The Project Gutenberg eBook of Η Βαβυλωνία ή η κατά τόπους διαφθορά της ελληνικής γλώσσης

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Η Βαβυλωνία ή η κατά τόπους διαφθορά της ελληνικής γλώσσης

Author: D. K. Vyzantios

Release date: February 27, 2010 [eBook #31434]
Most recently updated: January 6, 2021

Language: Greek

Credits: Produced by Sophia Canoni

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK Η ΒΑΒΥΛΩΝΊΑ Ή Η ΚΑΤΆ ΤΌΠΟΥΣ ΔΙΑΦΘΟΡΆ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΉΣ ΓΛΏΣΣΗΣ ***

Produced by Sophia Canoni

Note: Numbers in curly brackets relate to the footnotes that have been transferred at the end of the book (as endnotes). The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. Certain corrections have been included in [], while certain words in italics in underscores.

Σημείωση: Οι αριθμοί σε αγκύλες {} αφορούν στις υποσημειώσεις των σελίδων που έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές διορθώσεις έχουν συμεριληφθεί σε [], ενώ μερικές λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες σε _.

Η ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ. Ή Η ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΥΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ.

ΚΩΜΩΔΙΑ
Εις πέντε πράξεις.

Συγγραφείσα
ΥΠΟ
Δ. Κ. ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ.
Έκδοσις ενδεκάτη.

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ Π. Β. ΜΩΡΑΪΤΙΝΗ (Οδός Πραξιτέλους Αριθμός.)

1 8 7 6.

Η ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ. Ή Η ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΥΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ.

ΚΩΜΩΔΙΑ
Εις πέντε πράξεις.

Συγγραφείσα
ΥΠΟ
Δ. Κ. ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ.

Έκδοσις ενδεκάτη.

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ Π. Β. ΜΩΡΑΪΤΙΝΗ
(Οδός Πραξιτέλους Αριθμός.)

1 8 7 6.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ.

Ανατολίτης.
Πελοποννήσιος.
Χίος.
Κρης.
Κύπριος.
Αλβανός.
Λογιώτατος.
Ξενοδόχος.
Χίος.
Αστυνόμος Επτανήσιος.
Γραμματεύς της Αστυνομίας.
Στρατιώται της Αστυνομίας.
Κανέλλα, ερωμένη του Κρητός.
Γαρούφω, γραία τροφός της Καννέλας.
Ιατρός αμαθής.

Η Σκηνή παρίσταται εις Ναύπλιον.

ΠΡΑΞΙΣ Α'.

ΣΚΗΝΗ Α'.

(Ξενοδοχείον όπου εισέρχονται εν τη Σκηνή)

Ανατολίτης και ο Ξενοδόχος.

ΑΝΑΤ. (καθ' εαυτόν). Λοκάντα, λοκάντα λεάνε, άκουγα, άμα τι πράγμα είναι ντεν ήξευρα…. πρώτη βολά γλέπω — εντώ πέρα ούλο αλά φράγκα είναι ψιλολογιά κομμένα — υ σουφράδες, τζανάκια, τζομπλέκια, ποτήρια! ούλα σειρά είναι δουζδιζμένα {1} — άμμα φαγιά, τίποτα — τσιμπούκια όχι — καφφέ μαφφέ, όχι — γιατάκι τίποτε — μαξιλάρια φιλάν φαλάν, ντεν έχει — αμέ σα μετύση κανένας πού τα ιξαπλωτεί για; — άιδε μπακαλούμ {2}. — τώρα πγια μπήκα που μπήκα — αρτίκ ντροπής είναι να γυρίσω πίσου — γένηκε το γένηκε — κανένα ντε γλέπω — πιόνα να φωνάξω για; (φωνάζει) έι — Λοκάντατζγι — ε Λοκάντατζη — έι ύστερα; δεν ακούγει — ν' άμπη και κανένας να ικλέψη ούλα αυτά, κανένας δεν γλέπει — (φωνάζει) έι Λοκάντατζη — λαιμός μου ιξεσκίστηκε άνταμ! {3}.

ΞΕΝ. Καλέ σεις! ποιος μιλά μέσα; εν ακούτενε; ίντα θέτενε να σας χαρώ;

ΑΝΑΤ. Άνταμ! τρεις ώραις είναι φωνάζω, φωνάζω, κανένας ντεν ακούγει….

ΞΕΝ. Κι' ίντα θέτενε;

ΑΝΑΤ. Εντώ πέρα τι είναι;

ΞΕΝ. Λοκάντα.

ΑΝΑΤ. Έι! εντώ πέρα απ' ούλα είναι, άμμα φαγιά ντε γλέπω· τι τρώνε εντώ για;

ΞΕΝ. Είστε κι' άλλη βολά φερμένος άματις σε λοκάντα;

ΑΝΑΤ. Όχι.

ΞΕΝ. Δίκι' όχετεν άματις — κι' ε γλέπετεν την λίστα;

ΑΝΑΤ. Τι τα πη λίστα;

ΞΕΝ. (Τω δίδει τον κατάλογον των φαγητών) ορίστε· εδώναι γραμμένα τα φαγιά που ούχουμεν.

ΑΝΑΤ. Αυτά είναι γραμμένα φιράγκικα — εγώ ντε μπορώ ντιαβάσω.

ΞΕΝ. Ρωμαίικα ναι γραμμένα, μόν' εσείς εν τα βγάνετεν θέτενε να σας τα διαβάσω;

ΑΝΑΤ. Ναι, τζάνουμ {4} ντιάβαστο ν' ακούσω.

ΞΕΝ. Βραστό βουδινό.

ΑΝΑΤ. Εγώ άρρωστο ντεν είμαι, ντε τέλω.

ΞΕΝ. Εντράδα, κιοφτέδες, γουβορλάκια, ντολμάδες, γιαχνί μακαρόνια, ατζέμ πιλάφι.

ΑΝΑΤ. Α ιστέ {5}. τούτο είναι καλό φαΐ· κατάλαβα αρτίκ {6}, κατάλαβα — φτάνει σε πγια — ό,τι υρέψει κανένας τον εφέρνεις;

ΞΕΝ. Και του πολιού το γάλας να γυρέψη φέρνω το.

ΑΝΑΤ. Άφεριμ, άφεριμ {7} κι' εγώ ετούτο τέλω — · τζάνουμ, όνομά σου πώς το λένε;

Ξεν. Μπαστιάς δούλος σας

ΑΝΑΤ. Να ζήσης τζάνουμ μισέ Μπαστιά, παστουρμά {8} καϊσερλίδικο έχεις;

ΞΕΝ. Έχω να σας χαρώ, κι' αφ' το φίνο….

ΑΝΑΤ. Εμένα φκιάσε με παστουρμά με τ' αυγά, κρομύδι μπόλικο, πιπέρι μιπέρι. εσύ ξέρεις πλια, καρδιά μου εκείνο ύρεψε ζέρεμ. {9}

ΞΕΝ. Ένοια σαι, να σας χαρώ. και σας το φτιάνω κατά πως θέτενε και καλήτερα.. καθήστεν τώρη.

ΣΚΗΝΗ Β'.

Πελοποννήσιος και ο Ανατολίτης.

ΠΕΛ. (Εισέρχεται και χαιρετά τον Ανατολίτην) ώραν καλή της αφεντιά σας.

ΑΝΑΤ. Καλώς το, καλώς το — κάτζαι.

ΠΕΛ. Έχετε την εφημερίς;

ΑΝΑΤ. Φημερίδα τέλεις;

ΠΕΛ. Νέσκαι — την εφημερίς της Ελλάς.

ΑΝΑΤ. Κύταξ' εκεί πέρα, τραπέζι απάνω κάτι χαρτί είναι — σακίν να μην ήναι εφημερίδα;

ΠΕΛ. Μάλιστα — (λαμβάνων από μίαν τράπεζαν την εφημερίδα, αναγνώσκει καθ' εαυτόν).

ΑΝΑΤ. Έι ύστερα; εσύ μονάχο σου ντιαβάζεις μονάχο σου ακούς — ντε λες κι' εμένα; κανένα χαβαντήσι {10}, γράφει εφημερίδα;

ΠΕΛ. Τέλος πάντων οι βασιλειάδες αποφασίσανε να λευτερώσουνε την Ελλάς — πάει — τον ξωρκίσανε πγια τον μαγκούφι το Μπραΐμη.

ΑΝΑΤ. Έτσι γράφει φημερίδα; για να δγιω. (παρατηρεί την εφημερίδα χωρίς να την αναγνώση) έι αρτίκ ιψέματα σώτηκε πγια — λευτεριά ήρτε.

ΣΚΗΝΗ Β'.

Χίος, Κρης, Αλβανός, Λογιότατος, Κύπριος, (εισέρχονται όλοι ομού.)

ΧΙΟΣ. Καλέ σεις μάθετεν τα μαντάτα; ήκαψαν την αμάδα του Μπραΐμη στο
Νιόκαστρο…

ΑΝΑΤ. Ποιος έκαψε; αλήτεια;

ΧΙΟΣ. Κ' έ γλέπετεν τα τζάγκιά μου {11} π' ούν όλο λάσπες π' ούτρεχα να μάθω; ε σας χορατεύω, να χαρώ την τζάτζα μου.

ΠΕΛ. Ναίσκε, τα σωστά λέγει· είναι — να, το γράφει και στην εφημερίς.

ΛΟΓ. (Λαμβάνων την εφημερίδα εις χείρας) νέαι τινές αγγελίαι γεγράφονται.

ΠΕΛ. Νέαι, και νέαι — πάγει ο Μπραΐμης πίσω τον ήλιο.

ΛΟΓ. Πώς δε; ηλευθέρωτε Ελλάς;

ΑΝΑΤ. Ιστέ μόσκοβο, φραντζέζο, εγκλέζο, έκαψε καράβια Ιμπραΐμ πασσά, βέρσελαμ {12}, ντε ντιαβάζεις φημερίδα : εσύ είσαι Λογιώτατο.

ΛΟΓ. Οι στόλοι των δυνάμεων;

ΑΝΑΤ. Τί λες, άνταμ, κύριε των δυνάμεω; σαρακοστή ακόμη ντεν ήρτε.

ΑΛΒ. Πρα τι χαμπέρι ορέ;

ΑΝΝΑΤ. Καινούργια χαβαντήσια.

ΑΝΑΤ. Πλιάτζικα {13} ορέ;

ΑΝΑΤ. Πλάτζα μάτζκα ντε είναι· μόσκοβο άνταμ φραντζέζο, εγκλέζο, έκαψε καράβια Ιμπραΐμ πασσά — άκουσες τώρα;

ΑΛΒ. Πρα, πού να το κάψης το καράβγιες; στο Κότρο;

ΑΝΑΤ. Τι τα πη κότρο;

ΧΙΟΣ. Στην Κόρθο άματις θε να πη — όσκαι, στο Νιόκαστρο.

ΚΡΗΣ. Έμαθα το δα κι' εγώ· πούρι δεδίμ.

ΧΙΟΣ. Εμαθετέν το κι' εσείς;(προς τους άλλους)γλέπετεν; ε σας ήλεγα γώ, κ' έμου πιστεύετεν; τώρη πλια πρέπει να ξεφαντώσουμεν.!

ΠΕΛ. Τώρα ναι, χρειάζεται να κάμουμε ένα γλέττι.

ΑΝΑΤ. Τι; τζουμπούσι; άιντεν τε!!! άμμα να κάτζουμε όλοι σ' ένα σουφρά.

ΧΙΟΣ. Ναίσκε όλοι να κάμωμεν μίαν παρέγια με το ρεφενέ μας. {14}.

ΛΟΓ. Και δη ευθημητέον σήμερον, και πανηγυριστέον την της Ελλάδος παλιγγενεσίαν καγώ μεθ υμών.

ΑΝΑΤ. Κάτησε κι' εσύ μαζύ μας σουφρά {15}. Λογιώτατε.

ΛΟΓ. Έγωγε.

ΑΝΑΤ. Τζάνουμ, Λογιώτατε μπαμπά σου {16}. γλώσσα γιατί ντε μιλάς;

ΛΟΓ. Την των προγόνων διαλέγεσθαι χρη.

ΑΝΑΤ. Εγώ χρη μη, γόνω μόνω, ντε ξέρω, γιατί ντε μιλάς ρωμαίικα έριφ;

ΛΟΓ. Ταύτην γαρ και μεμάθηκα.

ΑΝΑΤ. Ώρσε κι άλλο!!! εγώ λέω. γιατί ντε μιλάς ρωμαίικα, εκείνο με λέει μεμανάτηκα πανάτηκα — αν μπορής κατάλαβε πγια.

ΧΙΟΣ. Καλέ, ίντα θα κάμουμεν τώρη; εν καθούμεστεν πλια;

ΑΛΒ. Πώς να το κάνης αδαλέτι {17} μαζή ορέ.

ΑΝΑΤ. Ναι, ούλοι σ' ένα σουφρά να κάτζουμαι τζάνουμ.

ΑΛΒ. Χα, χα, χα, καλό είναι έτζι, ορέ.

ΚΥΠ. Σα θα κάτζουσιν ούλοι τούτοι να φάσιν τρώω κ' εώ. Να διαβάσουμεν τώρη τη λίστα, να δγιούμεν ίντα φαγιά μας έχει — Λογιώτατε, διαβάστε την εσείς τη λίστα· (τω δίδει τον κατάλογον), (αναγινώσκει) σούπαν από κολοκύνθια, βραστόν βούδινον, εντράδαν, κιοφτέδας, δολμάδας, — (αφίνει τον κατάλογον) ταύτα τουρκιστί εγέγραφα, το άπερ δη και ιλιγγιά με αναγινώσκοντα (προς τον Κύπριον) ανάγνωθι ουν συ Κύπριε.

ΚΥΠ. (αναγινώσκει) Πουρέκιν, κεπάππιν, καταΐφιν, ψωμίν, κρασίν, τυρίν, ψάριν ψητό, ψάριν βραστό, φρούττα, και ποκλαβάτην.

ΑΝΑΤ. Άνταμ. μπακλαβά πες το — (προς τον ξενοδόχον) άμε ντικό μου παστουρμά;

ΞΕΝ. Ότοιμος είναι να σας χαρώ

ΑΛΒ. (προς τον Ξενοδόχον). Πρα, ορέ Λοκάντα.. πω, εσύ ορέ, Λοκάντα, προτζέσι ορέ, δεν έχει;

ΞΕΝ. Ίντ' αν αυτό το προτζέσι;

ΑΛΒ. Πρα να το πέρνης συ ορέ σικότι, να το βάνης ς' το κιομλέκι {18} να το ρίχνης και πολύ πολύ σκοδάρι πρα να το τρίβης μέσα, και ψύχα ψύχα κουραμάνα {19} να το κάνης αδαλέτι.

ΞΕΝ. Θέτεν το άματις να σας το φτιάξω;

ΑΛΒ. Πρα να το ζήσης ορέ — χα χα χα, να το φκιάνης, πω κι' εγώ να το πληρώνης ούλα βενετίκες.

ΞΕΝ. Οχουνούς {20} σας το φιτάνω (καθ' εαυτόν) ούργιος {21} είν' και τούτος στην πίστι μου.

ΛΟΓ. Άξον δε καμοί πλακούντα, τον και μάκαρες ποθέουσιν.

ΑΝΑΤ. (προς τον Ξενοδόχον) Μισέ Μπαστιά — έλα — έλα — Λογιώτατο μακαρόνια τέλει.

ΛΟΓ. Ουχί, αλλά πλακούντα και είρηκα τον και μάκαρες..

ΑΝΑΤ. Ιστέ μακαρόνια, για εσύ καμήλα είσαι να φας χαμούρι {22} άνταμ; ντεν τρως ντολμά σαν το γρόντο μου, κιοφτέ σαν το παπούτζι μου, μόνε μακαρόνια ύρεψες.

ΛΟΓ. Ουκ έγνωκας.

ΑΝΑΤ. Έγνωκας μέγνωκας ντεν έχει αρτίκ' εσύ καλό φαΐ ποιο είναι ντε ξέρεις (προς τον Ξενοδ.) μισέ (καθ' εαυτόν) αλλάχ τζιζά βερσίν {23} ούλο ιξεχνώ όνομά του — α Μπαστιά — ηύρα — μισέ Μπαστιά, ζτιμπούκι ντεν έχεις εντώ πέρα.

ΞΕΝ. Έχω να σας χαρώ ορίστε (τω δίδει).

ΛΟΓ. Άγε δη μοι και τριχείας τεταριχευμένους συν οξυγάρω τε και ελαίω.

ΞΕΝ. Ίντ' άπατεν;

ΠΕΛ. Τριχαίς γυρεύει να τον δέσουνε — μοιάζει μουρλάθηκε ο κουρούνης.

ΞΕΝ. Καλ' αλήθεια κουζουλαθήκετεν {24} και θέτενε να σας δέσουμεν; κι' ως πόσαις οργειαίς της θέτενε ν' άναι;

ΛΟΓ. Ούμενον αλλά τριχείας και δη έφην, τους και σαρδέλας βαρβαριστί καλουμένους

ΞΕΝ. Κι' ε λέτενε να σας φέρω σαρδέλαις, μόνε λέτεν τριχιαίς; (καθ' εαυτόν) κι' εν είν' κουζουλός {25} τώρη να χαρώ την τζάτζα μου, για δέσιμο σας έχω κι' έννοια σας.

ΛΟΓ. Και δη άγαγέ μοι και σωλήνα.

ΞΕΝ. Εν ηφέρανε σήμερις σουλήνες — χάβαρα έχουνε θέτεν τα;

ΛΟΓ. Ουχί άλλα καπνοσύριγγα….

ΑΝΑΤ. (προς τον Ξενοδόχον) σύριγγα υρεύει λογιώτατο σφίξι έχει.

ΛΟΓ. Ουκ, αλλά το νικοτιανάγωγον, είρηκα, αμφί τη χοάνη και τη νικοτιανοπήρα.

ΑΝΑΤ. Σακίν {26} τζιπούκι τέλεις κι' εσύ, ζέρεμ τζιμπούκι μου πολύ κυττάζεις.

ΛΟΓ. Και μάλα γε, καπνιστέον και γαρ.

ΑΝΑΤ. Άι μπουταλά {27} άι.. και δε λες τζιμπούκι, μόνε ανακάτωσες ούλα τα πράγματα· σουλήνες μουλήνες, συρίγγαις, μυρίγγαις πολύ σασκινη {28} άντρωπο είσαι να συμπατήσης.

ΚΥΠ. (προς τον Ξενοδόχον) φέρε κι' εμένα απ' εκείνο το πώς το λέσιν.

ΞΕΝ. Ίντα λέσι θέτενέ κι' εσείς πάλι.

ΚΥΠ. Χαλλούμιν.

ΞΕΝ. Ίντ' αν τούτο το χαλλούμιν πάλις πρώτη βολλά τ' ακούγω, να χαρώ τον πάη μου.

ΚΥΠ. Το χαλλούμιν είν' τυρίν που τρώσιν το (καθ' εαυτόν) πίσσαν ν' άχης — ένα κουφφίνιν είχασιν στο παζάρι, και πουλάγασίν το.

ΞΕΝ. Εν το ξέρω, κι εν έχω κι' εν τ' άκουσα ποτές μου, (καθ' εαυτόν) καλέ τούτοι του διαβόντρου οι γυιοί να μου πιπιλήσουνε θένε το νου (αναχωρούν).

ΣΚΗΝΗ Δ'.

Χίος και οι λοιποί.

ΧΙΟΣ. Κι' εν τρώμε πλοιά.

ΑΝΑΤ. (καθ' εαυτόν) να τρώμε, άμμα δικό μου παστουρμά ντεν ήρτε — να να μύρισε, μύρισε, — αλλά αλέμ {29} έφκιασε.

ΞΕΝ. Ότοιμα να σας χαρώ όλα.

ΑΛΒ. Πρετζέσε ορέ λοκάντα.

ΞΕΝ. Κι' εν ακούτεν που χτυπά το σκορδοστούμπι, στα μάτια των οχτρώ μας; εκείνο φτιάνει, κι είν' ότοιμο (το φέρει).

ΑΛΒ. (προς τον ξενοδόχον) χα, χα, χα, ορέ αδαλέτι — πρα να το ζήσης εσύ ορέ εσύ = τώρα ορέ να το δίνης και μπαχτζήσι {30} (βάλει το χέρι εις τον κόλπον του και ζητεί να εύρη χρήματα αλλά δεν ευρίσκει), φτου αλλά Μπελιά βερσίν {31} ορέ νούκο χόνδρο {32} πω στέκα — εσύ ορέ — ψύχα παρά να λύνης το κεμέρι {33} (προσποιείται ότι θα λύση την ζώνην του).

ΞΕΝ. Έννοια σας τώρη — αφήτεν κ' ύστερης πλερώνεται μια κοπανιά.

ΧΙΟΣ. Τώρη πλια να ξεφαντώσουμε.

ΞΕΝ. (φέρει τον παστρουμάν) ορίστε να σας χαρώ μισέ χαντζή το παστρουμά σας, κατά πώς τον θέτενε — ε θε πολύ λεμόνι — έφτιαξά σας πράγμα που να τρώτεν, και να πιπιλίζεται τα δάχτυλά σας·

ΑΝΑΤ. Ωχ, ωχ, ωχ, άφεριμ {34} μισέ Μπαστιά, άφεριμ, παστρουμά ένα χασνέ {35} αχρήζει — τιρ όλ {36} (τρώγουν).

ΣΚΗΝΗ Ε.'

Χοίος και οι λοιποί.

(Ο Χοίος μεθύσας ατακτεί, συντρίβει τα εν τη τραπέζη, και ζητεί όργανα μουσικά.)

ΧΟΙΟΣ. Βάρτε να πγιούμε δαόντρου κουλούκια (πετά έν ποτήριον.)

ΑΝΑΤ. (καθ' εαυτόν). Χιώτι μέτυσε — να…. τζάκισε ποτήρι — να.

ΧΙΟΣ. Ωχού!!! (πετά το καλπάκι του).

ΑΝΑΤ. (καθ' εαυτόν) μέτυσε α τζανούμ — λόγια ντε τέλει — να, πέταξε καλπάκι του χιώτη πριχού να πγη είναι κομμάτι τρελό, άμα όντας μετύση κιόλας αρτίκ μπιτούν {37} μπιτούν τρελό γένεται..

ΧΙΟΣ. (αρπάζει το κάλυμα της κεφαλής του Ανατολίτη και το πετά)

ΑΝΑΤ. Έι ύστερα; δικό σου καλπάκι πέταξες, δικό μου σαρίκι {38} τι τέλεις που πετάς για, ντιπ τρελό είσαι ζάβαλι….

ΧΙΟΣ. (αρπάζει το κάλυμμα της κεφαλής του Πελοποννησίου ομοίως).

ΠΕΛ. Τήραξε κει χάμω καμώματα του μαγκούφι· πέταξε το κεφαλογιούρι μου, και το συγκύλισε, όσο που με τ' όχρισε…..μπα να ρέψης μουρλέ με τα καμώματά σου αλήθεια.

ΧΙΟΣ. (αρπάζει την σκούφια του Λογιωτάτου και την βλέπει, στρέφων αυτήν πανταχόθεν), (προς τον Λογιώτατον) εν πετάς κι' συ διαβόντρου γυέ το καλούπι σου, π' ούναι γιομάτο, γάσσα; ούφου…. ούφου (την πετά).

ΛΟΓ. Του χάριν κοκοήθως πράττεις; και δη τιμωρητέον σε κοκοηθείας ένεκα.

ΧΙΟΣ. Φέρτεν τώρα τα συμάρματα — ωφού.

ΑΝΑΤ. Τι τα πη συμάρματα; εσύ τρελάτικες άνταμ.

ΧΙΟΣ. Βγιολλιά, διαβόντρου μισέ χαντζή — ωχού — βγιολλιά, λαγούτα… (φωνάζει) ωχού — και φέρτεντα γλίγορις — ήσκασα, φέρτεντα — συντρίβει άλλο έν ποτήριον.

ΑΝΑΤ. Ετούτος ούλα να τα τζακίση αγάλλια αγάλλια…. εγώ είπα.. α τζανούμ χιώτη τρελό είναι, μέτισε κιόλας, αρτίκ τίποτα ντε τ' αφίσει σουφρά απάνω, ένα ένα ούλα τα τσακίσει.

ΞΕΝ. (προς τον Χίον) μισέ Μπουρλή;

ΧΙΟΣ. Τι και;

ΞΕΝ. Εν είναι — σιμάρματα

ΧΙΟΣ. Κι' αμέ διαβότρου γυέ, κι' εν έχεις πούπετις μαθέ, κι' εν είν' καμιά λύρα, καμιά σφυρίχτρα.

ΑΝΑΤ. Μπρε καμπα ζουρνά {39} μπιλέμ ντεν έχει.

ΞΕΝ. Εν είναι — εν είναι.

ΧΙΟΣ. Παίζουμεν τα κουτάλια και τραγουδούμεν κιόλας — (προς τον
Πελοποννήσιον) βρε διαβόντρου Μωραΐτη ε λέτενε κανένα τραγούδι;

ΠΕΛ. (καθ' εαυτόν) ου να χαθής ντε μορλούλιακα, — τι κακό ζακόνι {40} που τ' όχουνε τούτ οι χιώτες, σα μεθύσουν, μουρλένονται από μιας, και δε ξέρουνε τι κάμουνε — χάσου δε μουρλέ, αλήθεια κι' απ' αλήθεια!!!

ΧΙΟΣ. (Κεντά τον Πελοποννήσιον με την χείρα του,) και πήτεν τώρη, πήτεν, καλέ πλια ένα τραγούδι (πετά έν πιάτον), και φωνάζει, ωχού!!!

ΠΕΛ. Κόρακας ντε μαγκούφι — μ' έσκιαξες με τα σκουξίματά σου — τι σκούζεις- σα μουρλός και με σπρώχνεις; (προς τους άλλους) να πούμετε όλοι απ' όνα τραγούδι, για να γλυτώσουμ' απ' αυτουνού του μουρλού τα χέργια (προς τον Χίον αρχίνα δε, κόφ' το σβέρκο σου!

ΣΚΗΝΗ ς'.

(Καθείς εξ αυτών λέγει από έν τραγούδι κατά το έθος της πατρίδος του).

ΧΙΟΣ. Και λέτεν να κάμω γώ την αρχή; ας πω πλια έναν, μα θα πήτεν κι' σεις ύστερις απ' όνα (τραγωδεί).

  » Σ' ώριον περιβολάκι με τ' άνθη στολισμένο,
  » μιαν άνοιξι διαβαίνω να παρηγορηθώ.

(προς τους άλλους) πιάτεν το ίσο, διαβόντρου γυιοί, κάμετεν εσείς το γάδαρο — ω, ω, ω.

ΟΛΟΙ. Ω, ω, ω, ω.

ΧΙΟΣ. (Εξακολουθεί)

« Να ξεφαντώσ' ο νους μου από » τοις λογισμούς μου, γιατί με βασανίζουν τα » κάλλ' οπού θωρώ.

ΟΛΟΙ. Ω, ω, ω, ω.

ΧΙΟΣ. Και κάμετέτονε καλά το γάδαρο — ω, ω, ω, εν ηξέρετεν τα ψαρτικά πα, βου, ζαζά, και ζα να γενήτεν; — (εξακολουθεί) θωρώ μια περιστέρα, κι' επότιζεν τα δένδρη, απέ το κρυό νερό, — ωχού τζάτζα μου κουζουλάθηκα!

ΟΛΟΙ. Ω ω, ω, ω, ω.

ΧΙΟΣ. Πήτεν τώρη κι' άλλος — (προς τον Ανατολίτην) ελάτεν τώρη εσείς, μισέ χαντζή, πήτεν πλια (μεγαλοφώνως), πήτεν — πήτεν —

ΑΝΑΤ. Σώπα να διούμε, άι ντελί ζιρζόπ {41} ντικό μου αράδα είναι; χάιδε ας πω πλια. (τραγωδεί).

» Τε ν' αρχηνήσω α ντουτούμ {42}. » να σε παινέσω α κουζούμ {43}. » ντουτούμ όσον κρατ' ο σεβτάς {44}. » το ντούλο σου μην το ιξεχνάς.

(προς τους άλλους) τραβούντι, τραβούντι, ιστέ αυτό είναι — ντε είναι καλόν; ηξέρω κ' άλλα ακόμα, άμα φωνή μου πιάστικε — βήχα έχω πολύ — απόψι ούλη νύκτα γκούχου, γκούχου το πήγαινα — μεγάλος άστρος βγήκε, εγώ ακόμα έβηχα, κατόλου μάτι μου ντεν ισφάλιζα — γιόξαμ {45} έλεα τραβούντια οπού ούλοι ν' απομείνεται ιξεροί απέ το μακάμι {46} ίλεμ {47} ν' άναι νύχτα, και να άχης φορτωμέναις ένα κατάρι {48} ντεβέδαις αράντα, και εσύ απάνου ς' το γκαϊτούρι να τραβουντίζης και να πηγαίνης — ωχ — (προς τον Πελοποννήσιον) έι, Μώραλη πραγματευτή — τώρα ντικό σου αράντα ήρτε, πες το τώρα.

ΠΕΛ. (τραγωδεί)

  « πέντε πο, μωρ' πέντε πο, πέντε
  » ποντικοί βαρβάτοι, πέντε ποντικοί βαρβάτοι, μου
  » χαλάσαν το κρεββάτι, κι' άλλοι τρεις μωρ' κι'
  » άλλοι τρεις, κι' άλλοι τρεις μουνουχισμένοι {49} μου
  » το σιάχναν οι καϋμένοι — (προς τον Κρήτα) έλα. Κρητικέ, πέσε και συ
τώρα ένα.

ΚΡΗΣ. (τραγωδεί) « έπαρ εσύ την λύρα σου κι' εγώ τον
  » ταμπουρά μου,
  » ν' ακούσης ντα θε να σου πω, π' όχω μέσ' την
  » καρδιά μου.
  » όντας σε πρωτογάπησα, ήτανε ραμαζάνι,
  » κι' εκόλλησ η αγάπη μου σα μέλη στο σαχάνι.
    πούρι, πούρι, πούρι,
    πούρι, έχεις κούτελο και μούρι.
(προς τους άλλους) ν' άχα δα ντεδίμ {50} και τη λύρα μου ομάδι, διαλέ
τον ένα σας π' ούθελε ν' αύγη προστάς μου.

ΑΛΒ. Πω να το λες, ορέ κι' εγώ ψύχα τραγουδίαις…
(τραγωδεί).
  » τρία πουλακίαις κάθουνταις το Διάκο στο ταμ-
  » πούργια — τ' όνα τηράει την Ρούμελη, γιου —
  » και τ' άλλο το Δερβένιαις — το τρι, μωρέ, το
  » τρι, το τρίτο το καλήτεραις, ουχ — μηργιολο-
  » γάει και λέει — πού είσαι γιου γιόνα, μωρέ γιό-
  » να — (προς τους άλλους) πω ν' άχες ορέ ψύχα
  » και το λιονκάρι να το βάργιαις — πω να το λέ-
  » νε τα κρικόνια {51} να το λγέπης ορέ χαβά {52}.

ΚΥΠ. Σαν τ' άπασιν όλοι ας πω κι εώ. (τραγωδεί) » γιομίντζο το γαλούνιν {53} μου καπνόν που το » πουντζίν μου λαμπρόν {54} που το φλαντζίν {55} μου — αχ μαρ- » γιώλισα!

ΑΝΑΤ. (Φωνάζει) ντι ι ι ι ι ι χάϊδε — (καθ' εαυτόν). Χιώτη είπα μέτυσε, άμμα κι' εγώ πιρακάτου ντεν πηγαίνω — μέτυσα α τζανούμ — μέτυσα — αρτίκ πολλά λόγια ντεν τέλει.

ΣΚΗΝΗ Ζ'.

Ανατολίτης και ο Λογιώτατος, έπειτα οι λοιποί.

ΑΝΑΤ. (προς τον Λογιώτατον σκεπτόμενον) ολάν λογιώτατε — σιού — εσένα λέω — με σασκιν σοφτά {56} — λογιωτοτοτοπώτατε — ντεν ακούς; — τι συλλογίεσαι ολάν σαν Αρμένη πατέρα σου πέτανε; ντεν τραβουντίζεις κι' εσύ.

ΛΟΓ. Ουκ έμαθον άδειν, ει μη ύμνους.

ΑΝΑΤ. Εσύ πες, και πες ύμνος — (προς τους άλλους.) τζάνουμ σωπάτε τώρα λογιώτατος ύμνος τα πη, ν' ακούσουμε ντε!!

ΛΟΓ. (άδει μεγαλοφώνως) ΖΕΥ!!!!

ΑΝΑΤ. Με τρόμαξες άνταμ..

ΛΟΓ. (εξακολουθεί) Ζευ μακάρων, και ανθρώπων συ μόνε γονεύ, ύψιστε σταθμεύ και διανομεύ. —

ΑΝΑΤ. (καθ' εαυτόν εμπαίζων τον Λογιώτατον) ευ μακαρόνια ευ, Ζευ μακαρόνια Ζευ — τζάνουμ ερίφι καρτιά μακαρόνια τέλει, ντε βαζγεστίζει {57}.

ΛΟΓ. (εξακολουθεί) επίτριψον, επίτριψον τους σε κατηγορούντας.

ΑΝΑΤ. (προς τον Λογιώτατον) τ' όσωσες; τούτο είναι ύμνος γιοξαμ έχει κι' άλλο ακόμα; άι καχπόγλου {58} άι, κι εγώ τάρεψα ύμνος, κάτι μεάλο πράγμα είναι είπα — τούτο ένα Ζευ μεάλο μεάλο κόπτησε {59} τρόμαξα, ύστερα αρτίκ ευ, Ζευ, μακαρόνια είπες, στα υστερνά τρίψε και κακά είπες — άφεριμ — ταμάμ ύμνος — και του χρόνου — (πέρνει έν κομμάτι μπουρέκι) έλα τώρα, Λογιώτατε άνοιξε ιστόμα σου.

ΛΟΓ. Ου χωρεί το στόματί μου.

ΑΝΑΤ. Ντε κιωπώγλου, χωρεί ντε χωρεί εγώ τα χώσω — ά — άνοιξε ιστόμα σου λέω.

ΛΟΓ. Ιδού.

ΑΝΑΤ. Ιντού μιντού ντεν έχει — κατάπιε το ούλο μια βρούκα, ντε.

ΛΟΓ. Ουχ εκών μεν, καταπιώ δε, και δη τι ποιητέον; ανακτέον των πάντων.

ΧΙΟΣ. Καλέ σεις λογιώτατε που ξέρετεν τα λιανικά, σέν-
  » τε μέντε κουντουσέντε,
  » και των αλλωνών μισέντε»
ξέρετεν ίντα θα πη;

ΛΟΓ. Ου.

ΧΙΟΣ. Ούσας κι' ο μισέ Περής αντάμα· (προς τους άλλους) κι' έ χορεύομεν άματις;

ΠΕΛ. Να χουρέψουμε.

ΑΝΑΤ. Άιντε ντε σηκωτήτε….

ΟΛΟΙ. Να χουρέψουμε……(χορεύουν).

ΧΙΟΣ. (φωνάζων) βάρτεν κρασί ς' τα ποτήργια να πγιούμενε — (πέρνει έν ποτήριον) (προς τους άλλους) πάρτεν κι' εσείς απ' ένα — αι βίβα — ς' την υγιά μας καλή για — στην υγιά της λευτεριάς.

ΟΛΟΙ. (πέρνουν από έν ποτήριον) αι βίβα!

ΑΝΑΤ. Σία λευτερία.

ΠΕΛ. Εις υγείαν της, αι βιβα της — χαιράμενοι.

ΟΛΟΙ. (κτυπώντες τα ποτήρια) αι βίβα!

ΑΛΒ. Για το λευτεριά ορέ, ζτρου — ορέ ζτρου — (κτυπά και αυτός).

ΣΚΗΝΗ Η'.

Ο Ανατολίτης, ο Λογιώτητος και ο Ξενοδόχος. (οι δ' άλλοι σιωπούν καθήμενοι)

ΑΝΑΤ. (προς τον Λογιώτατον) συ για ντεν εχόρεψες καλά;

ΛΟΓ. Ουκ έμαθον ορχείσθε.

ΑΝΑΤ. Μάτε τώρα — σύκο ένα σου ποντάρι χτύπα άλλο σου ποντάρι, γένηκε χορός, πάει λέωντας.

ΛΟΓ. Έα με — (προς τον Ξενοδόχον) άξον μοι νηφοκοκκόζωμον.

ΑΝΑΤ. Ντεν τρέπεσαι εσύ κωντζά {60} μου λογιώτατο, νύμφη τέλεις; πού ν' αυρούμε τώρα νύφη για; (προς τον Ξενοδόχον) έλα, έλα, μισέ Μπαστιά, Λογιώτατο νύφη υρεύει.

ΞΕΝ. (προς τον Λογιώτατον) καλέ σεις εν ντρεπούστενε να λέτεν πως θέτενε νύφη; και πού να σας την ευρούμεν τώρη;

ΛΟΓ. Ουχί, αλλά νηφοκοκκόζωμον είρηκα.

ΑΝΑ. Έι, ιστέ, νύφη κοκκόνα για; ένα ζουμί έχει παραπάνου.

ΛΟΓ. Ουκ έγνωκες αγράμματε.

ΑΝΑΤ. Εγώ γράμματα ντε ξέρω, αμμά, νύφη κοκκόνα καλή ντουλειά ντεν είναι — ετούτο καταλαβαίνω τι τα πη.

ΛΟΓ. Ω αναλφάβητε άνερ!!! και δη ζωμόν, έφην, του κόκκου, ον υμείς οι βάρβαροι καφφέ καλείτε.

ΑΝΑΤ. Καφφέ τέλεις;

ΛΟΓ. Έγωγε.

ΑΝΑΤ. Έγωγες να γένης — και ντε λες ετζι, μόνε λες νύφη και κοκκόνα; πολύ σασκίνι άντρωπω είσαι ατζαΐπικο {61} μπουταλά είσαι, να μη σε κακοφανή…. εγώ έτσι σασκίνι άντρωπο ντεν είδα ακόμα…. καρδιά του τέλει καφφέ, και να υρεύει κοκόνα νύφη — ακόμα να ντιούμε τι τα υρίψης, λοής κοπής ανάποντα πράγματα.

ΣΚΗΝΗ Θ'.

(Ο Ανατολίτης καθ' εαυτόν παρατηρών τους άλλους).

ΑΝΑΤ. Ε!!! Χιώτη μέτυσε κοιμάται, Μωραΐτη λογαριάζει — Κυπριώτη συλλογιέται — Κηρτηκό τζιμπούκι πίνει — Λογιώτατο γράφει — άμμα Αρβανίτη ντουλειά καλά ντεν πηγαίνει — να, να, — γούρλωσε μάτια του, τρίζει δόντια του, τρίβει μουστάκι του — αλλά αλέμ καυγκά τα κοπαρδίσει {62} γιατί κουρουλντίστικε πολύ {63} φοβούμαι. Αρβανίτη καυγατζή {64} άντρωπο είναι — το κάμει α!

ΣΚΗΝΗ Ι'.

Ο Αλβανός μεθυσμένος μαλόνει με τον Κρητικόν, πυροβολεί με την πιστόλαν και τον πληγόνει πολλά ελαφρά εις τον βραχίονα.

Αλβανός, Κρης και ο Ανατολίτης.

ΑΛΒ. Ορέ κρητίκα, ορέ — πρα — εσύ εσύ ορέ κρητίκα! — πω το γουρουνίζεις εσύ εμένα ορέ το πα — πα το παληκάρι;

ΚΡΗΣ. Δεν κατέχω ετζά πράμα, μηδέ κατέχω σε πούρι, θιός και η ψυχή μου.

ΑΛΒ. Πώς ορέ να το λες έτζι εσύ ορέ εσύ, πούετες ορέ εγώ στο στο στο Κρήτη ορέ; κ' έριχνες; γώ ορέ το το το τουφέκιαις σα σα σαν το βροχάδες….

ΚΡΗΣ. Είπα σου το δά μαθές δε σε κατέχω δεδίμ, διάλε τα πάσπαλα {65} που θα θέσω στον άδη.

ΑΛΒ. Πρα πώς το κάνεις έτζι ορέ που δεν το γουρουνίζεις; πω σε γουρουνίζω εγώ….

ΚΡΗΣ. Κατέχω δα σε δεδίμ, τώρα, π' ούρθες κι' άφαγες τα κουράδια {66} μας.

ΑΛΒ. (με θυμόν) τφου, αλλά μπελιάβερσιν {67} ποιος ορέ να τρως κουράδιαις;

ΑΝΑΤ. (καθ' εαυτόν) ε — καυγά τώρα σα μόσκο τα μυρίσει.

ΚΡΗΣ. Και γιάντα δα δεδίμ ψόματ' άναι δα, που δεν αφήκατε κουράδια στην Κρήτη;

ΑΛΒ. Άιδε να χάνεσαι πίθε μούτη, (τρίζων τους οδόντας) ποιος ορέ τ' όφαγες κουράδιαις;

ΚΡΗΣ. Εσύ δα μαθές, κ' οι συντρόφοι σου, δεδίμ κι' ολιάς.

ΑΛΒ. (τον πτύει) τφου, τεταχήνιε {68}.

ΚΡΗΣ. (τον πτύει) τφου..

ΑΛΒ. (τον πτύει) τφου και συ μούτη — (ευγάζων την πιστόλαν), να ορέ ποιος να τρως κουράδιαις — πυροβολεί και φεύγει).

ΚΡΗΣ. Ω, ω, ω,! διαλέ τζ' αποθαμμένοι σου, και τζ' απομεινάροι σου, μ' εσκότοσες εδά.

ΑΝΑΤ. Δεν είπα εγώ; Ιστέ Αρβανίτη χουνέρι {69} του έκαμε, (τρέχει προς τον Κρήτα), πού χτύπυσε; ιστέκα, ισκέκα, (βλέπει την πληγήν) ε; ζαράρη {70} ντεν έχει τίποτα — μη φοβάσαι — σήκω, σήκω, (τον σηκώνει ολίγον).

ΣΚΗΝΗ ΙΑ'.

(Ο Ξενοδόχος ακούσας τον κρότον του πιστολίου, τρέχει φωνάζων, και οδυρόμενος).

ΞΕΝ. Ουγού, ουγού, ουγού· — ουγού διαβόντρου γυιοί — αλοί, αλοί αλοί μου του κακόσορτου, ίντ' αν τούτο π' ούπαθα — αλοί· — (προς τον Χίον κοιμώμενον). Καλέ σεις, μισέ Μπουρλή, κοιμούστεν καλέ;

ΧΙΟΣ. Ίντα πάθετεν;

ΞΕΝ. Φονικό διαβόντρου γυιέ, φονικό — κι' εν ξυπνάτεν πλια;

ΧΙΟΣ. Και πούντο άματις το χειμονικό;

ΞΕΝ. Καλέ διαβόντρου κουλούκι, εγώ λέγω σας φονικό, κι' εσείς ονειρευγούστεν χειμονικό; εν ξυπνάτεν τώρη να δγήτεν τα αίματα;

ΧΙΟΣ. Πιταού κ' ήγλεπά το ς' τ' όνειρό μου — και ποιός να σας χαρώ ήκαμέν το;

ΑΝΑΤ. Αρβανίτη χτύπησε Κηρτικό;

ΧΙΟΣ. Και π' ούντος τώρη ο Αρβανίτης;

ΑΝΑΤ. Έφυγε — χου — αν το πιάσης.
 .
ΑΝΑΤ. Ουγού, Ουγού. Ίντα δουλειαίς που πάθαμεν, ίντα να τον κάμωμεν
τώρη τον Κρητικόν;

ΚΥΠ. Να το γιατρέψουμε.

ΧΙΟΣ. Και ποιος να το γιατρέψη να σας χαρώ;

ΚΥΠ. Εγώ τον γιατρεύω — φέρτε ξύδιν, λάδιν, ρακίν, στουπίν, μαστίχιν, και ένα σαχάνην, άψετε και λαμπρόν στη φουκούν να το κάμω μεχλέμην {71} να τ' αλλείψω τον γιαραν του.

ΧΙΟΣ. (προς τον ξενοδόχον) μισέ Μπαστιά!…. ακούσετέν τα; φέρτεν τα….

ΞΕΝ. Οχωνούς φέρνω σας τα μα εν κάμνει, να σας χαρώ, ν' άναι δώ ο
Κριτικός· — να τον σηκώσουμ' απ' εδώ. (φεύγει).

ΚΡΗΣ. Δεν μπορώ κι' ολιάς, να πουρήσω {72} Θεός κ' η ψυχή μου

ΚΥΠ. Σε καβαλλάμε στον άπορο {73}.

ΣΚΗΝΗ ΙΒ.'

(Ο Ξενοδόχος εισέρχεται έντρομος, και ειδοποιεί τους άλλους, ότι έφθασεν η αστυνομία).

ΞΕΝ. Καλέ σεις καλέ σεις — ουγού πλάκωσεν η αστυνομία, πλάκωσε να — έρχεται — έρχεται — αλλοί μου αλοί!! — Ίντα να κάμω τώρη; — ήσβυσα πλια ο κακόσορτος — ήσβυσα.

ΤΕΛΟΝ ΤΗΣ Α.' ΠΡΑΞΕΩΣ

ΠΡΑΞΙΣ Β'.

ΣΚΗΝΗ Α'.

(Ο Αστυνόμος συνοδευμένος μετά των στρατιωτών εισέρχεται και εξετάζει).

Αστυνόμος, Ξενοδόχος και ο Κρης.

ΑΣΤ. Φέρμα {74} γιαμά μη φύγη κανείς, είστε, ούλοι αδιλίτο κριμινάλε {75} (προς τους στρατιώτας) μουρέ, Γεράσιμε, Αντζουλή, Διονύσιε! βάλτε τζη όλους ετούτοις απάρτε {76} να τζη εζαμινάρω {77} σεπαραμέντε {78} (προς τον ξενοδόχον) πού είναι γιαμά εκειός ο λαβωμένος;

ΞΕΝ. (τρέμων) ορίστε εδώ…. (δεικνύει τον Κρήτα)

ΑΣΤ. (εξετάζει τον Κρήτα) Πινομή σου μουρέ;

ΚΡΗΣ. Ω! πονείμε, νέσκε, δεδίμ πονείμε.

ΑΣΤ. Πινομή σου μουρέ; τ' όνομά σου, διάολε.

ΚΡΗΣ. Μανολιός Δασκαλάκης.

ΑΣΤ. Και πούθε είσαι γιαμά;

ΚΡΗΣ. Απέ τη Γκύσαμο.

ΑΣΤ. Και πού ς' το διάολο είν' αυτό το Κύσαμο;

ΚΡΗΣ. Έπα δα στην Κρήτη.

ΑΣΤ. Και δε λες π' ούσαι Κρητικός ν' άμπ' ο διάολος μέσα σου; και ποιος μουρέ σε χτύπησε;

ΚΡΗΣ. Ένας λιάπης.

ΑΣΤ. Και π' ούν' εκείνος ο λιάπης;

ΚΡΗΣ. Δεν τον κατέχω το σκυλάπιστο· πούρησε.

ΑΣΤ. Και πού μουρέ, πού σε βάρεσε;

ΚΡΗΣ. Στη χέρα δεδίμ, ω φέρετε με δα τον ξαγορευτή {79} να με ξαγουρέψη {80} να ξεμυστέψω {81}

ΑΣΤ. Και πώς σε βάρεσε μουρέ; α κάζο πενσάτο; {82}

ΚΡΗΣ. Είπα σου το δεν κατέχω ντα μου λες Θιός…

ΣΚΗΝΗ Β'.

(Ο αστυνόμος καθ' εαυτόν).

ΑΣΤ. Λ' αφάρ ζε σέριο {83}. και δεν μπορώ να τζη εζαμινάρω εζαταμέντε {84} μα τάντο πμάστα {85} τζη έβανα όλους α πάρτε, και θα κάμω τζη εζάμινες σεριαμέντε {86}, ως που ν' αύρω την γκάουζα {87} και να μάθω καλά, αν ήναι κάζο πενσάτο, επόι να τζη ακουζάρω {88} στη Διοίκησις, και να κάμω τα άττα {89} μου κόμε σι ντέβε {90}, κατά πως μου μιριτάρι {91} ς' το οφφίτζιό {92} μου —…. ναι δεν μπορώ να κάμ' αλλιός γιατί δα δισπρετζάρω {93} το ονόρε μου {94} (προβαίνει εμπρός).

ΣΚΗΝΗ Γ'.

Ο Αστυνόμος, ο Ανατολίτης και οι Στρατιώται.

ΑΣΤ. Π' ούναι μουρέ εκείνος ο Λιάπης;

ΑΝΑΤ. Λιάπη ποιο είναι, σακίν {95} Λιάπη Αρβανίτη είναι εκείνο υρεύεις; — χου — π' ούντο τώρα Αρβανίτη; — αν το πιάσης.

ΑΣΤ. (προς τον Ανατολίτην) έλλα δω εσύ γιαμά.

ΑΝΑΤ. Ιστέ, ήρτα — τι τέλεις εμένα;

ΑΣΤ. Πινομή σου.

ΑΝΑΤ. Τι τα πη πινομή σου.

ΑΣΤ. Τ' όνομά σου μουρέ;

ΑΝΑΤ. Α! — όνομά μου; όνομά μου χατζή Σάββα ντούλο σας.

ΑΣΤ. Η Πατρίδα σου;

ΑΝΑΤ. Πατέρα μου; πατέρα μου χατζή Μουράτη λέανε — εκείνο πέτανε, τι το τέλεις τώρα;

ΑΣΤ. Όχι μουρέ ο τόπος σου;

ΑΝΑΤ. Α, βιλαέτι μου; βιλαέτι Καΐσερλη είναι.

ΑΣΤ. Και πούνε αυτό το Καΐσερλη.

ΑΝΑΤ. Άι Βασίλι τόπο είναι γκαισαρείας, γκαπαδοκείας ντε ξέρεις εσύ.

ΑΣΤ. Κι' είσαι γιαμά απ' τ' άι βασιλειού τον τόπο; για δι' αύτο είσαι και χαντζής — ν' άμπ' ο διάολος μέσα σην καβούκα {96} σου — και πες μου μουρέ εσύ, πώς εγίνηκε ο λαβωμός του Κρητικού;

ΑΝΑΤ. Να ιστέ, τρώγανε, πίνανε. — αρβανίτη μέτυσε — φορτιότηκε κηρτικό — Κηρτικό είπε Αρβανίτη (ντρέπουμε να πω τιμή στα μούτζουνά σου) κουράδια, είπε αρβανίτη, είπε να φας εσύ, σάνκιμ {97} κηρτικό να φάι κατάλαβες; — κουράδια μουράδια λέωντας, καυγαλαστίσανε, αρβανίτη τράβηξε πιστόλα, μάνι μάνι έσφιξε κρητικό απάνου γιαραλαλάδησε {98} κοματάκι χέρι του — ούλο ούλο καυγκά. ιστέ αυτό είναι.

ΑΣΤ. Να με πάρουν οι διάολοι και αν κατάλαβα τίβοτζι — (προς τον ανατολίτην) και πώς μουρέ, και πώς; μπα κ' ήτανε κάζο πενσάτο;

ΑΝΑΤ. Αρτίκ πινσάτο, μινσάτο, εγώ ντε ξέρω, αρβανίτη χτύπησε κηρτικό, βέρσελλαμ {99}.

ΑΣΤ. (με θυμόν) και μίλλειε μουρέ ρωμαίικα, παλιότουρκ!!!

ΑΝΑΤ. Έι — εσύ γιατί μιλάς φρίγκικα για; σάντο μάντο, φόρτο φούρτο, ιξέρω εγώ φιράγκικα, εγώ ρωμαίικα λέω εσύ δεν καταλαβαίνεις; εγώ φιράγκικα ντε ξέρω πώς να γένη για, τι να γένη α τζανούμ — εσύ εύρε το κολάι {100} του πγια να καταλάβης — εγώ σάστησα κι' απόμεινα — άλλο τίποτε εγώ ντε ξέρω.

ΑΣΤ. Πες μου μουρέ καλά την εζάμινά {101} σου, γιατί κακόροικε θα πας α ρέστο {102}.

ΑΝΑΤ. Αν μπορής, κατάλαβε τώρα, (προς τον αστυνόμον) άνταμ — εγώ σε είπα — ζάμινα μάμινα, ρέστο μέστο, φόρτο φούρτο, σάντο μάντο, κουκούτζι {103} ντεν καταλαβαίνω τι τα πη, — ούλο ούλο καυγά τι ήτανε, είπα — πάει λέωντας — άκουσες τώρα; τώρα; Ιστέ ρωμαίικα το είπα αρτίκ και τώρα ντε κατάλαβες, ποτέ σου ντε τα καταλάβης……

ΑΣΤ. (με θυμόν) α ρέστο κανάγια α ρέστο, — (προς τους στρατιώτας) πάρτε τον αυτόνε α ρέστο — (τον κρατούν οι στρατιώται)

ΑΝΑΤ. Ιστέκα να ντγιούμε τι τα πη αρέστο;

ΣΤΡ. Στη φυλακή θα πας.

ΑΝΑΤ. Χάψι;

ΑΝΑΤ. Έι, ύστερα; εγώ τι έκαμα, άνταμ, να πάγω χάψι, εγώ ντεν χτύπησα Κηρτικό, εγώ πιστόλα μιστόλα ντεν έχω, εγώ ντουλειά μου κύτταζα, τζουμπούσι έκαμνα — να, πγιάσαι αρβανίτη, κρεμαστό μπιλέμ, όχι βάνεις εμένα χάψι· ταμάμ.

ΑΣΤ. Εσύ θα πας αρέστο γιαγουρτοβαφτισμένε παλιότουρκα.

ΑΝΑΤ. Ταμάμ αστρονόμο — άφεριμ — βρίζει κιόλας — εγώ τούρκο ντεν είμαι, χριστιανό ορτότοξο είμαι — χατζή άντρωπο είμαι — ιψέματα ποτές μου ντε λέω — χιτζ ποτές άντροπο βαφτίζουνε με το γιαγούρτι; — άιδε να ντιγιούμε τι τα πης ακόμα — αγάλια αγάλια τα πης αύριο με μποζά {104} βαφτίζουνε.

ΑΣΤ. (Με θυμόν) α ρέστο…

ΣΚΗΝΗ Δ'.

(Ο Αστυνόμος εξετάζει τον Λογιώτατον)

Αστυνόμος, Λογιώτατος, Γραμματεύς της Αστυνομίας, Στρατιώται.

ΑΣΤ. (προς τους στρατιώτας) φέρτε μου μουρέ εκειόνε με την σκούφια — (τον φέρνουν) (προς τον Λογιώτατον) πινομή σου;

ΛΟΓ. Επώνυμον μεν φέρω Κωνωπίδης, κέκλειμαι δε Κλειτομένης.

ΑΣΤ. Ώρσε, ονόματα.. και πού να θυμάται κανείς καλότυχε τέτγοια ονόματα που βγάλανε τώρα.. (προς τον Λογιώτατον) και πούθε είσαι γιαμά;

ΛΟΓ. Κώος.

ΑΣΤ. Και πού στο διάβολο είν' αυτό το Κώος;

ΛΟΓ. Το Τουρκιστί Σταν κιόι λεγόμενον.

ΑΣΤ. Και πες δα π' ούσ' απέ την Κως, ξαφνικό να σ' ούρθη…. και τι τέχνη κάμεις;

ΛΟΓ. Τέχνην μεν ουδαμώς, επιστήμων δε μάλα.

ΑΣΤ. Ας ην' κι' επιστήμη, μπα κ' είσαι γιατρός.

ΛΟΓ. Ούμενον, αλλά Ρήτωρ, Λογικός, Γραμματικός, Μαθηματικός, και τα λοιπά, και τα λοιπά..

ΑΣΤ. Μώρ μπα κ' είσαι Λογιώτατος.

ΛΟΓ. Ναι μην.. και εκ των ως επί το πολύ λεγομένων ενδοξοτέρων λογίων.

ΑΣΤ. Μουρέ για σου Λογιώτατε!!! και πες μου δα γιαμά εσύ που ξέρεις τζη ελληνικούραις, πώς εγίνηκε ο λαβωμός του Κρητικού;

ΛΟΓ. Ουχ' εκών μεν, είπω δε. — Ετύγχανον σήμερον πεινών την εσχάτην πείναν· και δη έδοξέ μοι πορευθήναι εν τω εδωδιμολεσχοοικητηρίω· και κορεσθήναι — απελθών ουν, εύρον και συνδαιτυμόνας πλείστους αυτόθι συνευωχουμένους — και δη τοίνυν δέδοχεν αυτοίς την εφημερίδα αναγνούσιν, ευθυμητέον είναι την της Ελλάδος παλλιγγενεσίαν — τοιγαρούν εσθιόντων, πινόντων, αδόντων, υμνούντων, και ορχομενοευφραινομένων.

ΓΡΑΜ. Επύκνωσες, λογιώτατε, την ατμοσφαίραν από γενικάς απολύτους.

ΛΟΓ. Άφνω ο Αλβανός μετά του Κρητός εμαχεσάτην.

ΓΡΑΜ. Να κ' ένας δυϊκός αριθμός!!!

ΑΣΤ. Ν' άμπη ο διάβολος μέσ' τζη ελληνικούραις σου, παλιολογιώτατε — ανάθεμα κι' αν κατάλαβα τι μου λες, μα την πίστι μου — (προς τον Γραμματέα) γράφετα εσύ μουρέ καλά ετούτα ούλα που λέγει κακόροικε, γιατί θα τα στείλουμε σ' την Ακαδέμια τζη Μπάτοβας να μας τα ξηγήσουνε οι προφεσόροι, μα τζ' άγιους Πάντας (προς τον λογιώτατον) και λέγε δα, λέγε συμφορά στην καλαμάρα σου.

ΛΟΓ. Και δη ο μεν Κρης τους όϊδας κουράδια καλών, ο δε Αλβανός τούμπαλιν το σκώρ' ενεννόει, αναστάς ο Αλβανός κάκτανε τον Κρήτα.

ΓΡΑΜ. Εσολοίκισες.

ΛΟΓ. (προς τον Γραμματέα) τι δη κοινόν ή ξένον είγε σεσολοίκηκα; και γαρ και Δημοσθένης, άλλοι τε πολλοί ξυγγραφείς έστιν ότι τω σολοικισμώ χρώνται {105} ευφραδείας χάριν.

ΑΣΤ. (προς τον Γραμματέα) κι' άφτονε το χριστιανό να πη γιαμά την εζάμινα του — λέγε, συφορέλιά σου λέγε.

ΛΟΓ. Και δη σου μεν εξετάζοντος μαθείς την αλήθειαν, εγώ σοι ταύτα πάντα αληθώς φράζω, ίνα ποιήσης ο βούλεσαι.

ΓΡΑΜ. Εβαρβάρισες.

ΑΣΤ. Και δεν κατάλαβεν αν ήτονε κάζω πενσάτο;

ΛΟΓ. Ουκ οίδα την των Ιταλών διάλεκτον — τούτο δη μόνον γινώσκω, ότι η λέξις κ ο υ ρ ά δ ι α παράγεται εκ του κ ε ί ρ ω κ α ρ ώ, κ έ κ α ρ κ α κ έ κ α ρ μ ε, ο μέσος παρακείμενος γίνεται κ α ρ μ ά δ ι ο ν και τροπή του α εις ε ψιλον γίνεται κ ε ρ μ ά δ ι ο ν, προσθέσει δε του ιώτα κ ε ι ρ μ ά δ ι ο ν και αφαιρέσει του μ κ ε ι ρ ά δ ι ο ν, τροπή δε του ε εις ο και του ι εις υ ψιλόν γίνεται κ ο υ ρ ά δ ι ο ν, δι' ου οι Κρήτες καλούσι τα πρόβατα, ή τας αγέλας εκ του κείρεσθαι αυτά παραγομένης της λέξεως και δη έγνως νυνί;

ΑΣΤ. Μουρ' εγώ δεν σ' αρωτώ τη Γραμμμάτικα, και με λες τζη αόριστους, τζη περσυντέλικους, και ούλα τα τέμπα {106}… ω συμφορά μου! σ' αρωτώ να με πης, αν ήτανε κάζω πενσάτο ο λαβωμώς του Κρητικού — ορίστε τώρα, τι να ευγάλω απέ τούτην την εζάμινας μηδέ το έψιλό σου κατάλαβα, μηδέ το ύψιλό σου (προς τον χοαόν) αυτός μάτιά μου είν' απ' εκειούς τζη λογιωτάτους που ξηγούνε τζη μηναίοι και τζη ψαρμοί του Δαβί, κι' οπού ξέρουνε πότες είναι τζη άγιας Αγκάτας, και τ' άι κούκου, και δε γλέπεις άλλο σε δ' αύτους μόνε μία καλαμάρα σαν πιθάρι, και μια πένα σαν ντούμπανο, και τ' είν' αυτός; Λογιώτατος — ω ντζόγια μου!!! γιατί ξέρει γιαμά να ξηγάη τζη συναξαριστάδες — ναι, ναι στη πίστι μου δε σας μπαρτολετάρω {107} (προς τον Λογιώτατον) και πες μου διά που να κάτζουν οι διαόλλοι στη σκούφια σου — ήτανε κάζο πενσάτο; (ευθύς προς τον Γραμματέα) ξήγατο συ, μουρέ διάλλε, ρωμέικα να καταλάβη.

ΓΡΑΜ. Εκ προμελέτης.

ΑΣΤ. Κ' αμά για να ξέρη κανείς ετούταις ούλαις τζη λέξαις πρέπει να έχη εκειό το μεγάλο βοκαβολλάριο {108} τζη Κρούσκας, οπού είναι σα μια κασσέλα, και να προβατή μέσα τζη πιάτζαις τζη Ελλάδας, ν' άχη κ' ένα βαστάζο κοντά, για να ξηγάη ούλα ετούτα τα τέρμενα {109} — (προς τον λογιώτατον) εκατάλαβες τώρα μουρέ διαόλλου σκολλάρο {110} τι θα πη κάζο πενσάτο;

ΛΟΓ. Νυν έγνων εξεικασμένος εκ της λέξεως το πράγμα — και δη σε πληροφορώ, ότι ουκ ην εκ προμελέτης το δράμα αιφνίδιον δε μάλλον, και πείσθητι τοις εμοίς λόγοις.

ΑΣΤ. Α ρέστο και συ πμιρπάντε, που μας εσεκάρισες {111} με τζη μετοχαίς σου, και με τα απαρέμφατα σου, — προς τους στρατιώτες) πάρτετό νε μουρέ κι' αυτόνε. —

ΣΤΡ. (τον πέρνουν).

ΣΚΗΝΗ Ε.'

(Ο Αστυνόμος καθ' εαυτόν).

ΑΣΤ. Μουδ' αφ' τον παλιότουρκα εκειόνε, μουδ' αφ' το σκολάρο τούτονε με τζη ελληνικούραις του μπόρεσα να εζαμινάρω τίποτζι — μα απ' εκειόνε το Μουραΐτη κάτι θα βγάλω, γιατ' είναι φτακαθαρισμένος, και θέλ' απείκασε. νον ζε δούπιο {112} αν ήτανε το χτύπημα κάζο πεσάντο — μα πρέπει ν' άναι ασολουταμέντε {113} — νον ζε κάζο {114}.

ΣΚΗΝΗ Ζ'.

(Ο Αστυνόμος εξετάζει τον Πελοποννήσιον).

Ανατολίτης, Πελοποννήσιος, ο Γραμματεύς και οι Στρατιώται.

ΑΣΤ. (προς τους στρατιώτας) φέρτε μουρέ, εκειόνε το Μουραΐτη — (τον φέρνουν), — προς τον Πελοποννήσιον) πινομή σου;

ΠΕΛ. Πούλος Πουλόπουλος.

ΑΣΤ. Και πούθε είσαι γιαμά;

ΠΕΛ. Απ' την Πελοπόννησος.

ΑΣΤ. Και πες δα κακόροικε π' ούσαι απέ του Μουρέα — και τι τέχνη κάμεις.

ΠΕΛ. Έμπορος.

ΑΣΤ. Και τι θα πη μουρέ έμπορος;

ΠΕΛ. Πραματευτής.

ΑΣΤ. Ώρσαι και συ διάολλε — έμαθες και συ τζη ελληνικούραις.

ΠΕΛ. Τήρα δω, κύρ αστρονόμο, είμαι έλληνας, ακούς με, και πρέπει να μιλώ με μάθησις.

ΑΣΤ. Και πώς εγίνηκε ο λαβωμός του Κρητικού;

ΠΕΛ. Να σ' ορίσω, κυρ αστρονόμο, δεν ξέρω, εγώ έφερα να πουλήσω κάμποσα λαγοτόμαρα, κάμποσ' αλούπια, τυριά βούτηρα και τραχανά· είχα στείλει και τον παραγιό μου με καμπόσαις γίδαις στέρφαις {115} π' ούχα στην παλιοστανή μου και τα πούλησα όλα, κι' έκαμνα το λογαρισμό μου — σα με τζούκλωσε η πείνα, ήρθα να την τηλώσω {116} σ' τη λοκάντα, ηύρα και την αφεντιά τους εδώ, κι' είπαμε να κάμουμ' ένα γλέντι — και να σ' ορίσω γλεντάγαμε όμορφα και καλά — σα θε ν' άρθη το μαγκούφι έρχεται — αρβανίτης τ' όβαλε στη μπουρίνα {117} πγια σα θα το φέρ' διάβολος, και σ' τα καλά καθούμενα, τζακωθήκανε με τον κρητικό — το τζάκωμά τους τ' ήτουνα, να σε ορίσω, δεν ξέρω τι ήτουνα, — δεν έβανα αυτί ν' ακρουμαστώ καλά καλά, — εγώ ακούς με, τόσο τόσο δε συλλογιούμαι για ξέναις έννοιαις — τήρα δώ, το νιτερέσω μου κυττάζω κι' άρα μάρα, ήλιος…..

ΑΣΤ. Μωρ' εγώ δεν εκατάλαβα τίποτζι απ' αυτήν την ιστορία που με είπες, μα τη Φανερωμένη.

ΠΕΛ. Ενώ κυρ αστρονόμο μου, σε τα κουβέντιασα τα πάσα πάντα της υπόθεσις — τους είδα που τζακωθήκανε, μα δεν είχα τόσο του νου μου σε δ' αύτους — φωτιά να τους κάψη κ' εκείνους και τα μαγγανά τους {118}

ΑΣΤ. Ω διάολλε και συ με τα ιντερέσα σου — οι ανθρώποι γιαμά σκοτωνούντανε και συ συλλογιούσουνε το γιαγούρτι σου, τον ταρνανά σου, το γάλα σου, τζη αλεπούδες και τζη γίδαις σου — και δε με λες γιαμά, π' ούσαι πλιο ραφινάτος {119} απέ τζη άλλους αν ήτανε κάζο πενσάντο;

ΠΕΛ. Για κάζο ήτουνα και μεγάλο κάζο — μα δε ξέρω, πενζάτο ήτουνα, τι ήτουνα.

ΑΣΤ. Το καταλαβαίνω μουρέ που ήτανε κάζο — και το γλέπω, διάολλ' έπαρέ σε κι εσένα· μα άλλο είναι το ατζιδέντε, κ άλλο το κάζο πενσάντο, ετούτο τι ήτανε, ετούτο θέλω να με περσουαδάρης {120}.

ΠΕΛ. Ατζιδέντε.

ΑΣΤ. Και τι θα πη, ατζιδέντε;

ΠΕΛ. Ξέρω γώ; να, άξαφνα θα πη, στοχάζουμε· δεν είναι έτζι;

ΑΣΤ. Και μουρέ, για σου κακόρικε — εσύ καταλαβαίνεις γλέπω τον κόσμο, — μουρέ για σου Μουραΐτη!! και πες μου τώρα σα ξέρεις το ατζιδέντε, θα ξέρεις και το πενσάτο νον ζε δούπιο.

ΠΕΛ. Αυτούνο δεν το ξέρω.

ΑΣΤ. (Προς τον γραμματέα) πώς του τ' όπες εσύ τ' αλλουνού, μουρέ;

ΓΡΑΜ. Εκ προμελέτης.

ΠΕΛ. Αυτούνο είναι βαθύ ελληνικό, και δεν το πεικάζω.

ΓΡΑΜ. Προμελετημένον.

ΠΕΛ. Τίποτις — μηδ' αυτούνο.

ΓΡΑΜ. Αν το είχεν εις τον νουν του προτήτερα να το κάμη ο Αρβανίτης.

ΠΕΛ. Τήρα δω μηδέ στο μυαλό του μέσα ήμουνε μηδέ τον ηρώτησα — ποιος τους ξέρει πάλ' αν ήντουσά νε οχθρευμένοι απέ μπροστήτερα.

ΑΣΤ. (καθ' εαυτόν) ω διάολλε ρισπότα!!! (προς τον Πελοποννήσιον) και δε ξέρεις άλλο τίποτζι;

ΠΕΛ. Όσκαι όλη μου η κουβέντα αυτούνη είναι, τούτο ξέρω μοναχά οπ' όσμιξα κι' εγώ μ' ένα σωρό μαγκούφιδες.

ΑΣΤ. Αρέστο κι' εσύ, μισότουρκα με τζη γίδες σου, με τζη αλεπούδες σου και με τζη ταρνανάδαις σου.

ΠΕΛ. (με θυμόν) δεν πάγω.

ΑΣΤ. Και γιατί μουρέ; δεν ατζιτάρεις {121} γιαμά να πας α ρέστο, γιατ' είσαι λογοθέτης; ξαφνικό να σ' ούρτη!!

ΠΕΛ. Αγκρουμάσου Κυρ αστρονόμο· έχω υπόληψις, και Φιλοτιμία, κ' είμαι Έλληνας ελεύθερος, και ακούς με, όφκολα όφκολα δεν με φυλακώνεις, γιατί κάμω μία διαμαρτύρησι στη Διοίκησις, και σ' το βουλευτικό, να ξέρεις ακούς με — κρίναι με πρώτα κι' ανισωστάς κι' έχω φταίξιμο, τότες βάλε με και ς' τη φούρκα….

ΑΣΤ. Α ρέστο, κανάγια!!! (προς τους στρατιώτας) πάρτε τόνε κ' αυτόνε γιαμά μαζή με τζη άλλους

ΣΤΡ (Τον πέρνουν)

ΠΕΛ. Όπ' ανακατώνετα με τα πίτουρα, τον τρων η κότταις.

ΣΚΗΝΗ Γ'.

(Ο Αστυνόμος εξετάζει τον Κύπριον.)

Αστυνόμος, Κύπριος και Στρατιώται.

ΑΣΤ. (προς τους στρατιώτας) φέρτε μου μουρέ, εκεόν τον άλλονε

ΣΤΡ. (Φέρουν τον Κύπριον)

ΑΣΤ. Τ' όνομα σου;

ΚΥΠ. Σολομώς.

ΑΣΤ. Άλλος διάβολος ετούτος — (προς τον Κύπριον) μπα κ' είσαι στοκοφίσι; — κι' απέ πού είσαι;

ΚΥΠ. Απέ την Τζίπρον είμαι.

ΑΣΤ. Και πες μου δα εσύ· πώς εγίνηκε ο λαβωμός του Κρητικού;

ΚΥΠ. Οι Κρηντιτζοί μιλούσιν τα λωά τα λόγιά τους και την αχελουμαλούσα λέσιν νύμφη, το λαμπρόν λέσιν το φωτιά, τον άπαρο λέσιν τον χτήμα και ταις κουδέλαις λέσιν ταις κουράδια — και είπεν του ο Κρητικός τ' Αρβανίτην π' ούφαις τα κουράδια, της κουδέλαις, τ' αρνίαν που λέσιν στον τόπο μας κι Αρβανίτης είπεν του να τα φάης συ, και πήκασιν καλαμπαλίκην — κι' Αρβανίτης έρριψεν πιστόλην του και χτύπησεν τον Κρητικόν στον χέριν του και γίνηκεν πανναήριν — είπα τους να νον γιατρέψω εώ κ' ήψα λαμπρόν στη φουκούν, για να κάμω άμπλαστρο ν' αλλείψω τον γιαράν του….

ΑΣΤ. (Τον αντικόπτει.) Άλτρος κάβος κονταρέμος — άλλα με λες και συ, ξοφνικό να σ' ούρτη πρε διαόλλου στοκοφίσι Σολομώ! — και πού να καταλάβω τζη κορδέλλαις, τα μπιλάστρα σου, το λαμπρό σου, και τζη λέξαις σου ούλαις, που μου σαλτάρησε {122} το τζερβέλλο {123} ούλο; ας ην δα, — και τι τέχνη κάμεις;

ΚΥΠ. Είμαι γιατρός και δραάζω την σολομονική.

ΑΣΤ. Ω διάολλε!!! και ξέρεις μωρέ στοκοφίσι να κιαμάρης {124} τζη διαόλλους; και δε σε τ' αβερτήρανε {125} οι διαόλλοι το κάζο ετούτο πρι μου γένη; ώρσαι και συ πέντε φάσκελα στη σολομονική σου μέσα, διαόλλου Σωλομώ, λέγε μου τώρα γιαμά, μπα κ' ήτανε κάζο πενσάτο;

ΚΥΠ. Φράντζικα δεν καταλααίνω — κ' σεις οι φράνιτζοι εκατάλαες, είστεν λωοί άνθρωποι και λωά λέτεν τα κ' εσείς τα λόι σας και δε σας καταλααίνει κανείς.

ΑΣΤ. Αρέστο κ' εσύ διαόλου στοκοφίσι, αρέστο — (προς τους στρατιώτας) πάρτε τονε μουρέ κι' αυτόνε το Σολομώ.

ΣΤΡ. (Τον πέρνουν)

ΑΣΤ. Μωρ' ακούτε γιαμά σ' τη πίστι σας όνομα; — Σολομώ; — (απορεί) ναι μουρέ να με σκοτόσουνε, πρώτη βολά τ' ακούγω — αύριο θ' ακούσουμε και κανέα μπακαλάο ασολουταμέντε — και δεν είναι μιράκολο {126} ν' ακούη κανείς τέτγοια ονόματα

ΣΚΗΝΗ Η'.

Ο Αστυνόμος (καθ' εαυτόν).

ΑΣΤ. Φιναλμέντε {127} απέ ούλαις ετούτες τζη εζάμινες δεν έβγαλα τίποτε — κανένας ως τα τώρα δε μπόρεσε να με περσουαδάρη {128} αν ήτανε κάζο πενσάτο, μα τώρα πρέπει να κάμω και τζη άλλαις μου τζη εζάμινες, κι' ότι διάολο βγάλω, και ξανίξω να τόνε ραπορτάρω {129} σ' τη Διοίκησι, κ' ας κάμ' ό,τι θέλει· το ραπόρτο μου πως θα γένει ρεδίκολο {130} το ξέρω, κ' είμαι περσουάζος {131} θ' άναι γιομάτο κογιοναρίαις, και καμμιά σεργιέτα οφφιτζιάλε {132} δε θ' άχι μέσα.

ΣΚΗΝΗ Θ'.

(Ο Αστυνόμος εξετάζει τον Χίον.)
Αστυνόμος, Χίος και Στρατιώται.

ΑΣΤ. Φέρτε μ' εκειόν τον άλλονε…

ΣΤΡ. (Τον παρουσιάζουν.)

ΑΣΤ. (Προς τον Χίον) Τ' όνομα σου μουρέ;

ΧΙΟΣ. Μπουρλής Αμπρουζής.

ΑΣΤ. Άλλος διάολος κι ετούτος — σ' αρέσει; να όνομα που μουδέ ς' τ' όνειρό μου δεν τα άκουσα (προς τον Χίον) και πούθε είσαι γιαμά ;

ΧΙΟΣ. Χιώτης, να σας χαρώ.

ΑΣΤ. Και τι τέχνη κάμνεις.

ΧΙΟΣ. Σεκερτζής.

ΑΣΤ. Και τ' είν αυτό γιαμά το σεκερτζής;

ΧΙΟΣ. Φτιάνω λογιών το λογιώ γλυκά, — ροδοζάχαρες, χαλβάδες κόντια… κι' ό,τι άλλο θέτενε.

ΑΣΤ. Και πες δα κακόρικε, π' ούσαι κομφετιέρης. — και πώς εγίνηκε ο λαβωμός του κρητικού;

ΧΙΟΣ. Εν ηξεύρω τίποτες, να σας χαρώ, κ' εγώ κοιμούμενε, και ήγλεπα ς' τ' όνειρό μου που πμλεχτήκανε ο Κρητικός με τον Αρβανίτη — ήκουσα και το βρόντος του πιστολιού μα ίντα να κάμω σαν γλυκοκοιμούμουνε;

ΑΣΤ. Όμορφο ύπνο έκαμες και συ — οι άνθρωποι σκοτωνούντανε, και συ κυμούσανε — μοιάζει από ταις πολλαίς κομφετέρους, γλυκάθηκες και στον ύπνο σου.

ΧΙΟΣ. Όσκαι να σας χαρώ, αφ' το κρασί, και αφ' της χορούς ζαλήστηκα, κ' ήπεσα, και σαν ήκουσα το βρότος, είπα να σηκωθώ, και εν μπόρουμουν.

ΑΣΤ. Και πες δα εσύ, μπα κ' ήτανε κάζο πενσάτο,

ΧΙΟΣ. Έμ' έμαθεν ο πάης μου τα ταλλιάνικα, για να σας δώσω την απόκρισι, άθεν τ' όξερε που θα με ρωτάνε φράγκικα, μπόρειε να με τα μάθη.

ΑΣΤ. Θα σε στείλω διάολε· κ' εσένα α ρέστο, κι' ας κοιμούσανε.

ΧΙΟΣ. Κ' ίντα σας έκαμα εγώ μαθές; ήφτεξά σας τίποτις; εγώ ριξα το πιστόλι; εγώ βάρεσα τον κρητικό; ε μιλλήτενε μαθές; Ίντ άκαμα; εγώ άρματα ε φορώ, που να πήτεν πως βόθουμουν τ' αρβανίτη, — ε ίντα — εν εκοιμούμουνε;

ΑΣΤ. Δεν περνούνε σε μένα Μπαρτζολέταις {133} — θα σε στείλω α ρέστο νον ζε κάζο.

ΧΙΟΣ. Χίλλια ριάλλια {134} δίνω σας, και μη με στέρνετε στη φυλακή, γιατί με σβύνετεν πλια.

ΑΣΤ. Εγώ θέλω ονόρ {135} μουρέ κακόρικε, δε θέλω ριάλια.

ΧΙΟΣ. Δυο χιλιάδες πάρτεν άματις, και το ρωλόι μου και μη με στέρνετεν, γιατί εν κάμει… να χαρήτεν τον πάη σας, και την τζάτζα σας.

ΑΣΤ. Μουρέ τι πάη, και τζάτζα μου λες; α ρέστο μπιρπάντε! ακούς γιαμά του διαόλου τον άνθρωπο, που γυρεύει να μου σπορκάρη {136} την φάτζα,; {137} να μουρέ, ώρσαι πέντε φάσκελα μέσ' το ρωλόγι σου, και μέσ' τζη χιλιάδες σου — εκατό χιλιάδες τζικίνια {138} να με δώσης καλότυχε, δε σπορκάρω τ' ονόρε μου — α ρέστο — α ρέστο, (προς τους στρατιώτας) πάρτε τόνε μουρέ κι' αυτόνε για το διάολλο!!

ΣΤΡ. (τον πέρνουν).

ΣΚΗΝΗ Ι'.

Ο Αστυνόμος (καθ' εαυτόν)

ΑΣΤ. Τώρα γιαμά πρέπει να κάμω άττο σέργιο {139}, πρέπει να σιντζιλλάρω {140} τη λοκάντα, να κλείσω και τζη πόρταις τζη ούλαις — εποϊ {141} να στείλω και το λοκαντιέρη α ρέστο και εκειόνε το μπιρπάντε που τζη έδινε τέτγοι άνθρωποι τόσο κρασί και τζη εμέθυσε, κ' εκάμανε τέτγοιαις συμφοραίς· κατόπι να στείλω να τζερκάρω {142} και για το Λιάπη — κι' αμά ξέρω δα πού ς' το διάολλο να τον εύρω; εδώ χρειάζεται μανιέρα {143} καπατζιτά {144} και σπιρτοσύνη, κι αμά που δεν τόνε γνωρίζω μέσ' τζη διαόλοι — τζη έλληνι — αι — κουέστω ζε {145} πολύ κακό — μα τώρα πρέπει να φουγιάξω ούλοι τζη πιστεμένοι μου στρατιώταις, το Διονύσιο, το Γεράσιμο, τον Τζαβατίνο, και εκειόνε τον άλλονε το διάολο π' ούλο μου φεύγ' απ' τη μεμόρια {146}.

ΣΚΗΝΗ ΙΑ'.

(Ο Αστυνόμος αποστέλλει τινάς στρατιώτας δια να εύρουν και συλλάβουν τον Αλβανόν).

Ο Αστυνόμος και οι Στρατιώται.

ΑΣΤ. Μουρέ Γεράσιμε!!

ΣΤΡ. Ντελόγκ' {147} αφέντη.

ΑΣΤ. Μουρέ πώς τονε λένε κιόνε το διάολο;

ΣΤΡ. Ποιόνε αφέντη;

ΑΣΤ. Εκιόνε μυρέ διάλ' έπαρέ σε και σένα — τζίτο μουρέ διάολε.. εκιόνε — (τον δείχνει).

ΣΤΡ. Α! αφέντη — τον Κάντηλα λες;

ΑΣΤ. Ναι μουρέ — ν' άμπ' ο διάολος μέσ το μυαλό μου και δεν θυμούμουνε την καντήλα; ναι, ναι, τον καντήλα για σου Γεράσιμέ μου, τον καντήλα — πάρτονε εκιόνε και το Διονύσιο, και τον Τζαβαντίνο, και εκιόνε τον άλλονε το διάολο.

ΣΤΡ. Ποιόνε τον Αντζουλή;

ΑΣΤ. Για σου — και να πάτε να τζερκάρεται για να πγιάσεται τον αρβανίτη να μου τόνε φέρτε..μα Γεράσιμέ μου… α πιάν α πιάνο {148} μπα κι ακροτζεριστή {149} και σας σκαπουλάρι {150}.

ΣΤΡ. Έγνοια σ' αφέντη — (στρέφει να αναχωρήση) σκιαβ' {151} αφέντη.

ΑΣΤ. Σ' το καλό Γεράσιμέ μου, μάτια μου — σ' το καλό τζόγια μου — εδώ σε θέλω γιαμά.

ΣΤΡ. (ευγάζων το φέσι του) σκιάβο σκιάβο αφέντη.

ΑΣΤ. Σ' το καλό, σ' το καλό — παρ και τζη άλλους που σ' ούπα.

ΣΤΡ. Ντελέγκ' αφέντη, ούλοι πάμε γιαμά.

(Ο Αστυνόμος σφραγίζει το Ξενοδοχείον.)

Ο Αστυνόμος, ο Ξενοδόχος, οι Στρατιώται και ο Κρητικός.

ΑΣΤ. (Προς τους στρατιώτας) Βγάρτε τζη όλους, ούλους π' ούναι μέσ' τη λουκάντα — βγάρτε τζη ούλους όξου — κλείσται τζη τσάντζες ούλαις, και τζη κάμαραις γιατί θα συντζιλλάρω το λουκάντα — πάρετε και κειόνε το πυρπάντε το λοκαντιέρη αρέστο και κειόνε τον κατεργάρη μαζή με τζη άλλους να τον πάτε τώρα, ως που να βρούμε το λιάπη, και ν' ανοίξουμε την γκάουζα,

ΞΕΝ. Κ' αφήτε με άματις να πάρω τα κατάστιχά μου, γιατ' σβυώ ο κακόσορτος — αλοί μου!!!

ΑΣΤ. (Με θυμόν) πάρτα ντε λόγκο διάολε!!!

ΞΕΝ. Οχονούς (τα πέρνει).

ΑΣΤ. (Προς τους στρατιώτας) Πάρτε τόνε α ρέστο — φέρτε τζέρα δι σπάνια {152} και το σιντζίλλο {153} τζη αστυνομίας, γιατί πρέπει ν' ήναι συντζηλλάτη {154} οφφιτζιανμέντε {155} (σφραγίζει τας θύρας.)

ΣΤΡ. Γιάμ' αφέντη, γιάμ' αφέντη!!

ΑΣΤ. Τ' είναι μουρέ;

ΣΤΡ. Τον Κρητικό τον αφήσαμε μέσα.

ΑΣΤ. Ποιόνε μουρέ; το λαβωμένο; ω διάολλ' έπαρέ με κι' εμένα με το νου μου — ώρσαι γιαμά μέσ' το νου μου — (φασκελώνεται μόνος του) — και μ' αφήκανε καλότυχε, τούτ' οι διαόλοι ταλέντον {156}; βγάρτετό νε κι' εκειόνε όξου.

ΣΤΡ. Πάμε να τον συκώσουμε.

ΚΡΗΣ. Γιάντα δα θι[ο]ς κ' η ψυχή σας!!! — ζουντανό δεδίμ θα με θάψετε επά δα; — δεν μπορώ να πουρήσω κια ολιά θιός που το κατέχει — είπα σας το δα πούρι.

ΣΤΡ. Σε πηγαίνουμε γάλι γάλι, μη φοβάσαι (τον σηκώνουν διά να τον μεταφέρουν εις το αστυνομικόν κατάστημα.)

ΑΣΤ. Ετούτους που εζαμινάραμε, να τζη πάτε αρέστο έναν ένανε, για να μη σας κάμουμε κανένα ρεμπελιό {157} σ' τον δρόμο.

ΣΤΡ. Έγνοιά σ αφέντη — μη φοβάσαι — και ξέρουμ' εμείς (Αναχωρούν)

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ Β'. ΠΡΑΞΕΩΣ.

ΠΡΑΞΙΣ Α'.

ΣΚΗΝΗ Α'.

(Οι στρατιώται φυλακίζουν τον Ανατολίτην.)

Στρατιώται και ο Ανατολίτης.

ΣΤΡ. Α — περπάτειε — (τον σπρώχνουν)

ΑΝΑΤ. Έι τζάνουμ. μη σκουντάς — κόσμος γλέπει, ντρέπομαι — αγάλια αγάλια — ιστέ εγώ παγαίνω — μη φοβάστε, ντε φεύγω — μπαξίσι σου εγώ ντίνο ένα τάλλαρο τζίλικο {158}.

ΣΤΡ. Έμπα μέσα τώρα = κάτζαι στο φρέσκο· (τον αφίνουν και αναχωρούν.)

ΣΚΗΝΗ Β'.

(Ο Ανατολίτης καθ' εαυτόν)

ΑΝΑΤ. Ορίστε λευτεριά — άμμα λευτεριά — ταμάμ! — φόρτσ μόρτο, σάντο μάντο, μέστο ρέστο, είπε, άιδε γιαβρούμ {159} χάψι, μήτε ικρίσι, μήτε ιλάμι {160}, μήτε τίποτα, εμέν ίσγια στη χάψι — άτζαπα {161} μόδα στην Ελλάδα έτζι είναι; εμέν {162} — δυω λόγια λένε, χορίς φταίξιμο, χωρίς τίποτα χάψι βάνουνε; να λευτεριά, να μάλαμα…….αστρονόμο πολύ σέρτι {163} άντρωπο είναι…..γκεμ αλμάζης {164} είναι, χιτζ λακιοδί {165} ντε πέρνει — κατόλου κατόλου — έμεν βρίζει… φάρκι {166} ντε κάμει, άντρωπο είναι, Γάινταρο είναι, ούλα ένα τ' άχη…. αρτίκ τι να κάμω τώρα; να τραβίξω ένα μπελά ήρτε κεφάλα μου, σάμπρι {167} να κάμω, τζαρέ ντεν είναι….. σ' το κούτελο μου {168} γραφτό ήτανε και τούτο.

ΣΚΗΝΗ Γ'.

(Οι στρατιώται φυλακίζουν τον Λογιώτατον.)

Στρατιώται και ο Λογιώτατος

ΣΤΡ. Ντε περπάτγειε, καλαμαρά, π' ούφαγες τοις λίραις.!!!

ΛΟΓ. Λίραν ουκ εγευσάμην… ξύλον γαρ εστί χορδάς και νευράς έχον… πλακούντα και δη εγευσάμην… τριχίας τε τεταριχευμένους συν οξυγάρω… και δη διά το φαγείν με ταύτα φυλακιστέον με εστίν : άπαγε.

ΣΤΡ. πολλή μουρμούρα δε θέλει… έμπα μέσα.

ΛΟΓ. Πού;

ΣΤΡ. Στη φυλακή.

ΛΟΓ. Και δη ακρίτως φυλακισθήσομαι; ώμοι! ώμοι!

ΣΤΡ. Πάρα μέσα, έμπα.

ΛΟΓ. και δη σκότος ενταυθοί μέγα τε ψηλαφητόν τε! τάλας εγώ!

ΣΤΡ. (Τον αφίνουν και αναχωρούν)

ΛΟΓ. (Εισερχόμενος εις την φυλακήν οδύρεται) ιώ!.. ιώ.. έπαθον τλάμων, έπαθον άξι οδυρμών.. Φευ! φευ! και δη, πώς αν ολοίμαν; θανάτω κατακλησέμην… ώμοι, τάλας! ιώ, ιώ!… φευ, φευ!! παι, παι παι! παπαί, παπαί, παπαί παι.

ΣΚΗΝΗ Δ'.

(Ο Ανατολίτης καθήμενος έσωθεν ακούει τους οδυρμούς του Λογιωτάτου αλλά δεν τον διακρίνει.

Ανατολίτης και ο Λογιώτατος.

ΑΝΑΤ. Ποιος είναι πρε, φωνάζει γιο, γιο, εφ' πεφ παπά, πουχ; (προς τον
Λογιώτατον) σακίν εσύ είσαι Λογιώτατο;

ΛΟΓ. Έγωγε.

ΑΝΑΤ. Έι… και γιατί κλαις για; γιατί φωνάζει εφ πουφ;… τι έπατες;

ΛΟΓ. Και δη ακρίτως, και αδίκως κεκάθειργρμαι…. τούτο δε οδυρόμενος τυγχάνω.

ΑΝΑΤ. Αντάμ εσύ ντε ξέρο τι άντρωπο.. είσαι και χάψι βάνανε εσένα, ηλληνικά μιλάς… (με θυμόν) μίλα ρωμαίκα πγια, πρε!!! ως πότε ηλληνικά; τι έπατες λεμ; ντεν ακούς;

ΛΟΓ. Αδίκως εφυλακίσθην.

ΑΝΑΤ. Άι. Εσύ μονάχα; να κι' εγώ.. αστρονόμο χάψι έβανε, αμά ντεν κλαίω… ντε φωνάζω πουφ μουφ… μην κλαις… σώπα σώπα…. έλα κοντά, πάρε καλαμάρι σου, πένα σου, γράψαι αναφορά ς' το Κύριο Διοικοτή, φίλο ντικό μου είναι, να βγάνη όξου.. άιδε· κάμε γλίγωρα να στείλουμε.

ΛΟΓ. Και δη γραπτέον…. ευ έχει.

ΑΝΑΤ. Εμ μεβ, άφστο πγιά.. γράψαι.

ΛΟΓ. (Γράφει την αναφοράν ελληνιστί - προς τον ανατολίτην) γέγραφα.

ΑΝΑΤ. Έγραψες;

ΛΟΓ. Ναι.

ΑΝΑΤ. Άι χωριάτ' ογλού χωριάτ!!! ναίσεκ, ντε λες, μόναι ναι; ντιάβαστο τώρα ν' ακούσω.

ΛΟΓ. (Αναγινώσκει την αναφοράν)

» Εκλαμπρότατε, ενδοξώτατε, υπερένδοξε, Κύριε » και τα λοιπά, και τα λοιπά. » Ευθυμούντων ημών σήμερον την της Ελλάδος πα- » λιγγενεσίαν εν τω εδωδιμολεσχοποικιλοβρωματο- » πωλείω,

ΑΝΑΤ. Ιστέκα ιστέκα… τούτο ούλο ένα λόγος είναι!

ΛΟΓ. Μια λέξις προ, προ προ υπερπαρασύνθετος.

ΑΝΑΤ. Έι ύστερα; τούτο είναι ντεκαπέντε πήχες άνταμ άιδε να τγιούμε… λέγε παρακάτου.

ΛΟΓ. Και δη εσθιοπινονταδοντορχουμενοευφραινομένων.

ΑΝΑΤ. Βάι βάι βάι, πώς τ' όβγανες απ' το ιστόμα σου τούτο και ντεν κόπηκε το μισό μέσα! τούτο τζεγγέλια τέλει να τραβούνε δέκα αντρώποι, και γκιουζ μπελά {169} να βγάνουνε… εκατό πήχες είναι τούτο αρτίκ σωστό.

ΛΟΓ. Σίγα — (αναγινώσκει) « άφνω ο Αλβανός μετά του Κρητός εμαχεσάτην.

ΑΝΑΤ. Ποιο χέστηκε; άιντε να τγιούμε, τι τα πης ακόμα.

ΛΟΓ. Και γαρ ο Κρης τους όιας κουράδια καλών, ο δ'
  » Αλβανός το σκορ εννοών τούμπαλιν.

ΑΝΑΤ. πούμπα έκανε κανένας για;

ΛΟΓ. » Και δη τούτο δ' ένεκα μαχεσαμένων.

ΑΝΑΤ. Άνταμ ιστέκα μη γράφης πρε! ντροπής είναι — χιτζ ολμάσσα {170} μαγαρίστηκε πες το

ΛΟΓ. (Σίγα κάθαρμα, αναγινώσκει)
  » αναστάς ο Αλβανός, κάκτανε τον Κρήτα.

ΑΝΑΤ. Αρβανίτη όνομα Αναστάση λέανε;

ΛΟΓ. Παύσε καταφλυαρών — και δη τυπτέον σε εν τω στόματι ανεδέστατε·
αναγινώσκει « τοιγαρούν ο
  » αστυνόμος συλλαβών ημάς τους αθώους, έθετο
  » εν τη φυλακή, μηδέν δεινόν εργασμένους· — και
  » προσπίπτομεν εκλιπαρούντες την ημετέραν πα-
  » νεκλαμπροϋπερενδοξότητα, όπως διατάξηται την
  » εκ της φυλακής ημών έξοδον. Ίνα η σου το ό-
  » νομα δεδοξασμένον, και το μέγα έλεος εν τοις
  » περασιν.»

ΑΝΑΤ. Βαϊ κιοπόγλου {171} βάι…βάι, ητ' ογλού, βάι — έτζι γράφουνε αναφορά; εσύ τροπάρι έγραφες — μέγα έλεος, υπερένδοξε έγραψες, κάτε ένα λόγο μακρύ εκατό πήχες έγραψες, άντρωπο μαγαρίστηκε έγραψες, αρβανίτη ανάσταση λέανε έγραψες; — κρίμαστο — κρίμαστο — εγώ τάρεψα εσύ λογιώτατο άντρωπο είσαι, γράμματα ηξέρεις είπα για να κάμης αναφορά — άμα σαν ισκυλί πισμάνεψα {172} — σκίστο, σκίστο — πάρε άλλο χαρτί να γράψης αναφορά — άμα εγώ να λέω κι' εσύ να γράφης — τ' άκουσες μπόκογλου {173};

ΛΟΓ. Τι δε μέλλω γράφειν; και δη λέξον μοι.

ΑΝΑΤ. (υπαγορεύει τον Λογιώτατον «Ευγενέστατε Κύριε ντοικητή» (Προς τον λογιώτατον) Τι έγραψες;

ΛΟΓ. Ευγενέστατε Κύριε Διοικητή τι έγραψες;

ΑΝΑΤ. Όχι μπρε σασκίν, {174} μη γράφεις «τι έγραψες »; σβύσαι βάι — βαϊ μπουτουλά, βάι.

ΛΟΓ. Έσβυσα — και δη είπας μοι βράψαι όπερ αν με είπης Ουκούν σαυτόν αιτιώ. —

ΑΝΑΤ. Λέγε διώ τώρα, τι λοής έγραψες;

ΛΟΓ. » Ευγενέστατε Κύριε ντοικητή.

ΑΝΑΤ. Ντιοικητή — άφεριμ {175} (υπαγορεύει) « λευτερία ήρτε μάταμε, μισέ Μπαστιά λουκάντα κάτζαμε, εκεί πέρα φάγαμε, έπγιαμε, τραβουντήσαμε, χορέψαμε, άμμα αρβανίτη μέτυσε — τι έγραψες;

ΛΟΓ. « Αρβανίτη μέτυσε.»

ΑΝΑΤ. Μέτυσε άφεριμ — είδες ιστέ τώρα γίνεται αναφορά. « (τιμή στα μουζουνέ σου) Κηρτικό είπε Αρβανίτη κουράδια, αρβανίτη είπε να φας εσύ » — τι έγραψες;

ΛΟΓ. Να φας εσύ — [ΑΝΑΤ] άφεριμ! « Κουράδια μουράδια λέωντας, και καυγαλαστίζοντας, (αρτίκ τώρα να πω κι' εγώ κάμποσα ηλληνικά) πιστόλα αρβανίτη τραβίξωντας, κηρτικό απάνου σφίξωντας, κηρτικό χέρι χτηπήσωντας· αραβνίτη έφυγεν» — τι έγραψες;

ΛΟΓ. « Αρβανίτη έφυγε.»

ΑΝΑΤ. Έφυγε πιρ όλ {176}. Ιστέ τούτο είναι αναφορά με τα σάρτια της σουμπουρλούδικη {177} γράψαι (υπαγορεύει « τώρα αστρονόμο έπγιασε εμάς, έβανε χάψι» — τι έγραψες.;

ΛΟΓ. « Εμάς έβανε χάψι.»

ΑΝΑΤ. Χάψι — χάψι ιστέκα τζάνουμ κομμάτι να συλλογιστώ — (συλλογίζεται ολίγον) α! — γράψαι (υπαγόρευε)

« τζάνουμ, Κύριε Ντιοικητή χέργια σου να φιλήσω, ποντάργια σου να φιλήσω, ισκυλί σου να γενώ, στείλε Αστρονόμο ένα ντιαταγή, να βγάνη ημάς όξου. »

ΑΝΑΤ. Τι έγραψες;

ΛΟΓ. Όξου.

ΑΝΑΤ. Είδες τώρα; έτζι γράφουνε αναφορά όχι τροπάρι έγραψες εσύ — έι σώτηκε πγια.

ΛΟΓ. (Τω δίδει την αναφοράν) Και δη υπόγραψον.

ΑΝΑΤ. Εγώ ντε ξέρω να γράψω — εσύ γράψε όνομά μου.

ΛΟΓ. Και δη πώς σε γραπτέον;

ΑΝΑΤ. Χατζή Σάββα Χατζή Μουράτη γυιό, Αραϊντζή {178} Καΐσερλη {179} Ζιντζήρ ντερελί {180} ντούλο σας. — (Προς τον Λογιώτατον) Έγραψες! ντιάβασε ν' ακούσω όνομά μου τι λοής έγραψες, γιατί εσύ είσαι κομμάτι σασκίνη.

ΛΟΓ. Χατζή Σάββας Χατζή Μουράτη Αραϊντζή Καϊσερλή, ζιμτζ τερελλελί.

ΑΝΑΤ. Βάι κιοπόγλου — τερελλελί συ είσαι, ντερελί γράψε· έγραψες;

ΛΟΓ. Ναι.

ΑΝΑΤ. Μπρε έριφ {181} — νέσκαι πες — άι χωϊράτι. Τώρα φώναξε ένα άντρωπο απέ το παρατύρι, ντόσε να πάη.

ΛΟΓ. Τον δεσμοφύλακα;

ΑΝΑΤ. (Με θυμόν) νεστοφύλακα μεστοφύλακα ντε ξέρω — άνταμ — βάι, βάι, βάι!!! εσύ τι άντρωπο είσαι; εσύ καντηναλάφτη είσαι, μπουταλά είσαι, λόκο λαπαντζή {182} είσαι, — κρίμαστο — εγώ τάρεψα Λογιώτατο άκουσα άντρωπο ισκιουζάρη {183} είναι είπα, — αμά εσύ ένα λιανάσπρο ντεν αχρίζης — (με περισσότερον θυμόν) φώναξε έριφ, ένα άντρωπο εφ!! — ιψυχή μου έσφιξες πγια — σαγλ[ί]κ ιλάν {184} να μη βάνανε εσένα χάψι, ήτ' ογλού ήτ' {185} — τι κυττάζεις; τώρα χώνω γρότο μου ιστομά σου μέσα, α! φώναξε ένα άντρωπο λέω μπρε, — να ένα τριάρι (τω δίδει έν νόμισμα) δόστο εκείνο άντρωπο, μπαμπά σου χιζμεκιάρη ντεν είναι να πάη μπετιαβά {186}.

ΣΚΗΝΗ Ε'.

(Οι στρατιώται φυλακίζουν τον Πελοποννήσιον και τον Κύπριον.)

Στρατιώται, Πελοποννήσιος και ο Κύπριος.

ΣΤΡ. (Προς τον Πελοποννήσιον.) Κόπιασε ς' το φρέσκο, Κύριε λογοθέτη……..

ΠΕΛ. Οπού σμίγει με μουρλούς, αυτά παθαίνει, με τέτοιους μαγκούφιδες π' όσμιξα σήμερα κι' άλλα μου πρέπανε να πάθω, — απομονή.

ΣΤΡ. (Προς τον Κύπριον) κόπιασε κ' η αφεντιά σου Κύριε Σολομώ, μπακαλάο, πώς σε λέλε - έμπα μέσα, μέσα.

ΚΥΠ. Στον τόπον μας πρώτα κρίνουσίν τον τόν άνθρωπο κ' ύστερις χαψψώνουσίν τον — εδώ ούλα λωά κάμνουσίν τα τά πράγμαγατά τους.

ΣΤΡ. (Τους αφίνουν και αναχωρούν.)

ΣΚΗΝΗ ς'.

(Οι στρατιώται φέρουν τον Χίον εις την φυλακήν, όστις τους φιλοδωρεί καθ' οδόν να μη τον περάσουν από την αγοράν,)

Στρατιώται και ο Χίος.

ΣΤΡ. Περπάτιε — α……τρέχα……

ΧΙΟΣ. Κι' εν μπορείτεν εσείς άματις να κάμετεν κανένα μόδο για να φύγω αφ' την άλλην πόρτα;

ΣΤΡ. Όχι, όχι…. δεν μπορούμε, μόνον περπάτιε.

ΧΙΟΣ. Και μη με περάστεν αφ' το παζάρι, κ' ότι θέτεν πάρτε.

ΣΤΡ. Τι θα μας δώκεις;

ΧΙΟΣ. Εκατό γρόσια δίνω σας.

ΣΤΡ. Φέρτα.

ΧΙΟΣ. (τα δίδει) Πάρτεν τα…. ουγού! και μην πάμ' αφ' το παζάρι και μη με δη ο πάης μου!… αφτά στενά να ζήτεν…. αφ' τα στενά.

ΣΤΡ. Δεν σε πάμε απ' το παζάρι, μόνε περπιάτιε γλίγωρα (τον γυρίζουν από το στενόν μέρος, τον φυλακίζουν και αναχωρούν)

ΣΚΗΝΗ Ζ'.

(Ο Χίος εμβαίνων εις την φυλακήν κάθεται μεταξύ της εισόδου υπό το σκότος και οδύρεται.)

Χίος (καθ' εαυτόν) είτα ο Ανατολίτης.

ΧΙΟΣ. Αλοί μου του κακόσουρτου!!.. αλοί, αλοί, αλοί!!! Ίντ' αν τούτο π' ούπαθα.. κακοσορτιά μου… κ' αν το μάθ' ο πάης μου… κ' αν το μάθ' η αγαπητικιά μου ε θα κλώση {187} πλια μαζή μου.. αλοί μου του κακόσορτου, αλοί αλοί αλοί!!!! (λυποθυμεί.)

ΑΝΑΤ. Ποιος είναι σκοτεινά φωνάζει αλοί αλοί! εν τώ κανένα τούρκο ντεν είναι — μήτε αλή είναι, μήτε μουσταφά — είναι Λογιώτατο, Μωραΐτη, Κυπριώτη κι' εγώ…. τούρκο ντεν είναι (προς τον Χίον τι τέλεις; φωνάζεις αλοί αλοί; ντε μιλάς έι.. εσένα λέω, ντεν ακούς; τώρα φώναζε αλοί, τώρα σώπασε.

ΧΙΟΣ. Ωχού… κι' αφήτε με, γιατί μούρτενε λειγοθυμιά.

ΑΝΑΤ. Α κατάλαβα.. φοβητσιάρη είναι κρύφτηκε να μη δγη κανείς — χιώτη πολύ φοβάται χάψι, γιατί πέφτη ιχτυμπάρι {188} του και ντε τέλει να δγη κανείς…. εκείνο τώρα απ' το φόβο του κατουρήθηκε, άφστο, άφστο, μην το πειράζη κανένας.

ΣΚΗΝΗ Η'.

(Οι στρατιώται φυλακίζουν τον Ξενοδόχον)

ΣΤΡ. Ορίστε μέσα κι' αφεντοξυλιά σου, που μέθυσες σήμερα τον κόσμο, και μας έκαμες κ' ευγάλανε τα ποδάρια μας νερό.

ΞΕΝ. (εισέρχεται με τα κατάστιχα εις τας χείρας) ήσβυσα πλια ο κακόσορτος — παν τα κρέδιτά μου, ε με χαιρετά πλια κανείς.

ΣΤΡ. Όλοι τώρα εδώ είσται; κυττάξετε καλά να μη φύγη κανένας, γιατί φίδη που τον έφαγε αν τον πιάσουμε ύστερα — (αναχωρούν.)

ΣΚΗΝΗ Θ'.

(Ο Ανατολίτης φυλακισμένος απορεί δια την αργοπορίαν της εις την αναφοράν του απαντήσεως.)

ΑΝΑΤ. Εφ' — σφίχτηκα — ακόμα ντιαταγή ντε βγήκε τζάνουμ, ντιοιτητή είναι φίλο μου γιατί άργησε έτζι για; — να βράντιασε — χάψι τα κοιμητούμε απόψαι… κανένα ντεν έχω να στείλω, νε ντούλο έχω μαζή μου, νε τίποτα… τούτοι ούλοι χαμπάρι ντεν έχουνε… εμένα ιψυχή μου πολύ ισφίκτηκε… άτζαπα να κάμω άλλο ένα αναφορά πώς γένεται; λογιώτατο τώρα ντε τα γράψη μπιλέ, τα ζαλίσει κεφάλι μου… είναι μπουταλά… τι να κάμω ντε ξέρω!… σάμπρι τα κάνω αρτίκ, γένηκε.

ΣΚΗΝΗ Ι.'

(Ο Ξενοδόχος ζητεί από τους εν φυλακή την πληρωμήν των εις το Ξενοδοχείον εξόδων των, και παρουσιάζει ένα λογαριασμόν πολλά υπέρογκον.)

Ξενοδόχος και οι λοιποί.

ΞΕΝ. Καλέ σεις ούλοι εδώ στενε;… κ' ε θα με πληρώστεν εκείνα που φάγετεν κ' ίπγιτεν στη λοκάντα μου, που για σας έσβυσα διαβόντρου γυιοί;

ΑΝΑΤ. Χινζ ποτές άντρωπο στη χάψι μέσα πλερώνει! ταμάμ πραματευτή…
Χαρατζή μπιλέμ στη χάψι μέσα χαρατζή ντε υρεύει.

ΞΕΝ. Ν' εν τ' όχεται στο νου σας να με πλερώστενε μαθές; να μου φάτεντε κι' εσείς το βιος μου, διαβόντρου κουλούκια;

ΑΝΑΤ. Έι… τα τα πλερώσουμε αγάλια αγάλια, τώρα ούλοι χάψι είμασται, κ' εσύ μπυλέμ χάψι είσαι. Ιστέκα… τι φοβάσαι; για.

ΞΕΝ. Ας λογαριαστούμενε δα, κ' ύστερις πλερώνετεν πλια.

ΑΝΑΤ. Βγάλε τευτέρι σου να δγιούμε, πόσα κρουστούμε;

ΞΕΝ. Εν τα πέρασα ς' το τεφτέρι, μα τα θυμούμ' απ' όξω.

ΑΝΑΤ. Και ντεν έγραψες ντεφτέρι σου;

ΞΕΝ. Όσκε… εν πρόφταξα… στη λίσταν τα πέρασα μονάχα.

ΠΕΛ. (Καθ' εαυτόν.) Τι ξέρεις τώρα πόσα θα μας πάρη, πόσα θα βάνη παραπονεμένα, τρεις ς' το ξύδι, τρεις ς' το λάδι και έξη στο ξυδόλαδο, έτερα πατζά σιμίτια, έξοδα των εξόδων, κι' άλλα, κι' άλλα, ό,τι του βαστάξει πγια η ψυχούλα του…….. (προς τον ξενοδόχον) και πόσα σε χρουστούμε;

ΞΕΝ. (Λογαριάζει ολίγον με έν κάρβουνον) Εννιακόσια εννενήντα εννιά γρόσια. τριάντα εννιά παράδες κι' ένα άσπρον.. μα τ' άσπρο ας τα αφίσουμεν πλια γιατ' είναι μικρό πράμα.

ΑΝΑΤ. Βάι, βάι!!! ντε λες χίλια; ντυω άσπρα τέλει να γενούνε χίλια.

ΠΕΛ. Και πού στο διάτανο τα ξοδέψαμε τόσα το μαγκούφι;

ΞΕΝ. Κι' εν είναι πάσα ένα με το λογαριασμό τους; σταθήτεν…. όφκολος είν' ο λογαριασμός….. πόσοι ήσαστεν.

ΠΕΛ. Πέντε.

ΞΕΝ. Εννιά.

ΑΝΑΤ. Εφτά, άνταμ…. να, μέτρα…. Λογιώτατο, ένα,……Μωραΐτη, ντυω,……Κυπριώτη, τρία,……Χιώτη, τέσσερα,……Αρβανίτη, πέντε,…… Κηρτικό, έξη,……Εγώ, επτά.

ΞΕΝ. Αμ' ο Λογιώτατος;

ΑΝΑΤ. Πρώτα εκείνο είπα, άνταμ!

ΞΕΝ. Αμ' ο Κυπριώτης; — ΑΝΑΤ. Κ' εκείνο είπα.

ΞΕΝ. Εν τους μετρήσετεν καλά.

ΑΝΑΤ. Εσύ μέτρησε, να γτιούμαι.

ΞΕΝ. Μέτρα — η αφεντιά σας; — ΑΝΑΤ. Ένα.

ΞΕΝ. Ο Κυπριώτης; ΑΝΑΤ. Ντυω.

ΞΕΝ. Ο Κρητικός; — ΑΝΑΤ. Τρία. — ΞΕΝ. Εσείς;

ΑΝΑΤ. Τέσσαρα. — ΞΕΝ. Ο Μωραΐτης; — ΑΝΑΤ. Πέντε, — ΞΕΝ. Ο Λογιώτατος;
— ΑΝΑΤ. Έξη. (Καθ' εαυτόν.) Αλλά αλέμ. εγώ γιαγνήσι μέτρησα.

ΞΕΝ. Ο Χιώτης; — ΑΝΑΤ. Επτά. — ΞΕΝ. Αρβανίτης; — ΑΝΑΤ. Οχτώ.

ΞΕΝ. Κι ο Μισέ Μπουρλής;

ΑΝΑΤ. Εννιά — τζάνουμ εγώ γαιατί μέτρισα εφτά για;

ΞΕΝ. Εν είνε τώρη εννιά; σταθήτεν τώρη κ' ύστερις πάλι τους μετρούμεν — ας κάμουμε τώρη το λογαριασμό,

ΑΝΑΤ. Λογάριαστο να τγιούμε.

ΞΕΝ. Εννιά πορτζιόνες σούπα από 48 παράδες, γρόσια 48 και 9 παράδες.

ΑΝΑΤ. Εγώ κολοκύτι τζορμπά ντεν έφαγα………. βγάλε ένα όξου — ιστέκα, τι τα πη πορτζόνι;

ΞΕΝ. Μερτικό.

ΑΝΑΤ. Τώρα κατάλαβα — λέγε παρακάτου.

ΞΕΝ. Εννιά πορτζιόνες βραστό.

ΑΝΑΤ. Κι' απέ τούτο ντεν έφαγα — βγάλε όξου ένα.

ΞΕΝ. Αφήτεν τώρα να τα λογαριάσουμεν εννιά εννιά, κ' ύστερις τα ξεπέφτουνε. (λογαριάζει.) Εννιά βραστά από 56 παράδες, 56 γρόσια και 2 παράδες — ΑΝΑΤ. Τι λες άνταμ; ντεν κάμει τόσα.

ΞΕΝ. Ύστερις, ύστερις βρίσκουμεν το φάλος (λογαριάζει με ταχύτητα — Εννιά ψητά γρόσ. 75 και 9 παρ. — Κιοφτέδες 78 και 5 παράδ. — Ντολμάδες 88 γρόσ. — Μακαρόνια 25 γρ.

ΑΝΑΤ. Λογιώτατο έφαγε μακαρόνια άλλο κανένα ντεν έφαγε. — ΞΕΝ.
Σωπάτεν, μη με φαλάρετεν. Σαλάτα γρόσια 20. — Ξυδόλαδο στη σαλάτα 3
και 7 παρ. — Αυγά 13 και 2 παρ.. — Μπουρέκι 45 — Καταΐφι 52 γρ. —
Ζάχαρι κανέλα κτλ. 20 γρ. — Το πρετζέσι τ' αρβανίτη 57 γρόσ.

ΑΝΑΤ. Τι λες άνταμ : ΞΕΝ. Κ' άθεν τ' όφκιανα κατά πώς τ' όθελεν, εν εσώνανε κι' άλλα τόσα. Φρούτα 95 γρ. — Του Λογιωτάτου το πλακούτα 27 γρ.

ΛΟΓ. Πολλού λέγεις — ου γαρ εγευσάμην τοσούτου.

ΞΕΝ. Εν ηξέρω αν ήφαγες πολύ, ή λίγο· στη λίσταν τόσον είν' περασμένο.

ΛΟΓ. Υπερηρίθμηκας παραλογισάμενος.

ΞΕΝ. Εν τα καταλαβαίνω τα λιανικά. — Σας τ' όπα, τόσα είναι — έ θε πολλά λόγια.. τα πολλά λόγια είναι φτώχια — (λογαριάζει.) — Κρασί 188,27.

ΑΝΑΤ. Ιστέκα — ίπγιαμε ημείς τόσο κρασί για;

ΞΕΝ. Κ' εν ίπγετεν διαβόντρου γυοί, και μεθύσετεν, κ' ηκάμετεν τόσα κουζουλά πράγματα, κ' ησβύσετεν κι' εμένα τον κακόσορτο;

ΑΝΑΤ. (Καθ' εαυτόν.) Άμμα καλούπι, α!(Προς τον Ξενοδόχον) Λέγε ακόμα να δγιούμε είναι κι' άλλα;

ΞΕΝ. Τον παστσουρμά σας να σας χαρώ — ΑΝΑΤ. Πόσα είναι; — ΞΕΝ. 108 γρόσ. — ΑΝΑΤ. Γιατί; τι έβανες μέσα, και πήγανε τόσα;

ΞΕΝ. Παστουρμά. — ΑΝΑΤ. Έι. — ΞΕΝ. Αυγά.

ΑΝΑΤ. Έι — ΞΕΝ. Βούτουρο κρομύδια. — ΑΝΑΤ. Έι.

ΞΕΝ. Κανέλες πιπέργια, γαρούφαλα, μοσκοκάρυδα, κ' άλλα τω λογιώ μυρωδικά.

ΑΝΑΤ. Και τι τα ήτελε τόσα μπαχάργια; {189}

ΞΕΝ. Καλέ διαβόντρου γυέ, όντας μύριζεν, κ' ήλεγες ωχ, ωχ, ωχ, ήτανε καλά, και τώρη έ θες να πλερώσης;

ΑΝΑΤ. Τα πλερώσω, μα να ξέρω πού πάησε τόσος παράς.

ΞΕΝ. — Τ' αυγά ήτανε αφ' της Χίντγιες, το βούτουρο αφ' τη Αμέρικα, ο παστουρμάς αφ' την Περσία, και τα μυρωδικά αφ' το Αμστερδάμ.

ΑΝΑΤ. Τώρα κατάλαβα — έι ύστερα;

ΞΕΝ. Αυτά, να σας χαρώ, κι' ωχ αμάν αμάν.

ΑΝΑΤ. Εμείς καταλάβαμε π' ούναι καλούπι, άμμα τι τα κάμουμε; πάεισε πγια — κάμε σούμα τώρα. —

ΞΕΝ. (Σουμάρι) γρ… 999 και 39.

ΑΝΑΤ. Αμέ το άσπρο;

ΞΕΝ. Τ' άσπρο ήτανε απέ μιαν πρέζα πιπέρι π' ούβαλεν ο Λογιώτατος στη μήτη του κ' ηφτερνίστηκεν.

ΛΟΓ. Άπαγε — ουκ αισχύνη ψευδόμενος;

ΞΕΝ. Κι' εν το βάλετεν στη μήτη σας; — κ' ίντ' ατάνε που βάλλετε μαθές και φταρνιζούσασται μιαν ώρα; — (Προς τους άλλους) Πληρώστε με τώρη.

ΑΝΑΤ. Τώρα ήμαστε χάψι, σαν εύγουμεν όξου, τότες πλερώνουμεν — ν' άρτη κι' Αρβανίτη, να ντώση μερτικό του κι' εκείνο.

ΞΕΝ. Υπογράφτεν άματι το λογαριασμό.

ΑΝΑΤ. Ότι γράψει κανείς, μέσα στη χάψι ντεν πγιάνετε.

ΞΕΝ. Φτάνει να τα θυμούστενε.

ΣΚΗΝΗ ΙΑ'.

(Ο Λογιώτατος μην έχων χρήματα διά την απότισιν του μέρους του συλλογίζεται) Λογιώτατος και ο Ανατολίτης.

ΛΟΓ. (Καθ' εαυτόν) Ενώ δε πώς αν τον έρανον απότισέ μοι; και δη αργύρια ου κέκτημαι — φευ!!

ΑΝΑΤ. Ολάν Λογιώτατε, τι συλλογιέσαι και μουρμουρίζει; — ΛΟΓ. Πώς αποτίσω τον έρανον μηδόλως αργύρια κεκτημένος και δη τούτο τυγχάνω σκεπτόμενος… — ΑΝΑΤ. Α κατάλαβα ντεν έχεις παράδες να πλερώσης μερτικό σου.

ΛΟΓ. Ναι μην — ΑΝΑΤ. Και τι έχεις; — ΛΟΓ. Βίβλους.

ΑΝΑΤ. Βιβλία κιτάπια έχεις; να δγιω.

[ΛΟΓ.] Δημοσθένην, Ισοκράτην, Θουκυδίδην, και λοιπούς.

ΑΝΑΤ. Εγώ σουκράτη μουκράτη κιδύδη μιδύδη μοτεστένη κοτεστένη ντεν πέρνω — Άι Βασίλη κιτάπι έχεις;

ΛΟΓ. Και δη και τούτον έχων τυγχάνω. — Ιδού.

ΑΝΑΤ. Ιστέ αυτόνα παίρνω, μερτικό σου εγώ πλερώνω μη συλλογιέσαι. (Καθ' εαυτόν) Ζάβαλη Λογιώτατο φτωχό είναι, παρά ντεν έχει — τούτοι ούλοι Λογιώτατοι καϊμένοι ούλοι πτωχοί είναι κρίμα στο κακόμοιρο — τι να κάμω; να ντώσω εγώ αρτίκ ρεφενέ του. ιψυχικό είναι.

ΣΚΗΝΗ ΙΒ'.

Ο Ανατολίτης και ο Λογιώτατος.

ΑΝΑΤ. (Καθ' εαυτόν) Είδες καλούπι; άνταμ, απέ λοκάντατζη τι χαΐρη καρτερείς; ό,τι τέλει πέρνη — έφαγες; τα πλερώσης πολλά λόγια ντε τέλει, ας κουρεύεται τώρα — Αστρονόμο ντε φάνηκε ντιαταγή ντε βγήκε… βράντιασε σκοτίνιασε εντώ τα κοιμητούμε, τζαρές {190} ντεν είναι — ας πγιω ένα τζιπούκι κι' αλλάχ κερίμ {191} (καπνίζει) (προς τον Λογιώτατον) τώρα που κατούμαστε έτζι, ντουλειά ντεν έχουμε — τάανουμ Λογιώτατο ένα πράμα συλοΐστηκα, άτζαπα να πω κάμεις ριτζά {192} να σε κάμω, να μη με πης όχι.

ΛΟΓ. Φράτον μοι, και δη σοι υπισχνούμε ίνα σοι ποιήσω όπερ αν μοι είποις.

ΑΝΑΤ. Εμένα πατέρα μου είναι τρία χρόνια πέτανε… βιος πολύ άφηκε — κολυβά του, μολύβα του ιψυχικά του φαλάν φιλάν ούλα έκαμα — τώρα τα βάνω μια πέτρα μεάλη μνήμα του απάνου, τα γράψω, ιστέ ήτανε καλό άντρωπο, ήτανε ραϊτζή, όποιος γλέπει να λέη τεός χωρέστο, άκουσες; τζάνουμ ένα τέτοιο να γράψης εγώ κόπου σου πλερόνω.

ΛΟΓ. Επιτύμβιον τοιγαρούν ποιητέον — και δη ποιήσω διά στίχων — ούτω βούλει;

ΑΝΑΤ. Εσύ ιξέρεις αρτίκ — όπως τέλεις εσύ κάμτο. άμμα ντγιε σακίν σα αναφορά έκαμες να μη γένη και τούτο.

ΛΟΓ. Στιχουργητέον και δη.

ΑΝΑΤ. Αρτίκ ιστίχο μιστίχο, ιξέρεις.

ΛΟΓ. Ποίον δε ην όνομα αυτώ;

ΑΝΑΤ. Όνομά του! Χαντζή Μουράτη λέανε — τόπο του Καΐσερλη — ζεναάτη
 {193} αραϊντζή ήτανε — έτζι να γράψης τζάνουμ.

ΛΟΓ. (Στιχουργεί έπειτα στρέφει προς τον Ανατολίτην.) Και δη εστιχουργησάμην — άκουσον ουν.

ΑΝΑΤ. Λέγε ν' ακούσω.

ΛΟΓ. Ενθάδε κείται Χατζή Μουράτης κλήσει.

ΑΝΑΤ. Ιστέκα — κλήσει τι τα πη;

ΛΟΓ. Ονόματι.

ΑΝΑΤ. Και ντεν έγραψες έτζι;

ΛΟΓ. Και δη τοιούτον έστι το στιχουργείν.

ΑΝΑΤ. Λέε παρακάτου.

ΛΟΓ. « Τέχνη Αραϊντζής και Καισαρεύς τη φύσει,

ΑΝΑΤ. Φύσει τόπο του τα πη;

ΛΟΓ. Ναι μην. — ΑΝΑΤ. Άφεριμ άφεριμ.

ΛΟΓ. « Δέη δε θεώ αμαρτιών του λίσει.

ΑΝΑΤ. Κλύσι, φύσι, λύσι — καλό! για να τεργιάζη ιστίχο…

ΛΟΓ. « Ληστής πάλαι πλήρης εν ασωτίαις » πίστει έλαβε τας κλεις της βασιλείας.

ΑΝΑΤ. Ιστέκα, ιστέκα, — ιλιστής τι ντουλιά έχει εντώ πέρα για;

ΛΟΓ. — Σίγα. — « Ούτος ο πτωχός……..

ΑΝΑΤ. (Τον αντικόπτει.) Φτωχός ντεν ήτανε άνταμ, τρακόσγια πουγγιά άσπρα άφησε.

ΛΟΓ. Αλλ' ιπιρτιβειης ω μιαρέ — και δη άκουε, είτα λέγε.

ΑΝΑΤ. Ακούω αμμά γιατί λες ιψέματα;

ΛΟΓ. Ούτος ο πτωχός Μουράτιος κραυγάζει.

ΑΝΑΤ. Οχ…. Μουράτη γυιός ντεν ήτανε, πατέρα του Χατζή Γιορδάνη λέανε

ΛΟΓ. Μνήσθητί μου Κύριε, πίστει φωνάζει.

ΑΝΑΤ. Ντε φωνάζει πγια τώρα, — αρτίκ σώπασε — όντας επέτανε τρεις φοραίς είπε, μνήσθητι μου Κύριε, αρτίκ μπιτούν {194} σώπασε — εσύ γράφεις εμεν {195} ούλο φωνάζει σάνκιμ είναι βρυκόλακα.

ΛΟΓ. « Ο αναγνώσας τα δε τα γεγραμμένα,
     » άφεσιν ζήτει αυτού τα πεπραγμένα,
     » γνώσθι συ ο μη Θεόν φοβάσαι.

ΑΝΑΤ. Εφοβούτανε ντεό άνταμ, τι λες; ούλη μέρα κι' ούλη νύκτα εκκλησία του πήγαινα — σαρακοστή λάδι μπιλέμ ντεν έτρωγε — ιξένο ντίκιο ντεν ήτελε — μερμίγκι απάνω ντεν επατούσε — έι, λέγε μπακαλούμ. {196}

ΛΟΓ. « Αυτός ο Θεός δύναται σε κολάσαι.

ΑΝΑΤ. Όχι, όχι, όχι! τεός καλάσει — βάι! τεός χωρέσει πες, άνταμ — τι έκαμες; ουφ. = ουφ.

ΛΟΓ. Ναι δη σοι αναγνωστέον ολοσχερές, ίνα γνως την έννοιαν αυτού.
 {197}

ΑΝΑΤ. Τι; απ' την αρχή να ντιαβάσης; να σ' αλατήσω να βρωμήσης,
κοπόγλου κοπέκ, = τίποτα άνταμ. τίποτα…. άρατα τέματα, έγραφες…
ούλα ανάποντα έγραψες.. =μπρε άνταμ εκείνο ιστέ έτζι γράφουνε;
  « Εντάτε κείτεται ντούλο του τεού
  » Χατζή Μουράτη, αραϊντζή, καϊσερλή, καλό
  » άντρωπο ήτανε, όποιος γλέπει μνήμα του να
  » λέη, τεός χωρέστο· πάει λέωντας εγώ έτζι είπα
  » να γράψης.»

ΛΟΓ. Συ αγράμματος ων ου γινώσκεις, και δη εξηγητέον σοι έν καθ' έν……..

ΑΝΑΤ. Έι αρτίκ, εγώ πιρόσκες, μηρόσκες, κατόλου ντεν ακούγω τίποτε ντεν ξέρεις άνταμ ζαβαλη Λογιώτατο, άιδε να γυρίσης κόσμον να γένης άντρωπο.. ηλληνικά πγια να μη μιλάς…. ρωμαϊκα να μιλάς, γιατί ντρωπής είναι κόσμος εσένα αναγελάει….

ΣΚΗΝΗ ΙΓ'.

(Οι στρατιώται συνέλαβαν τον Αλβανόν και τον φέρουν εις την φυλακήν, όπου τον εξετάζει ο Αστυνόμος)

Ο Αλβανός, οι Στρατιώται, έπειτα ο Αστυνόμος.

ΑΛΒ. Πρα ορέ… άστο ορέ, πρα……..

ΣΤΡ. Προβάτιε διάολε.

ΑΛΒ. Άστο ορέ… φτου. αλλά μπελιάβερσιν.

ΑΣΤ. (Τρέχων εισέρχεται.) Γεράσιμέ μου!!

ΣΤΡ. Σκιάβ αφέντη.

ΑΣΤ. Όμορφα μη σας σκαπάρ' απ' τα χέργια.

ΣΤΡ. Όσκαι αφέντη· καλά τον έχουμε.

ΑΣΤ. Μπράβο Αντζουλή μου, Καντήλα μου, γιαμά σας μεριτάρει από εκατό τζικίνια.

ΣΚΗΝΗ ΙΔ'.

(Ο Αστυνόμος εξετάζει τον Αλβανόν με ταχύτητα έμπροσθεν της φυλακής.)

Ο Αστυνόμος, ο Αλβανός και οι στρατιώται.

ΑΣΤ. Πινομή σου; το όνομά σου;

ΑΛΒ. Πώς το λένε ορέ εμένα; Τζέλιο Γκέκα.

ΑΣΤ. Πούθε είσαι.

ΑΛΒ. Γκέκα ορέ, Γκέκα.

ΑΣΤ. Άλλος διάολλος ετούτος — και γιατί μουρέ λάβωσες τον Κρητικό;

ΑΛΒ. Πω — γιατί να το λες ορέ έφαγες κουράδιαις, το χτύπησες ψύχα ψύχα.

ΑΣΤ. Εγώ μουρέ; να ξαφνικό να σ' ούρτη.

ΑΛΒ. Ορέ εσύ εγώ, εγώ εσύ, πώ χτύπησες Κριτίκα. γιατί να το τρως κουράδιαις

ΑΣΤ. Όρσαι κοπλιμέντα! (Προς τους στρατιώτας.) Βάλεττο νε μέσα αρέστο.

ΑΛΒ. Ορέ Αστρονόμο! = πρα πώς το κάνεις έτζι ορέ; πού ορέ να το πηγαίνη μέσα;

ΑΣΤ. Στη φυλακή Μπώγια.

ΑΛΒ. Πω να το κρένης πρώτα ορέ = π' ούναι Κρητίκα να το φέρνης κι' εκείνο ορέ.

ΣΤΡΑΤ. — Μέσα, μέσα……

ΑΛΒ. Άστο, ορέ! μην το τραβάς — αλλά μπελάβερσι.

ΣΤΡ. (Τον φυλακίζουν και αναχωρούν.)

ΣΚΗΝΗ Ις'.

Ο Ανατολίτης και οι λοιποί (έσωθεν της φυλακής.)

ΑΝΑΤ. Γλυτώσαμε, γλυτώσαμε, πιάσανε Αρβανίτη νάτο φέρανε χάψι και εκείνο.

ΧΙΟΣ. Έφεραν τονε του διαβόντρο το γυιό;

ΑΝΑΤ. Νάτος, νάτος κύταξε μάτγιά του=σαν αζτζιζμένη κάτα γιαλίζουλε — σακίν να μην τονε λαλήση κανείς.

ΑΛΒ. (Πλησιάζει) Για σας ορέ.

ΟΛΟΙ. Καλώς ώρισες καπετάνιο.

ΑΛΒ. Πω τι κάνεις σκοτεινά; πρα άνοιξες ορέ το παραθούραις να γλέπης ψύχα.

Π Ρ Α Ξ I Σ Δ'.

ΣΚΗΝΗ Α'.

(Η ερωμένη του Κρητικού συνοδευμένη με την γραίαν τροφόν της ζητεί να επισκεφθή τον εραστήν της εις το αστυνομικόν κατάστημα)

Γαρούφω και Κανέλλα.

ΓΑΡ. Αυτούν για έ αι πηδάκι μου· δώ, η αστρονομίγια.

ΚΑΝ. Εδώ κανείς δεν φαίνεται, μηδέ ψυχή καμμία, τρομάρα μου πώς θα τον διώ μανούλα μου πεθαίνω.

ΓΑΡ. Κράτ' την καρδιά σου κόρη μου……

ΚΑΝ…..Ωχ τώρα τι να γένω, ξέρεις πόσο πικραίνουμε.

ΓΑΡ…….Το πικάζω δα παιδί μου. σκούπισ' τα μάτγια σου και μη κλαις.

ΚΑΝ…….Πώς θα σε διώ ψυχή μου. ο Αστρονόμος ποιος είναι;

ΓΑΡ…..Αυτός που σε κυττάει; αυτός που γλέπει σα χαζός.

ΚΑΝ…….Γιατί δε μας μιλάει.

ΟΛΟΙ. Δεν ανοίγουνε τα παράθυρα.

ΑΛΒ. Πω, πω, να φύγης ορέ — πρα θα σκάβεσαι ορέ ψύχα.

ΑΝΑΤ. Σώπα — τώρα τ' αύγουμε όξου.

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ I'. ΠΡΑΞΕΩΣ

ΣΚΗΝΗ Β'.

(Η Κανέλλα ερωτά τον Αστυνόμον περί του εραστού της αυτός δε τη προτείνει να τον ερωτευθή)

Κανέλλα και ο Αστυνόμος.

ΚΑΝ. Κυρ αστρονόμο μου να ζης π' ούναν το Κρητικάκι;

ΑΣΤ. Σαράντα χρονών άνθρωπον τον έκαμες παιδάκι, και τι τον έχεις;

ΚΑΝ. Ξάδελφο να τον ιδιώ λιγάκι.

ΑΣΤ. Απέ τζη φίναι είναι κι' αυτή, όμορφο πραγματάκι, μωρ' δεν κυττάς τα μάτγια τζη, μωρ' δεν γλέπεις παρέντζα {198} με φαίνεται η Βένερε {199} που είδα στη Φιορέντζα; μωρ' δεν κυττάς το πέτο τζη {200}, δε γλέπεις τα βυζιάτζη, μωρ' δεν κυττάς τα πράτζα τζη, δε γλέπεις τα μαλλιά τζη, μωρ' δεν τα γλέπεις ούλα τζη; μ' ούφυγε το τζερβέλο {201}, πουλώ τα ρούχα μου γι' αυτή, πουλώ και το καπέλο. Ντσόγια μου, άφσ' τον κρητικό· κάμε τ' αμόρ {202} μ' εμένα.

ΚΑΝ. Ποτές δεν καταπιάνομε, φράγκο εγώ με σένα. Εκείνον είπες γέροντα κι' εσύ είσαι πγιο γέρος.

ΑΣΤ. Τριάντα χρόνους τώρα κλειώ, το φετεινό το θέρος, μη γλέπεις τα άσπρα μου μαλιά και τα άσπρα μου τα γένεια, η πίκραις μου τ' ασπρίσανε· και των πολέμων γ' έννοια, μα γώ για την αγάπη σου κυρά μ' τα κολορίρω {203}, με τζη βαμμίναις τρίχαις μου σα νιος σε φαβορίρω {204}.

ΚΑΝ. Δεν κάμω έρωτα; ποτέ μου κύρ λελέγκο.

ΑΣΤ. Ό,τι αγαπάς Κυρία μου πρόντος {205} είναι ντελέγκο, και πγιο καλ' είν' οι κρητικοί τζόγια μου απ' τζη φράγκους. Οι φράγκ' είν' πγιο γαλάντιδες από εκειούς τζη άλλους. Μόν δόσαι, την παρόλα σου.

ΚΑΝ…….Τι λες δεν απεικάζω, τον ξάδελφόν μου αν δε δγιω απ' τον καϊμό μου σκάζω.

ΑΣΤ. Γιαμά χερούργος θα γενής για να τον εγιατρέψης, Κι' εμένα απεφάσισες για να με φαρμακέψης;

ΣΚΗΝΗ Γ'.

Ο Αστυνόμος μόνος.

ΑΣΤ. Γλέπεις μουρέ το διάολο αμόρ' οπού του έχει;
  Το δάκρυ απ' τα μάτγια τζη σαν το ποτάμι τρέχει.
  Γλέπεις γιαμά σεσιμπιλτά {206} αμόρ δε πρίμα κλάσε {207}
  Τέτοια αμορόζα ν' άχες μια φελίτζες {208} ήθες ν' άσαι.
  Τούττο μίο ποσίμπιλε {209} κάμω το παν τζη τάζω,
  Να γένω αμορόζος τζη.. θα γένω.. νον ζε κάζο.

ΣΚΗΝΗ Δ'.

(Η Κανέλλα επισκέπτεται τον Κρήτα.)

Κανέλα, Κρης και Γαρούφω.

ΚΑΝ. Λιγώθηκα μανούλα μου νερό δο μου λιγάκι.

ΓΑΡ. Έλα σ' το νου σου κόρη μου δα, μη γίνεσαι παιδάκι.

ΚΑΝ. Έτζ' όλπιζα για να σε διω; ωχ τι να κάμω τώρα;

ΚΡΗΣ. Να ξεμυστέψω ήθελε πούρι αυτήν την ώρα, Γιάντα δεδίμ ξανάζησα ο θιος που το κατέχει, κ' όπι' όχει μέραις απ' τον θιο χάρο δεν απαντέχει. Διαλέ τζ' αποθαμμένοι του εκείνου τ' Αρβανίτη, που μ' ούδωκε τη μπαλουτιά.. και ν' άταν δα στη Κρήτη, τον εξεμύστευγα δεδίμ τον έπεμπα στον άδη τον Λιάπη τον σκυλόπιστο κι' ας πέφταμε ομάδη.

ΓΑΡ. Πηδάκιμ' πού σε βάρεσε;

ΚΡΗΣ. Εδά δεμίμ στη χέρα.

ΚΑΝ. (Παρατηρεί την πληγήν) Ξέσκουρα είναι τίποτα.

ΓΑΡ. Να μην τον γεύρ' ημέρα.

ΚΑΝ. Να γιάνης θέλεις γλίγωρα καθόλου μη φοβάσαι, ως το πουρνό θ' άσαι καλά — και μη πολύ λυπάσαι.

ΚΡΗΣ. Ο θιος δεδίμ και ο λόγος σου να γιάν' ως το σαββάτο, κουρπάνι σφάζω κια ολιάς ένα κριό βαρβάτο.

ΚΑΝ. Πέντε κριάργια να σφαγούν δέκα για τη ζωή σου, Να τα μοιράσης στους φτωχούς όλα για τη ψυχή σου.

ΓΑΡ. Για ο ντετόρος μας περνά θέλεις να τον φωνάξω;

ΚΑΝ. Φώναξέ τον, μανούλα μου.

ΓΑΡ. Στέκα να τον κράξω.

ΣΚΗΝΗ Ε'.

(η Γαρούφω φωνάζει τον αμαθή ιατρόν παρερχόμενον.)

Η Γαρούφω και ο Ιατρός.

ΓΑΡ. Ξεχώτατε, ξεχώτατε.. 'δώ για.. απάνου έλα.

ΙΑΤ. Οκεμπέλα ποιος είν' άρρωστος εδώ μέσ' την αστυνομία.

ΓΑΡ. Ο Μανολιός ντετόρο μου.

ΙΑΤ. Ευθύς φλεβοτομίγια.

ΣΚΗΝΗ ς'.

(Ο αμαθής ιατρός επισκέπτεται τον Κρήτα.)

Ιατρός, η Κανέλλα, ο Κρης και η Γαρούφω.

ΙΑΤ. Και ποίος είναι ο άρρωστος; κουράγιο.. έχεις ζάλη;

ΚΡΗΣ. Έχω μαθές και με πονεί.

ΙΑΤ. (Κρατών τον σφυγμόν) Φούτρε……σερβιτζιάλι.

ΚΡΗΣ. Πονεί δεδίμ κ' η χέρα μου.

ΙΑΤ. Πονεί σου το κεφάλι;

ΚΡΗΣ. Πονεί με δα κατέχ' ο θιος.

ΙΑΤ. Κι' άλλο σερβιτζιάλη, μη σε πονούν τα κόκκαλα; μη σε πονεί η μέση;

ΚΡΗΣ. Πονούνε δα δεδίμ κ' αυτά.

ΙΑΤ. Η κάψα δε θα πέση. Κρέσαι τα σερβιστιάλε από μισή δουζίνα. αβδέλαις καμμία κατοστή και γιατρικά απ' τα φίνα. Έχεις σκουτούρα τανιτιά; σ' έρχεται να ξεράσης; νυστάζεις βήχεις σ' έρχεσαι μια κοπανιά να σκάσης;

ΚΡΗΣ. Ναι, ναι δεδίμ μου έρχεται· ούλα ναι με πονούνε. ακόμας και τα δόντιά μου, κ' αυτά δεδίμ κουνούνε.

ΙΑΤ. Κακά σημάδια κάκιστα· φούρτε κακά θα πάει, να γλέπω και τη μήτη του σα φυσερό φυσάει. βάλτε του συναπίσματα, και πέντε σερβιτζάλια, γιατί αν τον αφήσεται θα είναι σε κακά χάλια, νάτε και ντυοικούαμο, πουρπούρια δικιτάλε, όποιο, ασσαφέτιδα, γάλβαλο, σέμεν σάντο, τεντούραμ, δι κασμόριουμ και το καρδιοσάντο, σπίρτουμ κακολάριαμ, και την τεντούρα λάκκα, φλορ δι σαρτούνο, λαύδανο, τζερότο τάκα μάκα. Ούλα αυτά να βράσουνε, να πίν' από μια κούπα. βράστε και λαπατόριζες, και κάμτε του μία σούπα, και μια μαγιάτικη σβουνιά κωλείστέ του στη ράχη, καπνίστε τον με πότερα, να σπάση το συνάχι, υτά είναι τα γιατρικά οπού θα πάρη τώρα, και τρία βυζικάντια βάλτε του σε μία ώρα.

ΚΑΝ. Και τ' είν' η αρρωστία του ντετόρο μου να ζήσης, ξήγα το μας το πάθος του να μας καλοκαρδίσης.

ΙΑΤ. Το πάθος τ' είναι γαστρικά, και περιπλεγμονία. φέμπρε μαλίνια, πούντρικα, νεβρόζα, ζγαραντζία, έχετε να με δώσετε καμμιά καλή ρακίτζα;

ΓΑΡ. Έχουμε, να δετόρο μου πγιε με τη μποτηλίτζα.

ΙΑΤ. Χαιρόμενες εβίβα σας· περαστικά τ' αρρώστου, αν θέλη τίποτες φαγί, τη σούπα μόνε δος του, διέτα, νηστείγια φοβερή, τίποτες να μη φάγη, γιατί αν δεν προφυλακτή στον άδη θε να πάγη, κρομύδια π' ουν μαλαχτικά, πράσα καλά βρασμένα, δόστε του το ζουμάκι τους· καλά ν' αν σουρομένα, χαιράμεναις έχετε για. Αύριο πάλ' ερχέμε.

ΓΑΡ. Να ζήσης να σ' εχέμε.

ΣΚΗΝΗ Ζ'.

Κανέλα και Γαρούφω

ΚΑΝ. Γυιέμ τι δετόρος; τι κακαλός; αμ' τι χρυσός;

ΓΑΡ. Ούλη την έπειε τη ρακή.. ι……Στοχιά του.

ΚΑΝ………………..Ας ην με την υγιά του.

ΓΑΡ. Στάλα ρακή δε μ' άφηκε, το σβούριξε ως τον πάτο, εν ψύχα και πολυλογάς.

ΚΑΝ. Σώπα και στέκει κάτω· θυμάσαι τι παράγγειλε πάσ' ένα τ' όνομά του; γιατ' άλλα τ' άπε φράντζικα κ' άλλα περί γραμμάτου.

ΓΑΡ. Τα βιζιγάντια μοναχά, τα πράσα, της αβδέλαις,
Τη φάβα και τα λάπατα.

ΚΑΝ…..Αμέ της καραμέλαις;

ΓΑΡ. Και εκείναις ναι τζ' αστόχησα, και το σερβτζιάλι,
Και τη μαγιάτικη σβουνιά, τα σκόρδα στο κεφάλι.

ΚΑΝ. Δεν τον φωνάζεις ν' ανεβή για να μας τα θυμίση;
Να μας τα πη ρωμαίικα και να μας τα ξηγήση;

ΓΑΡ. Εκείνος τώρα έφυγε.

ΚΑΝ……..Όχι στην πόρτα στέκει.
Πρόφταξε φώναξέ τονε προτού να πάη παρέκει.

ΓΑΡ. Ξεχώτατε, ξεχώτατε, κόπιασε να σε δγιούμε, κόπγιασε μέσα γλήγωρα, κάτι θε λα σε πούμε.

ΣΚΗΝΗ Η'.

(Ο ιατρός εισερχόμενος, καθ' εαυτόν.)

ΙΑΤ. Κακή δουλειά έναι αυτή, ο άρρωστος πεθαίνει.
Αν δεν τον καταφτάξουνε, άφευκτα την παθαίνει.
Του κόσμου η αστένειαις σ' αυτόν εμαζωχτήκαν.
Τι διάβολο να πη κανείς; όλαις σ' αυτόν εμπήκαν.
Ας έμπω πγια να τόνε δγιω να πάρω και παράδες.
Με τέχνη θέλουν γδύσιμο αυτοί οι μασκαράδες.
Διαμάντια γλέπω και φορεί, κάτι δακτυλιδάκια,
Φυσάει η γυναίκα του θε ν' άχη και φλωράκια.

ΣΚΗΝΗ Θ'.

Ιατρός, η Κανέλλα και η Γαρούφω.

ΙΑΤ. Ώρα καλή…. τι πάθετε;

ΚΑΝ……….Πάμε να τρελαθούμε.

ΓΑΡ. Όσ' άπες τα ξεχάσαμε πού να τα θυμηθούμε.

ΙΑΤ. Κι' εγώ όλα τα ξέχασα, τίποτε δε 'θυμούμε.
Ένα σωρό βοτανικά, πού να τα συλλογιούμε;
Τα συναπίσματα ευθύς, το μπάνιο, της αβδέλλαις.
Σερβιτζιάλια, αίματα, γκόμα και καραμέλαις.
Ο άρρωστος δεν είν' καλά κράξται κ' ένα μπαρπέρη.
Πάρτε του αίμας γλήγωρα απ' το ζερβί το χέρι.

ΣΚΗΝΗ Γ.

(Εν ώ ο ιατρός ομιλεί, εισέρχεται ο Αστυνόμος τον επιπλήττει και τον αποβάλλει)

Ο Αστυνόμος και ο Ιατρός.

ΑΣΤ. Πού μου την εσπουδιάρισες {210} αυτήν τη γιατροσύνη,
Μωρ' σορ γιατρέ στη μπίστη σου και τι χειρουργοσύνη;
Και λες πως η λαβωματιά είν' περιπλεμονία,
και πούτριτα και γαστρικά και φέμπρε σγαραντζία;
Μιαν ώρα εγώ τζη άκουγα, τζη τζαρλαταναρίαις,
Οπού τζη ορδινάριζες {211} με τζη κατεργαρίαις.

ΙΑΤ. Φούτρε χειρούργος είμ' εγώ μάμος δετόρ τζαλάπας.
Περίφημος εις τον Πασσά του κάστρου της Ανάπας.

ΑΣΤ. Μουρ' εγώ δε σ' αρωτώ, διαόλλου τζαρλανάτο,
Αν επροπάτησες μαζύ και με τον Ταμερλάνο. {212}
Πες μου πού εσπουδιάρισες; σε ποια Ακαδημία;
Στον Μον Πελέ, στην Μπάδοβα, γη μέσ' τη Βενετία;

ΙΑΤ. Εδιάβασα του Ρομπισόν, φούτρε! την ιστορία,
Κογιόν! του Αριστότελε την οστρακολογία,
Και του Σωκράτ' αφορεσμούς, την παθιακολογία,
Φούτρε του Μπρουμ και του Τισότ τα είκοσι βιβλίγια,
Τ' ογκόλφι της ιατρικής την φαρμακοποιίγια
Τι και αν δεν εσπούδαξα εις την Ακαδημίγια;
Ζε βουρ ασούρ οπού παντού η γιατρικ' έναι μίγια.

ΑΣΤ. Μουρ' εγώ δε σ' αρωτώ α διάβασες στορίαις,
Φυλλάδαις του Μπερτόδουλου και φαρμακολογίαις;
Έχεις περκγάμα δίπλωπα απ' την Ακαδημία,
Γη τζαρλατάνος προπατείς με την καρτερίαν;

ΙΑΤ. Επήγα και εις τον Αγά της Πέργαμος επέρσυ,
Και γιάτρεψα την μήτη του οπ' ούταν για να πέση.

ΑΣΤ. Ώρσε γιαμά δυω φάσκελα ς' τα μάτια του Αγά σου.
Πες με οπού να κάτζουνε διαόλοι ς' τα μυαλά σου.
Μουρέ κανάγια δίπλωμα, πατέντα 'γώ σου λέγω,
Μισέρ Αγάδες δε ρωτώ' Πασσάδες δε γυρεύω.

ΙΑΤ. Έχω πατέντα βίβγια να δγιε τηνε.. 'μπροστά σου,
Ορίστε, παρατήρησε ιδές πατέντα……..

ΑΣΤ…………Στάσου.
Αυτ' είναι τζη βενέτικας Τηργιάκας η ρετζέτα.
Βρε ιμποστόρα {213} δεν είναι της γιατρικής πατέντα.
Δεν γλέπεις το Σαν Μάρκο τζη ζουγράφισμέν' απάνω;
Φάσκελα ς' την πατέντα σου!! διαόλου τζαρλατάνο.
Άμε καλλιά σου απ' εδώ…. Μπιρπάντε……

ΙΑΤ………….Δεν πηγαίνω.

ΑΣΤ. Αμέ καλλιά σου διάολε ς' τον άλυσο σε δένω,
Να μην πατήσης πγια εδώ γιατί θα σε ξυλίσω.
Και ούλα σου τα γιατρικά ς' τη χρεία θα τα χύσω.

ΙΑΤ. Πλερώστε με τα γιατρκά πλερώστε και την κούρα,
Όλα αυτά κοστίζουνε πενήντα πετσεδούρα {214}.

ΑΣΤ. Ώρσαι πενήντα φάσκελα…. ντελόγκο όξου εύγα,
Μομέντο {215} δώ να μη σταθής.. άμε καλλιά σου φεύγα,
Μα τζ' Άγιους Πάντες παρευτύς θε να σε αρεστάρω,
Γιαμά και ς' το κριτήριο θε να σε ακουζάρω,
Π' ούσαι χασάπης μοναχά, μπόγιας κι' ιμποστόρος·
Κ' όχι χειρούργος καθώς λες, και μάμος και δετόρος.

ΙΑΤ. Ω φούτρε σάκρε νον δε διού. γιατί δε με παγάρεις;
Γιατί με βρίζεις Κύργιγιε;

ΑΣΤ…….. Γιατ' είσαι κατεργάρης.

ΙΑΤ. (Με θυμόν.) Να με πλερώσης Κύριε.

ΑΣΤ………Θέλει και παγμέντο (πληρωμήν.)
Γιαμά σου δίνω χαστουκιαίς και γλέπεις τραταμέντο
(Σηκώνει την χείρα να τον κτυπήση ο δε ιατρός
αναχωρεί.)

ΣΚΗΝΗ ΙΑ'.

Ο Αστυνόμος και αι Γυναίκες.

ΑΣΤ. Ποιος τον εφούγιαξε γιαμά αυτόν το τζαρλατάνο;

ΚΑΝ. Εμείς τον εφωνάξαμε κι' ανέβηκε απάνω.

ΑΣΤ. Όμορφο μπόγια βρίκατε καλόνε κατεργάρη.
Οπού με τζη ψευτίαις του ήθελε να σας 'γδάρη.
Να στείλη και τον άρρωστο ς' τον άδη χωρίς ναύλο,
Κι' α δεν επρόφτανα εγώ τ' έκαμνε δίχως άλλο.
Απ' όσα ορδινάρησε τίποτζι να μη κάμτε,
Μόνε ξαντό εις την πληγή με το τζερότο βάλτε.
Κι' ως το πουρνό θα είν' καλά σας λέγω βεραμέντε,
Θα γιατρευτή κι' η πληγή κι' ούλα περφεταμέντε.
Κάμτε αυτό το γιατρικό, κοπγιάστε στη δουλειά σας,
Γιατ' έχουμε υποθέσες και άμετε καλλιά σας.

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ Δ'. ΠΡΑΞΕΩΣ.

ΠΡΑΞΙΣ Ε'·

ΣΚΗΝΗ Α'.

(Ο Αστυνόμος μόνος εις το κατάστημα ακουβισμένος εις την τράπεζαν του γραφείου του)

ΑΣΤ. (Καθ' εαυτόν.) Ύστερα απέ ούλαις ετούτες τζη εζάμινες που έκαμνα, δεν εύγαλα τίποτζι.. οι μπιστεμένοι μου στρατιώταις μου πιάσανε το Λιάπη, — αυτοί είναι διαόλλου κάρτζαις — τώρα τζη έχω ούλλους τζη διαόλλους αρέστο. — Ιντάντο {216} πρέπει να κάμω τ' άττα μου και τα ραπόρτα μου ς' τη Διοίκησι, και να μη μορογάρω {217} — αυτά τα οφφίτζια αυταίς τζη σκουτούρες έχουνε και για μικρά πράμματα ξεπέφτει τ' ονόρ τ' ανθρώπου· — πού ν' άν ο γραμματικός μου; (Φωνάζει.) Γραμματικέ!!! (καθ εαυτόν) κ' αμά δε ξέρω κ' αυτός ο διάολλος πού προβατεί; τι κακό είναι να μη ξέρη κανείς να γράφη μονάχος του — και τι να γράψω, που το τζερβέλλο μου {218}, είναι ούλο σαν κλούβιο αυγό απέ τζη εζάμινες, απέ τζη φωναίς, κ' απέ τόσους διαόλλους που δεν μπόρεσε να βγάνω τίποτζι, κι' αν έκαμε τούτο, ιλμ ποσίμπιλε να μάθω αν ήτανε κάζο πενσάτο· — ο ένας μου μίλλαγε τούρκικα, ο άλλος ελληνικά, άλλος μ' ούλεγε γίδες, και ταρνανάδαις, κι' αλεπούδες, κι' ο άλλος τζη σολομονικαίς του — και θα τζη θυμούμε ούλλους; — κι' απού μέσα απ' ένα λαβιρίντο {219} τέτοιο, τι διάολλο να μπορέση να περσουαδαριστή {220} κανείς, πού δεν καταλαβαίνει πρώτ' απ' ούλο τζη γλώσσαις τους — ας μη μορογάρω δούνκε όσω έχω τη γκάουζα στο νου μου, μπα και μου φύγη καμμιά σέργια οσερβατζιόνε {221}…. κι' αμά ξέρω πού να τρέχη κι αυτός ο κανάγιας ο Γραμματικός μου; (φωνάζει.) Γραμματικέ!!! — (καθ' εαυτόν) ξαφνικό ν' σ' ούρτη — μπιλιάρδο θα παίζει ο μπιρπάντες σε καμμιά καφφεταρία, ή θ' ήναι σε καμμιά απ' εκειαίς τζη παστρικαίς, τζη κουβερσατζιόνες {222}.

ΣΚΗΝΗ Β'.

(Ο Γραμματεύς του Αστυνόμου εισέρχεται ιδρωμένος κάθεται εις την τράπεζαν, και με έν μανδήλι βρεγμένω από λεβάντα στεγνώνει τον ιδρώτα του.)

Αστυνόμος και ο Γραμματεύς.

ΑΣΤ. Ωντζόγια μου μυρουδίαις! — ω μάτια μου μουσκίαις! — και π' ούσουνε γιαμά που σε φούγιαζα δυω ώραις;

ΓΡΑΜ. Σε μια βίζιτα που είχε το όνομα της.

ΑΣΤ. Και πώς τη νε λέγανε γιαμά;

ΓΡΑΜ. Λουτζία.

ΑΣΤ. Και 'κεί σε τζη αλείψανε αυταίς τζη μουσκίαις;

ΓΡΑΜ. Με τρατάρανε ολίγη λεβάντα.

ΑΣΤ. Αφσ' τζη μουσκίαις και τζη μυρουδίαις και να γράψουμε τώρα τα ραπόρτα μας.

ΓΡΑΜ. Δεν έχω το νου μου τώρα — αφήτε με να ξεζαλιστώ ολίγον.

ΑΣΤ. Σε ζαλίσανε κι' εσένα η Λουτζίαις;

ΓΡΑΜ. Όχι, είμαι κουρασμένος.

ΑΣΤ. Μπα και χόρευγες;

ΓΡΑΜ. Ναι.

ΑΣΤ. Και δε με λες π' ούσαι μπαλαρίνος; τ' όγραφα κι' εγώ, μα δε ξέρω τζη εδικαίς σας τζη οξείαις και τζη περισπωμέναις και τζη ορτογραφίαις.

ΓΡΑΜ. Υπαγορεύσατέ με κι' εγώ γράφω.

ΣΚΗΝΗ Θ'.

(ο Αστυνόμος υπαγορεύει εις τον Γραμματέα)

Αστυνόμος και ο Γραμματεύς.

ΑΣΤ. (Υπαγορεύει.) «Κόπια ευγαρμένη απέ το Αουτέντικο » {223}

ΓΡΑΜ. (Γράφων Γελά)

ΑΣΤ. Τι γελάς διάολλε; μπα και θυμάσαι τζη μπάλλους (Υπαγορεύει.)
  » Σ 'τζη χίλιους οχτακόσιους είκοσι εφτά, τζη δεκάξη του Τρυγητή
  »…. (Προς τον Γραμματέα.) Δεν έχει δεκάξ ο Τρυγητής;

ΓΡΑΜ. Ναι, δεκάξη. (Γελών.)

ΑΣΤ. Ω μουρέ γέλοια! (Υπαγορεύει.) « Ημέρα Κυργιακή, διώμιση ώραις μετά το γιόμα, ς' τη λοκάντα του Μισέ, πώς διάολλο τόνε λένε; »

ΓΡΑΜ. Μπαστιά.

ΑΣΤ. Για σου Μπαστιά. — εξεφαντώνανε ένας Κρη- « τικός, ένας Λιάπης, ένας Μουραΐτης, ένας Λογιώ- » τατος, ένας, Ανατολίτης, (καθ' εαυτόν) και μηγά- » ρι τζη θυμούμαι ούλους; (Υπαγορεύει) κι' ένας » Χιώτης, σαν εμεθύσανε χτύπησε ο Λιάπης τον » Κρητικό με την πιστόλα ς' το χέρι εγώ ντελόγκου » έκαμα ούλαις ετούτες τζη εζάμηνες που στέρνω » μαζή με το παρό ραπόρτο. Ο Λιάπης έφυγε κι' » έστειλα τζη μπιστεμένοι μου στρατιώταις και » τόνε πγιάσανε και τζη έχω ούλους αρέστο· σε » ούλαις τζη εζάμηνες π' όκαμα κον τούτο μια πο- » σίμπιλε, δεν μπόρεσα να ξανοίξω αν ήτανε κάζο » πενσάτο, γιατί ούλοι αυτοί μιλούσανε λογιών το » λογαδιώ γλώσσαις, και δεν τζη εκαταλάβαινα. » Εκειό που φαίνεται πρέπει ν' άτανε κάζο ατζι- » δέττε, γιατί πρώτη βολά ήτανε γρωνισμένος ο » Λιάπης με τον Κρητικό, ούλα μου τα άττα είναι » τα παρό, και τα ραπορτάρο {224} ς' την Σεβαστή » Διοίκησι, ως καθού είμαι οπλιγάτος {225}, κι' ό,τι ξα » νοίξω κατόπι το ραπορτάρω ως μου μεριτάρει {226} ως » το οφφίτζιό μου, ακαρτερώ ριπόστα {227} στην πα- » ρό μου, για να ρεγουλαριστώ {228} τι να τζη κάμω » τούτοι τζη διαόλλοι οπ' όχ' αρέστο· να τζη φουρ- » κίσω; γη να τζη αμολλάρω. »

ΓΡΑΜ. (Γελών.) Έτζι να τ' αντιγράψω;

ΑΣΤ. Κι' εμέ; πώς; έτζι ξέρω το δικό μας το στείλε {229} — σα γένης εσύ
Αστυνόμος κάμε όπως γνωρίζεις.

ΓΡΑΜ. (Μετά την αντιγραφήν το παρουσιάζει) Υπογράψετε!!

ΑΣΤ. (Υπογράφει.)Διονείσιοφάντέαστίνομοςτζι ελλινικείς διείκησις. (προς τον Γραμματέα.) Το πέρασες ς' το αουτέντικο;

ΓΡΑΜ. Ναι.

ΑΣΤ. Σιντζιλλάριστο τώρα όμορφο και στείλλετο ντελογκό — μπα και μου φύγης πάλαι και πας να μπαλλάρης;

ΓΡΑΜ. Όχι δα — ύστερ' από δύω ώραις όταν δροσίση. (Λαμβάνει τα έγγραφα και αναχωρεί.)

ΣΚΗΝΗ Δ'.

Ο Αστυνόμος μόνος.

ΑΣΤ. (Καθ' εαυτόν) Μωρ' τόνε γλέπεις του διαόλλου το μπαλλαρίνο με τι σουμπέρμπια {230} σου μιλλάει γιατί ξέρει δύο οξείαις και τρεις περισπωμέναις; καλότυχε, πώς εγένηκ' ο κόσμος; — μουδέ τονε μέλλει αν τόνε μιλλά ο σουμπεριόρος {231} του μουδέ καρφί του καίγεται του κανάγια — τζη μυρουδίαις του και τζη μπάλλους του κυττάζει και πότες να φηνίρη {232} ο μήνας για να πάρη το μηνιάτικο — μουδέ να γράψη έχει ένοια, μουδέ ρετζίστρα {233} να κρατήση τίποτζι, τίποτζι; μα τι να κάμη κανείς σα δεν μπορεί να κάμ' αλλοιώς — πασιέντα {234} τώρα — σκοτίστηκα πγια με τζη διαόλλους ας ριποσσάρω {235} λιγάκι — (ακουμβά ολίγον εις την τράπεζαν.)

ΣΚΗΝΗ Ε'.

(Οι στρατιώται εισέρχονται αιφνιδίως και ομιλούν με τον Αστυνόμον περί των φυλακίσεων)

Ο Αστυνόμος και οι Στρατιώται.

ΣΤΡ. (Με φωνήν χαμηλήν) Γιαμ' αφέντη — σκιάβο..

ΑΣΤ. Τ' είναι μουρέ Γεράσιμέ μου, Αντζουλή μου, Διονύσιο; — τρέχει τίποτζι;

ΣΤΡ. Ναι αφέντη.

ΑΣΤ. (Έντρομος.) Τι μουρέ;

ΣΤΡ. Οι κολέγαδες του Λιάπη ετοιμάζουνται να σπάσουν τζη φυλακαίς να πάρουνε τον Λιάπη και να αμολλάρουνε {236} και τζη αλλουνούς οπ' ούναι μέσα.

ΑΣΤ. Και πούθε το μάθετε εσείς γιαμά;

ΣΤΡ. Στην πιάτζα μας αβερτήρανε {237} που θα μας επιάσουνε κι' εμάς να μας ξαρματώσουνε — είπανε που θα σ' τζη παίξουνε και τζη αφεντιάς σου.

ΑΣΤ. Ω διάολλε — και το κάμουνε προμπαμπιλμέντε {238} — μοναχά να πάτε να δγήτε, κι αν ήν αληθινά, να μ' αβιζάρετε ντελόγκο, για να βγάνουμ' όξου το Λιάπη, και ν' αφίκουμε τζη άλλους μέσα, ως που να μας έρτ' η ριπόστα που παντυχαίνω απ' τη Διοίκησι.

ΣΤΡ. Ν' άχουμε το συμπάθιο, αφέντη· εμείς λέμε να πγιάσουνε τ άρματα, και να τζη βαρέσουμε.

ΑΣΤ. Όσκε, όσκε — τίποτζι — τίποτζι μην μπα και ριζικιάρεται {239}, αλάργου απέ τζη λιάπιδες…

ΣΤΡ. Ντόνκα {240} να τόνε αμολλάρουμε το Λιάπη;

ΑΣΤ. Αφήτε να περάσ' ένα μομέντο {241} ακόμα.

ΣΤΡ. Να, αφέντη ο Φάντες {242} τζη Διοίκησις, έρχεται μ' ένα όρδινο
 {243} ς' το χέρι.

ΑΣΤ. Πάρτε τ' απ' τα χέργιά του, και φερμάρετε εδώ. μην αλαργεύετε σ αυταίς τζη ώραις μπα και μας εύρη κανένα ατζιδέντε {244}.

ΣΚΗΝΗ ς'.

(Ο Αστυνόμος λαμβάνει διαταγήν διά να απολύση από την φυλακήν όλους μη γνωρίζων δε να την αναγνώση καλώς, προσκαλεί με θυμόν τον Γραμματέα.)

Ο Αστυνόμος, ο Γραμματεύς και οι Στρατιώται.

ΑΣΤ. Π' ούσαι μουρέ Κόντε = παστρικέ; να — ξαφνικό να σ' ούρτη! — Γραμματικέ, κύριε Γραμματέα — να, ν' άμπ' ο διάολλος μέσ τζη τζιριμονίαις σας.

ΓΡΑΜ. Εμένα φωνάξετε;

ΑΣΤ. Κι' αμέ ντζόγια μου; την εκλαμπρότη σας σορ λουστρύσαμο {245} — και γιαμά δεν ατζιτάρετε {246} να σας φουγίαζουμε; θέλετε ν' άχουμε κι' ένα φάντε απόστα {247} για την εκλαμπρότη σας, να τον στέρνουμε για να σας φουγιάζη;

ΓΡΑΜ. Και τι αγαπάτε;

ΑΣΤ. Κόπγιασαι να διαβάσης αυτήνη τη διαταγή, να δγιούμε τι θα τζη κάμουμε ετούτους τζη διαόλους!! θα τζη φουακίσουμε φιναλμέντε {248}; γ' ή θα τζη αμολλάρουμε;

ΓΡΑΜ. (Αναγνώσκων την διαταγήν.) Όχι, θα τους αφήσουν όλους.

ΑΣΤ. (Προς τους στρατιώτας) Αμολλάρετε τζη ούλους και να τζη πρεζεντάρετε εδώ για να τζη μιλήσω, ως μου μεριτάρει.

ΣΤΡ. Ντελόγκο. (Αναχωρούν.)

ΣΚΗΝΗ Ζ'.

Ο Αστυνόμος μόνος.

ΑΣΤ. Ώρσαι μέσ' ς' τζη εζάμιναίς μου και μέσ' τα άττα μου — μουδέ τριμπουνάλε {249} μουδέ κριμινάλε {250}, μουδέ διάολλο· — τζη επερτονάρισε {251} η Διοίκησι ιν σόμμα {252} — κρίμα ς' τζη κόπους μου και ς' τζη φωναίς μου — ούλα παν αμόντε {253} τι να πη κανείς; στουπίρ' {254} ο νους του και δε ξέρει τι στράτα να πγιάση — μουρέ εγώ ήθελα να φουρκίσω εκειόνε το μπόγια τον Λιάπη κι' εκειόνε το πιρπάντε το λοκαντιέρη ήθελα να τόνε αφίκ' αρέστο καμπόσον καιρό κι' εκειόνε το σκολλάρο το σεκάντε, που σεκάρισε ο διάολλος το τζερβέλλο μου μ' εκειαίς τζη λέξαις και τζη ελληνικούραις του· — μα πέρασε τώρα — ας πάνε να φκαριστούνε την Διοίκησι που τζη επερτουνάρισε.

ΣΚΗΝΗ Η'.

(Οι στρατιώται παρουσιάζουν τους φυλακισθέντας όλους.)

Αστυνόμος, οι φυλακισθέντες και οι Στρατιώται.

ΣΤΡ. Τζη εφέραμε, αφέντη.

ΑΣΤ. (Προς τους φυλακισθέντας.) Αμέτε τώρα καλλιά σας — είστε λίμπεροι· {255} — η Διοίκησι σας επερτονάρισε — το ντιλίτο {256} σας γιαμά ήτανε για φούρκα, μονάχα η Διοίκησι σας λυπήθηκε κακόρκοι, γιατ' είστε ξέν' αθρώποι — βάρδα μπένε {257} άλλη μια βολλιά αν κάμετε τίποτζι, νον ζε κάζο, θα σας φουρκίσουμε — αμέτε καλλιά σας.

ΑΝΑΤ. Έι αρτίκ τώρα ζάμινα μάμινα, φόρτο φούρτο, σάντο μάντο ντεν έχει πγια.

ΑΣΤ. Άμε πγια καλιά σου χατζή παληότουρκα με τα τούρκικα Σου. (Προς τον Λογιώτατον.) Άμε και συ να ξηγάς τζη συναξαριστάδες σου διαόλλου σκολάρο, — αμέτε κι εσείς άλλος με τζη γίδες του, άλλος με τζη σολομονικαίς του, άλλος με τα κουράδια του κι' όπου θα γλέπω απέ σας, θα φεύγω δέκα μίλια αλάργου, άμε καλλιά σου κι' εσύ Λιάπη μπόγια πού κόντεψες να φας τον άνθρωπο ζουντανόνε για τίποτζι.

ΑΛΒ. Πω, πώς να το λες ορέ να τρως κουραδιαις.

ΑΣΤ. Άμε καλλιά σου μπόγια, να μην ανίξουμε πάλι κανένα άλλο ατζιδέντε.

ΑΝΑΤ. Ε! εμείς τώρα τα φύγουμε, — άμμα ντεν τ' αγαπήσωμε — τώρα τα πγιούμε κομμάτι κρασί, να φιλλιτούμε και να πάμε στην ντουλειά μας — Μισέ Μπαστιά! φέρε κρασί και ποτήργια να πγιούμαι. — (Φέρει κρασί και λαμβάνει καθείς από έν ποτήριον εις χείρας.)

ΟΛΟΙ. Ε, βίβα! περαστικά μας.

ΑΝΑΤ. Αρτίκ τώρα να φιλλιτούμε σαν αδέρφια.

ΟΛΟΙ. (Ασπάζονται.]

ΑΝΑΤ. Σία.

ΠΕΛ. Χαιράμενοι.

ΑΛΒ. Ζτρου, ορέ ζτρου.

ΧΙΟΣ. Στην υγυιά μας καλή για.

ΟΛΟΙ. Ε…. βίβα. (Χειροκροτούν.)

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΙΑΣ.

1} Θέμενα εν τάξει

2} Ας ίδωμεν

3} Άνθρωποι

4} Ψυχή μου

5} Ιδού

6} Πλέον

7} Εύγε

8} Κρέας ξηρόν τεταριχευμένον

9} Διότι

10} Νέαν είδησιν

11} Υποδήματα

12} Τετέλεσθαι

13} Λάφυρα

14} Έρανον

15} Τράπεζαν

16} Πατρός

17} Μεγαλοπρέπειαν

18} Χύτραν

19} Στρατιωτικόν ψωμί

20} Ευθύς

21} Ανόητος

22} Ζυμάρι

23} κακόν τι να τω δώση ο Θεός

24} Τρελλαθήκετε

25} Τρελός

26} Μήπως

27} Ανόητε

28} Ηλήθιος

29} Ίσως

30} Δώρον

31} Ο Θεός κακόν να τω δώση

32} Δεν είναι χρήματα

33} Εσχάτην ζώνην

34} Εύγε

35} Θησαυρόν

36} Ευτύχει

37} Όλως δι' όλου

38} Κάλυμμα

39} Σάλπιγξ των γύφτων

40} Ιδίωμα

41} Τρελέ

42} Είδος ψυτακού

43} Αρνίον μου

44} Έρος

45} Άλλος δε

46} Μελωδία

47} Μάλιστα

48} Σειρά

49} Ευνουχισμένοι

50} Είπα

51} Οι ψοχουγιοί

52} Ήχον

53} Τζιπούκι

54} Φωτιάν

55} Σηκώτι

56} Τουρκοσχολαστικέ

57} παραιτεί

58} Υιέ πόρνης

59} Ορμητικώς εξήλθεν.

60} Μέγας

61} Παράξενος

62} Εκρήξει

63} Προητοιμάσθη

64} Φίλερις

65} Κόνιν των λειψάνων

66} Πρόβατα ή κοπάδια

67} Κακόν να τον δώση ο Θεός

68} Στον διάβολον

69} Προτέρημα

70} Βλάβην

71} Αλειφήν

72} Να εύγαι

73} Ίππον

74} Στήτε

75} Εγκληματίαι

76} Κατά μέρος

77} Εξετάσω

78} Εν μέρει

79} Πνευματικόν

80} Εξομολογήση

81} Να γλυτώσω

82} Εκ προμελέτης

83} υπόθεσις είναι σοβαρά

84} Μ' ακρίβειαν

85} Τόσον αρκεί

86} Εμβριθώς

87} Κατηγορίαν

88} Καταμηνύσω

89} Πράξεις

90} Ως πρέπει

91} Ανήκει

92} Αξίωμα

93} Καταφρονώ

94} Υπόληψιν

95} Μήπως

96} Πίλον της κεφαλής

97} Τάχα

98} Επλήγωσε

99} Τετέλεσται

100} Ευκολίαν

101} Εξέτασιν

102} Φυλακήν

103} Αντί του τελείως

104} Είδος ποτού οξέως κατασκευαζομένου από Κεχρί

105} Πολλοί των τοιούτων Λογιωτάτων απαντώντες ενίοτε περιόδον τινά συγγραφέως δυσνόητον, μη δυνάμενοι να εννοήσωσι το πνεύμα της περιόδου, αποδίδουν ότι ο συγγραφεύς σολοικίζει.

106} Τους χρόνους

107} Αστειεύομαι

108} Λεξικόν

109} Λέξεις

110} Σχολαστικέ

111} Εζή[?]ανες

112} Αμφιβολία

113} Απολύτως

114} Αντί του αφεύκτως.

115} Στείρας

116} Γεμίσω την κοιλίαν μου

117} εμέθυσε

118} Τας έριδας

119} Καθαρισμένος

120} Πληροφορήσεις

121} Καταδέχεσαι

122} Επήδησε

123} Ο μυελός

124} Κράζης

125} Ειδοπίησαν

126} Θαύμα

127} Τελευταίον

128} Πληροφορήση

129} Αναφέρω

130} Γελείον

131} Πληροφορημένος

132} Εμβρίθειαν επίσημον

133} Αστεϊσμοί

134} Γρόσια

135} Υπόληψιν

136} Λερώση

137} Το πρόσωπον

138} Φλωρία Βενέτικα

139} Πράξιν εμβριθή

140} Σε ραγίσω

141} Έπειτα

142} Ερευνήσω

143} Τρόπος

144} Αξιότης

145} Αυτό είναι

146} [Την μνήμη]ν

147} Αμέσως

148} Σιγαλά σιγαλά

149} Εννοήση

150} Αποδράση

151} Σκλάβος σας

152} Βουλοκέρη.

153} Σφραγίδα

154} Σφαγισμένη

155} Επισήμως

156} Νουν

157} Επανάστασιν.

158} Στιλπνόν

159} Μικρόν μου

160} Απόφασιν δικαστικήν

161} Άραγε

162} Μόνον

163} Σκληρός

164} Αχαλίνωτος

165} Λόγον

166} Διαφορά

167} Υπομονήν

168} Μέτωπον

169} Μετά βίας

170} Τουλάχιστον

171} Υιέ σκύλου

172} Μετανόησα

173} Υιέ κόπρου.

174} Ανόηται

175} Εύγε

176} Εύγε

177} Καλλοπισμένη

178} Εξερευνητής των σαριδίων

179} Καισαρεύς

180} Αλυσσοποταμίτης

181} Άνθρωπε.

182} Μεταφ. παχύνους

183} Δρηστήριος

184} Είθε

185} Σκύλον Υιέ σκύλου

186} Χάρισμα

187} Δεν θα ομιλήση ερωτικώς

188} Η υπόληψίς του

189} Αρωματικά.

190} Τρόπος

191} Έχει ο Θεός

192} Παράκλησιν

193} Τέχνη

194} Όλως διόλου

195} Όλον εν

196} Να ίδωμεν

197} Μελέτης χάριν εκβαλών βιβλίον παρά τινος των λογίων τον διδάσκαλον επαγγελομένου εύρον εν αυτώ το παρόν επιτύμβιον χειρόγραφον πρωτότυπον διαφέρον μόνον κατά το όνομα και παρά του ιδίου διδασκάλου πεποιημένον.

198} Παρρησιαστικόν.

199} Η Αφροδίτη

200} Το στήθος

201} Ο μυελός

202} τον έρωτα

203} Βάφω

204} Σε υπερασπίζω

205} Έτοιμος

206} Ευαισθησίαν;

207} Της πρώτης τάξεως

208} Ευτυχής

209} Όλα τα δυνατά

210} Εσπούδασες

211} Διέταττες

212} Ο Ταμερλάνος ήτον ηγεμών της Ταρταρίας

213} Απαταιών

214} Τάλληρα Ισπανικά

215} Στιγμήν

216} Εντοσούτω

217} Αργοπορώ

218} Μυελός.

219} Λαβύρινθον

220} Πληροφορηθή

221} Παρατήρησης

222} Συναναστροφάς

223} Το πρωτότυπον βιβλίον.

224} Αναφέρω

225} Υπόχρεως

226} Ανήκει

227} Απάντησιν

228} Οδηγηθώ

229} Ύφος

230} Υπερηφάνειαν

231} Ο ανώτερος

232} Τελειώσει

233} Αρχεία

234} Υπομονή

235} Αναπαυθώ

236} Αφίσουν

237} Ειδοποίησε

238} Πιθανώς

239} Ριψοκινδυνεύσετε

240} Λοιπόν

241} Στιγμήν

242} Ο κλητήρ

243} Διαταγήν

244} Αιφνίδιον

245} Εκλαμπρότατε

246} Καταδέχεσθε

247} Επίτηδες

248} Τελευταίον

249} Δικαστήριον πολιτικόν

250} Εγκληματικόν

251} Εσυγχώρησε

252} Τέλος πάντων

253} Ματαίως

254} Εξίσταται

255} Ελεύθεροι

256} Το έγκλημα

257} Προσέξατε καλώς