιζόμενα μεταξύ των.
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Η ετερότης όμως πάντοτε λέγεται με ετερότητα. Δεν είναι έτσι;
Θεαίτητος.
Έτσι είναι.
Ξένος.
Αλλ' αυτό δεν θα συνέβαινε, εάν δεν είχαν μεγάλην διαφοράν το ον
και η ετερότης. Αλλά εάν η ετερότης μετείχε και των δύο αυτών
ειδών, καθώς το ον, τότε θα ήτο δυνατόν και η μία από τας
ετερότητας να μη σχετίζεται προς ετερότητα. Τόρα όμως απλούστατα,
παν ό,τι είναι διαφορετικόν, κατ' ανάγκην είναι τοιούτον, μόνον
ως προς άλλο διαφορετικόν.
Θεαίτητος.
Τα λέγεις καθώς είναι.
Ξένος.
Επομένως πρέπει να θεωρήσωμεν την ετερότητα ως πέμπτον μεταξύ των
ειδών τα οποία παραδεχόμεθα.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Και βεβαίως θα δεχθώμεν ότι αυτή διαπερά όλα τα άλλα. Διότι το
καθέν χωριστά είναι διαφορετικόν από τα άλλα, όχι εξ αιτίας της
ιδικής του φύσεως, αλλά διότι συμμετέχει της εννοίας της
ετερότητος.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν ας επαναλάβωμεν τον χαρακτηρισμόν μας διά τα πέντε
αυτά ως εξής.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Πρώτον μεν ότι η κίνησις είναι εντελώς διάφορος από την στάσιν. Ή
πώς θέλεις να το ειπούμεν;
Θεαίτητος.
Καθώς το είπες.
Ξένος.
Επομένως δεν είναι στάσις.
Θεαίτητος.
Διόλου μάλιστα.
Ξένος.
Και όμως υπάρχει, διότι συμμετέχει του όντος.
Θεαίτητος.
Υπάρχει.
Ξένος.
Αλλά πάλιν η κίνησις είναι διαφορετικόν πράγμα από την ταυτότητα.
Θεαίτητος.
Σχεδόν.
Ξένος.
Επομένως δεν είναι ταυτότης.
Θεαίτητος.
Βεβαίως δεν είναι.
Ξένος.
Και όμως ήτο κάπως ταυτότης, διότι όλα συμμετέχουν από αυτήν.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Επομένως πρέπει να ομολογήσωμεν χωρίς δυστροπίαν, ότι η κίνησις
είναι και ταυτότης και όχι ταυτότης. Διότι όταν δεχώμεθα ότι
είναι και ταυτότης και όχι ταυτότης, δεν τα λέγομεν και τα δύο
κατά τον ίδιον τρόπον, αλλά οσάκις λέγομεν ότι είναι ταυτότης, το
λέγομεν διότι συμμετέχει η ταυτότης από αυτήν, οσάκις δε πάλιν
λέγομεν ότι είναι όχι ταυτότης, το λέγομεν διότι συγκοινωνεί με
την ετερότητα, ένεκα της οποίας αποχωρίζεται της ταυτότητος και
γίνεται όχι ό,τι λέγει αυτή, αλλά διαφορετικόν, ώστε και τότε
πάλιν ορθώς λέγεται όχι ταυτότης.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Επομένως και αν κάπως η ιδία κίνησις συμμετείχε από την στάσιν,
δεν θα ήτο διόλου παράλογον, νομίζω, να την χαρακτηρίσωμεν ως
στάσιμον.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά, εάν πρόκειται να δεχθώμεν ότι τα γένη άλλα μεν
δέχονται να συγκοινωνούν μεταξύ των, άλλα όμως όχι.
Ξένος.
Και όμως, πριν να αποδείξωμεν το ζήτημά μας, γρηγορώτερα
εφθάσαμεν εις την απόδειξιν αυτού, διότι εξακριβώσαμεν ότι εκ
φύσεως είναι τοιούτον.
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Ας το επαναλάβωμεν λοιπόν πάλιν. Άραγε η κίνησις δεν είναι
διάφορος από την ετερότητα, καθώς ήτο διάφορος από την ταυτότητα
και την στάσιν;
Θεαίτητος.
Είναι κατ' ανάγκην.
Ξένος.
Επομένως κατά τον λόγον τούτον εδώ, είναι κάπως και διάφορος και
όχι διάφορος.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν τι έπεται από αυτά; Άραγε πάλιν θα δεχθώμεν ότι αυτή
από μεν τα τρία είναι διάφορος, όχι όμως και από το τέταρτον,
αφού παρεδέχθημεν ότι είναι πέντε όλα αυτά, δι' όσα προηγουμένως
απεφασίσαμεν να ερευνήσωμεν;
Θεαίτητος.
Πώς γίνεται αυτό; Είναι αδύνατον να δεχθώμεν μικρότερον αριθμόν
από αυτόν ο οποίος απεδείχθη προ ολίγου.
Ξένος.
Επομένως δεν πρέπει χωρίς φόβον να θεωρήσωμεν εις την συζήτησιν
μας την κίνησιν ως διαφορετικήν από το ον;
Θεαίτητος.
Χωρίς κανένα φόβον απολύτως!
Ξένος.
Τότε λοιπόν δεν έπεται σαφώς ότι η κίνησις είναι και ον και μη
ον, αφού συμμετέχει από το ον;
Θεαίτητος.
Σαφέστατα βεβαίως.
Ξένος.
Επομένως είναι δυνατόν κατ' ανάγκην να υπάρχη το μη ον και εις
την κίνησιν και εις όλα τα γένη. Διότι εις όλα αυτά η φύσις της
ετερότητος καθιστά το καθέν διάφορον από το ον, και το κάμνει μη
ον, και δι' αυτό όλα αυτά ανεξαιρέτως υπό την έποψιν αυτήν είναι
ορθόν να τα θεωρήσωμεν ως μη όντα, και αντιστρόφως, επειδή
συμμετέχουν από το ον, να τα θεωρήσωμεν ότι υπάρχουν και είναι
όντα.
Θεαίτητος.
Επάνω κάτω.
Ξένος.
Επομένως εις έκαστον από τα είδη υπάρχει αρκετή δόσις από το ον,
υπάρχει όμως και αμέτρητον ποσόν από το μη ον.
Θεαίτητος.
Έτσι φαίνεται.
Ξένος.
Λοιπόν και το ίδιον το ον πρέπει να το θεωρήσωμεν ως διαφορετικόν
από τα άλλα.
Θεαίτητος.
Αυτό είναι λογικόν.
Ξένος.
Επομένως και το ίδιον το κακόμοιρον το ον τόσες φορές δεν υπάρχει
(!), όσα είναι τα άλλα. Διότι, αφού δεν είναι ό,τι είναι εκείνα,
μίαν φοράν υπάρχει εξ αιτίας του εαυτού του, αμέτρητες φορές όμως
δεν υπάρχει εξ αιτίας όλων των άλλων.
Θεαίτητος.
Σχεδόν καθώς το λέγεις είναι.
Ξένος.
Τότε λοιπόν και εις αυτά δεν πρέπει να δυστροπήσωμεν, διότι έχει
συγκοινωνίαν η φύσις των γενών. Εάν όμως κανείς δεν τα
παραδέχεται αυτά, ας καταφέρη να πείση τους προηγουμένους λόγους
μας, και τότε ας μας πείση διά τα κατόπιν.
Θεαίτητος.
Ωμίλησες με άκραν δικαιοσύνην (!).
Ξένος.
Ας ιδούμεν λοιπόν και το εξής.
Θεαίτητος.
Ποίον δηλαδή;
Ξένος.
Όταν λέγωμεν το μη ον καθώς φαίνεται, δεν λέγομεν τίποτε
αντίθετον από το ον αλλά απλώς διαφορετικόν.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Λόγου χάριν όταν ονομάσωμεν ένα πράγμα όχι μέγα, τότε με αυτήν
την λέξιν νομίζεις, ότι περισσότερον εκφράζομεν το μικρόν παρά το
ίσον;
Θεαίτητος.
Πώς είναι δυνατόν;
Ξένος.
Επομένως, όταν εκφράζωμεν άρνησιν, δεν θα δεχθώμεν ότι λέγομεν το
αντίθετον, αλλά απλώς ότι άλλο εκφράζει το μη και το όχι
προτασσόμενα εις τα ονόματα, ή μάλλον εις τα πράγματα, εις τα
οποία αναφέρονται τα εκφωνούμενα μετά την άρνησιν ονόματα.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Ας σκεφθώμεν λοιπόν το εξής, μήπως το παραδεχθής και συ.
Θεαίτητος.
Ποίον δηλαδή;
Ξένος.
Η φύσις της ετερότητος μου φαίνεται ότι είναι κομματιασμένη καθώς
η επιστήμη.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Ως γνωστόν, μία είναι και εκείνη, αλλά το μέρος αυτής το σχετικόν
με οποιονδήποτε πράγμα, αποχωρίζεται και λαμβάνει ιδιαίτερον
όνομα. Δι' αυτό και τέχναι πολλαί υπάρχουν και επιστήμαι.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν και τα μέρη της φύσεως της ετερότητος, ενώ αυτή είναι
μία, έπαθαν το ίδιον.
Θεαίτητος.
Πολύ πιθανόν, αλλά ας ιδούμεν πώς.
Ξένος.
Υπάρχει ένα μέρος της ετερότητος, το οποίον αντιτίθεται προς το
ωραίον;
Θεαίτητος.
Υπάρχει.
Ξένος.
Αυτό λοιπόν ανώνυμον θα το θεωρήσωμεν, ή έχει κανέν όνομα;
Θεαίτητος.
Έχει. Διότι παν ό,τι συνήθως ονομάζομεν όχι ωραίον, αυτό δεν
είναι διαφορετικόν από άλλο τίποτε, παρά από την φύσιν του
ωραίου.
Ξένος.
Εμπρός λοιπόν ειπέ μου το εξής.
Θεαίτητος.
Τι θέλεις να σου ειπώ;
Ξένος.
Δεν είναι αληθές ότι το μη καλόν κατωρθώθη να παραχθή, αφού
απεχωρίσθη από έν γένος των όντων, και συγχρόνως ετάχθη ως
αντίθετον προς έν από τα όντα;
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Τότε λοιπόν, καθώς φαίνεται, το μη καλόν αποτελεί αντίθεσιν ενός
όντος προς έν άλλο.
Θεαίτητος.
Ορθότατα.
Ξένος.
Και λοιπόν; Συμφώνως με αυτά άραγε περισσότερον ανήκει εις τα
όντα το καλόν παρά το μη καλόν;
Θεαίτητος.
Διόλου μάλιστα.
Ξένος.
Δεν πρέπει επομένως εξ ίσου να παραδεχθώμεν, ότι υπάρχει και το
μη μέγα, όσον το ίδιον το μέγα;
Θεαίτητος.
Εξ ίσου.
Ξένος.
Επομένως και το μη δίκαιον δεν πρέπει να το κατατάξωμεν ως προς
την ύπαρξιν εις ίσην μοίραν με το δίκαιον, χωρίς να υπάρχη το έν
περισσότερον από το άλλο;
Θεαίτητος.
Τι άλλο βεβαίως.
Ξένος.
Και διά τα άλλα λοιπόν το ίδιον θα ειπούμεν, αφού η φύσις της
ετερότητος απεδείχθη ότι είναι έν από τα όντα. Και αφού εκείνη
είναι ον, κατ' ανάγκην βεβαίως πρέπει να θεωρήσωμεν ως όντα και
τα μέρη της και με το παραπάνω.
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Επομένως, καθώς φαίνεται, η αντίθεσις εκείνου του μέρους από την
φύσιν της ετερότητος, το οποίον αντίκειται προς την φύσιν του
όντος, είναι ουσία του ιδίου του όντος και με το παραπάνω, αν
επιτρέπεται η έκφρασις, και δεν σημαίνει το εκ διαμέτρου
αντίθετον, αλλά απλώς το διαφορετικόν.
Θεαίτητος.
Πολύ λογικά.
Ξένος.
Πώς λοιπόν να την ονομάσωμεν αυτήν;
Θεαίτητος.
Είναι προφανές ότι εκείνο το μη ον, το οποίον εζητούσαμεν χάριν
του σοφιστού, εκείνο το ίδιον είναι τούτο εδώ.
Ξένος.
Και λοιπόν άραγε, καθώς είπες, αυτό δεν καθυστερεί ως προς την
ουσίαν από κανέν άλλο, και με θάρρος πλέον πρέπει να λέγωμεν ότι
ασφαλώς υπάρχει το μη ον με την ιδιαιτέραν του φύσιν καθώς το
μέγα είπαμεν ότι είναι μέγα και το καλόν καλόν και το μη μέγα μη
μέγα και το μη καλόν μη καλόν; Κατά τον ίδιον τρόπον λοιπόν και
το μη ον απεδείχθη και είναι μη ον, συγκαταλεγόμενον ως έν είδος
από τα πολλά όντα; Ή μήπως δυσπιστούμεν κάπως ακόμη ως προς αυτό,
φίλε Θεαίτητε;
Θεαίτητος.
Διόλου δεν δυσπιστούμεν.
Ξένος.
Εκατάλαβες λοιπόν ότι περισσότερον απεσκιρτήσαμεν από τον
Παρμενίδην, παρά όσον μας απηγόρευσε εκείνος;
Θεαίτητος.
Τι εννοείς;
Ξένος.
Από όσα μας απηγόρευσε εκείνος να ερευνώμεν, ημείς εξετάσαμεν εις
τα προηγούμενα πολύ περισσότερα, και τα απεδείξαμεν εις το πείσμα
του.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Ιδού πώς· εκείνος ως γνωστόν λέγει:
Αδύνατον να χωνεύσης ποτέ ότι υπάρχουν τα μη όντα,
Και δι' αυτό στρέψε τον νουν σου από τον δρόμον αυτής της
[ερεύνης.
Θεαίτητος.
Αυτό δεν αρνούμαι ότι το λέγει.
Ξένος.
Ημείς όμως απεδείξαμεν, όχι μόνον ότι υπάρχουν τα μη όντα, αλλά
εφέραμεν εις φως και το είδος ακόμη εις το οποίον ανήκει το μη
ον. Διότι, αφού απεδείξαμεν ότι η φύσις της ετερότητος είναι ον,
και μοιράζεται εις όλα τα όντα μεταξύ των, ετολμήσαμεν να
αποφανθώμεν ότι το μέρος αυτής, το οποίον αντιτίθεται προς το ον,
αυτό ακριβώς είναι το όντως μη ον.
Θεαίτητος.
Και νομίζω, φίλε Ξένε, ότι είπαμεν εντελώς την αλήθειαν.
Ξένος.
Ας μη θέληση λοιπόν κανείς να μας ειπή ότι, αφού απεδείξαμεν ότι
το μη ον είναι το αντίθετον του όντος, τολμώμεν να διισχυρισθώμεν
ότι υπάρχει (!). Διότι ημείς όσον διά κανέν αντίθετον εις αυτό
δεν σκοτιζόμεθα πολύ, αν υπάρχει ή δεν υπάρχει, με λογικήν ή
χωρίς λογικήν. Όσον όμως δι' αυτό που είπαμεν ότι είναι το μη ον,
ή ας μας πείση κανείς εξελέγχων ότι δεν το είπαμεν ορθά, ή,
εφόσον δεν έχει αυτήν την ικανότητα, πρέπει και αυτός να
παραδεχθή, καθώς παραδεχόμεθα ημείς, και ότι συγκοινωνούν μεταξύ
των τα γένη, και ότι το ον και η ετερότης εισχώρουν και εις όλα
τα άλλα και μεταξύ των. Και ότι η ετερότης, επειδή συμμετέχει του
όντος, υπάρχει μεν ένεκα αυτής της συμμετοχής, δεν είναι όμως
εκείνο το ίδιον από το οποίον συμμετέχει, αλλά διαφορετικόν, και
αφού είναι διαφορετικόν από το ον, πολύ λογικώς έπεται ότι είναι
μη ον. Το ον δε πάλιν, επειδή συμμετέχει της ετερότητος, έπεται
ότι είναι διάφορον από τα άλλα γένη, και, αφού είναι διάφορον από
όλα εκείνα, δεν είναι το ίδιον με έκαστον από αυτά, ούτε με όλα
μαζί παρά μόνον του. Ώστε πάλιν χωρίς αμφιβολίαν το ον χιλιάδες
των χιλιάδων δεν είναι (!). Το ίδιον εφαρμόζεται και εις όλα τα
άλλα, δηλαδή και χωριστά και ομού διά πολλούς λόγους υπάρχουν και
διά πολλούς δεν υπάρχουν (!).
Θεαίτητος.
Λέγεις την αλήθειαν.
Ξένος.
Και τόρα, όστις δεν παραδέχεται αυτάς τας αντιλογίας, πρέπει ο
ίδιος να σκεφθή και να μας ειπή τίποτε καλλίτερον. Εάν δε πάλιν
ενόησε ότι είναι κάπως δύσκολον, και ευχαριστείται να σύρη τους
λόγους πότε από το έν και πότε από το άλλο μέρος, αυτός δεν
κάμνει σπουδαίον κατόρθωμα, καθώς αποδεικνύει αυτή εδώ η
συζήτησις. Διότι αυτό δεν είναι ούτε μεγάλο κατόρθωμα ούτε
δύσκολον, εκείνο όμως όχι μόνον είναι δύσκολον, αλλά και ωραίον.
Θεαίτητος.
Ποίον;
Ξένος.
Αυτό που είπαμεν και προηγουμένως, δηλαδή να τα αφήση αυτά, διότι
με την συζήτησιν δεν αποδεικνύονται ως αδύνατα, και να έχη την
ικανότητα οσάκις κανείς λέγει ότι είναι το ίδιον ένα πράγμα το
οποίον διαφέρει κάπως, ή ότι είναι διαφορετικόν, ενώ είναι το
ίδιον, να εξελέγχη βήμα προς βήμα κατ' εκείνον τον τρόπον και
συμφώνως με εκείνο το πράγμα, το οποίον λέγει ότι έπαθε έν
οποιονδήποτε από αυτά τα δύο. Άλλως όμως το να αποδεικνύη την
ταυτότητα με κάποιον τρόπον ως ετερότητα, και την ετερότητα ως
ταυτότητα, και το μέγα ως μικρόν, και το όμοιον ως ανόμοιον, και
αλαζονικώς να παρουσιάζη πάντοτε τα αντίθετα εις τας συζητήσεις,
αυτό δεν είναι αληθινός έλεγχος, και εξ άλλου προδίδεται ως
νεοφερμένος από εκείνους, οι οποίοι πρώτην φοράν γνωρίζουν τα
πράγματα χειροπιαστά.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Και βεβαίως, αγαπητέ μου, διότι το να προσπαθή κανείς να χωρίζη
όλα από όλα, και αλλέως δεν είναι αρμονικόν, και ωρισμένως τον
αποδεικνύει ως όλως διόλου άμουσον και αφιλόσοφον.
Θεαίτητος.
Διατί δηλαδή;
Ξένος.
Το να χωρίζωμεν έκαστον πράγμα από όλα τα άλλα είναι ολοτελής
εξόντωσις των λόγων. Διότι μόνον με την συμπλοκήν των διαφόρων
ειδών μεταξύ των κατορθόνομεν να σχηματίσωμεν τον λόγον.
Θεαίτητος.
Αυτό είναι αληθές.
Ξένος.
Πρόσεξε λοιπόν να ιδής ότι πολύ σκοπίμως προ ολίγου επολεμούσαμεν
τους τοιούτους, και τους εξηναγκάσαμεν να αφήσουν να συγκοινωνή
το ένα με το άλλο.
Θεαίτητος.
Δια ποίον σκοπόν λοιπόν;
Ξένος.
Προς απόδειξιν ότι ο λόγος είναι έν από τα γένη των όντων. Διότι
εάν στερηθώμεν αυτόν, στερούμεθα το μεγαλίτερον μέρος της
φιλοσοφίας. Πρέπει δε ακόμη να έλθωμεν εις συμφωνίαν, τι πράγμα
είναι ο λόγος. Αν δε τύχη να μας τον αρπάξουν και να μας ειπούν
ότι ουδέ υπάρχει καν αυτός, τότε πλέον δεν θα ημπορούμεν ούτε να
ομιλούμεν (!), Και βεβαίως θα μας τον αρπάξουν, εάν παραδεχθώμεν
ότι κανέν πράγμα δεν συγκοινωνεί με κανέν άλλο.
Θεαίτητος.
Όσον δι' αυτό πολύ καλά, αλλά το διατί να έλθωμεν εις συμφωνίαν
ως προς τον λόγον, αυτό δεν το ενόησα.
Ξένος.
Αλλ' ίσως να το εννοήσης πολύ εύκολα, εάν με παρακολουθήσης ως
εξής.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Δεν αρνείσαι ότι το μη ον το απεδείξαμεν ως έν γένος μεταξύ, των
άλλων το οποίον διαμοιράζεται εις όλα τα όντα.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Τότε λοιπόν πρέπει να εξετάσωμεν τόρα αν συγκοινωνεί με τον λόγον
και με την κρίσιν.
Θεαίτητος.
Διατί δηλαδή;
Ξένος.
Διότι, αν αυτό δεν συγκοινωνή με αυτά, τότε είναι λογικώς
επόμενον να είναι όλα αληθινά. Εάν όμως συγκοινωνή, τότε
παράγεται και ψευδής κρίσις και ψευδής λόγος. Διότι ακριβώς το να
κρίνη κανείς ή να λέγη τα μη όντα αυτό βεβαίως είναι το ψεύδος,
το οποίον συμβαίνει εις την διάνοιαν και εις τους λόγους.
Θεαίτητος.
Το παραδέχομαι.
Ξένος.
Όταν δε υπάρχη ψεύδος, υπάρχει απάτη.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Και όμως, αφού υπάρχει απάτη, τότε έπεται πλέον λογικώς, ότι όλα
τα πράγματα είναι καταφορτομένα από ομοιώματα και εικόνας και
φαντάσματα.
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Αλλά διά τον σοφιστήν είπαμεν ότι ετρύπωσε εις τούτο το μέρος και
αρνείται ότι υπάρχει καν ψεύδος. Διότι λέγει ότι το μη ον ούτε το
συλλογίζεται κανείς ούτε το λέγει, διότι το μη ον δεν έχει
ύπαρξιν καμμίαν με κανένα τρόπον.
Θεαίτητος.
Αυτά τα είπαμεν βεβαίως.
Ξένος.
Τόρα όμως αυτό απεδείχθη ότι συμμετέχει του όντος, ώστε υπό αυτήν
την έποψιν ίσως πλέον δεν θα ανθίστατο. Δεν είναι όμως απίθανον
να ειπή ότι από τα είδη άλλα μεν συμμετέχουν του μη όντος, άλλα
όμως όχι, ώστε διά την ειδωλοποιητικήν και φανταστικήν, εντός της
οποίας είπαμεν ότι ετρύπωσε αυτός, πάλιν θα εναντιόνεται ότι ούτε
καν υπάρχουν, επειδή η κρίσις και ο λόγος δεν συγκοινωνούν με το
μη ον. Διότι κατ' αρχήν δεν υπάρχει ψεύδος, αφού δεν υφίσταται
αυτή η συγκοινωνία. Δι' αυτό λοιπόν πρέπει πρώτον να εξετάσωμεν
καλώς, τι είναι ο λόγος και η κρίσις και η φαντασία, και εκ της
ερεύνης αυτής να εννοήσωμεν καλώς την συγκοινωνίαν των με το μη
ον, και αφού την εννοήσωμεν να αποδείξωμεν ότι υπάρχει το ψεύδος,
αφού δε το αποδείξωμεν, να ζώσωμεν μέσα εις αυτό τον σοφιστήν,
εάν είναι ένοχος, ή άλλως να τον απολύσωμεν και να τον ζητήσωμεν
εις άλλο γένος.
Θεαίτητος.
Πραγματικώς, καλέ Ξένε, φαίνεται εντελώς αληθές αυτό που είπαμεν
εις την αρχήν περί του σοφιστού, ότι δηλαδή είναι άπιαστη ράτσα.
Διότι φαίνεται ότι είναι γεμάτος από προβολάς, και όταν προβάλη
καμμίαν από αυτάς πρέπει πρώτον αυτήν να καταπολεμήσωμεν, πριν να
φθάσωμεν εις αυτόν τον ίδιον. Διότι τόρα μόλις διεσχίσαμεν την
προβολήν του ότι δεν υπάρχει το μη ον, αυτός επρόβαλε άλλην, και
τόρα πάλιν είναι ανάγκη να αποδείξωμεν ότι υπάρχει ψεύδος και εις
τον λόγον και εις την κρίσιν, και κατόπιν αυτής ίσως άλλην, και
πάλιν άλλην κατόπιν εκείνης, και, καθώς φαίνεται, δεν θα εύρωμεν
ποτέ την άκραν.
Ξένος.
Πρέπει, φίλε Θεαίτητε, να έχη θάρρος όστις ημπορεί να κάμνη έστω
και έν μικρόν βήμα προς τα εμπρός. Διότι, όστις λιποψυχήση εις
αυτά, τι θα ημπορέση να κατορθώση εις άλλα, αφού εις εκείνα ή
διόλου δεν προχωρεί εμπρός, ή εντελώς θα σπρωχθή οπίσω πάλιν;
Πολύ απέχει ο τοιούτος, καθώς λέγει η παροιμία να πάρη την πόλιν.
Τόρα όμως, αγαπητέ μου, επειδή ετελειώσαμεν αυτό που λέγεις,
ημπορούμεν να θεωρήσωμεν ότι εξεπορθήσαμεν το ισχυρότερον τείχος,
και τόρα τα άλλα είναι μικρότερα και ευκολώτερα.
Θεαίτητος.
Καλά το είπες.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν ας πάρωμεν εις το χέρι πρώτον τον λόγον και την
κρίσιν, καθώς είπαμεν, διά να σκεφθώμεν καθαρώτερα, άραγε
συγκοινωνεί με αυτά το μη ον, ή όλως διόλου αυτά τα δύο είναι
αληθή, και ποτέ δεν είναι ψευδές κανέν από τα δύο.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Εμπρός λοιπόν, καθώς ελέγαμεν προκειμένου περί των ειδών και των
γραμμάτων, ας σκεφθώμεν ομοίως και περί των ονομάτων πάλιν. Διότι
με αυτόν κάπως τον τρόπον ευρίσκεται αυτό το οποίον ζητούμεν.
Θεαίτητος.
Τι λοιπόν πρέπει να ερευνήσωμεν διά τα ονόματα;
Ξένος.
Αν όλα προσαρμόζονται με όλα, ή κανέν απολύτως, ή μήπως άλλα μεν
δέχονται προσαρμογήν, άλλα όμως όχι.
Θεαίτητος.
Αυτό είναι προφανές, ότι δηλαδή άλλα μεν δέχονται, άλλα όμως όχι.
Ξένος.
Ίσως εννοείς το εξής. Ότι όσα μεν λέγονται με τοιαύτην
συντακτικήν αλληλουχίαν, ώστε να εκφράζουν έννοιαν,
προσαρμόζονται, όσα όμως με την αλληλουχίαν δεν εκφράζουν
έννοιαν, δεν προσαρμόζονται.
Θεαίτητος.
Πώς το είπες αυτό;
Ξένος.
Καθώς ενόμισα ότι συ παρεδέχθης με την προηγουμένην σου
απάντησιν. Δηλαδή δύο τάξεις έχομεν, διά να εκφράζωμεν με την
φωνήν μας τα όντα.
Θεαίτητος.
Ποίας;
Ξένος.
Η μία ονομάζεται ονόματα, η δε άλλη βήματα.
Θεαίτητος.
Εξήγησε το καθέν.
Ξένος.
Εκείνο το οποίον εκφράζει τας πράξεις ονομάζεται ρήμα.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Εκείνο δε το οποίον εκφράζει τα πρόσωπα, τα οποία εκτελούν αυτάς
τας πράξεις, ως άλλο χαρακτηριστικόν γνώρισμα με την φωνήν
αποδοθέν εις αυτά τα πρόσωπα, λέγεται όνομα.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Λοιπόν μόνον από ονόματα απαγγελλόμενα κατά σειράν δεν
αποτελείται λόγος ποτέ, ούτε πάλιν από ρήματα χωρίς ονόματα.
Θεαίτητος.
Αυτό δεν το ενόησα.
Ξένος.
Τότε είναι φανερόν, ότι άλλα εννοούσες προηγουμένως, όταν έμενες
σύμφωνος μαζί μου. Διότι και τότε ήθελα να σου ειπώ το ίδιον, ότι
δηλαδή αυτά δεν αποτελούν λόγον, όταν απαγγέλλωνται στην σειράν,
ως εξής.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Παραδείγματος χάριν τρέχει, κοιμάται…. και όλα τα ρήματα όσα
σημαίνουν πράξεις, και αν όλα τα θέσης κατά σειράν, πάλιν δεν
αποτελούν λόγον.
Θεαίτητος.
Βεβαίως πώς είναι δυνατόν;
Ξένος.
Και πάλιν όμως, όταν προφέρωμεν λέων, έλαφος, ίππος και όλα τα
ονόματα, όσα απεδόθησαν εις τα πρόσωπα τα οποία εκτελούν τας
πράξεις, και με αυτήν την συνέχειαν πάλιν δεν σχηματίζεται λόγος
ακόμη. Διότι και όλα αυτά πάλιν τα οποία απήγγειλε το στόμα μας,
καθώς εκείνα, δεν εκφράζουν καμμίαν πράξιν, ούτε απραξίαν, ούτε
ύπαρξιν ενός όντος ή μη όντος, πριν συνδέσωμεν τα ονόματα με τα
βήματα. Τότε όμως προσαρμόζονται και αμέσως το πρώτον σύμπλεγμα
αποτελεί λόγον, σχεδόν τον πρώτον και μικρότερον λόγον, δηλαδή
την πρότασιν.
Θεαίτητος.
Πώς άραγε το εννοείς αυτό;
Ξένος.
Όταν ειπή κανείς: «Ο άνθρωπος μανθάνει», παραδέχεσαι ότι τούτο
είναι ο ελάχιστος και πρώτος λόγος;
Θεαίτητος.
Βεβαίως.
Ξένος.
Διότι τότε βεβαίως δεν αναφέρει όνομα μόνον, άλλα εκφράζει κάτι
τι περί των όντων, ή των γινομένων, ή των παρελθόντων, ή των
μελλόντων, συνδυάζων τα βήματα με τα ονόματα. Δι' αυτό δεν
είπαμεν ότι ονομάζει αυτός, αλλά εκφράζει, και ωρισμένως με το
σύμπλεγμα αυτό εσχηματίσαμεν λόγον.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Λοιπόν καθώς τα πράγματα, άλλα μεν προσαρμόζονται μεταξύ των,
άλλα όμως όχι, το ίδιον και τα εκφραστικά σύμβολα της φωνής, άλλα
μεν δεν προσαρμόζονται, άλλα όμως προσαρμόζονται και αποτελούν
λόγον.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Και τόρα μίαν μικράν παρατήρησιν ακόμη.
Θεαίτητος.
Ποίαν;
Ξένος.
Ο λόγος, οτιδήποτε και αν λέγη, είναι ανάγκη να αναφέρεται εις
κάτι τι, αδύνατον δε είναι να μη αναφέρεται.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Λοιπόν δεν πρέπει να εκφράζη και μίαν ποιότητα;
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Ας προσέξωμεν λοιπόν με όλην μας την δύναμιν.
Θεαίτητος.
Αυτό είναι ανάγκη βεβαίως.
Ξένος.
Λοιπόν θα σου ειπώ ένα λόγον αποτελούμενον από όνομα και ρήμα
συνδυάζων πράγμα με πράξιν. Εις τι όμως αναφέρεται αυτός ο λόγος,
πρέπει συ να μου το ειπής.
Θεαίτητος.
Αυτό θα το κάμω, όσον ημπορώ.
Ξένος.
Ο Θεαίτητος κάθηται. Μη τυχόν αυτός ο λόγος είναι μακρός;
Θεαίτητος.
Όχι, αλλά μέτριος.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν είναι ιδική σου δουλειά να εξηγήσης, περί τίνος
ομιλεί και εις ποίον αναφέρεται.
Θεαίτητος.
Είναι φανερόν, ότι ομιλεί περί εμού και αναφέρεται εις εμέ.
Ξένος.
Και τόρα πάλιν ο άλλος;
Θεαίτητος.
Ποίος;
Ξένος.
Ο Θεαίτητος, (με τον οποίον ομιλώ τόρα εγώ), πετά.
Θεαίτητος.
Και αυτόν κανείς δεν ημπορεί να τον ειπή αλλέως, παρά ως ιδικόν
μου και περί εμού.
Ξένος.
Είπαμεν όμως ότι είναι ανάγκη, έκαστος λόγος να έχη μίαν
ποιότητα.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Από αυτούς τους δύο λοιπόν, ποίαν ποιότητα πρέπει να παραδεχθώμεν
ότι έχει ο καθείς;
Θεαίτητος.
Προφανώς ο μεν ένας είναι ψευδής, ο δε άλλος αληθινός.
Ξένος.
Και βεβαίως ο μεν αληθής λέγει το πραγματικόν περί σου ότι
υπάρχει.
Θεαίτητος.
Τι άλλο βεβαίως.
Ξένος.
Ο δε ψευδής λέγει διαφορετικά από το πραγματικόν.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Επομένως παρουσιάζει τα μη υπάρχοντα ως υπάρχοντα.
Θεαίτητος.
Σχεδόν.
Ξένος.
Διότι βεβαίως είναι δυνατόν να λεχθούν διαφορετικά πράγματα περί
σου. Διότι είπαμεν ότι δι' έκαστον υπάρχουν πολλά αληθινά, και
πολλά ανύπαρκτα.
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Ο δεύτερος λοιπόν από τους λόγους, τους οποίους είπα περί σου,
πρώτον μεν συμφώνως προς όσα είπαμεν διά να ορίσωμεν τι είναι
λόγος, έπεται ότι αυτός είναι ένας από τους συντομωτέρους λόγους.
Θεαίτητος.
Αυτό βεβαίως μόλις προ ολίγου το παρεδέχθημεν.
Ξένος.
Δεύτερον ότι πρέπει να αναφέρεται εις κάποιον.
Θεαίτητος.
Βεβαίως.
Ξένος.
Και, ότι αν δεν είναι ιδικός σου, τότε βεβαίως δεν ανήκει εις
κανένα.
Θεαίτητος.
Πώς είναι δυνατόν βεβαίως;
Ξένος.
Και όταν δεν ανήκη εις κανένα, τότε δεν είναι καν λόγος. Διότι,
απεδείξαμεν ότι είναι των αδυνάτων αδύνατον, εάν είναι λόγος, να
μη ανήκη εις κανένα.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Τόρα όμως, όταν αυτά τα διαφορετικά λέγωνται περί σου ως όμοια
και τα ανύπαρκτα ως πραγματικά, τότε αποδεικνύεται καθαρά ότι ο
τοιούτος συνδυασμός ονομάτων και βημάτων αποτελεί αληθώς και
πραγματικώς λόγον ψευδή.
Θεαίτητος.
Αληθέστατα βεβαίως.
Ξένος.
Αλλά πώς; Άραγε η σκέψις και η κρίσις και η φαντασία και όλα αυτά
τα γένη δεν παρουσιάζονται εις την ψυχήν μας ως ψευδή και ως
αληθινά;
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Θα το εννοήσης ευκολώτερον, αν σου ειπώ πρώτον τι είναι το καθέν,
και τι διαφέρουν μεταξύ των.
Θεαίτητος.
Λέγε και μη σε μέλει.
Ξένος.
Λοιπόν η σκέψις και ο λόγος είναι το ίδιον. Με την διαφοράν ότι ο
εντός της ψυχής μας γινόμενος διάλογος χωρίς απαγγελίαν έλαβε
ακριβώς το όνομα σκέψις.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Ενώ το ρεύμα της φωνής, το οποίον εξέρχεται από το στόμα μας
ενάρθρως, λέγεται λόγος.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Και βεβαίως γνωρίζομεν ότι εις τους λόγους υπάρχει το —
Θεαίτητος.
Τι πράγμα;
Ξένος.
Η κατάφασις και η απόφασις.
Θεαίτητος.
Το γνωρίζομεν.
Ξένος.
Όταν λοιπόν αυτό συμβή εις την ψυχήν κατά την σκέψιν σιωπηρώς,
έχεις να του δώσης άλλο όνομα παρά κρίσιν;
Θεαίτητος.
Πώς αλλέως;
Ξένος.
Τόρα όμως, όταν η ψυχή όχι μόνη αλλά με την αίσθησιν παθαίνη
κανέν παρόμοιον πάθημα, άραγε αυτό είναι ορθόν να το ονομάσωμεν
αλλέως πως, παρά φαντασίαν;
Θεαίτητος.
Δεν είναι δυνατόν αλλέως.
Ξένος.
Λοιπόν, αφού παρεδέχθημεν ότι ο λόγος είναι αληθής και ψευδής,
από αυτά δε πάλιν η μεν σκέψις απεδείχθη ότι είναι διάλογος της
ψυχής μόνης προς τον εαυτόν της, η δε κρίσις είναι αποτελείωσις
της σκέψεως, και ούτω πως αποδεικνύεται ότι παν ό,τι λέγομεν
είναι μίγμα αισθήσεως και κρίσεως, έπεται ότι, αφού και αυτά
είναι συγγενή με τον λόγον, κατ' ανάγκην μερικά από αυτά είναι
κάποτε ψευδή.
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Ενόησες λοιπόν ότι γληγορώτερα απεδείξαμεν, ότι υπάρχει ψευδής
κρίσις και λόγος, παρά όσον εφοβούμεθα προ ολίγου, μήπως
επιχειρήσωμεν όλως διόλου ανεκτέλεστον έργον, εάν ερευνήσωμεν
αυτό;
Θεαίτητος.
Το εννοώ.
Ξένος.
Τότε λοιπόν ας μη απογοητευώμεθα ούτε εις τα άλλα. Δηλαδή, τόρα
που απεδείξαμεν αυτά, ας ενθυμηθούμεν τας προηγουμένας διαιρέσεις
εις είδη.
Θεαίτητος.
Ποίας δηλαδή;
Ξένος.
Εχωρίσαμεν την ειδωλοποιητικήν εις δύο είδη, την εικαστικήν και
την φανταστικήν.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Και είπαμεν ότι απορούμεν εις ποίαν να κατατάξωμεν τον σοφιστήν.
Θεαίτητος.
Αυτό είναι αληθές.
Ξένος.
Και ενώ είχαμεν αυτήν την απορίαν, μας εκυρίευσε ακόμη
περισσοτέρα σκοτοδινία, όταν επαρουσιάσθη ο λόγος όστις
διαφιλονικεί, ότι όλως δεν υπάρχει ούτε εικών ούτε είδωλον ούτε
φάντασμα, διότι ποτέ δεν υπάρχει ψεύδος πουθενά με κανένα τρόπον.
Θεαίτητος.
Λέγεις την αλήθειαν.
Ξένος.
Τόρα πλέον όμως, αφού και λόγος ψευδής αλλά και κρίσις ψευδής
απεδείχθη ότι υπάρχει, επιτρέπεται πλέον να υπάρχουν απομιμήσεις
των όντων, και να παραχθή με αυτήν την εκδοχήν τέχνη απατητική;
Θεαίτητος.
Επιτρέπεται.
Ξένος.
Ακόμη δε προηγουμένως είχαμεν συμφωνήση, ποίον από αυτά τα δύο
είναι ο σοφιστής.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Λοιπόν ας δοκιμάσωμεν πάλιν να διχάζωμεν το γένος το οποίον
εθέσαμεν εις την αρχήν, και να προχωρούμεν πάντοτε από το δεξιόν
μέρος της διχοτομήσεως, παρακολουθούντες την συμμετοχήν του
σοφιστού, έως ότου να του αποχωρίσωμεν όλα τα κοινά γνωρίσματα,
και να αφήσωμεν την ατομικήν του φύσιν, διά να το αποδείξωμεν
πρώτον μεν και κύριον εις τον ίδιον εαυτόν μας, έπειτα όμως και
εις όλους όσοι εκ φύσεως είναι πλησιέστατοι εις αυτήν την
μέθοδον.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Λοιπόν τότε δεν αρχίσαμεν με την διαίρεσιν της τέχνης εις
ποιητικήν και κτητικήν;
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Και δεν εφανταζόμεθα ως είδη της κτητικής την θηρευτικήν και την
αγωνιστικήν και την εμπορικήν και μερικά άλλα παρόμοια;
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Τόρα όμως, αφού τον περικλείει η μιμητική τέχνη, είναι προφανές
ότι πρώτα πρώτα πρέπει να διχοτομήσωμεν αυτήν την ποιητικήν.
Διότι η μίμησις είναι κάποια κατασκευή των ειδώλων όμως, καθώς
είπαμεν, και όχι του καθενός πράγματος. Δεν είναι έτσι;
Θεαίτητος.
Είμαι συμφωνότατος.
Ξένος.
Λοιπόν πρώτον της ποιητικής ας παραδεχθώμεν δύο μέρη.
Θεαίτητος.
Ποία;
Ξένος.
Το ένα θείον και το άλλο ανθρώπινον.
Θεαίτητος.
Ακόμη δεν ενόησα.
Ξένος.
Εάν ενθυμούμεθα όσα είπαμεν εις την αρχήν, είπαμεν ότι ολόκληρος
η ποιητική είναι η δύναμις, η οποία γίνεται αιτία, όσα δεν
υπήρχαν προηγουμένως να γίνουν κατόπιν.
Θεαίτητος.
Το ενθυμούμεθα.
Ξένος.
Λοιπόν τα ζώα και όλα τα θνητά και τα φυτά, όσα φυτρώνουν εις την
γην από σπόρους και από ρίζας, και όσα σχηματίζουν άψυχα σώματα
διαλυτά και αδιάλυτα, άραγε από άλλον κανένα δημιουργόν, παρά από
θεόν θα ειπούμεν ότι λαμβάνουν γένεσιν εις ωρισμένον χρόνον, ενώ
προηγουμένως δεν υπήρχαν; Ή μήπως θα μεταχειρισθώμεν την γνώμην
και την φράσιν του λαού και θα ειπούμεν —
Θεαίτητος.
Τι πράγμα;
Ξένος.
Ότι η ίδια φύσις γεννά αυτά από κάποιαν αιτίαν αυτόματον και
χωρίς σκέψιν; Ή ότι γίνονται με λόγον και με επιστήμην θείαν από
κάποιον θεόν;
Θεαίτητος.
Εγώ μεν ίσως ένεκα της ηλικίας μου αλλάζω συχνά και τας δύο
γνώμας. Τόρα όμως παρατηρώ εσέ, και επειδή νομίζω ότι φρονείς,
ότι αυτά γίνονται σύμφωνα με κάποιαν θέλησιν θεού, το ίδιον
πιστεύω και εγώ.
Ξένος.
Πολύ καλά, φίλε Θεαίτητε. Και αν ήτο φόβος μήπως αλλάξης γνώμην
κατόπιν, τόρα θα επροσπαθούσα συζητητικώς με πειστικά
επιχειρήματα να σε κάμω να συμφωνήσης μαζί μου. Επειδή όμως
κάλλιστα εννοώ τον χαρακτήρα σου, ότι δηλαδή και χωρίς να σου
ειπώ εγώ, τείνεις εις όσα τόρα λέγεις, ότι σύρεσαι, δι' αυτό θα
σε αφήσω μόνον σου. Διότι θα χάσωμεν αδίκως πολύν καιρόν. Αλλά θα
θεωρήσω ως βέβαιον ότι, όσα λέγομεν ότι γίνονται εκ φύσεως,
δημιουργούνται με θείαν τέχνην, όσα δε κατασκευάζονται από
ανθρώπους με ανθρωπίνην. Και λοιπόν και με αυτόν τον ορισμόν δύο
είναι τα γένη της ποιητικής, το ανθρώπινον και το θείον.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά.
Ξένος.
Τας δύο αυτάς λοιπόν διχοτόμησε τας πάλιν κάθε μίαν.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Καθώς τότε εχώρισες κατά πλάτος όλην την ποιητικήν, ομοίως τόρα
πάλιν χώρισε την κατά μήκος.
Θεαίτητος.
Υπόθεσε ότι εχωρίσθη.
Ξένος.
Τόρα βεβαίως όλα τα μέρη αυτής γίνονται τέσσαρα, δύο μεν τα
σχετικά με ημάς, δηλαδή τα ανθρώπινα, δύο δε τα σχετικά με τους
θεούς, δηλαδή τα θεία.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Από τα μέρη όμως πάλιν της άλλης διαιρέσεως το ένα τμήμα καθεμιάς
μερίδος είναι αυτοποιητικόν, τα δε υπόλοιπα σχεδόν ημπορούν να
ονομασθούν ειδωλοποιητικά. Ώστε και συμφώνως με αυτά πάλιν η
ποιητική διχοτομείται εις δύο.
Θεαίτητος.
Λέγε κατά ποίον τρόποι διχοτομείται καθεμία πάλιν.
Ξένος.
Ημείς βεβαίως και τα άλλα ζώα και τα στοιχεία, από τα οποία
αποτελούνται τα φυσικά όντα, δηλαδή το πυρ και το ύδωρ και τα
παρόμοια, ως έργα θεού γνωρίζομεν ότι είναι αυτά όλα
δημιουργημένα. Ή πώς αλλέως;
Θεαίτητος.
Καθώς είπες.
Ξένος.
Έκαστον δε από αυτά το παρακολουθούν ομοιώματα, χωρίς να είναι
αυτά τα ίδια, τα οποία έγιναν επίσης με θείαν επινόησιν.
Θεαίτητος.
Ποία;
Ξένος.
Τα εμφανιζόμενα εις τον ύπνον, και όσα φαντάσματα της ημέρας
λέγονται φυσικά, η σκιά λόγου χάριν, όταν με το φως γίνεται
σκότος, και η αντανάκλασις, όταν το ιδικόν και το ξένον φως
συναντάται εις τα λαμπερά και γιαλιστερά πράγματα, και κάμνη την
εμπροσθινήν των όψιν να αλλάξη την συνηθισμένην της μορφήν και να
κάμνη την αντίθετον εντύπωσιν.
Θεαίτητος.
Πραγματικώς δύο ειδών είναι τα έργα της θείας ποιητικής, δηλαδή
το ίδιον το πράγμα, και το είδωλον το οποίον παρακολουθεί
έκαστον.
Ξένος.
Και τόρα τι θα είπουμεν διά την ιδικήν μας τέχνην; Όχι άραγε ότι
την ιδίαν μεν την οικίαν την κατασκευάζει με την οικοδομικήν, με
την ζωγραφικήν όμως κατασκευάζει κάποιαν άλλην, η οποία φαίνεται
ως ένα όνειρον εις τους αφυπνισμένους ανθρώπους;
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα.
Ξένος.
Λοιπόν ομοίως πάλιν και όλα τα άλλα έργα της ιδικής μας ποιητικής
δράσεως είναι διπλά, και το έν μεν είναι το ίδιον και το
αποδίδομεν εις την αυτουργικήν, το δε άλλο είναι ομοίωμα και το
αποδίδομεν εις την ειδωλοποιητικήν.
Θεαίτητος.
Τόρα το ενόησα καλλίτερα, και παραδέχομαι δύο διττά είδη της
ποιητικής. Την θείαν και την ανθρωπίνην κατά την μίαν διαίρεσιν,
κατά την άλλην δε το έν από τα προϊόντα ως το ίδιον το πράγμα, το
δε άλλο ως κάποια ομοιώματα.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν από την ειδωλοποιητικήν ας ενθυμηθούμεν, ότι
επρόκειτο να δεχθώμεν το έν γένος ως εικαστικόν και το άλλο ως
φανταστικόν, εάν απεδεικνύετο ότι το ψεύδος είναι όντως ψεύδος,
και εκ φύσεως ανήκει εις τα όντα.
Θεαίτητος.
Βεβαίως επρόκειτο.
Ξένος.
Και λοιπόν απεδείχθη αυτό, και διά τούτο ακριβώς θα θεωρήσωμεν
αυτά ως δύο είδη.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν ας διχοτομήσωμεν πάλιν το φανταστικόν είδος.
Θεαίτητος.
Πώς;
Ξένος.
Το έν μεν ότι γίνεται με όργανα, το δε άλλο, ότι γίνεται το ίδιον
όργανον εις εκείνον όστις κάμνει το φάντασμα.
Θεαίτητος.
Πώς το εννοείς;
Ξένος.
Νομίζω, όταν κανείς παρομοιάζη με το σώμα του το παράστημά σου, ή
με την φωνήν του την φωνήν σου, αυτό ονομάζεται μίμησις, και
ανήκει προ πάντων εις την φανταστικήν τέχνην.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Εις αυτό το μέρος λοιπόν ας αποδώσωμεν τον χαρακτηρισμόν
μιμητικόν. Το δε άλλο ολόκληρον, αφού εκουράσθημεν, ας το
αφήσωμεν να το συνενώση κανείς άλλος υπό μίαν έννοιαν, και να του
αποδώση κανέν αρμόδιον όνομα.
Θεαίτητος.
Δέχομαι και την ονομασίαν του ενός και την παράλειψιν του άλλου.
Ξένος.
Τόρα όμως και αυτό πάλιν πρέπει να το θεωρήσωμεν διπλόν, καλέ
Θεαίτητε. Και πρόσεξε να ιδής διά ποίον λόγον.
Θεαίτητος.
Λέγε.
Ξένος.
Όσοι απομιμούνται, άλλοι μεν το κάμνουν εν επιγνώσει, άλλοι όμως
ανεπιγνώστως. Και βεβαίως ποίαν άλλην μεγαλιτέραν διάκρισιν
ημπορούμεν να εύρωμεν από την επίγνωσιν και ανεπίγνωσιν;
Θεαίτητος.
Καμμίαν.
Ξένος.
Και λοιπόν αυτό που είπαμεν προ ολίγου δεν είναι απομίμησις με
επίγνωσιν; Διότι το ιδικόν σου παράστημα και σε, μόνον όταν σε
γνωρίζη κανείς, ημπορεί να τα μιμηθή.
Θεαίτητος.
Πώς όχι;
Ξένος.
Τόρα όμως ως προς το σχήμα της δικαιοσύνης και όλην εν γένει την
αρετήν; Άραγε δεν την αγνοούν πολλοί, και μόνον την φαντάζονται
κάπως, και όμως με τα δυνατά των προσπαθούν να φαίνωνται, ότι
έχουν μέσα των αυτό το οποίον απλώς φαντάζονται, και το
απομιμούνται όσον το δυνατόν τελειότερον με τα έργα των και με
τους λόγους των;
Θεαίτητος.
Πάρα πολλοί μάλιστα.
Ξένος.
Άραγε όμως όλοι κατορθώνουν να φαίνονται δίκαιοι, ενώ δεν είναι
διόλου; Ή μήπως συμβαίνει το εναντίον;
Θεαίτητος.
Όλως διόλου το εναντίον.
Ξένος.
Αυτός λοιπόν ο μιμητής πρέπει να θεωρηθή διάφορος από εκείνον,
αυτός ο ανεπίγνωστος από εκείνον τον εν επιγνώσει.
Θεαίτητος.
Μάλιστα.
Ξένος.
Από πού λοιπόν θα λάβωμεν όνομα διά τον καθένα από αυτούς; Ή
μήπως βεβαίως είναι δύσκολον, διότι καθώς φαίνεται, εις την
διαίρεσιν των γενικών εννοιών κατά είδη υπήρχε εις τους
παλαιοτέρους κάποια παλαιά και ανεξήγητος αιτία, ώστε ούτε να
δοκιμάση κανείς να κάμη την διαίρεσιν, και ως εκ τούτου κατ'
ανάγκην δεν έχομεν μεγάλην αφθονίαν ονομάτων; Και όμως, και αν
θεωρηθή ακόμη τόλμη να το ειπούμεν ως προς την επίγνωσιν, πρέπει
να ονομάσωμεν την μεν δοξαστικήν μίμησιν δοξομιμητικήν, την δε
επισταμένην ίσως επιστημονικήν μίμησιν.
Θεαίτητος.
Παραδέχομαι.
Ξένος.
Πρέπει λοιπόν να μεταχειρισθώμεν το έν από τα δύο, διότι ο
σοφιστής δεν ανήκει εις τους έχοντας επίγνωσιν, αλλά εις τους
μιμούμενους με την ιδέαν των.
Θεαίτητος.
Πολύ μάλιστα.
Ξένος.
Αυτόν λοιπόν τον δοξομιμητήν ας τον ερευνήσωμεν καθώς τον
σίδηρον, αν είναι στερεός, ή μήπως έχει ακόμη μέσα του καμμίαν
ραφήν.
Θεαίτητος.
Ας ερευνήσωμεν.
Ξένος.
Έχει λοιπόν και πολλήν μάλιστα. Διότι από αυτούς άλλος μεν είναι
βλαξ, και νομίζει ότι γνωρίζει όσα φαντάζεται. Το δε εξωτερικόν
του άλλου, επειδή ολονέν κυλίεται μέσα εις τας συζητήσεις,
παρέχει πολλήν υποψίαν και φόβον, ότι δεν γνωρίζει αυτά τα οποία
προσποιείται εμπρός εις τους άλλους ότι τα γνωρίζει.
Θεαίτητος.
Βεβαιότατα ο καθείς από αυτούς που είπες ανήκει εις έν από τα δύο
αυτά γένη.
Ξένος.
Λοιπόν δεν πρέπει να θεωρήσωμεν τον ένα μεν ως απλούν μιμητήν,
τον δε άλλον υποκριτικόν μιμητήν;
Θεαίτητος.
Είναι ορθόν.
Ξένος.
Αυτόν δε πάλιν ως εν γένος θα τον θεωρήσωμεν ή ως δύο:
Θεαίτητος.
Συ πρόσεξε.
Ξένος.
Προσέχω και μου φαίνονται δύο ειδών. Ο μεν εις δημοσία και με
μακρούς λόγους βλέπω ότι είναι ικανός εμπρός εις τα πλήθη να
υποκρίνεται, ο δε άλλος ιδιωτικώς και με συντόμους λόγους
αναγκάζει τον αντικρυνόν του να παραδέχεται τα αντίθετα προς την
γνώμην του.
Θεαίτητος.
Πολύ ορθά ομιλείς.
Ξένος.
Πώς να ονομάσωμεν λοιπόν τον μακρολογώτερον; Άραγε πολιτικόν ή
δημοσιολόγον;
Θεαίτητος.
Δημοσιολόγον.
Ξένος.
Τον δε άλλον πώς να τον ονομάσωμεν, σοφόν ή σοφιστήν;
Θεαίτητος.
Όσον διά σοφόν βεβαίως είναι αδύνατον, διότι τον παρεδέχθημεν ότι
δεν γνωρίζει. Αφού όμως μιμείται τον σοφόν, είναι φανερόν ότι
πρέπει να λάβη όνομα παράγωγον της σοφίας, και σχεδόν ενόησα
πλέον, ότι αυτός πρέπει να θεωρηθή πραγματικώς εκείνος ο εντελώς
αληθινός σοφιστής.
Ξένος.
Τόρα λοιπόν, καθώς προηγουμένως, θέλεις να συνοψίσωμεν το όνομά
του, συνδυάζοντες τα χαρακτηριστικά του από το τέλος προς την
αρχήν;
Θεαίτητος.
Πολύ καλά.
Ξένος.
Λοιπόν, καθώς φαίνεται, θα ειπή όλην την αλήθειαν όστις ειπή ότι
ο αληθινός σοφιστής κατάγεται από την γενεάν και το αίμα της
αντιφατικοποιητικής του υποκριτικού μέρους της δοξομιμητικής, το
αποχωριζόμενον από το μέρος της ειδωλοποιητικής, όχι το θείον,
αλλά το ανθρώπινον, το οποίον είναι το μέρος της ποιητικής, το
οποίον κάμνει ταχυδακτυλουργίας με λόγους.
Θεαίτητος.
Είμαι εντελώς σύμφωνος.
***
Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.
ΣΟΦΙΣΤΗΣ Πρόκειται για εξαιρετικά τολμηρή φιλοσοφική έξαρση προς εξακρίβωση των ορίων της ανθρωπίνης νοήσεως, γι' αυτό και θεωρείται ως η μεταφυσική του Πλάτωνος. Σ' ό,τι αφορά στην λογική του, είναι ο πιο πολύτροπος και οξύς από τους πλατωνικούς διάλογους.
***
1) Ψαράς που ψαρεύει με αγκίστρι 2) Καλάθια που χρησιμοποιούνται ως παγίδες στην αλιεία