Title: Αργία : διήγημα
Author: Kostas Faltaits
Release date: May 2, 2010 [eBook #32214]
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni
Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.
Στην Α. Ε τον κ. Κ. Σπυρίδη
Ένα τορπιλλοβόλο μαύρο και χαμηλό ήταν αραγμένο καμιά πεντακοσαριά μέτρα μακριά από το μεγάλο θωρηκτό. Στο Ρένα το ναύτη φάνηκε καθώς το κύτταζεν έτσι σιωπηλό, τόσο έρημο και ξεχασμένο από τον κόσμο, ώστε όλη η λογική του δεν έφθασε να τον κάνει να πιστέψει στην πραγματικότητα του· και σκέφτηκε:
— Τάχα να βρίσκονται άνθρωποι ίδιοι με μας κει μέσα;
Πιο μακριά στο βάθος, η μεγάλη στεριά. Τα πεύκα την πρασινίζανε και την κάναν επιθυμητή, μα ο Ρένας φοβότανε πάντα το μυστήριό της. Τώρα ήτανε χαμηλή και μακρυνή. Το βράδυ όμως ψήλωνε σα ράχη κάποιου γίγαντα και στερεωνότανε στη μέση τ' ουρανού και της θάλασσας. Τις ώρες της αυγής αργοξυπνούσεν η στεριά, κι' ενώ τα χρώματα στον ορίζοντα τινάζονταν μαντεύοντας το φως που ερχόταν, αυτή επίμενε στον ύπνο της και διατηρούσε το σκοτάδι της σαν κακόν εφιάλτη πολύ πιο ύστερα από το γενικό ξύπνημα.
Ο Ρένας ο ναύτης κύτταζεν ολοένα σκαρφαλωμένος στο π η γ α ί ο του μεγάλου ταχυβόλου. Κι' ούτε το μαύρο τορπιλλοβόλο, ούτ' η στεριά φαινόντανε μόνα αυτά από τη θέση κείνη σαν ψεύτικα και σαν ξένα.
Ήταν το τρεχαντήρι που πέρασε κάπως μακριά με τα πανιά σα σπαθιά· κι' ήταν το λιμανάκι πέρα που μόνον οι βάρκες ορίζανε την ύπαρξή του· κι' ήταν ο νέος σημαιοφόρος που πέρασεν από πίσω του με τα παπούτσια του που τρίζανε σα να περπατούσε πάνω σε κόκκαλα· κι' ήταν μια φυσαρμόνικα κάτω στο υπόφραγμα που δεν ταραζότανε τώρα από τα τραγούδια παρατημένη μισάνοιχτη στην άκρη ενός πάγκου.,, Και ήταν ότι νάβλεπεν από κει σαν ψεύτικο, σα να τόβλεπε μέσ' από τζάμι ή μέσα στην αντανάκλαση του νερού.
Ακόμα του φαινόταν πολύ παράξενο κι' ακατανόητο πως στα μακρυνά πέρα χωριά, τα τόσον ακίνητα και σιγαληνά, υπάρχανε και κάθονταν άνθρωποι, και πως οι άνθρωποι κείνοι ζούσαν και κινιόνταν όπως αυτός, όπως οι άλλοι ναύτες, όπως ο άλλος κόσμος,. Και μόνο στα μάτια του Ρένα αληθινός και ζωντανός καμπυλωνόταν ο ουρανός και το γαλάζο του ανοιχτό δεν είχε να του κρύψει κανένα μυστικό,.,
Κατέβηκεν από το κανόνι και τράβηξε στο μεσόστεγο. Καθώς περνούσεν από τ' Οπλονομείον είδεν αραδιασμένους ακόμα καμία δεκαριά ναύτες που περιμένανε τη σειρά τους να τους φωνάξει ο ύπαρχος. Λίγοι ήταν πραγματικά ένοχοι, μα οι πιο πολλοί τιμωριότανε για τιποτένιες αφορμές. Αθώοι και φταίστες παίρνανε το ίδιο σχεδόν μερίδιο τιμωρία.. Τους κύτταξε τώρα με λιγότερη συμπάθεια, απ' ότι τους είχε κυττάξει πριν μισή ώρα αραδιασμένος κι' αυτός στη γραμμή και περιμένοντας την τιμωρία του.
Ένας από τη γραμμή τον ρώτησε:
— Πόσο στο βαφτίσανε το νήπιο;
— Ενός μηνός.
— Κράτηση ή φυλάκιση;
— Φυλάκιση κουμπάρε μου.. Μούπε μάλιστα να του το χρεωστώ και χάρη που δεν την έβαλεν α υ σ τ η ρ ά. Θάχω όλη την ελευθερία να γυρίζω στο καράβι, κι' από δουλειά τίποτα.
— Καλός είσαι και συ!
Του τώπε με κάποια κακία, μα ο Ρένας δε στενοχωρήθηκε γιατί ήξερεν όλους τους ναύτες κακούς από τη δυστυχία τους και τον ένα χειρότερο από τον άλλο,. Τριγύρω του τα πράγματα και τα πρόσωπα είχαν χάσει το πρώτο τους σοβαρό κι' αλλοιώτικο ύφος. Είδεν ότι καμιά πια εντύπωση δεν τούκανεν ο ναυτόπαιδας υπηρέτης του ύπαρχου, ούτε οι γκέτες του αγγελιοφόρου, ούτε ο κονδυλοφόρος του γραφέα που σημείωνε τις τιμωρίες, ούτε οι ζάρες στο μέτωπο του ύπαρχου που θυμωμένος ξέταζε κάποιο ναύτη. Ακόμα δεν ήταν καθόλου παράξενες τώρα οι βίδες της οροφής· το φως της καντήλας στην εικόνα τ' Άη-Νικόλα δε γιάλιζε πια σα βλοσυρό μάτι, και κάτω από τα πόδια του ο ήχος της ηλεκτρομηχανής ακούονταν κανονικός, χωρίς να γαυγίζει όπως πρώτα.
Πόσο άφθονο και πόσο γαλάζο ήταν πάλι το νερό κάτω από τα μάτια του! Έπρεπε να χαλάσει ο ουρανός για να βρεθεί άσχημο και κουραστικό το χρώμα κείνο. Τώρα όμως φαίνονταν όλα φωτεινά, και τα χρώματα στη θάλασσα στρωτά και καλοβαλμένα. Σε κάθε κομμάτι του νερού ένα δαχτυλίδι από ήλιο· σ' αρκετό πλάτος πολλά θρύψαλα ήλιος· σε κάθε βάρκα πάλιν ο ήλιος για να λαμποκοπά στα φτερά των κουπιών, και να περνά με ασημένιες λάμες την ίδια στιγμή τη θάλασσα.. Μπροστά στην πλώρη πολλοί ναύτες παίζανε. Χτυπούσαν έναν ακάθαρτο γίγαντα συνάδελφό του που είχε την παλάμη μπροστά στα μάτια, κι' ύστερα σήκωναν το δάχτυλο λέγοντας:
— Είμαι γω;
— Δάσκαλε!
Ο γίγαντας με τ' ασπράδια των ματιών του κόκκινα, ανόητα και βλοσυρά, σα μάτια σκύλου θυμωμένου, προσπαθούσε να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Δεν πετύχαινεν όμως ποτέ, γιατί οι άλλοι του λέγαν όλο ψέματα. Ύστερα φωνάζανε πάλι:
— Βαράτε το φούρναρη.
Ο Ρένας στάθηκε κι' εξέταζε.
Ήταν όλοι ναύτες με πολύ παιδικά τα πρόσωπα και τις κίνησες. Παιδιά σχεδόν ακόμα, τριών μηνών κληρωτοί. Δεν είχαν μάθει νάχουν τον εγωισμό στο πλύσιμο και στο συγύρισμα του εαυτού τους. Δεν πρόσεχαν και λερώνονταν πολύ εύκολα. Ύστερα, δεν τους ένοιαζε καθόλου να καθαριστούν. Είχαν όμως μεγάλη πονηρία στο παίξιμο, και χτυπούσαν με μεγάλην επιτηδειότητα και τέχνη. Καθένας κρατούσε μια ορισμένη έκφραση στο πρόσωπό του κι' ο χτυπιόμενος δε μπορούσε να καταλάβει ποιος τον χτύπησε.
Στ' ώμορφο αυτό παιχνίδι ο Ρένας προσπάθησε να διακρίνει από το πρόσωπο και το σώμα αυτών που παίζανε τον τόπο της καταγωγής τους και το πρώτο τους επάγγελμα.
Δυο στρογγυλοπρόσωποι μ' απελέκητο δέρμα κι' απελέκητα χαρακτηριστικά του φανήκανε σαν γεωργοί. Ένας μικροπρόσωπος με κοκκινισμένα μάτια και στεγνά φρύδια θάτανε θαλασσινός και μάλιστα ψαρράς. Το δείχνανε και τα ξυπόλυτα πόδια του. Τα πέλματα πολύ πλατισμένα, αδύνατο νάχανε γνωρίσει το παπούτσι. Ο άλλος με το φρέσκο πρόσωπο και την πρόστυχην όψη μπορεί νάταν υπηρέτης· και ο μουτζουρωμένος κείνος κατεργάρης με το ζαρωμένο στόμα και το γωνιαίο κεφάλι θα εξασκούσε το ελεύθερο επάγγελμα του κάλφα σε τσαγκάρικο ή του βοηθού σε κάποιο μαραγκό.
Έμεινεν ευχαριστημένος από τις παρατήρησές του, κι' εξακολούθησε να κυττάζει με μεγαλείτερην ακόμη προσοχή. Ένας ναύτης γραφέας συνάδελφός του στο ίδιο γραφείο, τον έπιασε ψηλά από το μπράτσο και τούπε:
— Η σάλπιγγα χτύπησε πληρωμή των ανθρώπων που ανθράκεψαν. Έλα
να μας βοηθήσεις στη δουλειά.
— Αυτό είνε δικός σας λογαριασμός, απάντησεν ο Ρένας. Οι
τιμωρημένοι με φυλάκιση δε δουλεύουνε.
Η σάλπιγγα περιγύριζεν ακόμα το καράβι και φώναζε. Από τ' άλλα πλοία σιγανότερες και μακρυνότερες φωνές σάλπιγγας φτάνανε κ' αυτές ως κει.
— Κάθε σάλπισμα, είπεν ο Ρένας στο σύντροφό του γραφέα, προορίζεται για ορισμένη τάξη ναυτών. Στο καράβι μας χτυπάνε πληρωμή θερμαστών, στο διπλανό τους φωνάζει η σάλπιγγα για αγγαρία.. Η ψυχολογία κάθε σαλπίσματος είναι σύμφωνη με την έννοιά του. Οι ήχοι του είναι χαρούμενοι ή λυπητεροί, αργοί ή πεταχτοί, απλοί ή ανακατεμένοι μόνο για κείνους που φωνάζει. Για τους άλλους είναι ένα τίποτα, ή κάτι τέτοιο.
— Δεν το πιστεύω και τόσο, απάντησεν ο άλλος· και στο τέλος τι με νοιάζει μένα για όλα αυτά! Δόξασοι ο Θεός, εγώ περνώ ζάχαρη με τον αξιωματικό μου. Στον εαυτό σου να τα λες αυτά.
Κι' έφυγε ευχαριστημένος και κουνόντας το κεφάλι με οίκτο και ειρωνεία για το Ρένα. Ίσως να νόμισε πως του είχε δόσει μια πολύ σπουδαία κι' έξυπνη απάντηση.
Οι ναύτες εξακολονθούσανε να παίζουνε και να δέρνουν αλύπητα το γίγαντα.
Το χαμηλό του μυαλό δε μπορούσε να καταλάβει την κατεργαριά που του κάνανε, και τα κόκκινα μάτια του αδικημένου σκύλου φούσκωναν από κρυμένο παράπονο. Ξαφνικά σε μια δυνατή γροθιά που του ζάλισε το κεφάλι τόβαλε στα πόδια, και γλύτωσε μέσα από τη θωρακισμένη πόρτα του πρόστεγου.
Δυο-τρεις τον πήρανε κατά πίσω κι' όλοι αρχίσανε τις φωνές:
— Ώωω! Ώωω! Ώωωω!
Του Ρένα τα μάτια από λίγο να δακρύσουν. Ένας όγκος διαμαρτυρίας και αγανάκτησης τον σκέπασε κι' έβρισε τη θηριωδία και την αναισθησία του ανθρωπίνου ζώου.. Έριξε τα μάτια του στη μακρυνή στο βάθος του κόλπου πολιτεία. Η λύπη άρχισε ν' ανεβαίνει από το στήθος του και να τον τραβά πάνω από τους καπνοδόχους της πολιτείας, και πάνω από τα τετράγωνα χωρίσματα των σπιτιών. Ασυναίσθητα άρχισε να μονολογά…
Κάποια βήματα δίπλα του τον σταματήσανε πάνω στο παραλήρημά του.
— Δε μουρμουρίζει έτσι ο κόσμος, τούπε η φωνή του συντρόφου του ναύτη γραφέα. Δω πέρα όλοι, κι' εγώ ακόμα, είμαστε υποκείμενοι να τιμωρηθούμε. Στρατιώτες είμαστε.
— Δε σκεφτόμουνα την τιμωρία.
— Άστα, άστα… Ξέρω γω τι σου λέω.
Ο Ρένας τον κύτταξε για να δει αν θα μπορούσε να τον καταλάβει και στα πιο απλά πράματα, και τον ρώτησε:
— Θέλεις τίποτα;
— Ναι. Πάμε κατά την κουζίνα. Την πληρωμή την τελειώσαμε χέρι- χέρι… Αμ τι νόμιζες!. Τώρα θα βαρέσει και το συσσίτιο.
Τραβήξανε κατά την κουζίνα των ναυτών. Παχειά μυρουδιά από κουνουπίδι γέμιζε τον γύρω αέρα, χωνότανε στη μύτη και στο στόμα, και μούσκευεν ακόμα το πρόσωπο και τα ρούχα.
— Δε σου φαίνεται…; είπεν ο Ρένας.
— Δε μου φαίνεται, διάκοψε κείνος, νομίζοντας ότι κι' αυτό αποτελούσε κάποιαν εξυπνάδα.
— Άκουσε λοιπόν, κακομοίρη. Δε σου φαίνεται ότι η αριστοκρατία των αξιωμάτων αρχίζει από την κουζίνα του καραβιού;… Αυτό το στρογγυλό καζάνι με τη μεγάλη κόκκινη κοιλιά, με την καλόκαρδη κουτή όψη, αποτελεί το άπαντο του στομαχιού σε μας τους ναύτες… Πάμε τώρα και στην κουζίνα των αξιωματικών να δεις.. Ορίστε: Αυτή η μικρή χύτρα γανωμένη και γιαλισμένη της ώρας, με το σχήμα σαν αυγό, με τα δυο της χερούλια, με τη φωτιά σιγανή και μέτριη από κάτω, αντιπροσωπεύει το στομάχι των αξιωματικών μας. Μέσα δω η μυρουδιά είναι λεπτή και γαργαλιστική. Πολύ κοκέτα μυρουδιά.. Θέλεις να στη ζωγραφίσω;
— Τώρα-τώρα θα πεις πως είσαι και ζωγράφος!
— Αυτή την ώραν έχω γίνει ότι και να πεις.. Είναι μια κοκότα με λεπτές κάλτσες από μουσελίνα, σηκωμένη λίγο μυτίτσα και σικ καπελίνο. Κάνει μεγάλη εντύπωση κι' όλοι την πλησιάζουνε με θαυμασμό.. Η άχνα που σκορπίζεται άφθονη από την κουζίνα του πληρώματος, λέγεται, φιλαράκο μου, βρώμα. Είναι λαϊκιά, γυναίκα των πέντε δεκαρών. Να πως είναι: Χοντρές παντόφλες, σάρκες μπόσικες σα σακκούλες γιαούρτι· ένα φακιόλι κι' ένα αλατζαδένιο μεσοφούστανο. Αποτελείται από αναθυμίαση μιας κόφας κουνουπιδιών, κι' από τον ίδρωτα του Μπάρμπα Μάρκου του μάγειρα. Αύτη η λαϊκιά με το φακιόλι μας κυνηγά παντού και αισθανόμαστε τον εαυτό μας βρεμένο κι' ακάθαρτο.
— Εγώ δεν αισθάνομαι τον εαυτό μου ούτε βρεμένο ούτε ακάθαρτο.
— Το ίδιο κάνει για σένα.. Μέσα της υπάρχει δέρμα αρβύλας, τα ασκούπιστα μουστάκια του Μπάρμπα Μάρκου, νύχια με πένθιμο γιακά, και ροζασμένα δάχτυλα. Ακατανίκητα άφθονη, ρούφηξε το ιώδιο της θάλασσας σε απόσταση πολλά μέτρα… Ύστερα με τι σου φαίνεται να μοιάζει η κουζίνα του πληρώματος; Θέλω ν' ακούσω.
— Με κουζίνα που μαγειρεύουνε φαγιά.
— Όχι· μοιάζει με ναό βάρβαρο, Αιγυπτιακό ίσως. Ορίστε οι οχτώ ή δέκα σωλήνες των μαύρων καπνοδόχων που ανεβαίνουνε στην κορφή. Είναι το περιστύλιο του ναού. Τα δοχεία, κατσαρόλες, ταψιά, κουβάδες, μηχανή για το καθάρισμα της πατάτας, αποτελούνε τα τείχη του ναού. Και οι χοντρές καραβάνες είναι οι προσκυνητές. Σ' ευσεβική γραμμή και μ' αριθμούς από κιμωλία στη ράχη 1, 2, 3, 4…. πάνω από τα 80. Οι σκιές όλων αυτών των όγκων απλώνονται θαμπές στο πάτωμα, στην καπνιά, στις λάσπες, κάτω στ' άπλυτα χρώματα. Είνε σκιές κακοφτιασμένες, βάναυσες, άτεχνες.. Στην άλλην όμως κουζίνα την ευγενικιά, οι κομψές χύτρες και τα λεπτοτεχνημένα μπρίκια, κι' οι αστραφτερές κουτάλες κρεμασμένες με τάξη, κι' οι πλεχτές από καλό μέταλλο σκάρες, σχεδιάζουνε μια συμφωνία σκιών, πολύτεχνη, επιμελημένη, κεντητή. Την χαϊδεύει σα χνούδι η άχνα του τσαγιού κι' η κνίσσα της ροδαλής μπριζόλας.. Θέλεις και τη μαγειρική τώρα;
— Στην κουζίνα μας, ένας σωλήνας ατμός, ένας σωλήνας νερό, μια ξύλινη μεγάλη κουτάλα, κόχλασμα παχύ, και το συσσίτιο έβρασε. Η διανομή είναι πιο απλή ακόμα: Μια κουταλιά τρεις μερίδες. Δυο κουταλιές εφτά μερίδες. Τρεις κουταλιές δώδεκα μερίδες.. Στην κουζίνα των αξιωματικών ο μάγειρας, κομψότατος για μάγειρας, περιποιείται το επάγγελμά του. Πιάνει το λάχανο βρασμένο, λευκό σαν χιόνι, ξυλώνει τα φύλλα, κόβει τα χοντρά νεύρα και γεμίζει κάθε φύλλο προσεχτικά με κρέας λεπτοκομένο. Το διπλώνει ύστερα με τέχνη, το σφίγγει, το κάνει οχτάγωνο και το βάζει στην κατσαρόλα με γεωμετρική ευγραμμία. Το θέαμα αυτής της μαγειρικής ικανοποιεί το στομάχι, το μαθαίνει τεχνοκριτική, και γεννά την εντύπωση ότι το στομάχι των αξιωματικών πρέπει νάναι στομάχι τουλάχιστο ζωγράφων ή αγαλματοποιών.
Από τα χέρια κ' από το εργαστήρι του ασπροντυμένου μάγειρα παρουσιαζόντανε τα φαγιά τεχνικά, ωραία, λεπτά, ικανοποιητικά για τα μάτια.
— Τα στομάχια που θα τα φάνε! στέναξεν ο άλλος, κι' έκανε κίνημα να φύγουνε.
— Μια στιγμή ακόμα, είπεν ο Ρένας. Δεν είναι λίγη κι' η απόλαψη αυτή. Χορταίνομε βλέποντας την ιδεολογία του στομαχιού μας, αφού δε μπορούμε να χορτάσομε την πρακτική του.
Μέσα στο καράβι και στην ολόγυρα έκταση όλα αλλάζανε και γινόντανε πολύσχημα, αλλότροπα, παράξενα, χυμένα στη μυστικοπάθεια. Ο πανθεϊσμός έβαζε και στο παραμικρό τη σφραγίδα του. Ύστερα ο Ρένας άρχισε να μη γνωρίζει τον πρώτο του εαυτό.
— Βέβαια, σκέφθηκε κάποτε, γυρεύοντας μιαν όποια δήποτε λύση, πρέπει νάμαι το αποτέλεσμα κάποιας περασμένης εποχής, και γι' αυτό η ίδια θάλασσα, τα ίδια καράβια, τα ίδια βουνά, δε μοιάζουνε διόλου με τον εαυτό τους.
Κι' ύστερα από τη λύση αυτή, έβγαλε κάποιο συμπέρασμα που δεν του φάνηκε να είναι έξω από τη λογική.
— Είναι ευτύχημα που ήρθαν έτσι τα πράματα, γιατί τώρα μπορώ να
νομίζω πως γίνομαι κάμποσα χρόνια μικρότερος.
…Το Σάββατο αμέσως από το μεσημερινό φαΐ ήρθεν ο κουτός γραφέας για να τον πειράξει.
— Ακόμα να ετοιμαστείς για να βγεις έξω! του φώναξε.
Και καθώς ο Ρένας τον κύτταζε χωρίς να μιλήσει, πρόσθεσε με γλήγορη χειρονομία:
— Ίσα, ίσα και χτύπησεν η σάλπιγγα.. Θα μείνετε έξω, κύριε
Ρένα.
Τον έστειλε στο διάβολο.
Οι ναύτες είχανε μπει σε δυο γραμμές. Ήτανε γελαστοί, καθαροί και ώμορφοι. Στο Ρένα φάνηκε πως όλο το καράβι θάβγαινεν έξω. Αλλά τότε ποιοι θα μένανε μέσα; Πραγματικά δεν μείναν άλλοι από τους τιμωρημένους…
Ο Θεός είχεν απλώσει πάλι στη θάλασσα το καλοκαίρι. Στο βάθος τα χιόνια ασημώνανε τα βουνά, μα η θάλασσα λικνιζότανε στην πιο ατάραχη και ήμερην άνοιξη. Ήτανε μια θάλασσα αγαπητή, ώμορφη, χρυσοντυμένη, ευγενική, ατέλειωτη στην καλοσύνη της. Κι' ακόμα είχε πήξει από της βάρκες που περιμένανε ν' αδειάσουνε τη χαρούμενη ζωή των ναυτών στην εύθυμη στεριά….
Το δειλινό ειρήνεψε πιο πολύ η λεκάνη του κόλπου. Η καλοσύνη της θάλασσας δεν εύρισκε πια ήχους άλλους να φανερωθεί και καινούργια χρώματα να σχηματίσει την ευχαρίστησή της. Μια αναμένη λαμπάδα με φως που δεν καίει αλλά μόνο χαϊδεύει η αντανάκλαση του ήλιου, φώτιζε τον κόλπο. Κάποιο πανηγύρι πάνω ψηλά πρέπει να γινότανε.
Κάτι μαλακό και χλιαρό καμινεύοταν μέσα στο Ρένα.
— Αν ήταν έτσι όλα τα δειλινά κι' όλη η θάλασσα, δε θ' αναλούσα
λοιπόν; Σκέφθηκε.
— Άνθρωπος στη θάλασσα! Ακούστηκεν έξαφνα μια φωνή βγαλμένη απ'
όλο τον τρόμο και τη φρίκη του ανθρώπινου στήθους.
Την ίδια στιγμή μέσα στο νου του Ρένα ζωντανέψανε σ' ένα σωρό, όλα τα επεισόδια σελίδων και μυθιστορημάτων που είχε διαβάσει. Κι' ακόμα θυμήθηκε ότι λίγο πιο πριν άλλες φωνές πολλές και δυνατές είχαν ακουστεί:
— Η κανονιοφόρα! Η κανονιοφόρα!
Ήταν ακριβώς το ίδιο με τα μυθιστορήματα. Μια σύγκρουση, ένα τράνταγμα, κι' ένα σώμα που το είδανε πολλοί να πέφτει με το κεφάλι στη θάλασσα.. Πάνω στο επίστεγο του θωρηκτού αληθινός χαμός. Ο Ρένας τινάχτηκε για να κατέβει στην πρύμη, μ' απόρησε πως δεν μπορούσε να βρει την κάθοδο. Τις στιγμές εκείνες του ήταν αδύνατο ν' ανακαλύψει το πιο εύκολο και συνηθισμένο μέρος, απ' όλα τα μέρη του καραβιού. Η κανονιοφόρα φαινόταν ακόμα με την πλώρη της κολλημένη στα πλευρά της βενζινακάτου.. Σε λίγο φάνηκε στην επιφάνεια του νερού ο άνθρωπος.
Κολυμπούσε δυνατά μ' απλωμένες χεριές κι' έφτασε στη βενζινάκατο. Κανένας δεν τον βοήθησε ν' ανέβει απάνω, γιατί από την κανονιοφόρα τάχανε σαστίσει κι' άλλοι πηγαίνανε βιαστικά κατά την πρύμη, κι' άλλοι κατά την πλώρη. Μερικοί κρατούσανε στα χέρια τους σχοινιά, γάντζους, ότι τύχει. Όταν ξεκόλλησεν η κανονιοφόρα φάνηκεν η βενζινάκατος σχισμένη στη μέση.
Από το θωρηκτό, φωνάζανε:
— Να, να! αρχίζει να βουλιάζει.
— Δε θα την προκάνουνε.
Πραγματικά τ' ωραίο γαλάζο σκάφος χαμήλωνε σιγά - σιγά, βούλιαζε ως την κουπαστή, κ' ύστερα άρχισε να χάνεται με γυρμένη πρύμη μέσα στο χάος του νερού. Η κανονιοφόρα δεν είχε πάθει τίποτα κι' εξακολούθησε σφυρίζοντας το δρόμο της.
Ανεβάσανε τους ναυαγούς πάνω στο θωρηκτό. Ήταν δύο. Ο μηχανικός, κι' ο τιμονιέρης που είχε πέσει στη θάλασσα.
— Μπρε το Θεό του! είπεν ο μηχανικός, πάει το σκαφίδι, πάνε και
τα ρούχα μου, τα ξουράφια μου, όλο μου το παν.
Ο τιμονιέρης στάζοντας από τα νερά του είπε:
— Και τώρα!!
— Και τώρα!! Έκανε στον ίδιο τόνο κι' ο άλλος.
— Και τώρα να πάτε γλήγορα στ' Οπλονομείο, είπεν ο αξιωματικός
της υπηρεσίας, για την ανάκριση.
Αυτό ήτανε όλο. Οι ναυαγοί που περιμένανε τουλάχιστο συγχαρητήρια για το σωσμό τους, ζαρώσανε στη θέση τους.
— Καλά που γίνηκε κ' αυτή η ιστορία με τη σύγκρουση και τον άνθρωπο στη θάλασσα, γιατί θα πνιγόμουνα από τη μονοτονία, σκέφτηκεν ο Ρένας.,, Όμως τώρα πώς μπορεί να περάσει κανένας την άλλη του ώρα ως το βράδυ;
Άφισε τη θάλασσα και κύτταξε το απέναντι γνώριμό του βουνό με τα δένδρα.
Ένα άσπρο πουλί πέρασεν από πάνω ψηλά. Λογάριασεν ότι ήτανε πιο κοντά του παρά στο βουνό.,,
Στο βουνό φωτισμένο κόκκινο από τον ήλιον υπήρχε δυνατή η έννοια της χαράς. Ήτανε δύσκολο όταν το κύτταζε κανένας κάναι λυπημένος.
— Ο ήλιος Θεός του φωτός είναι ο μόνος αληθινός Θεός της χαράς, συμπέρανεν ο Ρένας. Το γέλιο είναι το μάζεμα του φωτός στα χείλια. Και η νύχτα δε γελά γιατί δεν έχει φως.,,
Στο βουνό φαινόντανε γραμμές-γραμμές οι σκιές.
— Είναι οι ρυτίδες αυτές της χαράς, είπε, Όταν το φως γερνά έχει για ρυτίδες τις σκιές.
Έξαφνα έβγαλεν ένα αναφωνητό.
— Κύτταξε, κύτταξε! έκανε. Το δάσος πολιορκεί το βουνό.,, Τα πεύκα ξεκινήσανε από την παραλία σε πυκνές φάλαγγες και κυριέψανε ως την ώρα το μισό βουνό. Προχωρούνε με θαυμαστή στρατηγική, αλλού μαζεμένα και πυκνά, αλλού αραιότερα, αλλού λιγοστά και μοναχικά.
Το θέαμα του βουνού και του δάσους ζωντάνευε διαρκώς μπροστά στα μάτια του, του παρουσιαζότανε νάχει ορισμένη επίγνωση στην ύπαρξή του, ορισμένο σχέδιο στη γέννησή του, ορισμένο σκοπό στον πρωρισμό του.
— Η έννοια του δυνατού, σκέφτηκε, υπάρχει στο βαθύ πράσινο του δάσους και σημαίνει πεποίθηση στη νίκη. Στο χαμήλωμα του βουνού, πάνω στη ράχη, τα δένδρα φαίνονται σαν κοπάδι κατσίκια. Αν όμως δεν είναι δένδρα, αλλά μόνο θάμνοι!.,,
Τρόμαξε με την ιδέαν αυτή. Τόσο καιρό τα νόμιζε για δένδρα.
Βέβαια όμως δεν μπορούσε νάτανε άλλο από δένδρα.,, Ησύχασε.
Στην άκρη του ακρωτηρίου πυκνότερο και σκυθρωπότερο το πράσινο σημείωνε την παρουσία του Στρατηγείου. Στις πλαγιές προφυλαγμένο από τους βράχους βρισκότανε το βαρύ πυροβολικό. Οι πέτρες σκεπάζονταν από τους χλοερούς πυροβολητές, κι' οι χαμηλές ποδιές της γης διαρκώς στέλνανε την πράσινη τρικυμία τους προς τα ύψη. Ψηλά πυρωμένος ο ήλιος φώτιζε την πολιορκία του βουνού, κι' ετοίμαζε τις αγκαθωτές ακτίνες του για να στεφανώσει το νικητή.
Πότε όμως θα τελείωνεν αυτό;… Άρχισε να λογαριάζει:
— Τώρα έχουνε κυριευθεί τα χαμηλώματα και οι κατότερες καναλιές. Οι ράχες αντιστέκονται κι' αντιστέκονται ακόμα. Λευκές οι πέτρες και φαλακροί μ' αδάμαστοι οι βράχοι αγωνίζονται με πείσμα κι' επιμονή, Κι' ακόμα η κορυφή του βουνού υπερήφανη και αγονάτιστη δείχνει όλη την παγερή της περιφρόνηση, στον επιδρομέα.
Κι' ικανοποιημένος έβγαλεν ένα συμπέρασμα που τον ευχαρίστησε πολύ, γιατί χαμογέλασεν αμέσως.
— Η στρατηγική του δάσους που προσπαθεί χρόνια και χρόνια να κυριέψει το βουνό, μοιάζει με τη στρατηγική των ανθρώπων που αγωνίζονται να κυριέψουνε τη ζωή. Αν φτάσουνε στην κορυφή, η ζωή τους γίνεται πράσινη, γεμάτη ελπίδα δηλαδή.,,
Ο κουτός γραφέας ήρθε τη Δευτέρα το πρωί στο καράβι από τη στεριά, καταχαρούμενος και ευτυχισμένος. Ο Ρένας τον άρπαξεν από τον ώμο όπως αρπάζουνε τον ένοχο πάνω στη σκηνή.
— Στέκεται στα πόδια του ο κόσμος;
— Ου! Καλά.
— Οι άνθρωποι; Οι γυναίκες; Οι γυναίκες προ πάντων!
— Ναι και οι γυναίκες.
— Και είναι ώμορφες ε; Πολύ ώμορφες;
— Ώμορφες, λέει; Γιατί, δεν τις ξέρεις;
— Τώρα πεια! Κάποτε και γω.,, Μια φορά.,, Και τα αυτοκίνητα; τι κάνουνε τ' αυτοκίνητα, γεμίζουνε ακόμα τους δρόμους με βενζίνα; Δεν το ξεχάσανε το καθημερινό τους μάθημα;
— Ποιο μάθημα;
— Καλά, καλά.,, Μήπως έχεις κανένα δείγμα από τη στεριά;
Ο γραφέας σήκωσε το πόδι του.
Να το παπούτσι μου. Είναι ακόμη μπόλικη σκόνη.
— Δεν την περίμενα την εξυπνάδα αυτήν από σένα.,, Τώρα έφερες απόξω καμιάν εφημερίδα;
Έβγαλεν από την τσέπη του δύο τρεις, και του τις έδοσε.
— Να λοιπόν που υπάρχει ο κόσμος έξω, συλλογίστηκε ρίχνοντας γλήγορες ματιές δω και κει στις εφημερίδες.
Διάβασε στα θεάματα:
— Θ έ α τ ρ ο ν Ο λ ύ μ π ι α· Φάουστ.
— Κ ι ν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς Π α τ έ· Το έγκλημα του
καλλιτέχνου. Μεγάλη κοσμική συγκέντρωσις.
Το κομμάτι αυτό της εφημερίδας του φαινότανε περίεργο, ακατανόητο, ασύλληπτο σχεδόν.
Μα πώς λοιπόν! Το θέατρο και ο κινηματόγραφος πρέπει νάτανε πολύ περίεργα θεάματα.
Ύστερα ερχόντανε άλλες είδησες κι' άλλα περιεχόμενα. Τη μπερδεμένη πολιτικολογία και την πολιτική αρθρογραφία κάπως την καταλάβαινε, και την έβρισκεν όμοιη με την τωρινή του κατάσταση. Αλλά μια είδηση του φάνηκεν εντελώς ακατανόητη:
«Χθες το απόγευμα ο μεγαλοβιομήχανος σιγαροποιίας κ. Λ. Μαθουρίκος εξετελώνισεν εκ του Τελωνείου μίαν σιγαροποιητικήν μηχανήν. Φοβούμενος δε να μεταφέρη ταύτην μήπως υποστή η μηχανή επίθεσιν εκ μέρους των σιγαροποιών, εζήτησε την συνδρομήν της Αστυνομίας, ήτις και του παρέσχε τεσσάρας χωροφύλακας υπό τον δραστήριον υπενωμοτάρχην κ. Περδικάκην, οίτινες συνώδευσαν την μηχανήν μέχρι του εργοστασίου άνευ τινός απευκτέου».
Διάβασε και πάλι την ίδιαν είδηση, και είδεν ότι η δεύτερη ανάγνωση τον έριξε σε βαθύτερο σκοτάδι από την πρώτη.
Κάποια άλλη είδηση δεν του φάνηκεν ακατανόητη σαν την πρώτη, αλλά τον βασάνισε η εξέταση των λεπτομερειών της που δεν ήτανε γραμένες στην εφημερίδα.
«Σούστα από ρυτήρος ελαύνουσα παρέσυρε χθες π. μ. εις την οδόν Αρχαγγέλου και απέκοψε τον πόδα της εβδομηκοντούτιδος γραίας χήρας Γιαννούλας Μαστραπά. Ο δράστης καρραγωγεύς εξηκολούθησε τον δρόμον του».
Η είδηση αυτή, τόσο φτωχή σε λεπτομέρειες τον έβαλε σε αναζήτηση.
— Πώς νάγινε το δυστύχημα: Μήπως η γριά ήτανε κουφή;.,, Καθόλου περίεργο πράμα για μια γριά εβδομήντα χρόνων.,, Ύστερα γιατί η εφημερίδα να γράφει «απέκοψε τον πόδα» και όχι «έθραυσε τον πόδα»! Πρώτα-πρώτα η σούσα μόνο να σπάσει μπορεί ένα πόδι και όχι να κόψει., Αλλά ακόμα πολύ περισσότερο στην περίσταση μιας γριάς που έχει το όνομα του μαστραπά, μόνο το σπάσιμο μπορεί να εννοηθεί.,, Τέλος πόσην ώρα μετά το δυστύχημα έτρεχεν ο δράστης καρροτσέρης.,,
Η είδηση τίποτα δεν έγραφε κι' ο Ρένας σκέφτηκεν ότι οι εφημερίδες του μέλλοντος δε θα έχουνε τις ατέλειες των τωρινών.
Οι ώρες περνούσαν άεργες και παράξενες μέσα στο καράβι. Από δω κι' από κει χτυπούσαν οι σφύρες στ' αμόνι του μηχανουργείου του θωρηκτού, ή άλλες σφύρες που καθαρίζανε τις σκουριές από τη χοντρή αλυσίδα της άγκυρας.. Σιγά-σιγά και ασυναίσθητα ο Ρένας από τη γενική βοή άρχισε να ξεχωρίζει τις ιδιαίτερες νότες. Ολόκληρη ορχήστρα φυσικές και τεχνητές δύναμες που φανερώνανε την ύπαρξη της ενέργειας τους μ' αλλοιώτικο η κάθε μία ήχο. Πολλά χτυπήματα μ' αντήχηση καμπάνας μαντεύανε το ατσάλι του αμονιού. Μακρύτερα, ένας σωρός χτύποι μαζεμένοι, ήχοι σαν πέτρα και σίδερο μαζί, δείχνανε τα ματσακόνια που χτυπούσανε το μίνιο του καραβιού. Μια άλλη σφύρα χτυπούσε χωρίς αντήχηση πάνω σε χοντρό σκουριασμένο σίδερο., Να κι' η ξύλινη βαριά. Είχε τη φωνή βραχνή και συμμαζεμένη. Υπήρχε πολλή υπακοή στον ήχο αυτό, κι' η σχέση ξύλινου ήχου με το σιδερένιο, ήτανε σχέση του ναύτη με τον αξιωματικό. Μέσα από το βάθος του καραβιού κόχλαζαν η ηλεκτρομηχανή, και γινότανε κάτι παρόμοιο με τον ήχο χύτρας που βράζει πλούσια η φασουλάδα. Ολόγυρα, στα σφυρίγματα των καραβιών υπήρχε πολύς αυταρχισμός κι' αδικαιολόγητη βραχνάδα, κι' ο Ρένας σκέφτηκεν ότι θα μπορούσανε να είχανε την ειρηνική φωνή της καμπάνας, τις νότες φυσαρμόνικας, ή πιο όμορφα, το βέλασμα μικρών προβάτων., Στο μεγάλο λίκνισμα του κύματος τα κουπιά χτυπούσανε σαν κακομαθημένα χείλια, κι' από τη θάλασσα που σχιζόταν από τις επιτήδειες πλώρες έβγαιναν ο βόγκος της αγωνίας και της αντίστασης. Ένας μικρός Μάκαρας σχημάτιζε τη φωνή γρύλλου καθώς έσερναν από κει τα σχοινιά των σημάτων, κι' όταν είχανε κατέβει τα σήματα ο Μάκαρας άφησε πάλι την ίδια φωνή του γρύλλου. Ακόμα ήταν οι φωνές της σάλπιγγας που κάθε μια ήξερε μόνη της να πει εκατό παραγγέλματα· και ήταν οι κρωγμοί των γλάρων που φαίνονταν εφοδιασμένοι με τη φωνή των κοράκων· κι' ήτανε τα ίδια πάντοτε στον ήχο βήματα του σκοπού ναύτη με το χτύπο του σπαθιού στο παντελόνι· και ήταν το αγκομαχητό του μπαλτά του μάγειρα που χώριζε τη μεγάλη πλάτη από το βωδινό κρέας· και ήτανε τα λόγια του αγγελιοφόρου τυλιγμένα σε ευγενικότητα όχι τόσο ναυτική: «Ο κύριος Κυβερνήτης επιθυμεί να ίδη τον κύριον ύπαρχον.» Ή: «Να ετοιμασθή η ατμάκατος διά τον υπασπιστήν του Κυρίου Ναυάρχου. »
Και ήταν οι φωνές και οι ήχοι αυτοί ανακατεμένοι όλοι μαζί σ' ένα σύνολο κουβαριού, που το ξετύλιγε τώρα χωρίς πολλή δυσκολία ο Ρένας. Και πάλι, δεν ήταν αυτοί μόνοι.
Μέσα στον όλο θόρυβο η αίσθηση της ατμόσφαιρας τον σκέπαζεν όμοιη με ήχο άσθματος παιδιού, και η φωνή της θάλασσας του γέννησε την εντύπωση ότι τηγανίζανε ψάρια. Κι' επειδή ήταν ένα ατέλειωτο φρρσς-φρρσς, μονολόγησε μ' έκπληξη:
— Φ ρ ί σ σ ες τηγανίζει η θάλασσα!
Ο σύντροφος του γραφέας ήρθε και πάλι κοντά του και του είπε:
— Τεμπελιά λοιπόν και άγιος ο Θεός. Έτσι περνάμε μεις οι φυλακισμένοι.
Ο Ρένας χωρίς να θυμώσει του απάντησε:
— Ποτέ, κακομοίρη μου, δεν ήσουνε πιο κουτός από σήμερα. Κι' ήθελα κάποιο να με καταλάβει, ίσα-ίσα την ώραν αυτή που έκανα ένα περίεργο συλλογισμό.
— Όλο ιδέες κατεβάζεις σήμερα!
— Το καράβι μας είναι φτιασμένο από σίδερο, ξύλα, σχοινιά, χρώματα. Όλα αυτά ενωθήκανε σ' ένα σχήμα. Στη θάλασσα όλα τα καράβια γίνηκαν από τα ίδια υλικά κι' έχουνε το ίδιο σχήμα. Βλέπεις συ κανένα καράβι από πετσί, ή κανένα σχέδιο καραβιού να μοιάζει μ' ανάποδη ομπρέλλα ή με το αψηλό παπούτσι της ερωμένης σου;
— Την ερωμένη μου να την αφίσεις κατά μέρος.
— Καλά· δε μίλησα για την ερωμένη σου.,, Άκουσε τώρα και κάτι άλλο. Μια οικονομική τρέλλα. Πολεμικό καράβι που ταξειδεύει. Καίει είκοσι τόννους κάρβουνο την ημέρα. Σηκώνει την άγκυρα από δω κι' ύστερα από δέκα μέρες γυρίζει πάλι και ρίχνει την άγκυρά του στο ίδιο μέρος. Έκανε διακόσιους τόννους κάρβουνο στάχτη, και σαράντα χιλιάδες δραχμές καπνό. Κατάλαβες;
Ο γραφέας έφυγε χωρίς να δόσει απάντηση.
Άρχισε να γυρίζει απάνω, κάτω, πρύμη, πλώρη, όλο το καράβι. Δεν εύρισκε κανένα να μπορεί να μιλήσει. Κάποια κούραση κατέβαινεν ως τα βλέφαρά του και του τα χαμήλωνε σε κλείσιμο. Αισθανότανε το άτομό του βυθισμένο στη λύπη, και τον εαυτό του χαμηλωμένο από την ταπείνωση. Έλεγεν ότι ήταν ο πιο μικρός, ο ελάχιστος από τους ναύτες κι' από όλους τους ανθρώπους.,, Αν έκανεν έξαφνα ένα λουτρό; Είχε προσέξει πάντοτε στη ψυχική αλλαγή και στην καλή διάθεση που φέρνει το λουτρό., Μέσα στο διαμέρισμα των λουτρών άρχισε να ξεχνά την ανία του και την ηθική του κατάπτωση. Τρεις- τέσσερις ναύτες ολόγυμνοι, μαρμάρινοι στα σώματα, χαιρότανε τα χάδια του νερού. Τα μικρά χωρίσματα των λουτρών, τα χωρίς πόρτες μπρος, δείχνανε τα πλακάκια του δαπέδου γεμάτα σαπουνάδες. Ο Ρένας, άρχισε να βγάζει γλήγορα-γλήγορα τα ρούχα του. Η άχνα του νερού τον μεθούσε. Χλιαρό, χαδιάρικο, αισθαντικό το νερό, του ξανάφερνε στο νου τη ζωή των ανθρώπων και της πολιτείας. Στην επαφή του ζεστού νερού γινότανε πάλι ο πολιτισμένος και όπως πρέπει άνθρωπος. Το φιλόξενο και ευγενικό νερό!! Πόσο τον έκανε ανάλαφρο και πρόθυμο για δουλειά! Πόσο τον νανούριζεν έξω στο σώμα και μέσα στην ψυχή! Πάντοτε είχε λογαριάσει ένα μπάνιο περισσότερο, για εξυγιαντικό της ψυχής παρά του ίδιου του σώματος. Τις στιγμές κείνες μάλιστα, έβγαλε και αυτή τη σκέψη:
— Ανοίξετε χιλιάδες, άπειρα λουτρά στον κόσμο, και κλείσετε τα δικαστήρια και τις φυλακές.
Η χλιάδα του ατμού και η μυρουδιά του σαπουνιού και του σώματος του γεμίζανε το λουτήρα. Σα σε όνειρο περνούσανε μπροστά του τα περασμένα., Η αρχαία θρησκεία των Ελλήνων και των Ρωμαίων ξαναζούσε μέσα του και έστηνε βωμούς. Η ωραία αυτή ειδωλολατρεία, έλεγε, βγήκεν ασφαλώς από το νερό, και μάλιστα από τους μαρμάρινους λουτήρες των Ομηρικών ηρώων. Από το νερό δεν γεννήθηκε μόνον η Αφροδίτη, αλλά και όλος ο άφθαστος κόσμος των Θεών και των ανθρώπων του ελληνικού πολιτισμού.
Η ευγένεια και η αλήθεια του γυμνού σώματος ήταν αυτό που λέμε μεις τώρα λ α τ ρ ε ί α Ήταν η ίδια η θεότητα.
Κι' ο Ρένας μονολόγησε:
— Κανένας δε μπορεί τώρα να με γονατίσει.,,, Αχ και αν γέμιζεν η πλάση από καθαρά σώματα έφηβων και παρθένων που γυμνοί θα χορεύουνε την αιώνια νεότητα!
Η άχνα του νερού σχημάτιζε στους τοίχους ζωγραφιές και κατακαθότανε στους φεγγίτες σε σταγόνες και κρύσταλλα. Μένανε κει για κάμποσο τυπωμένες. Τα δάχτυλα του Ρένα αγγίζανε τις ζωγραφιές.,,,,,
Τώρα τα ρούχα του τού φαινόντανε συχαμένα και βαριά. Εφεύρεση βαρβαρικών εθίμων, βάρβαρης έποψης. Η ακαλαισθησία τους κακομοίριαζε το υπερήφανο σώμα, και ταπείνωνε το δέρμα. Εσώρουχα κι' εξώρουχα των νεότερων σχημάτων δεν ήτανε βέβαια κείνα που θ' αναδείχνανε μίαν Αφριδίτη ή ένα Νάρκισσο.
— Στρώσετε την ύπαρξη του αρχαίου Κόσμου μπροστά μου, μουρμούρισεν ο Ρένας, και αφίσετε με να περάσω ντυμένος το χιτώνα και τα πέδιλα.,,, Η σκλαβιά του τωρινού ρούχου! Ποια επανάσταση μεγάλη θα την αλλάξει σε στάχτη.,, Στεφάνια και αλυσίδες από λευκά χέρια με περιβάλλετε.,,, Μα να έχω βάλει και το σκούφο μου.,,, Πάει στο διάβολο.
Ο νους και η φαντασία του Ρένα είχανε σκεπαστεί κάτω από την τελευταία κείνη βαρβαρότητα που του σκέπασε το κεφάλι.
Μετά το μεσημερινό φαγητό ο Ρένας έκανε μια πολύ σπουδαία ανακάλυψη, και γύριζε δω και κει στα υποφράγματα και στο κατάστρωμα για νάβρει κάποιο να την ανακοινώσει.
Ο κοντόχοντρος βοηθός του Μπάρμπα Μάρκου του μάγειρα που στις έξη μήνες μόλις μια φορά άφινε το καράβι, και γι' αυτό ο Ρένας το νόμιζε ανέκαθε πολύ φτωχό και φορτωμένο με οικογενειακά βάρη, του αποκάλυψε σε μια ομιλία, τραβηγμένη μ' έξυπνο τρόπο, ότι ήτανε πλούσιος. Είχε κάπου είκοσι χιλιάδες δραχμές· όλες καμωμένες από το ναυτικό.
Τον ρώτησε:
— Πόσο χρόνων είσαι;
— Σαράντα πέντε.
— Σαρανταπέντε!! Συ φαίνεσαι πολύ πιο μικρός. Μα είσαι σε αλήθεια σαρανταπέντε;
— Είναι από την καλοπέραση. Μάγειρας βλέπεις.
Το έλεγε με τον ίδιο τόνο που θα έλεγε άλλος ότι είναι τραπεζίτης.
Ύστερα χτύπησε την κοιλιά του. Έμοιαζε με τουλούμι γεμάτο κρασί. Μεγάλο τουλούμι μάλιστα. Όταν τη ξαναχτύπησε, ο Ρένας άκουσεν ένα.
— Γκλουκ. Γκλουκ.
— Πατριαρχική κοιλιά έχεις.
— Α δεν έχω γω, ποιος θάχει!!
Στο τράβηγμα της ομιλίας, ο μάγειρας άρχισε να συμβουλεύεται το Ρένα πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει καλλίτερα τα χρήματά του έξω, γιατί σε λίγους μήνες θάπαιρνε τη σύνταξή του.
— Δε ξέρω, είπεν, αν με συμφέρει καλλίτερα ν' ανοίξω στον
Περαία καμιά ταβέρνα, ή στην Αθήνα κανένα ζαχαροπλαστείο.
— Γιατί ζαχαροπλαστείο;
— Ξέρω όλους τους αξιωματικούς του Ναυτικού τόσα χρόνια που
λες, και θάρχονται σε μένα.
— Στην ταβέρνα όμως θάρχονται όλοι οι ναύτες που είναι και
περισσότεροι.
— Γεια σου. Καλλίτερα για την ταβέρνα. Αυτό λέω και γω· μα
σούπα για το ζαχαροπλαστείο, έτσι για να πάρω τη γνώμη σου.
Η ανακάλυψη του κοντόχοντρου βοηθού του Μπάρμπα Μάρκου, πλούσιου και σαρανταπεντάρη, του είχε γεμίσει τόσο τη σκέψη του και το αίσθημα ώστε έπρεπε σε κάποιο να τη μεταδόσει. Νόμιζε πως θάσκαζεν αλλοιώτικα, πως θ' άνοιγε το κεφάλι του.
Το παραμύθι του κουρέα που πήγε και φώναξε στα πηγάδια την ανακάλυψη των γαϊδουρινών αυτιών στο βασιλικό κεφάλι του Μήδα, ζωντάνευε δυνατό, χτυπητό, γεμάτο παράσταση μπροστά του.
— Κανένα παραμύθι δε μπορεί νάναι ψεύτικο, συμπέρανε. Απολύτως κανένα παραμύθι.
Ανέβηκε στο κατάστρωμα με τη λύπη και την απογοήτεψη ζωντανά σφραγισμένη στο πρόσωπό του., Από πάνω από το επίστεγο άκουσε να κατεβαίνει ο ήχος και τα λόγια τραγουδιού.
Έμαθ' ο λαγός να μπαίνει έμαθ' ο λαγός να μπαίνει έμαθ' ο λαγός να μπαίνει μέσ' στης παπαδιάς τ' αμπέλι.
Μαζί με τον ήχο συλλογίστηκε με ευχαρίστηση ότι θα μπορούσε κι' αυτός ν' αλλάξει την εκμυστήρεψή του σε τραγούδι. Σιγά-σιγά ηύρε τα λόγια του τραγουδιού σύμφωνα με τον ήχο που ακουόταν ακόμα να κατεβαίνει από το επίστεγο:
Σαρανταπέντ' ο μάγειρας σαρανταπέντ' ο μάγειρας σαρανταπέντ' ο μάγειρας είναι σαρανταπέντε. Κι' έχει χιλιάδες είκοσι και είκοσι χιλιάδες.
Το τραγούδησε όχι πολύ δυνατά, και με κάπως μπερδεμένα λόγια για να μη καταλαβαίνονται. Επανάλαβε το τραγούδι τέσσερις πέντε φορές, και νόμισε πως το κεφάλι του άδειασε λίγο πολύ λίγο, όμως, γιατί οι είκοσι χιλιάδες του μάγειρα και τα σαρανταπέντε του χρόνια τον σφίγκανε και τον πιέζανε τόσο ακόμα.
Πάνω στο κατάστρωμα της πλώρης οι κληρωτοί πλαίνανε τα ρούχα τους, και πίσω από τις βουνοκορυφές βασίλευεν ο ήλιος και χρύσωνε τα βουνά.
Οι κληρωτοί πέρνανε από ένα κουβά και τον γεμίζανε νερό από την τρούμπα. Απιθώνανε τα ρούχα ένα σωρό στο σανιδένιο κατάστρωμα, και το πλύσιμο άρχιζε. Βουτούσανε το ρούχο στον κουβά, το απλώνανε στα σανίδια και τρίβανε το σαπούνι απάνω του.
Ένας από το σωρό των κληρωτών, είχε τα ρούχα του τυλιγμένα σε μια πετσέτα κάτω από τη μασχάλη του και κύτταζε τους άλλους με φανερή στεναχώρια.
— Τι κάθεσαι έτσι μαζεμένος και περιμένεις; Τον ρώτησεν ο
Ρένας.
— Δε βρίσκω κουβά να πάρω νερό.
Ολόγυρα οι ναύτες φωνάζανε, σπρωχνόντανε, τραβούσανε τους κουβάδες, μαζευόντανε γύρω στην τρούμπα.
— Και βέβαια, πού να βρεις! έκανε με συμπάθειαν ο Ρένας. Πού
αφίνουν τόσοι λύκοι δω πέρα.,, Έλα μαζί μου.
Κατάφερε και οικονόμησε δυο κουβάδες, τους γέμισε νερό, και ύστερα διάλεξεν ένα κατάλληλο μέρος κοντά στον εργάτη. Ο κληρωτός ακολουθούσε.
— Δε μου λες, ξεύρεις να πλαίνεις; Ρώτησεν ο Ρένας., Αμ πού να μάθεις! Μήπως έπλαινες συ τα ρούχα σου σπίτι σου.,, Λοιπόν δω στο Ναυτικό πρέπει να φωνάζεις, να σπρώχνεις, να κάνεις τον άγριο· όχι να στέκεσαι με δεμένα τα χέρια. Πρέπει να χαλάς τον κόσμον εδώ για να σε φοβούνται.,, Θα συνηθίσεις όμως.,, Και τώρα τι κάθεσαι; Πιάσε μια φανέλλα και άρχισε να πλαίνεις.,, Όχι έτσι κουβαριασμένη. Άπλωσέ την του μάκρους.,, Βάλε κι' άλλο σαπούνι νάναι μπόλικο. Μην το λυπάσαι το σαπούνι. Εδώ στο καράβι τα ρούχα λερώνουνε πολύ από τα λάδια, τις καπνιές, τα σίδερα και τα χρώματα, και θένε σαπούνι και σαπούνι.,, Ρίξε κι' άλλο νερό απάνω για να πιάσει το σαπούνι και να γλυστρά το ρούχο.,, Να κύτταξέ με μένα.
Κάτω από τα χέρια του Ρένα το ρούχο πιεζόταν, στέναζε, έπερνε χίλιες μορφές και χίλια σχήματα, άλλαζε χρώμα και κατάσταση., Μαζί με το πλύσημο η γλώσσα του δε σταματούσε κι' έλεγε στον κληρωτό:
— Όταν το ρούχο δεν είναι πολύ βρεμένο σου σακατεύει τα χέρια σου, δε μπορείς να το τρίψεις, αγωνίζεσαι άδικα, φωνάζεις κι' αγκομαχάς.. Τώρα πιάσε και συ να δούμε.,,, Έτσι γεια σου. Δεν τα καταφέρνεις και τόσο κακά.,, Τώρα και τα μανίκια. Άπλωσε τα στρωτά.,, Μπράβο. Κάτω τα χείλια του μανικιού χρειάζονται δυνατό τρίψιμο και μπόλικο σαπούνι.,, Μην τα πλαίνεις και τα δυο μαζί. Πρώτα το ένα κι' ύστερα το άλλο., Κουράστηκες;
— Όχι.
— Τόσο το καλλίτερο. Τώρα πιάσε το λαιμό.,, Βάλε πιο πολύ δύναμη. Βλέπεις ο λαιμός δεν χορατεύει. Όλη η λέρα και ο ίδρωτας απάνω του μαζεύονται. Χρειάζεται σαπούνι και τρίψιμο.,, Τώρα κι' από μέσα στην τραχηλιά και στη ράχη., Είδες! Τέλειωσε ως που να πεις έλα Χριστέ.
Από δω κι' από κει οι άλλοι κληρωτοί πλαίνανε με προθυμία και πείσμα. Άλλοι τα καταφέρνανε, κι' άλλοι κυττάζανε να τελειώσουν όπως-όπως. Ο Ρένας πήρε τους δυο κουβάδες και τους ξαναγέμισε με καθαρό νερό από την τρούμπα. Όταν τους έφερε στον κληρωτό αυτός αγωνιζότανε να πλύνει μια μάλλινη φανέλλα. Από το αγκομάχημά του φαινότανε πως η δουλειά τον στενοχωρούσε και τον κοπίαζε. Το μαλλί, πεισματάρικο, δύστρωπο, δεν ήθελε να υπακούσει στον αδέξιο κύριό του κι' έμενε λερωμένο μ' όλη την προσπάθεια και τ' αγκομαχητά του κληρωτού.
Ο Ρένας δε μπόρεσε να κρατήσει το γέλιο του, και παραμερίζοντας τον κληρωτό έπιασε τη φανέλλα και το σαπούνι.
— Το μαλλί είναι ίδιο, άρχισε να εξηγεί στον κληρωτό, με το γάιδαρο που καταλαβαίνει τον αγωγιάτη του για ατζαμή και πρωτόπειρο, και σταματά σε κάθε βήμα, σκύβει το κεφάλι του δεξιά κι' αριστερά στο δρόμο, αρπάζει το χορτάρι και το μασσά με την ησυχία του. Φωνές, βρυσές, ξύλο δεν του κάνουνε τίποτα., Έτσι και το μαλλί. Όσο εύκολα πλαίνεται για έναν που τόχει μάθει, τόσο δύσκολα για κάθε άλλο. Χρειάζεται τέχνη και δύναμη.,, Και να σου πω, ευκολότερο είναι να το πλαίνεις με ζεστό νερό., Μα με το κρύο έχεις πάλι ένα συμφέρο.
— Τι συμφέρο! έκανε με περιέργειαν ο κληρωτός.
— Ότι με το κρύο δε μπάζει το ρούχο σου.,, Έπλυνες τη μάλλινη φανέλλα με ζεστό νερό δυο-τρεις φορές θα τη δεις να μπάσει και να σου ανεβαίνει ως τα βυζιά. Πάει τότε πέταξ' την. Γι' αυτό να μη λυπάσαι ποτέ τον κόπο και να την πλαίνεις με το κρύο.
— Μα δεν μπορεί να καθαρίσει είπεν ο κληρωτός.
— Σιγά-σιγά και θα μάθεις.,, Ορίστε κύτταξέ με μένα.,, Βούτηξε ολόκληρη τη φανέλλα μέσα στον κουβά και την έβγαλε σε λίγο φουσκωμένη και να στάζει. Την έτριψε καλά με σαπούνι από το ένα μέρος, την βούτηξε πάλι στο νερό, και την έτριψε και πάλι με σαπούνι από το άλλο μέρος. Ύστερα άρχισε να την πιέζει, να τη μαζεύει, να τη ζουπίζει. Η σαπουνάδα έτρεχε από παντού, αφράτη, άσπρη, λιμπιστή, πυχτή, σαν σιμιγδαλένιο καλοζύμωτο ζυμάρι.
Ο κληρωτός όλο κι' απορούσε.
— Μα καλά, γιατί και σε μένα δε γίνεται καθόλου σαπουνάδα! Όσο σαπούνι και τρίψιμο και να βάλω, το σαπούνι δεν πιάνει. Η σαπουνάδα είναι αραιή σα νερόπλυμα και η φανέλλα γίνεται βούλες- βούλες πλυμένη κι' άπλυτη.
— Έτσι κι' εγώ στις αρχές, είπεν ο Ρένας. Έλεγα πως έφταιε το σαπούνι, και δεν έκανε καθόλου αφρό. Νόμισα πως με είχανε γελάσει και μου δόσανε θάλασσα. Έχυσα το πρώτο νερό και πήρα άλλο. Το δοκίμασα και ήταν γλυκό. Μα τα ίδια πάλι. Τώρα το θυμούμαι και με πιάνουν τα γέλια.
Άρχισε να γελά μ' ολάνοιχτη την καρδιά. Ο κληρωτός έκανε το ίδιο.
Ύστερα από λίγο η φανέλλα ήταν ολοκάθαρη. Το έδειχνε κάτασπρη η σαπουνάδα που έβγαιναν από παντού. Την έστιψε και είπε στον κληρωτό.
— Κύτταξε την, ολοκάθαρη και μαλακιά σαν κουκκούλι.,,, Τώρα πρέπει να ξεπλύνομε τα ρούχα και να τ' απλώσομε. Γέμισε τους κουβάδες καθαρό νερό, και γλήγορα να μην απομείνομε τελευταίοι, γιατί σε λίγο θα χτυπήσει παύση πλυσήματος.
Ενώ ξέπλαιναν τα ρούχα, ο Ρένας έλεγε:
— Να τα ξεπλαίνεις πάντα καλά, με δύο και τρία νερά. Εκτός που καθαρίζουν περισσότερο, δε μένει και σαπουνάδα απάνω για να γιαλίζει όταν στεγνώσουν.
Έστιψαν ύστερα σφιχτά-σφιχτά τα ξεπλυμένα ρούχα, και τα πήρανε να τ' απλώσουνε στους ε π ά ρ τ ε ς. Καθώς είχε βραδυάσει, κρεμάσανε στην πλώρην ένα μεγάλο πολύφωτο από ηλεκτρικά, και η δουλειά στο πλύσημο και στο άπλωμα γινότανε κάτω από μιαν ώμορφη φωτοπλημμύρα. Ένας δίοπος, βαλμένος κει, πρόσεχεν ώστε το άπλωμα να γίνεται κανονικό.
Όταν τελείωσαν όλοι το πλύσημο και το άπλωμα, ο δίοπος σφύριξε με τη σφυρίχτρα, και οι σχοινένιοι ε π ά ρ τ ε ς αρχίσανε ν' ανεβαίνουνε με αργή μεγαλοπρέπεια στο ύψος του πλωριού καταρτιού, στάζοντας από τα βρεμένα ρούχα.
Από κάτω ο Ρένας, είχε σηκώσει το κεφάλι του, και ξέσπαζε με τους άλλους ναύτες, σε ιαχές.
Να τώρα! Ο περιορισμένος τόπος του καραβιού, ο τόσο στενόχωρος και μαζεμένος, διαρκώς μεγάλωνεν, ενώ οι λεπτομέρειες του φθάνανε στο άπειρο., Και όμως τίποτα δεν τον χωρούσε το Ρένα. Μέσα στο καράβι, στον εαυτό του, στη γύρω ακόμη φύση όλα είχανε αλλάξει. Γύρευε πέννα με χρώματα, χρωστήρα με μελάνι, χαρτί από μουσαμά ζωγραφικής. Οι άκατοι που ταξείδευαν ήτανε ψάρια κι' είχανε διαρκώς στην πλάτη τους φτερά, και τα πολεμικά καράβια- νεκρώσιμο θέαμα — είχανε διαρκώς στην όψη τους μνημόσυνο. Ποτέ γκρίζο χρώμα δεν του φάνηκε τόσο κακορίζικο από το χρώμα αυτό των πολεμικών καραβιών. Η θάλασσα, ατέλειωτο κοπάδι από γαλάζια σκυλιά διαρκώς ανεβοκατέβαινε, τα χαμηλά όμως κύματα δε μιλούσανε και γι' αυτό ήτανε τόσο, μα τόσο ύπουλα.
Από την κώχη του πρυμναίου κανονιού είδε τη μύτη μιας άγκυρας, ύστερα το κόψιμο μιας πλώρης, ύστερα το κοράκι της πλώρης, ύστερα την κεραία της τέντας, τους φεγγίτες με τα γιαλιά, σχοινιά, το κατάρτι, τον καπνοδόχο, άνθρωπους, ολόκληρο ένα ρυμουλκό.
Άλλοι ναύτες μπαίνανε στο ρυμουλκό κι' άλλοι κατεβαίνανε στις βάρκες.
Θόρυβος και φωνές ακουόντανε.
— Τι νέα από τη στεριά;
— Καλά, καλά.
— Τώρα που θα μπείτε στο καράβι θα τα βρείτε καλλίτερα. Πάνω στο κατάστρωμα του καραβιού του οι δίοποι κι' οι υπαξιωματικοί αεικίνητοι, βάρβαροι στις φωνές και στις κίνησες, περνούσαν απ' όλα τα μέρη του καραβιού διατάζοντας, φωνάζοντας, χειρονομόντας. Κάποιος αμούστακος ακόμη αξιωματικός μιλούσε με αυστηρότατο τόνο σ' ένα γέρο αρχικελευστή.
Ο Ρένας σκέφτηκε:
— Αν γινόμουνα έξαφνα ένας γλάρος!
Τους κύτταζε και ποτέ δεν τον χόρταινεν η θέα τους. Πάντοτε κάτι νέο είχανε να του πούνε. Τώρα παρατηρούσε ότι αισθάνονταν την ευτυχία του νερού περισσότερο από τα καράβια, και στο πλέψιμό τους υπήρχε περισσότερη φυσικότητα από κείνα. Ακόμα έβλεπε τον ηδονισμό τους. Ερωμένη τους η θάλασσα που την απολαβαίνανε λίγη- λίγη, όπως γεύεται κανένας ρουφηξές-ρουφηξές το καλό κρασί. Σέρνονταν από πάνω της τόσο, που η σκιά τους μόνο να ραΐζει το κρούσταλλό της, σταματούσαν και την κυττάζανε, κινούσανε το ένα φτερό προς αυτήν, ύστερα το άλλο. Χαμηλώνανε στο τέλος κι' αγγίζανε την άκρη της πέννας τους σα να παίρνανε αγιασμό. Ύστερα εκστατικοί από την ευτυχία τους πετούσανε φοβισμένοι, με φωνές., .
Ο Ρένας αισθανότανε τη μυρουδιά του καπνού, κι' έβλεπε το χέρι του να το μαυρίζει η σκιά του. Ο καπνός έβγαινεν από τους καπνοδόχους σα να τον σπρώχνανε με δύναμη, σα να τον φυσούσανε από το άνοιγμα του καπνοδόχου. Κουβάρια, και τόπια, και τούφες, και κύματα, και χεριές, ο καπνός, τραβούσεν ίσα κατά την πρύμη του καραβιού, περνούσε το πρυμιό άλμπουρο και χανότανε. Αυτός ήταν ο καπνός.
Ύστερα μετρούσε τα πιο ασήμαντα μικροπράγματα του καραβιού. Ορίστε η μεγάλη καμπυλωτή μπίγα, είχε τριανταπέντε σκαλάκια. Η άκατος είχεν εικοσιεννιά στραβόξυλα από το κοράκι της πλώρης ίσαμε το ποδόσταμο της πρύμης. Οι πάγκοι της ήταν έξη, οι σκαρμοί της μόνον εννιά, γιατί ο δέκατος είχε φύγει. Τα κουπιά της τρία, και τ' άλλα τυλιγμένα μέσα στο πανί., Παρακάτω στο μεσόστεγο του θωρηκτού στεκόντανε δώδεκα χονδρά μπουντέλια, και στο κουρζέτο μετρούσε δώδεκα χαλκάδες που δεν μπορούσε να καταλάβει τη χρήση τους.
Οι σκιές των πραγμάτων απλωνόντανε παντού και προσπαθούσεν απ' αυτές να μαντέψει τα ίδια τα πράγματα. Έτσι έλεγε:
— Εδώ είναι ένα σχοινί, εκεί ένας Μάκαρας, εκεί ένας κόμπος, εκεί ένας χαλκάς, εκεί.,, Δε μπορούσε να καταλάβει, και κύτταξε το ίδιο το πράγμα. Ήταν ο σκούφος ενός θερμαστή που κοιμότανε πάρα πέρα.
Άκουε τις ομιλίες των ναυτών.
— Κι' άλλη τρίλλια.
Μια παρέα έπαιζεν από κάτω. Ύστερα:
— Θα κινήσω πάντα λίθον.,,
Δυο υπαξιωματικοί μιλούσανε για τους προβιβασμούς τους. Άλλος δίοπος έλεγε σε δυο ναύτες που δεν ακούανε τη διαταγή του:
— Τι τάχω, μωρέ Θεούλη μου αυτά; Και τραβούσε τα δυο του
κόκκινα γαλόνια.
Άλλες ομιλίες ακούονταν από δω κι' από κει.
— Σαν καλός είναι σήμερα.
— Πέφτει τσεκούρι και τσεκούρι.,,,
— Αυτό το ψοφήμι θα κάνεις τώρα άνθρωπο!
— Πηγαίνανε μαζεμένοι όλοι σαν τραγιά…..
— Το πίστεψες συ πάλι! Λάφρωσέ τα λιγάκι ό,τι να το γλυτώσομε.
Προσπαθούσε να καταλάβει την αρχή και την αιτία κάθε ομιλίας, και δειχνότανε τόσο ευχαριστημένος σαν — σύμφωνα με την ιδέα του — το κατάφερνε.
— Έγινα λοιπόν φιλόσοφος; Ρωτήθηκεν ο Ρένας κατεβαίνοντας στο
υπόφραγμα. Φιλόσοφος ή ποιητής;
Κάποιος ναύτης σκύβοντας από το βάρος ενός σχοινιού τον έσπρωξε λίγο με το φορτίο του, κι' ύστερα τον ρώτησε:
— Μα δεν κάνεις καμιά δουλειά συ όλη την ημέρα;
— Καμιά.
— Σωστά. Η τεμπελιά κατεβάζει σοφία.
— Ναι όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι ήτανε κλασσικοί τεμπέληδες.
Ο φορτωμένος με το βάρος του σχοινιού ναύτης έφυγε φωνάζοντας: «Ε, ίσαααα! μπρόοοος!» κι' ο Ρένας στο μισοσκόταδο του υποφράγματος αισθάνθηκε κάτι σαν υγρασία.
Τινάχθηκε λίγο λέγοντας:
— Μπα! Είναι η δυσαρέσκεια που φέρνει το σίδερο και το σκοτάδι του υποφράγματος. Η κατάσταση δεν είναι δω καθόλου φυσική περπατάς πάντοτε με σκυμένη τη ψυχή στα χαμηλά αυτά διαμερίσματα.
Μέσα στο υπόφραγμα υπήρχε πολυμορφία σε κίνηση.
Οι ναύτες παραμερίζανε πολλές φορές και σιάχνανε την στάση του σώματός τους για να περάσει ο ανώτερος. Τους κατώτερους τους έσπρωχναν. Από τους ίσους ζητούσαν κάποτε συγγνώμη. Μπροστά στους φίλους μεταμορφώνανε το πρόσωπό τους σε χαμόγελο. Ονόματα, ονόματα κατρακυλούσανε μέσα.
— Μαλάααμος!
— Σαροδήηημος!
— Βαρδαλάαας!
Η υπηρεσία, στο σχήμα του σκοπού, σέρνοντας το σπαθί στο πλευρό και κινουμένη με άκαμπτο βήμα καλούσε τους ναύτες.
Αν όμως η φωνή ήτανε φιλική, είχεν άλλο τόνο. Την καταλάβαινε χωρίς καμιά δυσκολία. Της έλειπεν η έμφαση· τονιζότανε μαλακώτερα και τις περισσότερες φορές ακουότανε στην κλητική:
— Μασούρα!
— Καραδημάκη!
Ο Ρένας είδεν ότι μπορούσε να γνωρίζει τη διαταγή από την πτώση. Η επίσημη ονομαστική του έφερνε την απέχθεια. Η κλητική, ήτανε φιλική και δεν τάραζε το αυτί του.
Και όχι μόνο η φωνή, αλλά και το περπάτημα έδειχνε τον άνθρωπο. Ο νεοπροβιβασμένος εκείνος υπαξιωματικός πήγαινε και δεν κύτταζε στα πλάγια του. Ο ναύτης που τον φωνάξανε για αγγαρίαν έσκυβε προκαταβολικά τους ώμους και σκάλιζε τη μύτη. Ο καμαρώτος είχε μικρότερα και ταχύτερα βήματα, σα να βάδιζε σε σάλα. Οι χωρίς δουλειά ναύτες κινούσαν τα χέρια τους και είχανε την αστάθεια της παλάντζας στο περπάτημά τους. Όσοι τελειώσανε την δουλειά τους στηλώνανε την μέση και πηγαίνανε με τα χέρια στις τσέπες. Όσοι φέρνανε την καραβάνα του φαγιού σιγολέγανε κάποιο τραγούδι.
Μηρμυκοφωλιά το υπόφραγμα απαράλλακτη. Περνούσεν ο ένας ναύτης μπροστά από τον άλλο, σταματούσε, κάτι τούλεγε, σταματούσε για να τον κυττάξει, και ύστερα ο καθένας προχωρούσε στη διεύθυνσή του.
Οι φωνές και οι βρυσιές στο υπόφραγμα μπόλικες.
— Είναι το θαμπό φως που κάνει τους ναύτες έτσι ευκολοερέθιστους, είπεν ο Ρένας, και σε κανένα δεν κάνει εντύπωση.
Διαρκώς ακούονταν.
— Μίλα καλά, λέω γω.
— Αυτό που σου είπα. Γκαπ-γκουπ.
Τσακώνονταν και αρπάζονταν από τα ρούχα.
— Έβγαλα το Σχολαρχείο, έλεγεν ένας μικρός στρογγυλοπρόσωπος οιακιστής, αφού τον χώρισαν από τον καυγά. Έβγαλα το Σχολαρχείο μα τι βγήκε! Νάαα! Ήρθα να καταταχτώ ναυτόπαιδας.
Κι' έδοσε μια πλατειά μούτζα στο πρόσωπό του.
— Ο εγγράματος! τον έκοψεν άλλος που δεν πίστεψε. Ξέρεις μωρέ να μας πεις με τι γράφονται τα γράμματα;
Η συζήτηση για τη μόρφωση του κύκλου έπερνε δρόμο.
— Ο ναύαρχος έδοσεν ένα σήμα ότι φτάνει, και το «έρχομαι εσπευσμένως» το «ως» τόγραψες με όμικρον.
— Από τη βίαση μου μωρέ λάπαθο.
— Βέβαια, ήσουνε και συ ε σ π ε υ σ μ έ ν ο ς. Φύυυσα!!
Ο άλλος απάντησε κατακόκκινος στον πρώτο:
— Το νου σου και θα σε κουτουλήσουνε, βρε!
— Τι;
— Οι οξείες, οι βαρείες και οι περισπωμένες.
.,,, Στο πρωραίο διαμέρισμα του υποφράγματος όπου ήτανε το κουρείο μαζεύονταν όλοι οι χασομέρηδες.
Ξαναδιάβασε την κολλημένη στον τοίχο διαταγή:
«Οι άνδρες πρέπει να διατελούν καλώς εξυρισμένοι, απαγορεύεται δε το τρέφειν υπογένειον (μούσι). Εκ του Γραφείου της επιστασίας.»
Μέσα κι' έξω από το διάφραγμα του κουρείου ήτανε μαζεμένοι, και μαζευόντανε τακτικά, ένας Κερκυραίος δίοπος γραφέας, ένας κληρωτός φοιτητής της φιλολογίας, ο δίοπος ξυλουργός, ο βοηθός ναύτης του πολιτικού ράφτη, ο αποθηκάριος του οπλονόμου, και μερικοί άλλοι.
Προσπαθούσαν όλοι να κάνουν το μόρτη, τον ξεδομένο στον κόσμο, και κανόνιζαν ανάλογα την ομιλία τους, και τις κίνησές τους.
— Έχω νταλκά, λέγανε ταχτικά.
— Είναι στο νταλκαδάκι του πάλι.
— Του ξηγήθηκα λίγο αρμυρά σήμερα.
— Όταν έμπαινες συ στη μαγκιά, εγώ έβγαινα απ' το κουρμπέτι.,
.
Όσοι ναύτες ερχόντανε να σιάξουνε τα μαλλιά ή να ξουριστούνε τραβούσανε το διάβολό τους.
— Πι και Φι θα μας γίνεις πάλι, φώναζεν ο φοιτητής της
φιλολογίας.
— Τράβα του ένα μπερντάκι, έτσι σώγαμπρο, κορόιδευεν ο
αποθηκάριος.
— Θα σου τον φτιάσω ως είδος πλουσιόπαιδο, απαντούσεν ο ναύτης
κουρέας.
Έφτανε στο μεταξύ και ο υπηρέτης των μηχανικών· και καλούσε το φοιτητή της φιλολογίας.
— Κύριε Παρασκευόοοπουλε!
— Παρών, εδώ.
— Νάαα! Βρε!
Το κοπλιμέντο των πέντε δακτύλων δεν παρεξένευεν ούτε θύμωνε κανένα.
— Μωρέ, δυο γυναίκες!
Άκουσεν έξαφνα μια φωνή δίπλα του βαθειά από την έκπληξη κι' από το θαυμασμό. Μαζί με τη φωνή γύρισε τα μάτια του. Είδε κάποιο ναύτη να δείχνει στη διεύθυνση της πλώρης. Ήτανε πραγματικά δυο γυναίκες κοντά σ' έναν υπαξιωματικό που τους μιλούσε και κινούσε τα χέρια του.
Του φανήκανε εξαιρετικά όμορφα τα δυο κείνα πλάσματα, αλλά δε κατόρθωσε να προσδιορίσει τα χρόνια τους. Παρατήρησε ότι από τότε που κλεισμένος στο καράβι δεν έβλεπε γυναίκες είχε χάσει το απλούστατο πράμα γι' αυτόν. Είχε χάσει τη δύναμη να κρίνει τις γυναίκες. Ανυπομονούσε ν' ακούσει τη φωνή τους, πώς θάταν. Δε μιλούσαν όμως.
Τι νάτανε τάχα του υπαξιωματικού οι δυο αυτές γυναίκες; Αδελφές, εξαδέλφες, γνώριμες, δε μπορούσε να καταλάβει. Τα πρόσωπά τους δεν είχανε καμιάν ομοιότητα με το τραχύ πρόσωπο του υπαξιωματικού, ενώ μοιάζανε με τα στρογγυλά πρόσωπα των ναυτόπαιδων, τα φρέσκα και χωρίς γένεια.
Ύστερα άκουσε και τις γυναίκες να μιλούν. Η φωνή τους ήτανε γλήγορη, μαλακότερη από του άντρα, και διακρινόταν ότι έβγαιναν από λεπτότερα όργανα. Δεν είχε πολύ σταθερότητα και ήτανε σα να στρίγλιζε κάπως.
Παρατηρούσε τα μικρά τους στοματάκια. Διακρίνοντανε άσπρα δόντια και μια κόκκινη γλωσσίτσα που φαινότανε και χανόταν. Το εσωτερικό του χειλιού είχε το κόκκινο βαθύτερο και βρεμένο, και το απάνω χείλι λευκό και γαργαλιστικό σκιαζόταν από αλαφρό χρυσωπό χνούδι.
Τα δύο κορίτσια ή γυναίκες — δεν ήξερε καλά — μιλούσανε γλήγορα κι' από τη μιαν ομιλία γλυστρούσανε στην άλλη. Κάποτε που γελούσανε φωτιζόταν οι καμπύλες στο μάγουλό τους. Τα πρόσωπά τους ήτανε μικρότερα από των τριγύρω αντρών, πιο στρογγυλά και πιο πονηρά. Ο λαιμός κατέβαινε με κανονική καμπυλότητα και χανότανε μέσα στο λεπτό πουκαμισάκι. Το μέτωπο δεν είχε καθόλου συννέφωμα και τα μαλλιά της κόμης ερχόντανε και μικραίνανε ως που σβύνανε σε ευγενικό χνούδι λίγο παρακάτω από τ' αυτί. Ύστερα τα χέρια λεπτά και άσπρα τελειώνανε σε περιποιημένα δάχτυλα, με κανονικά κομένα τα νύχια.
Αληθινό καλλιτέχνημα φαινόντανε στο Ρένα οι δυο γυναίκες, καλλιτέχνημα βγαλμένο από μεγάλη φροντίδα, εξαιρετική περιποίηση, θαυμαστή επιμέλεια. Τώρα έκανε τη σκέψη ότι όλες οι γυναίκες έτσι πρέπει νάναι, και τώρα συμπέραινε ότι τα δυο αυτά κομψοτεχνήματα που φαντάζανε μπροστά του, δε θάτανε κι' από το καλλίτερο δείγμα της γυναίκας, αφού δε φορούσανε ούτε καπέλλο.,,
Πόση όμως φροντίδα στη στάση τους και στο φέρσιμό τους! Προσέχανε πολύ βέβαια πώς να βρεθούνε πιο ώμορφες, και τραβούσανε μέσα στο καράβι όλων τις ματιές. Θα το καταλαβαίνανε, γιατί αν και δείχνανε ότι δεν προσέχανε, κάποτε-κάποτε κρυφομιλούσανε και κρυφοκυττάζανε.
Ο Ρένας παρατηρούσε κ' έλεγε:
— Όλα τα ρούχα της γυναίκας είναι λεπτότερα από των ανδρών. Σχεδόν μπορείς να πεις ότι είναι γυμνή. Τόσο φέγγουνε και τόσο είνε διάφανα. Μέσα από τα μανίκια τους χύνεται λαξευτό το ροδαλό χέρι. Το ίδιο σα να βγήκε τώρα από τον τόρνο. Φαίνεται όμως τόσο ζωντανό και μαλακό! Κάποτε αλλάζει θέση, ταράζεται, χαλά τις πτυχές της μουσελίνας και γίνεται άλλο χέρι, πιο καινούργιο ακόμα και πιο νέο. Στη δέση του ώμου, σκιασμένο λίγο, κλείνει το χέρι το μυστήριο της μασχάλης. Από αυτήν διακρίνεται μια γωνία, ένα Λ πιο μικρό ή πιο μεγάλο, ποτέ όμως τόσο μεγάλο ώστε το μάτι να σταματά και να βρίσκει το τέρμα της ικανοποίησής του.
Από τα λόγια των δύο γυναικών, ξεχώριζε τα κομμάτια αυτά τακτικά, και στον ίδιο συρμένο και γλήγορο ήχο:
— Καϋμένη!
— Έλα δα λοιπόν.,,
— Ναι στη ζωή μου.,, Κύττα κει!
— Αχ!.,, Μα τι περίεργο.,,
Όταν χαθήκανε οι γυναίκες κατεβαίνοντας με τον υπαξιωματικό το κάτω υπόφραγμα, ο Ρένας αισθάνθηκεν ένα πολύ δυνατό κλονισμό. Πηδήσανε το πρώτο σκαλοπάτι, ανάλαφρες σαν πουλιά, και σηκώθηκε λίγο η φούστα τους. Της μιας ο αστράγαλος ψήλωσε σ' ένα κομμάτι κνήμης αισθαντικής και ευτυχισμένης. Παρακολούθησε τα τακουνάκια τους να χτυπούνε τακ-τακ σαν ξύλινο ταμπούρλο, και όταν χαθήκανε και τα κεφάλια τους ο ήχος των ψηλών τους τακουνιών εξακολουθούσε το τακ-τακ στ' αυτιά του.
— Τι παράξενον ήχο, είπε, έχουνε τα γυναικεία τακουνάκια την ώρα που κατεβαίνουνε τις σκάλες.,,
Ύστερα ο κλονισμός που είχε νοιώσει στη θέα της λουρίδας της γυναικείας κνήμης άρχισε να πλημμυρίζει την ύπαρξή του, και να τον σέρνει σε μια ακατανίκητη ανάγκη να μιλήσει και να νοιώσει κοντά του, δική του τη γυναίκα.
Έτρεξε στο ντουλαπάκι του, πήρε τ' απαιτούμενα και κάθισε σ' ένα πάγκο μπροστά στο τραπέζι του συσσιτίου, για να γράψει. Έπρεπε να εξατμίσει, ν' αδειάσει, αδιάφορο πως, όλο το αίσθημα της γυναίκας. Η πλημμύρα του θα τον έπνιγε.
— Δεν έχω καμιά φιληνάδα ή ερωμένη έξω, είπε, μα δεν με νοιάζει. Θα γράψω ένα γράμμα στη γυναίκα και θα της πω ό,τι αισθάνομαι γι' αυτήν ή από την έλλειψη της. Πιστεύω ότι μπορώ έτσι να νομίζω ότι μιλώ με κάποια, και ότι την έχω κοντά μου και μ' ακούει.
Άρχισε να γράφει γλήγορα-γλήγορα, χωρίς να σταματά για να σκεφτεί.
«Αγαπημένη μου. Βέβαια δε θα λάβεις το γράμμα μου, όμως σε μένα έρχεται καλλίτερα την ώρα που μιλώ με τον εαυτό μου, να νομίζω ότι μιλούμε μαζί.
Πόσος καιρός είναι από τότε που δε σε βλέπω! Δε θυμούμε τώρα ούτε μπορώ να λογαριάσω. Ο ήλιος εδώ είναι άφθονος και με γεμίζει από την επιθυμία για σένα. Σε αγαπώ σήμερα περισσότερο από χθες, και αύριο περισσότερο από σήμερα. Και είμαι όλος δικός σου, ξέρετο αυτό.,, Μα πόσα λίγα μαθαίνω για σένα! Καμιά φωνή δω και κει, κανένα γέλιο. Αλλά είναι τόσο μικρά αυτά, και απέχουνε τόσο καιρό από τότε! Είμαι μόνος και φοβούμαι τώρα τη μοναξά που άλλοτε τη γήρευα τόσο. Και πώς περνώ τη μοναξά μου; Μπροστά στα μάτια σου, που δεν είναι τίποτ' άλλο από μια ζωγραφιά και μια ανάμνηση.,, Αχ ας μπορούσα να σέχω τώρα εδώ κοντά μου, κοντά στο άπειρο της γαλήνης τ' ουρανού και της θάλασσας! Και νάξερες πόσο το ωραίο αυτό κάντρο της φύσης μ' έχει πια κουράσει! Πώς περνούνε έτσι οι μέρες μου και πώς θα περάσουν ακόμα! Είναι η ανάγκη για σένα, που με σφίγκει και με πνίγει, έτσι να.,, Και όμως ζω σα σε όνειρο. Τα τριγύρω οράματα του ουρανού, της θάλασσας και της γης αλάζουνε κάθε μέρα. Μόνο το καράβι μας μένει το ίδιο, και δεν μπορεί κανείς να μου βγάλει την ιδέαν ότι αποτελεί το κέντρο του κόσμου. Να μπορούσα λοιπόν και γω να γίνω ένα κομάτι κουπί που φέρνει τόσους ναύτες στην ευτυχία και στη ζέστη της αγκαλιάς σου, ή ένα πανί για να οδηγώ στο λιμάνι, ή ένα σύννεφο ομίχλη που κατακάθισε στην πολιτεία και πέρασεν από το ανοιχτό παράθυρο της κάμαράς σου!
Μα η ψυχή μου έχει γεράσει, και τα βουνά αρχίσανε να γερνούνε μαζί μου. Είναι η μοναξά που τα γέρασεν όλα.
Μ' αν ερχόσουνε μια στιγμή! Θα ταξειδεύαμε μόνοι μας με τη βαρκούλα μου, και γω με ευχαρίστηση θα σου έδειχνα τα πολεμικά καράβια. Τους πύργους τους, τα κανόνια τους, τις καπνοδόχες, τις μεγάλες βάρκες, τους χρυσωμένους από τον ήλιο φεγγίτες! Και θα σούλεγα:
— Να αγαπημένη ο δικός μας κόσμος. Είναι μελαγχολικός και λυπημένος, μα δε μας κάνει κακούς. Μας γεμίζει καλοσύνη και μας μαθαίνει ν' αγαπούμε. Και τι θα μούλεγες συ; Θα κύτταζες τα χέρια μου βαμένα από τη σκουριά, γεμάτα ρόζους, μα δυνατά κι' επιστημονικά στο κουπί. Θάβλεπες το πρόσωπό μου μαυρισμένο από τα κάρβουνα, μα φωτισμένο και θαυμαστό γιατί θα το εξιδανίκευεν η αγάπη μου.,, »
Το ξύλινο ταμπούρλο των τακουνιών ξαναχτύπησε πάλιν ξαφνικά στ' αυτιά του και τα δυο ζευγάρια των γυναικείων κνημών αστράψανε στα μάτια του ν' ανεβαίνουνε τα σκαλοπάτια δυνατά, αισθαντικά, ευτυχισμένα. Ήταν ένα δράμα πιο πραγματικό από την αλήθεια, κι' ήτανε μια πραγματικότητα πιο δυνατή από ένα δράμα.
Ο Ρένας έχασεν από μπροστά του το χαρτί και σταμάτησε τα μάτια του στα σκαλοπάτια, που είχανε περάσει και είχανε χαθεί οι κνήμες, αμίλητος παραλογισμένος.
Κάποιο απόγευμα η μεγάλη μπάντα του καραβιού άρχισε να παίζει πίσω στην πρύμη. Ο κυβερνήτης έδινε τσάι στους αξιωματικούς ενός ξένου θωρηκτού, που βρισκόταν αραγμένο εκεί. Πάνω στο επίστεγο μαζεύτηκαν πολλοί θερμαστές και ναύτες, κοκκινόμαυροι από το κάρβουνο και τη σκουριά, σκοτεινοί, και με μόνο τα μάτια τους υγρά και καθαρά.
Διαρκώς πάνω στην πρύμη έφταναν οι ξένοι αξιωματικοί, κομψοί, ωραίοι, ντυμένοι σ' επίσημη στολή, σε ρεδιγκότες καταστόλιστες από τα γαλόνια. Και οι αξιωματικοί του θωρηκτού τους υπεδέχονταν επίσημοι κι' αυτοί στη στολή, λάμποντας, χαρούμενοι.
— Θ' απολάψομε κάποιαν ευγενικιάν ευτυχία τουλάχιστο, ακούοντας εκλεκτή μουσική, σκέφτηκεν ο Ρένας ανεβαίνοντας στο επίστεγο της πρύμης. Θ' ακούμε και θα βλέπομε από δω σα σε θεωρείο.
Ο σκοπός όμως ναύτης έδιωχνε τους μαζεμένους εκεί ναύτες και δεν τους άφινε να περάσουνε πέρα από την καπνοδόχο.
Κάποιος ναύτης πλησίασε περισσότερο στην καπνοδόχο, κι' ο σκοπός τον έδιωξε.
— Γιατί, είπεν ο ναύτης μ' αποφασιστική ειρωνεία, θα τους
λερώσομε την καπνοδόχο;
Κι' οι άλλοι γέλασαν.
Άλλος ναύτης, μιλούσε για την πρώτη εντύπωση που τούκανεν η μπασσαβιόλα:
- Σαν την πρωτόειδα έκανε βρρ-βρρ-βρρ· Την έπαιζεν ένας χοντρός Κερκυραίος κι' ήτανε πιο αψηλή από δαύτον. Και όλο βρρ- βρρ-βρρ. Τάλλα όργανα γριτσανίζανε σαν ποντικάκια μπροστά της. Κι' αυτός διάβαζε μέσα σε κάτι χοντρές μαύρες μαγκούρες, τόσες μεγάλες. Ήτανε μια αηδία να τον ακούς.
Η μουσική έπαιζε κατά σειρά, Μανόν, Κάρμεν, Ζουρ ε Νουί κάποιο γαλλικό βαλς. Κάτω από τις γλυκές νότες η θάλασσα μαλάκωνε τους κυματισμούς της, τους έστρωνε σ' ένα θαυμαστό μουρμούρισμα, και μαζευόταν, λες, όλη πίσω στην πρύμη.
— Την ωραία μουσική! σκέφτηκεν ο Ρένας. Πόσο ασύμφωνη όμως με τα μαυρισμένα μας ρούχα, με τα μουτζουρωμένα πρόσωπα και χέρια, και με τα παλιόσχοινα και τις αλυσίδες οπού καθόμαστε για να την ακούμε. Βέβαια αυτοί που κάνανε και μίλησαν οι ήχοι με τόσην ευγένεια, με τόση γλύκα, με τόσην απαλότητα, έπρεπε να είναι καθαροί, να κάθονται σε κομψά δωμάτια, και ν' ακούνε τριγύρω τους ευγενικά λόγια.
Μέσ' από την εκτέλεση της μουσικής ξεχώριζε τ' αόρατα όργανα. Τα σεβότανε τώρα εξαιρετικά και τα φανταζότανε να γιαλίζουν όπως και τα χρυσά γαλόνια των ξένων αξιωματικών., Ορίστε η μαλακιά φωνή της κλαπαδόρας, και ο λυγερός τόνος της κορνέττας, και τα καναρίνια που λέγονται κλαρίνα, και η πλατειά φωνή των μπάσσων, κι' αυτά που σχίζαν την ηχώ σα μαχαίρια πλατολέπιδα τρομπόνια, και οι βραχύφωνες τρόμπες, και το ευφώνιο με τον επίσημο τόνο, και το πίφυρο κελαϊδιστό, και η γραν-κάσσα βάρβαρη μα απαραίτητη, και το ταμπούρρο άτακτο παιδί γεμάτο θόρυβο. Ύστερα τα πιατίνα που θέλανε να σκεπάσουν όλη τη μουσική σαν καπάκι, και το τρίγωνο οξύ που έχωνε τη μύτη του απροσκάλεστο σε πείσμα όλης της συμφωνίας.
Κι' ενώ οι νότες καλλιτεχνούσανε τον αέρα και τον αρωματίζανε με τη δική τους πνοή, ο Ρένας έβλεπε τα μαυρισμένα από το κάρβουνο πρόσωπα των ναυτών να κάνουνε ντροπή στον ήλιο, και τα ρούχα τους να δίνουνε περισσότερη ανυπόληψη στον εαυτό τους.
— Έχω ακούσει εγώωωω! Είπεν ένας μπαλωμένος θερμαστής, ενώ οι άλλοι τον κοροϊδεύανε.
— Μουσικές αναμνήσεις από την Ιταλία, σεγοντάρησεν άλλος. Στην πλώρη ετοιμάζανε τις μπίγες, τα ζεμπίλια, τα φτιάρια, τα παλάγκα, τα καραβόπανα, για τη συνέχιση της πρωινής ανθράκεψης. Εδώ η μουσική ήτανε χοντρή, βαρειά, σκοτεινή, στάζοντας ίδρωτα και βαρυγκομιά. Μουσική τονισμένη αποκλειστικά για τους ναύτες.,,
Ήρθε το ηλιοβασίλεμα και η γαλαζορόδινη θάλασσα, ζωντανή, αισθαντική, χαδιάρα, κούραζε πιο πολύ ακόμη το Ρένα.
— Νάμαι ξαπλωμένος στη στεριά! στέναξε.
— Κι' ούτε να τη βλέπω στα μάτια μου τη θάλασσα, έκανε σαν απήχηση η φωνή κάποιου ναύτη δίπλα του.
Ώμορφες οι σημαίες των ολόγυρα καραβιών ανακατεύανε το χρώμα τους με το χρώμα τ' ουρανού και της θάλασσας. Υπήρχε πολλή χάρη, πολλή κομψότητα στο κυμάτισμά τους αυτό. Γυναίκες οι σημαίες, ή από γυναικείο χέρι φτιασμένες, ή σε γυναικεία χάδια παραδομένες.
Ο Ρένας έβλεπε:
Τι ήτανε λοιπόν το ηλιοβασίλεμα αυτό! Ήτανε θεότητα καμιά, ή άψυχο και άσκοπο ανακάτεμα χρωμάτων;
Ποια λύπη στην ύπαρξη της σκάφης που ξεκίνησε μεγάλη από την πρύμη του θωρηκτού, κι' έμεινε τώρα ένα μαύρο σημάδι στη μέση του κόλπου! Δεν φαίνονταν ούτε τα κουπιά της να κινούνται, και τραβούσεν ακόμη μακρυά προς το σύθαμπο.
Αν όλη αυτή η θέα μαρμάρωνε, έξαφνα, κι' έμενεν έτσι για πάντα με τα ίδια χρώματα, το αυτό μυστήριο, την αυτήν έκφραση, την ίδια συναίσθηση ενός τέλους!
Κι' ακόμη ποια έκπληξι στην κόκκινην ορθή γραμμή της δύσης! Αυτό το χρώμα ήταν έν θαυμαστικό. Θαυμαστικό του εαυτού του.
Σκέφτηκε:
— Αν δεν προχωρήσει το απόβραδο, περισσότερο από το σημάδι αυτό, κι' αν μείνει η πλάση όλη ένα απόβραδο. τι θα γίνει ο κόσμος!
Μετά το βραδυνό συσσίτιο ήρθεν ένας υποχρεωτικός δίοπος να τον πάρει στο διαμέρισμά του.
— Έχομε διασκέδαση στο υπόφραγμα, δεν το ξέχασες, του είπε.
Και πήγανε μαζί χεροπιασμένοι στο πρυμναίο υπόφραγμα απ' όπου έρχονταν οι ήχοι μιας φυσαρμόνικας και εύθυμες φωνές. Είδε το υπόφραγμα να είχε μαλακώσει, να θερμάνθηκε και να γέμισεν από καλοσύνη. Από τη στιγμή που οι πρώτες νότες, μελένιες, κατευναστικές, απαλές, ξέφυγαν από τ' όργανο, οι δυνατές φωνές, οι διαπληκτισμοί και οι βρυσιές, είχανε σβύσει. Η φυσαρμόνικα έλεγε κάποιο ανατολίτικο τραγούδι, με χαλαρό ρυθμό, γεμάτο λύπη, μελαγχολία και διάθεση σε κλάμα. Αλλά το πρόσωπο του ναύτη που έπαιζεν έλαμπεν όλο από αναγάλια. Είχε σκυμένο το κεφάλι στη φυσαρμόνικα και φαινότανε σα νάθελε να προστατευτεί από αυτήν. Τα μάτια του είχανε μεγαλώσει, ο λαιμός του απλωνόταν χυτός σαν κοριτσιού, και κάτω από το μάγουλο προς το σαγόνι χαράζονταν δυο λακκάκια ευτυχίας. Ακόμη τα δόντια, ολόασπρα, λάμπανε από παιδιάτικο γέλιο. Ύστερα ήτανε τα ρούχα, φωτεινά, σαν μεταξωτά, και δεν φαινόντανε τώρα διόλου κουρελλιασμένα, χοντρά και μαυροκόκκινα από τη λέρα.
Ο Ρένας ξανάβρισκε στο τραγούδι ήχους παλιούς, λησμονημένους. Ένας περασμένος κόσμος ξυπνούσε μέσα του, και είδε τον εαυτό του κάμποσα χρόνια μικρότερο, να χορεύει στ' αλώνι του χωριού του.
Τι έλεγε το όργανο; Ήχους γνωστούς, ήχους σκόρπιους στη συνείδησή του, τώρα πάλι μαζεμένους. Τα μάτια του ήτανε καρφωμένα στη φυσαρμόνικα και στον παίχτη. Ταξείδευε μαζί του σ' άλλους κόσμους.
Και το υπόφραγμα γέμιζεν από ναύτες, καθισμένους στους πάγκους ή απλωμένους κάτω στη λαμαρίνα. Σ' όλων τα πρόσωπα η καλοσύνη τράβηξε μια πινελιά κι' η ωμορφάδα άλλη μία.
Το ένα τραγούδι, κ' ύστερα τ' άλλο, και το άλλο. Στο υπόφραγμα βασίλευε το φως και η χαρά. Το έργο της μουσικής δημιουργούσε, δούλευε το σκληρό πυλό της ψυχής, μαλάκωνεν αισθήματα, έχτιζε παλάτια, έδειχνε γαλάζα χρώματα άλλων ουρανών.
— Το ίδιο όπως στα πρώτα χρόνια, σκέφτονταν ο Ρένας, με τη διαφορά πως τότε είχαμε ένα χάλκινο σουράβλι, αντί για την τωρινή φυσαρμόνικα.,,
Σαν χτύπησεν η σάλπιγκα κατάκλιση, αυτός άφησε το υπόφραγμα κι' ανέβηκε στο κατάστρωμα. Ήτανε γεμάτος από τους παλιούς κόσμους του χωριού και της πολιτείας κι' ήθελε να ξεχάσει, να εξατμισθεί στον ανοιχτόν αέρα.
Η θάλασσα σιγομιλούσε μ' ένα πλιφ-πλαφ στα πλευρά του καραβιού, δε μπορούσεν όμως να καταλάβει τι έλεγε. Εδώ κι' εκεί στιγματιζόταν από φωτεινά ξεφλύδια και της γνώριζε τ' ασημένια ψήγματα του χαμογέλιου της. Ο σεβασμός του Ρένα για τη γαλήνη του σκοτεινού αυτού και μαλακού υγρού σηκώθηκεν άπειρος.
Κι' ολόγυρα το σκοτάδι σημειωνότανε περισσότερο μελαγχολικό δείχνοντας τη ζωή που κοιμάται.,
Στο βάθος μια ξεφτισμένη κορδέλλα από φώτα όριζε, τη μακρυνή πολιτεία. Ο Ρένας τώρα για πρώτη φορά πρόσεξε. Σ' όλο το διάστημα νόμιζε πως βρισκότανε στο άπειρο, μακριά από τον κόσμο, κι' είχε φθάσει να πιστέψει για μόνο κόσμο, τον κόσμο του καραβιού του. Τα φώτα της πολιτείας όμως τον θαμπώνανε και τον τυφλώνανε τώρα. Ήτανε κει η ζωή, και ξαναγύριζε με δυνατό φτερούγιασμα η ψυχή του στους φωτισμένους δρόμους και στα χαρούμενα κέντρα, που τον γνώριζαν και τάχε γνωρίσει τόσο.,
Δίπλα του άκουσε σαν ανασασμό. Είδε τον υπαξιωματικό της φυλακής, ζαρωμένο στον ανεμοδόχο, διπλωμένο στους ανέκφραστους συλλογισμούς του. Από τα παλιά χρόνια δεν είχε πάρει άλλο γαλόνι. Έμεινεν υποκελευστής κι' έριξε κει την άγκουρά του. Από την εποχήν εκείνη το μοναδικό ιδανικό και όνειρο της ζωής του δεν κατόρθωσε να πραγματοποιηθεί και να ζευγαρώσει στα δυο γαλόνια του κελευστή. Πάντα αμίλητος δεν προόδεψεν ούτε μια γραμμή σ' εξυπνάδα και κρίση. Κι' όλο έδειχνε να σκέπτεται και νάχει ομιλία μόνο με τον εαυτό του. Καμιά κίνηση στο σώμα και στο κεφάλι αυτό το άδειο από πνεύμα. Η φωτιά έσβυσεν από κει χωρίς ν' ανάψει.
Ο Ρένας ξαναγύρισε πάλι στην πολιτεία και στο φως, γιατί του έκανε πολύ κακό το θέαμα του σκοτεινού κι' ακίνητου αυτού υπαξιωματικού.
Στο βάθος μακρυά, η ξεφτισμένη κόκκινη ταινία όλο και ταραζότανε.. Άρχισε να μονολογεί:
— Ρεύματα ανθρώπων και χείμαρροι και λίμνες και θάλασσες ανθρώπων ανακατεύονται και σπρώχνονται και συναντούνται και ανεβαίνουν στο Καπιτώλιο και χαμηλώνουν στα Τάρταρα.
Τύμπανα και σάλπιγγες χτυπούν. Οδηγήσατε την χαράν εις τα στόματα των σαλπίγγων και προσαρμόσατε το μεθύσι στην μεμβράνα των τυμπάνων σας. Η πολιτεία είναι εκεί. Σαν από μεγάλη σφαίρα γυρίζει ο κόσμος με τριγμούς.,, Κόψατε κλάδους μυρσίνης και στρώσατε να περάσει ο θόρυβος. Ντύσατε τας χείρας σας στην πορφύρα των φώτων, μαλάξατε το κρύσταλλο και κάνετε το ρευστό σαν νερό…
Προχώρησεν ακόμη προς την πλώρη παρακολουθόντας τη φωτεινή ξεφτισμένη κορδέλλα. Κάτι του φαινότανε πως ξεκολλούσεν από κει, προχωρούσε μέσα στο πέλαγος, έφτανε στο καράβι, και χαλούσε την ησυχία της νύχτας.
Ήτανε το τελευταίο συνάντημα με τη μικρή Καίτη του καφεσαντάν. Τα όμορφα λόγια και τα γλυκά φιλήματα είχανε σχηματισθεί τώρα σε κάτι μαλακό και θερμό και μεθούσανε την ύπαρξή του. Αισθανότανε τη μικρή Καίτη να κελαϊδεί με κρινένια λογάκια, να φιλά με τριαντάφυλλα χειλιών, να περπατά κοντά του και να τον καλά με σχήματα. Τα άστρα των ματιών της τον χαϊδεύανε και τα μάγουλά της γελούσανε πυρωμένα.
— Πρέπει λοιπόν να σ' αφίσω, αγαπημένο παιδί! Έκανεν ο Ρένας νομίζοντας στ' αλήθεια ότι μιλούσε με κείνη. Βιάζεσαι να φύγεις για την πολιτεία, τα χέρια σου τώρα μου στέλνουνε τα φιλήματα του αποχαιρετισμού και χάνεσαι στο υγρό σκοτάδι.,, Στάσου όμως. Αν πνιγείς αυτή τη βραδειά μπορεί να μη σε ξαναβρώ πια στην πολιτεία…
Διευθύνθηκε προφυλακτικά προς την πλευρά του λεμβούχου, κατέβηκε την κρεμασμένη σχοινένια σκάλα, πήδησε χωρίς θόρυβο στην κουπαστή της μικρής φαλαινίδας και τράβηξε με τα κουπιά στη διεύθυνση της μακρυνής ξεφτισμένης φωτεινής κορδέλλας. Την άλλη μέρα το πρωί θα τον κηρύττανε δραπέτη,
Αθήναι. Δεκέμβριος 1919.