Title: Ο Άγιος Δημήτριος: Μυστήριον εις πράξεις 3
Author: Platon Rodokanakes
Release date: February 25, 2010 [eBook #31401]
Most recently updated: January 6, 2021
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni
Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
The spelling of the book has not been changed otherwise.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό.
Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει.
Πρωτοπαίχθηκε στο θέατρο Μαρίκας Κοτοπούλη την Πέμπτη 24 Αυγούστου 1917.
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» 44 — Εν οδώ Σταδίου — 44 1922
Τα γνήσια αντίτυπα φέρουσι την σφραγίδα του βιβλιοπωλείου της «Εστίας».
ΠΡΟΣΩΠΑ
Ο Άγιος Δημήτριος.
Ο Ποιητής.
Καίσαρ Γαλέριος.
Ο Άγιος Νέστωρ.
Ερμογένης, δεσμοφύλαξ.
Τρόφιμος, αρχιευνούχος.
Λούπος, εκ του Δήμου των Πρασίνων.
Ο Έπαρχος της πόλεως.
Κουβικουλάριος.
Εκατόνταρχος.
Α'. Θεσσαλονικεύς.
Β'. »
Γ'. »
Δ'. »
Α'. Διάκος.
Β'. »
Πρεσβύτερος.
Α'. Ευνούχος.
Β'. »
Γ'. Ευνούχος
Δ'. »
Ε'. »
Α'. Στρατιώτης.
Β'. »
Γ'. »
Δ'. »
Ε'. »
ς'. »
Ευνίκη.
Η Μάννα του Αγίου.
Η Προφήτισσα.
Πρίσκιλλα.
Α'. Μάννα.
Β'. »
Α'. Γυναίκα
Β'. »
Γ'. »
Δ'. »
Ε'. »
Στρατιώτες, — Γυναίκες. — Παιδιά.
Το έργον εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη, κατά τας αρχάς του Δ' Αιώνος, ηγεμονεύοντος της Ανατολής Διοκλητιανού Αυτοκράτορος.
(Ο Ποιητής, ντυμένος σκαραμάγγιο πράσινο βαθύ με ρόδινο περιώμιο κατάκοπο και φορώντας την κουκούλα, βγαίνει πλάι από την αυλαία στο προσκήνιο. Η περισκελίδα του είναι στενή, από πράσινο ανοιχτό ύφασμα με μαύρες χονδρές ραβδώσεις. Τα μαύρα υποδήματά του κεντημένα με χρυσάφι, τελειώνουν σε πολύ μακρυές μύτες από δέρμα μαλακό. Ο Ποιητής υποτίθεται πως είνε οφφικιάλιος της Αυτοκρατορίας και ζη στην πρώτην εποχή των Σταυροφοριών. Κρατάει το χειρόγραφο, μεμβράνη ξετυλιγμένη, και απαγγέλλει τρανταχτά, τραβώντας πάντα για να βγη από την άλλη άκρη).
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ. Ήταν εκείνο τον καιρό που μέσα στη Θεσσαλονίκη έχτιζαν την τετράγωνην αψίδα με τους θαυμαστούς πυλώνες τεχνίτες Έλληνες, Μικρασιάτες. Ο Καίσαρ ο Γαλέριος, κρατώντας στο δεξί τη νίκη, εγύριζε θριαμβευτής από των Εκβατάνων τους ροδώνες, σέρνοντας πίσω από το άρμα του γυναίκες μαυρομάτες, έφηβους από την Έδεσσα με σκουλαρίκια και βασιληάδες με ολοκέντητα σαρίκια, ανεβασμένους σε καμήλες και σε άλλα ζώα, που τώρα πρώτα τάβλεπεν ο κόσμος κι' ανεβόα: — Του Βίγγας Μαξιμιανέ Γαλέριε! — — Του Ηρακλέα γυιέ! — Ντίβους! Αιθέριε! — Και αυτός στο άρμα το χρυσό, που το τραβούσαν τέσσερις ελέφαντες λευκοί, φορούσε τη μενεξελιά πορφύρα, φτειασιδωμένος κι' όλος μέσ' στα μύρα, Πότε κυττάζοντας εδώ, πότε κυττάζοντας εκεί και με καμάρι περισσό, δεχόμενος της πόλης τα ευχαριστήρια, για τα περίτρανα της Ρώμης νικητήρια. Στα μπράτσα του, χονδρά βραχιόλια είχε περασμένα με λαμπερά πετράδια και μαργάρους στολισμένα. Δούλοι από την Αρμενία, με ζουγραφιστές ομπρέλλες τον σκιάζανε μεταξωτές και σκλάβες απ' τον Τίγρι, με ριπίδια αψηλά, πηγαίναν πλάι και τον ανεμίζαν απαλά. Στην Εγνατία την οδό, τα ροδοπέταλα βροχή. Στεφανωμένοι όλοι με κισσό για την υποδοχή. — Πολλά τα έτη, Αυτοκράτωρ! — — Άβε Τσαίζαρ Ιμπεράτορ! — Τα μάτια βγάζανε φωτιές, εβράχνιαζαν οι λάρυγγες κι' ολούθε αντηχούσαν οι παιάνες και η σάλπιγγες!
(Τρίκλινον μέσα στο Παλάτι του Γαλερίου, στη Θεσσαλονίκη. Γύρο ανοίγματα σκεπασμένα με καταπετάσματα της εποχής, μονόχρωμα, στολισμένα με μεγάλα τετράγωνα που έχουν χρώμα διαφορετικό. Στους τοίχους μωσαϊκά με πουλιά και καρπούς. Ο Καίσαρ Μαξιμιανός Γαλέριος, στεφανωμένος με τριαντάφυλλα, φαίνεται κουρασμένος. Οι Κουβικουλάριοι, όλοι έφηβοι, στεφανωμένοι με κισσό και ντυμένοι λευκά μακρόσυρτα ιμάτια, πηγαινοέρχονται βιαστικά. Άλλοι κρατάνε νιπτήρες χρυσούς, άλλοι προσόψια, άλλοι τα λινά φορέματα, που ο Γαλέριος φορεί μέσα στα δωμάτιά του, μερικοί πλησιάζουν να του βγάλουν τη μενεξελιά πορφύρα. Ένας ευνούχος, αράπης ολόγυμνος, τον αερίζει κοιμισμένα με μακρύ ριπίδι από φτερά παγωνιού. Ο αρχιευνούχος Τρόφιμος, γονατισμένος μπρος στα πόδια του Καίσαρα, του βγάζει τα σανδάλια και του φορεί αναπαυτικές παντόφλες, από πράσινο δέρμα μαλακό).
Γαλέριος — Τρόφιμος — Κουβικουλάριοι — Αράπης.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Ουφ! κουράσθηκα! Όμως μοναδικός θα λογισθή στον κόσμο ο περσικός ετούτος θρίαμβός μου. Βέβαια θα σκάση ο Κωνστάντιος όταν το μάθη και θα σπάση από το κακό του τη γυναίκα του στο ξύλο.
ΤΡΟΦΙΜΟΣ. Μπορεί ποτέ το μήλο να παραβληθή, αφέντη, με τα ξυλοκέρατα! Στην ίδια θέσιν αν με σένα να σταθή επιθυμάει ο Χλωρός στα πέρατα της Οικουμένης, ίσαμε την Μεσοποταμίαν ας ορίση και του λόγου του, αν του βαστάει, το λάβαρο να στήση.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Μα πρέπει όλα να τα μάθη. Όταν κάθισα στον [φιλτισένιο θρόνο, με το κιβώρι τ' ασημένιο. . . Θυμάσαι; Είχαν πια τραβήξει τα παραπετάσματα πούσαν ριγμένα σ' όλα τα περάσματα και οι αρχόντοι με φανταχτερές μπαινόβγαιναν ντυσιές χρωματερές. Τότες. . .
ΤΡΟΦΙΜΟΣ. αρχίνισαν και παίζαν τους ανακαράδες — άφισε μένα τα τουμπιά και τα λαγούτα, οι μουζικάντηδες οι ξακουσμένοι της Βηρυτός και οι ευνούχοι οι γλυκόλαλοι, αραδιασμένοι, τραγουδάγαν λιγωμένα, ένα τραγούδι συριακό, μακρόσυρτο και ηδονικό. Και οι Ρωμαίοι πέρναγαν και κλίναν υποτακτικά, στα πόδια σου αφίναν μπουκαλάκια όλο σπάνια μυρωδικά κι' έπειτα γονάτιζανε, την ούγια της χλαμίδας σου για να [φιλήσουν έτσι για να σε ευχηθούνε και να σε καλωσορίσουν.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Πού είνε αυτοί πού γράφουν στίχους. . .
Θέλω για μένα να συνθέσουν ένα ποίημα. Σε ήχους
έπειτα θα δώσω να μου το τονίσουνε γλυκούς.
Πληρώνω Άκουσες;
ΤΡΟΦΙΜΟΣ. Καίσαρ, Ελληνικούς τους θέλεις νάνε;
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Βέβαια, ό,τι διαλεγμένο λογιέται σήμερα, στη γλώσσα της Ανατολής γραμμένο το θέλει η συνήθεια.
(Γυρίζοντας αγριεμένος σ' έναν ευνούχο, που ζητάει να του ξεθηλικώση την πόρπη της πορφύρας).
Σιγά! Δεν την ξεθηλικώνουν έτσι την χλαμύδα,
Ζω!
ΤΡΟΦΙΜΟΣ. (σηκωνόμενος) Άφες να την ξεκουμπώσω 'γώ.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. (Έπειτα από μικρή σιγή, μιλώντας με τον εαυτό του)
Τον είδα ή μου φάνηκε;
ΤΡΟΦΙΜΟΣ. Ποιον;
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Δεν μίλησα. . .
Πώς; είπα τίποτε; Τι κούρασι. . .
ΤΡΟΦΙΜΟΣ. (στους ευνούχους) Σιγότερα να περπατάτε. Να μιλάτε χαμηλότερα κι' έχει τα νεύρα του. . .
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. (ολότελα αφηρημένος και μιλώντας με τον εαυτό του). Ούτε πως γύρισα τον μέλει. . .
(Στους Ευνούχους)
Γιατί με κυττάζετε;
(Στον Τρόφιμο)
Να μου σφουγγίσουνε το μέτωπο από τον ιδρώτα. Να με ποτίσουνε νερόμελι με χιόνι. . .
ΤΡΟΦΙΜΟΣ. (Στους ευνούχους) Το χρυσό ποτήρι τώχω παγωμένο. Φέρτε και το ραντιστήρι με το ανθόνερο. Απάνω βρίσκεται στο τραπέζι. (Οι Ευνούχοι τρέχουν και τα φέρνουν).
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Δόστε μου να ξανασάνω.
Οι ανωτέρω — Κουβικουλάριος
ΚΟΥΒΙΚ. (με χονδρό χρυσό κρίκο γύρω από το λαιμό). Πρέσβεις των Βησιγότθων να σου φιλήσουνε ζητάνε, Καίσαρα, το πόδι.
(Ο Γαλέριος αφηρημένος δεν απαντά).
ΤΡΟΦΙΜΟΣ (δίνει την απάντησι)· Να καθήσουνε πες και να περιμένουν.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ Όχι, είμαι κουρασμένος. Διώχτε τους. Ζαβλακωμένος νοιώθω από την κούρασι. Και στο κεφάλι μια πέτρα λες μου κάθεται μεγάλη.
(Ο Κουβικουλάριος φεύγει).
Οι άνω πλην του Κουβικουλαρίου.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ (Έπειτα από λίγη σιωπή, αρπάζοντας και σιώντας τον τρόφιμο από το μπράτσο). Τρόφιμε!
ΤΡΌΦΙΜΟΣ Καίσαρ!
ΓΑΛΕΡΙΟΣ Άκουσε. Της Θεσσαλίας τον Έπαρχο στην Πύλη τη Χρυσέα πώς δεν είδα; ούτε στους δήμους που με χαιρετίσαν στην αψίδα; Άφαντος και στην αποθέωσι της Εγνατίας. . . Α! χωρίς άλλο, τώκαμεν αυτό να με πειράξη, γιατί αυτός απ' όλους πρώτος έπρεπε να τρέξη, ένα ζευγάρι παγωνιών χρυσόφτερων να σφάξη και με το αίμα τους της Ήρας το βωμό να βρέξη. Στον δρόμο, μούπανε, πως αποστάτησε. Την πίστι των Θεών ότι παράτησε και τώρα στης μαγείες δόθηκε, όπου οι δούλοι πιστεύουν, οι τρελλοί, οι αρρωστιάρηδες κι' οι μούλοι.
ΤΡΟΦΙΜΟΣ. Βδομάδες έχει στο παλάτι να πατήση. Έγινε λένε, Χριστιανός. Να σε πολυχρονήση δεν παρουσιαζόταν στης θυσίες όταν έλειπες. Μαζί του πήρε και σέρνει και τον Νέστορα.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ (έξω φρενών). Αλλοί του! Θε να τον κάψω ζωντανό, τ' ορκίζομαι! Το ρεζιλίκι συλλογίζομαι που θε να πάθω όταν ο Διοκλητιανός μάθη πως γίνηκε Χριστιανός, ποιος; ο καλλίτερός μου φίλος. Και λες πώς τον ακολουθεί σαν σκύλος ο προκομμένος φίλος του; Φαντάσου, ότι στον Αυτοκράτορα, οι πρώτοι είπα πώς είναι κι' οι πιστότεροί μου. Πω! πω! ντροπή μου!… . .. . .
(Στο αναμεταξύ οι ευνούχοι έχουν σχηματίση κύκλο και παρακολουθούν την συζήτησι με ενδιαφέρον. Μπαίνει πάλι στην αίθουσα ο Κουβικουλάριος).
Οι ανωτέρω — Κουβικουλάριος.
1ος ΕΥΝΟΥΧΟΣ. Σε τι πιστεύουνε οι Χριστιανοί;
2ος ΕΥΝΟΥΧΟΣ. Σ' ένα λευκόμαλλο αρνί, Παντού το ζουγραφίζουνε κοντά σ' ένα τσοπάνο και το θυμιατίζουνε.
3ος ΕΥΝΟΥΧ. Όχι! Οι Χριστιανοί έχουνε για Θεό τους ένα ψάρι.
4ος ΕΥΝΟΥΧ. Εσύ δεν ξέρεις. Λένε, πώς το σταφύλι και το στάρι είνε Θεοί!
1ος ΕΥΝΟΥΧΟΣ. Λατρεύουν τότε τον Διόνυσο και τη μητέρα Γη.
3ος ΕΥΝΟΥΧΟΣ. Ψέμματα! Καμμιά συγγένεια δεν έχουνε με τη ζωολατρεία της Αιγύπτου οι Θεοί μας.
5ος ΕΥΝΟΥΧΟΣ. Τρέχουνε αυτοί στα μνήματα και με τους πεθαμένους οργιάζουν.
ΤΡΟΦΙΜΟΣ (στον Γαλέριο που φαίνεται να παρακολουθή την συζήτησι)·
Τι τους φυλάνε, Καίσαρ σεβαστέ, και δεν τους σφάζουν;
Δόσε προσταγή!
ΚΟΥΒΙΚΟΥΛ. Λένε πώς Χριστός δεν πέθανε, αλλά κρυμμένος είνε και περιμένει βασιληάς του κόσμου να γενή.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Πιωμένος θε νάσαι χωρίς άλλο. Τον γραπώσανε μια νύχτα πούθελε να κάνη επανάστασι και τον σταυρώσανε. Μου δείξαν την απόφασι στη Ρώμη υπογραμμένην από τον Ηγεμόνα Πόντιον.
ΚΟΥΒΙΚ. Για πρόφασι λένε πως μεταχειριστήκανε την επανάστασι οι Φαρισαίοι και τον κατηγόρησαν.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Μπας και την ανάστασι των πεθαμένων και του λόγου σου πιστεύεις, νεανία;
ΚΟΥΒΙΚ. Καίσαρ; (Μπαίνει ο Άγιος).
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Μου είπαν, πώς πολλούς τους έπιασε η μανία της νέας πίστης και κρυφά το βράδυ τραβάν στα λατομεία να προσευχηθούν ομάδι.
Οι ανωτέρω — Άγιος Δημήτριος
Ο Άγιος Δημήτριος μπαίνει σαν το φως από την κεντρικήν είσοδο και κρατώντας με τα χέρια παραμερισμένα τα καταπετάσματα. Είνε ντυμένος όπως στο μεγάλο μωσαϊκό της βασιλικής του, που βρίσκεται δεξιά των καγγέλλων).
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Λες ψέμματα! Οι Χριστιανοί κανένα δεν φοβούνται άλλον από τον Θεό! Την πίστι δεν αρνούνται του κυρίου Ιησού και την ομολογάν στο φανερό!
ΟΛΟΙ (αναστατωμένοι σαν όπως πέφτει ο κύκνος στο κοιμισμένο νερό της στέρνας και το ταράζει).
Ο έπαρχος της Θεσσαλίας!. . .
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Ο Δημήτριος!. . . Δεν μπορώ. . .
Κόλπος θα μου κατέβη!..,
(Στους ευνούχους)
Τα καταπετάσματα σηκώστε και ξεκουμπιστήτε από τα περάσματα όλοι!
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (προχωρώντας μέσα).
Πες να σταθούνε!
Άφισε να μείνουνε. Πρέπει να δούνε,
Θέλω ν' ακούσουν τι θα πούμε. . .
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Τρόφιμε, να γκρεμιστούνε είπα. Μόνο να μ' αφίσουνε με τούτο τον τρελλό!. . .
1ος ΕΥΝΟΥΧΟΣ (φεύγοντας με τους άλλους)· Τι θα μιλήσουνε; αρά γε τι θα πούνε;
2ος ΕΥΝΟΥΧΟΣ. Χάνομε θέαμα μοναδικό. Τι κρίμα!. . .
3ος ΕΥΝΟΥΧΟΣ. Θα το μάθωμε. Μπορεί να μείνη μυστικό;.
(Φεύγουν οι Ευνούχοι και ο Τρόφιμος).
Γαλέριος — Άγιος Δημήτριος
ΓΑΛΕΡΙΟΣ (κάνοντας σαν δαιμονισμένος). Από σένα αυτό. . . Εγώ. . . Δημήτριε!. . . Να πάρη η κατάρα!.. Από σένα αυτό δεν το περίμενα!. . . Γραφτό ήταν τη χάρι πού σώκαμα — Α! θα μου το πληρώσης — της Θεσσαλίας Έπαρχον όταν σε ονομάτισα, τώρα να μου την αποδώσης έτσι. . .
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Δεν αποστάτησα από τον ευεργέτη μου. Τον μυτριτό να κάνω ζητώ, λιγάκι λύπη στην καρδιά του να αισθανθή για τα παιδιά του.
(Σε στάσι δεητική με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό).
ώ! ας το κατορθώσω να μαλαχθή, Χριστέ μου, η καρδιά του κι' ας πεθάνω!
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Έννοια σου κι' απ' αυτό δεν θα γλυτώσης.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Σε γνώρισ' άνθρωπο με θέλησι. Να δώσης μπορείς αμέσως τη διαταγή.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Κρυφή πληγή!.. . . Ποιος ξέρει από πότες το ένα γένηκες με τους προδότες· όμως, λέγε τι θες. Γιατ' ήρθες μπρος μου;
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Με στέλνει ο Θεός μου, των προβάτων του να πάψης σε προστάζει τη σφαγή.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Να πάρ' η οργή! Κι' αυτός θάνε τρελλός ωσάν εσένα, ώ! μα τον Ηρακλή! σφραγμένα δεν έχω βέβαια τ' αυτιά μου κι' είμαι, θαρρώ, στα λογικά μου.
(Ειρωνικά)
Πώς τώπες; Για να σε ξανακούσω πάλι. . .
Θεός!. . . (Γελά περιφρονητικά)
Ποιος; Αυτός Θεός; Το χάλι
Σαν να μη ξέρω δα που έχει. . .
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (αυστηρός σαν τους παληούς προφήτες του Ισραήλ).
Μη βλαστημάς!. . .
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. όταν τρέχει σαν το λαγό στης γης της τρύπες να κρυφτή, Πίστι σου είναι λέει δα κι' αυτή. . .
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Μη βλαστημάς!. . .
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. (με οργή) Θεός Εβραίων και βαναύσων δούλων.
Τώπα δα και προτήτερα: Θρησκεία μούλων.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Μη βλαστημάς!
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Μακρυά από τ' αξιώματα, παντού διωγμένοι πτώματα! Μωρέ, τι περιμένεις να ιδής καλό 'πό τούτη τη θρησκεία; Αν και δεν βαριέσαι. . . τι χαλώ το σκότι μου. . . Ναι. . . όπως είπες και αρχήτερα, πως είμαι άνθρωπος με θέλησι γερή, εγώ και τώρα και προτήτερα σένα για ξεροκέφαλο σ' εγνώρισα. Μπορεί η 'μέρα νύχτα να γενή, μα συ εκείνο που θες· μουλάρι στην επιμονή!
Οι ανωτέρω — Ευνίκη.
(Μπαίνει ξεστήθωτη, ξεμπράτσωτη, τυλιγμένη σε φόρεμα στενό όλο χρυσές φολίδες. Γεμάτη βραχιόλια και δαχτυλίδια. Φορεί περιδέραια και τα σκουλαρίκια της πέφτουνε και απλώνονται στους ώμους. Το χτένισμά της αψηλό σαν τιάρα, γιομάτο κατσαρά πρόσθετα και ολόκληρο το σύνολο είνε πασπαλισμένο από σκόνη ασημένια. Τα μάτια της δείχνουν βαμμένα γύρω με χρώμα γλαυκό. Περπατά σαν φείδι. Στα σανδάλια της έχει ραμμένα ασημένια κουδουνάκια. Φαίνεται θυμωμένη. Μπαίνοντας δεν βλέπει τον Άγιο Δημήτριο).
ΕΥΝΙΚΗ. Τι τρέχει; Μόλις γύρισες βρισιές και προστυχιά μας επλημμύρισες.. . .
ΓΑΛΕΡΙΟΣ (τρυφερά).
Ευνίκη, πως βγαίνεις μόνη στο Παλάτι τέτοιαν ώραν;. . .
ΕΥΝΙΚΗ. Έτσι μ' αρέσει.. . .
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Θα κρυώσης.. . .
ΕΥΝΙΚΗ. Για ξεφόρτωνέ με τώρα.. . . Πολύ σε νοιάζει, βλέπεις, αν κρυώσω. Τι ψεύτης που κατήντησες. Ως τόσο 'γώ τάμαθα! Έστειλες τα τρανά μαργαριτάρια όλα στου Αυτοκράτορα της κόρες και τ' απομεινάρια μώφερες.. . . Για ποια μ' επήρες; Κι' από την Αρμενία 'κουβάλησες εδώ ένα ολόκληρο χαρέμι. Για 'δήτε ατιμία! Για παλλακίδα σου λοιπόν αιώνια ποθείς να μ' έχης; Λέγε μου το καθαρά! Δε θες να με στεφανωθής όπως μου τώταξες; Τώχες πωμένο. Θριαμβευτής αν γύριζες απ' την Περσία, τελειωμένο πράμα θάταν ο γάμος μου μαζύ σου. Τώπες ή δεν μου τώπες; Λέγε μου. Στην τιμή σου.
(Βλέποντας τον Δημήτριο ταράζεται) —
Α! είνε και ο Δημήτριος εδώ.
Α! τόσο το καλλίτερο. Να ιδώ
σε ποιόν θα δώση δίκηο από μας τους δυο.
Θα με στεφανωθής ή θα σου κάνω το Παλάτι ρημαδιό.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Στη φυλακή τούτον θε να στριμώξω τώρα. Η χριστιανική τον έπιασε παραφροσύνη.
ΕΥΝΙΚΗ. Ο Δημήτριος δεν δίνει δηνάριο μισό για όλες της θρησκείες του κόσμου. Τελευταίος στης θυσίες, πρώτος στα όργια.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Μη μου θυμίζετε τα χρόνια τα ανόσια εκείνα της ζωής μου. Τώρα ξαναγεννήθηκα, την πανοπλία του κυρίου ντύθηκα, από την πρώτη 'μέρα που βαφτίσθηκα.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Τ' ακούς; Κι' έπειτα κάνε αν μπορείς υπομονή..
Είνε του λόγου του που τον προώριζα διάδοχό μου.
ΕΥΝΙΚΗ (με αδιαφορία). Οι Χριστιανοί μετρούνται σε χιλιάδες. Κάθε μέρα και πληθαίνουνε. Γιατί τον εξελοθρεμό τους οι Ρωμαίοι θέλουνε δεν το καταλαβαίνω.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Εγώ όμως επιμένω στην απόφασί μου κι' όποιος ομολογεί πως έγιν' ένα τέτοιο φρούτο, θα σφαγή.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Βγήτε από το δρόμο της καταισχύνης, γιατί να, η ημέρα της δικαιοσύνης έρχεται. Τότες ο Κύριος θε να σας κομματιάση, σαν όπως ταύρος μπη σε κεραμυδαριό και σπάση και αφανίση ό,τι βρη!
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Άκου τα!
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Αυτός τη γλώσσα μέσ' στο αίμα σας θα βρέξη των σκυλιών του δρόμου! Ο Χριστός θα κάνη να ραγίσουνε η πέτρες και να τρέξη μέλι, τους πιστούς για να χορτάση. Τα χώματα θα γλύψετε σεις οι εχθροί του. Πάνω από τα πτώματα βοάνε τα κοράκια. Πώς δεν τ' ακούτε. . .
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Θα τον σφάξω, τη γης από να τέτοιο φείδι ν' απαλλάξω.
ΕΥΝΙΚΗ. Έπιν' αυτός στο ίδιο με τα μας ποτήρι.
Σ' έχε και σύντροφο μαζύ και κύρη.
Όχι, δεν θέλω, Καίσαρ, να τον σφάξης,
δώρο τη συχώρεσί του πρέπει να μου τάξης.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Έπειτα είνε και πολύ ωραίος. Σένα τα μάτια σου σαν τον κυττάζεις, ολοένα γιομίζουν αστραπές.
ΕΥΝΙΚΗ Το ξέρω πως μας ζουλεύεις και τους δυο μας, γέρο.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Γέρος εγώ;
ΕΥΝΙΚΗ. Σαν το παιδί σου δεν είσαι βέβαια. Ντροπή σου από τη ζήλεια σου για τα δροσάτα νειάτα του
να θες να κλείσουνε στο φως τα μάτια του. Ίσαμε τώρα δεν σου ζήτησα, το ξέρεις, καμμιά χάρι. Τώρα το θέλω λεύτερο το παλληκάρι.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ (προσπαθώντας να συγκρατήση την παραφορά του). Σύρε, σου λέω στον γυναικωνίτη πίσω. Μου φούντωσαν τα αίματα. Θα σου μιλήσω άσκημα. Πάψε πια να λες αυτές της κουταμάρες Ούτε του Μαξιμιανού η κόρες τόσες χάρες γνωρίζουν από τον μπαμπά τους, όσες σωριασμένες έχω στα πόδια σου, αχάριστη.
ΕΥΝΙΚΗ. Τι ξιπασμένες κουβέντες! Πώς φαίνεσαι πως είσαι από γέννα πρόστυχη! Εμένα μ' αρέσουν πάντα οι ευγενικοί ανθρώποι, τα λιγωμένα λόγια και οι μαλακοί οι τρόποι. Ουφ! Σε σιχαίνομαι, Καίσαρ! Είσαι χυδαίος. Γύρισε λίγο. Δες τονε τι ωραίος είνε! Θαύμασε κυπαρισσωτό κορμί, όπου σαν την φωτιά σπιθοβολάει μέσα η ορμή. Αλήθεια, δεν πιστεύω να τολμήσης το χέρι σου απάνω του ν' αγγίσης· Γιατί, ορκίζομαι στην Ίσιδα, λόγο θα σου ζητήσω.
(Τραβώντας κατά την έξοδο, του λέγει για να τον πικάρη).
Μ' αρέσει. Αν κακό του κάνης, θα σε παρατήσω και ρέβοντας μακρυά από του κορμιού μου τη ζεστασιά, θα μαραθής από χτυκιό κι' απ' την απελπισιά!
(Φεύγει κυττάζοντας τον Άγιο Δημήτριο με μάτι διψασμένης λαγνείας, σαν όπως ρουφάει η ξερή γη την ψιχάλα της βροχής).
Γαλέριος — Άγιος Δημήτριος.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ (πηγαίνοντας κοντά στον Άγιο Δημήτριο, έπειτα από μικρή σκέψι και με τρόπον αυστηρό, αλλά που μαζύ με την αυστηρότητά του μαλακώνεται και σε εξηγήσεις).
Μα και η μάννα μου αν ζούσε, γυιόν ακόμα και αν είχα, Θε να τους έσφαζα, στ' ορκίζομαι, και ούτε τρίχα δεν θα μου καιγότανε. Γιατί πιστεύω πως είμαι βαλμένος σ' αυτή την εξουσία από τους θεούς. Προωρισμένος τάχτηκα να σώσω τον Ρωμαϊκόν πολιτισμόν από τους σκύλους που μας περικυκλώσανε, Αλλαμανούς, Γότθους, Σαρμάτας, [Βανδήλους, το σκυλολόι όλο της Ασίας, που μας ρίχτηκε. Είνε καιρός, που από τα θεμέλια, σείστηκε το Κράτος των Ρωμαίων. Σκύψε να σου πω στ' αυτί. Είνε αλήθεια τούτη 'δώ φριχτή: Άλλο δεν απομένει, παρά εσωτερική να σκάση ξάφνω μια αναμπουμπούλα. Γενική κρατάει γνώμη, πως οι Χριστιανοί θα γίνουν η αιτία, από τον πολιτισμό μας να μην απομείνουν ούτε πέτρες, ούτε τούβλα. Ναι, μα τον Ηρακλή! Αυτή η τρέλλα σας η μισητή φαντάσου αν διαδοθή, πόσο της Ρώμης εύκολα η μοίρα θα κριθή.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Ο κόσμος ο Ρωμαϊκός την μαχαιριά την έφαγε γερή. Κι' η θάλασσα και η στεριά το μαρτυράν. Γραφτό του είνε πάντα να ζαρώση. Ούτε η Αθήνα, ούτε η Ρώμη να εξημερώση μπορεί αυτούς που έρχονται. Μα ο Θεός μας, ο δικός μου ο Θεός που δεν πιστεύεις συ, τον Γυιο του έστειλε ανάμεσό μας κι' αυτός μας είπε ν' αγαπάμε όποιον μας μισεί και αν μου δώσης ένα ράπισμα εσύ, εγώ να σου γυρίσω και το μάγουλο το άλλο. Στην καρδιά μου σκέψι να μη βάλω για τίποτε κακή! Να έχω θέλησι καθώς το πρόβατο λευκή. Ψυχήν αγνήν ωσάν τα κρίνα, των σπουργιτιώνε την αστοχασιά κι' όπως κι' εκείνα, από τον Κύριον να περιμένω να φροντίση και με τι θε να με θρέψη και με τι θα με ποτίση.
ΓΑΛΕΡ. Έτσι αι; Αλλά την ώρα που εγώ από πολεμιστάδες Θάχω ανάγκη και αλύπητοι πρέπει φονηάδες να δειχνώμαστε σε όσους μας επιβουλεύονται, στρατό συ να ζητάς και άντρες να μη βρίσκης και τον Χριστό, τον Βασιλέα των νεκρών, ν' ακούς να ικετεύουν οι κηφήνες, πως στον Παράδεισο καλλίτερα θα ραχατεύουν.
(Με παραφοράν απότομη και γυρίζοντας στο κάθισμά του).
Σφάξιμο! Άκουσες τι είπα; Είνε δα σύμφωνος σ' αυτό και ο Διοκλητιανός. Τα είπαμε και οι δυο στην Νικομήδεια. [ Γραφτό επήρα το διάταγμα για την εξόντωσι μ' ολόχρυση υπογραφή. Καταλαβαίνεις; Σύριζα να γίνη η καταστροφή πρέπει ετούτης της σαπίλας. (Κάθεται). Για τη θρησκεία σας, για όλα τα εβραίικα αστεία σας, δεν δίνω ούτε κίνσον ένα. (Συγκαταβατικά). Και θα μπορούσε, μα την αλήθεια, ο Χριστός σας με τον Όσιρι να κατοικούσε και με τους άλλους Ολυμπίους. (Ειρωνικά), Όμως κάνει πολιτική ο νέος μουσαφίρης. Και εκεί που όλοι τον ελεύθερον από τον δούλο ξεχωρίζομε, του λόγου του έρχεται και μου λέει να τον καλομεταχειρίζομαι τον δούλο και σαν αδερφό μου τον βάρβαρο να αγαπώ και τον εχθρό μου!
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (μαλακός σαν κρινοκλάδι και αλύγιστος σαν δόρυ). Είμαστε τα βλαστάρια 'πάνω στα κλαριά, Την ώρα πού εσείς θε να κυλιώστε μέσ' στα χώματα, για μας του ήλιου η χρυσή θωριά, για μας τ' αρώματα, για μας τα χρώματα. Μια νέα σήμερα του κόσμου αρχινάει εποχή. Αυτή η ταραχή που σας τρελλαίνει, Καίσαρ, χρόνια τώρα, είνε γιατί τη νοιώθετε τη μπόρα που θα τσακίση πεια το λάβαρο του αητού. Η μέρα τελειωτικά σφραγίστηκε του δυνατού Λαού, που κράτει μέσ' στα νύχια του σφιχτά όλο τον κόσμο και τον έπνιγε. Τώρ' αλιχτά και ρίχνεται αυτός σαν σκύλος κυνηγώντας τη ζαρκάδα. Μια πλούσια φουσκοδεντριά υφαίνει πάνω στα κλαριά ανθίσεων καινούριων άγνωστη ομορφάδα. Η όψι σύρριζα της γης αλλάζει! Άκου. . . Τι θόρυβος είνε αυτός! Ως το χαλάζι απ' όλες της γωνιές του κόσμου εισορμάνε οι Γότθοι, πάνθηρες λες, πού θέλουνε να φάνε κορμιά, με αίμα να μεθήσουνε κι' επάνω στα χαλάσματα των τόπων μας να στήσουνε από κουφάρια στην καταστροφή μια πυραμίδα. . . Καίσαρ Γαλέριε. Στροφή να δώσης άλλην ούτε συ, μα ούτε ο Διοκλητιανός, ούτ' ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, ούτε ο Μαξιμιανός μπορείτε, ώ! αυτό και συ ο ίδιος το καταλαβαίνεις, όσους και αν τους ρίξης λεγεώνες. Τι προσμένεις;
ΓΑΛΕΡ. Λέγε, λέγε να σ' ακούω, άπιστε προδότη! Κρίμα την τόση σου σπουδή, την τόση νιώτη κι' ωμορφιά. Κουρέλι έχεις καταντήσει, τόσο, που σιχαίνεται κανείς και να σε φτύση. Δειλέ, πάγαινε να φορέσης γυναικεία φορέματα και να τυλίγης στην ανέμη με της σκλάβες γνέμματα. Πω! πω! ντροπή μου!
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Καίσαρ, αυτή είνε η πίστι η δική μου και στους ανήμερους ανθρώπους, που έρχονται μουγκρίζοντας από αγνώστους τόπους, αυτά τα λόγια θε να πούνε οι Χριστιανοί κ' οι Βάρβαροι θα τα δεχτούνε, γιατ' είνε απλά και στην καρδιά μιλούνε.
(Σηκώνεται στα δάχτυλα των ποδιών του, αρπαγμένος όπως είνε από την έμπνευσι, με τα χέρια τεντωμένα στον ορίζοντα, σαν περιστέρι που θέλει να ριχτή στο πέταγμα. Το πρόσωπό του φεγγοβολάει την λαμπρότητα της τρέλλας).
. . . Βλέπω τον κόσμο κατακίτρινον από των ασταχυώνε της,
[κορφάδες!
. . . Κινώντας τα ολόχρυσα δρεπάνια κατεβαίνουνε οι θερι-
[στάδες!
ΓΑΛΕΡΙΟΣ (τιναζόμενος από το θρονί του).
Είνε τρελλός! Αυτό κι' ένας στραβός το βλέπει.
Όμως λέει και κάτι λόγια που δεν πρέπει
ν' ακούσουν οι πολλοί.
(Χτυπά τα χέρια και ευθύς από όλα τα ανοίγματα μπαίνουνε φρουροί)
Πιάστε τον, στρατιώτες. Δέστε τον. Χολή μ' επότισε η αποστασία του. Ολόισα στη φυλακή. Κακό μου δίν' η παρουσία του.
(Οι φρουροί πιάνουν τον Άγιο Δημήτριο και πάνε να τον βγάλουν έξω με φανερή προσοχή. Από το αντίθετο μέρος βγαίνει ο Καίσαρ Γαλέριος, ρίχνοντας κάτω το θρανί του από την ταραχή και τη βιασύνη του).
Οι ανωτέρω — εκτός του Γαλερίου — έπειτα
Κουβικουλάριος
(Μόλις φύγη ο Γαλέριος, οι οπλίται που είνε χριστιανοί, γονατίζουν ευλαβητικά και του ζητούν την ευλογιά του).
1ος ΟΠΛΙΤΗΣ. Αδελφέ μας, δόσε μας την υστερνή σου ευλογία.
2ος ΟΠΛΙΤΗΣ. Είμαστε κατηχούμενοι της εκκλησίας στο κρυφό. . .
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (ευλογώντας τους) Ειρήνη σ' όλους όσοι τον Χριστόν πιστεύετε!
ΚΟΥΒΙΚΟΥΛ. (μπαίνοντας) Έπαρχε, έχω αδερφό καραβοκύρη και για τη Σπανία τα πανιά του ετοιμάζει να σαλπάρη. Της θυσίας αυτής το λόγο δεν τον βλέπω. . .
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (με ηρεμία). Τι γυρεύετε να κάνω;
ΚΟΥΒΙΚ. Αντί να σε κλειδώσουνε στη φυλακή, με χιτωνίσκο μούτσου θα σε οδηγήσω στον λιμένα κι' ίσαμ' ο Καίσαρας να μάθη τη φυγή σου, περασμένα θάχης του Αλιάκμονα τα στόμια. Φυσάει πρίμα από το μεσημέρι ο αέρας. Σταματάει το καράβι τούτο μια στην Κρήτη κι' έπειτα σ' ένα ξερόνησο που τ' ονομάζουνε Μελίτη.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (Στον Κουβικουλάριο). Όποιος υποχωρεί και στον εχθρό μπροστά πετάει την ασπίδα, αυτός μου φαίνεται, Ορμίσδα, παλληκάρι ότι δεν μπορεί να πη πως είνε. Και η εκκλησία του Χριστού μας πολεμάει τώρα. Ο καθένας μας θυσία πρέπει να προσφέρη το κορμί του στην Ιδέα, ως που νάρθη εκείν' η ώρα, που μια νέα ζωή στο έρεβος του κόσμου τούτου θα ροδίση. Μαλακά σαν το κερί τα λόγια τότε θάνε των ανθρώπων και γλυκά καθώς το μέλι. Απ' αυτόν τον τόπον σύρτε με μακρυά της αμαρτίας! Είμαι ο άμωμος αμνός της μυστικής θυσίας. Για φυγή κανείς μη μου μιλήση, το απαγορεύω! Μπρος, πάμε. . .
ΚΟΥΒΙΚ. (στους στρατιώτες που σηκώνονται όρθιοι). Μόνος ο Κύριος μπορεί από τον δρόμο της καταστροφής να τον γυρίση.
(Βγαίνουν αργά από την μεσαίαν είσοδο· Η σκηνή για λίγο άδεια).
Ευνίκη — Πρίσκιλλα, έπειτα Σκλάβες.
(Από την πλαγινή είσοδο, που είχε φύγη η Ευνίκη, ξαναμπαίνει μαζύ με την Πρίσκιλλα. Φαίνεται ταραγμένη).
ΕΥΝΙΚΗ. Ώστε λες πως τον πήρανε;
ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ. Στη φυλακή τον πάνε,
Δέσποινα. Πίσω κρυφοκύτταζα από την πόρτα 'δώ.
ΕΥΝΙΚΗ. Έτσι, ε; Λοιπόν, οργίζομαι, Πρίσκιλλα, να μου φάνε τα κρέατα οι σκύλοι, αν να 'δώ τον Καίσαρα γονατιστό στα πόδια μου δεν κατορθώσω. Τώπα και θα το κάνω. Να μη σώσω.
(Χτυπώντας τα χέρια και φωνάζοντας).
Σκλάβες, θεράπαινες, δούλες!
(Από το μέρος που μπήκε, εισορμάνε καμμιά δεκαριά σκλάβες.
Έχει και δυο τρεις αραπίνες).
ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ. Κυρία! τι σκέπτεσαι να κάνης;
ΕΥΝΙΚΗ. Αστεία θάρρεψες πως σου τάλεγα; Τραβήξου στη γωνιά!
(Στης σκλάβες)
Ελάτ' εδώ! (Στην Πρίσκιλλα)
Τώρα θα δης!
(Μιλώντας με τον εαυτό της).
Α! τον φονηά!
(Στης σκλάβες).
Λύστε τα μαλλιά σας. . .
(Η σκλάβες λύνουν τα μαλλιά τους).
Έτσι, ναι. . . Με δυνατή φωνή θα τρέξετε και θρήνο βουερό και μέσα στο δωμάτιο του Καίσαρα θα μπήτε. «Η Ευνίκη», θα του πήτε, «το ασημένιο γυιάλινο κουτί, όπου φυλαγμένο έχει το φαρμακερό το φείδι, προσπαθεί ν' ανοίξη. Τρέξε και σώσε την. Προτού την 'γγίξη το δόντι το θανατερό του σερπετού». . .
(Η σκλάβες κάνουν να φύγουν).
Σταθήτε! Όταν διατάξω, μπήγετε της φωνές και τρέχετε στου Σεβαστού την κάμαρη. (Στην Πρίσκιλλα). Πρίσκιλλα, 'γώ θα βαστάξω το κουτί κλειστό, κάνοντας ότι θέλω να τ' ανοίξω και συ μαζύ μου θα παλεύης δήθε για να μ' εμποδίσης.
(Στης σκλάβες).
Λοιπόν καταλαβαίνετε τι θέλω;
Η ΣΚΛΑΒΕΣ. Ναι! ΕΥΝΙΚΗ. Σαν μπήξω μια στριγγί, σεις από μέσα, ξεφωνίζετε και φεύγετε. . .
(Κάνοντας να φύγη, στην Πρίσκιλλα).
Συ θα μ' ακολουθήσης.
Πάμε!
(Βγαίνουν από το ίδιο μέρος, οπούθε μπήκαν).
1η ΣΚΛΑΒΑ. Όλο και τέτοιες ιστορίες του σκαρώνει. . .
2η ΣΚΛΑΒΑ. Ποιος ξέρει τι να του ζητήση Μελετάει η κυρία. . .
(Ακούεται από μέσα το ψεύτικο βήξιμο της Ευνίκης. Η Σκλάβες αρπάνε αμέσως τα μαλλιά τους, ξεφωνίζουνε και τρέχουνε κατά την πόρτα του Καίσαρος).
Η ΣΚΛΑΒΕΣ. Βοήθεια!
3η ΣΚΛΑΒΑ Τη δαγκώνει το φείδι!..
4η ΣΚΛΑΒΑ. Την εδάγκωσε!. . .
5η ΣΚΛΑΒΑ. Θα ξεψυχήση!. . .
(Μπαίνουν όλοι στο διαμέρισμα του Καίσαρα, που το αναστατώνουνε από τους γόους και τους θρήνους των).
ΕΥΝΙΚΗ (από μέσα, με φωνή κλαψιάρικη, και τραβηγμένη σε ψεύτικο ήχο
παραπόνου).
Άφησέ με να πεθάνω!
(Ευθύς αμέσως ακούεται να ερωτά στον φυσικό της τόνο την Πρίσκίλλα).
Φάνηκε ή ακόμη;
Για κρυφοκύτταξε από την πόρτα. . .
(Πάλι με ψεύτικη φωνή).
Άφησε να με δαγκώση!. . .
(Φαίνεται για μια στιγμή το κεφάλι της Πρίσκιλλας να βγαίνη από την πόρτα, ν' αφοιγκράζεται και πάλι να χάνεται).
ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ. (από μέσα). Θαρρώ πως έρχεται!
ΓΑΛΕΡΙΟΣ (από μέσα απ' τα δωμάτιά του).
Ευνίκη!
ΕΥΝΙΚΗ. (από μέσα με ψεύτικη φωνή). Θέλω να με θανατώση το φαρμάκι του, αφού τη γνώμη δεν μπορώ του Καίσαρα ν' αλλάξω. . .
Γαλέριος — Σκλάβες — έπειτα Πρίσκιλλα.
( Ορμάει μέσα στη σκηνή ο Καίσαρας ταραγμένος. Τον ακολουθούν η Σκλάβες χτυπώντας τα στήθεια).
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. (με φόβο για το φείδι, στέκεται στο μέσο της σκηνής, μη τολμώντας να μπη στο δωμάτιο της Ευνίκης). Ευνίκη, άφησε της τρέλλες!
(Στης σκλάβες).
Πιάστε της τα χέρια.
Τρέξετε μέσα. Τι στεκώστε έτσι;
(Η Σκλάβες τρέχουν στο δωμάτιο της Ευνίκης).
(Στην Ευνίκη). Θε ν' αλλάξω για το δικό σου το χατήρι την απόφασί μου.
ΕΥΝΙΚΗ. (από μέσα με την ψεύτικη φωνή). Θέλω να πεθάνω! Την ταπείνωσί μου δεν μπορώ να υποφέρω. . .
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. (σηκώνοντας τα χέρια στον ουρανό). Εκατό ζευγάρια περιστέρια τάζω στην Αφροδίτη αν γλυτώση Ι
ΕΥΝΙΚΗ. (από μέσα, δήθεν πως ρωτάει, με την ίδια ψεύτικη φωνή) Είπε πως θα τόνε συγχωρέση;. . . Είπε πως θα τον ελευθε- [ρώση;
ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ (μπαίνει τρομαγμένη. Κρατάει ένα γυιάλινο κουτί, όπου μέσα φαίνεται ένα κίτρινο φείδι). Της το πήρα από τα χέρια πριν το σπάση.
ΓΑΛΕΡΙΟΣ. (παγαίνοντας μακρυά με αποτροπιασμό). Δόσ' τον όπως είνε να τον ρίξουνε τον σφάχτη μεσ' στην αναμμένη στάχτη.
(Η Πρίσκιλλα βγαίνει από τη μεσαία είσοδο· Ο Γαλέριος χωρίς φόβο τώρα, τραβάει κατά το διαμέρισμα της Ευνίκης).
Και την τελευταία την στιγμήν αν μετανοιώση, στον Ηρακλέα αν δεχτή να θυσιάση, το λόγο μου σου δίνω να τόνε συχωρέσω. Άλλο από τούτο να μπορέσω δεν γίνεται να κάνω.
(Μπαίνει μέσα στο δωμάτιο της Ευνίκης).
ΕΥΝΙΚΗ (φωνάζει με την ψεύτικη φωνή).
Θέλω να πεθάνω! Θέλω να πεθάνω!
ΠΟΙΗΤΗΣ, (Βγαίνοντας έξω από την αυλαία, καθώς και στην Α'. πράξι).
Όπως το πλατάνι, που της ρίζες του απλώνει σε τόπον όπου τρέχουνε νερά και θεριέβει το κορμί του κι' όσο πάει και φουντώνει, έτσι σαν γίγαντας υψώνεται, όποιος γερά στα δάκτυλα σφίγγει της Πίστης τα λουριά. Να κι' ο Μυ- [ρόβλητος! Του Παλατιού απόβλητος του Καίσαρα, σκληρός σε κάθε ηδονή του Κόσμου, μοναχά τη μυστικιά φωνή ακούγοντας που του μιλούσε για τη σωτηρία των ανθρώπων, όσοι κάτω από το βούρδουλα των μοχθηρών βογγούσαν σκλάβοι, προσφέρθηκε θυσία κι' από μυτερών δοράτων το στυφό το μέταλλο τρυπήθη το κορμί του, χωρίς να βγάλη η φωνή του παραπόνου στεναγμό. Δε θέλει σκέψι ούτε δισταγμό η Πίστις. Αν δεν πέση μέσ' στη γη το στάρι να πεθάνη, το ολόχρυσο κλωνάρι με το ακτινωτό το αστάχι, τη χαρά δεν θα σκορπίση πα στον κάμπο. Τραβώντας στο Ιδανικό σου ίσια τον δικό σου κύττα μοναχά σκοπό. Κι' αν συναντήση το καράβι σου φουρτούνες και νοτιάδες αφρισμένους, ο καλός ο καπετάνιος απ' αυτό δεν θα σαστίση, αλλά πάλι σε γαληνεμένους θα μουσκέψη το σχοινί γυαλούς Πιστεύετε, δίχως εξήγησι για τόνα και για τάλλο να γυρεύετε! Πιστεύετε σε κάθε πράμμα δυνατό κι' ωραίο! Τους τολμηρούς ακολουθάτε! Το κριάρι σέρνει πάντα το κοπάδι στη βοσκή. Αυτό που λέγω σας ακούσετε. Άφοβα να μεθάτε με τα ρήματά τους ο Χριστός ορίζει, γιατί στον αμπελώνα τον καλόν η πράξεις των ωρίμασαν. Κριτή θε νάχετε τον Άγιο Δημήτριο, αν παν χαμένα όσα στη μεμβράνη ταύτην έχω χαραγμένα, την σωτηρίαν των ψυχών σας θέλοντας από του κόσμου της [φαντασίες με της Δεσποίνης Θεοτόκου τη βοήθεια και των μαρτύρων [της ικεσίες. . .
(Κυττάζοντας στα παρασκήνια).
Ε σεις που είσαστε στα σανίδια κει ανεβασμένοι, τραβάτε την αυλαία και ο κόσμος κάτω περιμένει.
(Σκοτάδι. Φυλακή με της συνηθισμένες ρωμαϊκές στοές από χονδρά τούβλα. Από το δεξί μέρος και αψηλά κοντό και στενά άνοιγμα στον τοίχο, χρησιμεύοντας για παραθύρι. Άχυρα σε μια γωνιά κι' ένα κανάτι. Ο Άγιος Δημήτριος, με μαύρο χιτωνίσκο ίσαμε τα γόνατα, δεμένο στη μέση με σκοινί, έχει τα χέρια πιασμένα με αλυσσίδα σιδερένια, που του αφίνει ελεύθερη κάθε χειρονομία. Ξυπόλητος. Τα μαλλιά του ακατάστατα και το πρόσωπό του άσπρο σαν το σουδάριο. Είναι γονατισμένος κι' έχει ακουμπισμένο το κεφάλι του στον τοίχο. Από το αριστερό μέρος και κοντά στη γωνιά, κατά το προσκήνιο, ο δεσμοφύλακας Ερμογένης. Κοντός, καμπουράκος, κοκκαλιάρης, μυταράς, φαλακρός, με μαδημένο γένι κοκκινότριχο. Φορεί χιτωνίσκο φαιό, στο ένα πόδι σανδάλι και γύρω από της κνήμες έχει τυλιγμένες λουρίδες από λινό φαιόχρωμο. Μπαίνοντας από την πλαγινή πόρτα, που είναι η είσοδος η μόνη, λέγει κρατώντας το σανδάλι που δεν φορεί).
Άγιος Δημήτριος — Ερμογένης.
ΕΡΜΟΓ. Σ' όλες της πόρτες αγρυπνάνε οι φρουροί, ψύλλος να μου γλυστρήση δεν μπορεί.
(Κάθεται μπροστά σ' ένα παληοτράπεζο και ράβει ένα κομμένο λουρί στο βγαλμένο σανδάλι. Μπροστά του, πήλινη μικρή λυχνία τρεμοσβύνει. Πάνω από το τραπέζι, κρεμασμένα στον τοίχο από μεγάλα καρφιά, φορτίζονται ένας μακρύς μάτσος κρεμμύδια, μια ξερή προβιά λαγού, ένα καλάθι, ένα κλουβί με μια πέρδικα και στα τούβλα πάνω με μεγάλα άσπρα γράμματα από ασβεστόχρωμα διαβάζονται δύο λέξεις από της Ωδές του Ορατίου:
Ένα πήλινο πιάτο στη γωνιά του τραπεζίου με μαρίδες. Πάρα πέρα, μια γωνιά ψωμί κριθαρίσιο. Όταν ο δεσμοφύλακας σηκώνεται να περπατήση, πηγαίνει σαν ποντικός, γρήγορα, πηδηχτά και ύποπτα. ακούοντας τον κρότο της αλυσσίδας που ταράζει μια κίνησι του Αγίου Δημητρίου, χωρίς ν' αφήση και την ενασχόλησί του, αρχινά).
Ναι, μα το Βάκχο τον προστάτη μου κι' έτσι που λέει ο λόγος, να χυθή το μάτι μου, Δέσποτα, αν καταλαβαίνω το γιατί να κατοικής σ' αρέσει τούτη την ειρκτή. Μούπανε ότι είσαι από αυτούς. . . τους πως τους λένε. . . να, που έναν καινούργιο Δία προσκυνάνε. . . Αυτούς που [θένε, λέει, να πάψη να γλεντά η ανθρωπότη, να κλείσουν τα λουτρά, τα θέατρα, το φαγοπότι να λείψη και στο καύκαλό μας χώμα ρίχνοντας, τη μοίρα μας να κλαίμε, δείχνοντας μούτρα πράσινα από τη νηστεία.
(Φορώντας το σανδάλι του).
Αυτά, λέει, τα δίδαξεν ένας γιατρός που τον λέγανε Μεσσία. Παράξενη μα την αλήθεια δίαιτα. Στοχάσου αν όλοι πάθαιναν τη συμφορά σου. . . Θε να γινόταν η ζωή μαύρη σαν τον αράπη χωρίς τραγούδια και κρασί, δίχως αγάπη. Ε! να σου πω — και να με συμπαθά η αφεντιά σου — μεγάλη θάν' η στενοκεφαλιά σου αν άφισες τα όργια του Καίσαρα και σιδεροδεμένος, με τα τέσσαρα σ' αυτή προτίμησες να σέρνεσαι την υγρασία, μη στέργοντας στον Ηρακλέα να προσφέρης μια θυσία!
(Παγαίνοντας μπροστά στον Άγιο Δημήτριο).
Να μου τον χαιρετάς, Δέσποτα, τον Σύριο Μεσσία, αλλά ο Ερμογένης και σε γάιδαρο μετάνοιες κάνει, στον ήλιο φτάνει να πυρώνεται και όχι πότε θα πεθάνη έτσι σαν σκύλος ν' απαντέχη, των αγριμιών τα χείλια με το αίμα του να βρέχη, στον άλλο κόσμο να τον κατεβάζουνε παλουκωμένο, ή να τον σέρνουν από λόγχες τρυπημένο. Σπολάτι! τώρα μοναχό θε να σ' αφίσω, γιατί πετιέμαι πλάι 'δώ, να τηγανίσω κάτι μαρίδες, που ακόμη σπαρταράνε.
(Τρέχει και πέρνει το πήλινο πιάτο από το τραπέζι).
Ε! τι να γίνη. . . οι ανθρώποι θένε βλέπεις και να φάνε.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (σαν να μιλάη μόνος του. Ακούοντας τη λαλιά του ο
Ερμογένης σταματά).
Το σταφύλι του για μένα είτανε χολή γιομάτο.
Τη λύσσα του δράκοντα έλυωνε μέσα στο κρασί του.
Το φαρμάκι της ασπίδας στη γλώσσα του από κάτω
έκρυβεν ο Καίσαρας.
ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ (αφίνοντας κατάχαμα το πιάτο και πέρνοντας στάσι που φανερώνει δυσαρέσκεια).
Σαν παιδί του σε είχε κι' είνε αγνωμοσύνη — με συμπάθειο — βρυσές τέτοιες να του σωριάζης! Χρυσές θα πέρναγες πλάι του μέρες. Μάθε το λοιπόν, αν σου [αρέσει Τους Γότθους κάλεσε στο στάδιο, τον παλαιστή Λυαίο, να θαυμάσουνε το μεσημέρι. Το θέαμα θάνε ωραίο, μα τον Απόλλωνα. Και τώρα πες μου: Την καλλίτερη τη [θέσι δε θάδινε ο Καίσαρας σε σένα; Κακό δικό σου κάνεις με το πείσμα σου. Σώσου από την καταστροφή. Αν η Θρησκεία σου προορισμένη είνε για να ζήση, η θυσία σου τίποτε δεν θα της προσθέση. Και να σου πω, χωρίς να σε ντραπώ: Όλες η θρησκείες — άκου και μη θυμώνης να της φασκελώνης είνε. Στάσου. Πάρε πρώτη τη δική μας. Ξέρεις, τόσο η Θεές μας όσο κι' οι Θεοί μας, όλοι τους είνε κλέφτες και φονηάδες. Άλλες πόρνες, άλλοι — με συμπάθειο — κερατάδες κι' ό,τι άλλο θες. Και τη δική σας την τρανή την πίστι, ένας ναύκληρος απ' τη Συρία μούπε, πως την εκήρυξε μια που την λέγανε Μαγδαληνή, περίφημη για της παραλυσίες της κυρία.
(Με ύφος περιέργου άνθρωπου).
Αλήθεια, πες μου, που στηρίζεται η πίστι η δική σας;
Ποια λόγια λέτε μαγικά στην προσευχή σας;
Δος μου και μένα να διαβάσω τους Ελληνικούς παπύρους.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Δεν βάλανε ποτέ από μαργαριτάρια περιδέραιο [στους χοίρους, Ούτε από το θυσιαστήριο εδώκανε της προσφορές στους [σκύλους. Μακρυά τους βεβήλους. . . Μακρυά τους βεβήλους. . . Στα λόγια σου έχεις κρυμμένο και τον κόπο και τον πόνο και δεν βλέπω με τι τρόπο θα ήταν βολετό το φως της σωτηρίας ν' ατενίσης.
ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ. (σκύβει, πέρνει το πιάτο και κάνει να φύγη του λέει.
ειρωνικά).
Αύριο, αυτές της συμβουλές να μου χαρίσης.
σε παρακαλώ. . . (Αφιγκράζεται).
Πατημασιές ακούω. Κάποιος θε να μπήκε.
Την πόρτα ανοιχτή πως διάβολο την βρήκε;
(Φεύγει. Ευθύς ακούεται απ' έξω η φωνή του).
Πέρασε! Αφού ο Έπαρχος το διατάζει. . . Να ιδώ τη βούλα στο κερί μονάχα. . . (Ευθύς αμέσως). Πέρασε..
Άγιος Δημήτριος — Άγιος Νέστωρ.
(Μπαίνει μέσα με ορμή ο Άγιος Νέστωρ. Νεανίας 20 χρονών. Είνε ίδιος με το μωσαϊκό του Αγίου Σεργίου, που βρίσκεται στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου. Μόλις τον βλέπει ο Άγιος Δημήτριος τινάζεται ολόρθος)·
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. ο Νέστορας εδώ!
ΑΓ. ΝΕΣΤΩΡ. Τι είν' αυτό που βλέπουνε τα μάτια μου, Χριστέ! Σε πιάσανε; Σου βγάλαν το τιμητικά παράσημα! Δεσμώτη, φίλε μου πιστέ, 'δώ μέσα σε κρατάνε; Σίδερα σου βάλαν στα ευγενικά σου χέρια;.. Έξω μιλάνε για το θάνατό σου. Το ξέρεις; Αλιχτάνε από τη χαρά τους οι ειδωλολάτρες ολοένα. . . Δεν θέλω να πεθάνης. . . ωιμένα! δεν θέλω να σου 'δώ κοκκαλωμένο το κορμί ούτε το στόμα ανοιγμένο, το στόμα σου, που μ' έκανε το Φως το Αληθινό να προσκυνώ!
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Τα πόδια μου στηρίζονται 'πάνω στην πέτρα, φίλε μου Νέστορα. Να χτυπήσωμε την ψεύτρα πολιτεία των Ρωμαίων πρέπει οι Χριστιανοί, για ν' ανασάνουν οι ταπεινοί, να φάνε το ψωμί τους 'μερωμένο οι δυστυχισμένοι, του γέλιου να ρουφήξουνε τη γλύκα οι καταραμένοι!
ΑΓΙΟΣ ΝΕΣΤΩΡ. Όμως, δεν συλλογιέσαι τι θα γίνω μοναχός μέσ' στη Θεσσαλονίκη όταν μείνω;
ΑΓ. ΔΗΜ. Καθώς το λάδι μαλακό τα λόγια σου στον πόνο μου επάνω, καλέ μου! Όταν μάθης πεια το φόνο μου, πρόσφερε και συ το σώμα σου στον Κύριο παλληκαρίσια προκαλώντας το μαρτύριο.
ΑΓΙΟΣ ΝΕΣΤΩΡ. Και η αγαπημένη μου Λωίς, τι θε να γίνη;
ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡ. Στη Μάννα, που αφίνω μέσ' στους δρόμους ποιος [θα δίνη ψωμί;
ΑΓΙΟΣ ΝΕΣΤΩΡ. Αμάρτησα!. . . (έπειτα από μικρή σιωπή). Συ μας εστεφάνωσες. Σαν τώρα Μου φαίνεται πως είν' εκείνη η ώρα, όταν ο ταπεινός Επίσκοπος Γοργίας μας ένωσε σε γάμο παρθενίας.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (αρπαζόμενος από την ανάμνησι των περασμένων, λέγει με φωνή υπνωτισμένη. Ο Άγιος Νέστωρ φαίνεται κρεμασμένος από την διήγησι αυτή, σαν όπως σταλαγματιά δροσιάς, σε πέταλο κρίνου).
Φορώντας μίτραν αψηλή με κρόσια μύρια, από λινάρι αιγυπτιακό, πήγε με βήμα τελετουργικό στο πέτρινο θυσιαστήριο για να τελέση το μυστήριο. Παιδάκια δυο κοινάγανε σιγά τα θυμιατήρια κι' άλλα εδώ κι' εκεί γονατισμένα, δαδιά κρατάγανε αναμμένα. Γυρμένος 'πάνω από το δισκοπότηρο πήρε από το κρασί το πορφυρότερο, κι' από τον σταρίσιον άρτον τον λευκότερο. Κάτι σαν να ψιθύρισε. Έπειτα κατά σας εγύρισε κι' όταν σας εκοινώνησε, μ' ένα στεφάνι από ανθούς ροδιάς σας στόλισε. Και μέσα στα χαλάσματα της κατακόμβης της σκοτεινής, η προσευχή τρεμουλιαστή των πιστών αντηχούσε, λες κοπάδι προβάτων χόρτο καινούργιο εβοσκούσε: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς. . .»
ΑΓΙΟΣ ΝΕΣΤΩΡ. (πέφτοντας στα γόνατα και ενώνοντας τα χέρια
του δεητικά μπροστά στο φίλο του).
Η ψυχή μου έχει χυθεί και σκορπιστεί σαν το νερό!
Πώς θα σε χάσω; Να τ' αποφασίσω δεν μπορώ. . .
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (αυστηρά).
Βλαστημάς και αμαρτίας βάρος έχουνε τα λόγια σου. . .
Ο Κύριος, απ' την οργή του, τα δόντια σου
θα σου τσακίση και το στόμα θα σου φράξη.
Με ρομφαία δίστομη θα σε πατάξη. . .
(Σηκώνοντας τα χέρια του στον Ουρανό).
Χριστέ μου! Συ φυτήλι γίνου στης ζωής του το καντήλι!
ΑΓΙΟΣ ΝΕΣΤΩΡ. (σκύβοντας στη γη). Σε πίκρανα και στον Χριστόν αμάρτησα! Συγχώρησέ με, άγιε μου αδερφέ! Αν παραστράτησα για μια στιγμή, στον ίσιο δρόμο συ βάλε με και μάθε μου το νόμο.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (γεμάτος από τα πνεύμα του Θεού). Σήκω! Ο Δεσμοφύλακας μου είπε, πως το μεσημέρι στο Στάδιο, ο Καίσαρας θα δώση εορτή μεγάλη, των Γότθων θέλοντας τους πρέσβεις να τιμήση. Το χέρι του γίγαντα βανδάλου θα τινάξη πάλι δεξιά κι' αριστερά σαν άμμο τους αγωνιστάς. Πρώτος από τους παλαιστάς, συ, Νέστωρ, θα εμφανιστής στο στίβο. «Είμαι» θα φωνάξης, «Χριστιανός και δεν το κρύβω από κανένα. Και αν κατέβηκα ν' αγωνιστώ, εγώ ο νεανίσκος μ' ένα γλαδιάτορα, γνωστό είνε γιατί επιθυμώ να κάνω, πριν στο θύμα μου σταθώ επάνω, ότι στον κόσμον τούτο δεν νικάει όποιος σε γερές κνήμες το κορμί στηρίζει, αλλά εκείνος που στο έλεος του Ιησού ελπίζει, εκείνος που την αδελφότητα αγαπάει». Μη φοβηθής! Ο βάρβαρος θα σε γελάση και θα σε βρίση, όμως στον γλυστερό πηλό θε να πατήση όταν εσένα ο αστράγαλός σου θάνε από χαλκό.
(Σαν να βλέπη την προφητεία του ζωντανεμένη στην εκπλήρωσί της και παρασέρνοντας και τον φίλο του σε μαρτυρικούς ενθουσιασμούς).
Θα σηκώσης τον Λυαίο και θα τον σκάσης κάτω σαν ασκό. Των μπράτσων του τα νεύρα θα λυθούνε. Μέσα σε σιδερένιο χαλινάρι η μασέλες του θα σφιχτούνε και σαν καλάμι που λιγάει ο βορηάς, στα χέρια σου θα [γέρνη· ω! τότε πεια, όταν το θαύμα τούτο γένη, χαλάζι από κάρβουνα αναμμένα στων εχθρών μας τα κεφάλια τα υψωμένα θα σωριαστή κι' από τη ντροπή ίδιο κερί θα λυώση ο εγωισμός τους.
(Όσο μιλάει πηγαίνει κοντά στο φίλο του).
'Μέρα χαρωπή! Η δόξα του Χριστού μας θάν' μεγάλη κι' ιστορική θα μείνη τούτ' η πάλη.
(Απλώνοντας τα χέρια στους ώμους του Αγίου Νέστορα και κυττάζοντάς τον με βλέμμα επιβλητικό, όπως το φείδι όταν μαγνητίζει το πουλί).
Τότε τα μάτια σου πειο χαρωπά από τα κεράσια τα νωπά θα λάμψουν. Όπως μαζύ ανατραφήκαμε αδελφικά και να πεθάνωμε μαζύ μαρτυρικά ο Κύριος το θέλει.
(Τον σπρώχνει ελαφρά κατά την έξοδο, αλλά με την πέτρινη επιβολή των πατριαρχών του Ισραήλ).
Είνε ο θάνατος του δικαίου γλυκύτερος κι' από το μέλι.
(Τον παγαίνει σαν υπνωτισμένο ίσαμε την πόρτα).
Την νίκη της ιδέας κατορθώνεις μοναχά διά του αίματος!
(Τον αγκαλιάζει και τον φιλεί στο ένα μάτι).
Εις το όνομα του Πατρός!
(Τον φιλεί στο άλλο μάτι).
Και του Υιού!
(Τον φιλεί στο στόμα).
Και του Αγίου Πνεύματος!
(Ο Άγιος Νέστωρ ρίχνεται να τον αγκαλιάση, αλλά ο Άγιος Δημήτριος τον σπρώχνει έξω, αρχικός και πιστικός, όπως το σάλπισμα της μάχης).
Δεν θέλω να με 'δής!. . . Μη με φιλήσης. . . μη βγάλης λέξι. . . πάγαινε. . .το πρόσωπο σου μη γυρίσης!. . .
( Ο Άγιος Νέστωρ φεύγει. Ό Άγιος Δημήτριος με το πρόσωπο φωτισμένο από τη χαρά της Νίκης, σηκώνει το δεξί του χέρι με τα τρία δάχτυλα ενωμένα και κάνει στον αέρα, προς το μέρος όπου εβγήκε ο φίλος του, ένα πελώριο σχήμα σταυρού. Έπειτα γυρίζει στη γωνιά του, στεκόμενος κάποτε ν' αφιγκραστη, γιατί φοβάται μη ο φίλος του δειλιάση και γυρίση. Μπαίνει ο Ερμογένης).
Άγιος Δημήτριος — Ερμογένης
ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ. Ποιος είτανε του λόγου του; Διαταγή να του ανοίξουν είχεν από πρόσωπο σπουδαίο. . .
(Σε λίγο κυττάζοντας αψηλά το μακρύ και στενό άνοιγμα του τοίχου. Ό Άγιος Δημήτριος πέφτει στα άχυρα, παίρνοντας την αρχική στάσι την εκστατική).
Να κι' η χαραυγή σε λίγο θα ροδίση.. . . (Μικρή σιγή) Ίσως και νάχωμε βροχή, γιατ' είδα σύννεφα στον ουρανό. . .
(Με δυσαρέσκεια στον Άγιο Δημήτριο).
Αρχή σου κάνω πάντα να μου κουβεντιάσης, μα συ δεν βγάζεις τσιμουδιά!. . .
(Πηγαίνει στο τραπέζι και κάθεται επάνω. Μικρή σιγή).
Η βάσις λέει της υγείας είν' ο ύπνος. 'Μένα με ταράζει Η αγρυπνιά ως βλέπεις.
(Στον Άγιο Δημήτριο).
Ξέρε το. . . Από μαράζι θε να πάω, άρχοντά μου Όταν έρθη κι' η σειρά μου.
(Ακούεται στα βάθη της φυλακής, από το πλαϊνό μέρος οπούθε μπαινοβγαίνουν, δυνατός κτύπος σε πόρτα χοντρή από ξύλο θωρακισμένο με σιδερικά).
Χτυπούν την πόρτα πάλι.
(Στην πέρδικα που κοιμάται μέσα στο κλουβί της).
Ξύπνησε, μωρή πέρδικα, και πήγαινε ν' ανοίξης. . .
(Με ειρωνεία).
Υπομονή όποιος κι' αν είσαι.
(Πηδάει κάτω από το τραπέζι για να τρέξη έξω).
Το σανδάλι με στενεύει όπως πρώτα. . .
(Ακούγοντας από τα βάθη της φυλακής και από το πλαγινό μέρος οπούθε μπαινοβγαίνουν βροντεροί τόνοι φωνής, που ζυμώνονται σε ανοιχτά φωνήεντα και απηχούνε).
Έρχομαι. . .
(Φεύγοντας). Να φρίξης
είνε με τούτη την επιμονή!
Θα του πατήσω ένα βρίξιμο. . .
(Φεύγει. Έξω θόρυβος ανθρώπων ωπλισμένων και η φωνή του δεσμοφύλακα πνιγμένη από τη συγκίνησι).
Τι βλέπω; Ουρανοί!
ΕΥΝΙΚΗ. (απ' έξω). Εδώ να περιμένετε. . . Μονάχη μου θα πάω μέσα. . . (Με οργή). Γέρο, δεν σε ρωτάω. . .
Άγιος Δημήτριος — Ευνίκη.
(Μπαίνει η Ευνίκη με προσοχή, γιατί δεν διακρίνει καλά. Η περούκα της είναι κόκκινη και γεμάτη μαργαριτάρια χονδρά. Υποτίθεται ότι είναι γυμνή από μέσα. Την κουκουλώνει πορφύρα κόκκινη πολύπτυχη. Τα σανδάλια ολόχρυσα, της σκεπάζουν ολόκληρη την κνήμη, λεπτομέρεια που φαίνεται όταν κάποτε με βία μετακινεί το σκέπασμα του κορμιού της).
ΕΥΝΙΚΗ. Μόλις μπορεί κανείς να ξεχωρήση. . .
Πού είνε;. . . Δεν τον βλέπω. . . Κι' η λυχνία θε να σβύση.
(Μόλις την ιδή ο Άγιος Δημήτριος, τινάζεται ολόρθος με δυνατό βρόντημα της αλυσσίδας του).
ΑΓ. ΔΗΜ. Αυτή! Αυτή! Τ' ήρθες εδώ να κάνης;. . .
ΕΥΝΙΚΗ. (ρίχνεται να τον πλησιάση, αλλ' εκείνος οπισθοχωρεί και κολλά στον τοίχο και προτείνει τα χέρια).
Όχι! δε θα σ' αφίσω να πεθάνης. Κανείς αμπέλι δεν φυτεύει χωρίς απ' τον καρπό του να γυρεύη και τη δροσιά. . .
ΑΓ. ΔΗΜ. Τι θες μ' αυτά να πης τα λόγια;
ΕΥΝΙΚΗ. Ω! με καταλαβαίνεις. Με της παρακλήσεις της δικές μου, στα πειο ζηλευτά ο Καίσαρας σ' ανέβασε αξιώματα. Βαραίνεις συ στη ζωή μου περισσότερο από αυτόν. Πόσο σ' αγαπώ το ξέρεις. Γραφτόν τον λόγο τούτον σου τον έστειλα πολλές φορές 'πάνω σε πινακίδες από ελεφαντόδοντο. Χαρές και όργια δημιουργούσα και όλη τη Θεσσαλονίκη προσκαλούσα, την ευκαιρία για να βρω να σου μιλήσω. Θυμάσαι; Μια βραδυά που ήσουν μεθυσμένος, να σε φιλήσω ρίχτηκα και ο Καίσαρας μου τίναξ' ωργισμένος στο κεφάλι το χρυσό του το ποτήρι. Ερωτευμένος μου φαινόσουνα με άλλη. Πάντα μακρυά τραβιώσουνα από μένα, μ' απόφευγες. Τώρα να σε σκοτώσουνε πώς είνε δυνατό ν' αφίσω, πριν στα δροσάτα νειάτα σου τη φλόγα μου για πάντα [σβύσω;
ΑΓ. ΔΗΜ. Έχω ξαναγεννηθή! Να με φλογίζη νοιώθω μέσα στο κορμί μου το θείο φως! Αρχίζει κανείς από την πίστι και πάει στην αρετή, από την αρετή στη γνώσι και στην εγκράτεια και απ' αυτή πηγαίνει στην υπομονή και στην ευσέβεια και στη φιλαδελ- [φία κι' απ' όλες τελευταία συναντάει την αγάπη.
ΕΥΝΙΚΗ. Μα την Κυθαιρία, τότε 'γώ περσότερο και από σένα και από τους Πρεσβυτέρους της εκκλησιάς σας, ποτισμένα μέσα μου έχω της δικής σας πίστης τα μεγάλα μυστικά! Αν η αγάπη είνε του Χριστού η εντολή, μα τότε, φυσικά 'γώ είμαι η καλλίτερη διακόνισσα, γιατί όπως εγώ σ' επόθησα, όσον εγώ σε λαχταρώ, άλλη καμμιά να το πιστέψω δεν μπορώ πώς έχει τόση δοκιμάσει επιθυμία, τον καρπό της ωμορφιάς σου να δαγκάση. Έχυσα τόσα δάκρυα σαν σε θυμώμουνα που θα μπορούσα, μέσα τους πέφτοντας, να πνιγόμουνα. Ποτέ σου δεν θα μάθης συ πόσο σ' αγάπησα. . . Σαν διψασμένη γης, νεροποντή, σε λαχτάρησα. . . Σαν φείδι στα σεντόνια μου στριβόμουνα ολόκληρες βραδυές και μαραινόμουνα ίδιος λωτός στον ήλιο. Τώχες νοιώσει δα και συ, γιατί σαν έβλεπες χρυσή βροχή να ρίχνουν η ματιές μου στο κορμί σου, αλλού εγύριζες την προσοχή σου.
(Αφίνοντας να κατρακυλήση το κόκκινό της σκέπασμα και να φανούν οι ώμοι και τα στήθεια της).
Και όμως, είμαι της Ανατολής το διαλεχτό μαργαριτάρι κι' έχω εδώ στο στήθος μου ένα ζευγάρι καρπών, να σου δροσίζουνε όταν διψάς το στόμα, και λες με γάλα κι' από μέλι ζυμωμένο είνε μου το σώμα. Η Κλεοπάτρα της Αιγύπτου μια βασίλισσα από ράτσα, δεν είχε καθώς τα δικά μου χέρια και τα μπράτσα. Κι' η Ζηνοβία της Παλμύρας η βασίλισσα, που σκλάβαν αλυσσόδετη την είδα και της μίλησα, δεν ήξερε τον άντρα στην ορμή πώς να μαγεύη, Ούτε πώς να τον γιομίζη φλόγα, ούτε πώς να τον στειρεύη. Και μάθε το. Δεν ντρέπομαι καθόλου να το πω στον άντρα που αγαπώ, πώς άνηβη στης Δαμασκός το ιερό της σάρκας τον υγρό χορό μου μάθαν και ακόμα πώς, σαν από αμφορέα άνοιγμα [στενό, να σιγοχύνω το μεθύσι της απόλαυσης αστείρευτο κρουνό. Άφησε της κουταμάρες κι' έλα στην αγκαλιά μου, της λαχτάρες της αγρυπνίας να χορτάσης. . .
ΑΓ. ΔΗΜ. Τον πρώτον άνθρωπο πρέπει να τον ξεχάσης.
Για σας απόθανα, με τον Χριστό σαν αποφάσισα να ζήσω,
Σταυρώθηκα μαζύ μ' Αυτόν. Να ξεψυχήσω,
πάνω στον σταυρό κι' εγώ υψώθηκα.
Τρυπήθηκα με τα καρφιά και μέσ' στο αίμα σαβανώθηκα.
ΕΥΝΙΚΗ. Αν σε σταυρώνανε εσένα, απ' της πληγές σου ολοένα το μύρο θάτρεχε της καλωσύνης σου.
ΑΓ. ΔΗΜ. Στήριξέ με, Κύριε, στο δρόμο της δικαιοσύνης σου. Σφίξε μου το από τους κροτάφους 'πάνω το μαρτυρικό στεφάνι, το τετέλεσται να πω και ν' αποθάνω.
ΕΥΝΙΚΗ. Του ξερού σου στεφανειού τ' αγκάθια γύρω από το μέτωπό σου καρφωμένα, του αφιονιού θε να κρεμούσαν τ' άνθια ύπνον σωτήριον φορτωμένα.
ΑΓ. ΔΗΜ. Για όσα λόγια πλάνης έχω 'πει, να με ποτίσουν θέλω μ' εκείνο το καλάμι, αφού του βουτήσουν μέσα στην σμύρνα το σφουγγάρι και στην πράσινη χολή! Τότε κι' εγώ πεια θα μπορέσω να σ' αποκαλέσω, Κύριε, [«Ηλί!»
ΕΥΝΙΚΗ. Το καλάμι τούτο θε να κόβαν σε κομμάτια όσων γυναικών τα μάτια από την ερωτικήν απελπισίαν αστραπές ανάβουνε, σουράβλια θρήνων και κλαυθμών να φτιάνουνε.
ΑΓ. ΔΗΜ. (στεκόμενος μπροστά της σε τρόπο που σχεδόν της αγγίζει το γυμνωμένο κορμί). Πάψε πεια! Ίδιο κύμα η ξετσιπωσιά σου αγριεμένης θάλασσας, στα χείλια τα δικά σου της αμαρτίας τον αφρό σωριάζει. Είμαι ο κλητός Κυρίου, ο αγιασμένος και ο εκλεκτός του Ιησού. Γύριζα πρόβατο χαμένο πριν και στην ασέλγεια παραδομένο είχα το σώμα μου, σ' επιθυμίες, σε οινοφλυγίες, πότους και ειδωλολατρείες αθέμιτες· μα τώρα τα έχω ανοιγμένα τα μάτια, γιατί ο Αντίχριστος, ίδιο λιοντάρι πεινασμένο μουγκρίζει, έτοιμος το στόμα του ν' ανοίξη κορμιά ανθρώπων να ρουφήξη.
ΕΥΝΙΚΗ. (κάνοντας σαν το ζω που δεν αισθάνεται άλλο τίποτα από τον πόθο που το ταράζει). Θέλω στο πλευρό μου άντρα μου κάθε νύχτα να σε νοιώθω. Θέλω με το χέρι το δικό μου το μετάξι της ζωής σου εγώ να κλώθω. Για μήνες μέσα στα σωθικά μου ένα κομμάτι από τον εαυτό σου, ζωντανεμένο να βαρύνη τα σπλάγχνα τα δικά μου θέλω, και να μου ρουφάη το αίμα διψασμένο.
ΑΓ. ΔΗΜ. (παγαίνοντας οπίσω με τα χέρια τεντωμένα για να προφυλάγεται). Σαν σύννεφο, που καταιγίδα το κυνηγάει, γιομάτος από ζόφο κι' από σκότος, σταματάει ο κάθε λόγος σου 'πάνω από την ψυχή μου. Δεν θέλω πια την ακοή μου. γέννημα του Βελιάλ, να βεβηλώνουν τα λόγια της φθοράς. Με σώνουν τα όσα άκουσα, όταν στην ανομίαν εκυλιώμουνα μαζύ σας, όταν ελογιζόμουνα σαν τρίβολος μεσ' στου Χριστού τον αμπελώνα κι' ήμουν της αρετής το σκάνδαλο σ' αυτήν εδώ την Βαβυλώνα. Ό,τι και αν μου πης δεν σε πιστεύω. Σ' όλα τα λόγια σου του κόρακα το κράξιμο αγναντεύω.
ΕΥΝΙΚΗ. Δεν υποφέρω να σ' ακούω. . . ω! πώς με μαγνητίζει [η φωνή σου! Έτσι που μου μιλάς, χύνεται η πνοή σου σαν ανθισμένης τζιτζιφιάς το ανάσαμα από τα γυρτά κλωνάρια!
(Κάνει πως τραβιέται πίσω).
Πάψε! Να μην ακούω τη φωνή σου! Μέλι λες στάζει όπως σιγοτρέμει από την οργή σου. Δίνω της φορεσιές μου της χρυσές και τα μαργαριτάρια που μώφερεν ο Καίσαρας τα μαύρα, να σου φιλήσω αν μ ' άφινες τα χείλια!
(Δοκιμάζει να πέση επάνω του).
Ω! σ' έχω μέσ' στο αίμα μου!
ΑΓ. ΔΗΜ. (ωργισμένος σαν τη φωτιά που σκεπάζεται από σύννεφο καπνού). Οπίσω! Οσμή θανάτου όσα βγαίνουν από το στόμα σου σκορπάνε. Πώς θάθελα να σώκοβε αυτή τη γλώσσα ένα πυρακτωμένο χαλινάρι. Γιατί τα όσα κακά ο κόσμος υποφέρει, από αυτή τη δύναμι πηγάζουν. Καθώς τα πλοία τον ωκεανό δαμάζουν μ' ένα μικρό πηδάλιο κι' όταν το χάσουν, πάνω στα βράχια ρίχνονται να σπάσουν, έτσι κι' η γλώσσα, ολόκληρο ένα κορμί το κυβερνάει ή το ρίχνει με ορμή στην κόλασι. Φύγε να μη σε βλέπω. Πορνεία είνε τα μάτια σου γιομάτα. Η επιθυμία της σάρκας βγάζει από το κορμί σου φωτειά που ίσαμε αυτού με καίει. Σε πυρωστιά θάθελα το κορμί σου απλωμένο νάβλεπα. Μαστιγωμένη καταμεσής της αγοράς, γυναίκα της διαφθοράς, να σ' έφερναν, ώσπου να τρέχη αίμα από τους γοφούς σου. [Καταραμένη!
ΕΥΝΙΚΗ. (φλογισμένη από υστερικό πυρετό, ξεφωνίζει με τρελλή χαρά.) Έτσι.. Α!.. Να σε ιδώ λιγάκι θυμωμένο. . . Φώναξε! Θέλω τον ερωμένο μου κακόν, αγριεμένο, τον θέλω χυδαίο! ποτέ μου δεν σε είδα σαν και τούτη τη στιγμή ωραίο! Άρπα με από τα μαλλιά και κάτω ρίξε με, δος μου κατακεφαλιές, βρίξε με. βάρα με, σαν το ρόιδι να σκάσω από τη γλύκα. Το κάθε κτύπημά σου τη σάρκα μου θε να περνά, ως νάρθη μια στιγμή, που σαν το σύκο αμέτρητα κουκιά χρυσάφι μέσα στο αίμα μου, το θείο δάρσιμό σου να γυρνά! Πώς θάθελα να σ' έβλεπα σαν λυσσασμένο λύκο, 'πάνω μου να χουμίξης κι' εγώ νάμαι το αδύνατο το λάφι.
Οι ανωτέρω — Πρίσκιλλα
ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ. Ετόλμησα κι' εμπήκα. . .
ΕΥΝΙΚΗ. Ποιος είνε; Πρίσκιλλα εσύ;
ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ. Κυρία, από το παλάτι ήρθεν ο Μίμος πάνω στου στρατηγού το άτι. Σε περιμένει ο Μαξέντιος μέσα στον κήπο όπου ταχτικά τον συναντάς την νύχτα. . .
ΕΥΝΙΚΗ (με ζωηρή χειρονομία της σταματάει την κουβέντα). Να του πουν πως λείπω. Πως βρίσκομαι στης μάγισσας Θαΐδος τη σπηλιά και θα γυρίσω με τα φίλτρα. Μιλιά του Γρύλλου μη τυχόν και του ξεφύγη. Γρήγορα, πες του να καβαλικέψει και να φύγη!
(Η Πρίσκιλλα φεύγει).
Τώρα εγώ εδώ προστάζω! Άλλους από λιοντάρια σώζω κι' άλλους σφάζω. Γιατί ο Καίσαρ ο Γαλέριος χωρίς εμένα βλαστημά και βαρυαναστενάζει ολοένα, όσο γυναίκα του κι' αν δεν με πέρνει. Γιατί πρέπει κι' αυτό να μάθης. Είνε τσιγκούνης και γέρνει. η πρόστυχη ψυχή του πάντα στον παρά και να στεφανωθή την κόρη λαχταρά κανενός της Ρώμης πατρικίου με μεγάλη προίκα. Όμως στον διάβολο κι' αυτός κι' αυτή και όλη των η κλίκα. Ούτε και να τον συλλογιέμαι του αξίζει. Σπουδαίο βλέπεις υποκείμενο! Μυρίζει σκόρδο ακόμη το στόμα του. . . Ήταν το στρώμα του μέσ' στο κουρέλι σαν τον πρωτογνώρισα κι' από την απλυσιά του σβέρκου του απόρησα. Αυτά στα λέω, θέλοντας να σου δείξω πόσο είμαι γουρλίδισσα, που να τον ρίξω με την μοίρα μου κατώρθωσα. Μπορώ για σένα που λαχταρώ κάτι παραπάνω σε τιμή να σου χαρίσω. Στα χέρια μου σ' αυτό το δεσμωτήριο δεμένο να σ' αφίσω είνε, ή τώρα που η Θεσσαλονίκη κοιμάται σκοτεινή, να κάνω την πειο φωτεινή να λάμψη αύριο για σένα μέρα. Καταλαβαίνεις τι σου λέγω πέρα ως πέρα, οι λεγεώνες του Ιλλυρικού είνε δικοί μου. Στην προσταγή μου ο Στρατηγός των ο Μαξέντιος, πούνε τρελλός για μένα, θα ξαμολύση τα δασκαλεμένα πλήθη των οπλιτών. Φτάνει να το θελήσω. Μ' ακούς τι λέω; Φτάνει να του το ζητήσω. Ανάστατη η πόλις θα βρεθή χωρίς κανέναν αρχηγό, γιατί στο αναμεταξύ εγώ την αγκαλιά μου, όπου ο Γαλέριος θάνε γυρμένος, θα κλείσω γύρω από τον λαιμό του και πνιγμένος από το κρεββάτι του θα κυλισθή! Στοχάσου, σου δίνω ένα θρόνο! Συ τώρα δείξε την παλληκαριά σου. . . Σωπαίνεις; Λέγε μου τι περιμένεις; Άλλη πάλι τούτη στενοχώρια. . . Περνά η ώρα. . . Κουνήσου. . . Κράζουν πα 'στο κάστρο τα [κοκκόρια.
ΑΓ. ΔΗΜ. Ψεύτες και επίορκοι και ανδροφόνοι όλοι, σκορπιού γεννήματα!. . . Όπου οι νόμοι σας λεν υπακοή, εσείς σηκώνετε κεφάλι ανυπότακτο. Μα 'γώ από αυτό το χάλι σώθηκα το Ευαγγέλιο της δόξης τον μακαρίου Θεού μόλις επίστεψα. Μέσα μου, του Κυρίου επλεόνασεν η χάρις με αγάπη και με πίστι. Μετάνοιωσε και σκόρπισε χώμα στην κόμη σου. Τον ρύστη, Αυτόν που ελεεί κάθε αμαρτωλό και την αιώνια ζωή του δίνει, σε παρακαλώ, αν θες στα πόδια σου να γονατίσω,
(Γονατίζει και της αγκαλιάζει ικετευτικά τα πόδια),
με δάκρυα να στα ποτίσω, πίστεψέ τον, όπως τον επίστεψε και η Μαγδαληνή Μαρία, κάνοντας έτσι όλη τη Μακεδονία από το θαύμα τούτο νάρθη σε επίγνωσι της αληθείας, και αμβροσία να γεννή το κριθαρόψωμο της εκκλησίας!
ΕΥΝΙΚΗ. (μέσα σε ηδονικό σπαρτάρισμα όλου της του κορμιού). Σαν νάμαι λες παρθένα και μπράτσα μεστωμένα παλληκαριού, πρώτη φορά να μ' ανεβάζουν από τα σφυρά όπου μ' εγγίζουν, σ' όλο το κορμί, τον πόθο του σφιξίματος και την ορμή των κυλισμάτων. Μια στιγμή αυτό το χάδι να βαστάξη και λυγμοί θε να με πιάσουνε και σπαραγμοί. . . Θα με τραντάξουν. . . ω! αυτοί οι γλυκασμοί!
ΑΓ. ΔΗΜ. Ήμουν κι' εγώ βλάστημος και διώκτης και υβριστής, κάτω από την κεντημένη τήβενο σωστός ληστής. Μα ελεήθηκα από τη μακροθυμία του Χριστού κι' έγινα υποτύπωσις κάθε πιστού, που θα τον βρη η χάρις και το έλεος και η ειρήνη. Μετά νοιώσε και συ, η ποίμνη σ' αναζητάει του βοσκού σαν πρόβατο χαμένο. Έχω εδώ λίγο νερό στη στάμνα φυλαγμένο, το βάφτισμα αμέσως να χαρίσω σου της σωτηρίας. Θα σ' έχω ίδιαν αδελφήν αγαπητήν στης Αιωνίας ζωής τον κήπο, χέρι με χέρι θα περπατάμε, κάτασπρο περιστεριώνε ταίρι.
ΕΥΝΙΚΗ. (τον σπρώχνει κάνοντας έτσι σαν ν' αρπάξανε τα ρούχα της φωτιά. Ο Άγιος σηκώνεται τρομαγμένος). Ανάβω. . . Άφησέ με!. . . από το κορμί μου φλόγες βγάνω. . . κάτω τα χέρια. . . παράτησέ με. . . σφάξε με, ν' αποθάνω θέλω. Σαν αδερφή σου δεν μπορώ να ζήσω. Γυμνό θέλω να σε χαρώ, νυχτιές ερωτικές μαζύ σου ν' αγρυπνήσω!
ΑΓ. ΔΗΜ. (με τα χέρια τεντωμένα μπροστά για προφύλαξι). Οπίσω, μοιχαλίδα, οπίσω. . . ' τα χέρια μου εμόλυνε το σώμα σου!
Οι ανωτέρω — Ερμογένης — Πρίσκιλλα
ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ (μπαίνει με φόβο). Να κρατήσω,
Ευγενεστάτη, δεν μπορώ έξω την κουστωδία.
Ζητάνε να τον πάρουνε. Ξημέρωσε.
ΕΥΝΙΚΗ. (απελπισμένη). Η συνοδεία. . .
Πού είνε η συνοδεία μου Να φέρουν το φορείο.
Είμ' άρρωστη. Γρήγορα να με πάνε στο παλάτι. . .
(Η Πρίσκιλλα φεύγει και ξαναγυρίζει πίσω).
ΑΓ. ΔΗΜ. (μιλώντας μόνος του και γυρίζοντας στη γωνιά του, όπου πέφτει πέρνοντας τη συνηθισμένη εκστατική στάσι).
Στο κεραμείο, από τον ίδιο τον πηλό, πλάθουνε σκεύη και τιμής και ατιμίας. . .
ΕΥΝΙΚΗ (ορμώντας κατ' επάνω). Είσαι τρελλός και ό,τι σου κατέβει λες. Όμως είσαι ωραίος και να σε φιλήσω μώρχεται. Σαν ρόδο, με τα δάχτυλα να ξεφυλλίσω θέλω τη σάρκα σου. . .
ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ (βλέποντας τον Εκατόνταρχο). Ο Εκατόνταρχος!
Οι ανωτέρω — Εκατόνταρχος — Στρατιώται
(Μπαίνει ο Εκατόνταρχος με προφύλαξι γιατί γνωρίζει ποια βρίσκεται στη φυλακή. Τον ακολουθάνε στρατιώτες με δόρατα και στέκονται παράμερα).
ΕΥΝΙΚΗ. Ανθρώπου μάτι να με ιδή απαγορεύω. . . Πρίσκιλλα την καλύπτρα μου.
(Η Πρίσκιλλα της δίνει την καλύπτρα που βαστά. Είνε πράσινη διάφανη με χρυσά κεντήδια. Η Ευνίκη σκεπάζει με αυτήν το κεφάλι και το πρόσωπό της. Κάνει να φύγη.
Στο παλάτι μ' όλη τη δύναμί τους να με τρέξουνε οι σκλάβοι!
(Πηγαίνει κοντά στον Εκατόνταρχο και τραβώντας τον παράμερα).
Γνωρίζεις τη διαταγή που έδωκεν ο στρατηγός ψες βράδυ;
ΕΚΑΤΟΝΤ. Ό, τι ορίζεις να το κάνω ο Μαξέντιος μου είπε. . . Κι' η διαταγή του Καίσαρα με πίστι και υποταγή κι' αυτή θα γίνη. . .
ΕΥΝΙΚΗ. Ν' αλλάξη γνώμη έχει την χάριν ο κατάδικος ίσαμε τη στιγμή την τελευταία. . .
(Τραβώντας τον ακόμη παράμερα).
Τώρα κάτι να σου πω ακόμη. . . Δέκα χρυσά νομίσματα θα σου χαρίσω. Οι δαρμοί να πέφτουν ψεύτικοι στης πλάτες του. Σιγά να τον πη- [γαίνης, καιρό για να κερδίσω. Τους Χριστιανούς μην αποπαίρνεις. Ίσως και με τους θρήνους τον κάνουνε ν' αλλάξη γνώμη..Και τους δικούς μας άφισε [κι' εκείνους.
(Κάνει να φύγη. Ιδία).
Τώρα εγώ τη μάννα του τρέχω να στείλω. Ο σπαραγμός [της ίσως αυτός γλυτώση από το θάνατο το γυιό της.
(Φεύγει σαν τρελλή. Η Πρίσκιλλα τρέχει πρώτη χτυπώντας τα χέρια, για να καταλάβουν οι Ευνούχοι της συνοδείας ότι η Ευνίκη φεύγει).
ΑΓ. ΔΗΜ. (στη γωνιά του δέεται). Κύριε ο θεός μου, προς σε ορθίζω, στον άπειρό σου έρωτα την ψυχή μου βυθίζω. . .
ΕΚΑΤΟΝΤ. (διατάζει τους στρατιώτες με μια χειρονομία να σηκώσουν
τον Άγιο Δημήτριο).
Σηκώστε τον με προσοχή και χωρίς βία. Να τον περιποιηθούμε
πρέπει. Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να γίνη.
Ίσως και πάλιν Έπαρχο τον ξαναϊδούμε!
Οι ανωτέρω- Ευνίκη.
ΕΥΝΙΚΗ (ορμά μέσα έρμαιο από φανερή εσωτερική καταιγίδα), Όχι, δεν θα τον πάρετε. . . Αυτό να γίνη δεν επιτρέπω. Χέρι μη τον εγγίση!. . . Εδώ θα μείνη!
(Ταλαντεύεται για μια στιγμή, πετά την καλύπτρα της και ξεφωνίζοντας σωριάζεται στα πόδια του Αγίου Δημητρίου, σκορπίζοντας τον τρόμο σ' όσους είνε μπροστά).
Ω! ρίχνομαι προύμυτα. Θε να ταπεινωθώ μπροστά τους, αφού το θες, να, θα γονατίσω έτσι και θα κυλίσω το κεφάλι μου στα χώματα και θα συρθώ σαν σκύλος και θα τιναχθώ σαν το σφαγμένο το πουλί και το δαιμονισμένο θα μουγκρίσω του βωδιού το ούρλιασμα, σαν το παγαίνουν να το σφάξουνε. . . Μόνο μια χάρι σου ζητάω. Σκότωσέ με Πάτα με στο λαρύγγι με τη φτέρνα σου. . . Θανάτωσέ με!. . .
ΠΟΙΗΤΗΣ (βγαίνονται έξω από την αυλαία, όπως και στη Α' πράξι). Ήσουν λιγνός και καστανός, μυγδαλωμάτης, ο γυιός του Ηλιογέννητου και της Κρινάτης λεβέντης του λουτρού, ο χαϊδεμένος του Σταδίου, όπως σε παραστένουν τα μωσαϊκά της εκκλησιάς σου, ορθόν στην χρυσοκεντημένη φορεσιά σου, με το τετράγωνο ταβλίο δοξασμένου Πατρικίου. Μύρο νάρδο το κορμί σου αλειβόσουνα, Γαρύφαλα στεφανωμένος ξαπλωνόσουνα, και στα συμπόσια του Αυτοκράτορα Γαλέριου γλεντούσες, όταν από την Αντιόχεια Παρθένες αλαφροπατούσες, πυρά κορίτσια της Αστάρτης, σαν φείδια τον ολόγυμνο χορό τους στρυφογύριζαν κι' άλλες τα ντέφια βάραγαν κι' άλλες σουράβλια σφύριζαν, Δημήτριε — Μεγαλομάρτυς! ……………………………………………….
Δημήτριε — Μεγαλομάρτυς!
Καθώς ηφαίστειο τινάχτηκες αντάρτης, πατώντας 'πάνω σε κάθε πρόληψι, την παροδική των ανθρώπων περιφρονώντας υπόληψι, μαδώντας τα στεφάνια, σκίζοντας της μεταξοΰφαντες χλαμύδες, τους κιθαρωδούς ξεχνώντας και της ορχηστρίδες, στο Ευαγγέλιο για να πιστέψης του Ραββουνί κι' όπως Εκείνος εις τον κήπον της Γεθσημανή, το ποτήρι να δεχτής του μαρτυρίου, ξύδι γιομάτο και χολή από τα χέρια του Κυρίου. Τώρα σου ψάλλω αλληλούια και ωσανά! Σε σένα ξαναγίνηκε το θαύμα της Κανά, σταμνί σε βρήκεν ο Χριστός νερό γιομάτο και σ' έκανε ολοπόρφυρο κρασί μοσχάτο!
(Στο βάθος φαίνεται η ακρόπολις της Θεσσαλονίκης· Ροδοκόκκινα, τα τείχη και οι πύργοι της από τον ήλιο, που τραβάει για να δύση. Δεξιά μία βρύσι στη ρίζα γέρικου πλατάνου. Αριστερά ένας μεγάλος βράχος που φαίνεται να είνε μέρος από το πετρώδες σύστημα του λόφου, όπου είνε χτισμένη η Ακρόπολις. Πάνω στον βράχον ανεβασμένα παιδιά και γυναίκες περιμένουν ν' απολαύσουν το θέαμα του σκοτωμού του Αγίου. Μπρος από τον βράχον ανοίγεται διάπλατος ο δρόμος που φέρνει προς την κάτω πόλι. Κοντά στη βρύσι, ο Άγιος Δημήτριος, κατάλευκα ντυμένος και ωχρός σαν άσπρο κερί. Γύρω απ' τα μάτια του ένας κύκλος μαβύς. Είνε εξηντλημένος. Δύο στρατιώται τον υποβαστάζουν με προσοχή από τους αγκώνες. Δύο άλλοι του βαράνε στους ώμους βουρδουλιές, χωρίς ο Άγιος να φαίνεται πως της αισθάνεται. Πίσω του, για να φυλάγουν μη τον αρπάξουν τυχόν οι Χριστιανοί, είνε συμπυκνωμένοι οι στρατιώτες. Έρχεται και κάθεται 'πάνω σ' ένα θρονί, κατά το προσκήνιο, ο Έπαρχος. Μπροστά του σταματά ο Εκατόνταρχος και κουβεντιάζουν. Χορός από διάκους, ντυμένους κατάμαυρο κοντό χιτωνίσκο, με κοντές χειρίδες και με ένα λευκό πανί ριγμένο στο δεξί τον ώμο, στέκονται στην αρχή του δρόμου, κοντά στο βράχο. Είνε όλοι νέοι, ξυραφισμένοι, με τα μαλλιά κοντά κομμένα και στην κορυφή του κεφαλιού έχουν ξυραφισμένον ένα κύκλον μικρό. Μπροστά δύο γηραλέοι με γενειάδα, ντυμένοι ραβδωτές χλαμύδες, είνε οι Πρεσβύτεροι. Η μορφή των διάκων και των πρεσβυτέρων δείχνεται έξαλλη από ενθουσιασμό φανατισμού· Πολλοί ειδωλολάτρες πηγαινοέρχονται πίσω από τη βρύση και μπαινοβγαίνοντας στα παρασκήνια του μέρους αυτού, δίνουν την ιδέαν ότι όλη αυτή η πλευρά που δεν φαίνεται, είνε γιομάτη από λαό. Μέσα στον κόσμο κυκλοφορεί και ο Δεσμοφύλακας Ερμογένης).
Έπαρχος — Εκατόνταρχος — Ερμογένης — Άγιος Δημήτριος — Στρατιώται —
Διάκοι — Πρεσβύτεροι — Θσσαλονικείς — Γυναίκες — Λαός — Παιδιά.
ΕΠΑΡΧΟΣ. Εφθάσαμε, σταθήτε. Λιγάκι περιμένετε.
Έπειτα πίσω από το βράχο πάτε και τον ξεμπερδεύετε.
(Οι στρατιώται ρίχνονται στη βρύσι για να σβύσουν τη δίψα τους).
Α' ΔΙΑΚΟΣ. Ο βούρδουλας σφυρίζοντας στους ώμους του τυλίγεται χωρίς να τον εγγίζη.
1ος ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ. (στον Έπαρχο και στον Εκατόνταρχο). Το θαύμα, γιατί δεν ανοίγετε τα μάτια σας, οι δήμιοι να ιδήτε;
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Όταν και σεις ντυθήτε τον θώρακα της Πίστεως γύρω απ' την καρδιά, θάν' το κορμί σας πειο γερό κι' απ' τη βελανιδιά.
ΕΚΑΤΟΝΤ. Η Ευνίκη δεν μπορεί μαζύ μας να θυμώση. Ολόκληρη τη μέρα την ξοδέψαμε παγαίνοντας βήμα προς βήμα. . .
ΕΠΑΡΧΟΣ. Να τον γλυτώση δεν κατώρθωσε. Όμως εμείς μέσα στον ήλιο και στη σκόνη [ρέψαμε.
(Οι στρατιώται παύουν να τον κτυπάνε με τον βούρδουλα. Παγαίνουν και αυτοί τινάζοντες τον ιδρώτα από τα μέτωπά των, να πιούνε νερό και να ξεκουραστούν).
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (μιλώντας στους διάκους). Και τώρα, αδελφοί μου, νουθεσίες, πριν πεθάνω, έχω να σας δώσω τελευταίες. Στον ουρανό επάνω να βρίσκεται η σκέψις σας. Με των χεριών σας τη δουλειά να ζήτε. Χαρωποί να είστε πάντα. Μιλιά δεν θέλω από το στόμα σας να βγαίνη, αν για να ευχαριστήσετε δεν είνε. Πάντοτε αγαπημένοι αναμεταξύ σας. Το σώμα καθαρό να τώχετε σαν τη ψυχή σας. Αδελφοί, στης προσευχές μη με ξεχνάτε. Το φιλί σας το άγιο, δώσετε από μέρους μου στους αδελφούς μας όλοι οι Πρεσβύτεροι. Σας ορκίζω στο όνομα του Χριστού μας, τα λόγια μου αυτά, καρπόν να δώσουν αναμεταξύ σας. Η χάρις του Κυρίου Ιησού νάνε μαζύ σας.
Οι ίδιοι — Προφήτισσα.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ, (απάνω από το βράχο, κυττάζοντας κατά το δρόμο της
Θεσσαλονίκης, αναφωνούνε με τρόμο, τρέχοντας κοντά στης γυναίκες).
Να η Πυθώνισσα!
1η ΓΥΝΑΙΚΑ (στους στρατιώτες). Διώξτε την! Ήρθε πάλι να καταρασθή και για να βρύση!
2ος ΠΡΕΣΒΥΤ. (στης Γυναίκες). Όχι, να μιλήση αφήστε την!
2α ΓΥΝΑΙΚΑ, (στους πρεσβυτέρους). Σπρώξτε την και τρομάξαν τα παιδιά.
3η ΓΥΝΑΙΚΑ Δαιμόνιο την πιάνει, όταν αφρίζοντας φωνές βγάνει σκυλίσσιες!
4η ΓΥΝΑΙΚΑ. Τον Καίσαρα η λέπρα καταριέται να τον φάη!
5η ΓΥΝΑΙΚΑ. Και στη λάσπη σαν γουρούνι να κυλιέται.
ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑ (μπαίνει από το δρόμο της Θεσσαλονίκης. Γρηά Ασπρομαλλούσα, γυρισμένη πάνω στο ραβδί της. Είνε τυλιγμένη σ' ένα ρούχο νταμωτό μαύρο και λευκό). Τη νύκτα ονειρεύτηκα ενύπνιο γιομάτο φρίκη. . . Το βδέλυγμα της ερημώσεως 'πάνω από τη Θεσσαλονίκη τα σουβλερά του νύχια πάλι γράπωσε. Το θύμα ο Αντίχριστος βρήκε για να χορτάση την ερημικιά του δίψα. Ο Καίσαρ μάτωσε της εκκλησίας τον κρίνο.. Όμως αυτός δεν θα δειλιάση και ο καθείς μας να του μοιάση πρέπει, γιατί από τη φθορά στην αφθαρσία θε να περάσωμε και θα ντυθούμε την αθανασία.
1η ΓΥΝΑΙΚΑ (στης γυναίκες με τρόμο). Από τάφον ανοιγμένο λες και βγαίνει η φωνή της, Για δες πως σειέται σαν καλάμι το κορμί της.
ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑ. Και τώρα δε θέλω ν' αγνοήτε όπως και οι άλλοι την αλήθεια την μεγάλη. Σκυθρωποί δεν θέλω σαν κι' εκείνους νάστε που δεν έχουνε ελπίδα. Να θυμάστε πάντα τούτο που σας λέγω. Δεν γίνεται να κοιμηθούμε όλοι. Όμως, ξαφνικά θε ν' αρπαχτούμε την ημέρα την εσχάτη κι' ίσαμε να κλείση ανθρώπου μάτι, άυλα τα κορμιά σας θα βρεθούνε· οι Πιστοί θα τυλιχτούνε μέσ' στα σύννεφα, και εις τους ουρανούς ωσάν τους ταξειδιάρικους τους γερανούς κοπάδι θε να τρέχωμε, για να προϋπαντήσωμε με ψαλμωδίες τον Κριτή.
ΕΠΑΡΧΟΣ. Πώς δέχομαι ν' ακούω τόσην ώρα την τρελλήν αυτή κι' εγώ δεν ξέρω. . . (στους στρατιώτες). Σπρώξτε την απ' εδώ. . .
(Επαναλαμβάνει την κουβέντα του με τον εκατόνταρχον. Οι Στρατιώτες σπρώχνουν την Προφήτισσα και την βγάζουν από κει πούρθε. Μερικοί Διάκοι με της γροθιές υψωμένες θένε να ριχτούνε για να την υπερασπιστούν, αλλά τους εμποδίζουν οι Πρεσβύτεροι).
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡ. Πιστοί οι λόγοι της Προφήτισσας. Στης εκκλησιές με σεβασμό ν' ακούτε όσους έχουν μυστικές κουβέντες με το Πνεύμα του Κυρίου, όσους την σκεπασμένην όψι βλέπουν κάθε μυστηρίου,
1ος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΥΣ. (στον Άγιο Δημήτριον). Λυπήσου τα νειάτα, την τόση σου χάρι, το πείσμα παράτα, κατέβα στη στράτα και σ' όλη τη Θεσσαλονίκη μπρος, περήφανος κι' ως άλλοτε λαμπρός, θυσίασε το το κριάρι στου Ηρακλέα το βωμό με σεβασμό!
(Η Προφήτισσα ξαναγυρίζει με τρόπο και ανακατώνεται στο πλήθος).
Οι ανωτέρω. — Η Μάννα. — Χορός Μανάδων.
3η ΓΥΝΑΙΚΑ. ('πάνω από το βράχο, κυττάζοντας κατά το δρόμο της Θεσσαλονίκης). Η Μάννα του! Η Μάννα του!
1ος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΥΣ. Τόπο! Κάνετε τόπο!
1η ΓΥΝΑΙΚΑ. Για δες πως σέρνεται με κόπο η δύσμοιρη!. . .
(Από το δρόμο της Θεσσαλονίκης μπαίνει η Μάννα του Αγίου Δημητρίου. Την οδηγάνε λυγισμένη όπως είνε, σαν δένδρο τσακισμένο από καταιγίδα· Χορός από Μαννάδες. Η Μάννα του Αγίου είνε ντυμένη με μακρύ γαλανό φόρεμα με πορφυρά ανθέμια και στο κεφάλι έχει λευκό μοφόριο, που της πέφτει στους ώμους και στης πλάτες. Η άλλες Μαννάδες φοράνε ρούχα πολύχρωμα. Η Μάννα του Αγίου έχει τα μάτια της κλειστά. Σχεδόν την σέρνουν. Μόλις μπαίνουν, σταματάνε).
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ — Πάρτε τη την γυναίκα απ' εδώ! Δεν θέλω, δεν πρέπει να την δω να κλαίη! (Μόλις την βλέπει τινάζεται και φεύγει από τα χέρια, των στρατιωτών που τον υποβαστάζουνε μην πέση). Τη φωνή της δεν είνε σωστό ν' ακούσω, μήπως κλονιστώ. Γιομάτος είμαι από φόβο κι' από τρόμο. Μυριάδες αγγέλων νοιώθω να μ' ανοίγουνε το δρόμο του μαρτυρίου. Έχει σήμερα η εκκλησία μεγάλο πανηγύρι.. Με τους πρωτότοκους της πίστεως στο ίδιο θε να πιω ποτήρι!
Η ΜΑΝΝΑ. Τον ακούω να μιλά, όμως να τον κυττάξω δεν μπορώ. Σεις πήτε μου πώς είνε. Αλυσσίδες βαρυές στα χέρια του κρεμάσαν; Στέκεται γερά ή λιγοθύμησεν ο γυόκας μου; Θα βαστάξω κλειστά τα μάτια μου από τον τρόμο. Λέγε μου τι είδες, γειτόνισσα που με κρατάς από το χέρι;
Β'. ΜΑΝΝΑ. Στα λυπητερά τα λόγια της, απάντησι να δώσω δεν αντέχω κι' όλο τα μάγουλά μου με τα δάκρυα μου βρέχω.
Η ΜΑΝΝΑ. Πούνε τα χρόνια τα παληά σαν τον κρατούσα ίδιο μαλακό κερί στα δάκτυλα και με τα χάδια μου και τα φιλιά που τώδινα, τον έπλαθα λεβέντη, να τόνε χαρή ο κόσμος!
3η ΜΑΝΝΑ Σκληρό γίνεται το παιδί σαν μεγαλώση, ίδιο κληματοβλάσταρο όταν τσαμπί φουσκώση.
Η ΜΑΝΝΑ. Το κορμί του μοσκομύριζε στάρι βρασμένο. Στη θεά της σποράς για τούτο αφιερωμένο από τρυφερούδι τώχα τόσο δα. Γι' αυτό Δημήτριο τον ονομάτισα. Κι' ήτον χαδιάρικο και πάντα πεταχτό. Σεις με καταλαβαίνετε, μαννάδες. Όλες τότε της Θεσσαλονίκης με ζήλευαν η κυράδες. Τονέ πρωτοπερπάτησα Εγώ από το χέρι κι' η χαρά μου ήτανε μεγάλη, όταν πάλι τον είδα σαν μικρούλι κατσικάκι, το μικρό μου αγοράκι, στην αγκαλιά μου να πηδά. Κι' ήταν σαν κούκλα τόσο δα, άσπρο και σγουρομάλικο, το κανακάρικο. Αργότερα, πόσο του άρεσε να τρέχη στης θυσίες και με άμπαρ το βωμό να βρέχη.. Κοντά στον μακρογένη στεκόταν ιερέα, την ώρα που ανεβάζαν τα σφαχτάρια 'πάνω στη θρακιά και το μοσκαναθρεμένο μου, φεύγοντας την παρέα των άλλων, γιόμιζε τη φορεσιά του την παστρικιά όλο με ανθισμένα των δεντριών κλωνάρια και με αυτά στεφάνωνε στρογγυλοκέρατα κριάρια. Ήτανε πάντα ακατάδεχτος και ό,τι δεν φαινόταν δυνατό κι' ωραίο, το απόφευγε, το σιχαινόταν. Και τώρα, ο μονάκριβός μου να σμίγη με Ναζαρηνούς!. . . Με τούτους τους ουτιδανούς, που ο Αύγουστος τους έχει προκηρύξει σαν να είτανε αγρί- [μια, Εσύ, παιδί μου, πας μαζί;
(Ανοίγει τα μάτια της και βλέποντας τον Άγιο, κτυπά τα μάγουλά της με της γροθιές των χεριών της).
Ωιμένα! ω! ω! σ' αυτή τη γδύμνια ήλπιζα εγώ ποτέ μου να σε ιδώ,
Δημήτριε! (Στους στρατιώτες.)
Αφήστε τον νάρθη στην αγκαλιά μου 'δώ. . .
(Στον Άγιο).
Φως των ματιών μου κι' από το μήλο πειο γλυκό, τ' ήταν αυτό το ξαφνικό; Τα γόνατα μου από το φόρτωμα λυγάνε της δυστυχίας. Θόλωσαν τα μάτια μου. Βοάνε τ' αυτιά μου. Λυπηθήτε με, Μαννάδες. Κάτω θε να σωριαστώ. Κρατήστε με.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. (κυττάζοντας ικετευτικά στον ουρανό). Χριστέ μου, ήσουνα παιδί ακόμα δώδεκα χρονώ, όταν προτίμησες με τους Λευίτες να μένης στον Ναό, αφίνοντας τον Ιωσήφ και την Μαρία να σε ζητάνε με τρεμόκαρδα στην συνοδεία.
2α ΜΑΝΝΑ. Ευτυχισμένες η Μαννάδες όσες δεν γεννήσανε.
3η ΜΑΝΝΑ. Όσες καϋμούς να της ποτίζουνε παιδιά δεν αναστήσανε.
2α ΜΑΝΝΑ. Μακάριες η στείρες, όσες δεν γνωρίζουνε τέτοιες λαχτάρες της καρδιάς, τα φύλλα που ραγίζουνε.
Η ΜΑΝΝΑ. Μη φλόγες κοκκινίζαν τα ρογόβυζά μου 'δώ, παιδί μου, και λάβα μη σε πότισα, κάρβουνο την καρδιά σου λες να κάνω; Γύρισε λίγο να σε ιδώ, Μίλα, παιδί μου, κι' από την πίκρα μου θε να πεθάνω.
(Στης Μαννάδες).
Κρατάτε με κι' απόστασα. . .
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (με την ίδια στάσι). Χριστέ μου, στην Καπερναούμ μια μέρα Ζητήσανε να σου μιλήσουμε τ' αδέρφια σου και η μητέρα. Όμως δεν πήγες και γυρίζοντας στους μαθητές σου, φώναξες, μάννα και πατέρα σου και αδερφός είν' όποιος εκτελεί της εντολές σου!
(Έπειτα σαν να μιλά στον εαυτό του).
Ο πόνος μου πρέπει να μένη μέσα μου κρυφός.
Η ΜΑΝΝΑ. Τι λέει; Δε μιλά σε μένα. . .
ωιμένα!
Μα δεν σας τώλεγα ότι μου τώχουν ποτισμένο
κάποιο φίλτρο μαγεμένο;
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (κυττάζοντας εκστατικά στον ουρανό). Στη γλυκεία φωνή που ακούω να σπαρταρά, Χριστέ μου, κάνε με σκληρός να μείνω, αλόγιστος σαν το κοντάρι εκείνο, που σ' άνοιξε τη θεϊκή σου την πλευρά.
Η ΜΑΝΝΑ. Δήτε τον. Όλο και τον ουρανό κυττάζει.
Στα σωθικά μου η λαλιά του λες μολύβι αναμμένο στάζει.
Πήτε μου, είπε τίποτε; Μαννάδες,
βαστάτε με και μώρχονται ζαλάδες.
Ο κόσμος γύρω μου σαν να χαλνά.
3η ΜΑΝΝΑ. Για μια γυναίκα φαίνεται μιλά.
Η ΜΑΝΝΑ (έξαλλη από μητρική αγάπη). Ποια είνε τούτη πάλι η γυναίκα; Καμμιά από 'κείνες των πανδοχείων χωρίς άλλο της σειρήνες, που ξετρελλαίνουνε τα παλληκάρια, δίνοντας τους το κορμί [τους, για να ρουφήξουνε τα νειάτα τους, για να τους πιούνε τη [ζωή τους. Άφησε, Έπαρχε, ξανά να του μιλήσω, ίσως και να τον πείσω. Πρέπει να του μιλήσω, δεν βαστώ. Και σεις, Μαννάδες, αν τυχόν και αποστάσω, κρατήστε με γερά, κατάχαμα μη σωριαστώ. Πώς η καρδιά μου σπαρταρά!
(Στον Άγιο με τα χέρια απλωμένα σε τελευταία ικεσία).
Λεβέντη μου, το βλέπω φανερά, αν δεν αλλάξης γνώμη, νεκρό θε να σε κλάψουν η πλατείες και οι δρόμοι. Ένα πες μόνο ναι, στην προσταγή του Καίσαρα και θα γυρίσης στην πρώτη πάλι τη ζωή, στης δόξες και στα λούσα, ω! μπουμπούκι μου, που χρόνο με το χρόνο λαχταριστά σ' ανάθρεψα και σε κορφολογούσα. Τώρα που εκατόφυλλο μου άνθισες, τώρα να μου μαδήσης; Αγόρι μου, που ήλπιζα του γάμου το σεντόνι να σύρω από το κρεββάτι σου το νυφικό, του υμεναίου την παπαρούνα να βεβαιώνη βλέποντας, νέας του σογιού μας άνοιξες το ριζικό. Εγγονάκια σγουρομάλλικα στα γόνατα της να χορέψη, θάρρεψε πως της μελλότανε κι' όταν πεια από τα γεράμματα κοκκαλιαστή και ρέψη, τα μάτια της ονειρευότανε συ να της κλείσης με τα δαχτυλούλια σου κι' ο ύπνος νάνε ελαφρός ο τελευταίος της μαννούλας σου. Μίλησε, αποκρίσου μου, κάνε μου το χατήρι. Πού θα μ' αφήσης έρημη; Ούτε αδέρφια έχεις, ούτε κύρη να με περιμαζώξουνε κι' εγώ, σαν σε τελειώσουν, στην γης όταν κοκκαλωμένο σε ξαπλώσουν, η αρχοντογυναίκα 'γώ ζητειάνα θα γυρνώ και θα κρυώνω και θα πεινώ, πόρτα με πόρτα διακονεύοντας, 'πάνω στου δρόμου τα λιθόστρωτα τα γόνατά μου γδέρνοντας, 'γώ που σε στρώμα πουπουλένιο είχα το κορμί μου να ξαπλώνη, όπως ξέρεις, μαθημένο.
(Λιγοθυμάει).
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (με δάκρυα, που του κατεβαίνουν ίσια στα μάγουλα). Χριστέ μου, που από το σταυρό σου να ξεμαλλιάζεται σαν είδες την παρθένα μπρος σου, διάταξες τον Ιωάννη σπίτι του για μάννα να την πάρη, στον ταπεινό σου δεν θ' αρνηθής και συ την ίδια χάρι. Και τώρα που τραβά για το μαρτύριο μπορεί τη Μάννα του με ησυχία να εμπιστευθή στον Κύριο!
2α ΜΑΝΝΑ. Ευτυχισμένες γέννας πόνους όσες δεν εννοιώσανε.
3η ΜΑΝΝΑ. Όσες καϋμούς να της ποτίζουνε μωρά δεν εφασκιώσανε.
4η ΜΑΝΝΑ. Μακάριες οι στείρες όσες δεν γνωρίζουνε τέτοιες λαχτάρες, που τα χείλα κιτρινίζουνε.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Η καρδιά μου σαν κερί μέσα στα σωθικά μου λυώνει. . .
2ος ΠΡΕΣΒΥΤ. Άκου, Λαέ, τα λόγια τα δικά μου, λέγει ο Κύριος. Όσοι δάκρυα θα σπείρουνε, την αγαλλίασι κατόπιν θα θερίσουνε. Μέσα στων σταφυλιών το αίμα θε να πλύνουν τη στολή τους.
2ος ΔΙΑΚΟΣ. Καθώς του κέρδου η κορφή, ορθή θ' ανυψωθή η [κεφαλή τους. Άγγελοι θα τους βρέξουνε τα πόδια τους με λάδι μυρωμένο, γιατί αφίκανε τα ίχνη τους στον δρόμο τον ευλογημένο!
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (με λιγωμένο πάθος). Μέσα μου κάτι λυγάει, σαν ένα τόξο χρυσό. Στην κόρδα δίνει περισσό σκούντημα η σαγίτα για να τρέξη. Στου ουρανού τα πλάτια, σαν μετέωρο να φέξη λες η ψυχή μου λαχταράει.
2α ΜΑΝΝΑ. Του κρόκκου το άρωμα ευωδιάζει η πνοή του. . .
3η ΜΑΝΝΑ. Σαν λύκηθος υψώνεται το λιγυρό κορμί του. . .
4η ΜΑΝΝΑ Είνε κακό τέτοιος λεβέντης ν' αποθάνη. . .
2ος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΥΣ Των χριστιανών την πλάνη αν δεν αρνηθή, με τα κοντάρια των στρατιωτών θα τρυπηθή
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (με το ίδιο παίξιμο). Όπως το δοχείο 'κείνο το φαρφουρί της Βηθανίας, νοιώθω κι' εγώ τα δάκτυλα κάποιας Μαρίας την ύπαρξί μου να τσακίζουνε, της πίστης μου τον νάρδο να σκορπίζουνε, τα πόδια του Χριστού μου για να πλύνω.
2ος ΠΡΕΣΒΥΤ. Όποιος θέλει τη ζωή του να κερδίση, πρέπει σ' αυτό τον κόσμο να την χάση. Αν κανείς τον θάνατο δεν αγαπήση, την πύλη της Εδέμ δεν θα περάση Αλληλούια!
ΕΠΑΡΧΟΣ (κόβοντας την κουβέντα που είχε με τον Εκατόνταρχο). Μέσα στο συρφετό κρυμμένοι, όλο και κουταμάρες ξεφωνίζουνε οι βαφτισμένοι. Τη Ρώμη βρίζουνε και για την πίστι τους γαυγίζουνε. θα τους τσακίσω, μα την Ήρα!
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Ας υψωθή η προσευχή μου προς τον Κύριο, καθώς από του Άβελ το θυσιαστήριο των πρώιμων καρπών τα ζαχαρένια μύρα.. . .
1ος ΔΙΑΚΟΣ. Αυτός είπε: «Όταν τους πεθαμένους αναστήσω τα πρόβατα στα δεξιά του θρόνου μου θα στήσω.» Αλληλούια!
3ος ΘΕΣΣΑΛ. Λυπήσου τα νειάτα, την τόση σου χάρι, το πείσμα παράτα. Κατέβα στη στράτα και σ' όλη τη Θεσσαλονίκη 'μπρός, περήφανος κι' ως άλλοτε λαμπρός, θυσίασέ το το κριάρι στου Ηρακλέα το βωμό με σεβασμό!
Η ΜΑΝΝΑ, (στον Άγιο με τα χέρια απλωμένα σε ικεσία). Σαν όπως κουβαλάν από το φούρνο τα ψωμιά, κι' όλο μοσχοβολά το σπίτι από την ευωδιά και τη φέτα λαχταρά ζεστή στο στόμα να μασήση, έτσι ριχνότανε κι' η μάννα σου να σε φιλήση, Λεβέντη μου, σαν σ' έβλεπε όλος χαρά να διασκελής την είσοδο. Τώρα χορτάρια στης πόρτας μου το σκαλοπάτι θα φυτρώσουν και η αράχνες τον ίσιο τους θε ν' απλώσουν 'πάνω απ' του κρεββατιού σου τ' αγγοννάρια, όπου ξαπλωμένο σαν βρισκόταν το κορμί σου το μελοδρωμένο, ερχόμουνα να σου φιλήσω μάγουλο. . . Ωιμένα! δόστε μου στάχτη στ' ασπρισμένα μαλλιά μου να σκορπίσω! Αχ! η κακομοίρα 'γώ! Πήτε πώς θ' αγροικήσω παλληκαριού φωνή της μάννας του να κουβεντιάζη χωρίς την καρδιά μου το μαχαίρι να σπαράζη του πόνου; Δήτε τον, απάντησι δεν δίνει στο μοιρολόι μου!. . . Να τον καταραστώ Α! Όχι [Εκείνοι ναι, οι Χριστιανοί, αυτοί που τον ποτίσανε μάγια, ορίστε πως μου τονέ καταντήσανε!
ΕΠΑΡΧΟΣ (σηκωνόμενος). Κάθε Χριστιανού θα σκίσω 'γώ τα σωθικά και στους σκύλους την καρδιά του θε να ρίξω, αν στον αγαπητό του Καίσαρα να δείξω δεν κατορθώσω την αλήθεια. . .
(Ο χορός των Διάκων και οι Πρεσβύτεροι τραβιούνται με φόβο κατά το δρόμο της Θεσσαλονίκης).
ΕΚΑΤΟΝΤ. (στους στρατιώτας). Γάιε, και συ Λουκά, βγάλτε του γρήγορα τα ρούχα και νυχτώνει, ίσως τον φέρουνε στα λογικά οι πόνοι. . .
1η ΓΥΝΑΙΚΑ (από το βράχο). Ασπίδα λες από ελεφαντόδοντο έχει τα στήθεια κι' ίδιος καρπός το κάθε μπράτσο του φουσκώνει.
2α ΓΥΝΑΙΚΑ. Ωιμένα! Ένα τέτοιο σώμα πως θα το ξαπλώσουνε στο χώμα!
3η ΓΥΝΑΙΚΑ. Δημήτριε, αφέντη, άλλαξε σκοπό!
ΕΚΑΤΟΝΤ. Σκασμός, γυναίκες..
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (με τίναγμα ενθουσιασμού).
Εγώ τον θάνατο τον αγαπώ.
Μιλήσετε και για το χώμα;
Αυτό δα πιότερο απ' όλα αγαπώ ακόμα.
Ο Γιεχωβάς πήρε στη χούφτα του να το μαλάξη
του κόσμου όλα τα ωραία για να φτειάξη.
Χώμα είν' το ψωμί που με την άσπρη σάρκα μοιάζει,
χώμα και το σταφύλι που θαρρείς αίμα να στάζη.
1η ΓΥΝΑΙΚΑ (από το βράχο). Για δες πόσο βαθειά, ίδια σπαθιά, του σέρνεται στη ράχη η γραμμή!
2α ΓΥΝΑΙΚΑ. Να μετανοιώση γίνεται την τελευταία πια στιγμή;
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Κανένα άρωμα δεν φέρνει τόσο βαθειά την ταραχή στων ανθρώπων την ψυχή, όσο το χώμα έπειτ' από φθινοπωρινή βροχή. Γιατί τους κάνει να συλλογιστούν πειο έχουν τέλος και ποιάν [αρχή
3ος ΘΕΣΣΑΛ. Μέσα στον τάφο ξετυλίγονται φρικτές σαπήλας οπτασίες. . .
3η ΓΥΝΑΙΚΑ. (από το βράχο). Έπαρχε κάνε του χάρι, Ήτανε ο Δημήτριος της πόλις το καμάρι.
ΕΠΑΡΧΟΣ. (στον Εκατόνταρχο). Να ιδούμε πώς θα τελειώση όλη αυτή η ιστορία. Στο παλάτι δυνατή κρατάει τους ευνούχους ταραχή. Τα ξημερώματα γίνηκε καθώς λένε άγριος τσακωμός του Καίσαρα με την Ευνίκη. Όλα τα χαλκώματα που τώστειλε τ' αρχαία δώρο από τη Ραβέννα του Μαξιμιανού η κόρη, του τα τσάκισε και ούτε ένα στη συλλογή δεν του αφήκε. . .
ΕΚΑΤΟΝΤ. Σωστός μαλλιογδαρμός με άλλα λόγια. . .
ΕΠΑΡΧΟΣ. Να με θυμάσαι πώς τούτη η Εταίρα θα καταστρέψη τον Γαλέριο μια μέρα
2ος ΔΙΑΚΟΣ. Των εθνικών τα πόδια είνε σουβλερά. Ούθε δια- [βούνε σκάβουν πληγές, αίμα σκορπούνε!
3ος ΘΕΣΣΑΛΟΝ. (στον Εκατόνταρχον). Ακόνισαν τη γλώσσα τους και κοφτερή την κάνανε σαν του φειδιού. Τον πήραν στο λαιμό τους με τα λόγια που του σφύριζαν.
1ος ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Το χαλασμό τους πρέπει ο Καίσαρ αύριο ν' αποφασίση.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (στους Διάκους). Σαν κερί με σβώλο μέλι, μέσα στο στόμα τα λόγια σας μου 'νε γλυκά και πιότερο ακόμα. Μη με ξεχνάτε, αδελφοί, στης Κυριακάτικες αγάπες. . .
Οι ανωτέρω — Λούπος
2ος ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ, (κυττάζοντας κατά το δρόμο της Θεσσαλονίκης) Κάποιος έρχεται τρεχάτος.. Να περάση, κάνετε τόπο να διαβή. . .
(Όλοι κυττάνε στο άνοιγμα του δρόμου. Ορμάει ταραγμένος ο Λούπος, νεανίας με χιτωνίσκο πράσινο. Τρέχει ολόισα στον Έπαρχο).
ΛΟΥΠΟΣ. Τώλπιζες τη ζωή να χάση ο ταύρος μ' ενός προβάτου χτύπημα;
ΕΠΑΡΧΟΣ. Λούπε, τι τρέχει;
ΛΟΥΠΟΣ. Α! το δυστύχημα είνε μεγάλο κι έτρεξα εδώ να σου το πω, γιατί όπως εγώ το αγαπώ το πένταθλο, έτσι και συ τη ζωή σου δίνεις τη μισή να βλέπης παλαιστάς στο στοίβο να κυλιώνται. Μάθε το. Να το κρύβω δεν βαστώ. Σκότωσαν τον Λυαίο!. . .
ΕΠΑΡΧΟΣ. Τι λες;
1ος 2ος 3ος 4ος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΥΣ. Ω!
ΛΟΥΠΟΣ. Ναι!
ΕΠΑΡΧΟΣ. Δεν μπορεί! Δεν γίνεται! Τον έβλεπε κανείς και ν' απορή του 'ρχόταν. Τέτοια μπράτσα! Τέτοιες κνήμες!
ΛΟΥΠΟΣ. Κατέβηκε στο στοίβο ένας νέος, ένα παιδί ωραίος και λεπτός σαν κρινοκλάδι. Τον αρπάζει, τον πετάει χάμω. . .
ΕΠΑΡΧΟΣ. Ποιόνε;
ΛΟΥΠΟΣ. Τον Λυαίο!
ΕΠΑΡΧΟΣ. Είν' απίστευτο!
ΛΟΥΠΟΣ. Τον σκάζει σαν ρόγα σταφυλιού. Άκου με τι σου λέω. Τον τσακίζει. . . Και το χειρότερο απ' όλα, είνε Χριστιανός! Αυτή την ώρα το διαλαλούν στης ρύμες οι Ναζαρηνοί!
ΕΠΑΡΧΟΣ. Σαστίζει ο νους μου. . .
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (ο οποίος παρακολουθούσε την αφήγησι με ασυγκράτητη χαρά, πλησιάζοντας στον Έπαρχο και στο Λούπο. Στο τέλος βρίσκεται μεσ' στη μέση της σκηνής, στο προσκύνιο. Ξεφωνάει σαν κόκκορας που αιμάτωσε το λειρί του εχθρού του). Νίκησεν ο Νέστορας! Χαρήτε Χριστιανοί! Αλαλάξετε η θάλασσα, η γης κι' οι ουρανοί! Τον Γολιάθ έρριξε κάτω ένας ταπεινός Διάκονος της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων. . . Σαν το χορτάρι του αγρού ισχνός. . . Το λέει δα και η Γραφή: «Ο Δράκων και ο Λέων θα πατηθούν από τα πόδια σου. Θα στηριχτής 'πάνω στην ασπίδα και στο βασιλίσκο και δεν θα ριχτής κατάχαμα από το δάγκωμά τους!..
ΛΟΥΠΟΣ. Πέθανεν ο παλαιστής!. . . χάσαμε το καμάρι του Σταδίου. . .
ΕΠΑΡΧΟΣ. (δαγκώνοντας τη γροθιά του με λύσσα). Συμφορά τους!
Η ΜΑΝΝΑ (στης άλλες Μαννάδες που την τραβάνε και την σέρνουνε κατά το δρόμο της Θεσσαλονίκης όπου σε λίγο χάνονται). Μη με τραβάτε. . . Πού με σέρνετε. . . Γιατί από το γυιό μου μακρυά με παίρνετε; Θέλω να μείνω. . . Της υστερνές ματιές του η παρουσία μου λιγάκι να γλυκάνη. . . . Τα κονταροχτυπήματα σκληρά δε θάνε τόσο. . . Το ξέρει άραγε πως θα πεθάνη; Αχ! όταν πεια τον ρίξουνε νεκρό στο χώμα, να σιμώσω θέλω και με τα δάκρυά μου να του πλύνω της πληγές του σπαραχτικά το μοιρολόι της θανής του να του τραγουδήσω και με δυο φιλιά πλατειά, σαν την αγάπη μου, να του [σφαλήσω τα μάτια τα μεγάλα, με το τσίνουρα τα γυριστά. . . Σίρτε και ρίξτε με στα πόδια του μπροστά. . . Μη με τραβάτε.. Πού με σέρνετε; Γιατί από το γυιό μου μακρυά με παίρνετε;
(Ο Έπαρχος μιλά μαζύ με τον Εκατόνταρχο. Κυττάνε τον ουρανό που σκοτεινιάζει και παίρνουν την απόφασί τους),
ΕΚΑΤΟΝΤ. Η Ευνίκη δεν μπορεί μαζύ μου να θυμώση και χρέος ό,τι μώταξε έχει να μου το δώση.
ΕΠΑΡΧΟΣ. (στους στρατιώτες).
Στρατιώτες! Πίσω από το βράχο πάρτε τον
βαράτε τον
με τα κοντάρια στα πλευρά.
Χτυπάτε τον αλύπητα, γερά!
1ος ΔΙΑΚΟΣ. Κράτει!
2ος ΔΙΑΚΟΣ. Δυναμώνου!
3ος ΔΙΑΚΟΣ. Μάρτυρα του πόνου!
(Οι Χριστιανοί κάτι μυστικό λένε αναμεταξύ τους και σκορπίζονται. Μερικοί προσπαθούν ν' ανεβούν στο βράχο, για να ιδούν σε ποιο μέρος θα τον σκοτώσουν, για να πάνε έπειτα να πάρουν το νεκρό).
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. (μη αντέχοντας πεια να βαστάξη την αγάπη στη μάννα του και ξεσπώντας σαν χείμαρρος βουερός, την ώρα που οι στρατιώτες δοκιμάζουν της μύτες των κονταριών τους πάνω στη φλοίδα του πλατάνου και τραβάνε τον Άγιο να πάνε πίσω από το βράχο για να τον τρυπήσουν).
Της Μάννας μου ο σπαραγμός ίσαμε 'δώ πέρα ξετυλίγεται και ο δαρμός. Αυτός σεντόνι ας γενή λευκό, το κορμί μου το μαρτυρικό μέσα στην απέραντη στοργή του να το σαβανώση, προτού στην αγκαλιά της γης το παραδώση. . .
(Ρίχνοντας σαν τυφλός τα χέρια του κατά το δρόμο της Θεσσαλονίκης, οπούθε πήρανε τη μάννα του η άλλες γυναίκες).
Μάννα μου, έπειτ' από το Χριστό, τώρα που δε σε βλέπω, θα το μαρτυρήσω, σε σένα όλη την αγάπη μου χρωστώ κι' όμως δεν στάθηκα να σε παρηγορήσω, Μάννα φαρμακωμένη! Τα πόδια σου δεν ρίχτηκα να σου φιλήσω, Μάννα, ευλογημένη!..
Επτά χιλιάδες τετρακόσια είκοσι και πέντε από κτίσεως κόσμου. Έξ νονών Μαΐων. Όταν μαραίνονταν οι κρίνοι και ανθίζαν η ροδιές γύρω από το κάστρο της Θεσσαλονίκης Πλάτων Ροδοκανάκης.