Title: Ο Γεροστάθης; ή Αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας
Author: Leon Melas
Release date: August 5, 2010 [eBook #33351]
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni
Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Words in italics are included in _ .
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
μονοτονικό.
Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει
ως έχει. Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες περικλείονται σε _ .
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
ΣΥΛΛΟΓΟΥ (Αριθ. 38).
«Κειμήλια εσθλά και νέοισι χρήσιμα».
(Ευριπίδου).
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ Σ. Κ. ΒΛΑΣΤΟΥ 63 Οδός Ερμού Οδός Νίκης 14
1892
« Τοιούτος γίνου περί τους γονείς
οίους αν εύξαιο περί σεαυτόν γε-
νέσθαι τους σεαυτού παίδας »
(Ισοκράτους.)
Ήτο Κυριακή των Βαΐων ότε, επισκεφθέντες τον Γεροστάθην, εύρομεν αυτόν συνομιλούντα μετά του συμμαθητού μας Κωνσταντίνου, τον οποίον, αγαπήσας δια την φιλομάθειάν του, είχε προσλάβει ως ψυχοϋιόν.
Ο πατήρ του Κωνσταντίνου είχε μετοικήσει μετά της λοιπής οικογενείας του εις Σκόδραν. Ο δε Κωνσταντίνος, υπηρετών έκτοτε τον Γεροστάθην, εξηκολούθει συγχρόνως μετ' άκρας επιμελείας και τα μαθήματα του σχολείου.
Ότε εισήλθομεν εις το δωμάτιον, η ομιλία διεκόπη· παρετηρήσαμεν δε τον Κωνσταντίνον σπρώχνοντα προς το μέρος, όπου εκάθητο ο γέρων, χρήματά τινα, τα οποία ήσαν επί της τραπέζης.
Ο Γεροστάθης, άμα ιδών ημάς ερχομένους, — Εις καλήν ώραν ήλθετε, φίλοι μου, μας είπεν· έχω να σας κοινοποιήσω αγγελίαν, ήτις βεβαίως θέλει σας χαροποιήσει, και αυξήσει την προς τον Κωνσταντίνον αγάπην σας.
Ο Κωνσταντίνος άμα ακούσας το όνομά του, συσταλείς εξήλθε του δωματίου.
— Εξεύρετε, παιδία μου, μας είπε τότε ο γέρων, ότι την προσεχή Κυριακήν θέλομεν εορτάσει την Ανάστασιν του Σωτήρος ημών. Γνωρίζετε προσέτι με πόσην προθυμίαν με υπηρετεί ο Κωνσταντίνος. Ενόμισα λοιπόν σήμερον δίκαιον να τω δώσω ολίγα χρήματα, διά να προμηθευτή ενδύματα νέα διά το Πάσχα· αλλ' απεποιήθη να λάβη αυτά, επί λόγω ότι επί του παρόντος δεν έχει ανάγκην νέων ενδυμάτων. Ότε δε εγώ επέμεινα, εξεύρετε τι με είπεν; — Υπακούω, τα λαμβάνω, και σας ευχαριστώ· αλλά σας παρακαλώ θερμώς να τα στείλητε εκ μέρους μου προς τους πτωχούς γονείς μου, διότι, ότε αυτοί ήσαν εδώ, εβοήθουν τον πατέρα μου εις το επάγγελμά του· αλλά κατά το παρόν ουδεμίαν άλλην βοήθειαν δύναμαι να τω δώσω. Και τους λόγους αυτούς συνώδευσαν δάκρυα καρδίας, συναισθανομένης βαθύτατα το ιερόν αίσθημα της υικής αγάπης.
Οι λόγοι του Κωνσταντίνου μ' ενθύμισαν την νεότητά μου, τους γονείς μου, συνεκίνησαν δε και την ιδικήν μου γεροντικήν καρδίαν. Πόσον ηγάπων και εγώ τους γονείς μου, πόσον τους εσεβόμην, πόσον ευτυχής ήμην οσάκις ημπόρουν να τους ευχαριστώ! Ανέκφραστος ήτο η χαρά, την οποίαν ησθάνθην, ότε εις την ξενητείαν μου ηξιώθην διά των πρώτων μου κόπων να κερδήσω μικρόν χρηματικόν ποσόν, και εξ αυτού να στείλω μέρος προς την καλήν μητέρα μου, ως σημείον της προς αυτήν αγάπης και ευγνωμοσύνης μου. Αι ευχαί και αι ευλογίαι της με κατέστησαν έκτοτε ευτυχή!
Μιμούμενοι τον αγαθόν Κωνσταντίνον προσπαθήσατε και σεις, φίλοι μου, να κατασταθήτε άξιοι των ευχών και ευλογιών των γονέων σας. Εις αυτούς, μετά τον Θεόν, χρεωστείτε την ύπαρξίν σας, το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον σας, εν ενί λόγω το παν.
Βρέφη γυμνά, πεινώντα, και αδύνατα, η μήτηρ σας πρώτη θερμώς σας ενέδυσε, και με το γάλα της σας έθρεψε, και εις τας αγκάλας της σας περιέθαλψε, και διά των φιλοστόργων φροντίδων της την αδυναμίαν σας επροστάτευσεν.
Ασθενή και πάσχοντα η μήτηρ σας εφρόντισε να σας θεραπεύση, νύκτας ολοκλήρους αγρυπνούσα εις το προσκέφαλόν σας, με την μίαν χείρα το ιατρικόν κρατούσα, και με την άλλην τα σιωπηλά της δάκρυα σπογγίζουσα.
Κλονιζόμενα επί των αδυνάτων ποδών σας αυτή σας υπεστήριξε, και σας ενεθάρρυνεν εις τα πρώτα αβέβαια βήματά σας.
Ψελλίζοντα φωνάς ανάρθρους, αυτή πρώτη σας εδίδαξε την γλώσσαν, την οποίαν δι' αυτό και μητρικήν αποκαλείτε.
Εγειρόμενα δε την αυγήν εκ της κλίνης, η μήτηρ σας πρώτη σας εδίδαξε την ύπαρξιν του αληθούς Θεού, και σταυρόνουσα με σέβας τας χείρας επί του αθώου σας στήθους, αυτή πρώτη σας ωδήγησε, προς ανατολάς στρεφόμενα, να επικαλήσθε την εξ ύψους βοήθειαν.
Το παν, το παν, παιδία μου, χρεωστείτε εις τους καλούς γονείς σας· αυτοί εκοπίασαν διά το παρελθόν, και κοπιάζουν διά το παρόν σας, αγωνιζόμενοι πάντοτε όπως προετοιμάσωσι και το μέλλον σας ευχάριστον και ευτυχές.
Τέκνα, τα οποία δεν αγαπώσι, δεν σέβονται, δεν τιμώσι τους γονείς των, και τα οποία επομένως δεν προσπαθούν να δείξωσι την προς αυτούς ευγνωμοσύνην των, υπακούοντα εις τας θελήσεις των, και περιθάλποντα τας ανάγκας, τας αδυναμίας, την ασθένειαν, το γήρας αυτών, είναι θηρία, είναι εκτρώματα· έχοντα δε καρδίαν ανεπίδεκτον αγάπης και ευγνωμοσύνης, θέλουν ζήσει βεβαίως δυστυχή και άθλια.
Οι αρχαίοι Αθηναίοι τόσον επικινδύνους εθεώρουν τους αχαρίστους υιούς, ώστε ούτε άρχοντας της πόλεως διώριζον εξ αυτών, ούτε επί του βήματος εσυγχώρουν αυτούς ν' αναβώσιν όπως αγορεύσωσι περί των κοινών συμφερόντων· διότι όστις δεν αγαπά τους γονείς του, ούτε την γεννήσασαν αυτόν πατρίδα δύναταί ποτε ν' αγαπήση, και επομένως ούτε διά των έργων ή διά των λόγων του δύναταί ποτε να ωφελήση αυτήν.
«Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται,» λέγει μία των δέκα εντολών του Υψίστου.
«Υπακούετε τοις γονεύσιν υμών κατά πάντα, τούτο γαρ εστίν ευάρεστον τω Κυρίω» λέγει ο Απόστολος Παύλος.
«Ευχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οίκων» μας λέγουν τα ιερά βιβλία.
Ο δε θεάνθρωπος Ιησούς διά να μας διδάξη διά του θείου αυτού παραδείγματος την προς τους γονείς υπακοήν και αφοσίωσιν, και κατά τας αρχάς της επί της γης παρουσίας του προθύμως και άνευ αντιλογίας εξήλθε του ιερού, και ηκολούθησε την μητέρα του και τον Ιωσήφ εις την Ναζαρέτ, ων υποτασσόμενος αυτοίς, ως λέγει το Ευαγγέλιον, και ότε επρόκειτο ν' αποχωρισθή την μητέρα του και επί του σταυρού να εκπνεύση, εις τον επιστήθιον φίλον του Ιωάννην θερμώς την εσύστησε.
Και ο ουρανός λοιπόν και η γη αποστρέφονται τα άστοργα, τα απειθή, τα αγνώμονα τέκνα.
Ο δε σοφός Πιττακός δικαίως έλεγεν ότι οποίας προσφοράς προσφέρομεν προς τους γονείς, τοιαύτας πρέπει να περιμένωμεν και ημείς εις τα γηρατειά από τα τέκνα ημών· «Οίους εράνους εισενέγκης τοις γονεύσι, τοιούτους αυτός εν τω γήρα παρά των τέκνων προσδέχου.»
Προς βεβαίωσιν δε τούτου διηγήθη ο Γεροστάθης περιστατικόν τι συμβάν εσχάτως εις την Αγγλίαν.
Πτωχός γέρων συνέζη μετά της οικογενείας του μονογενούς υιού του, παρά του οποίου ήλπιζε περίθαλψιν και παρηγορίαν εις τα έσχατα και ασθενή γηρατειά του.
Αλλ' αφού επί τινα καιρόν διέθρεψεν ο υιός τον γέροντα πατέρα του, δυσαρεστηθείς ημέραν τινά του χειμώνος κατ' αυτού, τω λέγει ότι πρέπει ν' αναχωρήση εκ της οικίας του, διότι δεν δύναται πλέον να τον διατηρή.
— Και πώς θέλω ζήσει; ερωτά αυτόν ο δυστυχής γέρων.
— Ζητών ελεημοσύνην, τω απαντά ο σκληροκάρδιος υιός.
Η ομιλία αύτη εγένετο ενώπιον του οκταετούς Θωμά, όστις αγαπών τον πάππον του, επερίμενε τεθλιμμένος να ίδη οποία θέλει είσθαι η έκβασις των σκληρών λόγων του πατρός του.
Ο γέρων εστέναξε βαθέως, εδάκρυσε, και παρεκάλεσε τον εγγονόν του Θωμάν να τω φέρη εκ του παρακειμένου δωματίου έν μάλλινον κάλλυμα, διά να έχη αυτό ως στρώμα και εφάπλωμα εις την πλανητικήν και ύπαιθρον ζωήν του.
Ο Θωμάς έτρεξεν αμέσως προς εκτέλεσιν της διαταγής του πάππου του· αλλά φέρων το περικάλλυμα, αντί να δώση αυτό εις τον πάππον, το έδωκεν εις τον πατέρα του, προς τον οποίον, με τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς, είπε να κόψη αυτό εις δύο. — Και διατί; τον ηρώτησεν ο πατήρ του.
— Διότι είναι πολύ μεγάλον, απήντησεν ο Θωμάς· το ήμισυ θέλει είσθαι αρκετόν διά τον πάππον μου· το δε άλλο ήμισυ ίσως χρειασθής συ, πάτερ, όταν και συ γηράσης, και εγώ σε διώξω τότε εκ της οικίας μου, καθώς συ διώκεις σήμερον τον γέροντα πατέρα σου.
Οι αφελείς ούτοι λόγοι βαθυτάτην εντύπωσιν επροξένησαν εις τον αχάριστον και σκληροκάρδιον υιόν. Συνελθών δε εις εαυτόν, έπεσε γονυπετής ενώπιον του γέροντος πατρός του, και χύνων δάκρυα μετανοίας εζήτει συγγνώμην.
Σωφρονισθείς δε έκτοτε υπό των ανωτέρω λόγων του παιδός του, εξηκολούθησε διατρέφων και περιθάλπων τον ασθενή πατέρα του, μέχρις ου ο γέρων μετέβη εις την άλλην ζωήν, ευλογών και τον μετανοήσαντα υιόν του και τον αγαπητόν του Θωμάν.
Πόσον διάφορος του αχαρίστου τούτου υιού ήτο ο αρχαίος Αινείας! επρόσθεσεν ο Γεροστάθης.
Ο Αινείας ήτο είς των σημαντικωτέρων ηρώων, οίτινες μετά του Έκτορος γενναίως υπεράσπισαν την Τρωάδα κατά της δεκαετούς πολιορκίας των Ελλήνων. Διηγούνται δε ότι, αφού εκυρίευσαν επί τέλους την Τρωάδα οι Έλληνες, ευσπλαγχνισθέντες την δυστυχίαν των νικηθέντων, εκήρυξαν ότι έκαστος αυτών ηδύνατο να λάβη μεθ' εαυτού έν των πολυτιμοτέρων του και ν' αναχωρήση.
Ο Αινείας, παραβλέψας παν άλλο, έλαβεν ανά χείρας το άγαλμα της Εφεστίου Θεότητός του, όπως έχη αυτήν βοηθόν, και ητοιμάζετο να εξέλθη.
Αλλ' οι Έλληνες, ευχαριστηθέντες διά την ευσέβειαν του ανδρός, εσυγχώρησαν τότε εις αυτόν να λάβη και δεύτερον των πολυτιμοτέρων αντικειμένων του. Ο δε Αινείας, αγαπών μετά τον Θεόν τον πατέρα του Αγχίσην, όντα υπέργηρων, ασθενή, και τυφλόν, έλαβεν αμέσως και αυτόν επί των ώμων του και εκίνησε, παραβλέψας πάντα άλλον θησαυρόν. Τόσον δε εθέλχθησαν οι Έλληνες από την αρετήν ταύτην του Αινείου, ώστε τω απέδωκαν αμέσως όλην την πολύτιμόν του περιουσίαν, αποδείξαντες ούτως ότι τους ευσεβείς και φιλοστόργους υιούς και αυτοί οι εχθροί των τιμώσι και σέβονται.
Μεταξύ των αρχαίων προγόνων μας, εξηκολούθησε λέγων ο γέρων, οι Σπαρτιάται διεκρίνοντο διά το προς τους γονείς και εν γένει διά το προς τους γέροντας σέβας των· και διά τούτο οι Σπαρτιάται ήσαν και περισσότερον παντός άλλου λαού αφωσιωμένοι εις την πατρίδα των.
Η προς τους γονείς αγάπη είναι η πρώτη αγάπη, την οποίαν ο άνθρωπος αισθάνεται επί της γης, είναι δε και το πρώτον δείγμα της αγαθής, της ευαισθήτου, και εναρέτου καρδίας. Ο αγαπών τους γονείς του δύναται ν' αγαπήση και τους αδελφούς, και τους συγγενείς, και τους φίλους, και τους συμπολίτας του, και την κοινήν μητέρα, την πατρίδα. Αλλ' ο μη αισθανόμενος ευγνωμοσύνην, σέβας, και αγάπην προς τους γεννήσαντας και αναθρέψαντας αυτόν γονείς, πώς είναι ποτέ δυνατόν ν' αγαπήση άλλους, να ευγνωμονήση προς τους ευεργέτας, να σεβασθή ανωτέρους, και ν' αφοσιωθή εις την πατρίδα;
Ο Πλούταρχος αναφέρει το εξής ωραίον παράδειγμα της προς τους γονείς Σπαρτιατικής αφοσιώσεως.
Εβασίλευέ ποτε εις την αρχαίαν Σπάρτην ο Λεωνίδας, ομώνυμος του ενδόξου ήρωος των Θερμοπυλών, έχων δε θυγατέρα, ονομαζομένην Χειλωνίδα, ενύμφευσεν αυτήν μετά του Κλεομβρότου, καταγομένου επίσης εκ γένους βασιλικού.
Αλλ' ο Κλεόμβροτος, ων δοξομανής, ενήργησεν ώστε ο Λεωνίδας να στερηθή το βασιλικόν του αξίωμα, και αντ' εκείνου ν' αναβή αυτός επί του θρόνου της Σπάρτης.
Ο Λεωνίδας, φοβηθείς τότε την καταδρομήν των εχθρών του, κατέφυγεν ικέτης εις τον εν Σπάρτη ναόν της Χαλκιοίκου Αθηνάς. Η δε Χειλωνίς τόσον ηγάπα τον γέροντα πατέρα της, και τόσον συνεκινήθη υπό της δυστυχίας αυτού, ώστε απεφάσισεν αμέσως να εγκαταλείψη και τον βασιλέα σύζυγόν της, και όλας τας βασιλικάς τιμάς, πενθηφορούσα δε και με λυμένην κόμην να τρέξη εις τον ναόν, διά να συνικετεύση μετά του πατρός της και παρηγορήση αυτόν εις την δυστυχίαν και απομόνωσίν του.
Ότε δε ο Λεωνίδας ηναγκάσθη να φύγη εκ του ναού μακράν της Σπάρτης, η θυγάτηρ του Χειλωνίς προθύμως συνώδευσεν αυτόν εις την εξορίαν του, προτιμήσασα να συμμερισθή την δυστυχίαν του εξορίστου πατρός της, παρά την δόξαν του βασιλέως συζύγου της.
Μετά τινα καιρόν οι φίλοι του εξορίστου Λεωνίδου κατόρθωσαν ν' ανακηρύξωσιν αυτόν πάλιν βασιλέα της Σπάρτης.
Ότε δε ο Λεωνίδας και η θυγάτηρ του επανήλθον εις την Σπάρτην, ο
Κλεόμβροτος κατέφυγεν ικέτης εις τον ναόν του Ποσειδώνος.
Ο δε βασιλεύς Λεωνίδας, λαβών στρατιώτας, διευθύνθη προς τον ναόν, όπως τιμωρήση τον επίβουλον Κλεόμβροτον.
Αλλά μεγίστη υπήρξεν η έκπληξις και του Λεωνίδου και όλων των Σπαρτιατών, ότε, εμβάντες εις τον ναόν, εύρον εκεί την Χειλωνίδα πενθηφορούσαν πάλιν και κλαίουσαν, εναγκαλιζομένην τον ικέτην σύζυγόν της, και πλησίον της έχουσαν τα δύο αθώα της τέκνα.
Η Χειλωνίς, αναφανείσα άπαξ φιλόστοργος και ευαίσθητος θυγάτηρ, ανεφάνη και σύζυγος αφωσιωμένη. Ήρχισε λοιπόν να παρακαλή θερμώς τον βασιλέα πατέρα της υπέρ της ζωής του δυστυχούς συζύγου της.
Άπαντες δε συνεκινήθησαν και εδάκρυσαν, και πάντες εθαύμασαν την αρετήν της Χειλωνίδος.
Ο δε πατήρ της Λεωνίδας τον μεν Κλεόμβροτον διέταξε να φύγη αμέσως μακράν της Σπάρτης, την δε θυγατέρα του προσεκάλεσεν εις την Σπάρτην, διά να συμμερισθή, μετ' αυτού τας τιμάς του θρόνου.
Αλλ' η ενάρετος Χειλωνίς, προτιμήσασα και τότε να συμμερισθή την δυστυχίαν του συζύγου της παρά την δόξαν του πατρός της, έθεσεν εις τας αγκάλας του Κλεομβρότου το έν των τέκνων της, λαβούσα δε και αυτή εις τας ιδικάς της το άλλο, με βήμα σταθερόν ηκολούθησε τον σύζυγόν της εις την εξορίαν του.
Όλοι οι ένδοξοι και αληθώς μεγάλοι άνδρες διεκρίθησαν διά την προς τους γονείς των αγάπην. Οσάκις καρδία, συναισθανομένη ζωηρώς το ιερόν αίσθημα της υιικής αγάπης, διευθύνη τον βίον, η αγάπη των συγχρόνων και μεταγενεστέρων βεβαίως συνοδεύει αυτήν, ο δε βίος ευκόλως τότε αποκαθίσταται ευδαίμων και ένδοξος.
Ο Επαμεινώνδας, αυτός ο μέγας πολίτης και ευεργέτης των Θηβών, διεκρίθη διά την προς τους γονείς του αγάπην, χαίρων οσάκις εκείνοι έχαιρον, και ευτυχών οσάκις εκείνοι ευτύχουν.
Ότε εις τα Λεύκτρα της Βοιωτίας ενίκησε την λαμπράν κατά των Σπαρτιατών νίκην, στραφείς προς τους φίλους του είπεν ότι «κατά την ημέραν εκείνην ήτο ευδαίμων, ουχί διότι ενίκησεν, αλλά διότι θέλουν χαρή οι γέροντες γονείς του, μανθάνοντες την νίκην του υιού των.»
Οι λόγοι αυτοί αποδεικνύουν πόσον τρυφερά ήτο η καρδία του προς τους γεννήσαντας και αναθρέψαντας αυτόν. Αν ο Επαμεινώνδας ήτο σκληροκάρδιος προς τους γονείς του, δεν ήθελε βεβαίως αναφανή ευεργέτης και προστάτης όλων των πτωχών και δυστυχών συμπολιτών του· ούτε ήθελεν αναδειχθή τέκνον αφωσιωμένον εις την πατρίδα του, την οποίαν, ως ουδείς άλλος, διά της αρετής και της ανδρίας του εδόξασε, και υπέρ της οποίας και αυτήν την ζωήν του εις την Μαντίνειαν ηρωικώς εθυσίασεν.
Και ο μέγας Αλέξανδρος, μας είπεν ο Γεροστάθης, διεκρίθη διά την προς την μητέρα του Ολυμπιάδα αγάπην και αφοσίωσίν του.
Η Ολυμπιάς ήτο δυστυχώς χαρακτήρος δυστρόπου και αυστηρού· επεθύμει να επεμβαίνη εις τα της βασιλείας του υιού της Αλεξάνδρου. Και όμως ο μέγας Αλέξανδρος, ως καλός υιός, υπέφερε πράως και τας δυστροπίας, και τας επεμβάσεις της μητρός του.
Ότε ο Αντίπατρος, τον οποίον είχεν αφήσει τοποτηρητήν του εις την Μακεδονίαν, τω έγραψεν εις την Ασίαν επιστολήν εκτεταμένην και πλήρη παραπόνων κατά της Ολυμπιάδος, ο Αλέξανδρος, αναγνούς την επιστολήν, είπε «δεν γνωρίζει ο Αντίπατρος ότι έν μόνον δάκρυον της μητρός μου αρκεί να σβύση μυρίας τοιαύτας επιστολάς.»
Πολλά δε δώρα και πολλά εκ των πολυτίμων λαφύρων, τα οποία εκυρίευεν εις τους κατά την Ασίαν αγώνας του, απέστελλε προς την μητέρα του, δεικνύων ούτως ότι ποτέ δεν έπαυεν ενθυμούμενος και αγαπών αυτήν.
Τοιαύτα προς την μητέρα του αισθήματα έχων ο μέγας Αλέξανδρος, ανατραφείς δε εναρέτως υπό του παιδαγωγού του Λεωνίδου και του σοφού Αριστοτέλους, ανεφάνη ανήρ ευαίσθητος, ευγνώμων, ευεργετικός, και μεγαλόδωρος, ουχί μόνον προς τους διδασκάλους και τους φίλους αυτού, αλλά και προς τους αιχμαλώτους του· ώστε εάν η ανδρία και η έξοχος στρατηγική ικανότης κατέστησαν μέγαν τον Αλέξανδρον, η αγαθότης της ψυχής του κατέστησεν αυτόν αγαπητόν και ζώντα και μετά θάνατον.
Ο Γεροστάθης μετά τας ανωτέρω διηγήσεις μας ωδήγησεν εις τον κήπον του, διά να μας δείξη τας γεωργικάς προόδους του συμμαθητού μας Ιωάννου.
Μας έδειξε δε διάφορα νεόφυτα δένδρα υγιέστατα και ανθισμένα, διάφορα ωραιότατα άνθη, και άλλα αξιόλογα προϊόντα, τα πάντα καλλιεργηθέντα υπό του φίλου μας Ιωάννου. Παρών δε ο Ιωάννης παρετήρει μειδιών και χαίρων τα έργα του, καθώς μειδιά και χαίρει φιλόστοργος πατήρ, οσάκις τρυφερώς ατενίζη τους οφθαλμούς επί των καλώς ανατεθραμμένων τέκνων του.
Ο Γεροστάθης, βλέπων ημάς θαυμάζοντας τας ωραιότητας του κήπου, μας ηρώτησεν αν ευρίσκωμεν ομοιότητά τινα μεταξύ του κήπου του και του μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ημείς δε με απορίαν αντηρωτήσαμεν ποία ποτέ ομοιότης δύναται να υπάρξη μεταξύ ενός κήπου και ενός ανθρώπου ;
— Μεγάλη, απήντησεν ο Γεροστάθης. Αι καλαί και ενάρετοι πράξεις, αίτινες στολίζουν την ζωήν των ανθρώπων, είναι τα καλά προϊόντα και τα ωραία άνθη τα στολίζοντα τους κήπους. Και καθώς, εάν τι έδαφος του κήπου ήναι αμμώδες ή πετρώδες, ο κήπος δεν ευδοκιμεί, τοιουτοτρόπως και ο έχων καρδίαν σκληράν και αναίσθητον δεν δύναται να ευδοκιμήση, και αληθώς να ευτυχήση. Καθώς δε όσον εύφορος και ευγνώμων και αν ήναι η γη του κήπου, ο κήπος δεν προοδεύει, αν κηπουρός άξιος δεν επιμεληθή και καλλιεργήση αυτόν, τοιουτοτρόπως δύναται τις να έχη μεν εκ φύσεως καρδίαν αγαθήν, και όμως να μη διαπρέψη εις το στάδιον του βίου του, διότι δυστυχώς παρημέλησε την προσήκουσαν καλλιέργειαν και εκπαίδευσιν της ψυχής του.
Η καρδία του μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς το απέδειξεν η προς την Ολυμπιάδα αγάπη του, ήτο φύσει ευαίσθητος και καλή, όσον καλή και εύφορος είναι η γη του κήπου μου.
Καθώς δε ο κήπος μου επέτυχε δύο επιμελείς κηπουρούς, εμέ και τον Ιωάννην, ούτω και ο Αλέξανδρος επέτυχε, νέος ων, δύο αξιολόγους κηπουρούς, τον Λεωνίδαν και τον Αριστοτέλην, προς καλλιέργειαν και μόρφωσιν του νοός και της καρδίας του.
Καθώς δε η φυσική ευφορία και η καλλιέργεια του κήπου μου παρήγαγον αυτά τα ποικίλα άνθη, τα θάλλοντα δένδρα, και τα ωραία προϊόντα, τοιουτοτρόπως και η εκ φύσεως αγαθή ψυχή του Αλεξάνδρου, εκπαιδευθείσα υπό του παιδαγωγού και του διδασκάλου του, παρήγαγε τας ευεργετικάς, τας εναρέτους, τας φιλάνθρωπους πράξεις, αίτινες καθωραΐζουν τον βίον αυτού.
Ιδού, φίλοι μου, η ομοιότης, την οποίαν εγώ ευρίσκω μεταξύ του κήπου μου και του μεγάλου Αλεξάνδρου, Αλλ' υπάρχει μεταξύ αυτών και διαφορά ουσιώδης· διότι η μεν καλλονή του κήπου μου είναι φθαρτή και πρόσκαιρος, το δε κάλλος των εναρέτων πράξεων του Αλεξάνδρου θέλει διαμένει αμάραντον και αθάνατον.
Εκ των ανωτέρω λόγων του Γεροστάθου ο συμμαθητής μας Αθανάσιος εξήγαγε το ακόλουθον συμπέρασμα — Λοιπόν δεν αρκεί ν' αγαπά τις τους γονείς του, και να έχη εκ φύσεως καλήν καρδίαν, διά να ευτυχήση.
— Όχι βέβαια, απήντησεν ο Γεροστάθης, δεν αρκεί μόνον καλή γη διά να υπάρξη και καλός κήπος, απαιτείται και καλλιέργεια της καλής γης. Τούτο δε μας αποδεικνύει ο βίος του Ρωμαίου Κοριολάνου.
Ο Κοριολάνος κατήγετο εξ ευγενούς οικογενείας της αρχαίας Ρώμης. Εκ νεανικής ηλικίας ησπάσθη το στρατιωτικόν στάδιον· εθαυμάζετο δε διά την αποχήν του από τας ηδονάς και την φιλοχρηματίαν, διά την καρτερίαν του εις τους κόπους, διά την ανδρίαν του, και ιδίως διά την προς την μητέρα μεγίστην αγάπην του.
Οσάκις η μήτηρ του επαινούμενον ή εστεφανωμένον, με δάκρυα χαράς, έσφιγγεν αυτόν εις τας αγκάλας, ο Κοριολάνος εθεώρει εαυτόν αληθώς ευτυχή.
Εφρόντιζε δε, ως καλός υιός, να διπλασιάζη το προς την μητέρα του σέβας και την προς αυτήν αγάπην και υπακοήν του, προσφέρων εις αυτήν και το σέβας, και την αγάπην, και την υπακοήν, την οποίαν προς τον αποθανόντα πατέρα του εχρεώστει.
Ο Κοριολάνος ενυμφεύθη, διότι η μήτηρ του το ηθέλησεν. Αλλά, και αφού έγινε σύζυγος και πατήρ, εξηκολούθησε συνοικών μετά της μητρός του, και περιποιούμενος αυτήν μεθ' όλης της υικής τρυφερότητος.
Εξ όλων αυτών προκύπτει ότι η καρδία του Κοριολάνου δεν ήτο κακή· αλλά δυστυχώς εκ νεαράς ηλικίας έμεινεν άνευ ανατροφής και παιδείας· ώστε μετά των προτερημάτων, τα οποία η φύσις τω εχάρισε, τω έμειναν και πολλά ελαττώματα· ωμοίαζε λοιπόν γην εύφορον μεν, αλλ' ακαλλιέργητον, ήτις μεταξύ των αυτοφυών ωραίων ανθέων παρουσιάζει και ακάνθας και τριβόλους.
Ο Κοριολάνος υπέκειτο εις το ολέθριον πάθος του θυμού, ώστε απέκτησε πολλούς εχθρούς· ηγάπα τας πεισματώδεις φιλονεικίας, και επομένως οι συμπολίται του τον απέφευγον· εκαυχάτο διά την ευγενή καταγωγήν του, αγνοών ότι ουχί η καταγωγή, αλλ' η διαγωγή τιμά ή ατιμάζει· επί τέλους υπερηφανευόμενος διά τας ανδραγαθίας του, περιεφρόνει τους συμπολίτας του, αγνοών ότι διά της υπεροψίας καθίστατο μισητός, ενώ διά της ταπεινοφροσύνης ήθελε προσελκύσει την εύνοιαν του λαού.
Εάν ο Κοριολάνος εκ της παιδικής ηλικίας ανετρέφετο πρεπόντως, ίσως ενήλιξ δεν ήθελεν έχει τα ελαττώματα ταύτα, τα οποία επί τέλους εκορύφωσαν την κατ' αυτού αγανάκτησιν του Ρωμαϊκού λαού, και επροκάλεσαν την εκ της Ρώμης εξορίαν του.
Εξορισθείς δε από την Ρώμην, ούτε τον Θεμιστοκλέα ούτε τον
Αριστείδην εμιμήθη.
Ο οργίλος και υπερήφανος χαρακτήρ του επροκάλεσε το βδελυρόν πάθος της εκδικήσεως. Προσφυγών εις τους Βουλούσκους, εχθρούς των Ρωμαίων, και τεθείς επί κεφαλής αυτών, εξεστράτευσε κατά της πατρίδος του! Ότε δε έφθασεν ενώπιον της Ρώμης και επαπείλει την καταστροφήν αυτής, οι Ρωμαίοι έντρομοι τω απέστειλαν διαφόρους πρεσβείας αλλ' ο Κοριολάνος επέμενεν άκαμπτος εις την εκπόρθησιν της ιδίας αυτού πατρίδος.
Τότε η μήτηρ του, παραλαβούσα μεθ' εαυτής την σύζυγον και τα δύο τέκνα του Κοριολάνου, και τεθείσα επί κεφαλής των σημαντικωτέρων γυναικών της Ρώμης, εξήλθε των τειχών· παρουσιασθείσα δε εις το εχθρικόν στρατόπεδον, είπε προς τον υιόν της
— Κοριολάνε, εάν επιμείνης να εισέλθης εχθρικώς εις την Ρώμην. θέλεις πατήσει πρότερον επί του πτώματος της μητρός σου· διότι βεβαίως δεν θέλω υποφέρει ποτέ να ζήσω και να ίδω την ημέραν, καθ' ην ο υιός μου θέλει θριαμβεύσει κατά της ιδίας αυτού πατρίδος. Συλλογίσθητι ότι δεν είναι ίδιον αγαθού ανδρός ν' αποκαθίσταται δούλος της οργής του, της μνησικακίας του, των παθών του. Εάν δε ήσαι φιλόστοργον τέκνον μου, σεβάσθητι την μητέρα σου, και υπάκουσον εις αυτήν, ικετεύουσαν υπέρ της Ρώμης, της μεγάλης μητρός σου.
Γονυπετείς δε έπεσαν εις τους πόδας του Κοριολάνου και η μήτηρ και η σύζυγος και τα τέκνα του.
Ο Κοριολάνος τότε εγείρων την μητέρα του, και σφίγγων την δεξιάν της, — Ενίκησας, είπεν, ω μήτερ, νίκην ευτυχή διά την πατρίδα, αλλ' ολεθρίαν εις τον υιόν σου· αναχωρώ, επρόσθεσε, μακράν της Ρώμης, νικημένος υπό της μητρός μου. Και η πολιορκία διελύθη αμέσως.
Τοιουτοτρόπως η αγάπη και το σέβας του Κοριολάνου προς την μητέρα του έσωσαν και την Ρώμην από την καταστροφήν της, και τον Κοριολάνον από το αιώνιον αίσχος, το οποίον ήθελε περικαλύψει την μνήμην του, αν ήθελον εκτελεσθή οι κατά της πατρίδος πατροκτόνοι σκοποί, τους οποίους ως εκ της απαιδευσίας και της κακής ανατροφής είχε συλλάβει.
Και ο μέγας πολίτης της Αμερικής Βάσιγκτων, επρόσθεσεν ο Γεροστάθης, έδωκε δείγματα της προς την μητέρα του αγάπης και υπακοής.
Περί το δέκατον τέταρτον έτος της ηλικίας του επεθύμησε ν' αφιερωθή εις το ναυτικόν στάδιον, το οποίον χωρίς ποτε να γνωρίση υπερβολικά ηγάπησεν.
Η μήτηρ του, ήτις και τον υιόν της δεν ήθελε ν' αποχωρισθη, και τους κινδύνους και τα δεινά του ναυτικού βίου κάλλιον του απείρου υιού της εγνώριζεν, απέκρουε τα σχέδια του νέου Βασιγκτώνος· αλλ' αυτός επιμένων, συμφωνεί μετά τινος πλοιάρχου όπως παραλάβη αυτόν εις το πλοίον του, έτοιμον ήδη προς απόπλουν· μετακομίσας δε το μικρόν κιβώτιόν του εις την λέμβον, παρουσιάσθη ενώπιον της μητρός του διά ν' αποχαιρετίση αυτήν, και λάβη την ευχήν της. Αλλ' η μήτηρ του σιωπώσα ήρχισε να κλαίη.
Τα σιωπηλά αυτά δάκρυα τόσην εντύπωσιν επροξένησαν εις την ευαίσθητον ψυχήν του νέου Βασιγκτώνος, ώστε αμέσως επαναφέρει το κιβώτιον από την λέμβον εις την οικίαν, και θυσιάζει προθύμως τον ναυτικόν έρωτά του ενώπιον της υιικής του αγάπης.
Η θυσία αύτη του ευαισθήτου υιού, και επομένως η ευλογία και αι ευχαί της μητρός του ηξίωσαν επί τέλους τον Βασιγκτώνα ν' αναφανή ο πρώτος πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών, και να επονομασθή πατήρ της πατρίδος.
Αν ο νέος Βάσιγκτων, μη αγαπών την μητέρα του, δεν υπήκουεν εις τα μητρικά δάκρυα της, αλλ' ησπάζετο το ριψοκίνδυνον στάδιον του ναύτου, και βίον ίσως άσημον και δυστυχή ήθελε ζήσει, και δυστυχέστερον ίσως θάνατον εντός των κυμάτων ήθελεν ευρεί, και την πατρίδα του δεν ήθελεν ελευθερώσει, και το όνομά του δεν ήθελεν απαθανατίσει.
Αγαπάτε λοιπόν και σεις, παιδία μου, τους γονείς σας. Η αγάπη σας όμως ας μη ήναι νεκρά, αλλά ζωηράν και ακμαίαν διατηρείτε αυτήν διά της καλής διαγωγής και των καλών σας έργων.
Ο συμμαθητής σας Κωνσταντίνος δι' έργου απέδειξε σήμερον την προς τους πτωχούς γονείς του αγάπην του. Δι' έργων λοιπόν και σεις προσπαθήσατε ν' αναφανήτε υιοί καλοί και φιλόστοργοι, άξιοι των ευχών των γονέων σας και των ευλογιών του Υψίστου.
Έχετε δε πάντοτε κατά νουν ότι οι γονείς σας, διατρέχοντες ήδη προ καιρού την οδόν της ζωής, εις την οποίαν σεις τώρα εμβαίνετε, γνωρίζουν πολύ κάλλιον υμών τους κινδύνους, τα βάραθρα και τους κρημνούς της δυσκόλου ταύτης οδού. Όθεν προθύμως υπακούετε εις τας συμβουλάς των, όπως φωτίζητε την νεανικήν απειρίαν σας διά της πείρας εκείνων· ούτω δε θέλετε διατρέξει ασφαλέστερον το δύσβατον και κινδυνώδες στάδιον του βίου.
Ο αγαθός γέρων μας υπηγόρευσεν ακολούθως τους εξής στίχους.
Οι πρώτοι ευεργέται μας είν' οι καλοί γονείς μας·
Ας αγαπήσωμετ αυτούς εξ όλης της ψυχής μας·
Διά της πείρας οι γονείς, διά των συμβουλών των
Την απειρίαν σώζουσι των ευπειθών υιών των.
Λοιπόν ας υπακούωμεν, και ας ευγνωμονώμεν,
Δι' έργων δε ας δείχνωμετ ότι αυτούς τιμώμεν.
* * *
«Φίλοις ευτυχούσι και ατυ- χούσιν ο αυτός ίσθι.» (Περιάνδρου.)
Κατά τας αρχάς της συστάσεως του σχολείου μας συχνάκις συνέβαινον μεταξύ των μαθητών λογομαχίαι, ύβρεις, ξυλοκοπήματα, και λιθοβολισμοί. Τούτων δε συνέπειαι δυσάρεστοι ήσαν ενδύματα εσχισμένα, βιβλία μελανωμένα, μύται αιματωμέναι, οφθαλμοί φλογισμένοι, κεφαλαί πληγωμέναι, και επομένως πάθη, έχθραι, εκδικήσεις και αντεκδικήσεις.
Αλλ' ο αγαθός προστάτης μας Γεροστάθης διά των φρονίμων συμβουλών του, και διά της πραότητος του χαρακτήρος του επροσπάθησε να εμπνεύση μεταξύ όλων ημών την αγάπην, την ομόνοιαν και την αρμονίαν.
Ποτέ δεν είδομεν τον Γεροστάθην ωργισμένον, εξημμένον, ή σκληρόν πρός τινα εξ ημών· αλλά με υπομονήν, με φρόνησιν και με ησυχίαν μας εξήγει τα σφάλματά μας και τας δυσαρέστους συνεπείας αυτών, προσπαθών να εμπνεύση εις τον νουν και εις την καρδίαν μας την μετάνοιαν και την επιθυμίαν της διορθώσεως.
Διά του λόγου, έλεγεν, εκριζόνονται διά παντός, ενώ διά του τρόμου μόνον προσωρινώς καταθλίβονται τα σπέρματα της κακής διαγωγής. Όθεν, κεντών ευστόχως την φιλοτιμίαν μας προς την αρετήν, ποτέ δεν μας απεύθυνεν ύβρεις, κακολογίας, ή ραβδισμούς.
Εγνώριζεν ο αγαθός γέρων ότι η καρδία των παιδίων ομοιάζει το μαλακόν κηρίον, το οποίον ευκόλως λαμβάνει πάσαν εξωτερικήν εντύπωσιν· και ότι ως εκ τούτου αι παιδικαί καρδίαι σχηματίζονται κατά τα καλά ή κακά παραδείγματα, τα οποία ενώπιόν των έχουν.
Όθεν ο Γεροστάθης όχι μόνον απέφευγε του να μας δίδη αφορμάς κακών έξεων, θυμόνων, υβρίζων ή ξυλοκοπών, αλλά, επισφραγίζων τας συμβουλάς του διά του καλού παραδείγματός του, καθίστανεν αποτελεσματικωτέραν την ηθικήν μας βελτίωσιν.
Πολλάκις μας υπενθύμιζεν ο γέρων τας δύο μεγάλας εντολάς, εντός των οποίων, ως είπεν ο Ιησούς, εμπεριέχονται όλα τα χρέη του αληθούς χριστιανού «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης καρδίας — Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν.» Την διπλήν δε ταύτην αγάπην μας έλεγεν ότι πρέπει να δεικνύωμεν διά της καθημερινής διαγωγής και των καθημερινών έργων μας.
Δεν αρκεί, έλεγε, να παρευρίσκησθε εις την θείαν λειτουργίαν, ή εξ απλής συνήθειας, ή διότι οι γονείς και οι διδάσκαλοι σας παρήγγειλαν να εκκλησιάζησθε· αλλ' απαιτείται να εισέρχησθε εις τον ναόν με την επιθυμίαν του να εξέλθητε ηθικώτεροι και χριστιανικώτεροι· προς τον σκοπόν δε τούτον απαιτείται να προσέχητε εις τους θείους λόγους, τους οποίους εκεί ακροάζεσθε, και κατά τους θείους αυτούς λόγους να κανονίζητε την καθημερινήν διαγωγήν σας, τας καθημερινάς πράξεις σας.
Εάν λοιπόν προσέχητε εις την θείαν λειτουργίαν, θέλετε ακούει τον ιερέα του Υψίστου υπενθυμίζοντα πάντοτε το θείον θέλημα, και λέγοντα προς ημάς «Αγαπήσωμεν αλλήλους, — Ειρήνη πάσιν.» Ας αγαπώμεθα λοιπόν αμοιβαίως, ας ζώμεν εν αδελφική ειρήνη και ομονοία, εάν θέλωμεν ουχί μόνον να ονομαζώμεθα, αλλά και πραγματικώς να ήμεθα χριστιανοί.
Αυτά συχνάκις επανελάμβανεν ο Γεροστάθης μ' όλην την χαρακτηρίζουσαν αυτόν πραότητα και γλυκυτάτην εκφραστικότητα.
Ημέραν τινά, περιδιαβάζοντες μετά του Γεροστάθου εις την εξοχήν, είδομεν γέροντα, όστις έκοπτε κλώνους ιτέας.
Ο Γεροστάθης μας ωδήγησε προς τον γέροντα, τον οποίον χαιρετίσας φιλοφρόνως ηρώτησεν εις τι καταγίνεται.
— Κόπτω κλώνους διά να πλέξω καλάθια, απεκρίθη ο γέρων.
— Πολύ φρόνιμα κάμνεις, τω είπεν ο Γεροστάθης· εις αυτόν τον κόσμον όστις δεν εργάζεται ή αποθνήσκει της πείνης, ή ζη ατίμως· ο δε άτιμος βίος είναι πολύ χειρότερος του θανάτου.
Λαβών δε την άδειαν του γέροντος επήρεν ένα εκ των λεπτών κλώνων, και παρουσιάσας αυτόν εις ημάς ηρώτησεν αν δυνάμεθα να τον σπάσωμεν.
Εγελάσαμεν διά την παράδοξον ταύτην ερώτησιν του Γεροστάθου και λαβών τις εξ ημών τον κλώνον, έσπασεν αυτόν αμέσως διά των δύο δακτύλων του.
Τότε ο Γεροστάθης επήρεν εις την παλάμην του πολλούς κλώνους, τους οποίους αφού περιέδεσε διά λεπτού σχοινίου, μας ηρώτησεν αν δυνάμεθα να σπάσωμεν και το δεμάτιον τούτο.
— Όχι βέβαια, απεκρίθημεν, πώς είναι δυνατόν να σπάσωμεν
αυτούς, ηνωμένους όλους ομού;
— Ιδού, μας είπε τότε ο γέρων, το αποτέλεσμα της ενότητος,
της αγάπης, της ομονοίας.
Εάν οι αδελφοί, οι συγγενείς, οι συμμαθηταί, οι συμπολίται, οι ομοεθνείς, οι ομόφυλοι ήναι ηνωμένοι, αγαπώμενοι αμοιβαίως και ομονοούντες, βεβαίως θέλουν κατασταθή δυνατοί και άθραυστοι ως αυτοί οι λεπτοί κλώνοι, συνενωθέντες εις το δεμάτιον τούτο· όντες δε τότε ισχυροί, ευκόλως θέλουν ανθέξει εις τας καταδρομάς της τύχης ή των ανθρώπων, και θέλουν θριαμβεύσει, και θέλουν ευδαιμονήσει.
Αλλ' εάν δυστυχώς η διχόνοια, η ζηλοτυπία, το μίσος, η φιλοπρωτία, ο φθόνος, η ψευδοφιλοτιμία, η ιδιοτέλεια διαχωρίζωσι και απομονόνωσιν αυτούς, ευκόλως τότε έκαστος θέλει κατασυντριφθή, ως διά των δύο δακτύλων σας εσυντρίφθη ο μεμονωμένος κλώνος.
Η ένωσις λοιπόν, και επομένως η αγάπη, η ομόνοια, η σύμπραξις αυξάνει τας δυνάμεις· ο δε διαχωρισμός, η διχόνοια, η αντενέργεια, η απομόνωσις ελαττόνει και καταστρέφει αυτάς. Όσον δε αι ηθικαί και φυσικαί δυνάμεις έθνους τινός αυξάνουν, τόσον μεγαλήτερα και επωφελέστερα είναι τα έργα του, και βεβαιοτέρα η ευδαιμονία του.
Ο Γεροστάθης μετά τους λόγους αυτούς παρήγγειλε τον γέροντα να τω στείλη εις την οικίαν δύο καλάθια.
Εν τούτοις το εύθραυστον του κλώνου, το άθραυστον του δεματίου, οι χριστιανικοί λόγοι του Γεροστάθου, και κυρίως η ζώσα πραότης του ανδρός, κατέστησαν βαθμηδόν και ημάς πράους, ειρηνικούς, ευπροσηγόρους και ως αδελφούς ηγαπημένους.
Αλλ' αν και πάντες ως καλοί αδελφοί ηγαπώμεθα, δύο όμως των συμμαθητών μας, ο Φίλιππος και ο Ανδρέας, διεκρίνοντο διά την μεγίστην φιλίαν, ήτις συνέδεε τας τρυφεράς των καρδίας· Περί αυτών δε θέλω εκθέσει ολίγα τινά.
Ο Φίλιππος και ο Ανδρέας ήσαν συμμαθηταί και σχεδόν συνομήλικες. Οι γονείς των, πτωχοί αλλά τίμιοι και αληθείς χριστιανοί, ήσαν γείτονες, ώστε τα τέκνα των εξ απαλών ονύχων εσχετίσθησαν και ηγαπήθησαν.
Εις τα ήμερα και ιλαρά πρόσωπά των εφαίνετο η πραότης και η αγαθότης των καρδιών των. Πληρεστάτη αρμονία φρονημάτων και επιθυμιών υπήρχε πάντοτε μεταξύ αυτών, αδελφική δε αγάπη και στενή φιλία διαρκώς συνήνονεν αυτούς.
Πολλά δε δείγματα αληθούς φιλίας έδιδον αμοιβαίως οι δύο αυτοί συμμαθηταί μας, των οποίων αι καρδίαι ήσαν βεβαίως ευγενείς, διότι το ιερόν αίσθημα της φιλίας, ως ο Γεροστάθης έλεγε, μόνον αι ευγενείς και ενάρετοι καρδίαι δύνανται να αισθανθώσι.
Δεν επερίμενεν ο Φίλιππος να λάβη χάριν παρά του Ανδρέου διά ν' ανταποδώση αυτήν· αλλ' ούτε ο Ανδρέας επερίμενέ ποτε την ανταπόδοσιν της χάριτός του, διά να προβή εις άλλην νέαν χάριν. Τοιούτους λεπτούς υπολογισμούς δεν γνωρίζει η αληθής φιλία.
Ο αληθής φίλος προσέτι αισθάνεται τας δυστυχίας του φίλου του πολύ ζωηροτέρας παρά τας ιδίας αυτού· και διά τούτο προθύμως θυσιάζεται υπέρ του δυστυχούντος φίλου. Τοιούτοι δε φίλοι ήσαν ο Ανδρέας και ο Φίλιππος.
Ημέραν τινά, ότε εξήλθομεν μετά του Γεροστάθου εις περίπατον, ο Φίλιππος και ο Ανδρέας, συνδιαλεγόμενοι και βραδέως περιπατούντες, έμειναν όπισθεν ημών, οίτινες προχωρήσαντες είχομεν αναβή επί της κορυφής ωραίου λόφου.
Εκείθεν στρέψαντες τους οφθαλμούς διά να ίδωμεν την τερπνοτάτην θέαν της πεδιάδος, διεκρίναμεν τον μεν Ανδρέαν αναβαίνοντα επί υψηλού δένδρου, τον δε Φίλιππον προχωρούντα πρός τινα μάνδραν. Αλλά μετ' ολίγον βλέπομεν τον Φίλιππον οπισθοδρομούντα δρομαίως, και εντρόμως κραυγάζοντα, διότι κατόπιν αυτού τρέχων μέγας σκύλος οργίλως εγαύγιζε. Συγχρόνως δε βλέπομεν τον Ανδρέαν πίπτοντα με την ταχύτητα της αστραπής εκ του δένδρου, και τρέχοντα μεταξύ του φίλου του και του σκύλου. Εκεί δε σταθείς, ατενίζει θαρραλέως τον σκύλον, και σκύπτει διά να λάβη λίθον κατ' αυτού· αλλ' ο σκύλος, άμα ιδών τον νέον τούτον εχθρόν οπλιζόμενον, στρέφει τα νώτα, και κατησχυμένος επανέρχεται εις την μάνδραν του.
Ενώ δε ταύτα εγίνοντο, ο Γεροστάθης ήρχισε να καταβαίνη τον λόφον, τρέχων προς βοήθειαν των μικρών αυτών φίλων, και παρακολουθούμενος παρ' όλων ημών. Αλλ' ότε είδομεν τον θρίαμβον του Ανδρέου, και την σωτηρίαν του Φιλίππου, ο Γεροστάθης χειροκροτών εφώναξεν — Εύγε! Εύγε, Ανδρέα! ημείς δε πλήρεις χαράς ετρέξαμεν προς τον Ανδρέαν και τον Φίλιππον.
Πλησιάσας και ο αγαθός γέρων έσφιγξε την χείρα του Ανδρέου, και τω είπε — Σήμερον ανεφάνης, φίλτατε Ανδρέα, και φίλος αληθής, και Έλλην γενναίος· ενώ ήσο ασφαλέστατος επί του δένδρου, επροτίμησας να κινδυνεύσης διά να σώσης τον φίλον σου! Ιδού, παιδία μου, επρόσθεσε, τα αποτελέσματα της ενώσεως και του διαχωρισμού. Ο Φίλιππος και ο Ανδρέας χωρισθέντες από ημάς, διεκινδύνευσαν να κακοπάθωσιν· αφ' ετέρου δε η φιλία, ήτις συνενόνει αυτούς, έσωσε τον Φίλιππον. Η ημέρα αύτη ας διαμένη εις την μνήμην σας, όπως αγαπάτε πάντοτε την ένωσιν και την ομόνοιαν, αποστραφήτε δε την διαίρεσιν και τας διχονοίας.
Επειδή δε πρέπει να τιμώμεν την αρετήν και αυτών των εχθρών, πολλώ δε μάλλον των φίλων μας, σας προτείνω να πλέξητε δύο στεφάνους, τον μεν από κλάδους δρυός, τον δε από κλάδους μυρσίνης, διά να προσφέρωμεν αυτούς προς τον Ανδρέαν, τον μεν προς τιμήν της ανδρίας του, τον δε προς τιμήν της φιλίας, την οποίαν απέδειξε σήμερον προς τον Φίλιππον. — Ναι, ναι, εφωνάξαμεν άπαντες, και αμέσως ετρέξαμεν προς ανεύρεσιν κλάδων δρυός και μυρσίνης.
Ο Γεροστάθης και εις την περίστασιν ταύτην, καθώς και εις άλλας πολλάς, επροσπάθει να μας συνειθίση ν' αναγνωρίζωμεν και να τιμώμεν τους καλλιτέρους ημών, σβύνων εις τας απαλάς καρδίας μας πάντα σπινθήρα ψευδοφιλοτιμίας, φθόνου, και αντιζηλίας.
Πολλάκις μας ανέφερεν ότι η κυριωτέρα αιτία, ήτις κατέστρεψε την ελευθερίαν, την δόξαν, και την ευδαιμονίαν της αρχαίας Ελλάδος, ήτο η αντιζηλία, ο φθόνος, η διχόνοια, και η διαίρεσις των προγόνων μας. Οσάκις έξοχοι άνδρες παρουσιάζοντο, αμέσως αντιζηλίαι, φθόνοι, και καταδρομαί παρηκολούθουν αυτούς. Αλλ' όπου οι διά την αρετήν και την ικανότητά των εξέχοντες, αντί να ενισχύωνται, κατατρέχονται υπό των φθονερών και ιδιοτελών, εκεί βεβαίως η πατρίς δυστυχεί και καταρρέει.
Εν τούτοις ητοιμάσαμεν τους δύο στεφάνους, και εφέραμεν αυτούς προς τον Γεροστάθην, όστις εν ονόματι όλων ημών τους επρόσφερε προς τον Ανδρέαν.
Ο Ανδρέας μετά συστολής και συγκινήσεως ευχαρίστησε τον γέροντα και όλους ημάς λαβών δε μόνον τον εκ δρυός στέφανον, είπε προς τον Γεροστάθην Ο στέφανος της φιλίας δεν ανήκει εις εμέ, αλλ' εις τον Φίλιππον· διότι, αν εγώ αισθάνωμαι φιλίαν προς αυτόν, την φιλίαν ταύτην χρεωστώ εις την καλήν καρδίαν και τον γλυκύτατον χαρακτήρα του Φιλίππου. Ο Φίλιππος είναι η πρώτη αιτία της φιλίας, ήτις μας συνδέει, και εις αυτόν επομένως ανήκει ο στέφανος της μυρσίνης.
Οι λόγοι αυτοί του Ανδρέου εις άκρον εχαροποίησαν τον Γεροστάθην· προθύμως δε επρόσφερε τον άλλον στέφανον προς τον Φίλιππον. Τοιουτοτρόπως δε ευχαριστήθη η ευγενής επιθυμία του Ανδρέου, όστις ως αληθής φίλος επεθύμει να συμμερισθή μετά του Φιλίππου του την δόξαν της ημέρας εκείνης.
Ο Γεροστάθης, αφού επήνεσε τον Ανδρέαν διά την αγαθήν του ψυχήν, επρόσθεσεν ότι η προς τον Φίλιππον διαγωγή του Ανδρέου ομοιάζει πολύ την διαγωγήν του Σωκράτους προς τον Αλκιβιάδην εις την μάχην της Ποτιδαίας, και διηγήθη τα εξής.
Ο ενάρετος Σωκράτης πολλάκις έλεγεν, ότι το πολυτιμότερον και χρησιμώτερον αφ' όσα κτήματα δύναταί τις ν' αποκτήση επί της γης είναι ειλικρινής και πιστός φίλος. Πολλάκις δε παρεκίνει τους ακροατάς του να προσπαθώσι διά της αρετής και των αγαθοεργιών των την απόκτησιν και διατήρησιν τοιούτου πολυτίμου θησαυρού.
Αλλ' ο Σωκράτης δεν ήτο εκ των πολλών εκείνων, οίτινες άλλα διδάσκουν και άλλα πράττουν. Δεν ήτο εξ εκείνων, οίτινες, κατά το ιερόν Ευαγγέλιον, θέλουν κληθή ελάχιστοι εν τη βασιλεία των ουρανών, διδάσκοντες τας εντολάς, αλλά μη φυλάττοντες αυτάς. Απ' εναντίας ο Σωκράτης ήτο εκ των μεγάλων εκείνων ανδρών, οίτινες ουχί μόνον διδάσκουν, αλλά και πράττουν το αγαθόν, και περί των οποίων ο Ιησούς είπεν «Ος δ' αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται.»
Τοιούτος ων ο Σωκράτης, ενίσχυε πάντοτε τας διδασκαλίας του διά του παραδείγματος και των έργων αυτού.
Όθεν και την περί φιλίας διδασκαλίαν του επεσφράγισε διά της διαγωγής του· διότι διά της πραότητος του χαρακτήρος του, διά της εναρέτου αφιλοκερδείας του, και διά των ωφελίμων συμβουλών του κατώρθωσε ν' αποκτήση φίλους πολλούς.
Μεταξύ των άλλων προσοικειώθη και τον νέον Αλκιβιάδην, όπως καταστήση αυτόν χρήσιμον εις την πατρίδα, διορθόνων τα ελαττώματα της πολυτελείας, της υπερηφανίας, της δοξομανίας, και της αστασίας, τα οποία δυστυχώς εχαρακτήριζον τον βίον του ευφυούς και ζωηρού τούτου νέου των Αθηνών.
Ότε δε οι Αθηναίοι εξεστράτευσαν εις την Ποτίδαιαν, πόλιν της Μακεδονίας, συνεξεστράτευσε και ο Σωκράτης μετά του φίλου του Αλκιβιάδου. Αμφότεροι κατά την μάχην ηνδραγάθησαν· αλλ' ο νέος Αλκιβιάδης πληγωθείς έπεσεν· οι δε εχθροί βεβαίως ήθελον αιχμαλωτίσει ή φονεύσει αυτόν, αν ο Σωκράτης γενναίως δεν διεκινδύνευε την ιδίαν αυτού ζωήν προς σωτηρίαν του φίλου του.
Καθ' ην δε ημέραν επρόκειτο να δώσωσιν οι στρατηγοί τα βραβεία της ανδρίας εις τον αριστεύσαντα κατά την μάχην ταύτην, πρώτος ο Σωκράτης εμαρτύρει υπέρ της ανδρίας του Αλκιβιάδου, όπως δοθώσιν εις τον νέον αυτόν ο στέφανος και η πανοπλία, ενώ ταύτα δικαιωματικώς εις τον Σωκράτην ανήκον. Αλλ' ο Σωκράτης επεθύμει διά της βραβεύσεως ν' αυξήση την φιλοτιμίαν και τον ζήλον του Αλκιβιάδου εις τα υπέρ πατρίδος καλά έργα· ως αληθής δε φίλος πάσαν ευτυχίαν των φίλων του ως ιδίαν αυτού ευτυχίαν εθεώρει.
Βλέπετε λοιπόν ότι η διαγωγή του Ανδρέου προς τον Φίλιππον δικαίως μ' ενθύμισε την διαγωγήν του Σωκράτους προς τον Αλκιβιάδην.
Αλλ' ο Σωκράτης και προς τον μαθητήν του Ξενοφώντα τα αυτά γενναία και φιλικά αισθήματα απέδειξεν.
Εις την μάχην, την συγκροτηθείσαν μεταξύ Αθηναίων και Βοιωτών εις το Δήλιον, πόλιν της Βοιωτίας, παρευρέθη και ο Σωκράτης μετά του Ξενοφώντος. Ότε δε οι Αθηναίοι νικηθέντες ετράπησαν εις φυγήν, καταδιωκόμενος μετά των άλλων και ο Ξενοφών έπεσεν εκ του ίππου του, και εκινδύνευε να αιχμαλωτισθή ή να φονευθή. Αλλ' ο Σωκράτης, αν και πεζός, ορμά γενναίως προς βοήθειαν του κινδυνεύοντος φίλου του, αρπάζει αυτόν επί των ώμων του, και τρέχων δρομαίως διασώζει μακράν των εχθρών τον φίλον του Ξενοφώντα.
Διά τοιούτων γενναίων έργων, διά τοιαύτης αυταπαρνήσεως, επρόσθεσεν ο Γεροστάθης, διακρίνονται οι αληθείς φίλοι. Αλλά τοιούτους φίλους σπανίως κατά δυστυχίαν μας αναφέρει η ιστορία. Εκ των σπανίων δε τούτων φίλων ήσαν και οι Θηβαίοι Επαμεινώνδας και Πελοπίδας.
Ο γέρων Πλούταρχος, λυπούμενος διά τας διχονοίας, τας ζηλοτυπίας, και τους φθόνους, οίτινες δυστυχώς διεχώρισαν τους πλείστους πολιτικούς και στρατιωτικούς άνδρας της αρχαίας Ελλάδος, δικαίως επαινεί και αγαλλόμενος θαυμάζει την ευγενή φιλίαν, ήτις, επ' αγαθώ των Θηβαίων, ήνωσε τον Πελοπίδαν και Επαμεινώνδαν καθ' όλην την διάρκειαν του βίου των.
Ο Πελοπίδας και ο Επαμεινώνδας, ασπασθέντες εκ νεαράς ηλικίας την αρετήν, και υπό του θείου έρωτος της πατρίδος αμφότεροι εμπνεόμενοι, δεν ηγωνίζοντο υπέρ ατομικών, αλλ' υπέρ των κοινών της πατρίδος συμφερόντων· ούτω δε ηδυνήθησαν να ζήσωσι πάντοτε φίλοι ειλικρινείς και αχώριστοι, συστρατηγοί ομονοούντες, και συνάρχοντες συμφωνότατοι· επέτυχον δε ούτω να ίδωσι την πατρίδα των ελευθέραν και ευδαίμονα, και πρώτην των Ελληνίδων πόλεων.
Διηγούνται ότι είς τινα μάχην ο Πελοπίδας, λαβών επτά πληγάς, έπεσεν εντός σωρού πληγωμένων. Αλλ' ο Επαμεινώνδας, αν και εθεώρει φονευμένον τον επτάκις ήδη πληγωθέντα Πελοπίδαν, τρέχει όμως αμέσως προς υπεράσπισιν του σώματος και των όπλων του συμπολίτου και συστρατιώτου του. Αγωνίζεται δε γενναίως, πληγόνεται και αυτός εις μεν το στήθος διά λόγχης, εις δε τον βραχίονα διά ξίφους, αλλ' επιμένει, και επί τέλους σώζει ουχί μόνον το σώμα και τα όπλα, αλλά και αυτήν την ζωήν του ενδόξου Πελοπίδου.
Τινές λέγουσιν ότι το περιστατικόν τούτο έδωκεν αφορμήν εις την παραδειγματικήν φιλίαν των δύο τούτων μεγάλων ανδρών. Αλλά το βέβαιον είναι ότι, αν αμφότεροι δεν είχαν καρδίας εναρέτους και ευγενείς, και υπό αληθούς φιλοπατρίας φλογιζομένας, ούτε ο Επαμεινώνδας ήθελε διακινδυνεύσει γενναίως υπέρ του Πελοπίδου, ούτε ο Πελοπίδας ήθελεν αναφανή φίλος σταθερός και ειλικρινής του μεγάλου Επαμεινώνδου.
Εις τους μυθικούς και ηρωικούς χρόνους της αρχαίας Ελλάδος, μας είπεν ο Γεροστάθης, αναφέρονται παραδείγματα φίλων πιστών συχνότερα παρά εις την μεταγενεστέραν ιστορικήν εποχήν της Ελλάδος. Εκ τούτου δε εσυμπέρανεν ότι όσον τα ήθη φθείρονται, τόσω σπανιώτερον αποκαθίσταται το ωραίον φαινόμενον της αληθούς φιλίας.
Εις τους αρχαιοτάτους χρόνους της Ελλάδος ως ζεύγη παραδειγματικής φιλίας μνημονεύονται ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης, ο Θησεύς και ο Πειρίθους, ο Αχιλλεύς και ο Πάτροκλος, ο Ορέστης και ο Πυλάδης.
Η δε Ελληνική ιστορία ως παραδειγματικήν αναφέρει και την φιλίαν, ήτις ήνωσε τον Δάμωνα μετά του Φιντίου· και περί αυτών μας διηγήθη τα εξής.
Ο Δάμων και ο Φιντίας ήσαν μαθηταί της Πυθαγορικής Σχολής· έζων δε εις τας Συρακούσας, πρωτεύουσαν της νήσου Σικελίας.
Ο Φιντίας, κατηγορηθείς ως ένοχος συνωμοσίας κατά του Διονυσίου, τυράννου των Συρακουσών, κατεδικάσθη εις την ποινήν του θανάτου. Αλλ' έχων ανάγκην να διαθέση τα οικογενειακά του συμφέροντα, εζήτησε την άδειαν παρά του Διονυσίου ν' απομακρυνθή επί τινας ημέρας των Συρακουσών προς επίσκεψιν της οικογενείας του. Υπεσχέθη δε να παρουσιάση αντ' αυτού άλλον εις το δεσμωτήριον, αναδεχόμενον να θανατωθή, αν αυτός κατά την προσδιορισθησομένην ημέραν δεν ήθελεν εμφανισθή.
Ο τύραννος, του οποίου η καρδία δεν εγνώριζεν ειμή το αίσθημα του εγωισμού και του φόβου, ήτο πεπεισμένος ότι τοιούτον εγγυητήν ήτο αδύνατον να εύρη ο Φιντίας· επί τη πεποιθήσει δε ταύτη είπεν ότι τω παραχωρεί την ζητηθείσαν άδειαν, αν παρουσιάση άλλον αναδεχόμενον την καταδίκην εν ελλείψει αυτού.
Μεγίστη δε υπήρξε του Διονυσίου η έκπληξις, ότε είδε παρουσιαζόμενον εις το δεσμωτήριον τον Δάμωνα, προθύμως αναδεχόμενον την θέσιν του φίλου του.
Ο Φιντίας επομένως αποφυλακίζεται, και ελεύθερος αναχωρεί προς αντάμωσιν της οικογενείας του· τα δε δεσμά του ευχαρίστως αναλαμβάνει ο φίλος του Δάμων.
Αλλ' η προσδιορισμένη διά την εκτέλεσιν της θανατικής ποινής ημέρα φθάνει, και ο Φιντίας δεν φαίνεται. Όθεν, ότε η ώρα της εκτελέσεως επλησίασεν, αντί του Φιντίου, απάγεται ο Δάμων σιδηροδέσμιος εις τον τόπον της καταδίκης.
Όλος ο λαός τον Συρακουσών αγανακτεί τότε και φρυάττει κατά της αισχράς προδοσίας του Φιντίου, βλέπων τον πέλεκυν του δημίου έτοιμον ήδη να πέση επί του αθώου τραχήλου του Δάμωνος. Ο δε τύραννος σαρκαστικώς μειδιά, εμπαίζων και την μωρίαν του Δάμωνος και την ψευδοφιλίαν του Φιντίου.
Μόνος ο Δάμων ατάραχος και φαιδρός βλέπει πλησιάζουσαν την στιγμήν, καθ' ην διά της ιδικής του ζωής ήλπιζε να σώση την ζωήν του φίλου του· αλλ' η χαρά του δεν ήτο πλήρης, διότι, γνωρίζων καλώς την αρετήν του Φιντίου, από στιγμής εις στιγμήν επερίμενε την εμφάνισίν του.
Επί τέλους ο δήμιος ετοιμάζεται, και λαμβάνει ανά χείρας τον πέλεκυν, η δε τρομερά στιγμή επίκειται, ότε εξαίφνης κραυγαί θορυβώδεις ακούονται, λέγουσαι — Ο Φιντίας! ο Φιντίας! Συγχρόνως δε ασθμαίνων και δρομαίος διασχίζει ο Φιντίας τα πλήθη, και μετά δακρύων πίπτει εις τας αγκάλας του φίλου του Δάμωνος, και ζητεί να λάβη την θέσιν του υπό τον πέλεκυν του δημίου αλλ' ο Δάμων διαφιλονεικεί την θέσιν ταύτην ως ανήκουσαν ήδη εις αυτόν. Ο Φιντίας τότε επαναλαμβάνει ζωηρότερον την απαίτησίν του, ο δε Δάμων επιμένει σταθερώς εις την άρνησίν του.
Έκθαμβοι και δακρυρροούντες θεωρούν πάντες το μέγα και υψηλόν τούτο θέαμα της περί θανάτου πάλης των δύο φίλων. Και αυτός δε ο σκληροκάρδιος τύραννος συγκινείται επί τέλους, και θαυμάζει το ύψος και το μεγαλείον της αληθούς φιλίας, της οποίας την δύναμιν ουδέποτε είχεν αισθανθή, ουδέποτε είχε φαντασθή. Αναγκάζεται λοιπόν να σεβασθή την ύπαρξιν τοιούτου ιερού δεσμού, τον οποίον ο πέλεκυς του δημίου του επρόκειτο να διαρρήξη, και επομένως χαρίζων την ζωήν εις τον Φιντίαν, και τον Φιντίαν εις τον Δάμωνα, καταπαύει την ευγενή των πάλην, και ζητεί ως χάριν να συμπαραλάβωσι του λοιπού και αυτόν εντός του ιερού δεσμού της φιλίας των, ήτις απετέλει τας δύο εναρέτους ψυχάε των ψυχήν μίαν εντός δύο σωμάτων.
Το ανωτέρω διήγημα εις άκρον ευηρέστησε τας νεανικάς μας καρδίας· έκτοτε δε έκαστος ημών θερμώς επεθύμησε ν' αποκτήση, ει δυνατόν, φίλον αληθή ως τον Σωκράτην, τον Επαμεινώνδαν, ή τον Δάμωνα.
Πολλάκις δε ηκούσαμεν παρά του Γεροστάθου και τα εξής περί φιλίας.
«Είναι ανάξιος φιλίας όστις αλλάζει τους φίλους του συχνά ως τα υποκάμισά του.
Πριν συνδέσης μετά τινος φιλικάς σχέσεις, σπούδασον μετά προσοχής τας διαθέσεις αυτού, ίνα μη, αντί φίλου αληθούς, αποκτήσης ιδιοτελή τινα κόλακα, ή κακοήθη σύντροφον.
Βραδέως μεν απόκτα φίλον, αλλ' η φιλία σου ας διαμένη σταθερά και διαρκής.
Εις τας δυστυχίας των φίλων των δοκιμάζονται οι αληθείς φίλοι.
Τίμα την περιουσίαν σου, ίνα βοηθήσης φίλον δυστυχούντα.»
Εις τον Γεροστάθην δε οφείλω και τον ακόλουθον περί φιλίας αληθέστατον στίχον,
«Δώρον Θεού πολύτιμος είν' η πιστή φιλία·
Εις τους χαζούς δεν δίδεται τοιαύτη ευτυχία.»
«Ακολουθεί ελευθεριότητι
η φιλανθρωπία και το
ελεητικόν είναι.»
(Αριστοτέλους.)
ΑΥΓΗΝ τινα του Μαΐου επρόκειτο ο Γεροστάθης να μας οδηγήση εις πλησιόχωρον εξοχήν, γέμουσαν αγρίων τριανταφύλλων. Πάντες δε κατά την ωρισμένην ώραν ήμεθα παρόντες εις την οικίαν του, εκτός του συμμαθητού μας Πέτρου, όστις δεν εφαίνετο.
— Παράδοξος η αργοπορία του Πέτρου, είπεν ο γέρων. Αυτός εγείρεται πάντοτε τόσον ενωρίς, ώστε είναι και ο υγιέστερος του σχολείου. Αλλά σήμερον φαίνεται τον εγέλασεν ο δόλιος ύπνος της ανοίξεως. Εντούτοις ας υπάγωμεν, και διαβαίνοντες από την κατοικίαν του τον εξυπνούμεν, και τον υπενθυμίζομεν ότι ο πολύς και μάλιστα ο πρωινός ύπνος χαυνόνει και το σώμα και τον νουν.
Εξήλθομεν λοιπόν διευθυνόμενοι εις την οικίαν του Πέτρου· αλλά, διαβαίνοντες έμπροσθεν της Εκκλησίας, παρετηρήσαμεν ότι η θύρα της ήτο ημίκλειστος· συγχρόνως δε ηκούσαμεν την φωνήν του Πέτρου. Πλησιάσαντες τότε εν σιωπή και ησυχία περί την θύραν, διεκρίναμεν ότι ο Πέτρος εδίδασκέ τινα να συλλαβίζη. Ο Γεροστάθης, αφού χαμογελών ηκροάσθη ολίγον την διδασκαλίαν του Πέτρου, έσπρωξε την θύραν και εισήλθε παρακολουθούμενος παρ' ημών.
Ο Πέτρος έκλεισε τεταραγμένος την οποίαν εκράτει φυλλάδα, εσηκώθη, και μετά συστολής εζήτησε συγχώρησιν διότι εβράδυνε να έλθη, μη εννοήσας ότι παρήλθεν η ώρα.
— Και ημείς, είπεν ο Γεροστάθης, ενομίζομεν ότι ακόμη κοιμάσαι.
— Όχι, απεκρίθη, είμαι έξυπνος προ δύο ωρών. Πλησίον δε του Πέτρου ίστατο μικρόν παιδίον, του οποίου η φυσιογνωμία δεν μας ήτο άγνωστος.
— Και ποίον είναι αυτό το καλόν παιδίον; ηρώτησεν ο
Γεροστάθης.
Ο δε Πέτρος απήντησε
— Δεν ενθυμείσθε τον Κώσταν, όστις έσωσε τον Αρτινόν Θεόδωρον, ότε έπεσεν εντός του χάνδακος και εχώθη, εις την λάσπην ;
Ήτο τω όντι πολύ δύσκολον ν' αναγνωρίσωμεν τον μικρόν Κώσταν, διότι, καθ' ην ημέραν τον είχομεν ιδεί κλαίοντα και ακολουθούντα το υπερήφανον αρχοντόπουλον, είχε και το πρόσωπον και το σώμα του καταλασπωμένα, γυμνούς τους πόδας, ενδύματα δε ρυπαρά και εσχισμένα· ενώ ο μικρός μαθητής του Πέτρου ήτο ήδη καθ' όλα καθαρώτατος· ούτε ανυπόδητος ήτο πλέον, αλλ' ούτε ρακενδύτης.
Εξήλθομεν εντούτοις εκ της Εκκλησίας και επροχωρήσαμεν προς την εξοχήν· διαφόρους δε καθ' οδόν ερωτήσεις περί του Κώστα απηύθυνεν ο Γεροστάθης προς τον Πέτρον· θέλω δε διηγηθή εν περιλήψει το εξαγόμενον της συνομιλίας των.
Ανέφερα προηγουμένως την μεταξύ του υπερηφάνου Θεοδώρου και του πτωχού Κώστα σκηνήν, καθ' ην, ενώ ο Θεόδωρος ουχί μόνον εξύβρισε βαρβαρικώς τον Κώσταν, αλλά και να τον ξυλοκοπήσει ηθέλησεν, ο Κώστας, άμα ιδών αυτόν πεσόντα και κινδυνεύοντα εντός της λάσπης, αμέσως έτρεξε προς βοήθειάν του, και να τον σώση κατώρθωσεν.
Η χριστιανική αύτη διαγωγή του μικρού Κώστα, και η αφέλεια, με την οποίαν εβεβαίωσε τότε τον Γεροστάθην ότι κατά συμβουλήν της μητρός του ποτέ δεν λέγει ψεύματα, επέσυραν την προς αυτόν συμπάθειαν του αγαθού Πέτρου.
Άμα λοιπόν ακούσας ότι ο πτωχός Κώστας δεν είχεν άλλα ενδύματα, εκτός των λασπωμένων και εσχισμένων, τα οποία εφόρει, ωδήγησεν αυτόν ο Πέτρος εις την οικίαν του, και παρεκάλεσε τους καλούς του γονείς να δώσωσιν εις τον Κώσταν τινά εκ των ιδικών του ενδυμάτων.
Οι γονείς του ευσπλαχνικού Πέτρου προθύμως εισήκουσαν την παράκλησίν του. Ο δε Πέτρος, αφού εφρόντισε να νιφθή ο Κώστας, τον ενέδυσε τα καθαρά του φορέματα, τω εσύστησε στενώς την καθαριότητα, τω έδωκε και έν ψωμίον με την άδειαν του πατρός του, και ακολούθως συνώδευσεν αυτόν εις την πτωχικήν του καλύβην.
Η καλή μήτηρ του Κώστα, ιδούσα τον υιόν της ούτω μεταμορφωμένον, και μαθούσα παρ' αυτού τα διατρέξαντα, έχυσε δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης· ευχαρίστησε τον Ύψιστον, και ευχήθη παν αγαθόν και πάσαν ευτυχίαν εις τον καλόν Πέτρον. Τα δε μικρά της παιδία, άμα ιδόντα τον Κώσταν κρατούντα το ψωμίον, περιεκύκλωσαν πηδώντα και χαίροντα τον αδελφόν των, και τω εζήτουν ανά έν τεμάχιον.
— Ποτέ, έλεγεν ο Πέτρος, η καρδία μου δεν ησθάνθη ηδονήν γλυκυτέραν από το γλυκύτατον και ηδονικώτατον αίσθημα, το οποίον μοι επροξένησεν η διαγωγή μου της ημέρας εκείνης.
Επιστρέψας ο Πέτρος εις την οικίαν του, διηγήθη εις την μητέρα και τον πατέρα του την κατανυκτικήν σκηνήν της καλύβης, την αγαθότητα της πτωχής γυναικός, τας εγκαρδίους ευχάς και ευλογίας της, τα δάκρυα της ευγνωμοσύνης της, και την ζωηράν χαράν των πειναλέων τέκνων της, ότε είδον τον Κώσταν φέροντα το ψωμίον.
Ακολούθως δε παρεκάλεσε τους γονείς του να στέλλωσι δι' αυτού καθ' ημέραν εις την μητέρα του Κώστα έν ψωμίον, υποσχόμενος ότι αυτός θέλει τρώγει εις το εξής ολιγώτερον, και ότι συγχρόνως θέλει προσέχει τα ενδύματά του περισσότερον, όπως οικονομώσι τοιουτοτρόπως οι γονείς του το ψωμίον της πτωχής οικογενείας.
Ο αγαθός ιερεύς και η φιλάνθρωπος σύζυγός του συνεκινήθησαν, κατεφίλησαν αυτόν, και τω υπεσχέθησαν το ζητηθέν ψωμίον.
Αλλ' η αγαθή καρδία του Πέτρου δεν υπέφερε να βλέπη τον Κώσταν αργόν και αγράμματον. Όθεν επρότεινεν εις αυτόν ότι αναδέχεται ευχαρίστως να τον μάθη ν' αναγινώσκη και να γράφη, αν και εκείνος ανεδέχετο να βοηθή τακτικώς τον κανδυλανάπτην εις την καθαριότητα της Εκκλησίας και εις τα λοιπά έργα αυτού.
Ο Κώστας προθύμως εδέχθη και επραγματοποίησε την πρότασιν ταύτην. Έκτοτε δε τακτικώτατα και μετά του κανδυλανάπτου ειργάζετο εις τα της Εκκλησίας, και εις τον νάρθηκα καθ' εκάστην αυγήν υπό του Πέτρου εδιδάσκετο. Ουδείς δ' εγνώριζε την μυστικήν ταύτην ελεημοσύνην του Πέτρου, μέχρις ου τυχαίως μετά του Γεροστάθου ανεκαλύψαμεν αυτήν κατά την ημέραν εκείνην.
Η τοιαύτη προς τον Κώσταν και την οικογένειάν του διαγωγή του Πέτρου εις άκρον ευχαρίστησε τον φιλάνθρωπον Γεροστάθην και ημείς δε έκτοτε εδιπλασιάσαμεν την προς τον αγαθόν Πέτρον αγάπην μας· επεριμένομεν δε ανυπομόνως να παρουσιασθή περίστασις κατάλληλος, όπως μιμηθώμεν το καλόν παράδειγμα, το οποίον ο Πέτρος μας έδωκεν.
Ο Γεροστάθης εν τούτοις επήνεσε τον Πέτρον διά τα ελεήμονα αισθήματά του, και τον εβεβαίωσεν ότι, αν εξακολουθήση να έχη πάντοτε την αυτήν προς τους πτωχούς ευσπλαχνικήν διάθεσιν, θέλει αποκατασταθή άνθρωπος τέλειος.
Ιδού δε, μας είπε, ποίον ο Ιησούς θεωρεί άνθρωπον τέλειον.
Ημέραν τινά, κατά τον ευαγγελιστήν Ματθαίον, παιδία ωδηγήθησαν εις τον Ιησούν, όπως ευλογήση αυτά. Ο Ιησούς ευλογήσας αυτά είπεν «ότι των τοιούτων είναι η βασιλεία των ουρανών,» διότι αι καρδίαι των παιδίων είναι καθαραί και αμίαντοι από τας κακίας και τα πάθη, και επομένως άξιαι της θείας αγάπης.
Κατά την αυτήν ημέραν παρουσιάσθη και νεανίσκος, όστις ηρώτησε τον Ιησούν — Τι αγαθόν να πράξω διά να έχω ζωήν αιώνιον;
Ο δε Ιησούς τω απήντησεν — Εάν θέλης να εισέλθης εις την αιώνιον ζωήν, φύλαξον τας εντολάς του Θεού.
— Όλας εκ νεότητός μου εφύλαξα, απεκρίθη ο νέος, τι άλλο λοιπόν
μοι μένει;
Και ο Ιησούς απεκρίθη — Εάν θέλης να γίνης τέλειος, ύπαγε πώλησον τα υπάρχοντά σον, και δος εις τους πτωχούς, και αντί των επιγείων αυτών υπαρχόντων θέλεις αποχτήσει θησαυρόν αιώνιον και άφθαρτον εις τους ουρανούς.
Βοηθούντες λοιπόν τους πτωχούς, ουχί μόνον αισθανόμεθα ηδονήν γλυκυτάτην, αλλά και τέλειοι γινόμεθα, διότι διά της ελεημοσύνης αποκτώμεν θησαυρόν αιώνιον, ο δε θησαυρός ούτος είναι η Θεία αγάπη, το Θείον έλεος.
Δανείζει Θεώ ο ελεών πτωχόν είπεν ο σοφός Σολομών·_ ο δε Ιησούς μας λέγει Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται. Όλον δε τον επί της γης βίον του διήλθεν ο Ιησούς ελεών και αγαθοποιών τους πτωχούς, τους πάσχοντας, τους ασθενείς, όπως και διά του παραδείγματός του μας διδάξη την προς τον πλησίον αγάπην και ελεημοσύνην.
Τινές νομίζουν ότι απαιτείται να ήναί τις πλούσιος διά να ήναι και ελεήμων. Αλλ' η τοιαύτη ιδέα είναι εσφαλμένη. Οι πλούσιοι, έχοντες περισσότερα μέσα, έπρεπε βεβαίως να ενεργώσι και περισσοτέρας ελεημοσύνας, ενώ αυτοί συνήθως κάμνουν τας ολιγωτέρας· διότι ο πλούτος, καθώς και άλλοτε σάς είπον, ως επί το πλείστον σκληρύνει την καρδίαν. Όσον ολιγώτερον δε πλούσιος είναι τις, και όσον πλησιέστερα εις την πτωχείαν ευρίσκεται, τόσω ευκολώτερον αισθάνεται τα δεινά της ενδείας, τόσω δε επιρρεπεστέρα εις την ελεημοσύνην καθίσταται η καρδία του.
Ο Πέτρος βεβαίως δεν είναι πλούσιος, αλλά κατώρθωσε να περιθάλψη ολόκληρον πτωχήν οικογένειαν διά της φιλανθρώπου και ελεήμονος καρδίας του. Η ελεημοσύνη δεν ενεργείται μόνον διά του χρήματος, του διδομένου εις τον πτωχόν. Πολλάκις μία συμβουλή ωφέλιμος, μία καλή διάθεσις, μία σύστασις, μία φροντίς φιλάνθρωπος, μία διδασκαλία, έν εργόχειρον, είναι ελεημοσύναι πολύτιμοι, μη απαιτούσαι πλούτη και χρηματικάς θυσίας, αλλά μόνον χριστιανικήν ευαίσθητον καρδίαν.
Αν μόνον οι πλούσιοι ηδύναντο να ελεώσιν, ο Θεός δεν ήθελεν επιβάλλει την ελεημοσύνην ως γενικόν χρέος παντός χριστιανού, είτε πλουσίου, είτε πτωχού.
Τότε ο Γεροστάθης διηγήθη το εξής Αγγλικόν ανέκδοτον, διά να μας δείξη πόσον φιλελεήμων είναι η ψυχή των πτωχών.
Είς τινα πόλιν της Αγγλίας, εις την οποίαν ο αριθμός των πτωχών είχε πλεονάσει, ο ιερεύς ωμίλησεν επ' άμβωνος περί ελεημοσύνης, και παρεκίνησε τους ακροατάς του να συνεισφέρωσιν έκαστος κατά δύναμιν προς περίθαλψιν των δυστυχούντων.
Μετά την διδαχήν πολλοί προσήλθον εις τον ιερέα, προσφέροντες τον οβολόν της ελεημοσύνης των. Μεταξύ αυτών παρετήρησεν ο ιερεύς νεανίδα τυφλήν, πτωχικώς ενδεδυμένην, οδηγηθείσαν πλησίον του, και προσφέρουσαν ποσόν ανώτερον παντός άλλου.
— Όχι, κόρη μου, τη είπεν ο ιερεύς, είσαι πτωχή και αόμματος· η προσφορά σου είναι μεγάλη· δεν δέχομαι παρά το ήμισυ αυτής.
— Είναι αληθές, πάτερ, απήντησεν η νεάνις, είμαι τυφλή εκ γενετής, αλλά πτωχή τώρα δεν είμαι. Εις το κατάστημα των τυφλών έμαθον να πλέκω καλάθια, και ήδη διά της εργασίας απολαμβάνω τα αναγκαία μου. Η προσφορά μου είναι η εκ του λύχνου οικονομία μου. Παρακαλώ λοιπόν, δέχθητι αυτήν. Γνωρίζω τι εστι πτώχεια. Πριν έμβω εις το κατάστημα, εγύριζον νυχθημερόν ζητεύουσα· ενθυμούμαι δε κάλλιστα και τας περιφρονήσεις των διαβατών, και τους πικρούς των λόγους, και τας ψυχράς νύκτας, τας οποίας ημίγυμνος και ανυπόδητος, τρέμουσα και πεινώσα, διήλθον άυπνος εις τας δημοσίους οδούς. Η καρδία μου κλαίει οσάκις περί πτωχών ακούω, παρηγορείται δε και ευφραίνεται οσάκις δύναμαι να τοις προσφέρω μικράν βοήθειαν.
Άπαντες εθαύμασαν την χριστιανικήν αρετήν της τυφλής νεανίδος, ο δε ιερεύς εν τω μέσω του γενικού θαυμασμού εφώναξεν — Ιδού, φίλτατοι αδελφοί, διατί ο Ιησούς μας είπεν ότι των πτωχών εστίν η βασιλεία των Ουρανών!
Το παράδειγμα της αομμάτου κόρης, και οι κατανυκτικοί προς τον ιερέα λόγοι της διήγειραν τα συμπαθητικά αισθήματα των παρευρεθέντων, ώστε αμέσως αι συνεισφοραί επολλαπλασιάσθησαν, και οι πτωχοί της πόλεως εξοικονομηθέντες ηυλόγουν τους ευεργέτας των, επί κεφαλής δε αυτών την τυφλήν νεανίδα.
Αι εφημερίδες εξύμνησαν την φιλελεήμονα καλαθοποιόν. Πανταχόθεν δε συνέρρεον εις την κατοικίαν της όπως την γνωρίσωσι και προσωπικώς, αγοράσωσι δε και καλάθιόν τι εκ των χειρών της.
Τοιουτοτρόπως η ελεήμων τυφλή ουχί μόνον εις την μέλλουσαν, αλλά και εις την παρούσαν ζωήν πλουσιοπαρόχως ελεήθη παρά του Υψίστου· διότι τιμωμένη και αγαπωμένη παρά πάντων έζησεν εν ανέσει, εξακολουθούσα πάντοτε διά της ελεημοσύνης να παρηγορή τους πτωχούς, να ηδύνη την ψυχήν της, και να ευαρεστή τον πλάστην της.
Μετά την διήγησιν ταύτην ο Αθανάσιος είπε προς τον γέροντα — Άλλοτε, νομίζω, μας είπετε ότι δίδοντες ελεημοσύνην ενθαρρύνομεν την αργίαν και την οκνηρίαν.
Ο δε Γεροστάθης απήντησεν — Οσάκις τις καταφεύγη εις την ζητείαν ως εκ της αργίας και οκνηρίας του, βεβαίως είναι ανάξιος ελεημοσύνης.
Ο τρέφων τους αργούς και οκνηρούς δεν ελεεί, αλλ' αμαρτάνει, παραβιάζων την παραγγελίαν του Αποστόλου Παύλου, κατά τον οποίον «οι μη βουλόμενοι εργάζεσθαι μη εσθιέτωσαν.»
Ελεημοσύνη διδομένη εις τους οκνηρούς είναι άδικος ζημία των αληθώς αξίων ελεημοσύνης.
Η μόνη κατάλληλος προς τους αργούς ελεημοσύνη είναι η προς αυτούς χορήγησις, ουχί χρημάτων ή τροφής, αλλ' εργασίας, όπως δι' αυτής κερδίζωσι τα προς το ζην.
Αλλ' είναι και πολλοί πτωχοί, οίτινες, αν και εργάζωνται επιμελώς, δεν επαρκούν οι δυστυχείς εις τα έξοδα των οικογενειών των. Υπάρχουν και άλλοι, οίτινες ως εκ του γήρατος, ή της ασθενούς ή αναπήρου σωματικής καταστάσεώς των είναι φυσικώς ανίκανοι προς εργασίαν. Οι τοιούτοι αναντιρρήτως είναι άξιοι συμπαθείας και περιθάλψεως.
Αυτά μ' έλεγε φίλος μου ιερεύς της Μόσχας, του οποίου τας αξιομιμήτους ελεημοσύνας ευχαρίστως θέλω σας διηγηθή.
Εις την Μόσχαν της Ρωσσίας εγνώρισα ιερέα σεβάσμιον διά την χριστιανικήν αρετήν και παιδείαν του, διακρινόμενον δε ιδίως διά την ελεήμονα ψυχήν του.
Ποτέ πτωχός άξιος ελέους δεν παρουσιάσθη ενώπιον του εναρέτου εκείνου ιερέως χωρίς να ελεηθή.
Οι παρηγορητικοί μάλιστα λόγοι, αι χριστιανικαί συμβουλαί, μετά των οποίων συνώδευε τας ελεημοσύνας του, εδιπλασίαζον την αξίαν αυτών.
Αλλ' οσάκις πτωχός, δυνάμενος οπωσδήποτε να εργασθή, παρουσιάζετο ζητών ελεημοσύνην, — Διατί δεν εργάζεσαι; ήσαν οι πρώτοι λόγοι του ιερέως. Μετ' αυτούς δε αμέσως επρόσθετεν — ο δυνάμενος και μη θέλων να εργασθή είναι ανάξιος ελεημοσύνης.
— Δεν ευρίσκω εργασίαν, ήτο η πρόχειρος απάντησις των πτωχών. — Λοιπόν, τοις έλεγε τότε, αντί να σοι δώσω ελεημοσύνην, πρέπει να σοι εύρω εργασίαν, όπως διά του κόπου και του ιδρώτος του προσώπου σου κερδήσης και φάγης τον άρτον σου. Επομένως άλλους μεν παρήγγελλε να σχίζωσι ξύλα, άλλους να σπάνωσι πέτρας, άλλους να μεταφέρωσιν ύδωρ, άλλους ν' ανοίγωσιν αύλακας, άλλους να κόπτωσι ξηρά δένδρα, και μετά τας εργασίας των ταύτας πλουσιοπαρόχως αντήμειβε τους κόπους αυτών.
Ημέραν τινά, ενθυμούμαι, μη έχων πρόχειρον εργασίαν να δώση αντί ελεημοσύνης εις πτωχόν υγιά και δυνάμενο να εργασθή, παρήγγειλεν αυτόν να μεταφέρη από την μίαν γωνίαν της αυλής του εις την άλλην σωρόν καυσίμων ξύλων.
Αφού ο πτωχός μετέφερε τα ξύλα και έλαβε παρά του ιερέως ως ανταμοιβήν του κόπου του έν ρούβλιον, ηρώτησεν αυτόν αν έχη και άλλην εργασίαν να τω δώση· Ο δε αγαθός ιερεύς μη έχων εργασίαν, αλλ' επιθυμών να ενισχύση την εργατικήν διάθεσιν του πτωχού, διέταξεν αυτόν, επί λόγω ότι μετενόησε διά την μεταφοράν των ξύλων του, να επαναφέρη αυτά εις την προτέραν των θέσιν· και μετά την δευτέραν αυτήν μεταφοράν έδωκε και δεύτερον ρούβλιον εις τον πτωχόν.
Αλλά δεν περιωρίζετο ο ενάρετος ιερεύς εις τας τοιαύτας εφημέρους και διαβατικάς ελεημοσύνας. Ιδίως εφρόντιζε να ευρίσκη μονίμους και διαρκείς εργασίας προς αποκατάστασιν των πτωχών.
Ο Γεροστάθης τότε επρόσθεσεν ότι, εάν οι κάτοικοι των πόλεων, των κωμοπόλεων, και των χωρίων εμιμούντο το χριστιανικόν παράδειγμα του ιερέως της Μόσχας, ο αριθμός των πτωχών, των επαιτών, των αργών ήθελε βεβαίως σμικρυνθή ουσιωδώς, και το κοινωνικόν σώμα ήθελεν απαλλαγή από αυτάς τας επικινδύνους πληγάς του.
Προς αποφυγήν δε και θεραπείαν των κοινωνικών αυτών πληγών, μας είπεν, ότι εις τα πεπολιτισμένα έθνη οι εύποροι πολίται συνεισφέρουν και συσταίνουν νοσοκομεία προς νοσήλευσιν των ασθενών, πτωχοκομεία προς περίθαλψιν και ενασχόλησιν των απόρων, ορφανοτροφεία, καταστήματα διανέμοντα τροφήν εις ενδεείς οικογενείας, καταστήματα των τυφλών και αλάλων, γεροντοκομεία, εργοστάσια των πτωχών, και άλλα τοιαύτα θεάρεστα καταστήματα.
Αλλ' επειδή ο λόγος περί ελεημοσύνης, επρόσθεσεν ο γέρων, δεν πρέπει να λησμονήσωμεν και τον προπάτορα ημών, τον ένδοξον και ελεήμονα Κίμωνα.
Αφού ο Μιλτιάδης εις τον Μαραθώνα, ο Θεμιστοκλής εις την Σαλαμίνα, και ο Αριστείδης εις τας Πλαταιάς απέκρουσαν τους εισβαλόντας εις την Ελλάδα βαρβάρους, ανεφάνη εις τας Αθήνας ο Κίμων, όστις συνήνωσεν εις εαυτόν και την στρατηγικήν ικανότητα του πατρός του Μιλτιάδου, και την πολιτικήν φρόνησιν του Θεμιστοκλέους, και την αρετήν του Αριστείδου.
Ο Κίμων, τον οποίον περιγράφουν ευειδή το πρόσωπον, υψηλού αναστήματος, και με κόμην μακράν και ούλην, είχε χαρακτήρα γλυκύτατον, διάθεσιν ευεργετικήν, και ένθερμον φιλοπατρίαν.
Εις τας εκβολάς του Ευρυμέδοντος, ποταμού της μικράς Ασίας, μετά την ναυμαχίαν της Σαλαμίνος εντός μιας και της αυτής ημέρας, και τα λείψανα του μεγάλου Περσικού στόλου κατέστρεψε, κυριεύσας διακόσια εχθρικά πλοία, και τα λείψανα του Περσικού στρατού εξωλόθρευσεν, αποβιβάσας αυθημερόν εις την ξηράν τα στρατεύματά του.
Η διπλή αύτη νίκη του Κίμωνος δικαίως εθεωρήθη λαμπροτέρα και της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας και της πεζομαχίας των Πλαταιών.
Εκ των αλλεπαλλήλων δε κατά των βαρβάρων νικών του απέκτησεν, ουχί δι' εαυτόν, αλλ' επ' αγαθώ της πατρίδος και των συμπολιτών του, χρήματα ικανά, διά των οποίων και το νότιον τείχος της Ακροπόλεως κατετεφύτευσε, και την Αγοράν φιλοκάλως με πλατάνους κατεφύτευσε, και την Ακαδημίαν με ύδατα και συσκίους περιπάτους κατεστόλισε.
Πρώτος δε αυτός εις τας Αθήνας ανεφάνη προστάτης των ωραίων τεχνών, αίτινες, οσάκις συνειθίζωσι τα αισθητήρια και την ψυχήν εις το αίσθημα του υψηλού και αληθώς ωραίου, εξημερόνουν και εξωραΐζουν και τον νουν και την καρδίαν των εθνών.
Ουδέποτε ο Κίμων ηθέλησε ν' αποκτήση αδίκως χρήματα· όσα δε απέκτησε, τα απέκτησε διά να τα μεταχειρίζηται· τα μετεχειρίζετο δε διά να τιμάται, ευεργετών τους συμπολίτας του. «Κτάσθαι μεν τα χρήματα ως χρώτο, χρήσθαι δε ως τιμώτο,» δικαίως έλεγε περί αυτού Γοργίας ο Λεοντίνος.
Εκ νεότητός του εγεύθη την πικρίαν της πτωχείας, διότι και τον πατέρα του Μιλτιάδην είδε ν' αποθάνη εν τη φυλακή, μη έχοντα ως εκ της εντίμου πενίας του να πληρώση πεντήκοντα τάλαντα, εις τα οποία είχε καταδικασθή, και αυτός, ων ενδεής, ηναγκάσθη να διαδεχθή εις την φυλακήν τον αποθανόντα πατέρα του, μέχρις ου ο γαμβρός του Καλλίας τον ηλευθέρωσε, πληρώσας αντ' αυτού το πατρικόν του χρέος.
Τα παθήματα ταύτα αφ' ενός, και η γλυκύτης της προς αυτόν ευεργεσίας του Καλλίου αφ' ετέρου ήνοιξαν την θύραν της ελεημοσύνης εις την ευαίσθητον καρδίαν του νέου Κίμωνος.
Όθεν και τους αγρούς και τους κήπους του είχεν ανοικτούς εις τε τους συμπολίτας του και τους ξένους, όπως οι πτωχοί ελευθέρως λαμβάνωσιν εκ των καρπών και οπωρικών του· και καθ' ημέραν εις τον οίκον του είχε δείπνον λιτόν μεν, αλλ' άφθονον, όστις δε των πτωχών συνδημοτών του ήθελεν, ελευθέρως εισήρχετο και ανεξόδως εδείπνει.
Οσάκις δε εξήρχετο της οικίας του συνωδεύετο υπό υπηρετών, δι' αυτών δε και ενδύματα εχορήγει εις τους ρακενδύτας γέροντας, και χρήματα σιωπηλώς αλλά γενναίως διένειμεν εις τους αναξιοπαθούντας συμπολίτας του.
Τοιούτος ήτο ο Κίμων, ώστε δικαίως ο Πλούταρχος, θαυμάζων και επαινών την ελευθεριότητα του ανδρός, λέγει ότι διά των αγαθοεργιών του επανέφερεν εις τας Αθήνας τον μυθολογούμενον χρυσούν αιώνα του Κρόνου.
Αλλ' εγώ, επρόσθεσεν ο Γεροστάθης, θαυμάζω τον Κίμωνα και δι' άλλον λόγον, όστις ίσως σας φανή παράδοξος. Τον θαυμάζω, διότι, ενώ ήτο υιός ενδόξου πατρός, του Μιλτιάδου, ανεφάνη υιός ενδοξότερος του πατρός του.
— Αλλά τούτο ήτο πολύ φυσικόν, παρετήρησέ τις εξ ημών. Παράδοξον ήθελεν είσθαι αν, έχων πατέρα τοιούτον, δεν ανεφαίνετο υιός άξιος του πατρός του.
— Ούτως έπρεπε να ήναι, απήντησεν ο γέρων, και όμως, εάν εξαιρέσωμεν τον Κίμωνα του Μιλτιάδου, δεν ενθυμούμαι άλλον υιόν ενδόξου πατρός, αναφανέντα άξιον του πατρός του.
Ο Φωκίων αποθανών αφήκεν υιόν τον Φώκον, ο Αριστείδης τον Λυσίμαχον, ο Θεμιστοκλής και ο Σωκράτης αφήκαν επίσης υιούς· αλλ' ουδείς αυτών διεκρίθη, ουδείς ανεδείχθη ανώτερος ή ίσος του πατρός του. Θέλετε και άλλο πρόχειρον παράδειγμα ; Ενθυμήθητε ποίων ενδόξων προγόνων τέκνα είμεθα ημείς οι σημερινοί Έλληνες· και όμως τοσούτον κατωτέρους και διαφέροντας εκείνων μας ευρίσκουν τινές, ώστε και αυτήν την γνησιότητα της καταγωγής μας ετόλμησαν να διαφιλονεικήσωσι.
Τα αναφυόμενα υπό την σκιάν μεγάλων δένδρων φυτά δυσκόλως ευδοκιμούν, διότι τα μεγάλα δένδρα και την υγρασίαν της γης απορροφώσι διά των μεγάλων ριζών των, και τας ζωογόνους ακτίνας του ηλίου εμποδίζουν διά της μεγάλης σκιάς των.
Παρόμοιόν τι συμβαίνει και εις τους υιούς μεγάλων πατέρων. Επαναπαύονται συνήθως οι τοιούτοι υπό την σκιάν των πατραγαθιών των· νομίζουν ότι η προσωπική δόξα των πατέρων των είναι ικανή να λαμπρύνη και την προσωπικήν αυτών αδοξίαν· επομένως γινόμενοι οιηματίαι και υπερήφανοι, αντί να προσπαθήσωσιν όπως δι' ιδίων αγώνων και έργων, δι' ιδίων προς την πατρίδα ευεργεσιών και εκδουλεύσεων διακριθώσι και αυτοί, ως διεκρίθησαν οι πατέρες αυτών, διάγουν μεν βίον αμελή και άδοξον, αποθνήσκουν δε θάνατον πολύ αδοξότερον.
Μόνον το λαμπρόν και άφθονον φως του ηλίου δύναται, αντανακλώμενον επί της σελήνης και των άλλων σκοτεινών ουρανίων σωμάτων, να φωτίζη και να λαμπρύνη αυτά. Αλλ' η λάμψις των γονέων δεν δύναται δυστυχώς να λαμπρύνη σκοτεινά και άδοξα τέκνα· απ' εναντίας έτι μάλλον σκοτεινοτέραν αναδεικνύει την αδοξίαν αυτών.
Ας μη επαναπαυώμεθα λοιπόν και ημείς εις πατραγαθίας· ας μη ζώμεν μόνον καυχώμενοι εις της αρχαίας Ελληνικής ανδρίας, διανοίας, και τέχνης τα έξοχα έργα· ας μη ελπίζωμεν ότι η δόξα των προγόνων θέλει δοξάσει και ημάς, ζώντας αδόξως. Αλλά κατά το ωραίον παράδειγμα του Κίμωνος, ας προσπαθήσωμεν δι' ιδίων έργων, δι' ιδίων κόπων, αγώνων, και αρετών, ν' αναφανώμεν ένδοξα τέκνα ενδόξων προγόνων.
Μετά τινα διακοπήν ο Γεροστάθης μας είπεν
— Αλλά απανταχού και πάντοτε υπήρξαν και υπάρχουν άνθρωποι κακώς ανατεθραμμένοι, οίτινες μη θέλοντες ή μη δυνάμενοι να πράξωσιν έργα καλά, φθονούν, διαβάλλουν, εμπαίζουν, κακολογούν τας αγαθοεργίας των άλλων. Τοιούτοι φθονεροί και κακεντρεχείς είπον και περί του Κίμωνος ότι κατέφευγεν εις αγαθοεργίας, όπως δι' αυτών, περιποιούμενος και κολακεύων τον λαών, απολαμβάνη την εύνοιαν αυτού.
Ο αγαθός όμως Πλούταρχος, διά ν' αποδείξη ότι αι ελεημοσύναι του Κίμωνος ήσαν απόρροια της φιλανθρώπου ψυχής του, και ουχί μέσον κολακείας και δημαγωγίας, ορθότατα μας υπενθυμίζει ότι ο Κίμων δεν ανήκεν εις το δημοκρατικόν, αλλ' εις το αριστοκρατικόν κόμμα των Αθηνών, ων φανερά κηρυγμένος υπέρ του Σπαρτιατικού πολιτεύματος, κατά το οποίον ουχί ο άπειρος και αμαθής λαός, αλλά οι άριστοι και εκλεκτοί των πολιτών εκυβέρνων την Σπάρτην.
Αλλ' εγώ, είπε τότε τις εξ ημών εις τον Γεροστάθην, αν ήμην πλούσιος, ήθελον μεν ευχαρίστως δίδει ελεημοσύνας, ουχί όμως φανερά ως ο Κίμων.
Εύγε, φίλε, απεκρίθη ο γέρων. Συ όμως είσαι Χριστιανός, και ο
Πέτρος, όστις εις τον νάρθηκα κρυφίως εδίδασκε τον πτωχόν
Κώσταν, είναι επίσης Χριστιανός, και μάλιστα υιός σεβασμίου
ιερέως του Χριστού· αλλ' ο Κίμων, γεννηθείς πολλά έτη προ
Χριστού, δεν ηδύνατο να γνωρίζη τας εξής χριστιανικάς παραγγελίας
«Προσέχετε την ελεημοσύνην υμών μη ποιείν έμπροσθεν των ανθρώπων προς το θεαθήναι. — Σου δε ποιούντος ελεημοσύνην μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου. — Η ελεημοσύνη σου εν τω κρυπτώ, και ο Πατήρ σου, ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αυτός αποδώσει σοι εν τω φανερώ.»
Όστις δίδει την ελεημοσύνην του φανερά διά να φαίνηται και θαυμάζηται ως ελεήμων, αυτός βεβαίως ουδεμίαν αξίαν έχει ούτε ενώπιον των ανθρώπων ούτε ενώπιον του Θεού. Ο τοιούτος δεν αγαπά τον πτωχόν, αλλά εαυτόν· δεν αγαπά την ελεημοσύνην ως χριστιανικήν αρετήν, αλλ' ως μέσον επιδείξεως και κομπασμού. Πάσα δε καλή πράξις, οσάκις χρησιμεύη ως μέσον ιδιοτελών και κατακριτέων σκοπών, παύει αμέσως του να ήναι ενάρετος, βεβηλούται και εις κακίαν μεταμορφόνεται. Αληθής ενάρετος είναι μόνον όστις ενεργεί σταθερώς την αρετήν διά την αγνήν αγάπην αυτής.
Αυτά μας είπε κατά την ημέραν εκείνην ο αγαθός Γεροστάθης, επιθυμών να εμπνεύση εις τας ψυχάς ημών την χριστιανικήν και προπατορικήν συγχρόνως αρετήν της ελεημοσύνης.
Ενθυμούμαι δε και τους ακολούθους στίχους του γέροντος περί των τριών χαρίτων της αρετής ταύτης.
«_Τρεις είν' αι θείαι χάριτες της ελεημοσύνης,
»Κ' αι τρεις ωραίαι ως το φως της ιλαράς σελήνης.
»Παρηγορία του πτωχού, και ηδονή γλυκεία
»Του ελεούντος, και Θεού εξ ύψους ευλογία.»
——————————
«Τον μηδέν ευ πράττοντα ούτε χρήσιμον ούτε θεοφιλή είναι, έφη Σωκράτης.» (Ξενοφώντος.)
Ήτο ημέρα Σαββάτου ότε, τελειώσαντες ενωρίς τα μαθήματα του σχολείου, απήλθομεν εις την οικίαν του αγαθού Γεροστάθου.
Αλλά κατά την ημέραν εκείνην, αντί ν' ακροασθώμεν ημείς τον Γεροστάθην, ηθέλησεν αυτός πρώτος ν' ακροασθή ημάς. Εγνώριζεν ότι κατά Σάββατον παρουσιάζομεν εις τον διδάσκαλον συνθέσεις, και ότι η καλλιτέρα κατά τε την καλλιγραφίαν, καλλιέπειαν, ορθογραφίαν και σύνταξιν εβραβεύετο.
Αφού λοιπόν με τον συνήθη του φιλόφρονα τρόπον μας υπεδέχθη, —
Τίνος σύνθεσης εβραβεύθη σήμερον; μας ηρώτησε.
— Του Γεωργίου, απεκρίθημεν.
— Και περί τίνος εγράψατε; ηρώτησεν ο Γεροστάθης τον Γεώργιον.
— Περί του Θησέως, απεκρίθη αυτός. Κατ' αίτησιν δε του Γεροστάθου ανέγνωσε μετά συστολής την ακόλουθον σύνθεσίν του, της οποίας αντίγραφον διετήρησα, διότι άπαντες αντεγράφομεν τας βραβευομένας συνθέσεις.
Ο Θησεύς, υιός της Αίθρας και του Αιγέως, βασιλέως των Αθηνών, εγεννήθη εις την Τροιζήνα της Πελοποννήσου. Νέος ων έτι ανετράφη υπό του λογίου πάππου του Πιτθέως. Αλλ' η δόξα του Ηρακλέους κατέκαιε την φιλότιμον ψυχήν του νέου Θησέως· προθύμως και μετά προσοχής ηκροάζετο πάντοτε όσους διηγούντο τα περί της αρετής και των άθλων του Ηρακλέους· νύκτα δε και ημέραν ουδέν άλλο εσκέπτετο, ειμή πώς να δοξασθή και αυτός, ως εκείνος, δι' έργων καλών και μεγάλων.
Κατά τους αρχαιοτάτους εκείνους χρόνους το βάρβαρον και αισχρόν έγκλημα της ληστείας εμόλυνε δυστυχώς και την Πελοπόννησον και την στερεάν Ελλάδα. Ο δε νέος Θησεύς, αποφασίσας να μεταβή εκ Τροιζήνος, όπου ανετρέφετο, εις τας Αθήνας, όπου ο πατήρ του εβασίλευεν, έβαλε κατά νουν να εξολοθρεύση όλους τους καθ' οδόν ληστάς επ' αγαθώ της Ελλάδος.
Η μήτηρ του και ο πάππος του, φοβούμενοι τους κινδύνους του διά ξηράς ταξειδίου, παρεκίνουν αυτόν να μεταβή διά θαλάσσης εις Αθήνας. Αλλ' ο γενναίος Θησεύς, επιθυμών ν' αναφανή εφάμιλλος του Ηρακλέους, ανεχώρησε διά ξηράς. Εις δε την Επίδαυρον κατέστρεψε τον ληστήν Περιφήτην· εις τον ισθμόν τον απάνθρωπον Σίνιν, τον και Πιτυοκάμπτην επονομασθέντα· εις τα Μέγαρα τον άσπλαγχνον Σκίρωνα· εις την Ελευσίνα τον Κερκύονα· επί τέλους δε εξολοθρεύσας και τον ληστήν Προκρούστην, ενδόξως εισήλθεν εις τας Αθήνας.
Εκεί μανθάνει ότι ταύρος άγριος, Μαραθώνιος καλούμενος, εζημίονε και κατέστρεφε καθ' ημέραν τους κατοίκους της Αττικής. Εξέρχεται λοιπόν προς καταδίωξιν αυτού, τον συλλαμβάνει ζώντα, και υποχείριον τον φέρει εντός των Αθηνών· εν τω μέσω δε των ανευφημιών του λαού θυσιάζει αυτόν εις τον Απόλλωνα.
Τότε είχον έλθει εις τας Αθήνας και οι απεσταλμένοι της Κρήτης, διά να λάβωσι τον φόρον των επτά νέων και των επτά παρθένων. Εις τον σκληρόν αυτόν φόρον είχε καθυποβάλει τους Αθηναίους ο Μίνως, ο βασιλεύς της Κρήτης, διά να τιμωρήση την εις Αθήνας συμβάσαν δολοφονίαν του υιού του Ανδρόγεω.
Οι επτά ούτοι νέοι και αι επτά παρθένοι, απαγόμενοι εις Κρήτην, κατεκλείοντο εντός του εκεί λαβυρίνθου, όπου κατά τας μυθικάς διηγήσεις κατετρώγοντο υπό του Μινωταύρου, κατοικούντος εντός του λαβυρίνθου.
Τα δεκατέσσαρα αυτά θύματα προσδιωρίζοντο εις τας Αθήνας διά κλήρου. Ότε δε ο Θησεύς είδε κατά την κλήρωσιν τα δάκρυα των δυστυχών τέκνων, και την απελπισίαν των δυστυχεστέρων γονέων, τόσον συνεκινήθη, ώστε αυθορμήτως εζήτησε να λάβη την θέσιν ενός των κληρωθέντων, επ' ελπίδι ότι ήθελε κατορθώσει να φονεύση εντός του λαβυρίνθου τον Μινώταυρον, και ούτω να ελευθερώση τους συμπολίτας του από τον πικρότατον αυτόν φόρον.
Άπαντες οι Αθηναίοι εθαύμασαν και ηγάπησαν τον νέον Θησέα διά την γενναίαν αυτήν πρότασίν του· ο δε Αιγεύς, ότε είδε τον υιόν του σταθερόν εις την επικίνδυνον αλλά φιλάνθρωπον απόφασίν του, ευχηθείς εις αυτόν επιτυχίαν, τον παρήγγειλεν, αν επανέλθη ζων εκ της Κρήτης, αντί του μαύρου πανίου, το οποίον είχε πάντοτε το πλοίον το φέρον τα θύματα, να υψώση πανίον λευκόν, ως σημείον της σωτηρίας των.
Ο Θησεύς, φθάσας εις Κρήτην, εφόνευσεν ευτυχώς τον Μινώταυρον, και επανήλθε σώος εις τας Αθήνας μετά των διασωθέντων και ευγνωμονούντων συντρόφων του. Αλλ' εν τω μέσω της χαράς των λησμονούν να υψώσωσι το λευκόν αντί του μαύρου πανίου. Ιδών δε τούτο μακρόθεν ο Αιγεύς, και νομίσας ότι ο υιός του εχάθη, έπεσε και επνίγη εις την θάλασσαν, ήτις έκτοτε ωνομάσθη Αιγαίον Πέλαγος.
Τον Θησέα και ζώντα και μετά θάνατον ετίμησαν οι Αθηναίοι και πάντες οι Έλληνες, κατατάξαντες αυτόν μεταξύ των μεγάλων ηρώων της αρχαίας Ελλάδος.
Ο Κίμων μετά πολλούς χρόνους μετέφερεν εις τας Αθήνας από την νήσον Σκύρον, όπου ο Θησεύς είχεν αποθάνει, τα οστά και τα όπλα του.
Οι δε Αθηναίοι μετά λαμπράς πομπής υπεδέχθησαν και έθαψαν αυτά, καθιερώσαντες και θυσίας και εορτάς προς τιμήν του Θησέως· προς διαιώνισιν δε της μνήμης του ενδόξου αυτού ήρωος, του ευεργέτου και βασιλέως των, ανήγειραν εις τας Αθήνας και το μέχρι τούδε σωζόμενον Θησείον.
— Εύγε, είπεν ο Γεροστάθης, προς τον Γεώργιον, δικαίως εβραβεύθη η σύνθεσίς σου.
Ο Γεώργιος ερυθριάσας απεκρίθη με την συνήθη του ειλικρίνειαν και μετριοφροσύνην ότι η σύνθεσις, την οποίαν ανέγνωσε, δεν ήτο οποία αυτός κατά πρώτον την έγραψεν, αλλ' οποία διωρθώθη υπό του διδασκάλου.
Ο Γεροστάθης έλαβε τότε ανά χείρας την σύνθεσιν του Γεωργίου, διά να ίδη τας διορθώσεις, αφού δε την διέτρεξε μας είπε·
— Σκληρός τω όντι και αποτρόπαιος ήτο ο φόρος των επτά νέων και των επτά νεανίδων, τον οποίον επροκάλεσεν η εν Αθήναις συμβάσα δολοφονία του Ανδρόγεω. Η εγκληματική αρπαγή της Ελένης από του Πάριδος κατέστρεψε την Τρωάδα, και η εγκληματική δολοφονία του Ανδρόγεω κατήσχυνε τας Αθήνας, κατεπίκρανε τόσους γονείς, κατέστρεψε τόσους νέους και τόσας νεανίδας των Αθηνών. Μακράν, μακράν, παιδία μου, από τας αδικίας και τα εγκλήματα, διότι αι συνέπειαί των είναι τρομεραί, είναι ακαταλόγιστοι.
— Αλλά ποία ήτο η αιτία, μας ηρώτησεν ο γέρων, διά την οποίαν ο
Θησεύς και ζων και μετά θάνατον ηγαπήθη και εδοξάσθη υπό των
Αθηναίων και όλων των Ελλήνων;
— Η μεγάλη ανδρία του, απήντησεν αμέσως είς εξ ημών, ενώ οι
άλλοι εσυλλογιζόμεθα οποίαν απάντησιν να δώσωμεν.
— Και νομίζεις, φίλε, επρόσθεσεν ο γέρων, ότι δύναταί ποτε μόνη η σωματική ανδρία, όσον μεγάλη και αν ήναι, να επισύρη αγάπην, τιμήν, και δόξαν αληθή;
Η σωματική ανδρία είναι, καθώς και ο πλούτος, μέσον, διά του οποίου εκτελούνται μεγάλα έργα, μεγάλαι ευεργεσίαι· αλλ' οσάκις έχων τις τα μέσα ταύτα δεν μεταχειρίζηται αυτά πρεπόντως, ουχί μόνον δεν αγαπάται και δεν τιμάται, αλλά και βδελυκτός πολλάκις αποκαθίσταται.
Ο Θησεύς λοιπόν ηγαπήθη και ετιμήθη ουχί διά την ανδρίαν του, αλλά διά την φιλανθρωπικήν του διάθεσιν, ήτις, μεταχειρισθείσα την ανδρίαν του επ' αγαθώ των συμπατριωτών του, και από τα θηρία και από τους ληστάς και από τον αισχρόν φόρον του Μινωταύρου γενναίως ηλευθέρωσεν αυτούς.
Καθώς δε το παράδειγμα του Ηρακλέους ανέδειξε τον Θησέα ήρωα και ευεργέτην των συμπολιτών του· καθώς το Μαραθώνιον τρόπαιον του Μιλτιάδου ανέδειξεν επίσης ένδοξον εις την Σαλαμίνα τον φιλότιμον Θεμιστοκλέα· καθώς οι Ομηρικοί έπαινοι του ανδρείου Αχιλλέως ανέδειξαν μέγαν τον Αλέξανδρον της Μακεδονίας· καθώς τα ένδοξα στρατηγικά έργα του μεγάλου Αλεξάνδρου εφιλοτίμησαν και μέγαν στρατηγόν της Ρώμης ανέδειξαν τον Ιούλιον Καίσαρα· τοιουτοτρόπως τα λαμπρά παραδείγματα των προγόνων μας ας ανάπτωσι και εις τας ψυχάς ημών τους σπινθήρας της Ελληνικής φιλοτιμίας, όπως και ημείς, ως εκείνοι, προθύμως ευεργετώμεν τους συμπολίτας και την πατρίδα διά της ανδρίας, διά της αρετής, διά της παιδείας, διά των χρημάτων, διά των κόπων, και ιδίως διά του καλού παραδείγματος, το οποίον πας αγαθός πολίτης οφείλει και εις τους συγχρόνους και εις τους μεταγενεστέρους αυτού.
Ο Κίμων, ο Σωκράτης, ο Επαμεινώνδας, ο Πελοπίδας, ο μέγας Αλέξανδρος διά των φιλανθρωπικών αισθημάτων, διά της ευεργετικής ελευθεριότητός των, διά των αξιεπαίνων αγώνων των ωφέλησαν τους φίλους, τους συμπολίτας, και την πατρίδα των, και δι' αυτό εδοξάσθησαν και απηθανατίσθησαν.
Διά της φιλανθρωπίας ηθέλησεν ιδίως να διακριθή και ο μέγας πολίτης των Αθηνών, ο ένδοξος Περικλής, περί του οποίου ο Γεροστάθης διηγήθη τα εξής.
Ο Περικλής, ο ικανώτερος πολιτικός ανήρ των αρχαίων Αθηνών, ανετράφη υπό του Ζήνωνος του Ελεάτου, φιλοσόφου φιλοπάτριδος, και υπό του σοφού Αναξαγόρου, τον οποίον διά την μεγίστην σύνεσίν του Νουν επωνόμασαν οι Έλληνες. |
Τεσσαράκοντα ολόκληρα έτη κατώρθωσεν ο Περικλής διά της πολιτικής φρονήσεως και ικανότητός του να διευθύνη τα δημόσια πράγματα της πατρίδος του, διασώζων τοιουτοτρόπως αυτήν από την καταστροφήν, εις την οποίαν ανηλεώς ωθείτο υπό των διεφθαρμένων και εμπαθών δημοκόπων.
Αλλ' ο Περικλής και ως στρατηγός πολλάκις ωδήγησε τους συμπολίτας του εις διαφόρους μάχας, και πολλάκις νικηφόρος επανήλθεν εις τας Αθήνας, εννέα τρόπαια στήσας κατά των εχθρών της πατρίδος του.
Αλλ' ούτε εις την πολιτικήν και στρατηγικήν ικανότητά του, ούτε εις τας νίκας και τα πολλά τρόπαιά του επαίρετο ο έμφρων Περικλής. Προτέρημα μεγαλήτερον όλων αυτών εθεώρει την φιλανθρωπίαν της ψυχής του, την προς τους συμπολίτας αγάπην του, την και προς αυτούς τους εχθρούς του ημερότητα και επιείκειάν του.
Ότε ήρχισεν ο δυστυχής εμφύλιος Πελοποννησιακός πόλεμος, λοιμός θανατηφόρος ενέσκηψεν εις τας Αθήνας. Ίσως διά του λοιμού τούτου ηθέλησεν ο θεός της ειρήνης και της ομονοίας να τιμωρήση την αδελφικήν εκείνην αλληλοσφαγίαν των Ελλήνων.
Προσβληθείς τότε και ο Περικλής έκειτο κλινήρης και έπνεε τα λοίσθια· οι δε φίλοι του, παρακαθήμενοι εις την κλίνην του, και νομίζοντες αυτόν αναισθητούντα, αριθμούντες τας εκστρατείας και τα τρόπαιά του, συνελυπούντο και εαυτούς και την πατρίδα διά την στέρησιν τοιούτου ανδρός.
Αλλ' αυτός, ακούσας εντός του βύθους του τα παρά των φίλων του λεγόμενα, τοις είπεν — Αι νίκαι και τα τρόπαια είναι πολλάκις δώρα της τύχης· ουδείς Αθηναίος εφόρεσέ ποτε εξ αιτίας μου μαύρον ιμάτιον. Ιδού το μόνον αληθές προτέρημά μου!
Την προς τους συμπολίτας του αγάπην εθεώρει λοιπόν ο Περικλής ως την μεγίστην των αρετών, και διά των τελευταίων του λόγων, ως διά διαθήκης, αυτήν εσύστησεν εις τους συγχρόνους και μεταγενεστέρους αυτού.
Αν και ο Περικλής είχεν εις τας Αθήνας δύναμιν ανωτέραν πολλών βασιλέων, αν και διεχειρίσθη μεγάλας χρηματικάς ποσότητας διά τε τας εκστρατείας και τας δημοσίους οικοδομάς της πόλεως, τόσον τίμιος όμως ανεφάνη, ώστε ούτε μίαν δραχμήν, ως βεβαιοί ο Πλούταρχος, κατεδέχθη ποτέ να προσθέση εκ του δημοσίου εις την ιδίαν αυτού περιουσίαν. Απ' εναντίας ζων μετ' οικονομίας και αποστρεφόμενος την σπατάλην και την πολυτέλειαν, προθύμως περιέθαλπεν εξ ιδίων τους πτωχούς αυτού συμπολίτας.
Επιθυμών δε διά της εργασίας να ωφελήση τους συμπολίτας του, και συγχρόνως να προαγάγη τας κοινάς και τας ωραίας τέχνας, επεχείρησε και ανήγειρεν εις τας Αθήνας διά των αρίστων καλλιτεχνών της εποχής του τα αμίμητα έργα του Παρθενώνος, των Προπυλαίων και του Ωδείου, συστήσας εις το μεγαλοπρεπές αυτό θέατρον και αγώνας Μουσικής.
Είναι ομολογούμενον ότι η Ζωγραφία, η Γλυπτική, η Αρχιτεκτονική, η Ποίησις, και η Μουσική, οσάκις διά του αισθήματος του αληθώς ωραίου και καλού κρούωσι τας υψηλάς και ευγενείς χορδάς της ψυχής, ανυψόνουν το φρόνημα, εξευγενίζουν την καρδίαν, και πολιτίζουν τα έθνη. Αλλ' οσάκις αι ωραίαι αύται τέχναι, λησμονούσαι την ευγενή αποστολήν, την οποίαν προς ηθοποίησιν και ανύψωσιν των εθνών έχουν, περιορίζωνται εις το να καθηδύνωσι τα αισθητήρια μόνον, και να υποθάλπωσι την φιληδονίαν και τα αισχρά πάθη, αντί ωραίων δυσειδείς αποκαθίστανται.
Όταν ο θρησκευτικός ύμνος και το ηρωικόν άσμα μεταβάλλονται εις βακχικάς ή ερωτικάς ωδάς, η δε υψηλή τραγωδία και ηθοποιός κωμωδία εις κακοήθη δράματα, εις φθοροποιά μυθιστορήματα και εις θηλυπρεπή μελοδράματα· όταν το σεμνόν άγαλμα της παρθένου Αθηνάς αντικαθίσταται υπό τινος ασέμνου Αφροδίτης, η δε εικών του ακολάστου Πάριδος αντικαθιστά τας εικόνας του Μιλτιάδου και του Λεωνίδου, τότε βεβαίως και τα φρονήματα εκφαυλίζονται, και αι καρδίαι αποχαυνούνται, και τα ήθη φθείρονται, και τα έθνη παρακμάζουν, παραλύουν, και καταπίπτουν.
Αλλ' ο έμφρων Περικλής διά του σεμνού και μεγαλοπρεπούς αγάλματος της Αθηνάς, διά του σεβαστού Παρθενώνος, και διά των επί των μετώπων αυτού αμιμήτων θρησκευτικών και ηρωικών αναγλύφων του Φειδίου, ηθέλησε και των συγχρόνων του το φρόνημα και το αίσθημα προς τον Θεόν και την Πατρίδα ν' ανυψώση, και των μεταγενεστέρων το σέβας και την αγάπην προς τον Ελληνισμόν να διαιωνίση.
Ο Περικλής προσέτι εθαυμάσθη και διά την έξοχον αυτού ευγλωττίαν. Εκφωνών ποτε επιτάφιον λόγον προς έπαινον των υπέρ πατρίδος πεσόντων, ωνόμασεν αυτούς αθανάτους, ως τους θεούς, διότι, πεσόντες επ' αγαθώ της πατρίδος, κατέστησαν άξιοι να τιμώνται ως οι ευεργετούντες την ανθρωπότητα αθάνατοι θεοί.
Ενώ δε ο Γεροστάθης ετελείονε τα ανωτέρω περί Περικλέους, εισήλθε προς επίσκεψίν του ο ιερεύς της κωμοπόλεως, τον οποίον με σέβας και με φιλοφροσύνην υπεδέχθη ο γέρων· άπαντες δε επροσηκώθημεν αμέσως προς χαιρετισμόν του αγαθού διδασκάλου μας.
Ήτο ο ιερεύς ούτος ανήρ αγαθός, ενάρετος, σεβάσμιος, και κατά πάντα άξιος της εκλογής του Γεροστάθου, όστις ως εφημέριον και συγχρόνως ως διδάσκαλον είχε προσκαλέσει αυτόν εις την κωμόπολιν.
Ήτο πάντοτε καθαρός και κόσμιος κατά τε το σώμα και τα ενδύματα, γλυκύς και ευπροσήγορος, μετριόφρων και ταπεινός, ολιγαρκής και λιτότατος, φιλάνθρωπος και αφιλοχρήματος, ελεήμων και ευεργετικός, παρήγορος των δυστυχούντων, συνδιαλλακτής των διχονοούντων, σύμβουλος δε και οδηγός παντός παρεκτρεπομένου από την οδόν, την οποίαν επί της γης μας εχάραξεν ο θεάνθρωπος Ιησούς· εν ενί λόγω συνησθάνετο πληρέστατα την θείαν και υψηλήν αποστολήν, την οποίαν πας ιερεύς του Υψίστου εν τω μέσω του λογικού ποιμνίου του έχει.
Καθ' εκάστην Κυριακήν απήγγελλεν εις την Εκκλησίαν συντόμους, καθαρούς, και γλυκυτάτους λόγους, δι' ων ανέπτυσσε και εσύσταινε τας ωραιότητας των χριστιανικών αρετών, εκθέτων συγχρόνως και τας ασχημίας των αντιθέτων κακιών. Επροσπάθει δε πάντοτε να ενσπείρη εντός του πρακτικού βίου τας θείας αρχάς του χριστιανισμού, όπως οι ακροαταί του διάγωσι χριστιανικώς και εν τω μέσω των καθημερινών ασχολιών του βίου των.
Και εις το σχολείον δε διά των παραδόσεων του υπέρ της ηθικής βελτιώσεως ημών ηγωνίζετο, προσπαθών να εγχαράξη τας θείας εντολάς και την χριστιανικήν ηθικήν εις τας νεανικάς ημών καρδίας.
Αλλ' ούτε διά των διδαχών του, ούτε διά των παραδόσεών του ωφέλει τόσον, όσον διά του καλού παραδείγματός του· διότι, προσελκύων διά της αμέμπτου και ευεργετικής διαγωγής του το σέβας και την αγάπην μικρών τε και μεγάλων, εδείκνυεν ούτω και διευκόλυνεν εις πάντας την οδόν του χριστιανικού βίου.
Ευτυχείς αι κοινωνίαι, εις τας οποίας οι άρχοντες, οι γονείς, οι ιερείς, οι διδάσκαλοι, οι συγγραφείς, οι ποιηταί, οι καλλιτέχναι και τα θέατρα δεν παρουσιάζουν ειμή υποδείγματα αρετής και φρονήσεως!
Αφού δε ο σεβάσμιος ούτος εφημέριος εκάθησεν, ερώτησε τον
Γεροστάθην περί τίνος ήτο ο λόγος.
— Διηγούμην εις τους μικρούς μου φίλους, τω απεκρίθη ο γέρων,
του Περικλέους τας ευεργετικάς πράξεις.
Ο δε ιερεύς επρόσθεσε τα εξής
Πόσον τω όντι ευτυχέστεροι των άλλων χριστιανών είμεθα ημείς οι Έλληνες, έχοντες διπλούν κέντρον προς την ηθικήν ημών βελτίωσιν, τας αρετάς των προγόνων αφ' ενός, και τας θείας διδασκαλίας του Ιησού αφ' ετέρου.
Πώς να μη γίνωμεν φιλάνθρωποι και ευεργετικοί, εάν αληθώς είμεθα και Έλληνες και Χριστιανοί;
Οι ένδοξοι πρόγονοί μας, Περικλής, Κίμων, Σωκράτης, Επαμεινώνδας, την αγαθοποιίαν μας διδάσκουν. Ο δε φιλάνθρωπος Ιησούς και διά των πράξεών του και διά των θείων του λόγων την αγάπην του πλησίον κυρίως μας παραγγέλλει, ως τον μέγαν και θείον νόμον, εκ του οποίου πηγάζουν όλα τα λοιπά χριστιανικά καθήκοντα και αρεταί· διότι ο αγαπών αληθώς τον πλησίον του αναφαίνεται και ευπροσήγορος, και αγαθός, και δίκαιος, και ελεήμων, και ευεργετικός, και φιλόπατρις.
«Πάντες υμείς αδελφοί εστέ. — Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν,» μας λέγει ο Ιησούς εις το ιερόν Ευαγγέλιον. Ότε δε επλησίαζε να θυσιασθή επί του σταυρού διά την αγάπην και σωτηρίαν μας, την αυτήν παραγγελίαν, ως τελευταίαν διαθήκην του, επανέλαβεν, ειπών εις τους μαθητάς του «Ταύτα εντέλλομαι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους.»
Αλλ' η αγάπη του πλησίον δεν συνίσταται μόνον εις το «ο συ μισείς, ετέρω μη ποιήσης» δηλαδή εις το να μη πράττωμεν προς τους άλλους ό,τι δεν θέλομεν οι άλλοι να πράττωσι προς ημάς· διά να ήναι πλήρης και αληθής η προς τον πλησίον αγάπη, απαιτείται προσέτι και να πράττωμεν προς τους άλλους παν ό,τι θέλομεν να πράττωσιν οι άλλοι προς ημάς. «Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς» είπεν ο Ιησούς.
Δεν αρκούν λοιπόν αι αρνητικαί αρεταί διά να μας καταστήσωσιν αληθείς χριστιανούς. Δεν αρκεί η αποχή από την αδικίαν, την ψευδολογίαν, την απάτην, και τας λοιπάς κακίας· απαιτείται δι' έργων θετικών να δεικνύωμεν την προς τον πλησίον αγάπην. «Ο ποιών το θέλημα του πατρός μου, είπεν ο Ιησούς, εισελεύσεται εν τη βασιλεία των ουρανών. — Αδελφοί μου δε εισίν οι το θέλημα του Θεού ακούοντες και ποιούντες » ουχί δε οι ακούοντες και μη ποιούντες, ή οι διδάσκοντες και μη εκτελούντες.
Έργα λοιπόν καλά προς τον πλησίον απαιτεί παρ' ημών ο Ιησούς και ουχί νεκράν αγάπην. Και διά τούτο λέγει ότι « Παν δένδρον, το οποίον δεν κάμνει καλούς καρπούς, εκκόπτεται και εις το πυρ ρίπτεται·» διά τούτο δε αποστέλλων και τους Αποστόλους του εις τον κόσμον αγαθοποιίας παρήγγειλεν αυτούς.
Ο Γεροστάθης μετά πολλής ευχαριστήσεως ηκροάζετο τον ιερέα. Ότε δε ο ιερεύς ετελείωσεν, είπε τα εξής.
Η προς τον πλησίον αγάπη και αγαθοποιία ουχί μόνον τον Θεόν ευαρεστεί και τον ευεργετούμενον ευφραίνει, αλλά και αυτόν τον ευεργετούντα καθηδύνει.
Πολλάκις δε η ευγενής ηδονή, την οποίαν η ευεργεσία προξενεί εις την ψυχήν του ευεργετούντος, είναι τόσον μεγάλη, ώστε χάριν αυτής και χρήματα θυσιάζει, και αυτήν την ύπαρξίν του προθύμως διακινδυνεύει επ' αγαθώ του πλησίον του. Διηγήθη δε τότε ο γέρων το εξής ανέκδοτον.
Επλημμύρησέ ποτε ο ποταμός της Ιταλίας Αδίγης, και διά του ορμητικού ρεύματός του κατεκρήμνισε τας δύο άκρας της γεφύρας της πόλεως Βερόνης, κειμένης εις τας όχθας του ποταμού τούτου. Έμενε δε εν τω μέσω του ποταμού σαλευόμενος ο μέσος θόλος της γεφύρας, επί του οποίου έκειτο μικρά καλύβη, κατοικουμένη υπό πτωχής οικογενείας.
Απομονωθείσα ούτως εν τω μέσω του ποταμού η δυστυχής οικογένεια, επερίμενεν από στιγμής εις στιγμήν αγωνιώσα την κατακρήμνισιν του θόλου, και επομένως τον όλεθρόν της· όθεν διά κραυγών, οδυρμών, και απελπιστικών κινημάτων επεκαλείτο βοήθειαν εκ της όχθης.
Πολλοί κάτοικοι της Βερόνης, συναθροισθέντες εις τας όχθας του ποταμού, έβλεπον περίλυποι την δεινήν αυτήν θέσιν της οικογενείας. Αλλ' ουδείς ετόλμα να έμβη εις πλοιάριον, και να τρέξη προς σωτηρίαν των κινδυνευόντων. Η ορμή και τα κύματα του ποταμού ήσαν τρομερά, και μέγας ο κίνδυνος του πλοιαρίου, το οποίον ήθελε τολμήσει να πλησιάση τον ήδη κλονιζόμενον και κινδυνεύοντα θόλον.
Εις μάτην πλούσιος κάτοικος της Βερόνης επροκήρυξεν αμέσως βραβείον εκατόν φλωρίων εις όντινα ήθελε σώσει την κινδυνεύουσαν οικογένειαν.
Ούτε το βραβείον αυτό, αλλ' ούτε ο ολονέν αυξάνων κίνδυνος παρεκίνησάν τινα των περιεστώτων να διακινδυνεύση την ζωήν του προς διάσωσιν των πτωχών εκείνων.
Αλλ' οι γενναίοι και ευεργετικοί άνδρες, επρόσθεσεν ο Γεροστάθης, αν και σπάνιοι, ποτέ όμως δεν έλειψαν από την γην· ο πανάγαθος Θεός τους αποστέλλει εν τω μέσω ημών, όπως μας υπενθυμίζωσι την θείαν φιλανθρωπίαν του· και δι' αυτών, ως διά φωτεινών λύχνων, μας οδηγεί εις την οδόν της αγαθοποιίας και της αυταπαρνήσεως.
Χωρικός τις έτυχε διαβαίνων εκείθεν· ιδών δε τον κόσμον συνηθροισμένον, ερώτησε την αιτίαν της συρροής ταύτης· ότε δε τω έδειξαν τον κίνδυνον της οικογενείας, και τω είπον το τεθέν υπέρ της σωτηρίας αυτής βραβείον, πηδά αμέσως εντός πλοιαρίου, λαμβάνων δε τα κωπία εις τας στιβαράς του χείρας, αρχίζει ν' αντικρούη τα ορμητικά του ρεύματος κύματα, προσπαθών μετά μεγάλου αγώνος και κόπου να πλησιάση τον σαλευόμενον θόλον.
Οι θεαταί εν τούτοις εταλάνιζον τον δυστυχή χωρικόν, όστις δι' εκατόν φλωρία, ως έλεγον, απεφάσισε να διακινδυνεύση την ζωήν του.
Αλλ' ο γενναίος χωρικός μετά πολύν αγώνα και κίνδυνον κατορθόνει να παραλάβη εντός του πλοιαρίου την οικογένειαν, και σώαν ν' αποβιβάση αυτήν εις την όχθην εν τω μέσω της γενικής χαράς των περιεστώτων.
Πάντες θαυμάζουν και συγχαίρουν τότε τον φιλάνθρωπον χωρικόν· ο δε προτείνας το βραβείον των εκατόν φλωρίων προθύμως προσφέρει αυτά εις τον σωτήρα της δυστυχούς οικογενείας· αλλ' αυτός — Δεν πωλώ, λέγει, κύριε, την ζωήν μου διά χρήματα· είμαι χριστιανός, και ως τοιούτος εξεπλήρωσα το χριστιανικόν καθήκον της προς τον πλησίον αγάπης. Αρκετή αμοιβή μοι είναι η ευχαρίστησις, την οποίαν η πράξις μου μοι επροξένησεν. Είμαι μεν πτωχός, αλλά διά των κόπων και της εργασίας μου εξοικονομώ τας ανάγκας μου. Δος λοιπόν, παρακαλώ, τα εκατόν φλωρία σου εις αυτήν την πτωχήν οικογένειαν, ήτις έχει μεγαλητέραν ανάγκην αυτών.
Τα φλωρία εδόθησαν αμέσως εις την πτωχήν οικογένειαν· ο χωρικός επωνομάσθη έκτοτε Σωτήρ, αι δε ευχαί και ευλογίαι της ευγνωμονούσης οικογενείας συνώδευσαν αυτόν καθ' όλην την διάρκειαν του βίου του.
Πάντες εθαυμάσαμεν και ηγαπήσαμεν τον Σωτήρα, και πάντες ηυχήθημεν εις ομοίαν περίστασιν να μιμηθώμεν το ωραίον παράδειγμα της φιλανθρωπίας, της αυταπαρνήσεως, και της αφιλοχρηματίας αυτού.
Αλλ' ο μη ευεργετών τον πλησίον του, επρόσθεσεν ο αγαθός γέρων, ουχί μόνον την γλυκυτάτην ηδονήν της ευεργεσίας στερείται, αλλά πολλάκις βλάπτει και τον ίδιον εαυτόν του, καθώς μας διδάσκει ο μύθος του Αισώπου περί του σκληροκαρδίου ίππου, όστις, μη θελήσας να λάβη εγκαίρως μέρος του φορτίου του συνοδοιπόρου του όνου, όπως ελαφρώση αυτόν, επροκάλεσε τον θάνατον του όνου, και τότε ηναγκάσθη παρά του κυρίου των να λάβη, ουχί μόνον ολόκληρον το βαρύ φορτίον, του όνου, αλλά και το δέρμα αυτού.
Οσάκις λοιπόν δύνασθε να συνδράμητε, να παρηγορήσητε, να ευεργετήσητέ τινα μη το αμελείτε, διά να μη μετανοήσητε, ως μετενόησεν ο σκληροκάρδιος ίππος. Έστε δε βέβαιοι ότι, βοηθούντες τους πάσχοντας, βοηθείτε υμάς αυτούς. Ακούσατε το ακόλουθον ανέκδοτον, το οποίον μοι διηγήθησαν ότε διέτριβον εις την Μόσχαν.
Πτωχός, αλλ' αγαθός οικογενειάρχης Ρώσσος, εκατοίκει μικράν καλύβην χωρίου τινός πλησίον της Μόσχας.
Ενώ δε εσπέραν τινά κατεγίνετο περιποιούμενος την πάσχουσαν σύζυγόν του και τα έξ μικρά τέκνα του, ακούει κτύπους εις την θύραν της καλύβης του. Ανοίγει αμέσως· άνθρωπος δε άγνωστος και πενιχρά ενδεδυμένος παρουσιάζεται ζητών φιλοξενίαν.
— Εις κακήν ώραν ήλθες, φίλε, τω απαντά ο πτωχός χωρικός· η σύζυγός μου πάσχει βαρέως, η δε καλύβη μου δεν έχει παρά δύο δωμάτια· εις το έν κοίτεται η σύζυγός μου, το δε άλλο κατέχεται από τα έξ παιδία μου. Είσελθε όμως, και θέλω προσπαθήσει να σε εξοικονομήσω. Ο μακαρίτης πατήρ μου μ' έλεγε πάντοτε «κάμνε καλόν, και ο Θεός μετά σου. »
Ο χωρικός ωδήγησε τότε τον ξένον του εις το δωμάτιον, όπου ητοιμάζοντο να κοιμηθώσι τα τέκνα του· τον παρεκάλεσε δε να περιμείνη μίαν στιγμήν, και αμέσως έτρεξε να ίδη, πώς είναι η πάσχουσα σύζυγός του· μετ' ολίγον δε επανήλθε φέρων προς τον ξένον άρτον και λάχανα ξυνά, μη έχων καλλιτέραν τροφήν να τω προσφέρη.
Ενώ δε ο ξένος εδείπνει, ο χωρικός έβαλε τα τέκνα του να προσευχηθώσι, και ακολούθως να κοιμηθώσι πλησιέστερα παρά το σύνηθες, όπως οικονομήση τόπον και διά τον ξένον του· δείξας δε προς αυτόν την οποίαν τω ητοίμασε κλίνην, έτρεξε πάλιν προς την ασθενή σύζυγόν του.
Ο δε ξένος έπεσεν επί της κλίνης, διαλογιζόμενος την προς αυτόν φιλοφροσύνην του πτωχού οικοδεσπότου, την προς τα τέκνα του τρυφερότητά του, την ανησυχίαν του διά την πάσχουσαν σύζυγόν του, την καθαριότητα και τάξιν της πτωχής καλύβης, και τον ήσυχον ύπνον των έξ πλησίον του αθώων παιδίων.
Εγερθείς δε την αυγήν και ετοιμαζόμενος ν' αναχωρήση, βλέπει εισερχόμενον τον χωρικόν, κρατούντα βρέφος νεογέννητον, και λέγοντα προς αυτόν — ιδού, φίλε, νέος υιός, τον οποίον ο Θεός μοι απέστειλε κατά την νύκτα ταύτην· ευχήθητι υπέρ της ζωής και της ευτυχίας αυτού.
Ο ξένος, λαβών το βρέφος εις τας χείρας και παρατηρήσας αυτό, εβεβαίωσε τον πατέρα μετά προφητικής πεποιθήσεως, ότι το νεογέννητον εντός ολίγου θέλει φέρει ευδαιμονίαν εις την οικογένειαν. Αναχωρών δε εξέφρασε την ευγνωμοσύνην του προς τον χωρικόν, και προς αμοιβήν τω υπεσχέθη ότι θέλει τω προμηθεύσει ανάδοχον.
Αλλά την επιούσαν ο χωρικός, λησμονήσας και τον ξένον, και τας προφητείας, και τας υποσχέσεις του, ητοιμάζετο να μεταβή εις τον ναόν του χωρίου, όπως βαπτίση το βρέφος του.
Εξαίφνης όμως η Αυτοκρατορική φρουρά παρουσιάζεται ενώπιον της καλύβης, και μετ' ολίγον ο Αυτοκράτωρ Ιβάν μετά λαμπράς συνοδείας εμφανίζεται, ζητών παρά του εκπεπληγμένου χωρικού το βρέφος διά να βαπτίση αυτό.
— Εγώ είμαι, φίλε, λέγει ο Αυτοκράτωρ προς τον χωρικόν, ο χθεσινός σου ξένος. Σε υπεσχέθην ανάδοχον, και ιδού εκπληρώ την υπόσχεσίν μου.
— Όπως γνωρίσω τα αισθήματα των κατοίκων του χωρίου τούτου, πολλών θύρας έκρουσα ζητών τροφήν και άσυλον, αλλά συ μόνος εξεπλήρωσας το χριστιανικόν χρέος της προς τον πλησίον αγάπης· όθεν ανταποδίδων σήμερον την αρετήν σου, εκπληρώ το πλέον ευάρεστον των ηγεμονικών καθηκόντων μου. Το νεογέννητον τέκνον σου θέλω βαπτίσει και θέλω αναθρέψει δι' εξόδων μου, και αν, ως ελπίζω, αναδειχθή άξιος και τίμιος νέος, θέλω τον προβιβάσει εις τα ανώτερα αξιώματα της αυλής μου. Συ δε θέλεις έχει και οικίαν ευρυχωροτέραν, και κτήματα και ποίμνια, όπως ευκολώτερον εξασκής τα φιλάνθρωπα αισθήματα της καλής σου καρδίας. Τοιουτοτρόπως, επρόσθεσεν ο Αυτοκράτωρ χαμογελών, πραγματοποιείται η χθεσινή μου προφητεία.
Φαντάσθητε την χαράν και την έκπληξιν του πτωχού χωρικού, όστις βεβαίως ενόμιζεν ότι ωνειρεύετο. Αλλά το γλυκύ όνειρόν του προσεχώς επραγματοποιήθη πληρέστατα, διότι και ο υιός του εβαπτίσθη υπό του Αυτοκράτορος, και κτήματα και ποίμνια πολλά, και κατοικίαν ευρύχωρον απέκτησε.
Τοιουτοτρόπως και η προς τον πλησίον αγάπη του χωρικού πλουσιοπάροχον αμοιβήν έλαβε, και προς τους σκληροκαρδίους χωρικούς διδακτικώτατον μάθημα εδόθη.
Η προς τον πλησίον αγάπη και αγαθοποιία, παρετήρησεν ακολούθως ο Γεροστάθης, γεννά και άλλο επίσης ευγενές και ωραίον αίσθημα, το αίσθημα της ευγνωμοσύνης, ήτις και τον ευεργετηθέντα τιμά, και τον ευεργέτην ευχαριστεί.
Εάν δε η αγάπη και η αγαθοποιία του πλησίον ήναι χρέος ιερόν παντός ανθρώπου, ασυγκρίτως ιερώτερον χρέος είναι βεβαίως η αγάπη, το σέβας, η ευγνωμοσύνη των ευεργετουμένων προς τους ευεργέτας αυτών.
Και αυτά τα άλογα ζώα, και αυτά τα άγρια θηρία αισθάνονται το αίσθημα της ευγνωμοσύνης· οι αγνώμονες λοιπόν είναι θηριωδέστεροι και αυτών των αγρίων θηρίων.
Τότε δε ο αγαθός γέρων διηγήθη το εξής.
Ο Ανδροκλής ήτο δούλος πλουσίου Ρωμαίου, διατρίβοντος εις την Αφρικήν· αλλά, μη δυνάμενος να υποφέρη τας μαστιγώσεις και τα βασανιστήρια του σκληρού κυρίου του, εδραπέτευσεν εκ της οικίας του, διά ν' αναπνεύση ελεύθερον αέρα εις τα δάση, εις τα σπήλαια, και εις τας ερήμους της Αφρικής.
Ενώ δε ημέραν τινά ανεπαύετο ο δραπέτης Ανδροκλής υπό την δροσεράν σκιάν σπηλαίου τινός, έντρομος βλέπει λέοντα εισερχόμενον εντός του σπηλαίου. — Τετέλεσται! είπε τότε καθ' εαυτόν, και απνευστί επερίμενε την στιγμήν, καθ' ην επρόκειτο να κατασπαραχθη υπό του τρομερού θηρίου.
Αλλ' ο λέων χωλαίνων πλησιάζει ησύχως τον Ανδροκλήν, και υψόνων τον πόδα του δεικνύει αυτόν, ως να εζήτει βοήθειαν.
Ο Ανδροκλής, παρατηρήσας άκανθαν εμπηγμένην εις τον πόδα του λέοντος, με τρέμουσαν χείρα αποσπά αυτήν, και ούτως ελευθερόνει τον λέοντα από τους οποίους υπέφερε πόνους.
Ο δε λέων, διά να εκφράση την προς τον ευεργέτην ευγνωμοσύνην του, ήρχισε να γλύφη αυτόν ημέρως διά της γλώσσης του. Ο Ανδροκλής, συνελθών ολίγον κατ' ολίγον, συνοικειώθη βαθμηδόν μετά του ευγνώμονος θηρίου, και επί τινας ημέρας συνέζησε και συνετράφη μετ' αυτού εντός του σπηλαίου
Αλλ' αυγήν τινα, εξελθών προς ανεύρεσιν τροφής, συλλαμβάνεται υπό Ρωμαίων στρατιωτών, και δέσμιος απάγεται εις την Ρώμην, όπου είχεν ήδη μεταβή ο κύριός του. Εκεί δε καταδικάζεται να γίνη βορά των θηρίων.
Καθώς η ταυρομαχία διασκεδάζει τους Ισπανούς, τοιουτοτρόπως το αποτρόπαιον θέαμα της θηριομαχίας διεσκέδαζέ ποτε τον Ρωμαϊκόν λαόν. Αλλ' η σκληρά αύτη πάλη μεταξύ αγρίων θηρίων και δυστυχών ανθρώπων, ευαρεστούσα τους Ρωμαίαυς, ουχί μόνον το σκληροκάρδιον αυτών απεδείκνυεν, αλλά και την θηριωδίαν εδίδασκεν αυτούς.
Ενώπιον λοιπόν του περιεστώτος Ρωμαϊκού λαού ο κατάδικος Ανδροκλής εκτίθεται εις της θηριομαχίας το αμφιθέατρον· αφ' ετέρου δε πειναλέος και άγριος λέων απολύεται κατά του τρέμοντος και ημιθανούς ήδη καταδίκου. Ορμά τότε ο λέων όπως κατασπαράξη το θύμα του και χορτάση την πείναν του· αλλ' άμα πλησιάσας τον Ανδροκλήν, παρατηρεί αυτόν μετά προσοχής, οπισθοδρομεί, καταπραΰνει το άγριον ύφος του, και μετ' ολίγον πλησιάζει πάλιν αυτόν, ουχί πλέον διά να κατασπαράξη, αλλά διά να ασπασθη τον παλαιόν του φίλον και ευεργέτην.
Οι θεαταί δικαίως εκπλήττονται ενώπιον του παραδόξου τούτου θεάματος. Ο δε Ανδροκλής, αναγνωρίζων τον ευγνώμονα της Αφρικής φίλον του, αφόβως εναγκαλίζεται αυτόν, και διηγείται εις τους εκπεπληγμένους θεατάς τα μεταξύ αυτού και του λέοντος εν τω σπηλαίω της Αφρικής διατρέξαντα.
Οι Ρωμαίοι, συμμερισθέντες τότε την ευσπλαγχνίαν του ευγνώμονος θηρίου, εχάρισαν εις τον Ανδροκλήν την ζωήν, ομού δε με αυτήν τω εχάρισαν και τον φίλον του λέοντα.
Οποίον αίσχος, εφώναξεν ο Γεροστάθης, θηρίον να διδάσκη ευσπλαγχνίαν εις λογικούς και πεπολιτισμένους ανθρώπους!
Οποία δε θηριωδία πρέπει να εμφωλεύη εις τας αγνώμονας ψυχάς, όταν και αυτά τα θηρία της Αφρικής αναφαίνωνται τόσον ευγνώμονα!
Το διήγημα τούτο, ως μας είπεν ο γέρων, δεν είναι μύθος, αλλ' ιστορική αλήθεια. Ο Πλειστονίκης, μάρτυς αυτόπτης του συμβάντος, διηγήθη αυτό εις τον Αύλον Γέλλιον, συγγραφέα της Ρώμης.
Αλλ' οι σοφοί προγονοί μας εφρόνουν ότι, αν ο ευεργετούμενος πρέπη να ενθυμήται την ευεργεσίαν, ο ευεργετών απ' εναντίας πρέπει να λησμονή αυτήν.
Όσω ευκολώτερα λησμονεί ο ευεργετών την ευεργεσίαν, τόσω η αξία αυτής αυξάνει, και τόσω ζωηρότερα συναισθάνεται αυτήν ο ευεργετούμενος.
Απ' εναντίας, εάν ο ευεργετών ενθυμήται και αναφέρη τας ευεργεσίας του, καυχώμενος δι' αυτάς, και των ευεργεσιών η αξία εξαφανίζεται, και της ευγνωμοσύνης το αίσθημα εξασθενεί και εκπνέει.
Τοιουτοτρόπως ίσως εξηγείται, παιδία μου, μας είπεν ο αγαθός γέρων, η προς το έθνος ημών αδιαφορία και ψυχρότης, διά να μη είπω αποστροφή και καταφορά πολλών Ευρωπαίων. Πολλάκις διά να εξυπνίσωμεν την υπέρ ημών συμπάθειάν των, υπενθυμίζομεν αυτούς ότι εις τα αθάνατα συγγράμματα των προγόνων μας χρεωστούν τα φώτα και τον πολιτισμόν των, και ότι διά της ωραίας Ελληνικής γλώσσης εδιδάχθησαν την θείαν και αληθή του Χριστού θρησκείαν.. Αλλ' υπενθυμίζοντες τας παρελθούσας ταύτας ευεργεσίας, αντί να διεγείρωμεν φιλελληνισμόν, προσβάλλομεν την φιλαυτίαν αυτών, και εξάπτομεν την προς ημάς αποστροφήν των.
Ας αποσιωπώμεν λοιπόν τας παρελθούσας ευεργεσίας, τοσούτω μάλλον καθόσον ουχί ημείς, αλλ' οι προπάτορες ημών επρόσφεραν αυτάς εις την Ευρώπην.
Ας προσπαθήσωμεν δε ουχί διά των πατραγαθιών, αλλά διά της ιδίας ημών διαγωγής να προσελκύσωμεν την αγάπην, την υπόληψιν, το σέβας, και την ευγενή συνδρομήν των χριστιανικών λαών και κυβερνήσεων.
Δύσκολον είναι το έργον, επρόσθεσε στενάζων ο Γεροστάθης· αλλ' ο Δημοσθένης μας εδίδαξεν ότι δεν υπάρχει δυσκολία, την οποίαν η σταθερά θέλησις και η φιλοπονία δεν δύνανται να υπερνικήσωσιν.
Ας φωτίζωμεν εν τούτοις και ας αυξάνωμεν τας διανοητικάς και σωματικάς ημών δυνάμεις. Ας αγαπήσωμεν τους κόπους και την εργασίαν. Ας εξευγενίζωμεν και ας ανυψόνωμεν το αίσθημα διά του Ελληνισμού. Ας εξημερόνωμεν την ψυχήν διά του Χριστιανισμού, και ιδίως διά του Θείου Νόμου της αγάπης. Ναι, ας αγαπήσωμεν αλλήλους, και τότε η ευδαιμονία και ημών αυτών και της φίλης πατρίδος θέλει είσθαι βεβαία.
Καθώς ο Θεός επέχυσε το θερμαντικόν εις την φύσιν, όπως δι' αυτού ζωογονήται ο υλικός κόσμος, τοιουτοτρόπως επέβαλε και εις τον ηθικόν κόσμον την αμοιβαίαν αγάπην, όπως ζωογονούμενοι δι' αυτής ζώμεν ευδαίμονες. Καθώς δε το παγετώδες ψύχος απονεκρόνει άπασαν την περί τους πόλους φύσιν, ούτω και ο εγωισμός, αυτός ο ψυχρός αντίπους της προς τον πλησίον αγάπης, απομονόνει και καταστρέφει και άτομα και έθνη.
Αλλ' αγαπώντες τον πλησίον, εξ ανάγκης πρέπει ν' αγαπώμεν και τας δύο σεμνάς θυγατέρας της Αγάπης, ήτοι την Ευεργεσίαν και την Δικαιοσύνην.
Ο Αυτοκράτωρ της Ρώμης Τίτος τόσην αγαθότητα και φιλανθρωπίαν είχεν, ώστε, υπάγων εσπέραν τινά εις την κλίνην του, λυπούμενος έλεγεν — Η σημερινή μου ημέρα εχάθη επί ματαίω· ουδεμίαν αφορμήν ευεργεσίας τινός έλαβον σήμερον._!!
Ας μη προφασιζώμεθα δε λέγοντες ότι ημείς δεν είμεθα Αυτοκράτορες, ούτε πλούσιοι, ούτε ισχυροί, και επομένως δεν δυνάμεθα να ευεργετώμεν.
Εάν η προς τον πλησίον αγάπη και αγαθοποιία δεν ήτο ευκολωτάτη εις πάντα άνθρωπον, ο δίκαιος και προνοητικός Θεός βεβαίως δεν ήθελεν επιβάλει αυτήν ως απαραίτητον χρέος παντός χριστιανού.
Μέσα ευεργεσίας δεν είναι μόνον ο πλούτος και η δύναμις. Μυρία άλλα μέσα αγαθοποιίας μας εχάρισεν ο πανάγαθος. Μυρίας δε ευεργεσίας επιδαψιλεύει καθ' εκάστην εις ημάς, όπως και ημείς, μιμούμενοι το θείον παράδειγμά του, προθύμως ευεργετώμεν αλλήλους.
Ήθελε δε είσθαι μωρία ασυγχώρητος εν τω μέσω αυτού του ευμεταβλήτου κόσμου να είπη τις, όσον πλούσιος, όσον ευτυχής, όσον μέγας και αν ήναι, ότι δεν έχει ούτε θέλει λάβει ποτέ ανάγκην βοηθείας, και ότι περιττόν επομένως είναι να βοηθή άλλους.
Άπειροι είναι αι περιπέτειαι του ανθρωπίνου βίου, και ατελεύτητοι αι αμοιβαίαι των ανθρώπων ανάγκαι. Αλλά δύο είναι αι μεγάλαι και διαρκείς ανάγκαι παντός ανθρώπου, η ευάρεστος συναίσθησις της ιδίας αυτού συνειδήσεως, και η παρά των άλλων αγάπη. Μόνον δε ευεργετούντες, δυνάμεθα να θεραπεύσωμεν τας δύο ταύτας μεγάλας ανάγκας.
Ας λυπώμεθα λοιπόν και ημείς, ως ο αγαθός Τίτος, οσάκις, υπάγοντες εις την κλίνην, ενθυμώμεθα ότι εχάσαμεν την ημέραν άνευ τινός αγαθοποιίας.
Αλλά διά ν' ασπασθώμεν την αγαθοποιίαν, μας είπεν ο Γεροστάθης, πρέπει προηγουμένως ν' αγαπήσωμεν την δικαιοσύνην. «Το μηδέν αδικείν και φιλανθρώπους ποιεί » έλεγον οι αρχαίοι σοφοί μας. Το πρώτον βήμα της αγάπης είναι βεβαίως η δικαιοσύνη, το δε δεύτερον η ευεργεσία. Άνθρωπος, όστις δεν σέβεται ως ιερά και απαραβίαστα το πρόσωπον, την ιδιοκτησίαν, την τιμήν, την υγείαν, και την ζωήν των ομοίων του, άνθρωπος εν ενί λόγω άδικος και ικανός να κακοποιήση, βεβαίως ούτε φιλάνθρωπος ούτε ευεργετικός δύναταί ποτε να ήναι.
Διά τούτο και ο Ιησούς προς μεν τους αδίκους είπεν «Αποχωρείτε απ' εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν,» περί δε των δικαίων «Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται.»
Άνευ χρηστών ηθών, άνευ αγάπης, άνευ δικαιοσύνης, και αυτή η ζωογονούσα τα έθνη ελευθερία μεταβάλλεται εις ακολασίαν, ήτις επί τέλους φέρει την κακοδαιμονίαν ή της εσωτερικής τυραννίας, ή διά της εξωτερικής υποδουλώσεως.
Ο Γεροστάθης ενθυμήθη τότε τους τριάκοντα τυράννους των Αθηνών, την αρετήν του Σωκράτους, και την δικαιοσύνην του Αριστείδου. Ιδού δε όσα περί αυτών μας είπεν.
Μετά τον δυστυχή Πελοποννησιακόν πόλεμον οι Αθηναίοι, απολέσαντες την αρχαίαν των αρετήν, συναπώλεσαν και την ελευθερίαν των, υπό τον ζυγόν τριάκοντα σκληρών τυράννων υποβληθέντες.
Άπας σχεδόν ο λαός των Αθηνών είχε τότε εξαχρειωθή· αλλ' ο ενάρετος Σωκράτης ανεφάνη διαμαρτύρησις ζώσα και κατά της διαφθοράς των συγχρόνων του, και κατά της απανθρωπίας των τριάκοντα.
Θέλοντες οι τύραννοι να συλλάβωσι και να φονεύσωσιν αδίκως μεταξύ άλλων καί τινα Λέοντα Σαλαμίνιον, διέταξαν τον Σωκράτην και άλλους τέσσαρας Αθηναίους να μεταβώσιν εις Σαλαμίνα προς εκτέλεσιν της παρανόμου συλλήψεως του Λέοντος.
Και οι μεν τέσσαρες Αθηναίοι υπείκοντες μετέβησαν αμέσως· αλλ' ο ενάρετος Σωκράτης δεν ηθέλησε να συνεργήση εις παρανόμους πράξεις, καταφρονήσας γενναίως και την οργήν και τας απειλάς των αιμοβόρων τυράννων· επροτίμησε δε να διακινδυνεύση και αυτήν την ύπαρξίν του παρά να γίνη όργανον αδικίας και παρανομίας.
Τοιαύτην μεγαλοψυχίαν και αυταπάρνησιν εμπνέει εις τας ευγενείς ψυχάς το ιερόν αίσθημα της δικαιοσύνης!
Την αυτήν δε μεγαλοψυχίαν ανέδειξεν ο φιλοδίκαιος Σωκράτης και ότε, ων μέλος της Βουλής των Πεντακοσίων, επρόκειτο να δικάση τους στρατηγούς των Αθηνών, οίτινες είχον κατατροπώσει τον εχθρικόν στόλον των Λακεδαιμονίων εις τας Αργινούσας πλησίον της Μυτιλήνης.
Ο παράφορος όχλος, εξαπτόμενος υπό των ραδιούργων και κακοηθεστάτων δημαγωγών, απήτει την θανατικήν καταδίκην των στρατηγών, επί τη προφάσει ότι δεν εφρόντισαν να διασώσωσι μετά την ναυμαχίαν τους πεσόντας εις την θάλασσαν.
Εις μάτην οι στρατηγοί επεκαλούντο την τρομεράν τρικυμίαν, ήτις είχε καταστήσει αδύνατον την διάσωσιν των πεσόντων. Οι Βουλευταί έντρομοι υπέκυψαν εις την παραφοράν και εις τας απειλάς του όχλου. Μόνος ο βουλευτής Σωκράτης ατρόμητος ανέκραξεν ότι ενόσω ζη βεβαίως δεν θέλει μολύνει διά της αδικίας την συνείδησίν του, διακινδυνεύσας και πάλιν την ζωήν του χάριν της δικαιοσύνης.
Οι στρατηγοί εντούτοις κατεδικάσθησαν εις την ποινήν του θανάτου· αλλά μετά τινας χρόνους, μετανοήσαντες οι Αθηναίοι διά την άδικον καταδίκην, εδικαίωσαν τον Σωκράτην, τιμωρήσαντες τους κατηγόρους των θανατωθέντων στρατηγών.
Τοιουτοτρόπως μετανοήσαντες κατεδίωξαν και τους κατηγόρους του Σωκράτους, αφού και αυτόν εν τη φυλακή επότισαν το κώνειον του θανάτου.
Αλλ' αι τοιαύται παράκαιροι και ανωφελείς μετάνοιαι δεν αποπλύνουν το αιώνιον αίσχος των πολιτικών αδικημάτων. Το κυριώτερον χαρακτηριστικόν της φρονήσεως είναι η πρόνοια· η δε μετάνοια δεν αποδεικνύει ειμή την παρελθούσαν αφροσύνην.
Αλλ' εάν η τότε αφροσύνη, η τότε διαφθορά των Αθηναίων κατεπίκρανε τα σπλάγχνα της Ελλάδος, η εμφάνισις όμως του Σωκράτους επί του Ελληνικού ορίζοντος παρηγόρησε την Πατρίδα, και συνεκάλυψε την αδοξίαν αυτής.
Περί δε του δικαίου Αριστείδου μας διηγήθη τα εξής·
Ο Αριστείδης εκ νεαράς ηλικίας ανέδειξε χαρακτήρα σεμνόν και σταθερόν, αγάπην ένθερμον προς την αρετήν και την δικαιοσύνην, και αποστροφήν κατά της ψευδολογίας, της απάτης, και της κολακείας. Ούτε χάριν αστεϊσμού δεν κατεδέχετο, ως λέγει ο Πλούταρχος, να προσφύγη ποτέ εις τα δυσειδή ταύτα ελαττώματα.
Το πολιτικόν αξίωμα, το οποίον καθ' όλην την διάρκειαν του βίου του σταθερώς ησπάσθη, ήτο ότι ο αγαθός πολίτης πρέπει να λέγη και να πράττη μόνον τα χρηστά και τα δίκαια. Τοιουτοτρόπως δε ηξιώθη της θείας επωνυμίας του Δικαίου.
Διηγούνται ότι ενήγαγε ποτέ τινα ενώπιον του δικαστηρίου. Ο δε δικαστής, άμα ακούσας τον Αριστείδην, γνωρίζων την φιλαλήθειαν και το φιλοδίκαιον αυτού, ηθέλησεν αμέσως να καταδικάση τον αντίδικόν του άνευ τινός απολογίας. Αλλ' ο Αριστείδης θερμώς παρεκάλεσε τον δικαστήν να μη εκδώση απόφασιν, πριν ή ακούση και τους λόγους του αντιδίκου του. Τοιαύτη ήτο η προς την δικαιοσύνην αγάπη του! Δεν ανείχετο να ενεργηθή ούτε παρ' αυτού, ούτε παρ' άλλων αδικία και κατ' αυτών των εναντίων του· αδικία δε μεγίστη βεβαίως ήθελεν είσθαι να καταδικάση ο δικαστής άνθρωπον χωρίς προηγουμένως ν' ακούση αυτόν.
«Τίμιος μεν και ο μηδέν αδικών, είπεν ο Πλάτων, αλλ' ο μη επιτρέπων τοις αδικούσιν αδικείν, πλέον ή διπλασίας τιμής άξιος εκείνου.» Διπλασίας τιμής άξιος ήτο λοιπόν και ο Αριστείδης, διότι και αυτός δεν ηδίκει, και τους άλλους απέτρεπεν από τας αδικίας.
Τόσην δε υπόληψιν και σέβας έτρεφον προς αυτόν οι συμπολίταί του διά τον φιλοδίκαιον χαρακτήρα του, ώςτε, αντί να προσφεύγωσιν εις τα δικαστήρια, έτρεχον εις τον Αριστείδην προς διάλυσιν των διαφορών των.
Ενώ δε ημέραν τινά εδίκαζε δύο πολίτας, ο είς εξ αυτών, όπως τον ερεθίση κατά του αντιδίκου του, ανέφερεν ότι πολλάκις ο αντίδικός του ηδίκησε και τον Αριστείδην. Αλλ' αυτός, κατασιγάζων ενώπιον της δικαιοσύνης παν ιδιαίτερον αυτού πάθος, είπε προς τον δικαζόμενον «Αντί ν' αναφέρης τας προς εμέ αδικίας του αντιδίκου σου, ειπέ κάλλιον ποίαν αδικίαν έπραξεν αυτός προς σε, διότι σήμερον ο αντίδικός σου δεν δικάζεται μετ' εμού, αλλά μετά σου.»
Δικαίως λοιπόν, ότε εις το θέατρον των Αθηνών παριστάνετο η τραγωδία των επτά επί Θήβας του ποιητού Αισχύλου, και είς των υποκριτών είπεν ότι ο Αμφιάραος
«Ου γαρ δοκείν δίκαιος, αλλ' είναι θέλει,» πάντες έστρεψαν τα βλέμματα προς τον Αριστείδην, δεικνύοντες ούτως ότι εις αυτόν μάλιστα ήρμοζεν ο στίχος του Αισχύλου.
Το φιλοδίκαιον του Αριστείδου ανεφάνη και ότε ο Θεμιστοκλής επρότεινεν εις τους Αθηναίους ότι συνέλαβε σχέδιον, το οποίον, αν τω επέτρεπον να εκτελέση, ήθελεν αποβή ωφελιμώτατον εις τας Αθήνας.
Ο Αριστείδης, μαθών παρά του Θεμιστοκλέους ότι το σχέδιον τούτο συνίστατο εις το να καύσωσιν εξαίφνης τους στόλους όλων των άλλων Ελληνίδων πόλεων, και ούτω να μείνωσιν οι Αθηναίοι θαλασσοκράτορες και κύριοι της Ελλάδος όλης, είπε προς τους Αθηναίους, ότι _το σχέδιον φαίνεται μεν ωφελιμώτατον, αλλ' είναι αδικώτατον. Οι δε Αθηναίοι, ενάρετοι τότε όντες και φιλοδίκαιοι, αποστρεφόμενοι δε τας εξ αδικιών ωφελείας και τα επί αδικημάτων στηριζόμενα μεγαλεία, απέκρουσαν αμέσως το σχέδιον του Θεμιστοκλέους.
Η δικαιοσύνη ανυψοί τα έθνη, είπεν ο σοφός Σολομών, και η αδικία καταστρέφει αυτά. Είθε η μεγάλη αύτη αλήθεια να οδηγή πάντοτε και λαούς και κυβερνώντας!
Δι' αδικιών, δι' αρπαγών, διά δολιοτήτων δύνανται βεβαίως να ωφεληθώσι και να μεγαλυνθώσι προς ώραν και άτομα και έθνη· αλλά της κακίας η τιμωρία δεν βραδύνει. Η αδικία γεννά τύψεις συνειδότος, εχθρούς, απομόνωσιν, αντεκδικήσεις, και επί τέλους καταστροφήν. Μόνα τα διά της φιλοπονίας, της αγαθοεργίας, και της δικαιοσύνης αποκτώμενα ωφελήματα και μεγαλεία είναι αληθή, διαρκή και ευάρεστα.
Διά τούτο και ο μέγας διδάσκαλος της αρετής, ο Σωκράτης, εδίδασκεν ότι ποτέ πράξις άδικος δεν δύναται να ήναι και αληθώς ωφέλιμος, αλλ' ότι μόνον το δίκαιον είναι και πραγματικώς ωφέλιμον. Ενόσω οι Αθηναίοι ηκολούθουν τας αναλλοιώτους ταύτας αρχάς της αρετής, και ως κόρην οφθαλμού εφύλαττον τους νόμους του Σόλωνος, η ελευθερία συνεβασίλευε μετά της ευνομίας και της αρετής. Αλλ' ότε η αρετή εξέλιπε, τότε και η ελευθερία εξέκλινεν εις ακολασίαν, η δε τυραννία διεδέχθη την ελευθερίαν, και η αδικία την δικαιοσύνην· τότε δε και τους νικηφόρους στρατηγούς των αδίκως κατεδίκαζον εις θάνατον, και τον ενάρετον Σωκράτην και τον χρηστόν Φωκίωνα απανθρώπως επότιζον το κώνειον.
Έκτοτε, παιδία μου, επρόσθεσε τεθλιμμένος ο γέρων, ημέραν καλήν δεν είδε πλέον η δυστυχής Ελλάς, συμποτισθείσα και αυτή μετά των φιλτάτων της τέκνων Σωκράτους και Φωκίωνος το κώνειον της κακοδαιμονίας.
Προσπαθήσατε λοιπόν σεις, τα νέα τέκνα της, αι νέαι ελπίδες της, ανατρεφόμενοι και ζώντες χριστιανικώς και εναρέτως, να φέρητε εις τους κόλπους αυτής την αρετήν, την δικαιοσύνην, και την αγάπην, όπως ζήση πάλιν ένδοξος και ευδαίμων η σήμερον τεθλιμμένη πατρίς.
Εγχαράξατε επομένως εις τα βάθη της καρδίας σας τους ακολούθους στίχους
«Αγάπα τον πλησίον σου, ποτέ μη αδικήσης, « Και έσο ευεργετικός, διά να ευτυχήσης.» ~~~~~~~~~~
« Ούτε αντιδικείν δει, ούτε κακώς
ποιείν ουδένα, ουδ' αν οτιούν πά-
σχω υπ' αυτών. »
(Σωκράτους.).
ΕΝΩ ημέραν τινά ήμεθα όλοι συνηγμένοι εις την αυλήν του σχολείου,
και εγυμναζόμεθα, παρόντων των διδασκάλων και του αγαθού
Γεροστάθου, συνέβησαν τα ακόλουθα μεταξύ του συμμαθητού μας
Παύλου και της αδελφής του Ευφροσύνης.
Ο οκταετής Παύλος ήτο έξυπνος και ζωηρός, είχε δε καλήν και ευαίσθητον καρδίαν, αλλ' ενίοτε ως εκ της ζωηρότητός του παρεξετρέπετο εις πράξεις ατόπους, διά τας οποίας ακολούθως έχυνε δάκρυα μετανοίας και λύπης.
Η αδελφή του Ευφροσύνη, νεάνις δεκαετής, γλυκεία και φιλάδελφος, ήρχετο τακτικώτατα κατά την ώραν της γυμναστικής, όπως μετά την σωμασκίαν του αδελφού της συνοδεύη αυτόν εις την πατρικήν των οικίαν.
Ενώ δε επερίμενεν ημέραν τινά εις την αυλήν του σχολείου, θεωρούσα τας διαφόρους γυμνάσεις, ο Παύλος, αποτυχών είς τινα επί του μονοζύγου στροφήν, έπεσεν επί της άμμου. Η αποτυχία και η πτώσις του επροκάλεσαν τον γέλωτα όλων ημών, τον οποίον συνεμερίσθη και η αδελφή του.
Αλλ' ο Παύλος, εντραπείς διά την αποτυχίαν του, και θυμώσας διά τον γέλωτα, πλησιάζει την Ευφροσύνην εισέτι γελώσαν, και οργίλως καταφέρει κατά του προσώπου της σφοδρόν γρόνθον, όστις και πόνον και αιμορραγίαν τη επροξένησεν.
Κρατούσαν τότε το αιμοσταγές πρόσωπόν της, τρέχει κατόπιν του φεύγοντος Παύλου διά να κτυπήση αυτόν.
Αλλ' ο Γεροστάθης προφθάνει, και συλλαμβάνων αυτήν από την χείρα λέγει προς αυτήν — Αν θέλης να τιμωρήσης, κόρη μου, τον Παύλον, και να εκδικηθής, πρέπει να φιλήσης, και ουχί να κτυπήσης αυτόν.
Η Ευφροσύνη, στρέφουσα με απορίαν και θαυμασμόν τα βλέμματα προς τον Γεροστάθην — Να τον φιλήσω! λέγει, ενώ αυτός τόσον δυνατά μ' εκτύπησε!
— Ναι! να τον φιλήσης, επαναλαμβάνει ο γέρων. Αν τον κτυπήσης, θ' αναφανής και συ κακή ως αυτός· αντί δε να τον διορθώσης διά του κτυπήματος, θέλεις τον εξάψει έτι μάλλον, και εις την έξαψίν του ίσως σε κακοποιήση έτι περισσότερον. Αν τον κτυπήσης, αντί να τον κάμης να σ' αγαπήση και να φέρηται αδελφικώς προς σε, θέλεις αυξήσει την αποστροφήν του, και θέλεις χειροτερεύσει την κακήν του διαγωγήν.
Αν όμως, Ευφροσύνη μου, τον φιλήσης, θ' αναφανής συ καλλιτέρα εκείνου· διά του καλού σου παραδείγματος θέλεις τον σωφρονίσει, διά της πραότητος και γλυκύτητός σου θέλεις τον κάμει να συναισθανθή το σφάλμα του, να μετανοήση, και να σε αγαπήση, γινόμενος και εκείνος γλυκύς και πράος. Ιδέ τον με πόσην λύπην παρατηρεί το αιματωμένον πρόσωπόν σου! ήρχισεν ήδη να μετανοή! τρέξε λοιπόν και φίλησέ τον, δος καλόν αντί κακού, φίλημα αντί κτυπήματος, και ούτω θέλεις θριαμβεύσει.
Ενόσω ο Γεροστάθης ωμίλει, ο θυμός της μικράς Ευφροσύνης βαθμηδόν επραΰνετο· μόλις δε ο γέρων ετελείωσε, και η Ευφροσύνη τρέχει, εναγκαλίζεται, και καταφιλεί τον αδελφόν της.
Το αγαθόν αυτό φίλημα προκαλεί εις τους οφθαλμούς του Παύλου δάκρυα μετανοίας, και συγχρόνως αδελφικώτατον αντιφίλημα· η δε Ευφροσύνη, σπογγίζουσα τα δάκρυά του, παρεκάλει αυτόν να μη κλαίη, λέγουσα ότι δεν πονεί πλέον.
Ο Γεροστάθης τότε ένιψε το πρόσωπον της Ευφροσύνης διά ψυχρού ύδατος, όπως παύση το στάζον αίμα· η δε Ευφροσύνη, λαβούσα την δεξιάν του άδελφού της, διευθύνθη μετ' αυτού εις την οικίαν των. Άπαντες δε εθαυμάσαμεν, ιδόντες ιδίοις οφθαλμοίς πόσην δύναμιν, πόσον ύψος, και πόσον ωραία αποτελέσματα έχει η ανταπόδοσις καλού αντί κακού.
Ότε δε μετά την γυμναστικήν εξήλθομεν εις περίπατον μετά του
Γεροστάθου, είς εξ ημών τω είπεν ότι πολύ ωραίον ήτο το προς την
Ευφροσύνην μάθημά του· ο δε αγαθός γέρων απήντησε τα εξής.
— _Το καλόν αντί κακού δεν είναι ιδικόν μου μάθημα· είναι μάθημα σωτήριον του Σωτήρος ημών, είναι η θειοτέρα παραγγελία αφ' όσας μας έδωκεν ο θεάνθρωπος Ιησούς. Και όμως πόσοι, ονομαζόμενοι χριστιανοί, τυφλωμένοι από τα πάθη, λησμονούν και παραβιάζουν την θείαν ταύτην εντολήν, την οποίαν ο Χριστός μας έδωκεν!
«Εγώ λέγω υμίν αγαπάτε τους εχθρούς υμών, αγαθοποιείτε τους μισούντας υμάς, και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων και καταδιωκόντων υμάς. Εάν αγαπάτε μόνον τους αγαπώντας υμάς, ποίος θέλει είσθαι ο μισθός υμών; Αγαπάτε και ευεργετείτε τους εχθρούς υμών, όπως γίνητε τέλειοι ως ο Θεός, ο Πατήρ υμών.»
Τους δε θείους αυτούς λόγους επεσφράγισεν ο Ιησούς και δια του θείου αυτού παραδείγματος· διότι, ότε ο όχλος των Ιουδαίων εν τη μανιώδει παραφορά του κατεδίωξε τον Σωτήρα ημών, τον εσυκοφάντησε, τον ενέπαιξε, και επί του Γολγοθά τον εσταύρωσε, δεν ηγανάκτησεν ο θεάνθρωπος κατά των θανασίμων αυτών εχθρών του, δεν επεθύμησεν εκδίκησιν, δεν επεκαλέσθη την τιμωρίαν των φονέων του παρά του παντοδυνάμου Πατρός του· αλλ' εν τη θεία αυτού αγαθότητι παρεκάλεσε τον Ύψιστον να συγχωρήση τους φονείς του, διότι δεν εξεύρουν τι κάμνουν. «Πάτερ, είπεν, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν.»
Ιδού η υπερτάτη αρετή, την οποίαν μας διδάσκει η γλυκυτάτη θρησκεία μας. Προσπαθήσατε εξ αυτής της τρυφεράς ηλικίας σας να αισθανθήτε το θείον κάλλος της αρετής ταύτης, και επομένως να εγκολπωθήτε αυτήν καθ' όλον το στάδιον του βίου σας.
Τα αποτρόπαια πάθη του μίσους και της εκδικήσεως είναι όλως ασυμβίβαστα με την θρησκείαν του χριστιανού και με την ευδαιμονίαν του ανθρώπου. Γλυκεία ίσως, αλλά βραχυτάτη είναι η ηδονή της εκδικήσεως· πικρόταται όμως, διαρκείς, και ακαταλόγιστοι είναι αι συνέπειαι αυτής.
«Εάν πεινά ο εχθρός σου ψώμιζε αυτόν· εάν διψά πότιζε αυτόν,» μας είπε και ο σοφός Σολομών.
Αλλά και υπό το κράτος της ειδωλολατρείας και της πολυθεΐας ανεφάνησαν άνδρες γλυκείς, πράοι, και αμνησίκακοι, οίτινες ανταπέδωκαν καλόν αντί κακού.
Μας διηγήθη δε τότε ο γέρων διάφορα Ελληνικά ανέκδοτα, εξ ων θέλω εκθέσει ενταύθα όσα διετήρησεν η μνήμη μου.
Ενώ ο νομοθέτης της Σπάρτης Λυκούργος ευρίσκετο ημέραν τινά εις την αγοράν, νεανίας οξύθυμος και αυθάδης, Άλκανδρος καλούμενος, επιπίπτει κατ' αυτού και διά της βακτηρίας του εξορύττει ένα των οφθαλμών του.
Δεν εξήφθη ο έμφρων Λυκούργος, δεν ηγανάκτησεν, ουδέ την βακτηρίαν του ύψωσε διά ν' ανταποδώση κτύπημα αντί κτυπήματος, οφθαλμόν αντί οφθαλμού· αλλ' ατάραχος, παρουσιασθείς ενώπιον του λαού, έδειξε το καθημαγμένον πρόσωπόν του και το τυφλωμένον όμμα του.
Η αταραξία αύτη και η πραότης του Λυκούργου συνεκίνησαν και αυτούς τους εχθρούς του· όθεν παρεδόθη αμέσως εις τας χείρας του ο νέος Άλκανδρος, όπως τιμωρήση αυτόν κατ' αρέσκειαν.
Ευχαρίστως ο Λυκούργος παρέλαβεν εις την οικίαν του τον Άλκανδρον· αλλά, καθώς μας βεβαιόνει ο Πλούταρχος, ουχί μόνον δεν εκακοποίησεν αυτόν, αλλ' ουδέ λόγον ψυχρόν τω απεύθυνεν. Απ' εναντίας, καταστήσας τον εχθρόν του φίλον επιστήθιον διά των περιποιήσεων και συμβουλών του, απέδωκεν αυτόν εις την πατρίδα πολίτην ενάρετον και σωφρονέστατον.
Ιδού αμνησικακία, ιδού αρετή! Αλλ' αν ο Λυκούργος, ων εκδικητικός, ηγανάκτει κατά του αυθάδους Αλκάνδρου και εκτύπα αυτόν, ο Άλκανδρος βεβαίως ήθελε κατασταθή αυθαδέστερος, ο δε Λυκούργος ίσως έχανε και τον έτερον οφθαλμόν ή και αυτήν την ζωήν του. Η πραότης όμως, και η ανταπόδοσις καλού αντί κακού και τον Άλκανδρον εσωφρόνισε, και τον Λυκούργον ανέδειξεν αξιαγάπητον και αξιοσέβαστον.
Ότε εις τον Πελοπίδαν, τον στρατηγόν των Θηβαίων, κατεμήνυσαν ότι εχθρός του στρατιώτης εκακολόγει αυτόν, αντί ν' αγανακτήση και να τιμωρήση τον υβριστήν, ιδού τι απήντησεν.
— « Ούτε τας κακολογίας, ούτε τας κατ' εμού ύβρεις του στρατιώτου ήκουσά ποτε διά να τιμωρήσω αυτόν· αλλά τας υπέρ της πατρίδος ανδραγαθίας αυτού είδον ιδίοις οφθαλμοίς εις το πεδίον της μάχης, και επομένως δεν δύναμαι παρά να θαυμάζω και ν' αγαπώ τοιούτον στρατιώτην. »
Διά της γενναίας δε ταύτης απαντήσεώς του, ανταποδόσας έπαινον αντί ύβρεως, και την αγάπην και το σέβας του στρατιώτου προσείλκυσε, και τας κακολογίας αυτού διά παντός κατέπαυσεν.
Ημέραν τινά εις την αγοράν των Αθηνών, ενώ ο Περικλής κατεγίνετο εις τα έργα του, άνθρωπος κακοήθης ήρχισε να εξυβρίζη αυτόν· αλλ' ο Περικλής, αταράχως και σιωπηλώς ακούων τας ύβρεις, εξηκολούθησεν εργαζόμενος.
Ότε δε ενύκτωσε, και ο Περικλής επέστρεφεν εις την οικίαν του, ο αυθάδης εκείνος παρηκολούθησεν αυτόν υβρίζων και κακολογών. Αλλ' ο Περικλής δεν εθύμωσεν, ούτε την τιμωρίαν του υβριστού επροκάλεσεν. Απ' εναντίας, εισελθών εις την οικίαν του, παρήγγειλεν ένα των υπηρετών του να λάβη φως, και συνοδεύση τον υβριστήν μέχρι της κατοικίας του, ίνα μη κακοπάθη εις το σκότος της νυκτός.
«Συγγνώμη τιμωρίας αμείνων· το μεν γαρ ημέρου φύσεως, το δε θηριώδους,» είπεν ορθότατα ο σοφός Πιττακός· η δε φύσις του Περικλέους, ούσα τω όντι ημερωτάτη και ουχί θηριώδης, επροτίμησε την συγγνώμην από την εκδίκησιν.
Προσπαθήσατε, επρόσθεσεν ο Γεροστάθης, διά της φιλεργίας, της τιμιότητος, και της αρετής να κατασταθήτε άτρωτοι από τα βέλη της κακολογίας, της ύβρεως, και της διαβολής· τότε δε και η γενναιότης, και η αμνησικακία, και η συγγνώμη, και η ανταπόδοσις καλού αντί κακού ευκολώτερα θέλουν στολίσει τον βίον σας.
Και ο Σωκράτης εδίδασκεν ότι ποτέ δεν πρέπει ν' ανταποδίδωμεν κακόν αντί κακού, αδικίαν αντί αδικίας, βλάβην αντί βλάβης. — Όταν κακοποιής τον πλησίον σου είσαι άδικος, έλεγεν ο Σωκράτης, οποιονδήποτε κακόν ή αδικίαν και αν υπέφερες παρ' αυτού.
Αλλ' ο Σωκράτης, όσα διά των λόγων του εδίδασκε, και διά των έργων του πάντοτε επεσφράγιζε.
Η κακή τύχη τω έδωκε σύζυγον την Ξανθίππην, γυναίκα εις άκρον οξύθυμον και διεστραμμένην, πολλάκις αυθαδιάζουσαν και βαναύσως φερομένην κατά του σεβασμίου εκείνου ανδρός· αλλά μετά πραότητος υποφέρων τα πάντα ο Σωκράτης, ουδέποτε ηθέλησε να εκδικηθή κατ' αυτής, και ν' ανταποδώση ύβριν αντί ύβρεως, κακόν αντί κακού.
Ημέραν τινά, ενώ η παράφορος γυνή μανιωδώς εκραύγαζε και βροντοφώνως εξύβριζε τον αγαθόν σύζυγόν της, αυτός ατάραχος εξήρχετο της οικίας. Η Ξανθίππη τότε, λαβούσα αγγείον πλήρες, εκένωσεν αυτό επί της κεφαλής του συζύγου της. Αλλ' ο Σωκράτης, αντί ν' αγανακτήση, γελών είπε «μετά τας βροντάς επέρχεται βροχή,» διδάσκων ούτω την υπομονήν, την πραότητα, την αμνησικακίαν.
Άλλοτε κακοήθης τις εκτύπησε σφοδρώς τον Σωκράτην κατά πρόσωπον, ώστε και κατεπληγώθη και εξωγκώθη το πρόσωπόν του· ο δε Σωκράτης, αφού αταράχως υπέφερε την προσβολήν, έγραψεν επί του προσώπου του το όνομα του κακοήθους εκείνου, ως επί των ανδριάντων γράφεται το όνομα του γλύπτου, και αυτή ήτο η μόνη εκδίκησις του εναρέτου ανδρός.
Ότε δε ο κωμικός Ποιητής των Αθηνών Αριστοφάνης, θέλων να εμπαίξη τους σοφιστάς, εισήγαγε το πρόσωπον του Σωκράτους εις την κωμωδίαν του την επιγραφομένην Νεφέλας, ο Σωκράτης, παρευρεθείς εις το θέατρον, ουχί μόνον αταράχως εθεώρει το πρόσωπόν του αδίκως εμπαιζόμενον υπό του κωμικού, αλλ' άμα εννοήσας ότι ξένοι τινές θεαταί επεθύμουν να γνωρίσωσι προσωπικώς τον επί της σκηνής κωμωδούμενον Σωκράτην, ηγέρθη εις την θέσιν του, όπως ευκολώτερα τον ίδωσιν οι περίεργοι ξένοι, αποδείξας τοιουτοτρόπως ότι η αληθής αρετή είναι ανωτέρα πάσης ύβρεως και παντός εμπαιγμού.
Ότε δε οι διεφθαρμένοι συμπολίταί του, μη ανεχόμενοι αυτόν στηλιτεύοντα την κακίαν και διδάσκοντα την αρετήν, τον κατεδίκασαν να πίη το κώνειον, «ουδέν πάθος, είπεν ο Σωκράτης, ουδέν αίσθημα εκδικήσεως αισθάνομαι κατά των κατηγόρων και δικαστών μου· ούτε ν' αντιδικώμεν, ούτε να κακοποιώμεν πρέπει τινά, ό,τι δήποτε και αν πάσχωμεν υπ' αυτών.» Και διά των χριστιανικωτάτων αυτών λόγων επεσφράγισεν εν τη φυλακή τον ενάρετον αυτού βίον.
Όρθότατα λοιπόν είπον ότι, αν ο Σωκράτης δεν ευτύχησε να γεννηθή χριστιανός, ανεφάνη όμως αληθής προαπόστολος του χριστιανισμού, διότι διά της εναρέτου διδασκαλίας και διαγωγής του προητοίμασε τα πνεύματα προς ευκολωτέραν παραδοχήν των θείων του χριστιανισμού αρχών.
Το κώνειον του Σωκράτους, μας είπε τότε ο Γεροστάθης, μ' ενθυμίζει το κώνειον του Φωκίωνος· διότι και αυτός ο χρηστός πολίτης των Αθηνών διά του κωνείου απέθανεν εις την φυλακήν.
Ποτέ ο Φωκίων δεν εκακοποίησε συμπολίτην του, αλλ' ούτε εθεώρησέ ποτέ τινα ως εχθρόν του· πολλάκις μάλιστα, ως βεβαιόνει ο Πλούταρχος, εβοήθησε και γενναίως επροστάτευσεν ανθρώπους, οίτινες τον είχον βλάψει.
Ότε εις τας Αθήνας έφθασεν η είδησις του θανάτου του Φιλίππου, βασιλέως της Μακεδονίας, ο λαός των Αθηνών τόσον εχάρη, ώστε ητοιμάζετο να προσφέρη θυσίας εις τους θεούς. Αλλ' ο έμφρων Φωκίων τους εμπόδισεν, ειπών ότι είναι αγενές να επιχαίρωσιν εις τον θάνατον ενός εχθρού.
Πιστός δε οπαδός του Σωκράτους ηγάπα να λέγη εις τους συμπολίτας του την αλήθειαν, όσον πικρά και αν ήτο αύτη. Ενώπιον δε της αληθείας και αυτήν την ζωήν του προθύμως εθυσίαζε.
Συμβουλεύων ποτέ τους Αθηναίους και βλέπων αυτούς δυσαρεστουμένους και θορυβούντας, είπε προς αυτούς «Δύνασθε μεν, ω Αθηναίοι, να με βιάσητε να πράξω ό,τι δεν θέλω· αλλά ποτέ δεν θέλετε δυνηθή να με αναγκάσητε να σας ομιλήσω εναντίον της πεποιθήσεώς μου.»
Ότε δε ο ρήτωρ των Αθηνών Υπερίδης ηρώτησε δημοσίως τον ειρηνικόν Φωκίωνα, πότε θέλει αποφασίσει να συμβουλεύση εις τους Αθηναίους τον πόλεμον, ο Φωκίων μ' όλην την παρρησίαν απήντησεν «Όταν ίδω τους μεν νέους ανδρείους και φίλους της πειθαρχίας, τους δε πλουσίους προθύμως συνεισφέροντας υπέρ πατρίδος, και τους πολιτικούς μη κλέπτοντας τα δημόσια.»
Ο Φωκίων συνήνονε την γλυκύτητα και ημερότητα του χαρακτήρος με ύφος αυστηρόν κατά των διεφθαρμένων συμπολιτών του· ευφυώς δε λέγει ο Πλούταρχος ότι ωμοίαζε γλυκύν αλλά δυνατόν οίνον, όστις και ευαρεστεί και ωφελεί τους πίνοντας· ενώ οι γλυκείς και αδύνατοι οίνοι συνήθως είναι επιβλαβείς, ως οι κόλακες και οι δημαγωγοί.
Αλλά καθώς οι μεθύοντες δεν αισθάνονται εν τη μέθη των την ποιότητα του οίνου, τον οποίον πίνουν, τοιουτοτρόπως και οι Αθηναίοι τότε, εν τη μέθη της διαφθοράς των, δεν ηδύναντο να εκτιμήσωσι την φρόνησιν των συμβουλών του Φωκίωνος. Αι αλήθειαι μάλιστα, τας οποίας έλεγε προς αυτούς, παρώξυνον κατ' αυτού τους διεφθαρμένους συμπολίτας του, απαράλλακτα καθώς το μέλι παροξύνει τας πληγάς, το δε φως τους πάσχοντας οφθαλμούς.
Όθεν οι Αθηναίοι, κακώς διατεθειμένοι κατά του χρηστού Φωκίωνος, και ραδιουργούμενοι υπό των εγχωρίων και ξένων εχθρών του, οίτινες ούτε την αρετήν ούτε την φιλαπατρίαν του ανδρός ανείχοντο, κατεδίκασεν επί τέλους αυτόν εις την ποινήν του θανάτου.
Ότε δε επρόκειτο να πίη το κώνειον και ν' αποθάνη, ερωτηθείς ποία ήτο η τελευταία αυτού παραγγελία προς τον υιόν του Φώκον, είπε «Να μη μνησικακήση ποτέ κατά των Αθηναίων διά τον άδικον θάνατόν μου,» και διά της χρηστής ταύτης παραγγελίας ετελείωσε τον ένδοξον βίον του.
Τοιαύτη ήτο η χρηστότης και η φιλοπατρία του, ώστε ουχί μόνον αυτός δεν αγανάκτησε κατά των φονέων του, αλλά και προς τον υιόν του αποθνήσκων αμνησικακίαν εσύστησε.
Τα αισχρά, τα ολέθρια, τα αντιχριστιανικά πάθη της μνησικακίας, του μίσους, και της εκδικήσεως, τα οποία ποτέ δεν εμόλυναν την ωραίαν ψυχήν του Φωκίωνος, ποτέ, παιδία μου, μας είπε ζωηρώς ο Γεροστάθης, ποτέ ας μη μολύνωσι και τας ιδικάς σας καρδίας, ό,τι δήποτε και αν υποφέρητε από την κακίαν των ανθρώπων.
Μετά τινα διακοπήν ο Γεροστάθης μας είπεν ότι ο Φωκίων τον ενθύμισε τον σύγχρονόν του Δημοσθένην, τον μέγαν ρήτορα των Αθηνών, όστις πλήρης ζωηράς φιλοπατρίας, ενδόξως ηγωνίσθη διά της ανδρικής αυτού ευγλωττίας υπέρ της ελληνικής ελευθερίας κατά των κατακτητικών σχεδίων του Φιλίππου.
Κατηγορηθείς και ο Δημοσθένης υπό των εχθρών του και καταδικασθείς, ηναγκάσθη να φύγη από τας Αθήνας και να ζη εις τα ξένα.
Αλλ' αν και το σώμα του ήτο μακράν της πατρίδος του, ο νους όμως και η καρδία του ήσαν πάντοτε εις τας Αθήνας. Πολλάκις δε, ως βεβαιόνει ο Πλούταρχος, εκ της Τροιζήνος και της Αιγίνης, όπου έζη εξόριστος, έστρεφε τους οφθαλμούς πλήρεις δακρύων προς την καταδικάσασαν αυτόν πατρίδα.
Ενώ διήρκει η εξορία του, έφθασεν εις τας Αθήνας η είδησις του θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ενθαρρυνθέντες δε εκ της ειδήσεως ταύτης οι Αθηναίοι ηθέλησαν ν' αναστατώσωσι τας ελληνικάς πόλεις κατά της Μακεδονικής δυναστείας, και προς τον σκοπόν τούτον έστειλαν πρέσβεις εις διαφόρους πόλεις.
Ο δε φιλόπατρις Δημοσθένης, λησμονών την κατ' αυτού καταφοράν των συμπολιτών του, έτρεξε προθύμως προς ενίσχυσιν των πρέσβεων της πατρίδος του.
Εις την Αρκαδίαν τότε ο Πυθέας αντικρούων τους πρέσβεις των Αθηνών είπε μεταξύ άλλων ότι «καθώς είναι αξιολύπητος οικία τις, εις την οποίαν βλέπομεν εισαγόμενον το γάλα της όνου, το οποίον προς τροφήν των φθισιώντων δίδεται, επίσης αξιολύπητοι είναι και αι πόλεις, εις τας οποίας βλέπομεν εισερχομένους τους πρέσβεις εξ Αθηνών.»
Ο δε εξόριστος Δημοσθένης, απαντών εις τον Πυθέαν, και υπερασπιζόμενος τους συμπολίτας του, ευφυώς και πατριωτικώτατα είπε τα εξής, «καθώς το όνειον γάλα εισάγεται εις τας οικίας προς θεραπείαν των ασθενούντων, τοιουτοτρόπως και οι πρέσβεις των Αθηναίων εισέρχονται εις τας ελληνικάς πόλεις προς σωτηρίαν αυτών.»
Ότε δε οι Αθηναίοι έμαθον τους πατριωτικούς αυτούς λόγους, αμέσως απεφάσισαν την ανάκλησίν του, και έστειλαν επίτηδες τριήρη, διά να επαναφέρη αυτόν εις την πατρίδα του.
Καθ' ην δε ημέραν ο εξόριστος εφθασεν εις Πειραιά, όλη η πόλις των Αθηνών κατέβη εις τον λιμένα προς υποδοχήν του Δημοσθένους· ανατείνας δε τας χείρας εις τον ουρανόν, ανέκραξεν ότι «η ημέρα εκείνη ήτο η ευτυχεστέρα της ζωής του.»
Ιδού η αμοιβή, η δόξα, και ο θρίαμβος της αμνησικακίας και της φιλοπατρίας!
Εν τούτοις η ώρα είχε παρέλθει, και ο Γεροστάθης ηθέλησε να επανέλθωμεν εις την κωμόπολιν. Ενώ δε επεστρέφομεν μας διηγήθη και τα εξής περί Αριστείδου και Κίμωνος.
Ωραίον παράδειγμα αμνησικακίας και πραότητος παρουσιάζει, παιδία μου, και ο βίος του δικαίου Αριστείδου.
Ο Αριστείδης διά της δικαιοσύνης, της αφιλοχρηματίας, της φρονήσεως, και της φιλοπατρίας του μεγίστην υπόληψιν και επιρροήν είχεν αποκτήσει εντός των Αθηνών· αλλά τινες παρέστησαν ως επικίνδυνον εις το δημοκρατικόν πολίτευμα την τοιαύτην του Αριστείδου υπεροχήν, και ούτω κατέπεισαν τον λαόν να εξοστρακίση τον δίκαιον αυτόν άνδρα επί δεκαετίαν μακράν των Αθηνών.
Ότε δε οι επιθυμούντες την εξορίαν του έγραφον επί των οστράκων το όνομά του, διά να δώσωσι την κατ' αυτού ψήφον των, χωρικός τις αγράμματος επλησίασεν αυτόν, και παρουσιάσας το όστρακόν του, τον παρεκάλεσε να γράψη επ' αυτού το όνομα Αριστείδης.
— Και τι κακόν έπαθες υπό του Αριστείδου ; ηρώτησε τότε τον
χωρικόν ο Αριστείδης·
— Ουδέν, απεκρίθη ο χωρικός, ουδέ γνωρίζω τον άνθρωπον· αλλ'
ενοχλούμαι ακούων απανταχού ονομαζόμενον αυτόν Δίκαιον.
Ο Αριστείδης δεν ηγανάκτησε κατά του χωρικού· ουδέ να μεταβάλη την γνώμην αυτού κατεδέχθη· αλλά σεβασθείς την ελευθερίαν της ψήφου, έγραψεν αμέσως επί του οστράκου το όνομά του, και επέστρεψεν αυτό εις τον χωρικόν.
Εξερχόμενος δε εξόριστος από τας Αθήνας, ύψωσε τας χείρας εις τον ουρανόν, ουχί διά να επικαλεσθή την οργήν των θεών κατά των αχαρίστων συμπολιτών του, αλλά διά να ευχηθή διαρκή και μόνιμον ευτυχίαν εις την εξορίζουσαν αυτόν πατρίδα. « Είθε, είπεν, οι συμπολίται μου, ευτυχούντες πάντοτε, να μη αναγκασθώσι ποτέ να ενθυμηθώσι τον Αριστείδην!_»
Τοιαύται χριστιανικαί τωόντι ευχαί μόνον από καρδίας ευγενείς, αμνησικάκους, και φιλοπάτριδας δύνανται να εξέλθωσιν.
Αν και ημείς, επρόσθεσεν ο Γεροστάθης, δεν μορφώσωμεν τοιαύτας τας καρδίας, οι μεν εχθροί δικαίως θέλουν μας αποκαλεί αναξίους απογόνους των ενδόξων προγόνων μας, η δε πατρίς ματαίως θέλει περιμένει ημέρας νέας δόξης και ευτυχίας.
Ουχί δε μόνον διά των λόγων και των ευχών του, αλλά και δι' έργων απέδειξεν ο Αριστείδης την αμνησικακίαν της εναρέτου ψυχής του·
Ότε, ευρισκόμενος εξόριστος εις Αίγιναν, είδεν εκείθεν τον Περσικόν στόλον πλησιάζοντα εις την Σαλαμίνα, φοβηθής μήπως οι συμπολίται του, κατακλειόμενοι εξαίφνης, καταστραφώσιν, αποφασίζει αμέσως να διακινδυνεύση και αυτήν την ιδίαν του ζωήν προς σωτηρίαν των Αθηναίων, και του αντιπάλου του Θεμιστοκλέους. Εμβαίνει λοιπόν εις πλοιάριον, και βοηθούμενος υπό του σκότους της νυκτός, ατρόμητος διαπλέει εν τω μέσω του εχθρικού στόλου· φθάνων δε εις την Σαλαμίνα ανακοινόνει αμέσως προς τον εχθρόν του Θεμιστοκλέα την προσέγγισιν του Περσικού στόλου και τον επικείμενον κίνδυνον, όπως ως ναύαρχος διατάξη τα δέοντα.
Ότε δε ο Θεμιστοκλής εξήγησε προς αυτόν ότι η προσέγγισις των Περσών ήτο ίδιον αυτού στρατήγημα, όπως αναγκάση αυτούς να πολεμήσωσιν εντός των στενών, ο Αριστείδης παρεδέχθη ως ορθότατον το σχέδιον του Θεμιστοκλέως, αν και σχέδιον του αντιζήλου και αντιπάλου του, και υπεστήριξεν αυτό όλαις δυνάμεσιν ενώπιον των Ελλήνων. Τα ποταπά και ολέθρια αισθήματα της αντιζηλίας, της ψευδοφιλοτιμίας, και του φθόνου ήσαν όλως άγνωστα εις την ευγενή ψυχήν του Αριστείδου.
Τείνας δε τότε την δεξιάν του προς τον Θεμιστοκλέα, είπε τους εκείνους λόγους, τους οποίους πας αληθής Έλλην πρέπει να διατηρή ζωηρούς εις την μνήμην του, οσάκις περί πατρίδος πρόκηται· «Ας αφήσωμεν κατά μέρος, ω Θεμιστόκλεις, τας ματαίας και νεανικάς αντιζηλίας· ας σωφρονισθώμεν· ας θυσιάσωμεν προθύμως τα πάθη μας ενώπιον της πατρίδος, και ας φιλοτιμηθώμεν να συντελέσωμεν αμφότεροι εις την σωτηρίαν αυτής, συ μεν στρατηγών εγώ δε προθύμως υπακούων και συμβουλεύων.»
Ο Θεμιστοκλής συγκινηθείς ησπάσθη τον αντίπαλόν του, και ωφεληθείς από την ανδρίαν, από την ειλικρινή συνδρομήν, και από τας φρονίμους συμβουλάς του, κατώρθωσε την λαμπράν εκείνην ναυμαχίαν της Σαλαμίνος, ήτις και την Ελλάδα έσωσε, και τον Θεμιστοκλέα απηθανάτισεν.
Ο εξόριστος λοιπόν Αριστείδης, ουχί μόνον κακόν αντί κακού δεν ανταπέδωκεν, αλλά και αυτήν την ζωήν του διεκινδύνευσε, και ανδρείως ηγωνίσθη προς σωτηρίαν της πατρίδος του και προς δόξαν του εχθρού του Θεμιστοκλέους.
Αν δεν αποκτήσωμεν και ημείς, επρόσθεσεν ο γέρων, τοιούτους εναρέτους, φιλοπάτριδας, και αμνησικάκους άνδρας, θυσιάζοντας προθύμως τα ιδιαίτερα πάθη των εις τον βωμόν της πατρίδος, ας μη ελπίζωμεν, παιδία μου, εθνικήν αναγέννησιν και εθνικήν ευημερίαν
Καθώς ο Αριστείδης εξωρίσθη υπό των Αθηναίων διά την αρετήν και την δικαιοσύνην του, τοιουτοτρόπως μετά τινας χρόνους εξωρίσθη και ο ένδοξος Κίμων επί λόγω ότι ήτο φίλος των Σπαρτιατών, και επομένως επικίνδυνος εις τας Αθήνας.
Καθώς δε ο Αριστείδης, ουχί μόνον δεν ηγανάκτησε κατά της πατρίδος του εξορισθείς, αλλ' ηυχήθη, ηγωνίσθη, και διεκινδύνευσε προς σωτηρίαν αυτής, τοιουτοτρόπως και ο Κίμων, μιμούμενος το αξιότιμον παράδειγμα του εναρέτου εκείνου ανδρός και προσωπικού φίλου του, δεν εμνησικάκησε κατά των συμπολιτών του, αλλά και αυτός καλόν αντί κακού ηθέλησε να τοις ανταποδώση.
Ενώ ήτο εξόριστος, μάχη μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών επρόκειτο να συγκροτηθή εις την Βοιωτίαν.
Ιδού περίστασις αρμοδία προς εκδίκησιν είπεν ο Κίμων· και ενδυθείς αμέσως την πανοπλίαν του, τρέχει εις το στρατόπεδον, ουχί των φίλων του Σπαρτιατών, αλλά των εχθρών του Αθηναίων, όπως συναγωνισθή και θυσιασθή μετ' αυτών υπέρ πατρίδος.
Οι Αθηναίοι όμως απέκρουσαν την αυθόρμητον ταύτην και γενναίαν συνδρομήν του εξορίστου Κίμωνος, και διέταξαν αυτόν ν' απομακρυνθή του στρατοπέδου.
Αλλά και τότε ο Κίμων δεν αγανακτεί κατά των δυσπίστων συμπολιτών του· απ' εναντίας παρακαλεί θερμώς εκατόν πιστούς και αφοσιωμένους εις αυτόν φίλους του ν' αγωνισθώσι γενναίως, όπως η πατρίς θριαμβεύση
Οι εκατόν αυτοί φίλοι του, υπακούσαντες εις την φωνήν του Κίμωνος, και αγωνισθέντες ανδρείως, έπεσαν άπαντες εις την μάχην θύματα ένδοξα της φιλοπατρίας των.
Οι δε Αθηναίοι αμέσως τότε διέταξαν την εις Αθήνας επάνοδον του Κίμωνος, εννοήσαντες ότι, αν ο Κίμων ηγάπα την αρετήν και τα αυστηρά ήθη των Σπαρτιατών, την πατρίδα του όμως ελάτρευεν υπέρ παν άλλο επίγειον αγαθόν.
Οποία διαφορά μεταξύ Κίμωνος, Αριστείδου, Φωκίωνος, και Δημοσθένους, καί τινων εκδικητικών ανδραρίων, τα οποία, τυφλωμένα από φιλαρχίαν, φιλοχρηματίαν, και φθόνον, διά να ευχαριστήσωσι τα μοχθηρά των πάθη, εξυβρίζουν εν τη παραφορά των, συκοφαντούν, προδίδουν, ληστεύουν, και δολοφονούν ουχί μόνον τους αντιπάλους, αλλά και ολόκληρον το έθνος αυτών!
Διά του ακολούθου δε διστίχου μας εκαλονύκτισεν ο γέρων κατά την εσπέραν εκείνην.
»Έσο γενναίος πάντοτε, μνησίκακος μη είσαι.
» Δίδε καλόν αντί κακόν, και όντως εκδικείσαι.»
~~~~~~~~~~
Ο ΙΕΡΩΤΕΡΟΣ ΕΡΩΣ.
« Και μείζον' όστις αντί της
« αυτού πάτρας φίλον νομίζει,
« τούτον ουδαμού λέγω. »
(Σοφοκλέους.)
ΚΑΤΑ την εικοστήν πέμπτην Μαρτίου 1820, ημέραν του Ευαγγελισμού, προσεκάλεσεν ο Γεροστάθης μετά την θείαν λειτουργίαν εις το γεύμα του τους δέκα μεγαλυτέρους μαθητάς του σχολείου· μεταξύ δε αυτών συνηριθμείτο ευτυχώς και ο γράφων τας παρούσας αναμνήσεις.
Πολλά διηγήθη κατά την ημέραν εκείνην ο αγαθός γέρων, και μάλιστα περί του ενδόξου παρελθόντος, της παρακμής, και της θλιβεράς πτώσεως του έθνους ημών.
Η αρετή και η φιλοπατρία, μας είπεν, εδόξασαν και ανύψωσαν την αρχαίαν Ελλάδα. Η πολυτέλεια, η φιλοπρωτία, και η διαφθορά επέφεραν την παρακμήν της. Η διχόνοια και οι εμφύλιοι σπαραγμοί επροκάλεσαν τας εξωτερικάς επεμβάσεις, και επομένως την υπό τους Ρωμαίους υποδούλωσιν αυτής.
Ο Ελληνισμός όμως κατέκτησε βαθμηδόν τους Ρωμαίους κατακτητάς, και εξελληνίσας την εν Κωνσταντινουπόλει συσταθείσαν Ρωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν, Ελληνικήν επί τέλους ανέδειξεν αυτήν.
Αλλά δυστυχώς η Ελληνική Αυτοκρατορία, παραμελήσασα και των εθνικών δυνάμεων την εξάσκησιν, και του εθνικού φρονήματος την ανύψωσιν, και της φιλοπατρίας τα ζώπυρα, παρήκμασεν, εξησθένησε, και κατεστράφη.
— Αλλ' η πατρίς, παιδία μου, είπεν ο γέρων, είναι μήτηρ φιλόστοργος, την οποίαν και δούλην και ελευθέραν και ευτυχούσαν και δυστυχούσαν οφείλομεν ν' αγαπώμεν, το παν προθύμως υπέρ αυτής θυσιάζοντες,
«Αυτήν ας έχωμεν 'ς τον νουν, αυτήν ας αγαπώμεν, «Και όπου αν υπάγωμεν, ας μη την λησμονώμεν.»
Γλυκύτατον και εκφραστικώτατον είναι τω όντι το όνομα της πατρίδος. Η αρχή της λέξεως ταύτης μας ενθυμίζει τον πατέρα, η δε κατάληξις, θηλυκή ούσα, μας υπενθυμίζει την μητέρα. Εάν λοιπόν οφείλωμεν ν' αγαπώμεν και τον πατέρα και την μητέρα μας, διπλασίαν αγάπην οφείλομεν προς την πατρίδα, ήτις εντός εαυτής συνενόνει αμφοτέρους τους γονείς, και μετ' αυτών όλους τους προγόνους, όλους τους συγγενείς, όλους τους φίλους, όλους τους συμπολίτας, όλον το παρελθόν, και όλον το μέλλον ημών.
Αλλ' όταν λέγω πατρίδα, επρόσθεσεν ο γέρων, δεν εννοώ την κωμόπολιν, ή το χωρίον, ή την πόλιν, ή την επαρχίαν, εις την οποίαν εγεννήθημεν. Τα μήλα της μηλέας δεν είναι προϊόντα τούτου ή εκείνου του κλώνου ή του κλάδου αυτής· είναι καρποί ενός και του αυτού δένδρου, όσον πολλαί και αν ήναι αι ρίζαι, αίτινες τα τρέφουν, όσον διάφοροι και αν ήναι οι κλάδοι ή οι κλώνοι, οίτινες τα φέρουν. Τοιουτοτρόπως και άπαντες οι Έλληνες είναι καρποί ενός και του αυτού δένδρου, τέκνα μιας και της αυτής μεγάλης μητρός, και επομένως αδελφοί αδιάσπαστοι.
Η προς την κοινήν δε ταύτην μητέρα, η προς την μεγάλην πατρίδα αφοσίωσις και αγάπη αποτελεί την ευγενή και υψηλήν αρετήν της φιλοπατρίας.
Αλλά καθώς δεν είναι αληθής χριστιανός όστις, πιστεύων εις Χριστόν, δεν αποδεικνύει την πίστιν του ταύτην διά των χριστιανικών του έργων, τοιουτοτρόπως ούτε φιλόπατρις είναι όστις, λέγων ότι αγαπά την πατρίδα, δεν προσπαθεί διά πατριωτικών έργων ν' αποδείξη την αγάπην του ταύτην.
Ο αληθώς φιλόπατρις χρεωστεί ουχί μόνον να μη βλάπτη την πατρίδα του διά της κακοηθείας και των παθών του, αλλά και διά της αρετής, των κόπων, των αγώνων, και των θυσιών του χρεωστεί ν' αποκαθίσταται πάντοτε ωφέλιμος εις αυτήν.
Οι ένδοξοι πρόγονοί μας εκληροδότησαν εις ημάς παραδείγματα αξιοθαύμαστα και αξιομίμητα αληθούς φιλοπατρίας.
Διά να θαυμάσητε δε το ύψος και το κάλλος της φιλοπατρίας των, θέλω σας διηγηθή τινα εκ των παραδειγμάτων τούτων, εύελπις ότι το ιερόν πυρ, το οποίον εθέρμανε τας καρδίας των προγόνων μας προς δόξαν της αρχαίας Ελλάδος, θέλει θερμάνει και τας ιδικάς σας καρδίας προς παρηγορίαν της φίλης πατρίδος.
Κατά τους αρχαίους χρόνους οι Αθηναίοι, πριν ή δημοκρατηθώσιν, έζων υπό βασιλείς. Ότε δε εβασίλευεν εις Αθήνας ο Κόδρος, οι Δωριείς, εισβαλόντες εκ της Πελοποννήσου και κυριεύσαντες τα Μέγαρα, επαπείλουν και τας Αθήνας. Ο δε χρησμός υπέσχετο εις αυτούς επιτυχίαν και θρίαμβον κατά των Αθηναίων, αν ήθελον διαφυλάξει την ζωήν του βασιλέως Κόδρου.
Ο Κόδρος, μαθών τον χρησμόν, αποφασίζει αμέσως να θυσιάση και θρόνον και ζωήν προς σωτηρίαν της φίλης πατρίδος του.
Όθεν ενδυθείς ως χωρικός προσέρχεται άγνωστος εις το στρατόπεδον των εχθρών· εκεί δε διερεθίζων και προκαλών τους στρατιώτας, κατορθόνει επί τέλους να πληγωθή καιρίως υπ' αυτών, και ούτω ν' αποθάνη τον υπέρ πατρίδος θάνατον, τον ενδοξότερον και γλυκύτερον παντός άλλου θανάτου.
Οι Δωριείς, άμα πληροφορηθέντες ότι ο φονευθείς χωρικός ήτο ο βασιλεύς Κόδρος, και ότι ο κατά τον χρησμόν όρος της επιτυχίας των εματαιώθη, απηλπίσθησαν και ανεχώρησαν, αι δε Αθήναι εσώθησαν.
Μεγίστη είναι, παιδία μου, επρόσθεσεν ο γέρων, η δύναμις του καλού παραδείγματος! Και διά τούτο πιστεύω ότι την ευγενή φιλοπατρίαν του Κόδρου και την υπέρ πατρίδος γενναίαν θυσίαν της ζωής του επροκάλεσεν η προ αυτού πατριωτική θυσία της Αγραύλου.
Τις ήτο η Άγραυλος, και ποία η πατριωτική της θυσία ; ηρωτήσαμεν τότε τον Γεροστάθην. Αυτός δε μας απεκρίθη τα εξής
Η Άγραυλος ήτο θυγάτηρ του Κέκροπος, του πρώτου θεμελιωτού και βασιλέως των Αθηνών. Ενώ δε αύτη έζη εις τας Αθήνας, εχθροί κατεπολέμουν την πόλιν οι δε Αθηναίοι κινδυνεύοντες ηρώτησαν το μαντείον τι πρέπει να πράξωσιν όπως νικήσωσι και σωθώσι.
Το δε μαντείον απήντησεν ότι τότε μόνον θέλουν νικήσει και σωθή οι Αθηναίοι, όταν αυθορμήτως θυσιασθή τις εξ αυτών υπέρ πατρίδος.
Η ευγενής βασιλόπαις Άγραυλος, συναισθανομένη σφοδρόν τον έρωτα της πατρίδος, γενναίως αποφασίζει να εκπληρώση τον ειρημένον χρησμόν, και να θυσιάση αυθορμήτως την ζωήν της προς σωτηρίαν της κινδυνευούσης πατρίδος. Αναβαίνει λοιπόν επί της Ακροπόλεως των Αθηνών, και εκ του ύψους αυτής αφόβως κατακρημνίζεται, όπως διά του θανάτου της δώση ζωήν και νίκην εις την φίλην πατρίδα της.
Ευγνωμονούντες οι Αθηναίοι διά την ηρωικήν ταύτην θυσίαν της Αγραύλου, και επιθυμούντες να διαιωνίσωσι την μνήμην της, εσύστησαν και εώρταζαν έκτοτε εις τας Αθήνας εορτήν δημόσιον, Αγραύλια καλουμένην. Ανήγειραν δε προς τιμήν της φιλοπάτριδος ηρωίδος εν τη Ακροπόλει και ναυν, εντός του οποίου όλοι οι νέοι των Αθηνών ωρκίζοντο ότι θέλουν υπερασπίζει μέχρι τελευταίας αναπνοής τους συμπολίτας των, την θρησκείαν των, την πατρίδα των, και τους νόμους αυτής.
Ο Γεροστάθης τότε, λαβών εκ της βιβλιοθήκης του βιβλίον, μας ανέγνωσεν ελληνιστί, και ακολούθως μας εξήγησε τον όρκον, τον οποίον εις τας Αθήνας οι παίδες, γινόμενοι έφηβοι, ωρκίζοντο. ιδού δε καθ' όσον ενθυμούμαι τα διαλαμβανόμενα εντός του όρκου τούτου·
«Δεν θέλω ποτέ καταισχύνει τα όπλα της πατρίδος. Δεν θέλω ποτέ εγκαταλείψει εις την μάχην την τάξιν και τον παραστάτην μου. Θέλω αγωνίζεσθαι πάντοτε υπέρ του μεγαλείου και της βελτιώσεως της πατρίδος. Θέλω τιμά και υπερασπίζει τα ιερά και τα όσια της πατρίδος. Θέλω υπακούει προθύμως εις τους εμφρόνως κρίνοντας, και θέλω είσθαι ευπειθής εις της πατρίδος τους νόμους, καταδιώκων πάντα παραβάτην αυτών. Οι δε Θεοί έστωσαν μάρτυρες τούτων!_»
Τοιούτον όρκον, τοιαύτας ιεράς υποσχέσεις χρεωστείτε εις την πατρίδα και υμείς, φίλτατοι νέοι, μας είπεν ο Γεροστάθης. Υποσχέθητε και σεις ενώπιον Θεού και ανθρώπων ότι θέλετε αγαπά πάντοτε την πατρίδα και την θρησκείαν υμών. Υποσχέθητε ότι προς υπεράσπισιν αυτών προθύμως θέλετε θυσιάσει και αυτήν την ζωήν υμών. Ύποσχέθητε ότι προθύμως θέλετε και σεις υπακούει εις τους ικανωτέρους υμών. Έστε δε βέβαιοι ότι εάν τηρήσητε τας υποσχέσεις σας ταύτας, δεν θέλει βραδύνει να ευδαιμονήση και να δοξασθή η σήμερον τεθλιμμένη πατρίς.
Μετά τους λόγους αυτούς μεγαλοφώνως τον όρκον των νέων ωρκίσθημεν πάντες, και την γενναιότητα της Αγραύλου δεν επαύσαμεν θαυμάζοντες.
Ο δε Γεροστάθης επρόσθεσεν ότι και άλλαι Ελληνίδες, εμπνεόμεναι υπό του ευγενούς και υψηλού αισθήματος της φιλοπατρίας, και την αρχαίαν Ελλάδα και το γυναικείον φύλον ετίμησαν και εδόξασαν. Μας διηγήθη δε τα εξής περί της Τελεσίλλας, της Αρχιδαμίας, και της Κρατησικλείας.
Η Τελέσιλλα, λυρική ποιήτρια εξ Άργους, είχε καρδίαν ευαίσθητον, εξευγενισθείσαν διά της αρετής και της μαθήσεως· έχουσα δε τοιαύτην καρδίαν ηγάπα θερμώς την πατρίδα της. Όθεν, ότε οι Αργείοι είχον πόλεμον κατά των Σπαρτιατών, η Τελέσιλλα κατώρθωσε να σχηματίση τάγμα εξ Αργείων γυναικών, και τεθείσα επί κεφαλής αυτού, συνηγωνίσθη ανδρείως μετά των συμπολιτών της, εξάπτουσα την φιλοπατρίαν και την γενναιότητα αυτών διά τε της ποιητικής λύρας και διά του ιδίου αυτής παραδείγματος.
Τοιουτοτρόπως οι Σπαρτιάται ενικήθησαν, και εις την Τελέσιλλαν προσεφέρθη ο στέφανος της νίκης. Εντός δε του ναού της Αφροδίτης ανήγειραν οι Αργείοι το άγαλμα της ηρωίδος, φέρον τα εμβλήματα της ποιήσεως και της ηρωικής φιλοπατρίας.
Ορθότατα έλεγεν ο σοφός Σόλων, ότι «εκείναι αι πόλεις ευδαιμονούν, εις τας οποίας οι μεν αγαθοί τιμώνται, οι δε κακοί τιμωρούνται.» Ενόσω οι Έλληνες ετίμων την αρετήν και την φιλοπατρίαν, απαθανατίζοντες δι' εικόνων και ανδριάντων τας Τελεσίλλας και τους άλλους ευεργέτας της πατρίδος, η Ελλάς ηυτύχει και εδοξάζετο· παρήκμασε δε και κατεστράφη ότε οι μεν μοχθηροί και διεφθαρμένοι, οι αμαθείς και οι άρπαγες Κλέωνες και Δημάδαι ετιμήθησαν, οι δε ενάρετοι Σωκράται και Φωκίωνες έπινον εν τω δεσμωτηρίω το κώνειον.
Ο Πύρρος, όστις εβασίλευεν εις την Ήπειρον περί τα 300 έτη προ
Χριστού, ανεφάνη ο μεγαλύτερος στρατιωτικός ανήρ της εποχής του.
Δις ενίκησε τους Μακεδόνας, και επί της Μακεδονίας εβασίλευσε.
Μεταβάς δε μετά των στρατών του εις την Ιταλίαν, εις διαφόρους μάχας κατετρόπωσε τους Ρωμαίους· αλλ' επί τέλους ηναγκάσθη να επανέλθη εις την Ήπειρον, και τότε εξεστράτευσεν εις την Πελοπόννησον· πολιορκήσας δε την Σπάρτην, επαπείλει έφοδον κατ' αυτής.
Τότε αι γυναίκες της Σπάρτης, μαθούσαι ότι η Γερουσία επρόκειτο να διασώση αυτάς εις την Κρήτην, όλαι μετ' αγανακτήσεως απέκρουσαν την τοιαύτην απόφασιν. Η δε Αρχιδαμία επί κεφαλής αυτών, και ξίφος κρατούσα, παρουσιάσθη ενώπιον της Γερουσίας, και εβεβαίωσεν αυτήν ότι, εάν η Σπάρτη πρόκηται να χαθή, ουδεμία Σπαρτιάτις θέλει να επιζήση. Αμέσως δε μικραί και μεγάλαι, παρθένοι και σύζυγοι μετέβησαν εις τα προχώματα της Σπάρτης, όπου οι στρατιώται είχον αρχίσει να κατασκευάζωσι τάφρον μεγάλην προς αντίκρουσιν της περιμενομένης εφόδου του Πύρρου· εργασθείσαι δε καθ' όλην την διάρκειαν της νυκτός δραστηρίως, απεπεράτωσαν αυταί την τάφρον, όπως δώσωσιν εις τους άνδρας καιρόν αναπαύσεως προς ανάκτησιν των δυνάμεων των κατά την ώραν της εφόδου.
Ότε δε την αυγήν η έφοδος ήρχισεν, αι Σπαρτιάτιδες, μένουσαι εις την μάχην πλησίον των στρατιωτών, υπηρέτουν αυτούς, προσφέρουσαι βέλη, ακόντια, τροφήν, και ύδωρ· συγχρόνως δε επεριποιούντο τους πληγωμένους, και ενεψύχονον τους μαχομένους, λέγουσαι προς αυτούς. « Ένδοξος θέλει είσθαι η νίκη σας, εάν μαχόμενοι νικήσητε ενώπιον της Σπάρτης, υπό τους οφθαλμούς της πατρίδος· γλυκύτατος δε θέλει είσθαι ο θάνατός σας, εάν μαχόμενοι υπέρ πατρίδος πέσητε εις τας αγκάλας των μητέρων, των γυναικών, και των θυγατέρων σας.»
Τοιουτοτρόπως η Σπάρτη εσώθη διά της μεγαλοψυχίας και της φιλοπατρίας των γυναικών της· ο δε Πύρρος αποκρουσθείς ηναγκάσθη ν' αναχωρήση.
Τόσον θαυμάσια είναι η δύναμις της φιλοπατρίας, ώστε και αυτάς τας γυναίκας αναδεικνύει ανδρείας, μεγαλοψύχους, και της πατρίδος σωτείρας!
Μετά τα ανωτέρω διηγήθη ο γέρων και τα εξής·
Ότε η Σπάρτη επολέμει κατά της Αχαϊκής συμμαχίας και κατά του
Αντιγόνου, βασιλέως της Μακεδονίας, ο βασιλεύς της Σπάρτης
Κλεομένης ηναγκάσθη να επικαλεσθή την συμμαχίαν του Πτολεμαίου,
βασιλέως της Αιγύπτου.
Ο δε Πτολεμαίος υπεσχέθη μεν βοήθειαν εις τον Κλεομένην, αλλ' υπό τον όρον του να τω στείλη εις την Αίγυπτον ομήρους τα τέκνα και την μητέρα του Κρατησίκλειαν.
Εσυστέλλετο επί τινα καιρόν ο Κλεομένης να κοινοποιήση εις την γραίαν μητέρα του την πρότασιν του Πτολεμαίου. Πολλάκις εισήλθεν εις το δωμάτιον της Κρατησικλείας διά να τη ανακοινώση οποίαν θυσίαν απαιτεί παρ' αυτής το συμφέρον της Σπάρτης· αλλ' η προς την μητέρα του αγάπη τω επέβαλλε σιωπήν.
Επί τέλους όμως ο έρως της πατρίδος υπερίσχυσε, και ο Κλεομένης εκοινοποίησεν εις την Κρατησίκλειαν την πρότασιν του Πτολεμαίου.
Η δε φιλόπατρις Σπαρτιάτις απήντησεν « Εάν αυτό το σώμα μου, στελλόμενον εις την Αίγυπτον ή αλλαχού, δύναται να ωφελήση την Σπάρτην, στείλε το, στείλε το το ταχύτερον, πριν ή διαλυθή υπό του γήρατος, μένον ενταύθα άχρηστον και ανωφελές εις την πατρίδα του._»
Ότε δε η Κρατησίκλεια, μεταβάσα εις την Αίγυπτον, επληροφορήθη ότι ο Κλεομένης δεν ετόλμα να συμβιβασθή μετά των Αχαιών, φοβούμενος μήπως η μήτηρ και τα τέκνα του κακοποιηθώσιν υπό του Πτολεμαίου, έγραψεν αμέσως προς τον Κλεομένην τα αξιοθαύμαστα ταύτα λόγια « Πράξον τα πρέποντα και τα συμφέροντα εις την Σπάρτην· μη καταδεχθής δε ποτέ να βλαφθή η πατρίς χάριν μιας γραίας καί τινων παιδαρίων._»
Τοιαύται ήσαν αι αρχαίαι Ελληνίδες! Έχοντες δε οι προπάτορες ημών τοιαύτας μητέρας, δικαίως διεκρίθησαν υπέρ παν άλλο έθνος διά την μεγίστην φιλοπατρίαν των.
Αι μητέρες, ουχί μόνον νήπια τρέφουν τα τέκνα των, αλλά και πρώτοι διδάσκαλοι, και πρώτοι παιδαγωγοί αυτών είναι. Αι δε πρώται εντυπώσεις, τας οποίας εις την τρυφερωτέραν ηλικίαν λάβωσι τα παιδία, κανονίζουν ολόκληρον τον βίον αυτών.
Ευτυχείς λοιπόν αι κοινωνίαι, εις τας οποίας αι μητέρες, αφού με το γλυκύ γάλα του στήθους των θρέψωσι τα τέκνα των, ποτίζουσιν ακολούθως αυτά και με το έτι γλυκύτερον γάλα της αρετής, της χριστιανικής αγάπης και της φιλοπατρίας!
Ακολούθως διηγήθη τα εξής περί του Θρασυβούλου και Πελοπίδου.
Ενθυμείσθε βεβαίως από το μάθημα της Ελληνικής Ιστορίας πώς ετελείωσεν ο ολέθριος Πελοποννησιακός πόλεμος.
Ο στρατηγός της Σπάρτης Λύσανδρος, αφού κατέστρεψε τον Αθηναϊκόν στόλον, εκυρίευσε τον Πειραιά, κατηδάφισε τα μακρά τείχη, και καταλύσας το ελεύθερον πολίτευμα των Αθηναίων, καθυπέταξεν αυτούς υπό τον σκληρόν ζυγόν των Τριάκοντα Τυράννων.
Αλλ' ο Θρασύβουλος, μη ανεχόμενος να έχη πατρίδα δούλην και υπό αιμοβόρων τυράννων κατασπαραττομένην, αποφασίζει γενναίως την απελευθέρωσιν αυτής.
Όθεν συνεννοείται μυστικώς μετ' άλλων φυγάδων, και συγχρόνως μετά των εν Αθήναις συμπολιτών του· προσελκύσας δε και την αγάπην και την συνδρομήν Θηβαίων τινών, κυριεύει εξαίφνης την Φυλήν, χωρίον οχυρόν της Αττικής. Αποκρούων δε γενναίως τους μισθωτούς στρατιώτας των Τριάκοντα, μεταβαίνει εις τον Πειραιά και οχυρόνεται εις την Μουνυχίαν, επαπειλών εκείθεν τους Τριάκοντα Τυράννους. Αλλ' οι Τύραννοι, ως επί το πλείστον θρασύδειλοι, φεύγουν τότε έντρομοι μακράν των Αθηνών, και ούτως ο Θρασύβουλος επαναφέρει την αυτονομίαν και την ελευθερίαν εις την πατρίδα του, απαλλάττων αυτήν από τα δεινά και τα βάσανα της τυραννίας.
Το αξιομίμητον παράδειγμα του φιλοπάτριδος Θρασυβούλου εμιμήθη και ο μέγας πολίτης των Θηβών Πελοπίδας.
Δοξομανής, αλλ' αφιλότιμος, ο Θηβαίος Λεοντίδας εθυσίασεν ενώπιον της φιλαρχίας του την τιμήν της πατρίδος του και δια προδοσίας αισχράς παρέδωκε το φρούριον των Θηβών, την Καδμίαν, εις Σπαρτιατικήν φρουράν.
Στηριζόμενος δε επί της Σπαρτιατικής ταύτης κατοχής, εκυβέρνα ατίμως και παρανόμως την πατρίδα του.
Ο Πελοπίδας καί τινες άλλοι φιλοπάτριδες Θηβαίοι, μη υποφέροντες το αίσχος τούτο της Σπαρτιατικής κατοχής, εγκατέλιπον τας Θήβας και προσέφυγον εις τας Αθήνας.
Αν και νέος τότε ο Πελοπίδας, φλεγόμενος όμως υπό του ιερού της πατρίδος έρωτος, απεφάσισε το παν να διακινδυνεύση προς απελευθέρωσιν των Θηβών.
Όθεν, ποτέ μεν υπενθυμίζων εις τους συμπολίτας του το ένδοξον του Θρασυβούλου ανδραγάθημα, ποτέ δε λέγων προς αυτούς ότι αισχρόν και ανόσιον είναι να παραμελή ο πολίτης την πατρίδα του ατιμαζομένην υπό ξένων όπλων, και άλλοτε ότι προτιμότερος ο έντιμος θάνατος παρά την άτιμον ζωήν, δεν έπαυε προετοιμάζων και εξάπτων καθ' ημέραν τους Θηβαίους προς απελευθέρωσιν της δούλης πατρίδος των.
Ότε δε τα πατριωτικά του σχέδια ωρίμασαν, μεταβάς μετά των φίλων του εις τας Θήβας, κατώρθωσε και τον αισχρόν προδότην Λεοντίδαν να καταστρέψη, και την Σπαρτιατικήν φρουράν ν' αποδιώξη, και την τιμήν και την ελευθερίαν να επαναφέρη εις την φίλην πατρίδα του.
Δικαίως λοιπόν οι Έλληνες ωνόμαζον την λαμπράν ταύτην και πατριωτικήν πράξιν του Πελοπίδου αδελφήν της του Θρασυβούλου.
Έκτοτε ο Πελοπίδας δεν έπαυσεν αγωνιζόμενος και διακινδυνεύων μετά του επιστηθίου φίλου του Επαμεινώνδου υπέρ της δόξης και της ευδαιμονίας της φιλτάτης πατρίδος του.
Τοιαύτη δε ήτο η φιλοπατρία και η αυταπάρνησίς του, ώστε ότε ποτέ η σύζυγός του μετά δακρύων παρεκάλει αυτόν, εξερχόμενον εις εκστρατείαν, να προσέχη την ζωήν του, «ω γύναι, είπε προς αυτήν, χρέος των αρχηγών είναι να φροντίζωσι περί της ζωής των άλλων και ουχί περί της ιδικής των.»
Ακολούθως ο Γεροστάθης μας ωμίλησε και περί του θανάτου του Σωκράτους, τον οποίον τοσούτω μάλλον πατριωτικόν εθεώρει, καθ' όσον ο ενάρετος ούτος ανήρ δεν απέθανεν εις τον ενθουσιώδη βρασμόν μάχης τινός, αλλ' ησύχως και εσκεμμένως εντός της φυλακής επροτίμησε να πίη το κώνειον, παρά να βλάψη την φιλτάτην πατρίδα του, δίδων παράδειγμα ασεβείας προς τους νόμους αυτής διά της δραπετεύσεώς του.
Ιδού δε όσα περί αυτού διηγήθη.
Ενώ ο Σωκράτης, καταδικασμένος εις θάνατον, επερίμενεν αταράχως εν τω δεσμωτηρίω την ημέραν, καθ' ην επρόκειτο να πίη το θανατηφόρον κώνειον, οι φίλοι και μαθηταί του, μη υποφέροντες να ίδωσι τον ενάρετον διδάσκαλόν των αποθνήσκοντα αδίκως, προητοίμασαν εν αγνοία του όλα τα μέσα της δραπετεύσεώς του, και της εις την Θεσσαλίαν ασφαλούς διασώσεως αυτού.
Αυγήν τινα εγειρόμενος ο Σωκράτης εν τη φυλακή από τον ήσυχον ύπνον, τον οποίον μόνον οι ενάρετοι και ευσυνείδητοι άνδρες και κατ' αυτήν την παραμονήν του θανάτου των δύνανται να κοιμώνται, βλέπει καθήμενον πλησίον της κλίνης του τον φίλτατον μαθητήν του Κρίτωνα, όστις από τα χαράγματα είχεν εισέλθει εις το δεσμωτήριον, διά να κοινοποιήση εις τον διδάσκαλόν του ότι την επιούσαν επρόκειτο να τω δώσωσι το κώνειον, και συγχρόνως διά να καταπείση αυτόν να φύγη εκ της φυλακής, καθόσον τα πάντα ήσαν ήδη προς τούτο έτοιμα.
Αλλ' ο Σωκράτης, ενώ αφ' ενός ακούει με αταραξίαν την αγγελίαν του επικειμένου θανάτου του, αποκρούει αφ' ετέρου την ιδέαν της δραπετεύσεως και τας παρακλήσεις του Κρίτωνος.
Η ευπείθεια εις τους νόμους της πατρίδος και εις τας αποφάσεις των δικαστηρίων ήτο, κατά τον Σωκράτην, το ιερώτερον χρέος παντός πολίτου, αγαπώντος αληθώς την πατρίδα του· επροτίμησε λοιπόν να μείνη εν τη φυλακή και να θυσιάση την ζωήν του, παρά να δραπετεύση παραβιάζων ούτω τους νόμους της πατρίδος και το καθήκον του αγαθού πολίτου.
Διά να καταπείση δε περί τούτου και τον φίλον του Κρίτωνα, όστις επέμενεν επιθυμών την διάσωσιν του διδασκάλου του, είπε προς αυτόν τα εξής·
«Εάν, φίλε Κρίτων, ήθελον αποφασίσει να δρεπετεύσω εκ της φυλακής, οι Νόμοι και η Πατρίς ήθελον παρουσιασθή ενώπιόν μου και ήθελον με ειπεί
« Τι κάμνεις, ω Σώκρατες; Απεφάσισας να μας καταστρέψης ; Δεν γνωρίζεις ότι είναι αδύνατον να υπάρξη πόλις, όταν οι νόμοι της δεν φυλάττωνται, όταν αι αποφάσεις των δικαστηρίων της δεν εκτελώνται; Φρονείς ίσως ότι σε ηδικήσαμεν, και δι' αυτό θέλεις να μας παραβιάσης ; Αλλ' ελησμόνησας την διδασκαλίαν σου μη κακόν αντί κακού; Η Πατρίς, ω Σώκρατες, διά τον νόμων της και διά των φροντίδων της εγέννησεν, έθρεψεν, εξεπαίδευσε και σε και τους γονείς σου και τους προγόνους σου. Είσαι τέκνον μου, είσαι θρέμμα μου· πώς λοιπόν τολμάς να με βλάψης; Εάν ο πατήρ σου ή ο διδάσκαλός σου σε ραπίσωσιν, ή άλλως πως σε κακοποιήσωσιν, έχεις ποτέ δικαίωμα να επιστρέψης κατ' αυτών το ράπισμα ή την κακοποιίαν; Ουχί βεβαίως. _Αλλά δεν γνωρίζεις ότι η Πατρίς είναι πολύ τιμιώτερον και σεμνότερον και αγιώτερον και από την μητέρα και από τον πατέρα και από όλους τους προγόνους σου· ότι πρέπει να σέβησαι και να περιποιήσαι αυτήν, καί τοι θυμωμένην και άδικον, και ότι ευπειθώς χρεωστείς να πράττης παν ό,τι η Πατρίς διατάττει, και να πληγωθής εις την μάχην, ή και ν' αποθάνης υπέρ αυτής ; Δεν γνωρίζεις ότι, εάν δεν ήναι όσιον να παραβιάζη τις τους γονείς και τας διαταγάς αυτών, πολύ ολιγώτερον όσιον είναι να παραβιάζη τις την πατρίδα και τους νόμους αυτής ; »
— Τι ηδυνάμην, ω φίλε Κρίτων, ν' απαντήσω εις τας σοβαράς αυτάς ερωτήσεις της πατρίδος ; επρόσθεσεν επί τέλους ο Σωκράτης. Ο δε Κρίτων, μη έχων τι ν' απαντήση, παρεδέχθη, αν και λυπούμενος, ως ορθήν την απόφασιν του διδασκάλου του, και έπαυσε παρακαλών αυτόν να δραπετεύση.
Τοιουτοτρόπως δε ο φιλόπατρις Σωκράτης έπιε την επιούσαν το κώνειον, και μετέβη εις την άλλην ζωήν μάρτυς της αρετής, της φιλονομίας, και της φιλοπατρίας του.
Ακολούθως διηγήθη ο γέρων εκ της Ρωμαϊκής Ιστορίας το εξής ωραιότατον παράδειγμα πολιτικής αρετής και αληθούς φιλοπατρίας.
Περί τα 256 προ Χριστού, ότε διήρκει ο πρώτος πόλεμος μεταξύ Ρωμαίων και Καρχηδονίων, ο Μάρκος Ρήγουλος, ων ύπατος της Ρώμης, εξεστράτευσεν επί κεφαλής μεγάλων στρατών εις την Αφρικήν κατά της Καρχηδόνος.
Κατ' αρχάς ενίκησεν εις διαφόρους μάχας τους εχθρούς της Ρώμης· αλλ' ότε οι Καρχηδόνιοι έκλεξαν ως στρατηγόν των Λακεδαιμόνιόν τινα, Ξάνθιππον καλούμενον, κατώρθωσαν και τον στρατόν του Μάρκου να καταστρέψωσι, και αυτόν μετ' άλλων πεντακοσίων Ρωμαίων να αιχμαλωτίσωσι.
Πέντε ολόκληρα έτη έμεινεν αιχμάλωτος ο Ρήγουλος εντός της Καρχηδόνος. Ότε δε οι Καρχηδόνιοι, νικηθέντες υπό του Μετέλλου, έστειλαν πρέσβεις εις την Ρώμην διά να προτείνωσιν ειρήνην και την ανταλλαγήν των αιχμαλώτων, συναπέστειλαν και τον Ρήγουλον, λαβόντες παρ' αυτού υπόσχεσιν ότι θέλει επανέλθει εις τα δεσμά της αιχμαλωσίας του, αν η Ρώμη απορρίψη τας προτάσεις των. Συναποστέλλοντες δε και τον Ρήγουλον, ήλπιζον ότι ήθελεν υποστηρίξει τας προτάσεις των πρέσβεών των, όπως ελευθερωθή και αυτός από τα δεινά της αιχμαλωσίας.
Αλλ' οποία η έκπληξις και των Καρχηδονίων πρέσβεων και αυτών των Ρωμαίων, ότε, παρουσιασθείς ενώπιον της Ρωμαϊκής Γερουσίας, αντί να υποστηρίξη τας Καρχηδονικάς προτάσεις, κατεπολέμησεν ενθέρμως αυτάς, ως αντιβαινούσας εις τα αληθή συμφέροντα της Ρώμης, θυσιάζων ούτως ενώπιον του ιερού έρωτος της πατρίδος του παν ατομικόν αυτού συμφέρον.
Η Γερουσία της Ρώμης, πεισθείσα υπό των λόγων του φιλοπάτριδος Μάρκου, απέρριψεν όλας τας προτάσεις των Καρχηδονίων, και παρεδέχθη την εξακολούθησιν του πολέμου.
Τότε δε οι φίλοι του Ρηγούλου επροσπάθησαν να κρατήσωσιν αυτόν εις την Ρώμην, προβλέποντες ότι, αν κατά την υπόσχεσίν του ήθελεν επανέλθει εις την Καρχηδόνα, ο θάνατός του ήθελεν είσθαι βέβαιος.
Αλλά φιλοπατρία αληθής άνευ μεγάλης αρετής δεν δύναται να υπάρξη. Ο δε Ρήγουλος, ων φιλόπατρις, αναγκαίως ήτο και ενάρετος, φίλος της τιμής, και επομένως φύλαξ πιστός των υποσχέσεών του. Όθεν, αποκρούσας τας παρακλήσεις και προτροπάς των συμπολιτών του, επανήλθε μετά των πρέσβεων εις την Καρχηδόνα, όπου μαρτυρικός θάνατος επεσφράγισε τον βίον του ενδόξου τούτου πολίτου της αρχαίας Ρώμης.
Έθνη, των οποίων οι πολίται δεν είναι άξιοι ν' αποθάνωσι γενναίως υπέρ πατρίδος, είναι έθνη χαμερπή και χαύνα, ανάξια ελευθερίας, ανάξια ευγενούς υπάρξεως.
Η ελευθερία και η πολιτική ευδαιμονία δεν δύνανται ν' αποκτηθώσι, και πολύ ολιγώτερον να διατηρηθώσιν, εάν έκαστος πολίτης δεν ήναι πάντοτε ικανός και έτοιμος να θυσιασθή υπέρ πατρίδος.
Δεν είναι δε, μας είπεν ο γέρων, ούτε αδύνατον, ούτε δύσκολον να μορφωθώσι τοιούτοι οι πολίται. Ο Σόλων εις τας Αθήνας, και ο Λυκούργος εις την Σπάρτην μας απέδειξαν πόσον θαυματουργός είναι η παιδιόθεν έμφρων και σκόπιμος ανατροφή των πολιτών.
Διατηρήσατε λοιπόν, φίλοι μου, κατά το παράδειγμα των αρχαίων Ελληνοπαίδων, ζωηράν και ακμαίαν την υγείαν σας διά της εγκρατείας, της λιτότητος, και της σωφροσύνης.
Ενισχύσατε, ως εκείνοι, διά της τακτικής σωμασκίας και των κόπων τας σωματικάς σας δυνάμεις.
Ασπάσθητε εκ νεαράς ηλικίας την φιλοτιμίαν, τα γράμματα, την αρετήν, την σεμνότητα, και την εργασίαν.
Αγαπήσατε, ως τέκνα του χριστιανισμού, την γλυκυτάτην θρησκείαν των γονέων σας, και εκτελείτε πάντοτε τα θεία αυτής παραγγέλματα.
Εμπνεύσθητε δε, ως οι πρόγονοί σας, υπό ευγενούς φιλοπατρίας. Και τότε μη αμφιβάλλετε ότι θέλετε αναφανή και υμείς πολίται άξιοι μεγάλης και ενδόξου πατρίδος.
Βεβαίως το πολυτιμότερον κτήμα του ανθρώπου μετά την τιμήν είναι η ζωή. Όσοι λοιπόν, εκφωνούντες μετ' ενθουσιασμού
«Θάνατος υπέρ πατρίδος είν' αθάνατος ζωή,
» Είναι, δόξα αιωνία και ηρωική τιμή,»
θυσιάζουν την ύπαρξίν των εις τον βωμόν της πατρίδος, είναι αναντιρρήτως τα πολυτιμότερα τέκνα αυτής· αλλ' ουχ ήττον φιλοπάτριδες είναι και όσοι δι' αγάπην της πατρίδος υποκύπτουν προθύμως εις άλλας θυσίας.
Ο Λυκούργος, ερωτήσας το μαντείον περί της νομοθεσίας του, ευχαρίστως ήκουσε παρ' αυτού ότι οι νόμοι του ήσαν καταλληλότατοι όπως προαγάγωσι την αρετήν και την δόξαν της Σπάρτης, αν οι Σπαρτιάται εξακολουθήσωσι τηρούντες αυτούς.
Την απόκρισιν ταύτην του μαντείου απέστειλεν αμέσως εις την Σπάρτην· αποχαιρετίσας δε και συγγενείς και φίλους, απεφάσισε να μη επανέλθη ποτέ εις την φίλην πατρίδα του, φοβούμενος μη λυθή διά της επανόδου του ο όρκος των συμπολιτών του, και καταργηθώσιν οι νόμοι του προς βλάβην της Σπάρτης· διότι οι Σπαρτιάται είχον ορκισθή ότι θέλουν φυλάξει αυτούς μέχρι της επιστροφής του.
Τοιαύτη ήτο η φιλοπατρία του μεγάλου τούτου ανδρός! Αν και κατά τον Ευριπίδην ουδέν φίλτερον της πατρώας γης, μακάριος δε όστις ευτυχών μένει εν τη ιδία αυτού πατρίδι, ο Λυκούργος όμως διά την αγάπην της Σπάρτης εθυσίασε την γλυκυτάτην ταύτην μακαριότητα, και εκουσίως υπεβλήθη εις όλας τας στερήσεις και τας πικρίας, τας οποίας η ξενητεία καθ' ημέραν ποτίζει τους ξένους.
Διά της θυσίας του δε ταύτης οι Σπαρτιάται, διατηρήσαντες τας σοφάς αυτού διατάξεις πεντακόσια ολόκληρα έτη, εξηκολούθησαν ζώντες ευτυχείς και ένδοξοι. Προς ανάμνησιν δε του μεγάλου τούτου πολίτου ανήγειραν ιερόν, εντός του οποίου κατ' έτος εθυσίαζον, τιμώντες τον Λυκούργον ως άλλον ευεργέτην θεόν.
Ο Ιπποκράτης, μας είπεν ακολούθως ο Γεροστάθης, ο μέγας ιατρός της αρχαίας Ελλάδος, εγεννήθη εις την νήσον Κω, επωνομάσθη δε πατήρ της ιατρικής, καθώς ο Όμηρος πατήρ της ποιήσεως, και ο Ηρόδοτος πατήρ της ιστορίας.
Διηγούνται δε ότι ο Αρταξέρξης, γνωρίζων εκ φήμης την μεγάλην ιατρικήν ικανότητα του Έλληνος ιατρού Ιπποκράτους, προσεκάλεσεν αυτόν εις την Ασίαν, προσφέρων πλουσιώτατα δώρα και θησαυρούς μεγάλους. Αλλ' ο Ιπποκράτης απέβαλε και τα δώρα και τους θησαυρούς του βασιλέως της Περσίας, και ευχαρίστως εθυσίασε το ατομικόν του συμφέρον, προτιμήσας να τρέξη εις τας Αθήνας προς βοήθειαν των ομοεθνών του, καταμαστιζομένων περί τας αρχάς του Πελοποννησιακού πολέμου υπό θανατηφόρου λοιμού.
Παρομοίαν ευγενή θυσίαν των ατομικών αυτού συμφερόντων χάριν της καταστραφείσης πατρίδος του έκαμε και ο εκ Σταγείρων της Μακεδονίας Φιλόσοφος Αριστοτέλης.
Ότε ο βασιλεύς Φίλιππος, θέλων ν' ανταμείψη αυτόν διά τους υπέρ του Αλεξάνδρου κόπους του, ηρώτησεν αυτόν ποίον δώρον, ποίαν χάριν επιθυμεί; «ουδεμίαν άλλην, απεκρίθη ο φιλόπατρις Αριστοτέλης, παρά την ανάστασιν της πατρίδος μου.»
Κατά το παράδειγμα δε του σοφού Αριστοτέλους, επρόσθεσεν ο Γεροστάθης, η πρωτίστη των επιθυμιών μας, η μεγίστη των ευτυχιών μας ας ήναι η ανάστασις, η ευδαιμονία, η δόξα της πατρίδος. Πάσα δε άλλη επιθυμία ας ήναι δευτερεύουσα και υποτελής εις εκείνην.
Αλλά δεν είναι φιλοπάτριδες μόνον οι θυσιάζοντες την ζωήν ή την περιουσίαν των ή τα συμφέροντά των εις τον βωμόν της πατρίδος. Φιλοπάτριδες θέλετε ονομασθή, μας είπεν ο γέρων, αν θυσιάζητε και τα πάθη σας επ' αγαθώ της πατρίδος.
Ψυχή εμπαθής και κακοήθης δεν δύναται να αισθανθή τον ιερόν της πατρίδος έρωτα. Άνθρωποι υπό παθών κυριευόμενοι, ουχί μόνον ανωφελείς, αλλά και ολέθριοι εις την πατρίδα αποκαθίστανται· μόνον μετά της αρετής δύναται να συζήση η φιλοπατρία!
Εάν ο Θεμιστοκλής μετά το Μαραθώνιον τρόπαιον του Μιλτιάδου δεν εθυσίαζε τα προς τας ηδονάς και τας διασκεδάσεις νεανικά του πάθη, βεβαίως δεν ήθελεν αναφανή ευεργέτης της Ελλάδος. Εάν εις την Σαλαμίνα δεν εκυρίευε τον θυμόν του, και δεν εθυσίαζε γενναίως την κατά του Ευρυβιάδου αγανάκτησίν του, βεβαίως δεν ήθελεν αναδειχθή σωτήρ της Ελλάδος.
Ο δε Αριστείδης, θυσιάζων ευγενώς παν αίσθημα φιλοπρωτίας και εγωισμού, εις μεν τον Μαραθώνα εδόξασε τας Αθήνας, παραχωρήσας την αρχηγίαν εις τον Μιλτιάδην, εις δε την Σαλαμίνα μεγάλως συνετέλεσεν εις την σωτηρίαν της Ελλάδος, τεθείς αυθορμήτως υπό τας διαταγάς του αντιζήλου του Θεμιστοκλέους, εις δε τας Πλαταιές επεσφράγισε την Ελληνικήν ελευθερίαν, παραχωρήσας εις τους Τεγεάτας την θέσιν της τιμής.
Αλλ' ο Αλκιβιάδης ο Αθηναίος, κυριευόμενος υπό του πάθους της δοξομανίας, επροκάλεσε την κατά της Σικελίας παράφρονα εκστρατείαν, και δι' αυτής κατέστρεψε την δόξαν της πατρίδος του.
Ο δε Παυσανίας, υποχωρών εις τα αισχρά πάθη της φιλοχρηματίας και φιλαρχίας, κατήντησεν αισχρός της Ελλάδος προδότης, και απέθανεν άξιον της προδοσίας του θάνατον.
Ο δε Άνυτος και Μίλητος και Λύκων, αυτοί οι τρεις κατήγοροι του Σωκράτους, όντες πολίται εμπαθείς, φθονεροί, και εκδικητικοί, επροκάλεσαν την θανατικήν καταδίκην του εναρέτου ανδρός, και εστέρησαν την πατρίδα των από το πολυτιμότερον και ωφελιμώτερον τέκνον της.
Εάν λοιπόν τα πάθη ήναι όλως ασυμβίβαστα με την φιλοπατρίαν, προσπαθήσατε, αγαπητοί μου φίλοι, εξ αυτής της τρυφεράς ηλικίας σας να ελευθερωθήτε από παν ελάττωμα, από πάσαν κακήν έξιν, από πάσαν αξιοκατάκριτον διάθεσιν, την οποίαν τυχόν ανακαλύπτετε εις την ψυχήν σας. Τα παραμικρότερα ελαττώματα παραμελούμενα, αυξάνουν, προχωρούν, και επί τέλους καταντώσι πάθη τρομερά και εις την πατρίδα ολέθρια· απαράλλακτα ως τα μικρά και ήσυχα ρυάκια, τα οποία προχωρούντα αυξάνουν και μεγαλύνονται, μεταβαλλόμενα επί τέλους εις πλατυτάτους, ορμητικούς, και επικινδύνους ποταμούς.
Εάν δε, ως τέκνα φιλόστοργα, αισθάνησθε από τούδε πόθον του ν' αναφανήτε χρήσιμα και ωφέλιμα εις τους γέροντας γονείς σας, τον αυτόν ευγενή πόθον προσπαθήσατε από τούδε να αισθάνηται η ψυχή σας και προς την μεγάλην μητέρα, την φίλην πατρίδα σας. Και ο Θεός τότε θέλει ευλογήσει τους αγώνας, τας σπουδάς, τους κόπους, και τα έργα σας· ο δε ευγενής πόθος της ψυχής σας θέλει βεβαίως εκπληρωθή.
Όστις δε αγαπά την πατρίδα του, ας ομονοή, μετά των συμπολιτών του, ενθυμούμενος τον Αριστείδην εις την Σαλαμίνα, προσφέροντα φιλικήν την δεξιάν του εις τον εχθρόν του Θεμιστοκλέα.
Ας μη φθονώμεν, ας μη αντιπράττωμεν ποτέ τους ικανωτέρους, τους εμπειροτέρους, τους εμφρονεστέρους ημών· αλλά προθύμως συντρέχοντες αυτούς, ας ωφελώμεθα και ημείς και η πατρίς υπό της ικανότητος και της πείρας αυτών.
Τους δε κατωτέρους ας μη περιφρονώμεν, αλλά φιλικήν και ενθαρρυντικήν χείρα ας τείνωμεν προς αυτούς.
Καθώς δε πρέπει να ήμεθα πάντοτε πρόθυμοι προς γενναίαν αντίκρουσιν παντός εξωτερικού εχθρού της πατρίδος, τοιουτοτρόπως οφείλομεν προθύμως να καταπολεμώμεν και πάντας τους εσωτερικούς εχθρούς αυτής.
Οι εσωτερικοί δε ούτοι εχθροί είναι, παιδία μου, η οκνηρία, η κακοήθεια, η πολυτέλεια, η διαφθορά, η αδικία, και το έγκλημα.
Οσάκις δε έργον τι αγαθόν και κοινωφελές προτείνεται ή εκτελείται υπό τινος των συμπολιτών μας, ας μη ζηλεύωμεν, ας μη φθονώμεν, ας μη αντενεργώμεν, ας μη συκοφαντώμεν· αλλ' ολοψύχως ας υποστηρίζωμεν αυτό, και υπ' αυτού του ασπονδοτέρου εχθρού μας αν έγινεν η πρότασις ή η πράξις. Τοιουτοτρόπως και την πρόοδον της πατρίδος δεν εμποδίζομεν, και ημείς μετ' αυτής συνωφελούμεθα και τιμώμεθα.
« Όταν η μήτηρ ευτυχή, όλοι συνευτυχούμεν,
» Και όταν ήναι ένδοξος, όλοι συνευδοξούμεν.
» Αλλ' όταν πέση εις αυτήν σκότος και δυστυχία,
» Φευ! άδοξα και δυστυχή είναι και τα παιδία! »
Η δόξα λοιπόν των συμπολιτών μας αντί να φαρμακεύη, απ' εναντίας ας ευφραίνη την καρδίαν ημών· διότι συνήθως η δόξα ολίγων ατόμων αποτελεί την δόξαν και την ευδαιμονίαν ολοκλήρου του έθνους. Εντός δε της εθνικής δόξης και ευδαιμονίας επαναπαύεται η φιλοτιμία, και ανευρίσκεται η ευτυχία εκάστου πολίτου.
Ο Αριστείδης συντελέσας εις την δόξαν του αντιπάλου του, υποστηρίξας τα ορθά σχέδιά του, και συναγωνισθείς υπ' αυτόν, δεν εδόξασε μόνον τον Θεμιστοκλέα, αλλά και εαυτόν συνεδόξασε, και ολόκληρον το Ελληνικόν έθνος εις την Σαλαμίνα διέσωσεν.
Φιλοπατρία άνευ φιλοπονίας δεν δύναται να υπάρξη, μας είπεν ακολούθως ο Γεροστάθης. Ουδείς δύναται να ονομασθή φιλόπατρις, αν διά των αγώνων, διά της παιδείας, διά των χρημάτων ή διά της αρετής του δεν αναφανή ωφέλιμος εις την πατρίδα· αλλ' ούτε η στρατιωτική πείρα, ούτε τα χρήματα και η παιδεία, ούτε η αρετή δύνανταί ποτε ν' αποκτηθώσιν εις τους κόλπους της αργίας και της οκνηρίας.
Πολίται διάγοντες βίον άεργον και οκνηρόν, άνευ τινός ωφελίμου ενασχολήσεως, και επομένως αναιδώς επιβαρύνοντες και συμπολίτας και πατρίδα, βεβαίως ουχί μόνον ανωφελείς, αλλά και επικίνδυνοι και αποτρόπαιοι και επιβλαβείς εις την πατρίδα αποκαθίστανται.
Διά την αγάπην λοιπόν της πατρίδος κοπιάσατε, φίλοι μου, ενόσω είσθε νέοι, ουχί μόνον τον νουν και την καρδίαν διά των γραμμάτων όπως καλλιεργήσητε, αλλά και πόρον ζωής σταθερόν όπως αποκτήσητε.
Αισχρόν και άτοπον θέλει είσθαι, αν ημέραν τινά παρουσιασθήτε ενώπιον της μεγάλης μητρός, ουχί προσφέροντες εις αυτήν ως φιλόστοργα τέκνα τας απαρχάς των κόπων σας, αλλά ζητούντες παρ' αυτής, ως οκνηροί ή άσωτοι υιοί, τροφήν και περίθαλψιν.
Ασυγκρίτως δ' αισχρότερον και αναιδέστερον θέλει είσθαι αν, ο μη γένοιτο, δι' έλλειψιν ιδίων καταντήσητέ ποτε σφετεριζόμενοι τα της πατρίδος.
Η εργασία, καθώς και άλλοτε σας είπον, ούτε τους σοφούς, ούτε τους πολιτικούς, ούτε τους στρατιωτικούς δύναταί ποτε ν' ατιμάση.
Ο Σωκράτης ήτο αγαλματοποιός. Ο Σόλων, ο Θαλής, ο Πλάτων μετήλθον την εμπορίαν. Ο Κιγκινάτος, ο σωτήρ της Ρώμης, και ο Φιλοποίμην, ο τελευταίος ένδοξος στρατηγός της Ελλάδος, ιδίαις χερσίν εκαλλιέργουν τους αγρούς των. Ιδίαις χερσί και ο Φωκίων ήντλει το ύδωρ, ενώ η ενάρετος σύζυγός του εζύμονε τον άρτον του οίκου της.
Εάν αγαπάτε λοιπόν την πατρίδα, αγαπήσατε εκ νεότητός σας και την εργασίαν. Αποστράφητε δε την αργίαν, δια να μη αποστραφή υμάς η πατρίς.
Εάν δέ ποτε υπό του ιερού έρωτος της πατρίδος εμπνεόμενοι, εξακολούθησε λέγων ο Γεροστάθης, υποκύψητε εις αγώνας και θυσίας, μη καταδεχθήτε να ζητήσητε αμοιβάς και τιμάς.
Αι αμοιβαί και αι τιμαί, χορηγούμεναι δικαίως και αυθορμήτως υπό της πατρίδος, στολίζουν βέβαια και ενθαρρύνουν τα αγαθά τέκνα αυτής· αλλά ζητούμεναι αμαυρόνουν και εξευτελίζουν και τους επαιτούντας αυτάς, και τα έργα αυτών.
Η μόνη ωραία αμοιβή των υπέρ πατρίδος θυσιών και αγώνων σας ας ήναι η γλυκυτάτη συναίσθησις της εκπληρώσεως των προς αυτήν υικών καθηκόντων σας.
Ο Μιλτιάδης, ο Κίμων, ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης, ο Σωκράτης, ο Φωκίων, ο Επαμεινώνδας, και ο Πελοπίδας, ουχί διά τιμών και ανδριάντων, αλλά διά των έργων αυτών ενδόξως απηθανατίσθησαν. «Ει υπό της Ελλάδος πάσης επ' αρετή θαυμάζεσθαι επιθυμείς, την Ελλάδα πειρατέον ευ ποιείν» έλεγεν η Αρετή προς τον νέον Ηρακλέα.
Αν δέ ποτε η πατρίς, καί τοι ευεργετηθείσα παρ' υμών, φανή αχάριστος, μη αδημονήσητε, μη αγανακτήσητε· αλλ' ενθυμήθητε τον Αριστείδην εξοριζόμενον, και όμως ευχόμενον υπέρ της πατρίδος του· τον Κίμωνα εξωστρακισμένον, αλλά τρέχοντα προθύμως όπως συναγωνισθή μετά των συμπολιτών του· τον Δημοσθένην εις την εξορίαν του, αγορεύοντα υπέρ των Αθηνών· τον Σωκράτην και τον Φωκίωνα εις την φυλακήν πίνοντας το κώνειον, αλλ' ευπείθειαν εις τους νόμους και αμνησικακίαν υπέρ των φονέων των συνιστώντας.
Ποτέ δε μη ταυτίσητε τους προσωπικούς αντιπάλους και τους ατομικούς εχθρούς σας με το ιερόν πρόσωπον της πατρίδος· και επομένως ποτέ μη ανεχθήτε ως εκ των ατομικών παθών σας να βλαφθή οπωςδήποτε η πατρίς.
Αυτά, καθ' όσον ενθυμούμαι, μας είπε κατά την ημέραν εκείνην του
Ευαγγελισμού ο αγαθός γέρων.
Οι δε οφθαλμοί του ήστραπτον, αι παρειαί του εφλόγιζον, αι χειρονομίαι του ήσαν εκφραστικώταται, και η φωνή του μελωδική.
Σέβας και ενθουσιασμός εκυρίευον τον Γεροστάθην οσάκις περί της φιλοπατρίας των προγόνων μας επρόκειτο· λύπη δε και μελαγχολία εζωγραφίζοντο επί του προσώπου του, ότε περί των δεινών της πατρίδος ανέφερεν. Αλλ' ότε περί του μέλλοντος αυτής ωμίλει, γλυκύ μειδίαμα εφαίνετο εις τα χείλη του, και ακτίνες ελπίδος έλαμπον επί του μεγάλου μετώπου του.
Ποτέ, ποτέ δεν θέλω λησμονήσει τον Γεροστάθην της ημέρας εκείνης! ήτο θείος! και θείον αίσθημα ενεφύσησεν εις τας νεανικάς μας καρδίας.
Ότε προς την εσπέραν απεχωρίσθημεν, μας έδωκε τους ακολούθους στίχους, γεγραμμένους ιδιοχείρως επί τεμαχίου χάρτου, το οποίον εισέτι διατηρώ ως το πολυτιμότερον των κειμηλίων μου.
»Των τέκνων σου αι αρεταί και η φιλοπατρία
»Πάλαι ποτέ σ' εδόξασαν, Πατρίς μου σεβασμία!
»Αυτάς λοιπόν ας ασπασθώ ως τέκνον γνήσιόν σου,
»Και ας προσφέρω πρόθυμος το παν εις τον βωμόν σου!»
« Ουκ έστιν ανδρί αγαθώ
ουδέν κακόν ούτε ζώντι
ούτε τελευτήσαντι. »
(Πλάτωνος.)
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗΝ τινα εσπέραν του 1820 έτους, διά να μας δείξη ο Γεροστάθης την μεγαλοπρεπή δύσιν του ηλίου, μας ωδήγησεν επί του λόφου εκείνου, όπου προ δύο περίπου ετών είχομεν θαυμάσει μετ' αυτού τον ήλιον μεγαλοπρεπώς ανατέλλοντα.
Οποία παράδοξος σύμπτωσις! Επί του λόφου, όπου πρώτην φοράν είδομεν τον ήλιον ανατέλλοντα, ανέτειλαν και αι πρώται ευεργετικαί ακτίνες της μετά του γέροντος φιλίας ημών.
Ότε δε επί του ιδίου λόφου είδομεν μετ' αυτού τον ήλιον δύοντα, έδυσαν και αι γλυκείαι ακτίνες, τας οποίας η αγαθότης του ανδρός εις τας ψυχάς μας απέπεμπεν.
Έκτοτε πλέον δεν συνεπεριδιαβάσαμεν μετ' αυτού! εκείνος ήτο ο τελευταίος μετά του Γεροστάθου περίπατος!
Ο λόφος ήτο υψηλός και ανωφερής· ο δε γέρων πολύ εκοπίασε και εθερμάνθη αναβαίνων αυτόν.
Η ημέρα ήτο μάλλον δροσερά ως εκ του πνέοντος βορείου ανέμου· επί της κορυφής δε του λόφου ο βορέας εφύσα μάλλον ψυχρός, και την προσέγγισιν του χειμώνος αισθαντικώς υπενθύμιζεν.
Ότε επί του λόφου εφθάσαμεν, ο λαμπρός δίσκος του ηλίου επλησίαζε να κρυφθή υπό τον ορίζοντα, ο δε Γεροστάθης επροκάλεσε την προσοχήν μας επί του μεγαλοπρεπούς τούτου φαινομένου.
Βραδέως και βαθμηδόν κατήρχετο το μεγαλοπρεπές άστρον της ημέρας· λαμπρός δε και αξιοθαύμαστος ήτο ο ποικίλος χρωματισμός των πέριξ συννέφων· άλλα εξ αυτών εφαίνοντο ολόχρυσα, άλλα κατακόκκινα και φλογώδη, και άλλα ιοειδή· ωραιοτάτη δε ήτο και η λεπτή επιχρύσωσις, την οποίαν αι δύουσαι ακτίνες επροξένουν εις τας κορυφάς των πέριξ ερυθριώντων βουνών.
Μετ' ολίγον ο ήλιος εχάθη υπό τον ορίζοντα, η επιχρύσωσις εσβέσθη, η ποικιλία των ουρανίων χρωμάτων βαθμηδόν εξηλείφθη, και σοβαρά μελαγχολία εκάλυψεν άπασαν την φύσιν.
— Τοιουτοτρόπως, μας είπε τότε ο γέρων, έδυσε και το λαμπρόν άστρον της αρχαίας Ελλάδος, και μετ' αυτού εσβέσθη επί του Ελληνικού ορίζοντος και ο πολιτισμός, και η σοφία, και η αρετή, και η ελευθερία, και η δόξα. Υπό την αχλύν δε της απαιδευσίας σκότος και αθυμία περιεκάλυψαν άπασαν την Ελληνικήν φυλήν.
Αλλ' ο ήλιος, όστις ήδη έδυσεν, επρόσθεσεν ο γέρων, λαμπρός πάλιν θέλει ανατείλει αύριον, διά να φωτίση και ζωογονήση και ημάς και όλην την φύσιν. Τις εξεύρει αν εις τας βουλάς του Υψίστου δεν ήναι αποφασισμένον ώστε και το Ελληνικόν άστρον ν' ανατείλη πάλιν, και μετ' αυτού να επανέλθωσιν επί του Ελληνικού ορίζοντος η ελευθερία, η ευνομία, τα γράμματα, και τέχναι, αι προγονικαί αρεταί, και άπασα η αρχαία δόξα και λαμπρότης ;
Την ποθητήν ταύτην ανατολήν του Ελληνικού αστέρος ας ευχώμεθα πάντες από καρδίας, παιδία μου, οσάκις αυγήν και εσπέραν προς ανατολάς εστραμμένοι απευθύνωμεν προς τον ελεήμονα Θεόν τας παρακλήσεις ημών.
Εκ των χριστιανικών αρετών μία είναι και η ελπίς· ως χριστιανοί λοιπόν ας ελπίζωμεν την ανατολήν ταύτην. Αλλά προς πραγματοποίησιν της γλυκυτάτης αυτής ελπίδος, ας μη παύωμεν και την αρετήν σταθερώς εργαζόμενοι, και διά της παιδείας και της φιλοπονίας εξασκούντες και αυξάνοντες τας δυνάμεις ημών επ' αγαθώ της φίλης πατρίδος.
Εν τούτοις ο βορέας εξηκολούθει πνέων σφοδρότερος, και το ψύχος εγίνετο δριμύτερον. Συναισθανθείς δε αυτό ο Γεροστάθης συνεκαλύφθη, και ήρχισε να καταβαίνη τον λόφον, ημείς δε ηκολουθήσαμεν τον γέροντα μέχρι της οικίας του, όπου τω ηυχήθημεν καλήν νύκτα, και απεχωρίσθημεν.
Αλλ' αι καλονυκτικαί ευχαί μας δυστυχώς δεν εισηκούσθησαν, διότι ο Γεροστάθης διήλθε νύκτα κακίστην. Την επιούσαν δεν είδομεν αυτόν· εμάθομεν δε ότι, έχων θέρμην και βήχα σφοδρότατον, προσεκάλεσε προς επίσκεψίν του τον ιατρόν της κωμοπόλεως.
Ατυχώς η κωμόπολις δεν είχεν εισέτι παρά ένα και μόνον ιατρόν και αυτόν εμπειρικόν. Το δε ζεστόν χαμαίμηλον και η θερμολουσία, τα οποία διέταξε, δεν απήλλαξαν τον Γεροστάθην από τα δεινά του, αν και προς ώραν ελάφρωσαν ολίγον αυτόν. Την επιούσαν η θέρμη επανήλθε σφοδροτέρα, και υπό του σκληρού του βηχός έτι μάλλον ηνωχλήθη.
Ολόκληρον την κωμόπολιν κατετάραξεν η ασθένεια αύτη του αγαθού γέροντος. Οι δε προεστώτες, βλέποντες την χειροτέρευσιν του ασθενούς, έστειλαν αμέσως εις Ιωάννινα έφιππον, διά να προσκαλέσωσιν εκείθεν τον επιστήμονα και ευυπόληπτον ιατρόν Ι. Τ.
Ο ιατρός Ι. Τ., όστις εκ φήμης εγνώριζε τον αξιότιμον Γεροστάθην, έσπευσεν άνευ αναβολής να έλθη. Η δε εμφάνισις αυτού ενέπλησεν όλους χαράς και ελπίδος.
Ματαία όμως και διαβατική ανεφάνη και η ελπίς και η χαρά μας. Κατηφής και περίλυπος εξελθών εκ του δωματίου του ασθενούς ο ιατρός, είπε προς τους προεστώτας — Λυπούμαι, διότι πολύ αργά έφθασα· η ασθένεια είναι σφοδρά περιπνευμονία, η φλόγωσις εκορυφώθη, και μικροτάτη ελπίς θεραπείας μένει πλέον εις την επιστήμην.
Απόπληκτοι εμείναμεν όλοι, ότε ηκούσαμεν τους απελπιστικούς αυτούς λόγους του ιατρού.
Το Σχολείον κατά τας ημέρας εκείνας είχεν ερημώσει. Από τα χαράγματα δε μέχρι της νυκτός περίλυποι και σκυθρωποί εσυσσωρευόμεθα έμπροσθεν της οικίας του ασθενούς, περιμένοντες να μάθωμεν ευχάριστόν τι περί της υγείας αυτού.
Οι δε πατέρες και αι μητέρες ημών, εγκαταλιπόντες και τας οικίας και τα έργα των, δεν έπαυον ημέραν και νύκτα περιποιούμενοι φιλοφρόνως τον ασθενή.
Αξιοθαύμαστος ήτο η αγάπη και η αφοσίωσις, την οποίαν είχεν εμπνεύσει εις τας ψυχάς όλων ανεξαιρέτως η αγαθότης του σεβασμίου ανδρός. Μεγίστη τω όντι και μαγική η δύναμις της αρετής και της αγαθοεργίας!
Εν τούτοις ο ιατρός, άμα επισκεφθείς τον Γεροστάθην, διέταξε διπλήν φλεβοτομίαν και επίθεσιν αφθόνων βδελλών, τω έδωκε δε καί τινα ιατρικά, τα οποία μεθ' εαυτού είχε φέρει εξ Ιωαννίνων.
Την επιούσαν ευχαρίστως εμάθομεν ότι ο Γεροστάθης, ων ολίγον καλλίτερα, επεθύμει να μας ίδη· σιωπηλοί λοιπόν εισήλθομεν εις τον κοιτώνα του ασθενούς.
— Καλώς ήλθετε, μικροί μου φίλοι, με φωνήν βραγχνήν και αδύνατον μας είπεν ο γέρων, πολύ επεθύμουν να σας αποχαιρετίσω πριν διά παντός σας αποχωρισθώ· ευχαριστώ τον Πανάγαθον, όστις εισήκουσε και την τελευταίαν ταύτην ευχήν μου.
Υπό σφοδρού βηχός διεκόπη η ομιλία του γέροντος· Ημείς δε, ακούσαντες περί αποχωρισμού, ηρχίσαμεν να οδυρώμεθα, ενώ εκείνος αγωνιών έβηχε.
— Μη κλαίετε, παιδία μου, επανέλαβε μετ' ολίγον ο γέρων, όλοι εγεννήθημεν διά ν' αποθάνωμεν· ευτυχής δε ο αποθνήσκων εν τω μέσω τόσων φίλων. Μη κλαίετε, φίλοι μου, μη φοβείσθε τον θάνατον. Διά του θανάτου ο ελεήμων Θεός πολλάκις παρηγορεί τους δυστυχούντας, πολλάκις δε και από μελλούσας δυστυχίας απαλλάττει τα αγαπητά πλάσματά του. Του χριστιανού ο θάνατος δεν είναι καταστροφή, δεν είναι εξόντωσις· είναι ελπίς ιλαρωτέρου φωτός, είναι αρχή νέας υπάρξεως, είναι αθανασία ατελεύτητος, ή, καθώς έλεγεν ο Σωκράτης, ο θάνατος είναι μετοίκησις της ψυχής από την επίγειον εις την ουρανίαν ζωήν. Όλοι αργά ή ογλίγωρα θέλομεν υποβληθή εις την μετοίκησιν ταύτην.
Εις την παρούσαν δε πρόσκαιρον επί της γης ύπαρξιν εισερχόμεθα, όπως δοκιμασθώσιν αι ψυχαί ημών. Ευτυχείς δε και μακάριαι όσαι δυνηθώσι να εξέλθωσιν ακηλίδωτοι και ανεπηρέαστοι από τους πειρασμούς της φθαρτής ταύτης ύλης, των παθών, και των υλικών συμφερόντων.
Εάν εν κακίαις και αμαρτίαις ήθελον διέλθει τον βίον, εν τη εσχάτη μου ταύτη ώρα βεβαίως ήθελον θρηνεί, αναλογιζόμενος την δικαιοσύνην του Υψίστου· και σεις δε τότε δικαίως ηθέλετε κλαίει μετ' εμού.
Αλλ' όστις, παιδία μου, αποθνήσκει με την γλυκυτάτην συναίσθησιν ότι εξεπλήρωσε κατά δύναμιν τα προς τον Θεόν και τον πλησίον καθήκοντά του· όστις, αφίνων την γην, αφίνει συγχρόνως επ' αυτής μνήμην αγαθήν, αυτός δεν πρέπει να τρέμη, ουδέ να λυπήται μεταβαίνων εις την αιωνιότητα· απ' εναντίας ας χαίρη και ας αγάλληται, διότι προς αυτόν ο δίκαιος Κριτής φωνάζει «Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ, είσελθε εις την αιώνιον χαράν τον Κυρίου σου.»
Μη κλαίετε λοιπόν, αγαπητοί μου φίλοι· αν τα φθαρτά σώματά μας πρόκηται ν' αποχωρισθώσιν, αι αθάνατοι όμως ψυχαί μας ποτέ δεν θέλουν αποχωρισθή. Η ιδική μου, μεταβαίνουσα εις την άλλην ζωήν, θέλει καθικετεύει τον Ύψιστον όπως σας φωτίζη και καθοδηγή πάντοτε εις την οδόν της αρετής και του καθήκοντος, και τοιουτοτρόπως θέλει είσθαι πάντοτε μεθ' υμών. Σεις δε θέλετε είσθαι επίσης μετ' εμού, εάν, ως ελπίζω, εξακολουθήσητε πάντοτε αγαπώντες και ενθυμούμενοι τον φίλον της νεότητός σας, τους λόγους του, τας διηγήσεις του, συλλογιζόμενοι εις παν βήμα της ζωής σας τι ήθελεν ειπεί περί αυτού ο γέρων Γεροστάθης.
Οι λόγοι αυτοί, αντί να καταπαύσωσιν, ηύξησαν έτι μάλλον τα δάκρυα και τους οδυρμούς ημών, και καταφιλούντες τας θερμάς χείρας του γέροντος, κατεβρέχομεν αυτάς με τα θερμότερα δάκρυά μας.
Συνεκινήθη τότε και ο γέρων, εδάκρυσε, μας ησπάσθη, και μας ηυλόγησεν· η δε συγκίνησις αύτη τω επέβαλεν επί τινα ώραν σιωπήν, την οποίαν επί τέλους διέκοψε διά των ακολούθων λόγων, οίτινες βαθέως έμειναν εντυπωμένοι εις την ψυχήν μου, και ζωηροί πάντοτε επανέρχονται εις τα ώτα μου.
— Ζήσετε, φίλοι μου, πιστοί πάντοτε εις των πατέρων σας την θρησκείαν· αυτή εν τω μέσω των δεινών της πολυχρονίου δουλείας μας παρηγόρησεν· αυτή μας εδίδαξε με καρτερίαν και με ελπίδα να υποφέρωμεν τα δεινά μας· αυτή διετήρησε την εθνικήν ενότητά μας, την ωραίαν μας γλώσσαν, και τον ένδοξον ελληνισμόν μας. Υπό οποιαςδήποτε περιστάσεις, υπό οποιουςδήποτε καταδιωγμούς ή σατανικάς ξένων ραδιουργίας και αν ευρεθήτε, μείνατε πάντοτε πιστοί, ηνωμένοι και ακράδαντοι υπό την αγίαν σημαίαν της, όπως διατηρηθή ούτω το πολυπαθές Εθνος ημών πάντοτε έν και αδιαίρετον.
Μετά Θεόν δε αγαπήσατε την πατρίδα και τους γονείς σας· διά της φιλοπονίας δε, της αρετής, και της ευγενούς θυσίας των παθών σας αναδείχθητε προσφιλή τέκνα και της πατρίδος και των γονέων υμών.
Προσέχετε επομένως την υγείαν σας, φωτίζετε την ψυχήν σας, εξευγενίζετε την καρδίαν σας, ασπάσθητε τας χριστιανικάς και προγονικάς αρετάς, και αποφεύγετε παν αισχρόν και άτιμον. Έχοντες δε κατά νου ότι το μεν γήινον σώμα σας θέλει επανέλθει εις την γην, η δε αθάνατος ψυχή σας θέλει μεταβή εις την αιωνιότητα, μη παύσητε αγωνιζόμενοι και επί της γης μνήμην αγαθήν ν' αφήσητε, και εις τον ουρανόν ενώπιον του Πλάστου φαιδροί να παρουσιασθήτε.
Εις τον λαβύρινθον του κόσμου εμβαίνοντες, πολλάς κακίας και πάθη δυσειδή θέλετε απαντήσει, παιδία μου· εις πολλάς δε δυστυχίας απροσδοκήτως ίσως θέλετε εκτεθή.
Και τας μεν δυστυχίας γενναίως υπομείνατε, αναλογιζόμενοι ότι υπάρχουν και άλλαι ασυγκρίτως μεγαλήτεραι, τας οποίας μη έχοντες ευχαριστείτε και δοξάζετε τον Θεόν.
Ενώπιον δε της κακίας και των αισχρών παθών μη απελπισθήτε, διά να μη καταντήσητε μισάνθρωποι, και επομένως όντα περιττά και άχρηστα επί της γης. Μη δειλιάσητε δε, διά να μη καταστραφήτε υπ' αυτών· αλλά γενναίως και εμφρόνως παλαίσατε, όπως η αρετή αναφανή νικηφόρος.
Ουδείς Ολυμπιονίκης άνευ αγώνων· αγώνων δε και μαχών στάδιον είναι δυστυχώς το στάδιον του βίου. Ευτυχείς αν εξέλθητε νικηταί και τροπαιούχοι, ως εκ του λαβυρίνθου της Κρήτης εξήλθε ποτέ ο Θησεύς.
Μη παραμελήσητε δε το παρόν, επηρεαζόμενοι από το παρελθόν, ή επαναπαυόμενοι εις το μέλλον. Το παρελθόν παρήλθε, το δε μέλλον άδηλον και αβέβαιον.
Μη παύετε λοιπόν εργαζόμενοι πάντοτε εντός του παρόντος, ωφελούμενοι από τα μαθήματα του παρελθόντος, και την βελτίωσιν του μέλλοντος προσπαθούντες.
Τοιουτοτρόπως η αύριον θέλει σας ευρίσκει πάντοτε καλλιτέρους και ευτυχέστερους. Όταν δε από την παρούσαν μεταβήτε εις την άλλην ζωήν, είθε ν' αφήσητε επί της γης ίχνη τινά διακεκριμένα, άτινα θέλουν καθοδηγήσει και παρηγορήσει όσους κατόπιν υμών εισέλθωσιν εις τον κινδυνώδη του βίου λαβύρινθον.
Υπάγετε τώρα, παιδία μου, ησυχάσατε… μη κλαίετε πλέον… θέλομεν ανταμωθή πάλιν… αν όχι επί της γης… βεβαίως όμως εις τον ουρανόν. »
Ταύτα ειπών εσιώπησεν· ημείς δε οδυρόμενοι επέσαμεν επί της κλίνης του, καταφιλούντες τας χείρας του· ο δε γέρων και πάλιν μας ησπάζετο και μας ηυλόγει.
Αλλ' εισελθών ο ιατρός, και ιδών την συγκινητικήν εκείνην σκηνήν, μας προσεκάλεσε να εξέλθωμεν.
Εκείνη ήτο η τελευταία μετά του Γεροστάθου συνέντευξίς μας· έκτοτε πλέον δεν ηκούσαμεν την γλυκείαν φωνήν του!
Η πρωινή μετά του Γεροστάθου συνέντευξίς μας συνετάραξεν αυτόν, και εχειροτέρευσε την ασθένειάν του. Ο ιατρός επανέλαβε τας φλεβοτομίας· αλλά μικρά βελτίωσις ανεφάνη. Ο γέρων εζήτησε τότε ν' αποχαιρετίση και ευχαριστήση τους προεστώτας διά τας υπέρ αυτού φροντίδας των. Ακολούθως εζήτησε τους διδασκάλους, και μετ' αυτούς τον ιερέα διά να εξομολογηθή και κοινωνήση των αχράντων μυστηρίων.
Μετά την εκπλήρωσιν δε και του τελευταίου τούτου χριστιανικού καθήκοντος συνωμίλησε μετά των διδασκάλων και του ιερέως περί των θείων καλλονών του χριστιανισμού, και ιδίως περί της αγαλλιάσεως, την οποίαν αισθάνεται ο αληθής χριστιανός κατά τε την διάρκειαν του βίου του, και κατά τας ώρας του θανάτου του.
Ηθέλησε τότε ν' αποχαιρετίση και τον αγαπητόν του κήπον. Ότε δε ήνοιξαν το παραπέτασμα του παραθύρου, βλέμμα μελαγχολικόν έρριψεν ο γέρων εις τα άνθη και εις τα δένδρα του κήπου του.
Και τα μεν άνθη μαραμμένα παρουσιάσθησαν εις τους οφθαλμούς του· κατάχλωμα δε τα φθινοπωρινά φύλλα το έν μετά το άλλο έπιπτον κατά γης.
Ούτως, είπε τότε ο γέρων, πίπτουν και οι άνθρωποι από το δένδρον της ζωής, σήμερον ο είς και αύριον ο άλλος. Και τα άνθη του κήπου μου εμαράνθησαν και παρήλθον! αλλ' οι σπόροι, τους οποίους εις τας απαλάς καρδίας των μικρών μου φίλων επροσπάθησα να ενσπείρω, είθε να μη μαρανθώσι ποτέ! Είθε ημέραν τινά να βλαστήσωσι, και αμάραντον δόξαν εις την πατρίδα να καρποφορήσωσιν! Αύτη είναι η θερμότερα ευχή της ψυχής μου. Εις Σε δε, πάτερ αγαθέ, και εις τους συναδέλφους σου διδασκάλους αναθέτω την πραγματοποίησιν της εγκαρδίου μου ταύτης ευχής.
Εξακολουθήσατε φωτίζοντες μετά ζήλου δι' ωφελίμων και βιοτικών γνώσεων τον νουν των μικρών μαθητών σας. Γυμνάζετε και ενισχύετε ιδίως την κρίσιν, την καλλιαισθησίαν, και το προς την αρετήν αίσθημά των. Συνειθίζετε αυτούς εις την σεμνότητα, το σέβας, την υπομονήν, και την φιλοπονίαν και μη επιτρέπετέ ποτε εις αυτούς ν' αγαπώσι το φθαρτόν σώμα των περισσότερον της αθανάτου ψυχής των. Η κατά Χριστόν και επ' αγαθώ της πατρίδος διάπλασις των Ελληνοπαίδων ας ήναι ο κύριος και τελικός σκοπός όλων των αγώνων και όλων των διδασκαλιών σας.
Αυτά αγωνιών και πυρέσσων είπεν ο Γεροστάθης, διακοπτόμενος υπό σφοδροτάτου βηχός, ως ακολούθως μας έλεγον οι διδάσκαλοι. Μετά τινα δε διακοπήν έστρεψε πάλιν προς τον κήπον τους θνήσκοντας οφθαλμούς του, υψώσας δ' έπειτα προς τον ουρανόν μελαγχολικόν βλέμμα, «Θεέ μου, είπε, πόσα δένδρα ηξιώθην να ίδω ανεστημένα!… αλλά την ανάστασιν της πατρίδος..» Και με της πατρίδος το γλυκύτατον όνομα εις τα χείλη μετέβη από την επίγειον εις την ουρανίαν ζωήν.
Περί την δύσιν της ημέρας εκείνης έδυσε και ο βίος του αγαθού γέροντος. Η δε ψυχή του, εξαγιασθείσα διά της θρησκείας και της αρετής, αφήκε τα γήινα δεσμά της, και αγαλλομένη επανήλθεν εις τας αγκάλας του Πλάστου.
Οι προεστώτες, οι διδάσκαλοι, και ο ιερεύς συνήλθον μετά τον θάνατον του Γεροστάθου εις την οικίαν αυτού, διά να εξετάσωσιν αν αφήκε διαθήκην, και συγχρόνως διά να εξασφαλίσωσιν όλα τα της οικίας του.
Και κατά πρώτον ήνοιξαν το συρτάριον της τραπέζης, επί της οποίας συνήθως έγραφε. Μεταξύ δε διαφόρων εγγράφων, τα οποία εντός αυτού υπήρχον, εύρον περικάλυμμα, φέρον την επιγραφήν «Η διαθήκη μου.»
Ο ιερεύς, ανοίξας το περικάλυμμα, ανέγνωσε μεγαλοφώνως το εν αυτώ έγγραφον, το οποίον πραγματικώς ήτο η ιδιόχειρος διαθήκη του γέροντος.
Της διαθήκης ταύτης ούτε το πρωτότυπον διεσώθη, ούτε αντίγραφον αυτής ελήφθη ποτέ· ώστε μη δυνάμενος να καταχωρήσω αυτήν ενταύθα, θέλω αναφέρει όσας εκ των διατάξεών της διετήρησεν η μνήμη μου.
Κατ' αρχάς εζήτει συγχώρησιν παρά πάντων, όπως και ο πολυεύσπλαχνος Θεός συγχωρήση τα εκούσια και ακούσια αμαρτήματα αυτού.
Ακολούθως έλεγεν ότι, μη έχων ίδια τέκνα, ουδέ συγγενείς, υιοθετεί και κληρονόμους του αποκαθιστά, όλα τα παρόντα και μέλλοντα τέκνα της πατρίδος του.
Αλλ' επειδή, επρόσθετεν, εκτός της αρετής και της παιδείας τα πάντα επί της γης είναι φθαρτά, διέταττε να μένωσι τα χρήματά του διαρκώς είς τινα Τράπεζαν· διά δε των ετησίων τόκων να εξακολουθή η διατήρησις του σχολείου, όπως εξ αυτού οι κληρονόμοι του απολαμβάνωσι τα μόνα άφθαρτα και αληθώς πολύτιμα κτήματα της αρετής και παιδείας.
Την επιμέλειαν και επικαρπίαν του κήπου του ανέθεσεν εις τον συμμαθητήν μας Ιωάννην· διέταττε δε όταν επανέλθη εξ Ιταλίας ο αποσταλείς παρ' αυτού προς εκμάθησιν της ιατρικής, να μεταβή αντ' αυτού ο Ιωάννης όπως σπουδάση την γεωπονίαν, και επανερχόμενος εις την πατρίδα διδάσκη αυτήν εις τα τέκνα των κτηματιών.
Προς αμοιβήν δε των υπέρ αυτού κόπων και υπηρεσιών του συμμαθητού μας Κωνσταντίνου προσδιώριζε ποσόν χρηματικόν, όπως μεταβή και ο νέος αυτός είς τι Ευρωπαϊκόν οπλουργείον προς εκμάθησιν της οπλοποιίας και των άλλων σιδηρουργικών τεχνών.
Την υπέρ του Κωνσταντίνου διάταξίν του ετελείονεν εκφράζων λύπην ενδόμυχον διά την ανάγκην των όπλων· Ηύχετο δε να μη βραδύνη η θεία εποχή, καθ' ην εν χριστιανική αγάπη και αρετή άπαντες ως αδελφοί φιλάδελφοι ζώντες, θέλουν αποτελέσει επί της γης μίαν ποίμνην υπό ένα ποιμένα.
Ακολούθως η διαθήκη προσδιώριζε χρηματικάς χορηγήσεις προς περίθαλψιν δυστυχών τινων γερόντων, ορφανών, και αδυνάτων χηρών.
Επί τέλους ωνόμαζεν εκτελεστάς της διαθήκης του ταύτης άνδρας ακεραίους και αξιοσεβάστους, και επρόβλεπεν όσον ένεστι προνοητικώτερον περί της διαρκούς υπάρξεως τοιούτων εκτελεστών προς ακριβή εκτέλεσιν της τελευταίας θελήσεώς του.
Ότε δε εγένοντο γνωστά εις την κωμόπολιν τα της διαθήκης, έτι μάλλον αξιαγάπητος κατέστη η μνήμη του αγαθού Γεροστάθου· διότι εκ της διαθήκης αυτού ανεφάνη ότι ουχί μόνον ζων, αλλά και μετά θάνατον ηθέλησε να εξακολουθήση ευεργετών τους συμπολίτας αυτού.
Την κηδείαν του Γεροστάθου δεν συνώδευσαν ούτε τύμπανα και μουσικαί, ούτε αρχιερείς και ιερέων στίφη, ούτε στρατιώται και νεκρικοί πυροβολισμοί.
Γενική όμως κατήφεια, βαθυτάτη θλίψις, στεναγμοί, και δάκρυα συνώδευσαν τον νεκρόν εις το τελευταίον κατοικητήριόν του.
Μαθηταί, χήραι, γέροντες, πτωχοί, ορφανά, και πάντες εν γένει οι κάτοικοι της κωμοπόλεως θρηνούντες παρηκολούθουν το λείψανον του ευεργέτου αυτών.
Και οι μεν θλιβεροί παλμοί των καρδιών μας ήσαν οι νεκρώσιμοι της κηδείας τυμπανισμοί, ο δε θρήνος των παρακολουθούντων ήτο η κατανυκτική μελωδία, δι' ης του παραδείσου αι πύλαι ηνοίγοντο εις την ψυχήν του Γεροστάθου.
Τοιαύτας κηδείας μόνον οι ενάρετοι, οι φιλάνθρωποι, και οι φιλοπάτριδες απολαμβάνουν επί της γης, ενώ αι ψυχαί των αγαλλόμεναι αναβαίνουν εις τους ουρανούς.
Εις τον ναόν του Υψίστου ο διδάσκαλος των Ελληνικών εξεφώνησε λόγον επιτάφιον γλαφυρόν και διδακτικώτατον· είχε δε και το μέγα αλλά σπάνιον προτέρημα της συντομίας, ώστε, ότε ο ρήτωρ έπαυσεν, οι ακροαταί, αντί να ευχαριστηθώσιν, ελυπήθησαν, παύσαντες ακροαζόμενοι έργα ωραία κομψώς εξιστορούμενα.
Το ρητόν, διά του οποίου ο διδάσκαλος επροοιμίασεν, ήτο το του Ευαγγελίου «ος δ' αν ποιήση και διδάξη ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών.»
Διατηρήσας δε αντίγραφον του επιτυμβίου, του χαραχθέντος επί του τάφου του γέροντος, ευχαρίστως καταχωρώ τούτο ενταύθα είχε δε ούτως·
Οι συντάξαντες το επιτύμβιον τούτο συνένωσαν εντός αυτού τα δύο μεγάλα παραγγέλματα του Ευαγγελίου μετά των περί Σωκράτους λόγων του Ξενοφώντος. Φαίνεται δε ότι ηθέλησαν ούτω ν' αποδείξωσιν ότι εις την καρδίαν του Γεροστάθου συνηνούτο ο Χριστιανισμός μετά του Ελληνισμού, ως συνήνονεν αυτούς το επί του τάφου του μάρμαρον.
Μετά πολυχρόνιον αποδημίαν περιηγηθείς εσχάτως την Ήπειρον, μετέβην και εις την κωμόπολιν του Γεροστάθου, όπου τόσαι γλυκείαι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας θερμώς μ' επροσκάλουν.
Αλλά την μεν κωμόπολιν εύρον σχεδόν έρημον ζητήσας δε με πάλλουσαν καρδίαν το σχολείον και την οικίαν του γέροντος, δεν εύρον ειμή ερείπια.
Περίλυπος μετέβην τότε από το κοιμητήριον αυτό των ζώντων εις το κοιμητήριον των αποθανόντων, όπως ασπασθώ τον τάφον του ευεργέτου μου, και επ' αυτού κλαύσω την ερήμωσιν της πατρίδος. Αλλ' ουδέ ίχνος του τάφου του υπήρχε πλέον!
Δυστυχεστάτη πατρίς! ανέκραξα τότε στενάζων βαθέως, δεν θέλει λοιπόν παρέλθει η οργή του Κυρίου από σου,
Αλλ' όχι! χριστιανισμός και απελπισία είναι αντίφασις, είναι αμάρτημα. Ας εξακολουθώμεν λοιπόν ελπίζοντες πάντοτε· διά της παιδείας δε, της φιλοπονίας, και αρετής ας ενισχύωμεν, ας αναπτύσσωμεν, ας πολλαπλασιάζωμεν τας δυνάμεις ημών, και αι γλυκείαι ημών ελπίδες βεβαίως θέλουν πραγματοποιηθή.
Το τρόπαιον του Μιλτιάδου δεν άφινε να κοιμηθή τον νέον Θεμιστοκλέα· τοιουτοτρόπως και η προγονική εύκλεια ας μη αφίνη τους νέους ημάς Έλληνας να κοιμώμεθα ήσυχον ύπνον αλλ' αδιαλείπτως ας αγωνιζώμεθα όπως αξιωθώμεν ν' αποτινάξωμεν την εθνικήν κακοδαιμονίαν, επαναφέροντες άπασαν την Ελληνικήν φυλήν εις την χορείαν των ευδαιμόνων εθνών!
Κατά την θλιβεράν δ' εκείνην ημέραν απεφάσισα να εκδώσω τας αναμνήσεις μου ταύτας, όπως διά των ιδίων έργων και λόγων του αγαθού Γεροστάθου ανεγείρω εις αυτόν, αντί του καταστραφέντος, μνημείον άλλο διαρκέστερον ίσως εκείνου, σύμφωνον δε με τας ευγενείς του ανδρός διαθέσεις.
« Γαίαν έχοις ελαφράν, φίλτατε φίλων! »
Η πρώτη αγάπη…….
Ο πάππος, ο υιός, και ο μικρός Θωμάς
Ο Αινείας και ο πατήρ του..
Η Σπαρτιάτις Χειλωνίς….
Ο Επαμεινώνδας και οι γονείς του
Ο Μέγας Αλέξανδρος και η Ολυμπιάς
Ο κήπος και η καρδία…
Ο Κοριολάνος και η μήτηρ του
Ο Βάσιγκτων και η μήτηρ του
Μία ψυχή εις δύο σώματα
Ο κλώνος και το δεμάτιον.
Οι δύο μικροί φίλοι…
Ο Σωκράτης, ο Αλκιβιάδης, και ο Ξενοφών
Η φιλία του Επαμεινώνδου και Πελοπίδου
Δάμων και Φιντίας… Ηδονή γλυκυτάτη…
Ο Πέτρος και ο πτωχός μαθητής του
Ο κατά το Ευαγγέλιον τέλειος άνθρωπος
Η ελεημοσύνη της τυφλής
Ο ιερεύς της Μόσχας
Η ελευθεριότης του Κίμωνος
Ο Θείος νόμος
Η φιλανθρωπία του Θησέως
Το αληθές προτέρημα του Περικλέους
Ο εφημέριος της κωμοπόλεως
Η προς τον πλησίον αγάπη
Ο χωρικός, ο επονομασθείς Σωτήρ
Ο χωρικός και ο αυτοκράτωρ Ιβάν
Ο λέων και ο Ανδροκλής
Ο αγαθός Τίτος
Οι τριάκοντα Τύραννοι και ο Σωκράτης
Ο δίκαιος Αριστείδης
Η υπερτάτη αρετή
Ο Παύλος και η Ευφροσύνη
Σωτήριον μάθημα
Ο Λυκούργος και ο Άλκανδρος
Ο Πελοπίδας και ο στρατιώτης
Ο Περικλής υβριζόμενος
Ο Σωκράτης προαπόστολος
Η τελευταία παραγγελία του Φωκίωνος
Ο Δημοσθένης και το όνειον γάλα
Η αμνησικακία του Αριστείδου
Η εκδίκησις του εξορίστου Κίμωνος
Ο ιερώτερος έρως
Ο θάνατος του Κόδρου
Η θυσία της Αγραύλου
Ο όρκος των νέων
Η Αργεία Τελέσιλλα
Αι Σπαρτιάτιδες κατά του Πύρρου
Η Κρατησίκλεια εις την Αίγυπτον
Ο Θρασύβουλος κατά των τριάκοντα Τυράννων
Ο Πελοπίδας ελευθερόνων τας Θήβας
Ο Σωκράτης εν τω δεσμωτηρίω
Ο Μάρκος Ρήγουλος
Ο Λυκούργος εκουσίως εξοριζόμενος
Ο Ιπποκράτης και ο Αρταξέρξης
Ο Αριστοτέλης και τα Στάγειρα
Θυσία παθών
Ο φιλόπατρις και φιλόπονος
Αμοιβαί και αχαριστία
Η δύσις
Η ασθένεια
Η τελευταία επίσκεψις
Αι τελευταίαι στιγμαί του Γεροστάθου
Η διαθήκη
Η κηδεία και το επιτύμβιον