Title: Κύρου Ανάβασις Τόμος 2
Author: Xenophon
Translator: Demetrios Anastasopoulos
Release date: June 22, 2012 [eBook #40061]
Most recently updated: October 23, 2024
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
his major work in proofreading.
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. A table of corrections has been taken into account. otherwise the spelling of the book has not been changed. I have inserted one note included in {}. Footnotes have been converted to endnotes.// Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Ένας πίνακας διορθώσεων έχει ενσωματωθεί στο κείμενο. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Έχω προσθέσει μία σημείωση, εντός {}. Οι υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ
ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΒΙΒΛΙΑ Ε'. — Ζ'.
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
1911
ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΙΩΤΗ ΓΛΑΔΣΤΩΝΟΣ 4
Όσα μεν, λοιπόν, κατά την μετά του Κύρου ανάβασιν (των Μυρίων)
και όσα κατά την οδοιπορίαν των, την μέχρι της θαλάσσης του
Ευξείνου Πόντου, έπραξαν οι Έλληνες, πώς δε εις την Ελληνικήν
πόλιν Τραπεζούντα έφθασαν και πώς, όσα εις τους θεούς είχαν
τάξη τάμματα επί τη σωτηρία των, προσέφεραν (απέδωκαν) εκεί
όπου το πρώτον επάτησαν εις φιλίαν χώραν — όλα αυτά έγειναν
γνωστά με όσα μέχρι τούδε διηγήθημεν.
Μετά ταύτα δε συνελθόντες οι Έλληνες ήρχισαν να σκέπτωνται περί της λοιπής πορείας του στρατεύματος. Εσηκώθη δε πρώτος Λέων ο Θούριος και είπε τα εξής: «(Όσον αφορά μεν το τι θα πράξωμεν εν τω μέλλοντι), εγώ, λοιπόν, ω άνδρες, απηύδησα πλέον ετοιμάζων τας αποσκευάς μου διαρκώς και οδοιπορών και τρέχων και τα όπλα φέρων και κατά παράταξιν βαδίζων και ως φρουρός φυλάττων και μαχόμενος. Επιθυμώ δε τώρα, ησυχάζων απ' όλους αυτούς τους κόπους, αφού έχομεν εμπρός μας θάλασσαν, να διανύσω πλέων (ταξειδεύων) το υπόλοιπον χρονικόν διάστημα, και, ξαπλωμένος καθώς ο Οδυσσεύς επί του πλοίου, να φθάσω εις την Ελλάδα».
Ταύτα ακούσαντες οι στρατιώται θορυβωδώς επεδοκίμασαν τους λόγους του. Και άλλος επίσης επρότεινε τα ίδια και όλοι όσοι ωμίλησαν.
Κατόπιν τούτων ηγέρθη ο Χειρίσοφος και είπε τα εξής: Είναι φίλος μου, ω άνδρες, ο Αναξίβιος, ο οποίος τυχαίνει να ήναι (προς τοις άλλοις) και ναύαρχος. Εάν, λοιπόν, με αποστείλετε (προς αυτόν), φρονώ ότι θα ηδυνάμην να επιστρέψω με τριήρεις και πλοία, τα οποία να μας μεταφέρουν στην Ελλάδα. Σεις δε, εάν πράγματι θέλετε να αναχωρήσετε (διά θαλάσσης), περιμείνατέ με μέχρις ότου επιστρέψω. Θα επανέλθω δε ταχέως». Ακούσαντες ταύτα οι στρατιώται ηυχαριστήθησαν και ενέκριναν να αναχωρήση («πλεύση») ο Χειρίσοφος όσον το δυνατόν ταχύτερα.
Μετ' αυτόν ηγέρθη ο Ξενοφών και είπε τα εξής: «Ο μεν Χειρίσοφος αποστέλλεται, διά να μας φέρη πλοία, ημείς δε θα αναμείνωμεν ενταύθα την άφιξίν του. Δι' όσα μεν, λοιπόν, νομίζω ότι επιβάλλουν αι περιστάσεις να πράξωμεν, εφ' όσον χρονικόν διάστημα μένωμεν εδώ, δι' αυτά θα σας ομιλήσω τώρα.
»Πρώτον μεν τα προς διατροφήν μας αναγκαία πρέπει να προμηθευώμεθα εκ της πολεμίας χώρας. Διότι ούτε τροφαί ικαναί υπάρχουν εδώ προς αγοράν των, ούτε, εκτός ελαχίστων ευπόρων, αφθονία, προς αγοράν (τροφών), χρημάτων. Ες άλλου δε η χώρα είναι εχθρική. Κίνδυνος, λοιπόν, υπάρχει ν' απολεσθούν πολλοί, εάν αμελώς και χωρίς προφύλαξιν πορεύεσθε προς προμήθειαν των προς συντήρησίν μας αναγκαίων.
»Η γνώμη μου, λοιπόν, είναι να επισιτιζώμεθα δι' εκδρομών προς αναζήτησιν και διαρπαγήν τροφών ανά την πέριξ πολεμίαν χώραν. Άλλως, διά να ήσθε εν ασφαλεία, φρονώ ότι δεν πρέπει να περιπλανάσθε (ασκόπως). Και ότι πρέπει να φροντίζωμεν με κάθε τρόπον περί της τύχης των διαρπαζόντων».
Απεφασίσθησαν και ταύτα. Αλλ' ακούσατε ακόμη — είπεν ο Ξενοφών — και τα εξής: Βεβαίως, θα υπάγουν κάμποσοι από σας διά λάφυρα (για πλιάτσικο). Νομίζω, λοιπόν, ότι είναι εκ των ων ουκ άνευ όσοι σκοπεύουν να υπάγουν προς λαφυραγωγίαν, να μας το είπουν, να μας δηλώσουν δε και εις ποίον μέρος θα υπάγουν, ίνα και τον αριθμόν γνωρίζωμεν τόσον εκείνων που θα εκδράμουν, όσον και εκείνων που θα μείνουν, και, εάν ποτε παραστή εις τίποτε ανάγκη, έχωμεν πάντοτε ετοίμους τας δυνάμεις μας, (1) και, εάν η περίστασις μας επιβάλλη να προστρέξωμεν εις βοήθειάν τινων, να γνωρίζωμεν πού πρέπει να παράσχωμεν την βοήθειάν μας, και, εάν ακόμη επιχειρήση τις εκ των απειροτέρων να κινηθή κατά τινος, να του δώσωμεν τας καταλλήλους συμβουλάς, προσπαθούντες να μάθωμεν τας δυνάμεις εκείνων, εναντίον των οποίων θα βαδίση».
Και ταύτα ενεκρίθησαν. «Έχετε δ' ακόμη υπ' όψει και τα εξής — προσέθηκεν: Οι πολέμιοι (λόγω της ενταύθα επί μακρόν παραμονής μας) θα έχουν πάντοτε καιρόν να μας αρπάζουν ό,τι εύρουν. Δικαίως άλλως τε μας επιβουλεύουν, αφού έχομεν εις την εξουσίαν μας τας περιουσίας των (τα υπάρχοντά των). Είναι δε και στρατοπεδευμένοι άνωθεν ημών (Τους έχομε δε και από 'πάνω απ' το κεφάλι μας). Λοιπόν, νομίζω ότι πρέπει να προφυλάξωμεν με φρουρούς πανταχόθεν το στρατόπεδόν μας. Διότι, εάν, κατά διαφόρους διανεμηθέντες [«μερισθέντες»] αποστάσεις, φυλάττωμεν κ' επιβλέπωμεν (τα περί ημάς), πολύ ολιγώτερον θα ηδύναντο να μας κυνηγήσουν οι πολέμιοι.
Αλλά παρατηρήσατε και τούτο ακόμη: Εάν μεν εγνωρίζαμεν σαφώς ότι θα έλθη με (αρκετά) πλοία ο Χειρίσοφος, δεν θα παρίστατο καμμία ανάγκη να σας είπω όσα σκοπεύω να σας είπω. Αλλ' επειδή (επί του παρόντος) είναι τούτο άδηλον, νομίζω ορθόν να καταβάλωμεν κάθε προσπάθειαν, ίνα προετοιμάσωμεν και εντεύθεν (και από τον τόπον, εις τον οποίον ευρισκόμεθα) πλοία προς απόπλουν. Διότι, εάν μεν έλθη (φέρων πλοία), υπαρχόντων και των ενταύθα κατασκευασθησομένων, θα αποπλεύσωμεν, έχοντες περισσότερα, ανετώτερον. Εάν δε δεν φέρη τοιαύτα, θα μεταχειρισθώμεν όσα θα κατασκευάσωμεν ενταύθα.
»Βλέπω δ' εγώ πολλάκις πλοία παραπλέοντα (τον Εύξεινον). Εάν, λοιπόν, αφού ζητήσωμεν από τους Τραπεζουντίους μακρά (πολεμικά) πλοία, σύρωμεν δι' αυτών εκείνα (τα παραπλέοντα) εις τον λιμένα και τα προφυλάξωμεν δεόντως, αφαιρούντες εξ αυτών τα πηδάλιά των (προς ασφάλειαν), μέχρις ου γείνουν τόσα όσα μας χρειάζονται, ίσως τότε δεν θα στερηθώμεν πλοίων επαρκών προς μεταφοράν μας».
Και ταύτα απεφασίσθησαν. «Λάβετε δ' υπ' όψει σας ακόμη — είπεν ο Ξενοφών — ότι είναι δίκαιον και από κοινού (δι' εράνων) να συντηρώμεν εκείνους τους οποίους διά της βίας θα φέρωμεν εις τον λιμένα, εφ' όσον χρονικόν διάστημα θα ήναι ηναγκασμένοι εξ αιτίας μας να μένουν άνευ εργασίας, και ναύλον να συμφωνήσωμεν μαζή των διά το ταξείδι (και ναύλο να τους κόψωμε), ώστε να ωφελούν μεν ημάς, αλλά συγχρόνως και να ωφελούνται».
Και ταύτα ενεκρίθησαν. «Αλλά νομίζω ορθόν — προσέθηκεν — εάν και όλα, όσα σας ανέφερα, δεν λάβουν δι' ημάς αισίαν έκβασιν (δεν εκπληρωθούν), ώστε να έχωμεν αρκετά προς μεταγωγήν μας πλοία, να παραγγείλωμεν εις τας παρά την θάλασσαν οικούσας πόλεις, όσας οδούς μανθάνομεν ότι είναι δυσκολοδιάβατοι, να τας επιδιορθώσουν, θα πεισθούν δε εις τούτο και ένεκα φόβου και διότι θα ήθελαν ν' απαλλαγούν από ημάς (μια ώρα αρχήτερα.)
Τότε διά κραυγών (όλοι οι στρατιώται) διεμαρτυρήθησαν ότι τίποτε δεν τους αναγκάζει πλέον να οδοιπορούν. Ο δε Ξενοφών, μόλις κατάλαβε την ανοησίαν των, δεν επέτρεψε μεν (ως είχε δικαίωμα) να ψηφισθούν όσα επρότεινε, (τούτο δε, διά να μην απορριφθούν), τας δε παραθαλασσίας πόλεις κατέπεισε (κρυφίως) να επισκευάσουν τας οδούς εκουσίως των, λέγων ότι πολύ ογρήγορα θ' απαλλαγούν αυτών, εάν καταστούν ευδιάβατοι.
Έλαβαν δε από τους Τραπεζουντίους και πλοίον πεντηκοντάκωπον, επί του οποίου ώρισαν (ετοποθέτησαν) ως πλοίαρχον Δέξιππον τον Λάκωνα, περίοικον. (2) Αλλ' ούτος, αμελήσας να συναθροίζη πλοία, εδραπέτευσε πέραν του Ευξείνου Πόντου, παραλαβών μαζή του και το πλοίον. Και ούτος μεν ετιμωρήθη διά την πράξιν του αυτήν κατόπιν. Διότι, εν Θράκη ευρισκόμενος πλησίον του ηγεμόνος αυτής Σεύθου και ανακατευθείς απρόσκλητος είς τινα υπόθεσιν, εφονεύθη υπό του Λάκωνος Νικάνδρου.
Έλαβαν δ' ακόμη από τους Τραπεζουντίους και τριακοντάκωπον πλοίον, εις ό ωρίσθη ως πλοίαρχος Πολυκράτης ο Αθηναίος, όστις όσα πλοία συνελάμβανε τα εξηνάγκαζε να τεθούν υπό τας διαταγάς του στρατοπέδου. Και τα μεν φορτία των, εάν τυχόν έφερον τοιαύτα, αφού τα έβγαζαν από τα πλοία εις την ξηράν (τα εξεφόρτωναν), τα έθεταν υπό την φύλαξιν φρουράς, ως ιδικά των. Τα δε πλοία εχρησιμοποίουν, διά να μεταφέρουν ανά τα παράλια, προς λεηλασίαν, Έλληνας.
Ενώ δε ούτως είχον τα πράγματα, (3) εξήλθον προς διαρπαγήν οι Έλληνες, και άλλοι μεν επέστρεφαν με λάφυρα, άλλοι δε ουχί. Ο δε Κλεαίνετος, οδηγήσας και τον ιδικόν του και άλλον τινά λόχον προς λεηλασίαν εις μέρος οχυρόν και άγριον, και αυτός ο ίδιος εφονεύθη και άλλοι πολλοί εκ των περί αυτόν.
Επειδή δεν ήτο δυνατόν πλέον να προμηθεύωνται τροφάς ούτως ώστε
εντός της αυτής ημέρας να επανέρχωνται εις το στρατόπεδον,
λαβών ο Ξενοφών από τους Τραπεζουντίους, οδηγούς, εξάγει εις
την (πλησίον ορεινήν) χώραν των Δριλών το ήμισυ του
στρατεύματος, το δε άλλο ήμισυ αφήνει διά να φυλάττη το
στρατόπεδον. Διότι οι Κόλχοι, επειδή εξεδιώχθησαν διά της βίας
(εφυγαδεύθησαν) από τας οικίας των, συνηθροίσθησαν οι πλείστοι
και κατέλαβαν τας υπεράνω των Ελλήνων κορυφάς των ορέων. Οι δε
Τραπεζούντιοι εκεί μεν όπου ήτον εύκολον να προμηθευθούν
τροφάς, δεν μετέβαιναν, διότι ήσαν φίλοι των. Κατά των Δρίλων
όμως, κατοικούντων εις μέρη ορεινά και δύσβατα, εκ των
πολεμικωτέρων δε του Πόντου ανθρώπων, επειδή τους ηνώχλουν
(εκακομεταχειρίζοντο), εβάδισαν προθύμως.
Αφού δ' έφθασαν εις τα υψηλότερα (των ορέων) μέρη οι Έλληνες, όσους μεν αγρούς και υποστατικά είχαν νομίση οι Δρίλαι ότι ήσαν ευκολοκυρίευτα, τα έκαυσαν και έφυγαν. Και τίποτε άλλο δεν κατώρθωσαν να λάβουν (οι Έλληνες) εκείθεν παρά μόνον χοίρους και βόας ή κανένα άλλο, διαφυγόν το πυρ, κτήνος. Ένα δε μόνον μέρος («χωρίον») ήτον η πρωτεύουσά των, εις το οποίον και είχαν συρρεύση όλοι (οι εκ των καέντων μερών Δρίλαι). Γύρω του δε ήτο χαράδρα πάρα πολύ βαθεία και δρόμοι (περάσματα) προς το χωρίον δυσκολώτατοι.
Οι δε πελτασταί, προτρέξαντες των οπλιτών πέντε ή έξ στάδια και διαβάντες την χαράδραν, βλέποντες δε πολλά πρόβατα και άλλα διάφορα πράγματα, ώρμησαν κατά του χωρίου ακάθεκτοι. Μαζή των δε ηκολούθουν και πολλοί δορυφόροι στρατιώται με δόρατα μικρά και σάκκους και αγγεία, οι οποίοι είχαν εξορμήση επίτηδες εκ του στρατοπέδου προς περισυλλογήν τροφών. Ώστε εν όλω οι διαβάντες υπερέβησαν τους δισχιλίους ανθρώπους.
Επειδή όμως μαχόμενοι δεν κατώρθωναν να κυριεύσουν το χωρίον, και διότι ήτο περί αυτό τάφρος, της οποίας τα εκσκαφέντα χώματα απετέλουν πρόχωμα, και διότι υπήρχον επί του προχώματος τούτου χαρακώματα και πυκνοί πύργοι (προμαχώνες) κατασκευασμένοι εκ ξύλου, ήρχισαν να υποχωρούν (ν' απομακρύνωνται). Εκείνοι δε ώρμησαν τότε εναντίον των.
Επειδή δε δεν ηδύναντο να φύγουν τρέχοντες, διότι η προς την χαράδραν κατάβασις του χωρίου ήτο τόσον στενή, ώστε να κατεβαίνουν ο είς μετά τον άλλον, αποστέλλουν κάποιον προς τον οδηγούντα όπισθεν τους οπλίτας Ξενοφώντα. Προς ον ελθών εκείνος του αναγγέλλει ότι υπάρχει χωρίον (μέρος οχυρόν) γεμάτον από πλείστα όσα πράγματα και χρήματα. Και «ότι ούτε να το κυριεύσωμεν δυνάμεθα, διότι είναι λίαν οχυρόν, ούτε να υποχωρήσωμεν μας είναι εύκολον. Διότι πολεμούμεν φεύγοντες συγχρόνως και τους όπισθεν καταδιώκοντας ημάς εχθρούς, ούτω δε η απομάκρυνσίς μας είναι λίαν δύσκολος».
Αφού ήκουσε ταύτα ο Ξενοφών, πλησιάσας με τον στρατόν του προς την χαράδραν, τους μεν οπλίτας διέταξε να παραταχθούν, αυτός δε μαζή με τους λοχαγούς διαβάς παρετήρει προσεκτικά να ίδη ποίον εκ των δύο θα ήτο προτιμότερον: να φέρη οπίσω (εκεί όπου ήσαν οι οπλίται) και τους διαβάντας την χαράδραν, ή να διαβιβάση δι' αυτής και τους οπλίτας, με τον σκοπόν να κυριεύση το χωρίον.
Διότι εφαίνετο ότι, το να φέρη μεν οπίσω εκείνους, ήτον αδύνατον να το κατορθώση, χωρίς να φονευθούν πολλοί, το να το κυριεύση όμως, το ενόμιζαν κατορθωτόν και οι λοχαγοί του, και ο Ξενοφών συνεφώνησε μαζή των πιστεύσας (και) εις το ευοίωνον των προσφερθέντων εις τους θεούς σφαγίων. Διότι οι μάντεις είχαν αποφανθή ότι θα γείνη μεν μάχη, αλλ' ότι το τέλος της εξόδου θα ήναι νικηφόρον.
Και τους μεν λοχαγούς, λοιπόν, απέστειλε, διά να διαβιβάσουν εκείθεν τους οπλίτας, αυτός δ' έμεινεν εντεύθεν της χαράδρας, αφού ξεχώρισεν όλους τους πελταστάς, και εις κανένα δεν επέτρεπε ν' ακροβολίζεται.
Αφού δ' έφθασαν (εις τον προς ον όρον) οι οπλίται, διέταξεν έκαστον των λοχαγών να κατορθώση, ώστε ο λόχος του να πολεμήση όσον του είναι δυνατόν ηρωικώτερον. Διότι ήσαν εκεί πλησίον αλλήλων όλοι οι λοχαγοί, όσοι καθ' όλον τον χρόνον της οδοιπορίας αντηγωνίζοντο περί ανδραγαθίας μεταξύ των.
Και ούτοι μεν συνεμορφούντο προς τας διαταγάς του. Ο δε Ξενοφών διέταξεν όλους τους πελταστάς να ετοιμάσουν τα ακόντιά των (να βάλουν τα δάκτυλά των εις της θηλειαίς των ακοντίων των), ίνα, οπόταν δώση το σύνθημα ο σαλπιγκτής, αρχίσουν ν' ακοντίζουν, και τους τοξότας να τοποθετήσουν τα βέλη εις τας νευράς των, ίνα, οπόταν σαλπίση ο σαλπιγκτής, αρχίσουν να τοξεύουν — αν παραστή ανάγκη — και τους ευζώνους να έχουν γεμάτα τα ενδύματά των από πέτραις. Απέστειλε δε τους αρμοδίους (αξιωματικούς) να μεριμνήσουν περί όλων τούτων.
Αφού δε όλα προετοιμάσθησαν, και οι λοχαγοί και οι υπολοχαγοί και όλοι όσοι είχαν την αξίωσιν να μη φανούν κατώτεροι τούτων παρετάχθησαν εις την πρώτην γραμμήν, επί τινα μεν χρόνον έβλεπαν αλλήλους. Διότι, ως εκ της θέσεως του χωρίου, η παράταξις ήτον ημικυκλική.
Αφού δ' επεκαλέσθησαν διά παιάνος τον Απόλλωνα και ήχησεν η σάλπιγξ, τότε ταυτοχρόνως και την αρμόζουσαν εις τον φιλοπόλεμον Άρην πολεμικήν κραυγήν ανεφώνησαν, και έτρεχαν δρομαίοι οι οπλίται, και τα κτυπήματα κατεφέροντο αλλεπάλληλα, λόγχαι, βέλη, σφενδόναι, πλείστοι δε με τας χείρας ριπτόμενοι λίθοι, τινές δε και φωτιά ακόμη εις τους εχθρούς ενέβαλαν.
Ένεκα, λοιπόν, του πλήθους των κτυπημάτων τούτων εγκατέλειψαν οι πολέμιοι και τα χαρακώματα και τους πύργους. Ώστε Αγασίας ο Στυμφάλιος και Φιλόξενος ο Πελληνεύς, αφήσαντες κατά γης τα όπλα, ανέβησαν, φορούντες μόνον τον χιτώνα των, το πρόχωμα, και ο ένας έσυρε προς τ' άνω τον άλλον, και κατόπιν και άλλοι κατά τον αυτόν ανήλθον τρόπον και ενόμιζε κανείς πλέον ότι είχε κυριευθή το χωρίον.
Και οι μεν πελτασταί και οι ελαφρωπλισμένοι (εύζωνοι), εισορμήσαντες, ήρπαζον ό,τι ηδύνατο έκαστος. Ο δε Ξενοφών, σταθείς παρά τας πύλας (του «χωρίου»), ημπόδιζε την είσοδον εις όσους ηδύνατο εκ των οπλιτών. Διότι επί τινων λόφων οχυρών (πέραν της χαράδρας) ήρχισαν να φαίνωνται και άλλοι πολέμιοι.
Δεν είχε δε παρέλθη πολύ χρονικόν διάστημα εν τω μεταξύ, και έσωθεν ακούονται κραυγαί και τρεξίματα φευγόντων, εξ ων τινες και κρατούντες εις χείρας όσα είχαν αρπάση, πιθανώτατα δε και κανένας πληγωμένος. Και σπρώξιμο φοβερόν ήτο παρά τας πύλας (ποιος να πρωτοέβγη). Και ερωτώμενοι οι καταδιωκόμενοι ούτω (οι υπό τοιούτον διωγμόν εκτινασσόμενοι έξω των θυρών) έλεγαν ότι υπάρχει εντός του χωρίου ακρόπολις και εντός της ακροπόλεως πολλοί πολέμιοι, οίτινες εξορμώντες (κάμνοντες γιουρούσι) κτυπούν τους εισελθόντας (Έλληνας).
Τότε ο Ξενοφών διέταξε τον κήρυκα Τολμίδην να κηρύξη: «ο θέλων ν' αρπάξη τίποτε (να πλιατσικολογήση) δύναται να εισέλθη ελευθέρως (εις το χωρίον)». Και εισέρχονται εν συνωστισμώ πολλοί και αναχαιτίζουν τους καταδιωκομένους Έλληνας οι (ποιος να πρωτομπή) συνωστιζόμενοι και ξαναγυρίζουν ('πίσω) τους πολεμίους, αποκλείοντες αυτούς και πάλιν στην ακρόπολιν.
Και όσα μεν ήσαν εκτός της ακροπόλεως, όλα διηρπάγησαν μεταφερθέντα έξω (του χωρίου) από τους Έλληνας. Οι δε οπλίται παρετάχθησαν άλλοι μεν περί τα χαρακώματα, άλλοι δε καθ' όλον το μήκος της προς την ακρόπολιν αγούσης οδού.
Ο δε Ξενοφών και οι λοχαγοί εκύτταζαν εάν και πώς ήτο δυνατόν να κυριευθή η ακρόπολις. Διότι μόνον κατ' αυτόν τον τρόπον θα ηδύναντο να εξασφαλίσουν την σωτηρίαν των, άλλως θα ήτο πάρα πολύ δύσκολον να εξέλθουν.
Και προετοίμαζαν, λοιπόν, την υποχώρησίν των, και από τους χάρακας μεν (τα παλούκια) των χαρακωμάτων αφήρουν ξεχωριστά έκαστοι (των λοχαγών) όσους ήσαν προς το μέρος των, και τους αχρήστους και τους κρατούντας πράγματα («φορτία») απεμάκρυναν καθώς και τους πλειοτέρους των οπλιτών, κρατήσαντες μόνον εκείνους, περί της πολεμικής ικανότητος των οποίων είχαν πεποίθησιν.
Αφού δε ήρχισαν ν' αποχωρούν, εξώρμησαν εκ της ακροπόλεως αθρόοι οι πολέμιοι με πλεκτάς ασπίδας και λόγχας, φορούντες περικνημίδας και κράνη (δερμάτινα) Παφλαγονικά, άλλοι δε ανέβαιναν εις τα δώματα των εκατέρωθεν του εις την ακρόπολιν άγοντος δρόμου οικιών. Ώστε ουδέ να καταδιώκη τις προς τας εις την ακρόπολιν φερούσας πύλας ήτον ησφαλισμένος. Διότι ερρίπτοντο (κατεπάνω του) εκ των οικιών ξύλα μεγάλα, ώστε να ήναι (εξ ίσου) επικίνδυνον και το να μένη τις και το να φεύγη. Και η νυξ, ήδη επερχομένη κατ' ολίγον, ήτο φοβερά.
Ενώ δ' εμάχοντο και ηπόρουν περί του πρακτέου, κάποιος εκ των Θεών τους εμπνέει τον εξής σωτηρίας τρόπον. Αιφνιδίως φωτίζεται λάμψασα ολόκληρος μία εκ των δεξιά της οδού οικιών, διότι, φαίνεται, εκ των διωκόντων κάποιος της έβαλε φωτιά. Ευθύς δε ως ήρχισε να καταπίπτη (να σωριάζεται) αύτη, ετράπησαν εις φυγήν όλοι οι εκ των δεξιά της οδού οικιών επιτιθέμενοι.
Ο δε Ξενοφών, άμα ως έμαθε τυχαίως τούτο, διέταξεν αμέσως να βάλουν φωτιά και εις τας αριστερά της οδού οικίας, αίτινες ήσαν ξύλιναι, ώστε ήρχισαν και να καίωνται ταχύτατα. Ετράπησαν, λοιπόν, εις φυγήν και οι εκ των οικιών αυτών (επιτιθέμενοι) πολέμιοι.
Οι δε κατά μέτωπον (πολέμιοι) ήσαν οι μόνοι πλέον οίτινες ηνώχλουν τους Έλληνας και εφαίνοντο ότι είχαν σκοπόν να επιπέσουν κατ' αυτών κατά την εκ της μητροπόλεως έξοδον και την εις την χαράδραν κατάβασίν των. Τότε ο Ξενοφών διατάσσει όσους έτυχε να ήναι έξω των βελών (των κτυπημάτων) των πολεμίων («εκτός βολής») να φέρουν ξύλα και να τα σωρεύσουν μεταξύ των πολεμίων και αυτών. Αφού δ' εσωρεύθησαν ήδη αρκετά, διέταξε να τους βάλουν φωτιά. Έβαλαν δε φωτιά επίσης και εις τας παρ' αυτό το χαράκωμα οικίας, όπως περικυκλωθούν ούτω υπ' αυτής απ' όλα τα μέρη οι πολέμιοι.
Και ούτω μόλις κατώρθωσαν να ξεφύγουν, (προς την έξοδον τραπέντες όλοι και την χαράδραν), θέσαντες πυρ μεταξύ αυτών και των πολεμίων. Και επυρπολήθη όλη η πόλις και αι οικίαι και οι πύργοι και τα χαρακώματα και όλα τα άλλα, εκτός της ακροπόλεως.
Την δ' επομένην ανεχώρησαν εκείθεν οι Έλληνες φέροντες τα προς συντήρησίν των αναγκαία. Επειδή δ' εφοβούντο την εκ της ορεινής χώρας των Δριλών εις την Τραπεζούντα κατάβασιν, διότι αύτη ήτο κατωφερής και στενή, επενόησαν, (διά να διεκφύγουν εκείθεν), ψευδενέδραν.
Και, λοιπόν, κάποιος στρατιώτης, Μυσός την πατρίδα και το όνομα, λαβών δέκα εκ των Κρητών, παρεμόνευε (δήθεν) εις κάποιο δασώδες μέρος και επροσποιείτο ότι προσεπάθει να διαφύγη την προσοχήν των πολεμίων. Αι δ' ασπίδες των, αι οποίαι ήσαν χάλκιναι, από καιρού εις καιρόν εφαίνοντο (έλαμπαν) διά των φυλλωμάτων των δένδρων.
Οι μεν πολέμιοι, λοιπόν, βλέποντες ταύτα (από του χωρίου των) εφοβούντο μήπως πρόκειται περί αληθινής ενέδρας. Εν τω μεταξύ όμως το στράτευμα ολονέν κατήρχετο. Αφού δ' εφάνη πλέον ότι τούτο είχεν απομακρυνθή (ξεγλιστρήση) αρκετά, εσήμανεν ο σαλπιγκτής εις τον Μυσόν να φύγη εκείθεν όσον ηδύνατο ταχύτερον. Αμέσως δε ούτος εγερθείς και ορμήσας προς τα κάτω φεύγει με τους περί αυτόν.
Και οι μεν Κρήτες, επειδή έλεγαν ότι θα συλληφθούν φεύγοντες, εξετράπησαν εκ της οδού εις το δάσος και εκεί, φερόμενοι κάτω προς τας δασώδεις κοιλάδας με ταχύτητα, εσώθησαν. Ο Μυσός όμως, φεύγων (την καταδίωξιν) επί της φανεράς οδού και κινδυνεύων, εκάλει εις βοήθειαν. Και προσέτρεξαν αμέσως εις βοήθειάν του και τον παρέλαβαν (τον 'σήκωσαν από 'κεί που ήτο) πληγωμένον. Οι δε βοηθήσαντες, κτυπώμενοι άνωθεν από τους πολεμίους, ωπισθοχώρουν με το πρόσωπον εστραμμένον προς αυτούς, ενώ εκ των Κρητών τινες τους αντετόξευον. Και τοιουτοτρόπως έφθασαν όλοι εις το στρατόπεδον σωθέντες.
Επειδή δε ούτε ο Χειρίσοφος επέστρεψεν, ούτε πλοία ικανά
υπήρχον προς απόπλουν, ούτε ήτο δυνατόν να εξακολουθούν ακόμη
δι' επιδρομών προμηθευόμενοι τροφάς, απεφάσισαν ν' απέλθουν.
Και εις μεν τα πλοία (τα εν τω λιμένι οδηγηθέντα διά της βίας
προς τον σκοπόν αυτόν) ετοποθέτησαν τους ασθενούντας και τους
έχοντας ηλικίαν άνω των τεσσαράκοντα ετών και τας γυναίκας και
τους παίδας και όσα εκ των σκευών δεν ήτον απόλυτος ανάγκη να
φέρωσι μαζή των. Και τον Φιλήσιον και τον Σοφαίνετον, τους
γεροντοτέρους των στρατηγών, επιβιβάσαντες, διέταξαν να έχουν
την περί όλων αυτών μέριμναν. Οι δε λοιποί επορεύοντο. Η δε
οδός είχεν ήδη επισκευασθή προς οδοιπορίαν.
Και πορευόμενοι φθάνουν μετά τρεις ημέρας εις την Κερασούντα, παραθαλασσίαν Ελληνικήν πόλιν, αποικίαν των Σινωπέων (των κατοίκων της Σινώπης) εις την Κολχίδα χώραν. Ενταύθα έμειναν ημέρας δέκα. Και έγεινεν επιθεώρησις και απαρίθμησις του στρατού ωπλισμένου (με τα όπλα του) και ευρέθησαν εν όλω οκτώ χιλιάδες εξακόσιοι. Ούτοι ήσαν όσοι είχαν διασωθή, πάντες δε οι άλλοι απωλέσθησαν, οι μεν από τους πολεμίους, οι δε από τας χιόνας και τα ψύχη του χειμώνος, ελάχιστοι δε από νόσους.
Ενταύθα και παρέλαβαν εις χείρας των τα εκ της πωλήσεως των λαφύρων εισπραχθέντα από τους λαφυροπώλας χρήματα. Και την δεκάτην (το δέκατον των εισπραχθέντων), ην εχώρισαν, διά να την αφιερώσουν εις τον Απόλλωνα και την Εφεσίαν Αρτέμιδα, διεμοιράσθησαν οι στρατηγοί μεταξύ των, προορίζοντες διά τους Θεούς αυτούς εν καιρώ έκαστος το μέρος του. Το ανήκον δε εις τον Χειρίσοφον παρέλαβε Νέων ο Ασιναίος (από την Λακεδαίμονα).
Ο Ξενοφών, λοιπόν, το μεν ανήκον εις τον Απόλλωνα, αφού μετέβαλεν εις ανάθημα, (4) ανέθεσεν εις τον εν Δελφοίς θησαυρόν των Αθηναίων, (5) γράψας επ' αυτού το όνομά του και το όνομα του συμφονευθέντος με τον Κλέαρχον φίλου του Προξένου.
Το δ' ανήκον εις την Εφεσίαν Αρτέμιδα, ότε ανεχώρει μαζή με τον Αγησίλαον εκ της Ασίας εις την Βοιωτίαν, αφήνει εις τον νεωκόρον της Αρτέμιδος Μεγάβυζον, διότι ενόμιζεν ότι εκεί όπου μετέβαινε θα ερριψοκινδύνευε, και του παραγγέλλει: εάν μεν σωθή, να του το επιστρέψη, εάν δε αποθάνη, να το αφιερώση εις την Αρτέμιδα, αφού το μεταβάλη εις οιονδήποτε ενόμιζεν ότι θα ευχαριστεί την Θεάν ανάθημα.
Ενώ δε ήτο φυγάς (εξ Αθηνών) ο Ξενοφών, (6) κατοικών ήδη εις τον παρά την Ολυμπίαν Σκιλλούντα, πόλιν νεωστί οικισθείσαν υπό των Λακεδαιμονίων, φθάνει ως προσκυνητής εις την Ολυμπίαν ο Μεγάβυζος και του επιστρέφει την (προ ετών) ως παρακαταθήκην εμπιστευθείσαν εις αυτόν δεκάτην. Ο δε Ξενοφών, λαβών αυτήν, αγοράζει κτήμα επ' ονόματι της Αρτέμιδος, επί του οποίου εχρησμοδότει ο Απόλλων. (7)
Διέρρεε δε διά μέσου του κτήματος αυτού ποταμός ονομαζόμενος Σελινούς. Αλλά και εις την Έφεσον, παρά τον ναόν της Αρτέμιδος, ποταμός, Σελινούς ονομαζόμενος επίσης, ρέει. Και εις τους δύο υπάρχουν ιχθύς και κογχύλια. Εις το εν Σκιλλούντι όμως κτήμα υπάρχει και θήρα όλων των εν κυνηγίω συλλαμβανομένων ζώων.
Κατεσκεύασε δε και θυσιαστήριον («βωμόν») και ναόν από του ιερού εκείνου χρήματος, και του λοιπού (τακτικά κατ' έτος), κρατών πάντοτε την δεκάτην των ωριμαζόντων εις τους αγρούς καρπών του, προσέφερεν αυτήν ως θυσίαν εις την Αρτέμιδα, και όλοι οι (εκ του Σκιλλούντος) πολίται και οι των περιχώρων άνδρες και γυναίκες ελάμβαναν μέρος εις την εορτήν. Εχορήγει δε η θεά (την ημέραν εκείνην) εις τους προσκυνητάς τα προς συντήρησίν των: άρτους, οίνον, καρπούς, γλυκύσματα και μέρη (κοψίδια) και από τα θυσιαζόμενα εκ των αφιερωμένων εις την Θεάν ζώων και από τα θηρευόμενα.
Διότι κατά την ημέραν της εορτής εξήρχοντο εις κυνήγιον και τα τέκνα του Ξενοφώντος και τα των άλλων πολιτών, καθώς και όσοι εκ των ανδρών ήθελαν. Και άλλα μεν των θηραμάτων (ζώων) εφονεύοντο εντός αυτού του ιερού κτήματος, άλλα δε και επί του όρους Φολόη, αγριόχοιροι δηλαδή και δορκάδες και έλαφοι.
Απέχει δε η χώρα αυτή, διά της οποίας διέρχεται και η από Λακεδαίμονος εις Ολυμπίαν οδός, ως είκοσι στάδια από του εν Ολυμπία ιερού ναού του Διός. Υπάρχουν δε εις τον ιερόν αυτόν χώρον και λειμών και όρη σύδενδρα, καταλληλότατα διά να θρέψουν αγριοχοίρους και αίγας και βους και ίππους, ώστε ακόμη και τα ζώα αυτά των ερχομένων εις την εορτήν πανηγυριστών να τρέφωνται την ημέραν εκείνην) αφθόνως (να καλοπερνούν).
Γύρω δε από τον ναόν αυτόν εφυτεύθη άλσος από ήμερα δένδρα, παράγοντα καθ' ωρισμένας ώρας του έτους φαγωσίμους καρπούς. Ο δε ναός, όπως είναι δυνατόν να ομοιάζη μικρός ναός προς μέγαν, ομοιάζει με τον εν Εφέσω μέγαν της Αρτέμιδος ναόν, επίσης και το εν αυτώ κυπαρίσσινον άγαλμα («ξόανον») με το της Εφέσου, το όποιον όμως είναι εκ χρυσού. Και στήλη έχει στηθή παρά τον ναόν, φέρουσα την εξής επιγραφήν: Ο χώρος ούτος είναι αφιερωμένος εις την Θεάν Άρτεμιν. Πας έχων κτήματα και καρπούμενος αυτά, την μεν δεκάτην εκ των καρπών εκάστου έτους εντέλλεται να Της προσφέρη ως θυσίαν. Απ' ό,τι δε του περισσεύση, να επισκευάζη τον ναόν. Αν δε τις δεν συμμορφωθή προς την εντολήν αυτήν, αυτός θα κριθή από την Θεάν κατά τα έργα του.
Εκ της Κερασούντος δ' εξηκολούθησαν την κατά θάλασσαν πορείαν
των όσοι και προτήτερα. Οι δε λοιποί επορεύοντο διά ξηράς.
Αφού δ' έφθασαν εις τα όρια των Μοσσυνοίκων, στέλλουν εις αυτούς Τιμησίθεον τον Τραπεζούντιον, όστις ήτον εν Τραπεζούντι επιφορτισμένος την επιστασίαν των υποθέσεων των Μοσσυνοίκων («πρόξενος»), ερωτώντες αυτούς να μάθουν αν ως φίλοι ή ως εχθροί των θα διέλθουν εκ της χώρας των. Ούτοι δ' απεκρίθησαν ότι δεν θα τους άφηναν να διέλθουν. Διότι είχαν μεγάλην πεποίθησιν εις την οχυρότητά της. («Επίστευον γαρ τοις χωρίοις»).
Μετά τούτο λέγει ο Τιμησίθεος ότι εχθροί των Μοσσυνοίκων τούτων είναι οι εκ της χώρας εκείνης, (ην βλέπετε), ορμώμενοι κάτοικοι. Κ' επρότεινεν ως επιβαλλόμενον από τας περιστάσεις να τους προσκαλέσουν (προς σύμπραξιν), εάν ήθελαν να συμμαχήσουν μαζή των. (8) Αποσταλείς, λοιπόν, ο Τιμησίθεος προς εκείνους, επανήλθε φέρων τους άρχοντάς των (προς τους Έλληνας).
Αφού δ' έφθασαν, συνήλθον (εις το αυτό μέρος) και οι άρχοντες των Μοσσυνοίκων και οι στρατηγοί των Ελλήνων. Και διερμηνεύοντος του Τιμησιθέου, ο Ξενοφών είπε τα εξής:
«Ω άνδρες Μοσσύνοικοι, ημείς σκοπόν έχομεν να φθάσωμεν σώοι εις την Ελλάδα, βαδίζοντες πεζή. Διότι στερούμεθα πλοίων. Μας εμποδίζουν όμως ούτοι, οίτινες, καθώς μανθάνομεν, είναι εχθροί σας.
»Εάν, λοιπόν, θέλετε, δύνασθε να συμμαχήσετε μαζή μας και να τους τιμωρήσετε, εάν ποτε ούτοι σας έβλαψαν εις τίποτε, ούτω δε του λοιπού να έχετε αυτούς υπό την εξουσίαν σας.
»Εάν όμως δεν συμμαχήσετε, σκεφθήτε αν θα σας δοθή και πάλιν η ευκαιρία ν' αποκτήσετε ως σύμμαχόν σας τόσω μεγάλην, (σαν τη δική μας), δύναμιν».
Εις ταύτα απεκρίθη ο άρχων των Μοσσυνοίκων (ο εν ονόματι των άλλων ομιλών): «ότι και θέλουν ό,τι τους προτείνουν και δέχονται την συμμαχίαν (συμμαχούν)».
«Εμπρός, λοιπόν, είπεν ο Ξενοφών, ειπέτε μας εις τι θα μας χρησιμοποιήσετε, αν συμμαχήσωμεν μαζή σας, και σεις ποίαν βοήθειαν είσθε εις θέσιν να μας δώσετε, όσον αφορά την περαιτέρω πορείαν μας».
Εκείνοι δε απεκρίθησαν: «ότι είμεθα ικανοί να εισβάλωμεν εις την αμοιβαίως (και εις τους δύο μας) εχθρικήν ταύτην χώραν, από το αντίθετον αυτής μέρος. Και να σας στείλωμεν εδώ και πλοία και άνδρας, οίτινες ου μόνον θα γείνουν σύμμαχοί σας, αλλά και τον περαιτέρω δρόμον θα σας δείξουν».
Μετά ταύτα, αφού συνεφώνησαν (αφού έδωκαν και έλαβαν ενόρκους διαβεβαιώσεις ότι θα τηρήσουν αμφότερα τα μέρη τα συμφωνηθέντα), ανεχώρησαν. Και ήλθαν την επομένην φέροντες τριακόσια μονόξυλα πλοία, έκαστον των οποίων είχε τρεις άνδρας, εξ ων οι μεν δύο, αποβιβαζόμενοι, παρετάσσοντο, ο άλλος δ' έμενεν (εις το πλοίον).
Και ούτοι μεν (οι μείναντες), παραλαβόντες τα πλοία, απέπλευσαν, οι δ' αποβιβασθέντες παρετάχθησαν κατά τον εξής τρόπον: Ετοποθετήθησαν, καθώς χοροί, ο ένας τον άλλον αντικρύζοντες, ανά εκατόν ως έγγιστα άνδρες, φέροντες όλοι (πλεκτάς) ασπίδας κατασκευασμένας από χονδρά λευκά δέρματα βοών, αίτινες ωμοίαζαν με πέταλον κισσού, εις δε την δεξιάν χείρα κρατούντες έκαστος ακόντια μήκους περίπου έξ πήχεων, έχοντα έμπροσθεν μεν λόγχην, όπισθεν δε εκ του ιδίου ξύλου, (από τdοοποίον ήτο και το ακόντιον), έχοντα το σχήμα σφαίρας.
Εφόρουν δε χιτώνας τόσον μικρούς, ώστε δεν έφθαναν μέχρι των γονάτων, τόσον δε χονδρούς όσον το εκ λινού εκείνο ύφασμα, με τα οποίον κατασκευάζονται τα στρώματα, επί της κεφαλής δε (έφεραν) δερματίνους, ως αι Παφλαγονικαί, περικεφαλαίας, φερούσας εις το μέσον θύσανον από τρίχας ίππου, παρεμφερείς δε προς τας Περσικάς τιάρας. Έφεραν δε και αμφιστόμους σιδηρούς πελέκεις.
Μετά ταύτα έκαμε την αρχήν ένας εξ αυτών και όλοι οι άλλοι επορεύοντο ρυθμικώς άδοντες, διελθόντες δε διά μέσου των ωπλισμένων λόχων των Ελλήνων, εβάδισαν κατ' ευθείαν κατά του μέρους (του «χωρίου»), εις ο ευρίσκοντο οι πολέμιοι και το οποίον εφαίνετο ότι ήτο λίαν περιμάχητον.
Κατωκείτο δε τούτο (έκειτο) προ της πόλεώς των, της υπ' αυτών ονομαζομένης Πρωτευούσης, ήτις κατείχε την υψηλοτέραν κορυφήν της των Μοσσυνοίκων χώρας. Περί του μέρους δε τούτου ήτο και ο πόλεμος. Διότι οι κατέχοντες διαρκώς αυτό εφρόνουν ότι είναι κύριοι και όλων εν γένει των Μοσσυνοίκων, έλεγαν δε (οι εκ των βαρβάρων σύμμαχοι) ότι αδίκως κατελήφθη τούτο, και ότι, ενώ ήτο μέρος κοινόν δι' όλους, ήσαν ήδη εκείνοι ισχυρότεροι των, αφ' ης αυθαιρέτως το κατέλαβον.
Τους ηκολούθουν δε καί τινες εκ των Ελλήνων, ουχί κατά διαταγήν των στρατηγών συμπαραταχθέντες, αλλ' ακολουθήσαντες τες αυτοβούλως, προς διαρπαγήν (για να πλιατσικολογήσουν). Οι δε πολέμιοι εν τω μεταξύ μεν ησύχαζαν, εφ' όσον ούτοι επροχώρουν. Άμα όμως επλησίασαν προς το μέρος των, εξορμήσαντες εκείθεν τους τρέπουν εις φυγήν, φονεύουν ουκ ολίγους εκ των βαρβάρων καί τινας εκ των συνακολουθησάντων Ελλήνων, και τους καταδιώκουν, έως ου είδαν να έρχωνται οι Έλληνες εις βοήθειάν των.
Κατόπιν δε, στραφέντες προς τα οπίσω, έφυγαν, και, αφού απεκεφάλισαν τους νεκρούς, τους επεδείκνυον μακρόθεν προς τους Έλληνας και τους πολεμίους των, και συγχρόνως εχόρευαν, άδοντες προς κάποιον ήχον.
Οι δ' Έλληνες πάρα πολύ εστενοχωρήθησαν, και διότι έγειναν ούτω τολμηρότεροι, οι πολέμιοι, και διότι οι συνακολουθήσαντες Έλληνες ετράπησαν, όπως και οι βάρβαροι, εις φυγήν, αν και ήσαν ουκ ολίγοι. Πράγμα το οποίον ουδέποτε είχε συμβή κατά την μέχρι τούδε οδοιπορίαν των.
Ο δε Ξενοφών συναθροίσας τους Έλληνας τους είπε τα εξής: «Ω άνδρες στρατιώται, μην αποθαρρυνθήτε δι' όσα έγιναν. Διότι πρέπει να γνωρίζετε ότι επήλθε και κάποιο καλόν, όχι μικρότερον του δυστυχήματος, το οποίον επάθαμεν.
»Διότι πρώτον μεν γνωρίζετε καλά πλέον, ότι εκείνοι οίτινες μέλλουν να γίνουν οδηγοί μας, είναι πράγματι εχθροί εκείνων, προς τους οποίους είμεθα κατ' ανάγκην και ημείς. Έπειτα δε και όσοι εκ των Ελλήνων αδιαφόρησαν προς την παρ' ημίν κρατούσαν τάξιν και πειθαρχίαν κ' ενόμισαν ότι είναι ικανοί να πράττουν μετά των βαρβάρων όσα μεθ' ημών πράττουν, ετιμωρήθησαν. Ώστε εις το μέλλον να σεβασθούν περισσότερον την πειθαρχίαν του στρατεύματος.
»Πρέπει, λοιπόν, να προετοιμασθήτε, όπως και εις τους εκ των βαρβάρων συμμάχους μας αποδείξετε (φανήτε) ότι είσθε πολύ καλλίτεροι αυτών, και εις τους πολεμίους φανερώσετε ότι οι άνδρες, με τους οποίους θα πολεμήσουν τώρα, δεν είναι όμοιοι με τους ατάκτους, με τους οποίους προ ολίγου επολέμησαν».
Ταύτην μεν, λοιπόν, την ημέραν ουδέν έπραξαν. Την δ' επομένην, αφού προσέφεραν θυσίας εις τους θεούς και είδαν ότι ήσαν παρ' αυτών ευπρόσδεκτοι, και αφού, κατόπιν, εγευμάτισαν, παρέταξαν τους λόχους τάξαντες τους άνδρας εκάστου (λόχου) τον ένα όπισθεν του άλλου και αφήσαντες μεταξύ των λόχων διαστήματα («ποιησάμενοι ορθίους τους λόχους»), κατά τον αυτόν δε τρόπον και τους βαρβάρους εις το αριστερόν κέρας παρατάξαντες, επορεύοντο έχοντες τους τοξότας μεταξύ των λόχων, ενώ το μέτωπον των οπλιτών έμενεν ολίγον όπισθεν.
Διότι τινές των πολεμίων, τρέχοντες ελευθέρως προς τα κάτω, τους ελιθοβόλουν. Και τούτων την ορμήν ανέκοπτον οι (προτεταγμένοι των οπλιτών) τοξόται και πελτασταί. Οι δε λοιποί επορεύοντο βάδην, πρώτον μεν κατά του μέρους, από του οποίου την προηγουμένην ετράπησαν εις φυγήν οι βάρβαροι και οι συνακολουθήσαντες αυτούς Έλληνες. Διότι εδώ είχαν αντιπαραταχθή (την προτεραίαν) οι πολέμιοι.
Προς μεν, λοιπόν, τους πελταστάς αντέστησαν οι βάρβαροι και εμάχοντο. Επειδή όμως επλησίασαν ήδη οι οπλίται, ήρχισαν να τρέπωνται εις φυγήν. Και οι μεν πελτασταί τους κατεδίωκον κατά πόδας, φερόμενοι άνω, προς την πόλιν. Οι δε οπλίται ηκολούθουν εν τάξει.
Αφού δ' έφθασαν άνω, πλησιάζοντες ήδη τας οικίας της Πρωτευούσης των, τότε οι πολέμιοι συγκεντρωθέντες επί ταυτό όλοι εμάχοντο και εκίνουν με ορμήν (ετίναζαν μακράν) τα ακόντια και με δόρατα μακρά και παχέα, τόσα, ώστε μόλις να δύναται να τα σηκώση ένας άνδρας, προσεπάθουν ν' αμυνθούν εκ του συστάδην.
Επειδή όμως οι Έλληνες δεν υπεχώρουν, αλλά, τουναντίον, επροχώρουν προς την αυτήν (πάντοτε) διεύθυνσιν (προς το μέρος των), ετράπησαν κ' εντεύθεν εις φυγήν οι βάρβαροι, εγκαταλείψαντες όλοι την Πρωτεύουσάν των. Ο δε βασιλεύς των (άρχων), ο κατοικών διαρκώς κατάκλειστος εις τον επί του υψηλοτέρου σημείου της πόλεως οικοδομημένον πύργον του, τον οποίον όλοι από κοινού διατρέφουν και φυλάττουν, ηρνείτο να εξέλθη εκείθεν, καθώς και ο εις το πρότερον κυριευθέν χωρίον (μέρος) βασιλεύς, αλλά κ' εκείνος και ούτος εκεί μαζή με τους πύργους των εκάησαν.
Οι δ' Έλληνες, διαρπάζοντες τα μέρη ταύτα, εύρισκαν εις τας οικίας αποθήκας γεμάτος από επισωρευμένους περυσινούς (9) άρτους, καθώς οι Μοσσύνοικοι εβεβαίουν, και από σίτον νέον, αποκείμενον μαζή με την καλάμην του (με τ' άχυρα). Ήτο δε το περισσότερον μέρος του σίτου γυμνοκρίθι («ζειά»). (10)
Ηύραν ακόμη (εντός των αποθηκών) και μεγάλα τεμάχια δελφίνων ταριχευμένα μέσα εις αγγεία πήλινα (λαγήνια), και εις δοχεία, άλειμμα (ξύγγι) από δελφίνας, το οποίον μετεχειρίζοντο οι Μοσσύνοικοι, όπως οι Έλληνες το έλαιον.
Προς δε, εις τα ανώγεια των οικιών, και πολλά κάστανα («κάρυα πλατέα»), μη έχοντα κανένα χώρισμα. Τούτων δε και πλείστου σίτου έκαμνον χρήσιν, βράζοντες αναμίξ αυτά και μεταβάλλοντες κατόπιν εις ψημένους άρτους. Ηύραν δε προσέτι και οίνον, όστις άκρατος μεν ήτο λίαν δυνατός (στην γεύσιν) ως εκ της δριμύτητός του, συγκερασμένος δε (με ύδωρ), εγίνετο ευώδης και γλυκύς.
Οι μεν Έλληνες, λοιπόν, αφού εγευμάτισαν ενταύθα, επροχώρησαν, αφού παρέδωσαν το κυριευθέν αυτό χωρίον εις τους συμμαχήσαντας εκ των Μοσσυνοίκων. Και εκ των άλλων δε μερών, όσα επέρασαν και ήσαν σύμμαχα (με το μέρος) των πολεμίων, τα μεν περισσότερον ευπρόσιτα, άλλοι μεν των κατοίκων, φεύγοντες, εγκατέλειπον, άλλοι δε, παραδίδοντες εκουσίως, προσεχώρουν. Τα δε πλείστα εξ αυτών ήσαν τοιαύτα περίπου (απάνου-κάτου):
Αι πόλεις απείχον απ' αλλήλων κατά το μάλλον ή ήττον στάδια ογδοήκοντα. Όταν δε φωνάζονται μεταξύ των δυνατά οι κάτοικοι, ακούει ο είς τον άλλον από της μιας εις την άλλην πόλιν. Τόσον υψηλά όρη είχεν η χώρα και τόσας μεταξύ αυτών κοιλάδας. (11)
Αφού δε, πορευόμενοι, έφθασαν (επί τέλους) εις φιλικά των μέρη, τους παρουσίαζαν παχυτάτους παίδας των ευκαταστάτων (νοικοκυραίων), θρεμμένους με βραστά καρύδια, έχοντας πολύ μαλακόν και λευκόν το δέρμα και κατά το μήκος και το πλάτος (του σώματός των) ίσου σχεδόν πάχους, διακεντημένους δε καθ' όλα των τα νώτα και τα έμπροσθεν με ποικίλα ανθοειδή στίγματα.
Εζήτουν δε και να συνουσιασθούν ολοφάνερα με τας εταίρας τας οποίας έφερον μαζή των οι Έλληνες. Διότι τα έθιμά των δεν τους το απηγόρευον.
Γυναίκες δε και άνδρες ήσαν λευκοί όλοι. Περί τούτων έλεγαν, οι λαβόντες μέρος εις την εκστρατείαν ότι ήσαν βαρβαρώτατοι τα ήθη και τους τρόπους και ότι ήσαν πάρα πολύ απομεμακρυσμένοι των Ελληνικών νόμων. Διότι ευρισκόμενοι εν τω μέσω πλήθους έπραττον πράξεις, τας οποίας πράττουν οι άνθρωποι (μόνον) όταν ήναι μόνοι. Και, αντιθέτως, όταν ήσαν μόνοι, έπραττον τας αυτάς πράξεις τας οποίας (έπραττον) ευρισκόμενοι εν τω μέσω πλήθους. Δηλαδή ωμίλουν μόνοι των (εμονολόγουν) και εγέλων διά τον εαυτόν των (αυτοκοροϊδεύοντο) και εχόρευαν σταματώντες όπου ετύχαινε (όπου και αν ευρίσκοντο), σαν να εφαντάζοντο ότι επεδεικνύοντο (ότι εχόρευαν) έμπροσθεν άλλων.
Διά μέσου της χώρας ταύτης, της φιλικής και της πολεμίας,
πορευθέντες οι Έλληνες οκτώ σταθμούς, αφίχθησαν εις την χώραν
των Χαλύβων
(12). Ούτοι, όντες ολίγοι, ήσαν υπήκοοι
των Μοσσυνοίκων και οι πλείστοι εξ αυτών απέζων μεταλλευόμενοι
και επεξεργαζόμενοι τον σίδηρον.
Εντεύθεν φθάνουν εις την χώραν των Τιβαρηνών, ήτις ήτο πολύ πεδινωτέρα και είχε τα προς την θάλασσαν μέρη ολιγώτερον απόκρημνα. Και οι στρατηγοί εφρόνουν ότι έπρεπε να τα πλησιάσουν (να κατευθυνθούν προς αυτά) με τον στρατόν των και ότι κάτι έπρεπεν εντεύθεν να ωφεληθή το στράτευμα, τα δε προς ένδειξιν της φιλοξενίας των δώρα, όσα απέστειλαν προς αυτούς οι Τιβαρηνοί, δεν ήθελαν να τα δεχθούν, αλλ', αφού τους παρήγγειλαν να περιμένουν μέχρις ου αποφασίσουν, παρετήρουν τα των προσφερθέντων (εις τους θεούς) σφαγίων σπλάγχνα.
Αφού δε κατηνάλωσαν ουκ ολίγα θύματα, επί τέλους απεφάνθησαν οι μάντεις όλοι ότι δεν παρεδέχοντο (δεν επέτρεπον) κατ' ουδένα λόγον οι θεοί τον πόλεμον. Κατόπιν, λοιπόν, τούτου εδέχθησαν τα δώρα και, πορευόμενοι ως διά φιλικής χώρας επί δύο ημέρας, έφθασαν εις την Ελληνικήν πόλιν Κοτύωρα, αποικίαν των Σινωπέων, περιλαμβανομένην δε εις την των Τιβαρηνών χώραν.
[Έως εδώ επορεύετο ο στρατός (η εις την Ελλάδα επιστροφή εγίνετο) διά ξηράς. Και η μεν έκτασις (και το μεν μήκος) της οδού της καταβάσεως από της παρά την Βαβυλώνα μάχης μέχρι των Κοτυώρων ήτο σταθμοί εκατόν είκοσι δύο, παρασάγγαι εξακόσιοι είκοσι, στάδια δέκα οκτώ χιλιάδες εξακόσια. Το δε (καταναλωθέν) χρονικόν διάστημα, οκτώ μήνες].
Ενταύθα έμειναν σαράντα πέντε ημέρας. Κατά το διάστημα αυτό πρώτον μεν προσέφεραν θυσίας εις τους θεούς και λιτανείας έκαμαν ξεχωριστά εκάστη Ελληνική εθνότης, (13) και γυμνικούς αγώνας. Τα δε προς τροφήν των αναγκαία ελάμβαναν διά της βίας, άλλα μεν εκ της Παφλαγονίας, άλλα δε εκ των περιχώρων των Κοτυωριτών. Διότι ούτοι ούτε τροφάς προς αγοράν παρείχον, ούτε την εντός των τειχών των (την εις την πόλιν των) είσοδον των ασθενών επέτρεπαν.
Εν τω μεταξύ τούτω έρχονται από την Σινώπην πρέσβεις, φοβηθέντες και περί της χώρας των Κοτυωριτών και περί της πόλεώς των. Διότι αύτη ήτον αποικία των Σινωπέων, οι δε Κοτυωρίται φόρου εις αυτούς υποτελείς, και διότι εμάνθαναν ότι ελεηλατείτο από τους Έλληνας η χώρα των.
Ελθόντες, λοιπόν, εις το Ελληνικόν στρατόπεδον διεμαρτύροντο. Επ' ονόματι δ' αυτών ωμίλησεν ως εξής ο Εκατώνυμος, όστις έχαιρε φήμην ότι ήτο δεινός περί το λέγειν.
»Μας απέστειλεν — είπεν — ω άνδρες στρατιώται, η πόλις των Σινωπέων, πρώτον μεν, διά να σας επευφημήσωμεν ως Έλληνας νικητάς των βαρβάρων, έπειτα δε, διά να σας εκφράσωμεν την χαράν μας ότι ευρίσκεσθε πλέον ενταύθα εν ασφαλεία (ότι διεσώθητε), αφού, ως εμάθαμεν, πολλάς και φοβεράς εδοκιμάσατε περιπετείας.
«Έχομεν δε την αξίωσιν, επειδή είμεθα και ημείς Έλληνες (όπως και σεις), να ευεργετηθώμεν μεν εις οτιδήποτε από σας — Έλληνας όντας — να μη ζημιωθώμεν δε παντάπασι. Διότι και ημείς ουδέποτε, ουδέ κατ' ελάχιστον, εις την ζωήν μας σας εβλάψαμεν.
»Οι Κοτυωρίται δε αυτοί, και άποικοι ιδικοί μας είναι, και την χώραν (που κατέχουν) ημείς τους παρεδώσαμεν, αφού την επήραμεν διά της βίας από τους βαρβάρους. Διά τούτο δε και μας είναι (ωρισμένου) φόρου υποτελείς, καθώς και οι Κερασούντιοι και οι Τραπεζούντιοι. Ώστε οιονδήποτε κακόν και αν προξενήσετε εις αυτούς, η πόλις των Σινωπέων φρονεί ότι εις αυτήν (πρωτίστως) αντανακλά η βλάβη.
»Εν τούτοις μανθάνομεν τώρα ότι εξ υμών τινες, εισερχόμενοι διά της βίας εις την πόλιν, κατασκηνούν εις τας οικίας, και ότι από τα πέριξ επίσης διά της βίας λαμβάνουν (παίρνουν) — ό,τι σας χρειάζεται, χωρίς κανένα καλόν τρόπον να μεταχειρίζωνται πειθούς.
»Πάντα ταύτα, λοιπόν, ημείς δεν τα επιδοκιμάζομεν. Εάν δ' εξακολουθήτε να πράττετε τοιαύτα, θα ευρεθώμεν εις την ανάγκην να λάβωμεν τα μέτρα μας, συμμαχούντες με τον Κορύλαν (τον της Παφλαγονίας άρχοντα) και τους Παφλαγόνας και με οιονδήποτε άλλον ημπορέσωμεν».
Εις ταύτα εγερθείς ο Ξενοφών απήντησε εν ονόματι του στρατού τα εξής: «Ημείς, ω άνδρες Σινωπείς, είμεθα ευχαριστημένοι (αρκούμεθα) ότι εφθάσαμεν (έως εδώ) διασώσαντες και τους εαυτούς μας και την τιμήν των όπλων μας. Διότι δεν μας ήτο δυνατόν συγχρόνως και ταναγκαιούντα εις ημάς πράγματα να φέρωμεν μαζή μας και να πολεμώμεν.
»Και τώρα, αφού πλέον ήλθαμεν εις τας Ελληνίδας πόλεις, εις μεν την Τραπεζούντα, διότι μας παρείχον ακόπως τροφάς προς αγοράν, τας επρομηθευόμεθα αγοράζοντες, και αντί των περιποιήσεων, με τας οποίας μας ετίμησαν, και των δώρων, με τα οποία εφιλοδώρησαν το στράτευμά μας, τους αντιπεριποιήθημεν και ημείς όπως τους ήξιζε, και εάν κανείς εκ των βαρβάρων ήτο φίλος των, δεν τον επειράξαμεν. Τους δ' εχθρούς των, κατά των οποίων μας ωδήγησαν, τους εβλάψαμεν όσον ημπορέσαμεν.
»Αν θέλετε δ' ερωτήσατέ τους να σας ειπούν τας περί ημών εντυπώσεις των (σαν τι λογής ανθρώπους μας ηύραν). Διότι παρευρίσκονται εδώ εκείνοι, τους οποίους λόγω φιλίας έστειλε μαζή μας (μας έδωκεν) η πόλις, διά να μας χρησιμεύσουν εις τον δρόμον μας ως οδηγοί.
»Εις οιονδήποτε μέρος όμως ερχόμενοι, είτε εις βάρβαρον χώραν, είτε εις Ελληνίδα, δεν ευρίσκομεν τροφάς προς αγοράν, εκεί, ουχί επί τω σκοπώ εξευτελισμού, αλλά διότι πιεζόμεθα υπό της ανάγκης, τας λαμβάνομεν διά της βίας.
»Και τους Καρδούχους και τους Ταόχους και τους Χαλδαίους, αν και δεν ήσαν υπήκοοι του βασιλέως, (δεν υπήρχεν επομένως κανείς λόγος, διά να τους έχωμεν εχθρούς), εν τούτοις, καίτοι ήσαν πάρα πολύ επικίνδυνοι, τους εκάναμεν εχθρούς μας, μόνον και μόνον διότι ευρέθημεν εις την ανάγκην, επειδή δεν μας επέτρεπαν την προμήθειαν τροφών, να λαμβάνωμεν αυτάς διά της βίας.
«Τους δε Μάκρωνας, αν και ήσαν βάρβαροι, επειδή μας παρείχον κατά τας δυνάμεις των (το κατά δύναμιν) τροφάς προς αγοράν, και φίλους μας τους ενομίζαμεν και ουδέν παρ' αυτών αυθαιρέτως ελαμβάναμεν.
»Ως προς τους Κοτυωρίτας δε, οι οποίοι λέγετε ότι είναι υπήκοοί σας, εάν ελάβαμέν τι παρ' αυτών, χωρίς να θέλουν, τούτου αυτοί και μόνοι είναι αίτιοι. Διότι δεν εφέρθησαν προς ημάς ως φίλοι, αλλά, κλείσαντες τας πύλας του τείχους των, ούτε εντός της πόλεώς των μας επέτρεπαν την είσοδον, ούτε έξω αυτής μας έστελλον τροφάς προς αγοράν. Αίτιος δε της τοιαύτης συμπεριφοράς των έλεγαν ότι ήτον ο παρ' υμών εξαρτώμενος διοικητής των («αρμοστής»).
»Όσον δ' αφορά περί της, ην μας αποδίδετε, κατηγορίας: ότι ημείς κατασκηνούμεν εις την πόλιν σας, εισερχόμενοι εις αυτήν διά της βίας, το πράγμα έχει ως εξής: Ημείς είχαμεν την αξίωσιν από σας να δεχθήτε εις τας οικίας σας τους ασθενείς μας. Επειδή όμως δεν μας άνοιγαν τας πύλας της πόλεως (διά να εισέλθωμεν), διά τούτο εις ο μέρος αυτό αφ' εαυτού ήτον ευάλωτον το τείχος (εις ο μέρος το τείχος, ως εκ της θέσεώς του, ήτον ευδιάβατον) εισηρχόμεθα ακουσίως των, ουδεμίαν άλλην βίαν μετερχόμενοι κατά των κατοίκων. Διότι και οι εις τας οικίας των Κοτυωριτών κατασκηνούντες ασθενείς μας εξ ιδίων εδαπάνων, και τας πύλας της πόλεώς των εφρουρούμεν, όπως εμποδίζωμεν τους αρρώστους μας να ενοχλούν τον αρμοστήν σας, δυνάμεθα δε να τους μεταφέρωμεν ευκόλως εκείθεν, όταν θέλωμεν. (14)
»Όσον δ' αφορά τους άλλους εξ ημών, είμεθα, όπως βλέπετε, εις το ύπαιθρον παρατεταγμένοι, έτοιμοι πάντοτε, αν μεν κανείς μας ευεργετήση, να τον αντευεργετήσωμεν, αν δε μας βλάψη, να τον εμποδίσωμεν.
»Ως προς όσα δε μας απειλήσατε, ότι δηλαδή θα συμμαχήσετε, όταν θα το κρίνετε εύλογον, με τον Κορύλαν και τους Παφλαγόνας εναντίον μας, είσθε ελεύθεροι να το πράξετε. Ημείς όμως, εάν μεν παραστή ανάγκη, θα πολεμήσωμεν και τους δύο — μάθετε δε ότι μέχρι τούδε και άλλους πολύ περισσοτέρους από σας επολεμήσαμεν. Αν δε νομίσωμεν συμφέρον μας να κάνωμεν φίλον (να πάρωμε με το μέρος μας) τον άρχοντα της Παφλαγονίας — μανθάνομεν δε ότι και επιθυμεί ούτος (να κατακτήση) την πόλιν σας και τα παρά την θάλασσαν οχυρά μέρη — θα προσπαθήσωμεν, συντρέχοντες αυτόν εις τους σκοπούς του (εις ό,τι επιθυμεί), να γίνωμεν με κάθε τρόπον φίλοι του».
Μετά τους λόγους αυτούς του Ξενοφώντος οι μετά του Εκατωνύμου συναποσταλέντες πρέσβεις καταφώρως εφάνησαν δυσαρεστηθέντες διά τα λεχθέντα. Παρουσιασθείς όμως άλλος τις εξ αυτών προ των Ελλήνων είπεν ότι δεν ήλθαν επί τω σκοπώ να τους πολεμήσουν, αλλά διά να τους βεβαιώσουν, ότι είναι φίλοι των. Και ότι, «όταν μεν έλθετε εις την πόλιν των Σινωπέων, θα σας υποδεχθώμεν εκεί με αναμνηστικά φιλοξενίας δώρα. Επί του παρόντος δε, θα διατάξωμεν τους Κοτυωρίτας να σας δώσουν ό,τι ημπορέσουν. Διότι βλέπομεν ότι όλα όσα λέγετε είναι αληθή».
Μετά ταύτα και οι Κοτυωρίται έστελλον προς τους Έλληνας δώρα (εις ανάμνησίν των), και οι στρατηγοί των Ελλήνων εφιλοξένουν τους πρέσβεις των Σινωπέων, και αναμεταξύ των συνωμίλουν φιλικώτατα περί πολλών, διερωτώντες λεπτομερώς αλλήλους και περί άλλων μεν, προ πάντων όμως περί των παρουσιασθησομένων, ως προς την περαιτέρω αυτών πορείαν, αναγκών.
Ούτω η ημέρα αύτη ετελείωσε. Την δ' επομένην συνεκάλεσαν οι
στρατηγοί τον στρατόν (εις εκκλησίαν). Και απεφάσισαν, αφού
προσκαλέσουν και τους πρέσβεις των Σινωπέων, να συσκεφθούν περί
της περαιτέρω πορείας. Διότι, εάν μεν διά ξηράς ηναγκάζοντο να
προχωρήσουν (του λοιπού), εφρόνουν ότι θα τους ήσαν χρήσιμοι οι
Σινωπείς, ως έμπειροι της Παφλαγονίας. Εάν δε διά θαλάσσης, και
πάλιν ενόμιζαν ότι θα ελάμβαναν αυτών ανάγκην. Διότι επίστευαν
ότι ήσαν οι καταλληλότεροι να προμηθεύσουν ταπαιτούμενα (τα
χρειαζούμενα) διά τον στρατόν πλοία.
Προσκαλέσαντες, λοιπόν, τους πρέσβεις συνεσκέπτοντο μαζή των περί τούτου, και ηξίουν παρ' αυτών να τους περιποιηθούν, πρωτίστως εις τούτο προσέχοντες: ότι προς Έλληνας, Έλληνες αυτοί όντες, πρέπει να φανούν φίλοι και να συμβουλεύσουν εις αυτούς τα βέλτιστα.
Εγερθείς δε ο Εκατώνυμος, κατ' αρχάς μεν απελογήθη δι' εκείνο το οποίον είχεν είπη (προηγουμένως) — πως θα έκαναν δηλαδή φίλον των τον άρχοντα της Παφλαγονίας (Κορύλαν) — ότι είπε τούτο όχι με τον σκοπόν απειλής πολέμου κατά των Ελλήνων, αλλά διά να δείξη ότι, ενώ ήσαν ελεύθεροι να γείνουν φίλοι, των βαρβάρων, αυτοί επροτίμησαν τους Έλληνας.
Επειδή δε τους παρεκίνουν να είπουν την (περί της λοιπής πορείας) γνώμην των, ο Εκατώνυμος, αφού προσηυχήθη πρώτα εις τους Θεούς, είπε τα εξής: «Εάν μεν ήθελα προτείνη όσα μου φαίνονται ως καλλίτερα, πολλά τα καλά θα απελάμβανα. Εάν δ' όχι, τουναντίον. Διότι εκείνο το οποίον λέγεται (παροιμιακώς) «ιερά συμβουλή» νομίζω ότι θα με βοηθήση ομιλούντα (περί του τι πρέπει να πράξετε). Διότι τώρα πλέον, εάν μεν φανώ προτείνων τα ορθά και πρέποντα, πολλοί θα ήναι οι επαινούντες με, εάν δ' όχι πολλοί θα ήναι οι καταρώμενοι.
»Και λοιπόν είμαι εις θέσιν να γνωρίζω ότι, εάν μεν προχωρήσετε (μεταφερθήτε) εντεύθεν διά θαλάσσης, θα δοκιμάσωμεν πολύ περισσοτέρας ενοχλήσεις. Διότι ημείς θα παραστή ανάγκη να σας προμηθεύσωμεν τα προς τούτο πλοία. Εάν δε προχωρήσετε διά ξηράς, σεις (μόνοι) θα ήσθε εκείνοι οίτινες θα αναγκασθήτε καθ' οδόν να πολεμήτε.
»Ουχ ήττον, (ως προς την διά ξηράς πορείαν), πρέπει να σας είπω όσα γνωρίζω. Διότι και της χώρας των Παφλαγόνων έχω πείραν και των στρατιωτικών αυτών δυνάμεων. Η χώρα, λοιπόν, αύτη έχει και πεδιάδας ευφορωτάτας και όρη υψηλότατα. Και πρώτον μεν γνωρίζω καλά το μέρος, από το οποίον θ' αναγκασθήτε να εισβάλετε (εις την χώραν). Διότι δεν είναι δυνατόν να γείνη αλλού η εισβολή παρά εις ο μέρος υψούνται εκατέρωθεν της οδού αι προς κέρατα ομοιάζουσαι κορυφαί του όρους, τας οποίας, άπαξ καταλαβόντες, θα ηδύναντο και ελάχιστοι μόνον άνδρες να κρατήσουν. Αφού δε καταληφθούν αύται, δεν θα ηδύνατο πλέον να περάση εκείθεν ούτε όλον το γένος των ανθρώπων. Τας κορυφάς δε ταύτας προθύμως ήθελα σας δείξη, εάν ηθέλατε ν' αποστείλετε μαζή μου κανένα από τους ανθρώπους σας.
»Έπειτα δε γνωρίζω και τας πεδιάδας και το εν αυταίς ιππικόν των Παφλαγόνων, το οποίον οι βάρβαροι νομίζουν ότι είναι υπέρτερον ολοκλήρου του ιππικού του βασιλέως, προς τον οποίον (πολεμούντα), αν και τους προσεκάλεσεν (εις βοήθειάν του), δεν προσήλθον, διότι ο αρχηγός των έχει πολύ μεγάλην (περί της χώρας του) ιδέαν.
»Εάν, εν τούτοις, ημπορέσετε να καταλάβετε κρυφίως ή (δι' αιφνιδίας τινός εφόδου) προφθάσετε να καταλάβετε τα όρη, και εάν ακόμη υπερισχύσετε (τους νικήσετε) εν τη πεδιάδι, πολεμούντες προς το ιππικόν των και προς πλέον των εκατόν είκοσι χιλιάδων πεζών, θα φθάσετε εις τους ποταμούς κατόπιν, πρώτον μεν εις τον Θερμώδοντα, έχοντα πλάτος τριών πλέθρων, τον οποίον φρονώ ότι είναι λίαν δύσκολον να διαβήτε, προ πάντων διότι έμπροσθέν σας μεν θα ευρίσκωνται πολλοί πολέμιοι (παρατεταγμένοι), πολλοί δε άλλοι θα σας ακολουθούν όπισθεν. Κατόπιν δε θα φθάσετε εις τον Ίριν, τριών πλέθρων ωσαύτως έχοντα το πλάτος. Και κατόπιν εις τον Άλυν, έχοντα πλάτος όχι ολιγώτερον των δύο σταδίων, τον οποίον είναι απολύτως αδύνατον να διαβήτε άνευ πλοίων. Ποιος δε θα σας προμηθεύση τα προς τούτο αναγκαιούντα πλοία; Επίσης δ' αδιάβατος είναι και ο Παρθένιος, εις τον οποίον θα φθάσετε, εάν (πρώτον) κατορθώσετε να διαβήτε τον Άλυν.
»Εγώ μεν, λοιπόν, νομίζω ότι όχι μόνον δυσκολωτάτη είναι διά σας η περαιτέρω πορεία του στρατεύματος, αλλά και εντελώς αδύνατος. Εάν όμως πορευθήτε διά θαλάσσης, θα σας ήναι εύκολον εντεύθεν μεν να φθάσετε εις Σινώπην παραπλέοντες. Εκ της Σινώπης δε εις την Ηράκλειαν. Και εκ της Ηρακλείας δεν θα σας ήναι πλέον διόλου δύσκολον να προχωρήσητε, είτε διά ξηράς, είτε διά θαλάσσης θέλετε. Διότι εις την Ηράκλειαν θα εύρετε προς τοις άλλοις και άφθονα πλοία».
Αφού δε είπε ταύτα ο Εκατώνυμος, άλλοι μεν εκ των Ελλήνων τον υπωπτεύοντο ότι επρότεινε τοιαύτα ένεκα της προς τον Κορύλαν φιλίας του, του οποίου εν Σινώπη ήτον ο δημόσιος φιλοξενητής. Άλλοι δε ότι θα ελάμβανεν από τον Κορύλαν τούτον δώρα διά τας συμβουλάς, τας οποίας θα έδιδεν εις τους Έλληνας. Άλλοι δε τον υπωπτεύοντο ότι συνεβούλευσε τοιαύτα και διά την εξής αιτίαν: διά να μη προξενήσουν δηλαδή, εάν τυχόν επορεύοντο διά ξηράς, κακόν τι (διά να μη βλάψουν δηλαδή) την χώραν των Σινωπέων. Ουχ ήττον οι Έλληνες απεφάσισαν να πορευθούν πλέον διά θαλάσσης.
Μετά τους λόγους εκείνους του Εκατωνύμου ο Ξενοφών είπεν: «Ω Σινωπείς, οι μεν στρατιώται εξέλεξαν την πορείαν, την οποίαν σεις συνεβουλεύσατε (επροτείνατε). Τα πράγματα, λοιπόν, έχουν ως εξής: Εάν μεν πρόκηται να έχωμεν πλοία αρκετά τον αριθμόν, τόσα ώστε ούτε ένας καν εκ των στρατιωτών μας να μείνη ενταύθα, θα προχωρήσωμεν διά θαλάσσης. Εάν όμως πρόκηται άλλοι μεν να εγκαταλειφθούν, άλλοι δε ν' αναχωρήσουν, δεν θα εισέλθωμεν εις τα πλοία.
«Διότι φρονούμεν ότι: όπου μεν είμεθα ισχυροί, εκεί δυνάμεθα και την ζωήν μας να υπερασπίζωμεν και τας τροφάς μας ευκόλως να προμηθευώμεθα. Όπου δ' ευρεθώμεν κατώτεροι των πολεμίων, εκεί είναι φανερόν ότι θα περιέλθωμεν εις μοίραν ανδραπόδων (θα εξανδραποδισθώμεν)».
Ακούσαντες ταύτα οι Σινωπείς τους προέτρεπον ν' αποστείλουν μαζή των πρέσβεις εις Σινώπην, (ίνα επιστατήσουν εις την αποστολήν των πλοίων). Και αποστέλλουν, λοιπόν, Καλλίμαχον τον Αρκάδα και Αρίστωνα τον Αθηναίον και Σαμόλαν τον Αχαιόν. Και ούτοι μεν πάντες (Σινωπείς τε και πρέσβεις των Ελλήνων) ανεχώρησαν.
Κατά τον εν τω μεταξύ δε χρόνον ο Ξενοφών, βλέπων ότι πολλοί μεν οπλίται Έλληνες, πολλοί δε και πελτασταί και τοξόται και σφενδονήται, προσέτι δε και ιππείς, οίτινες μάλιστα ήσαν ήδη ικανώτατοι ως εκ της μακράς των ασκήσεως εν τοις μάχαις, βλέπων ότι ευρίσκοντο ήδη εν τω Πόντω, όπου ουδέποτε άλλοτε είχε παρασκευασθή τόσον μεγάλη δύναμις δι' ελαχίστων μέσων, ενόμισε καλόν, αφού ιδρύσουν ενταύθα (νέαν Ελληνικήν) πόλιν (οι Έλληνες στρατιώται), να προσθέσουν ούτω χώραν και δύναμιν (νέαν) στην Ελλάδα.
Εφρόνει δε ότι αύτη θ' αποκαταστή ποτε μεγάλη, σκεπτόμενος και το πλήθος των αποικισθησομένων Ελλήνων και τους περιοικούντας τον Πόντον κατοίκους. Και προς τον σκοπόν αυτόν, προσκαλέσας τον διατελέσαντα μάντιν του Κύρου Σιλανόν τον Αμβρακιώτην, τον διέταξε να ερωτήση διά θυσίας τους θεούς, πριν ή ακόμη ανακοινώση τι εις τον στρατόν.
Ο δε Σιλανός, φοβηθείς μη πραγματοποιηθούν ταύτα και εγκαταστή εκεί που η στρατιά, διαδίδει την διάδοσιν στο στράτευμα, ότι ο Ξενοφών επιθυμεί να μείνη εκεί μονίμως ο στρατός και να ιδρύση (δι' αυτού) Ελληνικήν πόλιν και εις εαυτόν όνομα και δύναμιν μεγάλην να προσδώση.
Αυτός δ' ο ίδιος Σιλανός ήθελε να φθάση όσον το δυνατόν ταχύτερον εις την Ελλάδα. Διότι έφερε μαζή του, διασώσας καθ' όλην την μέχρι τούδε πορείαν, τους τρισχιλίους δαρεικούς, τους οποίους είχε λάβη από τον Κύρον, ότε, κατόπιν θυσίας, είχεν επαληθεύση εις την πρόρρησίν του ότι επί δέκα ημέρας δεν ήθελε τον πολεμήση ο βασιλεύς.
Αφού δ' έμαθαν οι στρατιώται (την πρόθεσιν αυτήν του Ξενοφώντος), άλλοι μεν εξ αυτών εφρόνουν ότι θα ήτο καλλίτερον να μείνουν, άλλοι δε, οι και περισσότεροι, τουναντίον. Οι δε στρατηγοί Τιμασίων ο Δαρδανεύς και Θώραξ ο Βοιώτιος εις εμπόρους τινάς των Ηρακλεωτών και Σινωπέων, εκεί παρευρεθέντας κατά τύχην, λέγουν ότι, εάν (ούτοι) (15) δεν χορηγήσουν εις τον στρατόν μισθόν, ώστε να έχη ούτος στο ταξείδι όλα τα προς συντήρησίν του αναγκαία, πολύ πιθανόν τόσον μεγάλη (στρατιωτική) δύναμις ν' αναγκασθή να μείνη εις τον Πόντον. Διότι έχει σκοπόν ο Ξενοφών — εκεί δε τείνουν όλαι του αι προσπάθειαι — οπόταν έλθουν τα πλοία, τότε να είπη αίφνης στον στρατόν:
»Ω άνδρες, τώρα μεν πλέον σας βλέπομεν ότι δεν είσθε εις θέσιν: και κατά την επιστροφήν σας να έχετε τα προς διατροφήν σας αναγκαία και, αφού επιστρέψετε εις την Ελλάδα, να φανήτε κάπως ωφέλιμοι εις τους οικείους σας. Εάν όμως επιθυμήτε (να διαθέσετε άλλως τα καθ' υμάς), δύνασθε, αφού εκλέξετε οιονδήποτε θελήσετε μέρος της περί τον Πόντον κατοικουμένης χώρας, να προσορμισθήτε εκεί, και όσοι μεν έχουν αντίθετον γνώμην, ν' απέλθουν εις την πατρίδα των, όσοι δε είναι σύμφωνοι, να μείνουν. Έχετε δ' αρκετά πλοία εις την διάθεσίν σας, ώστε, όπου και αν θελήσετε, να επιπέσετε αιφνιδίως (ως κατακτηταί)».
Ακούσαντες ταύτα οι έμποροι τα αναγγέλλουν εις τας πόλεις (Σινώπην και Ηράκλειαν). Μαζή μ' αυτούς δ' απέστειλεν εκεί Τιμασίων ο Δαρδανεύς και Ευρύμαχον τον Δαρδανέα και Θώρακα τον Βοιώτιον, με την εντολήν να τα επαναλάβουν (να ειπούν κι' αυτοί τα ίδια). Οι δε Σινωπείς και Ηρακλεώται, αφού τους ήκουσαν, αποστέλλουν προς τον Τιμασίωνα απεσταλμένον, και τον παρακαλούν να πρωτοστατήση επ' αμοιβή (αφού λάβη χρήματα) εις την διά παντός τρόπου αναχώρησιν της στρατιάς.
Ούτος δε, μ' ευχαρίστησίν του ακούσας ταύτα, λέγει προς τους συνηθροισμένους ήδη στρατιώτας τα εξής: «Δεν πρέπει να έχετε τον νουν σας εις το πώς να μείνετε εις την χώραν ταύτην, ούτε να προτιμήσετε τίποτε άλλο περισσότερον από την εις την Ελλάδα επιστροφήν σας. Μανθάνω δε ότι διά την υπόθεσιν αυτήν ερωτούν τινες διά θυσιών τους Θεούς, χωρίς να σας ανακοινώσουν τίποτε.
Λοιπόν, σας υπόσχομαι, αν αναχωρήσετε, να δώσω επί ένα μήνα (16) εις έκαστον από της πρώτης του προσεχούς μηνός ως μισθόν ανά ένα κυζικηνόν στατήρα. (17) Και να σας φέρω εις την Τρωάδα, από την οποίαν είμαι φυγάς και όπου η πόλις μου (η πατρίς μου) θα ήναι αφ' εαυτής πάντοτε πρόθυμος να σας υποστηρίξη. Διότι εκουσίως των (χωρίς διόλου να εκβιασθούν) θα με δεχθούν εκεί (οι συμπολίται μου).
»Εγώ δε ο ίδιος θα σας οδηγήσω εις τα μέρη εκείνα, όθεν πολλά θα ωφεληθήτε χρήματα. Γνωρίζω δε κάλλιστα και την Αιολίδα και την Φρυγίαν και την Τρωάδα και (εν γένει) ολόκληρον την υπό του Φαρναβάζου διοικουμένην χώραν. Τα μεν (εκ των μερών αυτών), διότι κατάγομαι εκείθεν, τα δε, διότι συνεστρατεύθην (υπηρέτησα) εν αυτοίς ποτε με τον Κλέαρχον και τον Δερκυλίδαν». (18)
Εγερθείς και πάλιν Θώραξ ο Βοιώτιος, όστις διαρκώς εφιλονίκει με τον Ξενοφώντα περί στρατηγίας, είπεν ότι «εάν εξέλθουν εκ του Πόντου, θ' απαντήσουν την Χερρόνησον (θα έχουν εις την διάθεσίν των την Χ.), χώραν ωραίαν και ευδαίμονα, ώστε όσοι μεν θέλουν, να κατοικήσουν εις αυτήν, όσοι δε δεν θέλουν, ν' απέλθουν εις τας πατρίδας των. Είναι δε γελοίον, ενώ υπάρχει εις την Ελλάδα χώρα πολλή και άφθονος, να ζητούν τοιαύτην (προς διανομήν) εις γην βαρβαρικήν.
»Όταν δ' άπαξ — προσέθηκε — φθάσετε εκεί, τόσον εγώ, όσον και ο Τιμασίων υποσχόμεθα να σας δώσωμεν μισθόν». Έλεγε δε ταύτα έχων υπ' όψει του όσα εις τον Τιμασίωνα είχαν υποσχεθή οι Ηρακλεώται και οι Σινωπείς, διά να τους πείσουν ν' αναχωρήσουν εκείθεν. Εν τω μεταξύ δε τούτω (εφ' όσον δ' ωμίλει ούτος) εσίγα ο Ξενοφών.
Εγερθέντες δε Φιλήσιος και Λύκων οι Αχαιοί έλεγαν πόσον φοβερόν(!) ήτο: κατ' ιδίαν μεν ο Ξενοφών να προσπαθή να τους πείση (ξεγελάση) να εγκατασταθούν αυτού και να ερωτά υπέρ της εγκαταστάσεώς των ταύτης τους Θεούς, ουδέν ανακοινών εις τον στρατόν, ενώπιον δε των στρατηγών να μη λέγη περί τούτου τίποτε. Ώστε ηναγκάσθη ο Ξενοφών να σηκωθή (επί τέλους) και να είπη τα εξής:
«Εγώ, ω άνδρες, ερωτώ μεν, καθώς βλέπετε, τους Θεούς: πόσα είμαι εις θέσιν να πράττω υπέρ υμών κ' εμού, όπως, και λέγων και σκεπτόμενος και δρων, επιτυγχάνω αυτά οποία θα έπρεπε να ήναι (θα ήρμοζαν) και εις σας και εις εμέ — δηλαδή «κάλλιστα και άριστα. (19) Και τώρα επίσης τους ηρώτων περί αυτού ακριβώς, περί του αν (δηλαδή) θα ήτο προτιμότερον ν' αρχίσω να ομιλώ και να ενεργώ περί της υποθέσεως ταύτης ή όλως διόλου να μη θίξω αυτήν.
»Ο μάντις δε Σιλανός μου απεκρίθη: εν πρώτοις μεν ότι τα ιερά (19α) ήσαν καλά. Άλλως τε είχεν υπ' όψει του ότι δεν ήμην κ' εγώ άπειρος τούτων, ως παρευρισκόμενος πάντοτε κατά την εξέτασίν των. Μου είπε δε ότι εις τα ιερά εφαίνετο κάποιος εναντίον εμού δόλος και επιβουλή, διότι, ως φαίνεται, είχεν υπ' όψιν ότι αυτός ο ίδιος διελογίζετο να με διαβάλη προς σας. Διότι (ως γνωρίζετε) διέδωκεν ότι εγώ είχα ήδη κατά νουν να πραγματοποιήσω (όσα εμάθατε), χωρίς προηγουμένως να σας πείσω.
»Εγώ δε, εάν μεν σας έβλεπα να στερήσθε των προ συντήρησίν σας αναγκαίων, μάθετε ότι θα εφρόντιζα περί τούτου ούτως, ώστε να ήτο δυνατόν, αφού άπαξ καταλάβετε μίαν πόλιν, οιοσδήποτε μεν ήθελε ν' αναχωρήση τώρα, ν' ανεχώρει, όστις δε δεν ήθελε, (ν' ανεχώρει) ύστερα, αφού απέκτα αρκετά, τόσα, ώστε να φανή κατά τι ωφέλιμος και εις τους συγγενείς του.
»Επειδή όμως βλέπω ότι οι Ηρακλεώται και Σινωπείς, και τα ζητηθέντα προς αναχώρησιν πλοία σας αποστέλλουν, και μισθόν σας υπόσχονται από της πρώτης του προσεχούς μηνός, νομίζω συμφέρον, αφού σώοι και αβλαβείς φθάνομεν ούτω όπου θέλομεν, να λάβωμεν τον διά την σωτηρίαν μας αυτήν (διδόμενον) μισθόν, εγώ δε αυτός αποσύρω την περί (διαρκούς) εγκαταστάσεως πρότασίν μου, όσοι δ' εξ υμών είχαν έλθη πρός εμέ λέγοντες ότι οφείλω να πράξω όσα προ ολίγου ανέφερα, μετά τους λόγους μου αυτούς τους λέγω ότι υποχρεούνται πλέον να σιγήσουν.
«Διότι έχω την γνώμην ότι, εάν μεν ήσθε όλοι μαζή (ενωμένοι), όπως τώρα, θα μου φανήτε ότι και άξιοι τιμής είσθε και τα προς συντήρησίν σας ασφαλώς θα έχετε. Διότι, όταν ήσθε ισχυροί, δύνασθε και να καταλαμβάνετε ακόπως τα των ασθενεστέρων σας.
Εάν διασπασθήτε όμως και εις μικρά κομματιάσετε μέρη τας δυνάμεις σας, τότε ούτε τα προς συντήρησίν σας δύνασθε να έχετε, ούτε ατιμωρητί ν' απομακρυνθήτε εντεύθεν.
«Λοιπόν φρονώ ό,τι και σεις: να αναχωρήσωμεν εις την Ελλάδα, και, φυσικά, εάν τις συλληφθή (εκ του στρατού) καθυστερών (μένων οπίσω), πριν ή ακόμη ολόκληρον το στράτευμα ευρεθή εν ασφαλεία, ούτος να κατηγορηθή (εναχθή) ως αδικών. Ας υψώση δε την χείρα όστις φρονεί τα λεγόμενά μου ως ορθά».
Και άπαντες την ύψωσαν. Αλλ' ο μάντις Σιλανάς διεμαρτύρετο διά τα λεχθέντα και προσεπάθει με επιχειρήματα διάφορα να τους πείση ότι το δίκαιον ήτον: οποίος ήθελε, να αναχωρή εις την πατρίδα του ελευθέρως. Οι στρατιώται όμως δεν τον ηνείχοντο (λέγοντα τοιαύτα), αλλά τον εφοβέριζαν ότι, εάν τον συλλάβουν δραπετεύοντα, θα τον τιμωρήσουν.
Μετά ταύτα, αφού οι Ηρακλεώται εκατάλαβαν πώς απεφάσισαν πλέον (οι Έλληνες) ν' αναχωρήσουν, και ότι αυτός ο ίδιος Ξενοφών έδωκε την προς τούτο ψήφον του, τα μεν διά την αναχώρησιν πλοία αποστέλλουν, ως προς τα χρήματα όμως, όσα είχαν υποσχεθή εις τον Τιμασίωνα και Θώρακα, τους εγέλασαν. Τότε εκείνοι οίτινες είχαν υποσχεθή τον μισθόν ευρέθησαν εις μεγάλην αμηχανίαν φοβούμενοι τους στρατιώτας. Παραλαβόντες, λοιπόν, ούτοι και τους λοιπούς στρατηγούς, εις τους οποίους είχαν ήδη ανακοινώση όλας τας προηγουμένας ενεργείας των — ήσαν δε όλοι, πλην του Νέωνος του Ασιναίου, όστις ήτον υποστράτηγος του Χειροσόφου, μη προσελθόντος ακόμη εις την συνέλευσιν — έρχονται εις τον Ξενοφώντα και του λέγουν ότι μετέβαλαν γνώμην και ότι νομίζουν πως είναι ορθόν ν' αποπλεύσουν, αφού υπάρχουν εις την διάθεσίν των πλοία, εις τον Φάσιν (ποταμόν), καταλαμβάνοντες την χώραν των Φασιανών (Κολχίδα). (20)
Ετύχαινε δε τότε να ήναι βασιλεύς της χώρας ταύτης ο εγγονός του ποτέ εν αυτή βασιλέως Αιήτου. Ο Ξενοφών όμως (εις τας προτάσεις εκείνας των στρατηγών) απεκρίθη ότι αρνείται να είπη τοιούτο τι εις το στράτευμα. «Εάν δε θέλετε — προσέθηκεν — αφού σεις συναθροίσετε προς τον σκοπόν τούτον τον στρατόν, προτείνατέ το». Τότε Τιμασίων ο Δαρδανεύς προτείνει να μη συγκαλέσουν τον στρατόν εις εκκλησίαν, αλλ' έκαστος (των στρατηγών) να προσπαθή πρώτον να πείση τους λοχαγούς του. Όπερ και έπραξαν, αποχωρήσαντες.
Οι στρατιώται, λοιπόν, ερωτώντες έμαθαν τας νέας ταύτας
προτάσεις (τα νέα αυτά ανακατώματα). Και ο Νέων
διαβάλλει τον Ξενοφώντα λέγων ότι, αφού παρέσυρε (με το μέρος
του) τους άλλους στρατηγούς, σκέπτεται, εξαπατήσας τους
στρατιώτας, να τους οδηγήση οπίσω εις τον Φάσιν. Ακούσαντες δε
ταύτα οι στρατιώται δυσηρεστήθησαν και συναθροίσεις εγίνοντο
και κύκλοι συνεκροτούντο [και πάρα πολύ εφοβούντο μήπως τους
μεταχειρισθούν όπως μετεχειρίσθησάν ποτε και τους κήρυκας των
Κόλχων και τους αγορανόμους. Εκ των οποίων όσοι δεν κατέφυγαν
τότε εις την θάλασσαν (εις τα πλοία), ελιθοβολήθησαν].
Αφού δε ο Ξενοφών αντελήφθη την εξέγερσιν ταύτην των στρατιωτών, απεφάσισε να τους συγκαλέση εις εκκλησίαν (21) το ταχύτερον και να μη τους αφήση αφ' εαυτών εδώ κ' εκεί να συναθροίζωνται (όπου τους κατέβαινε). Διέταξε, λοιπόν, τον κήρυκα να τους προσκαλέση.
Και ούτοι, μόλις τον ήκουσαν, προσέτρεξαν όλοι προθυμώτατα. Τότε ο Ξενοφών τους μεν στρατηγούς δεν κατηγόρει, διότι ούτοι είχαν ήδη έλθη προς αυτόν, λέγει δε (προς τους συναθροισθέντας στρατιώτας) τα εξής:
Μανθάνω, ω άνδρες, ότι κάποιος (εξ υμών) με διαβάλλει ότι εγώ δήθεν σκέπτομαι δι' απάτης να σας οδηγήσω (φέρω) εις τον Φάσιν. Ακούσατέ με εν ονόματι των Θεών, και εάν μεν αποδειχθή ότι εγώ σας ηδίκησα, τότε μου επιβάλλεται να μην αναχωρήσω απ' εδώ, πριν δικασθώ (πριν δώσω λόγον των πράξεών μου). Αν όμως αποδειχθή ότι με ηδίκησαν οι συκοφαντήσαντές με, τότε μεταχειρισθήτε τους όπως τους πρέπει.
Σεις δε — προσέθηκε — γνωρίζετε βεβαίως από πού ο Ήλιος ανατέλλει και πού δύει, και ότι, εάν μεν τις προτίθεται να υπάγη εις την Ελλάδα, πρέπει να βαδίση προς δυσμάς. Εάν δέ τις θέλη να υπάγη εις τους βαρβάρους, ότι θα βαδίση, αντιθέτως, προς ανατολάς. Είναι δυνατόν, λοιπόν, να υπάρξη άνθρωπος όστις να ημπορή να σας εξαπατήση εις τούτο: ότι όπου μεν ο Ήλιος ανατέλλει, ότι εκεί δύει, όπου δε δύει, ότι εκεί ανατέλλει;
Αλλ' όμως και τούτο ακόμη βέβαια γνωρίζετε: ότι ο μεν βορράς (πνέων) φέρει (τον πλέοντα) έξω του Πόντου, προς την Ελλάδα, ο δε νότος, εντός του Πόντου, προς τον Φάσιν. Και λέγεται (από τους ναυτικούς) ότι, όταν πνέη βορράς, είναι οι προς την Ελλάδα πλόες ευνοϊκοί και ούριοι. Τοιούτου είδους, λοιπόν, απάτην θα ευρίσκετο άρα γε κανείς να μετέλθη προς υμάς (με τοιούτου είδους ψέμματα, λοιπόν, θα ήτο δυνατόν κανείς να σας ξεγελάση) ώστε να σας πείση να επιβιβασθήτε εις τα πλοία, οπόταν πνέη εις τον Πόντον νότιος άνεμος; Αλλά θα ηδύνατό τις να μοι είπη ότι δεν θα συμβή τούτο, διότι δήθεν εγώ θα επιβιβασθώ όταν θα ήναι μόνον γαλήνη.
«Λοιπόν, εγώ μεν θ' αναχωρήσω μ' ένα μόνον πλοίον, σεις δε όλοι, τουλάχιστον μ' εκατόν. Πώς, λοιπόν, εγώ ήθελα σας εξαναγκάση να αναχωρήσετε μαζή μου χωρίς να θέλετε ή πώς ήθελα σας σύρη δι' απάτης με το μέρος μου;
«Αλλ' έστω. Παραδέχομαι ότι σας εξηπάτησα και διά δόλου σας παρέσυρα να έλθετε εις τον Φάσιν. Και, λοιπόν, αποβιβαζόμεθα εις την χώραν. Βεβαίως θα ενοήσετε αμέσως ότι δεν ευρίσκεσθε εις την Ελλάδα. Και εγώ μεν ο εξαπατήσας υμάς θα ήμαι (απέναντί σας) ένας, σεις δε οι εξαπατηθέντες θα ήσθε (απέναντί μου) περίπου δέκα χιλιάδες με τα όπλα σας. Πώς, λοιπόν, (κατά ποίον, λοιπόν, άλλον τρόπον) θα ηδύνατο περισσότερον να τιμωρηθή ανήρ ή ούτω περί εαυτού και περί υμών σκεπτόμενος;
«Αλλ' οι λόγοι ούτοι είναι λόγοι ανθρώπων και ηλιθίων και φθονούντων με διά τας τιμάς, με τας οποίας με περιβάλλετε. Αν και φρονώ ότι όχι βέβαια δικαίως ήθελαν με φθονήση. Διότι ποίον εξ αυτών εγώ εμποδίζω ή να ομιλή — εάν τις έχη την δύναμιν να κάμη τι καλόν — εν τω μέσω υμών, ή να πολεμή — εάν τις θέλη — και υπέρ υμών και υπέρ εαυτού, ή να έχη πάντοτε άγρυπνον το πνεύμα του, φροντίζων περί της ασφαλείας (της ζωής σας); Τάχα, όταν εκλέγετε τους αρχηγούς σας, εις ποίου εκλογήν εγώ γίνομαι εμπόδιον; Υποχωρώ (προ αυτού) και ας άρχη. Αρκεί να παρουσιάζεται πράττων καλόν τι υπέρ υμών.
«Αλλ' όμως, ως προς εμέ μεν, είναι αρκετά όσα περί τούτων είπα. Εάν δε τις από σας φρονή ή ότι, εγώ ο ίδιος τελείως, εις όσα ανέφερα, ηπατήθην ή ότι άλλον τινά ηπάτησα, ας έλθη, καταγγέλλων την απάτην, να το αποδείξη.
«Όταν όμως αρκήσθε εις τα λεχθέντα, μην απέλθετε εντεύθεν πριν ή ακούσετε τι είναι εκείνο το οποίον βλέπω εγώ τώρα να παρουσιάζεται εις τον στρατόν. Εάν μάλιστα μέλλη να επιταθή τούτο και ήναι οποίον υποδηλώνεται (ότι θα ήναι εν τω μέλλοντι), φρονώ ότι είναι καιρός πλέον να σκεφθώμεν σοβαρώς υπέρ εαυτών, μη φωραθώμεν άθλιοι κ' επαίσχυντοι άνδρες και ενώπιον των θεών και ενώπιον των ανθρώπων και των φίλων και των πολεμίων μας».
Ακούσαντες δε ταύτα οι στρατιώται ηπόρουν τι να ήτο τούτο άρα γε, και τον παρεκίνουν να το είπη. Μετά τούτο άρχεται και πάλιν λέγων τα εξής: «Γνωρίζετε ίσως ότι ήσαν βαρβαρικά τινα μέρη μεταξύ των ορέων, φιλικώς διακείμενα προς τους κατοίκους της Κερασούντος, από τα οποία κατερχόμενοί τινες μας επώλουν και ζώα κατάλληλα διά τας θυσίας μας και όσα άλλα είχαν, νομίζω δε ότι καί τινες από σας, ελθόντες εις το πλησιέστερον εκ των μερών αυτών και αγοράσαντές τι, πάλιν επανήλθον.
«Μαθών ακριβώς τα κατά τούτο Κλεάρετος ο λοχαγός, ότι δηλαδή και ασήμαντον είναι το μέρος και απροφύλακτον ως εκ της μετά των Κερασουντίων φιλίας του, (22) επιτίθεται κατ' αυτού την νύκτα διά να το λεηλατήση, χωρίς εις κανένα εξ ημών να είπη τίποτε.
«Είχε δε κατά νουν, εάν κατορθώση και καταλάβη το μέρος τούτο, εις μεν το στράτευμα να μην επανέλθη πλέον, επιβιβαζόμενος δε εις πλοίον, εντός του οποίου ευρίσκοντο εκεί που πλησίον πλέοντες οι υπό την αυτήν στεγαζόμενοι σκηνήν συνάδελφοί του («σύσκηνοι»), και φορτώνων εις αυτό ό,τι ήθελεν αρπάση εκ της λεηλασίας, ν' αναχωρήση εκείθεν κρυφίως, πλέων έξω του Πόντου. Περί όλων δε τούτων συνενοήθησαν (προηγουμένως) μετ' αυτού οι εν τω πλοίω, καθώς εγώ υποθέτω.
«Προσκαλέσας, λοιπόν, εκ του στρατού όσους κατώρθωσε να πείση, τους ωδήγησε κατά του μέρους εκείνου. Ενώ δ' ακόμη εβάδιζε, τον καταλαμβάνει η ημέρα, και συναχθέντες αμέσως οι κάτοικοι και από απροσίτων μερών κτυπώντες και πληγώνοντες, και τον Κλεάρετον φονεύουν και εκ των άλλων ουκ ολίγους. Τινές δε (εκ των περί αυτόν) και εις την Κερασούντα καταφεύγουν.
«Ταύτα δ' ελάμβανον χώραν πλέον κατά την ημέραν, καθ' ήν ανεχωρούμεν (ξεκινούσαμε) διά ξηράς προς τα εδώ. Εκ δε των πλεόντων ευρίσκοντο ακόμη τινές εις την Κερασούντα, μη αναχθέντες εισέτι εις το πέλαγος. Μετά ταύτα, καθώς οι Κερασούντιοι λέγουν, φθάνουν εκ των κατοίκων του μέρους εκείνου («του χωρίου») τρεις εκ των σεβαστοτέρων άνδρες, επιθυμούντες να έλθουν εις το στράτευμα (να ίδουν τους στρατηγούς).
«Επειδή δε δεν μας επρόφθασαν, έλεγαν εις τους Κερασουντίους ότι ηπόρουν διατί απεφασίσαμεν (πώς μας ήρθε) να επιτεθώμεν κατ' αυτών. Αφού όμως, κατά το λέγειν των Κερασουντίων, τους εβεβαίωσαν ούτοι ότι η επίθεσις εκείνη δεν έγεινεν από κοινού, ευχαριστήθησαν και εσκέπτοντο να έλθουν εδώ (εις Κοτύωρα), διά να μας καταγγείλουν τα γενόμενα και μας παρακινήσουν (προτείνουν) να θάψωμεν, αφού παραλάβωμεν, τους εκεί πεσόντας νεκρούς μας.
»Αλλ' εκ των αποφυγόντων την καταστροφήν Ελλήνων έτυχε να ευρίσκωνταί τινες ακόμη εις την Κερασούντα. Ούτοι, επειδή, όπου και αν επήγαιναν οι βάρβαροι, τους ησθάνοντο διαρκώς εμπρός των, (23) ετόλμησαν και αυτοί οι ίδιοι να τους λιθοβολήσουν και τους άλλους προέτρεπαν να τους μιμηθούν. Και ούτω οι άνδρες εκείνοι αποθνήσκουν — και οι τρεις όντες πρέσβεις (δηλ. πρόσωπα ιερά) — λιθοβοληθέντες.
»Αφού δε συνέβησαν ταύτα, έρχονται προς ημάς εδώ απεσταλμένοι εκ της Κερασούντος και μας καταγγέλλουν τα γενόμενα. Και ημείς οι στρατηγοί, ακούσαντες, και εστενοχωρούμεθα δι' όσα έγειναν και με τους Κερασουντίους συνεσκεπτόμεθα περί του τρόπου, καθ' ον θα εθάπτοντο οι νεκροί (εκείνοι) των Ελλήνων.
«Ενώ δε συνεκαθήμεθα προ του στρατοπέδου (με τους Κερασουντίους), έξαφνα ακούομεν θόρυβον πολύν και φωνάς: Σκότωσέ τον! χτύπα τον! κ' ευθύς τότε βλέπομεν πολλούς να τρέχουν προς τα εμπρός, κρατούντες λίθους εις τας χείρας, άλλους δε ν' αναλαμβάνουν τοιούτους (από χάμω).
«Και οι μεν Κερασούντιοι, επειδή είχαν ήδη υπ' όψει τους το λαβόν χώραν εις την πόλιν των συμβάν, φοβηθέντες διευθύνονται (ζητούντες προστασίαν) εις τα πλοία. Ήσαν δε μα τον Δία καί τινες από ημάς, οίτινες (επίσης) εφοβήθησαν. (24)
«Εγώ ούχ ήττον έτρεξα προς αυτούς και τους ηρώτων τι συμβαίνει. Εκ τούτων δε, αν και ήσαν τινες, οίτινες ουδέν εγνώριζαν, εκράτουν εν τούτοις λίθους εις τας χείρας. Αφού δ' επί τέλους επέτυχα κάποιον να γνωρίζη τα διατρέξαντα, μου λέγει ότι (όλα αυτά συμβαίνουν, διότι) οι αγορανόμοι μεταχειρίζονται τα στράτευμα αυστηρότατα.
»Εν τω μεταξύ τούτω κάποιος βλέπει τον αγορανόμον Ζήλαρχον να φεύγη προς την θάλασσαν, και ανέκραξε: Νά ένας! ο Ζήλαρχος! Εκείνοι δε, μόλις ήκουσαν τας φωνάς, τρέχουν κατ' επάνω του, σαν να είχε φανή κανείς αγριόχοιρος ή καμμία έλαφος.
»Αλλ' οι Κερασούντιοι, μόλις τους είδαν να τρέχουν προς το μέρος των, νομίζοντες προφανώς ότι διευθύνονται εναντίον των τρέπονται δρομαίως εις φυγήν και ρίπτονται εις την θάλασσαν. Συνερρίφθησαν δε και εξ ημών αυτών αρκετοί, και πας όστις δεν εγνώριζε να κολυμβά, επνίγετο.
»Και, λοιπόν, τι νομίζετε ότι υπέθεσαν οι Κερασούντιοι ούτοι ότι συνέβαινε; Κανέν μεν αδίκημα δεν είχαν κάμη. Εφοβήθησαν δε μήπως καμμία λύσσα είχεν, όπως εις τους σκύλλους, ενσκήψη εις το στράτευμα! Εάν, λοιπόν, όσα σας είπα ήναι τόσον φοβερά, σκεφθήτε πλέον που δύναται να φθάση μίαν ημέραν η κατάστασις αύτη του στρατεύματος.
»Όλοι μεν σεις δεν θα ήσθε κύριοι ούτε να κηρύξετε (επιχειρήσετε) πόλεμον προς όντινα θέλετε, ούτε να τον παύσετε (διακόψετε), έκαστος δε ξεχωριστά (όποιου δε του καπνίση χωριστά) θα οδηγή καθ' οιουδήποτε θέλει τον στρατόν. Και εάν τινες έλθουν προς σας ως πρέσβεις, διά να σας παρακαλέσουν ή δι' ειρήνην ή δι' άλλο τι, φονεύοντες τούτους αυθαιρέτως όσοι από σας θέλουν, θα γείνουν αίτιοι να μην ακούσετε τους λόγους εκείνων οίτινες (δι' ειρήνην ή δι' άλλο τι) έρχονται προς σας.
«Έπειτα δε, εκείνοι μεν τους οποίους σεις όλοι ηθέλατε εκλέξη ως αρχηγούς σας, δεν θα λογαριάζωνται διόλου, εκείνος δε όστις ήθελεν εκλέξη τον εαυτόν του ως στρατηγόν και επιθυμεί (τούρχεται) να διατάσση: Κτύπα, κτύπα! ούτος θα ήναι ικανός και (τον) αρχηγόν να φονεύη και οιονδήποτε από σας θέλει ιδιώτην, χωρίς να τον δικάση προηγουμένως, αρκεί (δι' όλα αυτά) να υπάρχουν εκείνοι οίτινες θα υπακούσουν εις αυτόν, όπως και εις την προκειμένην περίπτωσιν συνέβη.
«Συλλογισθήτε δε ποίας καθ' υμών έχουν διαπράξη αδικίας οι αυτοχειροτόνητοι ούτοι στρατηγοί. Ζήλαρχος μεν ο αγορανόμος, εάν μεν σας ηδίκησεν, εξηφανίσθη ήδη αποπλεύσας, χωρίς να τον δικάσετε (τιμωρήσετε). Εάν δε δεν σας ηδίκησεν, έφυγεν ήδη από το στράτευμα, φοβηθείς μήπως, χωρίς να δικασθή, φονευθή αδίκως.
«Εκείνοι δε οίτινες ελιθοβόλησαν τους πρέσβεις, κατώρθωσαν (κατάφεραν): μόνοι ημείς εκ των Ελλήνων να μην ήμεθα του λοιπού εν ασφαλεία εις την Κερασούντα, εάν δεν πηγαίνωμεν εκεί συνοδευόμενοι από ισχυράν (προς ασφάλειάν μας) δύναμιν. Ως προς τους νεκρούς δε, τους οποίους προηγουμένως αυτοί ούτοι οι φονεύσαντες μας επρότειναν να θάψωμεν, και ως προς τούτους ακόμη κατώρθωσαν να μην ήναι, ούτε ακόμη με κηρύκειον, (25) ασφαλές να τους αποκομίζωμεν (να μη δυνάμεθα ούτε ακόμη με κηρύκειον να τους αποκομίζωμεν — σηκώνωμε — χωρίς να κινδυνεύωμεν). Διότι ποιος θα θελήση πλέον ν' αναλάβη κήρυκος (26) αποστολήν, ενώ αυτός ούτος έχει ήδη φονεύση κήρυκας; Ούτω δε περιήλθομεν εις την θέσιν να παρακαλέσωμεν ημείς τους Κερασουντίους να τους θάψουν.
»Εάν μεν, λοιπόν, φρονήτε ότι όλα όσα σας εξέθηκα έχουν καλώς, νομιμοποιήσατε τότε την οικτράν αυτήν κατάστασιν, ίνα, αφού θα ήμεθα τοιούτοι (πλέον άθλιοι εν τη ζωή), περιφρουρήση ξεχωριστά έκαστος τον εαυτόν του, προσπαθή δε του λοιπού να κατοική (να διαμένη) εκεί όπου μόνον θα ηδύνατο να έχη δεξιά αυτού και υψηλότερά του, (27) απότομα και κρημνώδη μέρη! (28)
»Εάν όμως νομίζετε ότι αι πράξεις αύται είναι έργα θηρίων και όχι ανθρώπων, αποφασίσατε να θέσετε πλέον «τελείαν και παύλαν» εις αυτάς. Άλλως, πώς — «δι' όνομα του θεού» — πώς θα τολμήσωμεν να προσφέρωμεν ηδέως εις τους Θεούς θυσίας, ποιούντες έργα ασεβή, ή πώς θα πολεμήσωμεν εις το μέλλον τους εχθρούς μας, όταν αλληλοσπαραζώμεθα;
»Ποία δε πόλις θα μας υποδεχθή του λοιπού με φιλικά αισθήματα, βλέπουσα τόσον μεγάλην παραλυσίαν εις το στράτευμα; Ποίος δε με θάρρος, (χωρίς να διατρέχουν κανένα τα συμφέροντά του κίνδυνον), θα μας παράσχη πλέον τροφάς προς αγοράν, όταν περί τα σπουδαιότατα φωρώμεθα ούτω παρεκτρεπόμενοι και σφάλλοντες; Τον έπαινον δε, τον οποίον φανταζόμεθα ότι παρ' όλων θα κερδίσωμεν, (σας ερωτώ): ποίος ήθελεν απονείμη πλέον προς ημάς, τοιούτους όντας; Διότι γνωρίζω ότι ημείς τουλάχιστον θα ωνομάζαμεν δειλούς και ανάνδρους εκείνους, οίτινες θα έπραττον τοιαύτας επαισχύντους πράξεις».
Μετά τους λόγους τούτους εγερθέντες όλοι επρότειναν: όσοι μεν έγειναν παραίτιοι τούτων (διέπραξαν ταύτας), να τιμωρηθούν, του λοιπού δε να μην επιτραπή πλέον εις κανένα να παρανομή. (29)
Εάν δε τις παρανομήση εις το μέλλον, να τιμωρηθή διά θανάτου. Τους δε στρατηγούς να εισαγάγουν πάντας εις δίκην. Και εάν τις, αφ' ης εφονεύθη ο Κύρος, ηδικήθη εις ό,τι δήποτε, να εγκαταστήσουν αμέσως (προς απονομήν του δικαίου) δικαστήρια. Υπέδειξαν δε ως δικαστάς λοχαγούς. Παρακινούντος δε του Ξενοφώντος και των μάντεων συμβουλευόντων, απεφασίσθη να καθαρίσουν (να εξαγνίσουν) τον στρατόν (από το μίασμα των διαπραχθέντων ανοσιουργημάτων). Και προς τούτο έγεινε διά θυσιών προς τους Θεούς και άλλων ο πρέπων εξιλεωτικός αυτών αγιασμός.
Απεφασίσθη δε και οι στρατηγοί να δικασθούν (τιμωρηθούν) δι'
όσα κατά το παρελθόν διέπραξαν κακά. Και δικαζομένων, ο μεν
Φιλήσιος και Ξανθικλης κατεδικάσθησαν να πληρώσουν το έλλειμμα,
(30) το οποίον ευρέθη μετά την φρούρησιν
των από των πλοίων, (όσα άλλοτέ ποτε είχαν συλληφθή υπό του
Πολυκράτους), εκφορτωθέντων πραγμάτων, ανελθόν εις είκοσι μνας.
(31) Ο δε Σοφαίνετος, εις μνας δέκα, διότι
εκλεγείς άρχων, εδείχθη αμελής περί τα καθήκοντά του. Τον δε
Ξενοφώντα κατηγόρησάν τινες, λέγοντες ότι εκτυπήθησαν υπ'
αυτού. Τον κατηγόρουν δηλαδή επί βιαιότητι.
Και ο Ξενοφών, εγερθείς, διέταξε τον πρώτον κατηγορήσαντα να είπη: πού και πότε εκτυπήθη. Ούτος δε απήντησεν: «Όταν εχανόμεθα (απεθνήσκομεν) από το ψύχος και έπιπτε πολλή χιών».
Ο δε Ξενοφών απήντησεν: «Αλλά βεβαίως, εις εποχήν καθ' ην, όπως λέγεις, ο χειμών ήτο φοβερός, εστερούμεθα δε τροφών, οίνον δε ούτε προς όσφρησιν καν είχαμεν (ούτε για μυρουδιά), οι περισσότεροι δε είχαμεν αποκάμη από τους κόπους, μας ηκολούθουν δε κατά πόδας οι πολέμιοι, βεβαίως, εάν (υποτεθή ότι) εις τοιαύτας δυσκόλους περιστάσεις εφάνην βίαιος («ύβρισα»), ομολογώ ότι έπρεπε τότε να ήμαι ακόμη και αυτών των όνων υβριστότερος (βιαιότερος), οίτινες, όπως λέγουν, από κανένα κόπον δεν καταβάλλονται εις τας προς αλλήλους ύβρεις των (τας προς ασέλγειαν ορμάς των). (32)
»Αλλ' ειπέ μοι — προσέθηκε — διά ποίαν αιτίαν εκτυπήθης; Ποίον εκ των δύο τούτων σου εζήτησα, και, επειδή δεν μου το έδωκες, σ' εκτύπησα; Λέγε! Τι απήτουν από σε; Μήπως εφιλονίκουν (ημιλλώμην) προς σε περί παιδικών; Μήπως εν ώρα μέθης σε ελύπησα;».
Επειδή δε κανέν' από αυτά δεν εβεβαίωσεν, ο Ξενοφών τον ξαναρώτησεν αν είναι οπλίτης. — «Όχι» — απεκρίθη εκείνος. Και πάλιν τον ερωτά μήπως είναι πελταστής. «Ούτε πελταστής» απήντησεν «αλλ' ως ελεύθερος ετάχθην από τους συναδέλφους μου (συνοίκους μου) να ελαύνω ημίονον (να ήμαι ελάτης)».
Τότε, λοιπόν, τον ανεγνώρισε και τον ερωτά: «Μήπως είσαι ο παραλαβών τον ασθενή (κατασκοτωμένον από τους κόπους) στρατιώτην;». «Ναι, μα τον Δία» απεκρίθη «(εγώ είμαι εκείνος), διότι συ με εξηνάγκασες (να τον παραλάβω): Τας δε αποσκευάς (όπλα) των συναδέλφων μου διεσκόρπισες εδώ κ' εκεί».
«Αλλ' ο μεν διασκορπισμός των, είπεν ο Ξενοφών, έγεινεν (απάνω - κάτω) ως εξής: τας παρέδωκα εις άλλους να τας φέρουν και διέταξα να τας διαβιβάσουν κρυφίως (δι' άλλης οδού) προς εμέ, και, αφού 'ξεχώρισα τας ιδικάς σου (από τας άλλας), σου τας επέστρεψα, επειδή και συ μου παρέδωκας τον στρατιώτην (που σου ενεπιστεύθην). Πώς έχει δε η υπόθεσις αυτή, ακούσατε — είπε — διότι αληθώς αξίζει (τον κόπον) να την ακούσετε:
«Κάποιος στρατιώτης, μη δυνάμενος πλέον να βαδίζη (από την κούρασιν), έμενεν οπίσω. Και όσον μεν αφορά εμέ, τον άνθρωπον αυτόν απλώς μόνον εγνώριζα ότι ήτον ένας εξ ημών. Σε ηνάγκασα δε να τον παραλάβης (σηκώσης), διά να μην αποθάνη. Διότι, καθώς εγώ ενόμιζα, μας ηκολούθουν κατά πόδας οι πολέμιοι».
Και όλα αυτά επίσης τα εβεβαίωσεν ο κατηγορήσας τον Ξενοφώντα επί βιαιότητι. «Λοιπόν — είπεν ο Ξενοφών — αφού σ' έστειλα εις τα έμπροσθεν του στρατεύματος, σ' ευρίσκω (σε πετυχαίνω) αιφνιδίως κατόπιν, πλησιάζων και πάλιν με τους οπισθοφύλακάς μου, να σκάπτης λάκκον με σκοπόν να θάψης (καταχώσης) τον άνθρωπον εκείνον, και, σταθείς προ σου, (33) σ' επήνουν (διά την πράξιν σου).
»Επειδή δε, ενώ όλοι παριστάμενα θεώμενοι, συνέκλεισε το σκέλος του ο στρατιώτης, οι παρευρισκόμενοι εκεί ανέκραξαν ότι «ζη ο άνθρωπος!». Συ δε είπες: «ας ζη όσον θέλει! (δεν πα να ζη!). Εγώ βεβαίως δεν θα τον σηκώσω πλέον». Τότε, λοιπόν, σ' εκτύπησα». «Αληθώς ούτω συνέβησαν». «Διότι μου εφάνης — είπεν ο Ξενοφών — ομοιάζων με άνθρωπον γνωρίζοντα (μου εφάνης γνωρίζων) ότι έζη ο στρατιώτης εκείνος». «Αλλ' — απήντησε — μήπως δεν απέθανε κατόπιν, αφού σου τον παρέδωκα;». (34) «Αλλ' — είπεν ο Ξενοφών — και ημείς εδώ όλοι μίαν ημέραν θ' αποθάνωμεν. Λοιπόν, δι' αυτόν τον λόγον πρέπει να ταφώμεν ζώντες;». (35)
Και τούτον μεν όλοι οι παριστάμενοι στρατιώται ανεβόησαν: ότι πολύ ολίγον τον εκτύπησε (πολύ 'λίγαις του 'δωκε). Παρεκίνει δ' ο Ξενοφών και τους άλλους να του είπουν διά ποίον λόγον έκαστος αυτών εδάρη. Επειδή δε κανείς δεν ηγέρθη πλέον, διά να του απαντήση, ο Ξενοφών εξηκολούθησεν: «Εγώ, ω άνδρες, ομολογώ ότι εκτύπησα πράγματι διά λόγους πειθαρχίας στρατιώτας τινάς, οίτινες, ενώ ήτο δυνατόν να σωθούν (να φθάσουν σώοι και ασφαλείς εις την πατρίδα των) δι' υμών, πειθαρχικώς βαδιζόντων και πολεμούντων όπου παρίστατο ανάγκη, αυτοί, καταλιπόντες τας τάξεις του στρατεύματος, προτρέχοντες αυτού, ήθελαν ν' αρπάζουν και να ήναι ανώτεροι ημών. (36) Εάν όμως εκάναμεν τούτο όλοι, ηθέλαμεν όλοι καταστραφή.
«Μέχρι σήμερον δε και κάθε από μαλθακότητα αδρανούντα και αρνούμενον να σηκωθή (να σταθή στα πόδια του), αφηνόμενον δε εις την διάκρισιν του εχθρού, αυτόν και τον εκτύπων και τον ηνάγκαζα να βαδίζη διά της βίας. Διότι και εγώ ο ίδιος, κατά τον παρελθόντα δυνατόν χειμώνα, περιμένων ποτέ κάποιους ετοιμάζοντας τας αποσκευάς των, επειδή εκάθισα (έμεινα ακίνητος) επί πολλήν ώραν, είδα ότι με πολλήν μου δυσκολίαν εσηκώθην (έπειτα) και ότι ετέντωνα τα σκέλη μου (διά να ξεμουδιάσω).
»Επειδή λοιπόν ήξευρα (έλαβα πείραν) από τον εαυτόν μου, διά τούτο και όποιον άλλον έβλεπα οπουδήποτε να κάθεται και ν' αποχαυνούται, τον ηνάγκαζα διά της βίας να κινήται (τον έβαζα μπροστά, τον πρόγκιζα). Διότι το να κινήται τις και ν' ανδρίζεται έδιδεν εις το σώμα μεν κάποιαν θερμότητα, εις τα μέλη δε ευκινησίαν. Το να κάθεται δε τις και να ησυχάζη (μακαρίως), έβλεπα ότι συνετέλει εις το να αποπήγνυται (να μη κυκλοφορή) το αίμα και ν' αποσαπίζουν οι δάκτυλοι των ποδών — ταλαιπωρία, από τας οποίας και σεις οι ίδιοι γνωρίζετε ότι πολλοί έπαθαν.
»Κάποιον δε άλλον, ο οποίος ίσως είχε μείνη οπίσω από ραθυμίαν (τεμπελιά) κ' εμπόδιζε και σας τους έμπροσθεν και ημάς τους όπισθεν ερχομένους να βαδίζωμεν, τον εκτύπησα διά του γρόνθου, διά να μη κτυπηθή κατόπιν από την λόγχην του εχθρού.
Και λοιπόν, τώρα είναι επιτετραμμένον εις (τους κυρίους) αυτούς, τους οποίους (ούτω διά της βίας) έσωσα, εάν έπαθαν τίποτε από εμέ αδίκως, να μου ζητήσουν λόγον (ικανοποίησιν). Εάν όμως ηχμαλωτίζοντο από τους πολεμίους, δεν θα ηδύναντο να λάβουν καμμίαν ικανοποίησιν, δι' οσονδήποτε μέγα κακόν ήθελαν πάθη.
»Οι λόγοι μου — είπεν — είναι απλούστατοι: Εάν μεν διά καλόν ετιμώρησα οιονδήποτε, αξιώ να τιμωρηθώ καθ' ον τρόπον θα ετιμωρούντο και γονείς χάριν (προς ικανοποίησιν) των υιών των και διδάσκαλοι χάριν (προς ικανοποίησιν), των μαθητών των. Διότι ακόμη και οι ιατροί καίουν και αποκόπτουν (τα σεσηπότα μέλη) επί καλώ.
»Εάν όμως νομίζετε ότι όλα αυτά τα έπραξα, διά να σας προσβάλω («υβρίσω»), λάβετε υπ' όψει σας ότι σήμερα εγώ έχω με την βοήθειαν των Θεών περισσότερον θάρρος ή τότε και ότι σήμερα είμαι πολύ τολμηρότερος ή τότε και ότι οίνον πολύ περισσότερον πίνω, και όμως, παρ' όλα αυτά, κανένα δεν κτυπώ.
»Διότι όλους σας σάς βλέπω γαληνεύοντας (37) (και μακράν παντός κινδύνου από εχθρού). Όταν όμως ήναι άγριος χειμών και η θάλασσα έχη μεγάλην τρικυμίαν, δεν βλέπετε ότι και ένεκα ελαχίστου μόνον νεύματος θυμώνει μεν ο πρωρεύς με τους εν τη πρώρα, θυμώνει δε ο κυβερνήτης του πλοίου με τους εν τη πρύμνη; Διότι, εάν τυχόν, εις τοιαύτας δυσκόλους περιστάσεις, γείνουν πολλά μικρά σφάλματα, δύνανται ταύτα καθ' ολοκληρίαν να καταστρέψουν όλους.
»Ότι δε δικαίως τους εκτύπων, και σεις ακόμη όλοι το επεκυρώσατε (διά της στάσεώς σας). Διότι πάντοτε παρευρίσκεσθε πλησίον μου, ουχί απλώς μίαν οιανδήποτε γνώμην έχοντες περί εμού, αλλά ξίφη εις τας χείρας σας κρατούντες, συνεπώς δε σας ήτον απολύτως εύκολον να τρέξετε εις βοήθειάν των, αν ηθέλατε. Αλλά, μα τον Δία, ούτε εις βοήθειαν τούτων ήρχεσθε, ούτε μαζή μου εκτυπάτε (όπως εγώ) τον ατακτούντα. (38)
»Διά τούτο μάλιστα και επιτρέψατε (εδώσατε το δικαίωμα) εις τους κακούς εξ αυτών να βιαιοπραγούν, αφήνοντες αυτούς ατιμωρήτους. Διότι, εάν, κατά την γνώμην μου, θέλετε να εξετάσετε καλώς τα πράγματα, θα εύρετε αυτούς τους ιδίους και τότε κακοτρόπους και σήμερα επίσης βιαιοτάτους. Τουλάχιστον, (διά να φέρω ένα παράδειγμα), Βοΐσκος ο Θεσσαλός, ο πυγμάχος, τότε μεν κατέβαλλε κάθε προσπάθειαν, ως ασθενής δήθεν, να μη φέρη ασπίδα, σήμερα δε, καθώς μανθάνω, πολλούς εκ των Κοτυωριτών έχει ήδη ξεγυμνώση (φέρων όλον των ενδυμάτων των το βάρος).
Εάν, λοιπόν, ήσθε σώφρονες, θα τον μεταχειρισθήτε κατά τρόπον εντελώς αντίθετον εκείνου, με τον οποίον μεταχειρίζονται τους σκύλλους. Διότι τους μεν αγριοσκύλλους, την μεν ημέραν δένουν, την δε νύκτα αφήνουν ελευθέρους. Τούτου δε, αν σωφρονήτε, την μεν νύκτα να δέσετε, την ημέραν δε να ξαπολύσετε.
»Αλλά — προσέθηκεν — απορώ ότι, εάν μεν είς τινα από σας έγεινα απεχθής, το ενθυμείσθε ευκόλως και δεν σιωπάτε. Εάν όμως ή εν καιρώ χειμώνος έτρεξα εις βοήθειαν οιουδήποτε ή εχθρόν τινα απ' αυτού απέκρουσα ή, ενώ ήτο ασθενής ή άπορος, συνετέλεσα εις το να εξευρεθή οιαδήποτε υπέρ αυτού βοήθεια — πάντα ταύτα ουδείς πλέον ενθυμείται. Ακόμη και ουδέ εάν επήνεσά τινα, πράττοντα το καλόν και πρέπον, ουδέ εάν ετίμησα, όσον μου ήτο δυνατόν, κανένα ανδρείον στρατιώτην — και εκ τούτων ακόμη ουδέν απολύτως ενθυμείσθε.
»Εν τούτοις φρονώ ότι καλόν και δίκαιον και ιερόν κ' ευχάριστον (γλυκύ) είναι: τα καλά μάλλον ή τα κακά να ενθυμήται τις».
Μετά τους λόγους αυτούς του Ξενοφώντος πολύ φυσικόν ήτον όλοι πλέον να εγερθούν ενθυμούμενοι (όσα υπέρ αυτών έπραξεν). Και το αποτέλεσμα όλων αυτών υπήρξεν ότι τα πράγματα είχαν ακριβώς όπως ο Ξενοφών τα αφηγήθη.
Μετά ταύτα δε, διαρκούσης της εν Κοτυώροις διαμονής των, άλλοι
μεν των Ελλήνων έζων από τροφάς εξ αγοράς, άλλοι δε και από
ληστείας εκ της Παφλαγονίας. Επίσης δε και οι Παφλαγόνες
έκλεπτον αρκετά τους διεσκορπισμένους εδώ κ' εκεί εκ των
Ελλήνων, και τους κάπως μακρύτερα κατασκηνούντας προσεπάθουν
την νύκτα να κακοποιούν. Και ένεκα τούτων διέκειντο προς
αλλήλους εχθρικώτατα.
Ο δε Κορύλας, όστις ετύχαινε τότε να ήναι άρχων (διοικητής) της Παφλαγονίας, αποστέλλει προς τους Έλληνας εφίππους πρέσβεις, ωραιότατα ενδεδυμένους, με την εντολήν να τους είπουν ότι ο Κορύλας είναι προθυμότατος: ούτε να βλάπτη, αλλ' ούτε και να βλάπτεται από τους Έλληνας.
Οι δε στρατηγοί απεκρίθησαν ότι περί τούτων μεν θ' αποφασίσουν μαζή με όλον τον στρατόν, τους πρέσβεις δε (με όλην των την διάθεσιν) τους εφιλοξένουν. Προσεκάλεσαν δε και εκ των άλλων Ελλήνων, όσους ενόμιζαν ότι ήσαν οι καταλληλότεροι. (39) Αφού δε προσέφεραν θυσίαν εις τους Θεούς βους των αιχμαλώτων και άλλα (κατάλληλα προς θυσίαν) ζώα, τους παρέθεσαν πλουσιοπάροχον γεύμα, ανακεκλιμένοι δε εις μικράς κλίνας (ευρύχωρα σκαμνιά) έτρωγαν, και έπιναν με ποτήρια καμωμένα από κέρατα βοός, τα οποία τυχαίως είχαν προμηθευθή από την χώραν.
Αφού δ' έγειναν σπονδαί (έκαμαν εκχύσεις αράτου οίνου από τα ποτήριά των προς τιμήν των Θεών) και έψαλαν δοξαστικόν ύμνον προς τον Απόλλωνα («επαιάνισαν»), εσηκώθησαν κατ' αρχάς μεν οι Θράκες και εχόρευσαν μαζή με τα όπλα των εν συνοδεία αυλού, πηδώντες υψηλά και ανάλαφρα, μεταχειριζόμενοι (εν τω χορεύειν αυτών) και τας μαχαίρας των. (40) Επί τέλους δε αρχίζει δήθεν να κτυπά ο ένας τον άλλον (με την μάχαιράν του), ώστε εις όλους να φαίνεται ότι αληθώς τον επλήγωνεν.
Ο πληγωνόμενος δε έπιπτε με τέχνην κατά γης. Και οι Παφλαγόνες ανεβόων (επιδοκιμαστικώτατα). Και ο μεν ένας (εκ των χορευτών), αφού έπαιρνε τα όπλα του άλλου (του ψευδοφονευθέντος), απεμακρύνετο τραγουδών άσμα τι θρακικόν, ονομαζόμενον από τον εν αυτώ τραγουδούμενον ήρωα: «Σιτάλκας». Άλλοι δε εκ των Θρακών μετέφεραν τον άλλον έξω (των θεωμένων), σαν να ήτον αληθινά νεκρός, χωρίς πράγματι να έχη πάθη τίποτε.
Κατόπιν εσηκώθησαν οι Αινιάνες και οι Μαγνήτες, οι οποίοι εχόρεψαν, επίσης με τα όπλα των και αυτοί, τον, όπως τον ωνόμαζαν, χορόν «καρπαίαν». Ο τρόπος δε, καθ' ον εχορεύετο ο χορός αυτός, ήτον ο εξής: (41)
Ο μεν ένας (εκ των δύο χορευτών), αφού αποθέση (ακουμπήση) κάπου εκεί τα όπλα του, κάνει πως σπείρει και οδηγεί ζεύγος βοών προς αροτρίασιν (οργώνει), συχνά-πυκνά στρεφόμενος οπίσω του ως δήθεν φοβούμενος ληστήν, όστις, επί τέλους, κ' εμφανίζεται. Εκείνος όμως, μόλις (από μακράν) τον αντικρύση, αρπάζει τα όπλα του, ορμά κατ' αυτού και μάχεται μαζή του, έμπροσθεν του ζεύγους των βοών (ιστάμενος). (42) — Επίσης δε, όπως και οι προηγούμενοι, και ούτοι έκαναν όλα αυτά κινούμενοι ερρύθμως προς αυλόν. — Επί τέλους ο ληστής νικά και, αφού δέση καλά τον ζευγηλάτην, αρπάζει μαζή μ' αυτόν και το ζευγάρι του. Κάποτε όμως συμβαίνει να αιχμαλωτίζη και ο ζευγηλάτης τον ληστήν. Έπειτα, αφού τον ζεύξη, δεμένον με τας χείρας όπισθεν, κοντά στα βώδια του, θέτει και αυτόν κ' εκείνα εις κίνησιν («ελαύνει»).
Μετά ταύτα εισέρχεται κάποιος από την Μυσίαν καταγόμενος («Μυσός»), κρατών εις εκάστην χείρα (μικράν και ελαφράν, πλεκτήν δε και περικεκαλυμμένην με δέρμα αιγός) ασπίδα. Και άλλοτε μεν, σαν να είχεν ενώπιόν του δύο αντιπάλους, εμιμείτο με τον χορόν την (και προς τους δύο τούτους) μάχην. Άλλοτε δε μετεχειρίζετο εναντίον του ενός μόνον τας ασπίδας, και άλλοτε περιεστρέφετο ταχύτατα, κάμνων συγχρόνως το έν μετά το άλλο και αναπηδήματα από των ποδών προς την κεφαλήν και από της κεφαλής προς τους πόδας (τούμπαις), κρατών και τας ασπίδας ανά χείρας, ώστε ούτω να παρουσιάζη πάγκαλον εν συνόλω θέαμα.
Τελευταίον δ' εχόρευσε τον Περσικόν χορόν, κτυπών τας ασπίδας την μίαν με την άλλην και γονατίζων και ξανασηκωνόμενος (43). Και όλα αυτά επίσης και ούτος έκαμνεν εν συνοδεία αυλού.
Ενώ δ' εχορεύετο ο χορός αυτός, εισελθόντες (αίφνης) οι Μαντινείς, εγερθέντες δε και άλλοι τινές εκ των Αρκάδων, αφού εξωπλίσθησαν όσον ηδύναντο καλλίτερα, εβάδισαν εν ρυθμώ προς τον ένοπλον χορόν εκείνον, συνοδευόμενοι υπ' αυλών, και επαιάνισαν κ' εχόρεψαν, όπως γίνεται εις τας λιτανείας του λαού, όταν προσέρχεται εις τον ναόν, διά να παρακαλέση ή να ευχαριστήση τους εν αυτώ θεούς διά θυσιών κ' ευχών («ώσπερ εν τοις προς τους Θεούς προσόδοις»). Βλέποντες δε οι Παφλαγόνες ταύτα ενόμιζαν ως φοβερά τινα και τεράστια όλους τους χορούς αυτούς, ούτω χορευομένους με τα όπλα.
Ο δε Μυσός, βλέπων αυτούς εκπεπληγμένους, αφού έπεισε κάποιον εκ των Αρκάδων, έχοντα υπό την κυριότητά του ορχηστρίδα, (να της δώση την άδειαν να χορεύση), την οδηγεί ενώπιόν των, αφού την εστόλισεν όσον το δυνατόν καλλίτερα και της έδωκεν ελαφράν ασπίδα (να κρατή). Αύτη δ', (εμφανισθείσα ούτω), εχόρεψεν ελαφρά και ανάερα τον (από του Κρητός Πυρρίχου ονομασθέντα Κρητικόν χορόν) πυρρίχειον. (44)
(Ενώπιον του θεάματος αυτού) ηγέρθη τότε (μεταξύ των Παφλαγόνων) πάταγος, ερωτώντων, εάν και γυναίκες ακόμη συνεπολέμουν μαζή των. Οι δ' Έλληνες έλεγαν (χαριεντιζόμενοι) ότι αύται ήσαν και αι τρέψασαι από του Ελληνικού στρατοπέδου εις φυγήν τον βασιλέα! Και ούτω μεν, λοιπόν, επέρασεν η νυξ αυτή.
Την δ' επομένην τους ωδήγησαν εις το στράτευμα. Και απεφάσισαν οι στρατιώται ούτε να ενοχλούν, αλλ' ούτε και να ενοχλούνται οι Παφλαγόνες. Μετά ταύτα οι μεν πρέσβεις ανεχώρησαν. Οι δ' Έλληνες, αφού είδαν ότι είχαν πλέον εις την διάθεσίν των αρκετά (διά την αναχώρησίν των) πλοία, επιβιβασθέντες έπλεον νυχθημερόν υπό ούριον άνεμον, έχοντες προς τα αριστερά των την Παφλαγονίαν.
Την δ' επομένην φθάνουν εις την Σινώπην και προσορμίζονται εις το επίνειον αυτής Αρμήνην. Οι Σινωπείς δε κατοικούν μεν εις την Παφλαγονικήν χώραν, είναι δε άποικοι των Μιλησίων. Ούτοι, λοιπόν, αποστέλλουν ως δώρα (φιλοξενίας) προς τους Έλληνας κριθίνων μεν αλεύρων τρισχιλίους μεδίμνους, (45) πλήρεις δε οίνου χίλιους πεντακοσίους αμφορείς. (46) Ενταύθα ήλθε και ο Χειρίσοφος με μίαν μόνον τριήρη.
Και οι μεν στρατιώται ήλπιζαν ότι θα ήρχετο φέρων εις αυτούς κάτι τι σπουδαίον. Ούτος όμως δεν έφερε μεν τίποτε, ανήγγειλε δε, ότι εγκρίνει (όσα μέχρι τούδε έπραξαν) και ο ναύαρχος Αναξίβιος και οι άλλοι, και ότι ο Αναξίβιος υπέσχετο ότι, άμα εξέλθουν του Πόντου, θα δώση εις έκαστον μισθόν.
Και εις την Αρμήνην ταύτην έμειναν οι στρατιώται ημέρας πέντε. Άμα δε είδαν (ησθάνθησαν) ότι ήσαν πλησίον της Ελλάδος, τώρα περισσότερον ή πριν εσκέφθησαν (τους μπήκε η έννοια) πως θα ήτο δυνατόν να επιστρέψουν εις την πατρίδα των φέροντες και κάτι τι μαζή των (κάποιο χαρτζηλίκι).
Έκριναν, λοιπόν, ορθόν ότι, εάν εξέλεγαν ένα αρχηγόν, θα ηδύνατο πολύ περισσότερον ή εάν ήτο πολυπρόσωπος Κυβέρνησις ο ένας ούτος να διοικήση επωφελώς το στράτευμα και την ημέραν και την νύκτα, και, εάν παρίστατο ανάγκη να κάνη τίποτε χωρίς να εννοηθή, ότι θα ηδύνατο να κρυφθή πολύ καλλίτερα, και εάν, πάλιν, ήτον ηναγκασμένος να προφθάση (προλάβη) κάτι, ότι τώρα πολύ ολιγώτερον ή πρότερον θα καθυστέρει (θα έμενεν οπίσω). Διότι ενόμιζαν ότι δεν είχαν (πλέον) ανάγκην αναμεταξύ των λόγων (από λόγια), (47) αλλά πώς να τελειώνη (να πραγματοποιήται) το ταχύτερον ό,τι μόνον ο ένας θ' απεφάσιζεν. Ενώ προτήτερα δυνάμει της επικρατούσης ψήφου έπραττον τα πάντα οι στρατηγοί.
Μόλις δ' απεφάσισαν ταύτα, διηυθύνθησαν (ετράβηξαν) προς τον Ξενοφώντα. Και οι λοχαγοί, άμα τον επλησίασαν, του είπαν ότι τοιαύτη είναι η απόφασις του στρατού, έκαστος δε, φιλοφρονούμενος προς αυτόν όσον το δυνατόν περισσότερον, προσεπάθει να τον πείση ν' αναλάβη την αρχηγίαν του στρατεύματος.
Ο δε Ξενοφών αφ' ενός μεν επεθύμει (ό,τι του επροτείνετο), νομίζων ότι και η από μέρους του προς τους φίλους του εκτίμησις εκδηλούται ούτω ζωηροτέρα, (48) και εις την πατρίδα του ότι έτι μεγαλητέρα θα φθάση η φήμη του ονόματός του και ότι ίσως (κατά τύχην) γείνη παραίτιος μεγάλου τινός καλού διά τον στρατόν.
Και λοιπόν, αι μεν τοιαύται σκέψεις τον παρεκίνησαν (τον έσπρωξαν) (49) προς την επιθυμίαν να γείνη γενικός μονάρχης του στρατεύματος. Αλλ' όταν πάλιν ενεθυμείτο (περνούσε απ' το μυαλό του η ιδέα), ότι διά κάθε μεν άνθρωπον είναι άγνωστον πού θα ήναι το μέλλον του (πού θα καταλήξη), ότι δε, διά τούτο, θα εκινδύνευε και να χάση εντελώς όλην την μέχρι τούδε κτηθείσαν διά τόσων κόπων δόξαν, περιήρχετο εις απορίαν περί του πρακτέου (εστενοχωρείτο).
Ενώ δε εις τοιαύτην ευρίσκετο στενοχωρίαν τι να προτιμήση, ενόμισεν ότι το καλήτερον θα ήτο να ερωτήση (ν' ανακοινώση τας σκέψεις του) εις τους θεούς. Και, αφού διέταξε να του φέρουν δύο κατάλληλα προς θυσίαν σφάγια, ηρώτα — ενώ τα εθυσίαζε — τον βασιλέα Δία, όστις του ήτον από το μαντείον των Δελφών ενδεδειγμένος, (ίνα ερωτάται εις τοιαύτας κρισίμους περιστάσεις). Και μάλιστα το όνειρον, το οποίον είδεν άλλοτε, ότε ήρχιζε να λαμβάνη μέρος εις την από κοινού επιμέλειαν του στρατεύματος (να 'νοιάζεται κι αυτός για την τύχη του στρατεύματος), (50) ενόμιζεν ότι χάρις και μόνον εις τον Θεόν αυτόν το είδεν.
Και ότε ωρμάτο (ξεκινούσε) από την Έφεσον, διά να ενωθή (συνεργασθή) με τον Κύρον, ενεθυμείτο ότι αετός τις εφώναξεν αισιώτατα, καθήμενος όμως κατά γης και ηρεμών, διά τον οποίον ο προπέμπων αυτόν (τον Ξενοφώντα) μάντις έλεγεν ότι εσήμαινε μεν μέγα και γεμάτον από δόξαν μάντευμα, μη αποβλέπον την ατομικήν (του Ξ.) τύχην, ότι όμως προεμήνυε μεγάλας ταλαιπωρίας και μόχθους διά το μέλλον. Διότι (έλεγεν) ότι πάρα πολύ επιτίθενται κατά του ούτω καθημένου αετού τα όρνεα. Και ότι ο οιωνός αυτός δεν προεμάντευε πλούτον και αφθονίαν πόρων. Διότι — κατά την γνώμην του — ο αετός προμηθεύεται τα προς συντήρησίν του αναγκαία μάλλον όταν ίπταται.
Ούτω, λοιπόν, ενώ εθυσίαζεν ερωτών διά των σφαγίων τον Θεόν, του αναγγέλλει ολοφάνερα ούτος να μη προσθέση εις την, ην έχει, αρχήν και άλλην, ούτε, εάν τυχόν τον εξέλεγαν, ν' αποδεχθή την εκλογήν. Και το ζήτημα μεν τούτο ελύθη σύμφωνα με την επιθυμίαν του Θεού.
Ο δε στρατός συνήλθε και πάντες ομοθύμως επρότειναν να εκλέξουν ένα μόνον αρχηγόν. Και αφού το απεφάσισαν, επρότειναν τον Ξενοφώντα. Όταν δε πλέον εφάνη καταφώρως ότι θα τον εκλέξουν, δεδομένου ότι η νικώσα ψήφος ανήκε κατά νόμον πάντοτε εις τον προτείνοντα, ηγέρθη ούτος και είπε τα εξής:
«Εγώ, ω άνδρες, ως άνθρωπος κ' εγώ μ' αδυναμίας, πάρα πολύ ευχαριστούμαι ούτω από σας τιμώμενος και σας ευχαριστώ και εύχομαι να μ' αξιώσουν οι Θεοί να γείνω διά σας κάποιου καλού παραίτιος. Το να προτιμηθώ όμως από σας ως γενικός του στρατού αρχηγός, ενώ παρευρίσκεται εις τας τάξεις σας ανήρ Λακεδαιμόνιος, ούτε εις σας μου φαίνεται ότι είναι συμφέρον — τουναντίον μάλιστα, εάν παρακαλέσετε τους Θεούς εις ό,τι δήποτε, διά τον λόγον ακριβώς τούτον ολιγώτερον θα εισακουσθήτε παρ' αυτών — ούτε πάλιν φρονώ ότι η εκλογή μου αυτή είναι απηλλαγμένη οιουδήποτε κινδύνου ως προς εμέ.
»Διότι βλέπω ότι και την πατρίδα μου δεν έπαυσαν ούτοι (οι Θεοί) πολεμούντες, πριν ή κατορθώσουν ν' αναγνωρίσουν (ρητώς) οι Αθηναίοι τους Λακεδαιμονίους και πριν ή γείνουν (ούτοι) ηγεμόνες των. (51) Αφού δ' ανεγνώρισαν την ηγεμονίαν των ταύτην οι Αθηναίοι, αμέσως (οι Θεοί) έπαυσαν να την πολεμούν και δεν κατεπίεζαν την πόλιν πλέον (τας Αθήνας) πέραν του υπό των συνθηκών συμφωνηθέντος ορίου. Ταύτα, λοιπόν, βλέπων σκέπτομαι μήπως, εάν φανώ ότι, όπου μου είναι εύκολον, εκεί και παραβαίνω τας αξιώσεις των (τας εντολάς των), μήπως, λέγω, λίαν ταχέως υπ' αυτών σωφρονισθώ.
»Όσον δ' αφορά εκείνο το οποίον σκέπτεσθε, ότι θα ηγείρετο μικροτέρα εις τον στρατόν στάσις, εάν, αντί πολλών, υπήρχεν ένας μόνον αρχηγός, μάθετε ότι, και οιονδήποτε άλλον εάν εκλέξετε ως τοιούτον, πάντως εμέ δεν θα με ιδήτε ποτέ στασιαστήν. Διότι φρονώ ότι, όστις, διαρκούντος του πολέμου, στασιάζει εναντίον του αρχηγού του, ότι ούτος εναντίον της ιδίας αυτού σωτηρίας στασιάζει. Εάν δ' εκλέξετε εμέ, δεν θα εξεπληττόμην διόλου, εάν ηθέλατε (μετά τινα καιρόν) εύρη κανένα πρόθυμον να φθονήση (ν' αντιπολιτευθή) και υμάς κ' εμέ».
Αφού δε είπε ταύτα, πολύ περισσότεροι τώρα διεμαρτύροντο λέγοντες ότι είναι απόλυτος ανάγκη να ήναι αυτός (και όχι άλλος) ο αρχηγός. Αγασίας δε ο Στυμφάλιος είπεν ότι θα ήτο γελοίον, εάν τα πράγματα είχον όπως τα εξέθηκεν ο Ξενοφών. «Ή μήπως τάχα θα οργισθούν οι Λακεδαιμόνιοι ακόμη και εάν, συνελθόντες συνδαιτυμόνες τινές εις δείπνον, εκλέξουν προϊστάμενον του συμποσίου μη Λακεδαιμόνιον; Επειδή — είπεν — εάν αληθώς έχη ούτω το πράγμα, πρέπει τότε — κατά την λογικήν αυτήν — να μην επιτραπή και εις ημάς να λοχαγώμεν, επειδή είμεθα Αρκάδες». Τότε, λοιπόν, επειδή ο Αγασίας ούτος ωμίλησεν ευστόχως, οι στρατιώται όλοι ήρχισαν να επιδοκιμάζουν θορυβωδώς τους λόγους του.
Και ο Ξενοφών, επειδή έβλεπεν ότι απ' όσα προηγουμένως είπεν, έλειπεν ακριβώς το σπουδαιότερον, ελθών εις το μέσον (των στρατιωτών) είπεν: «Αλλ', ω άνδρες, διά να βεβαιωθήτε (διά να με πιστέψετε), σας ορκίζομαι εις όλας και όλους τους Θεούς ότι αληθώς εγώ, ευθύς αφού εκατάλαβα την περί εμού απόφασίν σας, ηρώτων τους Θεούς, εάν θα ήτο και διά σας και δι' εμέ επωφελέστερον να μου επιτρέψουν ν' αναλάβω την, ην μου προτείνετε, αρχηγίαν. Οι Θεοί όμως εις τα θυσιασθέντα εις αυτούς σφάγια μου έδειξαν την απόφασίν των τόσον φανερά, ώστε και ιδιώτης ακόμη να ημπορή να καταλάβη (εκ των σφαγίων), ότι διά παντός τρόπου έπρεπε ν' απόσχω της γενικής αρχηγίας του στρατεύματος».
Ένεκα τούτου, λοιπόν, εκλέγουν τον Χειρίσοφον, όστις, ευθύς άμα εξελέγη, παρουσιασθείς προ των στρατιωτών είπε τα εξής: «Αλλ', ω άνδρες, τούτο μεν μάθετε καλώς, ότι ούτε εγώ βέβαια ήθελα στασιάση, εάν αντ' εμού εξελέγετε άλλον. Τον Ξενοφώντα όμως, μη εκλέξαντες, ωφελήσατε. Ακόμη και τώρα (που σας ομιλώ) τον έχει ήδη διαβάλη ο Δέξιππος προς τον Αναξίβιον όσον του ήτο δυνατόν, παρ' όλας τας προτροπάς μου να μη λέγη τοιαύτας διαβολάς. Ούτος δηλαδή (ο Δέξιππος) έλεγε πώς επίστευεν ότι ο Ξενοφών θέλει μάλλον να συναρχηγή του στρατεύματος του Κλεάρχου μαζή με τον Τιμασίωνα, αν και ήτον ούτος Δαρδανεύς, παρά με τον εαυτόν του (τον Δέξιππον), όντα Λάκωνα. (52)
»Αφού όμως — προσέθηκεν — εμέ εξελέξατε, και εγώ (επίσης) θα προσπαθήσω όσον ημπορώ να σας φανώ ωφέλιμος. Και τώρα δύνασθε πλέον να προετοιμάζεσθε μέχρι της αύριον προς αναχώρησιν, εάν ήναι ο καιρός κατάλληλος. Θα διευθυνθώμεν δε προς την Ηράκλειαν. Πρέπει, λοιπόν, όλοι μας να προσπαθήσωμεν να προσορμισθώμεν (να πιάσωμεν) εκεί. Ως προς τα άλλα δε, όταν φθάσωμεν εις την Ηράκλειαν, θα σκεφθώμεν».
Από την Σινώπην, λοιπόν, την επομένην εκπλεύσαντες
(αναχωρήσαντες) έπλεον υπό ούριον άνεμον παρά την ακτήν επί δύο
ημέρας. Και [ενώ παρέπλεον, εθεώντο την Ιασονίαν ακτήν, όπου
λέγεται ότι προσωρμίσθη η Αργώ, και των ποταμών, πρώτον μεν του
Θερμώδοντος, κατόπιν δε του Ίριος και έπειτα του Άλυος, τας
εκβολάς, μετά τον τελευταίον δε τούτον, και την του Παρθενίου.
Αφού δε επροσπέρασαν και τούτον], έφθασαν εις την Ηράκλειαν,
πόλιν Ελληνικήν, αποικίαν των Μεγαρέων, ευρισκομένην δε εις την
χώραν των Μαριανδυνών.
Και αγκυροβόλησαν παρά την Αχερουσιάδα Χερρόνησον, όπου λέγεται ότι κατήλθε προς συνάντησιν του Κερβέρου κυνός ο Ηρακλής, δεικνύουν δε και σήμερον εκεί καταβόθραν ως σημείον της καταβάσεώς του, έχουσαν βάθος πλέον των δύο σταδίων.
Ενταύθα οι Ηρακλεώται στέλλουν εις τους Έλληνας ως δώρα φιλοξενίας τρεις χιλιάδας μεδίμνους κριθίνων αλεύρων, δύο χιλιάδας αμφορείς οίνου, είκοσι βους και εκατόν πρόβατα. Ενταύθα, διά μέσου της πεδιάδος, ρέει ποταμός ονομαζόμενος Λύκος, του οποίου το πλάτος ήτο μέχρι δύο πλέθρων.
Οι δε στρατιώται συναθροισθέντες εσκέπτοντο πώς πρέπει πλέον να κάμουν εκ του Πόντου την λοιπήν πορείαν των: κατά γην ή κατά θάλασσαν; Εγερθείς δε Λύκων ο Αχαιός είπε τα εξής: «Απορώ τη αληθεία, ω άνδρες, με τους στρατηγούς: ότι ουδεμίαν καταβάλλουν προσπάθειαν να μας χορηγήσουν το αναγκαιούν δι' εκάστην ημέραν σιτηρέσιον. Διότι όσα μεν μας απέστειλαν οι Ηρακλεώται δεν θα ήναι ή τριών μόλις ημερών τροφή διά τον στρατόν. Από οιονδήποτε δε μέρος και αν εζητήσαμεν τοιαύτην, εστάθη αδύνατον να εύρωμεν. Νομίζω, λοιπόν, ότι πρέπει να ζητήσωμεν από τους Ηρακλεώτας όχι ολιγωτέρους των τριών χιλιάδων κυζικηνών (στατήρων) — διακόψας δ' άλλος τις είπεν: όχι ολιγωτέρους των δέκα χιλιάδων — αφού δ' εκλέξωμεν πρέσβεις, και μάλιστα αμέσως τώρα, να τους στείλωμεν, περιμένοντες αυτούς ενταύθα, εις την πόλιν, ίνα μάθωμεν τι θα μας απαντήσουν, διά να σκεφθώμεν κατόπιν, συμφώνως προς την απάντησίν των, τι θα πράξωμεν».
Μετά τους λόγους τούτους υπέδειξαν ως πρέσβεις πρώτον μεν τον Χειρίσοφον ως γενικόν του στρατού αρχηγόν. Τινές δ' επρότειναν και τον Ξενοφώντα. Ούτοι όμως ισχυρώς εναντιούντο. Διότι και οι δύο την αυτήν είχαν γνώμην: να μην καταπιέζουν Ελληνικήν πόλιν, ούτε να εκβιάζουν την φιλίαν της, όταν αυτή αρνήται να προσφέρη τι με την θέλησίν της.
Επειδή, λοιπόν, και ο Χειρίσοφος και ο Ξενοφών εφαίνοντο απρόθυμοι (να συμμορφωθούν προς την απόφασιν του στρατεύματος), αποστέλλουν Λύκωνα τον Αχαιόν και Καλλίμαχον τον Παρράσιον και Αγασίαν τον Στυμφάλιον. Ούτοι ελθόντες εις Ηράκλειαν ανήγγειλαν τα αποφασισθέντα. Ελέγετο μάλιστα ότι ο Λύκων προέβη και εις απειλάς, εις περίπτωσιν καθ' ην δεν ήθελαν συμμορφωθή προς τας αποφάσεις των.
Ακούσαντες δ' αυτούς οι Ηρακλεώται τους είπαν ότι θα σκεφθούν. Κ' ευθύς αμέσως και τα πράγματά των — (τα πράτα των, τα ζωντανά των) εκ των αγρών συνέλεξαν και, συμμαζεύσαντες ό,τι κατάλληλον ήτο προς αγοράν εκτεθειμένον, μετέφεραν εντός της πόλεως, αφού δ' έκλεισαν τας πύλας της, ήρχισαν να φαίνωνται επί των τειχών της όπλα (έτοιμα προς υπεράσπισίν της).
Ένεκα όλων αυτών οι (ως άνω) κινήσαντες την ταραχήν ταύτην κατηγόρουν τους στρατηγούς ότι, (ως εκ της στάσεώς των), τους κατέστρεψαν (τους εχάλασαν) την υπόθεσιν. Και συνήλθον συνενωθέντες οι Αρκάδες και οι Αχαιοί. Προΐσταντο δ' αυτών προ πάντων Καλλίμαχος ο Παρράσιος και Λύκων ο Αχαιός. Οίτινες έλεγαν ότι ήτον απρεπέστατον να ήναι αρχηγός των Πελοποννησίων Αθηναίος ή και Λακεδαιμόνιος, όστις ελαχίστην είχεν εισφέρη δύναμιν εις τον στρατόν. (53) Ότι αυτοί (κυρίως) κάθε κόπον εδοκίμαζαν, ενώ τα κέρδη ήσαν προωρισμένα δι' άλλους. Και όλα αυτά, ενώ αυτοί έφεραν εις πέρας την εν γένει του στρατού διάσωσιν. Διότι (και πράγματι) — έλεγαν — οι μέχρι τέλους εργασθέντες προς διάσωσίν του ήσαν οι Αρκάδες και οι Αχαιοί, ότι ολόκληρον δε το άλλο στράτευμα (απέναντι του αριθμού αυτών) τίποτε δεν ήξιζεν. — Αληθώς δε πλέον του ημίσεος του στρατεύματος ήσαν Αρκάδες και Αχαιοί.
Εάν, λοιπόν, ήναι φρόνιμοι (εάν, λοιπόν, έχουν μυαλό), πρέπει, αφού συνέλθουν και εκλέξουν ιδίους στρατηγούς, να βαδίσουν πλέον εις τα εξής μόνοι των, προσπαθούντες να καρπωθούν (και αυτοί) τίποτε καλόν. Πράγμα το οποίον και απεφασίσθη αμέσως.
Και αφού εγκατέλειψαν τον Χειρίσοφον (ακόμη και) όσοι ήσαν πλησίον του Αρκάδες και Αχαιοί, και τον Ξενοφώντα, συνηνώθησαν (πάντες) κ' εκλέγουν δέκα (δι' εαυτούς και μόνον) στρατηγούς. Δυνάμει δε του εκ της επικρατούσης ψήφου απορρέοντος δικαιώματος εψήφισαν: παν ό,τι απεφάσιζαν, τούτο και να εκτελούν (οι στρατηγοί). Ούτω λοιπόν, η μεν γενική αρχηγία του Χειρισόφου, έξ ή επτά ημέρας, αφ' ης εξελέγη ούτος, κατελύθη.
Ο Ξενοφών όμως ήθελε μαζή με τον Χειρίσοφον να συνεχίση την πορείαν του, νομίζων ότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα ήτον αύτη ασφαλεστέρα, παρά εάν εβάδιζεν έκαστος (των στρατηγών) ξεχωριστά. Ο Νέων όμως προσεπάθει να τον πείση να προχωρήση μόνος του, επειδή είχε μάθη από τον Χειρίσοφον ότι ο εν Βυζαντίω διοικητής Κλέανδρος του είχεν υποσχεθή ότι θα ήρχετο με πλοία εις τον λιμένα της Κάλπης.
Διά να μη λάβη, λοιπόν, κανείς άλλος μέρος, μόνοι δε ο Νέων και ο Χειρίσοφος και οι στρατιώται των αναχωρήσουν με τα (εν λόγω) πλοία, διά τούτο έδιδε τοιαύτας εις τον Ξενοφώντα συμβουλάς. Και ο Χειρίσοφος, αφ' ενός μεν αθυμών δι' όσα μέχρι τούδε έγειναν, αφ' ετέρου δε, ένεκα όλων αυτών, αισθανόμενος μίσος προς το στράτευμα, δίδει εις τον Νέωνα την άδειαν να κάμη ό,τι θέλει.
Ο δε Ξενοφών επί τι μεν χρονικόν διάστημα εσκέφθη, αφού απαλλαγή από το στράτευμα, να αναχωρήση (μόνος του). Αλλ' ενώ ηρώτα (θύων) περί τούτου τον άρχοντα Ηρακλέα και του ανεκοίνωνε την σκέψιν του: ποίον εκ των δυο θα ήτο προτιμότερον: να προχωρήση με όσους του είχαν απομείνη (μετά την αποχώρησιν των Αχαιών και Αρκάδων του) στρατιώτας, ή ν' απαλλαγή αυτών τελείως, ο Θεός διά των σπλάγχνων των σφαγίων του είπε (του απήντησεν) ότι πρέπει να συνεχίση μαζή των την πορείαν του.
Ούτω διαιρείται το στράτευμα εις τρία μέρη: Αρκάδες μεν και Αχαιοί, πλέον των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων, όλοι οπλίται. Υπό τον Χειρίσοφον δε, οπλίται μεν μέχρι χιλίων τετρακοσίων, πελτασταί δε μέχρις επτακοσίων, ήσαν δ' (οι τελευταίοι) ούτοι οι υπό τον Κλέαρχον Θράκες. Και υπό τον Ξενοφώντα, οπλίται μεν μέχρι χιλίων επτακοσίων, πελτασταί δε μέχρι τριακοσίων. Μόνον δε ούτος είχε μαζή του και ιππικόν, περί τους τεσσαράκοντα ιππείς.
Και οι μεν Αρκάδες, κατορθώσαντες να λάβουν πλοία από τους Ηρακλεώτας, πρώτοι εξ όλων αναχωρούν, όπως, αιφνιδίως επιπίπτοντες κατά των Βιθυνών, αρπάξουν όσον το δυνατόν περισσότερα. Και αποβιβάζονται εις τον λιμένα της Κάλπης, κατά το μέσον σχεδόν της (εν Μικρασία) Θράκης. Ο δε Χειρίσοφος, ευθύς από της πόλεως των Ηρακλεωτών αρχίσας την πορείαν του, επορεύετο πεζή διά της Βιθυνίας. Αφού δ' εισήλθεν εις την Θράκην, ετράπη προς την θάλασσαν, επειδή (καθ' οδόν) ησθένησεν. Ο δε Ξενοφών, αφού έλαβε πλοία, αποβιβάζεται εις τα μεταξύ Θράκης και Ηρακλεώτιδος όρια και εβάδιζεν εντεύθεν (από 'δώ και πέρα) διά ξηράς.
[Κατά ποίον μεν τρόπον η γενική αρχηγία του Χειρισόφου κατελύθη
και κατεμερίσθη το των Ελλήνων στράτευμα, ελέχθη ανωτέρω].
Έκαστοι δ' αυτών έπραξαν τα εξής:
Οι μεν Αρκάδες, ευθύς ως απεβιβάσθησαν την νύκτα εις τον λιμένα της Κάλπης, βαδίζουν εις τα πρώτα, που συνήντησαν, εις απόστασιν τριάκοντα περίπου σταδίων από της θαλάσσης, χωρία. Αφού δ' εξημέρωσεν, ωδήγησεν έκαστος των στρατηγών εναντίον εκάστου (ξεχωριστά) χωρίου τον λόχον του. Εις κάθε δε χωρίον, που τους εφαίνετο μεγαλήτερον των άλλων, ωδήγουν οι στρατηγοί ανά δύο μαζή λόχους.
Υπέδειξαν δ' από συμφώνου και λόφον, εις τον οποίον εν ανάγκη θα συνηθροίζοντο όλοι. Και, λοιπόν, επειδή επέπεσαν κατά των χωρίων αιφνιδίως, και πολλούς αιχμαλώτους έλαβαν και, περικυκλώσαντες (της στάναις των), πολλά πρόβατα εκυρίευσαν.
Όσοι δ' εκ των κατοίκων διέφευγον (την επίθεσιν) συνηθροίζοντο. Πολλοί δε, όντες πελτασταί, διέφευγον εξ αυτών των χειρών των οπλιτών. Αφού δε συνηθροίσθησαν (αρκετοί), κατ' αρχάς μεν επιτίθενται κατά του λόχου ενός των Αρκάδων στρατηγών, ονομαζόμενου Σμίκρητος, όστις (λόχος) ήδη έτρεχε, φέρων μαζή του και πολλά πράγματα, εις τον εκ της προηγουμένης συνεννοήσεως ωρισθέντα λόφον.
Και μέχρι τινός μεν οι Έλληνες εμάχοντο συγχρόνως πορευόμενοι. Κατά την διάβασιν όμως (κάποιας εκεί) χαράδρας, τους τρέπουν εις φυγήν οι Θράκες, και αυτόν τον ίδιον Σμίκρητα φονεύουν και όλους όσοι τον ηκολούθουν. Από άλλον δε λόχον, διοικούμενον από τον Ηγήσανδρον, και τούτον εκ των δέκα στρατηγών όντα, άφησαν οκτώ μόνον ζωντανούς, εν οις και ο Ηγήσανδρος.
Και οι άλλοι επίσης λόχοι συνεπλάκησαν, άλλοι μεν με όσα είχαν αρπάση πράγματα, άλλοι δε χωρίς πράγματα. Οι δε Θράκες, επειδή ηυτύχησαν εις την πρώτην ταύτην συμπλοκήν, επεκαλούντο διά φωνών αλλήλους και συνηθροίζοντο με όλα των τα δυνατά καθ' όλην την επιούσαν νύκτα. Και μόλις εξημέρωσεν, ήρχισε να παρατάσσεται γύρω του λόφου, επί του οποίου ήσαν στρατοπεδευμένοι οι Έλληνες, και ιππικόν πολύ και πελτασταί, ολίγον δε κατ' ολίγον συνέρρεον διαρκώς περισσότεροι.
Και επετέθησαν αφόβως κατά των οπλιτών. Διότι οι μεν Έλληνες ούτε τοξότην είχαν κανένα, ούτε ακοντιστήν, ούτε ιππέα. Οι δε Θράκες, τρέχοντες και ελαύνοντες πλησίον του λόφου, τους εκτύπων με τα ακόντιά των. Κάθε φορά δε που επήρχοντο εναντίον των οι Έλληνες, αυτοί ευκόλως διέφευγον τας επιθέσεις των. Και εν γένει άλλοι άλλοις κατά διαφόρων σημείων επετίθεντο.
Και εκ των Ελλήνων μεν πολλοί επληγώνοντο, εκ των Θρακών δε κανείς. (Εις τοιαύτην δε οι Έλληνες είχαν περιέλθη θέσιν), ώστε να μην ήναι δυνατόν πλέον ούτε να κινηθούν από το μέρος εκείνο, έφθασαν δε μέχρι του σημείου οι Θράκες, ακόμη και αυτό το νερό να τους στερήσουν.
Επειδή δε περιήλθον εις αμηχανίαν, ήρχισαν να συζητούν περί ειρήνης. Και ως προς όλα μεν τα άλλα εσυμφώνησαν. Ζητούντων όμως ομήρους των Ελλήνων εις πίστωσιν των συμφωνιών, οι Θράκες ηρνούντο να τους δώσουν. Και η υπόθεσις μόνον εις το σημείον αυτό εύρισκεν εμπόδια (εσκάλωνε).
Και λοιπόν, τα των Αρκάδων μεν εις τοιαύτην είχαν περιέλθη θέσιν. Ο δε Χειρίσοφος, ασφαλώς πορευόμενος παρά την θάλασσαν (παραπλέων τας ακτάς της Βιθυνίας), φθάνει εις τον λιμένα της Κάλπης. Ενώ δε ο Ξενοφών εβάδιζε διά ξηράς, οι ιππείς του, τρέχοντες με ορμήν προς τα εμπρός, συναντούν γέροντάς τινας, κάπου εκεί πορευομένους. Τους οποίους, αφού έφεραν εις τον Ξενοφώντα, ερωτά ούτος, εάν που ήκουσαν τίποτε περί άλλου τινός στρατεύματος, επίσης Ελληνικού.
Ούτοι δε του διηγήθησαν όλα όσα είχαν πάθη οι Αρκάδες, και ότι ούτοι ήδη πολιορκούνται επί λόφου, ότι δε όλοι οι Θράκες τους είχαν πανταχόθεν περικυκλώση. Τότε τους μεν ανθρώπους τούτους εφύλαττεν ισχυρώς (με προσοχήν), διά να του χρησιμεύσουν ως οδηγοί, όπου ήθελε παραστή ανάγκη. Αφού δ' ετοποθέτησε πλησίον των φρουρούς, συνήθροισε τους στρατιώτας και είπε (προς τούτους τα εξής):
«Ω άνδρες στρατιώται, άλλοι μεν εκ των Αρκάδων εφονεύθησαν, οι δε υπόλοιποι επί λόφου τινός πολιορκούνται. Νομίζω, λοιπόν, ότι, εάν καταστραφούν εκείνοι, βεβαίως ούτε ημείς πλέον δυνάμεθα να σωθώμεν (από την καταστροφήν), αφού οι πολέμιοι τόσον μεν είναι, αφ' ενός, πολλοί, τόσον δ', αφ' ετέρου, έχουν λάβη θάρρος.
»Λοιπόν φρονώ ότι μας επιβάλλεται εξ άπαντος να τρέξωμεν· εις βοήθειαν εκείνων, όπως, εάν δεν εφονεύθησαν ακόμη, πολεμήσωμεν μαζή των, και όπως μη, εγκαταλειφθέντες μόνοι εις τας δυνάμεις μας, μόνοι επίσης και ριψοκινδυνεύσωμεν.
»Διότι εντεύθεν (από 'δώ που είμαστε) εις κανένα μέρος δεν θα ηδυνάμεθα απαρατήρητοι να φύγωμεν. Διότι — προσέθηκεν — εάν επιστρέψωμεν και πάλιν εις Ηράκλειαν, ο δρόμος είναι πολύς. Πολύς δ' επίσης και έως ότου περάσωμεν από 'δώ εις την Χρυσούπολιν. Οι δε πολέμιοι είναι πλησίον μας. Μέχρις όμως του λιμένος της Κάλπης, ένθα υποθέτομεν ότι ευρίσκεται ο Χειρίσοφος, εάν τυχόν έχει διασωθή, η οδός είναι ελαχίστη. Αλλ' εκεί μεν ούτε πλοία έχομεν προς αναχώρησιν, ούτε μιας καν ημέρας (έχομεν) τροφάς, εάν θελήσωμεν να μείνωμεν.
»Των πολιορκουμένων όμως τυχόν καταστραφέντων, είναι πολύ χειρότερον με μόνους τους υπό τον Χειρίσοφον να διακινδυνεύωμεν, παρά, διασωθέντων τούτων (54), να φροντίζωμεν από κοινού υπέρ της σωτηρίας μας, αφού εις ένα και το αυτό μέρος συγκεντρωθώμεν όλοι.
«Πρέπει, λοιπόν, αφού πάρωμεν την απόφασιν, να προχωρήσωμεν (να τραβήξωμε εμπρός), διότι τώρα είναι περίστασις ή ν' αποθάνωμεν ευκλεώς ή να επιτελέσωμεν κατόρθωμα ένδοξον, τόσους Έλληνας από άφευκτον σώζοντες καταστροφήν (55).
»Ίσως δε μας οδηγεί (προς την δόξαν ταύτην και ο Θεός, όστις θέλει (βέβαια) να ταπεινώση εκείνους, οίτινες εκαυχήθησαν ότι είναι υπέρτεροι αυτού (ισχυρότεροί του), ημάς δε, οίτινες πάντοτε από των θεών αρχόμεθα (εις κάθε διάβημά μας), (56) να αναδείξη εντιμοτέρους εκείνων. Αλλά πρέπει να πρέπει να με ακολουθείτε κατά πόδας, προσέχοντες ούτως ώστε να ημπορήτε να εκτελήτε τας διαταγάς μου.
»Και τώρα μεν, λοιπόν, θα στρατοπεδεύσωμεν, αλλ' αφού προχωρήσωμεν έως ου εύρωμεν τον κατάλληλον καιρόν να δειπνήσωμεν. Εφ' όσον δε προχωρούμεν, ο Τιμασίων με τους ιππείς του ας προπορεύεται, έχων πάντοτε τον νουν του και εις ημάς, και ας κατασκοπεύη τα προ αυτού (μέρη), ώστε να μη μας διαφύγη τίποτε».
Αφού είπε ταύτα, ανέλαβε την όλην αρχηγίαν του στρατεύματος. Απέστειλε δε προς τούτοις εις τα πλάγια και άκρα (του στρατού) και εκ των ελαφρωπλισμένων αρκετούς ευζώνους, διά να τους ειδοποιούν, αν τυχόν ήθελαν εξ οιουδήποτε μέρους παρατηρήση τίποτε. Διέταξε δε να κατακαίουν παν ό,τι καθ' οδόν ήθελαν συναντήση καύσιμον.
Οι δε ιππείς, διασπειρόμενοι παντού, έκαιον (και αυτοί), εφ' όσον ήτον ομαλόν το έδαφος. Και οι πελτασταί, αντιπαρερχόμενοι τα άκρα (ακολουθούντες τα άκρα εκ του πλησίον), έκαιον όλα όσα ενόμιζαν (έβλεπαν) ότι ήσαν διά κάψιμο. Η δε κατόπισθεν ερχομένη στρατιά (έκαιεν), εάν τυχόν ήθελε συναντήση τίποτε, το οποίον είχαν παραλείψη να κάψουν οι προηγηθέντες.
Ώστε εφαίνετο ότι επυρπολείτο όλη η χώρα και ότι ήτο το στράτευμα πολύ. (57) Επειδή δε ήτο καιρός πλέον (να στρατοπεδεύσουν) εστρατοπέδευσαν επί τινος λόφου αναβάντες, όπου και τα των πολεμίων πυρά έβλεπαν, απέχοντες αυτών ως τεσσαράκοντα στάδια, και αυτοί έκαιαν όσον ηδύναντο περισσότερα.
Αφού δ' εδείπνησαν ταχύτατα, εδόθησαν διαταγαί να σβυσθούν όλα εντελώς. Και την μεν νύκτα, εγκαταστήσαντες φρουρούς, εκοιμώντο. Άμα δ' εξημέρωσεν, αφού προσηυχήθησαν εις τους Θεούς και συνετάχθησαν ως προς μάχην, ήρχισαν να βαδίζουν απ' όποιο μέρος ηδύναντο (να βαδίζουν) γρηγορώτερα.
Ο Τιμασίων δε και οι ιππείς του, έχοντες μαζή των τους οδηγούς και προχωρούντες (πάντοτε), έφθασαν, χωρίς να το εννοήσουν, εις τον λόφον, όπου επολιορκούντο οι Έλληνες. Δεν βλέπουν δ' ενταύθα ούτε φιλικόν, ούτε εχθρικόν στράτευμα — πράγμα το οποίον αμέσως αναγγέλλουν εις τον Ξενοφώντα και το στράτευμά του — μόνον δε γραΐδιά τινα και γερόντια και πρόβατα ολίγοι και βόας, οι οποίοι είχαν εγκαταλειφθή εκεί.
Και κατ' αρχάς μεν ηπόρησαν: τι (να) είχε συμβή άραγε. Έπειτα όμως, ερωτήσαντες, έμαθαν από τους εγκαταλειφθέντας ότι οι μεν Θράκες, αμέσως μόλις εβράδυασεν, ανεχώρησαν (έφυγαν) εξαφανισθέντες. Περί τα χαράμματα δε — είπαν — ότι είχαν αναχωρήση και οι Έλληνες. Προς ποίον δε μέρος διηυθύνθησαν ούτοι, δεν εγνώριζαν.
Ακούσαντες ταύτα οι περί τον Ξενοφώντα, αφού επρογευμάτισαν (έφαγαν) κ' ετοίμασαν, κατόπιν, τας αποσκευάς των, επροχώρουν, θέλοντες να ενωθούν, όσον ηδύναντο ταχύτερον, με τους άλλους, εις τον λιμένα της Κάλπης. Πορευόμενοι δε (προς τον λιμένα) έβλεπαν επί της προς την Κάλπην αγούσης οδού τα ίχνη των Αρκάδων και Αχαιών. Αφού δε συνηντήθησαν, είδαν με μεγάλην των χαράν αλλήλους και ησπάζοντο ο ένας τον άλλον σαν αδελφοί.
Ηρώτων δε οι Αρκάδες τους περί τον Ξενοφώντα διατί είχαν σβύση (την παρελθούσαν νύκτα) τα πυρά. «Διότι ημείς μεν — είπαν — ενομίζαμεν κατ' αρχάς, επειδή δεν τα εβλέπαμεν πλέον, ότι εβαδίσατε, διαρκούσης της νυκτός, κατά των πολεμίων. Οι δε πολέμιοι πάλιν, καθώς μας εφάνησαν, τοιαύτην τινά εξ υμών επίθεσιν φοβηθέντες, ανεχώρησαν. Διότι αυτοί απεμακρύνθησαν καθ' ον σχεδόν χρόνον εσβύσατε σεις τα πυρά.
Επειδή όμως δεν σας εβλέπαμεν (από πουθενά να φαίνεσθε), εις μάτην δε ο καιρός παρήρχετο, ενομίσαμεν ότι, αφού εμάθατε τα καθ' ημάς (τα όσα υποφέραμεν), ότι εκ φόβου ετράπητε κρυφίως προς την θάλασσαν. Και απεφασίσαμεν να σας ακολουθήσωμεν. Κατ' αυτόν, λοιπόν, τον τρόπον εβαδίσαμεν και ημείς προς τα εδώ».
Ταύτην μεν, λοιπόν, την ημέραν εστρατοπέδευσαν εις το
παραθαλάσσιον, εν υπαίθρω, πλησίον του λιμένος. Το δε μέρος
τούτο, το οποίον ονομάζεται λιμήν Κάλπης, ευρίσκεται μεν εις
την εν τη Μικρά Ασία Θράκην. Άρχεται δε η Θράκη αύτη από της
εισόδου («στόματος») του Πόντου, εκτεινομένη μέχρι της
Ηρακλείας, (κειμένης) προς τα δεξιά του εισερχομένου εις τον
Πόντον.
Και με τριήρη μεν κωπηλατουμένην η απόστασις από Βυζαντίου εις Ηράκλειαν είναι μιας μακράς ημέρας πλους. Εις το μέσον δε καμμία μεν άλλη πόλις δεν υπάρχει, ούτε φιλική (εις τους Έλληνας), ούτε Ελληνίς, ειμή μόνον Θράκες Βιθυνοί. Οίτινες όσους εκ των Ελλήνων ήθελαν αιχμαλωτίση, ναυαγήσαντας ή δι' οιονδήποτε άλλον λόγον αποβιβασθέντας εις την χώραν των, λέγεται ότι τους μεταχειρίζονται υβριστικώτατα.
Ο δε λιμήν της Κάλπης κείται μεν εν τω μέσω των εκατέρωθεν, εξ Ηρακλείας και Βυζαντίου, πλεόντων, είναι δε γλώσσα γης κατευθυνομένη προς την θάλασσαν, της οποίας το μεν προς αυτήν (την θάλασσαν) εκτεινόμενον μέρος είναι βράχος απόκρημνος, έχων ύψος, κατ' ελάχιστον (όριον), όχι ολιγώτερον των είκοσιν οργυιών, ο δε προς την γην (ξηράν) εκτεινόμενος αυχήν (λαιμός) έχει πλάτος πλέον των τεσσάρων πλέθρων (58). Εις δε το εντός της περιοχής του αυχένος μέρος δύνανται να κατοικήσουν δέκα χιλιάδες άνθρωποι.
Υπάρχει δε λιμήν υπ' αυτόν τον βράχον, προς τα δυτικά αυτού, μ' επίπεδον και ομαλήν ακτήν («αιγιαλόν»). Υπό την γλώσσαν δε, δεσποζομένη υπ' αυτής, υπάρχει κρήνη με γλυκό νερό, ρέουσα επ' αυτής της θαλάσσης αφθονώτατα. Δένδρα δε πολλά μεν και ποικίλα, πάρα πολλά δ' εξ αυτών και κατάλληλα διά ναυπήγησιν πλοίων υπάρχουν παρ' αυτήν την θάλασσαν.
Το δε όρος προς τα μεσόγεια μεν εκτείνεται μέχρις είκοσι σταδίων, όλον δε χωμάτινον και άλιθον. Το δε παρά την θάλασσαν, εις πλέον των είκοσι σταδίων έκτασιν, γεμάτον από πολλά και ποικίλα και μεγάλα δένδρα.
Η δε υπόλοιπος χώρα είναι πολλή και εύφορος και χωρία υπάρχουν εν αυτή πολλά και καλώς οικούμενα. Διότι η γη παράγει και κριθήν και σίτον και όλα τα όσπρια και κεχρί και σουσάμι και σύκα αρκετά και πολλάς και γλυκυοίνους αμπέλους και όλα τα άλλα (καρποφόρα δένδρα) πλην των ελαιών.
Και η μεν χώρα ήτο τοιαύτη (περίπου). Κατεσκήνου δε — είπομεν — ο στρατός εις τας πλησιεστάτας προς την θάλασσαν ακτάς. Εις ην δε περιοχήν (μέρος) ηδύνατο να ιδρυθή πόλις, ο στρατός δεν ήθελε να στρατοπεδεύση. Αλλά και εάν ήθελάν τινες να ιδρύσουν τοιαύτην, ήτο δύσκολον, διότι ο ενταύθα οικισμός των θα εκρίνετο ως εξ επιβουλής (κατά των άλλων εν Πόντω Ελληνικών πόλεων) ορμώμενος.
Διότι οι περισσότεροι των στρατιωτών δεν έγειναν μισθοφόροι (δεν έφυγαν από την πατρίδα των, διά να προσληφθούν εις τον μισθοφορικόν αυτόν στρατόν) ένεκα πτωχείας και στερήσεων, αλλά διότι ήκουον διαρκώς περί της μεγάλης ικανότητος και ανδρείας του Κύρου, άλλοι μεν εξ αυτών και (ουκ ολίγους) άνδρας φέροντες μαζή των (όταν έφυγαν), άλλοι δε προσθέτως και χρήματα καταναλώσαντες, και εξ αυτών (πάλιν) άλλοι μεν διεκφυγόντες κρυφά πατέρας και μητέρας, άλλοι δε και τέκνα εγκαταλείψαντες, με την ελπίδα ότι θα επιστρέψουν με περιουσίας στην πατρίδα των, ακόμη δε και διότι ήκουον ότι όλοι οι πλησίον του Κύρου υπηρετήσαντες πολυειδώς ηυτύχησαν. Επειδή, λοιπόν, ήσαν τοιούτοι, επόθουν να επιστρέψουν, πλέον (σώοι και ασφαλείς) εις την Ελλάδα.
Αφού δ' εξημέρωσεν η δευτέρα (59) ημέρα της επί ταυτό συναντήσεως του στρατεύματος, ο Ξενοφών ηρώτα θύων διά την περαιτέρω αυτού πορείαν (τύχην) τους Θεούς. Διότι ήτον ανάγκη να οδηγήση τον στρατόν προς εύρεσιν των προς συντήρησίν του αναγκαίων. Είχε δε κατά νουν να θάψη και τους νεκρούς. Αφού δ' εσπλαγχνοσκόπησε τα σφάγια, ξεκίνησε, τον ηκολούθουν δε (προπορευόμενον) και οι Αρκάδες, και τους μεν περισσοτέρους εκ των νεκρών έθαψαν κατά σωρούς εις ο μέρος έπεσαν. Διότι ήδη κατέκειντο εκεί από πέντε ημερών και ήτον απολύτως αδύνατον να τους σηκώσουν. Τινάς δε, περιμαζεύσαντες εκ των οδών, έθαψαν εκ των ενόντων όσον ηδύναντο καλλίτερα. Διά τους μη ευρεθέντας δε, έκαμαν μέγα κενοτάφιον, και στεφάνους (επ' αυτού) επέθηκαν.
Αφού δ' έπραξαν ταύτα, επέστρεψαν εις το στρατόπεδον. Και τότε μεν δειπνήσαντες εκοιμήθησαν. Την δ' επομένην συνηθροίσθησαν όλοι οι στρατιώται. Προ πάντων δε συνέλεξεν αυτούς Αγασίας ο Στυμφάλιος, λοχαγός, και Ιερώνυμος ο Ηλείος, λοχαγός, και άλλοι, όλοι από τους σεβαστοτάτους των Αρκάδων.
Και απεφάσισαν: εάν τις του λοιπού κάμη λόγον περί διαιρέσεως του στρατού, ούτος να τιμωρήται διά θανάτου. Και να βαδίζουν όλοι ευρισκόμενοι εις τας θέσεις των, καθ' ον τρόπον ήτο (καταμερισμένον) προτήτερα το στράτευμα. Και να ήναι αρχηγοί του οι πρώην στρατηγοί. Και ο μεν Χειρίσοφος είχεν ήδη αποθάνη, επειδή επήρε με πυρετόν φάρμακόν τι. (60) Την θέσιν δ' αυτού έλαβε (τον διεδέχθη δε) Νέων ο Ασιναίος.
Μετά ταύτα δε εγερθείς ο Ξενοφών είπε τα εξής: «Ω άνδρες στρατιώται, την μεν περαιτέρω πορείαν θα κάμωμεν, καθ' όλα τα φαινόμενα, διά ξηράς. Διότι πλοία δεν υπάρχουν. Είναι δε πλέον ανάγκη να βαδίζωμεν. Διότι, εάν μείνωμεν, δεν θα έχωμεν πόθεν να τραφώμεν. Ημείς, λοιπόν, οι στρατηγοί, θα ερωτήσωμεν τους Θεούς (περί του πρακτέου). Σεις δε, αν άλλοτέ ποτε παρεσκευάσθητε προς μάχην, σήμερα πρέπει να προετοιμασθήτε πολύ περισσότερον παρ' άλλοτε. Διότι οι πολέμιοι ανεθάρρησαν».
Μετά ταύτα ηρώτων τους Θεούς οι στρατηγοί θύοντες. Παρευρίσκετο δε ως μάντις Αρηξίων ο Αρκάς. Διότι ο Σιλανός ο Αμπρακιώτης είχεν ήδη δραπετεύση, αφού εμίσθωσε πλοίον από την Ηράκλειαν. Ενώ δε εσπλαγχνοσκόπουν ερωτώντες τους Θεούς περί της, ην ήθελεν έχει, εκβάσεως η αναχώρησίς των, τα σφάγια δεν εφανέρωναν καλά σημεία. Ταύτην μεν, λοιπόν, την ημέραν έπαυσαν (μαντευόμενοι).
Καί τινες ετόλμησαν να είπουν ότι ο Ξενοφών, θέλων να κατοικίση (ιδρύση πόλιν εις) το μέρος εκείνο, έπεισε τον μάντιν να λέγη ότι τα σφάγια δεν φανερώνουν κανέν σημείον σχετικόν με την αναχώρησίν των.
Ένεκα του λόγου τούτου, αφού την επαύριον εκήρυξεν ότι ηδύνατο πας τις να παρευρίσκεται κατά την ώραν της θυσίας και αφού παρήγγειλεν, εάν τυχόν υπήρχε κανείς ακόμη μάντις εις στράτευμα, να παρευρίσκεται και ούτος, διά να ίδη μαζή με τον Αρηξίωνα τα σφάγια, ηρώτα, θύων, εκ νέου τους Θεούς. Και τότε παρευρέθησαν πολλοί.
Ενώ δε και πάλιν εσπλαγχνοσκόπει μαντευόμενος διά τρίτην ήδη φοράν, ουδέν τα σφάγια εφανέρωναν ως προς την αναχώρησιν. Ως εκ τούτου εστενοχωρούντο πολύ οι στρατιώται. Διότι και αι τροφαί, όσας είχαν φέρη μαζή των, όταν ήλθαν, είχαν πλέον τελειώση. Και ουδαμού υπήρχαν τοιαύται, διά ν' αγοράσουν.
Ένεκα τούτου, συναθροισθέντων των στρατιωτών (και πάλιν), είπε προς αυτούς ο Ξενοφών: «Ω άνδρες, ως προς την πορείαν μας μεν, όπως βλέπετε, ακόμη δεν εφανερώθησαν κατ' ευχήν τα ιερά. Βλέπω δ' εξ άλλου ότι έχετε ανάγκην τροφών. Νομίζω, λοιπόν, ότι περί τούτου και μόνου πρέπει να ερωτήσωμεν τους Θεούς». (61)
Εγερθείς κάποιος τότε είπε: «Και — καθώς βλέπω — ήτον επόμενον να μην αποβαίνουν κατ' ευχήν τα ιερά. Διότι, όπως εγώ έμαθα χθες κατά τύχην από κάποιον ελθόντα με πλοίον εις τα μέρη αυτά, ο διοικητής του βυζαντίου Κλέανδρος έχει σκοπόν να έλθη με (φορτηγά) πλοία και τριήρεις».
Μετά ταύτα δε όλοι μεν ενόμιζαν ότι έπρεπε να τον αναμένουν. Αλλ' ήτον, εξ άλλου, και ανάγκη απόλυτος να τρέξουν προς εύρεσιν τροφών. Και πάλιν, λοιπόν, διά το ίδιο ζήτημα επί τρεις φοράς ηρώτων με σφάγια τους Θεούς, αλλά και πάλιν ταύτα ουδέν αίσιον εφανέρωσαν. Και ήδη, ελθόντες και εις αυτήν την σκηνήν του Ξενοφώντος, διεμαρτύροντο διά την έλλειψιν τροφών. Εν τούτοις ούτος εξηκολούθει αρνούμενος να τους οδηγήση (να εξαγάγη τον στρατόν) προς εύρεσιν τοιούτων, αφού τα ιερά παρουσιάζοντο πάντοτε δυσοίωνα.
Και πάλιν ηρώτα τους Θεούς την επομένην και σχεδόν όλοι οι στρατιώται, διότι όλοι ενδιαφέροντο, ετριγύριζαν τα ιερά παρατηρούντες. Τα δε σφάγια είχαν τελειώση πλέον (Ζώα δε προς σπλαγχνοσκοπίαν δεν υπήρχαν πλέον). Οι δε στρατηγοί ηρνούντο μεν να οδηγήσουν τον στρατόν προς επισιτισμόν, τον εκάλεσαν δε και πάλιν εις συνάθροισιν. Είπε, λοιπόν, ο Ξενοφών: «Ίσως είναι ήδη συνηθροισμένοι κάπου οι πολέμιοι και είναι απόλυτος ανάγκη να πολεμήσωμεν. Εάν, λοιπόν, αφού αφήσωμεν (τοποθετήσωμεν) τας αποσκευάς μας εις το ασφαλές και οχυρόν του όρους μέρος, ηθέλαμεν βαδίση παρασκευασμένοι ως προς μάχην, ίσως τα ιερά εκαλλιτέρευαν κατά τι».
Ακούσαντες δε οι στρατιώται διεμαρτύροντο λέγοντες ότι ουδεμία παρίστατο ανάγκη να τας (μετα)φέρουν εις το μέρος εκείνο, αλλά να ερωτήσουν τους Θεούς ως τάχιστα. Και πρόβατα μεν (διά σφάγια) δεν υπήρχαν πλέον. Αφού δε ηγόρασαν βόας εκ των εις άμαξαν ζευγνυομένων, ηρώτων και πάλιν τους Θεούς. Και ο Ξενοφών παρεκάλεσε Κλεάνορα τον Αρκάδα ν' αναλάβη αυτός προθύμως την θυσίαν, διά να ίδη αν εκ της μεταλλαγής ταύτης του θύτου θα προέκυπτε κανέν ευοίωνον διά τον στρατόν σημείον. (62) Αλλ' ούτε δι' αυτού έδειξαν τίποτε καλόν τα ιερά.
Ο Νέων δε ήτο μεν στρατηγός, αντικαταστήσας τον Χειρίσοφον (μετά τον θάνατόν του), βλέπων όμως τους στρατιώτας πάρα πολύ να υποφέρουν, επειδή ήθελε να τους φανή ευχάριστος, ευρών τινα άνθρωπον Ηρακλεώτην, όστις του είχεν είπη ότι γνωρίζει εκεί που πλησίον χωρία, από τα οποία θα ήτο δυνατόν να προμηθευθούν τα προς συντήρησίν των, εκήρυξεν εις όλον το στράτευμα ότι, όποιος ήθελεν, ηδύνατο να υπάγη προς εύρεσιν τροφών, διότι θα είχαν τον Ηρακλεώτην εκείνον οδηγόν των.
Ξεκινούν, λοιπόν, με μικρά δόρατα και ασκούς και σάκκους και άλλα διάφορα αγγεία έως δύο χιλιάδες άνδρες. Αφού δ' έφθασαν εις τα χωρία και διεσπάρησαν παντού προς λεηλασίαν, επιτίθενται κατ' αυτών πρώτοι οι ιππείς του Φαρναβάζου. Διότι είχαν σταλή ούτοι εις βοήθειαν των Βιθυνών, σκοπεύοντες μαζή μ' αυτούς, εάν ήτο δυνατόν, να μην επιτρέψουν εις τους Έλληνας να έλθουν εις την Φρυγίαν. Οι ιππείς, λοιπόν, αυτοί φονεύουν εκ των Ελλήνων όχι ολιγωτέρους των πεντακοσίων. Οι δε υπολειφθέντες διέφυγαν σωθέντες εις το όρος.
Μετά ταύτα κάποιος εκ των διαφυγόντων αναγγέλλει τα όσα συνέβησαν εις το στρατόπεδον. Και ο Ξενοφών, επειδή κατά την ημέραν ταύτην δεν είχαν αποβή αίσια τα ιερά, λαβών βουν εκ των υποζυγίων, διότι δεν υπήρχαν πλέον άλλα προς θυσίαν θύματα (σφάγια), αφού τον έσφαξεν (επί τω σκοπώ να ερωτήση τους Θεούς αν πρέπει να τρέξη ή όχι εις βοήθειαν εκείνων, οι δε θεοί ενέκριναν αυτήν), έτρεξεν αμέσως εις βοήθειάν των και αυτάς και όλοι οι άλλοι, όσοι είχαν ηλικίαν μέχρι τριάκοντα ετών.
Καί παραλαβόντες ούτοι (υπό την προστασίαν των) τους επί του όρους καταφυγόντας άνδρας, επιστρέφουν εις το στρατόπεδον. Καί ήδη μεν ήτον ο Ήλιος περί την δύσιν του, οι δ' Έλληνες ετοιμάζοντο να φάγουν, καταλυπημένοι και κατηφείς (διά την συμφοράν), όταν αιφνιδίως διά μέσου των δασωδών μερών του όρους επιτεθέντες τινές εκ των Βιθυνών κατά των προφυλακών, άλλους μεν εξ αυτών εφόνευσαν, άλλους δε κατεδίωξαν μέχρι του στρατοπέδου.
Κ' εγερθέντος μεγάλου θορύβου εις το στράτευμα, έτρεξαν δρομαίοι εις τα όπλα όλοι οι Έλληνες. Και το να τους καταδιώξουν μεν και θέσουν διά νυκτός εις κίνησιν όλον το στρατόπεδον ενόμισαν ότι δεν ήτον ασφαλές και φρόνιμον. Διότι ήσαν όλα τα πέριξ μέρη δασώδη. Διενυκτέρευαν όμως ωπλισμένοι, με αρκετούς φυλαττόμενοι φρουρούς.
Και την μεν νύκτα (αυτήν) ούτω επέρασαν. Άμα δ' εξημέρωσεν, οι
στρατηγοί ωδήγουν τον στρατόν εις την οχυράν εκείνην θέσιν,
(εις ην την προηγουμένην είχε προτείνη ο Ξενοφών ν' αποθέσουν
τας αποσκευάς των). Οι δε στρατιώται ηκολούθουν με τας
αποσκευάς των και τα όπλα των. Πριν έλθη δε ακόμη η ώρα του
προγεύματος, απέκλεισαν ολόκληρον τα προς την είσοδόν της μέρος
με χαρακώματα και τάφρον, αφήσαντες τρεις πύλας. Και πλοίον από
την Ηράκλειαν ήλθε φέρον κρίθινα άλευρα και ζώα προωρισμένα διά
τας προς τους Θεούς θυσίας και οίνον.
Σηκωθείς δε πρωί ο Ξενοφών ηρώτα τους Θεούς σχετικώς προς την μελετωμένην προς επισιτισμόν του στρατού πορείαν. Και ευθύς από του πρώτου σφαγίου τα σπλάγχνα έδειξαν αίσια σημεία. Και αφού ετελείωσε πλέον η σπλαγχνοσκοπία (όπως ήθελε), βλέπει αετόν εκ δεξιών ο μάντις Αρηξίων ο Παρράσιος και (αμέσως) παρορμά τον Ξενοφώντα να τεθή επί κεφαλής του στρατεύματος.
Και, αφού διέβησαν την τάφρον, καταθέτουν, αναμένοντες διαταγάς, τα όπλα. Ο δε κήρυξ εκήρυξεν, αφού γευματίσουν, να ξεκινήσουν οι στρατιώται με τα όπλα των, τον όχλον δε και τους αιχμαλώτους ν' αφήσουν αυτού (εκεί όπου είναι).
Και λοιπόν, όλοι μεν οι άλλοι εξεκίνησαν. Ουχί δε και ο Νέων. Διότι ηύραν καλλίτερα να τον αφήσουν αυτού φύλακα του στρατοπέδου. Επειδή όμως οι λοχαγοί και οι στρατιώται του ήρχισαν να τον εγκαταλείπουν, νομίζοντες ότι ήτον εντροπή των να μην ακολουθήσουν και αυτοί το στράτευμα, ενώ όλοι οι άλλοι συμμετείχον της πορείας, άφησαν εκεί όλους τους (εν τω στρατεύματι) έχοντας ηλικίαν ανωτέραν των σαράντα πέντε ετών. Και ούτοι μεν έμειναν εκεί, οι δ' άλλοι επορεύοντο.
Πριν διανύσουν δε (εν όλω) δεκαπέντε στάδια, ήρχισαν να συναντούν πτώματα νεκρών. Καί αφού έφεραν (εσταμάτησαν) την ουράν του κέρατος (63) ακριβώς ενώπιον των πρώτων, που εφάνησαν, νεκρών, ήρχισαν να θάπτουν όλους όσους περιελάμβανε (καθ' όλην την έκτασίν του) ο στρατός.
Αφού δ' έθαψαν τους πρώτους, (64) μετακινήσαντες προς τα εμπρός το στράτευμα και την ουράν του πάλιν σταματήσαντες προ των πρώτων (νεκρών) εκ των ατάφων, έθαπτον (και πάλιν) κατά τον αυτόν τρόπον τόσους, όσους περιελάμβανεν η στρατιά. Αφού δε έφθασαν εις την οδόν, (65) όπου κατέκειντο αθρόοι οι νεκροί, συλλέξαντες όλους αυτούς μαζή τους έθαψαν.
Παρελθούσης δε πλέον της μεσημβρίας, ήρχισαν, προχωρήσαντες έξω των κωμών, να λαμβάνουν (αρπάζουν) τα προς συντήρησίν των, παν ό,τι (δηλαδή) περιελάμβανε τα βλέμμα εντός της περιοχής της φάλαγγος (πορευομένης). Ότε αιφνιδίως βλέπουν τους πολεμίους από το απέναντι μέρος να υπερπηδούν λόφους τινάς, συντεταγμένους κατά φάλαγγα (εις τάξιν μάχης) πολλούς ιππείς τε και πεζούς. Διότι είχαν σταλή με τα σώματά των υπό του Φαρναβάζου (προς επίθεσιν) οι ύπαρχοί του Σπιθριδάτης και Ραθίνης.
Αφού δε είδαν τους Έλληνας οι πολέμιοι, εστάθησαν εις απόστασιν δέκα πέντε σταδίων περίπου, ευθύς δ' αμέσως ο μάντις των Ελλήνων Αρηξίων σφάζει προς θυσίαν ζώα κ' ευθύς από του πρώτου παρουσιάζονται καλά σημεία.
Τότε, λοιπόν, ο Ξενοφών λέγει: «Νομίζω καλόν, ω άνδρες στρατηγοί, να τοποθετήσω όπισθεν της φάλαγγος βοηθητικούς λόχους, διά να ήναι πάντοτε έτοιμοι εκείνοι οίτινες, αν παραστή ανάγκη, θα προστρέξουν εις βοήθειάν της. Και ακόμη, διά να εμπίπτουν οι πολέμιοι, ζαλισμένοι από τας επιθέσεις του κυρίου σώματος, εις ακεραίους και καλώς συντεταγμένους λόχους».
Αφού δ' απεφασίσθησαν απ' όλους ταύτα, προσέθηκε: «Σεις μεν, λοιπόν, προπορευόμενοι βαδίσατε την προς τους πολεμίους άγουσαν, διά να μη καθήμεθα άπρακτοι εδώ, επειδή και τον είδαμεν και μας είδε πλέον ο εχθρός. Εγώ δε θα σας ακολουθήσω (θα έλθω), αφού ξεχωρίσω τους τελευταίους λόχους, συμφώνως προς τας αποφάσεις σας».
Μετά ταύτα, εκείνοι μεν εν ησυχία επροπορεύθησαν. Ο δε Ξενοφών, αφού απέσπασε τα τρία τελευταία τάγματα, έκαστον ανά διακοσίους έχον άνδρας, διέταξε το μεν εξ αυτών ν' ακολουθή όπισθεν του δεξιού της φάλαγγος με αρχηγόν αυτού Σαμόλαν τον Αχαιόν. Το δε ετοποθέτησε ξεχωριστά όπισθεν του μέσου, με αρχηγόν Πυρίαν τον Αρκάδα. Το δε τρίτον, όπισθεν του αριστερού, μ' αρχηγόν του Φρασίαν τον Αθηναίον. Πάντα δε ηκολούθουν εξ αποστάσεως από το κύριον σώμα ενός πλέθρου.
Ενώ δ' εβάδιζαν (κατά την ως άνω τάξιν), επειδή οι επί κεφαλής της φάλαγγος («οι ηγούμενοι») έφθασαν εις μεγάλην και δυσκολοδιάβατον δασώδη φάραγγα, εστάθησαν μη γνωρίζοντες αν έπρεπεν ή όχι να την διαβούν. Και ειδοποιούν ταχέως τους στρατηγούς και λοχαγούς να προσπεράσουν (να τρέξουν μπροστά) όλοι προς το μέτωπον.
Ο Ξενοφών, μη γνωρίζων (κατ' αρχάς) ποίον άρα γε ανέκοψε την πορείαν του στρατού εμπόδιον, και μαθών ευθύς μετά ταύτα την αιτίαν τρέχει προς τα εμπρός όσον ηδύνατο ταχύτερον. Αφού δε συνήλθαν (εκεί όλοι οι στρατηγοί και λοχαγοί), λέγει ο Σοφαίνετος, ο γηραιότερος των στρατηγών, ότι είναι άξιον συσκέψεως: αν πρέπει να διαβούν τοιαύτην φάραγγα. Και ο Ξενοφών, διακόψας αυτόν αμέσως, είπεν:
«Αλλά γνωρίζετε μεν όλοι, ω άνδρες, ότι ουδέποτε έως τώρα σας έκαμα να κινδυνεύσετε εκουσίως μου. Διότι βλέπω ότι δεν έχετε πλέον ανάγκην γνώμης, διά να φανήτε ανδρείοι, αλλά διασώσεως (αλλά πώς να φθάσετε σώοι εις τας πατρίδας σας).
»Επί του προκειμένου δε, το πράγμα έχει ούτω: Χωρίς μεν να πολεμήσωμεν, δεν είναι δυνατόν να φύγωμεν εντεύθεν. Διότι εάν δεν βαδίσωμεν ημείς κατά των πολεμίων, θα μας ακολουθήσουν και θα επιπέσουν καθ' ημών αυτοί, μόλις απέλθωμεν.
»Σκεφθήτε, λοιπόν, ποίον εκ των δύο είναι προτιμότερον: να βαδίσωμεν κατά του εχθρού με τα όπλα εστραμμένα εναντίον του, ή, αφού ρίψωμεν τας ασπίδας εις τον ώμον φεύγοντες, να ίδωμεν επερχομένους όπισθεν ημών τους πολεμίους.
«Γνωρίζετε όμως πολύ καλά ότι το να φεύγη μεν κανείς προ του εχθρού του, ουδέποτε αποβαίνει εις καλόν. Το να τον ακολουθή τις όμως κατά πόδας, και εις τους ανανδροτέρους ακόμη εμπνέει θάρρος. Εγώ τουλάχιστον, πολύ ευχαριστότερον θα επετιθέμην κατ' αυτού με το ήμισυ του στρατού, ον έχομεν, ή ν' αποχωρήσω (φύγω) ενώπιόν του με διπλάσιον. Γνωρίζω δε ότι, εάν μεν ημείς επιτεθώμεν, ούτε σεις οι ίδιοι ακόμη πιστεύετε ότι θ' αντισταθούν εις την επίθεσίν μας. Εάν όμως φύγωμεν, όλοι είμεθα βέβαιοι ότι θα τολμήσουν να μας καταδιώξουν.
»Το ν' αφήσωμεν δε, αφού διαβώμεν, όπισθέν μας την δυσκολοδιάβατον αυτήν φάραγγα, με τον σκοπόν να πολεμήσωμεν, άρα γε αυτό τούτο δεν μας επιβάλλει την υποχρέωσιν και να την κυριεύσωμεν; (66) Διότι εγώ θα ήθελα εις μεν τους πολεμίους να φαίνωνται όλα ευκολοδιάβατα, ώστε ευχερώς να υποχωρούν. Εμείς δε και από της θέσεως (τοποθεσίας) πρέπει να διδασκώμεθα ότι δεν υπάρχει καμμία απολύτως σωτηρία εις τους μη νικώντας.
»Απορώ δε φυσικώ τω λόγω και με τους νομίζοντας ότι η φάραγξ αύτη είναι περισσότερον φοβερά (δύναται να εμπνεύση περισσότερον φόβον) από τόσα άλλα μέρη, τα οποία μέχρι τούδε επεράσαμεν. Διότι πώς θα ημπορέσωμεν να διαβώμεν την (πέραν ταύτης) πεδιάδα, εάν δεν νικήσωμεν πρώτα τους (εν αυτή αναμένοντας) ιππείς; Πώς δε ήσαν διαβατά τόσα, όσα επεράσαμεν, βουνά και όρη, αν και τόσοι πελτασταί μας κατεδίωκαν; (αν και είχαμεν τόσον ολίγους πελταστάς;) (67)
»Εάν δε (αντί να πολεμήσωμεν) καταφύγωμεν, διά να σωθώμεν, εις την θάλασσαν, (ειπέτε μου): πόσον άρα γε μεγαλειτέρα αυτής φάραγξ είναι η θάλασσα αυτή του Πόντου, ην βλέπετε; (68) Εις ην ούτε πλοία υπάρχουν, διά να μας παραλάβουν, ούτε τροφή, με την οποίαν να τραφώμεν μένοντες, θα παραστή δ' ανάγκη, και εάν το ταχύτερον φθάσωμεν εκεί (εις την θάλασσαν), πάλιν να απομακρυνθώμεν εκείθεν το ταχύτερον, διά να προμηθευθώμεν τα προς συντήρησίν μας.
»Λοιπόν είναι προτιμότερον να πολεμήσωμεν χορτασμένοι, παρά να πολεμήσωμεν αύριον πεινώντες. — Ω άνδρες, και τα (μαντικά) σημεία είναι ευχάριστα και τα σφάγια κάλλιστα και τα πτηνά αίσια και ευοίωνα. Εμπρός, λοιπόν, ας βαδίσωμεν κατά του εχθρού. Δεν πρέπει πλέον ούτος, αφού πάντως μας είδεν, ούτε να δειπνήση (απόψε) μ' ευχαρίστησιν, ούτε να στρατοπεδεύση όπου αυτός θέλει». (69)
Μετά ταύτα οι λοχαγοί προέτρεπαν τον στρατόν να προχωρήση. Και ουδείς αντέτεινε. Και ο Ξενοφών προεπορεύετο, αφού διέταξε να διαβαίνουν όλοι την φάραγγα από του μέρους εις ο έκαστος έτυχε να ήναι. Διότι ενόμιζεν ότι, όλον μαζή ούτω, θα την διαβή ταχύτερον το στράτευμα, παρά (εάν διέβαιναν) διά της γεφύρας, ήτις ήτον επί της φάραγγος, ο ένας όπισθεν του άλλου.
Αφού δε την διέβησαν, πλησιάσας την φάλαγγα ο Ξενοφών, είπε τα εξής: «Ω άνδρες, ενθυμηθήτε όσας προ πάντων μάχας μαζή με την βοήθειαν των Θεών ως τώρα ενικήσατε, προς μίαν όλοι και την αυτήν διεύθυνσιν βαδίζοντες, και ποίας συμφοράς παθαίνουν όσοι απέφυγαν να συμπλακούν με τον πολέμιον. Και βάλετε εις τον νουν σας τούτο: ότι ευρισκόμεθα ήδη εις τα πρόθυρα της Ελλάδος.
Εμπρός, λοιπόν, ακολουθήσατε όλοι τον (εν πολέμοις) οδηγόν μας Ηρακλέα και, φωνάζοντες ο ένας τον άλλον με τα ονόματά σας («ονομαστί»), ορμήσατε. Σας βεβαιώ ότι είναι λίαν ευχάριστον εκείνος που είπε κ' έπραξε τι γενναίον και καλόν σήμερα, να μνημονεύεται απ' όλους (ευφήμως εν τω μέλλωντι).».
Ταύτα έλεγε παρελαύνων προ της φάλαγγος, και αμέσως τίθεται επί κεφαλής αυτής, και, αφού εκατέρωθεν ετοποθέτησαν τους πελταστάς, εβάδιζαν κατά των πολεμίων. Διέταξε δε τα μεν δόρατα να φέρουν επί του δεξιού των ώμου, μέχρις ότου σημάνη ο σαλπιγκτής. Κατόπιν δε, αφού τα προτείνουν προς τα εμπρός («εις προβολήν»), να βαδίζουν βάδην και να μη καταδιώκουν τρέχοντες κανένα. Μετά ταύτα ήρχισε να μεταδίδεται εις όλας τας τάξεις του στρατεύματος το σύνθημα: Ζευς σωτήρ, Ηρακλής ηγεμών — (οδηγός). Οι δε πολέμιοι εκράτουν την θέσιν των νομίζοντες ότι το μέρος όπου ήσαν ήτον απροσμάχητον.
Όταν δε πλέον ήρχιζαν να πλησιάζουν, αλαλάζοντες οι Έλληνες πελτασταί ώρμησαν κατά των πολεμίων, πριν ακόμη κανείς τους διατάξη. Οι δε πολέμιοι ώρμησαν επίσης και αυτοί εναντίον των, τόσον οι ιππείς, όσον και το στίφος των Βιθυνών. Και τρέπουν εις φυγήν τους πελταστάς.
Αλλ' άμα εφάνη ερχομένη εις υπάντησίν των η φάλαγξ των οπλιτών, βαδίζουσα ταχέως, και συγχρόνως ηκούσθη φθεγγομένη η σάλπιγξ (ηκούσθησαν σαλπίσματα), ήρχισαν δε να ψάλλουν όλοι επικλητήριον προς τον Απόλλωνα άσμα, κατόπιν δε να αλαλάζουν και συγχρόνως να προτείνουν προς τα εμπρός τα δόρατα, τότε δεν αντέστησαν πλέον οι πολέμιοι, αλλ' έφευγαν.
Και ο Τιμασίων μεν με το ιππικόν τους κατεδίωκε, φονεύσαντες όσους βεβαίως ήτο δυνατόν, επειδή ήσαν ολίγοι. Εκ δε των πολεμίων, το μεν αριστερόν των αμέσως διεσκορπίσθη, καθ' ό μέρος δηλ. οι Έλληνες ιππείς τους κατεδίωξαν. Το δε δεξιόν, επειδή δεν κατεδιώχθη ισχυρώς, συνηθροίσθη (ανασυνετάχθη) επί κάποιου εκεί λόφου.
Αφού δε είδαν οι Έλληνες ότι δεν υπεχώρουν, ενόμισαν ότι ήτο πλέον ευκολώτατον και ακινδυνότατον να βαδίσουν εναντίον των. Και πάλιν, λοιπόν, επικαλεσθέντες τον Απόλλωνα, ώρμησαν αμέσως κατ' επάνω των. Ούτοι δε δεν αντέστησαν. Και τότε ήρχισαν οι πελτασταί να τους διώκουν, μέχρι ου και το δεξιόν διεσκορπίσθη. Εφονεύθησαν δε ολίγοι. Διότι το ιππικόν των πολεμίων, ως πολύ, ενέπνεε φόβον εις τους Έλληνας.
Επειδή δε είδαν οι Έλληνες ότι και του Φαρναβάζου το ιππικόν ήτον ακόμη συντεταγμένον και οι Βιθυνοί ιππείς συνηθροίζοντο πλησίον του, θεώμενοι από κάποιον εκεί λόφον τα συμβαίνοντα, ησθάνοντο μεν ότι είχαν αποκάμη πλέον, ενόμισαν όμως ότι έπρεπε να επιτεθούν και κατ' αυτών, όπως ηδύναντο, διά να μη τους δώσουν καιρόν ν' αναπαυθούν αντλούντες τόλμην και πεποίθησιν.
Συνταχθέντες, λοιπόν, πορεύονται εναντίον των. Αλλά μόλις τους είδαν οι πολέμιοι ιππείς, τρέπονται εις φυγήν φερόμενοι επί της κατωφερείας με ορμήν, σαν να τους κατεδίωκεν (όπισθέν των) ιππικόν. Διότι δασώδης φάραγξ τους ανέμενε (φεύγοντας), πράγμα το οποίον δεν είχαν ίδη οι Έλληνες, οίτινες, πριν ή ακόμη μάθουν ότι υπήρχε τοιαύτη εκεί φάραγξ, είχαν ήδη παύση να τους καταδιώκουν. Διότι είχε πλέον βραδυάση.
Επιστρέψαντες δε όπου είχε γείνη η πρώτη συμπλοκή, αφού έστησαν τρόπαιον, απήλθον προς την θάλασσαν περί την δύσιν του Ηλίου. Η απόστασις δε μέχρι του στρατοπέδου ήτο περίπου στάδια εξήκοντα.
Μετά ταύτα οι μεν πολέμιοι ησχολούντο εις τα κατ' αυτούς
(εφρόντιζαν για τα 'δικά τους) και περισυνέλεγαν
(έπαιρναν μαζή των) και τους υπηρέτας και τα πράγματα,
τοποθετούντες αυτά όσον ηδύναντο μακρύτερα. Οι δ' Έλληνες
ανέμεναν μεν τον Κλέανδρον να έλθη με τας τριήρεις και τα
πλοία, εξερχόμενοι δε καθ' εκάστην με τα ζώα και τους
αιχμαλώτους των έφερναν χωρίς κανένα φόβον εις το στρατόπεδον
σίτον και κριθήν, οίνον, όσπρια, κεχρί, σύκα. Διότι όλα τα καλά
είχεν η χώρα, εκτός ελαίου.
Και κάθε φορά μεν που το στράτευμα ανεπαύετο, επετρέπετο να πηγαίνουν προς λείαν και αρπαγήν, ό,τι δ' ελάμβαναν (έπαιρναν) οι εξερχόμενοι, εκράτουν διά τον εαυτόν των. Κάθε φοράανθάνοντες ότι και πόλις ήθελεν ιδρυθή εκεί και λιμήν θα εγίνετο.
Τώρα δε πλέον, ακόμη και οι κατοικούντες πλησίον των πολέμιοι, επειδή εμάνθαναν ότι ο Ξενοφών κτίζει πόλιν εις το μέρος εκείνο, απέστελλον προς αυτόν απεσταλμένους, ζητούντες να μάθουν τι πρέπει να κάμουν, διά να ήναι φίλοι του. Ο δε Ξενοφών τους επεδείκνυεν εις τους στρατιώτας, (διά να τους πείση περί του πόσον ήτον εύκολον να ιδρύση εκεί πάλιν).
Και εν τω μεταξύ τούτω φθάνει ο Κλέαρχος με δύο τριήρεις, με κανένα όμως (φορτηγόν) πλοίον. Καθ' ην δε ώραν έφθασεν, έτυχε να ήναι έξω το στράτευμα προς αρπαγήν (να έχη πάη για πλιάτσικο). Άλλοι δέ τινες μεταβάντες εις το όρος, διά να κλέψουν, ήρπασαν ουκ ολίγα πρόβατα. Επειδή δε ανησύχουν μήπως τους τ' αρπάξουν, απευθύνονται εις τον Δέξιππον, όστις είχεν αποδράση από την Τραπεζούντα με το πεντηκοντάκωπον (εκείνο) πλοίον, και τον παρακαλούν, αφού (για χατήρι των) τους φυλάξη τα αρπαγέντα πρόβατα, τα μεν εξ αυτών να κρατήση ο ίδιος, τα δε να τους τα επιστρέψη.
Αλλ' εκείνος αμέσως αποδιώκει τους περί αυτόν ισταμένους στρατιώτας, διαμαρτυρομένους ότι τα πρόβατα ανήκουν εις όλον το στράτευμα, και προσελθών εις τον Κλέανδρον λέγει ότι οι στρατιώται επεδόθησαν εις αρπαγάς. Ούτος δε τον διατάσσει να φέρη ενώπιόν του οιονδήποτε ήθελε συλλάβη αρπάζοντα.
Και ο μεν Δέξιππος, συλλαβών κάποιον, τον έφερεν εις τον Κλέανδρον. Αλλά (καθ' ην στιγμήν απήγετο), συναντήσας αυτόν ο Αγασίας, τον αποσπά από τας χείρας του Δεξίππου. Διότι ο απαγόμενος ανήκεν εις τον λόχον του. Οι δε παριστάμενοι εκεί εκ των στρατιωτών επιχειρούν να κτυπήσουν τον Δέξιππον, κατονομάζοντας αυτόν προδότην και ζητούντες την σύλληψίν του. Εφοβήθησαν δε και πολλοί εκ των τριηριτών και ήρχισαν να φεύγουν (έκαναν να φύγουν) προς την θάλασσαν. Εν οις και αυτός ο Κλέανδρος.
Ο Ξενοφών δε και οι άλλοι στρατηγοί τους ημπόδιζαν (από του να φύγουν) και έλεγαν εις τον Κλέανδρον ότι δεν συμβαίνει τίποτε (ότι ό,τι έγεινεν είναι ανάξιον λόγου) και ότι αφορμή όλων αυτών ήτον η προνοούσα περί τοιούτων τινών ενδεχομένων διαταγή (εκείνη) του στρατεύματος. (70)
Ο δε Κλέανδρος, και από τον Δέξιππον επανειλημμένως ερεθιζόμενος και αυτός ο ίδιος δυσαρεστηθείς διά τον προξενηθέντα εις αυτόν φόβον (δι' ον φόβον εδοκίμασεν) είπεν ότι θ' αναχωρήση και θα κηρύξη παντού: καμμία απολύτως πόλις να μη τους δεχθή ως επικινδύνους. Ηγεμόνευαν δε τότε όλων των Ελλήνων οι Λακεδαιμόνιοι.
Τότε οι Έλληνες ενόησαν ότι η απειλή αύτη του Κλεάνδρου ήτο δι' αυτούς επιβλαβής, και τον παρεκάλουν να μη την πραγματοποιήση. Ο δε Κλέανδρος είπεν ότι δεν είναι δυνατόν να γείνη άλλως (δεν θ' αλλάξη γνώμην), εκτός εάν του παραδώσουν τον αποπειραθέντα να κτυπήση τον Δέξιππον, καθώς και τον αποσπάσαντα τον στρατιώτην από τας χείρας (του Δεξίππου) Αγασίαν.
Ήτο δε ο Αγασίας ούτος, ον εζήτει, στενώτατος του Ξενοφώντος φίλος. Ως εκ της φιλίας του δε ταύτης και εσυκοφάντησεν αυτόν (τον Ξενοφώντα) ο Δέξιππος. Ένεκα τούτου, λοιπόν, επειδή ευρέθησαν εις αμηχανίαν, συνήθροισαν το στράτευμα οι αρχηγοί. Καί τινες μεν εξ αυτών ελαχίστην σημασίαν έδωκαν εις τας απειλάς του Κλεάνδρου. Ο Ξενοφών όμως ενόμισεν ότι δεν επρόκειτο περί μηδαμινού τινος (περί αναξίας τινός λόγου υποθέσεως), και εγερθείς είπε τα εξής:
«Ω άνδρες στρατιώται, όσον αφορά εμέ, δεν νομίζω ότι πρόκειται περί μηδαμινού τινος, εάν (αληθώς) ο Κλέανδρος, τοιαύτην περί ημών λαβών απόφασιν (τοιαύτα περί ημών φρονών), πρόκηται, όπως λέγει, να απέλθη. Διότι είναι μεν πλησίον αι Ελληνίδες πόλεις. Αλλά της Ελλάδος πάσης είναι ηγεμόνες (σήμερον) οι Λακεδαιμόνιοι. Οίτινες είναι ικανοί (τόσον όλοι), όσον και είς έκαστος αυτών ξεχωριστά, να πράττουν εις τας πόλεις ό,τι θέλουν.
»Εάν, λοιπόν, ο Κλέανδρος κατ' αρχάς μεν μας εμποδίση να προσεγγίσωμεν εις το Βυζάντιον, κατόπιν δε παραγγείλη και εις τους λοιπούς διοικητάς να μη μας δέχωνται εις τας πόλεις ως απειθούντας και παρανόμως προς τους Λακεδαιμονίους φερομένους, προσέτι δε, εάν η τοιαύτη περί ημών διάδοσις φθάση μέχρι του ναυάρχου Αναξιβίου, θα ήναι δύσκολον πλέον και εδώ να μείνωμεν και ν' αναχωρήσωμεν. Διότι σήμερον και κατά ξηράν και κατά θάλασσαν άρχουν παντού οι Λακεδαιμόνιοι.
Δεν πρέπει, λοιπόν, ένεκα τούτου ή εκείνου (για το κέφι του ενός ή του άλλου) να μένωμεν όλοι ημείς οι άλλοι μακράν της Ελλάδος, αλλά να υπακούωμεν εις ό,τι και αν μας διατάσσουν. Διότι και αι πόλεις, από τας οποίας προερχόμεθα (καταγόμεθα) έκαστοι, υπακούουν εις αυτούς.
»Εγώ μεν, λοιπόν, επειδή μανθάνω ότι ο Δέξιππος είπεν εις τον Κλέανδρον ότι δεν ήθελε πράξη ο Αγασίας όσα έπραξεν, εάν εγώ δεν τον διέτασσον, εγώ, λοιπόν, απαλλάσσω της κατηγορίας και σας και τον Αγασίαν, αν αυτός ούτος ο Αγασίας ισχυρισθή ότι εγώ είμαι, έστω και κατ' ελάχιστον, υπαίτιος των λαβόντων χώραν, και καταδικάζω τον εαυτόν μου, εάν εγώ πρώτος κάμνω την αρχήν είτε πετροβολίας, είτε άλλου τινός βίαιου διαβήματος, ως άξιον της μεγαλητέρας των τιμωριών, ην και δηλώ ότι είμαι πρόθυμος να υποστώ. Έχω δε την γνώμην ότι, και εάν τινα άλλον οιονδήποτε αιτιάται (ο Δέξιππος), ότι ούτος πρέπει να παρουσιασθή εις τον Κλέανδρον, διά να τον δικάση. (71) Διότι ούτω μόνον θα απαλλαγήτε της αποδιδομένης εις όλους σας μομφής (κατηγορίας). Ως έχει όμως τώρα η υπόθεσις, θα ήναι λυπηρόν εάν, ενώ φανταζόμεθα ότι θα τύχωμεν και επαίνων και τιμών επιστρέφοντες εις την Ελλάδα, αντί τούτων, ούτε καν όμοιοι με τους άλλους (κατοίκους των Ελληνίδων πόλεων) θεωρηθώμεν, αφού θ' αποκλεισθώμεν εξ όλων των Ελληνίδων πόλεων».
Κατόπιν εγερθείς ο Αγασίας είπεν: «Εγώ, ω άνδρες, ορκίζομαι εις τους Θεούς και τας Θεάς ότι όντως ούτε ο Ξενοφών, ούτε άλλος κανείς από σας με διέταξε ν' αποσπάσω τον στρατιώτην εκείνον από τον Δέξιππον. Επειδή όμως έβλεπα: ένας ανδρείος και καλός στρατιώτης εκ των λοχιτών μου να σύρεται από τον Δέξιππον, ον όλοι σεις γνωρίζετε ως καταπροδώσαντα άλλοτε υμάς, μου εφάνη το πράγμα φοβερόν.
»Και ομολογώ ότι τον απέσπασα (τον άρπαξα απ' τα χέρια του). Και σεις μεν να μη με παραδώσετε. Εγώ δε, καθώς είπεν ο Ξενοφών προηγουμένως, θα παρουσιασθώ εις τον Κλέανδρον, και αυτός ας αποφασίση περί εμού ό,τι θέλει. Ένεκα τούτου, λοιπόν, να μη διάκησθε εχθρικώς προς τους Λακεδαιμονίους, και ασφαλώς (εν τοιαύτη περιπτώσει) θα επανέλθετε σώοι και αβλαβείς όπου θέλει έκαστος.
»Αλλ' όμως αποστείλατε μαζή μου προς τον Κλέανδρον και όσους προαιρείσθε εκ του στρατεύματος, οι οποίοι, αν τυχόν παραλείψω τι εγώ, αυτοί και θα το είπουν και θα το πράξουν, με θάρρος υπέρ εμού συνηγορούντες». Του επέτρεψε, λοιπόν, το στράτευμα να υπάγη, αφού εξ αυτού εκλέξη όσους αυτός ήθελεν. Ούτος δε εξέλεξε (72) τους στρατηγούς. Μετά ταύτα επορεύοντο προς τον Κλέανδρον ο Αγασίας και οι στρατηγοί και ο υπό του Αγασίου αποσπασθείς (από τας χείρας του Δεξίππου) στρατιώτης.
Και έλεγαν οι στρατηγοί: «Μας απέστειλε προς σε, ω Κλέανδρε, ο στρατός, και, εάν μεν όλους μας κατηγορής, σε παρακαλεί, (73) αφού συ ο ίδιος μας δικάσης, να μας μεταχειρισθής όπως θέλεις. Εάν δε ένα τινά ή δύο ή και περισσοτέρους κατηγορής, επιθυμεί να εισαχθούν ούτοι (άνευ αναβολής) εις δίκην. Εάν μεν, λοιπόν, κατηγορής διά τι κανένα εξ ημών, ιδού ημείς όλοι ενώπιόν σου. Εάν δε κατηγορής (τα έχης με) κανένα άλλον, (ον δεν γνωρίζομεν), φανέρωσέ τον. Διότι κανείς εξ όσων είναι διατεθειμένοι να μας υπακούουν (74) δεν θα αρνηθή να εμφανισθή ενώπιόν σου».
Μετά ταύτα πλησιάσας ο Αγασίας είπεν: «Εγώ είμαι, ω Κλέανδρε, εκείνος όστις απέσπασε τον στρατιώτην αυτόν από τον Δέξιππον, ενώ τον ωδήγει (έφερνε) προς σε, και όστις διέταξε να τον κτυπήσουν. (75)
»Και ο μεν στρατιώτης ούτος γνωρίζω ότι είναι παλληκάρι. Ως προς τον Δέξιππον δε, ότι εξελέγη από τον στρατόν να κυβερνήση την πεντηκοντάκωπον εκείνην ναυν, την οποίαν εζητήσαμεν από τους Τραπεζουντίους, υπό τον όρον να συλλέξωμεν (δι' αυτής) πλοία προς διάσωσίν μας, με την οποίαν όμως ούτος εδραπέτευσε προδώσας τους στρατιώτας, εκείνους δηλαδή με τους οποίους (από τόσους κινδύνους) διεσώθη.
«Ούτω δε και από τους Τραπεζουντίους απεστερήσαμεν τον πεντηκοντάκωπον εκείνο πλοίον, και κακοήθεις εφάνημεν εξ αιτίας του, και, όσον εξηρτάτο από τούτου, κατεστράφημεν. Διότι, καθώς ημείς, και αυτός εγνώριζεν ότι ήτο δυσκολώτατον να φύγωμεν (εκείθεν) διά ξηράς και τόσους ποταμούς να διαβώμεν και να φθάσωμεν σώοι και αβλαβείς εις την Ελλάδα.
Από τούτον, λοιπόν, τοιούτον όντα, (όπως σου τον περιέγραψα), απέσπασα εγώ τον στρατιώτην. Εάν όμως συ ή κανένας άλλος εκ των περί σε [ουχί δε εκ των αφ' ημών λαθραίως (όπως ο Δέξιππος αυτός) δραπετευσάντων] (76) τον ωδήγει, μάθε καλώς ότι ουδέν απολύτως ήθελα πράξη εξ όσων έπραξα. Λάβε δ' υπ' όψει σου ότι, εάν με φονεύσης, θα φονεύσης άνδρα γενναίον, εξ αιτίας ενός παληανθρώπου και δειλού».
Ακούσας ταύτα ο Κλέανδρος είπεν ότι την μεν διαγωγήν του Δεξίππου δεν επιδοκιμάζει, εάν πραγματικώς έπραξεν όσα του καταγγέλλονται. Δεν νομίζει όμως — προσέθηκεν — ότι, και αν ακόμη ο μοχθηρότερος των ανθρώπων ήτον ο Δέξιππος, ότι ήτον ανάγκη να υποστή βιαίαν επίθεσιν, αλλ' ότι έπρεπεν, αφού δικασθή, καθώς και σεις τώρα επιθυμείτε, να τύχη της αρμοζούσης εις αυτόν ποινής.
» Τώρα, λοιπόν, απέλθετε, αφήνοντες εδώ τον Αγασίαν τούτον. Όταν δ' εγώ διατάξω, δύνασθε να παραστήτε εις την δίκην του. Δεν κατηγορώ δε πλέον ούτε τον στρατόν, ούτε κανένα άλλον, αφού αυτός ο ίδιος ομολογεί ότι απέσπασε (άρπαξε απ' τα χέρια του Δεξίππου) τον στρατιώτην».
Ο δε αποσπασθείς είπεν: «Εγώ, ω Κλέανδρε, αν τω όντι με νομίζης εις τι αδικήσαντα, ώστε να εισαχθώ εις δίκην, (77) σε πληροφορώ ότι ούτε επλήγωσα, ούτε εκτύπησα κανένα. Είπα απλώς ότι τα πρόβατα είναι κοινά δι' όλους. Διότι είχαν αποφασίση οι στρατιώται, κάθε φορά που εξήρχετο όλος ο στρατός, διά να προμηθευθή τα προς συντήρησίν του, εάν τις ήρπαζε ξεχωριστά (τούτο ή εκείνο), ν' ανήκη ό,τι ήρπαζεν εις όλους. Αυτά και μόνον είπα.
»Κατόπιν, αφού με συνέλαβεν ο Δέξιππος ούτος, μ' έφερε προς σε, διά να μην ομιλήση (να μη βγάλη τσιμουδιά) κανείς, αυτός δε, αφού πάρη πρώτα το (συμφωνηθέν) μερίδιόν του, να φυλάξη τα πρόβατα από τους άρπαγας, παρά την ληφθείσαν περί τούτου απόφασιν». Εις ταύτα ο Κλέανδρος απήντησεν: «Αφού, λοιπόν, είσαι συναίτιος ενέχεσαι και συ), μείνε εδώ, διά να αποφασίσωμεν και περί σου».
Μετά ταύτα οι μεν περί τον Κλέανδρον επρογευμάτιζαν. Ο δε Ξενοφών συνήθροισε τον στρατόν και συνεβούλευε να στείλουν απεσταλμένους εις τον Κλέανδρον, διά να τον παρακαλέσουν να χαρισθή εις τους κρατηθέντας.
Μετά ταύτα απεφάσισαν, αφού αποστείλουν στρατηγούς και λοχαγούς και Δρακόντιον τον Σπαρτιάτην και εκ των άλλων, όσους ενόμισαν αρμοδίους, να παρακαλέσουν με κάθε τρόπον τον Κλέανδρον ν' αφήση (ελευθέρους) τους άνδρας.
Ελθών, λοιπόν, μαζή με τους άλλους ο Ξενοφών λέγει: «Κρατείς μεν εις χείρας σου, ω Κλέανδρε, τους άνδρας, και ο στρατός σου έδωκε το δικαίωμα (σε άφησεν ελεύθερον) να πράξης ό,τι ήθελες και περί αυτών και περί όλων μας. Τώρα δε ζητούν από σε και σε παρακαλούν (οι στρατιώται) να τους επιστρέψης τους άνδρας και να μη τους φονεύσης. Διότι καθ' όλον τον παρελθόντι χρόνον ούτοι πολλά υπέφεραν διά τον στρατόν.
Επιτυγχάνοντες δε ταύτα από σε, σου υπόσχονται, αντί τούτων, εάν θέλης να γείνης στρατηγός των και εάν οι Θεοί ήναι ευμενείς, να σου αποδείξουν ότι και ήσυχοι είναι («κόσμιοι») και ικανοί, υπακούοντες εις τον αρχηγόν των, να μη φοβούνται με την βοήθειάν των Θεών τους πολεμίους.
»Σε παρακαλούν δε ακόμη και διά το εξής: αφού τους πλησιάσης και γείνης αρχηγός των, να γνωρίσης καλά και τον Δέξιππον και τους άλλους όλους, ποίος δηλ. είναι έκαστος, και να εκτιμήσης τον καθένα κατά την αξίαν του».
Ακούσας ταύτα ο Κλέανδρος: «Αλλά ναι μα τους Θεούς — είπε — θα σας αποκριθώ ταχέως: Και τους άνδρας σας παραδίδω και εγώ ο ίδιος θα σας φανώ χρήσιμος (θα σας βοηθήσω). Και εάν οι Θεοί το επιτρέψουν (και αν με το καλό δώσουν οι Θεοί) θα σας οδηγήσω εις την Ελλάδα. Οι δε λόγοι ούτοι (ους ήκουσα εδώ) είναι εντελώς αντίθετοι εκείνων τους οποίους εμάνθανα περί τινων εξ υμών: ότι δηλαδή απεμακρύνατε (απεξενώσατε) το στράτευμα της φιλίας των Λακεδαιμονίων».
Μετά ταύτα οι μεν ευχαριστούντες απήλθον, φέροντες μαζή των τους άνδρας. Ο δε Κλέανδρος ηρώτα θύων τους Θεούς περί της πορείας. Και συνανεστρέφετο φιλικώς με τον Ξενοφώντα και φιλίαν προς αλλήλους ωμολόγησαν. Αφού δε και διά των ιδίων του οφθαλμών είδεν ότι πειθαρχικώτατα εκτελούνται αι διαταγαί του, τότε έτι περισσότερον επεθύμει να γείνη αρχηγός των.
Αφού όμως, καίτοι επί τρεις ημέρας ηρώτα τους Θεούς διά θυσιών, τα σφάγια δεν παρουσίασαν κανέν ευοίωνον σημείον (διά την πορείαν), συγκαλέσας τους στρατηγούς είπεν: «Εις εμέ μεν τα σφάγια τίποτε καλόν και αίσιον δεν λέγουν περί της, (ην σας υπεσχέθην), αρχηγίας. Σεις όμως διά τούτο μη στενοχωρήσθε. Διότι, ως φαίνεται, οι θεοί επιθυμούν («δέδοται») (78) να εξαγάγετε σεις (από την χώραν αυτήν) το στράτευμα. Ξεκινήσατε, λοιπόν. Ημείς δε, όταν φθάσετε εις Βυζάντιον, θα σας υποδεχθώμεν όσον δυνάμεθα καλλίτερα».
Μετά ταύτα απεφάσισαν οι στρατιώται να του προσφέρουν τα δι' όλον τον στρατόν προωρισμένα πρόβατα. Ο δε Κλέανδρος, αφού απεδέχθη το δώρον, το ανταπέδωκε (το αντεδώρησε) και πάλιν εις τους στρατιώτας. (79) Και ούτος μεν ανεχώρησεν. Οι δε στρατιώται, τοποθετήσαντες (ασφαλώς) τον σίτον, τον οποίον είχαν συγκομίση, και όλα όσα είχαν αρπάση, ανεχώρησαν πορευόμενοι μέσου της χώρας των Βιθυνών.
Επειδή δε κανένα χρήσιμον πράγμα δεν επέτυχαν, βαδίζοντες τον ίσιον (τον κατ' ευθείαν) δρόμον, ώστε να έχουν κάτι ιδικόν των φθάνοντες εις φιλικόν έδαφος, απεφάσισαν να γυρίσουν πάλιν οπίσω, διανύοντες διάστημα μιας ολοκλήρου ημέρας. Επιστρέψαντες δε ήρπασαν ουκ ολίγα και πρόβατα και αιχμαλώτους. Και έφθασαν μετά έξ ημέρας εις την Χρυσόπολιν της Καλχηδονίας, όπου έμειναν ημέρας επτά πωλούντες λάφυρα.
Όσα μεν, λοιπόν, κατά την με τον Κύρον ανάβασιν έπραξαν οι
Έλληνες μέχρι της (παρά τα Κούναξα) μάχης, και όσα, αφού
απέθανεν ο Κύρος, έπραξαν κατά την πορείαν των μέχρις ου
έφθασαν εις Πόντον, και όσα επίσης έπραξαν, εκ του Πόντου διά
ξηράς βαδίζοντες και εκπλέοντες, μέχρι της εις Χρυσόπολιν της
Ασίας, έξω της εισόδου αυτού (του Πόντου), αφίξεώς των — πάντα
ταύτα έγειναν γνωστά με όσα μέχρι τούδε είπομεν.
Μετά ταύτα, λοιπόν, ο Φαρνάβαζος, επειδή εφοβείτο μήπως ο στρατός βαδίση εναντίον της χώρας του, αποστείλας απεσταλμένους προς τον ναύαρχον Αναξίβιον, όστις έτυχε να ευρίσκεται εις το Βυζάντιον, τον παρεκάλει να διαβιβάση εκ της Ασίας (εις την Ευρώπην) τον στρατόν, υποσχόμενος να του παράσχη τας εκδουλεύσεις του (να του φανή χρήσιμος) εις ό,τι ήθελεν.
Και ο Αναξίβιος έστειλε και προσεκάλεσε τους στρατηγούς και λοχαγούς του στρατεύματος εις το Βυζάντιον και τους υπέσχετο ότι, εάν διαβούν (τον Βόσπορον), θα δώση μισθόν εις τους στρατιώτας.
Και όλοι μεν οι άλλοι είπαν ότι, αφού σκεφθούν, θα του απαντήσουν, ο Ξενοφών όμως του είπεν ότι θ' απομακρυνθή (θα χωρίση) πλέον από τα στράτευμα και ότι ήθελε ν' αναχωρήση (εις την Ελλάδα). Ο δε Αναξίβιος τον παρεκάλεσε: πρώτα να διαβή μαζή με όλους τους άλλους (από την Ασίαν) κ' έπειτα ν' απομακρυνθή. Και ο Ξενοφών απήντησεν ότι (ευχαρίστως) θα πράξη όπως ούτος ήθελεν.
Ο δε ηγεμών της Θράκης Σεύθης αποστέλλει τον Μηδοσάδην και παρακαλεί τον Ξενοφώντα να προθυμοποιηθή (συγκατατεθή) να διαβή το στράτευμα, και διά την συμπροθυμίαν του ταύτην του παρήγγειλεν ότι δεν θα μετανοήση.
Ο δε Ξενοφών απήντησεν: «Αλλά το μεν στράτευμα θα διαβή (αφεύκτως). Ως εκ τούτου είναι περιττόν να δώση (από τούδε) οιανδήποτε υπόσχεσιν είτε εις εμέ, είτε εις οιονδήποτε άλλον. Άμα δε διαβή, εγώ μεν θ' απομακρυνθώ, προς τους τυχόν δε παραμείναντας και τους από του λοχαγού και άνω διοικητάς του στρατεύματος είναι ελεύθερος να προσφέρη ό,τι θέλει». (80)
Μετά ταύτα διαβαίνουν όλοι (οι στρατιώται) εις το Βυζάντιον. Και μισθόν μεν δεν τους έδιδεν ο Αναξίβιος, εκήρυξε δε: παραλαμβάνοντες τα όπλα των και τας αποσκευάς των ν' αναχωρήσουν (το ταχύτερον), διότι προτίθεται και να τους εκδιώξη και να προβή συγχρόνως εις καταγραφήν των. Τότε οι στρατιώται εστενοχωρήθησαν, διότι δεν είχαν χρήματα, ίνα προμηθευθούν τας αναγκαίας κατά την πορείαν των τροφάς. Διά τούτο δε και με απροθυμίαν ετοίμαζαν τας αποσκευάς των.
Και ο Ξενοφών, φιλοξενούμενος ήδη υπό του αρμοστού Κλεάνδρου, ελθών εις αυτόν τον απεχαιρέτα επί τη αναχωρήσει του. Ούτος δε του λέγει: «Δεν πρέπει να φύγης. Άλλως — του είπε — θα κατηγορηθής, αφού μάλιστα και τώρα ακόμη σε κατηγορούν τινες ότι εξ αιτίας σου επιβραδύνει την αναχώρησίν του ο στρατός».
Ο δε Ξενοφών απήντησεν: «ότι εγώ μεν βέβαια δεν είμαι διόλου τούτου αίτιος. Αίτιοι είναι οι στρατιώται ως έχοντες ανάγκην επισιτισμού, εξ ου και η στενοχωρία των διά την αναχώρησιν».
«Αλλ' όμως — απήντησεν ο Κλέανδρος — εγώ σε συμβουλεύω να ξεκινήσης μαζή των ως σκοπεύων δήθεν να τους ακολουθήσης εις την πορείαν των, άμα δ' εξέλθη της πόλεως το στράτευμα, τότε αποπλέεις (φεύγεις) μόνος σου». «Αυτά, λοιπόν, είπεν ο Ξενοφών, αφού μεταβώμεν μαζή εις τον Αναξίβιον, τα συζητούμεν (του τ' ανακοινώνομεν)».
Ελθόντες, λοιπόν, του τ' ανεκοίνωσαν. Αλλ' ο Αναξίβιος τους διέταξε να συμμορφωθούν προς τας διαταγάς του και ν' αναχωρήσουν ευθύς αμέσως με τας αποσκευάς των, ν' αναγγελθή δε ότι, πας όστις δεν ήθελε παραστή κατά την επιθεώρησιν του στρατού και την αρίθμησιν, θα ήναι υπεύθυνος».
Μετά ταύτα ξεκίνησαν πρώτοι οι στρατηγοί και οι άλλοι, και εν γένει όλοι καθ' ολοκληρίαν, πλην ελαχίστων, εξήλθον των πυλών της πόλεως, πλησίον των οποίων ανέμενεν ο Ετεόνικος με την διαταγήν όπως, άμα εξέλθουν όλοι, κλείση τας πύλας και βάλη τον μοχλόν (βάλη την αμπάρα).
Ο δε Αναξίβιος, συγκαλέσας τους στρατηγούς και τους λοχαγούς, είπε: «Τα προς συντήρησίν σας μεν δύνασθε να λάβετε από τα χωριά της Θράκης. Εις τα οποία είναι πολύς σίτος και κριθή και όσα άλλα χρειάζονται προς διατροφήν σας. Αφού δε προμηθευθήτε εξ αυτών (όσα θέλετε), πηγαίνετε εις την Χερρόνησον κ' εκεί ο Κυνίσκος θα σας μισθοδοτήση».
Τινές δε εκ των στρατιωτών — ακόλουθοι ίσως των στρατηγών — ήκουον μακρόθεν ταύτα, ίσως δε και κανείς εκ των λοχαγών τα διαβιβάζει κρυφίως εις το στράτευμα. Και οι μεν στρατηγοί ηρώτων εάν ο ηγεμών Σεύθης θα τους ήναι πολέμιος ή φίλος και εάν έπρεπε να βαδίσουν διά του Ιερού όρους ή κύκλω, διά μέσου της Θράκης.
Ενώ δε συνεζήτουν ταύτα, οι στρατιώται, αναρπάσαντες τα όπλα, τρέχουν δρομαίως προς τας πύλας, με σκοπόν να εισέλθουν και πάλιν εις την πόλιν (να εισορμήσουν εντός των τειχών της πόλεως). Ο δε Ετεόνικος και οι μετ' αυτού, μόλις είδαν τους οπλίτας τρέχοντας προς τα τείχη, κλείουν τας πύλας και εμβάλλουν τον μοχλόν. Οι δε στρατιώται (φθάσαντες) εκτύπων τας πύλας έξωθεν, (διά να εισέλθουν), και διεμαρτύροντο φωνάζοντες ότι αδίκως υποφέρουν αποδιωκόμενοι και παραδιδόμενοι ούτω εις την διάκρισιν των πολεμίων. Έλεγαν δε ότι θα σπάσουν τας πύλας, εάν εκουσίως δεν τους ανοίξουν.
Άλλοι δε έτρεχαν προς την θάλασσαν και εκεί, παρά τους κυματοθραύστας των τειχών, υπερπηδούν ταύτα και εισέρχονται εις την πόλιν, άλλοι δε εκ των στρατιωτών, ευρισκόμενοι κατά τύχην έσω των τειχών, μόλις είδαν τα παρά τας πύλας συμβαίνοντα, σπάσαντες με τας αξίνας τα κλείθρα, ανοίγουν διάπλατα τας πύλας, κ' εκείνοι (οι έξωθεν αυτών κτυπώντες) εισορμούν ακάθεκτοι.
Ο δε Ξενοφών, μόλις είδε τα γενόμενα, φοβηθείς μήπως προβή εις διαρπαγάς το στράτευμα, και ανήκεστα δυστυχήματα συμβούν και εις την πόλιν και εις τον εαυτόν του και εις τους στρατιώτας, τρέχει και εισορμά μαζή με τον όχλον εις την πόλιν («είσω των πυλών»).
Οι δε κάτοικοι («οι δε Βυζάντιοι»), μόλις είδαν να εισορμά ούτω ακάθεκτον το στράτευμα, τρεπονται εις φυγήν εκ της αγοράς, άλλοι μεν προς τα πλοία, άλλοι δε εις τας οικίας των, όσοι δ' έτυχε να ήναι εντός των οικιών των, τρέχουν εις τους δρόμους φεύγοντες, άλλοι δ' έσυραν τα πλοία εις την θάλασσαν με τον σκοπόν να διασωθούν στα πλοία, όλοι δ' εν γένει ενόμιζαν ότι είναι κατεστραμμένοι πλέον, φανταζόμενοι ότι είχε κυριευθή η πόλις. Ο δε Ετεόνικος καταφεύγει (γλυτώνει) εις την ακρόπολιν.
Ο δε Αναξίβιος τρέχει δρομαίως εις την θάλασσαν, εισέρχεται εις τι εκεί αλιευτικόν πλοίον, και, περιπλέων, ανέρχεται εις την ακρόπολιν, και αμέσως στέλλει και προσκαλεί φρουρούς από την Καλχηδόνα. Διότι δεν εφαίνοντο οι εν τη ακροπόλει ικανοί να συγκρατήσουν από την διαρπαγήν τους στρατιώτας. (81)
Οι δε στρατιώται, μόλις είδαν τον Ξενοφώντα, έρχονται πολλοί προς αυτόν δρομαίοι και του λέγουν: «Ιδού περίστασις, ω Ξενοφών, να δείξης ότι είσαι ανήρ έξοχος. Κατέχεις (έχεις υπό την εξουσίαν σου) την πόλιν, κατέχεις τα πλοία, κατέχεις τας περιουσίας και τα πράγματα, έχεις (εις την διάθεσίν σου) τόσους άνδρας. Είναι, λοιπόν, τώρα καιρός, αν θέλης, συ μεν να μας φανής χρήσιμος (να μας ωφελήσης), ημείς δε να σε ανακηρύξωμεν μέγαν».
Ο δε Ξενοφών τους απεκρίθη: «Αλλά πολύ σωστά ομιλείτε. Και θα κάμω ό,τι θέλετε. Εάν όμως επιθυμήτε να πραγματοποιηθή ό,τι επροτείνατε, καταθέσατε όσον το δυνατόν ταχύτερα τα όπλα σας». — Τους είπε δε ταύτα θέλων να τους καθησυχάση. — Τότε δε και αυτός ο ίδιος διεβίβαζεν όσα επρότεινεν εις όλον τον στρατόν, και τους άλλους συνεβούλευε να διαβιβάζουν (ο ένας εις τον άλλον) την περί καταθέσεως των όπλων εντολήν του.
Οι δε στρατιώται μόνοι των και με την θέλησίν των ετακτοποιούντο (έμπαιναν σε τάξι). Και οι μεν οπλίται εις ελάχιστον χρονικόν διάστημα έμειναν οκτώ μόνον, (των λοιπών προστρεξάντων να καταθέσουν τα όπλα εις το στρατόπεδον), οι δε πελτασταί ημιλλώντο τις πρώτος να τρέξη πλησίον εκάστου των κεράτων του στρατού.
Το δε μέρος, (εις ο ετάχθησαν), ήτο καταλληλότατον προς παράταξιν και ωνομάζετο Θράκιον. Ήτο δε έρημον οικιών και πεδινόν. Αφού δε κατετέθησαν τα όπλα και ησύχασαν εντελώς οι στρατιώται, συγκαλεί ο Ξενοφών τον στρατόν και λέγει τα εξής: «Δεν απορώ μεν, ω άνδρες στρατιώται, ότι είσθε εξωργισμένοι και ότι εσχηματίσατε πλέον την πεποίθησιν ότι υπέστητε τόσα δεινά εξαπατώμενοι. Αλλ' εάν, παραφερόμενοι από την οργήν μας, (82) τιμωρήσωμεν τους ενταύθα Λακεδαιμονίους διά την απάτην που μας έκαναν και την ουδόλως υπαίτιον αυτήν πόλιν διαρπάσωμεν, συλλογισθήτε ποίας εκ τοιούτου τινός διαβήματός μας ηθέλαμεν δοκιμάση συμφοράς.
» Εχθροί μεν κεκηρυγμένοι θα γείνωμεν των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων των. Οποίος δε πόλεμος ήθελεν επέλθη, είναι εύκολον να το μαντεύσετε, αφού (οι ίδιοι με τα μάτια σας) είδατε και ενθυμείσθε ακόμη όσα πρό τινων μόλις ετών μεταξύ αυτών και ημών συνέβησαν. (83)
»Διότι ημείς οι Αθηναίοι επολεμήσαμεν με τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους των, έχοντες τριήρεις, άλλας μεν εις την θάλασσαν, άλλας δε εις τα νεώρια, όχι ολιγωτέρας των τριακοσίων. Χωρίς να υπολογίζω τα άφθονα, που ήσαν εις την πόλιν (των Αθηνών), χρήματα, και την κατ' έτος εξ ουχί ολιγωτέρων των χιλίων ταλάντων πρόσοδον, την εισπραττομένην από τους κατοίκους της Αττικής και τους συμμάχους μας. Ηγεμονεύοντες δε όλων των νήσων και έχοντες υπό την εξουσίαν μας πολλάς εις την Ασίαν και εις την Ευρώπην πόλεις, και πολλάς άλλας, (άς δεν αναφέρω), και αυτό τούτο το Βυζάντιον, όπου τώρα ευρισκόμεθα, κατέχοντες, κατεπολεμήθημεν κατά τρόπον ον πάντες σεις πολύ καλά γνωρίζετε.
»Σήμερα δε μάλιστα, ειπέρ ποτε: θα ηδυνάμεθα άρα γε να φαντασθώμεν ποία και ποία ηθέλαμεν (μετά τα εδώ γενόμενα) υποστή — σήμερα ότε όλοι μεν οι αρχαίοι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων είναι ακόμη σύμμαχοί των, οι Αθηναίοι δε και όσοι τότε ήσαν σύμμαχοι αυτών συνηνώθησαν όλοι μ' εκείνους κατ' ανάγκην (ήλθαν με το μέρος των), ο δε Τισσαφέρνης και όλοι οι άλλοι κατά θάλασσαν κυριαρχούντες βάρβαροι είναι ήδη εχθροί μας, έχθιστος δε προς ημάς αυτός ούτος ο Μέγας Βασιλεύς, εναντίον του οποίου εβαδίσαμεν με τον σκοπόν να του αφαιρέσωμεν (πάρωμε) την εξουσίαν και, εάν μας ήτο δυνατόν, να τον φονεύσωμεν;
«Ενώ, λοιπόν, όλα μαζή αυτά είναι εις βάρος μας, σας ερωτώ: είναι κανείς από σας τόσον ανόητος, ώστε να φαντάζεται ότι ημείς εδώ θα ηδυνάμεθα να τους κυριεύσωμεν (να τους εξουσιάσωμεν); Όχι, προς Θεών, όχι! ας μη κάνωμεν σαν τρελλοί, ουδέ ας καταστραφώμεν ούτω επονειδίστως, κηρυττόμενοι πολέμιοι και των πατρίδων μας και των εν αυταίς συγγενών και φίλων μας. Διότι όλοι αυτοί ευρίσκονται (κατοικούν) ακριβώς εις τας πόλεις που θα εκστρατεύσουν εναντίον μας, και πολύ δικαίως (θα εκστρατεύσουν), εάν, ενώ καμμίαν πόλιν βάρβαρον δεν ηθελήσαμεν (μέχρι σήμερον) να καταλάβωμεν, αν και είχαμεν όλην την προς τούτο δύναμιν, εάν — λέγω — την πρώτην Ελληνίδα πόλιν, εις ην ήλθομεν, διαρπάσωμεν.
»Εγώ μεν, λοιπόν, εύχομαι, πριν ή ακόμη ίδω να συμβούν από σας τοιαύτα έκτροπα, να ευρεθώ χιλιάδας οργυιών υπό την γην. Και σας συμβουλεύω ως Έλληνας, υπακούοντας σήμερον εις τους προϊσταμένους των Ελλήνων (Λακεδαιμονίους), να προσπαθήτε να επιτυγχάνετε μόνον ό,τι είναι δίκαιον. Εάν δε δεν δύνασθε να εύρετε το δίκαιόν σας, τότε πρέπει ν' ανεχθώμεν την αδικίαν, ίνα μη τουλάχιστον στερηθώμεν της Ελλάδος.
»Και, λοιπόν, τώρα φρονώ ότι πρέπει ν' αποστείλωμεν απεσταλμένους εις τον Αναξίβιον και να του είπωμεν: ότι ημείς, χωρίς να έχωμεν κανένα σκοπόν να βιαιοπραγήσωμεν, εισήλθομεν εις την πόλιν (επεράσαμεν από μέσα από την πόλιν) με την ιδέαν μόνον, εάν μεν δυνηθώμεν να επιτύχωμεν από σας καμμίαν ωφέλειαν, καλώς· εάν δ' όχι, να σας κάνωμεν γνωστόν ότι, ουχί εξαπατώμενοι, αλλ' υπακούοντες (εις τους νόμους) εξερχόμεθα της πόλεως (φεύγομεν)».
Ταύτα απεφασίσθησαν και αποστέλλουν, διά να μάθουν τι θα τους απαντήσουν (περί των αποφάσεων των τούτων οι αρμόδιοι), Ιερώνυμον τον Ηλείον και Ευρύλοχον τον Αρκάδα και Φιλήσιον τον Αχαιόν. Και ούτοι μεν ανεχώρησαν, διά να τους αναγγείλουν ό,τι απεφάσισαν.
Ενώ δ' επερίμεναν οι στρατιώται, έρχεται προς αυτούς Κοιρατάδας ο Θηβαίος, όστις περιήρχετο την Ελλάδα όχι ως εξόριστος, αλλ' ως τις επιδιώκων διαρκώς να γείνη στρατηγός και υποσχόμενος, (χωρίς να του το ζητήσουν), στρατηγίας, οσάκις πόλις τις ή έθνος είχεν ανάγκην τοιούτου (στρατηγού). Και τότε προσελθών έλεγεν ότι ήτον έτοιμος να τους οδηγήση εις το καλούμενον Δέλτα της Θράκης, όπου θα ηδύναντο να ωφεληθούν πολλά καλά. Έως ότου δε φθάσουν εκεί, ότι θα τους παρέχη τροφάς και ποτά αφθονώτατα.
Άμα ήκουσαν αυτά οι στρατιώται, συγχρόνως δε και όσα τους ανήγγειλεν ήδη ο Αναξίβιος — διότι ούτος απεκρίθη ότι, εάν υπακούσουν οι στρατιώται, δεν θα μετανοήσουν, και ότι και εις τας αρμοδίας της πατρίδος των αρχάς θα κάμη περί τούτου λόγον, και αυτός ο ίδιος ότι θα σκεφθή (αποφασίση) περί αυτών παν ό,τι (ήθελε δυνηθή) καλόν και ωφέλιμον — λοιπόν, μόλις ήκουσαν ταύτα οι στρατιώται, και τον Κοιρατάδαν παραδέχονται ως στρατηγόν και αμέσως εξήλθον των τειχών της πόλεως.
Ο δε Κοιρατάδας συμφωνεί μαζή των (τους υπόσχεται) ότι την επομένην θα έλθη (θα τους βοηθήση) φέρων εις τον στρατόν και σφάγια και μάντιν και σίτον και ποτά.
Αφού δ' εξήλθον, ο Αναξίβιος έκλεισε τας πύλας και εκήρυξεν ότι: όποιος εκ των στρατιωτών ήθελε συλληφθή εντός των τειχών θα πωληθή ως δούλος. Την δ' επομένην ο μεν Κοιρατάδας ήλθε μαζή με τα σφάγια και τον μάντιν, ακολουθούμενος από είκοσιν άνδρας φέροντας κρίθινα άλευρα και από άλλους είκοσι, κατόπιν, με οίνον, και από άλλους τρεις, όπισθεν, με ελαίας και από άλλον ένα, ύστερα, φορτωμένον με όσω το δυνατόν μεγαλήτερον φορτίον σκόρδων, και από άλλον ένα ακόμη (τελευταίον όλων) φορτωμένον με κρεμμύδια. Καταθέσας δε ταύτα πάντα προ αυτών προς διανομήν, ήρχισε να ερωτά, θύων, τους Θεούς.
Ο δε Ξενοφών, προσκαλέσας πλησίον του τον Κλέανδρον, τον παρεκάλει να κατορθώση να εισέλθη (84) εντός των τειχών (εις την πόλιν) και εκ του Βυζαντίου αναχωρήση (εις την Ελλάδα).
Ελθών δε ο Κλέανδρος, του είπεν ότι με πολύν κόπον θα κατορθώση να επιτύχη ό,τι ζητεί. (85) Διότι ο Αναξίβιος του έλεγεν ότι δεν είναι σωστόν οι μεν στρατιώται να ήναι πλησίον του τείχους, ο δε Ξενοφών εντός αυτού, οι δε κάτοικοι της πόλεως («οι Βυζάντιοι») να στασιάζουν και να διάκηνται εχθρικώς προς αλλήλους. «Ουχ' ήττον όμως — είπεν ο Κλέανδρος — σου επιτρέπει να εισέλθης (ελευθέρως), εάν σκοπεύης ν' αναχωρήσης μαζή του».
Ο μεν Ξενοφών, λοιπόν, αποχαιρετίσας τους στρατιώτας του, ανεχώρησεν εις την πόλιν με τον Κλέανδρον. Ο δε Κοιρατάδας την μεν πρώτην ημέραν δεν είδε κανένα αίσιον εις τα θυσιαζόμενα σφάγια σημείον, ούτε εμοίρασε τίποτε εις τους στρατιώτας. Την δ' επομένην, τα μεν προωρισμένα διά την θυσίαν θύματα ήσαν επί του βωμού, παρ' αυτόν δε στεφανωμένος και έτοιμος ν' αρχίση την θυσίαν ο Κοιρατάδας. Πλησιάσαντες δ' αυτόν Τιμασίων ο Δαρδανεύς και Νέων ο Ασιναίος και Κλεάνωρ ο Ορχομένιος του έλεγαν να μην αρχίση (την θυσίαν), διότι, εάν δεν τους δώση πρώτα τα προς διατροφήν των, δεν θα του επιτραπή ν' αναλάβη την αρχηγίαν του στρατού.
Ο δε Κοιρατάδας διατάσσει τότε να διανεμηθούν αι τροφαί.
Επειδή όμως υπήρχεν ανάγκη πολλών ακόμη τοιούτων, τα δε προσφερθέντα δεν έφθαναν ή μόλις διά σιτηρέσιον μιας και μόνης ημέρας δι' έκαστον στρατιώτην, ανεχώρησεν, αφού επήρε μαζή του τα σφάγια, καταθέσας την (ην είχεν αναλάβη) στρατηγίαν.
Νέων δε ο Ασιναίος και Φρυνίσκος ο Αχαιός και Φιλήσιος ο Αχαιός
και Ξανθικλής ο Αχαιός και Τιμασίων ο Δαρδανεύς παρέμειναν εις
τον στρατόν και, προχωρήσαντες εις τα περί το Βυζάντιον Θρακικά
χωρία, εστρατοπέδευσαν.
Και οι στρατηγοί είχαν διαιρεθή εις κόμματα, θέλοντες ο μεν Κλεάνωρ και ο Φρυνίσκος να υπάγουν εις τον ηγεμόνα Σεύθην. Διότι τους είχε δωροδοκήση (τραβήξη με το μέρος του) δώσας εις εκείνον μεν ένα ίππον, εις αυτόν δε μίαν γυναίκα. Ο δε Νέων επήγεν εις την Χερρόνησον, φανταζόμενος (με την ιδέαν) ότι, εάν το στράτευμα περιήρχετο υπό την εξουσίαν των Λακεδαιμονίων, θ' ανεκηρύσσετο στρατηγός του. Ο δε Τιμασίων επροθυμοποιείτο να διαβιβασθή και πάλιν πέραν, εις την Ασίαν, ελπίζων ότι ούτω θα του ήτον εύκολον να υπάγη εις την πατρίδα του. Και οι στρατιώται τα ίδια ήθελαν.
Ενώ δε παρήρχετο εις μάτην ο καιρός, άλλοι μεν εκ των στρατιωτών, παραδίδοντες τα όπλα εκουσίως, απέπλεον εκ της Θράκης, διά να ζητήσουν γεωργικήν εργασίαν, άλλοι δε ανεκατώνοντο με τους πολίτας εις τας πόλεις.
Ο δε Αναξίβιος έχαιρε μανθάνων την καταστροφήν και δούλωσιν ταύτην του στρατεύματος. Διότι ενόμιζεν ότι διά της τοιαύτης καταστροφής αυτού θα εγίνετο έτι μάλλον αρεστός εις τον Φαρνάβαζον.
Ενώ δε ο Αναξίβιος απέπλεεν εκ Βυζαντίου, τον συναντά εις την Κύζικον ο Αρίσταρχος, διαδεχθείς ως αρμοστής του Βυζαντίου τον Κλέανδρον. Ελέγετο δε ότι όσον ούπω επεριμένετο εις τον Ελλήσποντον και ο Πώλος, ως ναύαρχος διάδοχος του Αναξιβίου.
Και ο μεν Αναξίβιος προτρέπει (συνιστά εις) τον Αρίσταρχον να πωλήση όσους ήθελεν εύρη εκ των στρατιωτών του Κύρου (μένοντας ακόμη) εις το Βυζάντιον. Ο Κλέανδρος όμως ούτε ένα δεν επώλει (εξ αυτών), αλλά και τους ασθενούντας επεριποιείτο ευσπλαγχνούμενος και υποχρεώνων τους κατοίκους της πόλεως να τους δέχωνται κατ' οίκον (να τους παίρνουν εις τα σπίτια των). Ο δε Αρίσταρχος, αφού ήλθε το ταχύτερον (εις Βυζάντιον), επώλησεν (ως δούλους) όχι ολιγωτέρους των τετρακοσίων. (86)
Ο δε Αναξίβιος, αφού έπλευσε παρά το Πάριον, αποστέλλει εις τον Φαρνάβαζον απεσταλμένους, διά να του υπενθυμίση ό,τι του υπεσχέθη (ό,τι συνεφώνησαν). Ο δε Φαρνάβαζος, αφού έμαθεν ότι και ο Αρίσταρχος έφθασε (διωρίσθη) ως αρμοστής εις το Βυζάντιον και ο Αναξίβιος δεν ήτο πλέον ναύαρχος, ως προς τον Αναξίβιον μεν, δεν εφρόντιζεν (απέφυγε να του απαντήση), ως προς τον Αρίσταρχον δε, διεξήγε τας αυτάς οίας και με τον Αναξίβιον διαπραγματεύσεις περί του Κυρείου στρατεύματος (πολλά και εις αυτόν, όπως εις εκείνον, υποσχόμενος).
Μετά ταύτα ο Αναξίβιος, προσκαλέσας (εις ιδιαιτέραν συνομιλίαν) τον (μετ' αυτού συμπλέοντα) Ξενοφώντα, τον παρακαλεί με κάθε τρόπον και μέσον να επιστρέψη εις το στράτευμα όσον το δυνατόν ταχύτερα, και να το συγκρατήση συναθροίζων τους διεσπαρμένους, όσους περισσοτέρους ημπορέση, και αφού τους οδηγήση διά ξηράς (βαδίζοντας) εις την Πέρινθον, να τους διαβιβάση «ως τάχιστα» (87) κατόπιν εις την Ασίαν. Του δίδει δε και ένα τριακοντάκωπον πλοίον και επιστολήν και συγχρόνως αποστέλλει μαζή του κ' ένα στρατιώτην με την εντολήν να διατάξη τους Περινθίους να τον συνοδεύσουν το ταχύτερον με τους αναγκαιούντας ίππους μέχρι του μέρους όπου ήτο το στράτευμα. (88)
Και ο μεν Ξενοφών διαπλεύσας φθάνει εις το στράτευμα, οι δε στρατιώται τον υπεδέχθησαν με μεγάλην των χαράν κ' ευθύς τον ηκολούθησαν, προθυμότατοι να διαβιβασθούν εκ της Θράκης εις την Ασίαν.
Ο δε Σεύθης, μαθών ότι έρχεται και πάλιν εις την Θράκην ο Ξενοφών, του απέστειλεν, (ενώ έπλεεν εις την Πέρινθον), τον Μηδοσάδην, και τον παρακαλεί να φέρη τον στρατόν όπου αυτός ήτον, υποσχόμενος εις αυτόν παν ό,τι ενόμιζεν ότι ηδύνατο να τον δελεάση. Ο δε Ξενοφών του απεκρίθη ότι δεν ήτο δυνατόν να γείνη τίποτε.
Και ο μεν Μηδοσάδης ακούσας ταύτα ανεχώρησεν. Εκ δε των Ελλήνων, αφού έφθασαν εις την Πέρινθον, ο μεν Νέων, αποσπασθείς από το στράτευμα, εστρατοπέδευσε ξεχωριστά, μαζή με οκτακοσίους περίπου στρατιώτας. Το δε υπόλοιπον είχεν όλον μαζή συναθροισθή παρά το τείχος των Περινθίων.
Μετά ταύτα ο μεν Ξενοφών εφρόντιζε να εύρη πλοία, διά να διαβή ως τάχιστα εις την Ασίαν. Εν τω μεταξύ όμως τούτω, φθάσας με δύο τριήρεις ο νέος διοικητής του Βυζαντίου Αρίσταρχος, αφού προηγουμένως είχε σύρη (και τούτον) με το μέρος του ο Φαρνάβαζος, εις μεν τους πλοιάρχους απηγόρευσε να διαβιβασθούν (εις την Ασίαν), ελθών δε εις το στράτευμα την αυτήν έδωκεν επίσης διαταγήν.
Ο δε Ξενοφών έλεγεν ότι ενεργεί κατά διαταγήν του Αναξιβίου «και προς τον σκοπόν τούτον μ' απέστειλεν εδώ». Και πάλιν όμως ο Αρίσταρχος του είπεν: «Ο μεν Αναξίβιος δεν είναι πλέον ναύαρχος, εγώ δε είμαι εδώ ο αρμοστής. Εάν δε κανένα από σας συλλάβω εις την θάλασσαν (διαπεραιούμενον), θα τον πνίξω». Αφού είπε ταύτα, εισήλθεν εντός των τειχών (εισήλθεν εις την πόλιν Πέρινθον). Την δ' επομένην στέλλει και προσκαλεί τους στρατηγούς και λοχαγούς του στρατεύματος.
Ενώ δε ήδη επλησίαζαν το τείχος (της Περίνθου), αναγγέλλει κάποιος εις τον Ξενοφώντα ότι, εάν εισέλθη, θα συλληφθή και ή θα υπακούση εις τον Αρίσταρχον ή θα παραδοθή εις τον Φαρνάβαζον. Ο δε Ξενοφών, ακούσας ταύτα, τους μεν στρατηγούς και λοχαγούς προαποστέλλει (τούς αφήνει να υπάγουν μόνοι των), αυτός δε είπεν, ότι θα ήθελε να ερωτήση περί του πρακτέου τους Θεούς.
Και απελθών τους ηρώτα, θύων, εάν θα του επέτρεπαν να επιχειρήση να οδηγήση τον στρατόν προς τον Σεύθην. Διότι προέβλεπεν ότι: ούτε η εις Ασίαν διάβασίς του ήτον εξησφαλισμένη, του Αριστάρχου διαθέτοντος προς παρεμπόδισιν αυτού τριήρεις, ούτε ήθελεν, ερχόμενος εις την Χερρόνησον, να κατακλεισθή εκεί, το δε στράτευμα να περιέλθη εις μεγίστην στέρησιν όλων των προς διατροφήν του αναγκαίων, οπότε αυτός μεν θα ηναγκάζετο να υπακούση εις τον εκεί αρμοστήν, από τροφάς δε δεν θα ήτο δυνατόν να προμηθευθή απολύτως τίποτε ο στρατός.
Και ο μεν Ξενοφών ησχολείτο περί αυτών. Οι δε στρατηγοί και λοχαγοί, επιστρέψαντες από τον Αρίσταρχον, ανήγγειλαν ότι τους διέταξε τώρα μεν να αναχωρήσουν, να ξαναέλθουν δε το βράδυ. Τότε, λοιπόν, και καταφωροτέρα τους εφάνη η κατ' αυτών επιβουλή.
Ο Ξενοφών, λοιπόν, επειδή ενόμισεν ότι τα προσφερθέντα εις τους Θεούς σφάγια του έδειξαν ευοίωνα σημεία και ότι το στράτευμα θα μεταβή εν πλήρει ασφαλεία προς τον Σεύθην, αφού παρέλαβε τον λοχαγόν Πολυκράτην τον Αθηναίον και από έκαστον των στρατηγών ένα στρατιώτην (έμπιστον), εκτός από τον Νέωνα, προς ον είχαν όλοι εμπιστοσύνην, ανεχώρησε νύκτα διά το στράτευμα του Σεύθου, απέχον στάδια εξήκοντα.
Ότε δ' επλησίαζε (το στράτευμα), συναντά πυρά έρημα, χωρίς παρ' αυτά κανένα φύλακα. Και κατ' αρχάς μεν ενόμισεν ότι ο Σεύθης θα μετέβη εις κάποιο άλλο μέρος. Αφού όμως και θόρυβον ήκουσε και, των περί τον Σεύθην ειδοποιούντων αλλήλους (διά συνθημάτων), έμαθεν ότι τα πυρά είχαν αναφθή μακράν των νυκτοφυλάκων του στρατού, όπως οι μεν φύλακες μη βλέπωνται, μένοντες στο σκότος, ούτε πόσοι είναι, ούτε πού μένουν, οι δε πλησιάζοντες αυτούς μη διαφεύγουν την προσοχήν των, αλλ' ήναι ως εκ του φωτός καταφανέστατοι — αφού, λοιπόν, ήκουσε και έμαθεν όλα αυτά, προαποστέλλει τον διερμηνέα, ον είχε μαζή του κατά τύχην, διατάσσων αυτόν να είπη εις τον Σεύθην ότι ο Ξενοφών είναι πλησίον του και ότι θέλει να του ομιλήση. Οι περί τον Σεύθην δε ηρώτων αν είναι ο Ξενοφών ο Αθηναίος, ο από του στρατεύματος του Κύρου προερχόμενος.
Επειδή δε ο διερμηνεύς είπεν ότι αυτός είναι, οι περί τον Σεύθην, αναπηδήσαντες (εκ της θέσεώς των), έτρεξαν ταχέως (προς συνάντησίν του). Και ολίγον ύστερα παρουσιάσθησαν προ του Ξενοφώντος έως διακόσιοι πελτασταί, οίτινες, παραλαβόντες αυτόν και τους περί αυτόν, τους ωδήγησαν εις τον Σεύθην.
Ούτος δ' εφυλάσσετο ισχυρώς εντός πύργου, περί τον οποίον υπήρχαν ίπποι φέροντες τους χαλινούς των. Διότι, διά τον φόβον (των πολεμίων), την μεν ημέραν έτρεφε (με σανόν) τους ίππους του, την δε νύκτα εφυλάσσετο υπ' αυτών «κεχαλινωμένων».
Διότι ελέγετο ότι και άλλοτέ ποτε ο εν τη χώρα ταύτη πρόγονος του Τήρης, έχων υπό τας διαταγάς του πολύ στράτευμα, ότι από τους εχθρούς αυτούς του Σεύθου και πολλούς εκ των στρατιωτών του έχασε και τα σκευοφόρα του ζώα του ηρπάγησαν. Ήσαν δε ούτοι οι Θυνοί, περί των οποίων ελέγετο ότι ήσαν οι πολεμικώτεροι όλων των λαών της Θράκης, ιδίως όταν επετίθεντο την νύκτα.
Όταν δ' επλησίασαν, διέταξεν (ο Σεύθης) να εισέλθη ο Ξενοφών μαζή με δύο άνδρας της εκλογής του. Αφού δε εισήλθαν, κατ' αρχάς μεν εχαιρέτισαν αλλήλους και, κατά το κρατούν εν Θράκη έθιμον, προέπιαν με κέρατα γεμάτα οίνον. Παρίστατο δε παρά τον Σεύθην και ο Μηδοσάδης, όστις τον αντεπροσώπευεν (απεστέλλετο) εις όλα τα μέρη ως πρεσβευτής του.
Κατόπιν δε ο Ξενοφών ήρχισε να του λέγη τα εξής: «Απέστειλες προς εμέ, ω Σεύθη, πρώτον εις την Καλχηδόνα τον Μηδοσάδην τούτον, παρακαλών με να δώσω την συγκατάθεσίν μου να διέλθη το στράτευμα εκ της Ασίας (εις την Θράκην), υποσχόμενος δε, εάν πράξω τούτο, να μ' ευεργετήσης — όπως μου είπε (τουλάχιστον) ο Μηδοσάδης ούτος».
Αφού είπε ταύτα, ηρώτα τον Μηδοσάδην αν είναι αληθή όσα είπεν. Ο δε Μηδοσάδης τα επεβεβαίωσε. «Πάλιν ήλθεν ο Μηδοσάδης ούτος, ότε εγώ διεβιβαζόμην εκ Παρίου, επιστρέφων και πάλιν εις το στράτευμα, υποσχόμενος, εάν το οδηγήσω προς σε, και καθ' όλα τα άλλα να με μεταχειρισθής ως φίλον και αδελφόν και τα παρά την θάλασσαν μέρη, (όπου ευρισκόμην και) ων είσαι κύριος, να μου παραχωρήσης».
Κατόπιν τούτων και πάλιν ηρώτησε τον Μηδοσάδην, αν πράγματι τα είπεν. Ούτος δε εβεβαίωσε και ταύτα ως λεχθέντα. «Έλα, λοιπόν τώρα, είπεν ο Ξενοφών, διηγήσου εις τον Σεύθην τούτον τι σου απεκρίθην πρώτον εις την Καλχηδόνα».
«Μου απεκρίθης ότι το στράτευμα θα διαβιβασθή ούτως ή άλλως εις το Βυζάντιον και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήτον ανάγκη να δώση καμμίαν υπόσχεσιν (ο Σεύθης) ούτε προς σε, ούτε προς οιονδήποτε άλλον. Ότι δε, αφού διαβιβασθής, θ' απομακρυνθής του στρατεύματος. Και πράγματι, ούτω συνέβη όπως έλεγες».
«Και τώρα — είπεν ο Ξενοφών — ειπέ μου τι σου έλεγα, όταν έφθασες εις την Σηλυβρίαν;». «Μου είπες ότι δεν είναι δυνατόν να γείνη τίποτε, διότι, αφού επιστρέψετε εις Πέρινθον, είναι ανάγκη να διαβιβασθήτε εις την Ασίαν».
«Τώρα, λοιπόν, είπεν ο Ξενοφών, ιδού είμεθα πλησίον σου και εγώ και ο Φρυνίσκος ούτος, ένας εκ των στρατηγών, και ο Πολυκράτης αυτός, είς των λοχαγών, απ' έξω δε είναι εξ ενός εκάστου των στρατηγών ο πλειότερον εις αυτόν πιστός, εκτός του εκ του Νέωνος του Λακωνικού (μη αντιπροσωπευομένου)».
»Εάν, λοιπόν, θέλης η μεταξύ μας συμφωνία να γείνη έτι μάλλον αξιόπιστος, προσκάλεσε και αυτούς. Συ δε, ω Πολύκρατες, πήγαινε εις αυτούς και ειπέ τους ότι εγώ διατάσσω ν' αφήσουν έξω τα όπλα των (όταν θα εισέλθουν), και συ αυτός ακόμη να εισέλθης, αφού αφήσης έξω την μάχαιράν σου».
Ακούσας ταύτα ο Σεύθης είπεν ότι εις κανένα απολύτως εκ των Αθηναίων ήθελε δείξη έλλειψιν εμπιστοσύνης. Διότι εγνώριζεν ότι (οι Αθηναίοι) ήσαν συγγενείς του (εξ επιγαμίας τινός αρχαίας Θρακών και Αθηναίων) και ότι (ως εκ τούτου) — προσέθηκε — επίστευεν ότι θα του ήσαν φίλοι ευμενείς. Μετά ταύτα δε, αφού εισήλθαν όσοι έπρεπε, πρώτον ο Ξενοφών ηρώτησε τον Σεύθην εις τι είχεν ανάγκην να χρησιμοποιήση τον στρατόν.
Ούτος δε απήντησεν ως εξής: «Ο Μαισάδης ήτο πατήρ μου, οι δε Μελανδίται και οι Θυνοί και οι Τρανίψαι απετέλουν την επικράτειάν του. Από αυτήν, λοιπόν, την χώραν, αφού τα των Οδρυσών πολιτικά πράγματα περιήλθαν εις κλονισμούς και στάσεις, εκπεσών ο πατήρ μου, αυτός μεν αποθνήσκει από κάποια ασθένειαν, εγώ δε κατόπιν ανετράφην ορφανός πλησίον του νυν βασιλέως (της Θράκης) Μηδόκου.
»Αφού δ' εμεγάλωσα («εγενόμην νεανίσκος»), δεν ηδυνάμην να ζω έχων τον νουν μου εις ξένην τράπεζαν (δεν μπορούσα να τρώγω ξένο ψωμί). Και εκαθήμην στο κάθισμά μου (και παράστεκα δίπλα του), παρακαλών αυτόν (89) να μου δώση όσους ηδύνατο άνδρας, όπως και εκείνους, οίτινες μας εξεδίωξαν της χώρας μας, κατά το μέτρον των δυνάμεών μου τιμωρήσω, και όπως ζω πλέον αυτεξούσιος, μη αποβλέπων εις την τράπεζαν εκείνην (του Μηδόκου) ωσάν σκύλλος.
«Μετά ταύτα, λοιπόν, μου δίδει (ο Μήδοκος) τους άνδρας και τους ίππους, τους οποίους θα ιδήτε αύριον όταν ξημερώση. Και τώρα εγώ μ' αυτούς (τους άνδρας και τους ίππους) ζω ληστεύων την πατρικήν μου χώραν. Εάν δε σεις έλθετε εις βοήθειάν μου, πιστεύω ότι με την βοήθειαν των Θεών ευκόλως θα ηδυνάμην ν' ανακτήσω την, ην απώλεσα, εξουσίαν. Ιδού, λοιπόν, τίνος έχω ανάγκην από σας».
«Εάν, λοιπόν — είπεν ο Ξενοφών, — ηθέλαμεν σε βοηθήση εις τον σκοπόν σου, τι θα ηδύνασο να δώσης εις τον στρατόν και τους λοχαγούς και τους στρατηγούς; Ειπέ μας, διά να σου απαντήσουν ούτοι».
Ο δε Σεύθης υπεσχέθη: εις έκαστον μεν στρατιώτην να δώση ένα κυζικηνόν (στατήρα κατά μήνα), εις έκαστον δε λοχαγόν δύο, εις έκαστον δε στρατηγόν τέσσαρας, και γην όσην θέλουν και ζευγάρια και πλησίον της θαλάσσης μέρος οχυρώτατον, περιτειχισμένον.
«Εάν όμως — είπεν ο Ξενοφών — επιχειρούντες ό,τι μας επρότεινες, δεν κατορθώσωμεν να φέρωμεν εις πέρας την υπόθεσίν σου, υπάρχει δ' εξ άλλου και ο από των Λακεδαιμονίων κίνδυνος, σ' ερωτώ: θα δεχθής (εν τοιαύτη περιπτώσει) εις την χώραν σου πάντα όστις θα ήθελε να ζήση πλησίον σου;». Ο δε Σεύθης απήντησε:
«Και αδελφούς βεβαίως και ομοτραπέζους και κοινωνούς θα σας κάνω κάθε πράγματος το οποίον ηθέλαμεν μαζή αποκτήση. Εις σε δε, ω Ξενοφών, και την θυγατέρα μου είμαι πρόθυμος να σου χαρίσω, και, εάν έχης και συ (σου βρίσκεται) καμμία (θυγατέρα), συμφώνως προς τα θρακικά έθιμα, να την αγοράσω. Και την Βισάνθην προς κατοικίαν σου να σου δωρήσω, η οποία μου είναι ένα από τα καλλίτερα παραθαλάσσια μέρη».
Αφού ήκουσαν ταύτα ο Ξενοφών, οι στρατηγοί και οι λοχαγοί και
αφού ούτω έκλεισαν αναμεταξύ των συμφωνίας, ανεχώρησαν. Και,
πριν ακόμη ξημερώση, ήλθαν εις το (παρά την Πέρινθον)
στρατόπεδον και ανήγγειλεν ο καθένας εις τους αποστείλαντας
αυτούς τα συνομολογηθέντα.
Αφού δ' εξημέρωσεν, ο μεν Αρίσταρχος προσεκάλει και πάλιν τους στρατηγούς και λοχαγούς. Ούτοι όμως απεφάσισαν την μεν προς τον Αρίσταρχον οδόν ν' αφήσουν, να συγκαλέσουν δε το στράτευμα. Και συνήλθαν όλοι, εκτός των περί τον Νέωνα, οίτινες ήσαν μακράν των δέκα περίπου στάδια.
Αφού δε συνηθροίσθησαν, εγερθείς ο Ξενοφών είπε τα εξής: «Ω άνδρες, να διαβιβασθώμεν μεν όπου θέλομεν, μας εμποδίζει με τας τριήρεις του ο Αρίσταρχος. Ώστε δεν είναι ακίνδυνον να εισέλθωμεν εις πλοία. Αυτός δε ο ίδιος (Αρίσταρχος) μας διατάσσει να υπάγωμεν εις την Χερρόνησον διά του Ιερού όρους, χωρίς να θέλωμεν. Εάν δε, κατισχύοντες των εκ του όρους τούτου κινδύνων και δυσχερειών, έλθωμεν εις την Χερρόνησον, σας υπόσχεται ότι ούτε θα σας πωλήση πλέον (ως δούλους), όπως έπραξεν εις το Βυζάντιον, ούτε θα σας εξαπατήση, αλλ' έκαστος θα λάβη τον μισθόν του, ούτε θ' αμελήση πλέον περί της διατροφής σας καθώς τώρα, ότε τόσην έχετε ανάγκην των προς συντήρησίν σας αναγκαίων.
»Και ούτος μεν τοιαύτα λέγει. Ο δε Σεύθης, (εξ άλλου), υπόσχεται ότι, αν υπάγετε εις αυτόν, θα σας ευεργετήση. Σκεφθήτε, λοιπόν, τώρα αν θ' αποφασίσετε περί του ζητήματος αυτού μένοντες εδώ ή επιστρέφοντες εκεί όπου έχετε τα προς συντήρησίν σας. (90)
»Εγώ μεν, λοιπόν, φρονώ ότι, επειδή εδώ ούτε χρήματα έχομεν, διά ν' αγοράσωμεν τροφάς, ούτε χωρίς χρήματα μας επιτρέπουν να λάβωμεν, ότι πρέπει να επανέλθωμεν εις τας (περί το Βυζάντιον) κώμας, όπου δεν θα μας εμποδίσουν οι κάτοικοι, ως ασθενέστεροι ημών, να προμηθευθώμεν τοιαύτας, και όπου, έχοντες πλέον τα προς συντήρησίν μας, ενήμεροι δε όντες των αναγκών εκάστου, δυνάμεθα να εκλέξωμεν ό,τι (εκ των δύο) ηθέλαμεν κρίνη ως καλλίτερον. (91)
»Και όστις εξ υμών — προσέθηκεν — εγκρίνει ό,τι προτείνω, ας
υψώση την χείρα». Πάντες, δε την ύψωσαν.
«Απέλθετε, λοιπόν — είπε — και συλλέξατε τας αποσκευάς σας,
και, όταν σας ειδοποιήσουν, ακολουθείτε εκείνον που θα γείνη
οδηγός σας» («τον ηγούμενον»).
Μετά ταύτα ο μεν Ξενοφών ωδήγει αυτούς, ούτοι δε ηκολούθουν. Ο δε Νέων και άλλοι (απεσταλμένοι) από τον Αρίσταρχον προσεπάθουν να τους πείσουν να μεταβάλουν γνώμην. Οι περί τον Ξενοφώντα όμως δεν τους ήκουσαν. Αφού δ' επροχώρησαν μέχρι τριάκοντα σταδίων, τους συναντά ο Ξεύθης. Ο δε Ξενοφών, άμα τον είδε, του επρότεινε να πλησιάση, όπως, εις επήκοον όλων, του είπη όσα ενόμιζε (διά τον στρατόν) συμφέροντα.
Άμα δ' επλησίασεν, ο Ξενοφών του είπεν: «Ημείς βαδίζομεν όπου το στράτευμα δύναται να έχη την τροφήν του. Εκεί δε, αφού ακούσωμεν τας προτάσεις σου και του Αριστάρχου, θα εκλέξωμεν ό,τι ηθέλαμεν νομίση ως συμφερώτερον. Εάν, λοιπόν, μας οδηγήσης όπου υπάρχουν περισσότεραι τροφαί, τότε θα σε νομίσωμεν ως φίλον μας». (92)
Και ο Σεύθης απήντησεν: «Αλλά γνωρίζω πολλά χωριά, ολίγον απέχοντα το έν του άλλου, έχοντα δε όλα τα προς διατροφήν σας αναγκαία. Και των οποίων η εντεύθεν απόστασις είναι τόση, όση χρειάζεται, διά να προγευματίσετε με όρεξιν». «Εμπρός, λοιπόν, οδήγει μας» είπεν ο Ξενοφών.
Αφού δ' έφθασαν εις αυτά το βράδυ, συναθροισθέντων των στρατιωτών, είπε προς αυτούς ο Σεύθης τα εξής: «Εγώ, ω άνδρες, σας παρακαλώ να εκστρατεύσετε μαζή μου και σας υπόσχομαι να δώσω εις έκαστον μεν στρατιώτην από ένα κυζικηνόν, εις τους λοχαγούς δε και στρατηγούς, αναλόγως. Αλλ' εκτός αυτών, και θα τιμήσω τον (αναδειχθησόμενον) άξιον τιμής. Τροφάς δε και ποτά θα λαμβάνετε, όπως και τώρα, τακτικά από την χώραν. Όσα δε λάφυρα και όσα αιχμάλωτα (ζώα ή πολέμιοι) συλληφθούν, αξιώ να κρατώ εγώ, ίνα, πωλών ταύτα καταλλήλως («ταύτα διατιθέμενος»), προσπορίζωμαι (κερδίζω) τον μισθόν σας.
»Και όσα μεν εκ τούτων τρέπονται εις φυγήν (μας ξεφεύγουν) ή δραπετεύουν, είμεθα (μόνοι μας) ικανοί και να τα καταδιώκωμεν και να τ' αναζητώμεν. Αν δε κανένα εξ αυτών ανθίσταται, τότε όλοι μαζή θα προσπαθούμεν να το συλλαμβάνωμεν».
Ηρώτησε δε ο Ξενοφών: «Εις πόσην απόστασιν από της θαλάσσης θ' αξιώσης να σε ακολουθήση ο στρατός;». Ούτος δ' απεκρίθη: «Εις κανένα μεν μέρος, περισσότερον των επτά ημερών, εις πολλά δε, ολιγώτερον».
Μετά ταύτα εδόθη ο λόγος εις τον θέλοντα να ομιλήση. Και έλεγαν πολλοί ταυτοχρόνως ότι αξιολογώτατα (φρονιμώτατα) ομιλεί ο Σεύθης. Διότι ήτο χειμών, και ούτε εις την πατρίδα των ήτο δυνατόν ν' αναχωρήσουν όσοι ήθελαν, ούτε να ζήσουν εις χώραν φιλικήν, εάν ηναγκάζοντο να ζουν αγοράζοντες τα προς συντήρησίν των. Ενώ (τουναντίον) εις χώραν εχθρικήν πολύ ασφαλέστερον ήτο μαζή με τον Σεύθην και να τρέφωνται και να μένουν, παρά να ήναι μόνοι των, (εις τας ιδίας των αφιέμενοι δυνάμεις). Παρά τα τόσα δε αγαθά, το να λάβη έκαστος προσθέτως και μισθόν, θα τους εφαίνετο βέβαια ως εύρημα.
Μετά ταύτα ο Ξενοφών είπεν: «Εάν τις έχη αντίρρησιν, ας το είπη. Άλλως θα εγκρίνω τα προταθέντα». Επειδή δε κανείς δεν αντέλεγε, τα ενέκρινεν («επεψήφισε»). Και ούτω απεφασίσθησαν. Αμέσως δε είπεν εις τον Σεύθην ότι θα συνεκστρατεύσουν μαζή του.
Μετά ταύτα οι μεν στρατιώται εσκήνουν (εις διάφορα χωρία) κατά τάγματα. Τους δε στρατηγούς και λοχαγούς προσεκάλεσεν ο Σεύθης εις δείπνον, πλησίον κάποιου χωρίου. Ότε δε ούτοι επλησίασαν εις την αυλήν του οίκου όπου διέμενε και παρήρχοντο ο είς μετά τον άλλον προ αυτής, διά να εισέλθουν εις το δείπνον, κάποιος ονόματι Ηρακλείδης, Μαρωνείτης, (93) όστις έτυχε να ήναι εκεί που, πλησιάζων ένα έκαστον εξ εκείνων, τους οποίους ενόμιζεν ότι ηδύναντο να προσφέρουν κάτι εις τον Σεύθην, κατ' αρχάς μεν Παριανούς τινας, (94) οίτινες παρευρίσκοντο εκεί, διά να επιτύχουν σχέσεις φιλικάς με τον βασιλέα των Οδρυσών Μήδοκον, φέροντες προς αυτόν και την γυναίκα του δώρα, έλεγεν ότι ο μεν Μήδοκος ήτο προς τα μεσόγεια, εις απόστασιν από της θαλάσσης: δώδεκα ημερών δρόμον, ο δε Σεύθης, επειδή συνεμάχησε με τον Ελληνικόν στρατόν, ότι θα εγίνετο κύριος της θαλάσσης.
«Αφού, λοιπόν, θα ήναι ούτω γείτων σας, θα έχη και την δύναμιν και να σας ευεργετήση και να σας βλάψη. Εάν, λοιπόν, ορθοφρονήτε (έχετε το μυαλό σας εις τη θέσι του), θα χαρίσετε εις αυτόν (τον Σεύθην) ό,τι διά τον Μήδοκον και την γυναίκα του) εφέρατε. Έστε δε βέβαιοι ότι ούτω θα διατεθή προς σας πολύ καλήτερα, παρά εάν το δωρήσετε εις τον τόσον μακράν κατοικούντα Μήδοκον».
Και αυτούς μεν κατ' αυτόν τον τρόπον τους ξεγέλασε. Πλησιάσας δε πάλιν Τιμασίωνα τον Δαρδανέα, επειδή έμαθεν ότι (ούτος) έχει υπό την κυριότητά του και ποτήρια (πολύτιμα) και τάπητας βαρβαρικούς, έλεγεν ότι «είναι συνήθεια του τόπου, οσάκις ο Σεύθης προσκαλεί εις δείπνον (έχει καλεσμένους), να του προσφέρουν ούτοι δώρα. Ότι δε, όταν ούτος (ο Σεύθης) γείνη εδώ μέγας και τρανός, θα έχη την δύναμιν και εις την πατρίδα σου να σε επαναφέρη και εδώ να σε καταστήση πλουσιώτατον». Τοιαύτας προμνηστείας (τέτοιαις προξενειαίς) έκανε πλησιάζων ιδιαιτέρως ένα έκαστον.
Πλησιάσας δε και τον Ξενοφώντα έλεγε: «Συ, ω Ξενοφών, και από πόλιν μεγαλώνυμον προέρχεσαι (κατάγεσαι), και πλησίον του Σεύθου χαίρει μεγίστην το όνομά σου υπόληψιν, και εις την χώραν ταύτην ίσως ζητήσης και πυργοφόρα κτήματα να λάβης, όπως και πολλοί άλλοι εκ των Ελλήνων έλαβαν. Λοιπόν πρέπει και μεγαλοπρεπέστερον (όλων των άλλων) να τιμήσης τον Σεύθην. Εγώ δε θα τον παρακινώ να διατελής πάντοτε υπό την εύνοιάν του. (95)
Διότι πολύ καλά γνωρίζω ότι, όσω μεγαλήτερα δώρα του χαρίσης, τόσω από μέρους του μεγαλήτερα αγαθά θα απολαύσης». Ακούων ταύτα ο Ξενοφών εστενοχωρείτο. Διότι, όταν διεβιβάσθη από το Πάριον, τίποτε άλλο δεν έφερε μαζή του, παρά ένα δούλον και τα διά το ταξείδιον απαραιτήτως αναγκαία (τρόφιμα).
Αφού δε εισήλθον εις ό μέρος είχε παρατεθή το δείπνον οι καλλίτεροι των εκεί παρευρισκομένων Θρακών και οι στρατηγοί και λοχαγοί των Ελλήνων και οιαδήποτε (όποια) έτυχε να ήναι (εκεί), σταλμένη από πόλεως, πρεσβεία, εδείπνουν μεν κυκλικώς καθήμενοι. Κατόπιν δε εισήχθησαν, κοιναί δι' όλους, τράπεζαι, φέρουσαι τρεις πόδας («τρίποδες»), γεμάται από κομμάτια κρέατα, με τα οποία ήσαν καρφωμένα με περόνας μεγάλα κομμάτια σιμιγδαλένιων άρτων. Αι περισσότεραι δε τράπεζαι παρετίθεντο πάντοτε προς το μέρος των ξένων. Διότι ήτον έθιμον των τόπου — και έκαμε πρώτος αρχήν αυτού ο Σεύθης — το εξής: αφού εσήκωνε (έπαιρνε) τους πλησίον του κειμένους άρτους, τους έκοπτεν εις μικρά τεμάχια, και κατόπιν τα έρριπτε (πετούσε) εις όποιον αυτός ενόμιζε ότι έπρεπεν, επίσης δε έκανε τα ίδια και εις τα κρέατα, αφήνων διά τον εαυτόν του όσον μόνον του έφθανε διά να φάγη. Και όσοι άλλοι δε είχαν προ αυτών τραπέζας, ταυτοχρόνως έκαναν τα ίδια.
Κάποιος δε Αρκάς, ονομαζόμενος Αρύστας, φοβερός φαγάς, το να ρίπτη μεν εδώ κ' εκεί τα φαγητά απέφευγεν («εία χαίρειν»), αφού δ' έλαβε εις την χείρα (επήρε) άρτον και κρέατα βάρους τριών χοινίκων (96) και τα ετοποθέτησεν επί των γονάτων, έτρωγε.
Περιέφεραν δε οι οινοχόοι (από τραπέζης εις τράπεζαν) κεράτινα ποτήρια γεμάτα οίνον, και όλοι εδέχοντο ευχαρίστως. Ο δε Αρύστας, αφού τον επλησίασε με το ποτήρι ο οινοχόος, του είπεν, ιδών τον Ξενοφώντα παύσαντα να τρώγη πλέον: «Εις εκείνον εκεί δώσε. Διότι τώρα αναπαύεται. Εγώ όμως δεν ευκαιρώ ακόμη (καθώς βλέπεις)».
Ακούσας τον διάλογον ο Σεύθης, ηρώτησε τον οινοχόον, τι λέγει (ο Αρύστας). Ο δε οινοχόος του είπε τα λεχθέντα. Διότι εγνώριζε την Ελληνικήν. Και τότε μεν, λοιπόν, όλοι εγέλασαν.
Ενώ δε ήταν εις την ακμήν της η ευωχία, εισήλθεν ανήρ Θραξ, κρατών (από τον χαλινόν) λευκόν ίππον, και λαβών ποτήριον γεμάτον (από οίνον) είπε: «Προπίνω υπέρ σου, ω Σεύθη, και σου προσφέρω αυτόν εδώ τον ίππον, διά του οποίου διώκων μεν δύνασαι να συλλαμβάνης όποιον θέλεις, αποχωρών δ' εν ώρα μάχης, να μη φοβήσαι ποτέ σου τον εχθρόν».
Και άλλος (μετ' αυτόν), αφού παρουσίασεν ενώπιον του δούλον, επίσης του τον προσέφερε προπίνων. Και άλλος, κατόπιν, εδώρισεν εις την γυναίκα του φορέματα. Και ο Τιμασίων, προπίνων (και αυτός), του προσέφερεν αργυράν φιάλην και τάπητα άξιας δέκα μνων.
Κάποιος δε Αθηναίος, Γνήσιππος ονομαζόμενος, εγερθείς είπεν ότι ήτο ποτε αρχαίον έθιμον θαυμάσιον: οι μεν έχοντες να δίδουν εις τον βασιλέα τιμής ένεκα, εις δε τους μη έχοντας να δίδη ο βασιλεύς, «διά να ημπορώ κ' εγώ — προσέθηκε — να σου προσφέρω κάτι και να σε τιμήσω».
Ο δε Ξενοφών εστενοχωρείτο μη γνωρίζων τι να κάμη. Αφού μάλιστα, ως κατ' εξαίρεσιν τιμώμενος, έτυχε να κάθεται εις το πλησιέστερον προς τον Σεύθην κάθισμα. Ο δε Ηρακλείδης διέταξε τον οινοχόον να προτείνη (γεμάτον) εις τον Ξενοφώντα το ποτήρι («το κέρας»). Ο δε Ξενοφών, όστις ήτον ήδη ολίγον ζαλισμένος εκ του οίνου (πιωμένος), εσηκώθη θαρραλέως δεχθείς το (προσφερόμενον) ποτήρι, και είπεν:
«Εγώ δε, ω Σεύθη, σου προσφέρω τον εαυτόν μου και τους συντρόφους μου αυτούς εδώ, ίνα σου ήναι πιστοί φίλοι, και κανένα μεν χωρίς να θέλη, αλλά πάντας θέλοντας να ήναι φίλοι σου πολύ περισσότερον απ' ό,τι είμαι εγώ.
»Και την στιγμήν αυτήν παρευρίσκονται ενταύθα μη ενοχλούντες σε με προσθέτους απαιτήσεις, τουναντίον δε και με όλην την διάθεσίν των προσφερόμενοι και θέλοντες και να πολεμήσουν υπέρ σου και να προκινδυνεύσουν. Μαζή των, πολλήν χώραν, αν θέλουν οι Θεοί, άλλην μεν ούσαν πατρικήν σου, θ' ανακτήσης, άλλην δε θα κυριεύσης, πολλούς δε ίππους και πολλούς άνδρας και γυναίκας θα κατακτήσης, τους οποίους δεν θα λάβης πλέον ανάγκην ν' αρπάζης ουδέ να ληστεύης, (όπως τώρα πράττεις), αλλ' αυτοί οι ίδιοι μόνοι των, φέροντες προς σε δώρα, θα τρέξουν να τεθούν υπό την σκέπην σου (υπό τας διαταγάς σου)»
Εγερθείς ο Σεύθης έπιε μαζή του και, κατόπιν, κατεσκόρπισεν επί των ιματίων του Ξενοφώντος όσον εκ του οίνου έμεινε. (97) Μετά ταύτα εισήλθαν (εις το δείπνον) αυληταί αυλούντες με κέρατα, όμοια εκείνων με τα οποία σημαίνουν εις τον στρατόν, και άλλοι με σάλπιγγας καμωμένας από ακατέργαστα βόεια δέρματα (γκάιδαις), σαλπίζοντες, όπως με την μάγαδιν, (98) διαφόρους προς χορόν ρυθμούς.
Και αυτός (ακόμη) ο Σεύθης εγερθείς έψαλε με δυνατήν φωνήν πολεμικόν τι άσμα και (από τον ενθουσιασμόν του) ελαφρότατα, σαν βέλος, ανεπήδησε. Κατόπιν δε εισήλθαν και οι γελωτοποιοί.
Όταν δε πλέον ήρχιζε να βραδυάζη, εσηκώθησαν οι Έλληνες και είπαν ότι είναι ήδη καιρός να τοποθετήσουν νυκτοφύλακας και να τους παραδώσουν (εμπιστευθούν) το σύνθημα. Και συνεβούλευαν τον Σεύθην να διατάξη να μην εισέλθη κανείς εκ των Θρακών την νύκτα εις τα Ελληνικά στρατόπεδα (εις όσα μέρη ήσαν οι Έλληνες στρατοπεδευμένοι). «Διότι και οι εχθροί σας είναι Θράκες όπως και σεις, οι φίλοι μας».
Μόλις δ' ανεχώρησαν (οι Έλληνες), εσηκώθη και ο Σεύθης, χωρίς να φαίνεται διόλου μεθυσμένος (ότι ήπιε). Εξελθών δε και προσκαλέσας ιδιαιτέρως μόνους τους στρατηγούς τους είπεν: «Ω άνδρες, οι εχθροί μας δεν έμαθαν ακόμη την συμμαχίαν μας. Εάν, λοιπόν, επιτεθώμεν κατ' αυτών, πριν ή ακόμη λάβουν κανένα προφυλακτικόν μέτρον, ώστε να μη συλληφθούν, και πριν ή ακόμη παρασκευασθούν, ώστε να ευρεθούν έτοιμοι προς άμυναν, θα πιάσωμεν (εν τοιαύτη περιπτώσει) πλείστους όσους αιχμαλώτους και θα κυριεύσωμεν πλείστα όσα πράγματα».
Ενέκριναν ταύτα όλοι οι στρατηγοί και (αμέσως) τον παρεκίνουν να γείνη οδηγός των. Ο δε Σεύθης τους είπεν: «Αφού προετοιμασθήτε, αναμένετε. Εγώ δε, όταν έλθη η ώρα η κατάλληλος, θα έλθω και, αφού πάρω μαζή μου σας και τους πελταστάς, θα ξεκινήσω (θα σας οδηγήσω) με την βοήθειάν των Θεών.
Και ο Ξενοφών είπε: «Σκέψου, λοιπόν, τώρα εάν θα επιτεθώμεν νύκτα κατά του εχθρού — εάν (φρονής ότι) η Ελληνική αύτη τακτική (του νύκτα επιτίθεσθαι) είναι η καλλιτέρα. — Διότι, καθ' ημάς, όταν οδοιπορώμεν, την μεν ημέραν, όποιο είδος του στρατεύματος αρμόζεται πάντοτε προς το έδαφος της χώρας, τούτο και προηγείται αυτού, είτε (το είδος) τούτο είναι οι οπλίται, είτε οι πελτασταί, είτε οι ιππείς. Την δε νύκτα, η καθ' ημάς τακτική επιβάλλει να προηγήται το βραδυπορώτερον.
«Τοιουτοτρόπως ελάχιστα διασπώνται τα στρατεύματα και ελάχιστα οι στρατιώται δραπετεύουν διαφεύγοντες την προσοχήν ο είς του άλλου (απαρατήρητοι). Λάβετε δ' υπ' όψει σας ότι οι διασπώμενοι πολλάκις και επιπίπτουν κατ' αλλήλων, ούτω δε, χωρίς να το εννοούν, αλληλοκαταστρέφονται».
Είπε, λοιπόν, ο Σεύθης: «Ορθώς σκέπτεσθε και θα συμμορφωθώ προς την τακτικήν σας. Και εις σας μεν θα δώσω ως οδηγούς τους εκ των γηραιοτέρων γνωρίζοντας περισσότερον την χώραν, εγώ δε θ' ακολουθώ τελευταίος (θ' αποτελώ την οπισθοφυλακήν του στρατεύματος) με τους ιππείς. Διότι ούτω θα δύναμαι, αν παραστή ανάγκη, πρώτος να τρέξω ως τάχιστα εις βοήθειάν σας. Ως σύνθημα δε παρεδέχθησαν διά την μεταξύ Ελλήνων και Θρακών συγγένειαν, την (θεάν) Αθηνάν. (99) Συμφωνήσαντες, λοιπόν, ησύχαζαν.
Περί το μεσονύκτιον δε ενεφανίσθη με τους ιππείς φέροντας τους θώρακάς των και με τους πελταστάς φέροντας τα όπλα των. Και αφού παρέδωκεν εις τους Έλληνας τους οδηγούς, οι μεν οπλίται προηγούντο, οι δε πελτασταί ηκολούθουν, το δε ιππικόν ωπισθοφυλάκει.
Άμα δ' εξημέρωσεν, ο Σεύθης ήλθε (με το ιππικόν του) προ των οπλιτών και εξεφράσθη ευνοϊκώτατα υπέρ της Ελληνικής τακτικής. Διότι πολλάκις — είπε — του συνέβη, και μόνος του και μ' άλλους πορευόμενος την νύκτα, ν' αποσπασθή μαζή με τους ιππείς του από τους πεζούς. «Τώρα όμως — καθώς και πρέπει — φαινόμεθα όλοι ομού συνηθροισμένοι (μαζωμένοι), άμα ξημερώση. Αλλά σεις μεν περιμένετε αυτού και αναπαύεσθε, εγώ δε, αφού ρίψω κανένα βλέμμα γύρω μου, θα επιστρέψω».
Ταύτα ειπών έτρεξε προς τα εμπρός (με τον ίππον του), ακολουθήσας κάποιον δρόμον άγοντα διά μέσου του όρους. Αφού δ' έφθασεν εις μέρος όπου ήτο πολλή χιών, παρετήρησεν (επ' αυτής) μήπως υπήρχαν ίχνη ανθρώπων, ή προς τα εμπρός φανερώνοντα βαδίσματα ή προς τα όπισθεν. Επειδή όμως έβλεπεν ότι ήτον απάτητος ο δρόμος, επέστρεψε ταχέως και είπεν:
«Ω άνδρες, τα πράγματα θ' αποδώσι κατ' ευχήν, Θεού θέλοντος. Διότι θα επιτεθώμεν απαρατήρητοι (χωρίς να μας 'νοιώσουν) κατά των πολεμίων. Αλλ' εγώ μεν θα προηγηθώ με τους ιππείς, όπως, αν τυχόν ίδωμεν κανένα, τον εμποδίσωμεν να ειδοποιήση τον εχθρόν. Σεις δε έρχεσθε κατόπιν. Εάν δε μείνετε οπίσω, ακολουθείτε τα πατήματα των ίππων. Υπερπηδώντες δε τα όρη (αυτά που βλέπετε), θα φθάσωμεν εις χωρία πολλά κ' ευδαίμονα.
Όταν δ' έφθασε μεσημέρι, ήτον ήδη επί της κορυφής του όρους, και, αφού εκείθεν παρετήρησε τα χωρία, επανήλθε δρομαίως προς τους οπλίτας και είπε: «Τώρα θα ξαπολύσω τους μεν ιππείς να τρέξουν με ορμήν εις την πεδιάδα, τους δε πελταστάς να επιτεθούν κατά των χωρίων. Αλλ' ακολουθείτε (μας) όσον δύνασθε ταχύτερον, όπως, εάν τυχόν κανείς μας αντιστή ενεδρεύων, τον αποκρούσετε».
Ακούσας ταύτα ο Ξενοφών κατέβη από του ίππου. Και ο Σεύθης τον ηρώτησε: «Τι κατεβαίνεις, αφού πρέπει να σπεύσωμεν;» «Γνωρίζω — απήντησεν ο Ξενοφών — ότι δεν έχεις εμού μόνον ανάγκην. Οι δε οπλίται πολύ ταχύτερον και προθυμότερον θα τρέξουν, εάν προπορεύωμαι βαδίζων κ' εγώ (όπως αυτοί) πεζός».
Μετά ταύτα αμέσως έφυγε, και μαζή μ' αυτόν και ο Τιμασίων με τεσσαράκοντα περίπου Έλληνας ιππείς. Ο δε Ξενοφών διεβίβασεν, (ενώ επροχώρει, από του ενός εις τον άλλον) την διαταγήν να εξέλθουν από των λόχων, απηλλαγμένοι παντός περιττού βάρους, όλοι οι μέχρι τριάκοντα ετών άνδρες και, αφού προσπεράσουν την φάλαγγα, να προηγηθούν των άλλων οπλιτών. Και αυτός μεν ο ίδιος εβάδιζε μ' αυτούς τροχάδην. Ο δε Κλεάνωρ ωδήγει τους επιλοίπους Έλληνας.
Αφού δ' έφθασαν εις τας κώμας, ο Σεύθης με τριάκοντα ιππείς περίπου πλησιάσας τον Ξενοφώντα του είπε: «Ιδού τα χωρία, ω Ξενοφών, περί των οποίων σου έλεγα. Οι κάτοικοί των είναι εις την θέσιν των (διόλου δεν το κούνησαν). Εξ άλλου όμως οι ιππείς (μου) έγειναν άφαντοι, τρέχοντες άλλος εδώ και άλλος εκεί, μόνοι των (άνευ πελταστών και οπλιτών). Φοβούμαι δε μήπως οι πολέμιοι, συγκεντρούμενοι όλοι μαζή (εις κανένα επίκαιρον σημείον), τους επιτεθούν αιφνιδίως. Πρέπει δε και εις τας κώμας να μείνουν τινές εξ ημών, διότι είναι πλήρεις κατοίκων».
«Αλλ' εγώ μεν — είπεν ο Ξενοφών — θα καταλάβω με τους άνδρας μου τας κορυφάς, (από τας οποίας προ ολίγου κατήλθομεν). Συ δε διάταξε τον Κλεάνορα να παρατείνη (ξαπλώση) διά της πεδιάδος πλησίον των κωμών την φάλαγγα». Αφού δ' έπραξαν ταύτα, συνηθροίσθησαν αιχμάλωτοι μεν περίπου χίλιοι, βόες δε δύο χιλιάδες, πρόβατα δε δέκα. Τότε μεν, λοιπόν, διενυκτέρευσαν εκεί εις το ύπαιθρον. (100)
Την δ' επομένην ο Σεύθης, αφού καθ' ολοκληρίαν κατέκαυσε τας
κώμας, χωρίς να φεισθή ουδεμιάς οικίας, και τούτο, διά να
εμπνεύση φόβον και εις τους άλλους, ότι τοιαύτα θα πάθουν (και
αυτοί), αν δεν υπακούσουν, ανεχώρησε και πάλιν.
Και τα μεν λάφυρα έστειλε να τα πωλήση ο Ηρακλείδης εις την Πέρινθον, (101) διά να ημπορέση ούτω να μισθοδοτήση τους στρατιώτας. Αυτός δε και οι Έλληνες εστρατοπέδευσαν εις την πεδιάδα των Θυνών. Οίτινες, εγκαταλείψαντες (εκ φόβου) τα χωρία των, έφυγαν εις τα όρη.
Ενέσκηψε δε δυνατός χειμών και το ψύχος ήτο τοιούτον, ώστε το ύδωρ, τα οποίον έφερον διά το δείπνον των, επάγωνεν, όπως και ο εντός των αγγείων οίνος. Πολλών δ' εκ των Ελλήνων αι ρίνες και τα ώτα κατεκαίοντο (ενεκρώνοντο).
Και τότε πλέον έγεινε φανερόν διά ποίον λόγον οι Θράκες εφόρουν δέρματα αλωπεκών, (κατασκευασμένα) ως καλύμματα των κεφαλών και των ώτων, χιτώνας δε ου μόνον περί τα στέρνα, αλλά και περί τους μηρούς, (102) και μακρούς μανδύας μέχρι των ποδών, όταν ίππευαν, όχι δ' επενδύτας.
Απελευθερώσας δέ τινας των αιχμαλώτων ο Σεύθης, τους διέταξε να παραγγείλουν εις τους εις τα όρη καταφυγόντας Θυνούς ότι, εάν δεν καταβούν να κατοικήσουν (εις τας κώμας των) και δεν υπακούσουν εις την διαταγήν του, θα πυρπολήση και τούτων τας κώμας και τον σίτον, ούτω δε θα αποθάνουν όλοι από την πείναν. Ένεκα τούτου, λοιπόν, κατέβησαν εκείθεν και γέροντες και γυναίκες και παιδιά. Οι νεώτεροι όμως κατεσκήνωσαν εις τας υπό το όρος κώμας.
Μαθών ο Σεύθης ότι ούτοι δεν κατέβησαν (εις την πεδιάδα), παρεκάλεσε τον Ξενοφώντα, αφού πάρη μαζή του τους νεωτέρους εκ των οπλιτών, να τον ακολουθήση. Και την νύκτα σηκωθέντες, έφθασαν μόλις εξημέρωσεν εις τας κώμας. Και οι μεν πλείστοι των εκεί καταφυγόντων διέφυγαν και πάλιν εις το εκεί που πλησίον κείμενον όρος. Όσους όμως συνέλαβεν ο Σεύθης τους εφόνευσε, χωρίς ουδενός να φεισθή, διαπεράσας αυτούς με το ακόντιον.
Ευρίσκετο δε κάποιος παιδεραστής εις το στράτευμα, ονόματι Επισθένης, από την Όλυνθον, όστις, ιδών ωραίον παίδα, μόλις προ ελαχίστου χρόνου εισελθόντα εις την ανδρικήν ηλικίαν και μικράν πλεκτήν ασπίδα φέροντα, καταδικασμένον δε (από τον Σεύθην) ν' αποθάνη, προστρέξας εις τον Ξενοφώντα, τον παρακαλεί να σπεύση να τον σώση. Και ο Ξενοφών, προσελθών εις τον Σεύθην, τον παρακαλεί να μη τον φονεύση, του δίδει δ' εξηγήσεις περί της συνηθείας (διαγωγής) του Επισθένους, περί του οποίου λέγει ότι εστρατολόγησε κάποτε λόχον μισθοφόρων, ουδέν άλλο έχων κατά νουν (περί ουδενός άλλου κατά την στρατολογίαν των φροντίζων) ειμή μόνον περί του εάν τινες εκ των ανδρών του λόχου του ήσαν ωραίοι, και ότι εφάνη εις την μετά τούτων δράσιν του ανήρ γενναίος (παλληκάρι)
Ο δε Σεύθης τον ηρώτα: «Αληθινά θα ήθελες, ω Επισθένη, ν' αποθάνης χάριν του παιδός αυτού;». Ούτος δε υψώσας προς τ' άνω τον τράχηλον του είπε: «Κτύπα, λοιπόν, εάν το θέλη ο παις και εάν σκέπτεται να μου χρεωστή χάριν (να μου ήναι ευγνώμων)».
Κατόπιν ηρώτησε τον παίδα ο Σεύθης, εάν θα ήθελε να φονευθή ο Επισθένης αντ' αυτού. Ο παις όμως (103) δεν τον άφινε και παρεκάλει να μη φονεύση κανένα. Τότε ο Επισθένης εναγκαλισθείς τον παίδα είπεν: «Είναι πλέον καιρός, ω Σεύθη, να σου διαμφισβητήσω (εμπολέμως) τον παίδα αυτόν, διότι δεν εννοώ να τον αφήσω από τας χείρας μου».
Ο δε Σεύθης γελών παρητήθη μεν της περαιτέρω έριδος, απεφάσισε δε να στρατοπεδεύση αυτού, όπως ούτε εκ των κωμών αυτών διατρέφωνται οι επί του όρους (καταφυγόντες Θυνοί). Και ο ίδιος μεν, καταβάς ολίγον προς την πεδιάδα, κατεσκήνωσεν εκεί. Ο δε Ξενοφών με τους επιλέκτους, εις την υπό το όρος υψηλότερον κειμένην κώμην. Και οι άλλοι Έλληνες κατεσκήνωσαν πλησίον των καλουμένων Ορεινών Θρακών.
Μετά ταύτα και αρκεταί ημέραι παρήρχοντο εις μάτην και οι από του όρους Θράκες καταβαίνοντες προς τον Σεύθην διεπραγματεύοντο περί συνθηκών και ομήρων. Και ο Ξενοφών, ελθών εις τον Σεύθην, του έλεγεν ότι οι στρατιώται του κατασκηνούν εις μέρη επισφαλή και ότι πλησίον των είναι οι πολέμιοι. Και ότι ευχαριστότερον — είπεν — είναι να κατασκηνώνουν έξω, εις το ύπαιθρον, εις μέρη οχυρά, ή εντός οικιών (εις κώμας), ώστε να ριψοκινδυνεύουν. Ο δε Σεύθης τον συνεβούλευε να έχη θάρρος και του έδειξε παρόντας εκεί που ομήρους εκ των πολεμίων.
Και αυτόν ακόμη τον Ξενοφώντα, καταβαίνοντές τινες εκ των επί του όρους Θυνών τον παρεκάλουν να διαπραγματευθή μετ' αυτών περί ειρήνης. Ο δε Ξενοφών δεν αντέτεινε και τους ενεθάρρυνεν εγγυώμενος ότι ουδέν κακόν θα υποστούν, εάν υπακούσουν εις τον Σεύθην. Οι δε Θυνοί βεβαίως επρότειναν τοιαύτα, διά να κατασκοπεύσουν (πού και πώς κατεσκήνουν οι περί τον Ξενοφώντα).
Και ταύτα μεν συνέβησαν κατ' εκείνην την ημέραν. Την δ' επιούσαν νύκτα, κατελθόντες εκ του όρους οι Θυνοί, επιτίθενται (κατά της υπ' αυτό υψηλότερον κειμένης κώμης, όπου ήτον ο Ξενοφών με τους περί αυτόν). Και οδηγός μεν ήτον ο κύριος εκάστης οικίας του χωρίου. Διότι ήτο δύσκολον, ως εκ του σκότους, ν' ανευρίσκουν (οι Θυνοί) άνευ οδηγών τας οικίας εις τας κώμας. Διότι αύται (αι οικίαι) περιεφράσσοντο γύρω με μεγάλους σουβλερούς πασσάλους, προς ασφάλειαν των εις τους περιβόλους των φυλασσομένων προβάτων.
Αφού δ' έφθασαν εις τας θύρας εκάστου οικήματος, άλλοι μεν έρριπτον εντός των ακόντια, άλλοι δε τας εκτύπων με ρόπαλα, τα οποία λέγεται ότι κρατούν, διά ν' αποκόπτουν τας λόγχας (104) από τα δόρατα, άλλοι δ' έβαλαν εις αυτάς φωτιά, και, καλούντες ονομαστί τον Ξενοφώντα, τον προέτρεπαν, αφού εξέλθη της οικίας, ν' αποθάνη, παρά — καθώς του έλεγαν — αυτού, (μαζή με την οικίαν), να κατακαή.
Και ήρχισε πλέον να φαίνεται (να βγαίνη) η φωτιά από την στέγην, και οι περί τον Ξενοφώντα, όλοι θωρακισμένοι όντες, ευρίσκοντο εντός (ακόμη) της οικίας, φέροντες μαχαίρας και κράνη και ασπίδας, ότε ο εκ Μακίστου (της Τριφυλίας) Σιλανός, δεκαοχταετής περίπου την ηλικίαν, ήρχισε να σημαίνη διά της σάλπιγγος. Και τότε ευθύς αμέσως εκπηδούν με γυμνά τα ξίφη και όλοι οι εντός των άλλων οικιών (ευρισκόμενοι Έλληνες).
Οι δε Θράκες τρέπονται εις φυγήν με κάθε τρόπον (όπως τους ήτον ευκολώτερον), περικαλυπτόμενοι όπισθεν με τας μικράς ασπίδας των. Και ενώ υπερεπήδων τους πασσάλους, συνελήφθησαν τινες εξ αυτών κρεμασθέντες, διότι είχαν εγκαρφωθή εις (περιπλακή με) τους πασσάλους αι ασπίδες των. Άλλοι δε και εφονεύθησαν, διότι δεν εύρισκαν (είχαν χάση) την έξοδον.
Οι δ' Έλληνες τους κατεδίωκαν έξω της κώμης. Τινές δε των (καταδιωκομένων) Θυνών, γυρίσαντες οπίσω αίφνης εις το σκότος, ακόντιζαν εκ του σκότους εις το φως τους παρατρέχοντας πλησίον οικίας τινός καιομένης Έλληνας. Και επλήγωσαν ούτω δύο: Ιερώνυμον τον Ευοδέα, λοχαγόν, και Θεαγένην τον Λοκρόν, λοχαγόν. Ουδείς δ' εκ των Ελλήνων εφονεύθη. Ουχ ήττον κατεκάησαν και τα όπλα τινών και τα φορέματα.
Ο δε Σεύθης έτρεξεν εις βοήθειάν των με επτά ιππείς, τους πρώτους οίτινες επρόφθασαν να τον ακολουθήσουν, έχων μαζή του και τον Θράκιον σαλπιγκτήν. Και από της στιγμής, καθ' ην έμαθε την κατά των Ελλήνων γενομένην επίθεσιν, εφ' όσον χρόνον έτρεχε προς βοήθειάν των επί τοσούτον και το κέρας περί αυτόν εσήμαινεν. Ώστε ακόμη και τούτο συνετέλεσεν εις το να εμπνεύση φόβον εις τους πολεμίους. Αφού δ' έφθασεν εκεί, τους εχαιρέτιζε όλους και έλεγεν ότι ενόμιζε πως θα εύρη πολλούς σκοτωμένους.
Μετά ταύτα ο Ξενοφών τον παρακαλεί να του παραδώση τους ομήρους και να εκστρατεύση μαζή του, εάν θέλη, εις το όρος. Άλλως, θα τον αφήση. Την επομένην, λοιπόν, του παραδίδει ο Σεύθης τους ομήρους, οίτινες ήσαν όλοι άνδρες γηραιότατοι και — όπως έλεγαν — οι καλλίτεροι των ορεινών (Θρακών). Ο ίδιος δε (ο Σεύθης) έρχεται με όλην του την δύναμιν. Ήδη δε είχε και τριπλασίας του Ξενοφώντος (στρατιωτικάς) δυνάμεις. Διότι πολλοί εκ των Οδρυσών, μανθάνοντες τα κατορθώματα του Σεύθου, κατέβαιναν από τα όρη, διά να εκστρατεύσουν μαζή του.
Οι δε Θυνοί, αφού από του όρους είδαν να έρχωνται εναντίον των πολλούς μεν οπλίτας, πολλούς δε πελταστάς, πολλούς δε ιππείς, καταβάντες, ικέτευον να γείνη ειρήνη μεταξύ των και συγκατετίθεντο να συμμορφωθούν εις ό,τι τους ζητήσουν και τους παρεκάλουν να βεβαιωθούν περί της (προς αυτούς) καλής των πίστεως.
Ο δε Σεύθης, καλέσας τον Ξενοφώντα, του ανεκοίνου τας προτάσεις των, του είπε δε ότι δεν θα συνωμολόγει μετ' αυτών ειρήνην, εάν ο Ξενοφών ήθελε να τους τιμωρήση διά την, ην υπέστη, επίθεσιν.
Ο δε Ξενοφών είπεν: «Αλλ' ως προς εμέ τουλάχιστον, νομίζω ότι και τώρα αρκετά τιμωρούνται, εάν (αφού) θα ήναι πλέον (του λοιπού) αντί ελευθέρων δούλοι». Συνεβούλευεν όμως τον Σεύθην να λαμβάνη εις το μέλλον ως ομήρους τους μάλλον δυνατούς και ικανούς να βλάψουν (τον εχθρόν), τους δε γέροντας ν' αφήνη εις τας οικίας των». Τοιουτοτρόπως, λοιπόν, οι μεν Θυνοί υποταχθέντες συνωμολόγησαν πάντες ειρήνην με τον Σεύθην.
Υπερπηδήσαντες δε τα όρη έρχονται προς τους υπέρ το Βυζάντιον
κατοικούντας Θράκας, εις το καλούμενον Δέλτα. Της επικρατείας
δε τούτων δεν ήρχε πλέον ο Μαισάδης, αλλά Τήρης ο Οδρύσης.
Και ο Ηρακλείδης παρευρίσκετο ενταύθα κρατών το αντίτιμον των λαφύρων. Και ο Σεύθης, αφού εξήγαγεν (αφού ξεχώρισεν εκ του σωρού των συλλεγέντων λαφύρων) τρεις συρομένας υπό ημιόνων αμάξας, (105) διότι δεν υπήρχαν περισσότεροι — των λοιπών συρομένων από βόας — καλέσας τον Ξενοφώντα τον παρεκάλει να λάβη μίαν εξ αυτών, τας δε λοιπάς να διαμοιράση εις τους στρατηγούς και λοχαγούς.
Ο Ξενοφών δε του απήντησεν: «Εγώ μεν ήδη έχω αρκετά (λάφυρα), ώστε να λάβω και άλλα. Δώρισέ τας όμως εις τους στρατηγούς και λοχαγούς αυτούς, οι οποίοι με συνώδευσαν εις τας μάχας». Και λαμβάνει εκ των αμαξών μίαν μεν Τιμασίων ο Δαρδανεύς, μίαν δε Κλεάνωρ ο Ορχομένιος, μίαν δε Φρυνίσκος ο Αχαιός.
Αι δε συρόμεναι από βόας άμαξαι (106) διενεμήθησαν εις τους λοχαγούς. Παρελθόντος δε ήδη του μηνός, πληρώνει (ο Σεύθης) τον μισθόν είκοσι μόνον ημερών. Διότι ο Ηρακλείδης έλεγεν ότι δεν κατώρθωσε να εισπράξη περισσότερα από την πώλησιν των λαφύρων. Δυσαρεστηθείς, λοιπόν, ως εκ τούτου ο Ξενοφών είπεν ορκισθείς συγχρόνως (συνοδεύσας και μ' επίκλησιν προς τους Θεούς τους λόγους του): «Νομίζω, ω Ηρακλείδη, ότι δεν φροντίζεις (δεν νοιάζεσαι) όπως πρέπει περί της υπολήψεως του Σεύθου. Διότι, εάν εφρόντιζες, θα ήρχεσο φέρων ολόκληρον τον μισθόν και, εάν δεν κατώρθωνες άλλως να συμπληρώσης τα (διά τον μισθόν) αναγκαιούντα χρήματα, έπρεπε να δανεισθής, ακόμη και αυτά τα ενδύματά σου να πωλήσης».
Κατόπιν των λόγων αυτών του Ξενοφώντος ο Ηρακλείδης εστενοχωρήθη και εφοβήθη μη χάση την φιλίαν του Σεύθου, διά τούτο δε και από της ημέρας ταύτης διέβαλλε όσον του ήτο δυνατόν τον Ξενοφώντα προς τον Σεύθην.
Και οι μεν στρατιώται, λοιπόν, ητιώντο τον Ξενοφώντα ότι δεν είχαν λάβη τον μισθόν. Ο δε Σεύθης δυσηρεστήθη μαζή του, διότι εντόνως απήτει τον μισθόν των. Και μέχρι μεν της ημέρας αυτής, πάντοτε είχε κατά νουν ότι, όταν απέλθη (επιστρέψη) προς την θάλασσαν, θα του δωρίση (ό,τι του είχεν υποσχεθή), την Βισάνθην δηλαδή και τον Γάνον και το Νέον τείχος. Από της ημέρας ταύτης όμως τίποτε πλέον απ' όλα αυτά δεν ενεθυμήθη. Διότι ο Ηρακλείδης ακόμη και την διαβολήν ταύτην (εις βάρος του Ξενοφώντος) διενοήθη: ότι δεν ήτον ακίνδυνον να εμπιστευθή τείχη εις άνδρα έχοντα μαζή του τοσαύτην στρατιωτικήν δύναμιν.
Ένεκα όλων αυτών ο Ξενοφών εσκέπτετο τι πρέπει ν' αποφασίση ως προς την εξακολούθησιν της προς τ' άνω πορείας του στρατεύματος. Ο δε Ηρακλείδης, αφού εισήγαγε τους άλλους στρατηγούς προς τον Σεύθην, (πλην του Ξενοφώντος), τους προέτρεπε να ειπούν ότι με την αυτήν του Ξενοφώντος ικανότητα θα ηδύναντο και αυτοί να οδηγήσουν τον στρατόν, και τους υπέσχετο ότι εντός ολίγων μόνον ημερών θα τους δώση πλήρη τον μισθόν δύο μηνών, και τους παρεκάλει να εκστρατεύσουν με τον Σεύθην.
Αλλ' ο Τιμασίων είπεν: «Εγώ μεν, λοιπόν, ουδέ εάν πρόκηται να λάβω πέντε μηνών μισθόν, θα εκστρατεύσω ποτέ χωρίς τον Ξενοφώντα». Και ο Φρυνίσκος και ο Κλεάνωρ συνεφώνουν με όσα είπεν ο Τιμασίων. Ένεκα τούτου ο Σεύθης ύβρισε τον Ηρακλείδην, διότι μαζή με τους στρατηγούς δεν προσεκάλεσε και τον Ξενοφώντα.
Τον προσκαλούν, λοιπόν, να έλθη προς τον Σεύθην μόνος. Αλλ' ο Ξενοφών, εννοήσας την πανουργίαν του Ηρακλείδου, ότι είχε σκοπόν να τον διαβάλη προς τους άλλους στρατηγούς, προσέρχεται εις τον Σεύθην, αφού επήρε μαζή του και όλους τους στρατηγούς και λοχαγούς. Και αφού όλοι, (ματαιωθέντων των δολίων σκοπών του Ηρακλείδου), επείσθησαν, συνεξεστράτευσαν (ξεκίνησαν όλοι μαζή) και φθάνουν, έχοντες προς τα δεξιά τον Πόντον, διά των Θρακών των ονομαζομένων Μελινοφάγων, εις τον Σαλμυδησσόν.
Ενταύθα πολλά των εις τον Εύξεινον πλεόντων πλοίων ναυαγούν και ρίπτονται έξω (εις την ξέραν). Διότι εις μεγάλην της θαλάσσης έκτασιν υπάρχουν αβαθή νερά. Και οι Θράκες οι εις τα μέρη ταύτα κατοικούντες, στήλας ως όρια των ιδιοκτησιών των πήξαντες, ληστεύουν έκαστοι ό,τι εις την περιοχήν εκάστου ήθελε ξεπέση.
Ελέγετο δε ότι μέχρι προ ολίγου, [πριν ή καθορισθούν διά τοιούτων στηλών αι ιδιοκτησίαι των], πολλοί εξ αυτών, καθ' ον καιρόν προέβαιναν εις αρπαγάς, αλληλοσκοτώνοντο. Ενταύθα ευρίσκοντο πολλαί μεν κλίναι, πολλά δε κιβώτια, πολλά δε βιβλία χειρόγραφα (107) και πολλά άλλα, όσα οι κυβερνήται των πλοίων (οι καραβοκυραίοι) φέρουν μέσα εις ξύλινα δοχεία.
Εντεύθεν, αφού όλα τα κατέστρεψαν, ανεχώρησαν και πάλιν. Τότε, λοιπόν, ο Σεύθης είχε πλέον στρατόν μεγαλήτερον του Ελληνικού. Διότι και εκ των Οδρυσών πολύ περισσότεροι ακόμη είχαν κατέλθη και οι εκάστοτε (εις αυτόν) υποτασσόμενοι συνεξεστράτευαν μαζή του. Κατεσκήνωσαν δε εις την υπεράνω της Σηλυβρίας πεδιάδα, απέχοντες της θαλάσσης τριάκοντα περίπου στάδια.
Και μισθός μεν κανείς δεν εφαίνετο ακόμη (Και κανείς μεν δεν επληρώνετο ακόμη). Μέ τον Ξενοφώντα δε και οι στρατιώται ήσαν δυσηρεστημένοι και ο Σεύθης έπαυσε πλέον να διάκηται φιλικώς, οσάκις δ' εκείνος τον επλησίαζε με σκοπόν να τον συναντήση, τότε ακριβώς του παρουσιάζοντο πλείσται όσαι ασχολίαι.
Κατά την εποχήν ταύτην, ότε είχαν ήδη παρέλθη σχεδόν δύο μήνες,
φθάνουν ο Χαρμίνος ο Λάκων και ο Πολύνικος εκ μέρους του
Θίμβρωνος, και αναγγέλλουν ότι οι Λακεδαιμόνιοι απεφάσισαν να
εκστρατεύσουν κατά του Τισσαφέρνους, και ότι ο Θίμβρων
ανεχώρησεν από την Λακεδαίμονα με σκοπόν να τον πολεμήση, ότι
δ' έχει ανάγκην του στρατού τούτου, και ότι υπόσχεται ότι
έκαστος μεν στρατιώτης θα λάβη κατά μήνα ως μισθόν ένα
δαρεικόν, έκαστος δε λοχαγός, δύο, και έκαστος στρατηγός,
τέσσαρας.
Αφού δε ήλθαν οι Λακεδαιμόνιοι, αμέσως ο Ηρακλείδης, μαθών ότι έρχονται διά το στράτευμα, λέγει εις τον Σεύθην ότι κάτι τι εκτάκτως δι' αυτόν καλόν έχει συμβή. «Διότι οι μεν Λακεδαιμόνιοι έχουν ανάγκην του στρατεύματος, συ δε δεν έχεις πλέον».
»Επιστρέφων δε εις αυτούς το στράτευμα, θα τους ευχαριστήσης, από σε δε δεν θ' απαιτήσουν πλέον τα οφειλόμενα (οι στρατιώται), αλλά θ' απομακρυνθούν από την χώραν σου». Ακούσας ταύτα ο Σεύθης, παρακαλεί να έλθουν πλησίον του οι απεσταλμένοι. Και αφού του είπαν ότι ήλθαν διά το στράτευμα, τους απήντησεν ότι (ευχαρίστως) τους το επιστρέφει, ότι επιθυμεί να ήναι φίλος των και σύμμαχος, και ότι τους προσκαλεί κατ' οίκον να τους φιλοξενήση. Και (πράγματι) τους εφιλοξένισε μεγαλοπρεπώς. Τον δε Ξενοφώντα δεν προσεκάλεσεν, όπως και κανένα εκ των άλλων στρατηγών.
Επειδή δε τον ηρώτων οι Λακεδαιμόνιοι τι είδους άνθρωπος είναι ο Ξενοφών, απεκρίθη ότι: «κατά τα άλλα μεν δεν είναι κακός, αγαπά όμως τους στρατιώτας. Και τούτο είναι δι' αυτόν πολύ χειρότερον παρά εάν δεν τους ηγάπα». Οι δε απεσταλμένοι απεκρίθησαν: «Αλλά τότε εξ άπαντος τους εξαπατά με κολακείας». Και ο Ηρακλείδης απήντησε: «Και πάρα πολύ μάλιστα».
«Τότε, λοιπόν — είπαν οι Λακεδαιμόνιοι — μήπως υπάρχει κανείς φόβος να μας εναντιωθή εις την απομάκρυνσιν του στρατεύματος;». «Αλλ' εάν — απήντησεν ο Ηρακλείδης — αφού συναθροίσετε τους στρατιώτας, τους υποσχεθήτε ότι θα τους μισθοδοτήσετε, ελάχιστα εις εκείνον προσέχοντες, θα φύγουν τρέχοντες τότε από 'δώ μαζή σας».
«Και με ποίον τρόπον, λοιπόν, απήντησαν, θα ηδυνάμεθα να τους συναθροίσωμεν;». «Αύριον το πρωί, είπεν ο Ηρακλείδης, θα σας οδηγήσωμεν προς αυτούς. Έχω δε πεποίθησιν — προσέθηκεν — ότι, μόλις σας ιδούν, με προθυμίαν αμέσως και χαράν θα τρέξουν όλοι προ σας». Τοιουτοτρόπως μεν ετελείωσε και η ημέρα αύτη.
Την δε επομένην οδηγούν εις το στράτευμα τους Λάκωνας ο Σεύθης και ο Ηρακλείδης, και συναθροίζεται όλος ο στρατός. Οι δε Λάκωνες έλεγαν «ότι οι Λακεδαιμόνιοι απεφάσισαν να πολεμήσουν τον αδικήσαντα υμάς Τισσαφέρνην. Εάν, λοιπόν, εκστρατεύσετε εναντίον του μαζή μας, και τον εχθρόν θα τιμωρήσετε και ο καθένας σας θα λάβη κατά μήνα από ένα δαρεικόν, ο λοχαγός δε το διπλάσιον και ο στρατηγός το τετραπλάσιον».
Και οι στρατιώται ήκουσαν ταύτα μ' ευχαρίστησίν των, αμέσως δε σηκώνεται κάποιος εκ των Αρκάδων, διά να κατηγορήση τον Ξενοφώντα. Παρευρίσκετο δε και ο Σεύθης, θέλων να ίδη τι θα γείνη. Εκάθητο δε εις μέρος, από το οποίον ευκόλως ηδύνατο να τους ακούη, έχων παραπλεύρως τον διερμηνέα του. Καταλάβαινε δε και ο ίδιος τα πλείστα Ελληνιστί.
Τότε, λοιπόν, λέγει ο Αρκάς: «Αλλ' ημείς μεν, ω Λακεδαιμόνιοι, (ου μόνον τώρα, αλλά) και προ πολλού θα ήμεθα πλησίον σας, εάν δεν μας ωδήγει με απάτην ο Ξενοφών εδώ, όπου ημείς μεν, καθ' όλον τον παρελθόντα φοβερόν χειμώνα εκστρατεύοντες, ούτε νύκτα, ούτε ημέραν ανεπαύθημεν. Αυτός δε εξεμεταλλεύετο τους κόπους μας. Και ο Σεύθης εκείνον μεν κρυφίως κατέστησε πλουσιώτατον, ημάς δε αρνείται να μας πληρώση.
»Ώστε — [τούτο δε, βέβαια, είμαι και ο πρώτος που το προτείνω] — εγώ μεν, εάν τον έβλεπα λιθοβολούμενον και τιμωρούμενον δι' ας υπέστημεν ταλαιπωρίας, (επί τόσον καιρόν εξαπατώμενοι), θα ενόμιζα ότι και τον μισθόν μου έλαβα ολόκληρον και δι' όσα υπέφερα δεν θα ησθανόμην καμμίαν πλέον δυσαρέσκειαν». Μετά τον Αρκάδα αυτόν ηγέρθη και άλλος επίσης και κατόπιν άλλος. Μεθ' ό ο Ξενοφών είπε τα εξής: (108)
«Αλλά, καθώς βλέπω, όλα πρέπει κανείς να τα περιμένη, έχων υπ' όψει του ότι είναι άνθρωπος. Πράγμα το οποίον είναι ει περ ποτε αληθινόν σήμερον, ότε κ' εγώ ακόμη κατηγορούμαι από σας, εις στιγμήν δε καθ' ην η συνείδησίς μου μού λέγει ότι υπήρξα πάντοτε προθυμότατος διά παν ό,τι σας ενδιέφερε. Διότι μέχρι σήμερον μεν ηρνούμην να σας επαναφέρω εις την πατρίδα σας, όχι, μα τον Δία, βέβαια, διότι εμάνθανα ότι ευτυχείτε, αλλά μάλλον διότι σας έβλεπα δυστυχούντας, σκοπεύων να σας φανώ, εφ' όσον μου ήτο δυνατόν, ωφέλιμος.
»Αφού δε ήλθα (εις την Θράκην), αν και αυτός εδώ ο Σεύθης μου έστειλε πολλούς αγγελιοφόρους (προσκαλών με), και πλείστα όσα μου υπέσχετο, εάν κατώρθωνα να σας πείσω να έλθετε προς αυτόν, ουχ ήττον δεν εδοκίμασα να πράξω τούτο, καθώς σεις αυτοί είσθε εις θέσιν να γνωρίζετε. Σας ωδήγησα δ' εκεί μόνον οπόθεν εφανταζόμην ότι θα ήτο δυνατόν να διαβιβασθήτε ως τάχιστα εις την Ασίαν. Διότι την απόφασίν μου ταύτην και πολύ συμφέρουσαν ενόμιζα διά σας και πολύ καλά εγνώριζα ότι την εγκρίνετε.
»Επειδή δε ο Αρίσταρχος, ελθών με τας τριήρεις του (εις ό μέρος ήμεθα), μας ημπόδιζε να διαβιβασθώμεν, ένεκα τούτου — ως ήτο, βέβαια, επόμενον (καθώς, άλλως τε, έπρεπε) — σας προσεκάλεσα, διά να σκεφθώμεν τι πρέπει να πράξωμεν.
»Λοιπόν σεις, μανθάνοντες μεν αφ' ενός ότι ο Αρίσταρχος σας διέτασσε να πορευθήτε εις την Χερρόνησον, μανθάνοντες δ' εξ άλλου ότι ο Σεύθης σας επρότεινε, προβάλλων χιλίας δύο υποσχέσεις, να συνεκστρατεύσητε μαζή του, όλοι μεν ελέγατε να πορευθήτε προς τον Σεύθην, όλοι δε πάντα ταύτα εψηφίσατε.
»Εις την περίπτωσιν, λοιπόν, αυτήν, κατά τι εγώ σας ηδίκησα, οδηγήσας υμάς εκεί όπου όλοι σας ενεκρίνατε να έλθετε; Αφού όμως ήρχισε να ψεύδεται περί του μισθού (εις όσα μας υπεσχέθη) ο Σεύθης, εάν μεν ήθελα εγκρίνη (ως ορθήν) την διαγωγήν του ταύτην, δικαίως τότε ηθέλατε με κατηγορήση και μισήση. Εάν δε, ενώ ήμην φίλος του προτήτερα περισσότερον από κάθε άλλον, διίσταμαι σήμερα υπέρ πάντα άλλον προς αυτόν, σας ερωτώ: πώς, αφού προτιμώ σας αντί του Σεύθου, θα κατηγορούμην ακόμη δικαίως από σας δι' όσα προς αυτόν διίσταμαι;
«Αλλ' ηθέλατε ίσως είπη ότι μου επιτρέπεται πλέον να πονηρεύωμαι (απέναντί σας), έχων (ήδη) παρά του Σεύθου (εις χείρας μου) και όσα σας ανήκουν (χρήματα). Λοιπόν, είναι αναμφιβόλως φανερόν τούτο: ότι, εάν πράγματι ο Σεύθης εξετέλει έστω και ελάχιστον μέρος των υποσχέσεων, τας οποίας μου έδωκε, βεβαίως δεν θα εξετέλει ταύτας κατά τρόπον ώστε να αρνήται μεν όσα μου υπεσχέθη ότι θα μου δώση, να πληρώνωνται δε προς σας μισθοί οφειλόμενοι. Αλλά νομίζω ότι, εάν υποτεθή ότι μου έδιδε (χρήματα), βεβαίως θα μου τα έδιδε κατά τοιούτον τρόπον, ώστε, δίδων εις εμέ τα ολιγώτερα, να μην επιστρέφη (πληρώνη) εις σας τα περισσότερα.
»Διά τούτο, λοιπόν, εάν φρονήτε ότι τα πράγματα έχουν (όπως τα εξέθηκα), σας επιβάλλεται ευθύς αμέσως, τόσον δι' εμέ, όσον και διά τον Σεύθην, ν' αποδείξετε ως ψευδή την, (ην υποπτεύεσθε), πράξιν ταύτην (της δωροδοκίας), εισπράττοντες από αυτόν ό,τι σας οφείλει. Διότι ούτω θα γείνη φανερόν ότι, εάν έχω πάρη τι από τον Σεύθην, έστω και ελάχιστον, θα μου ζητήση να του το επιστρέψω, και θα μου το ζητήση μάλιστα πολύ δικαίως, εάν δεν αποδείξω ως πράγματι γενομένην την πράξιν, δι' ην εδωροδοκήθην.
»Αλλά φρονώ ότι πολύ μακράν είμαι της, ην μου προσάπτετε, κατηγορίας, ότι δηλαδή εγώ έχω εις χείρας μου ό,τι σας ανήκει (τους μισθούς σας). Διότι σας ορκίζομαι εις όλας και όλους τους Θεούς ότι δεν έλαβα ούτε όσα κατ' ιδίαν μου υπεσχέθη ο Σεύθης. Είναι δε παρών εδώ και αυτός ο ίδιος, ακούων δε (όσα λέγω) δύναται να μαρτυρήση αν επιορκώ.
»Διά να εκπλαγήτε δε ακόμη περισσότερον, σας ορκίζομαι εν ταυτώ ότι δεν έλαβα ούτε όσα οι άλλοι στρατηγοί έλαβαν, αλλ' ούτε ακόμη και όσα τινές εκ των λοχαγών.
»Και διατί, λοιπόν, εφάνην τοιούτος (θα ερωτήσετε); Διότι ενόμιζα, ω άνδρες, ότι όσω περισσότερον ήθελα υποφέρη με τον Σεύθην την (προ της εκστρατείας) πενίαν, τόσω περισσότερον θα εγίνετο φίλος μου εις περίπτωσιν, καθ' ην θα ήτο δυνατόν να μας ωφελήση. Ουχ' ήττον ύστερα είδα ότι, μόλις ηυτύχησεν ο Σεύθης, ευθύς αμέσως μετέβαλε τας προς εμέ διαθέσεις του.
»Αλλά θα έλεγέ τις: και λοιπόν δεν αισχύνεσαι ότι ούτω μωρώς εξηπατήθης; Ναι, μα τον Δία, θα ησχυνόμην δι' αυτό εξ άπαντος, εάν εξηπατώμην από εχθρόν μου (όχι από φίλον). Διότι φρονώ ότι είναι μάλλον επονείδιστον το να εξαπατήσω τινά, ενώ είμαι φίλος του, παρά το να εξαπατηθώ υπ' αυτού. Επειδή όλην την διά τους φίλους απαιτουμένην προσοχήν και φύλαξιν γνωρίζω ότι ετηρήσαμεν, ώστε να μη του δώσωμεν (ύστερα) πρόφασιν δικαίαν να μας αρνήται ό,τι υπεσχέθη. Διότι ούτε τον ηδικήσαμεν εις τίποτε, ούτε από οκνηρίαν παρημελήσαμεν τας υποθέσεις του, αλλ' ούτε και εφάνημεν, έστω και κατ' ελάχιστον, άνανδροι όπου δήποτε μας προσεκάλεσεν εις βοήθειάν του.
»Αλλά θα ελέγατε ίσως ότι έπρεπε τότε (προ της εκστρατείας) να λάβω (προς ασφάλειάν μου) τον (συνήθη διά τοιαύτας περιστάσεις) αρραβώνα, ώστε να μη του ήτο δυνατόν να μ' εξαπατήση, ακόμη και αν ήθελεν. Ως προς ταύτα, λοιπόν, ακούσατε όσα αντίθετα αυτών εγώ ποτέ δεν θα σας έλεγα, παρά μόνον εάν μου εφαίνεσθε άκριτοι εντελώς ή λίαν προς εμέ αχάριστοι:
»Ενθυμηθήτε υπό ποίας δυσκόλους περιστάσεις έτυχε να ήσθε, ότε σας ωδήγησα προς τον Σεύθην. Μήπως, πλησίον μεν της Περίνθου ευρισκομένους, δεν σας ημπόδισε να εισέλθετε εις αυτήν Αρίσταρχος ο Λακεδαιμόνιος, κλείσας υμάς έξω των πυλών της; Όλοι σας δε τότε εστρατοπεδεύατε εν υπαίθρω, εν μέσω δε χειμώνι, τα προς διατροφήν σας δε μόνον εξ αγορών επρομηθεύεσθε, άλλοτε μεν ευρίσκοντες ταύτα σπανιώτατα, άλλοτε δε σπανιώτατα επίσης έχοντες τα προς προμήθειαν αυτών αναγκαιούντα χρήματα. Ήμεθα δε ηναγκασμένοι να μένωμεν εις την Θράκην — διότι τα πλοία του Αριστάρχου, κατασκοπεύοντα (τα περί την Πέρινθον), μας ημπόδιζον να διαπεραιωθώμεν στην Ασίαν — μένοντες δε, ήμεθα εις χώραν πολεμίαν, όπου πολλοί μεν ιππείς διέκειντο εχθρικώς προς ημάς, πολλοί δ' επίσης πελτασταί, και όπου εις την διάθεσίν μας είχαμεν μόνον τους οπλίτας μας, με τους οποίους, όλοι μεν μαζή επιτιθέμενοι κατά των κωμών, ίσως κατωρθώναμεν να προμηθευώμεθα ελάχιστον διά τον στρατόν μας σίτον, δεν είχαμεν όμως τα μέσα, διά των οποίων, επερχόμενοι, να συλλαμβάνωμεν ανδράποδα ή πρόβατα. Διότι ούτε ιππείς, ούτε και πελταστάς ακόμη ηύρα εγώ συντεταγμένους και ετοίμους προς μάχην εις τας τάξεις σας.
»Εάν, λοιπόν, ενώ ευρίσκεστε εις τοιαύτας ανάγκας, χωρίς προσθέτως να ζητήσω ουδέ καν ελάχιστον υπέρ υμών μισθόν, συνεμάχισα με τον Σεύθην, έχοντα και ιππείς και πελταστάς, ακριβώς δηλαδή τα είδη εκείνα (του στρατού), ων υμείς είχετε ανάγκην — μήπως άρα γε (με τον τρόπον μου αυτόν) σας έδειξα ότι εσκέφθην «περί των δεόντων γενέσθαι» επιβλαβώς;
»Διότι κοινωνοί βέβαια γενόμενοι (των ιππέων και των πελταστών), και σίτον αφθονώτερον εις τας κώμας ηύρατε, των Θρακών αναγκαζομένων μάλλον να τρέπωνται εις φυγήν δρομαίοι, και προβάτων και ανδραπόδων μετέσχετε.
»Κ' εχθρόν κανένα πλέον δεν εβλέπαμεν, επειδή το ιππικόν προσέτρεχε πάντοτε εις βοήθειάν μας. Ενώ έως τότε θαρραλέοι μας ηκολούθουν κατά πόδας οι πολέμιοι, και με ιππείς και με πελταστάς καθ' ολοκληρίαν μας ημπόδιζαν — βαθμηδόν και κατ' ολίγον διασκορπιζομένους — να προμηθευώμεθα τα προς διατροφήν μας αφθονώτερα.
»Εάν δε ο εξασφαλίζων και την ζωήν και την τροφήν μας τοιουτοτρόπως δεν μας επλήρωνε προσθέτως και πάρα πολύν μισθόν (δεν μας έδιδε και όσους μισθούς μας καθυστερεί) — αυτό είναι (ιδού ποίον είναι) το φοβερόν, όπερ υπέστητε εξ αιτίας μου, δυστύχημα, διά το οποίον νομίζετε ότι εις κανένα μέρος (της γης) δεν πρέπει να με αφήσετε να ζω (ότι πρέπει να καταδικασθώ εις θάνατον).
«Τώρα δε — σας ερωτώ — πώς τάχα απέρχεσθε εντεύθεν; Μη δεν αναχωρείτε, αφού διεχειμάσατε εδώ, έχοντες αφθονώτατα τα προς διατροφήν σας, έχοντες δ' επί πλέον (παραπανιστό) μαζή σας και ό,τι ελάβατε από τον Σεύθην; Διότι παν ό,τι ελάβατε από τους πολεμίους το εξωδεύατε. Και όλα αυτά τα ευτυχήματα απολαύσατε χωρίς ούτε από τας τάξεις σας να ίδετε κανένα ν' αποθάνη, ούτε ζώντας στρατιώτας ν' απολέσετε.
»Εάν δ' έχη από σας πραχθή και κάτι τι γενναίον και ευγενέστατον εις τους κατά των εν τη Ασία βαρβάρων πολέμους σας, άρα γε και αυτό ακόμη μη δεν ανήκει εις σας ολόκληρον, και εις τας προγενεστέρας σας ευκλείας μη δεν προσεθέσατε ήδη και άλλην εύκλειαν, αυτήν: ότι και τους εν Ευρώπη ακόμη Θράκας, καθ' ων εστρατεύσατε, ενικήσατε; Λοιπόν εγώ μεν φρονώ ότι, δι' όσα είσθε δυσαρεστημένοι εναντίον μου, δι' αυτά ακριβώς, ως δι' αγαθά (δωρηθέντα εις υμάς), θα έπρεπε να ευχαριστήτε τους Θεούς δικαίως.
»Και τοιαύτα μεν περίπου είναι όσα αφορούν υμάς. Εμπρός, λοιπόν, δι' όνομα Θεού, σκεφθήτε τώρα πώς έχουν και τα κατ' εμέ. Διότι εγώ, ότε μεν προ καιρού έφευγα διά την πατρίδα, απεχωριζόμην από σας με πολλά μεν εγκώμια εκ μέρους σας, με πολλήν δε, εξ αιτίας σας, δόξαν και τιμήν, εκ μέρους των λοιπών Ελλήνων. Έχαιρον δε και της εμπιστοσύνης των Λακεδαιμονίων. Διότι (άλλως) δεν θα με απέστελλον πάλιν προς υμάς.
»Τώρα δε απέρχομαι συκοφαντημένος μεν από σας προς τους Λακεδαιμονίους, προς χάριν σας δε μισητός από τον Σεύθην, ον ήλπιζα, αφού τον καλομεταχειρισθώ μαζή σας όπως πρέπει, να έχω ως ένα καλόν καταφύγιον και δι' εμέ και διά τα τέκνα μου, εάν ποτε ήθελα αποκτήση τοιαύτα.
»Σεις δε, χάριν των οποίων τόσον πολύ εμισήθην, και μάλιστα από πολύ ανωτέρους μου, (109) και υπέρ των οποίων ουδέ τώρα ακόμη έπαυσα επιδιώκων παν ό,τι δύναμαι καλόν και ωφέλιμον, σεις, εν τούτοις, τοιαύτην κακήν γνώμην έχετε περί εμού.
»Αλλ' εγώ μεν είμαι εις την διάθεσίν σας, όποτε θέλετε. Διότι δεν σκέπτομαι να φύγω μήτε φανερά μήτε κρυφά. Συλλογισθήτε όμως τι θα κάμετε. (110) Εάν δε κάμετε όσα λέγετε, μάθετε (έχετε υπ' όψει σας) ότι θα θανατώσετε άνθρωπον, όστις πολύ μεν υπέρ υμών αγρύπνησε, πολύ δε μαζή σας εκοπίασε και ερριψοκινδύνευσε και όταν ήτον εις τας τάξεις του στρατεύματος και όταν ήτο παράπλευρος αυτού, με την βοήθειαν δε των Θεών και τρόπαια πολλά διά τας κατά βαρβάρων νίκας έστησε μαζή σας, διά να μη γείνετε δ' εχθροί με κανένα εκ των Ελλήνων, επέμεινεν (αντέστη) με όλην του την δύναμιν προς σας.
»Και πραγματικώς σήμερα έχετε όλον το ελεύθερον να υπάγετε ανεπίληπτοι εις όποιο μέρος, είτε κατά γην, είτε κατά θάλασσαν, εκλέξετε. Σεις δε, εις εποχήν καθ' ην σας προμηνύεται μεγάλη ευτυχία, και αναχωρείτε όπου ακριβώς προ πολλού επιθυμείτε να υπάγετε, έχουν δε την ανάγκην σας οι ισχυρότεροι εν τη εξουσία άνδρες, μισθόν δε πρόκειται (ελπίζετε) να λάβετε, και οι ως καλλίτεροι των Λακεδαιμονίων νομιζόμενοι έρχονται διά να γείνουν αρχηγοί σας, σεις, λέγω, νομίζετε ότι τώρα προ πάντων ηύρατε τον κατάλληλον καιρόν, διά να με φονεύσετε το ταχύτερον (μια ώρα αρχήτερα).
»Άλλοτε όμως, ότε ευρισκόμεθα εις μεγάλην δυστυχίαν, «ω πάντων μνημονικώτατοι» άνδρες, ενομίζατε καλόν και πατέρα εμέ να ονομάζετε και πάντοτε μου υπέσχεσθε ότι θα μ' ενθυμήσθε ως ευεργέτην σας. Βεβαίως δεν είναι ανεπιεικείς (προς εμέ, όπως είσθε σεις,) ουδέ αυτοί ακόμη οι ερχόμενοι σήμερον προς σας (Λακεδαιμόνιοι). Ώστε, κατά την γνώμην μου, ούτω συμπεριφερόμενοι προς εμέ, φαίνεσθε ότι ουδέ αυτών των Λακεδαιμονίων είσθε καλλίτεροι». Και αφού είπε ταύτα, εσιώπησε.
Χαρμίνος δε ο Λακεδαιμόνιος εγερθείς είπε: «Μα τους Διοσκούρους, όχι! δεν έχετε δίκαιον, κατά την γνώμην μου, να οργίζεσθε κατά του ανδρός αυτού. Διότι και εγώ ο ίδιος δύναμαι υπέρ αυτού να μαρτυρήσω. Διότι, όταν εγώ και ο Πολύνικος ηρωτήσαμεν τον Σεύθην περί του Ξενοφώντος, τι άνθρωπος (τι λογής άνθρωπος) ήτο, καμμίαν άλλην μομφήν δεν του προσήψε παρά μόνον ότι αγαπά πάρα πολύ τους στρατιώτας. Διό και τον βλάπτει (τον ζημιώνει) τούτο περισσότερον (παρά εάν δεν τους ηγάπα), προς όφελος ημών των Λακεδαιμονίων και του Σεύθου».
Εγερθείς μετ' αυτόν Ευρύλοχος ο Λουσιάτης, Αρκάς, είπε: «Και βεβαίως νομίζω ορθόν, ω άνδρες Λακεδαιμόνιοι, το πρώτον στρατηγικόν σας έργον εις ημάς να ήναι τούτο: να εισπράξετε προς χάριν μας τον (έτι οφειλόμενον) μισθόν από τον Σεύθην, είτε θέλει, είτε όχι, πριν ή ακόμη αναχωρήσωμεν εντεύθεν (προ του μας πάρετε από 'δώ)».
Πολυκράτης δε ο Αθηναίος είπε τα εξής άξια επαίνου (111) υπέρ του Ξενοφώντος. «Αλλ' όμως βλέπω, ω άνδρες, να ήναι εδώ παρών και ο Ηρακλείδης, όστις, αφού παρέλαβε τα με τόσους κόπους κερδηθέντα πράγματα (λάφυρα), διά να τα πωλήση, αυτός ούτε εις τον Σεύθην, ούτε εις ημάς επέστρεψε το εκ της πωλήσεως αντίτιμον, αλλά, κλέψας (αυτό) ο ίδιος, το κατακρατεί. Εάν, λοιπόν, σωφρονώμεν, να τον πιάσωμεν, (διά να μας το δώση). Διότι πραγματικώς αυτός — προσέθηκε — δεν είναι Θραξ, αλλ' Έλλην. Αλλ', αν και είναι Έλλην, Έλληνας αδικεί».
Ακούσας ταύτα ο Ηρακλείδης ετρόμαξε. Και προσελθών εις τον Σεύθην του είπε: «Ημείς, αν είμεθα φρόνιμοι, πρέπει να φύγωμεν από το μέρος αυτό, όπου ούτοι (οι Έλληνες) επικρατούν». Και, αφού ανέβησαν εις τους ίππους των, απεμακρύνθησαν φεύγοντες δρομαίοι εις το στρατόπεδόν των.
Κ' εντεύθεν αποστέλλει ο Σεύθης τον διερμηνέα του Αβροζέλμην προς τον Ξενοφώντα με την εντολήν να τον παρακαλέση να μείνη διαρκώς πλησίον του μαζή με χιλίους οπλίτας, του υπόσχεται δε να του δώση και τα παρά την θάλασσαν μέρη και όσα άλλα του είχεν ήδη υποσχεθή. Εμπιστευτικώς δε να του είπη ότι έμαθεν από τον Πολύνικον ότι, εάν (ποτε) περιέλθη εις την εξουσίαν των Λακεδαιμονίων, θα θανατωθή ασφαλώς υπό του Θίβρωνος.
Και άλλοι δε πολλοί διεβίβαζαν τοιούτου είδους ειδήσεις εις τον Ξενοφώντα, ότι έχει δηλαδή διαβληθή εις τους Λακεδαιμονίους και ότι πρέπει να φυλάσσεται. Ο δε Ξενοφών, ακούσας ταύτα, έλαβε δύο σφάγια και, θυσιάζων αυτά εις τον Δία τον βασιλέα, τον ηρώτα ποίον εκ των δύο είναι καλλίτερον και προτερότερον: να μείνη πλησίον του Σεύθου υφ' ους όρους ούτος του επρότεινεν, ή να φύγη μαζή με το στράτευμα. Και ο Ζευς του απήντησε (του εφανέρωσε διά των σφαγίων) ότι πρέπει να φύγη.
Μετά ταύτα ο μεν Σεύθης, αφού απεχωρίσθη, εστρατοπέδευσε πολύ
μακρύτερα. Οι δ' Έλληνες κατεσκήνωσαν εις κώμας, από τας οποίας
εσκόπευαν, αφού προμηθευθούν αφθονώτατα τα προς συντήρησίν των,
να κατέλθουν εις την θάλασσαν. Αι δε κώμαι αύται είχαν δωρηθή
από τον Σεύθην εις τον Μηδοσάδην.
Βλέπων, λοιπόν, ο Μηδοσάδης ότι κατεδαπανάτο η εις τας κώμας περιουσία του υπό των Ελλήνων, δυσηρεστείτο (ελυπείτο). Και λαβών εκ των Οδρυσών άνδρα έχοντα μεγίστην δύναμιν και επιρροήν, προερχόμενον δε εκ των από των ορέων άλλοτε κατελθόντων, και ιππείς τριάκοντα, έρχεται προς τον Ξενοφώντα και τον καλεί πλησίον του, έμπροσθεν του Ελληνικού στρατεύματος. Ο δε Ξενοφών, λαβών τινας εκ των λοχαγών και άλλους εκ των αρμοδίων, προσέρχεται.
Τότε, λοιπόν, του λέγει ο Μηδοσάδης: «Διαπράττετε αδικίαν, ω Ξενοφών, λεηλατούντες τας κώμας μας. Σας προειδοποιούμεν, λοιπόν, εγώ μεν επ' ονόματι του Σεύθου, ο ανήρ δε ούτος ως απεσταλμένος του εν τοις μεσογείοις βασιλέως Μηδόκου, ότι πρέπει ν' αναχωρήσετε εκ της χώρας. Άλλως, δεν θα σας επιτρέψωμεν (να την λεηλατήτε), εάν δ' εξακολουθήτε να την βλάπτετε, θα σας αποδιώξωμεν ως πολεμίους».
Ο δε Ξενοφών, ακούσας ταύτα, είπεν: «Αλλ' εις σε μεν, λέγοντα τοιαύτα, και το ν' απαντήσω ακόμη το νομίζω δύσκολον. Χάριν του νεανίσκου τούτου μόνον θα είπω (ολίγας λέξεις), διά να μάθη ποίοι είσθε σεις και ποίοι ημείς. Διότι ημείς μεν — είπε — πριν ή ακόμη συμμαχήσωμεν μαζή σας, επορευόμεθα διά της χώρας αυτής όπου ηθέλαμεν, άλλην μεν (εξ αυτής) λεηλατούντες, άλλην δε πυρπολούντες κατά βούλησιν, συ δε, οσάκις ήρχεσο προς ημάς ως πρεσβευτής, κατεσκήνωνες (παρέμενες) πλησίον μας, χωρίς να φοβήσαι κανένα εκ των πολεμίων. Σεις δε δεν ήρχεσθε εις την χώραν ταύτην, ή, εάν ποτε ήρχεσθε, παρεμένατε εις αυτήν ως εις χώραν ισχυροτέρων σας με τους ίππους φέροντας τους χαλινούς των (χωρίς ούτε καν να βγάλετε τα γκέμια απ' τάλογά σας).
«Αφού δ' εγείνατε φίλοι μας και εξ αιτίας μας, τη βοηθεία των Θεών, έχετε υπό την εξουσίαν σας την χώραν ταύτην, τώρα πλέον μας εκδιώκετε εξ αυτής, ην παρ' ημών, καθ' ολοκληρίαν κατόχων και κυρίων της, παρελάβατε. Διότι, όπως συ ο ίδιος γνωρίζεις, οι πολέμιοι ήσαν ανίκανοι να μας εκδιώξουν.
«Και όχι μόνον, χωρίς να μας δώσης δώρα και να μας ευεργετήσης αντί των ευεργεσιών άς έλαβες, έχεις την αξίωσιν να μας αποπέμψης, αλλ' ουδέ να κατασκηνώσωμεν εδώ (για λίγο καιρό) μας επιτρέπεις, απαγορεύων τούτο αυστηρότατα, ακριβώς ενώ είμεθα έτοιμοι να φύγωμεν.
»Και λέγεις ταύτα χωρίς να αισχύνεσαι ούτε τους Θεούς, ούτε τον άνδρα αυτόν εδώ, όστις σήμερον μεν σε βλέπει πλούσιον, πριν ή δε γείνης σύμμαχός μας, απέζης εκ της ληστείας, ως συ ο ίδιος το ωμολόγησες.
»Αλλά διατί ακριβώς εις εμέ προτείνεις ταύτα; — είπε — Διότι εγώ βέβαια δεν είμαι αρχηγός πλέον του στρατού, αλλ' οι Λακεδαιμόνιοι, εις τους οποίους σεις τον παρεδώσατε, διά να τον απομακρύνουν εκ της χώρας ταύτης, χωρίς ούτε καν να με προσκαλέσετε (ότε τον παρεδίδετε), ω θαυμασιώτατοι. Διότι (είχατε υπ' όψει σας ότι, εάν με προσεκαλείτε), καθώς, ότε ωδήγουν πλησίον σας το στράτευμα (ότε ήμην με το μέρος σας), εμισούμην υπό των Λακεδαιμονίων, ούτω και τώρα θα τους ήμην ευάρεστος, επιστρέφων τούτο (θέτων τούτο εις την διάθεσίν των)».
Αφού ήκουσε ταύτα ο Οδρύσης είπεν: «Εγώ μεν, ω Μηδοσάδη, ακούων ταύτα, καταβυθίζομαι (εξαφανίζομαι) υπό την γην εξ εντροπής (θα ήθελα ν' ανοίξη η γης να με καταπιή απ' τη ντροπή μου). Και εάν μεν εγνώριζα εκ των προτέρων (τι θ' ακούσω εδώ), ούτε καν ήθελα σε ακολουθήση. Και τώρα πρέπει να φύγω. Διότι ουδέ ο Μήδοκος ο βασιλεύς θα με επήνει, εάν απεδίωκον (από 'δώ) τους ευεργέτας (μας)».
Αφού είπε ταύτα, ανέβη εις τον ίππον του κ' έφυγε, και μαζή του και οι άλλοι ιππείς εκτός τεσσάρων ή πέντε. Ο δε Μηδοσάδης, διότι του επροξένει λύπην η (υπό των στρατιωτών του Ξενοφώντος) λεηλασία της χώρας, παρεκάλει τον Ξενοφώντα να προσκαλέση τους Λακεδαιμονίους (απεσταλμένους).
Και ο Ξενοφών, αφού έλαβε τους καταλληλοτέρους (του στρατού), προσήλθε εις τον Χαρμίνον και τον Πολύνικον, εις τους οποίους ανήγγειλεν ότι τους προσκαλεί ο Μηδοσάδης, διά να τους είπη όσα και εις αυτόν είπεν, ότι δηλαδή πρέπει να φύγουν εκ της χώρας.
«Λοιπόν — προσέθηκεν — έχω την ιδέαν ότι ηδύνασθε να λάβετε τον έτι οφειλόμενον εις τον στρατόν μισθόν, εάν του είπητε ότι ο στρατός σάς παρεκάλεσε να τον βοηθήσετε εις την είσπραξιν του μισθού από τον Σεύθην, είτε θέλει ούτος (να τον δώση), είτε όχι, και ότι σας υπεσχέθη (ο στρατός) ότι, εάν ήθελεν επιτύχη τούτο, προθύμως θα σας ηκολούθει. Και ακόμη ότι φρονείτε πως έχει δίκαιον, και ότι του υπεσχέθητε ότι τότε μόνον θ' αναχωρήση εντεύθεν, όταν (τελείως) αναγνωρισθή το δίκαιόν του».
Ακούσαντες οι Λάκωνες ταύτα, είπαν ότι θα του ειπούν και άλλα ακόμη, όσον τους είναι δυνατόν καλλίτερα. Και αμέσως ξεκίνησαν έχοντες μαζή των και όλους τους ανωτέρους του στρατού αξιωματικούς. Αφού δε ήλθαν, είπεν ο Χαρμίνος τα εξής: «Εάν μεν, ω Μηδοσάδη, έχης να μας είπης τίποτε, ειπέ το, άλλως έχομεν (να σου είπωμεν) ημείς».
Ο δε Μηδοσάδης με πολλήν συστολήν απήντησεν: «Αλλ' εγώ μεν και ο Σεύθης έχομεν την αυτήν γνώμην, ότι δηλαδή αξιούμεν εκείνοι οίτινες μας έγειναν φίλοι (112) να μη βλάπτωνται από σας. Διότι κάθε κακόν, που ηθέλατε κάμη εις αυτούς, εις ημάς πλέον το κάμνετε, αφού ήδη υπάγονται ούτοι υπό την δικαιοδοσίαν μας».
«Διά τούτο, λοιπόν, είπαν οι Λάκωνες, τότε μόνον ημείς θ' αναχωρήσωμεν, όταν εκείνοι, οίτινες σας έβλαψαν, λάβουν τον μισθόν των. Άλλως, είμεθα έτοιμοι να έλθωμεν και τώρα ακόμη εις βοήθειάν των, να τιμωρήσωμεν δ' όλους εκείνους, οίτινες, παρά τους δοθέντας όρκους, τους ηδίκησαν. Εάν δε μάλιστα και σεις οι ίδιοι ήσθε εκ των αδικησάντων αυτούς, θ' αρχίσωμεν ευθύς αμέσως από 'δώ να λαμβάνωμεν τα δίκαιά μας». (113)
Ο δε Ξενοφών είπε: «Θα ηθέλατε άρα γε, ω Μηδοσάδη, να επιτρέψετε εις εκείνους, εις την χώραν των οποίων ευρισκόμεθα (στρατοπεδεύομεν), αφού είπατε ότι ούτοι είναι φίλοι σας, να ψηφίσουν αν σεις ή ημείς πρέπει να φύγωμεν εκ της χώρας ταύτης;
Ο δε Μηδοσάδης εις το ερώτημα μεν τούτο δεν απήντησε. Παρεκάλει δε, προ πάντων μεν αυτοί ούτοι οι Λάκωνες να έλθουν εις τον Σεύθην ως προς το ζήτημα του μισθού. Έλεγε δε ότι εφρόνει πως θα καταπείσουν περί αυτού τον Σεύθην. Άλλως, ν' αποστείλουν μαζή του τον Ξενοφώντα, και υπέσχετο ότι και αυτός επί τούτω θα συνέπραττε. Παρεκάλει δε να μη κατακαίουν τας κώμας.
Μετά ταύτα αποστέλλουν τον Ξενοφώντα και μαζή του και όσους ενόμιζαν ότι ήσαν διά τον σκοπόν αυτόν οι καταλληλότεροι. Ο δε Ξενοφών ελθών λέγει προς τον Σεύθην: «Έρχομαι, ω Σεύθη, όχι διά να σου ζητήσω τίποτε, αλλά διά να σου αποδείξω, αν ημπορώ, ότι ουχί δικαίως με αποστρέφεσαι, διότι, χάριν των στρατιωτών, απήτουν με ζήλον από σε όσα τους είχες υποσχεθή.
»Διότι εγώ τουλάχιστον ενόμιζα ότι όχι ολιγώτερον συμφέρον είναι διά σε να επιστρέψης όσα τους οφείλεις, παρά το να λάβουν οι στρατιώται όσα υπό σου οφείλονται.
»Διότι πρώτον μεν γνωρίζω ότι, ύστερα από τους Θεούς, ούτοι είναι εκείνοι οίτινες σε ανέδειξαν, επειδή σ' έκαμαν βασιλέα πολλής χώρας και πολλών ανθρώπων. Ώστε δεν σου είναι δυνατόν πλέον να μένης απαρατήρητος, ούτε όταν κάμνης καλόν τι, ούτε όταν κάμνης κακόν τι εις την χώραν σου.
»Πολύ μεν σπουδαίον ενόμιζα εγώ το να μην αποφασίσης (εγκρίνης), τοιαύτης περιωπής ων ανήρ, να αποπέμψης αχαρίστως από την χώραν σου εκείνους οίτινες σε ευεργέτησαν, επίσης δε σπουδαίον το να ακούεται από εξακισχιλίους ανθρώπους ευφήμως το όνομά σου, εξ όλων δε σπουδαιότερον το να ήσαι καθ' ολοκληρίαν αξιόπιστος εις ό,τι λέγεις και υπόσχεσαι.
»Διότι των μεν αναξιοπίστων οι λόγοι βλέπω να φέρωνται πάντοτε εδώ κ' εκεί, άνευ ουδεμιάς αξίας και δυνάμεως και υπολήψεως και τιμής. Οι λόγοι δ' εκείνων, οίτινες ολοφάνερα λέγουν και πράττουν την αλήθειαν, δεν δύνανται, εις οιανδήποτε περίπτωσιν ανάγκης και αν ευρεθούν ούτοι, να κατορθώσουν ολιγώτερα των όσα κατορθώνει άλλων (ανθρώπων) η βία. Και εάν ακόμη θέλουν να σωφρονίσουν τινάς (οι λέγοντες και πράττοντες την αλήθειαν), είμαι εις θέσιν να γνωρίζω ότι αι (προς μέλλουσαν τιμωρίαν) απειλαί των δεν σωφρονίζουν ολιγώτερον από την ήδη συντελουμένην τιμωρίαν άλλων. Και εάν (απλώς) υπόσχωνταί τι είς τινα οι τοιούτοι άνδρες, δεν κατορθώνουν ολιγώτερα εκείνων, οίτινες αμέσως δίδουν (ό,τι υπεσχέθησαν).
«Ενθυμήθητι δε και συ τι προκατέβαλες (ποια ήτανε τα φόντα σου), όταν μας έκανες συμμάχους σου. Γνωρίζεις βέβαια ότι ουδέν απολύτως (προκατέθεσες ως βάσιν της συμμαχίας ταύτης). Επειδή όμως επιστεύθης ότι θα πραγματοποιήσης όσα υπεσχέθης, παρέσυρες τόσους ανθρώπους εις το να εκστρατεύσουν μαζή σου και σου παρασκευάσουν μετά τόσου κόπου την, ην κατέχεις σήμερον, αρχήν, αξίαν ουχί μόνον τριάκοντα ταλάντων, όσα δηλαδή νομίζουν ούτοι ότι πρέπει σήμερα από σε να λάβουν, αλλά πολύ περισσοτέρων.
»Λοιπόν, κατ' αρχάς μεν η αξιοπιστία σου, αυτή, ήτις σου παρεσκεύασε την σημερινήν βασιλικήν σου εξουσίαν, είναι εκείνη ήτις επωλήθη αντί τριάκοντα ταλάντων.
»Έλα τώρα, ενθυμήσου πόσον μέγα ενόμιζες τότε το να επιτύχης όσα σήμερον έχεις υπό την κυριότητά σου. Εγώ μεν γνωρίζω καλώς ότι θα επεθύμεις να κατορθώσης μάλλον όσα μέχρι σήμερον έγειναν, παρά να εισπράξης περισσότερα των χρημάτων τούτων.
«Διά τούτο, λοιπόν, νομίζω ότι είναι επιζημιώτερον και μάλλον επαίσχυντον το να μη κρατήση τις σήμερα τα χρήματα αυτά, παρά το να μη τα αποκτήση τότε. (114) Όσω ακριβώς δυσαρεστότερον είναι το να γείνη τις από πλούσιος πένης παρά το να μην ήναι πλούσιος από την αρχήν, και όσω λυπηρότερον το να καταντήση τις από βασιλεύς ιδιώτης παρά το να μην ήναι ευθύς εξ αρχής βασιλεύς.
»Λοιπόν, γνωρίζεις μεν πολύ καλά ότι εκείνοι οίτινες έγειναν σήμερον υπήκοοί σου, ουχί βέβαια χάριν της φιλίας σου επείσθησαν να άρχωνται από σε, αλλ' ένεκα ανάγκης, και ότι και πάλιν θα προσεπάθουν να ελευθερωθούν από τας χείρας σου εάν κανείς πλέον δεν τους κατείχε φόβος.
»Διά ποίαν, λοιπόν, εκ των δύο (επομένων) υποθέσεων νομίζεις ότι θα σ' εφοβούντο ούτοι περισσότερον και θα ήσαν ευπειθέστεροι προς σε: εάν έβλεπαν να διάκηνται ούτω προς σε οι στρατιώται, ώστε σήμερα μεν να αναπαύωνται, εάν συ το ήθελες, αύριον δε πάλιν με προθυμίαν να έρχωνται (κοντά σου), εάν παρίστατο ανάγκη, άλλοι δε (εκ των υπηκόων σου), πολλά καλά παρ' αυτών περί σου μανθάνοντες, ταχέως να τρέχουν πλησίον σου, όποτε θα ήθελες — ή — εάν εσχημάτιζαν την (διά σε) δυσμενεστάτην αυτήν γνώμην: ότι δεν θα σ' επλησίαζε πλέον του λοιπού κανείς εξ ελλείψεως, δι' όσα σήμερον συνέβησαν, (115) εμπιστοσύνης, και ότι οι στρατιώται θα ήσαν πλειότερον αυτών (116) φίλοι παρά σου:
»Αλλ' όμως είναι βέβαιον ότι ουδόλως υπετάγησαν εις σε, διότι υπελείφθησαν ημών κατά το πλήθος (των στρατιωτών) αλλά διότι εστερούντο προστατών. Επομένως υπάρχει και ο εξής κίνδυνος επί του παρόντος: μήπως λάβουν ως προστάτας των τινάς εξ αυτών τούτων, οίτινες νομίζουν ότι ηδικήθησαν υπό σου, ή και ισχυροτέρους αυτών ακόμη, τους Λακεδαιμονίους, εάν οι μεν στρατιώται υπόσχωνται εις αυτούς (τους Λακεδαιμονίους, ότι θα εκστρατεύσουν μαζί) των πολύ προθυμότερον, αν ούτοι (οι Λακεδαιμόνιοι) εισπράξουν σήμερα από σε τα οφειλόμενα, οι δε Λακεδαιμόνιοι, επειδή ήδη έχουν ανάγκην του στρατού, (εάν) συναινέσουν εις ό,τι τους προτείνουν (οι στρατιώται).
»Ότι όμως οι περιελθόντες σήμερον υπό την εξουσίαν σου Θράκες πολύ προθυμότερον ήθελαν βαδίση εναντίον σου παρά μαζή σου, τούτο βεβαίως είναι φανερόν. Διότι, εφ' όσον μεν συκυριαρχείς, ούτοι θα ήναι υπό δουλείαν, όταν δε συ υποταχθής, θα ήναι ελεύθεροι.
»Εάν δε πρέπη να λάβης πλέον και κάποιαν πρόνοιαν υπέρ της χώρας ως χώρας ιδικής σου, κατά ποίον εκ των δύο τούτων τρόπων νομίζεις ότι θα ήτον αύτη μάλλον απηλλαγμένη ενοχλήσεων: εάν οι στρατιώται, λαμβάνοντες τον μισθόν, δι' ον παραπονούνται, αφήνοντες δε την χώραν εν ειρήνη, φύγουν, ή εάν και αυτοί μείνουν εδώ ως εις χώραν εχθρικήν και συ αποπειραθής με άλλους πολύ περισσοτέρους τούτων (των στρατιωτών), έχοντας δε απόλυτον ανάγκην των προς συντήρησίν των, να στρατοπεδεύσης απέναντι των (ως πολέμιος);
»Κατά ποίον δ' εκ των εξής δύο τρόπων ήθελαν καταναλωθή περισσότερα χρήματα; εάν επιστρέψης εις αυτούς (τους στρατιώτας) όσα τους οφείλεις, ή εάν και αυτά οφείλωνται και άλλους πολύ ισχυροτέρους τούτων παραστή ανάγκη να μισθώσης;
»Αλλ' ο Ηρακλείδης νομίζει, καθώς μου έλεγεν, ότι είναι πάρα πολλά (τα οφειλόμενα) αυτά χρήματα. Πράγματι όμως πολύ ολιγωτέραν σημασίαν έχει τώρα διά σε και να τα κρατήσης και να τα επιστρέψης, παρά να έδιδες μόνον, πριν ή ακόμη έλθωμεν εις την χώραν σου, το δέκατον των χρημάτων τούτων. (117) Διότι δεν είναι ο αριθμός ο ορίζων το πολύ και το ολίγον, αλλ' η χρηματική δύναμις του πληρώνοντος και του λαμβάνοντος. Τα κατ' έτος δε εισοδήματά σου θα ήναι από σήμερον πολύ περισσότερα εκείνων τα οποία είχες μέχρι τούδε. (118)
»Εγώ μεν, ω Σεύθη, εν τη πεποιθήσει ότι είσαι φίλος μου, ελάμβανα τοιαύτας φροντίδας περί σου, όπως και συ φανής άξιος των αγαθών, τα οποία οι θεοί σου εδώρησαν, και εγώ μη χάσω την, ην απέκτησα, εν τω στρατεύματι αγαθήν υπόληψιν.
»Διότι γνώριζε καλώς (μάθε) ότι σήμερα εγώ ούτε, και αν ήθελα, θα ηδυνάμην να βλάψω με τον στρατόν αυτόν οιονδήποτε εχθρόν μου, ούτε, εάν ήθελα και πάλιν να σε βοηθήσω, θα ήμην ικανός προς τούτο. Διότι τοιαύται είναι αι προς με διαθέσεις του στρατού.
»Αν και σε τον ίδιον, μαζή με τους επίσης γνωρίζοντας τα πράγματα Θεούς, επικαλούμαι μάρτυρας ότι ούτε έλαβα τίποτε από σε, διά να το δώσω εις τους στρατιώτας, ούτε σου εζητησά ποτε διά λογαριασμόν μου ό,τι εις αυτούς ανήκει, ούτε ποτέ απήτησα να μου δώσης όσα μου υπεσχέθης.
»Σου ορκίζομαι δε ότι, και εάν ακόμη μου τα έδιδες, δεν θα τα εδεχόμην, παρά μόνον όταν θα επρόκειτο να λάβουν συγχρόνως και οι στρατιώται όσα τους οφείλονται. Διότι θα ήτο δι' εμέ επονείδιστον, τας μεν ιδικάς μου υποθέσεις να ετελείωνα (κατώρθωνα) όπως ήθελα, τας ιδικάς των δε, τας μη εις ευχάριστον ευρισκομένας θέσιν, να παρέβλεπα, ενώ μάλιστα (ακόμη) με υπολήπτονται.
»Αν και ο Ηρακλείδης είναι βέβαια της γνώμης ότι όλα τα πράγματα (του κόσμου τούτου), παραβαλλόμενα προς την διά παντός τρόπου απόκτησιν χρημάτων, είναι ανάξια προσοχής. Εγώ όμως, ω Σεύθη, νομίζω ότι διά τον άνδρα, πολύ δε περισσότερον διά τον άρχοντα, κανένα απολύτως πράγμα («κτήμα») δεν είναι καλλίτερον, ουδέ λαμπρότερον από την ηθικήν και την δικαιοσύνην και την ευγένειαν του φρονήματος.
»Διότι ο έχων τας αρετάς αυτάς είναι μεν πλούσιος, επειδή περιβάλλεται πάντοτε από αγαπώντας φίλους, είναι δε πλούσιος ακόμη, επειδή και άλλοι θέλουν να του γείνουν (φίλοι). (119) Και ευτυχών μεν ούτος, έχει τους ευφρανθησομένους διά την ευτυχίαν του, εάν δε κάμη κανένα σφάλμα, δεν στερείται φίλων, ετοίμων να τρέξουν εις βοήθειάν του.
»Αλλ' έχω και κάτι άλλο να σου προσθέσω, τούτο: Εάν ούτε από τα έργα μου ακόμη δεν επείσθης ότι ήμην από μέσα από την ψυχήν μου φίλος σου, βεβαίως ούτε τώρα από τους λόγους μου θα ημπορέσης να πεισθής εις τούτο. Πάντως όμως τους λόγους των στρατιωτών λάβε καλά υπ' όψει σου.
»Διότι ήσο παρών και ήκουες όσα έλεγαν εκείνοι οίτινες ήθελαν να με ψέξουν. Με κατηγορούν — ως ενθυμείσαι — προς τους Λακεδαιμονίους, ότι επροτίμων τα συμφέροντά σου από τα των Λακεδαιμονίων, ούτοι δε πάλιν είχαν ξεχωριστά παράπονα εναντίον μου, ότι δηλ. περισσότερον ενδιαφερόμην και εφρόντιζα όπως ευοδούνται αι υποθέσεις σου παρά αι ιδικαί των. Είπαν δε, προς τοις άλλοις, ότι έλαβα και δώρα από σε.
»Και όμως — (σ' ερωτώ) — εις ποίαν εκ των δύο τούτων περιπτώσεων νομίζεις ότι με κατηγορούν πως έλαβα από σε τα δώρα αυτά; Όταν ούτοι ενεβλέπαν εις εμέ κάποιαν προς σε έχθραν και δυσμένειαν ή όταν εκατάλαβαν εκ μέρους μου πολλήν περί το άτομόν σου προθυμίαν;
»Εγώ μεν φρονώ ότι όλοι οι άνθρωποι νομίζουν ότι χάριν εκείνου μόνον πρέπει ν' αποταμιεύεται εύνοια, (120) παρά του οποίου ήθελε τις λάβη δώρα. Συ δε, πριν μεν σε υπηρετήσω εγώ εις ό,τι δήποτε, με υπεδέχθης φιλοφρόνως και με βλέμματα (και με γλυκοματιαίς) και με λόγους και με γεύματα, και δεν εχόρταινες διαρκώς να μου υπόσχεσαι όσα ποτέ δώρα θα μου έδιδες. Αφού όμως κατώρθωσες όσα ήθελες, και έγεινες, όσον μου επέτρεπαν αι δυνάμεις, μέγας (και τρανός), τολμάς τώρα, ότε απώλεσα κάθε εν τω στρατώ υπόληψιν, (121) να με περιφρονής.
»Αλλά μ' όλα ταύτα, ότι θα κρίνης, επί τέλους, νόμιμον να επιστρέψης (τα οφειλόμενα), πιστεύω ότι και ο χρόνος θα σου το διδάξη και, συ ο ίδιος, βέβαια, δεν θ' ανεχθής να βλέπης παραπονουμένους προς σε εκείνους, οίτινες σου προσέφεραν μόνοι των ευεργεσίαν. Σε παρακαλώ, λοιπόν, όταν τα επιστρέψης, να προθυμοποιηθής να με παραδώσης εις τους στρατιώτας τοιούτον οποίον πράγματι με παρέλαβες (απ' όλους δηλ. τιμώμενον)».
Αφού ήκουσε τους λόγους αυτούς ο Σεύθης, αναθεμάτισεν εκείνον όστις έγεινεν αφορμή να μην επιστρέψη προ πολλού εις τους στρατιώτας τον μισθόν των. Και όλοι υπώπτευσαν ότι ο αίτιος είναι ο (περίφημος εκείνος) Ηρακλείδης. «Διότι εγώ — είπεν ο Σεύθης — ούτε καν εσκέφθην ποτέ ν' αρνηθώ την πληρωμήν του μισθού των. Και (να ήσαι βέβαιος ότι) θα τον πληρώσω».
Ένεκα τούτου είπε πάλιν ο Ξενοφών: «Αφού, λοιπόν, σκέπτεσαι να τον πληρώσης, τότε σε παρακαλώ να τον πληρώσης δι' εμού, και να μη παραβλέψης ότι εξ αιτίας σου περιήλθα εις εντελώς διαφορετική θέσιν εν τω στρατώ και τώρα και όταν ήλθαμεν προ σε».
Ο δε Σεύθης απήντησεν: «Αλλά δεν πιστεύω ότι εξ αιτίας μου θα χάσης περισσότερον την παρά τω στρατώ υπόληψίν σου, και αν θελήσης να μείνης πλησίον μου με χιλίους μόνον οπλίτας, εγώ (τότε) και τα (παρά την θάλασσαν) μέρη και όσα άλλα σου υπεσχέθην θα σου δώσω».
Ο δε Ξενοφών απήντησε και πάλιν: «Αυτά μεν που μου προτείνεις δεν είναι δυνατόν να γείνουν. Άφησέ μας δε ν' αναχωρήσωμεν». «Και όμως — απήντησεν ο Σεύθης — γνωρίζω ότι και ασφαλέστερον είναι διά σε να μένης πλησίον μου παρά να αναχωρήσης».
Ο δε Ξενοφών ανταπήντησεν: «Αλλά διά μεν τας περί εμού φροντίδας σου σ' ευχαριστώ. Ουχ' ήττον μου είναι απολύτως αδύνατον να μείνω. Όπου δ' εγώ θα ήμην περισσότερον (παρά εν Θράκη) ευυπόληπτος, έχε υπ' όψει σου ότι τούτο θα ήναι και διά σε καλόν».
Μετά ταύτα του απαντά ο Σεύθης: «Χρήματα μεν δεν έχης παρά ελάχιστα πράγματα. Σου δίδω δε μόνον ό,τι ημπορώ: ένα τάλαντον. Βόας δε εξακοσίους και πρόβατα έως τέσσαρας χιλιάδας και αιχμαλώτους ως εκατόν είκοσιν. Αφού πάρης αυτά και αφού προσλάβης ακόμη και τους ομήρους εκείνων που σε έβλαψαν, πήγαινε».
Γελάσας ο Ξενοφών απήντησεν: «Εάν, λοιπόν, όσα μου δίδεις διά τον μισθόν, δεν εξαρκούν, διά ποίαν μου πράξιν θα είπω (εις τους στρατιώτας) ότι έλαβα το τάλαντον; Άρα γε δεν είναι προτιμότερον, επειδή και επικίνδυνον είναι (να λάβω το τάλαντον), αφού μάλιστα σκοπεύω να επιστρέψω εις την πατρίδα μου, να προφυλάττωμαι από τους λίθους των στρατιωτών; Τας κατ' εμού δε απειλάς θα έχης μάθη, άλλως τε». (122) Και την ημέραν μεν, λοιπόν, εκείνην έμεινε πλησίον του Σεύθου.
Την δ' επομένην και όσα είχεν υποσχεθή τους έδωκε και όσους είχαν συλληφθή ως αιχμάλωτοι απέστειλε μαζή (εις το Ελληνικόν στρατόπεδον). Οι δε στρατιώται μέχρι μεν της στιγμής εκείνης έλεγαν ότι ο Ξενοφών ανεχώρησε, διά να εγκατασταθή παρά τον Σεύθην, και ότι θα λάβη όσα του είχεν υποσχεθή. Άμα όμως τον είδαν, ευχαριστήθησαν και έτρεξαν όλοι προς αυτόν.
Ο δε Ξενοφών, αφού είδε τον Χαρμίνον και τον Πολύνικον, τους είπεν: Αυτά (που βλέπετε) είναι όσα κατώρθωσα να φέρω προς χάριν σας (σώα και αβλαβή) διά τον στρατόν, και σας τα παραδίδω. Σεις δε, αφού καταλλήλως τα πωλήσετε, διαμοιράσατε το εκ της πωλήσεως χρήμα εις τους στρατιώτας». Και αυτοί μεν, λοιπόν, παραλαβόντες ταύτα και τοποθετήσαντες λαφυροπώλας τα επώλουν, και πολύ (διά τον τρόπον της πωλήσεως) εκατηγορούντο.
Ο δε Ξενοφών δεν τους επλησίαζεν, αλλ' ενώπιον όλων προετοιμάζεται ν' αναχωρήση εις την πατρίδα του. Διότι δεν είχεν ακόμη καταδικασθή εν Αθήναις εις φυγάδευσιν. Ελθόντες δε προς αυτόν οι εν τω στρατοπέδω έχοντες δύναμίν τινα οπωσδήποτε και κύρος, τον παρεκάλουν να μην αναχωρήση, πριν ή ακόμη απομακρύνη εντεύθεν τον στρατόν και τον παραδώση εις τον Θίμβρωνα.
Εκ της Θράκης διέπλευσαν εις την Λάμψακον και (ενταύθα) συναντά
τον Ξενοφώντα ο μάντις Ευκλείδης ο Φλιάσιος, ο υιός του
ζωγράφου Κλεαγόρου, όστις έχει ζωγραφήση εικόνας ενυπνίων εις
το (εν Αθήναις γυμνάσιον, το ονομαζόμενον) Λύκειον. Ούτος
συνευχαριστείτο με τον Ξενοφώντα επί διασώσει του και τον ηρώτα
πόσα χρήματα έχει.
Ο δε Ξενοφών, ορκισθείς εις τους Θεούς, απήντησεν ότι δεν θα έχη αληθώς ουδέ τα αναγκαιούντα διά την εις την πατρίδα του επιστροφήν χρήματα, εάν δεν πωλήση τον ίππον του και όσα άλλα περιττά έχει (και τας αποσκευάς του). Εκείνος δε δεν τον επίστευεν.
Αφού δε οι κάτοικοι της Λαμψάκου απέστειλαν εις τον Ξενοφώντα τα επί τη αφίξει του εις την πόλιν των φιλοξενίας δώρα, και ηρώτα ούτος, θύων, τον Απόλλωνα (περί του πώς θ' αναχωρήση εντεύθεν), προσεκάλεσεν όπως παραστή (κατά την θυσίαν ταύτην) τον Ευκλείδην. Αφού δε είδε τα σπλάγχνα του σφαγίου ο Ευκλείδης, είπεν ότι πιστεύει πράγματι ότι δεν έχει ουδέ τα (διά την επιστροφήν του) χρήματα. «Αλλά βλέπω είπεν ότι, και εάν ποτε ήναι πεπρωμένον ν' αποκτήσης τοιαύτα, παρουσιάζεται (πάντοτε) κάποιο εμπόδιον (εις την απόκτησίν των), αν όχι κανένα άλλο, συ όμως ο ίδιος εις τον εαυτόν σου». (123) Και εις τούτο πληρέστατα συνεφώνει ο Ξενοφών.
Ο δ' Ευκλείδης είπεν: «Αναμφιβόλως θα σ' εμποδίζη ο Ζευς ο μειλίχιος, και ηρώτα τον Ξενοφώντα εάν έως τότε εμαντεύθη ποτέ — με θυσίας προς τον Θεόν αυτόν «καθώς εγώ — είπεν — εις τας Αθήνας συνήθιζα να του προσφέρω εκάστοτε υπέρ της οικογενείας σου θυσίας και ολοκαυτώματα». Ο δε Ξενοφών απήντησεν ότι, αφ' ότου ανεχώρησεν εξ Αθηνών, ποτέ δεν του προσέφερε θυσίαν. Τον συνεβούλευσε, λοιπόν, (ο Ευκλείδης) να προσφέρη τοιαύτην, όπως (και εις την πατρίδα του) συνήθιζε, «και θα συντελέση αύτη — προσέθηκεν — εις το να καλλιτερεύση η τύχη σου (και θα σου βγη σε καλό)
Την δ' επομένην ο Ξενοφών, προχωρήσας εις το Οφρύνιον, εμαντεύετο με ολοκαυτώματα χοίρων (προς τον Δία τον μειλίχιον), σύμφωνα με το της πατρίδος του έθιμον. Η δε θυσία του έγεινεν ασπαστή, προμηνύουσα εις αυτόν ευτυχίαν.
Και κατά την ημέραν ταύτην φθάνουν ο Βίων και ο Ναυσικλείδης, διά να δώσουν χρήματα εις το στράτευμα. Συνάπτουν δε φιλίαν με τον Ξενοφώντα, και τον ίππον, τον οποίον είχεν ούτος πωλήση εις την Λάμψακον αντί πεντήκοντα δαρεικών, επειδή υπώπτευσαν ότι τον επώλησε δι' έλλειψιν χρημάτων, αφού τον εξηγόρασαν, του τον έδωκαν και πάλιν, διότι είχαν μάθη ότι τον ηγάπα, αρνηθέντες να πάρουν οπίσω την αξίαν του.
Εντεύθεν επορεύοντο διά της Τρωάδος και, υπερπηδήσαντες το όρος Ίδην, φθάνουν κατ' αρχάς εις Άντανδρον, κατόπιν δε, βαδίζοντες παραθαλασσίως της Μυσίας, εις την πεδιάδα της Θήβης. Εντεύθεν, ελθόντες διά του Αδραμυττίου και του Κυτωνίου εις την πεδιάδα του Καΐσκου, στρατοπευδεύουν εις το Πέργαμον της Μυσίας. Ενταύθα, λοιπόν, σχετίζεται ο Ξενοφών με την Ελλάδα, χήραν Γογγύλου του Ερετριέως και μητέρα του Γοργίωνος και του Γογγύλου. Αυτή δε του δηλοί ότι κάποιος Πέρσης, ονομαζόμενος Ασιδάτης, υπάρχει (κατοικεί) εις την πεδιάδα.
Εάν — του είπεν — επιτεθή ο ίδιος κατ' αυτού την νύκτα με τριακοσίους άνδρας, δύναται να συλλάβη και αυτόν και την γυναίκα του και τα τέκνα του και όλην του την περιουσίαν. Είναι δε αύτη πολύ μεγάλη. Διά να καθοδηγήσουν δε τον Ξενοφώντα εις το διάβημα τούτο, έστειλε (μαζή του) και τον ανεψιόν της και τον Δαφναγόραν, ον πάρα πολύ υπελήπτετο.
Έχων, λοιπόν, αυτούς πλησίον του ο Ξενοφών ηρώτα, θύων, περί της εκβάσεως τους Θεούς. Και Βασίας ο Ηλείος, ο μάντις, παρευρισκόμενος εκεί κατά την θυσίαν, είπεν ότι τα σπλάγχνα των σφαγίων εφανέρωναν ευνοϊκώτατα διά τον Ξενοφώντα σημεία και ότι ο Πέρσης εκείνος θα ηχμαλωτίζετο.
Αφού εδείπνησε, λοιπόν, ξεκίνησε μαζή με τους αγαπητοτέρους του λοχαγούς και όσους άλλους είχεν αποκτήση διά παντός αφωσιωμένους φίλους του, σκοπεύων να τους φανή ωφέλιμος. Επήγαν δε μαζή του και άλλοι πολλοί ακόμη διά της βίας, περίπου ως εξακόσιοι. Οι δε λοχαγοί προέτρεξαν πρώτοι, διά ν' αποκλείσουν του μεριδίου των οιονδήποτε άλλον, σαν να ήσαν δα εκεί έτοιμα τα λάφυρα («χρήματα»).
Αφού δ' έφθασαν περί το μεσονύκτιον, τα περισσότερα μεν των πέριξ του πύργου ανδραπόδων και κτηνών, επειδή δεν εφρόντισαν να τα συλλάβουν, ασχολούμενοι εις το να αιχμαλωτίσουν αυτόν τον Ασιδάτην με τους περί αυτόν, τους ξέφυγαν.
Μαχόμενοι δε περί τον πύργον, επειδή δεν ηδύναντο να τον κυριεύσουν, διότι και υψηλός ήτο και μέγας και προμαχώνας και άνδρας πολλούς και μαχίμους είχεν, επεχείρησαν να τον διατρυπήσουν (διασκάψουν).
Ο δε τοίχος του είχε πλάτος οκτώ γηίνων πλίνθων. Άμα δ'
εξημέρωσεν είχε πλέον διατρυπηθή. Και ευθύς μόλις με το πρώτον
όρυγμα εφάνησαν τα εντός του πύργου,
(124) κάποιος από μέσα διεπέρασε με
σιδηράν σούβλαν
πέρα-πέρα τον μηρόν του πλησιέστερον προς τον τοίχον ισταμένου.
Από δε τα λοιπά του πύργου μέρη εκτοξεύοντες κατώρθωναν ουδέ
απλή καν προσέγγισις αυτού να ήναι ασφαλής.
Επειδή δε με κραυγάς και με πυρσούς αναμμένους ανήγγειλαν (εις όλους τους πέριξ των οικούντας) ό,τι τους συνέβαινεν, έρχονται μετ' ολίγον εις βοήθειάν των ο μεν Ιταμένης με (όλην του) την δύναμιν, από την Κομανίαν δε οπλίται Ασσύριοι και Υρκάνιοι ιππείς μέχρις ογδοήκοντα, διατελούντες εις την υπηρεσίαν του Βασιλέως ως μισθοφόροι, και άλλοι πελτασταί ακόμη ως οκτακόσιοι, και άλλοι από το Παρθένιον και άλλοι από την Απολλωνίαν και τα πλησιόχωρα μέρη, επίσης και αυτοί ιππείς.
Τότε πλέον ήτο καιρός να κυττάξουν πώς θα γείνη η αποχώρησις. Και, λαβόντες όσους είχαν βους και πρόβατα και ανδράποδα, τα έσπρωχναν (πρόγκιζαν) όλα μαζή, θέσαντες αυτά εντός πλαισίου (επιμήκους τετραγώνου), μη προσέχοντες πλέον εις τα πράγματα (τα πράτα), (125) αλλά μόνον μήπως η αποχώρησις μεταβληθή εις φυγήν, εάν τυχόν, εγκαταλιπόντες ταύτα, έφευγαν, και οι πολέμιοι εγίνοντο θρασύτεροι και οι (Έλληνες) στρατιώται αθυμότεροι. Επί του προκειμένου δε αυτοί είχαν εκστρατεύση, διά να πολεμήσουν περί λαφύρων μόνον.
Αφού δε είδεν ο Γογγύλος ότι οι μεν Έλληνες ήσαν ολίγοι, οι δε επιτιθέμενοι πολλοί, βαδίζει και αυτός με όλην του την δύναμιν κατά του Ασιδάτου, παρά την θέλησιν της μητρός του, θέλων να συμμετάσχη της κατ' αυτού επιθέσεως. Τον συνεβοήθουν δε και ο εξ Αλισάρνης και Τευθρανίας Προκλής, ο του ποτέ βασιλέως της Σπάρτης Δημαράτου απόγονος.
Οι δε περί τον Ξενοφώντα, επειδή πάρα πολύ πλέον εστενοχωρούντο από τα βέλη και τας σφενδόνας, απεχώρησαν του πύργου πορευόμενοι τώρα εν σχήματι κύκλου, τούτο δε όπως έχουν προς τα βέλη πανταχόθεν εστραμμένας τας ασπίδας, και με πολλήν δυσκολίαν διαβαίνουν τον Κάρκασον ποταμόν, εξ αυτών δε οι μισοί περίπου πληγωμένοι.
Τότε δε ο Αγασίας ο Στυμφάλιος, λοχαγός, πληγώνεται, καθ' όλον αυτό το χρονικόν διάστημα μαχόμενος κατά των πολεμίων. Και διασώζονται με διακόσια μαζή ανδράποδα και πρόβατα τόσα, όσα μόνον ήσαν αρκετά διά θυσίας.
Την δ' επομένην, αφού πρώτον ηρώτησε διά θυσίας τους Θεούς ο Ξενοφών, εξάγει νύκτα όλον τον στρατόν, ίνα (δήθεν), βαδίση όσον το δυνατόν μακροτέραν οδόν εν τη Λυδία, ώστε να μη τον φοβήται πλέον, πλησίον του όντα, ο Ασιδάτης, ούτω δε να παύση προφυλασσόμενος (ξενοιάση).
Ο Ασιδάτης όμως, ακούσας ότι και πάλιν ηρώτησεν επ' ονόματί του (διά λογαριασμόν του) τους Θεούς ο Ξενοφών και ότι έρχεται εναντίον του με όλον του το στράτευμα, εξορμά (από του στρατοπέδου του) εις κώμας (κειμένας) υπό το Παρθένιον (όρος), εχούσας (εν τω μέσω) περιτειχισμένην τινα πολίχνην.
Εις το μέρος αυτό οι περί τον Ξενοφώντα τον συναντούν αιφνιδίως και συλλαμβάνουν αυτόν και την γυναίκα του και τα τέκνα του και τους ίππους του και όλα του τα υπάρχοντα. Τοιουτοτρόπως δε επηλήθευσαν αι προγενόμεναι από τον Ξενοφώντα επί των προσφερθέντων εις τους Θεούς θυμάτων μαντείαι.
Κατόπιν επιστρέφουν εις Πέργαμον. Και ενταύθα πολύ ευχαριστήθη εκ του Θεού ο Ξενοφών. Διότι είχαν ομοθύμως συμφωνήση και οι Λάκωνες και οι λοχαγοί και οι άλλοι στρατηγοί και οι στρατιώται να λάβη ούτος εξαιρετικώς πολλά και δι' αυτόν αποκλειστικώς προωρισμένα λάφυρα, ίππους δηλ. και αμάξας από ημιόνους και βόας συρομένας και άλλα. Ώστε να δύναται πλέον μ' αυτά να φανή ωφέλιμος και εις άλλους.
Εν τω μεταξύ τούτω φθάσας ο Θίμβρων παρέλαβε το στράτευμα και ενώσας αυτό με το, όπερ έφερε μαζή του, εκ Σπάρτης επολέμει κατά του Τισσαφέρνους και του Φαρναβάζου.
[Αρχηγοί δε της χώρας του Μεγάλου Βασιλέως, ην διήλθομεν, είναι οι εξής: της Λυδίας ο Αρτίμας, της Φρυγίας ο Αρτακάμας, της Λυκαονίας και Καπαδοκίας ο Μιθραδάτης, της Κιλικίας ο Συέννεσις, της Φοινίκης και Αραβίας ο Λέρνης, της Συρίας και Ασσυρίας ο Βέλεσις, της Βαβυλώνος ο Ρωπάρας, της Μηδίας ο Αρβάκας, των Φασιανών και των Εσπεριτών ο Τιρίβαζος. Οι δε Καρδούχοι και οι Χάλυβες και οι Χαλδαίοι και οι Μάκρωνες και οι Κόλχοι και οι Μοσσύνοικοι και οι Κοίτοι και οι Τιβαρηνοί είναι λαοί αυτόνομοι. Της δε Παφλαγονίας αρχηγός είναι ο Κορύλας, των Βιθυνών ο Φαρνάβαζος και των εν Ευρώπη Θρακών ο Σεύθης.
Και η έκτασις όλης της κατά την ανάβασιν και κατάβασιν διανυθείσης οδού είναι: σταθμοί μεν διακόσιοι δέκα πέντε, παρασάγγαι δε χίλιοι εκατόν πεντήκοντα πέντε, στάδια δε τριάκοντα τέσσαρες χιλιάδες εξακόσια πεντήκοντα. Έν έτος δε και τρεις μήνες το κατά την ανάβασιν και κατάβασιν καταναλωθέν χρονικόν διάστημα].
ΤΕΛΟΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
«Όσοι δε υποδεδεμένοι εκοιμώντο, εισεδύοντο εις τους πόδας
οι ιμάντες» (ίδε βιβλ. Α', Κεφ. Ε', 14). — Η κατάφωρος
ονομαστική αυτή απόλυτος — αποτέλεσμα αυθόρμητον της
ανεπιτηδεύτου και φυσικής ροής του λόγου παρά τοις Αρχαίοις —
λαμβανομένου υπ' όψει και ότι κάθε ισχυρά προσήλωσις εις κάθε
κύκλον της ζωής άγει ψυχολογικώς κάποτε εις αντίθετα προς το
ίσον και το ορθόν αποτελέσματα, παρέσυρε τον μεταφραστήν εις το
«ατύχημα» να διίδη ονομαστικήν απόλυτον επίσης και εις την
φράσιν: «Εύνους δε σοι ων, παραινώ» (ίδε βιβλ. Ζ', Κεφ. Γ',
20). Η πραγματική μετάφρασις αυτής, ήτις είναι: «Από ευμένειαν
δε προς σε (επειδή δε είμαι φίλος σου) σε παρακινώ (να φερθής
όπως σου λέγω)», προκειμένου περί ανθρωπάκου, οίος ο
Ηρακλείδης, ομιλούντος προς άνδρα, οίος ο Ξενοφών, ενομίσθη από
τον μεταφραστήν ως γεμάτη από αναίδειαν και θράσος. Ούτω δε
παρεπλανήθη εις την άλλην, την υπό ονομαστικήν απόλυτον,
μετάφρασιν, ήτις είναι: «εγώ δε θα τον παρακινώ να διατελής
πάντοτε υπό την εύνοιάν του». Ήτις και ευσχημοτέρα φαίνεται και
φυσικωτέρα. Ουχ' ήττον είναι απολύτως εσφαλμένη, διότι περί
ουδεμιάς ονομαστικής απολύτου πρόκειται εδώ, είναι δε μόνον
μοιραίον αιφνίδιον ανάβρυσμα κακότροπου διά τον μεταφραστήν
στιγμής.
______________
Κατά τ' ανωτέρω, λοιπόν, διαγραφήτωσαν εκ της εν σελ. 115 σημειώσεως τα μέχρι της λέξεως: (εγώ). — συμπεριλαμβανομένης — . Το δε υπόλοιπον της σημειώσεως, αφού προταχθούν αυτού τα: Κατά το κείμενον: «Όσοι δε αποδεδεμένοι εκοιμώντο, εισεδύοντο εις τους πόδας οι ιμάντες», τεθήτω εις την υπ' αριθ. 163 σελ. του Α' Τόμου ως σημείωσις των σχετικών προς το χωρίον τούτο στίχων.
______________
Πέραν τον «ατυχήματος» αυτού, εάν ληφθούν υπ' όψει και όλαι αι εν τέλει του πρώτου και του δευτέρου τόμου διορθώσεις, η μετάφρασις της Αναβάσεως αύτη, δικαιούται ο συγγραφεύς να πιστεύη ότι δεν ήτο δυνατόν να γείνη εντελεστέρα.
______________
Αι πλείσται των διορθώσεων τόσον εις τον δεύτερον, όσον και εις τον πρώτον Τόμον εγένοντο εκ φυσικής τάσεως του μεταφραστού εις το να κανονίζη οιανδήποτε φιλολογικήν του εργασίαν προς τας απαιτήσεις της συνειδήσεώς του και την δυνατήν ανθρωπίνως τελειότητα. Αμφιβάλλω εάν όλα τα μεταφραστικά «λάθη», όσα διορθούνται ενταύθα, θα εγίνοντο εις τον αναγνώστην αισθητά. Αλλ' εάν ο συγγραφεύς, ο άξιος του ονόματος, ελάμβανεν υπ' όψει την εξ οιασδήποτε αιτίας άγνοιαν του Κοινού και όχι τον, ον οφείλει να δώση προς την συνείδησίν του, λόγον, «φιλολογικά έργα» βεβαίως ουδέποτε θα ενεφανίζοντο εις τον κόσμον.
______________
Κάθε έργον έχει και την «αποπτικήν» του. Εις την γενικότητα του βλέμματος, με το οποίον βλέπει τις, ή εις την γενικότητα τον πνεύματος, υπό την οποίαν διαβάζει τις ένα οιονδήποτε έργον, γίνονται πολλάκις «αισθηταί» ατέλειαι, αίτινες κατά την κατά μέρη εξονύχισιν αυτού αντιπαρέρχονται. Εις μίαν τοιαύτην ευρείας αισθητικής περιεκτικότητος ανάγνωσιν του Α' Τόμον ανευρέθησαν προ πάντων «αισθητικά» τινά λάθη, άτινα δύναται τις να είπη ότι διωλίσθαιναν εις την αντίληψιν τον μεταφραστού, όταν κατά τυπογραφικόν φύλλον ή και κατά σελίδα ή και κατά παράγραφον ακόμη εδουλεύετο.
______________
Ενιαχού της μεταφράσεως υπετάγη εις τον ρυθμόν της φράσεως η ακρίβεια. Η προς την οποίαν απόλυτος ευλάβεια άγει κάποτε εις αποτελέσματα, ουδεμίαν σχέσιν έχοντα με την καλαισθησίαν. Ελάχιστα όμως είναι τα μέρη ταύτα, διότι ουδενός κόπου εφείσθη ο μεταφραστής όπως συμβιβάση την ακρίβειαν της μεταφράσεως προς την αφέλειαν και απλότητα τον πρωτοτύπου, ταύτας δε προς την αισθητικήν διατύπωσιν της φράσεως.
______________
Εις όχι ολίγα σημεία, ιδίως εις τα περιγραφικά, ο μεταφραστής δεν κατώρθωσεν εντελώς ν' απαρνηθή το ύφος του. Εις αυτά ακόμη και θυσίαι — όχι ολίγαι — γραμματικών κανόνων έγειναν. Η ατέλεια του συγγραφέως εις την περιγραφήν, ην θαυμάζει ο Ταιν εις την περί της «Αναβάσεως» κριτικήν μελέτην του, ηνάγκασε τον μεταφραστήν ν' αναμνησθή εαυτού, ουχί σπανίως και ακουσίως του. Εσεβάσθη δε κατά το δυνατόν ό,τι παρουσιάζει πράγματι «δαιμόνιον» τον Ξενοφώντα, τας, κατά την πυκνότητα της λογικής και την αρμονίαν της σκέψεως, ανωτέρας και αυτών ακόμη των λόγων του Δημοσθένους αγορεύσεις του.
______________
Την μετάφρασιν ο μεταφραστής ησθάνετο πλειότερον εις «άλλην γλώσσαν», εις την Δημοτικήν. Διατί συνεβιβάσθη τουλάχιστον με την Ωμιλουμένην — εις τούτο αναζητήσατε τα — καλώς ή κακώς, αδιάφορον — διέποντα την εποχήν μας Εθνικά συμφέροντα».
______________
Ο μεταφραστής προκαλεί οιανδήποτε και οσονδήποτε επί του έργου του αυστηράν επίκρισιν. Τιμητής αυστηρός αυτός των έργων των άλλων, δεν δικαιούται να ζητήση επιείκειαν παρ' ουδενός. Ούτε θα την ήθελε άλλως, προκειμένου περί φιλολογικών εργασιών, η προς τας οποίας επιείκεια είναι προσβολή και ύβρις. Ένα μόνον θα επεθύμει: η παρ' οιουδήποτε επίκρισις να διέπεται από την καλήν πίστιν απολύτως. Διότι προς τον εμπαθή ή τον προκατειλημμένον ούτε θα προσέξη καν.
______________
Προκειμένου περί γλώσσης, οία η Ελληνική, εχούσης συνέχειαν αδιάσπαστον από του Ομήρου μέχρι σήμερον, η λέξις «μετάφρασις» παρέλκει. Όπως και η λέξις «απόδοσις», η ως εύρημά τι περιούσιον τεθείσα πρό τινος εις κυκλοφορίαν, μη ανταποκρινομένη όμως και αυτή εις το πράγμα. Και εκείνη και αύτη είναι σήμερον εν χρήσει κατά σύμβασιν. Η καταλληλοτέρα θα ήτον ίσως η λέξις «ερμηνεία». Τουλάχιστον μέχρι της εμφανίσεως Ακαδημαϊκών εις την Ελλάδα, των μόνων ίσως αρμοδίων να θέσουν τοιούτου είδους πράγματα εις την θέσιν των.
______________
Ολοκλήρου της «Αναβάσεως» ουδεμία μετάφρασιν έχει γείνη μέχρι τούδε, εκτός αυτής. Η προ 28 ετών γενομένη υπό του Μ. Βρατσάνον μετάφρασις μόνον των δύο πρώτων της «Αναβάσεως» βιβλίων, προωρισμένη δε διά τα Δημοτικά σχολεία και με παραλείψεις όσων μερών ενόμισεν ο μεταφραστής ότι αντέκειντο προς την . . . . ηθικήν (!), παν άλλο δύναται να ονομασθή ή μετάφρασις.
{Οι διορθώσεις, ως επί το πλείστον μικρές αλλαγές στην
μετάφραση, έχουν συμπεριληφθεί στο κείμενο και
παραλείπονται}
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ
ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.
ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 — ΤΗΛ. 614.686, 634.506
1) Ή: έχωμεν τον απαιτούμενον καιρόν να προετοιμασθώμεν.↩
2) Εκ των «περιοίκων» της Σπάρτης. Ούτοι ήσαν οι εκτός της Σπάρτης ελεύθεροι κάτοικοι της Λακωνίας, ήτοι οι Λάκωνες, προς διαστολήν των Σπαρτιατών, κατοίκων της πρωτευούσης Σπάρτης, και των ειλώτων.↩
3) Ή: ενώ δε τα πλοία είχαν εκδράμη προς τον σκοπόν αυτόν,↩
4) Διά των εκ της πωλήσεως της δεκάτης αναλογούντων εις έκαστον χρημάτων ηγοράζετο τεχνούργημά τι χρήσιμον διά την λατρείαν, ονομαζόμενον «ανάθημα», όπερ προσεφέρετο εις τον αρμόδιον Θεόν. Ίδε Ξεν. Κύρ. Ανάβασιν εκ διορθ. και ερμ. Ι. Πανταζίδου, σελ. 356 σημ.↩
5) Αι εκασταχού της Ελλάδος αποθήκαι, «όπου απέκειντο τα διάφορα των Ελληνικών πόλεων είτε δημόσια, είτε ιδιωτικά αναθήματα». Ίδε αυτόθι, σημ.↩
6) Ίδε Προλεγομένων εκδόσεως Ι. Πανταζίδου σελ. 17. ↩
7) Ακατανόητον. Τι και διατί εις το κτήμα αυτό εχρησμοδότει («ανείλεν») ο Θεός;↩
8) Ο Τιμησίθεος επρότεινε ν' προσκαλέσουν προς σύμπραξιν τους, ους, εδακτυλοέδειξε, δυτικούς Μοσσυνοίκους, κατ' αντίθεσιν των ανατολικών οίτινες δεν τοις επέτρεπον την διάβασιν.↩
9) Ή: από παλαιόν σίτον κατασκευασμένους άρτους, ↩
10) Λέγεται παρά τω λαώ και ασπροσίτι. Έχει δύο στοίχους κόκκων (πυρών) και ωριμάζει αργά.↩
11) Επομένως και την ατμόσφαιραν αραιοτέραν, άρα πλειότερον πρόσφορον εις την, και μεταξύ των μεγαλητέρων αποστάσεων, διαβίβασιν των ήχων. ↩
12) Οι Χάλυβες ούτοι ήσαν μέρος των εν τω Δ' βιβλίω μνημονευθέντων.↩
13) Η λέξις επί της εννοίας των εξ εκάστης Ελληνικής χώρας Ελλήνων (Αρκάδων, Ηλείων κ.λ.π.).↩
14) Ή: «δυνάμεθα δε να τους περιποιούμεθα (να τους θεραπεύομεν) ευκόλως, όταν θέλωμεν».↩
15) Δηλαδή οι Ηρακλεώται και Σινωπείς.↩
16) Ή: κατά μήνα ↩
17) Νόμισμα χρυσούν της πόλεως Κυζίκου, ίσης αξίας προς τον δαρεικόν. ↩
18) Ή: αφ' ενός μεν διότι κατάγομαι εκείθεν, αφ' ετέρου δε, διότι υπηρέτησα εν αυτή ποτε (υπό τον Φαρνάβαζον) με τον Κλέαρχον και τον Δερκυλίδαν.↩
19) Δηλαδή εξαιρετικά και χρήσιμα.↩
19α) Τα επί των σπλάγχνων των σφαγίων σημεία. ↩
20) Ο αιώνιος και εν ειρήνη και εν εκστρατεία και εν πολέμω τυχοδιωκτισμός του Έλληνος! Το φοβερόν σαράκι, εις το οποίον είναι απολύτως αδύνατον να συμπηχθή ποτε μεθοδικώς εις Κράτος η φυλή μας.↩
21) Περίπου ό,τι παρ' ημίν συλλαλητήριον. ↩
22) Ή — κατά τον Πανταζίδην — διότι ενόμιζεν (ο Κλεάρετος) ότι ήτο φιλικόν «το χωρίον»↩
23) Η κατά νεοελληνικήν αντίληψιν μετάφρασις του «αισθόμενοι δε τους βαρβάρους όποι ίοιεν» = μας έγειναν κι' αυτοί κουνούπι!↩
24) Αυτό το «μα τον Δία» δι' Έλληνας φοβηθέντας είναι αμίμητον. Ήτον αδύνατον να πιστεύση ο Ξενοφών ότι υπάρχουν «Έλληνες φοβούμενοι». Απείθαρχοι, αναρχούμενοι, αυθαίρετοι, δολοφόνοι — μάλιστα. Αλλά με φόβον Έλληνες!; ↩
25) Σκήπτρον κρατούμενον υπό του κήρυκος ως σημείον του επαγγέλματός του, με το οποίον δε πάντοτε παρίσταται ο Ερμής ως προστάτης Θεός των κηρύκων. ↩
26) Είδος πρέσβεως, ον μετεχειρίζοντο μόνον εν καιρώ πολέμου, ενώ τον καθ' αυτό «πρέσβυν» μετεχειρίζοντο και εν ειρήνη και εν πολέμω.↩
27) «Τα ερυμνά (έχειν τινά) υπερδέξια» είναι η αρχαία έκφρασις.↩
28) Το παρόν κεφάλαιον δεν είναι βέβαια και το μόνον, εις ό τόσον εξόχως δοκιμάζεται το σκωπτικόν και πικρόχολον και ειρωνικόν του Ξενοφώντος πνεύμα. Δι' όλης της Καταβάσεως αυτής πολλάκις δίδονται αφορμαί εις τον Ξενοφώντα ν' αποδείξη ότι μία οιαδήποτε μεγαλοφυία, έστω και στρατηγική, δεν είναι και πολύ μακράν του μεγαλοειρωνικού πνεύματος των εγκοσμίων, οιουδήποτε κύκλου της Ζωής, έχοντος πάντοτε ως κέντρον του τον τρανταχτικώτερον του σαρκασμού σπασμόν, ακόμη και αν υπό τας σοβαρωτέρας εμφανίζεται συνθήκας.↩
29) Ή: να γείνη αφορμή παρανομιών.↩
30) Ίδε Βιβλ. Ε', Κεφ. Α', Παραγρ. 16 — ένθα οι φρουρήσαντες ενόμισαν Ελληνοπρεπέστατον να ποιήσωντι και κάποια ρεμούλα στα φορτία, ων φρουροί ετάχθησαν!↩
31) Νόμισμα 100 δρ. Αττικών.↩
32) Ομολογεί δηλ. ότι, εάν υπό τας, ας αναφέρει περιστάσεις ήτον απαθής, θα ωμοίαζεν ου μόνον κατά την υπομονήν, αλλά και κατά την αντοχήν εις τους κόπους με τον γάδαρον, ουδένα αισθανόμενον κόπον, όταν ασελγαίνη. ↩
33) Ή: παρουσιασθείς έξαφνα μπροστά σου, ↩
34) Κατά λέξιν: «Τι λοιπόν; απήντησεν, απέθανε κατά τι ολιγώτερον, αφού εγώ σου τον παρέδωκα;». Δηλ. τι σημαίνει, αφού και κατόπιν, άμα σου τον παρέδωκα, απέθανεν!! ↩
35) Κατά την υπό του Μ. Ναπολέοντος του 1799 εκστρατείαν της Συρίας χολέρα ενέσκηψεν εις τον Γαλλικόν στρατόν. Ζήτημα ηγέρθη τότε μεταξύ του Αυτοκράτορος και των ιατρών του ως προς τους προσβαλλομένους και βασανιζομένους από την νόσον στρατιώτας του. Το ζήτημα: αν οι άπαξ προσβαλλόμενοι επετρέπετο ή όχι από την φιλανθρωπίαν να «προϊαφθούν εις Άδην» διά δηλητηριάσεως. Και τούτο, διά να μη βασανίζωνται, χωρίς καμμίαν καν ελπίδα σωτηρίας. Οι ιατροί απεφάνθησαν ότι η τοιαύτη δηλητηρίασις ήτον έργον φιλανθρωπίας. Αμέσως δε και ετέθη εις ενέργειαν. — Αλλά το ζήτημα αυτό κάποτε τίθεται επί τάπητος και σήμερον ακόμη εν Ευρώπη. Πάντοτε όμως νικά η ψήφος εκείνων οίτινες νομίζουν, ότι ούτε επί ενός λεπτού ζωής έχει δικαίωμα ο ιατρός ή οι συγγενείς του αρρώστου, υπό το πρόσχημα της απαλλαγής αυτού από τους πόνους. Η κοινωνιολογική φιλοσοφία ούτω απεφάνθη. Και η ζωή των εξ οιασδήποτε νόσου νοσούντων είναι σεβαστή σήμερον υφ' όλων. Το πόρισμα, λοιπόν, του συγχρόνου πολιτισμού αυτό προ χιλιάδων ετών ο Ξενοφών αισθάνεται ως πόρισμα του ανθρωπισμού του υπέρτατον, ως υποχρέωσιν, ως καθήκον, ως τιμήν και ευλάβειαν επιβαλλομένην προς την ευγενεστέραν εκδήλωσιν της επί γης ζωής, προς την ζωήν του ανθρώπου.↩
36) Ή: να επιδιώκουν δι' οιουδήποτε τρόπου παν θεμιτόν και αθέμιτον↩
37) Η λέξις εγράφη επίτηδες, χάριν της μετ' αυτήν ερχομένης ποιητικής μεταφοράς.↩
38) Ίδε τα εν τω Γ' βιβλ. 2, 31 αποφασισθέντα. ↩
39) Ή: όσους ενόμιζαν ότι ήτον ορθόν και δίκαιον (να τους προσκαλέσουν)↩
40) Έως εδώ ο χορός ομοιάζει με τον σημερινόν Αρναούτικον (Αρβανίτικον, υπό την γενικωτέραν του μορφήν), αναπηδήμασι και μαχαίραις χορευόμενον. Κατόπιν δε με τον υπό των Αραβοφώνων κατοίκων του Λιβάνου, ον είδα εγώ αυτός εν Παλαιστίνη, των κύκλω θεωμένων εκεί αναβοώντων ευχάς υπέρ του Πατισάχ, του Πατριάρχου και του Μοναστηρίου των Ρωμαίων. ↩
41) Ολόκληρος ηθοποιία εδώ λαμβάνει χώραν. Εν γένει πρόκειται περί ωραιοτάτων ηθογραφικών σκηνών, τας οποίας η εν τω φιλολογικώ τούτω είδει αδύνατος του Ξενοφώντος πέννα αδυνατεί να περιγράψη με όλον των τα χρώμα και το κάλλος. Σήμερα τοιαύται ηθογραφικαί σκηναί έχουν πολύ ζωηροτέρους, ευχρωμοτέρους και παραστατικωτέρους συγγραφείς προς περιγραφήν αυτών και εξεικόνισιν.↩
42) Σαν να προφυλάσση δήθεν ούτω με το σώμα του τα βώδια του από την αρπαγήν.↩
43) Τοιούτος χορός με γονατίσματα είναι και ο εν τη βορειοδυτική Ελλάδι, Ηπείρω και κάτω Αλβανία, όπου και οι Τσάμηδες, ορχούμενος Τσάμικος χορός.↩
44) Ο προς το σύγχρονον ύφος και το σύγχρονον χρώμα και την σύγχρονον ζωήν και έκφρασιν και γραφικότητα προσανατολισμός της ηθογραφικής αυτής σκηνής, όπως και τόσων άλλων, οφείλεται εις τον μεταφραστήν. Εις τον Ξενοφώντα η περιγραφή αυτής και άτονος είναι και ανωμαλωτάτη. ↩
45) Έκαστος μέδιμνος = 52 1/2 λίτρας περίπου. ↩
46) Έκαστος αμφορεύς = 39 περίπου λίτρας. ↩
47) Ή: . . . ανάγκην διαβιβαζομένων προς αλλήλους διαταγών↩
48) Ως είναι συντεταγμένον το σχετικόν χωρίον, είναι δυσερμήνευτον.↩
49) Ή: του σήκωσαν το κεφάλι↩
50) Ίδε βιβλίον Γ'. Κεφάλ. Α', 11. ↩
51) Ή .... και πριν ή γείνουν (εις κάθε των διάβημα) οδηγοί των.↩
52) Επί του χωρίου τούτου ο ουχί άπαξ σφαλλόμενος εις τας ερμηνείας του Πανταζίδης φορτώνει τρεις αλληλοσυγκρουομένας ερμηνείας, παρουσιάζων τον Ξενοφώντα εδώ μεν θέλοντα να συνάρχη με τον Τιμασίωνα, εκεί δε όχι, πάρα κάτω δε και θέλοντα και μη θέλοντα. — Ίδε Πανταζίδου έκδοσιν Κύρου Αναβάσεως σελ. 407, § 32 σημ.↩
53) Περί τους 700 μόνον οπλίτας. Και εννοεί τον Χειρίσοφον.↩
54) Των πολιορκουμένων↩
55) Ή: αφού τόσους Έλληνας από άφευκτον θα σώσωμεν καταστροφήν. ↩
56) Ή: με τ' όνομα του Θεού αρχίζομεν κάθε έργον μας.↩
57) Η διά των πυρών φοβέρα αυτή του Ξενοφώντος αποτελεί βεβαίως τον μεγαλοφυέστερον τύπον του δόλου και της πανουργίας, υπό την αρχαίαν αυτών έννοιαν.↩
58) Έκαστον πλέθρον ως μέτρον εκτάσεως ισοδυναμεί με το 1/6 του σταδίου.↩
59) Ή: έφθασεν η τελευταία↩
60) Είναι πολύ περίεργον ότι ουδ' ελαχίστων καν επιθανατίων λέξεων ??? ο Ξενοφών την μνήμην στρατηγού, οίος ο Χειρίσοφος, και μάλιστα Λακεδαιμονίου.↩
61) Περί του εάν δηλ. και πώς θα προμηθευθώμεν τα προς συντήρησίν μας↩
62) Η του Πανταζίδου ερμηνεία μου φαίνεται ανάρμοστος εις την ευσέβειαν του Ξενοφώντος, θέλοντος — κατ' αυτόν — να ίδη «αν βγαίνη τίποτε» από την, ην απαιτεί, ο στρατός θυσίαν!↩
63) Δηλ. την ουράν του όλου στρατεύματος, όπως ο Πανταζίδης ερμηνεύει λέγων ότι κέρας ενταύθα = άπαν το εν πορεία στράτευμα.↩
64) Εννοεί ουχί «τους πρώτους, φανέντας», αλλά τους πρώτους πάντων των νεκρών.↩
65) Εις την οποίαν κατέληγον όλαι αι εξ εκάστης των κωμών άγουσαι ατραποί.↩
66) Το χωρίον αυτό, ως και το ανωτέρω, ως και πλείστα άλλα, όπως αυτά, στρυφνότατα, ων ελάχιστα μόνον ανεγράψαμεν ώδε υπό τοιαύτην ή τοιαύτην ερμηνείαν, είναι τεκμήρια ολοφάνερα αναιρούντα την ασυδότως κρατούσαν ως προς τον Ξενοφώντα γνώμην των ημιμαθών ή των επιπολαίων: ότι ο Ξενοφών είναι — καλέ — «εύκολος»! Ό,τι λέγεται δηλ. απάνου-κάτω περί της Ιταλικής γλώσσης από τους περιορίζοντας την Ιταλικήν εις τα «μακαρόνια» της ή εις το «come state». Ότι τάχα είναι η ευκολωτέρα των γλωσσών, ενώ — ως γλώσσα του Αριόστου ή του Δάντου — είναι μία από τας δυσκολωτέρας, ποιητικώς δε ανωμαλωτέρας της Ευρώπης.↩
67) Επίσης και τα δύο ερωτήματα αυτά είναι από τα θαλασσωδέστερα χωρία του συγγραφέως, Δηλίου χρήζοντα κολυμβητού. Βεβαίως και αυτών και των ανωτέρω και οιουδήποτε άλλου χορίου ή διάστρυφνος σύνταξις αυτή — η κατά τινας προερχομένη και από συντακτικήν και γραμματικήν αμάθειαν του γράφοντος — γνώμη ουχί πολύ απίθανος — βεβαίως οφείλεται, αν μη καθ' ολοκληρίαν, τουλάχιστον κατά το πλείστον, εις τας διά μέσου των αιώνων φρικώδεις των χειρογράφων Οδυσσείας και εις τας μωράς πολλάκις υπό τούτου ή εκείνου διορθώσεις των αμφισβητουμένων χορίων του κειμένου. Είναι δε περίεργον πώς ο εν τοις πλείστοις του Ξενοφώντος σωφρονών και ευκρινώς διορθών αυτόν μακαρίτης Πανταζίδης δεν αντελήφθη ή δεν είδε το θαλασσόδαρμα των χωρίων τούτων. Αλλ' ούτε και κανείς εκ της χορείας των Γερμανών κριτικών, ους εις την έκδοσίν του παρατάσσει, έλαβεν αυτά υπ' όψει του, ει και ησχολήθησαν πολλάκις περί παρωνυχίδος.↩
68) Δεινολογικός χαριεντισμός του Ξενοφώντος παρομοιάζοντος με φάραγγα τον Πόντον.↩
69) Άνθρωπος με τόσον στερεάν λογικήν ως ο Ξενοφών, με οξύτατον το πνεύμα, με ευπερίστροφον και σοφιστικήν πολλάκις την διάνοιαν, όπως εδώ, δυνάμενος να παρουσιάζη και αυτόν ακόμη τον κίνδυνον ως μέλι και ως ζάχαρη και ως κάντιο, δύναμις πειστική τεραστία, με την αντίληψιν των πραγμάτων υφ' όλας τας γωνίας των — ερωτάται: πώς πιστεύει εις τας επιδοκιμασίας των Θεών και τας εγκρίσεις με τόσην απλότητα ψυχής; Τοιούτο πνεύμα πας τις βλέπει ότι έχει σύγχρονον την διπλωματικήν και πολιτικήν αντίληψιν των ζητημάτων. Παρά την απλότητα, η ταχύτης του εις το εμφρόνως σκέπτεσθαι και κρίνειν φθάνει εις θαυμασμόν. Καταναλίσκεται πειθώ και δύναμις διανοητική, ήτις, μετηνεγμένη εις τα καθ' ημάς, θα ηδύνατο ίσως να χρησιμεύση προς λύσιν του . . . Ανατολικού ζητήματος! Και όμως πιστεύει εις τα σφάγια! Και όμως πιστεύει εις τα όρνεα! Θα εσυμβιβάζετό ποτε εις την ψυχήν του Μέτερνιχ πίστις εις τον Θεόν τοιαύτη με οίαν ούτος είχε διπλωματικήν περίνοιαν; — Είναι βεβαίως και αυτό ένα από τα αινίγματα — τα άλυτα εις αιώνα αινίγματα — του Αρχαίου Πνεύματος.↩
70) Συμφώνως προς την οποίαν: όταν εξήρχετο προς αρπαγήν όλος ο στρατός, παν ό,τι ήθελεν αρπάση έκαστος, να μην ανήκη εις αυτόν, αλλά να ήναι κοινόν κτήμα όλου του στρατεύματος. — Ίδε ανωτέρω, σελ. 85.↩
71) Ή: να παραδοθή εις τον Κλέανδρον, διά να δικασθή.↩
72) Επροτίμησε,↩
73) Επιθυμεί.↩
74) Να μας ακολουθούν.↩
75) Τον Δέξιππον.↩
76) Τα εντός γωνιωδών αγκυλών τιθέμενα χωρία κρίνονται ως αμφισβητησίμου γνησιότητος υπό των κριτικών. ↩
77) Ή: αν και νομίζεις ότι πρέπει να εισαχθώ εις δίκην ως αδικήσας.↩
78) Ή: είναι πεπρωμένον↩
79) Μία υποχώρησις του Άρχοντος γεννά δέκα υποχωρήσεις του Λαού. Όταν ο Λαός αυτός ήναι βέβαια ο Ελληνικός. Ουδέν του κολακεύει το εγώ περισσότερον, όσον η ταπείνωσις, η συγκατάβασις, η υποχώρησις, η συγγνώμη, η συντριβή. Επί τη βάσει της ψυχολογικής του αυτής γραμμής, της και κυριωτάτης εις την κοινωνικήν και πολιτικήν ζωήν του, ποία τάχα θαύματα — και σήμερον ακόμη — τάξεως και ευνομίας και πειθαρχίας και ρυθμού δεν θα ηδύναντο να συντελεσθούν εις την Ελλάδα;↩
80) Όλη η αθηναϊκή υπερηφάνεια φανερώνεται εις την άρνησιν αυτήν του Ξενοφώντος. Είναι υπερήφανος και ευφιλοτίμητος ανέκαθεν ο Αθηναίος. Δύναται να περιφρονήση όλων των παντός είδους ηγεμόνων Σεύθηδων τας προσφοράς. Να ορθωθή σαν στήλη άκαμπτος. Τας οφρύς του να επάρη υψηλοφρόνως. Και σαν ευπατρίδης, που είναι φύσει, να βάλη εις την θέσιν του κάθε θέλοντα να εξαγοράση την ψυχήν του, ή να θίξη την φιλοτιμίαν του, ή να ταπεινώση το εγώ του χρυσοκάνθαρον. Ιδανικόν τοιαύτης υπερηφανείας τέλειον δεν ήτο δυνατόν ή να ήναι ο Ξενοφών ο Αθηναίος ούτος.↩
81) Αθάνατον Βυζάντιον! Προ δυόμισυ χιλιάδων ετών ο Ελληνισμός έβραζε στα στήθη σου . . . Τετρακόσια χρόνια προ Χριστού υπάρχει ισχύς Ελληνική εκεί παρά τας πύλας της Ασίας και Ευρώπης. Από Ελληνικόν που είσαι εκρωμαΐζεσαι. Και από Ρωμαϊκόν που είσαι εξελληνίζεσαι . . . Στέφανος αιωνίου Ελληνισμού ακάνθινος είναι λοιπόν η εξέλιξίς σου. Ο τρόμος δε, υφ' ον τραντάζεσαι εις το θέαμα της ορμής εκείνης των Μυρίων, είναι έκτοτε το σύμβολον των αδιακόπων και αιωνίων τρόμων σου εις κάθε υπέρ της Ελληνικής ιδέας αναπαλμόν σου . . . Τι ειρωνεία τραγική υπάρχει των τυχών σου εις τον εξ Ελλήνων προς Έλληνας εμποιηθέντα απρόοπτον εκείνον φόβον! Εις πανικόν σ' έρριψαν τότε Έλληνες πεινώντες! Οι Σπαρτιάται πτήσσουν προ αυτών. Οι ναύαρχοι και οι αρμοσταί σου φεύγουν. Και μόνον ένας Αθηναίος έπρεπε να ήναι εκεί υπό τα τείχη σου, διά να σε ησυχάση, διά να σε γλυκάνη και πάλιν . . . — αθάνατον Βυζάντιον!↩
82) Κατά λέξιν: Αλλ' εάν, παραδιδόμενοι εις την οργήν μας.↩
83) Αναφέρεται εις την προ τεσσάρων μόλις ετών γενομένην πτώσιν των Αθηνών, κατόπιν της εν Αιγός Ποταμοίς καταστροφής. ↩
84) Ο Ξενοφών↩
85) Ή: θα κατορθώση να έλθη εις το Βυζάντιον. ↩
86) Τέλειον ξεχαρβάλωμα! Και εξευτελισμός Ελλήνων καθ' Ελλήνων. Είναι η εποχή της ακμής της Βισμαρκείου Σπάρτης τότε, και οι αρμοσταί της και οι ναύαρχοί της έχουν κηρύξη, 400 έτη π. Χ., προνειτσισταί αυτοί, το ευαγγέλιον του Νειτσισμού κατά παντός ανθισταμένου την εποχήν εκείνην εις τον τύφον των.↩
87) Και αυτή και άλλαι τινές παραμένουν ως εν τω κειμένω προς αποφυγήν της δι' ωρισμένας φράσεις, όπως το «ως τάχιστα», το «τα επιτήδεια», το «ως αν δύνηται» και άλλαι τινές ακόμη, συνήθους εις τον Ξενοφώντα ταυτολογίας.↩
88) Δηλ. εις τας περί το Βυζάντιον κώμας. ↩
89) «Ενδίφριος ικέτης» κατά το κείμενον. ↩
90) Δηλαδή εις τας περί το Βυζάντιον κώμας ↩
91) Αν δηλ. θα δεχθώμεν μάλλον τας προτάσεις του Αριστάρχου ή του Σεύθου.↩
92) Ή, κατά λέξιν: θα πιστεύσωμεν τότε ότι μας ξενίζεις.↩
93) Εκ Μαρωνείας της Θράκης καταγόμενος. ↩
94) Κατοίκους του Παρίου.↩
95) Κατά το κείμενον: «Εύνους δε σοι (τω Ξενοφώντι), ων (ο Σεύθης), παραινώ (εγώ). — Δηλ. ονομαστική απόλυτος! Δεν είναι δε η πρώτη παρά τω Ξενοφώντι. Αλλ' είναι άρα γε «σφάλμα» η ονομαστική απόλυτος; Η Δημοτική μας, υπό τύπον συντακτικόν και γραμματικόν 'δικόν της, την έχει καθιερώση ως θεσμόν. Ζη εις την ζωντανήν γλώσσαν του λαού, χωρίς να φαίνεται και χωρίς να προσβάλη κανένα «όρον τέχνης» εις την φράσιν.↩
96) Μέτρον διά τα σιτηρά, διατηρηθέν κατ' όνομα παρά τοις Τούρκοις (schinik).↩
97) Κατ' αρχαίον Θρακικόν έθιμον.↩
98) Μουσικόν όργανον με 20 χορδάς, ομοιάζον με άρπαν.↩
99) Μεταξύ των μη Ελλήνων Θρακών και των Ελλήνων ουδεμία πραγματική συγγένεια υπήρχε. Κάποιο μύθευμα περί συγγενείας του εν Δαυλεία της Φωκίδος βασιλέως των Θρακών Τηρέως προς τον πρόγονον του Σεύθου Τήρην αναιρείται υπ' αυτού του αναφέροντος τούτο (Θουκυδίδου Β', 29). Εάν εν τούτοις ήναι πεπρωμένον ν' αντλώμεν ακόμη δικαιώματα επί ταύτης ή εκείνης της χώρας, ουχί εκ της δυνάμεώς μας, αλλ' εκ της προγονικής ευκλείας μας, βεβαίως τα επί της Θράκης οιαδήποτε δικαιώματά μας δεν θα στηρίξωμεν επί τοιούτων μυθικών συγγενειών, διά ν' αποδείξωμεν ότι οι Θράκες ήσαν Έλληνες ανέκαθεν, ή τουλάχιστον ότι εσυγγένευαν προς Έλληνας, αλλά κυρίως επί του εξ αποίκων Μεγαρέων Ελληνισμού του Βυζαντίου και των περιχώρων του — της μόνης προ Χριστού ιστορικώς πραγματικής αποδείξεως ότι η κατόπιν ένδοξος εκείνη «Βασιλεύουσα» δεν δύναται να ήναι ξένη των ονείρων μας.↩
100) Ή: κατεσκήνωσαν αυτού.↩
101) Ή: Και τα μεν λάφυρα απέστειλε τον Ηρακλείδην εις την Πέρινθον να τα πωλήση.↩
102) Εννοεί τας σήμερον καλουμένας βράκας, ένδυμα ούτινος εστερούντο οι αρχαίοι, διά τούτο δε και ονομάζει ο Ξενοφών, όπως τα περί τα στέρνα, και τα περί τους μηρούς καλύμματα «χιτώνας».↩
103) Αυτό το: «Ο παις» αντί του: «Το παιδί» και τόσα άλλα ζώντα μόνα των εις την μετάφρασιν αυτήν την ζωήν της μούμιας θ' απεστέλλοντο όλα ες κόρακας, εάν η καθ' όλα τα άλλα τιμιοτάτη αύτη εργασία δεν επεβάλλετο εκ διαφόρων λόγων, εν οίς οι «Εθνικοί» δεν είναι οι ολιγώτερον πράγματι σπουδαίοι, να περιενδυθή την καθαρεύουσαν, το αιώνιον αυτό «αντιλεγόμενον σημείον» των λογίων μας, υπό την οποίαν η μόνη ήτις διετηρήθη εκ του πρωτοτύπου αρετή — η και πρωτίστη — είναι η θεία του Ξενοφώντος αφέλεια και απλότης. Τις οίδεν όμως πάλιν, αν η απλότης και η αφέλεια αύτη θα διετηρείτο ούτω υπό ένδυμα άλλο — ύφους, τόνου, κινήσεως, ζωής, χρώματος ένδυμα συγχρόνου; Τις οίδε δηλ. εάν δεν έπρεπε, πέραν κάθε τραγικής αράς κατά της καθαρευούσης, να μεταφρασθή ως μετεφράσθη η «Ανάβασις», διά να διατηρηθή όλη η απλότης εκείνη και αφέλεια;↩
104) Λόγχη = η σιδηρά τριγωνοειδής άκρα του δόρατος.↩
105) Εν τω κειμένω: «ζεύγη ημιονικά τρία». ↩
106) Εν τω κειμένω: «βοεικά ζεύγη» ↩
107) Πρόκειται περί εμπορίου βιβλίων χειρογράφων, αποστελλομένων εξ Ελλάδος χάριν των περί τον Πόντον πολυπληθών Ελλήνων.↩
108) Η κατωτέρω αγόρευσις αποτελεί, όπως και η πάρα κάτω προς τον Σεύθην, ένα τέλειον αποδείξεως και πειθούς και σκέψεως και ευστροφίας και συνθέσεως αριστούργημα. Εις την μετάφρασιν χάνει τα δύο τρίτα του τιμιωτάτου και υπερόχου ύψους της. Ο αναγνώστης όμως θα ηδύνατο και εις αυτήν ακόμη να διίδη — αρκεί ολίγον να προσέξη — όλην την δύναμιν της Ξενοφωντείου λογικής και σκέψεως.↩
109) Εννοεί κατά την ισχύν και το αξίωμα. Τοιούτοι δε ήσαν οι Λακεδαιμόνιοι.↩
110) Η κατ' έννοιαν ερμηνεία του χωρίου αυτού ανήκει ακεραία εις τον Πανταζίδην. Η συμφώνως προς το κείμενον, ην ημείς κατά το μάλλον ή ήττον ακριβώς ακολουθούμεν, ήτο, διά την στρυφνότητά του, εντελώς αδύνατος.↩
111) Ο Πανταζίδης λέγει Βιβλ. Ζ', Κεφ. στ', § 41) ότι οι νεώτεροι εκδόται, αντί της έκ τινων χειρογράφων γραφής: «είπεν αινετώς υπέρ Ξενοφώντος» = είπε κατά τρόπον άξιον επαίνου υπέρ του Ξενοφώντος, επροτίμησαν την γραφήν άλλων χειρογράφων: «είπεν ενετός υπό Ξενοφώντος» = είπεν εγκάθετος υπό του Ξενοφώντος! Την γραφήν δε ταύτην και την υιοθετεί εν τη εκδόσει του. Παραδέχεται δηλαδή ότι ένας Ξενοφών έβαλε τον Αθηναίον Πολυκράτην να ομιλήση υπέρ αυτού! Χωρίς να σκεφθή ουδέ καν το στοιχειώδες τούτο: ότι θα ήτο η μεγαλητέρα εκδήλωσις της συγγραφικής απρονοησίας και κουφότητος το να ομολογήση αυτός ούτος ο Ξενοφών εις το έργον του ότι έβαζεν ως συνηγόρους του, εγκαθέτους. Ότι επομένως και μικράνθρωπον θα τον παρουσίαζεν ούτω και δειλόν.↩
112) Εννοεί τους κατοίκους των δωρηθεισών εις τον Μηδοσάδην κωμών, ας οι περί τον Ξενοφώντα ελεηλάτουν. ↩
113) Δι' όντινα θα ήθελε να λάβη ιδέαν τινά ου μόνον περί του εν γένει χαρακτήρος των Σπαρτιατών, αλλά και της ως έκ τινος ηθικής Νίτσε εμπνεομένης ψυχικής αυτών δυνάμεως, θα ήρκει και μόνη η απάντησις αύτη των Λακώνων. ↩
114) Υπό την καθολικότητα της γνώμης ταύτης του Ξενοφώντος υπονοείται ο κατακρατών τα χρήματα των Ελλήνων Σεύθης.↩
115) Ως εκ της κατακρατήσεως του μισθού. ↩
116) Εννοεί τους νεωστί γενομένους, διά της βοηθείας των Ελληνικών όπλων, υπηκόους του.↩
117) Ένα από τα ανωμαλώτερα χωρία του Ξενοφώντος, ων την ανωμαλίαν ουδέ καν σημειοί ο Πανταζίδης, μεταφρασθέν κατ' έννοιαν μάλλον και ελευθέρως, ληφθεισών υπ' όψει καί τινων εις αρχαιότερα κείμενα παραλλαγών αυτού.↩
118) Ή: πολύ ανώτερα πάσης της, ην είχες, κτηματικής περιουσίας.↩
119) Κατά λέξιν: = είναι μεν πλούσιος, υπαρχόντων πολλών φίλων, είναι δε πλούσιος, και άλλων ακόμη επιθυμούντων να (του) γείνουν.↩
120) Ή: ότι εκείνον μόνον πρέπει να περιβάλη τις διά της ευνοίας του.↩
121) Ταύτα έρχονται εις αντίθεσην προς τ' ανωτέρω λεχθέντα: ότι «υπολείπονται μάλιστα τον Ξενοφώντα οι στρατιώται»↩
122) Ότι δηλ. «ηδέως αν ίδοιεν, αυτόν (οι στρατιώται) καταλευσθέντα». Ίδε βιβλ. Ζ', κεφαλ. 6 §9. ↩
123) Δηλαδή: γίνεσαι εμπόδιον — Το κείμενον έχει: «αν μηδέν άλλο, συ σαυτώ».↩
124) Ή: κ' ευθύς μόλις έγεινε το πρώτον εις τον τοίχον όρυγμα.↩
125) Παρ' αρχαίοις «χρήματα» λέγονται συν τοις άλλοις, και τα βοσκήματα και ανδράποδα, σήμερον δε υπό των ποιμένων μας «πράμματα» ή, «πράτα» τα πρόβατα, τα βώδια και τα γίδια.↩