Title: Ο Γήταυρος
Author: Rigas Golfis
Release date: May 12, 2009 [eBook #28779]
Most recently updated: January 5, 2021
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni
Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
The spelling of the book has not been changed otherwise.
Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλαχθεί από πολυτονικό σε μονοτονικό.
Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.
ΑΘΗΝΑ, 1921
ΕΚΔΟΣΗ «ΑΘΗΝΑΪΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΥ «Χ. ΓΑΝΙΑΡΗΣ και Σια
Ο «Γήταυρος» πρωτοτυπώθηκε σε τρία στη σειρά φύλλα του «Νουμά», τη χρονιά του 1908. Ο ποιητής Ρήγας Γκόλφης πριν φανερωθεί με το βιβλίο του «Τα τραγούδια του Απρίλη» (1909), είχε γίνει γνωστός με το δράμα του αυτό, που τόγραψε πολύ νέος.
Η νεοελληνική λογοτεχνία συνειθισμένη τότε σε θεατρικά δημιουργήματα εθνικοσκολαστικά, ψυχρά κι ανούσια — εξόν από λιγοστές τιμημένες εξαίρεσες — είχε ανάγκη από έργα πλημμυρισμένα από τέχνη, από ζωή κι από νιάτα. Ο «Γήταυρος» με την επαναστατική του πνοή, ενθουσίασε αμέσως όλους εκείνους που ονειρευόντανε το ξύπνημα της μάζας, σύμφωνα με τα προοδευτικά κοινωνιστικά ιδανικά. Στο «Εργατικό Κέντρο» τον Βόλου, πρώτα πρώτα, γίνανε διάλεξες για το νέο δράμα, και διαβάστηκε τούτο μπροστά στους εργάτες, και κατόπι πολλές φορές παίχτηκε από τη σκηνή εκεί, στην Αθήνα και σ' άλλα μέρη της Ελλάδας. Ο θίασος μάλιστα του τωρινού διευθυντή του Θεάτρου του Ωδείου κ. Θωμά Οικονόμου, φροντισμένα δίδαξε το δράμα τον καιρό της περιοδείας του στην Αίγυπτο.
Στην περίφημη μεσαιωνική δίκη του Ναυπλίου κατά των «αθέων και μαλλιαρών»! που έγινε τον Απρίλη του 1914, κατηγορήθηκε τόσο δεινά, όσο και άδικα, ο «Γήταυρος», από μερικούς μάρτυρες, που τον ακούσανε στο Βόλο. Μα το τίμιο δικαστήριο αθοώνοντας όλους τους κατηγορούμενους για τις λεύτερες, απολυτρωτικές και προοδευτικές τους ιδέες, αθώωσ' έτσι μαζί τους και το κατηγορημένο δράμα.
Από τότες ο «Γήταυρος», ζητιέται από παντού και παίζεται συχνά (τις περισσότερες φορές ζευγαρωμένος με το «Στην οξώπορτα» του Δ. Π. Ταγκόπουλου) σε θεατρικές παράστασες που δίνουνε τα εργατικά σωματεία, και μένει έτσι ένα έργο ολοένα ζωντανό, που συγκινεί την αγνή μεγάλη τάξη του λαού, την εργατική, που η περιφρόνηση προς αυτή των λογίων μας και η καθαρεύουσά τους, την είχε αποκλείσει από τη μόρφωση και τον ψυχικό της υψωμό.
Σαν πρωτοτυπώθηκε το δράμα τούτο του Ρήγα Γκόλφη στο «Νουμά», η εφημερίδα «Μέλλον» που έβγαινε με τη σύμπραξη της νεοϊδρυμένης τότε «Κοινωνιολογικής Εταιρίας», έγραψε πλατύ άρθρο, χαιρετώντας «με άμετρη χαρά την παρήγορη αυτή αρχή της σοσιαλιστικής φιλολογίας στην Ελλάδα». Έκαμε ανάλυση της υπόθεσης του έργου και χαραχτήρισε ψυχολογικά τα πρόσωπα που παρουσιάζει στο δράμα τούτο ο συγγραφέας.
«Το συμπαθητικό κοριτσάκι η Αννούλα» έγραφε το άρθρο, «παιδί του Φιντή τόσο αδύνατο, τόσο αισθαντικό οχεδόν απορεί κανείς πώς γεννήθηκε τόσο λεπτό και τόσο υπέρτερο από έναν τέτοιο πατέρα. Έχει όλες τις λεπτότητες των εξαιρετικών πλασμάτων, και ξέρει να σκέφτεται ποιητικά και ξέρει να σκέφτεται πένθιμα. Εδώ για ν' αναγνωρίση κανείς τη θέση του χαραχτήρα αυτού, μέσα σ' ένα τέτοιο σπίτι, πρέπει να κουραστή λίγο για ν' αναζητήση τη μορφή του άλλου «θύματος», που επίδρασε στην Αννούλα, του «θύματος» που δεν περνά από τη σκηνή, μα που πέρασε στη ζωή, πρέπει να το ζητήση σε κάποιες γωνιές του σαλονιού που γίνεται το δράμα, ή σε κάποιες που μαντεύονται από μέσα. Ο ήσυχος παρατηρητής θα βρη πίσω από ένα λεπτό παραπέτασμα κρυμένο το πορτραίτο της μητέρας, της πεθαμένης, της συμπαθητικής μαμάς, που πνίγηκε στην ατμόσφαιρα αυτή, που τίποτε καλό δεν μπορεί ν' αναπτυχτεί.
Και παρακάτω ζωγραφίζοντας το πρόσωπο του Σταύρου, έγραφε: «Στο πρόσωπο αυτό που είναι το μεγάλο σύμβολο για το ξύπνημα των μεγάλων αληθειών, αρχίζουνε να γυρίζουν κυκλικά όλα τα σημερινά, είτε για να το αγκαλιάσουν, είτε για να το πολεμήσουν. Νοιώθει κανείς πώς γλήγορα ο μηχανικός του μέλλοντος, — όχι εκείνος που μπορεί να τιναχτεί στον αέρα κατεδαφίζοντας το σάπιο εργοστάσιο του παρόντος, — θα είναι αυτός. Και ο άνθρωπος του μέλλοντος, εκείνος που θα γίνη οικοδόμος, ο γιος του σημερινού κεφαλαιοκράτη Φιντή, τραβηγμένος από τη νοσταλγία των εκλεχτών ψυχών ξαναγυρίζει στο σπίτι του, αγκαλιάζοντας την Αννούλα και τη Γιαγιά. Μιλεί για το Γήταυρο, λέει λόγια μεγάλα και θλιβερά, κάτι σαν παραμύθι ακόμα, κάτι σαν το όνειρο που του τραβά τη ζωή….Ο Γήταυρος, ο λαός. Νοιώθει κανείς πως ό,τι λέει το αιστάνεται, πως ό,τι του βαυκαλάει τα όνειρα, είναι ο προορισμός του σ' αυτό τον κόσμο, και ο Σταύρος φαίνεται δυνατός, έχει τη σφραγίδα του μεγάλου πόνου που θα τον κεντρίση στη δράση, στον αγώνα για τη λευτεριά του λαού που δέρνεται, και φωνάζει και δεν μπορεί να νικήση τους δεσπότες του που τον πολεμούνε όλοι μαζί. Έτσι αποκαλύπτει πως η ιστορία του Γήταυρου δεν είναι παραμύθι…..Κ' έρχεται ο Φιντής. Αυτός ο δυνατός προσπαθεί να κρύψη τον εαυτό του και την ατιμία του μπροστά στο φως που αχτινοβολεί ο γιός του. Μιλεί για τα καθήκοντα στο παιδί του, για τα ψεύτικα καθήκοντα που στηρίζουνε τη σημερινή ψευτιά, μα ο Σταύρος δεν αργεί να σαρκάση μπροστά του και να ξαναδείξη τη δυνατή γροθιά του στο σάπιο εργοστάσιο του πατέρα του, που βυζαίνει τις ζωές των ανθρώπων• Δεν αργούνε να συγκρουστούν• ο μπουρζουάς με τον προλετάριο, δε θα μπορέση να συνεννοηθή. Ο Σταύρος είν' έτοιμος να φύγη• νικά κάθε αδυναμία στοργής για την αδερφή και τη γιαγιά του και πάει στο μεγάλο δρόμο της εργασίας και της επανάστασης. Αιστάνεται κανείς πώς κάτω στο δρόμο του θα τον ακολουθήσουν μυριάδες ανθρώπων. Ο συγγραφέας δε μας αφίνει τίποτα να εννοηθή για το μέλλον. Χύνει το φως του στο παρόν• ξεσκεπάζει την αλήθεια. Κατεδαφίζουμε. Αυτό είναι ακόμα το έργο μας. Πέφτει το εργοστάσιο του Φιντή, όπως η φάμπρικα του ΝτραΪσιγερ στους «Ανυφαντές» του Χάουπτμαν. Έχουμε τόσα να χαλάσουμε, που δεν μπορούμε να γίνουμε οικοδόμοι. Και εδώ είναι η ειλικρίνεια του έργου, του αληθινού, που δε μαντεύει και δεν επαγγέλλεται και δεν κάνει ταξίματα… Μα κι αν ο «Γήταυρος» σ' όλη τη δράση του, βγαίνει από το εγώ της ψυχής του συγγραφέα, αν είναι το δράμα αυτό δεμένο με κάποιον υποκειμενισμό εσώτερο, που το διευθύνει σ' όλα τα λόγια του, όμως ο υποκειμενισμός αυτός κυβερνιέται από τη μεγάλη αλήθεια και τον ειλικρινή πόνο, και βέβαια είν' ένα σημαντικό βήμα της φιλολογίας μας στην αλήθεια και στην ελεύτερη σκέψη.
Τα μεγάλα καλά του «Γήταυρου» κανένας δεν μπορεί να τ' αρνηθή. Χύνει σπέρμα για τις νέες εποχές. Ο κ. Γκόλφης μπορεί να σημειώση μια εξαιρετική επιτυχία στη δράση του με το δράμα του αυτό, κι ο κόσμος που ξέρει να σκέφτεται, θα του το αναγνωρίση».
Κρίνοντας κι ο ποιητής Κ. Χατζόπουλος το «Γήταυρο» μ' εξάστηλη αναλυτική μελέτη στο «Νουμά», σημείωνε ανάμεσα στ' άλλα και τ' ακόλουθα : «Ο Ρήγας Γκόλφης παρουσιάζεται μ' αυτό το δράμα, ένας κοινωνικός απόστολος, και το έργο του είναι η πρώτη σοσιαλιστική φωνή που ακούεται στη ρωμαίικη τέχνη».
Έτσι ο «Γήταυρος», εξόν από τη λογοτεχνική, έχει και την ιστορική του σημασία.
Ο ΦΙΝΤΗΣ εργοστασιάρχης
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ γιος του.
Η ΑΝΝΟΥΛΑ κόρη του, 14 — 15 χρόνο.
Η ΓΙΑΓΙΑ των παιδιών, πεθερά του Φιντή.
Ο ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
ΕΝΑΣ ΥΠΕΡΕΤΗΣ
(Το σαλονάκι του σπιτιού του Φιντή. Πόρτα στο βάθος• άλλες πόρτες, δεξιά κι αριστερά, που φέρνουνε στις άλλες κάμαρες κ' ένα παράθυρο που βλέπει στο δρόμο. Ο Φιντής διαβάζει μόνος μια εφημερίδα. Σε λίγο μπαίνει ο υπερέτης.)
ΥΠΕΡΕΤΗΣ
Κάποιος σας ζητά, κύριε, από το εργοστάσιο.
ΦΙΝΤΗΣ (με λίγη στενοχώρια)
Ας έρθη.
(Ο υπερέτης φεύγει. Ο Μηχανικός σε λίγο χτυπά την πόρτα.)
ΦΙΝΤΗΣ
Εμπρός.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ (ανοίγοντας και προχωρώντας).
Επιτρέπετε, κύριε Φιντή;
ΦΙΝΤΉΣ
Τ' είναι πάλι; Κανένα παράπονο βέβαια;
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ήρθα, κύριε εργοστασιάρχη, σήμερα το πρωί και σας ζήτησα δυο φορές στο γραφείο, μα δεν μπόρεσα να σας πιτύχω μονάχο. Επειδή όμως είναι ανάγκη να σας μιλήσω, αναγκάστηκα να σας ενοχλήσω εδώ, στο σπίτι σας.
ΦΙΝΤΗΣ (ειρωνικά). Έχεις βέβαια να μου μιλήσης σοβαρά. (Αλλάζει τόνο). Όμως, κύριε Μηχανικέ, ήρθε κ' η σειρά μου να έχω κ'εγώ σοβαρά παράπονα εναντίο σου. Και ίσα ίσα ά δεν ερχόσουνα εσύ, θ' αναγκαζόμουνα να σε ζητήσω εγώ για να σου τα ψάλω.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ (μ' απορία).
Από μένα παράπονα, κύριε εργοστασιάρχη;
Φ1ΝΤΗΣ Η δουλειά στο εργοστάσιο μένει ολοένα πίσω. Έχουμε τόσες μηχανές για να κατεργαζόμαστε, να κόφτουμε, να τορνεύουμε το σίδερο, οι μηχανές αυτές αντιπροσωπεύουνε παράδες πολλούς, κ' εσύ, κύριε Μηχανικέ, μου τα καταφέρνεις, ώστε οι μηχανές μου να κάθουνται σχεδόν νεκρές, κι όλη η δουλειά να γίνεται με τα χέρια των εργατών. Αυτό όμως μας χασομερά πολύ .. Μόλις σήμερα πήρα χαμπάρι γι' αυτά τα πράματα. Ύστερα από το θάνατο της μακαρίτισσας της γυναίκας μου, είναι αλήθεια πως κάπως παραμέλησα την αδιάκοπη επιτήρησή μου. Εσύ βρήκες ευκαιρία για να με ζημιώσης και δε δείλιασες να το κάμης. (Δυνατώτερα). Σήμερα έκαμα ένα πρόχειρο ξέτασμα στα βιβλία. Το ξέρεις πως αυτό το ξάμηνο κοντεύουμε μείς, το μεγαλύτερο εργοστάσιο σιδεροβιομηχανίας εδώ, στον τόπο μας, να σημειώσουμε τις λιγότερες δουλειές, εξαιτίας της δικής σου αφροντισιάς;
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ (ατάραχα). Ξεχνάτε, κ. Φιντή, τα περασμένα, και γι' αυτό όσα λέτε εναντίο μου, επιτρέψτε μου να σας πω πως είναι άδικα. Ξεχνάτε πόσες φορές ήρθα και σας παραπονέθηκα για την κατάσταση της ατμομηχανής. Έχω τόσον καιρό τώρα που σας παρακάλεσα να στείλετε να ξετάσετε τα καζάνια μας, και να τ' αλλάξετε. Σας το λέω και πάλι. Οι μεγάλες μηχανές στο εργοστάσιο δε δουλεύουνε, γιαΤι εμένα δε μου επιτρέπεται με την κατάσταση που βρίσκονται τα καζάνια, να δώσω πίεση περισσότερη από 6 ατμόσφαιρες. Για τούτο η δουλειά του εργοστασίου μένει πίσω. και για τούτο ίσα ίσα ζήτησα κ' εγώ να σας δω σήμερα, και να σας θυμίσω αυτή την ανάγκη.
ΦΙΝΤΗΣ Έχουμε στη μέση τόσες δουλειές, που δε μας επιτρέπουνε να καθυστερήσουμε την εργασία για τόσον καιρό, όσος χρειάζεται για να γίνη η αλλαγή των καζανιών. Μπορούμε να δουλέψουμε όπως όπως.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Μα υπάρχει φόβος, σοβαρός φόβος κ. εργοστασιάρχη, για κανένα δυστύχημα.
ΦΙΝΤΗΣ Το καθετί, σοβαρό μου το παρασταίνεται όλοι εσείς. Ξέρεις καλά πως δε συνηθίζω ν' ακούω ποτέ κανέναν από σας. Αν δεν τόκανα αυτό, εδώ και πολύν καιρό θα είτανε καταστραμμένα τα οικονομικά μου.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ευτυχώς στέκουνται τόσο καλά τα οικονομικά σας, ώστε η λίγη χασομέρια του εργοστασίου, να είναι ασήμαντη για σας.
ΦΙΝΤΗΣ Ποιος τα λέει αυτά; Κι αν στέκουνται καλά τα οικονομικά μου όπως λες, δεν είμαι υποχρεωμένος βέβαια να κάνω τα κέφια του ενός και του αλλουνού.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Δεν είναι κέφι μου, κ. εργοστασιάρχη, είναι ανάγκη.
ΦΙΝΤΗΣ Ο εργοδηγός σήμερα μου ανάγγειλε, πως πρέπει να κοπούνε με το μεγάλο ατμοκίνητο ψαλίδι, όλες οι σιδερένιες πλάκες που θα μας χρειαστούν αυτές τις μέρες . . . Λοιπόν με λίγα λόγια. Πρέπει να κοπούν, και φρόντισε να δώσης με την ατμομηχανή την κατάλληλη κινητήρια δύναμη.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Τι λέτε κ. εργοστασιάρχη; Τις πλάκες αυτές τις είδα κ' εγώ. Οι περισσότερες έχουνε πάχος 10 εκατοστών. Για να κοπούν πρέπει τουλάχιστο η πίεση του ατμού να πάη ίσαμε 9 ατμόσφαιρες.
ΦΙΝΤΗΣ
Να πάη.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Στέλνετε έτσι τους ανθρώπους σας στην καταστροφή. ΓιαΤι νομίζω, πώς είναι αδύνατο ν' αποφύγουμε την έκρηξη.
ΦΙΝΤΗΣ Τους ανθρώπους μου; Συνήθισα να μην έχω ανθρώπους εγώ. Όσοι με δουλεύουνε στο εργοστάσιο, δε με δουλεύουνε χάρισμα, πλερώνουνται και με δουλεύουν. Κ' εγώ που πλερώνω έχω απαίτηση να με δουλεύουνε τυφλά.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Τόσο τυφλά ώστε ν' αψηφούν και τη ζωή τους:
ΦΙΝΤΗΣ (απότομα)
Σα δεν τους αρέσει αυτή η ζωή, ας πάνε να βρούνε άλλη.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Την άλλη ζωή, σ' εκείνη που τους στέλνετε σεις , . .
ΦΙΝΤΗΣ (που δεν άκουσε) Όλοι είστε φτιασμένοι για μια τέτοια ζωή. Είστε γεννημένοι για μια τέτοια δουλειά, και δεν πρέπει να παραπονιέστε. Κι αν αυτή η ζωή σας κρύβει τη δυστυχία, όπως ολοένα φωνάζετε, δε φοβάμαι να πω, πώς είστε καμωμένοι και για τη δυστυχία ακόμα. . . Περίεργο πράμα! Τι διάβολο, όλοι σ' αυτόν τον κόσμο δε θα είν' ευτυχισμένοι και πλούσιοι.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Α! κύριε Φιντή, πόσο άδικος είστε για μας. (Αλλάζει τόνο). Όχι, να το ξέρετε καλά, όχι δεν είμαστε γεννημένοι εμείς για τη βασανισμένη αυτή ζωή. Η ανάγκη, η μεγάλη ανάγκη μας κάνει να την υποφέρουμε.
ΦΙΝΤΗΣ
Βλέπω πολλή φόρα παίρνεις.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Συχωρέστε με, κ. εργοστασιάρχη. Με πνίγει το δίκιο. Κ' έπειτα μου θυμίσατε πράματα, που όλο κι αποφεύγω να τα συλλογίζουμαι, γιαΤι δε θέλω, γιαΤι δεν κάνει να τα συλλογίζουμαι, για το καλό το δικό σας, για το καλό της δουλειάς σας, κ. εργοστασιάρχη.
ΦΙΝΤΗΣ (γελαστά). Και συ βλέπω) δεν πας πίσω. Και συ σαν τους άλλους τους φωνακλάδες. Τον ίδιο χαβά και συ. Σας δυναστεύουμε, σας εκμεταλλευόμαστε, σας καταστρέφουμε. Όλη σας η δυστυχία από μας.. Τώρα μου βγάλατε κι άλλη φάμπρικα στη μέση. Να σας λιγοστέψω τις ώρες της δουλειάς. Τους καημένους, τους καημένους! (Σε λίγο) Κακόμοιρε, μ'αυτά τα μυαλά που έχεις δε θα πάς ποτέ μπροστά.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ (σα να σκέφτεται). Να πάω μπροστά!… (ξαφνικά) Χρόνια δουλεύω τώρα και παλεύω για να μπορέσω να σηκώσω το κεφάλι μου αψηλότερα, λίγο αψηλότερα, μόνο λίγο. Και δεν μπορώ να τα καταφέρω ενώ νοιώθω όλη τη δύναμη μέσα μου. Μα είναι και μιαν άλλη δύναμη, ετούτη (κάνει χειρονομία, για να σημάνη τον παρά) που δε μ' αφίνει. . . . Όχι πως δίνω σ' αυτό μεγαλύτερη σημασία, απ' ότι πρέπει. Μα γιαΤι έχω συνείδηση της τάξης μου, και ζητώ, πρώτ' απ' όλα τον υψωμό αυτηνής.
ΦΙΝΤΗΣ Σήμερα έχεις πολυλογία, κ. Μηχανικέ. Μα η ώρα περνά, (βγάζει και κοιτάζει το ρολόγι του) — δυο μετά το μεσημέρι — κ' η δουλειά δεν περιμένει. . . Λοιπόν, όπως είπα πριν. Θα δώσης με την ατμομηχανή την πρεπούμενη δύναμη, για να κοπούν οι πλάκες. Και σε παρακαλώ τους φόβους σου και τ' άλλα κουροφέξαλα να τ' αφήσης κατά μέρος. Δε σου λέω τίποτ' άλλο παρά μόνο πως αυτή η εργασία πρέπει να τελείωση όσο το δυνατό γληγορώτερα. (Τονίζει τις λέξες). Πρέπει να τελειώση.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ (σα να τούρχεται ξαφνική έμπνευση). Όπως ορίζετε, κ. εργοστασιάρχη. . Όσο για μένα ένα γλήγορο ανέβασμα, ένα ξαφνικό τίναγμα στ' αψηλά, στον αέρα, ίσως να είν' ένας θρίαμβος, μια νίκη.
(Ο Φιντής ανΤι γι' απάντηση κουνά το κεφάλι του πολλές φορές, σα να τον κοροϊδεύη. Στο μεταξύ ο μηχανικός φεύγει. Ο Φιντής ξαναπιάνει την εφημερίδα του και βυθίζεται στο διάβασμα της. Ύστερ' από λίγο μπαίνει σιγά σιγά η Γιαγιά).
ΓΙΑΓΙΑ (πλησιάζει το Φιντή). Ησύχασε ξέρεις από κάμποση ώρα η Αννούλα. . Πήγε μέσα στην κάμαρά της, κ' έκλαψε, έκλαψε όσο πια που νανουρίστηκε μονάχη της, κι αποκοιμήθηκε. Την πήρρα κ' εγώ και την έβαλα στο κρεββάτι, και τη σκέπασα να μην κρυώση. θα της κάμη καλό αυτός ο ύπνος.
ΦΙΝΤΗΣ
Αλλόκοτο κορίτσι αυτό το παιδί!
ΓΙΑΓΙΑ Μα γιαΤι τη μάλλωσες τόσο σκληρά; Το παιδί μου! Είναι πολύ αισταντικό, και φοβάμαι μην αρρωστήση μ' αυτά σου τα φερσίματα.
ΦΙΝΤΗΣ Είναι πράματα, σε παρακαλώ αυτά που κάνει; Το πρωί πρωί που έφευγα, περνώντας από τον κήπο, την είδα ανεβασμένη στη μουριά. Έρχουμαι το μεσημέρι, κ' η αφεντιά της ακόμα δεν είχε ξεσκαρφαλώσει από κει πάνου. Κατέβα της λέω, τι κάνεις αυτού πάνου τόσες ώρες; Κι αυτή ανΤι να μ' ακούση, ανΤι να κατεβή, ανέβαινε στα πιο απάνου κλαριά, και μούλεγε πως της αρέσει έτσι σαν πουλί, πως θα ήθελε να βρίσκεται πάντα ψηλά, πως δεν μπορεί να περπατή στη γις, κι άλλες τέτοιες ανοησίες. Έ! ύστερα απ' αυτά, τι ήθελε; να της κάμω όταν μας παρουσιάστηκε στο τραπέζι; Να μη τη μαλώσω;… Προχτές πάλι είχε μαδήσει όλα τα λουλούδια του κήπου και άλλ' απ' αυτά είχε χώσει στα μαλλιά της, άλλα είχε φορτώσει — ξέρω γω πώς το κατάφερε; — στ' αυτιά της, σ' όλο το πρόσωπό της, άλλα είχε κρεμάσει κοντά κοντά σ' όλο το φόρεμά της. Είτανε μια φρίκη να την έβλεπε κανείς έτσι στολισμένη. Είτανε τόσο αλιώτικη, τόσο φοβερή, σαν κανένα φάντασμα. Γύριζε έτσι απάνου κάτου σ' όλο το σπίτι, κ' είχε το κουράγιο να βγη και στο δρόμο σε κείνη τη κατάντια. Μόλις την είδα, έμεινα. Της λέω, «δε ντρέπεσαι, Αννούλα, νάχης πένθος και να κάθεσαι να στολίζεσαι με λουλούδια;» Και τι μου απάντησε; «Ίσα, ίσα, αφού έχω πένθος μέσα μου, πρέπει να στολίζουμαι απ' όξω».
ΓΙΑΓΙΑ
Καημένε και συ. Παιδί είναι, που θέλει να διασκεδάση τη λύπη της.
Παίζει το τσαμένο, δεν κάνει κανένα κακό.
ΦΙΝΤΗΣ Ας παίζει, μα ας παίζει, — ξέρω γώ, όπως συνηθίζουνε να παίζουν όλα τα παιδιά, με κάποια λογική. Αυτή όμως δεν έχει διόλου μυαλό. Θέλει αδιάκοπη τιμωρία για να φτιαστή.
ΓΙΑΓΙΑ Μη για το Θεό, μη τέτοια πράματα και θα μου πάθη τίποτα το παιδί. Είδες πόσο αδυνάτισε τώρα τελευταία; Με το καλό. Πάντα με το καλό θέλει κυβέρνημα. Ύστερ' από το θάνατο της μακαρίτισσας της μητέρας του, έχει απάνου της ένα αιώνιο φόβο, ένα παντοτεινό τρόμο, κάποια νευρικότητα στα κινήματά της, στα φερσίματά της, ακόμα και στη σκέψη της. Λοιπόν τ' άγρια μαλώματά σου, περισσότερο κακό μπορεί να της κάμουν παρά καλό. Αχ, η καημένη η κόρη μου, η αξέχαστη μου η κόρη, αυτό μου έλεγε πάντα όταν ζούσε. Με το καλό τα παιδιά, πάντα με το καλό.
ΦΙΝΤΗΣ Η μακαρίτισσα που είχε αυτές τις στραβές ιδέες, αυτές τις αδυναμίες, για την αναθροφή των παιδιών, τιμώρησε μονάχη τον εαυτό της, Αυτή δημιούργησε το σκληρό χαραχτήρα και τ' αγύριστο κεφάλι εκείνου του γιου μου, ίσαμε που τον είδε να παίρνη δρόμο από δω μέσα. και τότε άρχισε τα κλάματα, ώσπου το μαράζι την περιτριγύρισε όληνε και την πήρε μια φορά για πάντα κι αγύριστα…
ΓΙΑΓΙΑ Κι ως τόσο πάντα τόλεγε, πως ο Σταύρος δε θάφευγε από το σπίτι του ποτέ, αν εσύ είξερες τον καλό τον τρόπο, το μαλακό, τον ήσυχο, για να τονέ πείσης και να τονέ κατορθώσης να κάμη τα θελήματά σου.
ΦΙΝΤΗΣ Όσο για μένα, καλύτερα που τονέ ξεφορτώθηκα από πάνου μου. Τέτοιος που είτανε, θα με βασάνιζε αιώνια, ίσαμε τη στερνή μου μέρα.
ΓΙΑΓΙΑ Αν σ' άκουγε κανείς να λες τέτοια λόγια για το Σταύρο μας, ποιος ξέρει τι μπορούσε να βάλη με το νου του. Είτανε κανένα παραλυμένο το παιδί; Είχε τίποτα κακές συναναστροφές; Άφινε ποτέ το σπίτι του, για να τρέξη και να μπερμπαντέψη στους δρόμους; Τίποτ' απ' αυτά, το καημένο μου. Αυτό ένα δρόμο είξερε, σκολειό και σπίτι, σπίτι και σκολειό.
ΦΙΝΤΗΣ Είτανε αγύριστο μυαλό, αδάμαστο, κ' είναι το ίδιο αυτό σα να είχε τα πιο κακά ελαττώματα. Είναι αλήθεια, πως είτανε καλός μαθητής, γι' αυτό κ' εγώ θυμάσαι, άμα τέλειωσε το γυμνάσιο, του είπα να ξακολουθήση μια επιστήμη, όποια έχει κλίση, — δεν τονέ στενοχώρησα γι' αυτό… Είχε ανάγκη η οικογένειά μας, τόνομά μας ναποχτήση ένα γραμματισμένο, ένα σπουδασμένο, ένα επιστήμονα, για πολλούς λόγους. Χρήματα είχαμε, μας έλειπε και μια θέση στην κοινωνία που μόνο ένας επιστήμονας μπορεί να την αποχτήση. Κι αν μ' άκουγε τότε, κ' εγώ θα είμουνα ευχαριστημένος απ' αυτόν, κ' η μητέρα του δε θα μαράζωνε, και δε θα χανόταν άδικ' από τον καημό της, κι αυτός δε θα καταντούσε ένας τυχοδιώχτης.
ΓΙΑΓΙΑ (που τα μάτια της είναι βουρκωμένα) Το παιδάκι μου, το παιδάκι μου, όσο το συλλογίζουμαι κ' εγώ. (κλαίει), θεός ξέρει που να βρίσκεται, που να τυραννιέται, που να κακοπαθαίνη, μονάχο του, ολομόναχο στον κόσμο, και μάλιστα τόσο καλομαθημένο από το σπίτι του… Αχ! δεν έπρεπε να το διώξης, δεν έπρεπε.
ΦΙΝΤΗΣ Εγώ δεν τόδιωξα. Θυμάσαι πολύ καλά πόσο επέμεινα τότε για να μ' ακούση και ξακολουθήση τις σπουδές του. Του έλεγ' ακόμα πως θα τον έστελνα για πολύν καιρό στην Ευρώπη να γίνη εκεί πέρα τέλειος στην επιστήμη του. Μα αυτός μου ζητούσε «πραχτικά επαγγέλματα», μου ζητούσε — ακούς; — τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο να γίνη σιδεράς σαν και μένα. Κατάλαβε λοιπόν κι ο ίδιος ύστερ' απ' αυτά, πως εδώ μέσα δεν μπορούσε να κάμη, και πήρε τα βρεμένα του έφυγε… Μη μου λες λοιπόν και συ, σαν τη μακαρίτισσα, πως εγώ τον έδιωξ' από το σπίτι μου. Ας πάψω να τ' ακούω αυτό τουλάχιστο…
(Μπαίνει, η Αννούλα γελαστή και πρόσχαρη)
ΓΙΑΓΙΑ Ξύπνησες Αννούλα; Σηκώθηκες κιόλας; Κ' εγώ νόμιζα πως θα τονέ πάρης για καλά το μεσημεριανό σου.
ΑΝΝΟΥΛΑ Δεν ξέρεις, γιαγιά μου, πως δεν αγαπώ τον ύπνο : Εγώ δεν είμαι καμωμένη για να κοιμάμαι πολύ. (Πλησιάζει το Φιντή). Έπαψα να είμαι κακιωμένη μαζί σας, πατέρα μου. (Κάνει να τονέ χαϊδέψη). Να, έπαψα να είμαι κακιωμένη μαζί σας… (Αλλάζει τόνο). Κι ας μου κάματε τόσο κακό…
ΦΙΝΤΗΣ
Το μάλωμα δεν είναι κακό. Είναι μάθημα, Πρόσεξε άλλη φορά.
ΑΝΝΟΥΛΑ Δε μιλώ καλέ για το μάλωμα. Το κακό που μου κάματε είναι άλλο. Το πρωί είχα ξεχάσει ολότελα πως είμουνα εγώ, νόμιζα πως έγινα ένα πουλάκι, ένα ωραίο πουλάκι, πως θα πετούσα πάνου στα δέντρα, ύστερα, πάνου στα βουνά, κι από κει στα σύννεφα, πάνου στα σύννεφα — ήρθατε σεις και με κάματε να γίνω πάλι, να! — να γίνω σαν όλους εδώ κάτου, να θυμηθώ πως είμαι κι εγώ άνθρωπος, να κλάψω, ν' αναστενάξω, να πονέσω…
ΦΙΝΤΗΣ
Πάλι άρχισες, Αννούλα, να λες όχι σωστά πράματα.
ΑΝΝΟΥΛΑ Περίεργο πατέρα μου. Μα εγώ ό,τι λέω το αιστάνουμαι, νομίζω πως βγαίνει ίσια απ' την καρδιά μου, και καταλαβαίνω πως είναι σωστό, πως είναι πολύ σωστό. Μάλιστα πολλές φορές νομίζω πως αιστάνουμαι και κάτι — πώς να το πω — κάτι που μέλλει να γίνη. Και δε βγαίνω ποτέ ψεύτρα. Να, το πρωί που είμουν ανεβασμένη στη μουριά, μ' έπιασε ξαφνικά μια λύπη, μια βαθειά λύπη. Είπα πως κάτι κακό θα μου γίνη. Δεν πέρασε λίγη ώρα που ήρθατ' εσείς, μ' εκείνες τις άγριες τις φωνές σας. (Αλλάζει τόνο). Όμως αυτή τη στιγμή, πατέρα μου, είμαι όλο χαρά, είμαι γιομάτη χαρά, κάτι καλό θα μας συμβή, το αιστάνουμαι, το βλέπω,
ΦΙΝΤΗΣ (κοιτάζοντας το ρολόγι του). Δε θα σου συμβή το καλό. Σου συμβαίνει. Και το καλό που σου συμβαίνει αυτη τη στιγμή είναι το πως, ανΤι να σε μαλλώσω για δεύτερη φορά, γι' αυτά που λες, προτιμώ να βγω όξω.
ΓΙΑΓΙΑ
Φεύγεις παιδί μου :
ΦΙΝΤΗΣ
Ναι, πάω στο εργοστάσιο. Θέλω να ρίξω μια ματιά στο γραφείο.
(Ο Φιντής φεύγει. Πάψη).
ΑΝΝΟΥΛΑ (που κάθεται σα συλλογισμένη).
Θα σου πω, γιαγιά μου, ένα πράμα, μα να μη με μαλλώσης.
ΓΙΑΓΙΑ
Μα γιαΤι να σε μαλλώσω; Είναι κακό αυτό που θέλεις να μου πης;
ΑΝΝΟΥΛΑ
Δεν ξέρω. Ξέρω μονάχα πως είναι αληθινό αυτό που θα σας πω.
ΓΙΑΓΙΑ
Τι λοιπόν;
ΑΝΝΟΥΛΑ (κοντοστέκεται λίγο. Ύστερα σαν ξαφνικά).
Να, ο πατέρας είναι κακός, είναι κακός.
ΓΙΑΓΙΑ Μπα παιδάκι μου καλό να σούρθη, τι είν' αυτά που λες για τον πατέρα σου!
ΑΝΝΟΥΛΑ Ναι είναι κακός, είναι κακός. Μπροστά του αιστάνουμαι τον εαυτό μου τιποτένιο. Εκείνη η ματιά του, όταν με βλέπει τόσο άγρια τις στιγμές που του μιλώ με κάνει να χάνω τα λόγια μου. Εγώ, γιαγιά μου, το ξέρεις, τόσες φορές σου τόχω πει, θέλω να είμαι λεύτερη, πάντα λεύτερη. Να παίζω, να τραγουδώ, να λέω τα λόγια μου πάντ' ανοιχτά. Μα ο πατέρας είν' εδώ, μια πίεση φοβερή, μια εξουσία, ένα μάτι που μου κόβει τη χαρά, που μου στερεί τη ζωή, τον αέρα, που μου φέρνει τη μελαγχολία.
ΓΙΑΓΙΑ Μα δεν ξέρεις, Αννούλα, δεν καταλαβαίνεις πως παιχνίδια τρελλά και πολλές φωνές δεν ταιριάζουνε σήμερα στο σπίτι μας; Αυτό θα πη πώς δεν έχεις αιστανθή με τα σωστά σου το κακό που βρήκε το σπίτι μας με το θάνατο της καημένης σου της μανούλας.
ΆΝΝΟΥΛΑ (σα μετανοημένη) Αλήθεια, γιαγιά μου, έχετε δίκιο. Δεν έπρεπε να παίζω δεν έπρεπε να χαίρουμαι. Είμαι μια ανόητη. Δε το είχα συλλογιστή αυτό… Μου φαίνεται πάντα πως είμαι ακόμα στις καλόγριες, που όλη μέρα άλλο τίποτε δεν έκανα από παιχνίδι. Εκεί, γιαγιά μου, είχα ξεχάσει πια ολότελα το σπίτι μας. Δε συλλογιζόμουνα τίποτα, τίποτα. Τώρα έρχουνται ώρες που ξεχάνω πως έχουμε πένθος, που λησμονώ ολότελα πώς είχα μια τόσο καλή μητερούλα, καθώς μου λέτε, που την έχασα.
ΓΙΑΓΙΑ Α! αυτό είναι κακό. Πρέπει πάντα να θυμάσαι τη μητέρα σου και να λατρεύης τη μνήμη της. Για όλη σου τη ζωή πρέπει να τη θυμάσαι, (αναστενάζει).
ΑΝΝΟΥΛΑ Εγώ καλά καλά δεν την είχα γνωρίσει; τι φταίω εγώ που δεν την είχα γνωρίσει; Μονάχα, θυμάμαι κείνο το βράδι, που στείλατε και με πήρατε ξαφνικά από το σχολειό και μου αναγγείλατε πως η μητέρα μου είτανε άρρωστη βαρειά. Με φέρατε δω και τη βρήκα πεθαμένη. Τότες αληθινά αιστάνθηκα μια μεγάλη λύπη, γιαΤι νόμιζα πως θα γύριζα πάλι στις καλόγριες και είξερα πως θα μου φορούσανε μαύρα και θα με φωνάζανε πια ορφανή. Και μου φαίνεται τόσο κακό, τόσο αντιπαθητικό αυτό το ορφανή.
ΓΙΑΓΙΑ Αχ! αυτή πάντα σε ήθελε κοντά της. Και τόσες φορές έλεγε του πατέρα σου να σε βγάλη πια από το μοναστήρι.
ΑΝΝΟΥΛΑ Κι αυτός, καταλαβαίνω, δεν ήθελε… Ύστερα μου λέτε γιαΤι λέω πώς είναι κακός… Αχ! ο πατέρας μού φαίνεται πως είναι ένας άνθρωπος καμωμένος για να βασανίζη κόσμο, (αλλάζει τόνο). Έτσι θα έκανε βέβαια και το Σταύρο, όσο που πήρε ο αδερφός μου τα μάτια του κι έφυγε.
ΓΙΑΓΙΑ (με ορμή). Σουτ! Αννούλα, μην ξαναπής τέτοιο λόγο. Ποιος σου τα είπε αυτά; Ψέματα, ψέματα, ο Σταύρος δεν έφυγε. Τον έστειλε από καιρό ο πατέρας του στο εξωτερικό για κάτι δουλειές του εργοστάσιου και μια μέρα θα γυρίση.
ΑΝΝΟΥΛΑ (χαμογελώντας) Έννοια σας, γιαγιά μου, μην ταράζεστε. Τα ξέρω εγώ, τα έμαθα. Έμαθα όλη την αλήθεια. Έμαθα πως ο Σταύρος έφυγε από το σπίτι, γιατί μάλωσε με τον πατέρα, έμαθα ακόμα πως η μητέρα μου αγαπούσε τόσο πολύ το Σταύρο, ώστε αρρώστησε ύστερ' από το φευγιό του κι αυτό στάθηκε η αιτία να πεθάνη.
ΓΙΑΓΙΑ
Ποιος σου τα είπε αυτά; Πες μου Αννούλα, ποιος σου τα είπε;
ΑΝΝΟΥΛΑ Δεν έχω καμιά δυσκολία να σας πω ποιος μου τα είπε• Να, προχτές που πήγα στο σπίτι της Πιπίτσας, είδα και τον αδερφό της, το μεγάλο της αδερφό, τον ξέρετε. Αυτός με ρώτησε για το Σταύρο, χαμογελώντας με πονηριά, αν μας γράφη ταχτικά, αν ξέρουμε πού βρίσκεται τώρα, γιατί δεν ήρθε στο θάνατο της μητέρας και κάτι άλλα τέτοια. Εγώ παραξενεύτηκα γι αυτά και δεν του απάντησα τίποτα. Ύστερα όμως ρώτησα την Πιπίτσα, κι αυτή τότε μου είπε καμαρώνοντας, πως ο Σταύρος είτανε συμμαθητής ατό γυμνάσιο με τον αδερφό της, και πώς ενώ ο αδερφός της ύστερ' από το γυμνάσιο πήγε στο πανεπιστήμιο, κ' έγινε ένας σπουδασμένος νέος, ο Σταύρος έμεινε ασπούδαστος, δίχως καμιά αξία στην κοινωνία, φευγάτος από το σπίτι του, και καταραμένος από τον πατέρα του. Είναι αλήθεια όμως πως η Πιπίτσα μου είπε και τούτο. Ο Σταύρος δεν έφταιγε ο καημένος που έφυγε. Όλα τάφταιγε ο πατέρας που τον καταπίεζε. Τότε μ' έπιασε μια περιέργεια και την παρακάλεσα να μου πη όλα όσα ξέρει. Μα αυτή μου είπε πως παραπάνου απ' αυτά δεν είξερε τίποτα, και πως κι αυτά που μου είπε δεν είναι μυστικά. Όλος ο κόσμος τα έχει μάθει. Τώρα θέλω να το πιστέψης και συ πως ο Σταύρος δε φταίει, όχι δε φταίει, δεν είναι δυνατό να φταίη. Κάτι μέσα μου νοιώθω που μου το λέει.
ΓΙΑΓΙΑ (ξεσπά σε δάκρια και την αγκαλιάζει.) Aχ! Αννούλα μου αχ! Ναι, ο Σταύρος μας δε φταίει, δε φταίει. Τόσον καιρό σου τάκρυβ' αυτά, για να μη σε λυπήσω. Δεν ήθελα να ξέρης τίποτα.
ΑΝΝΟΥΛΑ Και γώ τόσες μέρες τώρα για τον ίδιο λόγο δε σας έκαμα καμιά ερώτηση. Προσπαθώ να μη σας φέρνω στη μνήμη σας λυπητερά πράματα. Είμουνα όμως αυτές τις μέρες τόσο περίεργη, τόσο περίεργη . . . Μα τώρα δε θα μου το αρνηθήτε αυτό, γιαγιά μου, δε θα μου το αρνηθήτε. Θα μου τα πήτε όλα. Θα μου δώσετε απάντηση σε κάθ' ερώτησή μου . . . Έλα λοιπόν πέστε μου, ο Σταύρος ά θυμάμαι καλά, δεν είτανε ένας αψηλός, με ωραίο παρουσιαστικό, με λίγο μαύρο μουστακάκι, με μάτια μεγάλα μαύρα, μαλλιά μαύρα σαν της μητέρας:
ΓΙΑΓΙΑ Ναι, ναι . . Αχ πόσο έμοιαζε μ' εκείνη .. . Τα χαρακτηριστικά της, την ψυχή της, όλα του τα είχε δώσει.
(μπαίνει ο υπερέτης)
ΥΠΕΡΕΤΗΣ (προς τη γιαγιά).
Περιμένουμε, κυρία, κανένα μουσαφίρη, κανένα συγγενή;
ΓΙΑΓΙΑ
Όχι. ΓιαΤι με ρωτάς;
ΥΠΕΡΕΊΉΣ Ήρθ' ένας νέος κάτου, και κατέβασε τα πράματά του από το αμάξι και τάφερε μέσα, και τώρα μας δίνει διαταγές σα να βρίσκεται στο σπίτι του.
ΓΙΑΓΙΑ
Περίεργο. Ποιος να είναι αυτός;
ΑΝΝΟΥΛΑ (φεύγοντας τρεχάτη).
Πάω να ιδώ εγώ. . .
(Ο υπερέτης φεύγει)
Πάψη
ΑΝΝΟΥΛΑ (έρχεται τρεχάτη κι αγκαλιάζει τη Γιαγιά). Αυτός είναι, γιαγιά μου, αυτός. Τόνε γνώρισ' αμέσως. Είναι αυτός, αυτός.
ΓΙΑΓΙΑ
Μα ποιος είν' επί τέλους. Δεν καταλαβαίνω.
ΑΝΝΟΥΛΑ
Δεν το μαντεύετε, γιαγιά μου, δεν το μαντεύετε; Ο Σταύρος καλέ, ο
Σταύρος μας.
(Η Αννούλα φεύγει πάλι τρεχάτη).
ΓΙΑΓΙΑ (σα βυθισμένη).
Ο Σταύρος! Ο Σταύρος . .. Είναι δυνατό;
Πάψη
(Μπαίνει ο Σταύρος φορώντας, ρούχα καθαρά, που όμως φαίνουνται κάπως φτωχικά. Στην αγκαλιά του είναι ριγμένη η Αννούλα. Ακολουθεί ο υπερέτης κρατώντας από το κάθε χέρι και μια βαλίτσα. Στέκεται λίγο κ' ύστερα φεύγει, παίρνοντας και τις βαλίτσες).
ΑΝΝΟΥΛΑ. (Ενώ έρχουνται απ' όξω). Σα να το είξερα, Σταύρο. Σήμερα αιστανόμουνα μια χαρά, που ποτέ δεν την είχα δοκιμάσει ως τώρα.
ΓΙΑΓΙΑ.
Παιδί μου, παιδί μου! (Τον αγκαλιάζει και τονέ φιλεί).
ΣΤΑΥΡΟΣ
Γιαγιά μου!
ΓΙΑΓΙΑ Πού το έλπιζα, παιδί μου, να σε ξαναϊδώ! (Κλαίει από συγκίνηση και χαρά).
ΣΤΑΥΡΟΣ Καθήστε γιαγιά μου. Μην κλαίτε. Δεν κάνει να κλαίη κανείς άμα είναι στα χρόνια σας.
ΓΙΑΓΙΑ (που ξακολουθεί να δακρίζη) Κι ως τόσο σε περιμέναμε, πάντα σα να σε περιμέναμε. Σε περίμενε το σπίτι, ο δρόμος, η χώρα, όλα σε περίμεναν.
ΣΤΑΥΡΟΣ Σας πιστεύω, σας πιστεύω . . Κι αφού με περιμένατε δεν είτανε δυνατό παρά να έρθω μια μέρα . . .
ΓΙΑΓΙΑ
Αχ! σα θυμούμαι το σπάραγμά μας εμένα και της δυστυχισμένης της
μητέρας σου. εκείνη τη νύχτα που βεβαιωθήκαμε πως μας έφυγες . . .
(Ξαφνικά). Έμαθες, Σταύρο, το θάνατό της;
(Μικρή πάψη.)
ΣΤΑΥΡΟΣ Ναι, τον έμαθα μόλις χτες και μάλιστα κατά τύχη από κάποιον ταξιδιώτη. Ξέρω να υποφέρω τις συφορές ατάραχα. Για τούτο η λύπη μου όσο κι ά στάθηκε μεγάλη, πνίγηκε γλήγορα μέσα μου … Άμα συλλογίζεται κανείς πως κάθε στιγμή που περνά κάποια συφορά αφίνει πίσω της στον κόσμο, δεν πρέπει να ξαφνίζεται. Πρέπει πάντα να τις περιμένει, και πάντα να τις δέχεται ατάραχα. Αρκεί μονάχα να μη τις δημιουργεί.
ΑΝΝΟΥΛΑ Σταύρο, ξέρεις γιαΤι πέθανε η μητέρα; Πέθανε για σένα, από τη μεγάλη αγάπη που είχε για σένα.
ΣΤΑΥΡΟΣ (ρίχνει το κεφάλι του στα χέρια).
Για μένα!
ΓΙΑΓΙΑ Από τη νύχτα εκείνη, την κακή νύχτα που μας άφησες, έπεσε άρρωστη. Καλή ώρα από τότε δεν είδε. Ένα μαράζι την περιτριγύρισε, και μέρα με τη μέρα έρρεβε. Καταριότανε τη ζωή της, τον κόσμο, καταριότανε όλα και πολλές φορές…..δε σ' το κρύβω — (σιγότερα) καταριότανε και τον πατέρα σου… Και δεν είχε άδικο. Όλες οι ελπίδες της είτανε σε σένα. Ο πατέρας σου καθώς είναι άνθρωπος ωμός, χωρίς ποτέ να της πη ένα γλυκό λόγο, της είχε κάμει τη ζωή της μιαν απέραντη μονοτονία. Περίμενε λοιπόν πότε να μεγαλώσης εσύ, για να χαρή κι αυτή τον κόσμο. Πόσες φορές μούλεγε: «Και τι ανάγκη έχω κι αν υποφέρω τώρα; Θα μεγαλώση ο Σταύρος μου και θα καταφέρη τον πατέρα του να μου βγάλη και την Αννούλα από το σκολειό του μοναστηριού. Κ' έτσι έχοντας τα δυο παιδιά μου στην αγκαλιά, θα λάμψη και για μένα ο ήλιος, θ' αστράψη ένας νέος κόσμος και για μένα».
ΣΤΑΥΡΟΣ Γλυκές ελπίδες, μα πάντα ελπίδες. (Κουνά το κεφάλι του). Τι παντοτεινή ιστορία, η αιώνια ιστορία… (Αλλάζει τόνο). Κι ο πατέρας;
ΓΙΑΓΙΑ Αχ! ο πατέρας σου. Ο ίδιος πάντα. Όλο πλουταίνει, όλο και πλουταίνει. Οι δουλειές του, φαίνεται, πάνε περίφημα. Έτσι τουλάχιστο ακούω, γιαΤι αυτός ποτέ δε δίνει λογαριασμό σε κανένα.
ΣΤΑΥΡΟΣ
Πάντα είναι σκληρός, όπως και τότε;
ΑΝΝΟΥΛΑ Αχ! η ματιά του. θεέ μου, σε κάνει αυτή μονάχα ταπεινό, σε κάνει δούλο, σε κάνει τιποτένιο.
ΓΙΑΓΙΑ Πες μου λοιπόν, παιδί μου, τόσον καιρό μονάχο, έρημο στα ξένα πώς τα πέρασες. Σε ποιο μέρος πήγες άμα έφυγες από δω; τι έκανες εκεί;
ΣΤΑΥΡΟΣ Πώς τα πέρασα; Δε με κοιτάζετε. Μα η ζωή μου και η δουλειά μου… (διακόφτοντας). Μα έχουμε καιρό να μιλήσουμε γι' αυτά… Τώρα πια που θα είμαι μαζί σας, που θα με βλέπετε κάθε μέρα…
ΓΙΑΓΙΑ
Ώστε ήρθες για πάντα πια;
ΑΝΝΟΥΛΑ
Τι χαρά!
ΣΤΑΥΡΟΣ
Για πάντα βέβαια. Έχω όλη την καλή θέληση να φιλιώσω με τον πατέρα.
Κι αυτός το θέλει μάλιστα. Μου το μήνυσε ο ίδιος εδώ και λίγο καιρό.
ΓΙΑΓΙΑ Και μένα ποτέ δε μούκαμε λόγο γι' αυτό. Και μάλιστα ούτε σήμερα που ήρθε για σένα η κουβέντα.
ΣΤΑΥΡΟΣ
Δεν ξέρει όμως κι αυτός ά θάρθω και πότε θάρθω… (Αλλάζει τόνο).
Μου είπαν κάτου πως δεν είν' εδώ αυτή την ώρα.
ΑΝΝΟΥΛΑ
Όχι. Όταν έφυγε μας είπε πως πάει στο γραφείο του.
Πάψη
ΣΤΑΥΡΟΣ (γυρίζει γύρο τα μάτια του) Πως τα θυμάμαι όλα τα πράματα εδώ μέσα! Περνά τη στιγμή αυτή από το νου μου η παλιά μου ζωή. Ποιά συγκίνηση πνίγει την καρδιά μου! Πόσες φορές στα ξένα δε θυμήθηκα όλες τις γωνιές του σπιτιού, που κάθε μια μου έκρυβε και μιαν ανάμνηση. Πόσες φορές δεν πεθύμησα τη μυρουδιά ενός ρόδου από τον κήπο μας. Πόσο σπάραγμα δεν αιστανόμουνα μέσα μου, όταν περνούσα μόνος αλάκερο χειμώνα χωρίς ένα φιλί της μάννας, χωρίς ένα αγκάλιασμά της! Και πόσες φορές ο νους μου δε μου έφερε σας, καλή μου γιαγιά, που καθόσαστε τις κρύες νύχτες του χειμώνα στο κρεββάτι μου πλάι, όσο να κοιμηθώ, και μου λέγατε κείνα τα παραμύθια σας, κι ανοίγατε στην παιδιάτικη φαντασία μου ολάκερους κόσμους… Ω! εκείνα τα παραμύθια σας, δεν τα ξέχασα, ούτε θα τα ξεχάσω ποτέ.
ΑΝΝΟΥΛΑ
Μου τα λέει τώρα και μένα, Σταύρο. Μου τα λέει και μένα.
ΣΤΑΥΡΟΣ (ξακολουθώντας) Πόσες φορές εκείνα, τα παραμύθια δε με παρηγορήσανε στα ξένα, στις στιγμές της απελπισίας μου. Είμουνα εγώ το βασιλόπουλο που έπρεπε ν' ανοίξω τον πύργο που έκλεινε μέσα τη χαρά. Είμουνα εγώ το παλληκάρι που έμαθα να κάνω το καλό ως και στα μικρούλια τα μερμήγκια, και που προσμένω την πλερωμή τους μια μέρα, σα θα τα χρειαστώ για το τρανό στοίχημα της Πεντάμορφης του κόσμου. Είμουνα εγώ ο καβαλλάρης που έτρεχα στον αγκαθωτό τον κάμπο, χωρίς κανείς να μπορή να με φτάση για να κερδίσω το στοίχημα του βασιλιά.
ΑΝΝΟΥΛΑ
Αλήθεια; Και είσουνα εσύ που ανάστησες το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο;
ΣΤΑΥΡΟΣ Το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο δεν αναστήθηκε ακόμα. Μα είμουνα εγώ που πήγα στη μονιά του γήταυρου και είδα τον παραδαρμό του θεριού, κι άκουσα το μούγγρισμά του, και δεν μπορώ ακόμα να ξεχάσω τους δρακόντους που το είχανε αδράξει από το λαιμό και το βασανίζανε.
ΑΝΝΟΥΛΑ
Γιαγιά μου, έμενα δε μου είπες αυτό το παραμύθι του γήταυρου.
ΓΙΑΓΙΑ Αλήθεια, παιδί μου, αυτό τόλεγα πάντα στα παλιά τα χρόνια. Μα τώρα δεν μπορώ να νοιώσω, πως δεν το ξαναθυμήθηκ' από καιρό πια…
ΑΝΝΟΥΛΑ Μήπως ήρθε μέσα στο μυαλό σου κανένας δράκοντας και σου τόνε σκότωσε το γήταυρο, γιαγιά;
ΓΙΑΓΙΑ Φοβητσιάρα, Αννούλα, φοβητσιάρα. Δε θέλεις και πολύ να το πιστέψης αυτό, και το βράδι να μου λες πως βλέπεις δρακόντους στην κάμαρα σου, όπως εδώ και κάμποσο καιρό, θυμάσαι;
ΑΝΝΟΥΛΑ Μα τότε δεν έλεγα ψέματα, γιαγιά μου. Υπάρχει κάποιος δράκοντας στο σπίτι μας. Είδα τον ίσκιο του ένα βράδι εδώ μέσα με τα μάτια μου. Μα γιαΤι δε με πιστεύετε;
ΣΤΑΥΡΟΣ Λες να είτανε κανείς σαν αυτούς που βασανίζουνε το γήταυρο; Ω να βλέπατε εκεί στη μονιά του το δυνατό θεριό να σπαράζη, να κλαίη, να δέρνεται, να φωνάζη, και κανείς να μην έρχεται, και κανείς να μην μπορή να το γλυτώση από τα νύχια των φοβερών δρακόντων.
ΑΝΝΟΥΛΑ Μα αφού είναι δυνατό θεριό ο γήταυρος καθώς λες, γιαΤι δε νικά τους δρακόντους;
ΣΤΑΥΡΟΣ Τους νικά στο τέλος, τους νικά έναν έναν εκεί που δεν μπορούσε όλους μαζί. Μα αυτό γίνεται όταν μεγαλώνει το θεριό, όταν βάζει όλη τη δύναμη του, όλη τη λύσσα του. Και ύστερα γυρίζει από χώρα σε χώρα, και αλί! και τρισαλί! όπου ακουστεί το μούγγρισμά του. Το μούγγρισμά του φανερώνει το χαμό, το χαλασμό, την καταστροφή. Μα μαζί προμηνά και μια καινούρια ζωή, μια νέα δημιουργία.
ΓΙΑΓΙΑ Εσύ παιδί μου, τα λες σαν αληθινά. Αυτό το θεριό δεν υπάρχει• είναι πλάσμα της φαντασίας, είναι καθαρό παραμύθι…
ΣΤΑΥΡΟΣ Δεν είναι πλάσμα της φαντασίας, γιαγιά μου, γελιέστε. Δεν είναι παραμύθι. Είναι θεριό, θεριό πραγματικό. Το είδα εκεί που πήγα, το άκουσα. Δε σας είπα πως γυρίζει τώρα από χώρα σε χώρα;
ΑΝΝΟΥΛΑ
Εδώ όμως δεν ήρθε, Σταύρο. Δεν ακούστηκ' εδώ.
ΣΤΑΥΡΟΣ (σε λίγο). Μπορεί να μην έρθή εδώ; θα το φέρη ο δρόμος του που λέγεται ανάγκη, και τότες αλίμονο σ' αυτούς που δεν το νοιώσουνε, δεν το περιποιηθούνε, δεν το ημερέψουνε…
ΑΝΝΟΥΛΑ
Μα πώς μπορεί να το ημερέψη κανείς;
ΣΤΑΥΡΟΣ Μπορεί να το ημερέψη κανείς πριν έρθη στη χώρα. Να πάη όξω στους κάμπους και να το βρη. Ω! είναι θεριό άγριο μα υπάρχουνε χίλιοι τρόποι να το ημερέψη κανείς, αρκεί μονάχα να το συμπονέση, να γείρη παρηγορητής στα πάθη και στα βάσανά του, να σταλάξη ελπίδες στη μαύρη απελπισία του.
ΑΝΝΟΥΛΑ
Ω! εγώ το φοβάμαι, το φοβάμαι αυτό το θεριό.
ΣΤΑΥΡΟΣ Έννοια σου, τώρα που θα μείνω για πάντα εδώ πέρα, μη φοβάσαι. Με γνωρίζει εμένα, θα σου μάθω όμως και σένα τον τρόπο να το ημερεύης.
ΑΝΝΟΥΛΑ
Να μάθουμε όλοι τον τρόπο, κ' εγώ, κ' η γιαγιά. (Μπαίνει ο Φιντής)
ΑΝΝΟΥΛΑ (που ξακολουθεί)
— ακόμα κι ο πατέρας.
ΦΙΝΤΗΣ (προς το Σταύρο)
Καλώς ώρισες. Καλώς ώρισες. Χαίρουμαι που σε ξαναβλέπω.
ΣΤΑΥΡΟΣ
Ευχαριστώ, πατέρα.
ΑΝΝΟΥΛΛΑ
Ξέρεις, πατέρα, ο Σταύρος ήρθε να μείνη για πάντα πια μαζί μας.
ΦΙΝΤΗΣ
Το πιθυμώ και γω.
ΓΙΑΓΙΑ Αχ! παιδιά μου, παιδιά μου, αυτή η στιγμή για μένα είναι η πιο ευτυχισμένη της ζωής μου. Αχ! γιαΤι να μην είν' εδώ αυτή την ώρα αναμεταξύ μας και η δυστυχισμένη μου η θυγατέρα που μας έσβησε τόσο παράκαιρα.
ΑΝΝΟΥΛΑ Διώξε, γιαγιά μου, τα λυπητερά πράματα από το μυαλό σου. Μην τα θυμάσαι ολοένα. Ξέχασέ τα πια.
ΓΙΑΓΙΑ Έχεις δίκιο, παιδί μου. Πρέπει να τα διώξουμε τώρα. (Σηκώνεται να φύγη). Αννούλα, πάμε να ετοιμάσουμε μια κάμαρα για το Σταύρο.
ΑΝΝΟΥΛΑ
Την κάμαρα του Σταύρου θα τηνέ συγυρίσω εγώ, μονάχη μου, όπως ξέρω.
Αφήστε με και να ιδήτε ά δε σας αρέσει το γούστο μου.
ΣΤΑΥΡΟΣ Στην παλιά μου κάμαρα, σ' εκείνη που πέρασα τα μαθητικά μου χρόνια, θέλω και τώρα να ξανακαθήσω.
ΓΙΑΓΙΑ Μπα παιδί μου, που ν' ανεβαίνης εκεί πάνου, στη σοφίτα. Τότε θυμάμαι, σου κάναμε το χατήρι για νάχης ησυχία στο διάβασμά σου.
ΣΤΑΥΡΟΣ Σας το ζητώ και πάλι για χάρη. Δεν πειράζει αν είναι στη σοφίτα. Τόσο το καλύτερο για μένα. Δεν ξέρετε πόσο μ' ευχαριστεί, ν' ανοίγω το πρωί το παράθυρο, και να βλέπω την ανοιχτή θάλασσα τρικυμισμένη κι ανταριασμένη, και βαθιά τον ορίζοντα θολωμένο και συγνεφιασμένο, και να φαντάζουμαι τον ήλιο και να τονέ λαχταρώ. Το παράθυρο της παλιάς μου κάμαρας έτσι που βρίσκεται αψηλά, ανοιγμένο πάντα στον αέρα, τόχω πιθυμήσει τόσα χρόνια τώρα, κι όταν θυμάμαι, το πρωτοστερήθηκα, είμουν απαρηγόρητος.
ΦΙΝΤΗΣ
Τελοσπάντω κάμετε όπως σας λέει ο Σταύρος. Αυτό δε μας πειράζει.
Αφού τ' αρέσει εκεί ψηλά, ας είναι κ' έτσι. Μικρή ιδιοτροπία.
ΓΙΑΓΙΑ Πάμε λοιπόν, Αννούλα. Δεν ξέρω μονάχα ά θα μπορέσω ν' ανεβώ, αν και το θέλω.
ΑΝΝΟΥΛΑ Θα σας βοηθήσω εγώ, γιαγιά μου. Για το χατήρι του Σταύρου πρέπει ν' ανεβήτε. Κ' ύστερα πάλι και γώ, δε θυμούμαι καλά καλά ποιά από τις απάνου κάμαρες είναι η παλιά του Σταύρου.
ΓΙΑΓΙΑ Πάμε. Τρέχα όμως, Αννούλα, μια στιγμή και φώναξε της καμαριέρας, θα τη χρειαστούμε να μας βοηθήση. (Προς το Σταύρο και το Φιντή). Δε θ' αργήσουμε μεις.
(Η γιαγιά και η Αννούλα φεύγουν).
Πάψη
ΦΙΝΤΗΣ (Κοιτάζοντας το Σταύρο). Είμαι βέβαιος πως όταν έπαιρνες την απόφαση να φύγης από το σπίτι σου, νόμιζες εύκολη τη ζωή μέσα στον κόσμο. Το πως θα γύριζες όμως πάλι εδώ το φανταζόμουνα από την πρώτη στιγμή που έφυγες.
ΣΤΑΥΡΟΣ
Κι ως τόσο εσείς μου μηνύσατε.
ΦΙΝΤΗΣ Όταν έμαθα ύστερ' από τόσα χρόνια, κατά τύχη μια μέρα, σε ποιο μέρος βρισκόσουνα και πως είχες καταντήσει, — ένας εργάτης, ένας χαμάλης, — άκουσα μέσα μου μια φωνή που μου έλεγε πως δεν έπρεπε τόνομά μου να σέρνεται στη φτωχολογιά των δρόμων από το παιδί μου. Για την κοινωνική μου υπόληψη δεν το ήθελα.
ΣΤΑΥΡΟΣ Αυτό σας έκαμε να μου μηνύσετε νάρθω; Δεν το είχα σκεφτεί. Νόμιζα πως η λύπη για το παιδί σας. . .
ΦΙΝΤΗΣ (διακόφτοντας). Εσύ δεν είσουνα άξιος λύπης. Σου είχα ετοιμάσει ένα δρόμο που θα σ' έφερνε, αν ήθελες να τον ακολουθήσης, σε μια υπέροχη κοινωνική θέση. Χρήματα για σένα μπορούσα να ξοδέψω όσα κι ά μου ζητούσες, αν ήθελες να σπουδάσης, να γίνης ένας επιστήμονας. Είχαμε ανάγκη ν' ανέβουμε πιο αψηλά στην κοινωνία απ' ό,τι είμαστε τώρα. Εσύ δε θέλησες να το νοιώσης ποτέ αυτό.
ΣΤΑΥΡΟΣ (ήσυχα). Τέτοια φιλοδοξία, αληθινά δεν την είχα ποτέ μου. Δεν έβλεπα το λόγο και τότε όπως και τώρα, το λόγο που σας κάνει να νομίζετε πως την κοινωνική θέση την αποχτά κανείς με την επιστήμη. Αν ο πατέρας σας δε σας άφινε το πρώτο εκείνο, το μικρό εργοστάσιο, θα μπορούσατε να περηφανεύεστε σήμερα για το στρώσιμο της εργασίας σας και για την καλή κατάσταση της περιουσίας σας; Α σας έκανε επιστήμονα. . .
ΦΙΝΤΗΣ (διακόφτοντας). Για σένα όμως δεν είταν έτσι τα πράματα, Είχες πίσω από τον πατέρα σου μια περιουσία ολάκερη.
ΣΤΑΥΡΟΣ Η επιστήμη σήμερα, πατέρα, χρεοκόπησε στον τόπο μας, και μάλιστα η νοθεμένη επιστήμη που έχει σ' εμάς πέραση. Χρειαζόμαστε δουλειά, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, δουλειά που να μας μπάση δύναμη και να μας φέρη την οικονομική προκοπή στη χώρα, που ρέβει σήμερα από τη στασιμότητα και τη σαπίλα. Να, ωραία φιλοδοξία, και να, στάδιο για να ωφελήση κανένας την κοινωνία, όχι του παρά και της επίδειξης, μα την κοινωνία της πείνας, που είναι και η πιο μεγάλη.
ΦΙΝΤΗΣ Βλέπεις χαμηλά και ταπεινά. Τι με νοιάζει εμένα για την κοινωνία της πείνας. Ας βρη ψωμί να φάη, αλιώς ας πεθάνη. Εγώ κοιτάζω την οικογένειά μου, τόνομά μου, την περιουσία μου κι ακόμα τον τρόπο που να φτάσω ψηλά.
ΣΤΑΥΡΟΣ Ό καλύτερος τρόπος, πατέρα, για να φτάση κανείς ψηλά, όχι ψεύτικα μα αληθινά, είναι ν' αρχίση από τα σκαλοπάτια εκείνα που φαντάζουν, όπως λέτε σε σας, χαμηλά και ταπεινά,
ΦΙΝΤΗΣ (που δεν πρόσεξε και πολύ σ' αυτά τα λόγια). Ας είναι. Αυτά τα πράματα ας ταφήσουμε. Είναι τώρα πια αργά για σένα ό,τι κι αν σου πω. θα μου δώσης δίκιο όταν ανακατωθής στη δουλειά μου, και θάχης να παλεύης, κάθε μέρα με χίλιους οχτρούς, που κοιτάζουν από παντού να σε καταστρέψουν.
ΣΤΑΥΡΟΣ
Με χίλιους οχτρούς;
ΦΙΝΤΗΣ Ναι, κάθε εργάτης είναι κ' ένας εχτρός σου. Και στο εργοστάσιο έχω τώρα χίλιους τέτοιους.
ΣΤΑΥΡΟΣ
Το πιστεύετε αληθινά, πως όλοι αυτοί είναι οχτροί σας;
ΦΙΝΤΗΣ Αν το πιστεύω αληθινά; . . . Από τα μικρά μου χρόνια έχω να κάμω μ' αυτούς. . . (Αλλάζει τόνο). Λογαριάζω, Σταύρο, να σε πάρω στο εργοστάσιο πια. Βλέπεις ο πατέρας σου υποχωρεί πρώτος, απέναντι σου. Ήθελες πραχτικό επάγγελμα, λοιπόν σου το προσφέρω. Θέλω και γω κάπως να ησυχάσω από την αιώνια επιτήρηση και αγωνία.
ΣΤΑΥΡΟΣ Αυτό είναι για μένα πατέρα, η μεγαλύτερη χαρά. Ελπίζω να σας κάμω να ξεχάσετε τα περασμένα. Και θα δήτε πόσο αφοσιωμένος θα είμαι στην εργασία. Θα γνωρίσω όλους τους εργάτες μας από κοντά, θα εχτιμήσω την αξία του καθενός, θ' αδερφωθώ μαζί τους, και θα κατορθώσω στο τέλος να σας βγάλω την ιδέα που έχετε, πως αυτοί είναι οχτροί σας.
ΦΙΝΤΗΣ Αυτή την ιδέα ανΤι να τη βγάλης από μένα — σου είπα — θα την αποχτήσης και συ άμα ανακατωθής μαζί τους. Η δουλειά τους φαίνεται σα βασανιστήριο της κόλασης, κι όσο περισσότερο δείχνει κανείς πώς ακούει τα παράπονά τους, τόσο περισσότερο μεγαλώνει η κάθε απαίτησή τους. Φαντάσου πως τώρα τελευταία θέλουνε με το στανιό να με καταφέρουνε να τους λιγοστέψω και τις ώρες της εργασίας.
ΣΤΑΥΡΟΣ Όσο γι' αυτό, πατέρα, νομίζω πως δεν έχουν άδικο. Δώδεκα ώρες πάνου κάτου, δουλειά το μερονύχτι, τους αφανίζει. Δεν είναι μικρό πράμα, δώδεκα ολάκερες ώρες νάχης να παλεύης με το σίδερο. Το άψυχο αυτό πράμα για να λυγίση, να κοπή, να πάρη σκήμα, θέλει να φάη ζωές.
ΦΙΝΤΗΣ
Σταύρο, τι είναι αυτά που λες;
ΣΤΑΥΡΟΣ Λέω απλούστατα, πως έχουνε δίκιο να ζητούνε λιγόστεψη στις ώρες της δουλειάς.
ΦΙΝΤΗΣ
Μα αυτό είναι ενάντιο στα συφέροντά μας.
ΣΤΑΥΡΟΣ Το μεγαλύτερο συφέρο καθενός είναι το συφέρο της ανθρωπότητας. Κι αυτοί που εργάζουνται στο εργοστάσιό σας, μην ξεχνάτε, πατέρα, πώς είναι οι απόκληροι αυτής της ανθρωπότητας, που όσο κι ά σας κάνουνε να πλουτίζετε, έχουν όμως δικαίωμα σε μια στοιχειώδικη φιλανθρωπία από μέρος σας.
ΦΙΝΤΗΣ Αυτοί με κάνουν και πλουτίζω : Αυτοί, ή τα κεφάλαιά μου, τα μηχανήματά μου, η περιουσία μου, που την έχω ρίξει στους πέντε δρόμους, και που γι' αυτό βρίσκουνε ψωμί και τρώνε αυτοί οι τιποτένιοι; . . .
ΣΤΑΥΡΟΣ (με κάποιο θυμό). Η περιουσία σας που τη ρίξατε στους πέντε δρόμους, καθώς λέτε, μεγάλωσε και θέριεψε μέσα σ' αυτούς τους πέντε δρόμους, όχι βέβαια μονάχη της, μα με το αίμα αυτουνών, που τώρα τους βρίζετε κι όλας.
ΦΙΝΤΗΣ
Δε σε καταλαβαίνω, Σταύρο, μα την αλήθεια, δε σε καταλαβαίνω.
ΣΤΑΥΡΟΣ Κι όμως αυτά που λέω είναι τόσο απλά. Δε με καταλαβαίνετε, γιαΤι δε θέλετε, γιαΤι ίσως και δεν μπορείτε να με καταλάβετε, Δε συλλογιστήκατε ποτέ πόσοι απ' αυτούς φύγανε από το εργοστάσιο σας σακατεμένοι και χιλιοπαθιασμένοι, ενώ μπήκαν εκεί μέσα μ' όλη τη γεροσύνη και τη φωτιά της νιότης. Δε συλλογιστήκατε ποτέ πως η μόνη τους ανταμοιβή ύστερ' από τόσω χρονώνε εργασία, είναι η πείνα, η άτιμη πείνα, άμα τους περιτριγυρίσουνε τα γερατειά, και πάψη πια η ικανότητά τους για τη δουλειά . . . (ξαφνικά). Πάψτε να είστε τόσο άδικος γι' αυτούς, πατέρα. Ακούστε με και μένα. Ας τους λιγοστέψουμε τις ώρες της εργασίας όπως ζητάνε, ας τους κάνουμε και καμιά άλλη παραχώρηση, ας τους. . ,
ΦΙΝΤΗΣ (διακόφτοντας με θυμό). Και καμιά άλλη παραχώρηση; Εσύ είσαι τρελός. Είσαι τρελός. Μπας και ήρθες εδώ, καταραμένε, για να μου καταστρέψης την περιουσία μου, να μου πάρης τα κόπια μου, και να τα σκορπίσης στον άνεμο :
ΣΤΑΥΡΟΣ
Ίσως αυτά που λέτε κόπια σας, να είναι πιο πολύ ξένα παρά δικά σας.
ΦΙΝΤΗΣ (μονάχος του, σαν απελπισμένος).
Πάντα ο ίδιος, πάντα ο ίδιος, Δεν μπόρεσε ν' αλλάξη, Θεέ μου.
ΣΤΑΥΡΟΣ
Κι όμως αν ξέρατε τι θα πη σκλαβιά. . .
ΦΙΝΤΗΣ (διακόφτοντας). Μιλάς για σκλαβιά, γι' αυτούς που καταντήσανε να είναι πιο λεύτεροι κι από μένα! Η πολιτεία τους έκαμε βασιλιάδες, και λύνουνε και δένουνε, και κατεβάζουν αρχόντους με τον ψήφο τους. Πού μετακούστηκε να κυβερνά έναν τόπο η φτωχολογιά και η αργατιά.
ΣΤΑΥΡΟΣ Τους λευτέρωσε η πολιτεία, είναι αλήθεια, μα τους σκλάβωσε ο παράς. Αυτό το σκλάβωμα όμως είναι πολύ χειρότερο από κάθε άλλο. Δε θα περάση πολύς καιρός που θα ξεσκλαβωθούνε κι απ' αυτό. . . Αλίμονο στις ιδέες σας τότε κ. Φιντή.
ΦΙΝΤΗΣ Εσύ είσαι ένας επαναστάτης, ένας αναρχικός, που ήρθες εδώ μέσα για να με φοβερίσης. Ά! δεν μπορώ να σε υποφέρω πια, θα φωνάξω την αστυνομία να σε πετάξη από μπροστά μου. (Πέφτει σε μια καρέκλα).
Πάψη.
ΣΤΑΥΡΟΣ (ήσυχα ύστερα από λίγη σκέψη). Δεν είναι ανάγκη να το κάμη αυτό η αστυνομία. Θα το κάμω μόνος μου, τώρα που σας γνώρισα καλά και κατά βάθος. Μια φορά είμουνα παιδάκι και δε σας είχα καταλάβει, αλιώς βέβαια δε θα με βλέπατε ποτέ να ξαναπατήσω το κατώφλι σας. Κι αν με είδατε σήμερα νάρχουμαι δω, τόκαμα αυτό μόνο και μόνο με την ελπίδα πως με ό,τι μέσο μου περνούσε από το χέρι θα μπορούσα να γλυκάνω τη δυστυχία τω δυστυχισμένω σας. (Δυνατώτερα, ύστερα από λίγο). Τόσα χρόνια μακριά από σας, δούλεψα με τα χέρια μου για να ζήσω. Πείνασα, δίψασα, υπόφερα, και είδα από σιμά μέσα στα εργοστάσια κ' εγώ, ένας απλός εργάτης, είδα από σιμά τη μεγάλη καταπίεση, είδα από σιμά τα βάσανα, τις πίκρες, τις αδικίες, τους θανάτους. Είδα από σιμά την αγριότητα, την ατιμία, και μπήκα και γώ, και βουτήχτηκα και γω, κ' έπαθα και γώ. Κλείνω μέσα μου αυτή τη στιγμή τον πόνο όλων όσοι τυραννιούνται κάτου από τα σκληρά πατήματα όλων εκείνων που σας μοιάζουν. . . Ά! με λέτε επαναστάτη, αναρχικό. Μα δεν είμαι τίποτ' απ' αυτά. Είμαι μονάχα ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος που εσείς δεν είστε.
ΦΙΝΤΗΣ (συλλογισμένος).
Αλίμονο σου, αλίμονο σου, τρισαλίμονό σου!…
ΣΤΑΥΡΟΣ (χτυπά το κουδούνι). (Μπαίνει ο υπερέτης).
ΣΤΑΥΡΟΣ Τοίμασε σε παρακαλώ τα πράματά μου και κατέβασε τα κάτου στην οξώπορτα.
ΥΠΕΡΕΤΗΣ
Αμέσως. (Φεύγει).
Πάψη.
ΣΤΑΥΡΟΣ (προς το Φιντή) Φεύγω αυτή τη στιγμή για να μην ξαναγυρίσω πια. Έτσι πιστεύω, να μη κιντυνεύουνε πλέον τα κόπια σας και τα πλούτη σας. Αν όμως τώρα μέσα μου αιστάνουμαι ένα σπαραγμό, είναι γιαΤι αφήνω πίσω μου τη λύπη σε δυο πρόσωπα που τα στολίζουνε τα αθώα γερατειά και τ' αγνά νιάτα. Ω! τη γιαγιά μου και την αδερφή μου δε θέλω ούτε να τις αποχαιρετήσω, φοβάμαι μήπως η αγάπη τους, και άθελά μου με κρατήση εδώ. Παίρνω όμως μαζί μου τη μνήμη της μάννας μου, που είναι για μένα ένας θησαυρός, και που δεν μπορείτε πια να μου την κρατήσετε σεις.
(Ο Σταύρος φεύγει. Ο Φιντής σε όλο αυτό το διάστημα έχει γείρει, το κεφάλι του απάνου στα χέρια, σα να σκέφτεται, αδιάκοπα. Δείχνει πώς είναι πολύ ταραγμένος).
Πάψη.
(Σε λίγο μπαίνει η Γιαγιά. Την ακολουθεί η Αννούλα κλαίγοντας κ' έχοντας το μαντίλι της στα μάτια).
ΓΙΑΓΙΑ (τρομαγμένη).
Είναι αλήθεια; Είναι αλήθεια; (Κοιτάζει γύρο της).
Έφυγε ο Σταύρος; Πάλι μας έφυγε ο Σταύρος; (Πέφτει σε μια καρέκλα).
Ω! δυστυχία μας. κάποιο καινούριο κακό μέλλει να γίνη, κάποιο
καινούριο κακό πάλι όπως και τότε. (Προς το Φιντή, ύστερ' από λίγο).
Τον έδιωξες, εσύ τον έδιωξες.
ΦΙΝΤΗΣ Ποτέ δεν έδιωξα το παιδί μου από το σπίτι μου. Και τότε, όπως σου έχω πει, και τώρ' ακόμα, έφυγε μονάχος του. Καλύτερα όμως που τέλειωσε τόσο γλήγορα αυτή η ιστορία. Δε θα μπορούσα να τον υποφέρω.
ΓΙΑΓΙΑ
Μα ποιά είτανε η αφορμή, πες μου, ποιά είτανε η αιτία;
ΦΙΝΤΗΣ Η αφορμή; Η αιτία; Αυτός είναι ένας τρελός — ακούς; — είναι ένας τρελός. Ας πάψη πια για το θεό να γίνεται λόγος γι' αυτόν εδώ μέσα.
ΓΙΑΓΙΑ (μονάχη της). Ω! σα να είναι γραμμένο για μένα τη δύστυχη, να μη με βρίσκη ποτές ευχαριστημένη η βαριά ώρα του δειλινού που μας μπάζει στη νύχτα.
Πάψη.
(Όλοι είναι βυθισμένοι σε σκέψη. Δεν ακούεται τίποτ' άλλο για κάμποση ώρα, παρά οι πνιγμένοι λυγμοί της Αννούλας. Μπαίνει ο υπερέτης βιαστικά).
ΥΠΕΡΕΤΗΣ (προς το Φιντή). Κύριε, κύριε, είναι κάτου κάποιος άνθρωπος του εργοστάσιου και θέλει λέει, να σας δη αμέσως τώρα, αυτή τη στιγμή. Είναι ανάγκη.
ΦΙΝΤΗΣ Τι ζητά πάλι κι αυτός; (Ύστερ' από λίγο). Ας ορθή τελοσπάντω να ιδούμε τι θέλει. Α! έχουνε καταντήσει πια ανυπόφοροι.
(Ο υπερέτης φεύγει. Σηκώνεται σιγά σιγά η Γιαγιά, παίρνει την
Αννούλα από το χέρι και φεύγουν. Σε λίγο μπαίνει ο Μηχανικός).
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Κύριε Φιντή, δε φτάνει μονάχα να θέλη κανείς για να πάη ψηλά. Αχ! έχει να κάμη πολύ και η τύχη.
ΦΙΝΤΗΣ
Τι θέλεις να πης; Δε σε καταλαβαίνω.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Και μολαταύτα εγώ γλύτωσα. . . Ά! να είσαστε κει πέρα, τη φοβερή εκείνη στιγμή, θα νομίζατε πως όλες οι τρύπες της κόλασης ανοίξανε για να θάψουνε τον κόσμο κάτου από τη φλόγα, πως μας πέσανε κατακέφαλα χίλιες χιλιάδες κεραυνοί, πως μαζευτήκανε γύρο μας όλα τα δαιμονικά και τραβούσανε τις στέγες, και ξεκαρφώνανε τα σίδερα, και λύνανε τους αρμούς από τις μηχανές, πως όλ' οι αγέρηδες τρέξανε κει με τα πιο στριγγά σφυρίγματα τους, πως τα κοράκια όλου του κόσμου μαυρίσανε για μια στιγμή τον ουρανό κρώζοντας θανατερά. . . Πάει το μηχανοστάσιο κ. Φιντή, πάνε όλα.
ΦΙΝΤΗΣ
Λέγε μου καθαρά τι συμβαίνει, λέγε μου γλήγορα τι συμβαίνει.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ (κάθεται). Σταθήτε να μάσω το μυαλό μου, και θα σας τα πω όλα με τη σειρά. (Σε λίγο). Ά! ναι, θυμάστε που το μεσημέρι μου είπατε με κάθε θυσία, να προχωρήσουμε στη δουλειά, να κινήσουμε δηλαδή το μεγάλο ψαλίδι, για να κόψη εκείνες τις σιδερένιες πλάκες; Έκαμα όπως με διατάξατε. Η δουλειά πήγαινε ταχτικά όλο τ' απόγιομα. Μα κοντά την ώρα να σκολάσουμε, λίγο πρι βασιλέψη ο ήλιος, αναγκαστήκαμε για τα πιο χοντρά σίδερα να σηκώσουμε ένα βαθμό ακόμα την πίεση. Τη σηκώσαμε, κ' εγώ έφυγα από την ατμομηχανή και πήγα στο πλαγινό μέρος του Μηχανοστάσιου για να δω πώς προχωρούσε η δουλειά. Δεν πέρασε πολύ ώρα κι ακούμε ένα φοβερό κρότο. Νομίζαμε πως κάτου από τα πόδια μας έφευγε η γις. Κεραμίδια πέφτανε από δω, ξύλα από κει, τζάμια σπάγανε, πόρτες ανοιγόκλειναν. Από τα παράθυρα, από τις μάντρες, από τα κατώγια πηδούσαν οι εργάτες, και γινόταν ένα κακό απερίγραφτο. . . Εκείνη την ώρα τάχασα, και δεν ξέρω πώς, μια ζάλη έπιασε όλο μου το κεφάλι και σωριάστηκα χάμου. Σε λίγο κάτι άγριες φωνές που ακουγόντανε από το μέρος της ατμομηχανής, μ' έκαμαν να σηκωθώ τρομαγμένος. Πήγα προς τα εκεί. τι να ιδώ; Τα καζάνια είχανε πάθει έκρηξη, και είχανε τιναχτεί στον αέρα μαζί με τα λογίς λογίς σίδερα, και οι πέντε εργάτες που τους είχα στην ατμομηχανή. Ένα πόδι εδώ, ένα χέρι εκεί, ένα κομμάτι σάρκας παρακάτου. Φρίκη κ. Φιντή, φρίκη! . . . Μα δεν είτανε μόνο αυτό. Κι άλλοι πέντε απάνου στην ταραχή, απάνου στο στρίμωγμα, απάνου στην καταστροφή, είχανε μείνει νεκροί. Ένας έπαθε από ασφυξία φαίνεται, ένα μικρόνε εργάτη τον πατήσανε, τους άλλους τους σκοτώσανε τα δοκάρια τη στιγμή που γκρεμίστηκε η στέγη. Ποιος ξέρει αν μέσα στα χαλάσματα δεν είναι κι άλλοι νεκροί και πληγωμένοι!
ΦΙΝΤΗΣ
Ω! δυστυχία. Ω! κατάρα.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Πρωτήτερα που σας έλεγα, κ. εργοστασιάρχη, πως τα καζάνια δε βαστούνε, πως θέλουν άλλαγμα, πως είναι παλιά, δε μ' ακούγατε. Νομίζατε πως λέω λόγια του αέρα, πως το κάνω επειδή βαριόμουνα τη δουλειά. Μα το κακό για σας, δεν είναι αυτό, κ. Φιντή, το μεγάλο το κακό είναι πως οι εργάτες ξέρανε την κατάσταση των καζανιών, και όλοι τώρα έχουνε να κάμουν εναντίο σας. Τους άφησα μαζωμένου, στην αυλή του εργοστάσιου να παρηγορούνε τις γυναίκες τω σκοτωμένωνε, που τρέξανε στο φοβερό μήνημα και δέρνουνται και ξεμαλλιάζουνται απάνου στις καμένες σάρκες, που βγάλανε οι άλλοι εργάτες από τις χαλασμένες μηχανές. Γίνεται κ. Φιντή ένα κακό, ένα κακό . . .Εγώ προσπάθησα να τους ησυχάσω μα δεν το κατώρθωσα. Έτρεξα να σας τα προφτάσω αυτά, για να τα ξέρετε πριν πάτε κει. ΓιαΤι όλοι με μια φωνή σας ζητούνε να πάτε κει. Επιμένουν γι' αυτό και περιμένουν.
ΦΙΝΤΗΣ Ας επιμένουν κι ας περιμένουν όσο θέλουν. Δεν είναι βέβαια φρόνιμο, να πλησιάζη κανείς το σίδερο όταν είναι αναψοκοκκινισμένο.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ω! μη το κάμετε αυτό. Πρέπει ναρθήτε, κ. εργοστασιάρχη, να τους παρηγορήσετε, να τους γλυκάνετε τον πόνο. Ίσως και πειστούν στα λόγια σας και ησυχάσουν.
ΦΙΝΤΗΣ
Και ποιος μ' εξασφαλίζει εμένα, ανάμεσα σε τόσους άγριους.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Η παρουσία σας εκεί, θα είναι ο μεγαλύτερος φύλακας και διαφεντευτής σας. Αν όμως δε θελήσετε ναρθήτε, η τέτοια περιφρόνηση σας προς αυτούς, θα σταθή ο μεγαλύτερος σας οχτρός.
(Ο Μηχανικός κάνει να φύγη).
ΦΙΝΤΗΣ Έλα δω. Αύριο, μόλις ξημερώσει περνάς από δω με τους εργοδηγούς και τους κουβεντιάζω εγώ.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Μα θα θελήσουν να περιμείνουν όσο να ξημερώση;
ΦΙΝΤΗΣ (που δεν άκουσε).
Όσο γι' απόψε όμως ας μη με προσμένουν.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Δεν κάνετε καλά, κ. εργοστασιάρχη, δεν κάνετε καλά, και φοβάμαι μήπως σε λίγο τους δήτε όλους κάτου από το σπίτι σας.
(Ο Μηχανικός φεύγει).
ΦΙΝΤΗΣ (μονολογώντας).
Στην οργή! Στην οργή! . . .
(Ακούεται μια μακρινή βουή. Ό Φιντής αυτιάζεται. Μπαίνει η Γιαγιά).
ΓΙΑΓΙΑ (που δεν πρόσεξε στη βουή). Έλα μέσα να δης και συ τι έχει η Αννούλα. Τόση ώρα δεν μπορώ να τη ησυχάσω. Από το κλάψιμό της το πολύ, από το πολύ παράπονό της, από τα τόσα δάκρια της, την έχει πιάσει μια νευρική ταραχή, τινάζεται απάνου στο κάθισμά της ξαφνικά, κοιτάζει γύρο της ολοένα κι όλο μου λέει πως φοβάται, πως πολύ φοβάται, κάτι αόριστο φοβάται που τριγυρίζει το σπίτι. Φαντάσματα λέει, στοιχειά, ξωτικά, δεν ξέρω και γω τι λέει. . . Πιστεύω, πως είναι από τη λύπη της.
(Η βουή ακούετε τώρα πιο δυνατά).
ΦΙΝΤΗΣ (ανήσυχα). Δεν έχω τώρα καιρό να χάνω για την Αννούλα. Το μυαλό μου είναι πάνου κάτου, για κάτι σπουδαιότερο, (Στέκεται λιγάκι κι αυτιάζεται τη βουή). Δεν ακούς; Έρχονται αυτοί οι τιποτένιοι εδώ. . . Τι θέλουν όμως από μένα; τι θέλουν;
ΓΙΑΓΙΑ (με απορία).
Ποιοί έρχουνται εδώ;
ΦΙΝΤΗΣ Οι εργάτες, όλοι οι εργάτες του εργοστάσιου. Δεν έμαθες; Έγινε έκρηξη των καζανιών, και τινάχτηκε στον αέρα το μηχανοστάσιο, και σκοτώθηκαν καμιά δεκαριά απ' αυτούς. Να, εδώ και λίγες στιγμές, την ώρα που βρισκόσουνα μέσα, ήρθε ο Μηχανικός και μου τα ανάγγειλε όλα. Και το χειρότερο, καθώς μου είπε, πως όλοι αυτοί είναι ξαγριωμένοι εναντίο μου. . . Τώρα τι να κάμω; τι να κάμω τώρα;
(Η βουή μεγαλώνει ολοένα σα να πλησιάζη. Ο Φιντής χτυπά το κουδούνι.
Μπαίνει ο υπερέτης).
ΥΠΕΡΕΤΗΣ
Διατάξτε.
ΦΙΝΤΗΣ Το καπέλλο και το παλτό μου. Γλήγορα το καπέλλο μου, σου είπα, και το παλτό μου.
(Ο υπερέτης βγαίνει μια στιγμή. Έρχεται πάλι φέρνοντας το καπέλλο και το παλτό του Φιντή. Ο Φιντής αρπάζει το καπέλλο και το φορεί. Ο υπερέτης τόνε βοηθά να φορέση και το παλτό του. Η Γιαγιά τόση ώρα στέκεται σα βυθισμένη. Άξαφνα τινάζεται).
ΓΙΑΓΙΑ (προς το Φιντή). Που πας; που πας; Όχι, δεν πρέπει να φύγης. (Του παίρνει το καπέλλο από το κεφάλι), Που αφήνεις εδώ πέρα μονάχους, μια γριά γυναίκα κ' ένα άρρωστο κορίτσι; Πρέπει να καθήσης. Έχεις υποχρέωση να καθήσης. . . Από αυτό που θέλεις να κάμης, μαντεύω πως δεν είσαι αθώος από το δυστύχημα που συνέβηκε στο εργοστάσιο.
ΦΙΝΤΗΣ (που ξαφνιάζεται μπροστά σε τέτοια ασυνήθιστη γλώσσα της
Γιαγιάς, και ταπεινώνεται).
Άσε με, άσε με να φύγω, ίσως σε λίγο είναι αργά.
(Απλώνει το χέρι του, ζητώντας το καπέλλο. Στο μεταξύ η βουή μεγαλώνει περισσότερο).
ΓΙΑΓΙΑ (προς τον υπερέτη). Πήγαινε κάτου. Γύρισε όλο το σπίτι. Και κλείσε τα παράθυρα, Και σφάλοιξε τις πόρτες. Και μην ανοίξης σε κανένα — ακούς; σε κανένα.
(Ο υπερέτης φεύγει. Η βουή τώρα ακούεται πια από πολύ κοντά. Ο
Φιντής στέκεται μαζωμένος σε μια άκρη και άφωνος. Σε λίγο μπαίνει η
Αννούλα, με το μαντίλι στο χέρι και με μάτια δακρισμένα).
ΑΝΝΟΥΛΑ
ΓιαΤι μ' αφήσατε μονάχη; Γιατί; Ακούτε λοιπόν αυτά τα μουγγρίσματα;
Τ' ακούτε καθαρά; Τ'ακούτε με τ' αυτιά σας; (ξαφνικά). Ά! φοβάμαι,
φοβάμαι, πώς φοβάμαι! . . . (Πέφτει σε μια καρέκλα).
(Για λίγο μια σιγή βασιλεύει. Η Γιαγιά πλησιάζει την Αννούλα και της χαϊδεύει τα μαλλιά).
Πάψη.
(Μπαίνει ο υπερέτης).
ΥΠΕΡΕΤΗΣ. Όλα σφαλοισμένα. Και τα παράθυρα στο κάτου πάτωμα, κ' η μεγάλη οξώπορτα, κ' η μικρή πόρτα του κήπου.
(Ενώ λέει αυτά ακούεται απ' όξω με μεγαλύτερη ένταση η βουή).
ΑΝΝΟΥΛΑ (ξαφνιασμένη), Να! να! τα μουγγρίσματα Ω! γιαγιά μου, πιάσε με γιαγιά μου, γιατί τώρα φοβάμαι πολύ, φοβάμαι πολύ, τρέμω από το φόβο μου.
ΓΙΑΓΙΑ, (για να την ησυχάση, εκεί που τη χαϊδεύει)!
Μην κάνεις έτσι Αννούλα μου, παιδί μου. Θα περάση, δεν είναι τίποτα.
Είναι της φαντασίας σου.
(Η βουή εξακολουθεί).
ΑΝΝΟΥΛΑ. Όχι! όχι, δεν είναι της φαντασίας μου. Να, άκου, άκου! (Μικρή Πάψη). Από κει είναι, από κει. (Δείχνει το προς το δρόμο παράθυρο. Σηκώνεται ύστερα σιγά σιγά και προχωρεί φοβισμένη στο παράθυρο. Στέκεται από μέσα από τα τζάμια, και βλέπει). Μια μαυρίλα στα δρόμο, μια μεγάλη μαυρίλα (γλήγορα) κι όλο προχωρεί προς τα εδώ. (Μικρή Πάψη), Δεν μπορώ να τηνέ διακρίνω καλά καλά από το σκοτάδι που είναι όξω. (Μικρή Πάψη). Να, να! γλυστρά, αυτή η μαυρίλα, γλυστρά πάνου στο δρόμο, και μουγγρίζει, ακούτε πώς μουγγρίζει; — και προχωρεί προς τα εδώ, όλο προς τα εδώ. (Άξαφνα σα να μαντεύει τι είναι, ορμά προς τα μέσα της σκηνής ξεφωνίζοντας τρομαχτικά). Σταύρο, Σταύρο που είσαι; Ο γήταυρος, έρχεται ο γήταυρος! (Στη στιγμή σωριάζεται χάμου).
Κ λ ε ί ν ε ι η σ κ η ν ή.