Title: Ιστορίαι Ηροδότου, Τόμος 1
Author: Herodotus
Release date: November 19, 2011 [eBook #38055]
Most recently updated: January 25, 2021
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni
The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Words in italics are included in _. Footnotes have been transferred at the end of the book. Some letters in the notes section that are not legible have been included in []. Also in [] I have included one correction in the main text.
Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό σύστημα. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με με πλάγιους χαρακτήρες περιλαμβάνονται σε _. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. Μερικά γράμματα που δεν αναγνωρίζονται καλά στις υποσημειώσεις, έχουν περιληθεί σε []. Επίσης έχει περιληφθεί σε [] μια διόρθωσή μου στο κυρίως κείμενο.
ΕΚ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΕΞΗΓΗΘΕΙΣΑ
ΥΠΟ
Δαπάνη
ΑΝΕΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ.
ΕΝ AΘHNAIΣ,
ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ Ο «ΚΟΡΑΗΣ»
ΑΝΕΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ.
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ
οδός Ρόμβης αριθ. 40 οδός Πραξιτέλους αριθ. 37
1874
ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΩ Α. ΖΑΪΜΗ
ΧΡΗΣΤΩ ΠΟΛΙΤΗ
ΚAI
ΔΙΑΠΡΕΠΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩ
ΕΥΛΑΒΩΣ ΑΝΑΤΙΘΕΤΑΙ.
Έξοχε Άνερ,
Η προς Σε αφοσίωσίς μου, ο άκρος θαυμασμός μου προς τας κοινωνικάς και πολιτικάς αρετάς Σου, με παρακινούσι να Σοι δώσω τεκμήριόν τι ασθενές των αναλλοιώτων τούτων αισθημάτων μου αφιερών Σοι την βίβλον ταύτην, προϊόν μακρού κόπου και πολλής μελέτης.
Τίμησόν με διά της παραδοχής της παρακλήσεώς μου και επίτρεψον να κοσμή την βίβλον μου το σεβαστόν όνομά Σου. Απόβλεψον ουχί εις το μικρόν του αναθήματος, αλλ' εις την προαίρεσιν του αφιερούντος
Α. Γ. ΣΚΑΛΙΔΟΥ.
Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς συνέγραψε και εκοινοποίησε την παρούσαν ιστορίαν διά να μη εξαλειφθώσιν υπό του χρόνου αι πράξεις των ανθρώπων και διά να μη περιπέσωσι τα είτε υπό των Ελλήνων είτε υπό των βαρβάρων εκτελεσθέντα μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα εις τοιαύτην λήθην ώστε να αγνοήται και αυτή η αιτία δι' ην επολέμησαν προς αλλήλους οι λαοί ούτοι.
1. Οι λόγιοι των Περσών λέγουσιν ότι οι Φοίνικες εγένοντο αίτιοι της διαφοράς, καθότι αυτοί ελθόντες από τα παράλια της Ερυθράς λεγομένης θαλάσσης εις τα της Μεσογείου και εγκατασταθέντες εις τας χώρας τας οποίας κατοικούσιν έτι και σήμερον, επεδόθησαν ευθύς εις μακράς θαλασσοπλοΐας. Τα πλοία των, πληρούμενα εξ εμπορευμάτων της Ασσυρίας και της Αιγύπτου, προσωρμίζοντο εις διάφορα μέρη της Ελλάδος, μεταξύ άλλων δε και εις το Άργος. Κατ' εκείνους δε τους χρόνους το Άργος κατείχε την πρώτην θέσιν μεταξύ όλων των πόλεων της χώρας ήτις σήμερον καλείται Ελλάς. Εισελθόντες λοιπόν οι Φοίνικες εις τον λιμένα του Άργους, επώλουν το φορτίον των. Κατά την πέμπτην δε ή την έκτην ημέραν, ότε εξεποίησαν σχεδόν όλα όσα είχον φέρει, είδον ερχομένας εις το παραθαλάσσιον πολλάς γυναίκας, και μεταξύ αυτών την θυγατέρα του βασιλέως, ήτις εκαλείτο, ως λέγουσιν επίσης όλοι οι Έλληνες, Ιώ του Ινάχου. Αι γυναίκες· εστάθησαν πλησίον της πρύμνης του πλοίου εκλέγουσαι και αγοράζουσαι ό,τι ταις ήρεσκε· τότε οι Φοίνικες, ως εκ συνθήματος, ώρμησαν επ' αυτών. Και αι μεν πλείσται διέφυγον, αλλ' η Ιώ καί τινες άλλαι ηρπάγησαν. Αναβιβάσαντες δε αυτάς οι Φοίνικες εις το πλοίον, απέπλευσαν προς την Αίγυπτον.
2. Ούτω, ως λέγουσιν οι Πέρσαι, και ουχί ως λέγουσιν οι Έλληνες, η Ιώ ήλθεν εις την Αίγυπτον, και τούτο υπήρξεν η πρώτη αιτία των ακολούθων αδικημάτων. Μετά τούτο, Έλληνες τινές, των οποίων αγνοείται και αυτό το όνομα, προσεγγίσαντες εις την Τύρον της Φοινίκης, ήρπασαν την θυγατέρα του βασιλέως Ευρώπην. Υποτίθεται ότι ήσαν Κρήτες. Τοιουτοτρόπως λοιπόν η προσβολή επληρώθη διά προσβολής. Αλλ' έπειτα οι Έλληνες εγένοντο αίτιοι και δευτέρας αδικίας. Αφού έπλευσαν διά μακρού πλοίου εις την Αίαν της Κολχίδος και τον Φάσιν ποταμόν, και αφού εξετέλεσαν την υπόθεσιν διά την οποίαν ήλθον, ήρπασαν την θυγατέρα του βασιλέως Μήδειαν. Ο βασιλεύς ούτος έπεμψε κήρυκα εις την Ελλάδα ζητών ικανοποίησιν διά την αρπαγήν και απαιτών να τω επιστραφή η θυγάτηρ του. Αλλ' οι Έλληνες απεκρίθησαν ότι επειδή εκείνοι ουδεμίαν ικανοποίησιν έδωκαν εις αυτούς διά την αρπαγήν της Αργείας Ιούς, κατά συνέπειαν ούτε αυτοί θα δώσωσιν εις εκείνους.
3. Μετά δύο γενεάς ο υιός του Πριάμου Αλέξανδρος, ακούσας τα συμβάντα ταύτα, απεφάσισε να αρπάση γυναίκα εκ της Ελλάδος, πεπεισμένος ότι ουδεμίαν ήθελε δώσει ικανοποίησιν, αφού και οι Έλληνες δεν έδωκαν. Αλλ' όταν ήρπασε την Ελένην, οι Έλληνες ενέκριναν να πέμψωσι πρώτον πρέσβεις διά να απαιτήσωσι την απόδοσιν της Ελένης και να ζητήσωσιν ικανοποίησιν. Οι δε Τρώες, ακούσαντες τους πρέσβεις, απεκρίθησαν ότι οι Έλληνες, μη δόντες ικανοποίησιν διά την αρπαγήν της Μηδείας μήτε αποδώσαντες αυτήν ζητουμένην, δεν έπρεπε να απαιτώσιν ικανοποίησιν παρ' άλλων.
4. Μέχρι τούτου δεν επρόκειτο ειμή περί αρπαγών του ενός μέρους ή του άλλου· αλλ' από της στιγμής ταύτης οι Έλληνες εγένοντο αίτιοι σπουδαιοτέρων αδικημάτων, διότι αυτοί πρώτοι έφερον τον πόλεμον εις την Ασίαν και όχι οι Πέρσαι εις την Ελλάδα. Κατά την γνώμην των Περσών, η αρπαγή γυναικών είναι άδικον πράγμα, η σπουδή προς εκδίκησιν της αρπαγής, ανόητον, η δε παντελής αδιαφορία προς τας τοιαύτας αρπαγάς, φρονιμώτατον, διότι ήτο φανερόν ότι εάν αι γυναίκες εκείναι δεν ήθελον, ποτέ δεν ηρπάζοντο. Οι λαοί της Ασίας, προσθέτουσιν οι Πέρσαι, ποσώς δεν εφρόντισαν δι' όσας γυναίκας ήρπασαν από αυτούς, ενώ οι Έλληνες, διά μίαν Λακεδαιμονίαν, συνήθροισαν μέγαν στόλον, κατέκλυσαν την Ασίαν και κατέστρεψαν το βασίλειον του Πριάμου· ιδού η αιτία διά την οποίαν οι Πέρσαι εθεώρησαν πάντοτε τους Έλληνας ως εχθρούς, διότι την μεν Ασίαν και τα ενοικούντα βάρβαρα έθνη οικειοποιούνται, την δε Ελλάδα και το Ελληνικόν έθνος θεωρούσιν ως κεχωρισμένα από αυτούς.
5. Ούτως αναφέρουσιν οι Πέρσαι τα συμβάντα και αποδίδουσιν εις την άλωσιν της Τρωάδος την αρχήν της εναντίον των Ελλήνων έχθρας των. Περί δε της Ιούς οι Φοίνικες δεν συμφωνούσι μετ' αυτών. «Διά να την φέρωμεν εις την Αίγυπτον, λέγουσι, δεν ελάβομεν ανάγκην να μεταχειρισθώμεν την βίαν, διότι και εις αυτό το Άργος εμιγνύετο κρυφίως μετά του πλοιάρχου, όταν δε ενόησεν ότι ήτο έγκυος, εφοβήθη τους γονείς της, και διά να μη ανακαλυφθή, έφυγεν εκουσίως μετά των Φοινίκων.» Αύται είναι αι αντιφατικαί διηγήσεις των Φοινίκων και των Περσών· το κατ' εμέ, δεν θα συζητήσω εάν τα πράγματα συνέβησαν ούτως ή άλλως. Με αρκεί να ηξεύρω ποίος είναι ο πρώτος όστις ηδίκησε τους Έλληνας. Αφού δε γνωστοποιήσω αυτόν, θα εξακολουθήσω την διήγησίν μου επεξερχόμενος τας μικράς και τας μεγάλας πόλεις· διότι εξ εκείνων μεν αίτινες ήσαν άλλοτε μεγάλαι, σήμερον αι περισσότεραι είναι μικραί, εκείναι δε αίτινες επί των ημερών μου είναι μεγάλαι, άλλοτε ήσαν μικραί. Θα αναφέρω λοιπόν και τας μεν και τας δε, καθότι γνωρίζω ότι παρά τοις ανθρώποις η ευδαιμονία δεν είναι σταθερά.
6. Ο Κροίσος ήτο Λυδός το γένος, υιός του Αλυάττου και βασιλεύς των εθνών όσα περικλείει ο Άλυς ποταμός, όστις ρέων από μεσημβρίας μεταξύ Σύρων και Παφλαγόνων εισβάλλει προς βοράν εις τον καλούμενον Εύξεινον πόντον. Ο Κροίσος ούτος, ο πρώτος των βαρβάρων τους οποίους ηξεύρομεν ημείς, εις άλλους μεν των Ελλήνων επέβαλε φόρον, μετ' άλλων δε συνεμάχησεν. Υπέταξε τους Ίωνας, τους Αιολείς και τους Δωριείς της Ασίας, έκαμε δε συμμάχους του τους Λακεδαιμονίους. Πριν βασιλεύση αυτός, όλοι οι Έλληνες ήσαν ελεύθεροι, διότι η προ του Κροίσου εκστρατεία των Κιμμερίων κατά της Ιωνίας δεν επέφερε την κατάκτησιν των πόλεων, αλλ' ήτο επιδρομή ληστρική.
7. Η ηγεμονία ήτις ανήκεν εις τους Ηρακλείδας μετέβη διά του ακολούθου τρόπου εις την οικογένειαν του Κροίσου ήτις εκαλείτο Μερμνάδαι. Ο Κανδαύλης, τον οποίον οι Έλληνες ονομάζουσι Μυρσίλον, ήτο βασιλεύς των Σάρδεων και κατήγετο εκ του Αλκαίου, υιού του Ηρακλέους· διότι ο Άγρων, υιός του Νίνου, έγγονος του Βήλου, δισέγγονος του Αλκαίου, υπήρξεν ο πρώτος των Ηρακλειδών όστις εβασίλευσεν εις τας Σάρδεις, και ο υιός του Μύρσου Κανδαύλης υπήρξεν ο τελευταίος. Προ του Άγρωνος, η χώρα αύτη εκυβερνάτο υπό των απογόνων του Λυδού, υιού του Άτυος, εξ ου όλος ο λαός όστις πρότερον εκαλείτο Μαίων μετωνομάσθη Λύδιος. Οι Ηρακλείδαι, εις ους η οικογένεια αύτη είχεν αναθέσει την αρχήν, την διεδέχθησαν συνεπεία χρησμού τινος. Καταγόμενοι εκ του Ηρακλέους καί τινος δούλης του Ιαρδάνου, εβασίλευσαν επί εικοσιδύο γενεάς ανθρώπων, ήτοι επί έτη πεντακόσια πέντε (1), του στέμματος μεταβαίνοντος διαδοχικώς από πατρός εις υιόν, μέχρι του Κανδαύλου, υιού του Μύρσου.
8. Ούτος λοιπόν ο Κανδαύλης ηράσθη της ιδίας εαυτού γυναικός, ερασθείς δε ενόμιζεν ότι η γυνή του ήτο πολύ ωραιοτέρα όλων των άλλων γυναικών. Τούτο νομίζων δεν έπαυεν εκθειάζων τα θέλγητρα της γυναικός του εις ένα των υπασπιστών του, τον Γύγην, υιόν του Δασκύλου, τον οποίον υπερηγάπα και εις ον ενεπιστεύετο και τα σπουδαιότερα των πραγμάτων. Μετ' ολίγον (επειδή ήτο πεπρωμένον να εκλείψη ο Κανδαύλης) είπε προς τον Γύγην τα εξής· «Γύγη, επειδή νομίζω ότι δεν με πιστεύεις εις όσα σοι λέγω περί της καλλονής της γυναικός μου, διότι τα ώτα δυσκολώτερον πείθονται ή οι οφθαλμοί, προσπάθησον να την ίδης γυμνήν.» Ο δε Γύγης φωνήσας είπε· «Δέσποτα, ποίον λόγον είπες απρεπή διατάττων με να ίδω γυμνήν την εμήν δέσποιναν; Η γυνή εκδυομένη τον χιτώνα, συνεκδύεται και την αιδώ· μεταξύ δε των σοφών παραγγελμάτων τα οποία διετύπωσαν άλλοτε άνθρωποι ικανοί να διδάσκωσι τους άλλους, ευρίσκεται και τούτο· _Να βλέπη ο καθείς τα εις αυτόν ανήκοντα_. Εγώ πείθομαι ότι εξ όλων των γυναικών συ έχεις την ωραιοτάτην, και σε ικετεύω να μη με ζητής πράγματα απρεπή.»
9. Και ο μεν Γύγης, ταύτα λέγων, προσεπάθει να τον αποτρέψη διότι εφοβείτο μήπως τω συμβή δυστύχημά τι, αλλ' ο Κανδαύλης επανέλαβε· «Θάρρει, ω Γύγη, και μη φοβού μήτε εμέ ότι τάχα σοι λέγω ταύτα διά να σε δοκιμάσω, μήτε την γυναίκα μου ήτις ουδόλως δύναται να σε βλάψη, διότι θα διαθέσω τα πράγματα ούτως ώστε να μη υποπτεύση ουδέποτε ότι την είδες. Θα σε τοποθετήσω όπισθεν της ανοιγομένης θύρας του δωματίου όπου κοιμώμεθα. Αφού εισέλθω εγώ, θα έλθη και η γυνή μου να κατακλιθή. Πλησίον δε της εισόδου υπάρχει θρονίον επί του οποίου αποθέτει τα ενδύματά της, καθ' όσον εκδύεται· θα δυνηθής λοιπόν να την παρατηρήσης εν ανέσει. Έπειτα, καθ' ην στιγμήν εκείνη θα διευθύνεται από του θρονίου προς την κλίνην, συ, επειδή θα ήσαι όπισθέν της, φρόντισον να μη σε ιδή εξερχόμενον του δωματίου.»
10. Και ο μεν Γύγης, μη δυνάμενος να αποφύγη, ήτο έτοιμος· ο δε Κανδαύλης, ελθούσης της ώρας της αναπαύσεως, έφερε τον Γύγην εις το οίκημα, μετά ταύτα δε ήλθε σχεδόν αμέσως και η γυνή. Ο Γύγης την εθεώρει καθ' όσον εξεδύετο· έπειτα, ενώ εκείνη έστρεψε τα νώτα και διευθύνετο προς την κλίνην, αυτός εξήλθεν ολισθήσας κρυφίως· αλλ' η γυνή τον είδεν ότε εξήρχετο. Και ενόησε μεν ότι ήτο έργον του ανδρός της, κατέπνιξεν όμως την ύβριν εν σιωπή και προσεποιήθη ότι δεν ενόησε τίποτε, απόφασιν έχουσα εν τη ψυχή της να εκδικηθή τον Κανδαύλην· διότι παρά τοις Λυδοίς και σχεδόν παρ' όλοις τοις βαρβάροις, θεωρείται μεγάλη αισχύνη και εις αυτόν τον άνδρα να φανή γυμνός.
11. Ούτω λοιπόν χωρίς να αποδείξη τίποτε κατ' εκείνην την στιγμήν, έμεινεν απαθής· άμα όμως εξημέρωσεν, ετοιμάσασα τους υπηρέτας όσους ήξευρεν ότι ήσαν πολύ πιστοί εις αυτήν, εκάλεσε τον Γύγην. Ούτος δε φρονών ότι αυτή δεν ήξευρε τίποτε από τα γενόμενα υπήκουσεν εις την πρόσκλησίν της· καθότι συνείθιζε πάντοτε να έρχεται προθύμως οσάκις τον εκάλει η βασίλισσα. Άμα έφθασεν ο Γύγης, τω είπεν η γυνή· «Τώρα, Γύγη, δύο οδοί είναι ανοικταί εις σε, και έκλεξον εκείνην την οποίαν θέλεις να ακολουθήσης· ή φόνευσον τον Κανδαύλην και λάβε την βασιλείαν των Λυδών και εμέ, ή υπόμεινον να θανατωθής τώρα αμέσως διά να μη βλέπης πλέον, χαριζόμενος εις τον Κανδαύλην, εκείνα τα οποία δεν πρέπει να βλέπης. Ώστε ή εκείνος όστις συνέλαβε τοιούτον σκοπόν πρέπει να απολεσθεί, ή συ όστις με είδες γυμνήν περιφρονήσας τα έθιμα.» Ο δε Γύγης πρώτον μεν έμεινεν εκστατικός ακούων τους λόγους εκείνους, έπειτα δε ικέτευσε την βασίλισσαν να μη τον αναγκάση να κάμη διά της βίας ταύτην εκλογήν. Πλην δεν ηδυνήθη να την πείση, και είδεν ότι ήτο τωόντι ανάγκη ή να θανατώση τον κύριόν του ή αυτός να θανατωθή υπό άλλης χειρός· επροτίμησε λοιπόν να ζήση και απέτεινε την εξής ερώτησιν· «Επειδή με αναγκάζεις να φονεύσω παρά την θέλησίν μου τον εμόν δεσπότην, ας ακούσω με ποίον τρόπον δύναμαι να εκτελέσω το πράγμα.» Η γυνή αποκριθείσα είπε· «Θα ορμήσης εκ του ιδίου μέρους εκ του οποίου και εκείνος με έδειξεν εις σε γυμνήν και θα τον κτυπήσης κοιμώμενον.»
12. Τακτοποιηθέντος του σχεδίου τούτου και ελθούσης της νυκτός, ο Γύγης (επειδή η γυνή δεν τον άφησε να μακρυνθή, ούτε ήτο δυνατόν να διαφύγη, αλλ' έπρεπεν ή αυτός ν' απολεσθή ή ο Κανδαύλης) ηκολούθησε την βασίλισσαν εις τον θάλαμον. Εκείνη δε, δούσα εις αυτόν εγχειρίδιον, τον έκρυψεν όπισθεν της αυτής θύρας. Και μετά ταύτα, αποκοιμηθέντος του Κανδαύλου, ορμήσας ο Γύγης τον εφόνευσε και έλαβε την γυναίκα και την βασιλείαν. Τούτου του συμβάντος εποιήσατο μνείαν εις ιάμβους τριμέτρους και ο Αρχίλοχος ο Πάριος όστις έζη κατ' εκείνην την εποχήν.
13. Έλαβε λοιπόν την βασιλείαν ο Γύγης και εκραταίωσε την δυναστείαν του διά του μαντείου των Δελφών. Καθότι, επειδή πολλοί Λυδοί αγανακτήσαντες διά τον φόνον του Κανδαύλου έλαβον τα όπλα, οι οπαδοί του Γύγου συνεβιβάσθησαν μετά των λοιπών Λυδών ώστε, εάν μεν το χρηστήριον ανεγνώριζεν αυτόν ως βασιλέα της Λυδίας, να βασιλεύση, εν εναντία δε περιπτώσει να αποδώση οπίσω την αρχήν εις τους Ηρακλείδας. Το μαντείον απεφάνθη υπέρ αυτού, και τοιουτοτρόπως ο Γύγης εβασίλευσε. Τούτο μόνον προσέθηκεν η Πυθία ότι οι Ηρακλείδαι θα λάβωσιν εκδίκησιν εις τον πέμπτον απόγονον του Γύγου. Αλλ' ούτε οι Λυδοί, ούτε οι βασιλείς αυτών εφρόντισαν περί αυτής της προφητείας μέχρις ου εξεπληρώθη.
14. Ούτω κατέλαβον την αρχήν οι Μερμνάδαι αφαιρέσαντες αυτήν από τους Ηρακλείδας. Ο δε Γύγης, στερεωθείς επί του θρόνου, έπεμψεν εις τους Δελφούς πλούσια δώρα· διότι μεταξύ όλων των ευρισκομένων εκεί αργυρών αναθημάτων, τα πλειότερα επέμφθησαν παρ' αυτού. Αφιέρωσεν επίσης και άπειρα χρυσά, μεταξύ των οποίων έξ κρατήρας οίτινες προ πάντων είναι άξιοι μνείας. Σήμερον αποτελούσιν ούτοι μέρος του θησαυρού των Κορινθίων και έχουσι βάρος τριάκοντα ταλάντων. Αληθώς όμως ειπείν ο θησαυρός ούτος είναι ουχί της κοινότητος των Κορινθίων, αλλά του Κυψέλου υιού του Ηετίωνος. Ούτος δε ο Γύγης είναι, καθόσον ηξεύρομεν, ο πρώτος των βαρβάρων όστις ανέθηκεν αναθήματα εις τους Δελφούς, μετά τον Μίδαν, υιόν του Γορδίου, βασιλέα της Φρυγίας. Τωόντι ο Μίδας αφιέρωσε τον βασιλικόν θρόνον εφ' ου εκάθητο διά να δικάζη, όντα αξιοθέατον. Ίσταται δε ο θρόνος ούτος όπου και οι κρατήρες του Γύγου· ο δε χρυσός και ο άργυρος τον οποίον αφιέρωσεν ο Γύγης καλείται υπό των Δελφών Γυγάδας, λαβών την επωνυμίαν από τον δωρητήν. Άμα δε έλαβε την βασιλείαν ο Γύγης, έπεμψε στρατόν κατά της Μιλήτου και της Σμύρνης, και εκυρίευσε την πόλιν Κολοφώνα. Αλλ' επειδή επί της βασιλείας του, ήτις διήρκεσεν έτη τριάκοντα και οκτώ, ουδέν άλλο έργον εξετελέσθη άξιον μνείας, ας παρέλθωμεν αρκούμενοι εις όσα είπομεν.
15. Θα αναφέρω τον Άρδυν, υιόν και διάδοχον του Γύγου. Ο Άρδυς ούτος εκυρίευσε την Πριήνην και εισέβαλεν εις την Μίλητον. Έτι δε αυτού βασιλεύοντος, οι Κιμμέριοι, διωχθέντες από τας κατοικίας των υπό των νομάδων Σκυθών, μετανάστευσαν εις την Ασίαν και εκυρίευσαν τας Σάρδεις πλην της ακροπόλεως.
16. Ο Άρδυς εβασίλευσε τεσσαράκοντα και εννέα έτη, και ο υιός του Σαρδυάττης δώδεκα· τούτον δε διεδέχθη ο Αλυάττης, όστις επολέμησε τους Μήδους και τον Κυαξάρην, έγγονον του Δηιόκου, εδίωξε τους Κιμμερίους εκ της Ασίας, εκυρίευσε την Σμύρνην την οποίαν είχον κατοικίσει οι Κολοφώνιοι και εισέβαλεν εις τας Κλαζομενάς. Εντεύθεν όμως ανεχώρησεν ουχί όπως επεθύμει, αλλ' αφού υπέστη μεγάλην ζημίαν. Αξιομνημόνευτος δε είναι η βασιλεία του και δι' άλλα έργα ων τα επισημότερα είναι τα εξής.
17. Εξηκολούθησε κατά των Μιλησίων τον πόλεμον τον οποίον είχεν αρχίσει ο πατήρ του, και ιδού πώς διεύθυνε τας εχθροπραξίας του εναντίον της πόλεως ταύτης. Όταν ωρίμαζον εις τους αγρούς οι καρποί, τότε εξεστράτευε, τα δε στρατεύματά του εβάδιζον με τον ήχον των συρίγγων, των κιθαρών, των βαρυαύλων και των οξυαύλων. Ερχόμενος εις την χώραν των Μιλησίων, δεν κατέστρεφεν ούτε έκαιε τας οικίας των αγρών δεν απέσπα τας θύρας· έκαστον πράγμα το άφινεν εις την θέσιν του. Κατέστρεφεν όμως τας συγκομιδάς και τους καρπούς, και μετά τούτο ανεχώρει, διότι θαλασσοκρατούντων των Μιλησίων, θα ήτο ανωφελές δι' αυτόν να τους πολιορκήση μετά στρατού. Δεν εκρήμνιζε δε τας οικίας ο Λυδός ίνα οι Μιλήσιοι, έχοντες τοιαύτας, δύνανται να σπείρωσι και να καλλιεργώσι την γην, αυτός δε να έρχεται κατόπιν και να καταστρέφη τας εργασίας των.
18. Τοιουτοτρόπως εξηκολούθησεν ο πόλεμος επί ένδεκα έτη κατά τα οποία οι Μιλήσιοι υπέστησαν δύο μεγάλα τραύματα, το μεν εις το Λιμενείον, πολεμήσαντες εις την ιδίαν εαυτών χώραν, το δε εις την πεδιάδα του Μαιάνδρου. Και τα μεν έξ έτη εκ των ένδεκα τούτων εβασίλευεν ακόμη ο Σαρδυάττης του Άρδυος, και αυτός ήτο ο αρχίσας τον πόλεμον και οδηγών τα στρατεύματά του κατά των Μιλησίων, τα δε άλλα πέντε έτη ο εξακολουθήσας τον υπό του πατρός του αρχίσαντα πόλεμον, ως είπον ανωτέρω, και διευθύνας τας εχθροπραξίας ήτο ο Αλυάττης του Σαρδυάττου, όστις και εξηκολούθησεν αυτόν μετ' επιμονής. Ουδείς δε των Ιώνων εβοήθησε τους Μιλησίους, εκτός των Χίων, οίτινες απέδωκαν χάριν αντί χάριτος, καθότι προηγουμένως οι Μιλήσιοι τους εβοήθησαν κατά των Ερυθραίων.
19. Κατά το δωδέκατον έτος, ενώ ο στρατός επυρπόλει αγρόν τινα, το πυρ, ερεθισθέν υπό του ισχυρού ανέμου, κατέκαυσε ταχέως τον αγρόν και έφθασε μέχρι του ναού της Ασσησίης Αθηνάς όστις και εκάη. Και τότε μεν αμέσως ουδείς λόγος εγένετο περί του συμβάντος τούτου· αλλ' επανελθόντος του στρατού εις τας Σάρδεις, ησθένησεν ο Αλυάττης. Επειδή δε η ασθένειά του παρετείνετο, έπεμψεν εις τους Δελφούς, είτε κατά συμβουλήν τίνος, είτε οίκοθεν σκεφθείς να ερωτήση τον θεόν διά την ασθένειάν του. Η Πυθία όμως δεν ηθέλησε να χρησμoδoμήση εις τους αποσταλέντας εις τους Δελφούς παν ανοικοδομήσωσι τον ναόν της Αθηνάς τον οποίον έκαυσαν εις την Ασσησόν της Μιλησίας χώρας.
20. Ότι ούτως εγένετο το πράγμα, το ηξεύρω ακούσας αυτό εις τους Δελφούς. Αλλ' ιδού τι προσθέτουσιν οι Μιλήσιοι· ο υιός του Κυψέλου Περίανδρος, στενός φίλος του τότε τυράννου της Μιλήτου Θρασυβούλου, μαθών την απόκρισιν την δοθείσαν εις τους Λυδούς, έπεμψεν απεσταλμένην διά να κομίση την είδησιν ταύτην, ίνα εκείνος σκεφθή καλώς και πράξη ό,τι απήτουν αι περιστάσεις. Και οι μεν Μιλήσιοι ούτω λέγουσιν ότι συνέβη το πράγμα.
21. Ο δε Αλυάττης, άμα ήκουσε την απόκρισιν των Δελφών, απέστειλεν εις την Μίλητον κήρυκα εντεταλμένον να προτείνη εις τον Θρασύβουλον και τους Μιλησίους ανακωχήν ήτις ήθελε διαρκέσει καθ' όλον τον χρόνον τον αναγκαιούντα προς ανοικοδόμησιν του ναού. Ήλθε λοιπόν εις την Μίλητον ο απεσταλμένος ούτος· ο δε Θρασύβουλος, όστις ήτο προειδοποιημένος περί πάντων και ήξευρε τι έμελλε να πράξη ο Αλυάττης, εσκέφθη το ακόλουθον. Αφού έφερεν εις την αγοράν όλον τον σίτον όστις ευρίσκετο εις την πόλιν, είτε εις τας ιδίας του αποθήκας είτε εις τας των ιδιωτών, παρήγγειλεν εις τους Μιλησίους, όταν τους ειδοποιήση, να αρχίσωσι να πίνωσι και να διασκεδάζωσιν.
22. Παρήγγειλε δε ταύτα ο Θρασύβουλος διά να ίδη ο Σαρδιανός κήρυξ μεγάλους σωρούς σίτου εις την αγοράν και τους κατοίκους πανηγυρίζοντας, και αναγγείλη ταύτα εις τον Αλυάττην, όπερ και εγένετο· διότι ο κήρυξ είδεν όλα ταύτα, ανεκοίνωσεν εις τον Θρασύβουλον τας παραγγελίας του Λυδού και επέστρεψεν εις τας Σάρδεις. Μετ' ολίγον εγένετο ειρήνη, και δεν νομίζω να υπήρχεν άλλη αιτία. Τωόντι, ενώ ο Αλυάττης ήλπιζεν ότι ήτο μεγάλη σιτοδεία εις την Μίλητον και ο λαός εις άκραν στενοχωρίαν, αίφνης ήκουσε παρά του κήρυκος τα εναντία εκείνων τα οποία εφρόνει. Εγένετο λοιπόν η ειρήνη και συνεφώνησαν να ήναι εις το εξής φίλοι και σύμμαχοι· αντί δε ενός ναού, ο Αλυάττης έκτισε δύο εις την Ασσήσην και εθεραπεύθη εκ της νόσου.
23. Ο Περίανδρος, εκείνος όστις είχε μηνύσει εις τον Θρασύβουλον την απόκρισιν της Πυθίας, ήτο υιός του Κυψέλου και εβασίλευεν εις την Κόρινθον. Οι Κορίνθιοι (και οι Λέσβιοι συμφωνούσι μετ' αυτών) λέγουσιν ότι επί της εποχής του εφάνη θαύμα μέγιστον· ο Μηθυμναίος Αρίων εφέρθη υπό δελφίνος μέχρι του Ταινάρου. Ο Αρίων ούτος ήτο κιθαρωδός και ουδενός δεύτερος μεταξύ των συγχρόνων του· καθ' όσον δε ημείς ηξεύρομεν, αυτός πρώτος εποίησεν, ωνόμασε και εδίδαξε διθύραμβον εις την Κόρινθον.
24. Διηγούνται ότι ο Αρίων, αφού επί πολύν χρόνον διέμεινε πλησίον του Περιάνδρου, επεθύμησε να πλεύση εις την Ιταλίαν και την Σικελίαν και ότι αφού συνήθροισε πολλά πλούτη απεφάσισε να επιστρέψη εις την Κόρινθον. Ανεχώρησε λοιπόν από τον Τάραντα επί πλοίου Κορινθιακού το οποίον εναύλωσεν εξ ιδίων του, διότι μόνον εις τους Κορινθίους είχε περισσοτέραν εμπιστοσύνην. Αφού εξήλθον εις το πέλαγος, οι ναύται συνέλαβαν το επίβουλον σχέδιον να τον ρίψωσιν εις τα κύματα και να αρπάσωσι τους θησαυρούς του. Μαντεύσας όμως ο Αρίων τους σκοπούς των, τους ικέτευσε και τοις υπεσχέθη όλα όσα είχε ζητών να τω χαρίσωσι την ζωήν. Αλλ' εκείνοι έμενον άκαμπτοι και τον διέταξαν ή να φονευθή ιδιοχείρως, εάν ήθελε να τον θάψωσιν άμα έφθανον εις την ξηράν, ή να πέση αμέσως εις την θάλασσαν. Εις τοιαύτην αμηχανίαν ευρισκόμενος ο Αρίων τους εζήτησεν, επειδή η απόφασίς των ήτο αμετάκλητος, να τον αφήσωσι να σταθή εις τα εδώλια του πλοίου φορών τα καλλίτερά του ενδύματα, και να ψάλη, προσθέτων ότι θα εφονεύετο μόνος του άμα ετελείωνε το άσμα. Ευχαρίστως εδέχθησαν την πρότασίν του οι ναύται, καθότι έμελλον να ακούσωσι τον κάλλιστον αοιδόν και αφήσαντες την πρύμνην κενήν συνεσωρεύθησαν εις το μέσον του πλοίου. Τότε ο Αρίων ενεδύθη τα καλλίτερά του ενδύματα, έλαβεν εις χείρας την κιθάραν, εστάθη όρθιος επί των εδωλίων και έψαλε τον όρθιον σκοπόν (2) αφού δε ετελείωσεν ερρίφθη εις την θάλασσαν όπως ήτο, με όλα τα ενδύματά του. Και το μεν πλοίον εξηκολούθησε τον πλουν του, εκείνον δε, ως λέγεται, δελφίν τις τον έλαβεν επί της ράχεώς του και τον έφερεν εις το Ταίναρον. Πατήσας εις την ξηράν, επορεύθη εις την Κόρινθον με τα ίδια ενδύματα, και φθάσας εκεί διηγήθη όσα τω συνέβησαν. Αλλ' ο Περίανδρος δεν επίστευσε τίποτε, έθεσε τον Αρίωνα εις την φυλακήν, διέταξε να τον φυλάττωσι στενώς και περιέμενε την έλευσιν των ναυτών. Άμα έφθασαν ούτοι εις τον λιμένα, τους προσεκάλεσε διά να μάθη παρ' αυτών τι θα έλεγον περί του Αρίωνος εκείνοι δε απεκρίθησαν ότι ήτο σώος και υγιής εις την Ιταλίαν και ότι τον άφησαν εις τον Τάραντα πλουτούντα. Αίφνης όμως ενεφανίσθη ενώπιόν των ο Αρίων με τα αυτά ενδύματα τα οποία εφόρει ότε έπεσεν εις την θάλασσαν τότε οι ναύται μείναντες εκστατικοί δεν ηδυνήθησαν να αρνηθώσι το αποδιδόμενον εις αυτούς έγκλημα. Τοιαύτη είναι η διήγησις των Κορινθίων και των Λεσβίων, και σώζεται ακόμη εις το Ταίναρον μικρόν άγαλμα χάλκινον παριστών τον Αρίωνα άνθρωπον καθήμενον επί δελφίνος.
25. Ο δε Αλυάττης ο Λυδός όστις ετελείωσε τον κατά τον Μιλησίων πόλεμον απέθανεν (3) αφού εβασίλευσεν έτη πεντήκοντα και επτά. Δεύτερος δε αυτός από την οικογένειαν ταύτην, θεραπευθείς από την νόσον, ανέθηκεν εις τους Δελφούς μέγαν κρατήρα αργυρούν και υποκρατηρίδιον εκ σιδήρου κολλητού, πράγμα πολύ πλέον άξιον θέας από όλα τα εις τους Δελφούς αφιερώματα, έργον Γλαύκου του Χίου όστις πρώτος όλων των ανθρώπων εφεύρε την κόλλησιν του σιδήρου.
26. Αποθανόντος του Αλυάττου, έλαβε την βασιλείαν ο υιός αυτού Κροίσος εις ηλικίαν τριάκοντα και πέντε ετών. Ούτος πρώτους εκ των Ελλήνων προσέβαλε τους Εφεσίους οίτινες πολιορκηθέντες υπ' αυτού αφιέρωσαν την πόλιν των εις την Άρτεμιν δέσαντες εις τον ναόν σχοινίον το οποίον εξέτεινον μέχρι των τειχών των. Η απόστασις δε μεταξύ της αρχαίας πόλεως ήτις επολιορκείτο και του ναού είναι επτά σταδίων. Κατά τούτων πρώτων επετέθη ο Κροίσος· μετά ταύτα δε επολέμησεν αλληλοδιαδόχως μίαν προς μίαν τας Ιωνικάς και τας Αιολικάς πόλεις προφασιζόμενος διάφορα πταίσματα· εις άλλας μεν μεγαλείτερα, οσάκις εύρισκε μεγαλείτερα, εις άλλας δε όλως μηδαμινά.
27. Αφού λοιπόν κατέστησε φόρου υποτελείς όλους τους Έλληνας της Ασίας, απεφάσισε να εξοπλίση στόλον και να επιτεθή κατά των νήσων. Όλα δ' ήσαν έτοιμα διά την ναυπήγησιν των πλοίων όταν ο Βίας ο Πριηνεύς κατά τους μεν, κατ' άλλους δε ο Πιττακός ο Μιτυληναίος ήλθεν εις τας Σάρδεις. Ο Κροίσος τον ηρώτησε νεώτερόν τι περί της Ελλάδος, ούτος δε έδωκε την εξής απόκρισιν ήτις ανέστειλεν όλας τας ετοιμασίας. «Ω βασιλεύ, οι νησιώται συναθροίζουσι πολυάριθμον ιππικόν σκοπεύοντες να επιτεθώσι κατ' αυτών των Σάρδεων.» Νομίσας δε ο Κροίσος ότι εκείνος έλεγε την αλήθειαν, επανέλαβεν· «Είθε οι θεοί να εμπνεύσωσιν εις τους νησιώτας το σχέδιον να έλθωσι με ιππικόν εναντίον των Λυδών. — Ω βασιλεύ, απεκρίθη ο Πιττακός, βεβαίως πολύ επιθυμείς να συναντηθής εις την ήπειρον με τους νησιώτας εφίππους, εις την περίπτωσιν δε ταύτην ορθώς ελπίζεις ότι θέλεις τους νικήσει· αλλά τι νομίζεις; οι νησιώται οίτινες έμαθον ότι προτίθεσαι να εξοπλίσης στόλον κατ' αυτών, τι άλλο εύχονται ή να συναντήσωσι κατά θάλασσαν τους Λυδούς διά να εκδικήσωσιν επί σου τους Έλληνας της ηπείρου;» Ο συλλογισμός ούτος ήρεσεν, ως λέγεται, υπερβαλόντως εις τον Κροίσον όστις επείσθη (διότι όλοι εκείνοι οι λόγοι τω εφάνησαν ορθοί) και παρήτησε τας ναυτικάς ετοιμασίας. Τοιουτοτρόπως δε συνήψε δεσμούς φιλίας μετά των Ιώνων των κατοικούντων τας νήσους.
28. Μετά παρέλευσιν χρόνου τινός, τα έθνη όσα περικλείει ο Άλυς υπεδουλώθησαν όλα, ή σχεδόν όλα. Διότι, εκτός των Κιλίκων και των Λυκίων, ο Κροίσος είχεν υπό την εξουσίαν του όλους τους άλλους· ήτοι τους Λυδούς, τους Φρύγας, τους Μυσούς, τους Μαριανδυνούς, τους Χάλυβας, τους Παφλαγόνας, τους Δωριείς, τους Αιολείς και τους Παμφύλους.
29. Είχον δε υποταχθή τα έθνη ταύτα και ο Κροίσος τα είχεν ενώσει με την Λυδίαν όταν εις τας ακμαζούσας εν πλούτω Σάρδεις ήλθον αλληλοδιαδόχως οι φημιζόμενοι κατ' εκείνον τον χρόνον επί σοφία Έλληνες, μεταξύ δε άλλων ο Σόλων ο Αθηναίος όστις γενόμενος νομοθέτης των συμπολιτών του κατ' αίτησιν των ιδίων, απεδήμησε διά δέκα έτη αναχωρήσας επί προφάσει να επισκεφθή διαφόρους τόπους διά να μη αναγκασθή να καταργήση τινά εκ των νόμων τους οποίους έθεσεν, όπερ οι Αθηναίοι δεν ηδύναντο να πράξωσιν αφ' εαυτών, διότι ήσαν υποχρεωμένοι διά μεγάλων όρκων να πολιτεύωνται επί δέκα έτη με τους νόμους τους οποίους ήθελεν επιβάλει αυτοίς ο Σόλων.
30. Τούτου ένεκα και διά να περιηγηθή διαφόρους τόπους ο Σόλων αποδημήσας ήλθεν εις την Αίγυπτον προς τον Άμασιν, και κατόπιν εις τας Σάρδεις προς τον Κροίσον. Φθάσας ενταύθα εξενίσθη υπό του Κροίσου εις τα ανάκτορα· την τρίτην δε ή την τετάρτην ημέραν, υπηρέται τινές, κατά διαταγήν του Κροίσου, περιέφερον τον Σόλωνα μεταξύ των θησαυρών και τω έδειξαν όλα όσα ήσαν μεγάλα και πολυτελή. Αφού δε εθεάσατο και ηρεύνησε τα πάντα ανέτως, ηρώτησεν αυτόν ο Κροίσος ως ακολούθως· «Ω ξένε Αθηναίε, η μεγάλη φήμη της σοφίας σου και των περιηγήσεών σου έφθασε μέχρις ημών· ηξεύρομεν ότι φιλοσοφών περιήλθες μέγα μέρος της γης διά να γνωρίσης τον κόσμον. Επιθυμώ λοιπόν να σε ερωτήσω ποίος εξ όλων των ανθρώπων τους οποίους είδες είναι ο μάλλον ευδαίμων.» Ταύτα δε ηρώτα ο Κροίσoς διότι επίστευεν ότι ήτο ευδαιμονέστατος πάντων. Αλλ' ο Σόλων, χωρίς να τον κολακεύση παντάπασιν, αλλά λέγων την αλήθειαν, απεκρίθη· «Ο Τέλλος ο Αθηναίος, βασιλεύ.» Εκπλαγείς ο Κροίσος διά την τοιαύτην απόκρισιν, τω είπε με περιέργειαν· «Πόθεν εικάζεις ότι ο Τέλλος είναι ο ευδαιμονέστατος των ανθρώπων;» Ο δε Σόλων απεκρίθη· «Πρώτον διότι ο Τέλλος, ζων εις ευτυχούσαν πατρίδα, εγέννησε παίδας ωραίους και εναρέτους, και εξ όλων τούτων είδε να γεννηθώσι τέκνα τα οποία έζησαν όλα· δεύτερον διότι και κατάστασιν αρκετήν είχε δι' Έλληνα ενόσω έζη και η τελευτή του βίου του εγένετο λαμπροτάτη. Διότι εις μάχην τινά των Αθηναίων προς τους αστυγείτονάς των της Ελευσίνος, πολεμήσας και αυτός και τρέψας τους εχθρούς εις φυγήν, απέθανεν ενδόξως· οι δε Αθηναίοι τον έθαψαν δημοσίαις δαπάναις εκεί όπου έπεσε και τον ετίμησαν πολύ.»
31. Αφού ο Σόλων ωμίλησε προς τον βασιλέα περί του Τέλλου και τω απηρίθμησε τους λόγους διά τους οποίους τον εθεώρει ευδαίμονα, ο Κροίσος τον ηρώτησε πάλιν ποίον είδεν ευδαιμονέστατον μετ' εκείνον, υποθέτων αδιστάκτως ότι θα ελάμβανε τουλάχιστον τα δευτερεία. Αλλ' ο Σόλων απεκρίθη· «Τον Κλέοβιν και τον Βίτωνα, Αργείους το γένος· αυτοί είχον κατάστασιν αρκετήν και προς τούτοις τοιαύτην σωματικήν δύναμιν ώστε αμφότεροι είχον νικήσει εις τους αγώνας· ιδού δε τι λέγουσι περί αυτών. Οι Αργείοι ετέλουν την εορτήν της Ήρας και έπρεπεν αφεύκτως να φέρωσι την μητέρα των εις το ιερόν· οι βόες όμως δεν έρχοντο εγκαίρως από τους αγρούς. Τότε οι νέοι βλέποντες ότι παρήρχετο η ώρα, εδέθησαν εις τον ζυγόν και έσυρον την άμαξαν εντός της οποίας εκάθητο η μήτηρ των· διήνυσαν ούτω τεσσαράκοντα και πέντε στάδια και έφθασαν εις το ιερόν. Αφού εξετελέσθη η πράξις αύτη υπό τα όμματα όλης τις πανηγύρεως, έσχον θάνατον άριστον. Εις αυτούς έδειξεν η θεά ότι προτιμότερον ο άνθρωπος να αποθνήσκη ή να ζη διότι οι μεν Αργείοι, περιστοιχίζοντες αυτούς, εμακάριζον τους νέους διά την δύναμίν των, αι δε Αργείαι εμακάριζον την μητέρα έχουσαν τοιούτους υιούς· τότε αύτη, πλήρης χαράς διά την πράξιν και τους λόγους εκείνους, έστη προ του αγάλματος ικετεύουσα την θεάν να δώση εις τους υιούς της Κλέοβιν και Βίτωνα, οίτινες τόσον την είχον τιμήσει, ό,τι δύναται να συμβή ευτυχέστερον εις τον άνθρωπον. Μετά την προσευχήν ταύτην, αφού εθυσίασαν και ευωχήθησαν, κοιμηθέντες οι νέοι εντός αυτού του ιερού, δεν αφυπνίσθησαν πλέον, αλλά τούτο ήτο το τέλος της ζωής των. Οι δε Αργείοι διέταξαν να κατασκευασθώσι τα αγάλματα των τα οποία ανέβηκαν εις τους Δελφούς, προς ένδειξιν ότι υπήρξαν άριστοι άνδρες.»
32. Έδωκε λοιπόν εις αυτούς ο Σόλων τα δευτερεία της ευδαιμονίας, ο δε Κροίσος οργισθείς τω είπεν· «Ω ξένε Αθηναίε, σοι φαίνεται λοιπόν τόσον μικρόν πράγμα η ευδαιμονία μου ώστε δεν την αντισταθμίζεις ούτε με των ιδιωτών ανθρώπων;» Τότε ο Σόλων επανέλαβεν· «Ω Κροίσε, ερωτάς περί των ανθρωπίνων πραγμάτων άνθρωπον όστις ηξεύρει ότι η θεότης είναι φθονερά και αρέσκεται να συνταράσσει τα πάντα. Με τον καιρόν βλέπει τις και υποφέρει πράγματα τα οποία δεν ήθελε μήτε να υποφέρη μήτε να ιδή. Προσδιορίζω εις εβδομήκοντα έτη το τέρμα της ανθρωπίνης ζωής· τα εβδομήκοντα ταύτα έτη κάμνουσιν εικοσιπέντε χιλιάδας και διακοσίας ημέρας, χωρίς να υπολογίσωμεν τον εμβόλιμον μήνα. Εάν εις δύο έτη αυξάνης το έν κατά ένα μήνα διά να διατηρώσιν αι τέσσαρες ώραι του έτους την απαιτουμένην τάξιν, γίνονται, εις εβδομήκοντα έτη, τριάκοντα πέντε μήνες εμβόλιμοι ή χίλιαι πεντήκοντα ημέραι περισσότεραι, και εν όλω είκοσι έξ χιλιάδες διακόσιαι πεντήκοντα ημέραι, έξ ων ούτε μία δεν φέρει ακριβώς το αυτό πράγμα το οποίον έφερεν η προηγουμένη. Ο άνθρωπος λοιπόν, ω Κροίσε, δεν είναι άλλο ειμή μεταβολή περιστάσεων. Σε βλέπω υπερβαλόντως πλούσιον και βασιλέα πολλών ανθρώπων· εκείνο όμως το οποίον με ηρώτησας δεν δύναμαι να σοι το είπω πριν μάθω ότι ετελείωσες καλώς το στάδιον της ζωής σου, διότι ο έχων πολλά πλούτη δεν είναι ευτυχέστερος εκείνου όστις έχει τα καθημέραν αναγκαιούντα, εκτός εάν η τύχη τω μείνη πιστή και τελειώση τον βίον εν αφθονία και ευτυχία. Πολλοί άνθρωποι πλουσιώτατοι δεν είναι ευτυχείς, ενώ άλλοι, έχοντες μετριωτέραν κατάστασιν, είναι ευτυχείς. Όστις είναι πλούσιος, αλλ' ατυχής, υπερτερεί τον ευτυχή εις δύο μόνον πράγματα· ο ευτυχής όμως υπερτερεί τον πλούσιον ατυχή εις πολλά. Ο πρώτος έχει πολλά μέσα διά να ευχαριστήση τας επιθυμίας του και διά να ανθέξη εις μέγα τι δυστύχημα το οποίον ήθελε τω συμβή· αλλ' ιδού ο δεύτερος πώς τον υπερτερεί· εάν εξ ενός μέρους δεν δύναται να ευχαριστήση τας επιθυμίας του μήτε να ανθέξη εις τα δυστυχήματα, δεν υφίσταται όμως τοιαύτα, και τούτο είναι η ευτυχία του. Μήτε πάσχει, μήτε ασθενεί, μήτε θλίβεται· τα τέκνα του πληρούσι τον βίον του χαράς, η καλλονή του διατηρείται. Εάν δε μεθ' όλα ταύτα τελειώση τον βίον καλώς, ο άνθρωπος ούτος είναι εκείνος περί του οποίου ερωτάς και είναι άξιος να καλήται ευδαίμων· πριν όμως αποθάνη, πρέπει να ήμεθα προσεκτικοί και να μη τον καλώμεν ευδαίμονα αλλ' ευνοούμενον της τύχης. Ου δέδοται τη ανθρωπίνη φύσει να συνενοί όλους τους όρους της ευδαιμονίας· καθώς ουδεμία χώρα εξαρκεί να παράγη όλα όσα τη αναγκαιούσιν, αλλ' η μεν έχει εκείνο όπερ λείπει από την άλλην, η καλλιτέρα δε είναι εκείνη ήτις έχει τα περισσότερα· ούτω και ουδείς άνθρωπος εξαρκεί καθ' εαυτόν εις όλα, αλλ' ο μεν έχει εκείνο το οποίον λείπει από τον άλλον, όστις δε έχει τα περισσότερα και τα διατηρεί και περαίνει τον βίον του εν ειρήνη, εκείνος, κατ' εμέ, ω Κροίσε, δικαιούται να φέρη το όνομα τούτο. Πρέπει λοιπόν εις παν πράγμα να βλέπωμεν το τέλος· διότι η θεότης, αφού πρώτον υπέδειξεν εις πολλούς ανθρώπους την ευδαιμονίαν, έπειτα κατέστρεψεν αυτούς ριζηδόν.»
33. Οι λόγοι ούτοι ουδόλως ήρεσαν εις τον Κροίσον όστις απέπεμψε τον Σόλωνα χωρίς να απονείμη προς αυτόν ενδείξεις σεβασμού, κρίνων ως άφρονα τον άνθρωπον εκείνον όστις περιφρονών τα παρόντα αγαθά συνίστα να βλέπωμεν το τέλος παντός πράγματος.
34. Μετά την αναχώρησιν του Σόλωνος θεία οργή ενέσκηψεν επί του Κροίσου, βεβαίως διότι ενόμιζεν εαυτόν ως τον ευδαιμονέστατον πάντων των ανθρώπων. Και πρώτον μεν είδεν όνειρον όπερ εφανέρωνεν εις αυτόν τα μέλλοντα αληθώς να συμβώσιν εις τον υιόν του δυστυχήματα. Είχε δε ο Κροίσος δύο υιούς· αλλ' ο μεν ούτε καν ανεφέρετο, διότι ήτο κωφάλαλος· ο δε επρώτευεν εις όλα μεταξύ των ομηλίκων του και εκαλείτο Άτυς. Εφανέρωσε λοιπόν το όνειρον εις τον Κροίσον ότι αυτός ο Άτυς έμελλε να φονευθή κτυπηθείς οπό σιδηράς αιχμής. Άμα εξύπνησεν έμεινε σύννους επί αρκετήν ώραν· έπειτα φοβηθείς διά το όνειρον έσπευσε να νυμφεύση τον υιόν του, και επειδή ούτος εστέλλετο συνήθως εις τους πολέμους ως στρατηγός των Λυδών, έπαυσε πλέον να τον στέλλη· εξέβαλε συγχρόνως από τα δωμάτια των ανδρών τα βέλη, τα ακόντια, όλα τέλος τα όπλα όσα μεταχειρίζονται οι άνθρωποι εις τον πόλεμον, και τα συνεσώρευσεν εις θαλάμους κεκλεισμένους, φοβούμενος μήπως, εάν τα άφινον κρεμάμενα, ήθελε πέσει κανέν επί της κεφαλής του υιού του.
35. Ενώ ενησχολείτο εις τους γάμους του υιού του, άνθρωπός τις, Φρυξ το γένος, εκ βασιλικής οικογενείας, ήλθεν εις τας Σάρδεις, περιπεσών εις συμφοράν και τας χείρας έχων μεμολυσμένας υπό φόνου. Εισελθών ο άνθρωπος εκείνος εις την οικίαν του Κροίσου, τον παρεκάλει να τον καθαρίση κατά τα έθιμα της χώρας· και ο βασιλεύς τον εκαθάρισε. Γίνεται δε η κάθαρσις παρά τοις Λυδοίς σχεδόν όπως και παρά τοις Έλλησιν. Αφού ο Κροίσος εξετέλεσε τα απαιτούμενα της καθάρσεως, τω απέτεινε τας εξής ερωτήσεις· «Ω άνθρωπε, ποίος είσαι και εκ ποίον μέρους της Φρυγίας ήλθες εις την οικίαν μου; ποίον άνδρα ή ποίαν γυναίκα εφόνευσας;» εκείνος δε απεκρίθη· «Ω βασιλεύ, εγώ είμαι υιός του Γορδίου, υιού του Μίδου, και ονομάζομαι Άδραστος· φονεύσας δε ακουσίως τον αδελφόν μου, ήλθον εδώ διωχθείς υπό του πατρός μου και εστερημένος των πάντων.» Ο Κροίσος επανέλαβε· «Κατάγεσαι από άνδρας φίλους και ήλθες εις φίλους· μένων λοιπόν εις την οικίαν μου δεν θα στερηθής ουδενός πράγματος και καλόν ήθελεν είσθαι διά σε να υπομείνης την συμφοράν ταύτην όσον δύναται γενναιότερον.» Εγένετο λοιπόν ο Άδραστος ομοδίαιτος του Κροίσου.
36. Κατά τον αυτόν εκείνον χρόνον τερατώδης αγριόχοιρος εφάνη εις την Μυσίαν καταβαίνων εκ του Ολύμπου και καταστρέφων τους αγρούς· πολλάκις οι Μυσοί εξήλθον κατ' αυτού, αλλά δεν ηδύναντο να τον βλάψωσι, και μάλιστα αυτοί υπέφερον από τας επιθέσεις του. Τέλος έστειλαν απεσταλμένους προς τον Κροίσον και τω είπον· «Ω βασιλεύ, μέγιστος αγριόχοιρος εφάνη εις την χώραν μας και καταστρέφει τους αγρούς μας· προσεπαθήσαμεν με πάντα τρόπον να τον φονεύσωμεν, αλλά δεν ηδυνήθημεν. Τώρα, διά να απαλλάξωμεν την χώραν, σε παρακαλούμεν να πέμψης τον υιόν σου και εκλεκτούς τινας νεανίας με τους κύνας των.» Και οι μεν Λυδοί ταύτα είπον· ο δε Κροίσος, ενθυμούμενος το όνειρον, τοις απεκρίθη· «Μη αναφέρετε τον υιόν μου, διότι δεν θα τον πέμψω· ενυμφεύθη προ ολίγου και έχει τας ασχολίας του. Θα σας πέμψω όμως εκλεκτούς τινας Λυδούς με τους θηρευτικούς κύνας των και θα τους παραγγείλω να σας βοηθήσωσιν όλαις δυνάμεσι διά να απαλλάξετε την χώραν σας από το άγριον τούτο θηρίον.»
37. Ταύτα απεκρίθη και οι Μυσοί ευχαριστήθησαν· κατ' εκείνην όμως την στιγμήν εισήλθεν ο υιός του όστις είχε μάθει τι εζήτουν· και επειδή ο Κροίσος δεν ήθελε να τον πέμψη μετ' αυτών, ο νεανίας τω είπεν. «Ω πάτερ, αι κάλλισται και ευγενέσταται πράξεις ήσαν πρότερον δι εμέ να συχνάζω εις τους πολέμους και εις τα κυνήγια· τώρα με απομακρύνεις και από τα δύο· εν τούτοις ούτε αδυναμίαν έδειξα, ούτε έλλειψιν θάρρους. Με ποίον όμμα θα με βλέπωσιν εις το εξής μεταβαίνοντα εις την αγοράν ή επιστρέφοντα εξ αυτής; Ποίαν γνώμην θα έχωσιν οι πολίται και η νεαρά γυνή μου περί εμού; Ποίον σύζυγον θα νομίζη αύτη ότι έχει; Άφες με να υπάγω εις αυτό το κυνήγειον, ή πείσον με ότι αυτό το οποίον πράττεις είναι συμφερότερον δι εμέ.»
38. «Ω, υιέ μου, απεκρίθη ο Κροίσος, πράττω ταύτα ουχί διότι παρετήρησα εις σε δειλίαν ή άλλο τι δυσάρεστον, αλλά διότι είδον όνειρον εν τω ύπνω μου το οποίον με είπεν ότι θα ζήσης ολίγον και ότι θα φονευθής πληττόμενος υπό σιδηράς αιχμής. Ένεκα του ονείρου τούτου έσπευσα τον γάμου σου και δεν σε πέμπω εις αυτό το κυνήγιον, προσέχων, όσον δύναμαι ενόσω ζω, να σε φυλάξω από τον θάνατον, διότι συ είσαι ο μόνος υιός μου· τον άλλον, όστις είναι βεβλαμμένος κατά την ακοήν, ούτε τον αναφέρω εάν υπάρχη.»
39. Τότε ο νέος απεκρίθη· «Έχεις δίκαιον, ω πάτερ, αφού είδες τοιούτο όνειρον, να με φυλάττης· εκείνο όμως το οποίον δεν ενόησες, εκείνο το οποίον έμεινε σκοτεινόν διά σε, οφείλω να σοι το εξηγήσω. Είπες ότι το όνειρον σοι εφανέρωσεν ότι μέλλω να αποθάνω υπό σιδηράς αιχμής. Ποίαν χείρα όμως έχει ο αγριόχοιρος, ή ποίαν σιδηράν αιχμήν την οποίαν να φοβηθής; Εάν σοι ανήγγελλεν ότι θα εφονευόμην υπό των οδόντων του ή άλλου τινός ομοίου πράγματος, ευλόγως θα έκαμνες ό,τι κάμνεις· αλλά σε είπεν υπό αιχμής, και ημείς δεν θα πολεμήσωμεν με ανθρώπους· άφες με λοιπόν να υπάγω.»
40. Εις ταύτα ο Κροίσος απεκρίθη· «Με ενίκησας, υιέ μου, δίδων εις το ενύπνιον εξήγησιν καλλιτέραν εμού· διά τούτο μεταβάλλω γνώμην και σε αφίνω να υπάγης εις το κυνήγιον.»
41. Ειπών ταύτα ο Κροίσος προσεκάλεσε τον Φρύγα Άδραστον· ούτος ήλθεν, ο δε βασιλεύς τω είπεν· «Άδραστε, σε εκαθάρισα από φρικτήν συμφοράν διά την οποίαν δεν σε ονειδίζω. Σε υπεδέχθην εις την οικίαν μου και σοι παρέχω πάσαν δαπάνην. Τώρα (καθότι οφείλεις δι' αφοσιώσεως να ανταποκριθής εις τας ευεργεσίας μου) σε ζητώ να προσέχης τον υιόν μου όστις θα υπάγη εις το κυνήγιον· προστάτευσον αυτόν καθ' οδόν από τους κακοποιούς οίτινες τυχόν ήθελον ζητήσει να τον βλάψωσιν. Είναι πρέπον προς τούτοις να ζητής και συ την ευκαιρίαν να αναδειχθής εις τοιαύτα έργα, διότι και οι πατέρες σου πρέπει να σοι χρησιμεύωσιν ως παράδειγμα και προσέτι έχεις σωματικήν δύναμιν.»
42. Ο Άδραστος απεκρίθη· «Εάν δεν με διέταττες, ω βασιλεύ, δεν θα μετέβαινον εις τοιούτον αγώνα, διότι δεν αρμόζει εις άνθρωπον δυστυχή να αναμιγνύεται μεταξύ φαιδρών ομηλίκων· δεν επιθυμώ τούτο ποσώς, και πολλάκις ήδη το απέφυγα. Αλλά τώρα, αφού με αναγκάζεις, πρέπει να υπακούσω, πρέπει να ανταμείψω τας προς εμέ ευεργεσίας σου. Είμαι έτοιμος να πράξω ό,τι ζητείς, να προσέχω τον υιόν σου καθώς με διατάττεις· περίμενε λοιπόν να τον ίδης επιστρέφοντα σώον και αβλαβή, εφ' όσον τούτο εξαρτάται από τας δυνάμεις του φύλακός του.»
43. Αφού είπε ταύτα ο Άδραστος προς τον Κροίσον ανεχώρησεν αυτός και ο Άτυς συνοδευόμενοι υπό εκλεκτών νέων και κυνών. Φθάσαντες εις το όρος Όλυμπον ήρχισαν να ζητώσι το θηρίον· και αφού το εύρον, περικυκλώσαντες αυτά εις το μέσον το κατηκόντιζον. Τότε ο ξένος, εκείνος τον οποίον εκαθάρισεν ο Κροίσος από τον φόνον και τον ωνόμαζον Άδραστον, διευθύνας το ακόντιόν του κατά του αγριοχοίρου, απέτυχεν αυτόν και επλήγωσε τον υιόν του Κροίσου. Πληγωθείς ο Άτυς υπό της σιδηράς αιχμής, εξεπλήρωσε την πρόρρησιν του ονείρατος. Είς δε εκ των κυνηγών έδραμεν αμέσως να αναγγείλη εις τον πατέρα το γεγονός, και φθάσας εις τας Σάρδεις διηγήθη τα της θήρας και το απαίσιον τέλος του υιού του.
44. Ο Κροίσος, ταραχθείς διά τον θάνατον του Άτυος, παρεπονείτο τοσούτω μάλλον όσω εκείνος τον οποίον εκαθάρισεν από τον φόνον ήτο ο φονεύς του. Στενάζων διά την συμφοράν του, επεκαλείτο τον καθαριστήριον Δία μαρτυρόμενος όσα έπαθεν υπό του ξένου· επεκαλέσθη επίσης τον ίδιον θεόν ονομάζων αυτόν Φιλόξενον και Προστάτην της φιλίας· τον εκάλει Φιλόξενον, διότι, δεχθείς εις την οικίαν του ένα ξένον, έθρεψεν εν αγνοία του τον φονέα του υιού του· τον εκάλει Προστάτην της φιλίας, διότι αναθέσας εις τον ξένον την φύλαξιν του υιού του, τον εύρε μέγιστον εχθρόν.
45. Έφθασαν μετά ταύτα οι Λυδοί φέροντες το πτώμα· όπισθεν δε αυτών ήρχετο ο φονεύς. Σταθείς ούτος πλησίον του σώματος παρέδωκεν εαυτόν εις τον Κροίσον· προτείνων δε τας χείρας τον παρεκάλει να τον σφάξη επί του νεκρού, αναφέρων την πρώτην του συμφοράν και λέγων μεγαλοφώνως ότι ήτο ανάξιος πλέον να ζη αφού επέφερε την δυστυχίαν και εκείνου όστις τον εκαθάρισεν. Ακούσας αυτόν ο Κροίσος, τον ευσπλαγχνίσθη, και με όλην την θλίψιν ην ησθάνετο διά το οικείον δυστύχημα τω είπεν· «Έλαβον παρά σου, ω ξένε, πάσαν εκδίκησιν, αφού συ ο ίδιος καταδικάζεις σεαυτόν εις θάνατον αλλά δεν είσαι προς εμέ ένοχος διά το δυστύχημα τούτο· απλώς εγένεσο ακούσιον όργανον· αιτιώμαι εκείνον εκ των θεών όστις άλλοτε μοι εφανέρωσεν αυτά το οποίον έμελλε να συμβή.» Ο Κροίσος λοιπόν έθαψε τον υιόν του ως έπρεπεν· ο δε Άδραστος, ο υιός του Γορδίου του Μίδου, ο φονεύς του ιδίου του αδελφού, ο φονεύς εκείνου όστις τον είχε καθαρίσει, όταν περί το μνήμα εγένετο ησυχία, αναγνωρίζων ότι εξ όλων των ανθρώπων τους οποίους εγνώριζεν αυτός ήτο ο μάλλον δυστυχής, εσφάγη διά της ιδίας του χειρός επί του τάφου.
46. Στερηθείς ο Κροίσος του υιού του, διήλθε δύο έτη εις πένθος μέγα. Μετά την παρέλευσιν του χρόνου τούτου η μοναρχία του Αστυάγους, υιού του Κυαξάρου, κατεστράφη υπό του Κύρου, υιού του Καμβύσου, και η δύναμις των Περσών έλαβε μεγάλην ανάπτυξιν. Τότε ο Κροίσος κατέστειλε το πένθος του και ήρχισε να εξετάζη εάν ήτο δυνατόν να εμποδίση την υπερβολικήν ανάπτυξιν των Περσών. Το εξαγόμενον των σκέψεών του ήτο να ερωτήση άνευ αναβολής τα μαντεία της Ελλάδος και της Λιβύας πέμπων απεσταλμένους εις διάφορα μέρη, άλλους μεν εις τους Δελφούς, άλλους δε εις την Άβην της Φωκίδος, και άλλους εις την Δωδώνην. Τινές δε επέμφθησαν και εις τον Αμφιάραον και εις τον Τροφώνιον, και άλλοι εις τους Βραγχίδας της Μιλησίας χώρας. Αυτά ήσαν τα ελληνικά μαντεία εις τα οποία ο Κροίσος έπεμψε διά να ζητήση χρησμούς. Έπεμψε δε και εις τον Άμμωνα της Λιβύας. Απέστειλε δε πανταχού τους ανθρώπους τούτους θέλων να δοκιμάση τα μαντεία και να παραβάλη τας αποκρίσεις, ίνα, εάν εύρη τινάς εξ αυτών ακριβείς, απευθύνη νέας ερωτήσεις και μάθη εάν πρέπη να επιχειρήση πόλεμον κατά των Περσών.
47. Διά να δοκιμάση δε τα μαντεία έδωκεν εις τους απεσταλμένους του Λυδούς τας εξής διαταγάς· να υπολογίσωσι τον χρόνον από της ημέρας καθ' ην ήθελον αναχωρήσει από τας Σάρδεις, να ζητήσωσι χρησμόν κατά την εκατοστήν ημέραν, και να ερωτήσωσιν εις τι ενησχολείτο κατ' εκείνην την στιγμήν ο βασιλεύς των Λυδών Κροίσος, υιός του Αλυάττου. Ώφειλον δε να γράψωσι τας αποκρίσεις και τας αναφέρωσιν εις αυτόν. Κανείς δεν γνωρίζει τώρα τι απεκρίθησαν τα άλλα χρηστήρια· αλλ' εις τους Δελφούς, άμα εισήλθον οι Λυδοί εις τον ναόν, απέτεινον προς τον θεόν την προστεταγμένην ερώτησιν, και η Πυθία τοις είπεν εις στίχους εξαμέτρους·
«Ηξεύρω τον αριθμόν της ψάμμου και τα μέτρα της θαλάσσης· ο κωφός με εννοεί και ακούω τον άλαλον. Εισέρχεται εις τας αισθήσεις μου η οσμή της σκληροδέρμου χελώνης ήτις βράζει εις χάλκινον αγγείον με κρέατα αρνίου. Κάτωθεν αυτής είναι εστρωμένος χαλκός, άνωθεν δε την καλύπτει χαλκός.»
48. Γράψαντες οι Λυδοί την απόκρισιν ταύτην της χρησμοδοτούσης Πυθίας, ανεχώρησαν και επανήλθον εις τας Σάρδεις. Καθ όσον δε και οι άλλοι απεσταλμένοι οι φέροντες τους χρησμούς ενεφανίζοντο ενώπιόν του, ο Κροίσος ήνοιγε και ανεγίνωσκεν όσα είχον γράψει. Και εκ μεν των άλλων αποκρίσεων ουδεμία είλκυσε την προσοχήν του· άμα όμως ήκουσε την των Δελφών, προσηυχήθη και επίστευσε, κρίνων ότι το μόνον μαντείον ήτο το των Δελφών, αφού εμάντευσε τι αυτός έκαμε. Διότι μετά την αναχώρησιν των απεσταλμένων του, προσέχων εις την προθεσμίαν των εκατόν ημερών, επενόησε πράγμα το οποίον κανείς δεν ηδύνατο να υποπτεύση· Κατέκοψεν εις τεμάχια χελώνην και αρνίον, και τα έρριψεν εις λέβητα χάλκινον με σκέπασμα χάλκινον διά να βράσουν ομού.
49. Τοιούτος ήτο ο χρησμός τον οποίον ο Κροίσος έλαβεν από τους Δελφούς· δεν δύναμαι δε να είπω τι περί της αποκρίσεως την οποίαν έλαβον οι Λυδοί εις το μαντείον του Αμφιαράου, αφού εξετέλεσαν εκεί τα της θρησκείας νόμιμα· η απόκρισις αύτη δεν διετηρήθη, είναι δε γνωστόν μόνον ότι ο Κροίσος εύρε και αυτήν αληθή.
50. Μετά ταύτα κατέγινε να ελκύση την ευμένειαν του θεού των Δελφών διά θυσιών μεγάλων· εθυσίασε δε προς τούτο τρισχίλια ζώα παντός είδους, άξια των θεοτήτων· έπειτα εσώρευσεν επί μεγάλης πυράς κλίνας επιχρύσους και επαργύρους, φιάλας χρυσάς, ενδύματα πορφυρά, χιτώνας, και τα κατέκαυσεν, ελπίζων τοιουτοτρόπως να προσελκύση έτι μάλλον την φιλίαν του θεού. Τέλος διέταζε τους Λυδούς να θυσιάσωσιν εις τον θεόν ό,τι ηδύναντο να προσφέρωσι. Τελειωθείσης της θυσίας, εχύθη κατά διαταγήν του άπειρος ποσότης χρυσού εξ ου κατεσκευάσθησαν εκατόν δεκαεπτά ημιπλίνθια μιας παλάμης πάχους, τα μεν μεγαλείτερα έχοντα έξ παλαμών μήκος, τα δε βραχύτερα τριών. Εξ αυτών τέσσαρα ήσαν εκ χρυσού καθαρού και είχον βάρος δύο ταλάντων και ημίσεως έκαστον, τα δε άλλα ήσαν από χρυσόν λευκόν και είλκον βάρος δύο ταλάντων έκαστον. Διέταξεν επίσης να κατασκευασθή εκ χρυσού καθαρού λέων δέκα ταλάντων βάρους. Ο λέων ούτος, ότε εκάη το ιερόν των Δελφών, έπεσεν από τα ημιπλίνθια επί των οποίων ήτο εστημένος, και τώρα ευρίσκεται εις τον θησαυρόν των Κορινθίων έχων βάρος μόνον έξ ταλάντων και ημίσεως, καθότι τα άλλα τρία τάλαντα και ήμισυ ανέλυσαν.
51. Κατασκευασθέντων των αντικειμένων τούτων, ο Κροίσος τα έπεμψεν εις τους Δελφούς, και εκτός αυτών τα ακόλουθα· δύο κρατήρας πρώτου μεγέθους, εξ αργύρου και χρυσού· και ο μεν χρυσούς εστήθη δεξιά εις την είσοδον του ναού, ο δε αργυρούς αριστερά. Αμφότεροι μετεκινήθησαν ότε εκάη ο ναός· και ο μεν πρώτος ευρίσκεται εις τον θησαυρόν των Κλαζομενίων έχων βάρος οκτώ ταλάντων και ημίσεως και δώδεκα μνων, ο δε άλλος, έχων χωρητικότητα εξακοσίων αμφορέων, ευρίσκεται είς τινα γωνίαν του προνάου, και οι Δελφοί μεταχειρίζονται αυτόν διά να αναμίξωσι τον οίνον κατά την εορτήν των Θεοφανίων. Λέγουσι δε ότι είναι έργον Θεοδώρου του Σαμίου· και νομίζω ότι έχουσι δίκαιον, διότι δεν φαίνεται να ήναι έργον ανεπιτηδείας χειρός. Ο Κροίσος απέστειλεν επίσης τέσσαρας πίθους αργυρούς οίτινες ευρίσκονται εις τον θησαυρόν των Κορινθίων, και δύο περιρραντήρια, χρυσούν και αργυρούν· εκ τούτων το χρυσούν έχει επιγραφήν ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ, διά να αποδείξη ότι η προσφορά εγένετο εκ μέρους αυτών. Αλλ' η επιγραφή δεν είναι ακριβής, διότι το δώρον είναι του Κροίσου, και κατεσκευάσθη υπό τινος Δελφού όστις ήθελε να υποχρεώση τους Λακεδαιμονίους· γνωρίζω το όνομα αυτού, πλην δεν το κοινολογώ. Αληθώς, το παιδίον διά των δακτύλων του οποίου τρέχει το ύδωρ αφιερώθη παρ' αυτών, αλλ' ουδέν περιρραντήριον. Ο Κροίσος έδωκεν επίσης πολλά άλλα πράγματα μικροτέρου λόγου άξια· αργυρά αγγεία κυκλοτερή διά σπονδάς, χρυσούν άγαλμα γυναικός τρίπηχυ, το οποίον οι Δελφοί λέγουσιν ότι είναι το άγαλμα της αρτοποιού του, και τέλος τα περιδέραια και τας ζώνας της γυναικός του.
52. Αύται ήσαν αι προσφοραί του Κροίσου εις τους Δελφούς. Εις δε τον Αμφιάραον, μαθών ο Κροίσος την αρετήν και το οικτρόν αυτού τέλος, αφιέρωσεν ασπίδα ολόχρυσον της οποίας και το ακόντιον και η λόγχη ήσαν ομοίως χρυσά. Τα δύο ταύτα πράγματα εσώζοντο ακόμη μέχρι των ημερών μου εις τας Θήβας, και έκειντο εις τον ναόν του Ισμηνίου Απόλλωνος.
53. Καθ' ην στιγμήν οι Λυδοί έμελλον να αναχωρήσωσι διά να φέρωσι τα δώρα ταύτα εις τους δύο ναούς, ο Κροίσος τους διέταξε να ερωτήσωσι τα μαντεία εάν έπρεπε να στρατεύση κατά των Περσών και εάν έπρεπε να ενώση με τα στρατεύματά του άλλον σύμμαχον στρατόν. Οι δε Λυδοί, αφιχθέντες εις τους ιερούς τόπους όπου εστάλησαν, απέθεσαν τα αφιερώματα και ηρώτησαν τα χρηστήρια λέγοντες· «Ο βασιλεύς των Λυδών και άλλων εθνών Κροίσος, αναγνωρίσας ότι τα μαντεία σας είναι τα μόνα αληθή επί της γης, σας ανταμείβει με τα δώρα ταύτα διότι εμαντεύσατε τι έπραττε· τώρα δε σας ερωτά εάν πρέπη να στρατεύση κατά των Περσών και εάν πρέπη να προσλάβη σύμμαχον άλλου έθνους στρατόν.» Και ούτοι μεν ταύτα ηρώτησαν· αμφότερα δε τα μαντεία την αυτήν γνώμην εξέφερον, προειπόντα εις τον Κροίσον ότι εάν εξεστράτευε κατά των Περσών ήθελε καταστρέψει μέγα βασίλειον. Τον συνεβούλευσαν δε να λάβη συμμάχους τους δυνατωτάτους των Ελλήνων.
54. Όταν ο Κροίσος ήκουσε τας αποκρίσεις τας οποίας τω έφερον, ησθάνθη χαράν άμετρον. Ελπίζων ότι αναμφιβόλως θα κατέστρεφε το βασίλειον του Κύρου, έπεμψεν εκ νέου εις τους Δελφούς, μαθών προηγουμένως τον αριθμόν των κατοίκων, και διένειμεν εις έκαστον δύο στατήρας χρυσού. Οι δε Δελφοί, ευγνωμονούντες, έδωκαν εις τον Κροίσον και εις τους Λυδούς προτίμησιν να ερωτώσι προ των άλλων την Πυθίαν, ασυδοσίαν, προεδρίαν εις τους αγώνας, και δικαίωμα πολιτογραφήσεως εις εκείνους οίτινες εις το μέλλον ήθελον ζητήσει τούτο.
55. Αφού προσέφερε τα δώρα ταύτα εις τους Δελφούς ο Κροίσος ηρώτησε το μαντείον εκ τρίτου· διότι αφότου επείσθη περί του αλανθάστου του μαντείου, ηρέσκετο να τω προτείνη ερωτήσεις. Ηρώτησε λοιπόν εάν η βασιλεία του ήθελε διαρκέσει πολύ· η δε Πυθία τω απεκρίθη ως εξής·
«Όταν γίνη βασιλεύς των Μήδων ημίονος, τότε, ω Λυδέ αβρέ τους πόδας, φύγε εις την χαλικώδη Έρμον· μη μένε, και μη εντρέπου να φανής άνανδρος.»
56. Όταν ήλθεν η απόκρισις αύτη, ο Κροίσος εχάρη πολύ περισσότερον παρ' όσον κατά τας προηγουμένας αποκρίσεις, κρίνων ότι κατ' ουδένα τρόπον δεν ηδύνατο να βασιλεύση εις τους Μήδους ημίονος αντί ανθρώπου, και επομένως ότι ούτε αυτός ούτε οι απόγονοί του θα παύσωσι βασιλεύοντες. Μετά ταύτα ησχολήθη να μάθη ποίοι ήσαν οι δυνατώτατοι Έλληνες διά να τους κάμη συμμάχους του. Εξετάζων δε έμαθεν ότι την πρώτην τάξιν κατείχον οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι, οι μεν πρώτοι καταγωγής δωρικής, οι δε δεύτεροι Ιωνικής. Τα δύο ταύτα έθνη ήσαν προ πολλού τα μάλλον ένδοξα και κατήγοντο το μεν των Αθηναίων εκ των αρχαίων Πελασγών, το δε των Λακεδαιμονίων εκ των Ελλήνων. Και οι μεν Αθηναίοι δεν μετηνάστευσαν ποτέ· οι δε Λακεδαιμόνιοι πολλάκις μετέβαλον πατρίδα. Επί της βασιλείας του Δευκαλίωνος κατώκουν την Φθιώτιδα, και επί του Δώρου, υιού του Έλληνος, την εις τους πρόποδας της Όσσης και του Ολύμπου χώραν ήτις καλείται Ιστιαιώτις. Διωχθέντες δε εντεύθεν υπό των Καδμείων, εγκατεστάθησαν εις τους πρόποδας του Πίνδου, εις τον τόπον τον καλούμενον Μακεδνόν, έπειτα εις την Δρυοπίδα, και τέλος εις την Πελοπόννησον όπου ωνομάσθησαν Δωριείς.
57. Ποίαν γλώσσαν ωμίλουν το πάλαι οι Πελασγοί; Δεν δύναμαι να το είπω μετά θετικότητος· αλλ' εάν δύναται τις να εικάση εκ των σωζομένων εισέτι Πελασγών, των κατοικούντων άνωθεν της πόλεως των Τυρρηνών Κρηστώνος, οίτινες ήσαν ποτε όμοροι των σήμερον καλουμένων Δωριέων και κατώκουν τότε την καλουμένην Θεσσαλιώτιδα· έτι δε εκ των Πελασγών οίτινες έκτισαν εις τον Ελλήσποντον την Πλακίαν και την Σκυλάκην, και οίτινες άλλοτε συγκατώκησαν με τους Αθηναίους· τέλος έκ τινων άλλων μικρών πόλεων αίτινες Πελασγικαί ούσαι μετέβαλον όνομα· αν, λέγω, εξ όλων τούτων δύναταί τις να εξαγάγη συμπέρασμά τι, οι Πελασγοί θα ωμίλουν βάρβαρον γλώσσαν. Εάν λοιπόν όλοι οι Πελασγοί είχον την γλώσσαν ταύτην, η Αττική όμως φυλή, ήτις ήτο Πελασγική, μεταβληθείσα εις Ελληνικήν, θα έμαθε την ελληνικήν γλώσσαν. Τωόντι, ούτε οι Κρηστωνιάται ούτε οι Πλακιανοί ομιλούσιν ως τα περικυκλούντα αυτούς έθνη, και οι δύο ούτοι λαοί έχουσι την αυτήν γλώσσαν όπερ αποδεικνύει ότι μεταβαλόντες χώραν επρόσεξαν να μη μεταβάλωσι τον χαρακτήρα της γλώσσης των.
58. Η Ελληνική φυλή, ως νομίζω, είχεν ανέκαθεν την γλώσσαν την οποίαν μεταχειρίζεται. Αφού απεχωρίσθη των Πελασγών, αδύνατος ακόμη καθό πολύ μικρά κατ' αρχάς, ηύξησεν εις τρόπον ώστε να σχηματίση πολλά έθνη, προ πάντων αφού ηνώθησαν μετ' αυτής και άλλοι βάρβαροι. Εκτός τούτου εγώ νομίζω ότι η Πελασγική φυλή καθό βάρβαρος δεν έλαβεν ουδεμίαν μεγάλην αύξησιν.
59. Ο Κροίσος έμαθεν ότι εκ τούτων των εθνών η Αττική κατείχετο και ήτο διεσπασμένη υπό του Πεισιστράτου, υιού του Ιπποκράτους, τυραννεύοντος τότε εις τας Αθήνας. Εις τον Ιπποκράτην τούτον, ιδιώτην όντα και μεταβάντα να ιδή τους Ολυμπιακούς αγώνας, εγένετο μέγα θαύμα. Είχε σφάξει τα θύματα· οι δε λέβητες αυτού ήσαν πλήρεις ύδατος και κρεάτων όταν ήρχισαν να βράζωσιν άνευ πυρός, τόσον πολύ ώστε να εκχειλίζωσιν. Ο Λακεδαιμόνιος Χίλων, όστις ευρέθη εκεί, εγένετο μάρτυς του υπερφυούς γεγονότος· και πρώτον μεν συνεβούλευσε τον Ιπποκράτην να μη νυμφευθή γυναίκα τεκνοποιόν, εάν δε είχε τοιαύτην, να την αποπέμψη, και εάν τέλος είχεν υιόν, να τον αποκηρύξη. Αλλ' ο Ιπποκράτης δεν ηθέλησε να ακούση τας συμβουλάς ταύτας, και βραδύτερον έσχεν υιόν τον Πεισίστρατον, όστις ότε εστασίαζον προς αλλήλους οι Παραθαλάσσιοι υπό τον Μεγακλέα, υιόν του Αλκμαίωνος, και οι Πεδινοί υπό τον Λυκούργον, υιόν του Αριστολαΐδου, ο Πεισίστρατος συλλαβών το σχέδιον να γίνη τύραννος εσχημάτισε τρίτον κόμμα. Συναθροίσας τους οπαδούς του, παρέσυρε διά των λόγων του τους ορεινούς· έπειτα επινόησε το ακόλουθον. Πληγώσας εαυτόν και τας ημιόνους του, ώθησε το άρμα του εις το μέσον της αγοράς, ως να διέφυγεν εχθρούς θέλοντας να τον φονεύσωσι καθ ην στιγμήν εξήρχετο της πεδιάδος. Τότε εζήτησεν από τον λαόν να τω δώσωσι φύλακας, εις αυτόν όστις είχε δοξασθή είς τινα εκστρατείαν κατά των Μεγάρων, όστις είχε κυριεύσει την Νίσαιαν, και όστις είχε πράξει πλείστα άλλα κατορθώματα. Ο δήμος των Αθηναίων απατηθείς τω έδωκεν άνδρας τινάς εκ των πολιτών οίτινες εγένοντο ουχί δορυφόροι αλλά ροπαλοφόροι του Πεισιστράτου, διότι συνώδευον αυτόν ωπλισμένοι διά ξυλίνων ροπάλων. Ούτοι λοιπόν επαναστατήσαντες μετά του Πεισιστράτου εκυρίευσαν την ακρόπολιν. Έκτοτε δε ο Πεισίστρατος εκυβέρνησε τους Αθηναίους χωρίς να συνταράξη τας καθεστηκυίας αρχάς και χωρίς να μεταβάλη παντάπασι τους νόμους, αλλά διοικών συμφώνως με τα καθεστώτα και κανονίζων τα της πόλεως καλώς και συνετώς.
60. Αι μερίδες του Μεγακλέους και του Λυκούργου δεν εβράδυνον να συνεννοηθώσιν όπως τον διώξωσι. Τοιουτοτρόπως δε ο Πεισίστρατος κατέλαβε διά πρώτην φοράν την κυριαρχίαν των Αθηνών και πριν ή αύτη ριζωθή, την απώλεσεν. Αλλ' εκείνοι οίτινες τον εδίωξαν, ήρχισαν εκ νέου να στασιάζωσι μεταξύ των. Τέλος ο Μεγακλής, βαρυνθείς τας στάσεις, έπεμψε κήρυκα εις τον Πεισίστρατον και τω προέτεινε την θυγατέρα του ως γυναίκα και την τυραννίαν. Αι προτάσεις αύται εγένοντο δεκταί· συμφωνήσαντες δε, εμηχανεύθησαν προς εκτέλεσιν των σχεδίων των στρατήγημα το οποίον εγώ ευρίσκω χυδαιότατον, αφού καθ' όλην την αρχαιότητα το ελληνικόν έθνος διεκρίθη από τους βαρβάρους διά την ευφυίαν του και διετέλεσεν απηλλαγμένον αγρίας ευηθείας, αυτοί δε μετεχειρίσθησαν την πανουργίαν ταύτην εις τους Αθηναίους οίτινες μεταξύ των Ελλήνων νομίζονται πρώτοι κατά την σοφίαν. Εις τον δήμον Παιανιέα έζη γυνή τις ονόματι Φύη τεσσάρων πήχεων ανάστημα έχουσα μείον τριών δακτύλων, και προς τούτοις ωραία. Αυτήν την γυναίκα ενδύσαντες με πανοπλίαν, την έθεσαν επί άρματος, αφού προηγουμένως την εδίδαξαν τι έπρεπε να κάμη διά να φαίνεται μεγαλοπρεπεστέρα, έπειτα την έφερον εις την πόλιν προηγουμένων κηρύκων οίτινες εισερχόμενοι εις τας Αθήνας έλεγον συμφώνως με τας δοθείσας εις αυτούς διαταγάς την ακόλουθον προκήρυξιν «Ω Αθηναίοι, δεχθήτε ευμενώς τον Πεισίστρατον, τον οποίον αυτή η ιδία Αθηνά ήτις τον τιμά περισσότερον από όλους τους ανθρώπους οδηγεί εις την ακρόπολίν της.» Ταύτα έλεγον οι κήρυκες περιφερόμενοι, η δε φήμη διεσπάρη μεταξύ του λαού ότι η Αθηνά έφερε τον Πεισίστρατον· όλη η πόλις επίστευσεν ότι η γυνή εκείνη ήτο θεά, οι δε κάτοικοι ελάτρευσαν ον θνητόν και εδέχθησαν τον Πεισίστρατον.
61. Αφού επανέκτησεν ο Πεισίστρατος με τον ειρημένον τρόπον την εξουσίαν, ενυμφεύθη την θυγατέρα του Μεγακλέους, κατά την συμφωνίαν την οποίαν είχον κάμει μεταξύ των. Επειδή δε είχεν υιούς ήδη νεανίας και οι Αλκμαιωνίδαι ελέγοντο κατηραμένοι, δεν ήθελε να τεκνοποιήση με την νέαν του σύζυγον· συνευρίσκετο λοιπόν μετ' αυτής παρανόμως. Και κατ' αρχάς μεν η γυνή δεν είπε τίποτε, τέλος όμως, είτε αφ' εαυτής, είτε ερωτηθείσα, διηγήθη τα πάντα εις την μητέρα της, αύτη δε εις τον σύζυγόν της. Ο Μεγακλής ησθάνθη μεγάλην αγανάκτησιν διά την ύβριν την οποίαν τω έκαμνεν ο Πεισίστρατος, και εν τη οργή του εφιλιώθη με τας αντιπάλους μερίδας. Πληροφορηθείς δε ο Πεισίστρατος περί των εναντίον του τεκταινομένων, έφυγεν από την Αττικήν και μετέβη εις την Ερέτριαν, όπου συνεβουλεύετο περί του πρακτέου με τους υιούς του. Επειδή δε υπερίσχυσεν η γνώμη του Ιππίου, να ανακτήσωσι την τυραννίδα, εσύναζον χρηματικάς συνδρομάς εκ των πόλεων τας οποίας προηγουμένως είχον ευεργετήσει. Πολλαί εξ αυτών έπεμψαν μεγάλας ποσότητας, αλλ' αι Θήβαι τας υπερέβησαν όλας εις την μεγαλοδωρίαν. Έπειτα, διά να μη εκτείνωμαι εις τόσον μακράν διήγησιν, τα έτη διεδέχθησαν άλληλα και τα πάντα ητοιμάσθησαν διά την κάθοδον. Αργείοι μισθωτοί ήλθον εκ της Πελοποννήσου, και εθελοντής τις Νάξιος, ονόματι Λύγδαμις, ήλθε με στρατιώτας και με χρήματα, δεικνύων μεγίστην προθυμίαν.
62. Κατά το ενδέκατον έτος ανεχώρησαν εκ της Ερετρίας και κατέλαβον πρώτον τον Μαραθώνα της Αττικής, Ενώ δε ήσαν εστρατοπεδευμένοι εκεί, έφθασαν και οι οπαδοί των εκ της πόλεως, και άλλοι εκ διαφόρων δήμων προτιμώντες την τυραννίαν από την ελευθερίαν. Και ούτοι μεν συνηθροίζοντο εκεί· οι δε Αθηναίοι της πόλεως, ενόσω μεν ο Πεισίστρατος εισέπραττε χρήματα, και μετά ταύτα ότε κατέλαβε τον Μαραθώνα, δεν εφρόντιζον παράπασιν· όταν όμως έμαθον ότι από τον δήμον τούτον εκινήθη διά να επιτεθή κατ' αυτών, έλαβον τα όπλα και εξήλθον προς συνάντησίν του μεθ' όλων των δυνάμεών των. Αφ' ετέρου δε το στράτευμα του Πεισιστράτου, αναχωρήσαν εκ του Μαραθώνος, επλησίαζεν εις τας Αθήνας· και έφθασε συγχρόνως με αυτούς πλησίον του ναού της Παλληνίδος Αθηνάς όπου παρετάχθη εις μάχην. Τότε ο Ακαρνάν Αμφίλυτος, ανήρ όστις προεφήτευε κατά θείαν έμπνευσιν, επλησίασε τον Πεισίστρατον και απήγγειλε προς αυτόν τον εξής χρησμόν εις στίχους εξαμέτρους·
«Ερρίφθη η βολή, το δίκτυον ανεπετάσθη, οι θύννοι θα ορμήσωσι την νύκτα με την σελήνην.»
63. Και ούτος μεν, θεόθεν εμπνεόμενος, ταύτα εχρησμοδότησεν· ο δε Πεισίστρατος, εννοήσας τον χρησμόν, εκίνησε τα στρατεύματά του. Κατ' εκείνην την στιγμήν οι υπερασπισταί της πόλεως κατεγίνοντο εις το πρόγευμα· αφού δε έφαγον, οι μεν ήρχισαν να παίζωσι τας κύβους, οι δε ετράπησαν εις ύπνον. Κατέλαβε λοιπόν αυτούς ο Πεισίστρατος εξ απροόπτου και τους έτρεψεν εις φυγήν. Όταν τους είδε φεύγοντας, διά να τους εμποδίση από του να ενωθώσιν εκ νέου και να τους διασκορπίση εντελώς, εσκέφθη το εξής σοφόν στρατήγημα· ανεβίβασε τους υιούς του εις ίππους και τους έπεμψεν εμπρός. Φθάσαντες δε ούτοι τους φεύγοντας, τοις είπον όσα επρόσταξεν εις αυτούς ο Πεισίστρατος, δηλαδή να μη φοβώνται και να μεταβή έκαστος εις την οικίαν του.
64. Οι Αθηναίοι υπήκουσαν, και τοιουτοτρόπως διά τρίτην φοράν ο Πεισίστρατος εγένετο κύριος της πόλεως. Εστερέωσε δε την αρχήν του διά πολλών ξένων στρατευμάτων, και συγχρόνως διά πλουσίων εισοδημάτων λαμβανομένων των μεν εξ αυτής ταύτης της χώρας, των δε εκ των μεταλλείων του Στρυμόνος προερχομένων. Έλαβε προς τούτους ως ομήρους τους παίδας των Αθηναίων όσοι διέμεινον εις την πόλιν και δεν έφυγον αμέσως. Προσδιώρισε δε ως τόπον διαμονής την Νάξον, την οποίαν υπέταξε και έδωκε την διοίκησιν αυτής εις τον Λύγδαμιν. Τέλος, ένεκα χρησμών τινων, εκαθάρισε την Δήλον διά του ακολούθου τρόπου· εφ' όσον εκτείνεται η όρασις από το ιερόν, εκθάψας τους νεκρούς, μετέφερεν αυτούς εις άλλο μέρος της Δήλου. Εκυβέρνα λοιπόν τας Αθήνας ο Πεισίστρατος· αλλ' εκ των Αθηναίων οι μεν είχον φονευθή εις την μάχην, οι δε είχον φύγει από την πατρίδα των με τους υιούς του Αλκμαίωνος.
65. Εις τοιαύτην στιγμήν ο Κροίσος επληροφορήθη την κατάστασιν εις ην ήσαν αι υποθέσεις των Αθηναίων όσον δ' αφορά τους Λακεδαιμονίους, ούτοι είχον απαλλαγή προ ολίγου από μεγάλα δεινά, και μετά μακρόν πόλεμον, είχον νικήσει επί τέλους τους Τεγεάτας. Τωόντι, επί της βασιλείας του Λέοντος και του Ηγησικλέους εν Σπάρτη, όλοι μεν οι άλλοι πόλεμοι απέβαινον υπέρ των Λακεδαιμονίων, μόνον δε οι Τεγεάται τους ενίκων. Προ της εποχής ταύτης, και οι εσωτερικοί νόμοι των ήσαν σχεδόν οι χείριστοι όλης της Ελλάδος και με τους ξένους ήσαν ακοινώνητοι· μετεβλήθησαν δε εις ευνομίαν τοιουτοτρόπως. Ο Λυκούργος, ανήρ σημαντικός μεταξύ των Σπαρτιατών, μεταβάς να ερωτήση το μαντείον των Δελφών, εισήλθεν εις τον ναόν και αμέσως η Πυθία τω είπε τα ακόλουθα·
«Ήλθες, ω Λυκούργε, εις τον πλούσιον ναόν μου, συ τον οποίον αγαπώσιν ο Ζευς και όλοι οι κατοικούντες τα ανάκτορα του Ολύμπου. Διστάζω να σε αποκαλέσω θεόν ή άνθρωπον· αλλά νομίζω μάλλον ότι είσαι θεός, ω Λυκούργε.»
Τινές διηγούνται προς τούτοις ότι η Πυθία τω υπηγόρευσε το υπάρχον σήμερον εις την Σπάρτην πολίτευμα· αλλά, καθώς λέγουσιν αυτοί οι Λακεδαιμόνιοι, ο Λυκούργος, γενόμενος επίτροπος του ανεψιού του Λαβώτα, βασιλέως της Σπάρτης, έφερε τους νόμους του από την Κρήτην. Τωόντι, άμα ανέλαβε την επιτροπείαν, μετέβαλεν όλους τους νόμους και έλαβεν όλα τα αναγκαία μέτρα διά να μη τους παραβώσιν. Εκανόνισεν ακολούθως τα εις τον πόλεμον αναφερόμενα και εσύστησε τας ενωμοτίας, τας τριεκάδας, τα συσσίτια, και τέλος τους εφόρους και την γερουσίαν. Τοιουτρόπως δε μεταβαλόντες πολίτευμα οι Λακεδαιμόνιοι ευνομήθησαν.
66. Αφού δε απέθανεν ο Λυκούργος, έκτισαν προς τιμήν αυτού ναόν και τον σέβονται μεγάλως. Και επειδή η χώρα ήτο εύφορος και ο πληθυσμός πολύς, ηύξησαν ταχέως και ευτύχησαν. Εν τούτοις δεν περιωρίσθησαν να ζώσιν εν ειρήνη, αλλά νομίσαντες ότι ήσαν ισχυρότεροι των Αρκάδων, ηρώτησαν το μαντείον των Δελφών πώς να κατακτήσωσιν όλην την Αρκαδίαν· η δε Πυθία τοις είπε ταύτα·
«Την Αρκαδίαν με ζητείς; μέγα πράγμα ζητείς· δεν θα σε την δώσω. Εις την Αρκαδίαν υπάρχουσι πολλοί άνθρωποι τρεφόμενοι με βαλάνους, οίτινες θα σε εμποδίσωσιν. Εγώ όμως δεν σε φθονώ. Θα σοι δώσω την Τεγέαν διά να χορεύης εκεί με μέγαν κτύπον των ποδών, και πεδιάδα καλήν διά να την μοιρασθής με σχοίνον.»
Ακούσαντες οι Λακεδαιμόνιοι την απόκρισιν ταύτην ήτις ανηγγέλθη εις αυτούς, δεν εμερίμνησαν πλέον περί των άλλων Αρκάδων, αλλ' εστράτευσαν κατά των Τεγεατών φέροντες μεθ' εαυτών πέδας· πλήρεις δε πεποιθήσεως εις τον απατηλόν εκείνον χρησμόν, επίστευον ότι δεν τοις έμενεν άλλο ειμή να δέσωσι τους Τεγεάτας. Ηττήθησαν όμως εις την μάχην, και όσοι συνελήφθησαν ζώντες εδέθησαν με τας πέδας τας οποίας οι ίδιοι είχαν φέρει μεθ' εαυτών και εκαλλιέργουν την πεδιάδα της Τεγέας την οποίαν διενεμήθησαν μετρήσαντες με σχοίνον. Αι πέδαι με τας οποίας εδέθησαν εσώζοντο ακόμη εις τας ημέρας μου εις την Τεγέαν, κρεμάμεναι εις τον ναόν της Αλέας Αθηνάς.
67. Κατά τας προηγουμένας λοιπόν μάχας, πάντοτε επολέμουν κατά των Τεγεατών ανεπιτυχώς· αλλά κατά την εποχήν του Κροίσου, επί της βασιλείας του Αναξανδρίδου και του Αρίστωνος εις την Σπάρτην, ενίκησαν τέλος πάντων οι Σπαρτιάται, και ιδού πώς. Ιδόντες ότι πάντοτε ενικώντο, έπεμψαν να ερωτήσωσι το μαντείον των Δελφών ποίαν θεότητα έπρεπε να εξιλεώσωσι διά να φανώσι νικηταί. Η δε Πυθία τοις είπεν ότι θα νικήσωσιν όταν φέρωσιν εις τον τόπον των τα οστά του Ορέστου, υιού του Αγαμέμνονος. Επειδή δε δεν ήξευρον πού να εύρωσι τον τάφον του Ορέστου, έπεμψαν πάλιν να ερωτήσωσι τον θεόν εις ποίον μέρος έκειτο ο ήρως. Εις την ερώτησιν ταύτην η Πυρία απεκρίθη τα εξής·
«Υπάρχει εις την Αρκαδίαν Τεγέα τις, έν τινι πεδιάδι. Εκεί πνέουσι δύο άνεμοι προερχόμενοι υπό ισχυράς ανάγκης. Εκεί υπάρχει κτύπος και αντίκτυπος, το κακόν κείται επί του κακού. Εκεί η παρέχουσα τα προς το ζην γη κρύπτει τον υιόν του Αγαμέμνονος. Λάβε αυτόν και θα νικήσης τους Τεγεάτας.»
Ήκουσαν και ταύτα οι Λακεδαιμόνιοι· αλλά καίτοι αναζητήσαντες πανταχού, ουχ ήττον δεν ευκολύνθησαν το παράπαν εις την ανακάλυψιν, μέχρις ου ανεύρεν αυτά ο Λίχας, Σπαρτιάτης εκ των καλουμένων Αγαθοεργών, ήτοι εκ των πολιτών εκείνων οίτινες, πέντε κατ' έτος, εξερχόμενοι από τους ιππείς ως γεροντότεροι, οφείλουσι καθ' όλον το έτος το μετά την απαλλαγήν των εκ της υπηρεσίας να μεταβαίνωσιν όπου τους καλεί η ανάγκη της κοινότητος των Σπαρτιατών και να μη μένωσιν αργοί.
68. Ο Λίχας λοιπόν, είς των ανδρών τούτων, έκαμε την ανακάλυψιν ταύτην εις την Τεγέαν κατά σύμπτωσιν και εξ ιδίας αγχινοίας. Επειδή κατ' εκείνην την εποχήν συνεπεία ανακωχής είχον επαναληφθή αι σχέσεις μεταξύ των δύο πόλεων, ο Λίχας, εισελθών εις το εργαστήριον σιδηρουργού, τον παρετήρει ενώ εσφυρηλάτει τον σίδηρον και εξεπλήττετο δι' εκείνο το οποίον έβλεπεν. Ιδών αυτόν ο σιδηρουργός ότι εθαύμαζε, διέκοψε την εργασίαν του και τω είπε· «Πόσον θα εξεπλήττεσο, ω ξένε Λάκων, εάν έβλεπες εκείνο το οποίον είδον εγώ, αφού τώρα η τέχνη του σφυρηλατείν τον σίδηρον σοι προξενεί τόσον θαυμασμόν; Ήθελα να κατασκευάσω φρέαρ εις την αυλήν ταύτην· κατεγινόμην δε να σκάπτω, ότε το εργαλείον μου εκτύπησεν εις φέρετρον μακρόν επτά πήχεων. Το ήνοιξα, μη δυνάμενος να πιστεύσω ότι υπήρχαν ποτέ άνθρωποι μεγαλείτεροι παρ' όσον είναι σήμερον, και είδον ότι το πτώμα ήτο ίσον κατά το μήκος· αφού δε τα εμέτρησα, τα εκάλυψα πάλιν με τα χώμα.» Τοιουτοτρόπως ο σιδηρουργός διηγήθη ό,τι είδεν· ο δε Λίχας, σκεφθείς καλώς τα ρηθέντα, εσυμπέρανεν ότι κατά τον χρησμόν εκείνον έπρεπε να ήτο ο Ορέστης· παρατηρών τα δυο φυσητήρια, εύρεν ότι εκείνα ήσαν οι δύο άνεμοι· εν τη σφύρα και τω άκμονι ανεγνώρισε τον κτύπον και τον αντίκτυπον, και εν τω σφυρηλατουμένω σιδήρω το κακόν όπερ κείται επί του κακού, κρίνων ότι ο σίδηρος ανεκαλύφθη διά την δυστυχίαν των ανθρώπων. Αφού έκαμε τους στοχασμούς τούτους, επιστρέψας εις την Σπάρτην, ανεκοίνωσεν όλην την υπόθεσιν εις τους Λακεδαιμονίους. Ούτοι δε, υπό πεπλασμένην κατηγορίαν, τον εδίκασαν και τον κατεδίκασαν εις εξορίαν. Μεταβάς εις την Τεγέαν, είπεν εις τον χαλκέα την συμφοράν του και εζήτει να ενοικιάση την αυλήν του, την οποίαν ούτος ελυπείτο να την δώση· νικήσας τέλος την αντίστασίν του, εγκατεστάθη εις αυτήν. Τότε ήνοιξε τον τάφον, εσύναξε τα οστά και τα έφερεν εις την Σπάρτην. Απ' εκείνης δε της στιγμής, οσάκις οι δύο λαοί εδοκίμαζον τας δυνάμεις των, πάντοτε οι Λακεδαιμόνιοι ενίκων εις τας μάχας, και ήδη είχον καθυποτάξει το πλείστον μέρος της Πελοποννήσου.
69. Μαθών πάντα ταύτα ο Κροίσος έπεμψεν εις την Σπάρτην πρέσβεις με δώρα διά να ζητήση την συμμαχίαν της, παραγγείλας συγχρόνως αυτούς τι να είπωσι. Φθάσαντες δε ούτοι είπον τα εξής· «Ο βασιλεύς των Λυδών και άλλων εθνών Κροίσος μας πέμπει προς υμάς· ιδού τι λέγει· «Ω Λακεδαιμόνιοι, το μαντείον του θεού μοι εσύστησε να συμμαχήσω με τους Έλληνας. Επειδή δε υμείς εις την Ελλάδα κατέχετε την πρώτην θέσιν, διά τούτο σας προσκαλώ, εν ονόματι του μαντείου, να γενήτε σύμμαχοι και βοηθοί μου, άνευ δόλου και άνευ απάτης.» Και ο μεν Κροίσος ταύτα επρότεινε διά των πρέσβεών του· οι δε Λακεδαιμόνιοι, οίτινες και αυτοί είχον μάθει τον δοθέντα εις τον Κροίσον χρησμόν, ευχαριστήθησαν διά την έλευσιν των Λυδών και έδωκαν όρκους ξενίας και συμμαχίας· είχον δε και προηγουμένως λάβει ευεργετήματά τινα παρά του Κροίσου. Ότε οι Λακεδαιμόνιοι έπεμψαν εις τας Σάρδεις διά να αγοράσωσι τον χρυσόν τον οποίον εσκόπευον να μεταχειρισθώσι διά το άγαλμα του Απόλλωνος όπερ τώρα ευρίσκεται εις τον Θόρνακα της Λακωνικής, ο Κροίσος το έδωκεν εις αυτούς δωρεάν, μολονότι ούτοι ήθελον να το αγοράσωσιν.
70. Τούτων ένεκα λοιπόν οι Λακεδαιμόνιοι εδέχθησαν την συμμαχίαν, και επίσης διότι τους εξέλεξε κατά προτίμησιν από όλους τους άλλους Έλληνας διά να ζητήση την φιλίαν των. Και αφ' ενός μεν ήσαν έτοιμοι να τον βοηθήσωσιν εάν ήθελε τους προσκαλέσει, αφ' ετέρου δε κατασκευάσαντες χαλκούν κρατήρα, πεποικιλμένον εξωτερικώς μέχρι των χειλέων με σχήματα ζώων και χωρούντα τριακοσίους αμφορείς, τον εκόμιζον εις τας Σάρδεις θέλοντες να τον δώσωσιν ως δώρον εις τον Κροίσον αντί των όσων είχον λάβει παρ' αυτού. Αλλ' ο κρατήρ ούτος δεν έφθασεν εις τας Σάρδεις, και το πράγμα εξηγείται διττώς. Οι μεν Λακεδαιμόνιοι λέγουσιν ότι ο κρατήρ ενώ εκομίζετο εις τας Σάρδεις, έφθασεν εις τα ύδατα της Σάμου, και ότι οι Σάμιοι, μαθόντες τούτο, εισήλθον εις μακρά πλοία και τον ήρπασαν· οι δε Σάμιοι λέγουσιν ότι οι μεταφέροντες αυτόν Λακεδαιμόνιοι, βραδύναντες πολύ, έμαθον την πτώσιν των Σάρδεων και του Κροίσου και ότι τότε επώλησαν τον κρατήρα εις την νήσον Σάμον εις ανθρώπους ιδιώτας, οίτινες τον ηγόρασαν διά να τον αφιερώσωσιν εις τον ναόν της Ήρας. Ίσως εκείνοι οίτινες τον επώλησαν είπον κατά την εις Σπάρτην επιστροφήν των ότι τον ήρπασαν οι Σάμιοι. Ταύτα είναι τα του κρατήρος.
71. Ο Κροίσος λοιπόν, εξηγών λελανθασμένως τον χρησμόν, ητοίμαζεν εκστρατείαν κατά της Καππαδοκίας, ελπίζων ότι ήθελε καταλύσει τον Κροίσον και την δύναμιν των Περσών. Ενώ δε διήρκουν αι ετοιμασίαι αύται, Λυδός τις, ονόματι Σάνδανις, προ πολλού φημιζόμενος ως φρόνιμος άνθρωπος και του οποίου η ομιλία κατά την περίστασιν ταύτην ηύξησεν έτι μάλλον την φήμην του μεταξύ των συμπολιτών του, έδωκεν εις τον Κροίσον την εξής συμβουλήν· Ω βασιλεύ, προτίθεσαι να εκστρατεύσης εναντίον ανθρώπων οίτινες φορούσι δερματίνας αναξυρίδας και ενδύματα δερμάτινα, οίτινες τρώγουσιν όχι ό,τι θέλουσιν αλλ' ό,τι έχουσι, διότι η χώρα των είναι άφορος. Εκτός τούτου δεν γνωρίζουσι την χρήσιν του οίνου, αλλά πίνουσιν ύδωρ· δεν έχουσι σύκα να φάγωσιν ούτε άλλο τι καλόν. Εάν λοιπόν τους νικήσης, τι θα λάβης παρ' ανθρώπων μη εχόντων τίποτε; Εάν δε εξ εναντίας νικηθής, σκέφθητι πόσα αγαθά θα χάσης. Μόλις γευθώσι τα ιδικά μας αγαθά, θα προσκολληθώσιν εις αυτά και θα μας ήναι αδύνατον να ελευθερωθώμεν από αυτούς. Εγώ ευχαριστώ τους θεούς ότι δεν ενέπνευσαν εις τους Πέρσας την σκέψιν να στρατεύσωσι κατά των Λυδών.» Οι λόγοι όμως ούτοι δεν έπεισαν τον Κροίσον και αληθώς οι Πέρσαι, πριν υποτάξωσι τους Λυδούς, ούτε αβρόν τι είχον ούτε άλλο τι αγαθόν.
72. Οι Καππαδόκαι ονομάζονται από τους Έλληνας Σύριοι· υποτελείς όντες των Μήδων, πριν λάβωσι την αρχήν οι Πέρσαι, υπήκουον τότε εις τον Κύρον· διότι το μεταξύ του μηδικού και του λυδικού βασιλείου όριον ήτο ο ποταμός Άλυς, όστις εκ των ορέων της Αρμενίας καταβαίνει διά της Κιλικίας και ρέει ακολούθως έχων δεξιόθεν τους Ματιανούς και αριστερόθεν τους Φρύγας· αφού δε παρέλθη αυτούς, στρέφεται προς άρκτον, χωρίζων τους Συρίους Καππαδόκας από τους Παφλαγόνας, οίτινες κατοικούσι την αριστεράν όχθην. Τοιουτοτρόπως ο Άλυς χωρίζει σχεδόν όλας τας επαρχίας της Μικράς Ασίας, από της θαλάσσης της Κύπρου μέχρι του Ευξείνου πόντου· είναι δε το μέρος τούτο αυχήν όλης της χώρας του οποίου το μήκος, δι' ένα καλόν πεζοδρόμον, είναι πέντε ημερών οδός.
73. Ο Κροίσος εισήλθεν εις την Καππαδοκίαν, επιθυμών αφ' ενός μεν να την κατακτήση και να προσθέση την επαρχίαν ταύτην εις το βασίλειόν του, αφ' ετέρου δε πειθόμενος εις το μαντείον και ελπίζων να εκδικηθή τον Κύρον διά τον Αστυάγη· διότι ο Αστυάγης, υιός του Κυαξάρου, βασιλεύς των Μήδων, τον οποίον ο Κύρος, υιός του Καμβύσου, είχε καταστρέψει, ήτο γαμβρός του Κροίσου. Έγινε δε γαμβρός του τοιουτοτρόπως. Σώμα Σκυθών νομάδων αποστατήσαν έφυγε και ήλθεν εις την Μηδίαν. Κατ' εκείνον τον χρόνον εβασίλευεν εις τους Μήδους ο Κυαξάρης, υιός του Φραόρτου, εγγονός του Δηιόκου, όστις κατ' αρχάς μεν υπεδέχθη καλώς τους Σκύθας τούτους, ελθόντας ικέτας. Εις τοιαύτην δε εύνοιαν τους έλαβεν ώστε τοις παρέδωκε παίδας τινας διά να μάθωσι την γλώσσαν των και την τέχνην των τόξων. Οι άνθρωποι ούτοι, των οποίων η μόνη ενασχόλησις ήτο το κυνήγιον και οίτινες πάντοτε επέστρεφον με θήρευμά τι, συνέβη ημέραν τινά να επανέλθωσι με χείρας κενάς. Ο Κυαξάρης όστις, ως έδειξε, παρεφέρετο εις το έπακρον, εφέρθη προς αυτούς σκληρότατα και απρεπέστατα. Οι Σκύθαι συνησθάνθησαν την ύβριν ως άνθρωποι αδίκως παθόντες, και απεφάσισαν να φονεύσωσι τον ένα εκ των παίδων τους οποίους είχον πλησίον των και εδίδασκον, να μαγειρεύσωσι τας σάρκας του όπως εσυνείθιζον να μαγειρεύωσι το κρέας των θηρίων, να τας προσφέρωσιν εις τον Κυαξάρη λέγοντες εις αυτόν ότι ήτο εκ του κυνηγίου των, και αμέσως να φύγωσιν εις τας Σάρδεις, προς τον Αλυάττην, υιόν του Σαρδυάττου. Τούτο και έπραξαν· ώστε ο Κυαξάρης και οι συνδαιτυμόνες του έφαγον από εκείνα τα κρέατα, και οι Σκύθαι, μετά το έγκλημα τούτο, εγένοντο ικέται του Αλυάττου.
74. Ο Κυαξάρης τους απήτησεν, ο βασιλεύς των Σάρδεων ηρνήθη να τους παραδώση· πόλεμος λοιπόν εγένετο μεταξύ των Λυδών και των Μήδων, όστις διήρκεσε πέντε έτη κατά τα οποία οι δύο λαοί εναλλάξ ενίκων και ηττώντο. Συνέβη μάλιστα και είδος τι νυκτερινής μάχης κατά το έκτον έτος. Μέχρι τότε ο πόλεμος διεξήγετο ισορρόπως. Συνεπλάκησαν λοιπόν, αλλ' αίφνης, ενώ η συμπλοκή ήτο εις την ακμήν της, η ημέρα εγένετο νυξ. Ο Θαλής ο Μιλήσιος είχεν αναγγείλει την μεταβολήν ταύτην εις τους Ίωνας, και είχε μάλιστα προσδιορίσει εκ των προτέρων το έτος καθ' ο συνέβη (4). Οι Λυδοί και οι Μήδοι ιδόντες την νύχτα λαμβάνουσαν την θέσιν της ημέρας, διέκοψαν την μάχην, και μετά ταύτα αμφότεροι εφάνησαν προθυμότεροι να κάμωσιν ειρήνην. Οι συμφιλιώσαντες αυτούς ήσαν ο Συέννεσις ο Κίλιξ και ο Λαβύνητος ο Βαβυλώνιος. Αμφότεροι δε επέσπευσαν την συνθήκην, εξ ης επήλθε και επιγαμία, καθότι απεφάσισαν να δώση ο Αλυάττης την θυγατέρα του Αρύηνιν εις τον Αστυάγη, υιόν του Κυαξάρου. Και τωόντι, άνευ ισχυρού δεσμού, οι συμβιβασμοί ουδεμίαν έχουσιν ισχύν. Οι όρκοι παρά τοις έθνεσι τούτοις γίνονται διά του αυτού τρόπου ως και παρά τοις Έλλησι χαράττουσιν ελαφρώς τους βραχίονας και λείχουσι το αίμα αλλήλων.
75. Τούτον λοιπόν τον Αστυάγη όστις ήτο προς μητρός πάππος του, κατέστρεψεν ο Κύρος· βραδύτερον θα είπω διά ποίαν αιτίαν. Ο Κροίσος, μεμφόμενος διά την αιτίαν ταύτην τον Κύρον, ηρώτησε το μαντείον διά να μάθη εάν τω ήτο συγχωρημένον να επιχειρήση πόλεμον κατ' αυτού. Αφού δε έλαβε την διφορουμένην απόκρισιν, επίστευσεν ότι αύτη ήτο υπέρ αυτού και εκίνησε διά να εισβάλη εις την επικράτειαν των Περσών. Φθάσας εις τον Άλυν, διεβίβασε το στράτευμά του, ως μεν εγώ νομίζω διά των υπαρχουσών γεφυρών, ως διηγούνται δε οι Έλληνες διεύθυνε την διάβασιν ο Θαλής ο Μιλήσιος· διότι, λέγουσιν, αι γέφυραι δεν ήσαν ακόμη κατεσκευασμέναι και ο Κροίσος εδυσκολεύετο να επιχειρήση ταύτην, όταν ο Θαλής, όστις ευρίσκετο εις το στρατόπεδον, αποτρέψας τον ποταμόν, τον έκαμε να τρέχη ουχί προς τα αριστερά αλλά προς τα δεξιά του στρατού. Έπραξε δε τούτο διά του ακολούθου τρόπου· άνωθεν του στρατοπέδου ήρχισε να σκάπτη διώρυγα βαθείαν και την έφερε μηνοειδή όπως κυκλώση όπισθεν το στρατόπεδον. Εις αυτήν την διώρυγα πίπτων ο ποταμός άφινε το πρώτον ρεύμα, και αφού περιήρχετο το στρατόπεδον, επανήρχετο εις τον πρώτον δρόμον του. Ούτω δε, επειδή εσχίσθη ο ποταμός, εγένετο διαβατός και κατά τα δύο μέρη. Τινές λέγουσιν ότι η αρχαία κοίτη ευρέθη όλως ξηρά· αλλ' εγώ δεν δύναμαι να παραδεχθώ την διήγησιν ταύτην, διότι πώς εις την επιστροφήν των διέβησαν αυτόν οι Λυδοί;
76. Διαβάς ο Κροίσος τον ποταμόν μετά του στρατεύματος έφθασεν εις την Πτερίαν της Καππαδοκίας· η πόλις αύτη, κειμένη απέναντι της Σινώπης επί του Ευξείνου Πόντου, είναι το ισχυρότατον μέρος της χώρας. Εκεί δε στρατοπεδευσάμενος έφθειρε τους αγρούς των Συρίων· εκυρίευσε δε την πόλιν των Πτερίων και εξηνδραπόδισε τους κατοίκους· εκυρίευσε προς τούτοις όλας τας πλησιοχώρους πόλεις και κατέστρεψεν ολοσχερώς τους κατοίκους των χωρίς να τω πταίσωσιν εις τίποτε. Ο δε Κύρος, συναθροίσας όλας τας δυνάμεις του και παραλαβών πάντας τους μεταξύ οικούντας επροχώρει εις απάντησιν του Κροίσου. Πριν κινήση το στράτευμα, είχε πέμψει κήρυκας προς τους Ίωνας προσπαθών να τους αποσπάση από τον Κροίσον, αλλά δεν το κατώρθωσεν. Ανεχώρησεν όμως και ήλθε να στρατοπεδεύση απέναντι των Λυδών· οι δύο στρατοί εδοκίμασαν τας δυνάμεις των εις την πεδιάδα της Πτερίας. Η συμπλοκή εγένετο τρομερά· εκατέρωθεν έπεσαν πολλοί, η δε νίκη ήτο αμφίρροπος, ότε επήλθεν η νυξ και διεχώρισε τους μαχομένους. Τοιαύτη υπήρξεν η πρώτη μάχη αυτών (5).
77. Ο Κροίσος απέδωκε το αποτέλεσμα τούτο εις τον υποδεέστερον αριθμόν του στρατού του· και ήτο τωόντι ο στρατός του ολιγώτερος του στρατού του Κύρου· επομένως, την ακόλουθον ημέραν, επειδή ο Κύρος δεν εξήλθε κατ' αυτού, επέστρεψεν εις τας Σάρδεις διανοούμενος να προσκαλέση τους Αιγυπτίους κατά τας συνθήκας (καθότι είχε κάμει συμμαχίαν με τον βασιλέα της Αιγύπτου Άμασιν πριν κάμη με τους Λακεδαιμονίους), να μηνύση να έλθωσι και οι Βαβυλώνιοι (οίτινες ήσαν επίσης σύμμαχοί του και εβασίλευεν επ' αυτών ο Λαβύνητος), και να ειδοποιήση τους Λακεδαιμονίους να παρευρεθώσιν εις προσδιορισθησομένην ώραν. Κατ' αυτόν, διά να συναθροισθώσιν όλοι ούτοι οι σύμμαχοι και συγκεντρωθώσιν αι ίδιαί του δυνάμεις, απητείτο όλος ο χειμών, και εσκόπευεν, άμα τη επανόδω του έαρος, να επαναλάβη τας επιχειρήσεις του εναντίον των Περσών. Και αυτός μεν, τοιούτους σκοπούς έχων, άμα επέστρεψεν εις τας Σάρδεις, έπεμψε κήρυκας προς τους συμμάχους διά να είπωσιν εις αυτούς να συναχθώσι μετά πέντε μήνας εις την πόλιν ταύτην. Εις το παρόν δε στράτευμα, όπερ επολέμησε κατά των Περσών και ήτο ξενικόν, έδωκεν άδειαν να διαλυθή, μηδόλως υποπτεύων ότι μετά μάχην ης η έκβασις ήτο τόσον αμφίρροπος, ο Κύρος θα εβάδιζε κατά των Σάρδεων.
78. Ενώ ο Κροίσος ελάμβανε τα μέτρα ταύτα, όλον το έδαφος των Σάρδεων επληρώθη υπό όφεων. Εις την εμφάνισιν αυτών οι ίπποι, αφίνοντες τας βοσκάς των, έτρεχον να τους καταφάγωσιν. Ιδών το γινόμενον ο Κροίσος εστοχάσθη, όπως και ήτο πράγματι, ότι ήτο θαύμα. Αμέσως λοιπόν έπεμψε να ερωτήση τους μάντεις της Τελμησσού. Ελθόντες οι απεσταλμένοι του και μαθόντες από τους Τελμησσείς τι εσήμαινε το σημείον εκείνο, δεν επρόφθασαν να φέρωσιν εις τον κύριόν των την εξήγησιν, διότι πριν τους επαναφέρη το πλοίον των εις τας Σάρδεις, ο Κροίσος ήτο αιχμάλωτος. Οι Τελμησσείς εξήγησαν ότι ο Κροίσος έπρεπε να προσμένη στράτευμα αλλοεθνές εισβάλλον εις την χώραν του και καταστρέφον τους κατοίκους, διότι ο όφις σημαίνει τέκνον της γης και ο ίππος πολέμιον και ξένον. Βεβαίως οι Τελμησσείς έδωκαν την απόκρισιν ταύτην αφού ο βασιλεύς εγένετο ήδη αιχμάλωτος, αλλά δεν εγνώριζον τίποτε μήτε περί αυτού μήτε περί των Σάρδεων.
79. Ο δε Κύρος μαθών ότι ο Κροίσος όστις, μετά την εν Πτερία μάχην, είχεν αρχίσει την υποχώρησιν, έμελλε να διαλύση τα στρατεύματά του, απεφάσισε να βαδίση κατά των Σάρδεων όσον το δυνατόν ταχύτερον· εθεώρει δε την επιτυχίαν του βεβαίαν εάν κατώρθονε να φθάση εκεί πριν οι Λυδοί δυνηθώσι να ενώσωσι τας δυνάμεις των εκ δευτέρου. Συγχρόνως με την απόφασιν εγένετο και η εκτέλεσις· ο περσικός στρατός διέσχισε την Λυδίαν, και ο Κύρος εγένετο απεσταλμένος εαυτού προς τον Κροίσον. Τότε ο Κροίσος περιελθών εις μεγάλην αμηχανίαν, διότι τα πράγματα έλαβον αλλοίαν τροπήν παρ' ό,τι αυτός προέβλεπεν, έφερεν ουχ ήττον τους Λυδούς εις μάχην. Κατ' εκείνον τον χρόνον δεν υπήρχεν εις την Ασίαν έθνος ανδρειότερον και πολεμικώτερον από το Λυδικόν· εμάχετο δε με ίππους, εκράτει μεγάλα δόρατα και είχεν επιτηδειοτάτους ιππείς.
80. Οι δε στρατοί συνηντήθησαν προ των Σάρδεων εις πεδιάδα μεγάλην και άδενδρον την οποίαν διασχίζουσι μεγάλοι ποταμοί οίτινες όλοι, μετά του Ύλου, πίπτουσιν εις το ευρύτατον ρεύμα του Έρμου, όστις τρέχων εκ του ιερού όρους του αφιερωμένου εις την μητέρα Κυβέλην, χύνεται εις την θάλασσαν πλησίον της Φωκαίας. Επί τοιούτου εδάφους ο Κύρος, όταν είδε τους Λυδούς παρατεταγμένους εις μάχην, εφοβήθη το ιππικόν των, και κατά συμβουλήν του Μήδου Αρπάγου, έκαμε τα εξής· απεφόρτωσε τας καμήλους όσαι μετεκόμιζον διά τον στρατόν τρόφιμα και σκεύη, τας συνήθροισε και ανεβίβασεν επ' αυτών άνδρας ωπλισμένους ως ιππείς. Οι άνδρες ούτοι εσχημάτισαν την πρώτην γραμμήν του Κύρου και τους αντέταξε προς το λυδικόν ιππικόν, διέταξε δε τον πεζόν στρατόν να ακολουθή τας καμήλους, και όπισθεν των πεζών έθεσεν όλον το ιππικόν. Σχηματίσας τοιουτοτρόπως τας τάξεις του, διέταξε να μη φεισθώσιν ουδενός και να φονεύσωσιν όλους τους Λυδούς όσοι ήθελον αντισταθή, εκτός μόνου του Κροίσου, έστω και αν ήθελεν αντισταθή· τοιαύται ήσαν αι παραγγελίαι του, και ιδού διατί αντέταξε τας καμήλους του εναντίον του εχθρικού ιππικού. Ο ίππος φοβείται την κάμηλον· δεν δύναται να υποφέρη μήτε την θέαν της όταν την ιδή, μήτε την οσμήν της εάν την οσφρανθή. Διά του στρατηγήματος τούτου ο Κύρος ήθελε να καταστήση άχρηστον το ιππικόν επί του οποίου εβασίζετο ο Κροίσος ότι ήθελε καταγάγει νίκην λαμπράν. Τωόντι, άμα εγένετο η συμπλοκή, οι ίπποι ωσφράνθησαν τας καμήλους, τας είδον, ανέστρεψαν εις τα οπίσω και η τελευταία ελπίς του Κροίσου απέτυχεν. Αλλ' οι Λυδοί δεν εφάνησαν δειλοί· όταν ενόησαν το γενόμενον, επήδησαν από τους ίππους και συνεπλάκησαν με τους Πέρσας πεζοί. Ύστερον δε, αφού έπεσαν πολλοί εκατέρωθεν, οι Λυδοί ετράπησαν εις φυγήν, και περικλεισθέντες εις τα τείχη των επολιορκούντο υπό των Περσών.
81. Ενώ ο εχθρός επολιόρκει την πόλιν, ο Κροίσος, νομίζων ότι η πολιορκία ήθελε παραταθή, έπεμψεν εκ του τείχους νέους απεσταλμένους προς τους συμμάχους. Πρότερον τους είχε προσκαλέσει να έλθωσι κατά τον πέμπτον μήνα εις τας Σάρδεις, τώρα δε τοις εζήτει ταχίστην βοήθειαν, αναγγέλλων αυτοίς ότι οι εχθροί τον επολιόρκουν.
82. Έπεμψε λοιπόν προς όλους τους συμμάχους του και ιδίως εις την Λακεδαίμονα. Αλλά κατ' εκείνον τον χρόνον έρις τις είχεν αναφυή μεταξύ των Σπαρτιατών και των Αργείων περί της χώρας της καλουμένης Θυρέας. Την Θυρέαν ταύτην, αποτελούσαν μέρος της Αργολίδος, είχον αρπάσει οι Λακεδαιμόνιοι· καθότι όλον εκείνο το μέρος προς δυσμάς μέχρι της Μαλέας άκρας, τόσον η ήπειρος, όσον και τα Κύθηρα και αι λοιπαί νήσοι ανήκον εις τους Αργείους. Οι Αργείοι έλαβον τα όπλα διά να επανακτήσωσι την αφαιρεθείσαν από αυτούς γην· και ελθόντες εις ομιλίαν συνεφώνησαν να πολεμήσωσι τριακόσιοι εξ εκατέρου μέρους και οι νικηταί να λάβωσι την διαφιλονεικουμένην γην. Οι δύο στρατοί ώφειλον να επανέλθωσιν εις τας πατρίδας των και να μη παρασταθώσιν εις την μάχην, μήπως, βλέποντες τους ιδικούς των νικωμένους, αποπειραθώσι να τους βοηθήσωσι· Συμφωνηθέντων τούτων, οι μεν στρατοί ανεχώρησαν, οι δε εκλεχθέντες εκατέρωθεν άνδρες έμειναν και ήλθον εις χείρας. Επολέμησαν δε μετά τοσαύτης ισότητος δυνάμεων, ώστε, εκ των εξακοσίων συμπλακέντων ανδρών, τρεις μόνον επέζησαν· ο Αλκήνωρ και ο Χρόμιος από τους Αργείους, και ο Οθρυάδης από τους Λακεδαιμονίους. Έμεινον δε ούτοι ζώντες διότι επήλθεν η νυξ. Οι δε Αργείοι, νομίζοντες εαυτούς νικητάς, έδραμον εις το Άργος· αλλ' ο Λακεδαιμόνιος Οθρυάδης, σκυλεύσας τα εχθρικά πτώματα και κομίσας τα όπλα εις το στρατόπεδον των Λακεδαιμονίων, έμεινεν εις την θέσιν του. Την επιούσαν οι δύο στρατοί, μαθόντες το αποτέλεσμα, έδραμον, και επί τινα χρόνον αμφότεροι οικειοποιούντο την νίκην· οι μεν Αργείοι λέγοντες ότι εξ αυτών επέζησαν οι περισσότεροι, οι δε Λακεδαιμόνιοι ότι ο Σπαρτιάτης έμεινεν εις το πεδίον της μάχης και εσκύλευσε τους νεκρούς. Η έρις επερατώθη διά μάχης εις ην πολλοί εφονεύθησαν εκατέρωθεν και επί τέλους ενίκησαν οι Λακεδαιμόνιοι. Από της εποχής εκείνης οι Αργείοι κόπτουσι τας κόμας των τας οποίας άλλοτε κατ' ανάγκην άφινον κυματιζούσας· έκαμαν δε νόμον και εψήφισαν κατάραν κατά παντός Αργείου όστις ήθελεν αφήσει κόμην μακράν και κατά πάσης Αργείας ήτις ήθελε φορέσει χρυσά κοσμήματα πριν ανακτηθή η Θυρέα. Οι δε Λακεδαιμόνιοι έθεσαν νόμον όλως εναντίον· ενώ πρότερον έκειρον την κόμην, απ' εκείνης της εποχής άφινον αυτήν να αυξάνη. Διηγούνται δε ότι ο Οθρυάδης, ο επιζήσας εκ των τριακοσίων, αισχυνόμενος να επιστρέψη εις την Σπάρτην ενώ οι σύντροφοι του είχον φονευθή, ηυτοκτόνησεν εκεί εις την Θυρέαν.
83. Εις τοιαύτην κατάστασιν ήσαν τα πράγματα της Σπάρτης όταν έφθασεν ο κήρυξ εκ των Σάρδεων, παρακαλών αυτούς να βοηθήσωσι τον Κροίσον πολιορκούμενον. Μόλις όμως τον ήκουσαν, έσπευσαν να υπάγωσιν εις βοήθειάν του. Τα πλοία των ήσαν έτοιμα και αυτοί παρεσκευασμένοι να αναχωρήσωσιν, ότε δεύτερος απεσταλμένος τοις ανήγγειλε την πτώσιν της ακροπόλεως και την αιχμαλωσίαν του Κροίσου· εθεώρησαν λοιπόν το συμβάν ως μέγα δυστύχημα και έμειναν.
84. Ιδού δε πώς εκυριεύθησαν αι Σάρδεις· κατά την δεκάτην τετάρτην ημέραν της πολιορκίας ο Κύρος διεκήρυξε δι' ανδρών εφίππων εις όλας τας τάξεις του στρατού ότι θα ανταμείψη εκείνον όστις πρώτος ήθελεν αναβή επί των επάλξεων. Κατά συνέπειαν της υποσχέσεως ταύτης ο στρατός έκαμε πολλάς αποπείρας αλλ' άνευ αποτελέσματος και έμενεν ησυχάζων, ότε ανήρ τις εκ του έθνους των Μάρδων, καλούμενος Υροιάδης, απεπειράθη να αναβή εις μέρος τι της ακροπόλεως όπου δεν έθετον φύλακας, διότι ποτέ δεν επίστευον να κυριευθή απ' εκείνο το μέρος όπερ ήτο απότομον και απροσπέλαστον. Τούτου ένεκα ούτε ο Μήλης, ο πρώτος βασιλεύς των Σάρδεων, δεν είχε περιφέρει κατ' εκείνο το μέρος τον λέοντα τον οποίον εγέννησεν η παλλακίς του όταν οι Τελμησσείς είπον ότι εάν ο λέων περιεφέρετο εις τας επάλξεις, αι Σάρδεις θα ήσαν ανάλωτοι. Ο Μήλης λοιπόν τον περιέφερεν εις όλα τα μέρη εκ των οποίων ηδύνατο να προσβληθή η ακρόπολις, και παρημέλησε το μέρος εκείνο ως απρόσιτον. Είναι δε τούτο αντικρύ του όρους Τμώλου. Αυτός λοιπόν ο Μάρδος Υροιάδης, ιδών την προλαβούσαν ημέραν Λυδόν τινα καταβαίνοντα εκείθεν διά να λάβη περικεφαλαίαν κυλίσασαν άνωθεν, εσκέφθη και απεφάσισεν· ανέβη κατόπιν του Λυδού και άλλοι Πέρσαι τον εμιμήθησαν. Τοιουτοτρόπως δε, επειδή ανέβησαν πολλοί, εκυριεύθη η πόλις και ελεηλατήθη.
85. Ιδού τότε τι συνέβη και εις αυτόν τον Κροίσον. Είχεν υιόν περί του οποίου ωμίλησα προ ολίγου, καλόν μεν κατά τα άλλα, πλην άλαλον. Κατά τον καιρόν της ευτυχίας του ο Κροίσος ουδέν παρημέλησε διά να τον θεραπεύση· ιδίως δε ένεκα τούτου ηρώτησε το μαντείον των Δελφών, και η Πυθία απεκρίθη τα εξής·
«Ω Λυδέ, βασιλεύ πολλών, ω Κροίσε ανοητότατε. Μη εύχεσαι ν' ακούσης εις την κατοικίαν σου την ποθητήν φωνήν του ομιλούντος υιού σου· συμφερότερον σε είναι να μένη άλαλος, διότι θα ομιλήση πρώτην φοράν εις ημέραν δυστυχή.»
Τωόντι, κυριευθέντος του τείχους, είς των Περσών ολίγον έλειψε να φονεύση τον Κροίσον, μη γνωρίζων αυτόν· ο βασιλεύς εν τούτοις τον είδεν ορμώντα εναντίον του και έμεινεν αδιαφορών ένεκα της παρούσης δυστυχίας του και ουδόλως μεριμνών εάν έπιπτεν υπό τα κτυπήματά του. Αλλ' ο υιός του, ο άλαλος εκείνος, εις την απειλητικήν θέαν του Πέρσου, καταληφθείς υπό φόβου και θλίψεως, εξέβαλε φωνήν και είπεν· «Ω άνθρωπε, μη φονεύσης τον Κροίσον.» Αύται ήσαν αι πρώται λέξεις τας οποίας επρόφερε· και απ' εκείνης της ώρας ωμίλει μέχρι τέλους του βίου του.
86. Εκυρίευσαν λοιπόν οι Πέρσαι τας Σάρδεις και εζώγρησαν τον Κροίσον, όστις, μετά δεκατεσσάρων ετών βασιλείαν και δεκατεσσάρων ημερών πολιορκίαν, κατέστρεψεν, ως προείπεν ο χρησμός, μεγάλην αρχήν, την ιδίαν εαυτού. Λαβόντες δε αυτόν οι Πέρσαι, τον έφερον εις τον Κύρον, όστις διέταξε να σωρεύσωσι μεγάλην πυράν όπου ανεβίβασε τον Κροίσον δεδεμένον με πέδας και μετ' αυτού δεκατέσσαρας νέους Λυδούς, είτε σκοπεύων να προσφέρη τα ακροθίνια ταύτα εις θεότητά τινα (6), είτε διά να εκπληρώση ευχήν τινα, είτε, επειδή είχεν ακούσει ότι ο Κροίσος ήτο θεοσεβής, διά να ιδή εάν επί της πυράς θεός τις ήθελε τον προφυλάξει από του να καή ζων. Όπως και αν έχη το πράγμα, έπραξεν όσα ανέφερα ο δε Κροίσος, τεθείς επί της πυράς, ενθυμήθη με όλα του τα δεινά τον Σόλωνα και τους λόγους τους οποίους ούτος, κατ' έμπνευσιν θείαν, τω είχεν ειπεί ότι δηλαδή κανείς άνθρωπος δεν είναι ευδαίμων. Ενθυμηθείς ταύτα εστέναξεν, έρρηξε την σιωπήν και επανέλαβε τρις το όνομα του Σόλωνος. Ο Κύρος τον ήκουσε και διέταξε τους διερμηνείς του να τον ερωτήσωσι ποίον επεκαλείτο πλησιάσαντες ούτοι τον ηρώτησαν, αλλά παρήλθεν αρκετή ώρα πριν αποκριθή. Τέλος, επειδή τον εβίαζον, είπεν «Είναι άνθρωπος του οποίου αι συμβουλαί είναι προτιμότεραι εις τους βασιλείς παρά όλα τα πλούτη.» Και επειδή ουδείς ενόησε την απόκρισιν ταύτην, εζήτησαν να εξηγηθή βαρυνθείς δε τας επιμόνους ερωτήσεις των, τοις είπεν ότι Αθηναίος τις, ο Σόλων, ήλθεν άλλοτε εις τας Σάρδεις, ότι είδεν όλα τα πράγματα, ότι περιεφρόνησε τα πλούτη του και ότι προσέθηκε λόγους οίτινες διά τον Κροίσον έμελλον να πραγματοποιηθώσιν όπως τους είχεν ειπεί, αν και οι λόγος του Αθηναίου δεν απευθύνοντο προς αυτόν ατομικώς αλλά προς όλον το ανθρώπινον γένος και ιδίως εις εκείνους οίτινες νομίζουσιν εαυτούς ευτυχείς. Διαρκούσης της διηγήσεως ταύτης, η πυρά, αναφθείσα ήδη, έκαιεν όλα τα πέριξ, όταν ο Κύρος, εις ον οι διερμηνείς ανεκοίνωσαν όσα είπεν ο Κροίσος, μετεμελήθη εσκέφθη ότι άνθρωπος ων έμελλε να παραδώση εις τας φλόγας άνθρωπον ζώντα όστις δεν υπήρξε κατώτερος αυτού κατά την ευδαιμονίαν εφοβήθη μήπως η πράξις του αύτη τιμωρηθή εσκέφθη ότι ουδέν ανθρώπινον διαρκές και διέταξε να σβύσωσι τάχιστα την πυράν και να καταβιβάσωσι τον Κροίσον και τους μετ' αυτού αλλ' οι άνθρωποί του, με όλας τας προσπαθείας των, δεν ηδυνήθησαν να σταματήσωσι το πυρ.
87. Τότε, ως λέγουσιν οι Λυδοί, ο Κροίσος, ιδών ότι ο Κύρος μετενόησεν, ότι όλοι κατεγίνοντο να σβέσωσι το πυρ και ότι δεν ηδύναντο να το κατορθώσωσιν, επεκαλέσθη την βοήθειαν του Απόλλωνος, ικετεύων αυτόν, εάν ποτε τω προσέφερε δώρον ευχάριστον, να τον σώση από τον έσχατον εκείνον κύνδυνον. Ταύτα προσευχόμενος έκλαιεν. Αίφνης δε, ενώ ο ουρανός ήτο αίθριος και ήρεμος, συνεσωρεύθησαν νέφη, θύελλα εξερράγη και έπεσε βροχή ορμητικωτάτη ήτις έσβεσε την πυράν. Τότε ο Κύρος ανεγνώρισεν ότι ο Κροίσος ήτο άνθρωπος καλός και αγαπητός εις τους θεούς, τον κατεβίβασεν από την πυράν και τω είπε· «Κροίσε, ποίος θνητός σε συνεβούλευσε να εισβάλης ένοπλος εις την χώραν μου, και να προτιμήσης την έχθραν μου; — Ω βασιλεύ, απεκρίθη ο Κροίσος, ταύτα έπραξα διά την ιδικήν σου ευτυχίαν και την ιδικήν μου απώλειαν. Ο θεός των Ελλήνων είναι αιτία τούτου· αυτός με παρώτρυνε να λάβω τα όπλα, διότι ουδείς είναι τόσον άφρων ώστε να προτιμήση τον πόλεμον αντί της ειρήνης. Εν ειρήνη, τα τέκνα θάπτουσι τους πατέρας των· εν πολέμω, οι πατέρες θάπτουσι τα τέκνα των. Αλλ' ούτως ηθέλησαν οι θεοί, να συμβώσιν όσα συνέβησαν.»
88. Ο μεν Κροίσος ταύτα είπεν· ο δε Κύρος, λύσας τα δεσμά του, τον εκάθισε πλησίον του και εφέρθη προς αυτόν μετά μεγάλου σεβασμού· αυτός ο ίδιος και οι περί αυτόν τον παρετήρουν μετά θαυμασμού. Εν τούτοις ο Κροίσος, παραδεδομένος εις τας σκέψεις του, εσιώπα. Έπειτα στραφείς είδε τους Πέρσας καταγινομένους να λεηλατώσι την πόλιν και ανέκραξεν· «Ω βασιλεύ, πρέπει να σοι είπω ό,τι φρονώ ή είναι προτιμότερον να σιωπήσω εις την παρούσαν περίστασιν;» Επιτρέψαντος δε του Κύρου να είπη θαρρούντως ό,τι ήθελεν, εκείνος ηρώτησε λέγων· «Τι πράττει μετά τόσης σπουδής το πολύ εκείνο πλήθος; — Λεηλατεί την πόλιν και αρπάζει τους θησαυρούς σου, απεκρίθη ο Κύρος. — Ούτε την πόλιν μου λεηλατεί, ούτε τους θησαυρούς μου αρπάζει, διότι ουδέν τούτων μοι ανήκει πλέον· λεηλατεί και αρπάζει τα ιδικά σου.»
89. Εκπλαγείς ο Κύρος διά την απόκρισιν ταύτην, απεμάκρυνεν όλους και ηθέλησε να μάθη παρά του Κροίσου τι προέβλεπε δι' αυτόν εις εκείνα τα οποία συνέβαινον. Ο Κροίσος απεκρίθη· «Αφού οι θεοί με παρέδωκαν αιχμάλωτόν σου, νομίζω δίκαιον, εάν βλέπω τι το οποίον συ δεν βλέπεις, να σοι το λέγω. Οι Πέρσαι είναι φύσει θρασείς και στερούνται χρημάτων. Εάν λοιπόν τους αφήσης να διαρπάζωσι και να κρατώσι δι' εαυτούς πλούσια πράγματα, ιδού τι θα ακολουθήση εις σε· εκείνον όστις λάβη τα περισσότερα, θα αναγκασθής μετ' ολίγον να τον πολεμήσης ως επαναστάτην. Τώρα λοιπόν, εάν σοι αρέσκωσιν αι συμβουλαί μου, πράξον ό,τι θα σε είπω· θέσον εις όλας τας πύλας φύλακας εκ των δορυφόρων σου οίτινες να λέγωσιν εις όσους εξέρχονται βαστάζοντες λάφυρα να αφιερώσι το δέκατον τούτων εις τον Δία. Τοιουτοτρόπως και συ δεν θα γίνης μισητός εις αυτούς λαμβάνων τα πράγματα διά της βίας, και εκείνοι, αναγνωρίζοντες ότι απαιτείς πράγμα δίκαιον, θα υπακούσωσι προθύμως.»
90. Πολύ ευχαριστήθη ο Κύρος ακούων αυτόν, διότι όλαι αι συμβουλαί του τω εφάνησαν ορθαί. Παρήγγειλε λοιπόν εις τους φύλακας του να εκτελέσωσιν όσα τω είχεν υπαγορεύσει εκείνος και ακολούθως τω είπε· «Κροίσε, επειδή εξακολουθείς να ομιλής και να φέρεσαι ως βασιλεύς, ζήτησον παρ' εμού ό,τι θέλεις και θα το λάβης αμέσως. — Ω δέσποτα, απεκρίθη ο Κροίσος, η μεγαλειτέρα ευεργεσία την οποίαν δύνασαι να πράξης προς εμέ είναι να μοι επιτρέψης να στείλω τας πέδας ταύτας εις τον θεόν των Ελλήνων, εις εκείνον εκ των θεών τον οποίον ετίμησα υπερβαλόντως, και να τον ερωτήσω εάν νομίζη δίκαιον να απατά εκείνους οίτινες πράττουσι προς αυτόν καλόν.» Ο Κύρος εζήτησε να μάθη διά ποίαν αιτίαν παρεπονείτο και ο Κροίσος τω διηγήθη τα σχέδια του και τας αποκρίσεις του μαντείου· τω περιέγραψε τα αφιερώματά του και τω είπε πώς, παρακινούμενος υπό των προρρήσεων της Πυθίας, απεφάσισε να επιχειρήση πόλεμον κατά των Περσών· ετελείωσε δε την διήγησίν του επιμείνας εις την επιθυμίαν του να πέμψη εις τον θεόν διά να τον ονειδίση. Τότε ο Κύρος, γελάσας είπε· «Και τούτο σοι επιτρέπω, ω Κροίσε, και ει τι άλλο ήθελες ζητήσει εις το μέλλον παρ' εμού.» Ταύτα είπεν, ο δε Κροίσος άνευ αναβολής έπεμψε Λυδούς εις τους Δελφούς, διατάξας αυτούς να κρεμάσωσι τα δεσμά του εις την είσοδον του ναού και να ερωτήσωσι τον θεόν εάν δεν ησχύνετο διά τους χρησμούς με τους οποίους παρώτρυνε τον Κροίσον να επιχειρήση τον πόλεμον κατά των Περσών, επί τη ελπίδι ότι ήθελε καταστρέψει την αρχήν του Κύρου· δεικνύοντες δε τας πέδας να τω είπωσιν ότι τοιαύτα ακροθίνια τω προσφέρουσι· και τέλος να τον ερωτήσωσιν εάν οι ελληνικοί θεοί συνειθίζωσι να ήναι αχάριστοι.
91. Οι Λυδοί έφθασαν εις τους Δελφούς και είπον τα παραγγελθέντα· λέγεται δε ότι η Πυθία απεκρίθη εις αυτούς τα ακόλουθα· «Εκείνο το οποίον έγραψεν η μοίρα, ούτε θεός δεν δύναται να το αποφύγη. Ο Κροίσος απέτισε το έγκλημα του πέμπτου πάππου του όστις, δορυφόρος ων των Ηρακλειδών, ηκολούθησε τας συμβουλάς δολίας γυναικός, εφόνευσε τον κύριόν του και κατέλαβε θρόνον εις τον οποίον ουδέν δικαίωμα είχε. Με όλην δε την επιθυμίαν ην είχεν ο Απόλλων να συμβώσιν αι καταστροφαί των Σάρδεων επί του υιού του Κροίσου και ουχί επ' αυτού του Κροίσου, δεν ήτο εις την εξουσίαν αυτού του θεού να μεταβάλη το πεπρωμένον· παν ό,τι ηδυνήθη να επιτύχη, το έπραξε χάριν του Κροίσου. Επί τρία έτη ανεβλήθη η άλωσις των Σάρδεων. Ας μάθη όμως ο Κροίσος ότι εγένετο αιχμάλωτος τρία έτη μετά τον προσδιωρισμένον υπό της μοίρας χρόνον. Εκτός τούτου, όταν η πυρά έμελλε να τον κατακαύση, ο Απόλλων τον εβοήθησεν. Όσον δ' αφορά τον δοθέντα χρησμόν, ο Κροίσος έχει άδικον να παραπονήται κατ' αυτού, καθότι ο Απόλλων τω προείπεν ότι, εάν επεχείρει πόλεμον κατά των Περσών, θα κατέστρεφε μεγάλην αρχήν. Εάν ο Κροίσος ήτο φρόνιμος, έπρεπε να πέμψη και εκ δευτέρου διά να πληροφορηθή περί ποίας αρχής επρόκειτο, περί της του Κύρου ή της ιδικής του. Αλλ' ούτε τον χρησμόν ενόησεν, ούτε εζήτησεν εξηγήσεις· ποίον λοιπόν έπρεπε να αιτιάται ειμή εαυτόν; Αλλ' ουδέ την απόκρισιν ενόησε του θεού όταν ούτος τω ωμίλησε περί του ημιόνου. Ο ημίονος δεν ήτο άλλος ή αυτός ο Κύρος όστις εγεννήθη εκ δύο διαφόρων φυλών, εκ μητρός ευγενεστέρας και πατρός κατωτέρου. Η μήτηρ ήτο Μηδίς, θυγάτηρ του Αστυάγους, βασιλέως των Μήδων· ο πατήρ ήτο Πέρσης και υποτελής των Μήδων· κατώτερος δε ων αυτής υπό όλας τας επόψεις, έλαβε γυναίκα την δέσποινάν του.» Τοιαύτη ήτο η απόκρισις της Πυθίας, οι δε Λυδοί επιστρέψαντες εις τας Σάρδεις ανεκοίνωσαν αυτήν εις τον Κροίσον όστις ακούσας αυτούς επείσθη ότι έπταιεν αυτός και ουχί ο θεός.
92. Ταύτα είναι τα αφορώντα την βασιλείαν του Κροίσου και την πρώτην υποδούλωσιν των Ιώνων. Υπάρχουσι δε εις την Ελλάδα και άλλα πολλά αφιερώματα του βασιλέως τούτου, εκτός εκείνων τα οποία εμνημόνευσα. Εις τας Θήβας της Βοιωτίας υπάρχει τρίπους χρυσούς, τον οποίον αφιέρωσεν εις τον Ισμήνιον Απόλλωνα· εις την Έφεσον αι χρυσαί δαμάλεις και αι πλείσται των στηλών εις τους Δελφούς, μεγάλη χρυσή ασπίς εις τον ναόν της Αθηνάς. Όλα ταύτα τα αντικείμενα εσώζοντο ακόμη επί των ημερών μου, τα δε άλλα κατεστράφησαν. Τα αναθήματα του Κροίσου εις τους Βραγχίδας των Μιλησίων, ως ακούω, ήσαν όμοια και ισοβαρή με τα εις τους Δελφούς σταλέντα. Ταύτα και εκείνα τα οποία έδωκεν εις τον Αμφιάραον προήρχοντο εκ της κληρονομίας του και της ιδίας του περιουσίας, τα δε άλλα ήσαν από την περιουσίαν εχθρού τινος όστις, πριν βασιλεύση ο Κροίσος, ωργάνωσε στάσιν διά να αναβή εις τον θρόνον των Λυδών ο Πανταλέων. Ήτο δε ο Πανταλέων ούτος υιός επίσης του Αλυάττου και αδελφός του Κροίσου, αλλ' ουχί ομομήτριος· διότι η μεν μήτηρ του Κροίσου ήτο εκ της Καρίας, η δε του Πανταλέοντος εκ της Ιωνίας. Αφού δε ο Κροίσος έλαβε την βασιλείαν την οποίαν τω έδωκεν ο πατήρ του, κατεδίκασε τον άνθρωπον όστις είχε συνωμόσει εναντίον του να αποθάνη δερόμενος υπό γνάθους (7), και επειδή προηγουμένως είχε τάξει εις τους θεούς την περιουσίαν αυτού του άνθρωπου, αφιέρωσεν αυτήν τοιουτοτρόπως εις τους ναούς τους οποίους ανέφερα. Αλλά περί μεν των αναθημάτων αρκούσιν όσα είπομεν.
93. Περίεργα δε πράγματα δεν έχει η Λυδία, ως άλλαι χώραι, διά να τα περιγράψη τις ειμή τα ψήγματα του χρυσού τα οποία καταβαίνουσιν από τον Τμώλον. Υπάρχει όμως εκεί το μέγιστον των ανθρωπίνων έργων, πλην των της Αιγύπτου και της Βαβυλώνος· το μνήμα του Αλυάττου, πατρός του Κροίσου. Και η μεν βάσις αυτού είναι ωκοδομημένη εκ πετρών μεγάλων, το δε επίλοιπον είναι σωρός χώματος. Κατεσκεύασαν αυτό οι έμποροι, οι χειρώνακτες και αι πόρναι· εσώζοντο δε ακόμη επί των ημερών μου, εις την κορυφήν του μνήματος, πέντε σημεία δεικνύοντα διά σκαλιστών γραμμάτων ποίον μέρος εκάστη τάξις είχε κατασκευάσει. Μετρών τις δε ηδύνατο να εύρη ότι αι γυναίκες είχον κατασκευάσει το περισσότερον· διότι αι κόραι του δήμου των Λυδών πορνεύονται όλαι διά να συνάζωσι προίκας μέχρις ου υπανδρευθώσι, και υπανδρεύονται όταν και όπως θέλουσιν. Η δε περίμετρος του μνήματος είναι έξ στάδια και δύο πλέθρα, το δε πλάτος δεκατρία πλέθρα. Πλησίον του μνημείου υπάρχει μεγάλη λίμνη ήτις, ως λέγουσιν οι Λυδοί, δεν ξηραίνεται ποτέ, και ήτις καλείται Γυγαία λίμνη. Αλλ' αρκούσιν όσα είπομεν περί του αντικειμένου τούτου.
94. Τα δε έθιμα των Λυδών πολύ ομοιάζουσι με τα των Ελλήνων, εκτός μόνον ότι οι Λυδοί επιτρέπουσι την πορνείαν εις τα θήλεα τέκνα των· είναι δε οι πρώτοι των ανθρώπων, καθ' όσον ημείς ηξεύρομεν, οίτινες μετεχειρίσθησαν κεκομμένα χρυσά και αργυρά νομίσματα· οι πρώτοι επίσης οίτινες εγένοντο μεταπράται. Αξιούσιν επίσης οι Λυδοί ότι αυτοί είναι οι εφευρέται των παιγνιδιών τα οποία σήμερον είναι κοινά και εις αυτούς και εις τους Έλληνας, και ότι τα εφεύρον κατά την εποχήν καθ' ην έστειλον αποικίαν εις τους Τυρρηνούς. Ιδού δε πώς διηγούνται το πράγμα. Επί του βασιλέως Άτυος, υιού του Μάνου, μεγάλη σιτοδεία εγένετο εις όλην την Λυδίαν· ο λαός, επί τινα μεν χρόνον, υπέμεινε καρτερικώς· κατόπιν όμως, επειδή αύτη δεν έπαυεν, εζήτησε θεραπείαν του κακού, και έκαστος εμηχανεύθη τι. Τότε εφεύρον τους κύβους, τους αστραγάλους, την σφαίραν και όλα τα τοιούτου είδους παιγνίδια, εκτός μόνον των πεσσών των οποίων δεν οικειοποιούνται την εφεύρεσιν. Ταύτα εφευρόντες, διεσκέδαζον ως ακολούθως κατά της πείνης· την μεν μίαν ημέραν όλην έπαιζον, διά να μη σκέπτωνται περί τροφής, την δε άλλην διέκοπτον τα παιγνίδια και έτρωγον. Χάρις δε εις το μέσον τούτο, δεκαοκτώ έτη παρήλθον· εν τούτοις το κακόν, αντί να παύση, ηύξησε. Τότε ο βασιλεύς διήρεσε τον λαόν εις δύο μοίρας, έπειτα έρριψε κλήρον ποία να μείνει και ποία να εγκαταλείψη την χώραν, κηρύξας εαυτόν αρχηγόν εκείνων οίτινες ήθελον μείνει και καθιστών αρχηγόν εκείνων οίτινες ήθελον μεταναστεύσει τον υιόν του Τυρρηνόν. Οι τελευταίοι, ούτοι μετέβησαν εις την Σμύρνην, εναυπήγησαν πλοία, έθεσαν εντός αυτών πάντα τα αναγκαιούντα διά μακρόν ταξείδιον, και έπλευσαν προς αναζήτησιν γης, ήτις να ηδύνατο να τους θρέψη. Πολλούς λαούς παρέπλευσαν, επί τέλους δε έφθασαν εις τους Ομβρικούς, όπου έκτισαν πόλεις και όπου κατοικούσιν ακόμη. Αφήκαν δε το όνομα των Λυδών και έλαβον το του υιού του βασιλέως των, όστις τους έφερεν εκεί, και έκτοτε καλούνται Τυρρηνοί. Εν τούτοις οι Λυδοί υπεδουλώθησαν από τους Πέρσας.
95. Τώρα πρέπει να εξετάσωμεν τι ήτο ο Κύρος όστις κατέστρεψε την αρχήν του Κροίσου και πώς οι Πέρσαι εγένοντο κύριοι της Ασίας. Θα ακολουθήσω την μέθοδον τινών Περσών οίτινες έγραψαν ουχί με την θέλησιν να μεγαλοποιήσωσι τας πράξεις του Κύρου, αλλά να είπωσι την αλήθειαν, μολονότι ηξεύρω να εξιστορήσω τα περί του μονάρχου τούτου και κατά τρεις άλλους τρόπους. Οι Ασσύριοι εκυβέρνων την άνω Ασίαν πεντακόσια είκοσιν έτη (8) ότε πρώτοι οι Μήδοι επανεστάτησαν κατ' αυτών πολεμήσαντες δε τους Ασσυρίους διά να ανακτήσωσι την ελευθερίαν των, εφάνησαν ανδρείοι, απετίναξαν τον ζυγόν και ηλευθερώθησαν. Μετ' αυτούς ηκολούθησαν το παράδειγμά των και τα άλλα έθνη.
96. Αφού δε όλοι οι ηπειρώται εγένοντο αυτόνομοι, περιέπεσαν πάλιν εις τυραννίδας ως ακολούθως. Μεταξύ των Μήδων έζη άνθρωπός τις σοφός καλούμενος Δηιόκης και ήτο υιός του Φραόρτου· αυτός ο Δηιόκης, επιθυμήσας τυραννίδα, έπραξε τα εξής. Ο Μηδικός πληθυσμός ήτο τότε διανενεμημένος κατά κώμας· αυτός δε, ήδη αρκετά σεβαστός εις την ιδικήν του, τότε με περισσοτέραν προθυμίαν εζήτει να φαίνεται δίκαιος. Όταν εφήρμοσε το σχέδιον τούτο, πολλαί ανομίαι επράττοντο εις όλην την Μηδίαν, και δεν ηγνόει ότι το άδικον είναι πολέμιον του δικαίου. Οι Μήδοι της κώμης του, βλέποντες τους τρόπους του, τον εξέλεξαν ως δικαστήν, αυτός δε, μη λησμονών την ηγεμονίαν, εδεικνύοτε δίκαιος και ευθύς. Διά της διαγωγής δε ταύτης τόσον είλκυσε τον σεβασμόν των συμπολιτών του, ώστε και των άλλων κωμών οι κάτοικοι, βλέποντες ότι ο Δηιόκης ήτο ο μόνος άνθρωπος όστις εδίκαζε δικαίως και ενθυμούμενοι πόσα υπέφερον έως τότε εκ των αδίκων αποφάσεων, συνέρρεον προθύμως εις τον Δηιόκην διά να κριθώσι παρ' αυτού, και επί τέλους εις ουδενός άλλου αποφάσεις υπετάσσοντο.
97. Το πλήθος των συντρεχόντων εις αυτόν δεν έπαυεν αυξάνον, διότι ενόουν ότι εκείνος μόνον ηδύνατο να δώση έν τέλος εις τας υποθέσεις των· τότε ο Δηιόκης ανεγνώρισεν ότι παρ' αυτού εξηρτάτο το παν, και δεν ήθελε πλέον να καθίζη εις το μέρος όπου μέχρι τότε καθίζων εδίκαζεν, αλλ' είπεν ότι δεν θα δικάση εις το εξής, προφασιζόμενος ότι δικάζων δι' όλης της ημέρας τας ξένας υποθέσεις παρημέλει τας ιδίας εαυτού. Όθεν απ' εκείνης της στιγμής αι αρπαγαί και αι ανομίαι ηύξησαν εις τας κώμας πολύ περισσότερον ή πρότερον· τότε οι Μήδοι συνηθροίσθησαν και συνεσκέφθησαν περί της παρούσης καταστάσεως των πραγμάτων, ως υποθέτω δε εγώ, περισσότερον ωμίλησαν οι φίλοι του Δηιόκου. «Μας είναι αδύνατον, έλεγον, με το παρόν πολίτευμα το οποίον έχομεν, να κατοικήσωμεν περισσότερον την χώραν· ας εκλέξωμεν λοιπόν βασιλέα· τοιουτοτρόπως δε και η χώρα θα ευνομηθή και ημείς θα δυνάμεθα να ασχολώμεθα εις τα έργα μας και δεν θα γίνωμεν ανάστατοι υπό της ανομίας.» Διά τοιούτων δε λόγων τους έπεισαν να εκλέξωσι βασιλέα.
98. Αμέσως ετέθη τα ζήτημα ποίον να ονομάσωσι βασιλέα, και παρ' όλων επροτάθη και επηνέθη ο Δηιόκης· συνεφώνησαν λοιπόν να τον λάβωσιν ως βασιλέα. Τότε ο Δηιόκης εζήτησε να τω κτίσωσιν οίκημα άξιον της βασιλείας και να κρατύνωσι την εξουσίαν του με δορυφόρους. Οι δε Μήδοι έπραξαν όσα εζήτησε· τω έκτισαν ανάκτορον μέγα και ισχυρόν εις το μέρος της χώρας όπερ εφαίνετο εις αυτόν κατάλληλον, και τω επέτρεψαν να εκλέξη από όλους τους Μήδους και να συγκροτήση σώμα δορυφόρων. Αφού δε εκείνος περιεβλήθη με απόλυτον εξουσίαν, ηνάγκασε τους Μήδους να κτίσωσι μίαν πόλιν, και εις ταύτην προσκολλώμενοι να φροντίζωσιν ολιγώτερον διά τας άλλας. Αι διαταγαί του εξετελέσθησαν ακριβώς· ο λαός έκτισε τα μεγάλα και ισχυρά τείχη τα οποία σήμερον καλούνται Εκβάτανα και τα οποία είναι πολλοί κύκλοι, ο είς εντός του άλλου. Η διάταξις αύτη των τειχών επετεύχθη ως εκ της κλίσεως του εδάφους· ο είς κύκλος δεν είναι υψηλότερος του άλλου ειμή κατά τους προμαχώνας. Εκείνο δε εις το οποίον ο Δηιόκης επετηδεύθη περισσότερον είναι ότι, όντων των κύκλων επτά, εφρόντισε να περικλείση εις τον τελευταίον το ανάκτορον και τους θησαυρούς του. Ο δε μέγιστος τούτων κύκλος έχει την αυτήν περιφέρειαν όσην και ο των Αθηνών. Οι προμαχώνες του πρώτου κύκλου είναι εκ λίθων λευκών, οι του δευτέρου εκ λίθων μαύρων, οι του τρίτου έχουσι χρώμα πορφυρούν, οι του τετάρτου κυανούν και οι του πέμπτου ερυθρόν ανοικτόν. Τοιουτοτρόπως όλων των κύκλων οι προμαχώνες είναι βεβαμμένοι με έν χρώμα, εκτός των δύο τελευταίων οίτινες έχουσι τους προμαχώνας των ο μεν επάργυρους ο δε επίχρυσους.
99. Ταύτα λοιπόν τα τείχη έκτισεν ο Δηιόκης διά την ιδίαν εαυτού ασφάλειαν και διά να περικλείση το ανάκτορόν του, έπειτα δε διέταξε τον λαόν να εγκατασταθή πέριξ του τείχους. Αφού εκτίσθησαν όλα, πρώτος ο Δηιόκης επέβαλε την εθιμοταξίαν να μη εισέρχεται κανείς εις τον βασιλέα, αλλά να τον ερωτώσι διά διαγγελέων. Ουδείς ηδύνατο να ίδη τον βασιλέα· το γελάν ή το πτύειν έμπροσθεν αυτού ή έμπροσθεν παντός άλλου εθεωρήθη ως αισχρόν. Εσύστησε δε την σοβαράν ταύτην τάξιν περί εαυτόν ίνα μη, συναναστρεφόμενοι αυτόν, συνωμόσωσιν εναντίον του εκ ζηλοτυπίας οι άλλοτε μετ' αυτού συζήσαντες συνηλικιώται του και ουδόλως υποδεέστεροι κατά την καταγωγήν ή τα λοιπά προτερήματα, αλλ' εξεναντίας, μη βλέποντες αυτόν, να τον θεωρώσιν ως άλλης φύσεως άνθρωπον.
100. Τεθείσης της τάξεως ταύτης και ισχυροποιηθείσης της εξουσίας του, εγένετο αυστηρός τηρητής της δικαιοσύνης. Τω απέτεινον αναφοράς εγγράφους, αυτός δε απέστελλεν εγγράφως τας αποφάσεις του. Και ταύτα μεν έπραττεν όσον αφορά τας δίκας· περί όλων δε των λοιπών είχε λάβει συνετά μέτρα. Άμα εμάνθανεν ότι επράττετο αδίκημα παρά τινος, προσήγεν αυτόν αμέσως και τον ετιμώρει αναλόγως του αδικήματος όπερ είχε πράξει. Είχε δε προς τούτοις εις όλην την χώραν, εφ' ης ήρχε κατασκόπους και ωτακουστάς.
101. Εν τούτοις ο Δηιόκης περιωρίσθη να ενώση εις έν όλον το Μηδικόν έθνος και να διοική αυτό· ιδού δε ποία είναι τα ονόματα των φυλών· Βουσαί, Παραιτακηνοί, Στρούχατες, Αριζαντοί, Βούδιοι, Μάγοι. Και τα μεν γένη των Μήδων τόσα είναι.
102. Ο δε Δηιόκης εγέννησεν υιόν τον Φραόρτην όστις, αφού ο πατήρ του εβασίλευσε πεντήκοντα τρία έτη και απέθανε, παρέλαβε την βασιλείαν. Αναβάς δε εις τον θρόνον, δεν ηρκέσθη να βασιλεύη μόνον επί των Μήδων, αλλ' επολέμησε πρώτους τους Πέρσας και τους υπέταξεν εις τους Μήδους. Έπειτα, έχων τας δυνάμεις των δύο τούτων ισχυρών εθνών, κατέστρεψε την Ασίαν, μεταβαίνων από μιας χώρας εις άλλην μέχρις ου εισήλθεν εις τους Ασσυρίους εκείνους οίτινες άλλοτε, κύριοι όντες της Νίνου, είχον εξουσιάσει όλην την άνω Ασίαν. Κατ' εκείνον όμως τον καιρόν ευρίσκοντο ούτοι μεμονωμένοι, οι δε υποτελείς των, αποστατήσαντες, εχωρίσθησαν από αυτούς· πλην κατά τα άλλα ήσαν εις καλήν κατάστασιν, και ο Φραόρτης, πολεμών αυτούς, και αυτός απώλετο αφού εβασίλευσεν είκοσι δύο έτη, και το πλείστον μέρος του στρατεύματός του.
103. Τον Φραόρτην διεδέχθη ο Κυαξάρης, υιός του Φραόρτου και εγγονός του Δηιόκου, όστις, ως λέγουσιν, εφάνη πολεμικώτερος των προγόνων του. Αυτός πρώτος διήρεσε τα ασιατικά στρατεύματα εις διάφορα σώματα, χωρίσας τους λογχοφόρους από τους τοξότας και τους ιππείς, οίτινες πρότερον ήσαν όλοι αναμεμιγμένοι. Αυτός επολέμησε τους Λυδούς ότε, ενώ επολέμουν, η ημέρα εγένετο νυξ, και καθυπέταξεν όλην την άνω Ασίαν μέχρι του Άλυος ποταμού. Συναθροίσας δε στρατεύματα εξ όλων των υπ' αυτόν χωρών, εστράτευσι κατά της Νίνου, απόφασιν έχων να εκδικηθή τον πατέρα του καταστρέφων την πόλιν εκείνην. Ενώ δε ενίκησε τους Ασσυρίους και περιεκύκλωσε την πόλιν, ήλθεν εις την Ασίαν πολύ στράτευμα Σκυθών οδηγούμενον υπό του βασιλέως αυτών Μαδύου, υιού του Πρωτοθύου· εισήλθον δε οι Σκύθαι ούτοι εις την Μηδικήν χώραν καταδιώκοντες τους Κιμμερίους τους οποίους είχον διώξει από την Ευρώπην.
104. Από δε την Μαιώτιδα λίμνην μέχρι του Φάσιδος ποταμού της Κολχίδος είναι τριάκοντα ημερών οδός δι' ένα καλόν πεζοδρόμον· εκ δε της Κολχίδος εις την Μηδίαν η απόστασις είναι ολίγη, διότι μεταξύ των δύο τούτων χωρών έν μόνον έθνος ευρίσκεται, οι Σάσπειρες. Από αυτούς άμα εξέλθη τις εισέρχεται εις τους Μήδους. Οι Σκύθαι εν τούτοις δεν εισήλθον εκ τούτου του μέρους, αλλά δι' άλλης οδού πολύ μακροτέρας, έχοντες εις τα δεξιά τον Καύκασον. Εις τους πρόποδας των ορέων συνεπλάκησαν οι Σκύθαι και οι Μήδοι, ούτοι δε ηττήθησαν και απώλεσαν την ηγεμονίαν της Ασίας, την οποίαν κατέλαβον οι Σκύθαι.
105. Ακολούθως επορεύθησαν προς την Αίγυπτον, και είχον ήδη εισέλθει εις την Συριακήν Παλαιστίνην, ότε ο βασιλεύς της Αιγύπτου Ψαμμίτιχος, ελθών εις απάντησίν των, τους έπεισε διά παρακλήσεων και δώρων να μη προχωρήσωσι περισσοτέρων αλλά να αναχωρήσωσιν. Εμακρύνθησαν λοιπόν και έφθασαν εις την πόλιν της Συρίας Ασκάλωνα. Ενώ δε οι περισσότεροι Σκύθαι διήλθον χωρίς να προξενήσωσιν ουδέ την παραμικράν βλάβην, ολίγοι τινές αυτών, μείναντες οπίσω, εσύλησαν διαβαίνοντες τον ναόν της ουρανίας Αφροδίτης. Είναι δε ο ναός ούτος, όπως εξετάσας έμαθον, ο αρχαιότατος από όλους τους ναούς όσους έχει η θεά αύτη· διότι ο μεν της Κύπρου εκτίσθη κατά το σχέδιον αυτού, ως λέγουσιν οι ίδιοι Κύπριοι· ο δε των Κυθήρων εκτίσθη από τους εκ του μέρους τούτου της Συρίας ελθόντας Φοίνικας. Εις εκείνους δε τους Σκύθας οίτινες εσύλησαν τον εν τη Ασκάλωνι ναόν, έρριψεν η θεά και εις αυτούς και εις τους απογόνους των γυναικείαν ασθένειαν. Οι Σκύθαι δεν κρύπτουσι την καταγωγήν της ασθενείας ταύτης, όσοι δε επισκέπτονται την χώραν των βλέπουσι τι πάσχουσιν οι εκεί καλούμενοι Εναρείς.
106. Επί εικοσιοκτώ έτη οι Σκύθαι ήσαν κύριοι της Ασίας, διά δε της θρασύτητός των και της αμαθείας των είχον αναστατώσει τα πάντα· διότι, εκτός των φόρων, απήτουν παρ' έκαστου ό,τι τοις εφαίνετο εύλογον να απαιτώσι, και προς τούτοις, περιτρέχοντες ακαταπαύστως εδώ και εκεί, ήρπαζον ό,τι εύρισκον. Τέλος ο Κυαξάρης και οι Μήδοι προσκαλέσαντες τους περισσοτέρους, τους εμέθυσαν και τους εθανάτωσαν. Τοιουτοτρόπως δε ανέλαβον πάλιν την ηγεμονίαν οι Μήδοι, ανέκτησαν τας αυτάς επαρχίας όσας είχον πρότερον και εκυρίευσαν την Νίνον (πώς δε την εκυρίευσαν, θα διηγηθώ εις άλλο βιβλίον)· τέλος υπέταξαν όλους τους Ασσυρίους, πλην του μέρους της Βαβυλώνος. Μετά τα συμβάντα δε ταύτα απέθανεν ο Κυαξάρης βασιλεύσας έτη τεσσαράκοντα, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου της Σκυθικής δυναστείας.
107. Διεδέχθη δε την βασιλείαν ο υιός του Αστυάγης, όστις εγέννησε θυγατέρα την οποίαν ωνόμασε Μανδάνην. Κοιμώμενος δέ ποτε ο Αστυάγης είδεν εις τον ύπνον του ότι η Μανδάνη αύτη ούρησε τόσον αφθόνως ώστε ου μόνον εγέμισε την πόλιν, αλλά κατέκλυσε και την Ασίαν ολόκληρον. Διηγήθη δε το όνειρον τούτο εις τους μάγους οίτινες εξηγούσι τα όνειρα και εφοβήθη διά την εξήγησιν την οποίαν τω έδωκαν. Επομένως, όταν η Μανδάνη έφθασεν εις γάμου ηλικίαν, δεν ηθέλησε να την υπανδρεύση με Μήδον τινα άξιον να συγγενεύση μετ' αυτού, αλλ' ενθυμούμενος το όνειρον, την υπάνδρευσε μέ τινα Πέρσην ονόματι Καμβύσην τον οποίον εύρισκεν ότι ήτο από καλήν οικογένειαν, χαρακτήρος ηπίου και πολύ κατώτερος από Μήδον μεσαίας τάξεως.
108. Κατά το πρώτον έτος του γάμου του Καμβύσου και της Μανδάνης, ο Αστυάγης είδεν άλλο όνειρον· τω εφάνη ότι εκ του αιδοίου της θυγατρός του εφύτρωσεν άμπελος και ότι η άμπελος αύτη εξετάθη εφ' όλης της Ασίας. Αφού δε ηρώτησε και περί του ονείρου τούτου τους εξηγητάς, έπεμψεν εις την Περσίαν και έφερε την θυγατέρα του ήτις επλησίαζε να γεννήση. Ελθούσαν δε την εφύλαττε θέλων να διαφθείρη το γεννηθησόμενον εξ αυτής, διότι εκ του ονείρου εκείνου εξήγαγον οι μάγοι ότι το παιδίον της θυγατρός του έμελλε να βασιλεύση αντ' αυτού. Ο δε Αστυάγης, διά να αποφύγη το δυστύχημα τούτο, άμα εγεννήθη ο Κύρος εκάλεσε τον Άρπαγον, άνθρωπον συγγενή του και μάλλον πιστόν από όλους τους άλλους Μήδους, έτι δε και επίτροπον πάντων των κτημάτων του, και τω είπε τα ακόλουθα· «Άρπαγε, μη αμελήσης την υπόθεσιν την οποίαν θα σοι αναθέσω· μη με προδώσης και φοβού μήπως καταστρέψης τον εαυτόν σου εάν προτιμήσης άλλον· λάβε το παιδίον το οποίον εγέννησεν η Μανδάνη, φέρε το εις την οικίαν σου και φόνευσον αυτό. Έπειτα θάψε το όπως θέλεις.» Ο δε Άρπαγος απεκρίθη· «Ω βασιλεύ, ου μόνον μέχρι τούδε δεν είδες εις εμέ αχαριστίαν τινά, αλλά και εις το μέλλον θα προσέχω να μη πταίσω προς σε. Εάν λοιπόν σοι ήναι ευάρεστον να γίνη ούτω το πράγμα, το καθήκον μου είναι να υπακούσω προθύμως.»
109. Ταύτα ειπών έλαβε το παιδίον κεκοσμημένον διά τον θάνατον, και κλαίων επορεύετο εις την οικίαν του. Εισελθών δε διηγήθη εις την γυναίκα του όλα όσα τω είχεν ειπεί ο Αστυάγης. «Τώρα, ηρώτησεν εκείνη, ποίος είναι ο στοχασμός σου; τι σκοπεύεις να πράξης;» Ο δε απεκρίθη· «Όχι εκείνο το οποίον με διέταξεν ο Αστυάγης· έστω και αν παραφρονήση ή εκμανή περισσότερον, εγώ δεν θα συμμερισθώ την γνώμην του ούτε θα τον υπηρετήσω εις τοιούτον φόνον. Διά πολλάς αιτίας, δεν θα φονεύσω εγώ το παιδίον, πρώτον μεν διότι είναι εκ του αίματός μου και δεύτερον διότι ο Αστυάγης είναι γέρων και δεν έχει άρρενας απογόνους. Εάν αποθάνη, και η θυγάτηρ του διαδεχθή την βασιλείαν, η θυγάτηρ αύτη της οποίας θέλει σήμερον να φονεύσω τον υιόν, εις ποίους κινδύνους θα ευρεθώ εκτεθειμένος; Εν τούτοις, διά την ασφάλειάν μου, είναι μεν ανάγκη να φονευθή το παιδίον, αλλ' ο φονεύς ας ήναι εκ των ανθρώπων του Αστυάγους και ουχί εκ των ιδικών μου.»
110. Αφού ωμίλησεν ούτω έπεμψεν άνθρωπον προς ένα των βουκόλων του Αστυάγους, καλούμενον Μιτραδάτην, τον οποίον ήξευρεν ότι είχε νομάς αρμοδιωτάτας προς εκτέλεσιν του σχεδίου τούτου και όρη γέμοντα αγρίων θηρίων. Ο άνθρωπος εκείνος είχε νυμφευθή μίαν συνδούλην του ήτις ωνομάζετο ελληνιστί μεν Κυνώ μηδιστί δε Σπακώ, διότι την κύνα οι Μηδοί καλούσι σπάκα. Οι δε πρόποδες των ορέων, όπου τότε ο βουκόλος εκείνος έβοσκε τους βόας του, εκτείνονται προς βορράν των Εκβατάνων και προς τον Εύξεινον πόντον. Εκεί, από το μέρος των Σασπείρων, η Μηδική χώρα είναι υψηλή, ορεινή και δασώδης, το δε λοιπόν μέρος είναι πεδινόν. Ότε λοιπόν ο υπό του απεσταλμένου προσκληθείς βουκόλος έφθασε κατεσπευσμένως, ο Άρπαγος τω είπεν· «Ο Αστυάγης σε διατάττει να λάβης το παιδίον τούτο και να το εκθέσης εις το μάλλον έρημον μέρος των ορέων διά να απολεσθή ταχέως. Με παρήγγειλε δε να σου είπω και τα εξής· εάν δεν το φονεύσης, αλλά προσπαθήσης να το σώσης, σε περιμένει σκληροτάτη τιμωρία. Εγώ διετάχθην να ίδω εάν θα το ρίψης.»
111. Ο βουκόλος, αφού ήκουσε τους λόγους τούτους, έλαβε το παιδίον, επέστρεψεν οίκαδε και έφθασεν εις την έπαυλιν. Η γυνή του, ήτις περιέμενεν από ημέρας εις ημέραν να γεννήση, εγέννησε κατά τύχην τότε ότε ο βουκόλος ήτο εις την πόλιν. Ήσαν λοιπόν και οι δύο εις μεγάλην φροντίδα περί αλλήλων, ο μεν ανησυχών διά τον τοκετόν της γυναικός του, η δε ανησυχούσα διότι ο Άρπαγος έστειλε και εζήτησε τον άνδρα της, πράγμα ασύνηθες. Άμα δε ούτος επέστρεψεν, η γυνή, ιδούσα αυτόν σχεδόν ανελπίστως, τον ηρώτησε πρώτη διά ποίαν αιτίαν ο Άρπαγος τον εζήτησε με τόσην βίαν. Εκείνος δε απεκρίθη· «Ω γύναι, εκείνο το οποίον είδα και ήκουσα εις την πόλιν, είθε να μη συνέβαινεν εις τους δεσπότας μας! Όλος ο οίκος του Αρπάγου ήτο πλήρης κλαυθμών, εγώ δε εισήλθον εκπεπληγμένος. Άμα εισήλθον, είδον παιδίον κειτόμενον χαμαί, ασπαίρον και φωνάζον· ήτο εστολισμένον με χρυσά και εφόρει ένδυμα ποικιλοχρώματον. Ο Άρπαγος με είδε, με διέταξε να λάβω αμέσως το παιδίον, να αναχωρήσω κρατών αυτό και να το εκθέσω εις το μάλλον συχναζόμενον υπό των θηρίων μέρος των ορέων μας, λέγων ότι ο Αστυάγης διέταττε τούτο και προσθέτων τρομεράς απειλάς εάν δεν υπακούσω. Έλαβον λοιπόν το παιδίον και το έφερον, υποθέτων ότι θα ήτο υπηρέτου τινός, διότι ποτέ δεν θα ηδυνάμην να εικάσω τίνος ήτο. Ηπόρουν όμως διά τα τόσα χρυσά του κοσμήματα, διά την ωραίαν εσθήτα του και διά το μέγα πένθος εις το οποίον έβλεπον την οικίαν του Αρπάγου. Καθ' οδόν έμαθον τα πάντα· ο άνθρωπος όστις με έφερεν έξω της πόλεως και όστις μοι παρέδωκε το παιδίον, με είπεν ότι ήτο υιός της Μανδάνης, θυγατρός του Αστυάγους, και του Καμβύσου, υιού του Κύρου. Ο Αστυάγης διατάττει να το φονεύσωμεν, και ιδού αυτό.»
112. Τελειόνων τας λέξεις ταύτας ο βουκόλος απεκάλυψε και έδειξε το παιδίον εις την γυναίκα· αύτη δε, επειδή είδεν ότι ήτο ευτραφές και ωραίον, ήρχισε να κλαίη, και περιπτυχθείσα τα γόνατα του ανδρός της, τον παρεκάλεσε να μη το εκθέση κατ' ουδένα τρόπον. Αλλ' εκείνος είπεν ότι δεν ηδύνατο να πράξη άλλως, ότι κατάσκοποι του Αρπάγου θα έλθωσι να παρατηρήσωσι, και ότι ελεεινός θάνατος τον περιέμενεν εάν παρέβαινε την υπόσχεσίν του. Η δε γυνή, επειδή δεν ηδύνατο να τον πείση, επέμεινε και επανέλαβεν· «Αφού δεν ειμπορώ να σε πείσω να μη το ρίψης, και είναι απόλυτος ανάγκη να το ίδωσιν ερριμμένον, πράξε το εξής. Ως βλέπεις εγέννησα και εγώ, αλλ' εγέννησα παιδίον νεκρόν· λάβε λοιπόν αυτό, ρίψε το, και έπειτα ας αναθρέψωμεν τον υιόν της θυγατρός του Αστυάγους ως να ήτο ιδικός μας. Τοιουτοτρόπως δε και συ δεν θα φανής ότι αδικείς τους κυρίους μας ούτε τα συμφέροντά μας θα βλαφθώσι διά της αποφάσεως ταύτης, διότι και το νεκρόν παιδίον μας θα τύχη βασιλικής ταφής και εκείνο το οποίον μένει δεν θα αποθάνη.»
113. Ο βουκόλος εσκέφθη ότι η γυνή του ωμίλει φρονίμως προς την παρούσαν περίστασιν, και συνεμορφώθη αμέσως με τας συμβουλάς της. Παραδώσας εις την γυναίκα του το παιδίον το οποίον είχε φέρει διά να το θανατώση και λαβών το ιδικόν του το οποίον ήτο νεκρόν, το έθεσεν εις το κάνιστρον όπου ήτο το πρώτον, το εκόσμησε με όλα τα κοσμήματα του άλλου παιδίου και φέρων το απέθεσεν εις το ερημότατον μέρος των ορέων. Μετά τρεις δε ημέρας, ο βουκόλος ανεχώρησε διά την πόλιν, αφήσας να το φυλάττη είς των συντρόφων του, ήλθεν εις τον οίκον του Αρπάγου και τω είπεν ότι ήτο έτοιμος να δείξη το πτώμα του παιδίου. Έπεμψε τότε ο Αρπαγος τους πιστοτάτους των δορυφόρων του, εβεβαιώθη δι' αυτών περί του πράγματος, και έθαψε τον υιόν του βουκόλου. Και ούτος μεν ενταφιάσθη, ο δε άλλος, όστις βραδύτερον ωνομάσθη Κύρος, ανετράφη υπό της γυναικός του βουκόλου ήτις τον ωνόμαζεν άλλως και όχι Κύρον.
114. Όταν το παιδίον έφθασε το δέκατον έτος της ηλικίας του, συνέβη εις αυτό το ακόλουθον γεγονός το οποίον απεκάλυψεν εκ ποίων γονέων ήτο. Εις το χωρίον όπου ήσαν οι σταύλοι των βοών, έπαιζεν εν μέσω της οδού με άλλους παίδας συνηλικιώτας του. Τα παιδία, παίζοντα, εξελέξαντο βασιλέα τον καλούμενον υιόν του βουκόλου· τότε αυτός διέταξε τους μεν να τω κτίσωσιν ανάκτορον, τους δε να γίνωσι δορυφόροι του· τον μεν διώρισεν οφθαλμόν του βασιλέως, εις τον δε απένειμε το αξίωμα να φέρη τας αγγελίας, και εν συντόμω ο καθείς έλαβεν έν υπούργημα. Μεταξύ όμως των παιδίων τα οποία συνείθιζον να παίζωσιν ομού ευρίσκετο και ο υιός του Αρτεμβάρους, ανδρός επισήμου μεταξύ των Περσών, όστις δεν εξετέλεσεν εκείνο το οποίον είχε διατάξει ο Κύρος. Τότε ο Κύρος διέταξε τα άλλα παιδία να τον συλλάβωσι· τα παιδία υπήκουσαν και ο υιός του Αρτεμβάρους εμαστιγώθη απηνώς. Αλλ' άμα απηλλάγη από τας χείρας των, αγανακτών δι' όσα είχε πάθει και οργής έμπλεως, έδραμεν εις την πόλιν προς τον πατέρα του και παρεπονέθη δι' όσα επαθεν ουχί υπό του Κύρου (διότι το όνομα τούτο δεν υπήρχεν ακόμη) αλλ' υπό του υιού του βουκόλου του Αστυάγους. Μανιώδης ο Αρτεμβάρης μετέβη μετά του υιού του προς τον Αστυάγη, τω διηγήθη την ύβριν ην υπέστη, και δεικνύων εις αυτόν τους ώμους του παιδίου, έκραξεν·
«Ω βασιλεύ, ο δούλος σου, ο υιός του βουκόλου σου, μας ύβρισε κατ' αυτόν τον τρόπον.»
115. Ο Αστυάγης, ακούσας και ιδών, απεφάσισε να εκδικήση το παιδίον χάριν της υπολήψεως του Αρτεμβάρους· προσεκάλεσε λοιπόν τον βουκόλον και τον υιόν του. Άμα δε παρουσιάσθησαν και οι δύο, ο Αστυάγης, ατενίσας προς τον Κύρον, τω είπε· «Συ λοιπόν, υιός τοιούτου άνθρωπου, ετόλμησες να φερθής τόσον αυθαδώς προς τον υιόν τούτου όστις είναι μεταξύ των πρώτων οίτινες με πλησιάζουσιν;» Ο δε Κύρος απεκρίθη· «Δέσποτα, έπραξα συμφώνως με το δίκαιον· τα παιδία του χωρίου, μεταξύ των οποίων ήτο και αυτός, παίζοντα, με εξέλεξαν βασιλέα, διότι τοις εφάνην ο μάλλον επιτήδειος διά να τους διοικήσω. Και τα άλλα μεν παιδία εξετέλουν τα διαταττόμενα, ούτος δε εξ εναντίας δεν υπήκουε και περιεφρόνει τας διαταγάς μου, τούτου δε ένεκα ετιμωρήθη. Εάν λοιπόν διά τούτο είμαι άξιος τιμωρίας, ιδού εγώ.»
116. Ενώ το παιδίον έλεγε ταύτα, ο Αστυάγης το ανεγνώρισεν· εύρεν εις τους χαρακτήρας του προσώπου του την ιδίαν εαυτού ομοιότητα, εις την απόκρισίν του ετοιμότητα ανδρός ελευθέρου, εις την ηλικίαν του εντελή συμφωνίαν με τον χρόνον της εκθέσεως. Εκπλαγείς δι όλα αυτά, έμεινεν επί τινας στιγμάς άφωνος· έπειτα, συνελθών εις εαυτόν μετά τινος δυσκολίας, και θέλων να απομακρύνη τον Αρτεμβάρη διά να εξετάση τον βουκόλον μόνος προ μόνον· «Αρτεμβάρη, είπε, θα πράξω ώστε και συ και ο υιός σου να μείνετε ευχαριστημένοι.» Απέπεμψε λοιπόν τον Αρτεμβάρη, και αφ' ενός μεν οι υπηρέται, κατά τας διαταγάς του, έλαβον τον Κύρον εις τα ένδον του ανακτόρου. Όταν δε έμεινε μόνος μετά του βουκόλου, ο Αστυάγης τον ηρώτησε πόθεν έλαβε το παιδίον εκείνο και ποίος το παρέδωκεν εις αυτόν. Ο βουκόλος εβεβαίωσεν ότι ήτο ιδικόν του, και ότι η μήτηρ ήτις το εγέννησεν έζη ακόμη εις την οικίαν του. Ο δε Αστυάγης επανέλαβεν ότι δεν ήθελε το συμφέρον του, αλλ' ότι επεθύμει να βασανισθή. Συγχρόνως δε με τας λέξεις ταύτας ένευσεν εις τους δορυφόρους να τον συλλάβωσι. Φερόμενος εις τας βασάνους ο βουκόλος ωμολόγησε την αλήθειαν, και αρχίσας την διήγησιν απ' αρχής, είπε τα πάντα, χωρίς να κρύψη τίποτε. Τέλος δε ικέτευσε και εζήτησε να τω δοθή χάρις.
117. Μετά τας αποκαλύψεις του βουκόλου ο Αστυάγης δεν εφρόντισε πλέον περί αυτού, αλλ' η οργή του εστράφη κατά του Αρπάγου και διέταξε τους δορυφόρους του να τον φέρωσιν. Όταν δε ο Άρπαγος ενεφανίσθη ενώπιον του, τω είπεν· «Άρπαγε, τίνι τρόπω εθανάτωσες το παιδίον το οποίον σοι παρέδωκα, τον υιόν τον οποίον εγέννησεν η θυγάτηρ μου;» Ο δε Άρπαγος, ιδών εις το ανάκτορον τον βουκόλον, δεν ετράπη την οδόν του ψεύδους, διά να μη εξελεγχθή ανακρινόμενος, αλλ' απεκρίθη ως εξής·» ω βασιλεύ, όταν έλαβον το παιδίον, εσκέφθην πώς να εκτελέσω το σχέδιόν σου και πώς, χωρίς να προσκρούσω εις σε, να απαλλαγώ της ευθύνης από του να καταστώ ένοχος φόνου προς την θυγατέρα σου και προς σε. Έπραξα λοιπόν το εξής, προσεκάλεσα τον βουκόλον, τω παρέδωκα το παιδίον και τω είπον ότι συ διέταξες να το φονεύση. Δεν εψευδόμην λέγων ταύτα, διότι αυτό τωόντι με είχες διατάξει. Παρέδωκα λοιπόν το παιδίον εις αυτόν και τον διέταξα να το εκθέση εις έρημον όρος και να προσέχη μέχρις ου εκπνεύση· τέλος δε τον ηπείλησα με τρομεράς τιμωρίας εάν ήθελε παρακούσει εις τας εντολάς μου. Αφού δε τας εξετέλεσεν ακριβώς και το παιδίον απέθανεν, έπεμψα τους πιστοτάτους των ευνούχων μου, εβεβαιώθην δι' αυτών περί του πράγματος, και έθαψα το σώμα. Ταύτα είναι, ω βασιλεύ, τα της υποθέσεως ταύτης και τοιούτον θάνατον έλαβε το παιδίον.»
118. Και ο μεν Άρπαγος ουδέν είπε μη αληθές, ο δε Αστυάγης, κρύπτων τον θυμόν του, διηγήθη εις τον Άρπαγον όσα ήκουσεν από τον βουκόλον, έπειτα δε ετελείωσε λέγων· «Αφού το παιδίον υπάρχει, όλα έχουσι καλώς, διότι πολύ είχον λυπηθή δι' εκείνο το οποίον ενόμισα καθήκον μου να πράξω προς το παιδίον εκείνο, και μεγάλην ησθανόμην αμηχανίαν εκτεθείς εις τας υποψίας της θυγατρός μου. Επειδή όμως η τύχη καλώς ωκονόμησε το πράγμα, πρώτον μεν πέμψον τον υιόν σου προς τον νεοελθόντα παίδα, έπειτα δε, επειδή θέλω χάριν της διασώσεώς του να προσφέρω θυσίαν εις τους θεούς εις ους ανήκει η τιμή αύτη, ελθέ να δειπνήσης μετ' εμού.»
119. O Άρπαγος λοιπόν, ως ήκουσε ταύτα, προσεκύνησε και επέστρεψεν εις την οικίαν του μακαρίζων εαυτόν εν τω βάθει της καρδίας του ότι το σφάλμα του εστράφη εις καλόν και ότι επί χρησταίς ελπίδες τον προσεκάλουν να δειπνήση. Εισήλθε λοιπόν εσπευσμένως εις την οικίαν και καλέσας τον υιόν του (είχε δε ένα μόνον υιόν σχεδόν τρισκαιδεκαετή) τον διέταξε να μεταβή εις το ανάκτορον του Αστυάγους και να συμμορφωθεί καθ' όλα με τας διαταγάς του κυρίου του. Συγχρόνως δε διηγήθη όλος περιχαρής τα συμβάντα της ημέρας εις την γυναίκα του. Ο Αστυάγης όμως, άμα έφθασεν ο υιός του Αρπάγου, τον έσφαξε, τον κατέκοψεν εις τεμάχια, έψησε τα μεν, έβρασε τα άλλα και περιέμενεν έχων τα πάντα έτοιμα. Κατά την ώραν του δείπνου ήλθον και οι άλλοι διαιτυμόνες και ο Άρπαγος· και ενώπιον μεν των πρώτων και του Αστυάγους παρετέθησαν τράπεζαι εστρωμέναι με κρέατα προβάτου, επί δε της του Αρπάγου είχον θέσει το σώμα ολόκληρον του παιδίου του, εκτός της κεφαλής και των δακτύλων των ποδών και των χειρών, τα οποία είχον κατά μέρος εντός κανίστρου σκεπασμένου. Άμα ο Αστυάγης έκρινεν ότι ο Άρπαγος εχόρτασε· «Δεν ευρίσκεις εις το φαγητόν τούτο, τον ηρώτησε, γλυκύτητά τινα ιδιαιτέραν;» Ο Άρπαγος εβεβαίωσεν ότι το εύρεν εξαίρετον. Τότε οι υπηρέται, κατά τας διαταγάς τας οποίας είχον, τω παρουσίασαν την κεφαλήν και τα δάκτυλα του υιού του τα οποία ήσαν σκεπασμένα, και τον προσεκάλεσαν να τα αποκαλύψη και να λάβη εξ αυτών ό,τι ήθελε τω αρέσει. Πεισθείς δε ο Άρπαγος και αποκαλύψας το κάνιστρον, είδε τα μέλη του παιδίου του. Αλλ' εις το θέαμα τούτο δεν εταράχθησαν αι φρένες του και συνέσχεν εαυτόν· ότε δε ο Αστυάγης τον ηρώτησεν εάν εγνώριζε τίνος ζώου τα κρέατα είχε φάγει, απεκρίθη ότι το γνωρίζει και ότι τω είναι ευάρεστον παν ό,τι πράττει ο βασιλεύς. Μετά την απόκρισιν ταύτην εσύναζε τα λοιπά κρέατα και επέστρεψεν εις την οικίαν του όπου, ως υποθέτω, εσκόπευε να τα ενώση και να τα θάψη.
120. Ούτως ο Αστυάγης ετιμώρησε τον Άρπαγον. Έπειτα δε, σκεπτόμενος περί του Κύρου, προσεκάλεσε τους ιδίους μάγους οίτινες άλλοτε είχον εξηγήσει το ενύπνιόν του. Ελθόντας δε τους ηρώτησε πώς ενόησαν το όνειρόν του, και εκείνοι επανέλαβον όσα είχον ειπεί άλλοτε, ήτοι ότι το παιδίον θα εβασίλευεν, εάν έζη και εάν δεν απέθνησκεν άμα γεννηθέν. «Αλλά, επανέλαβεν ο βασιλεύς, το παιδίον ζη, το παιδίον εσώθη· ενώ δε διητάτο εις τους αγρούς, τα άλλα παιδία του χωρίου το εξέλεξαν βασιλέα, και αυτό έπραξεν ό,τι πράττουσιν εκείνοι οίτινες τωόντι είναι βασιλείς. Διώρισε φύλακας, θυρωρούς, αγγελιαφόρους και όλα τα λοιπά. Τώρα λοιπόν, πώς σας φαίνονται αυτά;» Οι δε μάγοι είπον «Εάν το παιδίον ζη, εάν εβασίλευσεν άνευ ουδεμίας προμελέτης, θάρρει και μη φοβείσαι τίποτε, διότι δεν θα βασιλεύση πλέον· τινές των προρρήσεων ημών συνέβη να εκτελεσθώσιν ουχί απαραλλάκτως, πόσον μάλλον τα ονείρατα τα οποία διαλύονται ως καπνός; — Και εγώ, ω μάγοι, επανέλαβεν ο Αστυάγης, συμμερίζομαι καθ' ολοκληρίαν την γνώμην ταύτην· το όνειρον εγένετο αλήθεια, αφού το παιδίον εξελέχθη βασιλεύς, και δεν πρέπει πλέον να φοβούμαι. Εν τούτοις σκεφθήτε, εξετάσατε τι είναι ασφαλέστερον διά τον οίκον μου και δι' υμάς.» Οι μάγοι απεκρίθησαν· «Ω βασιλεύ, και ημείς επίσης φροντίζομεν μεγάλως να διατηρήται η βασιλεία σου, διότι εάν περιέλθη εις το παιδίον τούτο το οποίον είναι Πέρσης, τότε αποξενούται, και ημείς οι Μήδοι γινόμεθα δούλοι και ευκαταφρόνητοι ως ξένοι. Ενόσω όμως βασιλεύεις συ ο συμπολίτης ημών, μετέχομεν και ημείς της αρχής και μεγάλας τιμάς λαμβάνομεν παρά σου. Οφείλομεν λοιπόν κατά καθήκον να αγρυπνώμεν υπέρ της ασφαλείας σου και της αρχής σου· εάν εβλέπομεν κίνδυνόν τινα, βεβαίως ηθέλομεν σοι προειπεί τούτο. Αλλά σήμερον, αφού το όνειρόν σου έληξεν εις μηδαμινόν γεγονός, διά τούτο και ημείς είμεθα ήσυχοι και συμβουλεύομεν και σε να μιμηθής το παράδειγμά μας. Απομάκρυνον όμως το παιδίον τούτο από τα βλέμμαάα σου και πέμψον αυτό εις την Περσίαν προς τους γονείς του.»
121. Ταύτα ακούσας ο Αστυάγης εχάρη, και καλέσας τον Κύρον τω είπεν· «Ω παι, ένεκα ονείρου τινός το οποίον είδον, έπραξα προς σε αδικίαν ήτις δεν έσχεν αποτέλεσμα, διότι η καλή σου τύχη σε έσωσε. Τώρα, αναχώρησον χαίρων εις την Περσίαν όπου θα σε στείλω μετά συνοδίας· εκεί θα εύρης πατέρα και μητέρα οίτινες δεν ομοιάζουσι μήτε με τον Μιτραδάτην μήτε με την γυναίκα του.
122. Ταύτα ειπών ο Αστυάγης απέπεμψε τον Κύρον. Επιστρέψαντα δε εις την οικίαν του Καμβύσου, εδέχθησαν αυτόν οι γονείς του, και άμα τοις είπε ποίος ήτο, τον ενηγκαλίσθησαν μετά χαράς, ως τέκνον το οποίον ενόμιζον ως αποθανόν άμα τεχθέν. Τον ηρώτησαν ακολούθως πώς διεσώθη, και εκείνος τοις είπεν ότι κατ' αρχάς μεν δεν ήξευρε τίποτε, ότι παρεγνώριζεν εαυτόν και ότι καθ' οδόν τω εφανέρωσαν τα παθήματά του· διότι ανεχώρησε πιστεύων ακόμη ότι ήτο υιός του βουκόλου του Αστυάγους, αλλ' οι φύλακες του, ενώ συνεβάδιζον, τω διηγήθησαν την ιστορίαν του. Είπε λοιπόν ότι ανετράφη υπό της γυναικός του βουκόλου, και δεν έπαυεν εις πάσαν λέξιν να την επαινή, και το όνομα Κυνώ επανήρχετο κατά πάσαν στιγμήν εις την ομιλίαν του. Οι γονείς του ήρπασαν το όνομά τούτο, και διά να φανή εις τους Πέρσας ότι ο υιός των εσώθη κατά θείαν πρόνοιαν, εκοινολόγησαν ότι μία κύων έθρεψε τον Κύρον εκτεθειμένον όντα. Και έκτοτε επικρατεί η παράδοσις αύτη.
123. Ο Κύρος, φθάσας εις ανδρικήν ηλικίαν ήτο ο ανδρειότατος και αγαπητότατος των συνηλικιωτών του, ο δε Άρπαγος δεν έπαυε να τω πέμπη δώρα και να τον περιποιήται, διότι επεθύμει να εκδικηθή τον Αστυάγη και έβλεπεν ότι αυτός, ως ιδιώτης, ουδεμίαν τιμωρίαν ηδύνατο να επιβάλη εις τον βασιλέα. Παρετήρει λοιπόν τον Κύρον αυξάνοντα και επροσπάθει να τον κάμη σύμμαχόν του εξομοιών τα ίδιά του δυστυχήματα με τα του Κύρου. Προ τούτου όμως ήρχισε να διαθέτη τα πράγματα κατά τον εξής τρόπον· επειδή ο Αστυάγης εφέρετο σκληρώς προς τους Μήδους, επλησίαζεν ο Άρπαγος τον ένα μετά τον άλλον όλους τους πρώτους των Μήδων και τους έπειθεν ότι έπρεπε να καταβιβάσωσι τον Αστυάγη από τον θρόνον και να αναβιβάσωσιν εις αυτόν τον Κύρον. Αφού δε προδιέθεσε τα πνεύματα και ητοίμασε τα πάντα, ο Άρπαγος, επιθυμών να ανακοινώση τα σχέδιά του εις τον Κύρον όστις διέτριβεν εις την Περσίαν και μη έχων κανέν άλλο μέσον καθότι όλαι αι οδοί εφυλάσσοντο, επενόησε το ακόλουθον· σχίσας επιδεξίως την κοιλίαν λαγωού χωρίς να τον βλάψη μήτε να τον εκμαδίση, εισήγαγεν επιστολήν εν τη οποία έγραψεν ό,τι ήθελεν· έπειτα έρραψε πάλιν το δέρμα, έδωκε δίκτυα εις τον πιστότατον των υπηρετών του, ως να τον έπεμπεν εις το κυνήγιον, και τον απέστειλεν εις την Περσίαν παραγγείλας αυτόν διά ζώσης να εγχειρίση τον λαγωόν εις τον Κύρον και να τω είπη να τον ανοίξη διά της ιδίας του χειρός, χωρίς να ήναι άλλος κανείς παρών.
124. Όλα ταύτα εξετελέσθησαν ακριβώς· ο Κύρος, λαβών τον λαγωόν, τον έσχισεν, εύρε την περιεχομένην επιστολήν και την ανέγνωσεν, ιδού δε τι διελάμβανεν αύτη· «Ω υιέ του Καμβύσου, βεβαίως οι θεοί σε προστατεύουσι, διότι άλλως δεν ήθελες φθάσει εις την παρούσαν ευτυχίαν. Εκδικήθητι λοιπόν τον φονέα σου Αστυάγην, διότι κατά την θέλησιν μεν αυτού συ απέθανες, χάρις δε εις τους θεούς και εις εμέ έζησας. Υποθέτω ότι προ πολλού έμαθες τα αφορώντά σε και τι έπαθα εγώ εκ μέρους του Αστυάγους, διότι αντί να σε φονεύσω, σε παρέδωκα εις τον βουκόλον. Συ λοιπόν, εάν θέλης να με πιστεύσης, θα βασιλεύσης επί όλων των χωρών όσαι υπακούουσιν εις τον Αστυάγη. Πείσον τους Πέρσας να αποστατήσωσι και οδήγησον αυτούς εναντίον των Μήδων. Εάν ο Αστυάγης εκλέξη ως αρχηγόν εμέ ή άλλον τινά εκ των πρώτων του λαού, τότε κατορθούται ό,τι επιθυμείς. Όλοι συνωμόσαμεν κατά του Αστυάγους· θα τον εγκαταλείψωμεν διά να έλθωμεν με το μέρος σου και θα προσπαθήσωμεν να καθαιρέσωμεν αυτόν. Τα πάντα είναι έτοιμα εδώ, ενέργησον λοιπόν και πράξον ταχέως.»
125. Ειδοποιηθείς τοιουτοτρόπως ο Κύρος, εσκέπτετο με ποίον τρόπον επιτηδειότερον να παρασύρη τους Πέρσας εις αποστασίαν· ιδού δε τι ενόμισεν αρμοδιώτερον το οποίον και εξετέλεσε. Γράψας εις πάπυρον ό,τι ήθελε, συνεκάλεσε τους Πέρσας εις συμβούλιον, ήνοιξε το γράμμα και το ανέγνωσεν· ανήγγελλε δε το γράμμα ότι ο Αστυάγης τον διώρισεν αρχηγόν των Περσών. «Τώρα, είπε, σας διατάττω να συναθροισθήτε και να φέρετε έκαστος έν δρέπανον.» Τοιαύτη ήτο η διαταγή την οποίαν έδωκεν εις τους Πέρσας. Υπάρχουσι δε εις το έθνος τούτο πολλαί φυλαί, αλλ' ο Κύρος συνήθροισε μέρος μόνον αυτών και τας έπεισε να αποστατήσωσιν. Αι φυλαί δε εκείναι, παρ' ων αι άλλαι εξηρτώντο, ήσαν οι Πασαργάδαι, οι Μαράφιοι, οι Μάσπιοι. Εκ τούτων δε πάλιν, οι Πασαργάδαι είναι οι άριστοι, και μεταξύ αυτών είναι η οικογένεια των Αχαιμινιδών εξ ης κατάγονται οι βασιλείς της Περσίας. Αι άλλαι φυλαί είναι οι Πανθιαλαίοι, οι Δηρουσιαίοι, οι Γερμάνιοι, φυλαί γεωργικαί, έπειτα οι Δάοι, οι Μάρδοι, οι Δροπικοί, οι Σαγάρτιοι, φυλαί νομάδες.
126. Όταν συνηθροίσθησαν όλοι με τα δρέπανά των, καθώς διετάχθησαν, ο Κύρος τοις είπε να εκχερσώσωσι την ημέραν εκείνην ένα τόπον της χώρας ακανθώδη δεκαοκτώ ή είκοσι σταδίων τετραγωνικών. Αφού ετελείωσαν το έργον εκείνο, τους διέταξε να επιστρέψωσι την επιούσαν αφού λουσθώσιν. Εν τούτοις ο Κύρος έφερεν εις το μέρος εκείνο όλα τα ποίμνια του πατρός του, αίγας, πρόβατα και βόας, τα έσφαξε και τα ητοίμασε διά να εστιάση τον στρατόν των Περσών· εκτός δε τούτου επρομηθεύθη αρκετήν ποσότητα άρτου και οίνου. Την επιούσαν λοιπόν έφθασαν οι Πέρσαι και εκάθισαν επί λειμώνος όπου τοις προσέφερε φαγητόν. Αφού δε ευωχήθησαν, τους ηρώτησε ποία διασκέδασις τοις εφαίνετο προτιμοτέρα, η χθεσινή ή η παρούσα. Εκείνοι δε είπον ότι μεταξύ των δύο η διαφορά ήτο μεγίστη, ότι η προηγουμένη ημέρα ήτο κοπιαστική ενώ η σημερινή τοις εφαίνετο λίαν ευχάριστος. Ο Κύρος ωφελήθη εκ της αποκρίσεώς των και είπεν· «Ω Πέρσαι, ιδού η τύχη σας· εάν με υπακούσετε, θα απολαύσετε τα αγαθά ταύτα και άπειρα άλλα χωρίς να εργάζεσθε δουλικώς· εάν όμως δεν θελήσετε να με ακούσετε, θα επιφορτίζεσθε αδιακόπως με εργασίας ομοίας της χθεσινής. Ακολουθήσατέ με από σήμερον και γενήτε ελεύθεροι. Φαίνεται ότι εγεννήθην διά να καταστήσω υμάς με την προστασίαν των θεών ευδαίμονας και ελευθέρους. Δεν σας νομίζω κατωτέρους των Μήδων ούτε εις τα πολεμικά ούτε εις τα άλλα. Επαναστατήσατε λοιπόν αμέσως κατά του Αστυάγους.»
127. Οι Πέρσαι, επιτυχόντες αρχηγόν, μετά χαράς εδέχθησαν να ελευθερωθώσι, διότι προ πολλού εδυσφόρουν δουλεύοντες υπό τους Μήδους. Εν τούτοις ο Αστυάγης έμαθε τι έπραττεν ο Κύρος, και πέμψας απεσταλμένον εκάλεσεν αυτόν πλησίον του· ο δε Κύρος είπεν εις τον απεσταλμένον να επιστρέψη και να αναγγείλη εις τον Αστυάγη ότι θα φθάση ταχύτερον παρ' όσον επεθύμει ο Αστυάγης. Ακούσας την απόκρισιν ταύτην ο Αστυάγης ώπλισεν όλους τους Μήδους, και ως να τον ετύφλωσαν οι θεοί διώρισε στρατηγόν αυτών τον Άρπαγον, λησμονήσας όσα είχε πράξει προς αυτόν. Εις την πρώτην συμπλοκήν με τους Πέρσας, Μήδοι τινες, οίτινες δεν ήσαν μεμυημένοι εις την συνωμοσίαν, επολέμησαν, άλλοι δε ηυτομόλησαν προς τους Πέρσας, οι περισσότεροι όμως εδειλίασαν και ετράπησαν εις φυγήν.
128. Εις την αγγελίαν της αισχράς εκείνης διασκορπίσεως του στρατεύματός του, ο Αστυάγης, απειλών τον Κύρον, έκραξε· «Μ' όλα ταύτα ο Κύρος δεν θα χαρή.» Ταύτα ειπών, πρώτον μεν ανεσκολόπισεν όλους τους ονειροκρίτας μάγους οίτινες τον είχον συμβουλεύσει να αποπέμψη τον Κύρον, έπειτα δε ώπλισεν όλους τους Μήδους, νέους και γέροντας, όσοι είχον μείνει εις την πόλιν, τους εξήγαγεν, επολέμησε και ηττήθη. Απολέσας δε όλους τους Μήδους όσους είχεν εξαγάγει, συνελήφθη αιχμάλωτος (9).
129. Πλησιάσας ο Άρπαγος τον αιχμαλωτισθέντα Αστυάγην έχαιρε και τον ύβριζε· μεταξύ δε άλλων δηκτικών λόγων τω ανέμνησε το δείπνον το οποίον ο βασιλεύς προσέφερεν εις αυτόν με τα κρέατα του παιδίου του· τέλος τον ηρώτησε τι εστοχάζετο διά την μεταβολήν εκείνην της βασιλείας εις δουλείαν. Ατενίσας προς αυτόν ο Αστυάγης, τω απεκρίθη διά της ερωτήσεως ταύτης· «Νομίζεις ότι είναι έργον σου η επιτυχία του Κύρου; — Βεβαίως, απεκρίθη ο άλλος, εγώ έγραψα ιδιοχείρως, και δύναμαι δικαίως να καυχηθώ δι' όλην αυτήν την υπόθεσιν. — Λοιπόν, επανέλαβεν ο αιχμάλωτος, συ είσαι ο μάλλον μωρός και ο μάλλον άδικος από όλους τους ανθρώπους· ο μάλλον μωρός, διότι, ενώ ηδύνασο να λάβης την βασιλείαν, εάν τωόντι τα παρόντα επράχθησαν υπό σου, έδωκες αυτήν εις άλλον· ο μάλλον άδικος, διότι, ένεκα ενός δείπνου, κατέστησες τους Μήδους δούλους. Διότι εάν ενόμιζες αναγκαίον να μεταβή το στέμμα εις άλλον, να μη το λάβης συ, έπρεπε τουλάχιστον να το παραχωρήσης εις ένα Μήδον και όχι εις Πέρσην. Τώρα οι μεν Μήδοι χωρίς να πταίωσιν εγένοντο δούλοι ενώ ήσαν δεσπόται, οι δε Πέρσαι, ενώ πρότερον ήσαν δούλοι των Μήδων, τώρα εγένοντο δεσπόται.»
130. Ο Αστυάγης λοιπόν, βασιλεύσας τριάκοντα και πέντε έτη, καθηρέθη τοιουτοτρόπως, ένεκα δε της σκληρότητος αυτού οι Μήδοι, οίτινες επί εκατόν εικοσιοκτώ έτη, μη συμπεριλαμβανομένου του χρόνου της ηγεμονίας των Σκυθών, εκυβέρνησαν την άνω Ασίαν την πέραν του Άλυος, υπετάγησαν εις τους Πέρσας. Βραδύτερον όμως μετενόησαν διά την πράξιν ταύτην, και απεστάτησαν από τον Δαρείον, αλλ' ενικήθησαν και υπεδουλώθησαν. Εις ην δε εποχήν ευρισκόμεθα, ήτοι επί της βασιλείας του Αστυάγους, ο Κύρος και οι Πέρσαι, αφού επανεστάτησαν κατά των Μήδων, εγένοντο έκτοτε κύριοι της Ασίας. Ο δε Κύρος ουδόλως εκακομετεχειρίσθη τον Αστυάγη, αλλά τον είχεν εις την οικίαν του μέχρις ου απέθανεν. Ο Κύρος λοιπόν γεννηθείς και ανατραφείς τοιουτοτρόπως, εβασίλευσεν· έπειτα δε, ως διηγήθην προλαβόντως, ανέτρεψε τον Κροίσον όστις ήρξατο χειρών αδίκων, και εκθρονίσας αυτόν, εκυβέρνησεν όλην την Ασίαν.
131. Οι δε Πέρσαι ηξεύρω ότι έχουσι τα εξής έθιμα· δεν κατασκευάζουσιν αγάλματα, δεν κτίζουσι ναούς μήτε βωμούς, θεωρούσι δε ως μωρούς τους πράττοντας τα τοιαύτα· διότι, ως νομίζω, δεν πιστεύουσιν ως οι Έλληνες ότι οι θεοί μετέχουσιν ανθρωπίνης φύσεως. Συνειθίζουσι να θυσιάζωσιν εις τον Δία επί των κορυφών των ορέων, και καλούσι Δία όλον τον κύκλον του ουρανού. Θυσιάζουσιν επίσης εις τον ήλιον, εις την σελήνην, εις την γην, εις το πυρ, εις το ύδωρ και εις τους ανέμους. Και κατ' αρχάς μεν εις ταύτα μόνον εθυσίαζον· κατόπιν δε έμαθον από τους Ασσυρίους και τους Άραβας να θυσιάζωσιν εις την ουρανίαν Αφροδίτην, την οποίαν οι μεν Ασσύριοι καλούσι Μύλιττα, οι δε Άραβες Άλιττα, και οι Πέρσαι Μίτραν.
132. Ιδού δε πώς θυσιάζουσιν οι Πέρσαι εις τας θεότητας ταύτας· δεν έχουσι βωμούς, δεν ανάπτουσι πυρ, δεν μεταχειρίζονται σπονδάς, μήτε αυλούς, μήτε στεφάνους, μήτε κριθήν ιεράν. Ο θέλων να προσφέρη θυσίαν φέρη το θύμα εις μέρος καθαρόν, όπου επικαλείται την θεότητα εστεμμένος σχεδόν πάντοτε με τιάραν εκ μύρτου. Δεν τω είναι όμως επιτετραμμένον να ευχηθή ευτυχίας δι' αυτόν μόνον, αλλ' εύχεται υπέρ της ευημερίας όλων των Περσών και του βασιλέως, διότι και αυτός αποτελεί μέρος της ολότητος των Περσών. Αφού δε διαχωρίση εις τεμάχια το θύμα, και βράση τα κρέατα, καταθέτει αυτά επί χόρτων τρυφερών, προ πάντων όμως επί τρυφυλλίων. Τότε μάγος τις (διότι άνευ μάγου δεν γίνεται θυσία) πλησιάζει και ψάλλει την θεογονίαν (10), θεωρουμένην παρ' αυτών ως γοήτευμα συντελεστικώτατον εκείνος δε όστις προσέφερε την ουσίαν, μένει ακόμη εκεί ολίγην ώραν, και έπειτα συνάζει τα κρέατα και κάμνει οιανδήποτε θέλει χρήσιν αυτών.
133. Οι Πέρσαι τιμώσι πλειότερον πάσης άλλης την ημέραν καθ' ην έκαστος εγεννήθη, την εορτάζουσι δε δι' αφθονωτάτου συμποσίου, εις το οποίον οι μεν πλούσιοι κατ' εκείνην την ημέραν παραθέτουσιν ένα βόα, ένα ίππον, μίαν κάμηλον και ένα όνον εψημένους ολοκλήρους εις καμίνους, οι δε πτωχοί παραθέτουσι μικρά ζώα. Δεν έχουσι πολλά φαγητά, αλλ' έχουσιν επιδόρπια πολλά τα οποία τοις φέρουσι το έν κατόπιν του άλλου. Και διά τούτο οι Πέρσαι λέγουσιν ότι οι Έλληνες εγείρονται από την τράπεζαν πεινώντες· δεν τοις δίδεται καλόν τι μετά το δείπνον, προσθέτουσιν, εάν όμως τοις εδίδετο, δεν θα έπαυον τρώγοντες. Είναι πολύ έκδοτοι εις τον οίνον, και δεν τοις είναι επιτετραμμένον μήτε να εμώσι μήτε να ουρώσιν ενώπιον άλλου. Τηρούσι προς τούτοις και τας εξής συνηθείας· μεθυσκόμενοι συσκέπτονται περί σπουδαίων υποθέσεων, την δε επομένην ημέραν ο οικοδεσπότης, εις την οικίαν του οποίου εγένετο η συνεδρίασις, υποβάλλει πάλιν εις αυτούς νήφοντας την απόφασιν της προτεραίας. Τότε, εάν την επιδοκιμάσωσι, την εκτελούσιν· άλλως, παραιτούνται αυτής. Και πάλιν τουναντίον, ό,τι αποφασίσωσι νήφοντες, το αναθεωρούσι μεθύοντες.
134. Όταν δύο άνθρωποι συναντώνται εις τας οδούς, δύναταί τις να ίδη εάν ήναι του αυτού βαθμού· διότι, εις την περίπτωσιν ταύτην, αντί να χαιρετίσωσιν αλλήλους, φιλούνται εις το στόμα. Εάν ο είς των δύο ήναι ολίγον κατώτερος του άλλου, φιλούνται εις τας παρειάς· αλλ' εάν ο είς ήναι πολύ κατώτερος του άλλου, ο κατώτερος κλίνει και προσκυνεί τον ανώτερον. Μετά τον εαυτόν των τιμώσι προ πάντων τους πλησίον αυτών οικούντας, έπειτα τους γείτονας των πλησίον οικούντων, και ούτω καθεξής, αναλόγως της αποστάσεως. Εις ουδεμίαν δε υπόληψιν έχουσι τους πολύ μακράν κατοικούντας, διότι νομίζουσιν εαυτούς καθ' όλα εξαιρέτους ανθρώπους και ότι οι άλλοι μετέχουσιν από την αρετήν κατά την ρηθείσαν αναλογίαν της αποστάσεως, και επομένως οι πολύ μακράν κατοικούντες είναι ουτιδανώτατοι. Επί της κυριαρχίας των Μήδων, τα έθνη είχαν αλληλοδιοίκησιν· οι Μήδοι είχον την υπερτάτην αρχήν, αλλ' εξήσκουν αυτήν κυρίως επί των γειτόνων των· ούτοι πάλιν εκυβέρνων τους ομόρους των, και ούτω καθεξής, από του πλησίον εις τον πλησίον. Κατά την βαθμολογίαν δε ταύτην οι Πέρσαι διανέμουσι τας τιμάς τας οποίας αποδίδουσι και εξασκούσι την επί των άλλων εθνών αρχήν πρώτον μεν απ' ευθείας, έπειτα δε διά μεσαζόντων.
135. Οι Πέρσαι παραδέχονται ευκόλως ξενικά έθιμα· ευρόντες την Μηδικήν ενδυμασίαν ωραιοτέραν της ιδικής των, φορούσιν αυτήν, ως επίσης παρεδέχθησαν εις τους πολέμους τον Αιγυπτιακόν θώρακα. Παραδίδονται εις παν είδος ηδυπαθείας περί της οποίας ακούουσι να γίνεται λόγος· τοιουτοτρόπως δε έμαθον από τους Έλληνας να συνευρίσκωνται με παιδία· έκαστος αυτών νυμφεύεται πολλάς νομίμους γυναίκας, δύναται δε να έχη πολύ περισσοτέρας παλλακίδας.
136. Μετά την εις τας μάχας ανδρείαν θεωρείται ανδραγαθία να γεννήση τις πολλά τέκνα. Κατ' έτος ο βασιλεύς πέμπει δώρα προς εκείνον όστις έχει τα περισσότερα. Η ισχύς παρ' αυτοίς έγκειται εις τον αριθμόν. Η ανατροφή των παίδων άρχεται από του πέμπτου έτους και λήγει εις το εικοστόν· εις τρία δε μόνον πράγματα συνίσταται αύτη, εις το ιππεύειν, εις το τοξεύειν και εις το λέγειν την αλήθειαν. Πριν του πέμπτου έτους το παιδίον ουδέποτε εμφανίζεται ενώπιον του πατρός του, ούτε εξέρχεται από τους γυναικείους θαλάμους. Συνειθίζεται δε τούτο, διά να μη προξενήση το παιδίον λύπην εις τον πατέρα του εάν συμβή να αποθάνη εις μικράν ηλικίαν.
137. Επαινώ την συνήθειαν ταύτην, επαινώ δε ομοίως και την εξής· δι' έν μόνον πταίσμα, ουδ' αυτός ο βασιλεύς δύναται να καταδικάση τινά εις θάνατον· δι' έν μόνον πταίσμα ουδείς των Περσών δύναται να επιβάλη αυστηράν τιμωρίαν είς τινα των δούλων του. Εν τούτοις, εάν μετά γενομένην εξέτασιν ευρεθή ότι τα εγκλήματα είναι περισσότερα και μεγαλείτερα από τας υπηρεσίας, τότε ο δεσπότης μεταχειρίζεται τον θυμόν του. Οι Πέρσαι λέγουσιν ότι κανείς εξ αυτών δεν εφόνευσε τον πατέρα του ή την μητέρα του, και ότι οσάκις διεπράχθη τοιούτο έγκλημα, γενομένης ακριβούς εξετάσεως, ευρέθη ότι ο ένοχος ήτο παιδίον μοιχίδιον ή υποβολιμαίον. Διότι, λέγουσι, δεν είναι φυσικόν να φονεύεται ο αληθής πατήρ παρά του παιδός του.
138. Τοις είναι απηγορευμένον να ομιλώσι περί των πραγμάτων εκείνων τα οποία δεν τοις επιτρέπεται να πράττωσι. Το ψεύδος θεωρείται παρ' αυτών ως αισχρότατον ελάττωμα· έπειτα έρχονται τα χρέη, και τούτο διά πολλάς αιτίας, αλλά προ πάντων, ως λέγουσιν, ένεκα της ανάγκης εις ην ευρίσκεται ο οφειλέτης να είπη ψεύματα. Εάν τις των αστών έχη λέπραν ή λεύκην (11), ούτε εις την πόλιν εισέρχεται, ούτε αναμιγνύεται με τους άλλους Πέρσας. Λέγουσι δε ότι έπαθε το κακόν εκείνο διότι ήμαρτεν εις τον ήλιον. Σχεδόν πανταχού διώκουσι τον ξένον όστις έχει το πάθος αυτό, καθώς και τας λευκάς περιστεράς, αποδίδοντες και εις αυτάς τον αυτόν λόγον. Ούτε ουρούσιν, ούτε πτύουσιν, ούτε νίπτονται τας χείρας εις ποταμόν, ούτε άλλον αφίνουσι να πράξη ταύτα, αλλά σέβονται μεγάλως τους ποταμούς.
139. Και άλλο τι ιδιάζον παρατηρείται εις αυτούς, όπερ διέλαθε μεν τους Πέρσας, ουχί δε και ημάς· τα ονόματά των, τα οποία λαμβάνονται όλα από τα σωματικά ιδιώματα ή από τα αξιώματα, λήγουσιν εις το γράμμα το οποίον οι μεν Δωριείς καλούσι σ α ν οι δε Ίωνες σ ί γ μ α. Εάν εξετάσετε, θα ιδήτε ότι όλα τα ονόματα των Περσών, άνευ εξαιρέσεως, λήγουσιν, εις το γράμμα τούτο.
140. Παν ό,τι είπον μέχρι τούδε περί των ηθών των Περσών, το είδον και το ήκουσα μετά βεβαιότητος, όσα δε μέλλω να είπω περί των νεκρών, δεν κοινολογούνται, αλλά λέγονται κρυφίως. Πτώμα Πέρσου δεν ενταφιάζεται πριν κατασπαραχθή υπό κυνών ή ορνέων. Ηξεύρω μετά θετικότητος ότι πράττουσι τούτο οι μάγοι, διότι το πράττουσι φανερώς. Οι Πέρσαι περικαλύπτουσι το νεκρόν σώμα με κηρόν, και το θάπτουσιν. Οι δε μάγοι διαφέρουσι πολύ από τους άλλους ανθρώπους και από τους ιερείς της Αιγύπτου· διότι αυτοί μεν ουδέν έμψυχον φονεύουσιν ειμή όσα θυσιάζουσιν, οι δε μάγοι φονεύουσιν ιδιοχείρως όλα, πλην κυνός και ανθρώπου. Παρ' αυτοίς μεγάλη άμιλλα υπάρχει να καταστρέφωσι τους μύρμηκας, τους όφεις, τα πτηνά και τα ερπετά. Και η μεν συνήθεια αύτη ας εξακολουθή να υπάρχη όπως εξ αρχής επεκράτησεν, εγώ δε επανέρχομαι εις την σειράν της διηγήσεώς μου.
141. Οι Ίωνες και οι Αιολείς, άμα η Λυδία κατεκτήθη υπό των Περσών, έπεμψαν πρέσβεις εις τας Σάρδεις προς τον Κύρον προτείνοντες να υποταχθώσιν εις αυτόν υπό τους αυτούς όρους τους οποίους τοις είχε προτείνει ο Κροίσος. Ο Κύρος ήκουσε τας προτάσεις ταύτας και διηγήθη εις αυτούς τον εξής μύθον· «Αυλητής τις, ιδών εις την θάλασσαν ιχθύας, ηύλει νομίζων ότι ήθελε τους ελκύσει εις την ξηράν· επειδή δε διεψεύσθη η ελπίς του, έλαβε δίκτυον, το έρριψε και έσυρεν έξω πολλήν ποσότητα ιχθύων. Όταν τους είδε πηδώντας· «Παύσατε, τοις είπε, παύσατε να χορεύετε, καθότι ότε ηύλουν, δεν ηθελήσατε να έλθετε προς εμέ χορεύοντες.» Είπε δε ο Κύρος τον μύθον τούτον εις τους Ίωνας και τους Αιολείς διότι πρότερον οι Ίωνες, όταν τοις εζήτησε δι' απεσταλμένων να επαναστατήσωσι κατά του Κροίσου, δεν επείσθησαν, τώρα δε ότε πλέον τα γεγονότα ήσαν τετελεσμένα, εφαίνοντο πρόθυμοι να υπακούσωσιν. Ήτο λοιπόν ωργισμένος όταν τοις έλεγε ταύτα. Οι δε Ίωνες, άμα ήκουσαν την απόκρισιν ταύτην διαβιβασθείσαν εις τας πόλεις, ήρχισαν να εγείρωσι τείχη και συνηθροίζοντο εις το Πανιώνιον όλοι οι άλλοι πλην των Μιλησίων· διότι μετ' αυτών ο Κύρος είχε συνθηκολογήσει όπως και με τους Λυδούς. Οι άλλοι λοιπόν Ίωνες συνεφώνησαν να πέμψωσι πρέσβεις εις την Σπάρτην και να ζητήσωσι βοήθειαν.
142. Ούτοι δε οι Ίωνες, εις τους οποίους ανήκει το Πανιώνιον, είχον κτίσει τας πόλεις των υπό τον λαμπρότερον ουρανόν και το ωραιότερον κλίμα από όσα γνωρίζομεν να κατοικώσιν οι άνθρωποι. Αι χώραι αι περικυκλούσαι την Ιωνίαν, άνωθεν και κάτωθεν, προς ανατολάς και προς δυσμάς, ουδόλως συγκρίνονται με αυτήν· αι μεν πάσχουσιν υπό του ψύχους και της υγρασίας, αι δε υπό του καύσωνος και της ξηρασίας. Οι Ίωνες δεν ομιλούσιν όλοι την αυτήν γλώσσαν, αλλά μεταχειρίζονται τέσσαρας διαφόρους διαλέκτους. Εκ των πόλεών των η Μίλητος είναι η πρώτη προς μεσημβρίαν, μετ' αυτήν δε η Μυούς και η Πριήνη· αι τρεις αύται είναι εις την Καρίαν και ομιλούσι την αυτήν διάλεκτον. Αι δε της Λυδίας είναι η Έφεσος, η Κολοφών, η Λέβεδος, η Τέως, αι Κλαζομεναί, η Φώκαια, αίτινες δεν ομιλούσι την αυτήν διάλεκτον ως αι προηγούμεναι, αλλ' έχουσιν ιδίαν. Υπάρχουσιν εισέτι τρεις άλλαι πόλεις Ιωνικαί, εξ ων αι μεν δύο, η Σάμος και η Χίος είναι νήσοι, η δε τρίτη, αι Ερυθραί, κείται επί της ηπείρου. Και οι μεν Χίοι και οι Ερυθραίοι ομιλούσι την αυτήν διάλεκτον, οι δε Σάμιοι έχουσιν όλως ιδιαιτέραν. Τοιουτοτρόπως δε γίνονται τέσσαρες χαρακτήρες γλώσσης.
143. Η Μίλητος λοιπόν, ένεκα της συνθήκης, ήτο εκτός παντός φόβου, οι δε νησιώται δεν είχον και αυτοί να φοβηθώσι τίποτε· διότι οι Φοίνικες δεν είχον γίνει ακόμη υπήκοοι των Περσών, οι δε Πέρσαι δεν είχον πλοία. Οι δε Μιλήσιοι δι' ουδεμίαν άλλην αιτίαν απεχωρίσθησαν από τους Ίωνας ειμή διά την ακόλουθον· η Ελληνική φυλή ήτο τότε πολύ ασθενής, και εξ όλων των εθνών των συγκροτούντων αυτήν αυτή ήτο η ασθενεστάτη και μηδενός λόγου αξία. Τωόντι, εκτός των Αθηνών, δεν υπήρχε πόλις Ιωνική αξία προσοχής. Οι μεν λοιπόν άλλοι Ίωνες και οι Αθηναίοι απέφευγον να λάβωσι το όνομα τούτο και δεν ήθελον να καλώνται Ίωνες· ακόμη δε και σήμερον μοι φαίνεται ότι οι πλειότεροι αυτών αισχύνονται διά το όνομα τούτο. Αι δε δώδεκα πόλεις τας οποίας ανέφερα σεμνύνονται διά την επίκλησιν ταύτην, και έκτισαν μάλιστα ιδιαίτερον ναόν τον οποίον εκάλουν Πανιώνιον και εις τον οποίον απεφάσισαν να μη δέχωνται κανένα άλλον εκ των Ιώνων· το αληθές όμως είναι ότι, εκτός των Σμυρναίων, ουδείς άλλος εζήτησε να γίνη δεκτός εις αυτόν.
144. Ούτω και οι Δωριείς της σήμερον καλουμένης Πενταπόλεως, ήτις προηγουμένως εκαλείτο Εξάπολις, επρόσεχον να μη δέχωνται εις τον Τριοπικόν ναόν άλλους πλησιοχώρους Δωριείς. Απέκλεισαν μάλιστα απ' αυτού και εκείνους εκ των ιδικών των όσοι παρέβησαν τους παρ' αυτών τεθέντας νόμους· διότι άλλοτε, εις τους αγώνας του Τροπίου Απόλλωνος, έδιδον βραβεία εις τους νικητάς χαλκίνους τρίποδας· έπρεπεν όμως ούτοι, αντί να τους κρατώσι, να τους προσφέρωσιν εις τον θεόν. Αλικαρνασσεύς τις όμως, ονόματι Αγασικλής, νικήσας, περιεφρόνησε τον νόμον τούτον, έλαβε τον τρίποδα και τον εκρέμασεν εις την οικίαν του. Διά ταύτην δε την αιτίαν αι πέντε πόλεις, Λίνδος, Ιαλυσσός, Κάμειρος, Κως και Κνίδος απέκλεισαν από τον ναόν την έκτην πόλιν της εξαπόλεως Αλικαρνασσόν. Και εις ταύτην μεν τοιαύτην τιμωρίαν επέβαλον.
145. Εγώ δε νομίζω ότι οι Ίωνες έκαμον την ομοσπονδίαν των δώδεκα πόλεων και δεν ηθέλησαν να δεχθώσι περισσοτέρας διά την ακόλουθον αιτίαν· όταν κατώκουν την Πελοπόννησον, ήσαν διηρημένοι εις δώδεκα μέρη, καθώς είναι σήμερον οι Αχαιοί οίτινες εδίωξαν αυτούς· πρώτη είναι η Πελλήνη, προς το μέρος της Σικυώνος, έπειτα η Αίγειρα και αι Αιγαί, όπου ρέει αενάως ο ποταμός Κράθις του οποίου το όνομα έλαβε ποταμός τις της Ιταλίας, έπειτα η Βούρα και η Ελίκη, όπου κατέφυγον οι Ίωνες όταν τους ενίκησαν οι Αχαιοί, έπειτα το Αίγιον, αι Ρύπες, αι Πάτραι, αι Φαραί και η Ώλενος, την οποίαν διασχίζει ο μέγας ποταμός Πείρος, και τέλος η Δύμη και η Τρίταια, αι μόναι πόλεις αίτινες κείνται εις τα μεσόγεια.
146. Τα δώδεκα ταύτα μέρη είναι σήμερον των Αχαιών, άλλοτε δε ήσαν των Ιώνων· τούτου ένεκα οι Ίωνες περιωρίσθησαν εις δώδεκα πόλεις. Θα ήτο αληθώς πολλή μωρία να ισχυρισθή τις ότι ούτοι είναι Ίωνες περισσότερον των άλλων Ιώνων, ή ότι έχουσι καταγωγήν λαμπροτέραν, τοσούτω μάλλον όσω οι εκ της Ευβοίας μεταναστεύσαντες Άβαντες αποτελούσι μέρος ου σμικρόν των αποίκων τούτων, και εν τούτοις ουδόλως καλούνται Ίωνες. Προσέτι ανεμίχθησαν με αυτούς Μινύαι Ορχομένιοι, Καδμείοι, Δρύοπες, Φωκείς αποσπασθέντες από την μητρόπολίν των, Μολοσσοί, Πελασγοί της Αρκαδίας, Δωριείς της Επιδαύρου και πολλά άλλα έθνη. Όσοι δε ανεχώρησαν από το Πρυτανείον των Αθηνών και οίτινες αυτοκαλούνται ευγενέστατοι των Ιώνων, δεν έλαβον μεθ' εαυτών γυναίκας, αλλ' ενυμφεύθησαν Καείρας των οποίων εφόνευσαν τους γονείς. Ένεκα όμως της σφαγής ταύτης αι γυναίκες έθεσαν νόμον μεταξύ των καθιερωθέντα δι' όρκου και κληροδοτηθέντα εις τας θυγατέρας των· να μη συντρώγωσι με τους άνδρας των μήτε να καλώσι ποτέ αυτούς διά του ονόματος τούτου, καθότι εφόνευσαν τους πατέρας, τους άνδρας, τα τέκνα των και έπειτα τας ενυμφεύθησαν. Ταύτα δε συνέβησαν εις την Μίλητον.
147. Κατ' αρχάς οι άποικοι ούτοι έβαλον βασιλείς· οι μεν από τους απογόνους του Γλαύκου, υιού του Ιππολόχου· οι δε, Καύκωνας Πυλίους, από τους απογόνους του Κόδρου, υιού του Μελάνθου· άλλοι και από τας δύο ταύτας γενεάς. Αλλά δύναται τις να είπη ότι αυτοί περισσότερον των άλλων Ιώνων φυλάττουσι το όνομα τούτο. Έστωσαν λοιπόν αυτοί καθαροί Ίωνες, διότι όσοι εξήλθον από τας Αθήνας και πανηγυρίζουσι την εορτήν των Απατουρίων όλοι είναι Ίωνες, και εορτάζουσιν όλοι πλην των Εφεσίων και των Κολοφωνίων οίτινες μόνοι εκ των Ιώνων δεν εορτάζουσι τα Απατούρια δι' αιτίαν φόνου.
148. Το δε Πανιώνιον είναι χώρος της Μυκάλης ιερός, εστραμμένος προς άρκτον και αφιερωμένος από κοινού υπό των Ιώνων εις τον Ελικώνιον Ποσειδώνα. Είναι δε η Μυκάλη άκρα ξηράς, ήτις εκ δυσμών βλέπει προς την Σάμον. Εκεί, οι Ίωνες των διαφόρων πόλεων συναθροίζονται διά να πανηγυρίζωσι την εορτήν εις την οποίαν έδωκαν το όνομα Πανιώνια (ου μόνον δε αι εορταί των Ιώνων, αλλά και όλων των Ελλήνων όλαι ομοίως λήγουσιν εις το αυτό γράμμα εις το οποίον λήγουσι τα κύρια ονόματα των Περσών).
149. Και αύται μεν είναι αι Ιωνικαί πόλεις. Αι δε Αιολικαί είναι αι ακόλουθοι· Κύμη, ήτις λέγεται και Φρικωνίς, Λάρισσα, Νέον τείχος, Τήμνος, Κίλλα, Νότιον, Αιγιρόεσσα, Πιτάνη, Αιγαίαι, Μύρινα, Γρύνεια· αύται είναι αι ένδεκα αρχαίαι πόλεις των Αιολέων, διότι μίαν εξ αυτών, την Σμύρνην, εκυρίευσαν οι Ίωνες· ήσαν δε και αύται δώδεκα επί της ηπείρου. Οι Αιολείς ούτοι επέτυχον να κατοικήσωσι χώραν μάλλον μεν καρποφόρον ή την Ιωνίαν, έχουσαν όμως κλίμα ήττον ευάρεστον.
150. Την δε Σμύρνην απώλεσαν οι Αιολείς κατά τον ακόλουθον τρόπον. Είχον δεχθή εις τον τόπον των οι Σμυρναίοι Κολοφωνίους τινάς οίτινες νικηθέντες είς τινα εμφυλίαν στάσιν εδιώχθησαν από την πατρίδα των. Οι εξόριστοι ούτοι περιέμεινον την ημέραν καθ' ην οι Σμυρναίοι εώρταζον έξω του τείχους την εορτήν του Βάκαου, έκλεισαν τας πύλας και εγένοντο κύριοι της πόλεως. Έδραμον τότε οι Αιολείς διά να την επανακτήσωσιν, αλλ' εσυμβιβάσθησαν να αποδώσωσιν εις τους Σμυρναίους οι μετανάσται τα έπιπλά των, αυτοί δε να εγκαταλείπωσι την πόλιν. Μετά τον συμβιβασμόν τούτον, οι αρχαίοι κάτοικοι της Σμύρνης διενεμήθησαν μεταξύ των ένδεκα Αιολικών πόλεων και επολιτογραφήθησαν εις αυτάς.
151. Υπάρχουσι λοιπόν επί της ηπείρου ένδεκα Αιολικαί πόλεις, εκτός των της Ίδης, διότι αύται είναι χωρισταί. Εκ δε των εις τας νήσους υπαρχουσών πέντε μεν πόλεις νέμονται την Λέσβον (διότι την έκτην ήτις καλείται Αρίσβα ηνδραπόδισαν οι Μηθυμναίοι, καίπερ συγγενείς όντες των Αρισβίων·) μία δε υπάρχει εις την Τένεδον, και άλλη μία εις το σύμπλεγμα το καλούμενον Εκατόν νήσοι. Οι Λέσβιοι λοιπόν και οι Τενέδιοι, ως και οι Ίωνες οι κατοικούντες τας νήσους, ουδένα φόβον είχον. Αι δε λοιπαί Αιολικαί πόλεις ενέκρινον από κοινού να έπωνται όπου ήθελον τας οδηγήσει οι Ίωνες.
152. Άμα έφθασαν οι πρέσβεις των Ιώνων και των Αιολέων εις την Σπάρτην όπου μετά πολλής ταχύτητος είχον μεταβή, εξέλεξαν Φωκέα τινά ονόματι Πύθερμον διά να ομιλήση. Αυτός δε, φορέσας ένδυμα πορφυρούν διά να προσελκύση όσον το δυνατόν περισσοτέρους Σπαρτιάτας ακροατάς, ηγέρθη και ωμίλησεν επί μακρόν, εξαιτούμενος την συνδρομήν των· αλλ' οι Λακεδαιμόνιοι ουδεμίαν ακρόασιν έδωκαν εις τους λόγους του και ηρνήθησαν να βοηθήσωσι την Ιωνίαν. Και οι μεν πρέσβεις ανεχώρησαν οι δε Λακεδαιμόνιοι, αφού τους απέπεμψαν, έστειλαν πεντηκόντορον με ανθρώπους διά να κατασκοπεύσωσιν ως νομίζω τας πράξεις του Κύρου και των Ιώνων. Φθάσαν το πλήρωμα εις την Φώκαιαν, έπεμψεν εις τας Σάρδεις τον εγκριτώτερον άνδρα όστις εκαλείτο Λακρίνης διά να είπη εκ μέρους των Λακεδαιμονίων εις τον Κύρον να μη βλάψη καμμίαν Ελληνικήν πόλιν, διότι τότε αυτοί δεν θα αδιαφορήσωσιν.
153. Αφού είπε ταύτα ο κήρυξ, λέγουσιν ότι ο Κύρος ηρώτησε τους περί αυτόν Έλληνας ποίοι ήσαν αυτοί οι Λακεδαιμόνιοι οίτινες ωμίλουν ούτω και πόσος ήτο ο αριθμός αυτών. Λαβών πληροφορίας περί τούτων, εστράφη προς τον Λακρίνη και τω απεκρίθη· «Δεν φοβούμαι παντάπασι τους ανθρώπους τούτους οίτινες έχουσιν εν τω μέσω της πόλεως των πλατείαν εν τη οποία συνερχόμενοι απατώσιν αλλήλους διά ψευδών όρκων. Εάν έχω υγείαν, αυτοί θα φροντίσωσιν όχι διά τα πάθη των Ιώνων αλλά διά τα ιδικά των.» Τούτους τους λόγους ετόξευσεν ο Κύρος προς όλους τους Έλληνας διότι έχουσι κοινάς αγοράς όπου συναθροίζονται διά να αγοράζωσι και να πωλώσιν, ενώ οι Πέρσαι δεν συνειθίζουσι να μεταχειρίζωνται αγοράς, ούτε έχουσι παντελώς αγοράν. Μετά τούτο, ο Κύρος ανέθεσε την μεν διοίκησιν των Σάρδεων εις τον Πέρσην Τάβαλον, την δε μετακόμισιν του χρυσίου του Κροίσου και των άλλων Λυδών εις τον Λυδόν Πακτύην· έπειτα ανεχώρησεν εις τα Εκβάτανα, έχων μεθ' εαυτού τον Kροίσον και αφήσας προς το παρόν ησύχους τους Ίωνας, διότι ήτο ανάγκη να κτυπήση πρώτον την Βαβυλώνα, την Βακτριανήν, τους Σάκας και τους Αιγυπτίους κατά των οποίων εσκόπευε να οδηγήση αυτοπροσώπως το στράτευμα, κατά δε των Ιώνων να στείλη άλλον στρατηγόν.
154. Ενώ ο Κύρος εμακρύνετο των Σάρδεων, ο Πακτύης ήγειρε τους Λυδούς κατά του Ταβάλου και του Κύρου, κατέβη εις το παραθαλάσσιον με όλον το χρυσίον το οποίον έλαβεν από τας Σάρδεις, εμίσθωσεν επικούρους και έπεισε τους παραθαλασσίους ανθρώπους να λάβωσι τα όπλα. Έπειτα ήλθε κατ' ευθείαν εις την πόλιν και επολιόρκησε τον Τάβαλον εις την ακρόπολιν όπου ούτος είχε κλεισθή.
155. Ο Κύρος έμαθε τας ειδήσεις ταύτας καθ' οδόν, και αποτεινόμενος προς τον αιχμάλωτον βασιλέα· «Κροίσε, είπε, ποία έσεται η έκβασις της υποθέσεως ταύτης; Οι Λυδοί, ως νομίζω, δεν θα παύσωσι να βασανίζωνται μεταξύ των και να με ανησυχώσι. Σκέπτομαι μήπως είναι καλλίτερον να τους πωλήσω ως δούλους. Νομίζω ότι έπραξα ως άνθρωπος όστις φονεύει τον πατέρα και αφίνει τα παιδία να ζήσωσι· διότι σε μεν, όστις ήσο δι' αυτούς πλέον ή πατήρ, σε φέρω μαζή μου ως αιχμάλωτον, εις αυτούς δε παρέδωκα την πόλιν· πρέπει λοιπόν να θαυμάζω διότι αποστατούσι;» Και ο μεν Κύρος εξέφρασεν ούτω την ιδέαν του· ο δε Κροίσος, φοβηθείς μήπως αναστατώση τας Σάρδεις, απεκρίθη· «Ω βασιλεύ, έχεις δίκαιον δι' όσα είπες· μη σε παραφέρη όμως ο θυμός και μη καταστρέψης πόλιν αρχαίαν ήτις δεν πταίει μήτε διά τα προλαβόντα συμβάντα μήτε διά τα παρόντα. Διά μεν τα προλαβόντα, εγώ είμαι ο αίτιος και επέσυρα επί της κεφαλής μου την τιμωρίαν, διά δε τα παρόντα ένοχος είναι ο Πακτύης εις τον οποίον συ ενεπιστεύθης τας Σάρδεις. Αυτόν λοιπόν πρέπει να τιμωρήσης. Συγχώρησον τους Λυδούς και επίβαλον εις αυτούς τοιούτους όρους ώστε εις το εξής να μη δύνανται μήτε να αποστατώσι μήτε να σοι προξενώσι την παραμικράν ανησυχίαν. Πέμψον εις αυτούς απεσταλμένους· εμπόδισον αυτούς να έχωσιν όπλα πολεμικά· παράγγειλον να φορώσι χιτώνας υπό τους μανδύας των, να υποδύωνται καθόρνους, να παίζωσι κιθάραν, να ψάλλωσι και να κάμνωσι τα παιδία των μεταπράτας. Τότε ταχέως θα τους ίδης, ω βασιλεύ, να γίνωνται γυναίκες αντί ανδρών, ώστε εις το μέλλον να μη φοβήσαι μήπως αποστατήσωσιν.»
156. Έδιδε δε ο Κροίσος τας συμβουλάς ταύτας διότι εύρισκε το σύστημα τούτο συμφερώτερον από την δουλείαν διά της οποίας ηπειλούντο οι Λυδοί· δεν ηγνόει δε άλλως τε ότι μόνον εάν προέτεινε πράγματα των οποίων η επιτυχία εφαίνετο πιθανή θα έπειθεν αυτόν να μεταβάλη γνώμην. Εφοβείτο δε προς τούτοις μήπως οι Λυδοί, εάν διαφύγωσι τον παρόντα κίνδυνον, αποστατήσωσι διά δευτέραν φοράν και εξολοθρευθώσιν από τους Πέρσας. Ο δε Κύρος, χαρείς διά την συμβουλήν, εμετρίασε τον θυμόν του και απεκρίθη ότι πείθεται. Όθεν καλέσας τον Μήδον Μαζάρην, τον διέταξε να είπη εις τους Λυδούς όσα τον εσυμβούλευσεν ο Κροίσος, και προσέτι να πωλήση ως δούλους τους ξένους οίτινες, μετά των Λυδών, εστράτευσαν κατά των Σάρδεων· προ πάντων όμως να συλλάβη τον Πακτύην και να τον φέρη ζώντα.
157. Διατάξας ταύτα ο Κύρος χωρίς να σταματήση, εξακολούθησε την πορείαν του προς την Περσίαν. Εν τούτοις ο Πακτύης, μαθών ότι ήρχετο στρατός εναντίον του, και ότι ήτο πλησίον, κατελήφθη υπό φόβου και έφυγεν εις την Κύμην. Ο Μαζάρης έφερε τωόντι εις Σάρδεις ισχυρόν απόσπασμα εκ των στρατευμάτων του Κύρου· επειδή δε δεν εύρε πλέον περί την πόλιν εκείνους τους οποίους είχε συναθροίσει ο Πακτύης, ηνάγκασε τους Λυδούς να συμμορφωθώσι με τας διαταγάς του βασιλέως· κατά συνέπειαν τούτου οι Λυδοί μετέβαλον εντελώς την δίαιταν του βίου. Ακολούθως ο Μαζάρης έπεμψεν απεσταλμένους εις την Κύμην ζητών να τω παραδοθή ο Πακτύης. Αλλ' οι Κυμαίοι συνεφώνησαν μεταξύ των να αναφέρωσι την υπόθεσιν εις την θεότητα των Βραγχιδών· διότι υπήρχεν εκεί μαντείον προ πολλού εγκατεστημένον, το οποίον οι Ίωνες και οι Αιολείς είχον συνήθειαν να ερωτώσι· κείται δε το μαντείον τούτο επί της Μιλησίας γης, άνωθεν του λιμένος του Πανόρμου.
158. Έπεμψαν λοιπόν οι Κυμαίοι εις τους Βραγχίδας διά να ερωτήσωσι τι έπρεπε να πράξωσι περί του Πακτύου όπως ευαρεστήσωσι τους θεούς. Το δε μαντείον απεκρίθη ότι έπρεπε να τον παραδώσωσιν εις τους Πέρσας. Οι Κυμαίοι, ακούσαντες την απόκρισιν ταύτην, ωρμήθησαν να υπακούσωσι, τουλάχιστον τοιαύτη ήτο η γνώμη των περισσοτέρων· αλλ' ο Αριστόδικος του Ηρακλείδου, πολίτης έγκριτος, αντέστη, δυσπιστών προς τον χρησμόν, ή νομίζων ότι εκείνοι οίτινες ηρώτησαν το μαντείον δεν είπον την αλήθειαν. Έπεμψαν λοιπόν άλλους απεσταλμένους διά να ερωτήσωσι τον θεόν, μεταξύ δε αυτών ήτο και ο Αριστόδικος.
159. Αφού δε έφθασαν εις τους Βραγχίδας, ο Αριστόδικος ωμίλησε δι' όλους και ηρώτησεν ως εξής, «Ω βασιλεύ, ο Λυδός Πακτύης ήλθεν εις ημάς ως ικέτης, φεύγων θάνατον βίαιον τον οποίον θα τω επέβαλλον οι Πέρσαι· ούτοι δε τον ζητούσι και διατάττουσι τους Κυμαίους να τον παραδώσωσιν. Ημείς, και περιφοβούμενοι την δύναμιν των Περσών, δεν ετολμήσαμεν να παραδώσωμεν τον ικέτην πριν μάθωμεν σαφώς παρά σου τι πρέπει να πράξωμεν.» Τοιαύτη ήτο η ερώτησις· τότε, ως και την πρώτην φοράν, το μαντείον τοις είπεν ότι έπρεπε να παραδώσωσι τον Πακτύην εις τους Πέρσας. Αμέσως δε ο Αριστόδικος, μετά προηγουμένην σκέψιν, περιερχόμενος κύκλω τον ναόν, εδίωκεν από τας φωλεάς των τα μικρά στρουθία και τα άλλα πτηνά τα οποία ευρίσκοντο εκεί. Ενώ έπραττε ταύτα, λέγουσιν ότι εξήλθε φωνή εκ του αδύτου αποτεινομένη προς τον Αριστόδικον και κράζουσα· «Ω ασεβέστατε όλων των ανθρώπων, τι τολμάς να πράττης; Διώκεις τους ικέτας εκ του ναού μου.»
Τότε ο Αριστόδικος χωρίς να διστάση απεκρίθη· «Ω βασιλεύ, αφού τόσον ενδιαφέρεσαι διά τους ικέτας σου, πώς διατάττεις τους Κυμαίους να παραδώσωσι τον ιδικόν των;» Αλλ' η φωνή επανέλαβε· «Ναι, διατάττω, ίνα ένεκα της ασεβείας σας απολεσθήτε ταχέως και εις το εξής να μην έρχεσθε πλέον να ερωτάτε το μαντείον διά τους ικέτας τους οποίους σας ζητούσιν.»
160. Όταν οι Κυμαίοι ήκουσαν παρά των απεσταλμένων την απόκρισιν ταύτην, δεν ηθέλησαν μήτε να καταστρέψωσι τον Πακτύην παραδίδοντες αυτόν, μήτε να εκτεθώσιν εις κίνδυνον πολιορκίας φυλάττοντες αυτόν εις την πόλιν των. Τον έστειλαν λοιπόν εις την Μιτυλήνην. Οι δε Μιτυληναίοι, επειδή κατόπιν έστειλεν ο Μαζάρης και εζήτει να τον παραδώσωσιν, εφάνησαν πρόθυμοι να πράξωσι τούτο ήρκει μόνον να τοις εδίδετο χρηματική τις αμοιβή την οποίαν δεν δύναμαι να προσδιορίσω διότι η συμφωνία δεν έλαβε τέλος. Οι Κυμαίοι έμαθον ότι οι Μυτιληναίοι ήσαν εις διαπραγματεύσεις, και έπεμψαν εις την Λέσβον πλοίον όπερ μετέφερε τον φυγάδα εις την Χίον. Εκεί όμως οι Χίοι τον απέσπασαν βιαίως από το ιερόν της πολιούχου Αθηνάς και τον έδωκαν εις αντάλλαγμα του Αταρνέως· είναι δε ο Αταρνεύς ούτος πόλις της Μυσίας, απέναντι της Λέσβου. Τοιουτοτρόπως ο Πακτύης έπεσεν εις τας χείρας των Περσών οίτινες τον εφύλατον καλώς διά να τον φέρωσι ζώντα εις τον Κύρον. Πολύς δε παρήλθε χρόνος, και ουδείς των Χίων ούτε διεσκόρπιζεν εις τας θυσίας των θεών κριθήν εκ του Αταρνέως, ούτε επρόσφερε πλακούντια εκ των δημητριακών καρπών της πόλεως ταύτης· παν δε ό,τι παρήγεν αύτη απεκλείετο από όλους τους ναούς.
161. Και οι μεν Χίοι παρέδωκαν τον Πακτύην· μετά ταύτα δε ο Μαζάρης έστρεψε τα όπλα του κατά των συμπολιορκησάντων τον Τάβαλον· επώλησεν ως δούλους τους πολίτας της Πριήνης· ελεηλάτησεν όλην την πεδιάδα του Μαιάνδρου διά των στρατευμάτων του· το αυτό έπραξε και προς την Μαγνησίαν, έπειτα δε ησθένησε και απέθανεν.
162. Διάδοχος της στρατηγίας κατέβη ο Άρπαγος όστις ήτο και αυτός Μήδος το γένος. Εις αυτόν άλλοτε ο Αστυάγης είχε προσφέρει το τρομερόν εκείνο συμπόσιον ένεκα του οποίου συνώμοσε διά να αναβιβάση τον Κύρον επί του θρόνου. O άνθρωπος ούτος, γενόμενος τέλος πάντων στρατηγός του Κύρου, εισέβαλεν εις την Ιωνίαν και εκυρίευσε τας πόλεις δι' επιχωμάτων· διότι, κλείων τους κατοίκους εις τα τείχη των, τους υπέτασσε περιτριγυρίζων αυτούς με επιχώματα. Η Φώκαια υπήρξεν η πρώτη Ελληνική πόλις της οποίας εγένετο κύριος.
163. Πρώτοι μεταξύ των Ελλήνων οι Φωκαιείς επεδόθησαν εις μακρούς πλόας, και ανεκάλυψαν τον Αδρίαν, την Τυρρηνίαν, την Ιβηρίαν και τον Ταρτησόν, πλέοντες, ουχί διά στρογγύλων πλοίων, αλλά διά πεντηκοντόρων. Όταν ήλθον εις τον Ταρτησόν, τους υπεδέχθη φιλικώς ο βασιλεύς της χώρας ταύτης Αργανθώνιος όστις έζησεν εκατόν είκοσιν έτη και εβασίλευσεν ογδοήκοντα. Τόσον δε ηγάπησεν ο άνθρωπος ούτος τους Φωκαιείς ώστε κατ' αρχάς μεν τους παρεκίνησε ν' αφήσωσι την Ιωνίαν και να εγκατασταθώσιν εις την ιδίαν του χώραν, εις οιονδήποτε μέρος αυτής ήθελον. Έπειτα, βλέπων ότι δεν ηδύνατο να τους πείση, και μαθών παρ' αυτών τας προόδους της δυνάμεως των Μήδων, τοις έδωκε χρήματα διά να κτίσωσι τείχη περί την πόλιν των, και τοις έδωκεν αφθόνως· διότι η περίμετρος του τείχους δεν είναι ολίγων σταδίων, και είναι όλον ωκοδομημένον με μεγάλας και καλώς συνηρμοσμένας πέτρας.
164. Το τείχος λοιπόν των Φωκαιέων ούτως εκτίσθη. Ο δε Άρπαγος έφερε τα στρατεύματά του κατ' αυτών, τους επολιόρκησε και τοις επρότεινεν ότι ηρκείτο να κρημνίσωσιν ένα μόνον προμαχώνα και να καθιερώσωσιν έν οίκημα διά βασιλικήν κατοικίαν. Αλλ οι Φωκαιείς, βδελυσσόμενοι την δουλείαν, εζήτησαν να σκεφθώσι μίαν ημέραν ολόκληρον πριν αποκριθώσι και τον παρεκάλεσαν, καθ' ον καιρόν θα συνεσκέπτοντο, να μένη ολίγον τι μακράν της πόλεως. Ο Άρπαγος τοις είπεν ότι ήξευρε μεν καλώς τι εσκόπευον να πράξωσι, τους άφινεν όμως ελευθέρους να σκεφθώσι, και κατά συνέπειαν τούτου απέσυρε τα στρατεύματά του. Εν τούτοις οι Φωκαιείς έρριψαν εις την θάλασσαν τας πεντηκοντόρους των, έθεσαν εντός αυτών τας γυναίκας και τα παιδία των, τα έπιπλά των, τα αγάλματα και τα άλλα αφιερώματα των ναών, και εμβάντες έπειτα και αυτοί έπλευσαν προς την Χίον. Έλαβον λοιπόν οι Πέρσαι την Φώκαιαν, αλλά κενήν κατοίκων.
165. Επειδή δε οι Χίοι δεν ήθελον να πωλήσωσιν εις τους Φωκαιείς τας Οινούσας λεγομένας νήσους φοβούμενοι μήπως αι νήσοι αύται γίνωσιν αποβάθρα εμπορίου και αποκλεισθή η ιδική των νήσος, οι Φωκαιείς απέπλευσαν εκείθεν και διευθύνθησαν προς την Κύρνον· καθότι, είκοσιν έτη πρότερον, κατ' επιταγήν χρησμού τινος, είχον ιδρύσει εκεί πόλιν τινά ονομαζομένην Αλαλίαν, δεν έζη δε πλέον τότε ο Αργανθώνιος. Πριν φθάσωσιν όμως εις την Κύρνον διέβησαν διά της Φωκαίας και έσφαξαν τους Πέρσας φρουρούς τους οποίους ο Άρπαγος είχεν αφήσει διά να φυλάττωσι την πόλιν. Αφού δε εκόρεσαν την εκδίκησίν των, απήγγειλον φοβεράς κατάρας δι' εκείνους οίτινες ήθελον αφήσει τον στόλον· εκτός τούτου, έρριψαν εις την θάλασσαν σιδηράν ράβδον και ώμοσαν να μη επιστρέψωσιν εις την Φώκαιαν ενόσω η ράβδος δεν αναβή εις την επιφάνειαν. Και όμως, καθ' ην στιγμήν έμελλον να πλεύσωσι προς την Κύρνον, ο πόθος της πατρίδος και των γνωστών μερών της χώρας κατέλαβεν υπέρ τους ημίσεις των αστών, οίτινες παραβιάσαντες τον όρκον των έπλευσαν οπίσω εις την Φώκαιαν· εκείνοι δε οίτινες έμειναν πιστοί εις την υπόσχεσίν των, άραντες την άγκυραν από τας Οινούσας, εξήλθον εις το πέλαγος.
166. Φθάσαντες εις την Κύρνον, έζησαν επί πέντε έτη ομού με τους προλαβόντας αποίκους και έκτισαν ναούς. Επειδή όμως εισέβαλλον και ελεηλάτουν τας γειτονικάς γαίας, οι Τυρρηνοί και οι Καρχηδόνιοι συμφωνήσαντες εστράτευσαν εναντίον των έχοντες ανά εξήκοντα πλοία. Αλλά και οι Φωκαιείς πληρώσαντες τα ιδικά των πλοία όντα εξήκοντα, εξήλθον προς απάντησίν των εις το Σαρδόνιον καλούμενον πέλαγος. Γενομένης ναυμαχίας ενίκησαν οι Φωκαιείς νίκην Καδμείαν· καθότι τεσσαράκοντα μεν εκ των πλοίων των κατεστράφησαν, τα δε άλλα είκοσιν εγένοντο άχρηστα, στρεβλωθέντων των εμβόλων. Τούτου ένεκα πλεύσαντες εις την Αλαλίαν, έλαβον τα τέκνα των, τας γυναίκας των, παν ό,τι άλλο ηδύνατο να χωρέση εις τα πλοία, και έπειτα αφέντες την Κύρνον έπλευσαν εις το Ρήγιον.
167. Εκ των ανθρώπων των διαφυγόντων από τα καταστραφέντα πλοία οι περισσότεροι συνελήφθησαν υπό των Τυρρηνών και των Καρχηδονίων, οίτινες τους εξέβαλον εις την ξηράν και τους ελιθοβόλησαν. Μετά το γεγονός τούτο παν ό,τι των Αγυλλαίων διέβαινεν από το μέρος όπου ελιθοβολήθησαν οι Φωκαιείς, είτε πρόβατον, είτε υποζύγιον, είτε άνθρωπος, εγίνετο άμορφον και παραλυτικόν. Όθεν οι Αγυλλαίοι έπεμψαν εις τους Δελφούς διά να θεραπεύσωσι το πραχθέν αμάρτημα, η δε Πυθία τοις επέβαλε την τιμωρίαν την οποίαν εκπληρούσι μέχρι σήμερον· να τιμώσι δηλαδή τους λιθοβοληθέντας διά μεγάλων επιταφίων θυσιών και να συστήσωσιν αγώνας γυμνικούς και ιππικούς. Τοιούτο το τέλος των Φωκαιέων τούτων· όσοι δε κατέφυγον εις το Ρήγιον, δεν έμειναν εκεί, αλλ' εθεμελίωσαν την πόλιν της Οινωτρίας, ήτις σήμερον καλείται Υέλη, ειπόντος εις αυτούς Ποσειδωνιάτου τινός ότι η Πυθία τους διέταξεν ουχί να ιδρύσωσιν αποικίαν εν τη νήσω Κύρνω, αλλά να συστήσωσιν εορτήν προς τιμήν του ήρωος Κύρνου. Και ταύτα μεν είναι τα περί της εν τη Ιωνία Φωκαίας.
168. Τα αυτά δε περίπου έπραξαν οι Τήιοι. Όταν ο Άρπαγος περιεκύκλωσε τα τείχη των δι' επιχωμάτων, εισήλθον εις τα πλοία και μετέβησαν διά θαλάσσης εις την Θράκην, όπου έκτισαν την πόλιν Άβδηρα. Ο πρώτος ιδρυτής της αποικίας Τιμήσιος ο Κλαζομένιος δεν ωφελήθη, αλλά διωχθείς από τους Θράκας, τιμάται σήμερον ως ήρως υπό των εν τοις Αβδήροις Τηίων.
169. Ούτοι λοιπόν ήσαν οι μόνοι των Ιώνων οίτινες μη υποφέροντες την δουλείαν εγκατέλιπον την πατρίδα των. Οι δε άλλοι Ίωνες, πλην των Μιλησίων, αντέστησαν εις τον Άρπαγον ως είχον αντιστή και οι φυγόντες. Εκάστη πόλις, αμυνομένη υπέρ της σωτηρίας της, εφάνη μεν γενναία, όλαι όμως ηττήθησαν και υπετάγησαν. Οι Μιλήσιοι δε, ως είπον προλαβόντως, συνθηκολογήσαντες μετά του Κύρου, έμειναν ήσυχοι. Τοιουτοτρόπως εδουλώθη η Ιωνία και εκ δευτέρου. Αφού δε ο Άρπαγος υπέταξε τους εν τι ηπείρω Ίωνας, φοβηθέντες οι εν ταις νήσοις μη πάθωσι τα αυτά, παρεδόθησαν εις τον Κύρον.
170. Οι Ίωνες, και περιδουλωθέντες, δεν έπαυσαν όμως συνερχόμενοι εις το Πανιώνιον· εις μίαν δε των συναθροίσεων εκείνων, ως ήκουσα, ο Βίας ο Πριηνεύς τοις έδωκεν αρίστην συμβουλήν, την οποίαν εάν ήκουον θα εγίνοντο ευδαιμονέστατοι πάντων των Ελλήνων. «Εισέλθετε όλοι εις τα πλοία, τοις είπεν, άρατε την άγκυραν, πλεύσατε εις την Σαρδώ, κτίσατε εκεί μίαν πόλιν κοινήν δι' όλους και γενήτε ευτυχείς απελευθερούμενοι τοιουτοτρόπως, Διότι νεμόμενοι την μεγίστην των νήσων, θα διοικήτε όλας τας άλλας, ενώ, εάν μείνετε εις την Ιωνίαν, δεν βλέπω πώς θα δυνηθήτε να ανακτήσετε ποτε την έλευθερίαν σας.» Τοιαύτη ήτο η συμβουλή την οποίαν ο Βίας ο Πριηνεύς έδωκεν εις τους Ίωνας αφού υπεδουλώθησαν. Εκείνη δε την οποίαν έδωκεν ο Θαλής ο Μιλήσιος πριν δουλωθώσιν, ήτο όχι ολιγώτερον καλή. Ο Θαλής ούτος του οποίου η καταγωγή ανέκαθεν ήτο εκ Φοινίκων συνεβούλευσε τους Ίωνας να συστήσωσιν έν μόνον βουλευτήριον, να θέσωσιν αυτό εις την Τέω (διότι η Τέως κείται εις το κέντρον της χώρας) και να αφήσωσι τας άλλας πόλεις να διοικώνται ως εάν ήσαν δήμοι. Τοιαύται ήσαν αι συμβουλαί αίτινες εδόθησαν εις τους Ίωνας.
171. Ο δε Άρπαγος, αφού υπέταξε την Ιωνίαν, εστράτευσε κατά των Καρών, των Καυνίων και των Λυκίων έχων ομού τους Ίωνας και τους Αιολείς. Εκ τούτων οι μεν Κάρες αφήκαν τας νήσους και εκατοίκησαν εις την ήπειρον· διότι άλλοτε, ότε ήσαν υπήκοοι του Μίνωος και εκαλούντο Λέλεγες, κατώκουν τας νήσους και δεν επλήρωνον κανένα φόρον, καθ' όσον ηδυνήθην να πληροφορηθώ από παραδόσεις παλαιοτάτας, αλλ' όταν ο Μίνως ελάμβανεν ανάγκην, συνήθροιζον πληρώματα διά τα πλοία του. Επειδή δε ο Μίνως είχεν υποτάξει πολλάς χώρας και ήτο ευτυχής εις τον πόλεμον, το Καρικόν έθνος ήτο κατ' εκείνον τον χρόνον το διασημότατον όλων των εθνών. Αυτό εφεύρε τρία τινά τα οποία μεταχειρίζονται οι Έλληνες· διότι οι Κάρες εδίδαξαν να δένωσι λόφους άνω της περικεφαλαίας και να θέτωσιν εμβλήματα εις τας ασπίδας· αυτοί επίσης πρώτοι μετεχειρίσθησαν λαβάς διά τας ασπίδας τας οποίας πρότερον εβάσταζον άνευ λαβών και τας εκυβέρνων διά τελαμώνων κρεμαμένων περί τον τράχηλον ή εις τον αριστερόν ώμον. Πολύ δε μετά ταύτα οι Δωριείς και οι Ίωνες έδιωξαν από τας νήσους τους Κάρας οίτινες εγκατεστάθησαν εις την ήπειρον. Και οι μεν Κρήτες ταύτα λέγουσι περί των Καρών, αυτοί όμως δεν συμφωνούσιν, αλλά αξιούσιν ότι είναι αυτόχθονες ηπειρώται και λέγουσιν ότι πάντοτε είχον το αυτό όνομα όπερ και σήμερον. Εις μαρτυρίαν δε δεικνύουσιν εις τα Μύλασσα αρχαίον ναόν του Καρίου Διός τον οποίον έχουσιν από κοινού μετά των Μυσών και των Λυδών ένεκα της αρχαίας συγγενείας των, διότι κατ' αυτούς ο Μυσός και ο Λυδός ήσαν αδελφοί του Καρός. Τούτου ένεκα λοιπόν οι απόγονοί των μετέχουσι του ιερού, εξαιρέσει των γειτόνων εκείνων οίτινες ομιλούσι μεν την αυτήν γλώσσαν με τους Κάρας δεν κατάγονται όμως από την αυτήν γενεάν.
172. Οι δε Καύνιοι, ως εγώ φρονώ, είναι αυτόχθονες, λέγουσιν όμως οι ίδιοι ότι κατάγονται από την Κρήτην. Και αν μεν η γλώσσα των Καυνίων πλησιάζει την των Καρών ή η των Καρών με την των Καυνίων δεν ηξεύρω ακριβώς, τα ήθη όμως αυτών διαφέρουσι πολύ από των άλλων ανθρώπων και των Καρών· διότι νομίζουσιν ως λίαν έντιμον να συνέρχωνται διά να πίνωσιν, άνδρες, γυναίκες και παιδία, αναλόγως της ηλικίας και της φιλίας των. Αφού έκτισαν ναούς ξένων θεών, έπειτα μετέβαλον γνώμην και εσκέφθησαν ότι έπρεπε να λατρεύωσι μόνον τους πατρίους θεούς. Ενδυθέντες λοιπόν τα όπλα των, και πλήττοντες τον αέρα διά των δοράτων, ήλθον εις τα Καλυνδικά όρη λέγοντες ότι εδίωκον τους ξένους θεούς.
173. Και ούτοι μεν ταύτα τα έθιμα τηρούσιν, οι δε Λύκιοι κατάγονται από την Κρήτην, η καταγωγή των δε αύτη είναι παλαιοτάτη, διότι άλλοτε οι βάρβαροι κατείχον όλην αυτήν την νήσον. Ότε οι υιοί της Ευρώπης, Μίνως και Σαρπηδών, εφιλονείκησαν περί της βασιλείας, επειδή υπερίσχυσεν ο Μίνως, έδιωξε τον Σαρπηδόνα και τους οπαδούς του οίτινες διωχθέντες κατέφυγον εις την Μιλυάδα γην της Ασίας· διότι η γη την οποίαν κατοικούσι σήμερον οι Λύκιοι, εκαλείτο άλλοτε Μιλυάς, αι δε Μιλύαι εκαλούντο Σόλυμοι. Εφ' όσον δε εβασίλευεν εις αυτούς ο Σαρπηδών, ετήρησαν το όνομα Τερμίλαι το οποίον είχον παλαιόθεν και με το οποίον ακόμη μέχρι σήμερον τους ονομάζουσιν οι περίοικοι. Αφ' ότου όμως ο Αθηναίος Λύκος, υιός του Πανδίονος, διωχθείς και αυτός παρά του αδελφού του Αιγέως, ήλθε προς τον Σαρπηδόνα, μετωνομάσθησαν επί τέλους Λύκιοι από του Λύκου. Τα έθιμα αυτών εν μέρει μεν είναι Κρητικά, εν μέρει δε Καρικά· αλλ' έχουσιν έν όλως ιδιαίτερον, όπερ εις ουδέν άλλο έθνος απαντάται· το έθιμον τούτο είναι ότι λαμβάνουσι το όνομα της μητρός και ουχί το του πατρός. Εάν τις ερωτήση άλλον ποίος είναι, ούτος αρχίζει από την μητέρα του και απαριθμεί όλην την μητρικήν γραμμήν. Εάν γυνή πολίτις υπανδρευθή δούλον, τα τέκνα της θεωρούνται ευγενή· εάν όμως πολίτης, έστω και ο πρώτος εξ αυτών, νυμφευθή ξένην ή παλλακίδα, τα τέκνα του θεωρούνται αγενή.
174. Οι Κάρες λοιπόν υπεδουλώθησαν υπό του Αρπάγου χωρίς να πράξωσί τι λαμπρόν. Ου μόνον δε οι Κάρες, αλλά και οι κατοικούντες την χώραν εκείνην Έλληνες υπετάγησαν άνευ αντιστάσεως. Μεταξύ του των ήσαν οι Κνίδιοι, άποικοι της Λακεδαίμονος, των οποίων η χώρα είναι εστραμμένη προς την θάλασσαν και σχηματίζει ακρωτήριον καλούμενον Τριόπιον εξ ου άρχεται η Βυβασσία. Είναι λοιπόν όλη η Κνιδία, εκτός ελαχίστου μέρους, περίρρυτος, καθότι αρκτικώς μεν περιορίζεται από τον Κεραμικόν κόλπον, μεσημβρινώς δε από την θάλασσαν της Σμύρνης και της Ρόδου· το ολίγον δε εκείνο μέρος όπερ συνέχεται με την ξηράν και το οποίον δεν είναι πλειότερον των πέντε σταδίων, έσκαπτον οι Κνίδιοι καθ' ον καιρόν ο Άρπαγος υπέτασσε την Ιωνίαν, θέλοντες να μεταβάλωσι την χώραν των εις νήσον. Και τωόντι, τούτου κατορθουμένου, τα πάντα ήθελον μένει έσωθεν του ορύγματος, διότι εκεί όπου τελειόνει η Κνιδία, εκεί είναι και ο ισθμός τον οποίον έσκαπτον. Αλλ' ενώ ειργάζοντο εις τούτο πολλοί Κνίδιοι, εθραύοντο οι λίθοι εις μικρά τεμάχια και οι εργάται επληγώνοντο πλειότερον του συνήθους εις διάφορα μέρη του σώματος και προ πάντων εις τους οφθαλμούς, όπερ εθεωρήθη ότι προήρχετο από θείαν οργήν. Πέμψαντες λοιπόν εις τους Δελφούς ηρώτων περί της θεραπείας· η δε Πυθία, ως λέγουσιν αυτοί οι Κνίδιοι, απεκρίθη διά των εξής τριμέτρων στίχων.
«Μη οχυρώσετε τον ισθμόν, μη σκάψετε αυτόν, διότι ο Ζευς ηδύνατο να τον κάμη νήσον εάν ήθελε.»
Και οι μεν Κνίδιοι, επειδή η Πυθία έδωκε τοιούτον χρησμόν, έπαυσαν να ορύττωσι, και όταν ο Άρπαγος ήλθε με τα στρατεύματά του, παρεδόθησαν αμαχητί.
175. Υπεράνω δε της Αλικαρνασσού, εις τα μεσόγεια, κατώκουν οι Πηδασείς. Εις τούτους ή εις τους περιοίκους των οσάκις έμελλε να συμβή τι δυσάρεστον, μεγάλη γενειάς εφύετο εις το πρόσωπον της ιερείας της Αθηνάς. Τούτο συνέβη τρις. Μόνοι δε αυτοί εκ των Κάρων αντέστησαν επί τινα χρόνον εις τον Άρπαγον και τω παρέσχον πολλά εμπόδια τειχίσαντες το όρος όπερ καλείται Λίδη.
176. Επί τέλους υπετάγησαν και αυτοί. Οι δε Λύκιοι, όταν ο Άρπαγος έφερε τον στρατόν του εις το Ξάνθιον πεδίον, εξερχόμενοι της πόλεως και πολεμούντες ολίγοι προς πολλούς, εδείκνυον θαυμασίαν γενναιότητα, αλλ' ενικήθησαν και εκλείσθησαν εις την πόλιν. Τότε συνήθροισαν εις την ακρόπολιν, γυναίκας, τέκνα, πλούτη, δούλους· έθεσαν πυρ εις το φρούριον εκείνο διά να το καύσωσιν ολόκληρον, και αφού ώμοσαν μεταξύ των φοβερούς όρκους, εξώρμησαν με τα όπλα εις χείρας και εφονεύθησαν μαχόμενοι. Από τους Λυκίους δε οίτινες την σήμερον καλούνται Ξάνθιοι, πλην ογδοήκοντα οικογενειών, οι πλειότεροι είναι επήλυδες. Αυταί αι ογδοήκοντα οικογένειαι έτυχε να αποδημώσι κατά την ημέραν της καταστροφής, και ούτω περιεσώθησαν. Εκυρίευσε λοιπόν την Ξάνθον ο Άρπαγος και ομοίως όλην σχεδόν την Καύνον, διότι οι πλείστοι των Καυνίων εμιμήθησαν τους Λυκίους.
177. Ενώ ο Άρπαγος εποίει ανάστατον την μικράν Ασίαν, ο Κύρος υπέτασσεν όλα τα έθνη της άνω Ασίας χωρίς να φεισθή ουδενός. Και τας μεν περισσοτέρας των κατακτήσεών του θα παρέλθω εν σιωπή, θα αναφέρω δε εκείνας μόνον όσαι τον ηνάγκασαν εις μεγάλας εργασίας και αίτινες είναι αι μάλλον άξιαι διηγήσεως.
178. Ο Κύρος, αφού υπέταξεν όλα τα ηπειρωτικά έθνη της μικράς Ασίας, επετέθη κατά των Ασσυρίων. Υπήρχον δε εις την Ασσυρίαν πολλαί μεγάλαι πόλεις, αλλ' η διασημοτέρα, η ισχυροτέρα, εκείνη εις την οποίαν μετά την καταστροφήν της Νίνου μετεφέρθησαν τα βασίλεια, ήτο η Βαβυλών της οποίας η περιγραφή είναι η εξής. Κειμένη επί ευρείας πεδιάδος, σχηματίζει τετράγωνον του οποίου εκάστη πλευρά έχει εκατόν είκοσι στάδια· όλη λοιπόν η περίμετρος αυτής είναι τετρακόσια ογδοήκοντα στάδια. Τοιαύτη η έκτασις της Βαβυλώνος, ουδεμία δε πόλις εκ των γνωστών εις ημάς είναι τοσούτον κεκοσμημένη. Πρώτον μεν, τάφρος βαθεία, πλατεία και πλήρης ύδατος ρέοντος περικυκλοί αυτήν· έπειτα υψούται τείχος του οποίου το μεν πλάτος είναι πεντήκοντα πήχεων βασιλικών το δε ύψος διακοσίων· είναι δε ο βασιλικός πήχυς μεγαλύτερος του συνήθους κατά τρεις δακτύλους.
179. Πρέπει δε προς τούτοις να είπω πού εχρησίμευσε το χώμα της τάφρου και πώς εκτίσθη το τείχος. Ενώ έσκαπτον την τάφρον, συγχρόνως κατεσκεύαζον πλίνθους εκ των χωμάτων τα οποία εξήγον, και άμα εσωρεύετο αρκετή ποσότης τοιούτων πλίνθων έψηνον αυτούς εις καμίνους, και έπειτα, μεταχειριζόμενοι αντί πηλού θερμήν άσφαλτον, εστοίβαζον τριάκοντα σειράς πλίνθων και μίαν σειράν καλάμων πλεκτών. Και τοιουτοτρόπως πρώτον μεν έκτισαν τα χείλη της τάφρου, έπειτα δε το τείχος με τον αυτόν τρόπον. Επί του τείχους δε έκτισαν μονόπατα οικήματα αντικρύζοντα προς άλληλα, και μεταξύ των οικημάτων άφησαν διάστημά τι διά να δύναται να στρέφεται τέθριππον άρμα. Εκατόν πύλαι κατεσκευάσθησαν πέριξ του τοίχους, όλαι χάλκιναι, με παραστάτας και υπέρθυρα ομοίως εκ χαλκού. Υπάρχει δε άλλη τις πόλις απέχουσα από την Βαβυλώνα οκτώ ημερών οδόν, ήτις καλείται Ις και όπου ρέει μικρός ποταμός, Ις και αυτός καλούμενος και χυνόμενος εις το μέγα ρεύμα του Ευφράτου. Αυτός λοιπόν ο Ις ποταμός ομού με το ύδωρ αναδίδει πολλούς θρόμβους ασφάλτου, και εκείθεν μετεκομίσθη η άσφαλτος εις το τείχος της Βαβυλώνος.
180. Τοιουτοτρόπως λοιπόν περιετειχίσθη η Βαβυλών· η πόλις είναι εις δύο μέρη διηρημένη, και διά μέσου αυτών ρέει ο Ευφράτης. Ο ποταμός ούτος καταβαίνει από την Αρμενίαν, είναι μέγας, βαθύς και ορμητικός, και χύνεται εις την Ερυθράν θάλασσαν. Ο εξωτερικός λοιπόν τοίχος τέμνεται τοιουτοτρόπως εις δύο βραχίονας οίτινες εκτείνονται μέχρι του ποταμού· εκεί δε γίνονται επικαμπαί και έπειτα εκ πλίνθων οπτών εκτείνεται εις εκατέραν όχθην του ποταμού από της μιας άκρας εις την άλλην. Αυτή η πόλις, πλήρης οικιών τριωρόφων και τετρωρόφων, κατατέμνεται υπό οδών ευθειών, των μεν εγκαρσίων, των δε ληγουσών εις τον ποταμόν. Όλαι αι οδοί συναντώσι το εσωτερικόν τείχος, και εις την άκραν εκάστης υπάρχει μικρά πύλη· ώστε όσαι πύλαι είναι, τόσαι και αι οδοί. Ήσαν δε και αυταί χάλκιναι και ηνοίγοντο επί του ποταμού.
181. Το εξωτερικόν τείχος είναι ο θώραξ της πόλεως· ο εσωτερικός τοίχος, μόλις αδυνατώτερος, είναι στενώτερος. Εις το μέσον δε εκατέρου μέρους της πόλεως ήσαν εκτισμένα, εις το έν το ανάκτορον του βασιλέως, ευρύχωρον και στερεόν, και εις το άλλο ο χαλκόπυλος ναός του Βήλου Διός, όστις εσώζετο μέχρι των ημερών μου έχων σχήμα τετράγωνον και εκάστην πλευράν δυο σταδίων. Εις το μέσον υψούται πύργος στερεός, έχων μήκος και πλάτος ενός σταδίου· άνωθεν αυτού υπάρχει άλλος, και άλλος πάλιν υπεράνω αυτού, και ούτω μέχρις οκτώ. Οφιοειδής κλίμαξ φέρει εξωτερικώς από πύργου εις πύργον. Κατά το μέσον της αναβάσεως υπάρχουσι σταθμός και καθίσματα όπου αναπαύονται οι αναβαίνοντες· άνωθεν δε του τελευταίου πύργου είναι μέγας ναός, και εντός του ναού μεγάλη κλίνη καλώς εστρωμένη, και πλησίον αυτής χρυσή τράπεζα. Δεν βλέπει τις εκεί κανέν άγαλμα ούτε διανυκτερεύει άνθρωπος, εκτός μιας γυναικός ιθαγενούς την οποίαν μεταξύ όλων εκλέγει ο θεός, ως λέγουσιν οι ιερείς αυτού του θεού οι Χαλδαίοι.
182. Οι αυτοί ιερείς λέγουσιν ωσαύτως, δεν μοι φαίνονται όμως άξιοι πίστεως, ότι ο θεός συχνάζει εις τον ναόν και αναπαύεται επί της κλίνης, κατά τον αυτόν τρόπον καθ' ον και εις τας Θήβας της Αιγύπτου, ως λέγουσιν οι Αιγύπτιοι. Διότι και εκεί επίσης κοιμάται γυνή εις τον ναόν του Θηβαιέως Διός, και βεβαιούσιν ότι μήτε η μία μήτε η άλλη των γυναικών τούτων έχουσι σχέσιν με άνδρας. Ομοίως και εις τα Πάταρα της Λυκίας, η ιέρεια του θεού, όταν ούτος ήναι παρών (διότι το χρηστήριον δεν είναι παντοτεινόν) διανυκτερεύει εντός του ναού.
183. Κάτωθεν του ναού τούτου της Βαβυλώνος ευρίσκεται άλλος ναός περιέχων μέγα χρυσούν άγαλμα του Διός καθήμενον, και πλησίον μεγάλην τράπεζαν χρυσήν· του αγάλματος δε τούτου ο θρόνος και αι βαθμίδες είναι εκ χρυσσού, λέγουσι δε οι Χαλδαίοι ότι όλα αυτά έχουσι βάρος οκτακοσίων ταλάντων. Έξωθεν του ναού, ο βωμός είναι χρυσούς, και επί άλλου βωμού πλατυτέρου θυσιάζουσι θύματα τέλεια, διότι επί του πρώτου δεν είναι επιτετραμμένον να θυσιάζωσιν ειμή μόνον γαλαθηνά. Επί του μεγάλου βωμού οι Χαλδαίοι καίουσι κατ' έτος χιλίων ταλάντων θυμίαμα καθαρόν, όταν τελώσι την εορτήν του θεού. Κατά την εποχήν του Κύρου ήτο ακόμη εις το τέμενος τούτο άγαλμα δώδεκα πήχεων, χρυσούν, στερεόν· εγώ δεν το είδα, αλλ' επαναλαμβάνω ό,τι άκουσα από τους Χαλδαίους. Αυτό το άγαλμα εσκέφθη να αρπάση ο υιός του Υστάσπους Δαρείος, και δεν ετόλμησεν· αλλ' ο υιός του Ξέρξης το έλαβε και εφόνευσε τον ιερέα όστις τω απηγόρευε να το μετακινήση. Ταύτα ήσαν τα κοσμήματα του ναού τούτου, όστις εκτός αυτών είχε πάμπολλα άλλα ιδιωτικά αφιερώματα.
184. Η Βαβυλών έσχε πολλούς βασιλείς, θέλω δε αναφέρει εις την Ιστορίαν των Ασσυρίων (12) εκείνους οίτινες εκαλλώπισαν τα τείχη και τους ναούς μεταξύ δε άλλων και δύο γυναίκας. Η πρώτη ήτις εβασίλευσε προηγήθη της δευτέρας κατά πέντε γενεάς και ωνομάζετο Σεμίραμις αυτή ύψωσεν αναχώματα εις την πεδιάδα, άτινα είναι αξιοθέατα, διότι πρότερον ο ποταμός έρρεεν ανά το πεδίον ως θάλασσα.
185. Η δευτέρα ήτις έπειτα εγένετο βασίλισσα ωνομάζετο Νίτωκρις. Πεπροικισμένη με φρόνησιν ανωτέραν της προκατόχου της, αφ' ενός μεν αφήκε μνημεία τα οποία θα περιγράψω αμέσως, αφ' ετέρου δε βλέπουσα τους Μήδους μεγαλυνομένους και μη ησυχάζοντας, αλλά κυριεύοντας πόλεις, μεταξύ των οποίων ήτο και η Νίνος, έλαβε κατ' αυτών όλα τα δυνατά αμυντικά μέτρα. Πρώτον μεν τον Ευφράτην, όστις πρότερον έρρεε κατ' ευθείαν και διήρχετο διά μέσης της πόλεως, ορύξασα διώρυγας άνωθεν, τοσούτον σκολιόν κατέστησεν ώστε ρέων φθάνει τρις εις κώμην τινά της Ασσυρίας. Το όνομα δε της κώμης, εις την οποίαν έρχεται ο Ευφράτης, είναι Αρδέρικκα. Και σήμερον όσοι έρχονται εις την Βαβυλώνα διά του Ευφράτου, προσεγγίζουσι τρις εις την κώμην ταύτην και επί τρεις αλλεπαλλήλους ημέρας. Και τούτο μεν ούτως εποίησεν έπειτα δε κατεσκεύασεν εις αμφοτέρας τας όχθας του ποταμού αναχώματα αξιοθαύμαστα διά το ύψος και το μέγεθός των. Πολύ δε ανωτέρω της πόλεως και εις μικράν απόστασιν από του ποταμού, σκάψασα το έδαφος μέχρι των υπογείων υδάτων, εσχημάτισε δεξαμενήν διά τα στάσιμα ύδατα δούσα εις αυτήν περιφέρειαν τετρακοσίων είκοσι σταδίων. Τα εξαγόμενα χώματα ερρίπτοντο εις τας όχθας του ποταμού, και όταν ετελείωσε το έργον, έφερε πέτρας και έκτισε πέριξ κρηπίδα. Έκαμε δε τα δύο ταύτα η Νίτωκρις, τον ποταμόν σκολιόν και το όρυγμα ελώδες, ίνα το ρεύμα του Ευκράτου καθίσταται βραδύτερον διά των πολλών περιστροφών και διά να μη φθάνωσι κατ' ευθείαν γραμμήν εις την Βαβυλώνα οι ταξειδεύοντες· επί τέλους δε να αναγκάζωνται ούτοι να ακολουθώσι την μεγάλην καμπήν της λίμνης. Η θέσις δε την οποίαν εξελέξατο, είναι εκείνη διά της οποίας οι Μήδοι ηδύναντο ευκόλως, λαμβάνοντες πλαγίαν οδόν, να έρχωνται και μανθάνωσι τας υποθέσεις της συγκοινωνούντες με τους Ασσυρίους.
186. Με τοιαύτα οχυρώματα σκαφέντα εν τω εδάφει περιέβαλεν εαυτήν, εκτός δε τούτων έπραξε και το εξής· επειδή η πόλις είχε δύο μέρη κεχωρισμένα υπό του ποταμού, επί των πρώτων βασιλέων, εάν τις ήθελε να διαβή από του ενός εις το άλλο, έπρεπε να λάβη λέμβον, και καθ' όσον δύναμαι να κρίνω, τούτο θα ήτο λίαν οχληρόν. Η Νίτωκρις λοιπόν προέβλεψε και τούτο, διότι, ενώ διά τα ύδατα του έλους ώρυττε δεξαμενήν, εσκέπτετο να ωφεληθή και εκ ταύτης της εργασίας διά να αφήση έτερον μνημείον. Όθεν διέταξε και έκοψαν μεγάλας πέτρας· άμα αι πέτραι ητοιμάσθησαν και η δεξαμενή εσκάφθη, έστρεψεν εις την δεξαμενήν ταύτην τα ύδατα του ποταμού, και τοιουτοτρόπως αυτή μεν εγέμισε το δε αρχαίον ρεύμα εξηράνθη. Τότε, αφ' ενός μεν έκτισε διά πλίνθων οπτών, όπως ήτο και το εξωτερικόν τείχος, τα χείλη του ποταμού εφ' όσον διάστημα εκτείνεται η πόλις, και ήσαν αι καταβάσεις αι φέρουσαι διά των πυλίδων εις τον ποταμόν· αφ' ετέρου δε, προς το κέντρον των δύο μερών, με πέτρας τας οποίας διέταξε να κόψωσιν, έκτισε γέφυραν, δένουσα τας πέτρας με σίδηρον και μόλυβδον. Και κατά μεν την ημέραν ήπλωνον επί της γεφύρας ξύλα τετράγωνα και διέβαινον οι Βαβυλώνιοι· κατά δε την νύκτα τα αφήρουν διά να μη περιφέρωνται οι κάτοικοι εις το σκότος και κλέπτωσιν αλλήλους. Αφού δε η ορυχθείσα δεξαμενή εγέντο λίμνη εκ των υδάτων του ποταμού, και αφού ετελείωσαν τα διάφορα μέρη της γεφύρας, η Νίτωκρις εξέβαλε τον Ευφράτην από την λίμνην και τον έφερε πάλιν εις το πρώτον ρεύμα. Τοιουτοτρόπως η λεκάνη, γενομένη λίμνη, εφάνη κατάλληλος προς τον σκοπόν δι' ον ήτο προωρισμένη, και η γέφυρα κατεσκευάσθη προς χρήσιν των πολιτών.
187. Αυτή η ιδία βασίλισσα επενόησε την εξής απάτην· άνωθεν της μάλλον συχναζομένης πύλης του τείχους κατεσκεύασε τον ίδιον εαυτής τάφον, υψηλόν και ελκύοντα τα βλέμματα πλειότερον ή η πύλη. Ενεκόλαψε δε εις τον τάφον τούτον γράμματα λέγοντα· «Εάν τις εξ εκείνων οίτινες βασιλεύσωσι μετ' εμέ εις την Βαβυλώνα λάβη ανάγκην χρημάτων, ας ανοίξη τον τάφον τούτον και ας λάβη όσα θέλει. Αλλ' εκτός ανάγκης καταπειγούσης, ας μη τον ανοίξη, διότι δεν θα ωφεληθή.» Έμεινε δε ο τάφος άθικτος μέχρις ου ανέβη εις τον θρόνον ο Δαρείος όστις ενόμισεν οδυνηρόν να αφίνη μίαν πύλην άχρηστον, ενώ μάλιστα υπήρχον εκεί χρήματα τα οποία τω εφώναζον να τα λάβη και να μη τα λάβη. Τωόντι δεν μετεχειρίζοντο πλέον την πύλην εκείνην διότι άνωθεν των διαβαινόντων έκειτο νεκρόν σώμα. Ήνοιξε λοιπόν τον τάφον, αλλ' αντί θησαυρών είδε μόνον το πτώμα και γράμματα λέγοντα τα εξής·. «Εάν δεν ήσο άπληστος και αισχροκερδής, δεν θα ήνοιγες τας θήκας των νεκρών.» Και αύτη μεν η βασίλισσα τοιαύτη τις λέγουσιν ότι εγένετο.
188. Ο δε Κύρος εξεστράτευσε κατά του υιού της γυναικός ταύτης, όστις είχε το όνομα του πατρός του Λαβυνήτου και την βασιλείαν των Ασσυρίων. Εξεστράτευσε λοιπόν ο μέγας βασιλεύς έχων μεθ' εαυτού αρκετήν προμήθειαν τροφίμων και ποιμνίων του τόπου του, εκτός δε τούτων είχε και ύδωρ του Χοάσπου ποταμού όστις ρέει παρά τα Σούσα, διότι μόνον το ύδωρ τούτου του ποταμού, και ουχί άλλου, πίνει ο βασιλεύς· το βράζουσι, και όπου μεταβαίνει ο βασιλεύς, το μεταφέρουσιν εντός αγγείων αργυρών τα οποία θέτουσιν επί αμαξών τετρατρόχων συρομένων υπό ημιόνων.
189. Πορευόμενος ο Κύρος εναντίον της Βαβυλώνος έφθασεν εις τας όχθας του Γύνδου, του οποίου αι μεν πηγαί είναι εις τα Ματιανά όρη, αυτός δε ρέει διά των Δαρδανών και χύνεται εις τον Τίγριν όστις και αυτός ρέει παρά την πόλιν Ώπιν και χύνεται εις την Ερυθράν θάλασσαν. Ενώ δε ο Κύρος επειράτο να διαπεράση τον Γύνδον όστις είναι ναυσίπορος, είς των ιερών λευκών ίππων, παρασυρθείς υπό της αγερωχίας του, εισήλθεν εις τον ποταμόν και ήρχισε να κολυμβά, αλλά το ρεύμα, περιδινήσαν αυτόν, τον εβύθισε και τον παρέσυρε. Τότε ο Κύρος οργισθείς διά την αυθάδειαν του ποταμού, τον ηπείλησεν ότι τόσον ασθενή ήθελε τον καταστήσει, ώστε εις το εξής και αυταί αι γυναίκες να τον διαβαίνωσιν ευκόλως χωρίς να βρέχωσι τα γόνατα. Μετά την απειλήν ταύτην, παραιτηθείς να βαδίση κατά της Βαβυλώνος, διήρεσε τον στρατόν εις δύο· αφού δε τον διήρεσεν, εχάραξεν επί εκατέρας των όχθων του Γύνδου εκατόν ογδοήκοντα διώρυγας προς όλας τας διευθύνσεις, έπειτα ετοποθέτησε τα στρατεύματα και τα διέταξε να σκάψωσι. Χάρις εις την πολυχειρίαν, ετελείωσε μεν το έργον, αλλά κατηναλώθη προς τούτο όλον το θέρος.
190. Αφού δε ο Κύρος ετιμώρησε τον Γάνδυν διαιρέσας αυτόν εις τριακοσίας εξήκοντα διώρυχας, ανεχώρησε πάλιν διά την Βαβυλώνα κατά τας πρώτας ημέρας του δευτέρου έαρος. Οι Ασσύριοι εξήλθον ένοπλοι και περιέμενον αυτόν· πλησίον δε της πόλεως ήλθον εις χείρας, απώλεσαν την μάχην και εκλείσθησαν εις τα τείχη των. Επειδή δε προ πολλού έβλεπον ότι ο Κύρος δεν ησύχαζεν, αλλ' επετίθετο αδιακρίτως καθ' όλων των εθνών, είχον προμηθευθή τροφάς διά πολλά έτη και σχεδόν δεν τους έμελλεν εάν επολιορκούτο. Εν τούτοις ο Κύρος ευρίσκετο εις αμηχανίαν, διότι ο χρόνος παρήρχετο και αι υποθέσεις του δεν προώδευον.
191. Είτε λοιπόν άλλος τις τον εσυμβούλευσεν αμηχανούντα, είτε αφ' εαυτού εσκέφθη περί του πρακτέου, ιδού τι απεφάσισε. Τοποθετήσας τας περισσοτέρας δυνάμεις του εις το μέρος όπου τα ύδατα εισήρχοντο εις την πόλιν, και άλλας δυνάμεις εις το αντίθετον μέρος εκ του οποίου εξήρχοντο, παρήγγειλεν εις τα δύο ταύτα στρατιωτικά σώματα να εισορμήσωσιν εις την πόλιν καθ' ην στιγμήν ίδωσι τον ποταμόν διαβατόν. Αφού έλαβε τα μέτρα ταύτα και έδωκεν αυτάς τας διαταγάς, εμακρύνθη με το άχρηστον μέρος του στρατεύματός του (13), και οπισθοχωρήσας μέχρι της λίμνης έπραξεν ό,τι είχε πράξει η Νίτωκρις, αλλά προς εναντίον σκοπόν. Εισαγαγών διά διώρυχος τον ποταμόν εις την λίμνην, ήτις ήτο έλος, κατέστησε την αρχαίαν κοίτην αυτού διαβατήν καθό μεταστραφέντος του ποταμού. Ιδόντες δε οι παρά του Κύρου τεταγμένοι επί τούτω παρά τας όχθας του Ευφράτου ότι ο ποταμός εκατέβη τοσούτον ώστε το ύδωρ να φθάνη μόνον μέχρι του μηρού του ανθρώπου, ωφελήθησαν εκ τούτου και εισήλθον εις την Βαβυλώνα. Και εάν μεν οι κάτοικοι υπώπτευον ή εμάνθανον τι έπραττεν ο Κύρος, δεν ήθελον αφήσει τους εχθρούς να εισέλθωσιν εις την πόλιν αλλά θα τους διέφθειρον κάκιστα διότι, κλείοντες τας πύλας τας αγούσας εις τον ποταμόν, και αναβαίνοντες εις τα παρά τα χείλη του ποταμού τείχη, θα περιέκλειον αυτούς ως εντός κλωβού τώρα όμως κατέλαβον οι Πέρσαι τους Βαβυλωνίους απροσδοκήτως. Η δε πόλις είναι τόσον μεγάλη ώστε, κατά την διήγησιν αυτών τούτων των Βαβυλωνίων, οι μεν εις τα άκρα είχον ήδη περικυκλωθή, οι δε εις το κέντρον κατοικούντες δεν ήξευρον ακόμη τίποτε. Ήτο ημέρα εορτής οι μεν εχόρευον, οι δε διεσκέδαζον, και δεν διέκοψαν τας διασκεδάσεις των ειμή όταν έμαθον την αλήθειαν. Και η μεν Βαβυλών ούτω τότε πρώτον εκυριεύθη.
192. Την δύναμιν δε των Βαβυλωνίων και διά πολλών μεν άλλων δύναμαι να καταδείξω, προς τούτοις δε και διά του ακολούθου. Διά την τροφοδότησιν ην οι υπήκοοι, εκτός του φόρου, παρέχουσιν εις τον μέγαν βασιλέα και εις την στρατόν του, όλη η χώρα την οποίαν κυβερνά είναι διηρημένη εις αριθμόν τινα διαμερισμάτων. Επειδή το έτος έχει δώδεκα μήνας, η Βαβυλωνία παρέχει τροφάς τέσσαρων μηνών και η λοιπή Ασία τας των οκτώ άλλων μηνών. Τοιουτοτρόπως η Ασσυρία παράγει το τρίτον εκείνου το οποίον παράγει όλη η Ασία, και η διοίκησις της επαρχίας ταύτης, την οποίαν οι Πέρσαι καλούσι σατραπείαν, είναι η αξιολογωτέρα όλων. Εις τοιούτον βαθμόν ώστε ο υιός του Αρταβάζου, Τριτανταίχμης όστις είχε διορισθή υπό του βασιλέως εις την σατραπείαν ταύτην, ελάμβανε καθ' ημέραν αράβην πλήρη αργυρίου. Είναι δε η αράβη μέτρον περσικόν χωρούν τρεις χοίνικας πλειότερον του αττικού μεδίμνου. Είχε προς τούτοις ίππους ιδίους, εκτός των πολεμικών· εις τα ιπποφόρβιά του ήσαν οκτακόσιοι ίπποι αναβαίνοντες τας θηλείας, αι δε αναβαινόμεναι ήσαν δεκαέξ χιλιάδες, είς άρρην προς είκοσι θηλείαι. Τέλος έτρεφε τόσους κύνας ινδικούς, ώστε τέσσαρες μεγάλαι κώμαι τις πεδιάδος ήσαν απηλλαγμέναι παντός άλλου φόρου, διαταχθείσαι να δίδωσι την τροφήν των κυνών τούτων. Ταύτα ήσαν τα ωφελήματα εκείνου όστις είχε την διοίκησιν της Βαβυλώνος.
193. Εις την Ασσυρίαν ολιγίστη πίπτει βροχή και αύτη, αρκεί διά να θρέψη την ρίζαν του σίτου· έπειτα όμως ποτίζουσι το φυτόν με ύδωρ του ποταμού και ο στάχυς δυναμούται και σχηματίζεται. Το πότισμα γίνεται διά χειρών ή διά μηχανών, και ουχί ως εις την Αίγυπτον, όπου ο Νείλος εκχειλίζει και ποτίζει τους αγρούς. Όλη η γη της Βαβυλώνος, ως και η Αίγυπτος, κατατέμνεται από διώρυχας των οποίων η μεγαλειτέρα, εστραμμένη προς το νοτιοδυτικόν, από του Ευφράτου εις τον Τίγριν, παρά τας όχθας του οποίου εκτίσθη η Νίνος, είναι πλωτή. Εξ όλων δε των χωρών τας οποίας γνωρίζομεν, αυτή είναι η μάλλον εύφορος εις δημητριακούς καρπούς. Ουδείς επειράθη να φυτεύση εις αυτήν άλλα δένδρα· ούτε συκήν, ούτε άμπελον, ούτε ελαίαν. Αλλά τόσον εύφορος είναι εις δημητριακούς καρπούς, ώστε συνήθως το έν δίδει έως διακόσια, εάν δε τύχη η συγκομιδή πλουσία, εκφέρει έως τριακόσια. Τα φύλλα του σίτου και της κριθής έχουσι τέσσαρων δακτύλων πλάτος, εκ δε της κέγχρου και του σησάμου τόσον μέγα δένδρον γίνεται, ώστε, μολονότι το ηξεύρω, όμως δεν θα το αναφέρω, πεπεισμένος ότι όσοι δεν είδον την Βαβυλωνίαν χώραν θα νομίσωσιν απίστευτα και όσα είπα περί των δημητριακών καρπών. Οι κάτοικοι δεν μεταχειρίζονται ελαιόλαδον, αλλά σησαμόλαδον. Εις όλην την πεδιάδα είναι φυτρωμένοι φοίνικες, οι περισσότεροι καρποφόροι, από τους οποίους κάμνουσι τροφάς, οίνον και μέλι. Καλλιεργούσι δε τους φοίνικας τούτους απαραλλάκτως ως οι Έλληνες καλλιεργούσι τας συκέας· εις τους βαλανηφόρους δε περιδένουσι τον καρπόν εκείνων τους οποίους οι Έλληνες καλούσιν άρρενας φοίνικας, διά να εισχωρήση ο σκνιψ εις την βάλανον, να την ωριμάση και να μη την αφήση να πέση, διότι οι άρρενες φοίνικες έχουσιν εντός του καρπού των σκνίπας ως τα άγρια σύκα.
194. Αλλά, μετά την πόλιν, το μάλλον κατ' εμέ θαυμαστόν της χώρας είναι το εξής. Οι Βαβυλώνιοι δεν έχουσιν άλλα πλοιάρια ειμή εκείνα τα οποία καταβαίνουσι τον ποταμόν μέχρι της πόλεως· είναι δε στρογγύλα και όλα δερμάτινα, διότι, αφού κόψωσιν ιτέας εις τα Αρμένια όρη, τα οποία είναι άνω της Ασσυρίας, και κατασκευάσωσι τα πλευρά του πλοιαρίου, τα περιτυλίσσουσιν εξωτερικώς με δέρματα ητοιμασμένα, ως το έδαφος της οικίας, χωρίς να διακρίνεται η πρύμνα και χωρίς να στενεύεται η πρώρα. Τα πλοιάρια ταύτα είναι κυκλοτερή ως ασπίδες· πληρούντες δε αυτά έσωθεν με καλάμια τα αφίνουσι να φέρωνται κατά τον ποταμόν. Το φορτίον των συνίσταται εις διάφορα εμπορεύματα, προ πάντων δε εις οίνον φοίνικος. Δύο άνθρωποι ιστάμενοι όρθιοι, διευθύνουσι το πλοιάριον με δύο μεγάλας κώπας, και όταν ο είς βυθίζη την μίαν, ο άλλος ανασύρει την άλλην. Κατά τον αυτόν τρόπον κατασκευάζουσι και τα μεγάλα πλοία και τα μικρότερα. Τα μέγιστα χωρούσι φορτίον πέντε χιλιάδων ταλάντων. Εις έκαστον πλοίον υπάρχει είς όνος ζων, εις δε τα μεγαλείτερα υπάρχουσι περισσότεροι. Αφού φθάσωσιν εις την Βαβυλώνα πλέοντες και διαθέσωσι το φορτίον, τα μεν καλάμια και τον σκελετόν πωλούσι διά κήρυκος, φορτόνοντες δε τα δέρματα επί των όνων αναχωρούσι διά ξηράς εις την Αρμενίαν, καθότι είναι αδύνατον να αναπλεύσωσι τον ποταμόν ένεκα της ορμητικότητος αυτού. Αυτός είναι ο λόγος διά τον οποίον κατασκευάζουσι τα πλοία των δερμάτινα και όχι ξύλινα. Όταν δε ελαύνοντες τους όνους φθάσωσιν οπίσω εις την Αρμενίαν, κατασκευάζουσιν άλλα πλοία κατά τον αυτόν τρόπον. Τοιαύτη είναι η ναυστολία του Ευφράτου.
195. Ιδού δε και η ενδυμασία των Βαβυλωνίων. Πρώτον μεν φορούσι χιτώνα λινούν φθάνοντα έως τους πόδας· άνωθεν δε αυτού φορούσιν άλλον χιτώνα, λινούν επίσης, και περιτυλίσσονται με μανδύαν λευκόν. Εις τους πόδας των έχουσιν υποδήματα επιχώρια, τα οποία ομοιάζουσι με τας εμβάδας των Βοιωτών. Τας μακροκόμους κεφαλάς των δένουσι με σαρίκια και αλείφουσι με μύρα όλον το σώμα. Έκαστος έχει εις τον δάκτυλόν του σφραγίδα και κρατεί χειροποίητον ράβδον. Επί της ράβδου δε ταύτης ήναι γεγλυμμένον ή μήλον, ή ρόδον, ή κρίνον, ή αετός, ή άλλο τι, διότι ποτέ δεν συνειθίζουσι να κρατώσι βακτηρίαν άνευ διακριτικού τινος σημείου. Ούτος είναι ο στολισμός του σώματός των.
196. Τα δε έθιμά των είναι τοιαύτα. Έν τούτων (το σοφώτατον κατ' εμέ, όπερ ως ήκουσα επικρατεί και εις τους Ενετούς της Ιλλυρίας) είναι το εξής. Άπαξ του έτους, εις έκαστον χωρίον, συνηθροίζοντο αι εν ώρα γάμου παρθένοι, ώστε να τας βλέπη τις όλας ομού· πέριξ αυτών ίστατο το πλήθος των ανδρών, κήρυξ δε προσεκάλει κατά σειράν τας νεάνιδας και τας επώλει· πρώτον μεν την ωραιοτέραν, έπειτα δε, αφού αυτή εύρισκε πολύ χρυσίον και κατεκυρούτο, ο κήρυξ ανεκήρυττεν άλλην, την αμέσως μετά την πρώτην ευειδεστάτην· επωλούντο δε όλαι επί τω όρω να τας νυμφευθώσιν οι αγοράζοντες. Όσοι λοιπόν πλούσιοι Βαβυλώνιοι ήθελον να λάβωσι γυναίκα, δίδοντες περισσότερα από τους άλλους ηγόραζον τας ωραιοτάτας, ενώ οι άνθρωποι του λαού, οίτινες επεθύμουν και αυτοί να νυμφευθώσι, μη θεωρούντες την καλλονήν ως αγαθόν απαραίτητον, ελάμβανον τας μάλλον ασχήμους και χρήματα. Διότι, αφού ο κήρυξ ετελείονε την δημοπρασίαν των ευειδεστάτων, εσήκονε την ασχημοτάτην, ή ανάπηρόν τινα εάν ευρίσκετο τοιαύτη, και εκήρυττε ποίος ήθελε να την νυμφευθή αρκούμενος εις ολίγην προίκα· τέλος δε την κατεκύρονεν εις εκείνον όστις εζήτει τα ολιγώτερα. Τα τοιουτοτρόπως διδόμενα χρήματα προήρχοντο εκ της πωλήσεως των ευειδών παρθένων· ώστε αι εύμορφοι επροίκιζον τας δυσμόρφους και τας αναπήρους. Ουδείς δε είχε το δικαίωμα να υπανδρεύη την κόpην του με όντινα ήθελεν αυτός, μήτε να λάβη την αγοραζομένην παρθένον χωρίς να δώση εγγυητάς· αλλά δίδων εγγύησιν ασφαλή ότι ήθελε την νυμφευθή, την ελάμβανε μεθ' εαυτού. Εάν οι μνηστευόμενοι δεν συνεφώνουν, ο νόμος διέταττε να επιστρέφεται το αργύριον. Ήτο δε επιτετραμμένον και από άλλην κώμην να έλθη όστις ήθελε και ν' αγοράση. Το έθιμον τούτο ήτο βεβαίως κάλλιστον, αλλά περιέπεσεν εις αχρηστίαν, εφεύρον δε εσχάτως άλλο τι μέσον διά να μη αδικώσι τας γυναίκας και διά να μη τας λαμβάνωσιν εις τας πόλεις· επειδή μετά την άλωσιν της Βαβυλώνος εδυστύχησαν, όλοι άνθρωποι του λαού οι μη έχοντες πώς να ζήσωσιν, επόρνευσαν τας θυγατέρας των.
197. Δεύτερον δε έθιμον σοφόν έχουσι το ακόλουθον· μεταφέρουσι τους ασθενείς εις την πλατείαν της αγοράς, διότι ιατρούς δεν μεταχειρίζονται. Όστις λοιπόν εκ των διαβατών έπαθεν ο ίδιος ή είδεν άλλον να πάσχη από την αυτήν ασθένειαν την οποίαν έχει ο ασθενής, τον συμβουλεύει τι έκαμεν αυτός, ή εκείνος τον οποίον είδε, και απηλλάγη από νόσον ομοίαν. Εις κανένα δεν είναι συγχωρημένον να διέλθη εν σιωπή προ του πάσχοντος, χωρίς να τον ερωτήση ποίαν ασθένειαν έχει.
198. Θάπτουσι τους νεκρούς των με μέλι, οι δε θρήνοι των είναι περίπου όμοιοι με τους των Αιγυπτίων· Οσάκις Βαβυλώνιος συνευρεθή με την γυναίκα του, κάθηται πλησίον καιομένου θυμιάματος· ετέρωθεν δε το ίδιον πράττει και η γυνή του. Άμα εξημερώση λούονται αμφότεροι, και δεν εγγίζουσι κανέν έπιπλον πριν λουσθώσι. Το αυτό πράττουσι και οι Αράβιοι.
199. Το μάλλον αισχρόν έθιμον των Βαβυλωνίων είναι το ακόλουθον· πάσα γυνή ιθαγενής είναι υποχρεωμένη άπαξ επί ζωής της να καθίση εις τον ναόν της Αφροδίτης και να μιχθή με ξένον άνδρα. Πολλαί, μεγαλοφρονούσαι διά τα πλούτη των, δεν καταδέχονται να αναμιχθώσι με τας άλλας, αλλά μεταβαίνουσιν εις τον ναόν εντός οχήματος κλειστού και συνοδευόμενοι από τας δούλας των. Αι περισσότεραι όμως πράττουσιν ως ακολούθως. Εις το τέμενος της Αφροδίτης κάθηνται πολλαί γυναίκες, έχουσαι την κεφαλήν δεδεμένην με ταινίαν· και άλλαι μεν εισέρχονται, άλλαι δε εξέρχονται. Μεταξύ αυτών, εξ όλων των μερών, αφίνουσιν ευθείς δρόμους διά των οποίων διέρχονται οι ξένοι και εκλέγουσιν. Άμα γυνή τις καθίση εκεί, δεν επιστρέφει πλέον εις την οικίαν της πριν ξένος τις ρίψη εις τα γόνατά της νόμισμα και μιγή μετ' αυτής έξω του ναού. Ρίπτων ο ξένος το νόμισμα οφείλει να λέγη· «Επικαλούμαι υπέρ σου την θεάν Μύλιττα.» Μύλιττα δε καλούσιν οι Ασσύριοι την Αφροδίτην. Όσον μικρόν και αν ήναι το δώρον, η γυνή δεν πρέπει να το απορρίπτη, δεν τη επιτρέπεται, διότι το αργύριον τούτο θεωρείται ιερόν. Ακολουθεί δε τον πρώτον όστις τη το ρίψει, και δεν αποποιείται κανένα. Αφού δε μιχθή και ευχαριστήση την θεάν διά της εκπληρώσεως του νόμου, επιστρέφει εις την οικίαν της, και εις το εξής, όσον μεγάλην ποσότητα και αν τη προσφέρης, δεν την πείθεις να παραδοθή εις σε. Όσαι λοιπόν είναι ωραίαι και υψηλαί, ταχέως αναχωρούσιν εκείθεν, όσαι δε είναι δυσειδείς προσμένουσι πολύν χρόνον, μη δυνάμεναι να εκπληρώσωσι τον νόμον. Τινές δε εξ αυτών έμειναν εκεί τρία και τέσσαρα έτη. Παραπλήσιος τις νόμος υπάρχει και εις μέρη τινά της Κύπρου. 200. Και τα μεν έθιμα των Βαβυλωνίων τοιαύτα είναι· υπάρχουσι δε παρ' αυτοίς τρεις φυλαί αίτινες τρέφονται μόνον με ιχθύας. Αφού τους αλιεύσωσι, τους ξηραίνουσιν εις τον ήλιον, τους ρίπτουσιν εις όλμον και αφού τους κοπανίσωσι, τους περώσι διά σινδόνης. Έπειτα, όστις θέλει να φάγη, τους κάμνει μάζαν και τους ψήνει ως το ψωμίον.
201. Αφού ο Κύρος υπέταξε το έθνος τούτο, επεθύμησε να υποτάξη και τους Μασσαγέτας. Λέγουσι δε ότι το έθνος τούτο είναι μέγα και φιλοπόλεμον και ότι κατοικεί προς ανατολάς, πέραν του Αράξου ποταμού, αντικρύ των Ισσηδόνων· τινές διατείνονται ότι είναι φυλή Σκυθική.
202. Ο Αράξης κατ' άλλοις μεν είναι μεγαλείτερος κατ' άλλους δε μικρότερος του Ίστρου· και ότι είναι εις αυτόν πολλαί νήσοι ίσαι σχεδόν κατά το μέγεθος με την Λέσβον, κατοικούμεναι από ανθρώπους τρώγοντας κατά μεν το έαρ διαφόρους ρίζας τας οποίας ανασπώσιν από την γην, κατά δε τον χειμώνα καρπούς δένδρων τους οποίους είχον δρέψει ωρίμους και εναποταμιεύσει. Προσθέτουσιν ότι γνωρίζουσιν άλλα δένδρα των οποίων ρίπτουσι τους καρπούς εις το πυρ όταν, συναθροιζόμενοι πολλοί, ανάπτωσι πυράν διά να καθίσωσιν ολοτρόγυρα· τότε η οσμή των καιομένων τούτων καρπών την οποίαν οσφραίνονται τους μεθύσκει ως μεθύσκει τους Έλληνας ο οίνος· όσον δε περισσοτέρους καρπούς ρίπτουσιν εις το πυρ, τόσον περισσότερον μεθύσκονται, μέχρις ου εγείρονται και αρχίζουσι να χορεύωσι και να άδωσι.
Και η μεν δίαιτα αυτών τοιαύτη είναι ως λέγεται. Ο δε Αράξης ποταμός καταβαίνει από τα Ματιανά όρη, ως ο Γύνδος εκείνος τον οποίον ο Κύρος διήρεσεν εις τριακοσίας εξήκοντα διώρυχας. Εξέρχεται δε διά τεσσαράκοντα στομίων, και όλα, πλην ενός, χάνονται εις έλη και τενάγη όπου ζώσιν άνθρωποι οίτινες, ως λέγεται, τρώγουσιν ιχθύας ωμούς και φορούσι δέρματα φωκών. Είς μόνον βραχίων του Αράξου ρέει ακωλύτως μέχρι της Κασπίας θαλάσσης. Είναι δε η Κασπία αύτη θάλασσα όλως μεμονωμένη και δεν συνέχεται μετ' ουδεμιάς άλλης· διότι εκείνη εις την οποίαν πλέουσιν οι Έλληνες, και η έξω των Ηρακλείων στηλών, η Ατλαντική λεγομένη, και η Ερυθρά, είναι μία και η αυτή.
203. Εξ εναντίας η Κασπία θάλασσα είναι εντελώς κεχωρισμένη, διά να διέλθη δε τις αυτήν κατά μήκος διά κωπίων, χρειάζεται δεκαπέντε ημέρας, και κατά πλάτος οκτώ. Επί της δυτικής παραλίας της υψούται ο Καύκασος, το μέγιστον και υψηλότατον όλων των ορέων. Εις την κοιλάδα ζώσι πολλαί και διάφοροι φυλαί ανθρώπων, αι πλείσται των οποίων τρώγουσι καρπούς αγρίων δένδρων. Λέγεται δε ότι εις τα δάση των μερών τούτων ευρίσκονται δένδρα των οποίων τα φύλλα κοπανιζόμενα και μιγνυόμενα με ύδωρ χρησιμεύουσιν εις το να ζωγραφίζωνται επί των ενδυμάτων διάφοροι εικόνες αίτινες, αντί να εξαλείφονται διά του πλυσίματος, συγγηράσκουσι μετά του μαλλίου ως εάν ήσαν υφασμέναι εντός του υφάσματος. Οι άνδρες και αι γυναίκες εν τη χώρα ταύτη συνουσιάζονται αναφανδόν ως τα πρόβατα.
204. Προς δυσμάς λοιπόν περιορίζει την Κασπίαν θάλασσαν ο Καύκασος· προς ανατολάς δε περιορίζεται αύτη υπό πεδιάδος ήτις φαίνεται απέραντος. Της απεράντου δε ταύτης πεδιάδος το μεγαλείτερον μέρος κατέχεται υπό των Μασσαγετών, κατά των οποίων ο Κύρος έσπευδε να εκστρατεύση, διότι πολλά και ισχυρά αίτια τον ηνάγκαζον εις τούτο. Πρώτον μεν η γέννησίς του την οποίαν ενόμιζε πλειότερον ή ανθρωπίνην, δεύτερον δε η επιτυχής έκβασις όλων των πολέμων του, διότι ουδείς των λαών, καθ' όσων μέχρι τότε είχεν επιτεθή, ηδυνήθη να αποφύγη την υποδούλωσιν.
205. Εβασίλευε τότε εις τους Μασσαγέτας γυνή της οποίας είχεν αποθάνει ο ανήρ και ήτις ωνομάζετο Τόμυρις. Προς αυτήν έπεμψεν ο Κύρος ανθρώπους επί τω προσχήματι να την ζητήση εις γάμον· αλλ' εκείνη, εννοήσασα ότι ο Κύρος δεν ήθελεν αυτήν αλλά το βασίλειον των Μασσαγετών, απέρριψε την πρότασιν. Ιδών δε ο Κύρος ότι δεν τον ωφέλησεν ο δόλος, επροχώρησε μέχρι του Αράξου, παρεσκευάζετο αναφανδόν να πολεμήση τους Μασσαγέτας, έρριψε γεφύρας επί του ποταμού διά να διέλθη το στράτευμα και κατεσκεύασε πύργους εντός των πλοίων τα οποία έμελλον επίσης να χρησιμεύσωσι προς μεταφοράν.
206. Ενώ δε ενησχολείτο εις τας εργασίας ταύτας, η Τόμυρις τω εμήνυσε διά κήρυκος τα ακόλουθα· «Ω βασιλεύ των Μήδων, παύσον τας μεγάλας ετοιμασίας σου, διότι αγνοείς αν η έκβασις θα ήναι υπέρ σου· παραίτησον τα σχέδιά σου· βασίλευε επί του λαού σου και υπόφερε να με βλέπης να κυβερνώ όσους κυβερνώ. Δεν θέλεις να ακούσης τας συμβουλάς μου; Νομίζεις προτιμότερον παν άλλο ή να ησυχάζης; Αισθάνεσαι ακαταμάχητον επιθυμίαν να δοκιμάσης τους Μασσαγέτας; Λοιπόν, άφες αυτούς τους κόπους τους οποίους καταβάλλεις ρίπτων γεφύρας εις τον ποταμόν, και ημείς μεν απομακρυνόμεθα τριών ημερών οδόν από του ποταμού, συ δε διάβηθι εις την ημετέραν γην. Εάν όμως προτιμάς να μας περιμείνης εις την ιδικήν σου, πράξον και συ το αυτό.» Ακούσας ο Κύρος τους λόγους τούτους συνεκάλεσε τους πρώτους των Περσών· αφού δε ούτοι συνηθροίσθησαν, τοις ανεκοίνωσε το πράγμα και εζήτει συμβουλήν τι να πράξη εκ των δύο. Όλων δε αι γνώμαι συνεφώνησαν να περιμείνη επί της Μηδικής γης την Τόμυριν και τον εχθρικόν στρατόν.
207. Ο Λυδός Κροίσος, όστις ήτο παρών, τους εμέμφθη και συνεβούλευσε τα εναντία. «Ω βασιλεύ, είπεν, από της πρώτης ημέρας σοι είπον ότι επειδή ο Ζευς με παρέδωκεν εις την εξουσίαν σου, θα προσπαθώ όσον το δυνατόν να αποτρέπω τα δυστυχήματα όσα ήθελον ίδει απειλούντα την οικίαν σου. Τα ίδιά μου παθήματα, των οποίων μεγάλη είναι η πικρία, εγένοντο δι' εμέ μαθήματα. Εάν νομίζης σεαυτόν αθάνατον, εάν νομίζης ότι άρχεις στρατού αθανάτου, περιττόν να σοι είπω τον στοχασμόν μου· αλλ' εάν αναγνωρίζης ότι είσαι άνθρωπος και ότι άρχεις επί ομοίων σου, μάθε προ παντός άλλου ότι τα ανθρώπινα πράγματα ομοιάζουσι τροχόν όστις στρέφεται ακαταπαύστως και δεν αφίνει πάντοτε τους αυτούς ανθρώπους να ευτυχώσιν. Επί του προκειμένου πράγματος έχω γνώμην εναντίαν των άλλων, διότι εάν δεχθώμεν την μάχην εις την χώραν ταύτην, ιδού ο κίνδυνος· εάν μεν νικηθής, θα χάσης όλον το βασίλειόν σου, διότι είναι προφανές ότι νικώντες οι Μασσαγέται δεν θα φύγωσιν οπίσω, αλλά θα προχωρήσωσιν εις τας επαρχίας σου· εάν δε νικήσης, δεν θα καταγάγης τόσον τελείαν νίκην όσον εάν, αφού εισέλθης εις την χώραν αυτών, τους πολεμής φεύγοντας. Εις την γνώμην την οποίαν αποκρούω, προβάλλω την υπόθεσιν ότι επιτυγχάνεις μεγάλην νίκην πέραν του Αράξου. Εν τη περιπτώσει ταύτη εισχωρείς ανεμποδίστως εις το βασίλειον της Τομύριος. Θα προσθέσω μάλιστα ότι είναι αισχρόν και ανυπόφορον να υποχωρήση ο υιός του Καμβύσου Κύρος εις μίαν γυναίκα. Τώρα λοιπόν νομίζω ότι πρέπει να διαβώμεν τον ποταμόν, να προχωρώμεν εφ' όσον οι εχθροί υποχωρούσι, και έπειτα να προσπαθήσωμεν να τους νικήσωμεν διά του μέσου το οποίον θα προτείνω. Οι Μασσαγέται, ως ήκουσα, είναι άπειροι των Περσικών αγαθών και όλως ασυνείθιστοι εις τας αναπαύσεις του βίου. Ας σφάξωμεν άφθονα πρόβατα, και αφού τα μαγειρεύσωμεν, ας ετοιμάσωμεν δι' αυτούς τους ανθρώπους πλουσιοπάροχον γεύμα εις το στρατόπεδόν μας· ας εύρωσιν επίσης πολλούς κρατήρας με άκρατον οίνον και πολλήν ποικιλίαν φαγητών. Αφού ετοιμασθώσιν όλα, άφησον ως οπισθοφυλακήν ασθενές μέρος του στρατού και οι λοιποί ας επιστρέψωσι πάλιν προς τον ποταμόν. Εάν δεν απατώμαι, οι Μασσαγέται, βλέποντες τόσα εξαίρετα πράγματα· θα ορμήσωσιν επ' αυτών, και τότε πλέον δεν μας μένει ειμή να εκτελέσωμεν μεγάλα κατορθώματα.»
208. Αύται ήσαν αι δύο αντίθετοι γνώμαι, ο δε Κύρος, απορρίψας την πρώτην, παρεδέχθη την του Κροίσου και παρήγγειλεν εις την Τόμυριν να υποχωρήση διότι εσκόπευε να έλθη αυτός εναντίον εκείνης. Και η μεν βασίλισσα υπεχώρησεν, ως είχεν υποσχεθή· ο δε Κύρος ενεπιστεύθη τον Κροίσον εις τον υιόν του Καμβύσην, τον οποίον ανεκήρυξε διάδοχον του θρόνου, και τω παρήγγειλε θερμώς να τον τιμά και να τον περιποιέται, εάν η κατά των Μασσαγετών επιχείρησις δεν ήθελεν ευδοκιμήσει. Αφού δε έδωκε τας διαταγάς ταύτας και απέστειλεν αυτούς εις την Περσίαν, διέβη τον ποταμόν αυτός και ο στρατός αυτού.
209. Πέραν του Αράξου, επελθούσης της νυκτός, ο Κύρος εκοιμήθη επί της γης των Μασσαγετών και είδε το εξής όνειρον. Τω εφάνη εις τον ύπνον του ότι έβλεπε τον πρεσβύτερον υιόν του Υστάσπους έχοντα εις τους ώμους πτέρυγας, η μία των οποίων επεσκίαζε την Ασίαν, η δε άλλη την Ευρώπην. Ο δε πρεσβύτερος υιός του Υστάσπους, υιού του Αρσάμους, ενός των Αχαιμενιδών, ήτο ο Δαρείος όστις τότε ων περίπου εικοσαετής είχε μείνει εις την Περσίαν διότι δεν είχεν ακόμη ηλικίαν να φέρη όπλα. Εξυπνήσας ο Κύρος, εσκέπτετο καθ' εαυτόν το όνειρον, και επειδή τω εφάνη σπουδαιότατον εκάλεσε τον Υστάσπη, και λαβών αυτόν κατ' ιδίαν τω είπεν· «Υστάσπη, ο υιός σου ανεκαλύφθη συνομνύων κατ' εμού και κατά της βασιλείας μου· πώς δε είμαι θετικώς πληροφορημένος περί τούτου, θα σοι το είπω αμέσως. Οι θεοί με αγαπώσι και με προειδοποιούσι περί των μελλόντων να συμβώσιν εις εμέ. Εσχάτως λοιπόν, την παρελθούσαν νύκτα, είδον ενώ εκοιμώμην τον πρεσβύτερον υιόν σου έχοντα εις τους ώμους πτέρυγας των οποίων η μία επεσκίαζε την Ασίαν και η άλλη την Ευρώπην. Εκ τούτου λοιπόν του ενυπνίου ουδέν άλλο δύναμαι να συμπεράνω ειμή ότι ο υιός σου συνομνύει κατ' εμού. Τούτου ένεκα επίστρεψον ταχέως εις την Περσίαν και κάμε ώστε όταν επιστρέψω νικητής να μοι παρουσιάσης τον νέον διά να τον εξετάσω.»
210. Ο μεν Κύρος έλεγε ταύτα διότι ενόμιζεν ότι τον επεβουλεύετο ο Δαρείος· ο θεός όμως τον είχε προειδοποιήσει ότι έμελλε να αποθάνη εις αυτήν την εκστρατείαν και ότι το στέμμα του θα μετέβαινεν εις τον Δαρείον. Τω απεκρίθη λοιπόν ο Υστάσπης ούτω· «Ω βασιλεύ, να μη δώσωσιν οι θεοί να ευρεθή άνθρωπος εις την Περσίαν συνομνύων κατά σου, και εάν υπάρχη τοιούτος άνθρωπος, είθε να απολεσθή τάχιστα. Διότι συ από δούλους έκαμες τους Πέρσας ελευθέρους· ενώ ήσαν υποτελείς, χάρις εις σε διοικούσι τώρα όλα τα έθνη. Εάν λοιπόν όνειρόν τι σοι προμηνύει ότι ο υιός μου σκέπτεται να συνομώση εναντίον σου, θα σοι τον παραδώσω διά να τον μεταχειρισθής όπως θέλεις.» Ο μεν Υστάσπης ταύτα ειπών και διαβάς πάλιν τον Αράξην, επορεύετο προς την Περσίαν διά να συλλάβη τον υιόν του Δαρείον και τον παραδώση εις τον Κύρον.
211. Ο δε Κύρος προχωρήσας μιας ημέρας οδόν πέραν του Αράξου, εξετέλεσεν όσα τον συνεβούλευσεν ο Κροίσος· αφήσας έπειτα εις το στρατόπεδον τους αχρήστους εκ των ανθρώπων του, επέστρεψεν οπίσω εις τον Αράξην με τον εκλεκτόν στρατόν. Εν τούτοις το τρίτον του στρατεύματος των Μασσαγετών επελθόν κατέσφαξεν εκείνους τους οποίους είχεν εγκαταλίπει ο Κύρος, με όλην την αντίστασιν ην κατέβαλον ούτοι όπως υπερασπίσωσιν εαυτούς. Έπειτα ιδόντες οι Μασσαγέται τα έτοιμα φαγητά, αφού ενίκησαν τους εναντίους εκάθησαν χαμαί και έτρωγον· αφού δε εκορέσθησαν τρώγοντες και πίνοντες, εκοιμήθησαν. Τότε οι Πέρσαι επελθόντες πολλούς μεν εφόνευσαν, πολύ δε περισσοτέρους εζώγρησαν, μεταξύ των οποίων ήτο ο υιός της Τομύριος Σπαργαπίσης διοικών το απόσπασμα εκείνο.
212. Μαθούσα η Τόμυρις τι συνέβη εις το στράτευμα και εις τον υιόν της, έπεμψε κήρυκα όστις είπεν εις τον βασιλέα τα εξής· «Άπληστε αίματος Κύρε, μη επαρθής ποσώς διά το γενόμενον τούτο· μη υπερηφανευθής εάν ηπάτησας και ενίκησας τον υιόν μου με τον καρπόν της αμπέλου, με το δηλητήριον τούτο όπερ όταν το πίνετε διαπερά το λογικόν σας εις τοιούτον βαθμόν ώστε ενώ εισέρχεται ο οίνος εις το σώμα σας, οι απρεπείς λόγοι επιπλέουσιν εις τα χείλη σας· δεν τον ενίκησας ανδρείως πολεμών αυτόν. Άκουσον τώρα τους λόγους μου, σοι δίδω καλήν συμβουλήν. Απόδος μοι τον υιόν μου και άπελθε εκ της χώρας ταύτης ατιμώρητος, μολονότι ηφάνισας ατίμως το τριτημόριον των στρατιωτών μου· εάν δεν πράξης ό,τι σε διατάττω, ομνύω εις τον ήλιον, τον θεόν των Μασσαγετών, ότι όσον και αν ήσαι άπληστος, θα σε χορτάσω αίμα.»
213. Ο Κύρος ουδεμίαν έδωκε προσοχήν εις τους λόγους τούτους. Εν τούτοις ο υιός της βασιλίσσης Τομύριος Σπαργαπίσης, ανανήψας από την μέθην και ιδών εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκετο, παρεκάλεσε τον βασιλέα να τον λύση από τα δεσμά. Ο Κύρος συγκατένευσεν· άμα όμως ελύθη και εγένετο κύριος των χειρών του εφονεύθη ιδιοχείρως. Και αυτός μεν τοιούτω τρόπω ετελεύτησε.
214. Η δε Τόμυρις, ακούσασα ότι ο Κύρος απέρριψε τας προτάσεις της, συνήθροισεν όλας τας δυνάμεις των Μασσαγετών και τον επολέμησεν. Υποθέτω ότι η μάχη αύτη ήτο η μάλλον ισχυρά από όσας εγένοντο μεταξύ βαρβάρων, και ήκουσα ότι εγένετο ως εξής. Πρώτον, λέγουσιν, οι δύο στρατοί σταθέντες αντικρύ έρριπταν μακρόθεν βέλη· έπειτα, αφού ετελείωσαν τα βέλη, συνεπλάκησαν σώμα προς σώμα, με τας λόγχας και τα εγχειρίδιά των· επί πολύ δε αμφότερα τα μαχόμενα μέρη επέμενον καρτερικώς και κανέν δεν ήθελε να φύγη. Τέλος ενίκησαν οι Μασσαγέται, το δε μεγαλείτερον μέρος του περσικού στρατού κατεγράφη εκεί επί τόπου, και ο Κύρος εφονεύθη αφού εβασίλευσεν εικοσιεννέα έτη. Η δε Τόμυρις, πληρώσασα ασκόν από ανθρώπινον αίμα, εζήτει το πτώμα του Κύρου μεταξύ των φονευμένων Περσών· και αφού το εύρεν, εβύθισε την κεφαλήν του εις τον ασκόν, και υβρίζουσα τον νεκρόν, είπε τα εξής· «Συ μεν αιχμαλωτίσας τον υιόν μου με δόλον, με ηφάνισες ζώσαν και νικώσαν σε· εγώ δε, ως σε ηπείλησα, θα σε κορέσω αίματος.» Ο τρόπος λοιπόν δι' ου ετελεύτησεν ο Κύρος αυτός είναι κατ' εμέ ο πιθανώτατος, μολονότι άλλοι άλλως διηγούνται αυτόν.
215. Οι δε Μασσαγέται φορούσιν ενδυμασίαν και έχουσι δίαιταν ομοίαν με τους Σκύθας. Είναι ιππείς και πεζοί, διότι πολεμούσι και κατά τους δύο τρόπους· είναι τοξόται και αιχμοφόροι, και κρατούσι πελέκεις. Δεν μεταχειρίζονται ειμή χρυσόν και χαλκόν. Αι αιχμαί των ακοντίων και των βελών των, και οι πελέκεις των είναι εκ χαλκού· τα κοσμήματα των περικεφαλαίων, των τιαρών, των ζωστήρων και των μασχαλιστήρων είναι εκ χρυσού. Ομοίως, περί τα στήθη των ίππων των, θέτουσι θώρακας χαλκίνους, ενώ οι χαλινοί και τα φάλαρα είναι χρυσά. Δεν μεταχειρίζονται δε μήτε άργυρον μήτε σίδηρον, καθότι δεν ευρίσκονται εις την χώραν των αυτά τα μέταλλα· χρυσού όμως και χαλκού υπάρχει αφθονία.
216. Ιδού δε και τα έθιμα αυτών. Έκαστος νυμφεύεται μεν μίαν γυναίκα, τας έχουσιν όμως όλας μεταξύ των κοινάς. Οι Έλληνες λέγουσιν ότι πράττουσι τούτο οι Σκύθαι· και όμως δεν το πράτουσιν οι Σκύθαι, αλλ' οι Μασσαγέται. Όταν τις εξ αυτών επιθυμήση γυναίκα τινα, κρεμά την φαρέτραν του προ της αμάξης και μίγνυται μετ' αυτής αφόβως. Όρος ζωής εις αυτούς δεν υπάρχει, αλλ' όταν τις γηράση, όλοι οι συγγενείς του συνελθόντες θυσιάζουσιν αυτόν· μετ' αυτού δε θυσιάζουσι διάφορα ζώα, βράζουσιν όλα τα κρέατα ομού και ευωχούνται. Ο θάνατος ούτος εφαίνετο εις αυτούς ευτυχέστατος· αλλά δεν τρώγουσιν εκείνους οίτινες αποθνήσκουσιν από ασθένειαν· τους θάπτουσι και φρονούσιν ότι ήτο δυστυχία δι' αυτούς να μη φθάσωσι την ηλικίαν καθ' ην θυσιάζονται. Δεν σπείρουσι την γην, αλλά ζώσιν από κτήνη και ιχθύας τους οποίους παρέχει αφθόνως ο Αράξης ποταμός. Είναι δε και γαλακτοπόται. Ο Ήλιος είναι ο μόνος θεός τον οποίον σέβονται και εις τον οποίον θυσιάζουσιν ίππους· ο λόγος δε της τοιαύτης θυσίας είναι, ότι εις τον ταχύτατον από τους θεούς πρέπει να προσφέρωσι το ταχύτατον πάντων των θνητών όντων.
1. Τελευτήσαντος δε του Κύρου, παρέλαβε την βασιλείαν ο Καμβύσης, υιός ων του Κύρου, και της Κασσανδάνης, θυγατρός του Φαρνάσπου, την οποίαν προαποθανούσαν επένθησε μεγάλως ο Κύρος και διέταξεν όλους τους λαούς επί των οποίων εβασίλευε να πενθήσωσιν ομοίως. Ταύτης λοιπόν της γυναικός και του Κύρου υιός ων ο Καμβύσης, εθεώρησε τους Ίωνας και τους Αιολείς ως κληρονομικούς υπηκόους, και όταν εξεστράτευσε κατά της Αιγύπτου, έλαβε μεθ' εαυτού πολλούς και από τους βαρβάρους επί των οποίων εβασίλευε, και από τους Έλληνας οίτινες ήσαν υποτεταγμένοι εις αυτόν.
2. Οι δε Αιγύπτιοι, πριν βασιλεύση εις αυτούς ο Ψαμμίτιχος, εθεώρουν εαυτούς ότι αυτοί ήσαν οι πρώτοι άνθρωποι οίτινες επλάσθησαν εις τον κόσμον. Αφότου όμως ο Ψαμμίτιχος ηθέλησε να μάθη ποίοι επλάσθησαν πρώτοι, έκτοτε νομίζουσιν ότι οι Φρύγες προηγήθησαν αυτών, προ των άλλων όλων δε αυτοί. Επειδή δε ο Ψαμμίτιχος εξετάζων δεν ηδύνατο κατ' ουδένα τρόπον να εύρη ποίοι άνθρωποι κατώκησαν πρώτοι την γην, επενόησε το ακόλουθον. Έλαβε δύο νεογνά τυχόντων ανθρώπων και τα έδωκεν εις ένα ποιμένα διά να τα αναθρέψη μεταξύ των ποιμνίων του συμμορφούμενος με τας ακολούθους οδηγίας· κανείς να μη προφέρη ποτέ ενώπιόν των την παραμικράν λέξιν· να τα κατακλίνη ιδιαιτέρως εις καλύβην μεμονωμένην· εις ωρισμένην ώραν να εισάγη εις το δωμάτιόν των αίγας· αφού δε χορτάσωσι βυζάνοντα να μη ασχολήται πλέον περί αυτών. Έλαβε δε τα μέτρα ταύτα ο βασιλεύς και έδωκε τας διαταγάς ταύτας διότι ήθελε ν' αντιληφθή τας μικράς συγκεχυμένας κραυγάς των παιδίων τούτων και ν' ακούση ποίαν λέξιν κατ' αρχάς ήθελον εναρθρώσει. Όλα ταύτα εξετελέσθησαν· δύο δε έτη είχον παρέλθει αφότου ο ποιμήν εξεπλήρου το έργον του, όταν, καθ' ην στιγμήν ήνοιγε την θύραν και εισήρχετο εις την καλύβην, τα δύο παιδία προσεκολλήθησαν εις αυτόν τείνοντα τας χείρας και φωνάζοντα β ε κ ό ς. Την πρώτην φοράν ήκουσε την λέξιν ταύτην ο ποιμήν και δεν είπε τίποτε· επειδή όμως, συχνάζων εις την καλύβην και επιμελούμενος τα παιδία, ήκουσε πολλάκις αυτήν την λέξιν, εφανέρωσε το πράγμα εις τον κύριόν του όστις τον διέταξε να φέρη τα παιδία ενώπιόν του. Ο Ψαμμίτιχος, αφού τα ήκουσε και αυτός, ηρώτησε ποίοι άνθρωποι μεταχειρίζονται την λέξιν β ε κ ό ς και τι σημαίνει αύτη. Εξετάζων δε έμαθεν ότι οι Φρύγες καλούσιν ούτω τον άρτον. Εκ της δοκιμής ταύτης κρίναντες οι Αιγύπτιοι παρεδέχθησαν ότι οι Φρύγες ήσαν αρχαιότεροι αυτών.
3. Ούτως εγώ ήκουσα από τους ιερείς του Ηφαίστου εις την Μέμφιν ότι εγένετο το πράγμα. Οι δε Έλληνες λέγουσι πολλά παράλογα· μεταξύ δε άλλων ότι ο Ψαμμίτιχος διέταξε να αναθρέψωσι τα παιδία ταύτα γυναίκες των οποίων έκοψε την γλώσσαν. Ταύτα ήκουσα περί του τρόπου δι' ου ανετράφησαν τα παιδία. Έμαθον προσέτι και άλλα συνομιλών εις την Μέμφιν μετά των ιερέων του Ηφαίστου, και έπειτα εις τας Θήβας, και ακολούθως εις την Ηλιούπολιν όπου μετέβην επίτηδες θέλων να μάθω εάν αι παραδόσεις εν τη πόλει ταύτη συμφωνούσι με τας της Μέμφιδος, διότι οι Ηλιοπολίται φημίζονται ότι είναι μάλλον λόγιοι όλων των Αιγυπτίων. Όσα με είπον αφορώντα τα θεία, δεν θα τα κοινολογήσω, εκτός μόνον τα ονόματα των θεών, υποθέτων ότι όλοι οι άνθρωποι τα γνωρίζουσιν. Εάν δε αναφέρω τι περί αυτών, θα το πράξω αναγκαζόμενος από την σειράν του λόγου.
4. Όσον δ' αφορά τα ανθρώπινα πράγματα συμφωνούσιν όλοι επί των εξής αντικειμένων· εξ όλων των ανθρώπων πρώτοι οι Αιγύπτιοι εκανόνισαν τον ενιαυτόν, διαιρέσαντες τας τέσσαρας ώρας αυτού εις δώδεκα μήνας· έλεγον δε ότι έκαμον την ανακάλυψιν ταύτην παρατηρούντες τα άστρα. Κατ' εμέ είναι σοφώτεροι των Ελλήνων οίτινες, διά να συμβιβάσωσι την τάξιν των ωρών του έτους, προσθέτουσιν ανά παν τρίτον έτος ένα μήνα εμβόλιμον, ενώ οι Αιγύπτιοι, έχοντες δώδεκα μήνας τριακονθημέρους, προσθέτουσι κατ' έτος πέντε ημέρας συμπληρωματικάς, και τοιουτοτρόπως ο κύκλος των ωρών περιφερόμενος επανέρχεται εις το αυτό σημείον. Λέγουσι προσέτι ότι πρώτοι οι Αιγύπτιοι έδωκαν ονόματα εις τους δώδεκα θεούς και ότι οι Έλληνες τα παρέλαβαν από αυτούς· αυτοί πρώτοι αφιέρωσαν βωμούς, αγάλματα, ναούς εις τους θεούς και εχάραζαν επί των λίθων μορφάς διαφόρους· προς υποστήριξιν δε των αξιώσεων τούτων οι ιερείς παρέχουσιν υλικάς αποδείξεις. Κατ' αυτούς, πρώτος άνθρωπος όστις εβασίλευσεν εις την Αίγυπτον ήτο ο Μην. Επί της εποχής δε αυτού, πλην του Θηβαϊκού νομού, όλη η Αίγυπτος ήτο έλος και ουδέν μέρος της χώρας ήτις υπάρχει σήμερον κάτωθι της λίμνης Μοίριος εφαίνετο τότε εκτός της επιφανείας του ύδατος. Αναβαίνων τις τον ποταμόν από της θαλάσσης, φθάνει εις την λίμνην ταύτης μετά πλουν επτά ημερών.
5. Όσα λέγουσι περί του μέρους τούτου της χώρας μοι φαίνονται αληθή· διότι είναι προφανές εις τον νοήμονα άνθρωπον όστις την βλέπει χωρίς να ήκουσε τίποτε περί αυτής, ότι η Αίγυπτος, εις την όποιαν οι Έλληνες μεταβαίνουσι διά πλοίων, είναι γη επίκτητος των Αιγυπτίων και δώρον του ποταμού. Παρόμοιόν τι είναι ακόμη και τα άνω της λίμνης Μοίριος μέχρι τριών ημερών πλουν, μολονότι οι ιερείς δεν το λέγουσιν. Η φύσις δε της γης της Αιγύπτου είναι τοιαύτη. Όταν πλέης προς την Αίγυπτον διά πρώτην φοράν, και απέχης ακόμη μίαν ημέραν από της παραλίας, ρίψον την βολίδα και θα ανασύρης πηλόν, μολονότι το ύδωρ θα ήναι ένδεκα οργυιών· τούτο δε δεικνύει ότι ο ποταμός τέμνει την γην μέχρι της αποστάσεως ταύτης.
6. Αυτής δε της Αιγύπτου το παρά την θάλασσαν μήκος είναι εξήκοντα σχοίνοι, κατά τον τρόπον με τον οποίον ημείς την οροθετούμεν, από τον Πλινθινήτην κόλπον μέχρι της Σερβωνίδος λίμνης, πλησίον της οποίας υψούται το όρος Κάσιον. Από της λίμνης λοιπόν ταύτης πρέπει να μετρήσωμεν τους εξήκοντα σχοίνους· Όλοι οι άνθρωποι όσοι έχουσιν ολίγην γην εις την Αίγυπτον, μετρούσιν αυτήν με οργυιάς, όσοι έχουσι περισσοτέραν την μετρούσι με στάδια, όσοι έχουσι πολλήν, την μετρούσι με παρασάγγες, και όσοι έχουσι πολλοτάτην με σχοίνους. Ισοδυναμεί δε ο μεν παρασάγγης με τριακόσια στάδια, ο δε σχοίνος, όστις είναι μέτρον Αιγυπτιακόν, με εξήκοντα στάδια, ώστε η παραλία της Αιγύπτου είναι στάδιοι εξακόσιοι και τρισχίλιοι.
7. Εντεύθεν μέχρι της Ηλιουπόλεως προς τα μεσόγεια η Αίγυπτος είναι ευρεία, ούσα όλη επίπεδος, ένυδρος και βαλτώδης. Από την θάλασσαν μέχρι της πόλεως ταύτης η απόστασις είναι περίπου όση η απ' Αθηνών εις Πίσαν οδός, από του ναού των δώδεκα θεών μέχρι του Ολυμπίου Διός. Όστις μετρήσει τας δύο ταύτας οδούς, αίτινες δεν είναι εντελώς ίσαι, θα εύρη ότι η διαφορά των δεν είναι μεγαλειτέρα των δεκαπέντε σταδίων· διότι απ' Αθηνών εις Πίσαν χρειάζονται δεκαπέντε στάδια διά να γίνωσι χίλια πεντακόσια, και ο τελευταίος ούτος αριθμός είναι από της Ηλιουπόλεως εις την θάλασσαν.
8. Από την Ηλιούπολιν προς τα άνω, η Αίγυπτος είναι στενή· διότι αφ' ενός μεν παρατείνεται η σειρά των ορέων της Αραβίας, διευθυνομένη απ' άρκτου προς μεσημβρίαν και προχωρούσα νοτιοδυτικώς μέχρι της Ερυθράς θαλάσσης. Εις τα όρn ταύτα είναι τα λατομεία εξ ων εκόπησαν αι πυραμίδες της Μέμφιδος. Εκεί η σειρά παύει και ανακάμπτει πάλιν εις τα ρηθέντα μέρη. Ήκουσα δε ότι κατά την μακροτέραν αυτής έκτασιν, απαιτείται δύο μηνών πορεία όπως διατρέξη τις αυτήν απ' ανατολών προς δυσμάς και ότι αι ανατολικαί αυτής άκραι παράγουσι λιβανωτόν. Τοιαύτη είναι η σειρά των ορέων. Προς το μέρος δε της Λιβύας ευρίσκεται άλλη σειρά ορίων, ή μάλλον όρος πέτρινον κεκαλυμμένον υπό άμμου, όπου ίστανται αι πυραμίδες· ακολουθεί δε και τούτο την αυτήν διεύθυνσιν την οποίαν και η σειρά του Αραβίου όρους, ενόσω εκτείνεται προς μεσημβρίαν. Τοιουτοτρόπως από την Ηλιούπολιν και επάνω, το μέρος είναι τόσον μόνον πλατύ όσον να καλήται Αίγυπτος· η στενή δε αύτη Αίγυπτος παρατείνεται επί τέσσαρας ημέρας εις τον αναπλέοντα τον ποταμόν. Μεταξύ των ορέων τα οποία περιέγραψα η κοιλάς είναι επίπεδος, και κατά το στενώτατον αυτής μέρος δεν μοι εφαίνετο έχουσα πλειότερα των διακοσίων σταδίων από του Λιβυκού μέχρι του Αραβίου όρους. Εκείθεν δε ευρύνεται πάλιν η Αίγυπτος.
9. Και η μεν φύσις της χώρας τοιαύτη είναι· από δε της Ηλιουπόλεως εις τας Θήβας ο πλους είναι εννέα ημερών, και η απόστασις τέσσαρες χιλιάδες οκτακόσια εξήκοντα στάδια, ή σχοίνοι ογδοήκοντα και είς. Μη λησμονήσωμεν δε ότι η παραλία, ως υπέδειξα ανωτέρω, έχει μήκος τρισχιλίων και εξακοσίων σταδίων· ώστε από της θαλάσσης εις τας Θήβας προς τα μεσόγεια είναι έξ χιλιάδες εκατόν είκοσι στάδια, και από τας Θήβας εις την Ελεφαντίνην λεγομένην πόλιν είναι στάδια χίλια οκτακόσια.
10. Το μεγαλείτερον μέρος λοιπόν της χώρας είναι, ως λέγουσιν οι ιερείς και ως φαίνεται και εις εμέ, επίκτητον εις τους Αιγυπτίους. Τωόντι, άνωθεν της Μέμφιδος, το μεταξύ των δύο σειρών περί ων ωμίλησα διάστημα είναι προφανώς εις τα όμματά μου αρχαίος κόλπος θαλάσσης, ως ήσαν αι περί την Τρωάδα, την Τευθρανίαν και την Έφεσον γαίαι, ή ως η πεδιάς του Μαιάνδρου, εφ' όσον δύναταί τις να συγκρίνη τα μικρά προς τα μεγάλα, διότι ουδείς των ποταμών των προσχωσάντων τα μέρη ταύτα είναι άξιος να παραβληθή με έν μόνον εκ των πέντε στομίων του Νείλου. Υπάρχουσι δε και άλλοι ποταμοί οίτινες, καίπερ μη όντες μεγάλοι ως ο Νείλος, έκαμον όμως εργασίαν μεγάλην. Δύναμαι δε να ονομάσω πολλούς, μάλιστα δε τον Αχελώον όστις ρέων διά της Ακαρνανίας και χυνόμενος εις την θάλασσαν συνήνωσεν ήδη με την ήπειρον τας ημισείας των Εχινάδων νήσων.
11. Ου μακράν της Αιγύπτου, εις την Αραβίαν, επί της Ερυθράς θαλάσσης, υπάρχει κόλπος εισερχόμενος εις την ξηράν και έχων τας εξής διαστάσεις. Από τον μυχόν του κόλπου μέχρι του πελάγους πρέπει να δαπανήση τις κωπηλατών τεσσαράκοντα ημερών πλουν, διά να διέλθη δε τον κόλπον κατά το μέγιστον πλάτος χρειάζεται ημίσειαν ημέραν· καθημερινώς γίνεται παλίρροια εις αυτόν. Φρονώ λοιπόν ότι το πάλαι τοιούτος τις κόλπος πρέπει να ήτο και η Αίγυπτος, φέρων μέχρι της Αιθιοπίας τα ύδατα της βορείου θαλάσσης 14(14), ενώ ο της Αραβίας, περί ου ωμίλησα, έφερε μέχρι της Συρίας τα ύδατα της νοτίου θαλάσσης (15) αμφότεροι γείτονες, ανοίγοντες μυχούς αντιθέτους και μόλις χωριζόμενοι απ' αλλήλων. Ας υποθέσωμεν τώρα ότι το ρεύμα του Νείλου εστρέφετο προς τον Αράβιον κόλπον δεν ήρκουν είκοσι χιλιάδες έτη διά να προσχώσωσιν αυτόν; Εγώ νομίζω ότι διά την πρόσχωσιν ταύτην ήρκουν δέκα χιλιάδες έτη Πώς λοιπόν εις τόσον καιρόν όστις παρήλθε προ της γεννήσεώς μου να μη χωσθή κόλπος, έστω και μεγαλείτερος του υπάρχοντος σήμερον, πληρούμενος από της ύλης τοσούτον μεγάλου και ορμητικού ποταμού;
12. Περί της Αιγύπτου λοιπόν και τους λέγοντας αυτά πιστεύω και εγώ αυτός εσχημάτισα την γνώμην ταύτην, πρώτον μεν διότι είδον ότι η Αίγυπτος εκτείνεται εν τη θαλάσση περισσότερον ή αι μετ' αυτής συνεχόμεναι χώραι, δεύτερον διότι ευρίσκονται κογχύλια εις τα όρη, και εις την επιφάνειαν αυτών τόσον άλας επανθεί ώστε βλάπτει τας πυραμίδας, τρίτον διότι το υπεράνω της Μέμφιδος όρος είναι το μόνον όπερ έχει άμμον. Επί πάσι δε η γη της Αιγύπτου δεν ομοιάζει μήτε με την της συνορευούσης Αραβίας, μήτε με την της Λιβύας, μήτε με την της Συρίας (διότι οι Σύριοι κατοικούσι τα παραθαλάσσια της Αραβίας), αλλ' είναι μέλαινα και αυχμηρά, ως πηλός, ως πρόχυσις παρασυρθείσα εκ της Αιθοπίας υπό του ποταμού, ενώ, καθώς ηξεύρομεν, η γη της Λιβύας είναι μάλλον ερυθρά και μάλλον αμμώδης, η δε της Αραβίας και της Συρίας μάλλον αργιλώδης και μάλλον πετρώδης.
13. Μοι είπον προς τούτοις οι ιερείς πολύτιμόν τινα μαρτυρίαν περί της χώρας ταύτης· ότι επί της βασιλείας του Μοίριος, όταν ο ποταμός ανέβαινε τουλάχιστον οκτώ πήχεις, επότιζε την κάτωθεν της Μέμφιδος Αίγυπτον, και όταν μοι έλεγον ταύτα, δεν είχον παρέλθει ακόμη εννεακόσια έτη αφότου απέθανεν ο Μοίρις. Τώρα δε, εάν ο ποταμός δεν αναβαίνη τουλάχιστον δεκαπέντε ή δεκαέξ πήχεις, δεν εκχειλίζει επί των αγρών. Εάν λοιπόν κατά τον υπολογισμόν τούτον το έδαφος εξακολουθήση να υψούται και να αυξάνη κατά την αυτήν αναλογίαν, νομίζω ότι οι Αιγύπτιοι οι κατοικούντες παρά τας όχθας της λίμνης Μοίριος, οι της κάτωθεν κοιλάδος και οι του Δέλτα, μη δυναμένου του Νείλου να κατακλύζη τας γαίας των, θα πάθωσιν επί τέλους ό,τι είπον ότι μέλλουσι να πάθωσί ποτε οι Έλληνες· διότι ακούσαντες ότι βρέχει εις όλην την Ελλάδα και ότι ο τόπος ούτος δεν αρδεύεται υπό ποταμών ως ο ιδικός των, είπον ότι οι Έλληνες θα απατηθώσιν ημέραν τινά εις τας ελπίδας των και θα υποφέρωσι σκληράν πείναν. Ο λόγος ούτος σημαίνει ότι εάν ο θεός δεν θελήση να βρέξη εις αυτούς και διατηρήση την ξηρασίαν επί πολύ, οι Έλληνες θα καταστραφώσιν υπό του λιμού, αφού δεν έχουσιν άλλο καταφύγιον ειμή μόνον το καταπεμπόμενον υπό του Διός ύδωρ.
14. Και οι μεν Αιγύπτιοι δεν απατώνται τοιαύτα προλέγοντες διά τους Έλληνας· αλλ' ας μοι επιτραπή να είπω εις ποίαν κατάστασιν είναι και αυτοί. Εάν, ως και προηγουμένως είπον, η κάτω της Μεμφιδος χώρα (αυτή ήτις υψώθη) υψωθή κατά την αναλογίαν του παρελθόντος καιρού, τι άλλο θα συμβή εις τους κατοικούντας αυτήν ειμή να λιμοκτονήσωσιν, εάν μήτε βροχή θα πίπτη εις τους αγρούς των μήτε ο ποταμός θα δύναται να εχειλίζη; Βεβαίως όπως έχει το πράγμα, αυτοί πολύ απονώτερον από όλους τους άλλους ανθρώπους και τους άλλους Αιγυπτίους απολαμβάνουσι τους καρπούς της γης· διότι, ούτε κοπιάζουσιν ανοίγοντες αύλακας με το άροτρον, ούτε σκάπτουσιν, ούτε εργάζονται ως εργάζονται οι άλλοι άνθρωποι διά την καλλιέργειαν του σίτου. Αλλ' όταν ο ποταμός ποτίση αφ' εαυτού την γην και έπειτα αναχωρήση οπίσω, έκαστος ρίπτει τον σπόρον εις τον αγρόν του και εισάγει εις αυτόν χοίρους· αφού δε οι χοίροι καταπατήσωσι τον σπόρον, περιμένει έπειτα τον θερισμόν και έπειτα αλωνίσας διά των ιδίων χοίρων τον σίτον, τον κομίζει εις τας αποθήκας του.
15. Εάν θελήσωμεν να παραδεχθώμεν διά την Αίγυπτον την γνώμην των Ιώνων οίτινες υποστηρίζουσιν ότι μόνον το Δέλτα είναι Αίγυπτος, λέγοντες διά την παραθαλασσίαν αυτής πλευράν ότι εκτείνεται από της σκοπιάς του Περσέως μέχρι της Πηλουσιακής Ταριχείας (ήτοι τεσσαράκοντα σχοίνοι), από δε την θάλασσαν προς τα μεσόγεια ότι εκτείνεται μέχρι της Κερκασώρου, πλησίον της οποίας ο Νείλος χωρίζεται εις δύο βραχίονας διά να χυθή προς το Πηλούσιον και προς τον Κάνωβον, και ότι τα άλλα μέρη ανήκουσιν άλλα μεν εις την Λιβύαν, άλλα δε εις την Αραβίαν, αν παραδεχθώμεν την γνώμην ταύτην, θα αποδείξωμεν ότι οι Αιγύπτιοι εξ αρχής ουδεμίαν χώραν είχον, καθότι το Δέλτα, ως λέγουσιν αυτοί και ως φρονώ και εγώ, είναι πρόσχωσις, και πρόσχωσις πρόσφατος. Αλλ' εάν δεν τοις ανήκεν εκ του προτέρου κανέν μέρος της χώρας, πόθεν η αξίωσίς των ότι είναι πρώτοι των ανθρώπων; Περιττή λοιπόν καθίστατο η δοκιμή εκείνη την οποίαν έκαμον εις τα δύο παιδία διά να ίδωσι ποίαν γλώσσαν ήθελον ομιλήσει ταύτα κατά πρώτον. Όθεν εγώ ου μόνον δεν φρονώ ότι η καταγωγή των Αιγυπτίων είναι σύγχρονος με τον σχηματισμόν του Δέλτα, αλλ' εξ εναντίας ότι είναι επίσης αρχαίοι ως το ανθρώπινον γένος, και ότι, προχωρούντος του τόπου των, οι μεν έμειναν όπου ήσαν, πολλοί δε κατέβησαν βαθμηδόν. Τωόντι αι Θήβαι το πάλαι εκαλούντο Αίγυπτος, και η περιφέρεια του νομού τούτου είναι έξ χιλιάδων εκατόν είκοσι σταδίων.
16. Εάν αι γνώσεις τας οποίας έχομεν περί της Αιγύπτου ήναι ακριβείς, οι Ίωνες έχουσιν εσφαλμένην γνώμην· εάν δε η γνώμη των Ιώνων ήναι ακριβής, δύναμαι να αποδείξω ότι και οι Έλληνες και αυτοί οι Ίωνες εσφαλμένως συλλογίζονται λέγοντες ότι η γη είναι εις τρία διηρημένη, Ευρώπην, Ασίαν και Λιβύαν. Τωόντι, κατ' αυτούς, θα υπήρχε και τέταρτον μέρος, το Δέλτα της Αιγύπτου, όπερ δεν ανήκει μήτε εις την Ασίαν μήτε εις την Λιβύαν· διότι κατά τούτον τον λόγον δεν είναι ο Νείλος όστις χωρίζει τας δύο ταύτας ηπείρους, αλλά σχίζεται εις την κορυφήν της γωνίας του Δέλτα και το περιλαμβανόμενον τούτο διάστημα είναι το χωρίζον την Ασίαν από της Λιβύας.
17. Ας αφήσωμεν λοιπόν την ιδέαν των Ιώνων και ας ομιλήσωμεν ημείς περί των πραγμάτων τούτων. Κατ' εμέ, όλη η υπό Αιγυπτίων κατοικουμένη χώρα είναι Αίγυπτος, όπως η Κιλικία των Κιλίκων και η Ασσυρία των Ασσυρίων. Κυρίως ειπείν δεν γνωρίζομεν μεταξύ Ασίας και Λιβύας άλλα όρια ειμή τα όρια της Αιγύπτου. Αλλ' εάν παραδεχθώμεν το νομιζόμενον υπό των Ελλήνων, πρέπει να είπωμεν ότι όλη η Αίγυπτος η αρχίζουσα από τα Κατάδουπα και την Ελεφαντίνην πόλιν διαιρείται εις δύο μέρη και ότι εκάτερον έχει όνομα διάφορον· δηλαδή ότι το έν μέρος είναι Λιβύα το δε άλλο Ασία. Διότι ο Νείλος, αρχίζων από τα Κατάδουπα, χύνεται εις την θάλασσαν και ρέει διά μέσου της Αιγύπτου. Και μέχρι μεν της Κερκασώρου, τα ύδατα αυτού είναι ηνωμένα· κάτωθεν δε της πόλεως ταύτης σχηματίζει τρεις βραχίονας, εξ ων ο μεν στρέφεται προς ανατολάς και καλείται Πηλούσιον στόμα, ο δε διευθύνεται προς δυσμάς και καλείται στόμα Κανωβικόν, ο δε τρίτος καταβαίνει κατ' ευθείαν γραμμήν, αναχωρεί από την γωνίαν του Δέλτα το οποίον σχίζει εις το μέσον, και χύνεται εις την θάλασσαν φέρων ούτε ελαχίστην μοίραν ύδατος ούτε ήκιστα ονομαστήν. Ο βραχίων ούτος καλείται Σεβεννυτικόν στόμα. Δύο άλλα στόματα αποσχισθέντα από του Σεβεννυτικού φέρουσι τα ύδατά των εις την θάλασσαν και καλούνται το μεν Σαϊτικόν, το δε Μενδήσιον. Το Βολβίτινον στόμα και το Βουκουλικόν δεν είναι φυσικά, αλλ' είναι διώρυχες χειροποίητοι.
18. Μαρτυρεί δε την γνώμην μου, ότι η Αίγυπτος είναι τόση όσην την περιέγραψα, και ο δοθείς χρησμός του Άμμωνος διά την Αίγυπτον, τον οποίον εγώ ήκουσα αφού εσχημάτισα αυτήν την ιδέαν. Οι κάτοικοι της Μαρέης και της Άπιδος, πόλεων κειμένων εις την Αίγυπτον επί των συνόρων της Λιβύας, νομίζοντες εαυτούς Λίβυας και όχι Αιγυπτίους, δυσαρεστούμενοι διά τας θρησκευτικάς λατρείας και θέλοντες να μη τους απαγορεύωσι να θυσιάζωσι δαμάλεις, έπεμψαν εις τον Άμμωνα διά να είπωσιν ότι ουδέν κοινόν είχον μετά των Αιγυπτίων, ότι κατοικούσιν έξω του Δέλτα, ότι δεν συμφωνούσι μετ' αυτών εις τας περί λατρείας δοξασίας και ότι επιθυμούσι να τοις δοθή η άδεια να τρώγωσιν από όλα. Αλλ' ο θεός δεν τοις επέτρεψε τούτο, ειπών ότι Αίγυπτος είναι παν ό,τι ο Νείλος εκχειλίζων ποτίζει, και Αιγύπτιοι, όσοι, οικούντες κάτω της Ελεφαντίνης πόλεως, πίνουσιν από του ποταμού τούτου. Ταύτα απεκρίθη το μαντείον.
19. Ο δε Νείλος όταν ήναι εις αύξησιν δεν καλύπτει μόνον το Δέλτα, αλλά καταπλημμυρίζει επίσης το μέρος της χώρας το λεγόμενον Λιβυκόν, ενίοτε μάλιστα το Αράβιον, μέχρι δύο ημερών οδόν κατά το μάλλον και ήττον. Περί της φύσεως του ποταμού τούτου ούτε από τους ιερείς ούτε από άλλους ηδυνήθην να μάθω τι. Πολύ επεθύμουν εν τούτοις να μάθω παρ' αυτών πρώτον μεν διατί ο Νείλος, αρχίζων να αυξάνη κατά τας θερινάς τροπάς, καταβαίνει αυξάνων ολονέν επί εκατόν ημέρας· δεύτερον δε διατί, πληρωθεισών των ημερών τούτων, αποσύρεται και αφίνει τους τόπους όπου έρρευσε, μένων επί όλον τον χειμώνα μικρός μέχρι της επανόδου των θερινών τροπών. Περί τούτων λοιπόν ουδέν ηδυνήθην να μάθω εξετάζων τους Αιγυπτίους ποίαν δύναμίν έχει ο Νείλος παράγων αποτελέσματα τόσον διάφορα των άλλων ποταμών. Περίεργος να μάθω τα πράγματα ταύτα, ηρεύνων και ηρώτων συγχρόνως διατί ο Νείλος είναι ο μόνος εξ όλων των ποταμών όστις ποσώς δεν εκβάλλει αύραν.
20. Έλληνές τινες, θέλοντες να διακριθώσιν επί σοφία, εξήγησαν την κίνησιν ταύτην των υδάτων κατά τρεις τρόπους εξ ων οι δύο ούτε μνείας θα ήσαν άξιοι εάν έπραττον πλειότερον ή να τους σημειώσω μόνον. Κατά την μίαν των λύσεων τούτων (16), οι ετησίαι άνεμοι είναι αίτιοι της εξογκώσεων του ποταμού εμποδίζοντες τα ύδατα αυτού να χυθώσιν εις την θάλασσαν. Πλην πολλάκις δεν πνέουσιν ετησίαι άνεμοι και μολαταύτα εκχειλίζει ο Νείλος εκτός τούτου, εάν οι ετησίαι είχον την δύναμιν ταύτην, οι άλλοι ποταμοί εναντίον των οποίων πνέουσιν έπρεπε να πάσχωσι τα αυτά με τον Νείλον, και τοσούτω μάλλον όσω είναι μικρότεροι και τα ρεύματα αυτών ασθενέστερα. Εν τούτοις υπάρχουσι πολλοί ποταμοί εις την Συρίαν και πολλοί εις την Λιβύαν οίτινες ουδέν τοιούτο πάσχουσιν οίον πάσχει ο Νείλος.
21. Η δευτέρα λύσις (17) δεικνύει πλειοτέραν αμάθειαν της πρώτης, και δύναταί τις να είπη ότι είναι παραδοξωτάτη. Αύτη αποδίδει εις τον Ωκεανόν την αρχήν και τας εκχειλίσεις του ποταμού κατ' αυτήν, ο Νείλος πηγάζει από τον Ωκεανόν και ο Ωκεανός στρέφεται περί την γην.
22. Η τρίτη (18) είναι μεν πολύ πιθανωτέρα, είναι όμως συγχρόνως ολιγώτερον αληθής διότι τίποτε δεν λέγει και αυτή όταν αποφαίνεται ότι ο Νείλος προέρχεται από την ανάλυσιν των χιόνων ποταμός όστις εκ της Λιβύας ρέει διά μέσου, της Αιθοπίας όπως ριφθή εις την Αίγυπτον! Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να εξέρχεται από τας χιόνας, αφού από τόπους θερμοτάτους μεταβαίνει εις ψυχροτέρους; Δι' εκείνον όστις είναι ικανός να σκεφθή περί των τοιούτων, πολλοί λόγοι δεικνύουσιν ότι είναι όλως απίθανον να εξέρχεται ο Νείλος από χιόνας. Πρώτος και ισχυρότατος λόγος είναι ότι εκ των κλιμάτων εκείνων πνέουσιν άνεμοι θερμοί δεύτερος λόγος είναι ότι εκεί μήτε βροχή πίπτει μήτε κρύσταλλα σχηματίζονται. Πανταχού όπου πίπτει χιών, αναγκαίως βρέχει εντός των πέντε ακολούθων ημερών εάν λοιπόν έπιπτε χιών εις τα μέρη εκείνα, θα έπιπτεν επίσης και βροχή. Τρίτος λόγος είναι ότι εκεί οι άνθρωποι ένεκα του καύσωνος είναι μέλανες ότι οι περδικοϊέρακες και αι χελιδόνες δεν απολείπουσι καθ' όλον το έτος, και ότι οι γερανοί, φεύγοντες τα ψύχη της Σκυθίας, έρχονται να διαχειμάσωσιν εις τους τόπους τούτους. Εάν λοιπόν, έστω και ολιγίστη χιών έπιπτεν εις τα μέρη διά των οποίων ρέει ο Νείλος και εις εκείνα εκ των οποίων άρχεται το ρεύμα του, ουδέν τούτων θα συνέβαινε, και το πράγμα είναι προφανέστατον.
23. Εκείνος όστις ωμίλησε περί του Ωκεανού διά να βασίση την εξήγησίν του επί υποθέσεως σκοτεινής, ούτε εξελέγξεως είναι άξιος. Εγώ τουλάχιστον δεν ηξεύρω να υπάρχη ποταμός Ωκεανός, και νομίζω ότι ο Όμηρος ή αρχαιότερός τις ποιητής επενόησεν αυτό το όνομα και το εισήγαγεν εις τους στίχους του.
24. Εάν δε, αφού εμέμφθην τας προεκτεθείσας γνώμας, ήναι ανάγκη να εκθέσω και εγώ την ιδικήν μου επί των σκοτεινών τούτων ζητημάτων, θα είπω τι φρονώ περί της αυξήσεως του Νείλου κατά το θέρος. Ο ήλιος διωκόμενος κατά τον χειμώνα υπό της κακοκαιρίας από τον πρώτον δρόμον του, έρχεται εις τα άνω της Λιβύας. Και εν συντόμω μεν ταύτα είναι όσα είχα να ειπώ επί του αντικειμένου τούτου· διότι η χώρα πλησιέστατα της οποίας ή άνωθεν της οποίας διέρχεται ο θεός ούτος, φυσικόν είναι να διψά και να στειρεύωσιν οι ποταμοί αυτής.
25. Διά να δηλώσω δε το πράγμα μάλλον εκτεταμένως προσθέτω τα ακόλουθα. Ο ήλιος διαβαίνων άνωθεν της Λιβύας κάμνει τα εξής. Επειδή καθ' όλον τον χρόνον η ατμοσφαίρα εκείνων των μερών είναι ανέφελος και το έδαφος θερμόν, ο ήλιος διαβαίνων κάμνει και εκεί ότι συνειθίζεί να κάμνη εδώ κατά το θέρος όταν ευρίσκεται εις το μέσον του ουρανού· ελκύει προς εαυτόν όλα τα ύδατα, και αφού τα ελκύση, τα μεταφέρει εις χώρας υψηλοτέρας· τότε οι άνεμοι τα παραλαμβάνουσι, τα διασκορπίζουσι και τα διαλύουσιν εις ατμούς. Φυσικώς, εξ όλων των άνεμων εκείνοι οίτινες πνέουσιν εκ των χωρών τούτων, ο νότος και ο λιψ, είναι οι φέροντες περισσοτέραν βροχήν. Εν τούτοις ο ήλιος, κατ' εμέ, δεν αποβάλλει πάντοτε όλον το ύδωρ το οποίον ανέλκει κατ' έτος από τον Νείλον, αλλά διατηρεί επάνω και έν μέρος. Όταν δε ο χειμών μετριάση, επιστρέφει ο ήλιος προς το μέσον του ουρανού, ελκύων ομοίως προς εαυτόν ύδωρ από όλους τους ποταμούς. Και κατά μεν τον χειμώνα ούτοι ρέουσιν υπερχειλείς, διότι πολύ ύδωρ βροχής είναι αναμεμιγμένον εις αυτούς, κατά δε το θέρος, επειδή ελλείπουσιν αι βροχαί και ο ήλιος εξατμίζει αυτούς, είναι αδύνατοι. Ο Νείλος όμως, τον οποίον εξατμίζει ο ήλιος, μόνος εξ όλων των ποταμών ρέει κατά τον χειμώνα πολύ μικρότερος ή κατά το θέρος, διότι κατά την τελευταίαν ταύτην εποχήν δεν χάνει ούτε περισσότερον ούτε ολιγώτερον των άλλων ποταμών, ενώ κατά τον χειμώνα μόνος αυτός πάσχει. Ούτω λοιπόν κρίνω ότι ο ήλιος είναι αιτία των αποτελεσμάτων τούτων.
26. Εις την αυτήν αιτίαν πρέπει κατά την εμήν γνώμην να αποδώσωμεν και την ξηρότητα του αέρος εις τας χώρας ταύτας, διότι ο ήλιος καίει τα πάντα κατά την πορείαν του. Τοιουτοτρόπως δε εις τα άνω της Λιβύας επικρατεί θέρος παντοτεινόν. Εάν η τοποθέτησις των ζωνών μετεβάλλετο, εάν εις μεν την θέσιν του ουρανού όπου σήμερον είναι ο βοράς και ο χειμών μετέβαινεν ο νότος και η μεσημβρία, εις δε την του νότου ο βοράς, ο ήλιος, διωκόμενος εκ του μέσου του ουρανού υπό του βορά και του χειμώνος, θα ήρχετο εις την άνω Αίγυπτον, καθώς έρχεται σήμερον εις την Λιβύαν, και διερχόμενος όλην την Ευρώπην, υποθέτω ότι θα επενήργει επί του Ίστρου ως επενεργεί επί του Νείλου.
27. Όσον αφορά την αιτίαν διά την οποίαν ο Νείλος δεν αποπνέει ουδέ την ελαχίστην αύραν, ιδού τι φρονώ και περί τούτου· ότι δεν είναι φυσικόν να πνέη η αύρα από τας θερμάς χώρας, διότι αρέσκεται να πνέη από τας δροσεράς.
28. Και ταύτα μεν ας εξακολουθήσωσιν ως είναι και ως ήσαν εξ αρχής· περί δε των πηγών του Νείλου, κανείς, μήτε από τους Αιγυπτίους μήτε από τους Λίβυας μήτε από τους Έλληνας μεθ' ων συνωμίλησα, δεν ηδυνήθη να με είπη ότι τας ηξεύρει, εκτός μόνον εις την Σάιν της Αιγύπτου ο θησαυροφύλαξ του ναού της Αθηνάς. Και αυτός μοι εφάνη αστειευόμενος όταν ισχυρίσθη ότι είχε πολύ ακριβείς πληροφορίας. Επαναλαμβάνω όσα με είπε· κατ' αυτόν, υπάρχουσι δύο όρη των οποίων αι κορυφαί λήγουσιν εις οξύ, κείμενα μεταξύ της εν Θηβαΐδι Συήνης και της Ελεφαντίνης και καλούμενα το μεν Κρώφι το δε Μώφι. Μεταξύ αυτών αι πηγαί του Νείλου αναθρώσκουσιν εκ βαράθρου αβαθούς. Και το μεν ήμισυ των υδάτων καταβαίνει εις την Αίγυπτον, προς το μέρος του βορά, το δε άλλο ήμισυ εις την Αιθιοπίαν, προς το μέρος του νότου. Ότι δε αι πηγαί εξέρχονται εκ βαράθρου αβαθούς, το εύρεν εκ πείρας ο Ψαμμίτιχος· διότι, αφού διέταξε να πλέξωσι χονδρόν σχοινίον πολλών χιλιάδων οργυιών, το έρριψε και δεν ηδυνήθη να εύρη τον βυθόν. Ταύτα εβεβαίου ο θησαυροφύλαξ· εγώ όμως αγνοώ εάν έλεγεν αλήθειαν. Εκ της δοκιμής δε ταύτης συμπεραίνω ότι θα υπάρχωσιν εκεί ισχυραί δίναι αίτινες αναβαίνουσι και εξωθούσι το ύδωρ μεταξύ των ορέων μετά τοσαύτης ορμής ώστε η βολίς να μη δύναται να φθάση μέχρι του βυθού.
29. Παρ' ουδενός άλλου ηδυνήθην να μάθω τι· διά να μάθω δε περισσότερα, εξέτεινα τας αναζητήσεις μου· και μέχρι μεν της Ελεφαντίνης πόλεως μετέβην και τα είδον ιδίοις όμμασιν, απ' εκεί δε και πέραν τα παρέλαβον εξ ακοής. Άνωθεν της Ελεφαντίνης πόλεως το έδαφος είναι ανωφερές, και ο θέλων να αναπλεύση τον ποταμόν είναι ηναγκασμένος να δέση το πλοιάριον εξ αμφοτέρων των πλευρών και να το σύρη ως βουν. Εάν το σχοινίον κοπή, το πλοιάριον καταβαίνει παρασυρόμενον υπό της δυνάμεως του ρεύματος. Πλέουσι τοιουτοτρόπως επί τέσσαρας ημέρας, και εις το μέρος τούτο ο Νείλος είναι σκολιός ως ο Μαίανδρος· δώδεκα δε σχοίνους πρέπει κατ' αυτόν τον τρόπον να διαπλεύσης, και έπειτα θα φθάσης εις πεδιάδα ομαλήν εις την οποίαν ο Νείλος ρέει περί τινα νήσον ήτις καλείται Ταχομψώ. Αμέσως άνωθεν της Ελεφαντίνης η χώρα κατοικείται υπό των Αιθιόπων· εν τούτοις το ήμισυ της νήσου κατοικείται υπό Αιγυπτίων. Συνέχεται δε αύτη μετά μεγάλης λίμνης πέριξ της οποίας κατοικούσιν Αιθίοπες νομάδες. Ταύτην αφού διαπλεύσης, εισέρχεσαι εις το ρεύμα του ποταμού όπερ χύνεται εις την λίμνην. Εκεί πρέπει να αποβής από το πλοιάριον και να εξακολουθήσης την πορείαν σου εις την όχθην επί τεσσαράκοντα ημέρας, διότι εντός του Νείλου είναι διεσπαρμένοι σκόπελοι οίτινες εξέχουσι και ύφαλοι υπό το ύδωρ διά των οποίων είναι αδύνατον να πλεύσης. Μετά την τεσσαρακονθήμερον ταύτην πορείαν, εισέρχεσαι πάλιν εις άλλο πλοιάριον και μετά δώδεκα ημερών πλουν φθάνεις εις μεγάλην πόλιν της οποίας το όνομα είναι Μερόη και ήτις ως λέγουσιν είναι η μητρόπολις των άλλων Αιθιόπων. Εις την πόλιν ταύτην λατρεύουσι μόνους εξ όλων των θεών τον Δία και τον Διόνυσον, τους τιμώσιν υπερβαλλόντως και ο Ζευς έχει εκεί μαντείον. Εκστρατεύουσι δε όταν τους διατάττη ο θεός και πολεμούσιν όπου τους είπη.
30. Μακρυνόμενος από την πόλιν ταύτην πλέων φθάνεις εις τους Αυτομόλους εις τόσον καιρόν όσον εδαπάνησας διά να έλθης από την Ελεφαντίνην. Το όνομα του λαού τούτου είναι Ασμάχ, σημαίνει δε εις την γλώσσαν των Ελλήνων εκείνους οίτινες ίστανται πλησίον του βασιλέως προς τα αριστερά. Ιδού δε η καταγωγή των Αυτομόλων· διακόσιαι τεσσαράκοντα χιλιάδες πολεμισταί Αιγύπτιοι επανεστάτησαν και ήλθον εις τους Αιθίοπας δια την ακόλουθον αιτίαν. Επί της βασιλείας του Ψαμμιτίχου υπήρχον φρουραί εις την Ελεφαντίνην κατά των Αιθιόπων, εις τας Πηλουσιακάς Δάφνας κατά των Αραβίων και των Σύρων, τέλος εις την Μαρέαν κατά των Λιβύων. Έτι δε και εις την εποχήν μου οι Πέρσαι διατηρούσι τας αυτάς φρουράς όπως ήσαν επί Ψαμμιτίχου, και φυλάττουσι την Ελεφαντίνην και τας Δάφνας. Επειδή δε οι Αιγύπτιοι ούτοι εφρούρουν επί τρία έτη και δεν ήρχοντο άλλοι να τους αντικαταστήσωσι, συνεκρότησαν συμβούλιον και συμφωνήσαντες εγκατέλιπον τον Ψαμμίτιχον και μετέβησαν εις την Αιθιοπίαν. Μαθών τούτο ο Ψαμμίτιχος τους κατεδίωξε, και όταν τους έφθασε, τους παρεκάλει επί πολύ να μη αφήσωσι τους πατρίους θεούς, τα τέκνα και τας γυναίκας. Τότε είς εξ αυτών, ως λέγεται, δεικνύων το αιδοίον του, είπεν ότι όπου ήτο αυτό, εκεί θα εύρισκε και γυναίκα και τέκνα. Φθάσαντες εις την Αιθιοπίαν παρέδωσαν εαυτούς εις τον βασιλέα της χώρας ταύτης όστις εις αντάλλαγμα τοις έδωκε το ακόλουθον δώρον. Αιθίοπές τινες είχον σχηματίσει κόμμα εναντίον του· αυτούς τους Αιθίοπας είπεν ο βασιλεύς εις τους Αιγυπτίους να εξώσωσι και να κατοικήσωσι την γην των. Αφότου δε οι Αιγύπτιοι ούτοι κατώκησαν εκεί, εγένοντο οι Αιθίοπες ημερώτεροι παραλαβόντες ήθη Αιγυπτιακά.
31. Εκτός λοιπόν του μέρους το οποίον διατρέχει ο Νείλος αφού εισέλθη εις τον Αίγυπτον, είναι γνωστός μέχρι πλοός και οδοιπορίας τεσσάρων μηνών, διότι αυτόν τον αριθμόν ευρίσκομεν εάν προσθέσωμεν τους μήνας τους οποίους αναλίσκομεν διά να μεταβώμεν εκ της Ελεφαντίνης εις τους Αυτομόλους τούτους. Ρέει δε ο Νείλος από δυσμών. Από του μέρους τούτου και άνω ουδείς ηδυνήθη να με είπη τι θετικόν, ένεκα του καύματος όπερ καθιστά τον τόπον τούτον έρημον.
32. Έμαθον όμως τας ακολούθους λεπτομερείας παρά Κυρηναίων τινών οίτινες με είπον ότι μεταβάντες διά να ερωτήσωσι το μαντείον του Άμμωνος και συνομιλήσαντες μετά του Ετεάρχου βασιλέως των Αμμωνίων ανέφερον προς τοις άλλοις και περί του Νείλου και είπον ότι κανείς δεν εγνώριζε τας πηγάς του. Τότε ο Ετέαρχος τοις διηγήθη ότι Νασαμώνες τινες (έθνος Λιβυκόν κατοικούν την Σύρτιν και ολίγον μέρος της προς ανατολάς της Σύρτιος χώρας) ελθόντες προς αυτόν και ερωτώμενοι εάν ήξευρον να είπωσί τι περισσότερον περί των ερήμων της Λιβύας απεκρίθησαν ότι τολμητίαι τινές παίδες προυχόντων συνέλαβον την ιδέαν άμα έφθασαν εις ανδρικήν ηλικίαν να λαμπρυνθώσι δι' εκτάκτου τινός κατορθώματος. Ρίψαντες κλήρον διέταξαν πέντε εξ αυτών να υπάγωσι και να ερευνήσωσι τας ερήμους της Λίβυας μήπως ανακαλύψωσί τι περισσότερον από εκείνους οίτινες είδον τα μακρότατα μέρη· διότι τα μεν κατά την βόρειον θάλασσαν μέρη της Λιβύας, από της Αιγύπτου μέχρι του ακρωτηρίου Σολόεντος, όπου τελειόνει η Λιβύα, κατοικούσιν όλην αυτήν την παραλίαν Λίβυες και πολλά έθνη Λιβυκά, πλην των μερών τα οποία κατοικούσι Φοίνικες και Έλληνες. Από της παραλίας όμως ταύτης και των κατοικουμένων μερών η Λιβύα είναι κατοικητήριον θηρίων· πέραν δε υπάρχει έρημος άνευ ύδατος και κεκαλυμμένη υπό άμμου. Οι νεανίαι λοιπόν ούτοι οίτινες επέμφθησαν υπό των συνηλικιωτών των, λαβόντες μεθ' εαυτών πολλά τρόφιμα και ύδωρ, μετέβησαν πρώτον εις το κατοικούμενον μέρος. Αφού δε διήλθον αυτό, εισεχώρησαν εις το διαμονητήριον των θηρίων και εκείθεν ήλθον εις την έρημον διευθυνόμενοι προς δυσμάς. Διέβησαν τοιουτοτρόπως μέγα διάστημα αμμώδες, και μετά πολλών ημερών πορείαν, είδον εις την πεδιάδα δένδρα αυτοφυή, έδραμον προς αυτά και έδρεψαν καρπούς. Ενώ δε έδρεπον, μικροί τινες άνθρωποι, μικρότεροι του μετρίου αναστήματος, ήλθον, τους συνέλαβον και τους απήγαγον. Ουδείς των Νασαμώνων ενόει την γλώσσαν των και ουδείς εκείνων την των Νασαμώνων. Τους απήγον δε διά μέσου απεράντου έλους και επί τέλους έφθασαν εις πόλιν τινά όπου όλοι οι άνθρωποι είχον το αυτό ανάστημα με εκείνους οίτινες τους είχον συλλάβει· όλοι ήσαν μέλανες· πλησίον δε της πόλεως έρρεε μέγας ποταμός τρέχων από δυσμών προς ανατολάς, εντός του οποίου είδον κροκοδείλους.
33. Και περί μεν της διηγήσεως του Ετεάρχου αρκούσιν όσα είπα· θα προσθέσω δε μόνον ότι έλεγε, κατά την διήγησιν των Κυρηναίων, ότι οι Νασαμώνες επέστρεψαν και ότι όλοι οι άνθρωποι οι κατοικούντες εκεί ήσαν γόητες. Ο Ετέαρχος επίστευεν ότι ο ποταμός τον οποίον είχον ιδεί ήτο ο Νείλος, ο δε ορθός λόγος απαιτεί να παραδεχθώμεν την εικασίαν ταύτην· διότι ο Νείλος, ως εγώ φρονώ εικάζων εκ των γνωστών τα άγνωστα, έρχεται από την Λιβύαν διασχίζων αυτήν εις το μέσον και το διάστημα αυτού είναι ίσον με το του Ίστρου· και τωόντι ο Ίστρος αρχίζων από το Κελτούς και την πόλιν Πυρίνην, τρέχει σχίζων τη Ευρώπην εις το μέσον. Κατοικούσι δε οι Κελτοί πέραν των Ηρακλείων στηλών και συνορεύουσι με τους Κυνησίους οίτινες είναι οι τελευταίοι κάτοικοι προς δυσμάς, και ο Ίστρος, αφού διασχίση όλην την Ευρώπην, χύνεται εις τον Εύξεινον πόντον, εις το μέρος όπου οι άποικοι των Μιλησίων ίδρυσαν την Ιστρίαν.
34. Διέρχεται λοιπόν ο Ίστρος διά κατοικουμένων μερών· πολλοί άνθρωποι τον γνωρίζουσιν, ενώ περί των πηγών του Νείλου κανείς δεν ηξεύρει τίποτε, καθότι η Λιβύα, διά μέσου της οποίας ρέει, είναι έρημος και ακατοίκητος. Και περί μεν του ρεύματος αυτού είπον ό,τι ηδυνήθην να εξιχνιάσω κατά τας μακροτάτας ερεύνας μου· το δε στόμιον αυτού είναι εις την Αίγυπτον, και η Αίγυπτος κείται σχεδόν αντικρύ των ορέων της Κιλικίας. Από των ορέων τούτων μέχρι της Σινώπης του Ευξείνου πόντου είναι διά ταχύν οδοιπόρον πέντε ημερών οδός ευθεία. Η δε Σινώπη κείται αντικρύ των στομίων του Ίστρου. Διά τούτο νομίζω ότι δύναμαι να παραβάλω το εν τη Λιβύα ρεύμα του Νείλου με το εν τη Ευρώπη ρεύμα του Ίστρου. Αλλ' αρκούσιν όσα είπον περί του Νείλου.
35. Έρχομαι δε τώρα να ομιλήσω εκτενέστερον περί της Αιγύπτου, καθότι αύτη πλειότερον πάσης άλλης χώρας περικλείει θαυμάσια πράγματα και έργα άξια περιγραφής· διά τούτο λοιπόν θα ομιλήσω μάλλον εκτενώς περί αυτής. Οι Αιγύπτιοι ζώσιν υπό ουρανόν όλως ίδιον εις αυτούς· η χώρα των βρέχεται υπό ποταμού του οποίου η φύσις διαφέρει όλων των άλλων ποταμών· τέλος δε έχουσιν έθιμα και νόμους εναντία κατά το πλείστον από τους άλλους ανθρώπους. Εκεί αι γυναίκες υπάγουσιν εις την αγοράν και γίνονταν μεταπράτιδες, οι δε άνδρες μένουσιν εις τας οικίας και υφαίνουσι. Πανταχού αλλού ωθούσι την κρόκην προς τα άνω, οι Αιγύπτιοι προς τα κάτω. Οι άνδρες βαστάζουσι τα φορτία εις την κεφαλήν, αι γυναίκες επί των ώμων· αι γυναίκες ουρούσιν όρθιαι, οι άνδρες καθήμενοι. Αφοδεύουσιν εντός των οικιών και τρώγουσιν έξω εις τας οδούς, λέγοντες ότι τα μεν αισχρά πλην αναγκαία πρέπει να τα εκπληροί τις κρυφίως, τα δε μη αισχρά αναφανδόν. Ουδεμία γυνή γίνεται ιέρεια θεού ή θεάς, αλλ' οι άνδρες είναι ιερείς πάντων και πασών. Οι υιοί δεν είναι ηναγκασμένοι να θρέφωσι τους γονείς των εάν δεν θέλωσιν· αι θυγατέρες όμως είναι ηναγκασμέναι εις τούτο, έστω και εάν δεν θέλωσι.
36. Αλλαχού οι ιερείς των θεών έχουσι μακράν κόμην· εις την Αίγυπτον ξυρίζονται· οι άνθρωποι συνοιθίζουσι να κόπτωσι τα μαλλία όταν πενθώσιν αποθανόντας συγγενείς· οι Αιγύπτιοι, προς τιμήν των αποθανόντων, αφίνουσι να αυξήσωσιν αι τρίχες της κεφαλής και του πώγωνος τας οποίας προηγουμένως εξύριζον. Οι άλλοι άνθρωποι ζώσι κεχωρισμένοι από τα ζώα, οι Αιγύπτιοι ζώσι φύρδην μίγδην μετ' αυτών. Αλλαχού τρέφονται με σίτον και κριθήν· αλλ' οι Αιγύπτιοι θεωρούσιν αισχρότατον και υποβάλλωνται εις τοιαύτην δίαιταν, και μεταχειρίζονται όλυραν, την οποίαν τινές ονομάζουσι ζειάν. Ζυμόνουσι με τους πόδας, με τας χείρας δε ανακατόνουσι τον πηλόν και καθαρίζουσι την κόπρον. Οι άλλοι άνθρωποι, εκτός εκείνων οίτινες παρέλαβον το έθιμον τούτο από τους Αιγυπτίους, αφίνουσι το αιδοίον των όπως επλάσθη εκ φύσεως· οι Αιγύπτιοι περιτέμνονται. Έκαστος ανήρ φορεί δύο ενδύματα, η γυνή φορεί έν. Οι άλλοι δένουσιν έξωθεν τους κρίκους των ιστίων και τους κάλους, οι Αιγύπτιοι τους δένουσιν έσωθεν. Οι Έλληνες γράφουσι τα γράμματα και αριθμούσι με χαλίκια αρχίζοντες από τα αριστερά και φέροντες την χείρα των προς τα δεξιά· οι Αιγύπτιοι αρχίζουσιν από τα δεξιά και προχωρούσι προς τα δεξιά λέγοντες ότι αυτοί γράφουσι προς τα δεξιά και οι Έλληνες προς τα αριστερά. Έχουσι δε δύο είδη χαρακτήρων· τους ιερούς χαρακτήρας και τους δημώδεις.
37. Επειδή δε είναι θεοσεβείς πολύ περισσότερον από όλους τους ανθρώπους, έχουσι τα εξής έθιμα. Πίνουσιν από ποτήρια χάλκινα τα οποία πλύνουσι καθ' ημέραν· τούτο δε πράττουσιν όλοι, και όχι τινές μόνον. Φορούσιν ενδύματα λινά πάντοτε νεόπλυτα, και προσέχουσιν εις τούτο πολύ. Περιτέμνονται χάριν καθαριότητος, και θεωρούσι προτιμότερον να φαίνωνται καθαροί ή ωραίοι. Ανά πάσαν τρίτην ημέραν οι ιερείς ξυρίζουσιν όλον το σώμα διά να μη τύχη και ευρεθή επ' αυτών μήτε φθείρα μήτε άλλο τι έντομον μυσαρόν όταν υπηρετώσι τους θεούς. Λινά μόνον ενδύματα φορούσιν οι ιερείς και υποδήματα κατεσκευασμένα από φλοιόν παπύρου· δεν τοις είναι δε επιτετραμμένον να φορώσιν άλλου είδους. Νίπτονται με ύδωρ δροσερόν, δις της ημέρας και δις της νυκτός. Και άλλα ούτως ειπείν άπειρα θρησκευτικά έθιμα εκπληρούσιν· απολαμβάνουσιν όμως και όχι ολίγα αγαθά. Μήτε φθείρουσι μήτε δαπανώσιν όσα ανήκουσιν εις αυτούς· τροφαί ιεραί ετοιμάζονται δι' αυτούς, και άπειρα κρέατα βοών και χηνών προσφέρονται εις αυτούς καθημερινώς· προς τούτοις τοις δίδεται οίνος σταφυλής. Δεν τοις επιτρέπεται όμως να τρώγωσιν ιχθύας. Εις όλην την Αίγυπτον δεν σπείρουσι κυάμους, εάν δε τύχη να φυτρώσωσι, δεν τους τρώγουσι μήτε ωμούς μήτε μαγειρευμένους. Οι ιερείς ούτε να τους ίδωσιν ανέχονται θεωρούντες το όσπριον τούτο ως ακάθαρτον. Έκαστος θεός δεν υπηρετείται μόνον παρ' ενός ιερέως, αλλά παρά πολλών, και είς εξ αυτών είναι μέγας ιερεύς· όταν αποθάνη τον διαδέχεται ο υιός του.
38. Φρονούσιν ότι οι άρρενες βόες είναι του Επάφου, και τούτου ένεκα τους δοκιμάζουσι διά του ακολούθου τρόπου. Εάν επί του βοός ανακαλύψωσι μίαν μόνην τρίχα λευκήν, υποθέτουσιν αυτόν ακάθαρτον. Είς των ιερέων, επιτετραμμένος τούτο, εξετάζει το πράγμα, κρατουμένου του ζώου ορθίου ή ριπτομένου υπτίου. Έλκει δε συγχρόνως την γλώσσαν του διά να ίδη έκ τινων προσδιωρισμένων σημείων περί των οποίων θα ομιλήσω αλλαχού εάν ήναι καθαρά· τέλος παρατηρεί τας τρίχας της θύρας και βεβαιούται εάν φύωνται φυσικώς. Αφού δε το ζώον αποδειχθή υπό όλας τας επόψεις καθαρόν, το σημειοί τυλίσσων περί τα κέρατα αυτού φλοιόν παπύρου, έπειτα ο ιερεύς το αλείφει με σημαντρίδα γην, επιθέτει την σφραγίδα του και τοιουτοτρόπως το απάγουσιν. Όστις θυσιάζει βουν μη σημειωμένον τιμωρείται με θάνατον. Κατά τούτον λοιπόν τον τρόπον δοκιμάζεται το ζώον.
39. Ιδού δε πώς γίνεται η θυσία· όταν φέρωσι το σημειωμένον ζώον προ του βωμού όπου θέλουσι να το θυσιάσωσιν, ανάπτουσι πυρ, έπειτα πλησίον αυτού κάμνουσι σπονδάς με οίνον και επικαλούνται τον θεόν· ακολούθως σφάζουσι το θύμα, και αφού το σφάξωσιν, αποκόπτουσι την κεφαλήν αυτού. Εκδαίρουσι το σώμα, και αφού είπωσι κατά της κεφαλής εκείνης πολλάς αράς, την φέρουσιν εις την αγοράν, εάν υπάρχη τοιαύτη, και την πωλούσιν εις Έλληνά τινα έμπορον, εάν ευρίσκεται τοιούτος εις την πόλιν· ει δε και δεν ευρίσκεται Έλλην έμπορος, την ρίπτουσιν εις τον ποταμόν. Αι βλασφημίαι τας οποίας προφέρουσι κατά της κεφαλής εκείνης είναι αι ακόλουθοι· «Εάν μέλλωσι να συμβώσι δυστυχίαι εις εκείνους οίτινες προσφέρουσι την θυσίαν ταύτην, είθε αι δυστυχίαι αύται να στραφώσι και πέσωσι κατά της κεφαλής ταύτης.» Όλοι οι Αιγύπτιοι τηρούσι τας αυτάς συνήθειας προκειμένου περί των κεφαλών των θυμάτων και των σπονδών του οίνου· εις όλας δε τας θυσίας μεταχειρίζονται τους αυτούς νόμους, και συμφώνως με τους νόμους τούτους ουδέποτε Αιγύπτιος τρώγει την κεφαλήν ουδενός ζώου.
40. Η εξαγωγή των εντοσθίων και ο τρόπος του καίειν τα θύματα διαφέρουσι κατά τας θυσίας. Εγώ θα αναφέρω ποία είναι κατ' αυτούς η μεγίστη θεότης προς τιμήν της οποίας τελούσι την μεγίστην εορτήν. Αφού εκδείρωσι τον βουν, αποσπώσι την κοιλίαν κενήν, αφίνοντες εντός του σώματος τα σπλάγχνα και το πάχος. Κόπτουσι τους πόδας, την άκραν της ουράς, τους ώμους και τον τράχηλον. Τούτων γενομένων, γεμίζουσι το εναπομείναν σώμα με άρτους καθαρούς, με μέλι, με σταφίδας, με σύκα, με λιβανωτόν, με σμύρναν και με άλλα μύρα. Αφού δε το γεμίσωσι τοιουτοτρόπως, το καίουσιν επί του βωμού χύνοντες επ' αυτού άφθονον έλαιον. Θυσιάζουσι δε νήστεις έτι, και ενώ το θύμα καίεται, τύπτουσιν εαυτούς όλοι· τέλος, αφού κτυπηθώσι καλώς, κάθηνται και τρώγουσι τα μέλη του ζώου τα οποία εχώρισαν πρότερον.
41. Όλοι λοιπόν οι Αιγύπτιοι θυσιάζουσιν άρρενας βόας καθαρούς και μόσχους, δεν τοις είναι όμως επιτετραμμένον να θυσιάζωσι θηλείας διότι αύται θεωρούνται ιεραί της Ίσιδος. Το δε άγαλμα της Ίσιδος, ον γυναικείον, έχει κέρατα αγελάδος, όπως οι Έλληνες παριστώσι την Ιώ, και όλοι οι Αιγύπτιοι σέβονται ομοίως τας αγελάδας πολύ περισσότερον από όλα τα λοιπά ζώα. Τούτου ένεκα, ούτε ανήρ Αιγύπτιος ούτε γυνή Αιγυπτία στέργει να φιλήση Έλληνα εις το στόμα, ή να μεταχειρισθή την μάχαιραν, ή τους οβελούς, ή την χύτραν αυτού, ή να φάγη κρέας βοός καθαρού κοπέν υπό μαχαίρας Έλληνος. Θάπτουσι τους νεκρούς βόας διά του ακολούθου τρόπου· ρίπτουσα εις τον ποταμόν τας θηλείας, τους δε άρρενας τους ρίπτουσιν εντός εσκαμμένων βόθρων εις τα προάστειά των, αφίνοντες έξω του τάφου το έν κέρατον ή τα δύο ως σημείον. Όταν γίνη εντελής η σήψις και παρέλθη ο προσδιωρισμένος χρόνος, έρχεται εις εκάστην πόλιν έν πλοιάριον εκ της Προσωπίτιδος καλουμένης νήσου· είναι δε η νήσος αύτη εις το Δέλτα και έχει περιφέρειαν εννέα σχοίνων. Εν ταύτη τη Προσωπίτιδι νήσω υπάρχουσι και άλλαι πολλαί πόλεις. Εκείνη δε εκ της οποίας έρχονται τα πλοιάρια τα οποία συνάζουσι τα οστά των βοών, ονομάζεται Ατάρβηχις, και υπάρχει εν αυτή ναός αφιερωμένος εις την Αφροδίτην. Από την πόλιν ταύτην εξερχόμενοι οι άνθρωποι με πολλά πλοιάρια περιφέρονται εις όλας τας άλλας πόλεις διά να λάβωσι τα οστά, να τα φέρωσιν εις έν μέρος και τα θάψωσιν· εκεί όλα. Όπως θάπτουσι δε τους βόας ούτω θάπτουσι και τα άλλα αποθνήσκοντα κτήνη. Τοιούτον έθιμον λοιπόν επικρατεί εις αυτούς περί των κτηνών, διότι κανέν εκ τούτων των ζώων δεν φονεύουσιν οι Αιγύπτιοι.
42. Όσοι ίδρυσαν ναούς εις τον Θηβαιέα Δία, ή όσοι είναι από τον Θηβαίον νομόν, απέχονται προβάτων και θυσιάζουσιν αίγας. Διότι όλοι οι Αιγύπτιοι δεν τιμώσι τους αυτούς διά του αυτού τρόπου, πλην της Ίσιδος και του Οσίριδος (όστις λέγουσιν ότι είναι ο Διόνυσος), τους οποίους τιμώσι πανταχού ομοίως. Όσοι δε έχουσι ναόν του Μένδητος, απέχονται αιγών και θυσιάζουσι πρόβατα. Οι δε Θηβαίοι και όσοι ως αυτούς απέχονται προβάτων, λέγουσιν ότι το έθιμον τούτο επεκράτησε παρ' αυτοίς διά την ακόλουθον αιτίαν. Ο Ηρακλής ηθέλησεν αφεύκτως να ίδη τον Δία, όστις δεν ήθελε να τον ίδη ο Ηρακλής· τέλος, επειδή επέμενεν ο Ηρακλής, εμηχανεύθη ο Ζευς το εξής. Εκδείρας κριόν και αποταμών την κεφαλήν αυτού, την εκράτει προ του προσώπου του, αφού εφόρεσε πρότερον την δοράν του κριού. Εν τοιαύτη δε καταστάσει ευρισκόμενος, έδειξεν εαυτόν εις τον Ηρακλέα. Διά την αιτίαν ταύτην οι Αιγύπτιοι κάμνουσι το άγαλμα του Διός κριοπρόσωπον· εμιμήθησαν δε αυτούς οι Αμμώνιοι, οίτινες είναι άποικοι των Αιγυπτίων και των Αιθιόπων και η γλώσσα των είναι κράμα της Αιγυπτιακής και της Αιθιοπικής. Κατ' εμέ τούτου ένεκα έλαβον και την επωνυμίαν Αμμώνιοι, διότι Αμμούν ονομάζουσιν οι Αιγύπτιοι τον Δία. Δεν θυσιάζουσι λοιπόν οι Αιγύπτιοι κριούς, και ένεκα της παραδόσεως ταύτης θεωρούσιν αυτούς ως ιερούς· άπαξ μόνον του έτους, κατά την εορτήν του Διός, σφάξαντες και εκδείραντες κριόν περιβάλλουσι με το δέρμα του το άγαλμα του Διός, σύροντες ενώπιον αυτού το άγαλμα του Ηρακλέους. Γενομένης της τελετής ταύτης, όλοι οι ιερείς του ναού τύπτουσιν εαυτούς εις ένδειξιν πένθους διά τον θάνατον του κριού, και έπειτα θάπτουσιν αυτόν εις θήκην ιεράν.
48. Προκειμένου περί του Ηρακλέους, ήκουσα ότι ήτο είς των δώδεκα θεών· όσον δ' αφορά τον Ηρακλέα τον οποίον γνωρίζουσιν οι Έλληνες, ουδαμού της Αιγύπτου ηδυνήθην να μάθω τι. Ότι δε οι Αιγύπτιοι δεν έλαβον το όνομα Ηρακλής από τους Έλληνας, αλλά μάλλον οι Έλληνες από τους Αιγυπτίους, και ιδίως εκείνοι οίτινες τον ωνόμασαν υιόν του Αμφιτρύωνος, έχω πολλά τεκμήρια περί τούτου, και προσέτι το ακόλουθον, ότι αμφότεροι οι γονείς του Ηρακλέους τούτου Αμφιτρύων και Αλκμήνη κατήγοντο ανέκαθεν από την Αίγυπτον, και διότι οι Αιγύπτιοι λέγουσιν ότι ούτε του Ποσειδώνος, ούτε των Διοσκούρων γνωρίζουσι τα ονόματα, ούτε εγένοντό ποτε δεκτοί οι θεοί ούτοι μεταξύ των θεοτήτων των. Ώστε, εάν ελάμβανον από τους Έλληνας το όνομα θεού τίνος, θα ενθυμούντο προ παντός άλλου το του Ποσειδώνος και το των Διοσκούρων· διότι και τότε εγίνοντο ταξίδια, και ήσαν Έλληνές τινες ναυτίλοι. Τούτο φρονώ εγώ και πρέπει να ήναι ορθή η γνώμη μου· ώστε αυτών των θεών τα ονόματα θα εμάνθανον μάλλον ή το του Ηρακλέους. «Ο Ηρακλής των Αιγυπτίων είναι αρχαιότατος θεός, και οι ίδιοι λέγουσα ότι δεκαεπτά χιλιάδες έτη πριν βασιλεύση ο Άμασις, ο αριθμός των θεών των ανεβιβάσθη από οκτώ εις δώδεκα, μεταξύ των οποίων ήτο και ο Ηρακλής.
44. Θέλων δε να μάθω περί αυτών σαφές τι παρ' ούτινος δήποτε ήθελον δυνηθή, έπλευσα εις την Τύρον της Φοινίκης, ακούσας ότι υπήρχεν εκεί ναός αφιερωμένος εις τον Ηρακλέα, και είδον τον ναόν τούτον πλουσίως κεκοσμημένον από πολλά αναθήματα. Περιείχε δύο στήλας· την μεν εκ χρυσού απέφθου, την δε εκ σμαράγδου λίθου, λάμπουσαν κατά την νύκτα ζωηρώς. Συνομιλήσας με τους ιερείς τους ηρώτησα πόσος χρόνος είχε παρέλθει αφότου εκτίσθη ο ναός των· εύρον δε ότι μήτε αυτοί συνεφώνουν με τους Έλληνας· διότι, κατ' αυτούς, ο ναός εκτίσθη συγχρόνως με την κατοίκισιν της Τύρου, η δε Τύρος κατοικείται προ δισχιλίων και τριακοσίων ετών. Είδον προσέτι εις την πόλιν ταύτην έτερον ναόν του Ηρακλέους, του οποίου η επωνυμία εδείκνυεν ότι ήτο Θάσιος. Έπλευσα λοιπόν και εις την Θάσον, όπου εύρον ναόν του Ηρακλέους κτισθέντα υπό των Φοινίκων οίτινες ενώ έπλεον προς αναζήτησιν της Ευρώπης, αφήκαν εκεί την αποικίαν ταύτην. Τούτο δε συνέβη πέντε γενεάς πριν γεννηθή ο Ηρακλής του Αμφιτρύωνος εις την Ελλάδα. Το συμπέρασμα των αναζητήσεων τούτων αποδεικνύει σαφώς ότι ο Ηρακλής είναι αρχαίος θεός, και νομίζω ότι πράττουσιν ορθότατα εκείνοι εκ των Ελλήνων όσοι έχουσι δύο ναούς του Ηρακλέους· και εις μεν τον ένα προσφέρουσι θυσίας ως εις αθάνατον, καλούντες αυτόν Ολύμπιον, εις δε τον άλλον τον τιμώσιν ως ήρωα.
45. Αλλ' οι Έλληνες λέγουσι περί αυτού πολλά και απερίσκεπτα. Ούτω δε και ο εξής μύθος τον οποίον αναφέρουσι περί του Ηρακλέους είναι ολίγον ευήθης. Κατά την άφιξιν αυτού εις την Αίγυπτον, λέγουσι, στέψαντες αυτόν με φύλλα οι Αιγύπτιοι, τον έφερον μετά πομπής διά να τον θυσιάσωσιν εις τον Δία. Και μέχρι μέν τινος ο Ηρακλής έμενεν ήσυχος, ότε δε έφθασαν πλησίον του βωμού και ητοιμάζοντο να τον θυσιάσωσιν, έδειξε την δύναμίν του και τους εφόνευσεν όλους. Οι διηγούμενοι ταύτα με φαίνεται ότι αγνοούσιν ολοτελώς την φύσιν και τα έθιμα των Αιγυπτίων. Τωόντι, αφού δεν επιτρέπεται εις αυτούς να θυσιάζωσι κτήνη άλλα ειμή πρόβατα, βόας άρρενας και μόσχους, όταν ήναι καθαροί, και χήνας, πώς είναι δυνατόν να θυσιάζωσιν ανθρώπους; Εκτός τούτου, ο Ηρακλής ήτο μόνος, και ως λέγουσιν άνθρωπος θνητός· πώς εξηγείται λοιπόν να εφόνευσε πολλάς μυριάδας ανθρώπων; Και περί τούτων μεν τοσαύτα ειπόντας, ας μας συγχωρήσωσιν οι θεοί και οι ήρωες.
46. Οι δε Αιγύπτιοι περί ων ωμίλησα προ ολίγου δεν θυσιάζουσι μήτε αίγας μήτε τράγους διά την εξής αιτίαν. Οι Μενδήσιοι συγκαταριθμούσι τον Πάνα μεταξύ των οκτώ θεών οίτινες εγένοντο πρότεροι των δώδεκα. Επειδή δε οι ζωγράφοι και οι γλύπται ζωγραφίζουσι και γλύφουσι το άγαλμα του Πανός όπως οι Έλληνες, αιγοπρόσωπον και τραγοσκελές, όχι διότι τον φαντάζονται τοιούτον, αλλά τον νομίζουσιν όμοιον με τους άλλους θεούς (θα ήτο δε δυσάρεστον εις εμέ να είπω διατί τον παριστώσι τοιούτον), διά τούτο οι Μενδήσιοι σέβονται όλον το γένος των αιγών, και πλειότερον τους άρρενας ή τας θηλείας· τούτων δε των αρρένων οι βοσκοί απολαμβάνουσι μεγαλειτέρας τιμάς.
Ένα τράγον σέβονται περισσότερον από όλους, και όταν ούτος αποθάνη μέγα πένθος επιβάλλεται εις όλον τον νομόν. Αιγυπτιστί και ο τράγος και ο Παν λέγεται Μένδης. Επί της εποχής μου, εγένετο εις τον νομόν τούτον το ακόλουθον τεράστιον· τράγος συνευρίσκετο μετά γυναικός αναφανδόν. Εις όλους τους ανθρώπους εγένετο γνωστόν τούτο.
47. Οι Αιγύπτιοι θεωρούσι τον χοίρον ως ζώον ακάθαρτον· επομένως, εάν τις αυτών διαβαίνων πλησίον χοίρου εγγίση αυτόν, καταβαίνει με όλα τα ενδύματά του εις τον ποταμόν και λούεται· αφ' ετέρου οι Αιγύπτιοι χοιροβοσκοί, μολονότι ιθαγενείς, δεν εμβαίνουσιν εις κανένα ναόν της χώρας, ούτε δίδει τις την θυγατέρα του εις αυτούς, ούτε λαμβάνει από αυτούς γυναίκα, αλλά δίδουσι και λαμβάνουσι γυναίκας οι χοιροβοσκοί μεταξύ των. Οι Αιγύπτιοι δεν νομίζουσι πρέπον να θυσιάζωσι χοίρον εις άλλους θεούς ή την Σελήνην και τον Διόνυσον (19) εις αυτούς μόνους θυσιάζουσι και τρώγουσι το κρέας των θυμάτων. Δεν κρύπτουσι την αιτίαν διά την οποίαν, ενώ αποστρέφονται τους χοίρους εις τας άλλας εορτάς, τους θυσιάζουσιν εις αυτήν εγώ όμως, καίτοι γνωρίζων την αιτίαν ταύτην, δεν νομίζω ευπρεπές να την είπω. Ιδού δε πώς γίνεται η θυσία των χοίρων εις την Σελήνην άμα το ζώον σφαγή, λαμβάνουσι την άκραν της ουράς, τον σπλήνα, την σκέπην των εντέρων, και αφού τα περιτυλίξωσιν όλα ομού με όλον το πάχος το οποίον εύρον εις την κοιλίαν, τα καίουσιν επί του βωμού. Τα λοιπά κρέατα τρώγονται κατ' αυτήν εκείνην την ημέραν της πανσελήνου καθ' ην εγένετο η θυσία. Άλλην δε ημέραν δεν δύνανται να γευθώσι χοιρείου κρέατος. Όσοι μεταξύ αυτών είναι πτωχοί, δι' απορίαν μέσων πλάττουσι χοίρους εκ ζύμης τους οποίους ψήσαντες θυσιάζουσι.
48. Εις το εσπερινόν δείπνον, κατά την παραμονήν της εορτής του Διονύσου, σφάξας έκαστος προ της θύρας του χοίρον, τον δίδει οπίσω και τον λαμβάνει ο ίδιος χοιροβοσκός όστις τω τον επώλησε. Πλην των χορών, οι Αιγύπτιοι εκτελούσι τα λοιπά της εορτής ως οι Έλληνες. Αντί δε του φαλλού επενόησαν αγάλματα νευρόσπαστα, πηχυαία το μέγεθος, και περιφέρουσίν αυτά αι γυναίκες εις τας κώμας, έχοντα το αιδοίον κινούμενον και μόλις μικρότερον του όλου σώματος. Προηγείται αυλητής, ακολουθούσι δε αι γυναίκες άδουσαι τον Διόνυσον. Διατί το αιδοίον είναι τόσον υπερμέτρως μέγα, και διατί αυτό μόνον το μέλος του σώματος κινείται; Περί τούτου υπάρχει ιερά τις παράδοσις.
49. Νομίζω ότι ο Μελάμπους, ο υιός του Αμυθέωνος, εγνώρισε και μάλιστα είδε τας τελετάς ταύτας, διότι αυτός εδίδαξεν εις τους Έλληνας το όνομα του Διονύσου, την εορτήν αυτού και την πομπήν του φαλλού. Τους εδίδαξεν όμως πράγμα το οποίον και αυτός δεν είχεν εννοήσει καλώς, οι δε μεταγενέστεροι αυτού σοφοί εσαφήνισαν αυτό εντελέστερον. Εδίδαξε λοιπόν ο Μελάμπους να περιφέρωσι τον φαλλόν προς τιμήν του Διονύσου, και οι Έλληνες μαθόντες τούτο παρ' αυτού πράττουσίν όσα πράττουσιν. Εγώ νομίζω ότι ο Μελάμπους υπήρξεν άνθρωπος σοφός, αφ' εαυτού σύστησας την μαντικήν τέχνην, αλλ' ότι εισήγαγεν εις τους Έλληνας διάφορα τα οποία έμαθεν εις την Αίγυπτον, και μεταξύ άλλων την λατρείαν του Διονύσου αφού επέφερεν εις αυτήν ολίγας παραλλαγάς. Και τωόντι, πώς είναι δυνατόν να πιστεύσωμεν ότι τα προς τιμήν του θεού τούτου γινόμενα εις την Αίγυπτον και εις τους Έλληνας κατά σύμπτωσιν ομοιάζουσιν; Εάν δεν ήσαν νεωστί εισηγμένα, θα ήσαν όμοια προς παν ό,τι συμφωνεί με τα ήθη των Ελλήνων. Επίσης δεν πιστεύω ότι οι Αιγύπτιοι παρέλαβον από τους Έλληνας τούτο το έθιμον ή άλλο οιονδήποτε. Ως φρονώ δε εγώ, ο Μελάμπους θα έμαθε τα περί της τελετής του Διονύσου από τον Κάδμον τον Τύριον και από τους μετ' αυτού ελθόντας εκ της Φοινίκης εις την χώραν ήτις καλείται σήμερον Βοιωτία.
50. Σχεδόν όλα τα ονόματα των θεών ήλθον εκ της Αιγύπτου εις την Ελλάδα· αι έρευναί μου με πείθουσιν ότι τα παρελάβομεν από χώρας βαρβάρους, και νομίζω ότι προ πάντων ήλθον εκ της Αιγύπτου. Εκτός του Ποσειδώνος και των Διοσκούρων, περί ων ωμίλησα, εκτός της Ήρας, της Εστίας, της Θέμιδος, των Χαρίτων και των Νηρηίδων, τα ονόματα όλων των άλλων θεών υπήρξαν πάντοτε παρά τοις Αιγυπτίοις. Επαναλαμβάνω ενταύθα ό,τι αυτοί οι ίδιοι με είπον. Οι Θεοί, ων τα ονόματα λέγουσιν οι Αιγύπτιοι ότι αγνοούσιν, ωνομάσθησαν νομίζω από τους Πελασγούς, πλην του Ποσειδώνος· αυτόν δε τον θεόν έμαθον οι Έλληνες από τους Λίβυας. Ουδείς προ αυτών είχε προφέρει το όνομά του, και αυτοί τον ετίμων πάντοτε ως θεόν. Οι Αιγύπτιοι ουδεμίαν λατρείαν αποδίδουσιν εις τους ήρωας.
51. Έλαβον λοιπόν οι Έλληνες παρά των Αιγυπτίων τα έθιμα τα οποία είπα, και άλλα τα οποία θα είπω κατόπιν· δεν εδίδαξαν όμως οι Αιγύπτιοι τους Έλληνας να κατασκευάζωσι τα αγάλματα του Ερμού με το αιδοίον ορθόν. Πρώτοι όλων των Ελλήνων οι Αθηναίοι παρέλαβον το έθιμον τούτο από τους Πελασγούς και το μετέδωκαν εις όλους τους άλλους. Διότι οι Πελασγοί κατώκουν την αυτήν χώραν με τους Αθηναίους όταν ούτοι ηριθμούντο ήδη μεταξύ των Ελλήνων, και τούτου ένεκα ήρχισαν και οι Πελασγοί να νομίζωνται Έλληνες. Όστις δε εμυήθη τα μυστήρια των Καβείρων τα οποία τελούσιν οι Σαμοθράκες παραλαβόντες αυτά από τους Πελασγούς, εκείνος γνωρίζει τι λέγω. Οι δε Πελασγοί, πριν μεταβώσιν εις την Αττικήν, κατώκουν την Σαμοθράκην, και από τούτους παρέλαβον τα μυστήρια οι Σαμοθράκες. Πρώτοι λοιπόν των Ελλήνων οι Αθηναίοι διδαχθέντες παρ' αυτών, έκαμον τα αγάλματα του Ερμού με το αιδοίον ορθόν. Οι Πελασγοί αποδίδουσιν εις τούτο αιτίαν ιεράν, την οποίαν εξηγούσι τα μυστήρια της Σαμοθράκης.
52. Πρότερον οι Πελασγοί ευχόμενοι προσέφεραν εις τους θεούς παντός είδους προσφοράς, ως με εβεβαίωσαν εις την Δωδώνην, χωρίς να δίδωσιν εις αυτούς ούτε όνομα ιδιαίτερον ούτε επώνυμον, διότι δεν είχον ακούσει έως τότε τοιούτο τι. Tους εκάλουν θεούς διά μόνον τον λόγον ότι τακτοποιήσαντες το σύμπαν, εκυβέρνων αυτό. Έπειτα, μετά παρέλευσιν πολλού χρόνου, έμαθον εκ της Αιγύπτου τα ονόματα των άλλων θεών· το δε του Διονύσου έμαθον πολύ βραδύτερον. Περί των ονομάτων τούτων ηρώτησαν το μαντείον της Δωδώνης, εκείνο το οποίον οι Έλληνες θεωρούσιν ως αρχαιότατον και το μόνον τότε. Όταν λοιπόν οι Πελασγοί ηρώτησαν εάν έπρεπε να λάβωσιν ονόματα ερχόμενα από τους βαρβάρους, το μαντείον απεκρίθη : «Λάβε.» Έκτοτε δε έθυον μεταχειριζόμενοι τα ονόματα ταύτα των θεών, τα οποία επί τέλους παρέλαβον οι Έλληνες από αυτούς.
53. Πόθεν ήλθεν έκαστος των θεών; Υπήρξαν πάντοτε όλοι; Ποίον το όχημα αυτών; Ουδείς εγίνωσκέ τι, κυρίως ειπείν, μέχρις εσχάτων. Διότι νομίζω ότι ο Ησίοδος και ο Όμηρος δεν ήσαν αρχαιότεροι εμού ειμή κατά τετρακόσια έτη και ουχί πλειότερον. Αυτοί είναι οι γράψαντες την θεογονίαν των Ελλήνων, οι δόντες εις τους θεούς ονόματα, οι διανείμαντες εις αυτούς τιμάς και τέχνας, οι περιγράψαντες τας μορφάς αυτών και καθώς νομίζω εγώ, οι ποιηταί τους οποίους λέγουσι προγενεστέρους των δύο τούτων ανθρώπων υπήρξαν μεταγενέστεροι. Εξ όσων είπα, τα μεν πρώτα, τα λέγουσιν αι ιέρειαι της Δωδώνης, τα δε περί Ησιόδου και Ομήρου τα λέγω εγώ.
54. Ιδού δε τι διηγούνται οι Αιγύπτιοι περί των εν τη Ελλάδι και εν τη Λιβύα δύο χρηστηρίων. Κατά τους ιερείς του Θηβαιέως Διός, δύο ιέρειαι ηρπάγησαν από τας Θήβας υπό Φοινίκων· κατόπιν έμαθον ότι η μία μεν αυτών επωλήθη εις την Λιβύαν, η δε άλλη εις την Ελλάδα, και ότι αι δύο αύται γυναίκες εσύστησαν τα πρώτα μαντεία εις τα δύο ταύτα έθνη. Επειδή δε εγώ τους ηρώτησα πόθεν ήξευρον αυτό το οποίον μετά τοσαύτης βεβαιότητος μοι έλεγον, απεκρίθησαν ότι μετά πολλού ζήλου εζήτησαν αυτάς τας γυναίκας, ότι δεν ηδυνήθησαν να τας ανεύρωσι και ότι ύστερον έμαθον αυτά τα οποία έλεγον.
55. Και ταύτα μεν ήκουσα από τους ιερείς των Θηβών· αι δε ιέρειαι της Δωδώνης λέγουσιν ότι δύο μαύραι περιστεραί είχον πετάξει από τας Θήβας της Αιγύπτου, και η μεν ήλθεν εις την Λιβύαν, η δε εις την Δωδώνην· η τελευταία αύτη εκάθησεν επί φηγού και λαβούσα φωνήν ανθρωπίνην τοις είπεν ότι εις αυτόν τον τόπον έπρεπε να συστήσωσι μαντείον του Διός· ο λαός ενόησεν ότι το άγγελμα εκείνο ήτο θείον και εξετέλεσεν αμέσως τα παραγγελθέντα. Προσθέτουσιν ότι η άλλη περιστερά διέταξε τους Λίβυας να συστήσωσι το χρηστήριον του Άμμωνος· είναι δε και τούτο χρηστήριον του Διός. Ταύτα με είπον αι ιέρειαι της Δωδώνης, εξ ων η μεν πρεσβυτάτη ωνομάζετο Προμένεια, η δευτέρα Τιμαρέτη, η δε νεωτάτη Νικάνδρη. Οι δε άλλοι Δωδωναίοι, όσοι ήσαν εις τον ναόν, συνεφώνουν με αυτάς.
56. Περί τούτων εγώ έχω την εξής γνώμην. Εάν αληθώς οι Φοίνικες ήρπασαν τας ιερείας εκείνας και τας επώλησαν, την μεν εις την Λιβύαν, την δε εις την Ελλάδα, νομίζω ότι η γυνή αύτη η μεταφερθείσα εις την σημερινήν Ελλάδα, ήτις άλλοτε εκαλείτο Πελασγία, θα επωλήθη εις την Θεσπρωτίαν, και ότι γενομένη δούλη θα ίδρυσε ναόν του Διός υπό την ευρισκομένην εκεί φηγόν, νομίζουσα πρέπον, αφού υπηρέτησεν εις τον εν Θήβαις ναόν του Διός εξ ου ήλθε, να διαιωνίση την ανάμνησιν αυτού εν τω τόπω όπου είχε μεταφερθή. Μετά ταύτα, αφού έμαθε την Ελληνικήν γλώσσαν, θα εσύστησε το χρηστήριον και θα είπεν ότι η αδελφή της επωλήθη υπό των Φοινίκων οίτινες επώλησαν και αυτήν.
57. Νομίζω δε ότι αι γυναίκες αύται εκλήθησαν υπό των Δωδωναίων περιστεραί, επειδή ήσαν βάρβαροι και εφαίνοντο ότι εφθέγγοντο ως πτηνά. Βραδύτερον, όταν η γυνή αύτη ωμίλησε με τρόπον μάλλον καταληπτόν εις αυτούς, είπον ότι μία περιστερά ελάλησε με ανθρωπίνην φωνήν· ενόσω όμως μετεχειρίζετο την βάρβαρον γλώσσαν, τοις εφαίνετο ότι ωμίλει ως πτηνόν, διότι πώς είναι δυνατόν περιστερά να ομιλήση ανθρωπίνως; Το μέλαν χρώμα το οποίον δίδουσιν εις την περιστεράν σημαίνει ότι η γυνή ήτο Αιγυπτία.
58. Το εν ταις Θήβαις της Αιγύπτου μαντείον και το εν Δωδώνη δίδουσι τας αποκρίσεις των σχεδόν ομοίως, καθότι η τέχνη του διά της εξετάσεως των θυμάτων μαντεύεσθαι ήλθεν επίσης εκ της Αιγύπτου. Πρώτοι όλων των ανθρώπων οι Αιγύπτιοι έκαμον τας πανηγύρεις, τας πομπάς, τα αφιερώματα, από αυτούς δε τας έμαθον οι Έλληνες. Τεκμήριον τούτου, κατ' εμέ, είναι το εξής· εν Αιγύπτω φαίνονται ότι είναι αρχαιόταται· εν Ελλάδι φαίνονται ότι νεωστί εγένοντο.
59. Οι Αιγύπτιοι δεν αρκούνται κατ' έτος εις μίαν μόνην πανήγυριν, αλλά τελούσι πολλάς τοιαύτας εξ ων η μεν πρώτη, εκείνη χάριν της οποίας μεταβαίνουσι προθυμότατα, γίνεται εις την Βούβαστιν προς τιμήν της Αρτέμιδος· η δευτέρα γίνεται εις την Βούσιριν προς τιμήν της Ίσιδος· διότι εις την πόλιν ταύτην υπάρχει ο μέγιστος ναός της Ίσιδος. Η πόλις είναι εχτισμένη εις το μέσον του Δέλτα, Ίσις δε κατά την γλώσσαν των Ελλήνων είναι η Δημήτηρ. Η τρίτη πανήγυρις τελείται εις Σάιν, προς τιμήν της Αθηνάς· η τετάρτη εις Ηλιούπολιν, προς τιμήν του Ηλίου· η πέμπτη εις την Βουτώ, προς τιμήν της Λητούς και η έκτη εις την Πάπρημιν προς τιμήν του Άρεως.
60. Ιδού δε πώς μεταβαίνουσιν εις την πόλιν Βούβαστιν, διότι άπειροι άνδρες και γυναίκες μεταβαίνουσιν εκεί πανταχόθεν διά πλοιαρίων. Τινές των γυναικών κρατούσαι κρόταλα κροταλίζουσιν, άνδρες δέ τινες αυλούσι καθ' όλον τον πλουν· οι λοιποί, άνδρες και γυναίκες, άδουσι και κροτούσι τας χείρας. Όταν δε πλέοντες προσεγγίσωσιν είς τινα πόλιν εκ των μεταξύ ευρισκομένων, δένουσι το πλοιάριον εις την ξηράν και πράττουσι τα ακόλουθα. Τινές μεν των γυναικών εξακολουθούσι τα άσματά των ή τον κροταλισμόν των κροτάλων, άλλαι περιγελώσι με μεγάλας φωνάς τας γυναίκας της πόλεως εκείνης, άλλαι χορεύουσι, και άλλαι ιστάμεναι όρθιαι ανασύρουσι τα ενδύματά των. Εις εκάστην δε πόλιν παραποταμίαν πράττουσι τα αυτά. Όταν δε φθάσωσιν εις την Βούβαστιν, εορτάζουσι προσφέροντες μεγάλας θυσίας, και εις ταύτην την εορτήν αναλίσκουσι περισσότερον οίνον σταφυλής ή καθ' όλον τον λοιπόν χρόνον. Πλην των παιδίων, συμφοιτώσιν εκεί επτακόσιοι χιλιάδες ανδρών και γυναικών, ως λέγουσιν οι εντόπιοι. Και ταύτα μεν γίνονται εις την Βούβαστιν.
61. Εις δε την Βούσιριν, πώς τελούσι την εορτήν της Ίσιδος είπα ανωτέρω. Μετά τας θυσίας, άνδρες και γυναίκες, πάμπολλαι μυριάδες, τύπτονται· διά ποίον όμως θεόν τύπτονται θα ήτο ανόσιον εις εμέ να είπω. Οι εις την Αίγυπτον κατοικούντες Κάρες πράττουσι τούτο περισσότερον από τους άλλους, τόσον ώστε κόπτουσι και τα μέτωπά των με μαχαίρας· εκ τούτου δε γνωρίζονται ότι είναι ξένοι και ουχί Αιγύπτιοι.
62. Όταν συναθροισθώσι διά να κάμωσι θυσίας εις την πόλιν Σάιν, ανάπτουσιν επί μίαν νύκτα όλοι πολλά λυχνάρια έξω και πέριξ των οικιών. Τα λυχνάρια δε ταύτα είναι μικρά αγγεία πλήρη άλατος και ελαίου, και εις την επιφάνειαν επιπλέει το ελλύχνιον. Τα λυχνάρια καίουσι δι όλης της νυκτός, και η εορτή αύτη καλείται λυχνοκαΐα. Όσοι Αιγύπτιοι δεν έλθωσιν εις την πανήγυριν ταύτην, περιμένοντες την νύκτα της θυσίας, ανάπτουσιν όλοι λυχνάρια, εις τρόπον ώστε ου μόνον η Σάις είναι φωταγωγημένη, αλλ' όλη η Αίγυπτος. Διά ποίον δε λόγον γίνεται η φωτοχυσία και τιμώσι την νύκτα ταύτην, υπάρχει περί τούτου ιερά τις παράδοσις.
63. Εις δε την Ηλιούπολιν και την Βουτώ οι μεταβαίνοντες θυσίας μόνον επιτελούσιν. Εις την Πάπρημιν τηρούσι μεν τας αυτάς θυσίας και ιεροπραξίας ως εις τας άλλας πόλεις, όταν όμως ο ήλιος αρχίση να κλίνη προς την δύσιν, τινές μεν ιερείς ενασχολούνται περί το άγαλμα, άλλοι δε, οι περισσότεροι, κρατούντες ράβδους, ίστανται εις την είσοδον του ναού· ο λαός, ήτοι πολλαί χιλιάδες ανδρών, προσευχόμενοι, ίστανται συμπαγείς εις το αντίθετον μέρος. Από της προτεραίας μεταφέρουσιν εκ του ναού εις άλλο οίκημα ιερόν το άγαλμα το οποίον είναι εντός ναΐσκου εκ ξύλου κεχρυσωμένου. Οι ιερείς, οι οποίοι είχον μείνει περί το άγαλμα, αρχίζουσι να σύρωσι προς τον μέγαν ναόν άρμα τετράτροχον έχον επ' αυτού τον ναΐσκον και το άγαλμα, αλλ' οι εις τα προπύλαια ιστάμενοι δεν επιτρέπουσιν εις αυτούς την είσοδον. Τότε οι ευλαβείς, ερχόμενοι προς βοήθειαν του θεού, τους κτυπώσιν· εκείνοι υπερασπίζονται, σφοδρά ραβδομαχία επακολουθεί, και πολλαί κεφαλαί συντρίβονται. Και υποθέτω μεν ότι πολλοί και αποθνήσκουσιν εκ των τραυμάτων, πλην οι Αιγύπτιοι βεβαιούσιν ότι ουδείς ουδέποτε απέθανεν.
64. Διηγούνται δε ως εξής την σύστασιν της πανηγύρεως ταύτης. Η μήτηρ του Άρεως διέμενεν εις τον ναόν τούτον· ο θεός, ανατρεφόμενος αλλαχού, εγένετο έφηβος και ηθέλησε να εισέλθη διά να συνομιλήση με την μητέρα του· αλλ' οι υπηρέται, οίτινες ποτέ δεν τον είχον ιδεί, δεν τον άφησαν και τον απώθησαν· τότε αυτός έλαβεν ανθρώπους από άλλην πόλιν, έδειρε τους υπηρέτας και εισήλθεν εις της μητρός του. Ιδού, λέγουσι, το έθιμον των ξυλοκοπημάτων κατά την εορτήν του Άρεως. Οι δε Αιγύπτιοι είναι οι πρώτοι οίτινες εσύστησαν ως κανόνα θρησκευτικόν να μη συνευρίσκωνται μετά γυναικών εντός των ναών και να μη εμβαίνωσιν εις αυτούς εάν δεν λουσθώσι μετά την συνουσίασιν. Τωόντι, όλοι σχεδόν οι άνθρωποι (πλην των Αιγυπτίων και των Ελλήνων) μιγνύονται μετά γυναικών εντός των ναών ή εισέρχονται εις αυτούς άλουτοι άμα εγερθώσιν από τας γυναίκας, νομίζοντες ότι οι άνθρωποι κατ' ουδέν διαφέρουσι των λοιπών ζώων. Διότι βλέποντες τα άλλα κτήνη και τα πτηνά οχευόμενα εντός των ναών και των ιερών δασών, λέγουσιν ότι δεν θα εγίνετο τούτο εάν δεν ήτο αρεστόν εις τους θεούς. Και αυτοί μεν ούτω δικαιολογούμενοι πράττουσι τούτο, εγώ όμως φρονώ ανάρμοστον την δικαιολογίαν ταύτην.
65. Οι Αιγύπτιοι μετά μεγίστης προσοχής τηρούσιν όλας τας θρησκευτικάς εντολάς, και ιδίως αυτάς τας οποίας θα είπω. Η Αίγυπτος μολονότι όμορος της Λιβύας, δεν έχει όμως άγρια θηρία, όλα δε τα ζώα όσα υπάρχουσιν εκεί θεωρούνται ιερά, και εκείνα τα οποία ζώσι μετά των ανθρώπων, και εκείνα τα οποία δεν ζώσι μετ' αυτών. Εάν είπω διατί θεωρούνται ιερά, θα εισήγοντο εις την διήγησίν μου πράγματα θεία, τα οποία προ πάντων αποφεύγω να αναφέρω. Όσα δε τοιαύτα ανέφερα επιτροχάδην, τα είπον βιασθείς υπό της ανάγκης. Υπάρχει περί των ζώων το εξής έθιμον· φύλακες εξ αμφοτέρων των φύλων είναι διωρισμένοι να τρέφωσιν έκαστον είδος κεχωρισμένως, ο δε υιός διαδέχεται τον πατέρα εις το τιμητικόν τούτο καθήκον. Οι κάτοικοι των πόλεων εκπληρούσι τας ευχάς των διά των φυλάκων τούτων όταν θέλωσι να αποτείνωσι παράκλησίν τινα προς τον θεόν εις ον ανήκει το ζώον, ξυρίζουσιν είτε όλην την κεφαλήν, είτε το ήμισυ, είτε το τρίτον της κεφαλής των υιών των· θέτουσιν εις τα σταθμά πλάστιγγος, εξ ενός μεν μέρους τα μαλλία, εξ άλλου δε το βάρος αυτών εις άργυρον· οιονδήποτε δε και αν ήναι το βάρος τούτο, το δίδουσιν εις την φύλακα του ζώου· αύτη δε, προς αντάλλαγμα, κόπτει εις τεμάχια ιχθύας και τους δίδει εις τα ζώα να τους φάγωσι. Τοιαύτη είναι η διδομένη εις αυτά τροφή. Εάν τις φονεύση εκουσίως κανέν εκ των ζώων τούτων τιμωρείται με θάνατον· εάν δε το φονεύση ακουσίως, πληρόνει πρόστιμον το οποίον ορίζουσιν οι ιερείς. Όστις φονεύση εκουσίως ή ακουσίως ίβιν ή ιέρακα, ανάγκη να θανατωθή.
66. Όσον μέγας και αν ήναι ο αριθμός των ζώων τα οποία συνδιαιτώνται με τους ανθρώπους, θα ήτο πολύ μεγαλείτερος εάν δεν συνέβαινεν εις τους αιλούρους αυτό το οποίον θα ειπώ. Όταν γεννήσωσιν αι θήλειαι, δεν πλησιάζουσι τους άρρενας· ούτοι δε ζητούντες να μιγώσι με αυτάς και μη δυνάμενοι να το κατορθώσωσι, μηχανώνται το εξής. Αρπάζοντες από των θηλέων και απάγοντες τα τέκνα, φονεύουσιν αυτά· αφού τα φονεύσωσιν όμως, δεν τα τρώγουσι. Τότε αι θήλειαι, στερούμεναι των τέκνων των και επιθυμούσαι άλλα, δεν αποφεύγουσι πλέον τους άρρενας· διότι το ζώον τούτο πολύ αγαπά την διαιώνισιν του είδους του. Εάν συμβή πυρκαϊά, ακολουθούσιν εις τους αιλούρους πράγματα υπερφυσικά· τωόντι, ενώ οι Αιγύπτιοι, ιστάμενοι κατά διαστήματα, προσέχουσι πλειότερον πώς να σώσωσι τους αιλούρους των ή να σβέσωσι το πυρ, τα ζώα ταύτα ολισθαίνουσι διά των κενών διαστημάτων, πηδώσιν υπεράνω των ανθρώπων και ρίπτονται εις τας φλόγας. Εις τα τοιαύτα συμβεβηκότα βαθεία λύπη καταλαμβάνει τους Αιγυπτίους. Όταν είς τινα οικίαν αποθάνη αίλουρος εκ φυσικού θανάτου, οι κάτοικοι αυτής ξυρίζουσι μόνον τας οφρύς των· αλλ' εάν αποθάνη κύων, ξυρίζουσιν όλον το σώμα και την κεφαλήν.
67. Τους νεκρούς αιλούρους μεταφέρουσιν εις οικήματα ιερά· έπειτα, αφού τους ταριχεύσωσι, τους θάπτουσιν εις την Βούβαστιν. Οι κύνες θάπτονται, έκαστος εις την πόλιν του, εντός θηκών ιερών, και οι ιχνεύμονες ομοίως. Αι μυγαλαί και οι ιέρακες φέρονται εις την Βουτώ, αι ίβεις (20) εις την Ερμούπολιν. Αι άρκτοι, αίτινες εισί σπανιώταται, και οι λύκοι οίτινες δεν υπερβαίνουσι τας αλώπεκας κατά το ανάστημα, θάπτονται εις το μέρος όπου ευρέθησαν νεκροί.
68. Του κροκοδείλου η φύσις είναι τοιαύτη. Κατά τους τέσσαρας ψυχροτέρους μήνας του έτους δεν τρώγει τίποτε· μολονότι δε είναι ζώον τετράπουν, ζη συγχρόνως και εις την ξηράν και εις το ύδωρ· διότι γεννά μεν τα ωά του και τα εκλεπίζει εις ξηράν, και διέρχεται το πλείστον της ημέρας εις την όχθην, όλην όμως την νύκτα είναι εντός του ποταμού, καθότι το ύδωρ είναι θερμότερον της αιθρίας και της δρόσου· εξ όλων των θνητών όντων τα οποία γνωρίζομεν, αυτό από το μικρότατον μέγεθος καταντά εις το μέγιστον τα ωά αυτού δεν είναι μεγαλείτερα των της χηνός, και ο νεοσσός γίνεται ισομεγέθης με το ωόν· αυξάνει όμως μέχρι δεκαεπτά πήχεων, και ενίοτε περισσότερον. Έχει οφθαλμούς χοίρου, οδόντας μεγάλους και χαυλιόδοντας εξέχοντας και αναλόγους με το μήκος του σώματος. Είναι το μόνον ζώον το οποίον δεν έχει γλώσσαν. Η κάτω σιαγών αυτού είναι ακίνητος και προσεγγίζει την άνω, όπερ δεικνύει ότι και κατά τούτο διαφέρει από τα άλλα ζώα. Έχει όνυχας ισχυρούς, και επί της ράχεως δέρμα λεπιδωτόν αδιάρρηκτον. Τυφλόν εντός του ύδατος, είναι οξυδερκέστατον εις την ξηράν· επειδή δε διέρχεται το πλείστον του χρόνου εντός του ποταμού, όλον το στόμα του είναι πλήρες βδελλών αίτινες εκμυζώσι το αίμα του. Ζώα και πτηνά το αποφεύγουσιν, αλλά μετά του τροχίλου ζη εν ειρήνη, καθότι το πτηνόν τούτο τω παρέχει ωφέλειαν. Τωόντι, όταν ο κροκόδειλος εξέρχεται του ύδατος και αναβαίνη εις την ξηράν, η πρώτη αυτού ανάγκη είναι να εισπνεύση την πνοήν του ζεφύρου· μένει λοιπόν με στόμα χαίνον, τότε δε ο τροχίλος εισδύει εντός αυτού και τον απαλλάσσει από τας βδέλλας καταπίνων αυτάς. Δέχεται λοιπόν ο κροκόδειλος μετ' ευχαριστήσεως την εκδούλευσιν ταύτην και δεν βλάπτει παντελώς τον τροχίλον.
69. Είς τινας Αιγυπτίους ο κροκόδειλος είναι ιερός, είς τινας δε ου, και οι τελευταίοι ούτοι τον μεταχειρίζονται ως εχθρόν. Οι κατοικούντες περί τας Θήβας και την λίμνην Μοίριν θεωρούσιν αυτόν ιερόν. Έκαστος αυτών τρέφει ένα κροκόδειλον όστις διά της αγωγής καθίσταται χειροήθης· κρεμώσιν εις τα ώτα του ενώτια κρυστάλλινα και χρυσά· περιβάλλουσι με ψέλλια τους εμπροσθίους του πόδας και τω δίδουσι τροφάς εκλεκτάς προερχομένας από τας θυσίας. Τέλος, ζώντα μεν τον περιποιούνται πολύ, αποθανόντα δε τον ταριχεύουσι και τον θάπτουσιν εις ιεράς θήκας. Εξ εναντίας, οι κατοικούντες την Ελεφαντίνην πόλιν τρώγουσι τους κροκοδείλους, ουδόλως νομίζοντες αυτούς ιερούς. Καλούνται δε ουχί κροκόδειλοι, αλλά χάμψαι· τους ωνόμασαν δε κροκοδείλους οι Ίωνες, ευρίσκοντες ότι ομοιάζουσι κατά το σχήμα με τους κροκοδείλους (21) οίτινες γεννώνται εις τα μέρη των εντός των φρακτών.
70. Οι Αιγύπτιοι τους συλλαμβάνουσι διά πολλών και διαφόρων τρόπων, αλλ' εγώ θα περιγράψω εκείνον όστις μοι φαίνεται μάλλον άξιος διηγήσεως. Ο αλιεύς, αφού δελεάση το άγκιστρον με ράχιν χοίρου, το αφίνει να κυματίζη εις το μέσον του ποταμού· αυτός δε κρατών δέλφακα (22) ζωντανόν εις το χείλος του ποταμού, τον κτυπά. Ακούων την φωνήν ο κροκόδειλος, τρέχει προς αυτήν, και συναντών το άγκιστρον, το καταπίνει τότε οι άνθρωποι τον έλκουσιν από το ύδωρ. Αφού δε εξελκυσθή εις την γην, προ παντός άλλου ο αλιεύς χρίει, τους οφθαλμούς αυτού με πηλόν. Τούτου γενομένου, το ζώον ευκολώτατα δαμάζεται άλλως, μετά πολλού κόπου το κατορθόνει.
71. Οι δε ιπποπόταμοι εις μεν τον Παπρημίτην νομόν είναι ιεροί, εις δε τους άλλους Αιγυπτίους δεν είναι ιεροί. Ιδού δε ποία είναι η φυσική αυτών μορφή. Είναι ζώον τετράπουν, δίχηλον, έχει οπλάς βοός, ρίνα σιμήν, χαυλιόδοντας εξέχοντας· έχει χαίτην, ουράν και χρεμετισμόν ίππου· το μέγεθος αυτού είναι όσον και του μεγίστου βοός. Το δέρμα δε αυτού τόσον είναι παχύ, ώστε αφού ξηρανθή κατασκευάζουσιν εξ αυτού ακόντια.
72. Γεννώνται επίσης και ενυδρίδες εντός του ποταμού, τας οποίας θεωρούσιν ιεράς· εξ όλων των ιχθύων νομίζονται ως ιερά το λεπιδωτόν και η έγχελυς· αυτά τα δύο λέγουσιν ότι είναι αφιερωμένα εις τον Νείλον, εκ δε των πτηνών οι χηναλώπεκες.
73. Υπάρχει και έτερον πτηνόν ιερόν το οποίον καλείται φοίνιξ· εγώ ουδέποτε το είδον ειμή εν ζωγραφία, καθότι σπανίως έρχεται εις την Αίγυπτον, ανά πεντακόσια έτη, ως λέγουσιν οι κάτοικοι της Ηλιουπόλεως· προσθέτουσι δε ότι έρχεται όταν αποθάνη ο πατήρ του. Εάν υπάρχη αληθώς όπως το εικονίζουσι, τα πτερά αυτού είναι άλλα χρυσοειδή άλλα δε ερυθρά, κατά τι μέγεθος δε ομοιάζει πολύ με αετόν. Λέγουσιν ότι ο φοίνιξ πράττει τα ακόλουθα τα οποία με φαίνονται απίστευτα· ορμώμενος από την Αραβίαν, φέρει εις τον εν Ηλιουπόλει ναόν του Ηλίου τον πατέρα του περικεκαλυμμένον με σμύρναν και τον θάπτει εκεί διά του εξής τρόπου· πρώτον μεν πλάττει εκ σμύρνης ωόν τόσον μέγα όσον δύναται να βαστάση· έπειτα δοκιμάζει τας δυνάμεις του. Αφού δε δοκιμάση, ορύττει το ωόν και θέτει τον πατέρα του εντός αυτού· έπειτα, με άλλην σμύρναν πληροί το σχηματισθέν κενόν, εις τρόπον ώστε το ωόν να επανεύρη τα αρχικόν βάρος του, και τέλος φέρει αυτό ως έχει εις τον εν Αιγύπτω ναόν του Ηλίου. Ταύτα λέγουσιν ότι πράττει αυτό το όρνεον.
74. Περί τας Θήβας δε υπάρχουσιν όφεις ιεροί οίτινες ουδόλως βλάπτουσι τους ανθρώπους· είναι ούτοι πολύ μικροί και έχουσι κέρατα εις την κορυφήν της κεφαλής· όταν δε αποθάνωσι, τους θάπτουσιν εις τον ναόν του Διός, καθότι λέγουσιν ότι είναι καθιερωμένοι εις τον θεόν τούτον.
75. Υπάρχει εις την Αραβίαν χώρα κειμένη σχεδόν απέναντι της πόλεως Βουτούς· εκεί μετέβην όπως εξετάσω περί των πτερωτών όφεων. Φθάσας είδον οστά και ακάνθας όφεων τόσον πλήθος ώστε είναι αδύνατον να τα διηγηθώ. Ήσαν άπειροι σωροί ακανθών, άλλοι μεν μεγάλοι, άλλοι μέτριοι, και άλλοι μικροί. Το δε μέρος εις το οποίον ευρίσκονται διεσπαρμέναι αι άκανθαι αύται είναι η δίοδος εκ στενής κοιλάδος εις ευρείαν πεδιάδα, ήτις συνέχεται με την πεδιάδα της Αιγύπτου. Λέγεται δε ότι άμα τω έαρι οι πτερωτοί όφεις πετώσι και έρχονται από την Αραβίαν εις την Αίγυπτον· αλλ' αι ίβεις εξέρχονται προς συνάντησίν των εις την δίοδον ταύτην, τους εμποδίζουσι να προχωρήσωσι και τους φονεύουσι. Τούτου ένεκα οι Αράβιοι λέγουσιν ότι τιμάται μεγάλως η ίβις υπό των Αιγυπτίων· ομολογούσι δε και οι Αιγύπτιοι ότι διά την αιτίαν ταύτην τιμώσιν αυτά τα πτηνά.
76. Είναι δε το σχήμα της ίβιος τοιούτο· είναι μέλαινα και έχει σκέλη γεράνου· το ρύγχος αυτής είναι κατά το πλείστον κυρτόν και το ανάστημά της όσον της κρεκός. Τοιαύτη η μορφή των μαύρων τούτων αντιπάλων των όφεων· αλλ' αι ίβεις (υπάρχουσι δε δύο είδη αυτών) αι συχνότερον απαντώμεναι εις τα βήματα των ανθρώπων, έχουσι την κεφαλήν άτριχον καθώς και τον λαιμόν, τα πτερά των είναι λευκά, πλην της κεφαλής, του αυχένος, της άκρας των πτερύγων και της άκρας της ουράς άτινα είναι κατάμαυρα· τα σκέλη δε αυτών και το ρύγχος είναι όμοια με τα του άλλου είδους. Οι δε όφεις ομοιάζουσι με τους ύδρους (23), αι απτίλωτοι δε αυτών πτέρυγες ομοιάζουσι με τας των νυκτερίδων. Αλλά αρκούσιν όσα είπομεν περί των ιερών ζώων.
77. Όσοι δε εκ των Αιγυπτίων κατοικούσι το καλλιεργημένον μέρος της Αιγύπτου, ασκούντες το μνημονικόν των, είναι οι μάλλον λόγιοι από όλους τους ανθρώπους όσους επλησίασα και εδοκίμασα. Ιδού η δίαιτα την οποίαν ακολουθούσι προσέχοντες να διατηρώσι την υγείαν των, επί τρεις ημέρας συνεχείς εκάστου μηνός προκαλούσι κενώσεις δι' εμετικών και κλυσμάτων, διότι φρονούσιν ότι όλαι αι ασθένειαι του ανθρώπου προέρχονται από τας τροφάς. Και αν όμως έλειπον αι προφυλάξεις αύται, πάλιν οι Αιγύπτιοι θα ήσαν οι μάλλον υγιείς από όλους τους ανθρώπους μετά τους Λίβυας· αιτία δε τούτου είναι, ως νομίζω, η σταθερότης των ωρών του έτους. Τωόντι αι ασθένειαι προέρχονται και από τας μεταβολάς των άλλων πραγμάτων, προ πάντων όμως από την μεταβολήν των εποχών. Τρέφονται με άρτους εκ ζειάς τους οποίους ονομάζουσι κυλλήστεις· πίνουσι δε οίνον τον οποίον κατασκεάζουσιν από κριθήν, διότι δεν υπάρχουσιν άμπελοι εις την χώραν. Τρώγουσιν ιχθύας ωμούς, άλλους μεν ξηρανθέντας εις τον ήλιον, άλλους δε παστωθέντας εις την άλμην. Εκ των πτηνών ταριχεύουσι τους όρτυγας, τας νήσσας και τα μικρά πτηνά, και τα τρώγουσιν ωμά. Όλα δε τα άλλα όσα έχουσιν είτε πτηνά είτε ιχθύας, πλην των θεωρουμένων ως ιερών, τα τρώγουσιν οπτά ή βραστά.
78. Εις τα συμπόσια των πλουσίων, αφού τελειώση το φαγητόν, άνθρωπός τις φέρει εντός θήκης την ξυλίνην εικόνα σώματος νεκρού κάλλιστα μιμημένην υπό του γλύπτου και του ζωγράφου, και μήκος έχουσαν μιας ή δύο πήχεων. Δεικνύων δε αυτήν εις έκαστον των συμποτών, λέγει· «Τούτον βλέπων πίνε και τέρπου, διότι τοιούτος θα γίνης αφού αποθάνης.» Ταύτα πράττουσιν εις τα συμπόσια.
79. Διατηρούσι δε τα πάτρια έθιμα και δεν παραδέχονται νέα. Μεταξύ άλλων πολλών λίαν αξιολόγων είναι και ο Αίνος, άσμα εν χρήσει εις την Φοινίκην, εις την Κύπρον και αλλαχού, όπερ μεταβάλλει όνομα κατά τα διάφορα έθνη· συμπίπτει δε να ήναι όμοιον με εκείνο το οποίον άδουσιν οι Έλληνες ονομάζοντες αυτό Λίνον· ώστε μεταξύ των άλλων πολλών εθαύμαζον προσέτι και διά τον Λίνον, πόθεν τον έλαβον. Φαίνεται ότι πάντοτε τον έψαλλον· αιγυπτιστί δε ο Λίνος ονομάζεται Μανέρως, και οι Αιγύπτιοι λέγουσιν ότι τούτο ήναι το όνομα του μονογενούς υιού του πρώτου βασιλέως των, ότι αφού ο Μανέρως ούτος απέθανε προώρως, ο λαός τον ετίμησε διά των θρήνων του, και ότι εκ τούτου επήγασε το πρώτον και μόνον τούτο άσμα.
80. Με τους Λακεδαιμονίους μόνους συμφωνούσιν οι Αιγύπτιοι και κατά τι άλλο· οι νέοι, όταν συναντώσι τους πρεσβυτέρους, υποχωρούσι και εκτρέπονται της οδού, και όταν πλησιάζωσιν οι πρεσβύτεροι, εγείρονται οι νεώτεροι από τας έδρας των. Κατά το ακόλουθον όμως δεν συμφωνούσι με κανέν ελληνικόν έθνος· αντί να χαιρετίζωσιν αλλήλους καθ' οδόν διά της φωνής, προσκυνούσι καταβιβάζοντες την χείρα μέχρι γόνατος.
81. Φορούσι δε χιτώνας λινούς με θυσάνους περί τα σκέλη· ονομάζουσι δε τους θυσάνους τούτους καλασίρεις, και άνωθεν του χιτώνος φορούσι μανδύας εκ μαλλίου λευκού. Δεν εισέρχονται όμως με μάλλινα ενδύματα εις τους ναούς, διότι θεωρείται ως ανόσιον, αλλά τα συνθάπτουσι με τους αποθνήσκοντες. Κατά τούτο συμφωνούσι με τας ορφικάς παραδόσεις τας οποίας καλούσιν επίσης βακχικάς, αίτινες τηρούνται υπό των Αιγυπτίων και των Πυθαγορείων, καθότι οι τελευταίοι ούτοι θεωρούσιν ανόσιον να θάπτωσι με μάλλινα ενδύματα εκείνον όστις είναι μεμυημέος εις τα μυστήρια. Εις το έθιμον δε τούτο αποδίδουσιν αιτίαν θρησκευτικήν.
82. Εφεύρον επίσης οι Αιγύπτιοι το ακόλουθον· έκαστος μην, εκάστη ημέρα ανήκει είς τινα των θεών, και πας άνθρωπος δύναται να προΐδη, από την ημέραν της γεννήσεώς του, τι μέλλει να τω συμβή, πώς θα αποθάνη και οποίος τις θα γίνη. Οι Έλληνες ποιηταί ωκειοποιήθησαν την εφεύρεσιν ταύτην. Προς τούτοις οι Αιγύπτιοι παρετήρησαν πλειότερα θαύματα από όλους τους άλλους ανθρώπους, διότι τίποτε δεν αφίνουσι να παρέλθη χωρίς να το εξετάσωσι και σημειώσωσι τι θα συμβή, ώστε εάν παρόμοιόν τι παρουσιασθή πάλιν, κρίνουσιν εκ του πρώτου περί των συνεπειών αυτού.
83. Παρ' αυτοίς η μαντική τέχνη δεν αποδίδεται εις κανένα άνθρωπον, αλλ' είς τινας θεούς· τα μαντεία της χώρας είναι του Ηρακλέους, του Απόλλωνος, της Αθηνάς, της Αρτέμιδος, του Άρεως, του Διός και της Λητούς· το τελευταίον τούτο, το οποίον τιμώσι πλειότερον όλων, είναι εις την πόλιν Βουτώ. Οι δε χρησμοί των μαντείων τούτων δεν δίδονται ομοίως, αλλά διαφοροτρόπως.
84. Η δε ιατρική είναι διανενεμημένη κατά τον ακόλουθον τρόπον· έκαστος ιατρός ασχολείται εις έν μόνον είδος ασθενείας και ουχί εις πολλά· και άλλοι μεν είναι ιατροί των οφθαλμών, άλλοι της κεφαλής, άλλοι των οδόντων, άλλοι της κοιλίας και άλλοι των αφανών ασθενειών.
85. Ιδού δε ποία είναι τα μοιρολογήματα και οι ενταφιασμοί αυτών. Όταν απολέσωσι συγγενή τινα τον όποιον εσέβοντο, όλαι αι γυναίκες της οικογενείας, αφού αλείψωσι την κεφαλήν και το πρόσωπόν των με πηλόν, αφίνουσι το σώμα εις την οικίαν, περιέρχονται είς την πόλιν, και έχουσαι τα φορέματα καταβιβασμένα μέχρι της ζώνης και τους μαστούς γυμνούς, κτυπώσι το στήθος των· το αυτό δε πράττουσι και όλαι αι φίλαι των. Αφ' έτερου δε οι άνδρες, έχοντες επίσης γυμνόν το στήθος, κτυπώνται ομοίως· τούτου γενομένου, λαμβάνουσι το σώμα και το κομίζουσιν εις το ταριχευτήριον.
86. Την τέχνην της ταριχεύσεως εξασκούσιν άνθρωποι επί τούτω διωρισμένοι. Άμα κομισθή εις αυτούς ο νεκρός, οι ταριχευταί δεικνύουσιν εις τους φέροντας αυτόν διάφορα ξύλινα υποδείγματα πτωμάτων, απομεμιμημένα διά της ζωγραφικής. Και το μεν πρώτον, το οποίον λέγουσιν ότι είναι καλλίτερον, είναι εκείνου του οποίου δεν μοι φαίνεται πρέπον να αναφέρω το όνομα επί τοιούτου πράγματος (24) το δεύτερον δε το οποίον δεικνύουσιν, είναι κατώτερον και ευθηνότερον το δε τρίτον ευθηνότατον. Αφού δε εξηγήσωσι ταύτα, ερωτώσι τους κομίζοντας πώς θέλουσι να σκευασθή ο νεκρός και αφού συμφωνήσωσι περί της τιμής, φεύγουσιν οι κομίσαντες. Τότε οι ταριχευταί, μένοντες εις δωμάτιον, εκτελούσι το πρώτον είδος της ταριχεύσεως. ως εξής πρώτον, διά σιδήρου κυρτού, εξάγουσι τον εγκέφαλον διά των ρωθώνων, τουλάχιστον το περισσότερον μέρος αυτού, το δε επίλοιπον διά τινων διαλυτικών ουσιών. Έπειτα, δι' αιθιοπικού λίθου ηκονισμένου, σχίζουσι τα πλευρά, εκβάλλουσιν όλα τα εντόσθια της κοιλίας, την πλύνουσι με οίνον εκ Φοίνικος, την επιπάσσουσι με τετριμμένα αρωματικά, και τέλος την ράπτουσι πάλιν αφού γεμίσωσιν αυτήν με σμύρναν καθαράν, με κασίαν και με άλλα αρωματικά πλην λιβανωτού. Τούτων πάντων γενομένων, ξηραίνουσι το σώμα εντός νάτρου, και το αφίνουσιν εκεί επί εβδομήκοντα ημέρας, και όχι περισσότερον διότι δεν είναι συγχωρημένον. Μετά την παρέλευσιν των εβδομήκοντα τούτων ημερών, πλύνουσι το σώμα και το περικαλύπτουσιν ολόκληρον με λωρία εκ λεπτοτάτου λινού, βεβρεγμένα εις κόμμι, του οποίου μεγάλην χρήσιν κάμνουσιν οι Αιγύπτιοι αντί κόλλης. Τότε οι συγγενείς λαμβάνουσι πάλιν το πτώμα, το κλείουσιν εντός ξυλίνης θήκης σχήμα εχούσης ανθρώπινον, και το αποθέτουσιν ορθόν επί του τοίχου εις το επιτάφιον δωμάτιον. Και αύτη μεν είναι η μάλλον δαπανηρά ταρίχευσις.
87. Δι' εκείνους δε οίτινες προτιμώσι την μεσαίαν ταρίχευσιν και θέλουσι να αποφύγωσι τα πολλά έξοδα, οι ταριχευταί σκευάζουσι τους νεκρούς ως εξής. Αφού γεμίσωσι τα κλυστήριά των με έλαιον εκ κέδρου, χύνουσι το έλαιον τούτο εις την κοιλίαν του νεκρού, χωρίς μήτε να την σχίσωσι μήτε να εξαγάγωσι τα εντόσθια, και προσέχουσιν ώστε να μένη το έλαιον εντός και μη διαφεύγη. Έπειτα βυθίζουσι το σώμα εις νάτρον και το αφίνουσιν εκεί όλον τον προσδιωρισμένον χρόνον, την δε τελευταίαν ημέραν εκβάλλουν από την κοιλίαν το έλαιον της κέδρου το οποίον είχον εισαγάγει προηγουμένως. Αυτό δε έχει τόσην δύναμιν ώστε εξάγει ομού έντερα και σπλάγχνα, όλα διαλελυμένα. Εξωτερικώς το νάτρον ξηραίνει τας σάρκας, και δεν μένει άλλο από τον νεκρόν ειμή δέρμα και οστά· τούτων πάντων γενομένων, τον αποδίδουσιν εν τοιαύτη καταστάσει χωρίς να φροντίσωσι πλέον περί ουδενός άλλου.
88. Ιδού δε και το τρίτον είδος της ταριχεύσεως όπερ είναι εν χρήσει παρά τοις πτωχοτέροις· οι ταριχευταί κάμνουσιν εις την κοιλίαν εγχύσεις εκ ζωμού ραφανιδών και ξηραίνουσι τον νεκρόν εν τω νάτρω επί εβδομήκοντα ημέρας· έπειτα τον αποδίδουσιν εις τους συγγενείς διά να τον λάβωσιν (25).
89. Όταν αποθάνωσιν αι γυναίκες επισήμων ανδρών, δεν τας δίδουσιν αμέσως προς ταρίχευσιν, καθώς ούτε εκείνας αίτινες ήσαν ωραίαι και πολλού λόγου, αλλά μετά την τρίτην ή την τετάρτην ημέραν τας παραδίδουσιν εις τους ταριχευτάς. Πράττουσι δε τούτο διότι φοβούνται μήπως συνουσιασθώσιν οι ταριχευταί μετά των γυναικών τούτων, καθότι ως λέγεται είς εξ αυτών συνελήφθη επ' αυτοφώρω μιαίνων το σώμα προσφάτως αποθανούσης γυναικός· τον κατήγγειλε δε ο σύντροφός του.
90. Όστις είτε μεταξύ των Αιγυπτίων είτε μεταξύ των ξένων αδιακρίτως ευρέθη φονευμένος υπό κροκοδείλου ή πνιγείς υπό του ποταμού, εις οιανδήποτε πόλιν εξενεχθή το πτώμα του, ανάγκη πάσα να ταριχευθή τη φροντίδι των κατοίκων της πόλεως ταύτης· Αυτοί τον κηδεύουσι διά του μάλλον δαπανηρού τρόπου και τον θέτουσιν εις τας ιεράς των θήκας. Δεν είναι δε επιτετραμμένον μήτε εις τους φίλους του, μήτε εις τους συγγενείς του, να τον εγγίσωσιν, αλλ' οι ιερείς του Νείλου τον λαμβάνουσι και τον θάπτουσιν ως πτώμα πλέον ή ανθρώπινον.
91. Αποφεύγουσι να μεταχειρίζωνται Ελληνικά έθιμα, και εν συντόμω ουδενός έθνους. Όλοι δε οι Αιγύπτιοι προσέχουσιν εις τούτο πολύ. Ουχ ήττον ευρίσκεται πλησίον της Νέας πόλεως, εν τω νομώ των Θηβών, μεγάλη τις πόλις ης το όνομα είναι Χέμμις. Εν τη πόλει ταύτη υπάρχει ναός τετράγωνος καθιερωμένος εις τον Περσέα, υιόν της Δανάης, πέριξ του οποίου είναι φυτρωμένοι φοίνικες. Τα προπύλαια αυτού είναι λίθινα, πολύ υψηλά και επ' αυτών είναι δύο μεγάλοι λίθινοι ανδριάντες. Εις τον περίβολον τούτον είναι ναός, και εντός του ναού το άγαλμα του Περσέως. Οι Χεμμίται λέγουσιν ότι ο Περσεύς πολλάκις επεφάνη εις αυτούς, είτε εις διάφορα μέρη της πόλεώς των είτε εντός του ναού, και ότι εύρον εν των σανδαλίων του, δύο πήχεων το μήκος· προσθέτουσι δε ότι οσάκις φανή, όλη η Αίγυπτος ευδαιμονεί. Ιδού δε τι λέγουσι και ιδού τι πράττουσι, κατά μίμησιν των Ελλήνων, προς τιμήν του Περσέως· τελούσιν αγώνα γυμνικόν, υπερβαίνοντα όλους τους άλλους αγώνας, εις ον οι νικηταί λαμβάνουσι κτήνη, χλαίνας και δέρματα. Όταν τους ηρώτησα διατί μόνον εις αυτούς ο Περσεύς συνειθίζει να εμφανίζεται, και διατί διέφερον από τους άλλους Αιγυπτίους συστήσαντες αγώνα γυμνικόν, μοι απεκρίθησαν ότι ο Περσεύς κατήγετο από την πόλιν των, και ότι ο Δαναός και ο Λυγκεύς, Χεμμίται αμφότεροι, μετέβησαν διά θαλάσσης εις την Ελλάδα. Καταβαίνοντες δε από τους ήρωας τούτους, απηρίθμησαν τους απογόνους των μέχρι του Περσέως, έπειτα προσέθηκαν. «Φθάσας ούτος εις την Αίγυπτον διά την αιτίαν την οποίαν αναφέρουσι και οι Έλληνες, διά να φέρη δηλαδή την κεφαλήν της Γοργούς εκ της Λιβύας, ήλθεν εις την πόλιν μας και μας ανεγνώρισεν όλους ως συγγενείς του· διότι πριν μεταβή εις την Αίγυπτον είχε μάθει παρά της μητρός του το όνομα του Χέμμιος, και κατά παραγγελίαν αυτού συνεστήσαμεν τον γυμνικόν αγώνα.»
92. Και ταύτα μεν τα έθιμα τηρούσιν οι κατοικούντες πέραν των ελών· οι δε κατοικούντες τα έλη, έθιμα μεν έχουσι τα αυτά με τους άλλους Αιγυπτίους, και προσέτι μίαν μόνον γυναίκα λαμβάνει ο καθείς, ως οι Έλληνες· διά να εξοικονομώσι δε την τροφήν των εφεύρον τα ακόλουθα. Όταν ο ποταμός εξογκωθή και καταστήση την πεδιάδα πέλαγος, πλήθος κρίνων, τα οποία οι Αιγύπτιοι καλούσι λωτόν, φύονται εν τω ύδατι. Ταύτα συνάζοντες τα ξηραίνουσιν εις τον ήλιον, κοπανίζουσι το μέσον του λωτού, όπερ ομοιάζει με μήκωνα, και κατασκευάζουσιν εξ αυτού άρτον τον οποίον ψήνουσιν εις το πυρ. Τρώγεται δε και η ρίζα του λωτού τούτου και είναι αρκετά γλυκεία, στρογγύλη και μεγάλη ως μήλον. Υπάρχουσι δε και άλλα κρίνα όμοια με ρόδα, τα οποία παράγει ο ποταμός. Τούτων οι καρποί εξέρχονται από την ρίζαν εις κάλυκας ιδιαιτέρους οίτινες έχουσιν εντός κελλεία απαραλλάκτως ως αι φωλεαί των σφηκών· είναι εδώδιμοι και χονδροί ως οι πυρήνες της ελαίας· τους τρώγουσι δε και ωμούς και ξηρούς. Η βύβλος είναι φυτόν χρονικόν, το οποίον οι Αιγύπτιοι συνάζουσιν επίσης από τα έλη και κόπτουσί το άνω μέρος αυτού προς διαφόρους χρήσεις· το δε κάτω μέρος, μακρόν κατά ένα πήχυν, το τρώγουσιν ή το πωλούσιν. Όσοι θέλουσι να έχωσι καλήν βύβλον, την κλείουσιν εντός κλιβάνου κοκκινίσαντος από το πυρ και την τρώγουσι τοιουτοτρόπως εψημένην. Τινές εξ αυτών ζώσι μόνον με ιχθύας, τους οποίους αφού συλλάβωσι και κενώσωσι την κοιλίαν των, τους ξηραίνουσιν εις τον ήλιον, και έπειτα τους τρώγουσι ξηρούς.
93. Οι κατά αγέλας πορευόμενοι ιχθύες είναι σπάνιοι εις τον ποταμόν· ούτοι ζώσιν εις τα έλη και όταν καταλάβη αυτούς ο οίστρος της εγκυμοσύνης, εκπλέουσιν αγεληδόν εις την θάλασσαν. Προπορεύονται οι άρρενες ρίπτοντες τον σπόρον κατά την πορείαν των, αι δε θήλειαι, αίτινες τους ακολουθούσιν, απορροφώσιν αυτόν και τοιουτοτρόπως συλλαμβάνουσιν. Αφού δε συλλάβωσιν εις την θάλασσαν, επιστρέφουσι πάλιν εις τα συνήθη κατοικητήριά των· αλλά τότε δεν προπορεύονται πλέον οι άρρενες, αλλά πλέουσιν εμπρός αι θήλειαι. Ενώ δε προπορεύονται, πράττουσιν ως και οι άρρενες· ρίπτουσι τα ωά έχοντα μέγεθος μικρών κέγχρων· ερχόμενοι δε όπισθεν οι άρρενες, καταπίνουσι τους μικρούς τούτους κέγχρους. Είναι δε οι κέγχροι ούτοι ιχθύες· όσοι εκ των κέγχρων σωθώσι και δεν καταποθώσιν, ούτοι τρεφόμενοι γίνονται ιχθύες. Εκ των ιχθύων τούτων, όσοι μεν αλιευθώσιν όταν πλέωσι προς την θάλασσαν, έχουσι πεπιεσμένον το αριστερόν μέρος της κεφαλής, όσοι δε αλιευθώσιν ενώ επανακάμπτουσιν, έχουσι πεπιεσμένον το δεξιόν μέρος της κεφαλής. Η αιτία του φαινομένου τούτου είναι διότι όταν μεν πλέωσι προς την θάλασσαν, ακολουθούσι την αριστεράν όχθην του ποταμού, όταν δε επιστρέφωσιν οπίσω, ακολουθούσι την δεξιάν τόσον εγγύς ώστε προστρίβονται εις την ξηράν διά να μη πλανηθώσι της οδού των υπό του ρεύματος. Όταν άρχεται να πληρούται ο Νείλος, πρώτον μεν καλύπτονται τα κοίλα μέρη της γης και τα τέλματα όσα είναι πλησίον του ποταμού. Άμα δε καλυφθώσι ταύτα, αμέσως πληρούνται τα πάντα υπό μικρών ιχθύων. Πόθεν δε γεννώνται ούτοι πιθανώς νομίζω ότι το ενόησα. Το προηγούμενον έτος, όταν αποσύρεται ο ποταμός, τα θήλεα αποθέτοντα τα ωά των εις τον πηλόν αναχωρούσι με τα τελευταία ύδατα· αφού δε παρέλθη το έτος και επανέλθη το ύδωρ, εκ των ωών τούτων αμέσως γεννώνται ιχθύες. Και διά μεν τους ιχθύας ούτως έχει.
94. Έλαιον δε οι κατοικούντες παρά τα έλη Αιγύπτιοι μεταχειρίζονται το παραγόμενον εκ του καρπού των σιλλικυπρίων, το οποίον οι Αιγύπτιοι καλούσι κίκι. Ιδού δε πώς το έχουσι· σπείρουσιν εις τα χείλη των ποταμών και των λιμνών τα σιλλικύπρια ταύτα, τα οποία εις την Ελλάδα αυτομάτως φύονται άγρια· αυτά σπειρόμενα εις την Αίγυπτον, φέρουσι πολύν πλην δυσώδη καρπόν. Μετά την συγκομιδήν, άλλοι μεν τα διατηρούσι και εξάγουσι το έλαιον, άλλοι δε, αφού αφαιρέσωσι πάσαν υγρασίαν αυτών, τα βράζουσι και συλλέγουσι το εξ αυτών χυνόμενον ρευστόν· είναι δε τούτο παχύ και επίσης καλόν διά τον λύχνον ως το εκ της ελαίας έλαιον, αλλ' έχει οσμήν ανυπόφορον.
95. Κατά δε των κωνώπων, οι οποίοι είναι άφθονοι, μεταχειρίζονται οι Αιγύπτιοι διάφορα μέσα καταστροφής. Όσοι μεν κατοικούσιν υπεράνω των ελών, κτίζουσι πύργους εις τους οποίους αναβαίνουσι και κοιμώνται· διότι οι κώνωπες, ένεκα του ανέμου, δεν δύνανται να πετώσιν υψηλά. Όσοι δε κατοικούσι περί τα έλη, αντί των πύργων, επενόησαν άλλο· πας άνθρωπος κρατεί δίκτυον· με αυτό δε την μεν ημέραν αλιεύει, την δε νύκτα περικαλύπτει την κλίνην του, και έπειτα ολισθαίνων κάτωθεν κοιμάται. Οι δε κώνωπες, εάν μεν ο άνθρωπος κοιμάται τετυλιγμένος εις ιμάτιον ή σινδόνην, δάκνουσιν αυτόν, διά μέσου όμως του δικτύου ούτε δοκιμάζουσιν.
96. Τα πλοιάρια των Αιγυπτίων, εκείνα τα οποίας χρησιμεύουσι προς μεταφοράν των εμπορευμάτων, είναι κατεσκευασμένα από ακακίαν, δένδρον του οποίου το σχήμα ομοιάζει με τον λωτόν της Κυρήνης, και του οποίου τα δάκρυα είναι κόμμι. Εκ της ακακίας λοιπόν ταύτης κόπτουσι σανίδας μακράς μέχρι δύο πήχεων και τας προσκολλώσιν ως πλίνθους· διά να στερεώσωσι δε τας σανίδας και δώσωσιν εις αυτάς σχήμα πλοίου, τας συνδέουσι με χονδρούς και μακρούς πασσάλους. Αφού τοιουτοτρόπως κατασκευάσωσι το σκάφος, θέτουσιν έπειτα το κατάστρωμα· και στραβόξυλα μεν δεν μεταχειρίζονται, έσωθεν δε πακτόνουσι τους αρμούς με βύβλον. Έν μόνον πηδάλιον προσαρμόζουσιν όπερ διαπερά την τρόπιν· ο ιστός είναι εκ ξύλου ακακίας, τα ιστία εκ βύβλου. Ταύτα δε τα πλοία άνω μεν του ποταμού δεν δύνανται να πλέωσιν εάν δεν πνέη άνεμος ορμητικός, τα έλκουσιν όμως εκ της όχθης και καταβαίνουσι το ρεύμα τοιουτοτρόπως· έχουσι θύραν κατεσκευασμένην εκ μυρίκης και εις αυτήν ερραμμένον πλέγμα εκ καλάμων, προσέτι δε τρυπημένην πέτραν έχουσαν βάρος τουλάχιστον δύο ταλάντων. Και την μεν θύραν δεδεμένην με σχοινίον αφίνουσι να φέρεται έμπροσθεν του πλοίου, την δε πέτραν με άλλο σχοινίον όπισθεν. Το πλέγμα ακολουθεί το ρεύμα του ύδατος, τρέχει ταχέως και σύρει την βάριν (ούτω καλούνται τα πλοιάρια ταύτα), ο δε λίθος συρόμενος όπισθεν και εγγίζων τον βυθόν του ποταμού, μετριάζει την κίνησιν. Τοιαύτα πλοία έχουσι πολλά, τινά δε φέρουσι βάρος πολλών χιλιάδων ταλάντων.
97. Όταν ο Νείλος εκχειλίση και καλύψη την χώραν, μόνον αι πόλεις φαίνονται υπέρ το ύδωρ, απαραλλάκτως ως αι νήσοι του Αιγαίου πελάγους· διότι τα μεν άλλα μέρη της Αιγύπτου γίνονται πέλαγος, μόναι δε αι πόλεις υπερέχουσιν. Όταν συμβαίνη τούτο, αι διαπορθμεύσεις γίνονται ουχί διά του ρεύματος του ποταμού, αλλά διά της πεδιάδος· ώστε διά να μεταβή τις εκ της Ναυκράτιος εις την Μέμφιν, πρέπει να διέλθη πλησίον των πυραμίδων, ενώ ο συνήθης δρόμος δεν είναι αυτός, αλλ' εκ της γωνίας του Δέλτα και της πόλεως Κερκασώρου. Από της θαλάσσης δε και του Κανώβου εις την Ναύκρατιν, πλέων διά πεδιάδος, θα διέλθης διά της πόλεως Ανθύλλης και της λεγομένης Αρχανδρουπόλεως.
98. Μεταξύ των πόλεων τούτων η Άνθυλλα, πόλις σημαντική, εξελέγη διά να παρέχη τα υποδήματα του κατά καιρόν βασιλέως της Αιγύπτου. Τούτο δε γίνεται αφότου η Αίγυπτος υπετάγη εις τους Πέρσας. Η άλλη με φαίνεται ότι έλαβε το όνομα από τον γαμβρόν του Δαναού Άρχανδρον, υιόν του Φθίου και έγγονόν του Αχαιού, δι' ο και λέγεται Αρχάνδρου πόλις. Και επί τη υποθέσει δε ότι υπήρξε και άλλος Άρχανδρος, το όνομα όμως τούτο δεν είναι Αιγυπτιακόν.
99. Όσα μέχρι τούδε είπον περί Αιγύπτου τα είδον ιδίοις όμμασι, τα έκρινα ο ίδιος και τα εξέτασα· όσα δε θα είπω κατόπιν είναι λόγοι των Αιγυπτίων καθώς τους ήκουσα· ευρίσκονται όμως μεταξύ αυτών καί τινα των οποίων εγενόμην αυτόπτης. Οι ιερείς με είπον ότι ο πρώτος βασιλεύς της Αιγύπτου Μην απεγεφύρωσεν όλην την Μέμφιν, διότι πρότερον ο ποταμός εξετείνετο μέχρι του ψαμμώδους όρους του προς το μέρος της Λιβύας. Ο Μην εγέμισε με χώμα, εκατόν στάδια υπεράνω της Μέμφιος, τον προς μεσημβρίαν διευθυνόμενον βραχίονα του Νείλου, εξήρανε την αρχαίαν κοίτην την οποίαν είχον ορύξει τα ύδατα, και τα ηνάγκασε να ρέωσι διά μέσου της κοιλάδος. Και σήμερον ακόμη ο μετατετραμμένος ούτος βραχίων είναι αντικείμενον μεγάλης προσοχής εκ μέρους των Περσών οίτινες τον φράττουσιν ανά παν έτος· διότι, εάν συμβή ο ποταμός να διαρρήξη το πρόχωμα και να το υπερβή, η Μέμφις διατρέχει τον κίνδυνον να καταποντισθή ολόκληρος. Αφού λοιπόν ο Μην, ο πρώτος ούτος βασιλεύς, εχέρσωσε το αποκλεισθέν τούτο μέρος, αφ' ενός μεν έκτισε την πόλιν ταύτην ήτις σήμερον καλείται Μέμφις και ήτις κείται εις την κλεισώρειαν της Αιγύπτου, έπειτα την περιέβαλεν απ' άρκτου και δυσμών με λίμνην τεχνιτήν συγκοινωνούσαν με τον ποταμόν όστις αφ' εαυτού περιορίζει την πόλιν απ' ανατολών· αφ' ετέρου δε ωκοδόμησε τον ναόν του Ηφαίστου, μέγαν και άξιον θαυμασμού.
100. Μετά δε τούτον μοι απηρίθμησαν οι ιερείς εκ βιβλίου τα ονόματα τριακοσίων τριάκοντα άλλων βασιλέων της Αιγύπτου. Εις την μακράν ταύτην σειράν των γενεών, δεκαοκτώ βασιλείς ήσαν Αιθίοπες και μία βασίλισσα Αιγυπτία καθώς και όλοι οι επίλοιποι βασιλείς. Το όνομα αυτής ήτο Νίτωκρις, όπως εκαλείτο και μία των βασιλισσών της Βαβυλώνος· ο δε αδελφός αυτής, ως με είπον, βασιλεύσας προ αυτής, εφονεύθη υπό των Αιγυπτίων οίτινες έδωκαν την βασιλείαν εις την Νίτωκριν· αύτη όμως, διά να εκδικήση τον φόνον του αδελφού της βασιλέως, εφόνευσε δολίως πολλούς Αιγυπτίους. Κατασκευάσασα μακρόν οίκημα υπόγαιον, προσεκάλεσεν εκείνους τους οποίους εγνώριζεν ότι είχον λάβει το μάλλον ενεργόν μέρος εις τον φόνον, επί προφάσει μεν να εγκαινιάσωσι το οίκημα, πράγματι όμως άλλα μηχανωμένη. Παρέθεσεν εις αυτούς συμπόσιον, και ενώ έτρωγον, έφερεν επ' αυτών τον ποταμόν διά μακρού οχετού μυστικού. Ιδού τι με διηγήθησαν περί αυτής, προστιθέντες ότι αφού εκόρεσε την εκδίκησίν της ερρίφθη εις δωμάτιον πλήρες σποδού όπως διαφύγη την τιμωρίαν.
101. Ουδεμίαν πληροφορίαν μοι έδωκαν περί των έργων των άλλων βασιλέων, και δεν με είπον εάν πράξαν λαμπρόν τι κατόρθωμα. Είς μόνος, ο τελευταίος πάντων, ο Μοίρις, με είπον ότι κατεσκεύασε τα προς βοράν θαυμαστά προπύλαια του Ηφαίστου και ότι ώρυξε λίμνην της οποίας πόσων σταδίων είναι η περιφέρεια θα το είπω βραδύτερον· εν τη λίμνη δε ταύτη ήγειρε πυραμίδας, το μέγεθος των οποίων θα αναφέρω όταν ομιλήσω και περί της λίμνης. Και ούτος μεν ο βασιλεύς ταύτα τα μνημεία κατέλιπεν, οι άλλοι δε μηδέν.
102. Παρατρέχων λοιπόν όλους τούτους, θα αναφέρω τον μετ' αυτούς ελθόντα όστις ωνομάζετο Σέσωστρις. Κατά τους ιερείς, αυτός πρώτος εξήλθε του Αραβίου κόλπου μετά πλοίων πολεμικών, και υπέταξε τα παρά την Ερυθράν θάλασσαν κατοικούντα έθνη· εξακολουθών δε να πλέη, έφθασεν εις αιγιαλούς όπου ο στόλος του δεν ηδυνήθη να προχωρήση ένεκα των υφάλων. Εκείθεν επέστρεψεν εις την Αίγυπτον, και λαβών ως λέγουσιν οι ιερείς πολύν στρατόν εκίνησε διά ξηράς και υπέταξεν όλους τους λαούς όσους εύρεν εν τη πορεία του. Και εις μεν τας πόλεις των οποίων οι κάτοικοι δεικνύοντο ανδρείοι και επόθουν να διατηρήσωσι την ελευθερίαν των, ο νικητής ενέπηγε στήλας εις ας ενέγραψε το ίδιόν του όνομα, το της πατρίδος του, και ότι υπέταξεν αυτάς διά της δυνάμεώς του· εις εκείνας δε τας οποίας εκυρίευεν άνευ αντιστάσεως, ίδρυε μεν επίσης στήλας ομοίας με εκείνας των ανδρείων πόλεων, αλλ' εκτός των επιγραφών ενεχάραττε και αιδοίον γυναικός, θέλων διά τούτου να καταστήση πασίδηλον ότι οι αντίπαλοι του ήσαν άνανδροι.
103. Από κατακτήσεως εις κατάκτησιν, διέτρεξε τοιουτοτρόπως την ήπειρον και μετέβη εκ της Ασίας εις την Ευρώπην, όπου υπέταξε τους Σκύθας και τους Θράκας. Ταύτα νομίζω ότι είναι τα απώτατα έθνη εις τα οποία έφθασεν ο Αιγυπτιακός στρατός· διότι φαίνονται εκεί στήλαι στηθείσαι υπό του Σεσώστριος, ουδεμία δε φαίνεται πέραν. Εκ του σημείου τούτου ανέστρεψεν εις τα οπίσω, και όταν έφθασεν εις τον Φάσιν ποταμόν, δεν ειμπορώ να είπω ακριβώς διά το ακόλουθον, εάν δηλαδή ο βασιλεύς Σέσωστρις αποχωρίσας μέρος τι του στρατού το αφήκε να κατοικήση εκεί την χώραν, ή εάν στρατιώται τινες, βαρυνθέντες τας μακράς εκστρατείας, απεφάσισαν αφ' εαυτών και έμειναν περί τον Φάσιν ποταμόν.
104. Οι δε Κόλχοι είναι προφανώς Αιγύπτιοι· εσχημάτισα την γνώμην ταύτην πριν ακούσω άλλους, και επειδή επεθύμουν να εξακριβώσω το πράγμα, ηρώτησα αμφότερα τα έθνη· οι Κόλχοι όμως ενθυμούντο περισσότερον τους Αιγυπτίους ή οι Αιγύπτιοι τους Κόλχους. Τόσον μόνον έλεγον οι Αιγύπτιοι ότι κατά την γνώμην των οι Κόλχοι απετέλουν μέρος του στρατού του Σεσώστριος. Και εγώ έκαμα τον συμπερασμόν τούτον ιδών ότι ήσαν μελάγχροες και ουλότριχες· αλλά το γνώρισμα τούτο δεν είναι βεβαία απόδειξις, καθότι και άλλοι λαοί είναι τοιούτοι. Εκ των ακολούθων όμως σημείων το ενόησα καλλίτερον· μόνοι εξ όλων των ανθρώπων οι Κόλχοι, οι Αιγύπτιοι και οι Αιθίοπες περιτέμνονται ανέκαθεν. Αυτοί οι Φοίνικες και οι Σύριοι της Παλαιστίνης 26(26) ομολογούσιν ότι έμαθον τούτο από τους Αιγυπτίους, ενώ οι Σύριοι οι περί τον Θερμώδοντα (27) και τον Παρθένιον ποταμόν, καθώς και οι γείτονες των Μάκρωνες λέγουσιν ότι το έμαθον προ ολίγου από τους Κόλχους. Οι λαοί τους οποίους απηρίθμησα είναι εξ όλων των ανθρώπων οι μόνοι οίτινες περιτέμνονται, και είναι προφανές ότι κατά τούτο μιμούνται τους Αιγυπτίους εξ αυτών όμως των Αιγυπτίων και των Αιθιόπων δεν δύναμαι να είπω ποίοι εδίδαξαν εις τους άλλους το έθιμον τούτο, προφανώς αρχαιότατον και εις τους δύο. Ότι δε οι άλλοι το έμαθον εκ της μετά των Αιγυπτίων επιμιξίας, μέγα τεκμήριον είναι το ακόλουθον, ότι όσοι Φοίνικες σχετίζονται με την Ελλάδα δεν μιμούνται πλέον τους Αιγυπτίους, αλλ' αφίνουσιν απερίτμητα τα παιδία των.
105. Περί των Κόλχων τούτων θα είπω και άλλο τι το οποίον δεικνύει ότι ομοιάζουσι με τους Αιγυπτίους. Αυτοί οι δύο λαοί είναι οι μόνοι οίτινες εργάζονται τα λινά υφάσματα κατά τον αυτόν τρόπον, έχουσι την αυτήν δίαιταν του βίου και την αυτήν γλώσσαν· οι Έλληνες όμως καλούσι τα μεν λινά των Κόλχων Σαρδονικά, τα δε ερχόμενα από την Αίγυπτον Αιγυπτιακά.
106. Αι πλείσται των στηλών τας οποίας ο βασιλεύς Σέσωστρις έστησεν εις διαφόρους πόλεις δεν σώζονται πλέον· αλλ' εν τη Συριακή Παλαιστίνη, είδον τοιαύτας, καθώς και τας επιγραφάς τας οποίας ανέφερα και γυναικός απόκρυφα μέρη. Υπάρχουσιν επίσης εις την Ιωνίαν δύο εικόνες του ανδρός τούτου γεγλυμμέναι εις πέτρας, η μεν επί της από Εφέσου εις Φώκαιαν αγούσης οδού, η δε επί της από Σάρδεων εις Σμύρνην. Και εις τα δύο ταύτα μέρη ο ανήρ παρίσταται κατά πέντε σπιθαμάς υψηλός και κρατών εις μεν την δεξιάν χείρα λόγχην, εις δε την αριστεράν τόξον· η λοιπή σκευή αυτού είναι ομοίως μικτή, διότι είναι Αιγυπτιακή ενταυτώ και Αιθιοπική. Από του ενός ώμου μέχρι του άλλου, καθ' όλον το πλάτος του στήθους του, είναι γεγλυμμένοι ιεροί χαρακτήρες Αιγυπτιακοί λέγοντες· «Εγώ διά των εμών ώμων εκτησάμην την χώραν ταύτην.» Τις ούτος και πόθεν, ενταύθα μεν δεν αναφέρεται, αλλαχού όμως δηλούται. Τινές των ιδόντων τας εικόνας ταύτας υπέλαβον ότι είναι του Μέμνονος· αλλά πόρρω απέχουσι της αληθείας.
107. Κατά το λέγειν των ιερέων, επιστρέφων ο Σέσωστρις μετά πολλών ανθρώπων εκ των χωρών τας οποίας είχε κατακτήσει, έφθασεν εις τας Δάφνας της Πηλουσίας όπου ο αδελφός του, εις ον είχεν αναθέσει την διοίκησιν της Αιγύπτου, εφιλοξένησεν αυτόν και τους υιούς του. Περί την οικίαν όμως είχε συναθροίσει ξύλα και έθεσε πυρ. Ο Σέσωστρις συνωδεύετο υπό της γυναικός του και αύτη τον συνεβούλευσε να εξαπλώση επί της πυράς δύο εκ των εξ υιών του, να κατασκευάση δι' αυτών γέφυραν άνωθεν του καιομένου μέρους, να πατήση επί των σωμάτων των και ούτω να σωθή. Ο Σέσωστρις ηκολούθησε την συμβουλήν ταύτην, και δύο μεν παιδία του κατεκάησαν τοιουτοτρόπως, τα δε λοιπά εσώθησαν μετά του πατρός των.
108. Επιστρέψας εις την Αίγυπτον, ετιμώρησε τον αδελφόν του και μετεχειρίσθη το πλήθος των ανθρώπων τους οποίους έφερεν από τας κατακτηθείσας χώρας διά να σύρωσι τους μεγίστους λίθους οίτινες επί της βασιλείας τούτου μετεφέρθησαν εις τον ναόν του Ηφαίστου. Διέταξεν ακολούθως τους αιχμαλώτους τούτους να ορύξωσι τας διώρυχας όλας όσαι υπάρχουσι σήμερον εις την Αίγυπτον· ακουσίως λοιπόν ούτοι κατέστησαν την χώραν ταύτην αδιάβατον εις τους ίππους και τας αμάξας άτινα προηγουμένως διέτρεχον αυτήν καθ' όλας τας διευθύνσεις διότι από της εποχής εκείνης η Αίγυπτος καί τοι ούσα ομαλή, δεν έχει πλέον ούτε ίππους ούτε αμάξας. Αι πολλαί διώρυχες και αι διάφοροι αυτών περιστροφαί είναι αιτία τούτου. Ιδού δε διά ποίον λόγον ο βασιλεύς απεφάσισε να κατακόψη την χώραν του· οι Αιγύπτιοι όσοι είχον τας πόλεις ουχί επί του ποταμού αλλ' εις τα μεσόγεια, μη δυνάμενοι να αντλήσωσιν εκ του Νείλου και στερούμενοι ύδατος, έπινον ύδατα αλμυρά αντλούντες αυτά εκ φρεάτων. Διά να θεραπεύση λοιπόν το κακόν τούτο κατέκοψε την Αίγυπτον με διώρυχας.
109. Με είπον προσέτι οι ιερείς ότι ο βασιλεύς ούτος διεμοίρασε την χώραν μεταξύ όλων των Αιγυπτίων, δίδων εις έκαστον ίσον τετράγωνον γης, και ότι εκ τούτου έκαμε τας προσόδους του, προσδιορίσας τον ετήσιον εκάστου φόρον. Εάν συνέβαινε να παρασύρη ο ποταμός το μερίδιον κατοίκου τινός, μετέβαινεν ούτος προς τον βασιλέα και εφανέρονε το γεγονός. Τότε ο Σέσωστρις έπεμπεν επιθεωρητάς διά να μετρήσωσι κατά πόσον ο αγρός εμειώθη, όπως ελαττωθή ο φόρος και πληρόνη εις το εξής αναλόγως του μείναντος μέρους. Εις την περίστασιν ταύτην νομίζω ότι εφευρέθη η γεωμετρία ήτις εκ της Αιγύπτου ήλθεν εις την Ελλάδα. Το δε ηλιακόν ωρολόγιον, τον γνώμονα και τα δώδεκα μέρη της ημέρας παρέλαβον οι Έλληνες από τους Βαβυλωνίους.
110. Ο βασιλεύς ούτος υπήρξεν ο μόνος όστις εβασίλευσεν επί της Αιθιοπίας και όστις αφήκεν ως μνημεία τα λίθινα αγάλματα τα οποία βλέπομεν προ του ναού του Ηφαίστου, το ιδικόν του, τα της γυναικός του, αμφότερα τριάκοντα πήχεων, και τα των τεσσάρων υιών του, είκοσι πήχεων έκαστον. Μετά πολύν χρόνον ο ιερεύς του Ηφαίστου δεν επέτρεψε να στήση ο Δαρείος τα άγαλμα του έμπροσθεν αυτών, λέγων ότι ο Πέρσης δεν εξετέλεσε τόσα κατορθώματα όσα ο Αιγύπτιος. «Διότι, προσέθηκεν, ο Σέσωστρις κατέκτησε τόσα έθνη όσα και ο βασιλεύς, προς τούτοις δε τους Σκύθας τους οποίους ούτος δεν ηδυνήθη να νικήση. Δεν είναι λοιπόν δίκαιον να στήση ο Δαρείος τον ανδριάντα του έμπροσθεν του ανδριάντος άνδρας όστις τον υπερέβη εις τα κατορθώματα.» Οι ιερείς λέγουσιν ότι ο Δαρείος εσυγχώρησε τον λόγον τούτον.
111. Κατ' αυτούς, αποθανόντος του Σεσώστριος (28), διεδέχθη την βασιλείαν ο υιός του Φερών ο βασιλεύς ούτος ουδεμίαν επεχείρησεν εκστρατείαν, και συνέβη να τυφλωθή εκ της ακολούθου περιστάσεως. Ο ποταμός είχεν αναβή εις ύψος πολύ μέγα, πλειότερον των δεκαοκτώ πήχεων, και κατέκλυσε τους αγρούς, ότε σφοδρός άνεμος ηγέρθη και ο ποταμός ήρχισε να κυματίζη. Τότε ο βασιλεύς παραφερθείς υπό ανοήτου θυμού, ήρπασεν ακόντιον και το έρριψεν εις τας δίνας του ποταμού. Αλλ' αίφνης οι οφθαλμοί του εσκοτίσθησαν και εγένετο μετ' ολίγον τυφλός. Επί δέκα έτη διετέλει εις τοιαύτην κατάστασιν, κατά το ενδέκατον δε έτος τω εκομίσθη χρησμός εκ της πόλεως Βουτούς αναγγέλλων αυτώ ότι ο χρόνος της τιμωρίας του παρήλθε και ότι θα ανέκτα την όρασιν εάν έπλυνε τους οφθαλμούς του με το ούρος γυναικός τον άνδρα της μόνον γινωσκούσης και μη λαβούσης πείραν ετέρου ανδρός. Και πρώτον μεν εδοκίμασε το ούρος της ιδίας του γυναικός, επειδή δε δεν εθεραπεύθη, εδοκίμασεν αλληλοδιαδόχως όλων των άλλων γυναικών μέχρις ου εθεραπεύθη. Τότε εσύναξεν εις μίαν πόλιν, την οποίαν σήμερον καλούσιν Ερυθράν βώλον, όλας τας γυναίκας όσας είχε δοκιμάσει, πλην εκείνης με το ούρος της οποίας νιφθείς ανέβλεψεν. Αφού δε εκλείσθησαν όλαι εκεί, τας έκαυσε μετά της πόλεως, και έλαβεν ως γυναίκα του εκείνην της οποίας το ούρος τω απέδωκε την όρασιν. Απαλλαγείς δε του νοσήματος των οφθαλμών, αφιέρωσε διάφορα δώρα εις όλους τους ονομαστούς ναούς τα μάλλον δε άξια λόγου είναι τα θαυμαστά έργα τα οποία αφιέρωσεν εις τον ναόν του Ηλίου δύο οβελίσκους λιθίνους, εκάτερος των οποίων ήτο εξ ενός λίθου εκατόν πήχεων ύψους και οκτώ πλάτους.
112. Οι ιερείς με είπον ότι διεδέχθη την βασιλείαν άνθρωπός τις της Μέμφιδος, του οποίου το όνομα κατά την των Ελλήνων γλώσσαν είναι Πρωτεύς (29). Το αφιερωμένον εις αυτόν τέμενος σώζεται ακόμη εις την Μέμφιν, προς νότον του ναού του Ηφαίστου, και είναι περικαλλέστατον και καλώς κεκοσμημένον. Πέριξ αυτού κατοικούσι Φοίνικες της Τύρου, και όλος αυτός ο τόπος καλείται στρατόπεδον των Τυρίων. Εις το τέμενος του Πρωτέως υπάρχει ναός αφιερωμένος εις την ξένην Αφροδίτην, εκ της παραδόσεως δε την οποίαν μοι διηγήθησαν ότι η Ελένη διέτριψε παρά τω Πρωτεί καθώς και εκ της επωνυμίας ξένης Αφροδίτης, εικάζω ότι ο ναός ούτος είναι ο της Ελένης της θυγατρός του Τυνδάρεω τωόντι, εις κανένα εκ των ναών της Αφροδίτης δεν επονομάζεται η θεά αύτη ξένη.
113. Όταν ηρώτησα τους ιερείς περί της Ελένης, μοι διηγήθησαν τα ακόλουθα· αρπάσας ο Αλέξανδρος την Ελένην εκ Σπάρτης, απέπλεεν εις την πατρίδα του· αλλ' άμα εισήλθεν εις το Αιγαίον πέλαγος, σφοδροί άνεμοι τον εξώθησαν εις το Αιγύπτιον πέλαγος. Εκείθεν δε, επειδή η τρικυμία δεν έπαυεν, επλησίασεν εις την παραλίαν και εισήλθεν εις τας Ταριχείας του Νείλου αίτινες σήμερον καλούνται Κανωβικόν στόμα. Υπήρχε τότε εις το παραθαλάσσιον, και υπάρχει ακόμη σήμερον, ναός του Ηρακλέους, όπου δεν εσυγχωρείτο να συλλάβη τις δούλον φυγάδα αδιάφορον τίνος δεσπότου εάν ούτος ελάμβανε τα θεία στίγματα και αφιερούτο εις τον θεόν· ο νόμος ούτος ίσχυεν επί των ημερών μου απαραλλάκτως ως εξ αρχής. Δούλοι τινες λοιπόν του Αλεξάνδρου, ακούσαντες το προνόμιον το οποίον είχεν ο ναός ούτος, έφυγον και καθίσαντες ικέται του θεού, κατηγόρουν τον Αλέξανδρον θέλοντες να τον βλάψωσι και διηγούντο όλα όσα συνέβησαν με την Ελένην και την προς τον Μενέλαον αδικίαν αυτού. Έλεγον δε ταύτα εις τους ιερείς και εις τον φύλακα του στόματος τούτου του Νείλου όστις ωνομάζετο Θώνις.
114. Ακούσας ταύτα ο Θώνις, πέμπει τάχιστα εις την Μέμφιν προς τον Πρωτέα άνθρωπον λέγοντα τα ακόλουθα· «Ήλθε ξένος τις Τεύκρος το γένος, όστις διέπραξεν εις την Ελλάδα ανόσιον έργον, διότι ηπάτησε την γυναίκα του φιλοξενήσαντος αυτόν, την ήρπασε μετά πολλών άλλων θησαυρών και ήλθεν εις την χώραν σου αναγκασθείς υπό των ανέμων. Τι πρέπει να πράξωμεν; να τον αφήσωμεν να αναχωρήση ατιμώρητος, ή να λάβωμεν όσα έφερεν ελθών;» ο δε Πρωτεύς απεκρίθη· Συλλαβόντες τον άνθρωπον τούτον όστις έπραξε τοιαύτην ανοσίαν πράξιν προς τον ξένον του, πέμψατέ τον προς εμέ διά να ακούσω τι θα είπη.»
115. Ακούσας ταύτα ο Θώνις, συλλαμβάνει τον Αλέξανδρον, κρατεί τα πλοία του και πέμπει εις την Μέμφιν αυτόν, την Ελένην, τους θησαυρούς του και προσέτι τους ικέτας. Όταν έφθασαν εκεί όλοι ηρώτα ο Πρωτεύς τον Αλέξανδρον τις ήτο και πόθεν ήρχετο. Ο δε Αλέξανδρος και το γένος του ωμολόγησε, και το όνομα της πατρίδος του είπε, και προσέτι τω διηγήθη τον πλουν του από του μέρους εκ του οποίου εξέπλευσεν. Αλλ' ο Πρωτεύς επέμενε να μάθη πόθεν έλαβε την Ελένην· επειδή δε ο Αλέξανδρος περιέπλεκε τους λόγους του και δεν έλεγε την αλήθειαν, οι παρόντες εις την συνδιάλεξιν ικέται εμαρτύρουν κατ' αυτού διηγούμενοι καταλεπτώς το έγκλημά του. Τέλος ο βασιλεύς εξήνεγκε την ακόλουθον απόφασιν. «Εάν δεν εθεώρουν ως μέγα έγκλημα να φονεύσω τινά εκ των ξένων όσοι βιαζόμενοι υπό των ανέμων έρχονται εις τον τόπον μου θα σε ετιμώρουν υπέρ του Έλληνος εκείνου, σε τον κάκιστον των ανθρώπων, όστις φιλοξενηθείς παρ' αυτού, έπραξες έργον ανοσιώτατον· επλησίασες την γυναίκα του ξένου σου, και δεν ηρκέσθης εις τούτο, αλλ' αποπλανήσας αυτήν την έκλεψες και έφυγες· και ούτε εις αυτό ακόμη ηρκέσθης, αλλ' ήλθες γυμνώσας την οικίαν του φιλοξενήσαντός σε. Εν τούτοις, επειδή θεωρώ ως αμάρτημα να φονεύσω ξένον, θα ζήσης· δεν σοι επιτρέπω όμως μήτε την γυναίκα να λάβης μήτε τους θησαυρούς· θα τα φυλάξω διά τον ξένον Έλληνα, μέχρις ου θέληση εκείνος να έλθη και να τα λάβη. Όσον δ' αφορά σε και τους συμπλωτήράς σου, σας διατάττω να φύγετε εντός τριών ημερών από τον τόπον τούτον εις άλλην γην οιανδήποτε, ειδεμή, θα σας μεταχειρισθώ ως πολεμίους.»
116. Τοιαύτη ήτο η διήγησις των ιερέων περί της αφίξεως της Ελένης εις του Πρωτέως· εγώ δε νομίζω ότι ο Όμηρος εγνώριζε μεν το γεγονός τούτο, δεν το έκρινεν όμως αρμόδιον διά την εποποιίαν όσον το άλλο, εκείνο το οποίον μετεχειρίσθη· το αφήκε λοιπόν κατά μέρος δείξας μόνον ότι το ήξευρεν. Είναι δε φανερόν εξ όσων εν τη Ιλιάδι (και ουδαμού αντιφάσκει) λέγει περί των πλανήσεων του Αλεξάνδρου· ότι δηλαδή αφού ήρπασε την Ελένην και ανεχώρησε, πλανηθείς μακράν έφθασεν εις την Σιδώνα της Φοινίκης. Αναφέρει δε ταύτα εις τα κατορθώματα του Διομήδους· και οι στίχοι λέγουσιν ούτω· «Εκεί ήσαν οι παμποίκιλοι πέπλοι, έργα Σιδωνίων γυναικών, τους οποίους ο θεόμορφος Αλέξανδρος έφερεν από την Σιδώνα όταν, διασχίζων την θάλασσαν, διήλθεν εκείθεν απάγων εις την Τρωάδα την ευγενή Ελένην.» Και άλλη μνεία τούτου γίνεται εν τη Οδυσσεία εις τους ακολούθους στίχους. «Η θυγάτηρ του Διός έχει πολλά φάρμακα ωφέλιμα και με πολλήν τέχνην κατεσκευασμένα, τα οποία τη έδωκεν η Πολυδάμνα, η σύζυγος του Θώνος, από την Αίγυπτον, όπου η ζωοπάροχος γη παράγει άφθονα φάρμακα, άλλα μεν επωφελή, άλλα δε επιβλαβή.» Ιδού δε και άλλοι στίχοι εις τους οποίους ο Μενέλαος λέγει προς τον Τηλέμαχον· «Με όλην την ανυπομονησίαν την οποίαν είχον να επανίδω την πατρίδα μου, οι θεοί με εκράτησαν ακόμη εις την Αίγυπτον, όπου είχον αμελήσει να θυσιάσω εις αυτούς εντελείς εκατόμβας.» Διά των στίχων τούτων καθίσταται δήλον ότι εγίνωσκε την άφιξιν του Αλεξάνδρου εις την Αίγυπτον, διότι η Συρία συνορεύει με την Αίγυπτον, και οι Φοίνικες, εις ους ανήκει η Σιδών, κατοικούσιν εις την Συρίαν.
117. Εκ των στίχων τούτων, και προ πάντων εκ των πρώτων, καταφαίνεται ότι τα Κύπρια έπη δεν είναι του Ομήρου, αλλ' άλλου τινός· διότι εις ταύτα μεν λέγεται ότι ο Αλέξανδρος, αφού ήρπασε την Ελένην από την Σπάρτην, έφθασε μετά τρεις ημέρας εις το Ίλιον βοηθούμενος υπό ούριου άνεμου και θαλάσσης γαληνιαίας· εις δε την Ιλιάδα λέγεται εξ εναντίας ότι άγων αυτήν επλανάτο τήδε κακείσε. Αλλ' ας αφήσωμεν τον Όμηρον και τα Κύπρια έπη.
118. Όταν ηρώτησα τους ιερείς εάν όσα λέγουσιν οι Έλληνες ότι συνέβησαν εις την Τρωάδα ήναι ψευδή ή αληθή, ιδού τι με απεκρίθησαν βεβαιούντες ότι τα είπεν εις αυτούς ο Μενέλαος. Μετά την αρπαγήν της Ελένης, πολυάριθμος στρατός Ελληνικός μετέβη εις την Τρωάδα διά να βοηθήση τον Μενέλαον· αποβάς εις την ξηράν ο στρατός ούτος, έστησε το στρατόπεδόν του και έπεμψεν εις το Ίλιον πρέσβεις μεταξύ των οποίων ήτο ο Μενέλαος· εισήλθον ούτοι εις την πόλιν, απήτησαν την απόδοσιν της Ελένης και τους θησαυρούς τους οποίους μετ' αυτής ήρπασεν ο Αλέξανδρος και εζήτησαν ικανοποίησιν διά τα αδικήματα ταύτα. Άλλοι Τρώες, και κατ' εκείνην την στιγμήν, και βραδύτερον, εβεβαίουν πάντοτε το αυτό πράγμα, είτε απλώς είτε μεθ' όρκου· ότι δεν είχον ούτε την Ελένην ούτε τους θησαυρούς, ότι όλα αυτά ήσαν εις την Αίγυπτον και ότι δεν τοις εφαίνετο εύλογον να δώσωσιν ικανοποίησιν διά πράγματα τα οποία είχεν ο βασιλεύς Πρωτεύς. Οι Έλληνες νομίσαντες ότι τους έσκωπτον οι Τρώες, επολιόρκησαν την πόλιν και την εκυρίευσαν. Αφού δε εκυρίευσαν την πόλιν, επειδή η Ελένη δεν εφαίνετο ουδαμού και οι Τρώες έλεγον τα αυτά όσα και πρότερον, τότε πιστεύσαντες εις τους πρώτους λόγους οι Έλληνες, απέστειλαν αυτόν τον Μενέλαον προς τον Πρωτέα.
119. Ελθών ο Μενέλαος εις Αίγυπτον και αναπλεύσας μέχρι της Μέμφιδος, διηγήθη όλην την αλήθειαν, έλαβεν άπειρα δώρα, και επανέλαβε την Ελένην όλως αβλαβή καθώς και όλους τους αρπαγέντας θησαυρούς του. Καίτοι δε ο Μενέλαος έτυχε τόσων περιποιήσεων, εφάνη όμως άδικος προς τους Αιγυπτίους. Επειδή ήθελε να αναχωρήση εκείθεν και ο καιρός τον εμπόδιζε, τούτο δε διήρκει πολλάς ημέρας, κατέφυγεν εις πράγμα ανόσιον· διότι λαβών δύο παιδία ανθρώπων εγχωρίων, τα έσφαξεν. Έπειτα, γενομένου γνωστού του πράγματος, εμισήθη και διωκόμενος έφυγε και ήλθε με τα πλοία του εις την Λιβύαν. Οι Αιγύπτιοι δεν ηδύναντο μεν να είπωσι πού μετέβη εκείθεν ο Μενέλαος, με εβεβαίουν όμως ότι άλλα μεν των συμβάντων εκείνων εξετάσαντες έμαθον, άλλα δε ότι τα εγίνωσκον και τα έλεγον μετά βεβαιότητος ως γενόμενα εις τον τόπον των.
120. Αυτά μεν έλεγον οι Αιγύπτιοι ιερείς· εγώ δε παραδέχομαι όσα διηγούνται περί της Ελένης προσθέτων την εξής σκέψιν. Εάν η Ελένη ήτο εις το Ίλιον βεβαίως θα απεδίδετο εις τους Έλληνας τη συγκαταθέσει ή άνευ της συγκαταθέσεως του Αλεξάνδρου, διότι ούτε ο Πρίαμος ούτε οι άλλοι συγγενείς του ήσαν τόσον ανόητοι ώστε να διακινδυνεύσωσι τα άτομά των, τα τέκνα των και την πόλιν των διά να έχη ο Αλέξανδρος γυναίκα την Ελένην. Και εάν υποθέσωμεν ότι η πρώτη απόφασίς των ήτο να μη ενδώσωσιν, όταν όμως είδον ότι πολεμούντες με τους Έλληνας έχανον πολλούς ανθρώπους, όταν είδον ότι δεν παρήρχετο μάχη (εάν βασισθώμεν εις τας μαρτυρίας των εποποιών) χωρίς να χάση ο Πρίαμος τουλάχιστον δύο ή τρεις των υιών του, επειδή ταύτα συνέβησαν ούτω, νομίζω ότι και αυτός ο Πρίαμος αν ήτο ο άρπαξ της Ελένης, θα έσπευδε να την αποδώση εις τους Ατρείδας διά να αποφύγη τόσα δυστυχήματα. Προς τούτοις ούτε διάδοχος της βασιλείας ήτο ο Αλέξανδρος, και με όλον το γήρας του Πριάμου η διοίκησις των κοινών δεν ήτο εις χείρας του Αλεξάνδρου· αλλ' ο Έκτωρ, όστις ήτο και πρεσβύτερος και γενναιότερος αυτού, έμελλε να παραλάβη την βασιλείαν μετά τον θάνατον του Πριάμου. Αυτός λοιπόν δεν θα επέτρεπεν εις τον αδελφόν του την αδικίαν, προ πάντων όταν ένεκα αυτού συνέβαιναν τόσα δυστυχήματα και εις αυτόν τον Έκτορα και εις άλλους Τρώας. Αλλά δεν ήτο εις την εξουσίαν των να αποδώσωσι την Ελένην, ούτε τους επίστευον οι Έλληνες λέγοντας την αλήθειαν. Κατά την εμήν γνώμην τούτο εγένετο συνεργεία των θεών, διά να απολεσθώσι κατά κράτος οι Τρώες και γίνη φανερόν εις όλους τους ανθρώπους ότι εις τα μεγάλα αδικήματα οι θεοί επιφυλάττουσι μεγάλας τιμωρίας. Και ταύτα μεν, ως είπον, φρονώ εγώ.
121. 1. Οι δε ιερείς λέγουσιν ότι τον Πρωτέα διεδέχθη ο Ραψίνιτος (30), όστις αφήκεν ως μνημείον τα προς δυσμάς προπύλαια του ναού του Ηφαίστου. Απέναντι των προπυλαίων τούτων έστησε δύο ανδριάντας εικοσιπέντε πήχεις υψηλούς οι Αιγύπτιοι καλούσι τον μεν προς άρκτον ιστάμενον Θέρος, τον δε προς μεσημβρίαν Χειμώνα και εκείνον μεν τον οποίον καλούσι Θέρος προσκυνούσι και περιποιούνται, προς δε τον άλλον τον καλούμενον Χειμώνα πράττουσι τα εναντία. Ο βασιλεύς ούτος είχεν άπειρα χρήματα, τόσα ώστε εκ των μεταγενεστέρων βασιλέων κανείς δεν ηδυνήθη μήτε να τον υπερβή μήτε να τον φθάση καν. Θέλων ούτος να θησαυρίζη εις ασφαλές μέρος, έκτισε δωμάτιον λίθινον, του οποίου είς των τοίχων ήτο εις το έξω μέρος της οικίας αλλ' ο οικοδόμος, επιβουλευόμενος τα πλούτη εκείνα, εμηχανεύθη το εξής προδιέθεσε μίαν πέτραν του τοίχου ούτως ώστε δύο άνθρωποι, ή και είς μόνος, να δύνανται ευκόλως να την εκβάλλωσιν. Αφού ετελείωσε το οίκημα, ο βασιλεύς απέθεσεν εν αυτώ τους θησαυρούς του. Μετά παρέλευσιν χρόνου, ο οικοδόμος αισθανθείς το τέλος της ζωής του εκάλεσε τους υιούς του (είχε δε δύο) και τοις είπε πως, μεριμνών δι' αυτούς διά να έχωσιν άφθονα αγαθά, έκαμε τέχνασμα τι ότε έκτιζε το θησαυροφυλάκιον του βασιλέως. Αφού δε τοις εξήγησε σαφώς πώς ηδύναντο να αφαιρέσωσι τον λίθον, τους έδωκε τα μέτρα αυτού και τους είπεν ότι εάν δεν τα λησμονήσωσι θα ήσαν διαχειρισταί των βασιλικών χρημάτων. Και εκείνος μεν απέθανεν, οι δε υιοί του δεν εβράδυνον να θέσωσιν εις ενέργειαν το πράγμα πορευθέντες διά νυκτός εις τα βασίλεια και ανευρόντες τον λίθον εις το οικοδόμημα, ευκόλως τον μετεκίνησαν και εξήγαγον πολλά χρήματα. 2. Όταν δε έτυχεν ο βασιλεύς να ανοίξη το οίκημα, ηπόρησεν ιδών ότι έλειπον χρήματα από τα αγγεία, και δεν ήξευρεν εις ποίον να αποδώση το πράγμα, καθότι αι σφραγίδες ήσαν ανέπαφοι και η θύρα κεκλεισμένη. Επειδή δε ανοίξας δις και τρις έβλεπεν ότι τα χρήματα ηλαττούντο πάντοτε (επειδή οι κλέπται δεν έπαυον εξάγοντες), εμηχανεύθη το εξής διέταξε να κατασκευάσωσι παγίδας και να τας στήσωσι πέριξ των αγγείων εντός των οποίων ήσαν τα χρήματα. Οι κλέπται ήλθον ως και πρότερον ο είς εξ αυτών εισήλθεν, επλησίασεν αγγείον τι, και αίφνης συνελήφθη εις την παγίδα. Εννοήσας δε αμέσως το δυστύχημα εις το οποίον είχεν εμπέσει, εκάλεσε τον αδελφόν του, είπε προς αυτόν το γεγονός και τον προέτρεψε να εισέλθη τάχιστα. Άμα δε εκείνος επλησίασε «Κόψε την κεφαλήν μου, προσέθηκε, διότι εάν με ίδωσι και με αναγνωρίσωσιν, εχάθημεν και εγώ και συ.» Ο αδελφός επείσθη ότι είχε δίκαιον και ηκολούθησε την συμβουλήν του έπειτα, εφαρμόσας τον λίθον εις την θέσιν του ήλθεν εις την οικίαν του με την κεφαλήν του αδελφού του. 3. Άμα εξημέρωσεν, εισήλθεν ο βασιλεύς εις το οίκημα και εξεπλάγη ευρών εις την παγίδα το σώμα του κλέπτου άνευ κεφαλής, το οίκημα αβλαβές και ουδεμίαν άλλην είσοδον ή έξοδον. Ευρισκόμενος δε εις απορίαν, επενόησεν άλλο στρατήγημα εκρέμασεν εις τον τοίχον το σώμα του κλέπτου, και θέσας περί αυτό φύλακας, τους διέταξε να συλλάβωσι και φέρωσιν ενώπιόν του οποιονδήποτε ήθελον ιδεί να κλαύση ή να στενάξη επί τω θεάματι εκείνω. Ενόσω δε εκρέματο το πτώμα, η μήτηρ, δεινώς λυπουμένη, συνωμίλει μετά του επιζώντος υιού της επί τέλους τον επρόσταξε να εφεύρη πάντα τρόπον να λύση το πτώμα όπως ηδύνατο και να το φέρη εις την οικίαν, απειλούσα αυτόν ότι εν περιπτώσει αμελείας θα μεταβή η ιδία προς τον βασιλέα και θα τον καταγγείλη ότι αυτός έχει τα χρήματα. 4. Επειδή λοιπόν η μήτηρ τον επίεζε πολύ, και αυτός δεν ηδύνατο να την μεταπείση με όλας τας παρατηρήσεις του, εσοφίσθη τα ακόλουθα έλαβεν όνους, έπειτα πληρώσας οίνου ασκούς, τους εφόρτωσεν επί των όνων και ήλαυνεν αυτούς. Όταν δε έφθασεν απέναντι των φυλάκων και πλησίον του κρεμαμένου σώματος, έσυρε προς εαυτόν δύο τρεις άκρας των ασκών και τους έλυσεν ενώ εκλονίζοντο τότε ο οίνος ήρχισε να χύνεται, και αυτός εκτύπα την κεφαλήν του εκβάλλων μεγάλας φωνάς, ως να μη ήξευρε προς ποίον όνον να τρέξη πρώτον. Οι φύλακες βλέποντες να χύνεται τόσος οίνος, ώρμησαν εις την οδόν με αγγεία διά να τον συνάξωσιν, ως να εχύνετο χάριν αυτών. Ο άνθρωπος προσεποιήθη ότι εθύμωνε, τους ύβριζεν όλους.
122. Μετά τούτο μοι είπον οι ιερείς ότι ο βασιλεύς ούτος κατέβη ζων όπου οι Έλληνες υποθέτουσιν ότι είναι ο άδης, ότι εκεί έπαιζε τους κύβους με την Δήμητρα, ότι άλλοτε μεν την ενίκα, άλλοτε δε ηττάτο υπ' αυτής, και ότι λαβών παρ' αυτής δώρον χειρόμακρον χρυσούν, ανέβη πάλιν εις την γην. Ένεκα της καταβάσεως ταύτης και μετά την επιστροφήν του Ραμψινίτου, οι Αιγύπτιοι εσύστησαν εορτήν ως με είπον, και ο ίδιος ηξεύρω ότι και εις τας ημέρας μου ακόμη την διετήρουν· δεν δύναμαι όμως να είπω εάν δι' άλλην τινά αιτίαν την εώρταζον ή δι' αυτήν. Κατά την ημέραν της εορτής, οι ιερείς, υφαίνοντες μανδύαν, δένουσι με ταινίαν τους οφθαλμούς ενός εκ των ιδικών των, και περιβάλλοντες αυτόν με τον μανδύαν εκείνον, τον φέρουσιν εις την οδόν ήτις άγει εις τον ναόν της Δήμητρος· έπειτα δε επιστρέφουσιν. Εν τούτοις ο ιερεύς, δεδεμένους έχων τους οφθαλμούς, οδηγείται υπό δύο λύκων εις τον ναόν τούτον όστις απέχει από την πόλιν είκοσι στάδια και φέρεται πάλιν οπίσω παρ' αυτών εις το ίδιον μέρος.
123. Τας διηγήσεις ταύτας των Αιγυπτίων ας δεχθή όστις νομίζει αυτάς πιθανάς. Το κατ' εμέ, εις όλην την διήγησίν μου ομολογώ ότι γράφω όσα ήκουσα. Οι Αιγύπτιοι λέγουσιν ότι η Δημήτηρ και ο Διόνυσος βασιλεύουσιν επί των νεκρών. Είναι λοιπόν οι πρώτοι οίτινες ωμίλησαν περί της δοξασίας ταύτης ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατος, και ότι, μετά την φθοράν του σώματος, εισέρχεται αύτη εις άλλο ον γεννώμενον· αφού δε διατρέξη όλα τα ζώα της γης και της θαλάσσης και όλα τα πτηνά, εισέρχεται πάλιν εις ανθρώπινον σώμα· η περιπλάνησις δ' αύτη της ψυχής γίνεται εις τρισχίλια έτη. Την δοξασίαν ταύτην τινές των Βλλήνων μετεχειρίσθησαν ως ιδικήν των, άλλοι μεν πρότερον, άλλοι δε εσχάτως (31) ηξεύρω τα ονόματα αυτών, πλην δεν τα γράφω.
124. Με είπον προσέτι οι ιερείς ότι μέχρι του Ραμψινίτου η ευνομία διετηρείτο εις την Αίγυπτον και ότι μεγάλως ηυδαιμόνει ο τόπος· αλλά μετ' αυτόν εβασίλευσεν ο Χέοψ (32) και τότε υπέφερον παν είδος δυστυχίας. Πρώτον έκλεισεν όλους τους ναούς και απηγόρευσε να θυσιάζωσιν έπειτα ηνάγκασε τους Αιγυπτίους να εργάζωνται δι' αυτόν. Και είς τινας μεν επέβαλε να σύρωσι μέχρι του Νείλου λίθους τους οποίους εξήγον από τα λατομεία του Αραβίου όρους εις άλλους δε ώρισε να μεταβιβάζωσιν εις πλοιάρια τους λίθους τούτους και να τους φέρωσιν εις το Λιβυκόν όρος. Ειργάζοντο δε αδιακόπως εκατόν χιλιάδες ανθρώπων αντικαθισταμένων κατά τριμηνίαν. Ταλαιπωρούμενος ο λαός εδαπάνησε δέκα μεν έτη διά την κατασκευήν της οδού διά της οποίας μετέφερον τους λίθους, έργον όπερ, κατ' εμέ, μόλις είναι μικρότερον της πυραμίδος, διότι το μήκος της οδού είναι πέντε στάδια, το πλάτος δέκα οργυιαί, και το μεγαλείτερον ύψος οκτώ οργυιαί και κατεσκευάσθη εκ λίθων ξεστών, κεκοσμημένων δι' εγγεγλυμμένων εικόνων. Κατανάλωσαν λοιπόν δέκα έτη διά την οδόν ταύτην, διά την εξομάλισιν του λόφου όπου ίστανται αι πυραμίδες, και διά τα υπό την γην οικήματα τα οποία ο Χέοψ προώρισε διά τάφον του αποκαταστήσας το μέρος εκείνο νήσον με διώρυχα την οποίαν έφερεν από τον ποταμόν. Είκοσι δε έτη εχρειάσθησαν διά την κατασκευήν της κυρίας πυραμίδος της οποίας, τετραγώνου ούσης, εκάστη πρόσοψις είναι οκτώ πλέθρα εις την βάσιν και άλλα τόσα κατά το ύψος σύγκειται δε όλη εκ λίθων ξεστών και καλώς συνηρμολογημένων και ουδείς λίθος αυτής είναι μικρότερος των τριάκοντα ποδών.
125. Κατεσκευάσθη δε η πυραμίς αύτη κατά το σχήμα βαθμίδων, τας οποίας άλλοι μεν καλούσι κρόσσας, άλλοι δε βωμίδας. Αφού δε έκτισαν την βάσιν, ύψωσαν τας λοιπάς πέτρας διά μηχανών κατεσκευασμένων εκ μικρών ξύλων· η δύναμις της μηχανής ενήργει πρώτον από του εδάφους μέχρι του πρώτου στοίχου των βαθμίδων· εκεί ήτο εστημένη άλλη μηχανή εφ' ης ετίθετο ο λίθος και μετεφέρετο εις τον δεύτερον στοίχον των βαθμίδων όπου ήτο εστημένη τρίτη μηχανή, διότι όσοι στοίχοι ήσαν τόσαι και μηχαναί. Πιθανόν όμως να υπήρχε μια μόνη μηχανή, την οποίαν, καθό ευκίνητον, μετέφερον από στοίχου εις στοίχον, αφού προηγουμένως αφήρουν απ' αυτής τον λίθον, διότι πρέπει να αναφέρω και τους δύο τρόπους καθώς με τους είπον. Και προ των άλλων μεν ετελείωσεν η κορυφή της πυραμίδος, κατόπιν ο ακόλουθος στοίχος και ούτω καθεξής μέχρι του τελευταίου όστις ήγγιζε το έδαφος. Είναι δε σημειωμένα με χαρακτήρας Αιγυπτιακούς πόσα εξωδεύθησαν διά τους εργάτας εις ράπανα, κρόμμυα και σκόροδα· και καθ' όσον δύναμαι να ενθυμηθώ, η επιγραφή, την οποίαν μοι εξήγησεν ο διερμηνεύς, εδείκνυεν ότι το ποσόν ανέβη μέχρι χιλίων εξακοσίων αργυρών ταλάντων. Εάν τωόντι τόσα εδαπανήθησαν εις τοιαύτα πράγματα, πόσα άρα γε να εδαπανήθησαν εις σιδηρά σύνεργα, εις τρόφιμα και εις ενδύματα καθ' όλον τον προς οικοδομήν δαπανηθέντα χρόνον όστις ήτο όσος είπον, εκτός εκείνων τα οποία εξωδεύθησαν, ως νομίζω, κατά τον χρόνον όστις εχρειάσθη προς τομήν των λίθων, μεταφοράν αυτών και κατασκευήν του υπογείου ορύγματος;
126. Εις τοιούτον βαθμόν κακοηθείας έφθασεν ο Χέοψ ώστε έχων ανάγκην χρημάτων εισήγαγεν, ως λέγουσι, την θυγατέρα του εις πορνείον και την διέταξε να συνάξη ποσότητα τινα, αγνοώ πόσην διότι δεν με την είπον οι ιερείς. Υπήκουσεν αύτη και εσύναξε την παρά του πατρός της ορισθείσαν ποσότητα· θέλουσα δε να αφήση και ίδιον εαυτής μνημείον, εζήτει παρά παντός εισερχομένου προς αυτήν να τη χαρίζη μίαν πέτραν δι' αυτό το έργον. Από αυτάς δε τας πέτρας λέγουσιν ότι εκτίσθη εκείνη των πυραμίδων ήτις είναι εν τω μέσω των τριών, ολίγον προ της μεγαλειτέρας, και της οποίας εκάστη πλευρά είναι έν και ήμισυ πλέθρον εις την βάσιν.
127. Ως λέγουσιν οι Αιγύπτιοι ο Χέοψ ούτος εβασίλευσε πεντήκοντα έτη· μετά τον θάνατόν του δε εκληρονόμησε την βασιλείαν ο αδελφός του Χεφρήν (33) όστις τον εμιμήθη καθ' όλα έκτισε και αυτός πυραμίδα ως εκείνος, μικροτέραν όμως την εμέτρησα εγώ ο ίδιος μήτε υπόγεια οικήματα έχει, μήτε διώρυχα φέρουσαν μέχρι της βάσεώς της το ύδωρ του ποταμού, ως έχει η άλλη την οποίαν η παροχέτευσις του Νείλου καθίστα νήσον εν τη οποία ως λέγεται κείται το σώμα του Χέοπος. Αφού έκτισε την πρώτην βαθμίδα εκ λίθου Αιθιοπικού ποικίλου, ύψωσε την πυραμίδα κατά τεσσαράκοντα πόδας ολιγώτερον της πρώτης ήτις είναι πλησίον αμφότεραι δε ίστανται επί του αυτού λόφου όστις έχει ύψος περίπου εκατόν πόδας. Έλεγον προσέτι οι ιερείς ότι ο Χιφρήν εβασίλευσεν έτη πεντήκοντα και έξ.
128. Αριθμούσι λοιπόν εκατόν εξ έτη κατά τα οποία οι Αιγύπτιοι υπέστησαν πάσαν ταλαιπωρίαν· οι ναοί, εις το διάστημα τούτο, εκλείσθησαν και δεν τους ήνοιξαν ουδέ προς στιγμήν. Τούτων δε των βασιλέων τα ονόματα ο λαός μήτε τα αναφέρει υπό μίσους, αλλ' ονομάζει τας πυραμίδας ταύτας πυραμίδας Φιλιτίωνός τινος ποιμένος όστις έβοσκε τότε τα ποίμνιά του εις τούτο το μέρος.
129. Μετά τον Χεφρήνα οι ιερείς με είπον ότι ανέβη επί του θρόνου ο υιός του Χέοπος Μυκερίνος (34). Αι πράξεις του πατρός του δεν ήρεσκον εις αυτόν όθεν και τους ναούς ήνοιξε, και τον λαόν, όστις εις άκρον εταλαιπωρείτο, απέλυσε διά να καταγίνεται εις τας θυσίας του και τα ίδιά του έργα, και τέλος εδίκαζε δικαιότερον όλων των βασιλέων. Τον επαινούσι λοιπόν διά τούτο πλειότερον από όλους όσοι εβασίλευσαν επί της Αιγύπτου, διότι ου μόνον έκρινε καλώς, αλλά και εις εκείνον όστις παρεπονείτο διά την απόφασιν έδιδε δώρον τι κατευνάζον την δυσαρέσκειάν του. Εν τούτοις εις τον Μυκερίνον τούτον, τον τόσον ήπιον, τον τόσον μεριμνώντα διά την ευτυχίαν των Αιγυπτίων, συνέβησαν πολλά δυστυχήματα, και πρώτον πάντων ο θάνατος της θυγατρός του, ήτις ήτο το μόνον τέκνον το οποίον είχεν εις την οικίαν του. Αισθανθείς λύπην άφατον διά το δυστύχημα τούτο και θέλων να θάψη την θυγατέρα του μεγαλοπρεπέστερον παρ' ό,τι θάπτουσι τους άλλους, διέταξε να κατασκευάσωσι βουν ξυλίνην κοίλην, την οποίαν κατεχρύσωσε και έθεσεν εντός αυτής την αποθανούσαν θυγατέρα του.
130. Η βους αύτη δεν ετάφη· εσώζετο ακόμη εις τας ημέρας μου εις την Σάιν κειμένη εις δωμάτιον πλουσίως κεκοσμημένον εντός της βασιλικής κατοικίας· πλησίον αυτής εκαίοντο καθ' ημέραν παντός είδους αρώματα, καθ' όλην δε την νύκτα ήτο αναμμένος λύχνος διαρκώς. Ου μακράν της βοός ταύτης, εις άλλο δωμάτιον, είναι εκτεθειμέναι αι εικόνες των παλλακίδων του Μυκερίνου, ως με είπον οι ιερείς της Σάιος. Αληθώς υπάρχουσιν εκεί είκοσι μεγάλα ξύλινα αγάλματα παριστώντα γυναίκας γυμνάς· ποίαι είναι; δεν ειμπορώ να είπω ειμή ό,τι ήκουσα.
131. Τινές διά την βουν και τα κολοσσιαία αγάλματα λέγουσι τα εξής· ότι ο Μυκερίνος ηράσθη της εαυτού θυγατρός και εμίγη μετ' αυτής ακούσης· μετά ταύτα δε ότι η κόρη από την λύπην της επνίγη και εκείνος την έθαψεν εντός της βοός ταύτης, ότι η μήτηρ έκοψε τας χείρας των υπηρετριών αίτινες παρέδωκαν την νέαν κόρην εις τον πατέρα της, και ότι διά τούτο αι εικόνες αυτών είναι άχειρες θέλουσαι να παραστήσωσιν ό,τι έπαθον εις τον βίον των. Κατ' εμέ οι λέγοντες ταύτα φλυαρούσι, και προ πάντων εις τα περί των χειρών των αγαλμάτων, διότι το είδομεν και ημείς ιδίοις όμμασιν ότι υπό του χρόνου απώλεσαν τας χείρας των, αίτινες κείνται ακόμη προ των ποδών των.
132. Η βους έχει το σώμα κεκαλυμμένον υπό επιστρώματος πορφυρού, πλην του αυχένος και της κεφαλής εις τα οποία είναι επιτεθειμένος παχύτατος χρυσός· μεταξύ των κεράτων αυτής είναι απομεμιμημένος εκ χρυσού ο κύκλος του ηλίου. Ίσταται δε αυτή ουχί επί των ποδών της, αλλά γονατισμένη, και το μέγεθος αυτής είναι όσον μεγάλης βοός ζωντανής. Κατ' έτος την εκβάλλουσιν από το οίκημα, όταν οι Αιγύπτιοι κτυπώνται χάριν του θεού τον οποίον εγώ δεν ειμπορώ να ονομάσω εις τοιαύτην διήγησιν· τότε λοιπόν εκφέρουσι και την βουν εις το φως, διότι, ως λέγουσιν, η θυγάτηρ του Μυκερίνου αποθνήσκουσα εζήτησεν από τον πατέρα της να βλέπη τον ήλιον άπαξ του ενιαυτού.
133. Μετά τον θάνατον της θυγατρός του δευτέρα συμφορά ηκολούθησεν εις τον βασιλέα, η εξής· χρησμός τις ήλθεν εκ της πόλεως Βουτούς λέγων ότι έξ μόνον έτη έμελλεν ακόμη να ζήση και το έβδομον να αποθάνη. Οδυνηράν θλίψιν αισθανθείς έπεμψε να επιπλήξη το μαντείον, παραπονούμενος ότι ο μεν πατήρ του και ο θείος του κλείσαντες τους ναούς, αποβαλόντες της μνήμης των τους θεούς, πιέζοντες τους ανθρώπους, έζησαν πολύν χρόνον, αυτός δε, ευσεβής ων, μέλλει να αποθάνη ταχέως. Τότε ήλθε προς αυτόν δεύτερος χρησμός εκ του μαντείου λέγων ότι τούτου ένεκα συντετμήθη ο βίος του· ότι δεν έπραξεν ό,τι ώφειλε να πράξη· ότι η Αίγυπτος ήτο προωρισμένη να υποφέρη επί εκατόν πεντήκοντα έτη· ότι οι δύο προκάτοχοι αυτού βασιλείς ενόησαν τούτο, εκείνος δε όχι. Ταύτα ακούσας ο Μυκερίνος, επειδή είδεν ότι ήτο καταδεδικασμένος, διέταξε να κατασκευάσωσι πολλούς λύχνους τους οποίους ήναπτε την νύκτα, πίνων και εντρυφών, χωρίς να παύη μήτε ημέραν μήτε νύκτα· περιήρχετο δε τας λίμνας και τα άλση και όπου ήθελε μάθει ότι υπήρχον ευάρεστοι διασκεδάσεις. Εμηχανάτο δε ταύτα διά να αποδείξη ψευδόμενον το μαντείον κάμνων τας νύκτας ημέρας, ώστε τα έξ έτη να γίνωσι δώδεκα δι' αυτόν.
134. Αφήκε δε και ούτος πυραμίδα πολύ μικροτέραν του πατρός του, ήτις ούσα επίσης τετράγωνος έχει εκάστην πλευράν τριών πλέθρων μείον είκοσι ποδών και είναι εκτισμένη κατά το ήμισυ εκ λίθου Αιθιοπικού. Έλληνες τινες ισχυρίζονται ότι η πυραμίς αύτη είναι εταίρας τινός, της Ροδώπιδος· πλην δεν λέγουσιν ορθώς, και βλέπω μάλιστα ότι ομιλούσι περί αυτής χωρίς ούτε να ηξεύρωσι ποία ήτο η Ροδώπις, διότι δεν θα απέδιδον εις αυτήν την κατασκευήν τοιαύτης πυραμίδος εις την οποίαν δύναταί τις να είπη ότι εδαπανήθησαν αναρίθμητοι χιλιάδες ταλάντων. Εκτός τούτου πρέπει να παρατηρήσωμεν ότι η Ροδώπις ήκμασεν ουχί επί των χρόνων του Μυκερίνου, αλλ' επί του βασιλέως Αμάσιος· ώστε είναι πολλά έτη μεταγενεστέρα των βασιλέων οίτινες έκτισαν τας πυραμίδας ταύτας. Γεννηθείσα εις Θράκην, δούλη του Ιάδμονος, υιού του Ηφαιστοπόλιδος, υπήρξε σύνδουλος του μυθοποιού Αισώπου· διότι τωόντι ούτος ανήκεν εις τον Ιάδμονα, ως εφάνη ακριβώς εκ του ακολούθου γεγονότος. Όταν οι Δελφοί, υπακούοντες εις τον χρησμόν, εκήρυττον τις ήθελε να λάβη το οφειλόμενον πρόστιμον διά τον φόνον του Αισώπου, ουδείς άλλος επαρουσιάσθη ειμή Ιάδμων τις εγγονός του προηγουμένου Ιάδμονος. Ανήκε λοιπόν ο Αίσωπος εις τον Ιάδμονα.
135. Η δε Ροδώπις ήλθεν εις την Αίγυπτον κομισθείσα υπό του Ξάνθου του Σαμίου. Ελθούσα δε διά το έργον της, εξηγοράσθη διά πολλών χρημάτων υπό τινος Μυτιληναίου Χαράξου, υιού του Σκαμανδρωνύμου και αδελφού της ποιήτριας Σαπφούς. Ούτω λοιπόν η Ροδώπις ηλευθερώθη από την δουλείαν και έμεινεν εις την Αίγυπτον, και επειδή είχε πολλά θέλγητρα, εκτήσατο μεγάλην περιουσίαν, όσον διά μίαν Ροδώπιν, αλλ' όχι τόσην ώστε να δυνηθή να κτίση τοιαύτην πυραμίδα. Το δέκατον της περιουσίας της και σήμερον ακόμη είναι εύκολον να ίδη όστις θέλει· και δεν ειμπορεί να αποδώση εις αυτήν πολλά πλούτη. Επιθυμήσασα η Ροδώπις να εγκαταλίπη εις την Ελλάδα ανάμνησιν εαυτής, έκαμε πράγμα το οποίον μήτε εφαντάσθη κανείς μήτε αφιέρωσεν άλλο όμοιον εις ναόν, και το αφιέρωσεν εις τους Δελφούς εις μνημόσυνόν της. Παρήγγειλε και επλήρωσε διά του δεκάτου της περιουσίας της πολλούς οβελούς σιδηρούς διά τους οπτομένους βόας, τόσους όσους τη επέτρεπεν η τιμή του δεκάτου, και τους έστειλεν εις τους Δελφούς. Υπάρχουσιν ακόμη συνεσωρευμένοι όπισθεν του βωμού τον οποίον αφιέρωσαν οι Χίοι, απέναντι του ναού. Συνήθως αι εταίραι της Ναυκράτιος είναι επαφρόδιτοι· μία δε των πρώτων, αυτή περί ης ο λόγος, τοσούτον ονομαστή εγένετο, ώστε όλοι οι Έλληνες γινώσκουσι το όνομα της Ροδώπιδος. Βραδύτερον, το όνομα της Αρχιδίκης εγένετο μεν επίσης διάσημον ανά την Ελλάδα, αλλ' ουχί τόσον διάσημον ως το της πρώτης και αντικείμενον συνδιαλέξεων. Ότε δε ο Χάραξος, ελευθερώσας την Ροδώπιν, επέστρεψεν εις την Μυτιλήνην, η Σαπφώ πολλάκις τον έσκωψεν εις τα ποιήματά της. Αλλά είναι καιρός να αφήσωμεν την Ροδώπιν.
136. Οι ιερείς με είπον ότι μετά τον Μυκερίνον εγένετο βασιλεύς της Αιγύπτου ο Άσυχις (35), όστις ήγειρε τα προς ανατολάς του ηλίου προπύλαια του ναού του Ηφαίστου τα οποία είναι τα κάλλιστα και τα μέγιστα πάντων διότι όλα μεν τα προπύλαια είναι κεκοσμημένα δι' ανθέων γεγλυμμένων και έχουσι ποικιλωτάτην οικοδομικήν θέαν, εκείνα όμως είναι ποικιλώτερα και ωραιότερα. Επί της βασιλείας αυτού, είπον, εγένετο μεγάλη σπάνις χρημάτων επομένως οι Αιγύπτιοι εξέδωκαν νόμον επιτρέποντα να δανείζεταί τις ενεχυριάζων το πτώμα του πατρός του. Εις τούτον τον νόμον λέγεται ότι προσετέθη και η ακόλουθος διάταξις ο δανείζων ήτο κύριος του επιταφίου θαλάμου του λαμβάνοντος το δάνειον, εις εκείνον δε όστις ηρνείτο να πληρώση το χρέος επεβάλλετο η εξής τιμωρία όταν απέθνησκε, δεν εσυγχωρείτο να ταφή μήτε εις τον πατρικόν τάφον μήτε εις κανένα άλλον προς τούτοις δεν εσυγχωρείτο μήτε συγγενή του να θάψη. Θέλων δε ο Άσυχις να υπερβή τους προγενεστέρους βασιλείς της Αιγύπτου, έκτισεν εκ πλίνθων πυραμίδα με την ακόλουθον επί πέτρας γεγραμμένην επιγραφήν «Μη με καταφρονής ένεκα των λιθίνων πυραμίδων τας υπερτερώ τόσον όσον ο Ζευς υπερτερεί τους άλλους θεούς, διότι βυθίζοντες ακόντιον εις την λίμνην και συνάζοντες τον πηλόν όστις προσεκολλάτο εις αυτό, κατασκεύασαν τους πλίνθους με τους οποίους με έκτισαν.» Τοιαύτα είναι όσα έπραξεν ο βασιλεύς ούτος.
137. Μετ' αυτόν εβασίλευσε τυφλός τις εκ της πόλεως Ανύσιος, ονομαζόμενος Άνυσις 36(36) επί τούτου βασιλεύοντος οι Αιθίοπες και ο βασιλεύς αυτών Σαβακώς εισέβαλον εις την Αίγυπτον μετά στρατού πολλού. Και ο μεν τυφλός έφυγε και διεσώθη εις τα έλη, ο δε Αιθίοψ εβασίλευσεν εις την Αίγυπτον πεντήκοντα έτη, κατά το διάστημα των οποίων έπραξε τα ακόλουθα έργα. Όταν Αιγύπτιός τις διέπραττεν έγκλημα, επειδή δεν ήθελε να θανατόνη κανένα, εδίκαζεν έκαστον κατά το μέγεθος του εγκλήματός του και τον κατεδίκαζε να φέρη χώμα και να το ρίπτη εις την γενέθλιον πόλιν του. Τοιουτοτρόπως δε αι πόλεις εγένοντο υψηλότεραι παρ' όσον ήσαν διότι πρώτον μεν υψώθησαν υπό των ορυξάντων τας διώρυχας επί του βασιλέως Σεσώστριος, δεύτερον δε επί του Αιθίοπος έφθασαν εις το σήμερινόν ύψος. Ως νομίζω η υψηλοτέρα πόλις είναι η Βούβαστις όπου ευρίσκεται και ναός της Βουβάστιος (37), άξιος μνείας, διότι όσον μεγάλοι, όσον πολυδάπανοι και αν ήναι οι άλλοι, κανείς όμως δεν ηδύνει τα βλέμματα όσον ούτος. Βούβαστις δε ελληνιστί είναι η Άρτεμις.
138. Ο δε ναός αυτής είναι τοιούτος. Πλην της εισόδου, το άλλο μέρος είναι νήσος, διότι δύο διώρυχες του Νείλου χωρίς να ενωθώσι προχωρούσι μέχρι της εισόδου ταύτης, και έπειτα περικυκλούσι τον ναόν, η μεν δεξιόθεν η δε αριστερόθεν· το πλάτος εκάστης είναι εκατόν ποδών, και δένδρα καλύπτουσιν αυτάς διά της σκιάς των. Τα προπύλαια έχουσι δέκα οργυιών ύψος, κεκοσμημένα με έκτυπα έξ πήχεων αξιόλογα· ο ναός, ευρισκόμενος εις το κέντρον της πόλεως, είναι πανταχόθεν καταφανής παρ' εκείνων οίτινες περιέρχονται αυτόν, καθότι, επειδή η πόλις υψώθη, το δε έδαφος του ναού έμεινε το ίδιον, φαίνεται τοιούτος οίος εκτίσθη απ' αρχής. Περιτρέχει αυτόν τοίχος έχων εγγεγλυμμένας εικόνας, έσωθεν δε είναι άλσος εκ δένδρων μεγίστων πεφυτευμένων πέριξ ναού μεγάλου εντός του οποίου είναι το άγαλμα της θεάς. Το όλον οικοδόμημα είναι τετράγωνον και εκάστη πλευρά είναι ενός σταδίου. Προς την είσοδον υπάρχει λιθόστρωτος οδός τριών σταδίων, διερχομένη την αγοράν προς ανατολάς και πλάτος έχουσα τεσσάρων πλέθρων· εκατέρωθεν της οδού ταύτης είναι πεφυτευμένα δένδρα ουρανομήκη· φέρει δε αύτη εις τον ναόν του Ερμού. Και ο μεν ναός της Αρτέμιδος τοιούτος είναι.
139. Έλεγον δε οι ιερείς ότι ο Αιθίοψ ανεχώρησε τοιουτοτρόπως από την Αίγυπτον· ενώ εκοιμάτο είδε το εξής όνειρον το οποίον τον ηνάγκασε να αναχωρήση· τω εφάνη ότι άνθρωπός τις, ιστάμενος πλησίον του, τον παρεκίνει να συναθροίση όλους τους ιερείς της Αιγύπτου και να τους κόψη εις το μέσον του σώματος. Αφού δε είδε το όνειρον τούτο, εσκέφθη, ως λέγεται, ότι οι θεοί έπλασαν την διαταγήν ταύτην διά να ασεβήση εις τα ιερά και να ελκύση εφ' εαυτού δυστυχίαν τινά εκ μέρους των θεών ή των ανθρώπων. Απεφάσισε λοιπόν να μη πράξη τούτο, αλλ' εξ εναντίας να αναχωρήση, αφού μάλιστα παρήλθεν ο χρόνος τον οποίον προείπον τα μαντεία ότι θα εβασίλευεν επί της Αιγύπτου. Τωόντι, όταν ήτο ακόμη εις την Αιθιοπίαν, τα μαντεία τα οποία ερωτώσιν οι Αιθίοπες τω είπον ότι έμελλε να βασιλεύση πεντήκοντα έτη εις την Αίγυπτον· επειδή δε τα έτη ταύτα συνεπληρώθησαν και τον ετάραζε το όνειρον, ο Σαβακώς ανεχώρησεν εκουσίως.
140. Αφού ανεχώρησεν εκ της Αιγύπτου ο Αιθίοψ, εβασίλευσε πάλιν ο τυφλός αφήσας τα έλη όπου διέμεινε πεντήκοντα έτη κατά το διάστημα των οποίων εσχημάτισε μίαν νήσον με χώματα και στάκτην διότι οσάκις οι Αιγύπτιοι, εν αγνοία του Αιθίοπος, τω εκόμιζον τροφάς όπως είχαν διαταχθή, αυτός τοις εζήτει ομού με τα άλλα δώρα να τω φέρωσι και ολίγην σποδόν. Την νήσον ταύτην ουδείς ηδυνήθη να την εύρη προ του Αμυρταίου· αλλ' επί επτακόσια έτη, οι προ του Αμυρταίου βασιλεύσαντες δεν ήσαν ικανοί να την ανακαλύψωσι. Το όνομα της νήσου ταύτης είναι Ελβώ, η δε έκτασις αυτής είναι δέκα σταδίων πανταχόθεν.
141. Μετά τον Άνυσιν εβασίλευσεν ο ιερεύς του Ηφαίστου Σεθών (38). Ούτος περιφρονών παρημέλησε τους πολεμιστάς των Αιγυπτίων, διότι δεν είχεν ουδεμίαν ανάγκην αυτών. Επέβαλε λοιπόν εις αυτούς πολλάς ατιμίας και μεταξύ άλλων τοις αφήρεσε τους εξαιρέτους αγρούς, οίτινες είχον δοθή επί των πρώτων βασιλέων ανά δώδεκα στρέμματα εις έκαστον οικογενειάρχην. Μετά ταύτα ο βασιλεύς των Αραβίων και των Ασσυρίων Σαναχάριβος ωδήγησε πολύν στρατόν κατά της Αιγύπτου, και οι Αιγύπτιοι πολεμισταί δεν ηθέλησαν να πολεμήσωσιν. Όθεν ο ιερεύς, ευρισκόμενος εις αμηχανίαν, εισήλθεν εις τον ναόν, και ενώπιον του αγάλματος ωδύρετο διά τους κινδύνους τους οποίους διέτρεχεν. Ενώ δε εθρήνει, τω ήλθεν ύπνος και τω εφάνη εις το όνειρόν του ότι θεός τις, ιστάμενος πλησίον του, τον ενεθάρρυνε και τω υπέσχετο ότι δεν έμελλε να πάθη τίποτε ανθιστάμενος εις τον στρατόν των Αραβίων, καθότι αυτός θα τω έπεμπε βοηθούς. Πεποιθώς εις το όνειρον τούτο, παρέλαβεν εκ των Αιγυπτίων εκείνους όσοι ήθελον να τον ακολουθήσωσι και τους ωδήγησεν ενόπλους εις το Πηλούσιον όπου είναι η εκ της Αραβίας εις την Αίγυπτον είσοδος. Και εκ μεν των πολεμιστών ουδείς τον ηκολούθει, αλλ' οι κάπηλοι, οι χειρώνακτες και οι αγοραίοι άνθρωποι. Αφού έφθασαν εκεί, άπειροι ποντικοί των αγρών εχύθησαν την νύκτα εις το εχθρικόν στρατόπεδον και κατέφαγον τας φαρέτρας των εναντίων, τα τόξα και τας λαβάς των ασπίδων, ώστε την ακόλουθον ημέραν φεύγοντες ούτοι γυμνοί όπλων, έπεσαν πολλοί. Και σήμερον είναι εστημένος εν τω ναώ του Ηφαίστου ο λίθινος ανδριάς του βασιλέως τούτου, κρατών εις την χείρα μυν και λέγων διά γραμμάτων τα εξής «Εις εμέ βλέπων τις έστω ευσεβής.»
142. Εις τω σημείον τούτο της διηγήσεως οι ιερείς μοι παρετήρησαν ότι από του πρώτου βασιλέως μέχρι του Σεθώνος, του τελευταίου πάντων, παρήλθον τριακόσιαι τεσσαράκοντα μία γενεαί ανθρώπων και ισάριθμοι βασιλείς και αρχιερείς. Τριακόσιαι δε γενεαί ανθρώπων ισοδυναμούσι με δέκα χιλιάδες έτη, λογιζομένων τριών γενεών διά πάσαν εκατονταετηρίδα· αι δε περιπλέον τεσσαράκοντα και μία γενεαί δίδουσι χίλια τριακόσια τεσσαράκοντα έτη. Ούτω λοιπόν με είπον ότι ένδεκα χιλιάδες τριακόσια τεσσαράκοντα έτη παρήλθον κατά τα οποία ουδείς θεός έλαβε μορφήν ανθρώπου και ουδέν παρόμοιον συνέβη από του πρώτου μέχρι του τελευταίου των βασιλέων της Αιγύπτου. Καθ' όλον τούτο το διάστημα, προσέθηκαν, ο ήλιος εφάνη τετράκις έξω της συνήθους θέσεώς του, δις μεν ανατείλας εκ του μέρους όπου τώρα δύει, δις δε δύσας εις το μέρος εκ του οποίου τώρα ανατέλλει· εκ τούτου όμως ουδεμία μεταβολή επήλθεν εις την Αίγυπτον ούτε ως προς τα προϊόντα της γης, ούτε ως προς τα αποτελέσματα του ποταμού, ούτε ως προς τας ασθενείας, ούτε ως προς τους θανάτους.
143. Προ εμού, ότε ο ιστορικός Εκαταίος εγενεαλόγει εαυτόν εις τας Θήβας και έλεγεν ότι κατήγετο από θεόν τινα, δέκατον έκτον προπάτορά του, οι ιερείς του Διός έπραξαν προς αυτόν ό,τι και προς εμέ χωρίς να γενεαλογήσω εμαυτόν. Αφού με ωδήγησαν εις ευρύχωρον εσωτερικόν οίκημα, μοι εμέτρων και μοι εδείκνυον μεγάλα ξύλινα αγάλματα των οποίων ο αριθμός ήτο ως είπον ανωτέρω, καθότι έκαστος αρχιερεύς επί ζωής του θέτει εκεί την εικόνα του. Αριθμούντες λοιπόν οι ιερείς και δεικνύοντές μοι τας εικόνας από του εσχάτως αποθανόντος, με εβεβαίουν ότι έκαστος των αρχιερέων εκείνων ήτο υιός του προκατόχου του, και τους διήρχοντο ένα προς ένα διά να τους ίδω όλους. Και εις τον Εκαταίον δε, ότε εγενεαλόγει εαυτόν και έλεγεν ότι κατήγετο από θεόν, δέκατον έκτον προπάτορά του, τω αντέταξαν την απαρίθμησιν, μη παραδεχόμενοι ότι είναι δυνατόν να γεννηθή άνθρωπος από θεόν και ιδού εις τι εστήριζον την αντίρρησιν ταύτην· εκάστη εικών, έλεγον, παριστά πίρωμιν γεννηθέντα από πίρωμιν· έδειξαν λοιπόν τριακόσιους τεσσαράκοντα πέντε, και πάντοτε πίρωμις εγεννάτο από πίρωμιν, χωρίς να αναμιχθή εις την γέννησίν των μήτε θεός μήτε ήρως· ελληνιστί δε πίρωμις σημαίνει καλός και αγαθός.
144. Τοιούτοι ήσαν τωόντι ως με είπον εκείνοι των οποίων μοι εδείκνυον τας εικόνας και όλως διαφορετικοί από τους θεούς. Προ των ανδρών τούτων, οι θεοί εβασίλευον εις την Αίγυπτον συνοικούντες μετά των ανθρώπων, και εξ αυτών είς πάντοτε είχε την ηγεμονίαν. Τελευταίος εβασίλευσεν ο Ώρος, υιός του Οσίριδος, τον οποίον οι Έλληνες ονομάζουσιν Απόλλωνα· ούτος, αφού εξεθρόνισε τον Τυφώνα, εβασίλευσε τελευταίος εις την Αίγυπτον. Όσιρις δε ελληνιστί είναι ο Διόνυσος.
145. Οι μεν Έλληνες νομίζουσιν ότι νεώτατοι των θεών είναι ο Ηρακλής, ο Διόνυσος και ο Παν, παρά τοις Αιγυπτίοις δε ο μεν Παν είναι αρχαιότατος και είς εξ εκείνων τους οποίους καλούσιν οκτώ πρώτους θεούς, ο δε Ηρακλής είναι εκ των δευτέρων τους οποίους καλούσι δώδεκα, και ο Διόνυσος εκ των τρίτων οίτινες εγεννήθησαν εκ των δώδεκα θεών. Ανέφερα ήδη πόσα έτη κατά τους Αιγυπτίους παρήλθον από του Ηρακλέους μέχρι του βασιλέως Αμάσιος· πολύ δε περισσότερα αριθμούσιν από του Πανός, και ολιγώτερα (δεκαπέντε χιλιάδες μόνον) από του Διονύσου. Λέγουσι δε οι Αιγύπτιοι ότι ηξεύρουσι τους αριθμούς τούτους μετά βεβαιότητος, διότι πάντοτε αριθμούσι και σημειούσι τα έτη. Από δε του Διονύσου, όστις λέγεται ότι εγεννήθη εκ της θυγατρός του Κάδμου Σεμέλης, μέχρις εμού, παρήλθον χίλια εξακόσια περίπου έτη, και ουχί περισσότερα των εννεακοσίων από του υιού της Αλκμήνης Ηρακλέους. Από του Πανός δε του υιού της Πηνελόπης (διότι οι Έλληνες λέγουσιν ότι εγεννήθη εκ ταύτης και του Ερμού) μέχρι της εποχής μου, παρήλθον έτη ολιγώτερα παρ' όσα παρήλθον από των Τρωικών, ήτοι οκτακόσια περίπου.
146. Εκ των δύο τούτων γνωμών είναι ελεύθερος ο καθείς να παραδεχθή εκείνην την οποίαν ήθελε πιστεύσει ως πιθανωτέραν· εγώ εφανέρωσα ήδη την εμήν. Τωόντι εάν οι θεοί ούτοι, εάν ο Διόνυσος ο υιός της Σεμέλης, εάν ο Παν ο υιός της Πηνελόπης εδοξάζοντο και εγήρασκον εις την Ελλάδα, ως και ο Ηρακλής ο υιός του Αμφιτρύωνος, ηδύνατό τις να είπη ότι γεννηθέντες άνθρωποι, έλαβον τα ονόματα θεών, οίτινες υπήρξαν προγενέστεροι αυτών κατά πολλά έτη. Αλλ' οι Έλληνες διηγούνται διά μεν τον Διόνυσον ότι άμα εγεννήθη τον έρραψεν ο Ζευς εις τον μηρόν του και τον έφερεν εις την Νύσαν ήτις είναι υπεράνω της Αιγύπτου εις την Αιθιοπίαν, διά δε τον Πάνα δεν ηξεύρουσι να είπωσι τι τω συνέβη. Είναι λοιπόν προφανές εις εμέ ότι οι Έλληνες μαθόντες τα ονόματα των θεών τούτων ύστερον από τα των άλλων θεών, γενεαλογούσι την γένεσιν αυτών αφότου έμαθον τα ονόματά των.
147. Και ταύτα μεν λέγουσιν οι Αιγύπτιοι, όσα δε και οι άλλοι άνθρωποι και οι Αιγύπτιοι συμφώνως με τους άλλους λέγουσιν ότι συνέβησαν εις την χώραν των, αυτά θα διηγηθώ τώρα, θα προσθέσω μάλιστα μεταξύ αυτών καί τινα τα οποία είδον εγώ αυτός. Οι Αιγύπτιοι, ελευθερωθέντες μετά την βασιλείαν του ιερέως του Ηφαίστου, διήρεσαν το βασίλειον εις δώδεκα μέρη και κατέστησαν δώδεκα βασιλείς (39), διότι ουδέποτε ηδυνήθησαν να ζήσωσιν άνευ βασιλέως. Εκείνοι τους οποίους εξέλεξαν συνεδέθησαν μεταξύ των δι' επιγαμιών και εβασίλευσαν τηρούντες τας εξής συμφωνίας να μη αρπάζη τίποτε ο είς από τον άλλον μήτε να ζητή να έχη περισσότερα του άλλου, αλλά να ήναι όσον το δυνατόν ηνωμένοι. Κατέστησαν δε και ετήρησαν τους νόμους τούτους διότι κατ' αρχάς, άμα έλαβον την εξουσίαν, τοις εδόθη χρησμός ότι όστις εκ των δώδεκα ήθελε κάμει σπονδάς εν τω ναώ του Ηφαίστου με ποτήριον χαλκούν, αυτός ήθελε βασιλεύσει επί όλης της Αιγύπτου τούτου ένεκα εισήρχοντο εις τους ναούς όλοι ομού.
148. Τοις εφάνη προς τούτοις εύλογον να αφήσωσι μνημείον τι από κοινού· άμα δε αποφασίσαντες έκτισαν λαβύρινθον, ολίγον τι υπεράνω της λίμνης του Μοίριος, πλησίον της πόλεως των κροκοδείλων. Είδον τον λαβύρινθον τούτον και είναι ανώτερος πάσης περιγραφής· διότι εάν τις ήνωνεν όλα ομού τα τείχη και τα λαμπρά κτίρια της Ελλάδος, το σύνολον ήθελε φανή κατώτερον του λαβυρίνθου και ως προς την εργασίαν και ως προς την δαπάνην. Όσον θαυμαστοί και αν ήσαν οι ναοί της Εφέσου και της Σάμου, θαυμαστότεραι όμως ήσαν αι πυραμίδες, εκάστη των οποίων ήτο ανταξία πολλών και μεγάλων ελληνικών έργων. Ο δε λαβύρινθος υπερβαίνει πολύ τας πυραμίδας, διότι σύγκειται υπό δώδεκα αυλών καταστέγων των οποίων αι θύραι αντικρύζουσιν, έξ μεν βλέπουσαι προς νότον έξ δε προς βοράν· περικλείει δε όλας αυτάς έξωθεν ο αυτός τοίχος. Τα οικήματα είναι δίπλα, τα μεν υπόγαια, τα δε ισόγαια, τρισχίλια τον αριθμόν, ήτοι χίλια πεντακόσια εις έκαστον όροφον. Είδομεν και περιήλθομεν τα άνω οικήματα, ώστε εξ ιδίας αντιλήψεως ομιλούμεν περί αυτών· δια δε τα υπόγαια δεν ηξεύρομεν ειμή όσα μας είπον, διότι οι Αιγύπτιοι επιστάται ηρνήθησαν να μας δείξωσιν αυτά, λέγοντες ότι περιέκλειον τους σαρκοφάγους των βασιλέων των οικοδομησάντων τον λαβύρινθον, και των ιερών κροκοδείλων. Ούτω λοιπόν περί μεν των κάτω οικημάτων λέγομεν όσα παρελάβομεν εξ ακοής, τα δε άνω, τα οποία είδομεν, είναι ανώτερα παντός ανθρωπίνου έργου. Αι διά των οιδημάτων δίοδοι, αι δια των αυλών περιστροφαί, μας εξέπληττον διά το πολυποίκιλον αυτών ότε μετεβαίνομεν εκ μιας αυλής εις τα οικήματα, εκ των οικημάτων εις στοάς, εκ των στοών εις άλλα μέρη εστεγασμένα και εκ των οικημάτων εις άλλας αυλάς. Η οροφή όλων των οικημάτων είναι λιθίνη ως και οι τοίχοι· οι δε τοίχοι είναι πεποικιλμένοι με απείρους εικόνας γεγλυμμένας. Εκάστη αυλή έχει εσωτερικόν περιστήλιον εκ λίθων λευκών, θαυμασίως συνηρμοσμένων· εις εκάστην δε των γωνιών του λαβυρίνθου, υπάρχει πυραμίς τεσσαράκοντα οργυιών, εφ' ης είναι γεγλυμμέναι μορφαί διάφοροι· εισέρχονται δε εις αυτήν δι' οδού υπογείου.
149. Τοιούτου δε όντος του λαβυρίνθου τούτου, μείζονα θαυμασμών προξενεί η καλουμένη λίμνη του Μοίριος πλησίον της οποίας ωκοδομήθη ο λαβύρινθος. Η λίμνη αύτη έχει περίμετρον τρισχιλίων εξακοσίων σταδίων ή εξήκοντα σχοίνων, όση δηλαδή είναι και η πλευρά της Αιγύπτου από το μέρος της θαλάσσης. Εκτείνεται δε από βορά προς νότον και το βαθύτατον μέρος αύτης είναι πεντήκοντα οργυιών· δεικνύει δε αφ' εαυτού ότι ωρύχθη και εγένετο υπό χειρός ανθρωπίνης· διότι, προς το κέντρον αυτού, ωκοδομήθησαν δύο πυραμίδες εκατόν οργυιών, εξ ων αι μεν πεντήκοντα είναι υπέρ το ύδωρ, αι δε άλλαι πεντήκοντα υπό το ύδωρ· επί της κορυφής δε εκάστης αυτών υπάρχει μέγα άγαλμα λίθινον καθήμενον επί θρόνου. Ούτω αι πυραμίδες αύται είναι εκατόν οργυιών, αι δε εκατόν οργυιαί ισοδυναμούσι με έν στάδιον εξάπλεθρον, της οργυιάς εχούσης έξ πόδας ή τέσσαρας πήχεις, του ποδός έχοντος τέσσαρας παλάμας, και του πήχεως έξ παλάμας. Το ύδωρ της λίμνης δεν αναβλύζει εκ του εδάφους το οποίον εις το μέρος τούτο είναι ξηρότατον, αλλά φέρεται με διώρυχας εκ του Νείλου· και επί έξ μεν μήνας τρέχει εις την λίμνην, επί έξ δε εξέρχεται από αυτήν και επιστρέφει εις τον Νείλον. Και όταν μεν εκρέη έξω, η λίμνη παρέχει εις τον βασιλέα έν τάλαντον εισόδημα καθ' εκάστην ημέραν εκ των ιχθύων, όταν δε εισρέη εις αυτήν, δίδει μόνον είκοσι μνας.
150. Με είπον επίσης οι κάτοικοι πως η λίμνη αύτη, τρέχουσα προς δυσμάς εις τα μεσόγεια, κατά μήκος των υπέρ την Μέμφιν ορέων, χύνεται εις την Σύρτιν και την Λιβύαν. Επειδή δε με όλας μου τας αναζητήσεις δεν έβλεπα ουδαμού σωρόν χώματος μαρτυρούντα την ανασκαφήν του εδάφους, ηρώτησα τους πλησιέστατα εις την λίμνην κατοικούντας πού ήτο το εξορυχθέν χώμα, εκείνοι δε με είπον πού μετεφέρθη, και τους επίστευσα ευκόλως, διότι ήξευρα εξ ακοής ότι παρόμοιόν τι είχε συμβή και εις την πόλιν των Ασσυρίων Νίνον. Τωόντι κλέπται τινές είχον επινοήσει να αρπάσωσι τα αναρίθμητα πλούτη τα οποία ο βασιλεύς Σαρδανάπαλος εφύλαττεν εις υπόγειον θησαυροφυλάκιον. Αρχίσαντες λοιπόν από την οικίαν των, έσκαπτον μέχρι της βασιλικής κατοικίας, άμα δε ενύκτονε, μετέφερον το εξαγόμενον χώμα και το έρριπτον εις τον ποταμόν Τίγριν όστις τρέχει πλησίον της Νίνου, μέχρις ου εξετέλεσαν τον σκοπόν των. Τοιούτο τι λοιπόν ήκουσα ότι εγένετο και διά το όρυγμα της εν τη Αιγύπτω λίμνης, με την διαφοράν ότι η μεταφορά των χωμάτων εδώ δεν εγίνετο διά νυκτός αλλ' εν πλήρει ημέρα· σκάπτοντες οι Αιγύπτιοι έφερον το χώμα εις τον Νείλον, ο δε ποταμός ελάμβανεν αυτό και το διεσκόρπιζεν. Η λίμνη λοιπόν αύτη κατ' αυτόν τον τρόπον λέγουσιν ότι εσκάφη.
151. Οι δε δώδεκα βασιλείς ετήρουν μεταξύ των δικαιοσύνην· μετά παρέλευσιν χρόνου τινός έτυχε να θυσιάζωσιν εις το ιερόν του Ηφαίστου· ενώ δε έμελλον να κάμωσι σπονδάς κατά την τελευταίαν ημέραν της εορτής, ο αρχιερεύς τοις έφερε ποτήρια χρυσά με τα οποία εσυνείθιζον να σπένδωσι· λανθασθείς όμως εις τον αριθμόν έφερεν ένδεκα, ενώ αυτοί ήσαν δώδεκα. Τότε ο Ψαμμίτιχος όστις ίστατο έσχατος, μη έχων ποτήριον, αφήρεσε την περικεφαλαίαν του ήτις ήτο χαλκή και δεχθείς με αυτήν τον οίνον έκαμε σπονδάς. Όλοι οι βασιλείς είχον περικεφαλαίας και τας εφόρουν κατ' εκείνην την στιγμήν. Και ο μεν Ψαμμίτιχος ουδένα είχε δόλιον σκοπόν μεταχειρισθείς την περικεφαλαίαν του· οι άλλοι όμως βασιλείς, ιδόντες την πράξιν του Ψαμμιτίχου, ενθυμήθησαν τον χρησμόν όστις τους είχεν ειπεί ότι όστις ήθελε κάμει σπονδάς με ποτήριον χαλκούν εκείνος ήθελε γίνει μόνος βασιλεύς της Αιγύπτου. Ενθυμηθέντες λοιπόν την προφητείαν ταύτην, να φονεύσωσι μεν τον Ψαμμίτιχον δεν έκρινον εύλογον, διότι εξετάσαντες εύρον ότι δεν το έπραξεν εκ προμελέτης· τον εξώρισαν όμως εις τα έλη αφαιρέσαντες όλην σχεδόν την εξουσίαν του και απαγορεύσαντες αυτώ να εξέρχεται από τα έλη και αναμιγνύεται με τους άλλους Αιγυπτίους.
152. Αυτός ο Ψαμμίτιχος είχεν άλλοτε φύγει τον Αιθίοπα Σαβακών, όστις εφόνευσε τον πατέρα του Νεκών. Ήτο δε πρόσφυξ εις την Συρίαν ότε ο Αιθίοψ ανεχώρησεν ένεκα του ονείρου το οποίον είδε και οι Αιγύπτιοι οι κατοικούντες τον Σαΐτην νομόν τον μετεκάλεσαν. Βραδύτερον, βασιλεύς ων, κατεδικάσθη υπό των ένδεκα, ένεκα της περικεφαλαίας του, να φύγη εκ δευτέρου εις τα έλη. Οργισθείς διά τον υβριστικόν τρόπον με τον οποίον τον μετεχειρίσθησαν, συνέλαβε το σχέδιον να εκδικηθή κατ' εκείνων οίτινες τον είχον εξορίσει, και έπεμψε πρώτον εις την πόλιν Βουτώ διά να ερωτήση το μαντείον της Λητούς, το μάλλον αψευδές όλων των της Αιγύπτου. Έλαβε δε την ακόλουθον απόκρισιν· «Η εκδίκησις θα έλθη διά θαλάσσης, όταν εμφανισθώσιν οι χάλκινοι άνθρωποι.» Αυτός όμως δεν ηδύνατο να πιστεύση ότι ήτο δυνατόν να έλθωσιν εις βοήθειάν του χάλκινοι άνθρωποι. Αλλ' ολίγου χρόνου παρελθόντος τρικυμία εξώθησεν εις την Αίγυπτον Ίωνας τινάς και Κάρας οίτινες είχον εκπλεύσει προς πειρατίαν. Απέβησαν ούτοι εις την ξηράν και ωπλίσθησαν με χάλκινα όπλα, Αιγύπτιος δε τις όστις ποτέ δεν είχεν ιδεί ανθρώπους ωπλισμένους κατ' αυτόν τον τρόπον, έτρεξεν εις τα έλη διά να αναγγείλη εις τον Ψαμμίτιχον ότι χάλκινοι άνθρωποι, ελθόντες από την θάλασσαν, ελεηλάτουν τους αγρούς. Εννοήσας δε ο Ψαμμίτιχος ότι ο χρησμός εξεπληρούτο, υπεδέχθη τους ξένους και τους έπεισε διά μεγαλοπρεπών υποσχέσεων να ενωθώσι μετ' αυτού. Αφού δε τους έπεισε, τότε με τους ιθαγενείς οπαδούς του και με τους ελθόντας επικούρους έρριψε τους ένδεκα βασιλείς.
153. Γενόμενος ο Ψαμμίτιχος κύριος όλης της Αιγύπτου έκτισε τα προς νότον προπύλαια του εις την Μέμφιν ναού του Ηφαίστου και ωκοδόμησεν αυλήν διά τον Άπιν, αντικρύ των προπυλαίων, εις την οποίαν τρέφεται ο Άπις άμα ήθελε φανερωθή· είναι δε όλη περικυκλωμένη με περιστύλιον και πλήρης αναγλύφων, αντί δε στύλων υποστηρίζουσι το οικοδόμημα αγάλματα δωδεκάπηχα. Άπις δε είναι ο Έπαφος των Ελλήνων.
154. Ο Ψαμμίτιχος έδωκεν εις τους Ίωνας και τους Κάρας οίτινες τον εβοήθησαν γαίας όπου κατώκησαν απέναντι αλλήλων, χωριζομένας υπό του Νείλου. Ωνομάσθησαν δε οι τόποι εκείνοι Στρατόπεδα. Αυτούς λοιπόν τους τόπους τοις έδωκε και εξεπλήρωσεν όλας τας άλλας υποσχέσεις του. Προς τούτοις τοις ενεπιστεύθη παίδας Αιγυπτίους διά να διδαχθώσι την Ελληνικήν γλώσσαν, και από αυτούς εκμαθόντας την γλώσσαν κατάγονται οι σημερινοί εν Αιγύπτω διερμηνείς. Κατώκησαν δε οι Ίωνες και οι Κάρες πολύν καιρόν τους τόπους τούτους οίτινες κείνται προς την θάλασσαν, ολίγον προς τα άνω της πόλεως Βουβάστιος, επί του Πηλουσίου στόματος του Νείλου. Βραδύτερον ο βασιλεύς Άμασις τους μετέστησεν εκείθεν και τους αποκατέστησεν εις την Μέμφιν διά να τους έχη φύλακάς του εναντίον των Αιγυπτίων. Αφότου δε εγκατεστάθησαν ούτοι εις την Αίγυπτον, συνδεσάντων των Ελλήνων σχέσεις με τον τόπον τούτον, εμάθομεν ακριβώς όσα συνέβησαν εκεί, και τα επί Ψαμμιτίχου και τα μετέπειτα. Αυτοί πρώτοι αλλόγλωσσοι όντες κατώκησαν την Αίγυπτον. Τα νεώρια δε και τα ερείπια των οικιών των εσώζοντο ακόμη επί των ημερών μου εις τους τόπους τους οποίους αφήκαν. Τοιουτοτρόπως Ψαμμίτιχος έσχε την Αίγυπτον.
155. Περί δε του εν Αιγύπτω χρηστηρίου πολλάκις ωμίλησα ήδη, και θα ομιλήσω ακόμη διότι είναι άξιον λόγου. Το χρηστήριον τούτο είναι εις το τέμενος της Λητούς, εις την μεγάλην πόλιν ήτις κείται εις το στόμα του Νείλου το καλούμενον Σεβεννυτικόν, διά του οποίου εισέρχεται τις από θαλάσσης εις την Αίγυπτον. Η πόλις δε εις την οποίαν ευρίσκεται το χρηστήριον καλείται, ως είπον προηγουμένως, Βουτώ, εκτός τούτου υπάρχει εις την Βουτώ ιερόν του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος. Το μέρος δε το αφιερωμένον εις την Λητώ, όπου ευρίσκεται το χρηστήριον, είναι ευρύχωρον και τα προπύλαια αυτού έχουσιν ύψος έξ οργυιών. Εξ όσων είδον εκεί, θα αναφέρω εκείνο το οποίον μοι εφάνη θαυμαστότερον. Εντός της ιδίας περιοχής είναι ναός της Λητούς, εξ ενός μόνου λίθου κατεσκευασμένος και έχων τους τοίχους ίσους και κατά το ύψος και κατά το μήκος· εκάστη διάστασις του τοίχου είναι τεσσαράκοντα πήχεων, άλλος δε λίθος σχηματίζει το επιστέγασμα αυτού και η παρωροφίς είναι τετράπηχυς.
156. Ούτω λοιπόν ο ναός είναι το θαυμαστότατον εξ όσων είδα περί το ιερόν τούτο, δεύτερον δε θαυμάσιον είναι η νήσος η καλουμένη Χέμμις ήτις κείται πλησίον του εν τη Βουτοί ιερού και εντός λίμνης ευρείας και βαθείας· λέγουσι δε οι Αιγύπτιοι ότι είναι πλωτή, εγώ όμως δεν την είδον ούτε πλέουσαν ούτε κινουμένην και εθαύμασα ακούων ότι είναι δυνατόν να κινήται νήσος. Εις την νήσον ταύτην, όπου είναι φυτρωμένοι πολλοί φοίνικες και άλλα δένδρα καρποφόρα και άκαρπα, υπάρχει ναός μέγας του Απόλλωνος με τρεις βωμούς. Αφού οι Αιγύπτιοι είπον ότι η νήσος είναι πλωτή, προσέθηκαν την εξής διήγησιν· η Λητώ, μία εκ των οκτώ πρώτων θεών, διέμενεν εις την νήσον Βουτώ, εις ταύτην δε την Λητώ ενεπιστεύθη η Ίσις τον Απόλλωνα, τον οποίον διέσωσεν εκείνη κρύψασα εις την νήσον ήτις καλείται σήμερον πλωτή, ότε έφθασεν ο Τυφών, αναζητών πανταχού και θέλων να εύρη τον υιόν του Οσίριδος. Κατά τους Αιγυπτίους ο Απόλλων και η Άρτεμις είναι τέκνα του Διονύσου και της Ίσιδος, και η Λητώ ήτο η σώσασα και θρέψασα αυτά. Εις την Αιγυπτιακήν γλώσσαν ο Απόλλων καλείται Ώρος, η Δημήτηρ Ίσις και η Άρτεμις Βούβαστις. Εκ της διηγήσεως ταύτης και ουχί αλλαχόθεν ο Αισχύλος, υιός του Ευφορίωνος, μόνος από τους προγενεστέρους ποιητάς ήρπασε την ιδέαν να είπη εις έν ποίημά του ότι η Άρτεμις είναι θυγάτηρ της Δήμητρος. Ένεκα δε του γεγονότος τούτου η νήσος εγένετο πλωτή, τουλάχιστον ως λέγουσιν οι Αιγύπτιοι.
157. Ο δε Ψαμμίτιχος εβασίλευσεν εις την Αίγυπτον πεντήκοντα και τέσσαρα έτη (40), και επί εικοσιεννέα έτη είχε πολιορκημένην την Άζωτον, μεγάλην πόλιν της Συρίας, την οποίαν επί τέλους εκυρίευσεν. Είναι δε η Άζωτος, καθ' όσον ημείς γνωρίζομεν, η μόνη πόλις ήτις πολιορκουμένη αντέσχε πλειότερον χρόνον.
158. Εκ του Ψαμμιτίχου εγεννήθη ο Νεκώς και εβασίλευσεν εις την Αίγυπτον. Αυτός πρώτος επεχείρησε την διώρυχα την φέρουσαν εις την Ερυθράν θάλασσαν και την οποίαν απετελείωσεν ο Πέρσης Δαρείος. Το μήκος αυτής είναι τεσσάρων ημερών πλους, το δε πλάτος τόσον ώστε να πλέωσιν ομού δύο τριήρεις κωπηλατούμεναι. Έρχεται δε εις αυτήν το ύδωρ από του Νείλου ολίγον ανωτέρω της πόλεως Βουβάστιος, διέρχεται παρά την Αραβίαν πόλιν Πάτουμον και έπειτα ρίπτεται εις την Ερυθράν θάλασσαν. Ωρύχθη δε πρώτον το προς την Αραβίαν μέρος της Αιγυπτιακής πεδιάδος με την οποίαν συνέχεται άνωθεν το προς την Μέμφιν εκτεινόμενον όρος όπου είναι τα λατομεία. Διέρχεται λοιπόν η διώρυξ τας υπωρείας από δυσμών προς ανατολάς, έπειτα φθάνει εις τα στενά και διευθύνεται προς μεσημβρίαν και νότον άνεμον μέχρι του Αραβίου κόλπου. Διά να μεταβή δέ τις διά ξηράς από την βορείαν θάλασσαν εις την νοτίαν, ήτις καλείται και Ερυθρά, ακολουθών τον ελάχιστον και συντομώτατον δρόμον, δηλαδή από του Κασίου όρους, όπερ χωρίζει την Αίγυπτον από την Συρίαν, μέχρι του Αραβίου κόλπου, είναι στάδια χίλια. Και αυτή μεν είναι η συντομωτάτη οδός· η δε διώρυξ είναι πολύ μακροτέρα διότι έχει πολλάς περιστροφάς. Ταύτην ορύττοντες επί του βασιλέως Νεκώ απέθανον εκατόν είκοσι χιλιάδες Αιγύπτιοι. Αφήκε δε ο Νεκώς τας εργασίας ημιτελείς εμποδισθείς υπό τινος χρησμού ειπόντος αυτώ ότι ειργάζετο δι' ένα βάρβαρον· καλούσι δε οι Αιγύπτιοι βαρβάρους εκείνους οίτινες δεν ομιλούσι την γλώσσαν των.
159. Αφού ο Νεκώς διέκοψε την διώρυχα, έστρεψε την προσοχήν του προς τας πολεμικάς επιχειρήσεις και κατεσκεύασε τριήρεις, άλλας μεν εις την βόρειον θάλασσαν άλλας δε εις τον Αράβιον κόλπον εις την Ερυθράν θάλασσαν, των οποίων τα νεώρια φαίνονται ακόμη. Μετεχειρίζετο δε τας τριήρεις ταύτας κατά την περίστασιν· εισήλθεν όμως διά ξηράς εις την Συρίαν, συνεπλάκη με τους αντιπάλους του εις την Μάγδολον, τους ενίκησε και εκυρίευσε μετά την μάχην την Κάδυτιν μεγάλην πόλιν της Συρίας. Τα δε ενδύματα τα οποία εφόρει κατ' αυτόν τον πόλεμον τα αφιέρωσεν είς τον Απόλλωνα και τα έπεμψεν εις τους Βραγχίδας των Μιλησίων. Μετά την εκστρατείαν ταύτην απέθανε βασιλεύσας εκκαίδεκα έτη και παρέδωκε την αρχήν εις τον υιόν του Ψάμμιν.
160. Του Ψάμμιος βασιλεύοντος ήλθον εις την Αίγυπτον απεσταλμένοι των Ηλείων, καυχώμενοι ότι αυτοί διευθύνουσι τους ολυμπιακούς αγώνας μετά πλειοτέρας δικαιοσύνης και τιμιότητος από όλους τους άλλους ανθρώπους, και φρονούντες ότι ούτε οι σοφώτατοι πάντων των ανθρώπων Αιγύπτιοι δεν ήθελον δυνηθή να εύρωσί τι υπέρτερον των διατάξεων εκείνων. Αφού λοιπόν οι Ηλείοι έφθασαν εις την Αίγυπτον και είπον εκείνα διά τα οποία ήλθον, ο βασιλεύς συνεκάλεσεν εκ των Αιγυπτίων εκείνους οίτινες εφημίζοντο ως σοφώτατοι. Συνελθόντων δε τούτων οι Ηλείοι εξέθηκαν τα τους ολυμπιακούς αγώνας αφορώντα, και ετελείωσαν φανερόνοντες ότι ο σκοπός της ελεύσεώς των ήτο να μάθωσιν εάν οι Αιγύπτιοι ηδύναντο να εύρωσί τι δικαιότερον. Συσκεφθέντες οι Αιγύπτιοι ηρώτησαν τους Ηλείους εάν ηγωνίζοντο και οι συμπολίται των. Και οι Ηλείοι απεκρίθησαν ότι ήτο επιτετραμμένον να αγωνίζεται όστις ήθελεν, είτε εκ των Ηλείων, είτε εκ των άλλων Ελλήνων. Τότε οι Αιγύπτιοι είπον ότι ούτω διατάττοντες τον αγώνα εμακρύνοντο όλως διόλου από το δίκαιον, διότι αδύνατον ήτο να μη κλίνωσι προς το μέρος του αγωνιζομένου συμπολίτου των αδικούντες τον ξένον. Όθεν εάν ήθελον να διεξάγεται ο αγών δικαίως, και εάν τωόντι προς τον σκοπόν τούτον ήλθον εις την Αίγυπτον, τους συνεβούλευσαν να ψηφίσωσιν ότι οι αγώνες θα γίνωνται μόνος διά τους ξένους, και ότι ουδενί των Ηλείων επετρέπετο να συναγωνισθή. Αυτά συνεβούλευσαν οι Αιγύπτιοι τους Ηλείους.
161. Ο δε Ψάμμις, αφού εβασίλευσεν έξ μόνον έτη και εστράτευσε κατά της Αιθιοπίας, απέθανεν αφήσας την βασιλείαν εις τον υιόν αυτού Απρίην, όστις μετά τον προπάτορά του Ψαμμίτιχον υπήρξεν ο ευδαιμονέστατος των προγενεστέρων βασιλέων, βασιλεύσας εικοσιπέντε έτη κατά το διάστημα των οποίων εξεστράτευσε κατά της Σιδώνος και εναυμάχησε με τους Τυρίους. Έπειτα, όταν η μοίρα ηθέλησε να τω συμβή δυστυχία, η δυστυχία προήλθεν εξ αιτίας την οποίαν θα αναφέρω όταν θα ομιλήσω διά τους Λίβυας (41), εδώ δε την μνημονεύω συντόμως. Πέμψας ο Απρίης στρατεύματα κατά των Κυρηναίων υπέστη φθοράν μεγάλην οι δε Αιγύπτιοι μεμφόμενοι αυτόν διά τούτο απεστάτησαν νομίζοντες ότι ο βασιλεύς των εκ προμελέτης τους έπεμψεν εις φανεράν φθοράν διά να φονευθώσι πολλοί και δυνηθή να βασιλεύση μετά πλειοτέρας ασφαλείας επί των λοιπών Αιγυπτίων. Η ιδέα αύτη τοσούτον τους παρώργισεν ώστε οι διαφυγόντες τον όλεθρον ενωθέντες με τους συγγενείς των φονευθέντων απεστάτησαν αναφανδόν.
162. Μαθών ταύτα ο Απρίης έπεμψε τον Άμασιν διά να τους καθησυχάση με λόγους. Όταν δε ούτος τους έφθασε και προσεπάθει να τους αποτρέψη από το σχέδιόν των, είς εξ αυτών, ιστάμενος όπισθεν αυτού, τω έθηκεν επί της κεφαλής περικεφαλαίαν, κράζων ότι έθηκεν ούτω την περικεφαλαίαν διά να γίνη ο Άμασις βασιλεύς. Το γενόμενον δεν δυσηρέστησε τον Άμασιν, ως το απέδειξε μετ' ολίγον, διότι άμα οι αποστατήσαντες Αιγύπτιοι τον ανεκήρυξαν βασιλέα, ητοιμάσθη να βαδίση κατά του Απρίου. Μαθών ταύτα ο Απρίης έπεμψε τον Πατάρβημιν, άνδρα σημαντικόν μεταξύ των Αιγυπτίων οίτινες τω ήσαν πιστοί, διατάξας αυτόν να τω φέρη τον Άμασιν ζώντα. Ελθών δε ο Πατάρβημις και ευρών τον Άμασιν τον διέταξε να τον ακολουθήση. Ο Άμασις έτυχε κατ' εκείνην την στιγμήν να ήναι έφιππος· ανεγερθείς δε επί των αναβολέων του αφήκε πορδήν και είπε· «Λάβε και φέρε το εις τον Απρίην.» Ο Πατάρβημις όμως δεν έπαυεν επιμένων και συμβουλεύων αυτόν να μεταβή προς τον βασιλέα όστις τον εμήνυε. Τότε ο Άμασις απεκρίθη ότι τούτο εσκόπευεν εκ των προτέρων, ότι ο Απρίης δεν θα ελάμβανεν αφορμήν να παραπονεθή, ότι θα μεταβή να τον εύρη αυτοπροσώπως και ότι θα συνεπαγάγη μεθ' εαυτού πολυάριθμον ακολουθίαν. Εκ των λόγων τούτων ο Πατάρβημις ενόησε τους σκοπούς του, είδε τα προετοιμαζόμενα και έσπευσε να αναχωρήση θέλων όσον τάχιστα να δηλώση εις τον βασιλέα τα διατρέχοντα. Όταν όμως ενεφανίσθη ενώπιον του Απρίου άνευ του Αμάσιος, ο βασιλεύς, παραφερθείς υπό του θυμού, χωρίς να σκεφθή παντάπασι, διέταξε να κόψωσι την ρίνα και τα ώτα του. Οι δε λοιποί Αιγύπτιοι, όσοι ήσαν ακόμη με το μέρος του, ιδόντες τον σημαντικώτατον άνδρα μεταξύ αυτών εις τοιαύτην ατιμωτάτην κατάστασιν, δεν εδίστασαν πλέον, αλλά πορευθέντες προς τους αποστατήσαντας παρέδωκαν εαυτούς εις τον Άμασιν.
163. Μαθών και ταύτα ο Απρίης, ώπλισε τους επικούρους και εβάδισε κατά των Αιγυπτίων. Είχε δε περί εαυτόν τρισχιλίους Ίωνας και Κάρας επικούρους, και τα βασίλεια αυτού ήσαν ακόμη εις την πόλιν Σάιν, μεγάλα και αξιοθέατα. Και οι μεν περί τον Απρίην εκίνησαν κατά των Αιγυπτίων, οι δε περί τον Άμασιν ήρχοντο κατά των ξένων. Φθάσαντες δε αμφότεροι εις την πόλιν Μώμεμφιν προητοιμάζοντο να συνάψωσι μάχην.
164. Υπάρχουσι δε επτά τάξεις Αιγυπτίων οι ιερείς, οι πολεμισταί, οι βουκόλοι, οι χοιροβοσκοί, οι κάπηλοι, οι διερμηνείς και οι κυβερνήται. Και των Αιγυπτίων μεν τόσαι τάξεις είναι, έλαβον δε αύται τα ονόματά των εκ του επαγγέλματος το οποίον εξασκούσιν. Οι πολεμισταί καλούνται επίσης υπό του λαού Καλασίριες και Ερμοτύβιες, κατοικούσι δε εις τους ακολούθους νομούς διότι όλη η Αίγυπτος είναι διηρημένη εις νομούς.
165. Και των μεν Ερμοτυβίων οι νομοί είναι οι εξής· ο Βουσιρίτης, ο Σαΐτης, ο Χεμμίτης, ο Παπρημίτης, η Προσωπίτις καλουμένη νήσος και της Ναθώ το ήμισυ. Εις τούτους τους νομούς κατοικούσιν οι Ερμοτύβιες οίτινες όταν ήναι εις τον μεγαλείτερον πληθυσμόν των ανέρχονται εις εκατόν εξήκοντα χιλιάδας άνδρας, και εξ αυτών ουδείς μανθάνει βάναυσόν τινα τέχνην, αλλ' όλοι εξασκούνται περί τα πολεμικά έργα.
166. Οι δε νομοί των Καλασιρίων είναι οι εξής· ο Θηβαίος, ο Βουβαστίτης, ο Αφθίτης, ο Τανίτης, ο Μενδήσιος, ο Σεβεννύτης, ο Αθριβίτης, ο Φαρβαιθίτης, ο Θμουίτης, ο Ονουφίτης, ο Ανύσιος και ο Μυεκφορίτης· ο τελευταίος δε ούτος νομός είναι εις νήσον αντικρύ της πόλεως Βουβάστιος. Εις τούτους τους νομούς κατοικούσιν οι Καλασίριες οίτινες όταν ήναι εις τον μεγαλείτερον πληθυσμόν των ανέρχονται εις διακοσίας πεντήκοντα χιλιάδας ανδρών. Δεν τοις είναι δε επιτετραμμένον να μετέρχωνται ουδεμίαν βάναυσον τέχνην, αλλ' επιδίδονται εις τα πολεμικά εκδεχόμενοι αυτά παις εκ πατρός.
167. Δεν δύναμαι δε να κρίνω μετά βεβαιότητος εάν οι Έλληνες παρέλαβον και το έθιμον τούτο από τους Αιγυπτίους· βλέπω όμως ότι οι Θράκες, οι Σκύθαι, οι Πέρσαι, οι Λυδοί, και σχεδόν όλοι οι βάρβαροι, θεωρούσι τους τας τέχνας μανθάνοντας και τους απογόνους αυτών ως αξίους ολιγωτέρας τιμής από τους άλλους πολίτας και νομίζουσιν ως ευγενείς εκείνους οίτινες είναι απηλλαγμένοι από χειρωνακτικά έργα και προ πάντων τους επιδεδομένους εις τον πόλεμον. Τα αυτά φρονούσιν όλοι οι Έλληνες, και ιδίως οι Λακεδαιμόνιοι· οι Κορίνθιοι όμως ποσώς δεν περιφρονούσι τους χειροτέχνας.
168. Από όλους δε τους Αιγυπτίους πλην των ιερέων, εις τους πολεμιστάς μόνους εδίδοντο κατ' εξαίρεσιν τα ακόλουθα προνόμια· έκαστος αυτών κατέχει, χωρίς να δίδη φόρον, δώδεκα πλέθρα εξαιρέτων γαιών· το δε Αιγυπτιακόν πλέθρον ισοδυναμεί με τετράγωνον εξ εκατόν πήχεων την πλευράν, του Αιγυπτιακού πήχεως όντος ίσου με του Σαμιακού. Ταύτα είναι τα προνόμια αυτών. Τα δε ακόλουθα προνόμια απήλαυον αλληλοδιαδόχως και όχι οι ίδιοι πάντοτε· χίλιοι Καλασίριες και ισάριθμοι Ερμοτύβιες απαρτίζουσι κατ' έτος την σωματοφυλακήν του βασιλέως· εις τούτους δε, πλην των γαιών, δίδουσι καθ' ημέραν πέντε μνας άρτου οπτού, δύο μνας βοείου κρέατος και τέσσαρα αγγεία οίνου. Ταύτα εδίδοντο πάντοτε εις τους δορυφόρους.
169. Ότε λοιπόν ερχόμενοι οι μεν κατά των δε, ο Απρίης μετά των επικούρων του και ο Άμασις μεθ' όλων των Αιγυπτίων, έφθασαν εις την πόλιν Μώμεμφιν, συνήψαν την μάχην. Οι ξένοι επολέμησαν γενναίως, όντες όμως ολιγώτεροι από τους εναντίους ενικήθησαν διά τούτο. Λέγουσι δε ότι ο Απρίης είχε την εξής ιδέαν· ότι μήτε θεός τις δεν θα ηδύνατο να τω αφαιρέση την βασιλείαν, τόσον ασφαλώς ενόμιζεν εαυτόν καθήμενον επί του θρόνου. Κατά την συμπλοκήν όμως εκείνην ενικήθη και εφέρθη αιχμάλωτος εις την πόλιν Σάιν, εις την πρότερον μεν ιδικήν του κατοικίαν, τότε δε του Αμάσιος. Και επί τινα μεν χρόνον ετρέφετο εκεί και ο νικητής τον επεριποιείτο κάλλιστα· αλλ' επί τέλους οι Αιγύπτιοι τον εμέμφθησαν ότι αντέβαινεν εις την δικαιοσύνην τρέφων τον ασπονδότατον εχθρόν και εαυτού και εκείνων. Τοις τον παρέδωκε λοιπόν, αυτοί δε τον έπνιξαν και τον έθαψαν εις τα μνημεία των προπατόρων του. Είναι δε οι τάφοι ούτοι εις το ιερόν της Αθηνάς, πλησιέστατα εις τον ναόν, προς τα αριστερά του εισερχομένου εκεί. Εις τούτο τo ιερόν έθαψαν οι Σαΐται όλους τους βασιλείς τους καταγομένους από τον νομόν τούτον. Ναι μεν ο τάφος του Αμάσιος είναι περισσότερον απομεμακρυσμένος από τον ναόν ή ο του Απρίου και των προπατόρων του, ευρίσκεται όμως εις την αυτήν αυλήν του ιερού· είναι δε λιθίνη στοά μεγάλη και κεκοσμημένη διά στηλών εις σχήμα φοινίκων και δι' άλλων πολυτελών εργασιών. Υπό την στοάν δε ταύτην υπάρχει θύρα με δύο φύλλα, όπισθεν της οποίας είναι ο τάφος.
170. Σώζονται ακόμη εις την Σάιν τάφοι των οποίων εις την περίστασιν ταύτην δεν με φαίνεται όσιον να αναφέρω το όνομα. Οι τάφοι ούτοι είναι εις το ιερόν της Αθηνάς, όπισθεν του ναού, και στηρίζονται επί του εξωτερικού τοίχου. Το ιερόν περικλείει προσέτι μεγάλους λιθίνους οβελίσκους, πλησιέστατα δε αυτών υπάρχει λίμνη στρογγύλη περικυκλουμένη υπό κρηπίδος λιθίνης και το μέγεθος αύτης, ως νομίζω, είναι όσον και εκείνης ήτις ευρίσκεται εις την Δήλον και καλείται κυκλοτερής.
171. Εις την λίμνην ταύτην κατά την νύκτα οι Αιγύπτιοι κάμνουσι τας μιμικάς εκείνας παραστάσεις πραγματικών συμβάντων καλούντες αυτάς μυστήρια. Μολονότι δε γνωρίζω και αυτά και παν ό,τι συνδέεται με αυτά, ας μένωσιν όμως εν θρησκευτική σιωπή. Επίσης και διά την τελετήν της Δήμητρος την οποίαν οι Έλληνες καλούσι θεσμοφόρια, μονολότι γνωρίζω και αυτήν, ας αναπαύεται όμως εν θρησκευτική σιωπή, πλην των μερών εκείνων τα οποία με είναι συγχωρημένον να είπω. Αι θυγατέρες του Δαναού έφερον την εορτήν ταύτην από την Αίγυπτον και την εδίδαξαν εις τας γυναίκας των Πελασγών· εχάθη όμως όταν η Πελοπόννησος εγένετο ανάστατος υπό των Δωριέων, μόνοι δε οι διασωθέντες και μη μεταναστεύσαντες εκ των Πελοποννησίων, οι Αρκάδες, διετήρησαν αυτήν.
172. Καταστραφέντος δε τοιουτοτρόπως του Απρίου, εβασίλευσεν ο Άμασις (42) όστις ήτο εκ του νομού Σαΐτου και εγεννήθη εις την πόλιν ήτις καλείται Σιούφ. Και κατά πρώτον μεν οι Αιγύπτιοι περιεφρόνουν τον Άμασιν θεωρούντες αυτόν ως μικράς αξίας άνθρωπον, διότι πρότερον ήτο ιδιώτης και εξ οικογενείας αφανούς, αλλά κατόπιν ο Άμασις προσείλκυσεν αυτούς διά της ικανότητος και της συνέσεώς του. Είχε δε μεταξύ των απείρων θησαυρών του ποδονιπτήρα χρυσούν εις τον οποίον αυτός ο Άμασις και οι ομοτράπεζοι αυτού έπλυνον πάντοτε τους πόδας των. Τούτον τον ποδονιπτήρα συντρίψας τον μετεποίησεν εις άγαλμα θεού το οποίον έθεσεν εις το μάλλον κατάλληλον μέρος της πόλεως, οι δε Αιγύπτιοι, διερχόμενοι προ αυτού, τω προσέφερον μεγάλας τιμάς. Όταν ο Άμασις έμαθε τα συμβαίνοντα, συνεκάλεσε τους Αιγυπτίους και τοις εφανέρωσεν ότι το άγαλμα είχε κατασκευασθή εκ της λεκάνης εκείνης εντός της οποίας πρότερον ήμουν, ούρουν και έπλυνον τους πόδας εκείνοι οίτινες τώρα απέδιδον προς αυτήν τοιούτον άκρον σεβασμόν. Έπειτα, χωρίς να διακόψη τον λόγον του, προσέθηκεν ότι το ίδιον συνέβη και εις αυτόν, ότι εάν κατ' αρχάς έζησεν ως ιδιώτης, εγένετο όμως βασιλεύς των και καθήκον των ήτο να τον τιμώσι και να τον σέβωνται. Τοιουτοτρόπως λοιπόν προσείλκυσε τους Αιγυπτίους τόσον ώστε έκρινον ότι έπρεπε να υποτάσσωνται.
173. Ιδού δε και με ποίαν τάξιν εκυβέρνα τα πράγματα· άμα εξημέρονε, μέχρι της ώρας καθ' ην η αγορά πληρούται ανθρώπων, διεξεπεραίου προθύμως τας υποθέσεις τας οποίας τω υπέβαλλον· έπειτα έπινεν, έσκωπτε τους συμπότας και εφαίνετο φιλοπαίγμων και μάταιος. Οι φίλοι δυσηρεστούντο διά ταύτα και τον συνεβούλευον λέγοντες τα εξής· «Ω βασιλεύ, δεν αρμόζει να ζης τοιουτοτρόπως εξευτελιζόμενος τόσον πολύ· έπρεπεν, ως άνθρωπος σεμνός και επί θρόνου σεμνού καθήμενος, να ενασχολήσαι δι' όλης της ημέρας εις υποθέσεις. Τοιουτοτρόπως δε και οι Αιγύπτιοι θα ανεγνώριζον ότι κυβερνώνται υπό μεγάλου ανδρός, και συ θα τους ήκουες να σε επαινώσι περισσότερον. Τώρα όμως ουδόλως φέρεσαι ως βασιλεύς.» Εκείνος δε τοις απεκρίθη ως εξής· «Όσοι έχουσι τόξον, τείνουσιν αυτό όταν θέλωσι να το μεταχειρισθώσι, και χαλαρούσιν αυτό αφού το μεταχειρισθώσι, διότι εάν έμενε πάντοτε τεταμένον θα εθραύετο και δεν θα ηδύναντο να το μεταχειρισθώσιν εν ανάγκη. Ούτω και ο άνθρωπος πρέπει να φείδεται της κράσεώς του, διότι εάν ασχολήται αδιακόπως εις τας υποθέσεις και δεν δίδη ολίγον χρόνον και εις τας διασκεδάσεις, δύναται να καταστή αίφνης ή μανιακός ή βλαξ. Τούτο και εγώ γινώσκων διαμοιράζω τον καιρόν μου μεταξύ των υποθέσεων και των ηδονών.» Ταύτα απεκρίθη προς τους φίλους.
174. Λέγουσι δε ότι ο Άμασις, και ότε ακόμη ήτο απλούς ιδιώτης, ηγάπα πολύ να πίνη, να αστειεύεται, και ουδεμίαν κλίσιν είχε προς τα σπουδαία πράγματα. Όταν δε πίνων και τρυφών εξήντλει όσα είχε, τότε περιερχόμενος έκλεπτε. Πολλάκις εκείνοι οίτινες τον κατηγόρουν ότι έκλεψε τα πράγματά των, όταν ούτος ηρνείτο, τον έφερον εις το μαντείον του τόπου· και πολλάκις μεν εξηλέγχθη υπό των μαντείων, πολλάκις δε διέφυγεν. Άμα δε εγένετο βασιλεύς, έπραξε τα ακόλουθα· όσοι θεοί τον εκήρυξαν αθώον, τούτους ούτε ετίμα, ούτε τοις αφιέρωνε κανέν κόσμημα, ούτε εισήρχετο ποτέ εις τους ναούς των διά να θυσιάση εις θεούς τους οποίους εγνώρισεν ότι ήσαν ανάξιοι και ψευδείς εις τας μαντείας των· εξ εναντίας δε ετίμα μεγάλως εκείνους οίτινες τον κατεδίκασαν ως κλέπτην, θεωρών αυτούς ως θεούς δίδοντας χρησμούς αψευδείς.
175. Και πρώτον μεν ήγειρεν εις τον ναόν της Αθηνάς, εις την Σάιν, θαυμαστά προπύλαια, υπερβαίνοντα κατά πολύ τα των προκατόχων του βασιλέων κατά τε την έκτασιν και το ύψος, και προσέτι κατά το μέγεθος και την ποιότητα των λίθων· έπειτα δε αφιέρωσεν αγάλματα μεγάλα και υπερμεγέθεις ανδρόσφιγγας, και τέλος μετέφερε διά τας επισκευάς του οικοδομήματος λίθους εκτάκτου μεγέθους. Εξ αυτών, άλλους μεν έφερον από τα πλησίον της Μέμφιδος λατομεία, άλλους δε, τους μεγαλειτέρους, από την πόλιν Ελεφαντίνην, απέχουσαν από την Σάιν πλέον των είκοσιν ημερών πλουν. Εκείνο όμως το όποιον θαυμάζω περισσότερον από όλα είναι το εξής· μετεκόμισεν από την Ελεφαντίνην έν οίκημα μονόλιθον, το οποίον τρισχίλιοι άνθρωποι διαταχθέντες επί τούτω και όντες όλοι κυβερνήται εδαπάνησαν τρία έτη διά να μεταφέρωσι. Του οικήματος τούτου το μεν εξωτερικόν μήκος είναι πήχεις είκοσι και είς, το δε πλάτος δεκατέσσαρες, και το ύψος οκτώ. Και αυτά μεν είναι τα εξωτερικά μέτρα του μονολίθου οικήματος· έσωθεν δε το μεν μήκος είναι δεκαοκτώ πήχεις και είκοσι δάκτυλοι, το δε πλάτος δώδεκα πήχεις, και το ύψος πέντε. Το οίκημα ευρίσκεται εις την είσοδον του ιερού, λέγουσι δε ότι δεν το έσυρον εντός διά την ακόλουθον αιτίαν ότε το έσυρον, ο αρχιτέκτων, αγανακτών και διά το επίπονον της εργασίας και διά τον πολύν χρόνον όστις κατηναλίσκετο, ήρχισε να στενάζη· ο δε Άμασις εκλαβών τούτο ως κακόν σημείον, δεν άφησε να σύρωσι το οίκημα περισσότερον· άλλοι λέγουσιν ότι είς των περί τους μοχλούς εργαζομένων κατεπλακώθη υπό τα οίκημα, και ότι από της στιγμής εκείνης έπαυσαν να το κινώσιν.
176. Αφιέρωσε προσέτι ο Άμασις εις όλους τους άλλους διασήμους ναούς έργα αξιοθαύμαστα διά το μέγεθος αυτών, και μεταξύ άλλων εις την Μέμφιν το κολοσσιαίον άγαλμα το κεκλιμένον προ του ναού του Ηφαίστου το οποίον έχει μήκος εβδομήκοντα πέντε ποδών. Εις το ίδιον δε βάθρον είναι εστημένοι δύο κολοσσοί εκ λίθου Αιθιοπικού, είκοσι ποδών το ύψος έκαστος, ο είς εις το έν μέρος και ο έτερος εις το άλλο. Υπάρχει επίσης και εις την Σάιν μέγα άγαλμα λίθινον κεκλιμένον κατά τον αυτόν τρόπον ως το εν τη Μέμφιδι. Τέλος ο Άμασις έκτισε και τον εις την Μέμφιν μέγιστον και μεγαλοπρεπέστατον ναόν της Ίσιδος.
177. Λέγουσι δε ότι επί του βασιλέως Αμάσιος η Αίγυπτος ευτύχησε πολύ και καθ' όσον απαιτείται από τον ποταμόν διά την ευφορίαν της γης και καθόσον απαιτείται από την γην διά την ευτυχίαν των ανθρώπων· και ηριθμούντο τότε εις την Αίγυπτον είκοσι χιλιάδες πόλεις. Ο Άμασις είναι ο καταστήσας τον νόμον όστις υποχρεοί πάντα Αιγύπτιον να δεικνύη κατ' έτος εις τον νομάρχην του πόθεν πορίζεται τα προς το ζην, και εάν δεν κάμη τούτο, εάν δεν αποδείξη ότι οι πόροι του είναι νόμιμοι, να τιμωρήται με θάνατον. Λαβών τον νόμον τούτον από την Αίγυπτον ο Σόλων ο Αθηναίος, τον επέβαλεν εις τους συμπολίτας του, οίτινες τον διατηρούσιν ακόμη και τον θεωρούσιν άμεμπτον.
178. Ο Άμασις ήτο φιλέλλην· τουλάχιστον υπεδέχθη ευνοϊκώς τινάς εξ αυτών και έδωκε προς κατοικίαν εκείνων μεν οίτινες ήρχοντο εις την Αίγυπτον την πόλιν Ναύκρατιν· εις εκείνους δε οίτινες δεν είχον σκοπόν να διαμείνωσιν εκεί οριστικώς, αλλ' ήρχοντο χάριν εμπορίου, έδωκε τόπους διά να ιδρύσωσι βωμούς και ναούς εις τους θεούς. Το μέγιστον λοιπόν τέμενος αυτών, το ονομαστότατον, το μάλλον συχναζόμενον, ήτο το καλούμενον Ελλήνιον, το οποίον εκτίσθη από κοινού υπό των Ιώνων της Χίου, της Τέω, της Κνίδου, της Φωκαίας και των Κλαζομενών, υπό των Δωριέων της Ρόδου, της Κνίδου, της Αλικαρνασσού και της Φασήλιδος, και υπό των Αιτωλών μόνης της Μυτιλήνης. Ο ναός ούτος ανήκει εις όλας τας πόλεις ταύτας και αύται δίδουσι τους προστάτας των εμπορικών υποθέσεων. Όσαι δε άλλαι πόλεις αντιποιούνται την συμμετοχήν, ουδέν δικαίωμα έχουσιν εις τούτο. Πλην τούτου οι Αιγινήται έκτισαν αυτοί μόνοι τον ναόν του Διός, οι Σάμιοι τον της Ήρας, και οι Μιλήσιοι τον του Απόλλωνος.
179. Ήτο δε άλλοτε η Ναύκρατις το μόνον εμπόριον της Αιγύπτου, και δεν υπήρχεν άλλο ουδαμού. Εάν τις ήθελεν υπάγει εις κανέν άλλο στόμα του Νείλου, έπρεπε να ορκισθή ότι δεν υπήγεν εκουσίως. Μετά τον όρκον δε τούτον έπρεπε να πλεύση, με το ίδιον πλοίον εις το Κανωβικόν στόμα. Εάν οι εναντίοι άνεμοι τον εμπόδιζον, τότε τον ηνάγκαζον να μεταφέρη το φορτίον του διά λέμβων περί το Δέλτα μέχρι της Ναυκράτιος. Τόσην τιμήν λοιπόν είχεν η Ναύκρατις.
180. Όταν δε οι Αμφικτύονες εμίσθωσαν τον ναόν όστις σήμερον είναι εις τους Δελφούς όπως ανακτίσωσιν αυτόν διά τριακοσίων ταλάντων, επειδή ο παλαιός είχε κατακαή αυτομάτως, εις τους Δελφούς επεβλήθη να δώσωσι το τεταρτημόριον του μισθώματος τούτου. Περιφερόμενοι λοιπόν οι Δελφοί από πόλεως εις πόλιν εσύναζον συνδρομάς· τούτο δε ποιούντες έλαβον ουκ ολίγας και από την Αίγυπτον, διότι ο μεν Άμασις τοις έδωκε χιλίων ταλάντων στυπτηρίαν, οι δε κατοικούντες εις την Αίγυπτον είκοσι μνας αργυράς.
181. Με τους Κυρηναίους δε ο Άμασις συνήψε συνθήκην φιλίας και συμμαχίας και απεφάσισε να λάβη γυναίκα από αυτούς, είτε διότι επεθύμει να νυμφευθή Ελληνίδα είτε διά φιλίαν προς τους Κυρηναίους. Έλαβε λοιπόν γυναίκα κατ' άλλους μεν του Βάττου, κατ' άλλους δε του Αρκεσιλάου την θυγατέρα και κατ' άλλους του Κριτοβούλου, ανδρός σημαντικού μεταξύ των πολιτών, ης το όνομα ήτο Λαδίκη. Μετ' αυτής όμως συγκατακλινόμενος ο Άμασις δεν ηδύνατο να μιγή, μολονότι μετεχειρίζετο τας άλλας γυναίκας. Επειδή δε τούτο συνέβη πολλάκις, ο Άμασις είπε προς την Λαδίκην· «Ω γύναι, βεβαίως θα με έδωκες φάρμακον και δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγης τον φρικωδέστερον θάνατον τον οποίον υπέστη ποτέ γυνή.» Η δε Λαδίκη, επειδή με όλας τας αρνήσεις της ο Άμασις δεν κατεπραΰνετο, έταξεν εις την Αφροδίτην, εάν ο Άμασις κατορθώση να μιγή μετ' αυτής εκείνην την νύκτα, (διότι μόνον δι' αυτού του μέσου ηδύνατο να σωθή) να πέμψη εις την Κυρήνην άγαλμα χρυσούν. Μετά την ευχήν αμέσως εμίγη μετ' αυτής ο Άμασις και από της στιγμής εκείνης επετύγχανεν οσάκις την επλησίαζε, και την ηγάπησε πολύ. Η δε Λαδίκη εξεπλήρωσε την ευχήν της προς την θεάν, διέταξε να κατασκευάσωσι το άγαλμα και το έπεμψεν εις την Κυρήνην όπου και εσώζετο μέχρι των ημερών μου και ήτο εστημένον έξω της πόλεως. Ταύτην την Λαδίκην, όταν ο Καμβύσης εγένετο κύριος της Αιγύπτου και έμαθε παρά τη ιδίας ποία ήτο, την έπεμψεν αβλαβή εις την Κυρήνην.
182. Ο Άμασις αφιέρωσε και εις την Ελλάδα αφιερώματα· εις μεν την Κυρήνην άγαλμα της Αθηνάς επίχρυσον και την εικόνα του εζωγραφημένην, εις δε την Αθηνάν της Λίνδου δύο αγάλματα λίθινα και ένα θώρακα λινούν αξιοθέατον· προσέτι δε εις την εν Σάμω Ήραν δύο εικόνας του ξυλίνας, αίτινες επί των ημερών μου ήσαν εις τον μεγάλον ναόν, όπισθεν της θύρας. Και εις μεν την Σάμον έπεμψε τα αφιερώματα ταύτα εκ φιλίας προς τον υιόν του Αιάκους Πολυκράτη, εις δε την Λίνδον ουχί διά φιλίαν προς την πόλιν ταύτην, αλλά διότι, ως λέγεται, ο ναός της Αθηνάς εκτίσθη εκεί υπό των θυγατέρων του Δαναού, αίτινες εσταμάτησαν εκεί φεύγουσαι τους υιούς του Αιγύπτου. Ταύτα είναι τα αναθήματα του Αμάσιος. Πρώτος δε αυτός εκυρίευσε την Κύπρον και την καθυπέβαλεν εις φόρον.
1. Κατά του Αμάσιος τούτου εστράτευσεν ο υιός του Κύρου Καμβύσης, έχων μεθ' εαυτού εκ των Ελλήνων τους Ίωνας και τους Αιολείς, εκτός εκείνων των λαών επί των οποίων εβασίλευεν. Αιτία δε της στρατείας ταύτης ήτο η ακόλουθος· πέμψας ο Καμβύσης κήρυκα εις την Αίγυπτον εζήτει την θυγατέρα του Αμάσιος· την εζήτει δε κατά συμβουλήν Αιγυπτίου τινός ωργισμένου κατά του Αμάσιος, διότι από όλους τους ιατρούς τους ευρισκομένους εις την Αίγυπτον αυτόν απέσπασεν από την γυναίκα του και τα παιδία του διά να τον παραδώση εις τους Πέρσας, όταν ήλθον απεσταλμένοι του Κύρου διά να ζητήσωσιν ιατρόν οφθαλμών τον άριστον των της Αιγύπτου. Μνησικακών διά την αιτίαν ταύτην παρεκίνησε διά των συμβουλών του τον Καμβύσην να ζητήση την θυγατέρα του Αμάσιος, με τον σκοπόν, εάν μεν την δώση, να τον λυπήση, εάν δε δεν την δώση να τον καταστήση εχθρόν του Καμβύσου. Ο δε Άμασις, στενοχωρούμενος ήδη διά την δύναμιν των Περσών και φοβούμενος ενταυτώ, δεν ετόλμα μήτε να την δώση μήτε να την αρνηθή· άλλως τε δε δεν ηγνόει ότι ο Καμβύσης ήθελε να την έχη ουχί γυναίκα αλλά παλλακίδα του. Ταύτα λοιπόν σκεπτόμενος έπραξε το εξής· υπήρχε θυγάτηρ τις του προτέρου βασιλέως Απρίου, υψηλού αναστήματος και ωραία, η μόνη ήτις είχε μείνει από την οικογένειαν ταύτην και ήτις εκαλείτο Νίτητις. Αυτήν την κόρην κοσμήσας ο Άμασις με ενδύματα και χρυσόν, την έπεμψεν εις τους Πέρσας ως ιδίαν του θυγατέρα. Μετά τινα χρόνον χαιρετίζων αυτήν ο Καμβύσης την προσηγόρευσε θυγατέρα του Αμάσιος· τότε η Νίτητις τω είπεν· «Ω βασιλεύ, δεν βλέπεις ότι ηπατήθης από τον Άμασιν όστις κοσμήσας πολυτελώς με έπεμψε και με έδωκεν εις σε ως θυγατέρα του, εμέ ήτις αληθώς είμαι θυγάτηρ του Απρίου, άλλοτε αυθέντου του, τον οποίον αυτός και οι επαναστατήσαντες Αιγύπτιοι εφόνευσαν.» Οι λόγοι ούτοι, καθώς και αυτό τούτο το γεγονός, έπεισαν τον Καμβύσην υιόν του Κύρου, μεγάλως οργισθέντα, να στρατεύση κατά της Αιγύπτου. Και ταύτα μεν λέγουσιν οι Πέρσαι.
2. Οι δε Αιγύπτιοι εξ εναντίας οικειοποιούνται τον Καμβύσην, αξιούντες ότι εγεννήθη εκ της θυγατρός ταύτης του Απρίου. Κατ' αυτούς, ουχί ο Καμβύσης, αλλ' ο Κύρος εζήτησε την θυγατέρα του Αμάσιος. Λέγοντες όμως ταύτα, πολύ απομακρύνονται της αληθείας· ούτε λανθάνει αυτούς (καθότι ουδείς γνωρίζει καλλίτερον από τους Αιγυπτίους τα έθιμα των Περσών) πρώτον μεν ότι ο νόμος δεν επιτρέπει να βασιλεύση νόθος, υπάρχοντος νομίμου υιού· δεύτερον ότι ο Καμβύσης ήτο υιός της Κασσανδάνης, θυγατρός του Φαρνάσπου, ενός των Αχαιμενιδών, και όχι γυναικός Αιγυπτίας. Επίτηδες όμως αλλοιούσι τα γεγονότα διά να φανώσιν ότι συγγενεύουσι με την οικογένειαν του Κύρου. Και ταύτα μεν ούτως έχουσι.
3. Λέγουσιν ακόμη και την ακόλουθον ιστορίαν, κατ' εμέ απίστευτον. Γυνή τις Περσίς, εισελθούσα εις τας γυναίκας του Κύρου είδε περί την Κασσανδάνην τα παιδία της τα οποία ήσαν ευειδή και μεγάλα· καταληφθείσα δε υπό θαυμασμού, επήνει αυτά. Τότε η Κασσανδάνη, ήτις ήτο σύζυγος του Κύρου, τη είπε· «Μολονότι είμαι μήτηρ τοιούτων παιδιών, ο Κύρος με περιφρονεί και τιμά εκείνην την οποίαν έλαβεν από την Αίγυπτον.» Ταύτα είπεν η Κασσανδάνη ζηλοτυπούσα την Νίτητιν· αλλ' ο Καμβύσης ο πρεσβύτερος των υιών της, απεκρίθη· «Μήτερ, όταν γίνω ανήρ, όλην την Αίγυπτον θα φέρω άνω κάτω.» Τους λόγους τούτους είπεν ο Καμβύσης μόλις δεκαετής ων και αι γυναίκες εθαύμασαν· τούτο δε ενθυμούμενος, άμα ηνδρώθη και έλαβε την βασιλείαν, εστράτευσε κατά της Αιγύπτου.
4. Περίστασις δε την οποίαν θέλω αναφέρει συνετέλεσε κάπως εις την επιτυχίαν της εισβολής. Μεταξύ των επικούρων του Αμάσιος υπήρχεν άνθρωπός τις γεννηθείς εις Αλικαρνασσόν, ονόματι Φάνης, ικανός σύμβουλος και ανδρείος πολεμιστής. Ο Φάνης ούτος, πειραχθείς διά τινα αιτίαν κατά του Αμάσιος, έφυγεν εκ της Αιγύπτου διά θαλάσσης με σκοπόν να συνδιαλεχθή με τον Καμβύσην. Επειδή δε ήτο άνθρωπος με μεγάλην βαρύτητα μεταξύ των επικούρων και είχεν ακριβεστάτας πληροφορίας περί των πραγμάτων της Αιγύπτου, έπεμψε κατόπιν του ο Άμασις προθυμοποιούμενος να τον συλλάβη· προς τούτο δε επεφόρτισε τον πιστότατον των ευνούχων του δους αυτώ τριήρη. Ο ευνούχος τον έφθασεν εις την Λυκίαν· αλλ' αφού τον συνέλαβε δεν τον έφερεν εις την Αίγυπτον, διότι ο Φάνης τον ηπάτησε με τας πανουργίας του, εμέθυσε τους φύλακάς του και έφυγεν εις τους Πέρσας· Φθάσας εις τον Καμβύσην τον εύρεν ενασχολούμενον εις τας ετοιμασίας του πολέμου και απορούντα ποίαν οδόν να λάβη διά να διέλθη την έρημον. Τότε ο Φάνης τον επληροφόρησε περί της καταστάσεως του Αμάσιος, τω υπέδειξε την καλλιτέραν οδόν και τον συνεβούλευσε να ζητήση από τον βασιλέα των Αραβίων δίοδον και ασφάλειαν.
5. Γνωστόν ότι μόνον εκ τούτου του μέρους δύναταί τις να εισβάλη εις την Αίγυπτον, διότι από της Φοινίκης μέχρι των συνόρων της Καδύτιος, η χώρα ανήκει εις τους Σύρους της Παλαιστίνης, και από της Καδύτιος (πόλεως ήτις ως νομίζω δεν είναι μικροτέρα των Σάρδεων) μέχρι της Ιηνύσου τα παραθαλάσσια εμπόρια ανήκουσιν εις την Αραβίαν· πάλιν δε από της Ιηνύσου μέχρι της λίμνης Σερβωνίδος, κατά μήκος της οποίας το Κάσιον όρος καταβαίνει έως εις την θάλασσαν, η χώρα ανήκει εις τους Σύρους· η δε Αίγυπτος αρχίζει από την λίμνην ταύτην Σερβωνίδα όπου λέγουσιν ότι εκρύφθη ο Τυφών. Το μεταξύ της πόλεως Ιηνύσου, του όρους Κασίου και της λίμνης Σερβωνίδος, όπερ δεν είναι ολίγον, αλλ' έως τριών ημερών οδός, είναι καθ' υπερβολήν ξηρόν.
6. Θα αναφέρω ενταύθα εκείνο το οποίον ολίγοι εκ των ελθόντων διά θαλάσσης εις την Αίγυπτον παρετήρησαν. Εξ όλης της Ελλάδος και προς τούτοις εκ της Φοινίκης δις του έτους κομίζονται εις την Αίγυπτον πήλινα αγγεία πλήρη οίνου· και εν τούτοις αφού κενωθώσι τα αγγεία ταύτα, μολονότι τόσα πολλά, δεν βλέπει τις πλέον μήτε έν. Πού λοιπόν δαπανώνται; δύναταί τις να ερωτήση. Εγώ θα το είπω. Ο δήμαρχος εκάστης πόλεως είναι υποχρεωμένος να συνάζη όλα τα πήλινα αγγεία και να τα στέλλη εις την Μέμφιν, εκείθεν δε, πληρούμενα ύδατος, στέλλονται εις την έρημον της Συρίας. Τοιουτοτρόπως όλα τα εις την Αίγυπτον ερχόμενα και αποβιβαζόμενα αγγεία κομίζονται εις την Συρίαν όπως και τα προ αυτών.
7. Πρώτοι οι Πέρσαι, αφότου εγένοντο κύριοι της Αιγύπτου, ευκόλυναν διά του τρόπου τούτου την εις την Αίγυπτον είσοδον πληρούντες με ύδωρ τα αγγεία και πέμποντες αυτά εις την έρημον. Τότε όμως, επειδή δεν υπήρχεν ακόμη η προμήθεια αύτη του ύδατος, ο Καμβύσης, αφού ήκουσε τον ξένον Αλικαρνασσέα, έπεμψεν απεσταλμένους προς τον Αράβιον, και ζητήσας έλαβεν υπόσχεσιν ασφαλείας, δους και δεχθείς παρ' αυτού εχέγγυα πίστεως.
8. Οι δε Αράβιοι πλειότερον παντός άλλου λαού σέβονται τας συνθήκας των· κάμνουσι δε αυτάς ως εξής. Όταν τινές θέλουσι να δώσωσιν αμοιβαίον όρκον, τρίτος τις άλλος άνθρωπος ιστάμενος εν τω μέσω αυτών χαράττει με λίθον οξύν πλησίον των μεγάλων δακτύλων το μήλον της χειρός των ορκιζομένων, λαμβάνων δε έπειτα ολίγον χνουν εκ του ιματίου αυτών τον βρέχει με αίμα και αλείφει επτά λίθους τεθειμένους εκεί. Ταύτα πράττων επικαλείται τον Διόνυσον και την Ουρανίαν Αφροδίτην. Μετά το πέρας δε των διατυπώσεων τούτων, εκείνος όστις ωρκίσθη παρουσιάζει εις τους φίλους του τον ξένον ή τον πολίτην, εάν μετά πολίτου ωρκίσθη, και οι φίλοι κρίνουσι δίκαιον να σέβωνται και αυτοί τας πίστεις ταύτας. Νομίζουσι δε ότι μόνοι θεοί είναι ο Διόνυσος και η Αφροδίτη, και λέγουσιν ότι κείρουσι τας τρίχας της κεφαλής των ως και ο Διόνυσος· τας κόπτουσι δε κυκλοτερώς και ξυρίζουσι το άνω μέρος των κροτάφων. Ονομάζουσι δε τον μεν Απόλλωνα Οροτάλ, την δε Αφροδίτην Αλιλάτ.
9. Αφού ο Αράβιος έκαμε συνθήκας με τους απεσταλμένους του Καμβύσου, ιδού τι εμηχανεύθη· εγέμισε με ύδωρ ασκούς κατεσκευασμένους από δέρματα καμήλων και τους εφόρτωσεν επί ζωντανών καμήλων τας οποίας έφερεν εις την έρημον όπου περιέμεινε τον στρατόν του Καμβύσου. Και τούτο μεν είναι το μάλλον πιθανόν εξ όσων διηγούνται· πρέπει όμως να αναφέρω και το ολιγώτερον πιθανόν, καθότι λέγουσι και τούτο. Υπάρχει εις την Αραβίαν μέγας ποταμός όστις καλείται Κόρυς και χύνεται εις την Ερυθράν λεγομένην θάλασσαν. Εκ του ποταμού τούτου λοιπόν λέγουσιν ότι ο βασιλεύς των Αραβίων έφερε το ύδωρ εις την έρημον διά μακροτάτου οχετού εκ βοείων δερμάτων ακατεργάστων και άλλων δερμάτων ερραμμένων ομού, όστις έληγεν εις μεγάλας δεξαμενάς, ορυχθείσας όπως δέχωνται και διαφυλάττωσι το ύδωρ. Από του ποταμού δε μέχρι της ερήμου είναι δώδεκα ημερών πορεία, και τρεις οχετοί δευτερεύοντες έφερον ως λέγεται το ύδωρ εις τρία διάφορα μέρη.
10. Ο δε υιός του Αμάσιος Ψαμμήνιτος, εστρατοπεδευμένος εις το Πηλούσιον στόμα του Νείλου, περιέμενε τον Καμβύσην· καθότι ούτος, όταν εστράτευσε κατά της Αιγύπτου, δεν εύρε ζώντα τον αντίπαλόν του όστις απέθανεν αφού εβασίλευσε τεσσαράκοντα και τέσσαρα έτη κατά τα οποία δεν υπέστη μεγάλην τινά συμφοράν. Ταριχευθέίς δε ετάφη εις τον εντός του ιερού τάφου τον οποίον αυτός έκτισεν. Επί της βασιλείας του υιού του Ψαμμηνίτου μέγιστον θαύμα εγένετο εις την Αίγυπτον· βροχή έπεσεν εις τας Αιγυπτίας Θήβας, όπου ουδέποτε έβρεξεν ούτε πρότερον ούτε έπειτα μέχρι της εποχής μου, ως λέγουσιν αυτοί οι Θηβαίοι. Τωόντι ποσώς δεν βρέχει εις την άνω Αίγυπτον, και τότε ολίγαι μόνον ψεκάδες έπεσον.
11. Όταν οι Πέρσαι διαπεράσαντες την έρημον εστρατοπεδεύσαντο απέναντι των Αιγυπτίων και ητοιμάζοντο να συμπλακώσι, τότε οι επίκουροι του Ψαμμηνίτου, όντες Έλληνες και Κάρες, ωργισμένοι κατά του Φάνητος διότι ωδήγει κατά της Αιγύπτου στρατόν ξενικόν, τον ετιμώρησαν σκληρώς. Ο Φάνης είχεν αφήσει εις την Αίγυπτον τα παιδία του· αυτά τα παιδία αγαγόντες εις το στρατόπεδον και εις θέσιν ώστε να δύναται να τα βλέπη ο πατήρ, έστησαν κρατήρα μεταξύ των δύο στρατευμάτων έπειτα, λαμβάνοντες το έν μετά το άλλο, τα έσφαζον άνωθεν του κρατήρος και αφού εσφάγησαν όλα έχυσαν εις το αίμα των ύδωρ και οίνον. Πιόντες εκ του κράματος τούτου όλοι οι επίκουροι, συνεπλάκησαν. Μάχης δε γενομένης κρατεράς και πεσόντων πολλών εξ αμφοτέρων των στρατοπέδων, ετράπησαν εις φυγήν οι Αιγύπτιοι (43).
12. Είδον εκεί θαύμα μέγα το οποίον μοι εξήγησαν οι κάτοικοι. Τα οστά εκείνων οίτινες εκατέρωθεν εφονεύθησαν εν τη μάχη εκείνη, κείνται κεχωρισμένα (τα των Περσών αφ' ενός, τα των Αιγυπτίων αφ' ετέρου, εις την αυτήν απόστασιν ην είχον πριν έλθωσιν εις χείρας), και τα κρανία των Περσών είναι τόσον αδύνατα ώστε εάν θέλης να τα κτυπήσης με έν μόνον μικρόν χαλίκιον, τα διατρυπάς· εξ εναντίας τα των Αιγυπτίων είναι τόσον σκληρά ώστε δυσκόλως θα τα συνέτριβες εάν τα εκτύπας με μεγάλην πέτραν. Μοι είπον την αιτίαν τούτου, και δεν εδυσκολεύθην να τους πιστεύσω· οι Αιγύπτιοι εκ παιδικής ηλικίας αρχίζουσι να ξυρίζωσι την κεφαλήν, και το κρανίον των σκληρύνεται υπό της επιρροής του ηλίου· η αυτή αιτία προφυλάττει αυτούς από του να γίνωνται φαλακροί, και τωόντι ουδαμού αλλαχού υπάρχουσιν ολιγώτεροι φαλακροί ή εις την Αίγυπτον. Ιδού λοιπόν διατί το κρανίον των είναι τόσον σκληρόν. Τουναντίον δε το των Περσών είναι απαλόν διότι μένουσιν εις την σκιάν εκ νεαράς ηλικίας και φέρουσιν επί της κεφαλής τιάρας μαλλίνους. Είδον ταύτα ως είναι και έκαμον την αυτήν παρατήρησιν και εις την Πάπρημιν επί των οστών εκείνων οίτινες μετά του Αχαιμένους του υιού του Δαρείου εφονεύθησαν υπό του Λίβυος Ινάρου.
13. Διασπασθέντες οι Αιγύπτιοι, έφυγον εν αταξία. Όταν δε εκλείσθησαν εις την Μέμφιν, έπεμψεν εις αυτούς ο Καμβύσης διά του ποταμού πλοίον Μυτιληναίον με κήρυκα Πέρσην διά να τοις προτείνη να παραδοθώσι διά συνθήκης. Αυτοί όμως άμα είδον το πλοίον εισελθόν εις την Μέμφιν, ώρμησαν όλοι έξω του τείχους, κατέστρεψαν το πλοίον, εκρεούργησαν τους άνδρας και τους έφερον εις το τείχος. Και οι μεν Αιγύπτιοι μετά ταύτα πολιορκηθέντες παρεδόθησαν επί τέλους, οι δε γείτονες των Λίβυες, φοβηθέντες μη πάθωσι τα αυτά, παρεδόθησαν αμαχητί, υπεσχέθησαν να τελώσι φόρον και έπεμψαν δώρα. Επίσης και οι Κυρηναίοι και οι Βαρκαίοι, φοβηθέντες ως οι Λίβυες, έπραξαν το αυτό. Ο δε Καμβύσης εδέχθη μεν φιλοφρόνως τα δώρα των Λιβύων, κατεφρόνησεν όμως τα των Κυρηναίων καθότι ήσαν κατώτερα, ως εγώ φρονώ. Και τωόντι οι Κυρηναίοι δεν έπεμψαν ειμή πεντακοσίας μνας αργυράς. Ο Καμβύσης λοιπόν λαβών με τας χείρας του τα νομίσματά των τα διέσπειρεν εις τον στρατόν.
14. Την δεκάτην ημέραν αφ' ης εκυρίευσε την Μέμφιν ο Καμβύσης, εκάθισε προς περιφρόνησιν είς τι προάστειον μετ' άλλων Αιγυπτίων τον βασιλέα Ψαμμήνιτον βασιλεύσαντα έξ μήνας μόνον και εδοκίμαζε την γενναιότητα της ψυχής αυτού διά του ακολούθου τρόπου. Ενδύσας την θυγατέρα του με ενδύματα δούλης την έπεμψε με στάμνον εις την χείρα διά να φέρη ύδωρ· μετ' αυτής δε συναπέστειλε και άλλας παρθένους τας οποίας εξελέξατο μεταξύ των Θυγατέρων των πρώτων ανδρών του τόπου, όλας ενδεδυμένας ως η θυγάτηρ του βασιλέως. Ενώ δε διήρχοντο προ των πατέρων των κλαίουσαι και βοώσαι, οι μεν εβόων και έκλαιον βλέποντες την ταπείνωσιν των τέκνων των, ο δε Ψαμμήνιτος, μολονότι είδε και εγνώρισε την θυγατέρα του, ουδέν άλλο έπραξεν ή να ταπεινώση τα βλέμματα του προς την γην. Αφού διήλθαν αι υδροφόροι, έπεμψεν έπειτα ο Καμβύσης τον υιόν του Ψαμμηνίτου με άλλους δισχιλίους Αιγυπτίους, έχοντας την αυτήν ηλικίαν, δεδεμένους με σχοινιά από τον λαιμόν και χαλινωμένους από το στόμα· τους απήγον δε διά να τους θανατώσωσι προς εκδίκησιν των Μιτυληναίων οίτινες απώλοντο εις την Μέμφιν αυτοί και το πλοίον των. Τοιαύτη ήτο η απόφασις των βασιλικών δικαστών δι' ένα έκαστον Έλληνα να θανατωθώσι δέκα Αιγύπτιοι εκ των πρώτων. Ο Ψαμμήνιτος είδε και τούτους διαβαίνοντας και έμαθεν ότι απήγον και τον υιόν του διά να τον θανατώσωσιν· ενώ δε οι περικαθήμενοι Αιγύπτιοι έκλαιον και ελυπούντο, αυτός έπραξεν ό,τι είχε πράξει ότε διέβη η θυγάτηρ του. Μόλις διέβησαν οι νέοι, και άνθρωπός τις, ομοτράπεζός του τρόπον τινά, πρεσβύτερος αυτού κατά την ηλικίαν, όστις αφού έχασε την περιουσίαν του και δεν είχε πλέον ειμή ό,τι έχουσιν οι πτωχοί περιήρχετο επαιτών εις τον στρατόν, συνέβη να διέλθη προ του Ψαμμηνίτου και των εις το προάστειον συγκαθημένων Αιγυπτίων. Άμα τον είδεν ο Ψαμμήνιτος, έκλαυσε πολύ, εκάλεσε τον φίλον του ονομαστί και εκτύπησε την κεφαλήν. Ήσαν δε εκεί φύλακες οίτινες ειδοποίουν τον Καμβύσην ό,τι έπραττεν ο Ψαμμήνιτος εις εκάστην έξοδον. Εκπλαγείς ο Καμβύσης δι' όσα ήκουσεν, έπεμψεν άγγελον και τον ηρώτησεν ως ακολούθως· «Ο δεσπότης Καμβύσης, ω Ψαμμήνιτε, σε ερωτά διατί, βλέπων την θυγατέρα σου ταλαιπωρουμένην και τον υιόν σου φερόμενον εις θάνατον, ούτε ανεβόησας, ούτε έκλαυσας, ενώ εξεναντίας ετίμησας άνθρωπον πτωχόν, όστις, ως μανθάνει παρ' άλλων, ουδεμίαν συγγένειαν έχει μετά σου;» Ταύτα είπεν ο απεσταλμένος, ιδού δε τι απεκρίθη ο Ψαμμήνιτος· «ω υιέ του Κύρου, αι ίδιαί μου δυστυχίαι είναι μεγαλείτεραι ή ώστε να κλαύση τις, η δυστυχία όμως του φίλου μου ήτο αξία δακρύων, διότι από τον πλούτον και την ευδαιμονίαν περιέπεσεν εις την ένδειαν φθάσας εις τον ουδόν του γήρατος.» Οι λόγοι ούτοι διαβιβασθέντες εις τον Καμβύσην εφάνησαν ορθότατοι. Προσθέτουσι δε οι Αιγύπτιοι ότι ο Κροίσος, όστις έτυχε να ακολουθή τον Καμβύσην εις την Αίγυπτον, εδάκρυσε και αυτός, εδάκρυσαν δε και όλοι οι παρευρεθέντες Πέρσαι. Αυτός δε ο Καμβύσης εκινήθη εις οίκτον και αμέσως διέταξε και τον υιόν του να σώσωσιν εξαιρούντες αυτόν από τους άλλους καταδίκους και τον Ψαμμήνιτον να λάβωσιν από το προάστειον και να τον φέρωσιν εις την οικίαν του.
15. Αλλά τον μεν υιόν δεν εύρον ζώντα οι απεσταλμένοι, διότι είχε κατακοπή πρώτος, τον δε Ψαμμήνιτον λαβόντες έφερον προς τον Καμβύσην ένθα του λοιπού διητάτο εν πλήρει ανέσει. Εάν μάλιστα δεν τον υπώπτευον ότι ερραδιούργει, θα ελάμβανε πάλιν την διοίκησιν των υποθέσεων της Αιγύπτου ως επίτροπος, καθότι οι Πέρσαι συνειθίζουσι να τιμώσι τους υιούς των βασιλέων, τόσον ώστε και αν αποστατήσωσιν οι γονείς, αποδίδουσιν εις τους παίδας την αρχήν. Ότι έχουσι την συνήθειαν ταύτην δύναται τις να κρίνη εκ πολλών παραδειγμάτων και προσέτι εξ εκείνου το οποίον συνέβη εις τον υιόν του Λίβυος Ινάρου Θαννύραν όστις έλαβε πάλιν την αρχήν την οποίαν είχεν ο πατήρ του, και εξ εκείνου το οποίον συνέβη εις τον υιόν του Αμυρταίου Παύσιριν όστις και αυτός έλαβε πάλιν την αρχήν του πατρός του. Εν τούτοις ουδείς έβλαψε τόσον τους Πέρσας όσον ο Ίναρος και ο Αμυρταίος. Αλλ' ο Ψαμμήνιτος, κακά μηχανώμενος, έλαβε τον μισθόν· διότι φωραθείς ενώ εζήτει να επαναστατήση τους Αιγυπτίους και βλέπων ότι ανεκαλύφθη υπό του Καμβύσου, έπιεν αίμα ταύρου και απέθανεν αμέσως. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ετελεύτησεν ούτος.
16. Ο δε Καμβύσης εκ της Μέμφιος ήλθεν εις την πόλιν Σάιν σκοπεύων να πράξη όσα και έπραξε· διότι άμα εισήλθεν εις τα βασίλεια του Αμάσιος, αμέσως διέταξε να εκβάλωσιν από τον τάφον το σώμα του Αμάσιος· τούτου γενομένου, διέταξε να το μαστιγώσωσι, να μαδήσωσι τας τρίχας του, να το διαπεράσωσι με κέντρα και να το υβρίσωσι με πάσαν τιμωρίαν. Αφού δε οι μαστιγωταί απέκαμον ταύτα πράττοντες, (επειδή το τεταριχευμένον εκείνο σώμα αντείχε και δεν απεσυντίθετο), επρόσταξεν ο Καμβύσης να το κατακαύσωσι, διατάξας πράγμα ανόσιον, καθότι οι Πέρσαι νομίζουσιν ότι το πυρ είναι θεότης και διά τούτο ούτε οι Πέρσαι ούτε οι Αιγύπτιοι κατ' ουδένα τρόπον δεν συνειθίζουσι να καίωσι τους νεκρούς, οι μεν Πέρσαι διά τον ανωτέρω λόγον λέγοντες ότι δεν είναι δίκαιον να χορταίνωσι θεόν με το πτώμα ανθρώπου, οι δε Αιγύπτιοι νομίζοντες ότι το πυρ είναι θηρίον ζων το οποίον καταβιβρώσει όσα τω δίδουσι και το οποίον αφού χορτασθή αποθνήσκει μετ' εκείνου το οποίον κατέφαγε. Δεν συγχωρείται δε παρ' αυτοίς κατ' ουδένα τρόπον να δίδωσι το πτώμα εις τα ζώα, και διά τούτο το ταριχεύουσιν ίνα μη το φάγωσιν οι σκώληκες εάν ταφή. Βεβαιούσιν όμως οι Αιγύπτιοι ότι ο ταύτα παθών δεν ήτο ο Άμασις, αλλά άλλος τις Αιγύπτιος, έχων το αυτό ανάστημα με τον Άμασιν, τον οποίον κακοποιούντες οι Πέρσαι ενόμιζον ότι εκακοποίουν τον Άμασιν. Κατ' αυτούς ο Άμασις μαθών έκ τινος χρησμού τι έμελλε να τω συμβή μετά θάνατον και θέλων να αποφύγη τα απειλούμενα, διέταξε να θάψωσι πλησίον της θύρας, εντός του ιδίου τάφου, τον μαστιγωθέντα εκείνον άνθρωπον, το δε ιδικόν του σώμα παρήγγειλεν εις τον υιόν του να αποθέση εις το μάλλον σκοτεινόν μέρος του τάφου. Αι παραγγελίαι όμως αύται του Αμάσιος περί της ταφής και του ανθρώπου εκείνου δεν μοι φαίνονται αληθείς, αλλ' απλώς οι Αιγύπτιοι έπλασαν αυτάς διά να καλύψωσι την γενομένην ατιμίαν.
17. Κατόπιν ο Καμβύσης εσχεδίασε τρεις εκστρατείας, κατά των Καρχηδονίων, κατά των Αμμωνίων και κατά των μακροβίων Αιθιόπων οίτινες οικούσι τα νότια παραθαλάσσια της Λιβύας. Τούτο σκοπεύων, απεφάσισε να ετοιμάση στόλον κατά των πρώτων, να προσβάλη τους δευτέρους διά ξηράς με στρατόν εκλεκτόν, και να πέμψη πρώτον εις τους Αιθίοπας κατασκόπους διά να ίδωσι την λεγομένην ηλίου τράπεζαν, εάν υπήρχεν αληθώς, και να κατασκοπεύσωσι τα άλλα πράγματα, προφασιζόμενοι ότι μετέβησαν εκεί διά να προσφέρωσι δώρα εις τον βασιλέα.
18. Η δε τράπεζα του ηλίου τοιαύτη τις λέγεται ότι είναι. Υπάρχει λειμών εις προάστειόν τι έμπλεως κρεάτων οπτών πάντων των τετραπόδων. Εις τούτον τον λειμώνα την μεν νύκτα μεταφέρουσι τα κρέατα εκείνοι εις ους είναι ανατεθειμένη η φροντίς αύτη, λαμβάνοντες παρά των πολιτών το αναλογούν εις έκαστον μερίδιον, την δε ημέραν έρχεται όστις θέλει και τρώγει· οι εγχώριοι όμως λέγουσιν ότι αναδίδει ταύτα εκάστοτε η γη. Και η μεν καλουμένη τράπεζα του ηλίου τοιαύτη λέγονται ότι είναι.
19. Ο δε Καμβύσης, άμα απεφάσισε να πέμψη τους κατασκόπους, έφερεν εκ της Ελεφαντίνης Ιχθυοφάγους γινώσκοντας την Αιθιοπικήν γλώσσαν. Ενώ δε οι απεσταλμένοι μετέβησαν να μεταφέρωσιν αυτούς, διέταξε τον ναυτικόν στρατόν να πλεύση κατά της Καρχηδόνος. Οι Φοίνικες όμως ηρνήθησαν να πράξωσι τούτο, λέγοντες ότι ήσαν συνδεδεμένοι διά μεγάλων όρκων και ότι ήθελεν είσθαι ανόσιον να εκστρατεύσωσι κατά των ιδίων των απογόνων. Αποχωρησάντων των Φοινίκων, οι λοιποί δεν ήρκουν διά να πολεμήσωσι, και τοιουτοτρόπως οι Καρχηδόνιοι διέφυγον τον ζυγόν των Περσών. Ο Καμβύσης δεν έκρινε πρέπον να εξαναγκάση τους Φοίνικας, καθότι ούτοι εκουσίως εδόθησαν εις τους Πέρσας και όλος ο ναυτικός στρατός εξηρτάτο από αυτούς. Και οι Κύπριοι ομοίως εδόθησαν εις τους Πέρσας και εστράτευσαν κατά της Αιγύπτου.
20. Αφού έφθασαν οι Ιχθυοφάγοι εκ της Ελεφαντίνης εις τον Καμβύσην, τους έπεμψεν ούτος εις την Αιθιοπίαν παραγγείλας τι ώφειλον να είπωσι, και φέροντας δώρα, ένδυμα πορφυρούν, περιδέραιον στρεπτόν εκ χρυσού, ψέλια, αλαβάστρινον αγγείον με μύρραν και κάδον με οίνον φοινίκων. Οι Αιθίοπες δε ούτοι προς τους οποίους έπεμπε τα δώρα ο Καμβύσης, λέγονται ότι είναι μέγιστοι και ωραιότατοι πάντων των ανθρώπων. Έχουσι δε, ως λέγεται, έθιμα διάφορα των άλλων χωρών, και ιδίως το ακόλουθον ως προς την εκλογήν του βασιλέως. Εκείνον εκ των αστών τον οποίον κρίνωσιν ότι υπερβαίνει τους άλλους κατά το ύψος και η δύναμίς του είναι ανάλογος με το ύψος του, αυτόν εκλέγουσιν ως βασιλέα των.
21. Εις τούτους λοιπόν τους ανθρώπους όταν ήλθον οι Ιχθυοφάγοι, έδοσαν τα δώρα εις τον βασιλέα λέγοντες ταύτα· «Ο βασιλεύς των Περσών Καμβύσης, θέλων να ήναι φίλος και ξένος σου, έπεμψεν ημάς να ομιλήσωμεν μετά σου και σοι προσφέρει τα δώρα ταύτα τα οποία ευχαριστείτο πολύ ο ίδιος μεταχειριζόμενος.» Αλλ' ο Αιθίοψ, εννοήσας ότι ήλθον ως κατάσκοποι, τοις απεκρίθη· «Ο βασιλεύς των Περσών δεν σας έπεμψε να μοι φέρετε δώρα επιθυμών την φιλίαν μου, και δεν λέγετε την αλήθειαν. Ο σκοπός σας είναι να κατασκοπεύσετε το βασίλειόν μου, και ο άνθρωπος αυτός δεν είναι δίκαιος. Τωόντι, εάν ήτο τοιούτος, δεν θα επεθύμει άλλας χώρας πλην της ιδικής του και δεν θα υπεδούλωνεν ανθρώπους οίτινες ποτέ δεν τον αδίκησαν. Τώρα φέρετε προς αυτόν το τόξον τούτο και επαναλάβετε αυτώ τους λόγους τούτους· «Ο βασιλεύς των Αιθιόπων συμβουλεύει τον βασιλέα των Περσών, όταν οι πέρσαι δυνηθώσι να έλκωσιν ευκόλως τόξα τοιούτου μεγέθους, τότε να στρατεύση κατά των μακροβίων Αιθιόπων με στρατόν περισσότερον· μέχρι τότε όμως ας γνωρίζη χάριν εις τους θεούς ότι δεν ενέπνευσαν εις τους υιούς των Αιθιόπων την ιδέαν να ενώσωσι και άλλην γην πλησίον της ιδικής των.»
22. Ταύτα ειπών και χαλαρώσας το τόξον, το έδωκεν εις τους απεσταλμένους· έπειτα λαβών το πορφυρούν ένδυμα, ηρώτησε τι ήτο και πώς κατεσκευάσθη. Ειπόντων των Ιχθυοφάγων την αλήθειαν περί της πορφύρας και της βαφής, απεκρίθη· «Και τα ενδύματά σας είναι δολερά ως είσθε και υμείς δολεροί.» Κατόπιν τους ηρώτησε περί του περιδεραίου και των ψελίων. Εξηγούντων δε των Ιχθυοφάγων τους κόσμους εκείνους, ο βασιλεύς γελάσας και νομίσας ότι ήσαν πέδαι τοις είπεν ότι οι Αιθίοπες είχον πέδας δυνατωτέρας. Η τρίτη ερώτησις αυτού ήτο περί της μύρρας, και όταν τω εξήγησαν την κατασκευήν και την χρήσιν αυτής, τοις επανέλαβε τα αυτά όσα είπε περί των ενδυμάτων. Τέλος έφθασεν εις τον οίνον, έμαθε τον τρόπον πώς εγίνετο, και ευχαριστηθείς από το ποτόν τούτο, ηρώτησε τι έτρωγεν ο βασιλεύς και πόσον χρόνον μακρότατον ζη είς Πέρσης. Εκείνοι τω είπον ότι ο βασιλεύς έτρωγεν άρτον, τω εξήγησαν την φύσιν του σίτου και προσέθηκαν ότι εις την Περσίαν το μακρότατον πλήρωμα της ζωής του ανθρώπου είναι έτη ογδοήκοντα. «Δεν εκπλήττομαι λοιπόν, είπεν ο Αιθίοψ, εάν τοιαύτην τρώγοντες κόπρον ζώσι τόσον ολίγα έτη· αλλ' ούτε τόσα δεν θα έζων, εάν δεν τους εκράτει το ποτόν εκείνο.» Ταύτα λέγων ενόει τον οίνον, και ως προς τα αντικείμενον τούτο συνεφώνει ότι οι Πέρσαι ήσαν ανώτεροι.
23. Οι δε Ιχθυοφάγοι ηρώτησαν και αυτοί τον βασιλέα περί της ζωής και της διαίτης των Αιθιόπων· τοις είπε δε ούτος ότι οι πλειότεροι φθάνουσι τα εκατόν είκοσι έτη καί τινες υπερβαίνουσιν αυτά, και ότι η μεν τροφή των ήτο κρέατα βραστά το δε ποτόν των γάλα. Και επειδή οι κατάσκοποι εφαίνοντο θαυμάζοντες περί των ετών, τους ωδήγησεν εις κρήνην εκ της οποίας, αφού ελούσθησαν, εξήλθον λιπαροί ως αν ήτο από έλαιον· ανεδίδετο δε εξ αυτής ευωδία τις ίων. Το ύδωρ της κρήνης ταύτης είναι τόσον ελαφρόν ώστε κατά το λέγειν των κατασκόπων ουδέν δύναται να επιπλεύση επ' αυτού, μήτε ξύλον μήτε όσα είναι ελαφρότερα των ξύλων, αλλ' όλα χωρούσιν εις τον βυθόν. Εάν το ύδωρ τούτο ήναι αληθώς ως το λέγουσιν οι Αιθίοπες, ίσως είναι μακρόβιοι διότι μεταχειρίζονται αυτό πάντοτε. Από της κρήνης έφερον τους απεσταλμένους εις δεσμωτήριον ανδρών όπου πάντες ήσαν δεδεμένοι με πέδας χρυσάς. Είναι δε εις τους Αιθίοπας τούτους σπανιώτατον και πολυτιμότατον πάντων των μετάλλων ο χαλκός. Θεωρήσαντες δε και το δεσμωτήριον, εθεάσαντο έπειτα και την του ηλίου λεγομένην τράπεζαν.
24. Μετά ταύτην τελευταίον εθεώρησαν τους τάφους οίτινες ως λέγεται κατασκευάζονται εκ κρυστάλλου ως ακολούθως. Αφού ξηράνωσι το πτώμα, είτε κατά τον τρόπον των Αιγυπτίων, είτε άλλως πως, το περικαλύπτουσι με γύψον και το ζωγραφίζουσιν, αποτυπούντες, όσον το δυνατόν, τους χαρακτήρας του αποθανόντος. Το περικλείουσιν έπειτα εντός στήλης κρυσταλλίνης την οποίαν κοιλαίνουσιν· η τοιαύτη δε ύλη είναι άφθονος εις αυτούς και ευκόλως ορύσσεται· υπάρχων δε εν μέση τη στήλη ο νεκρός διαφαίνεται χωρίς να αποφέρη ουδεμίαν κακήν οσμήν ούτε άλλο αηδές, και φαίνονται όλα τα μέλη αυτού απαράλλακτα ως ήσαν. Οι πλησιέστατοι συγγενείς φυλάττουσι την στήλην επί έν έτος εις την οικίαν των, προσφέροντες εις αυτήν απαρχάς όλων των πραγμάτων και κάμνοντες θυσίας· μετά δε ταύτα μεταφέρουσιν αυτήν εις τους τάφους της πόλεως.
25. Θεωρήσαντες όλα ταύτα οι κατάσκοποι, ανεχώρησαν οπίσω. Όταν δε τα ανέφερον, οργισθείς ο Καμβύσης, εξεστράτευσεν αμέσως επί τους Αιθίοπας, ούτε προμήθειαν τροφίμων παραγγείλας, ούτε σκεφθείς ότι έμελλε να μεταβή εις την μάλλον μεμακρυσμένην χώραν της γης, αλλ' ανεχώρησεν άμα ήκουσε τους ιχθυοφάγους ως τρελός, ως άφρων, διατάξας τους εις την Αίγυπτον Έλληνας να μείνωσιν εκεί και λαβών μεθ' εαυτού όλον τον πεζόν στρατόν. Ότε δε έφθασεν εις τας Θήβας, απέσπασεν από τον στρατόν πεντήκοντα περίπου χιλιάδας άνδρας και τους επρόσταξε να εξανδραποδίσωσι τους Αμμωνίους, και έπειτα να καύσωσι το μαντείον του Διός. Αυτός δε, μετά του υπολοίπου στρατού, εξηκολούθησε να προχωρή προς την Αιθιοπίαν. Αλλά πριν ή ο στρατός διανύση το πέμπτον της οδού, εξηντλήθησαν όσα τρόφιμα είχον φέρει μεθ' εαυτών· μετά τα τρόφιμα δε έλειψαν τα υποζύγια, διότι τα έφαγον. Εάν ο Καμβύσης, ιδών αυτά, ήλλασσε γνώμην και επανέφερεν οπίσω τα στρατεύματα, ήθελεν είσθαι φρόνιμος άνθρωπος, με όλον το πρώτον σφάλμα του· καταφρονών όμως πάντα ταύτα, εχώρει πάντοτε εις τα πρόσω. Οι δε στρατιώται, εφόσον μεν εύρισκόν τι να ανασπώσιν εκ της γης, έζων τρεφόμενοι με χόρτα· φθάσαντες όμως εις τα αμμώδη μέρη, εστερήθησαν και του καταφυγίου τούτου· τότε τινές εξ αυτών έπραξαν έργον αποτρόπαιον. Ρίπτοντες κλήρον μεταξύ των έτρωγον ένα εις τους δέκα. Ο βασιλεύς το έμαθε και εφοβήθη μήπως τους ίδη να καταφαγωθώσι μεταξύ των όλοι· παραιτηθείς λοιπόν της εναντίον των Αιθιόπων εκστρατείας, επέστρεψεν οπίσω και έφθασεν εις τας Θήβαις αφού απώλεσε πολλούς του στρατού. Εκ των Θηβών κατέβη εις την Μέμφιν και επέτρεψεν εις τους Έλληνας να αποπλεύσωσι. Τοιαύτην έκβασιν έτυχεν η κατά των Αιθιόπων εκστρατεία.
26. Εκείνοι δε οίτινες εστάλησαν κατά των Αμμωνίων, αφού εξήλθον από τας Θήβας έλαβον οδηγούς και έφθασαν, ως είναι θετικώς γνωστόν, δι' αμμώδους ερήμου εις την πόλιν Όασιν την οποίαν κατοικούσι Σάμιοι εκ της φυλής της λεγομένης Αισχρωνίας. Ο τόπος ούτος απέχει επτά ημερών οδόν από τας Θήβας, καλείται δε ελληνιστί Μακάρων νήσος. Μέχρις αυτού του τόπου λέγουσιν ότι έφθασεν ο στρατός· πέραν δε, εκτός των Αμμωνίων και εκείνων όσοι ήκουσαν τους Αμμωνίους, κανείς άλλος δεν δύναται να είπη τι περί αυτών, διότι ούτε επέστρεψαν οπίσω. Λέγουσι δε οι Αμμώνιοι τα ακόλουθα· αφού ανεχώρησαν εκ της Οάσεως πορευόμενοι εναντίον των διά γης αμμώδους, έφθασαν εις τον ήμισυν περίπου δρόμον μεταξύ αυτών και της Οάσεως· εκεί δε, ενώ εστάθησαν διά να γευματίσωσιν, ισχυρός και παράδοξος νότος πνεύσας επ' αυτών, ανήγειρε τοσούτους σωρούς άμμου ώστε τους εκάλυψε και διά του τρόπου τούτου εγένοντο άφαντοι. Και οι μεν Αμμώνιοι ταύτα λέγουσιν ότι ηκολούθησαν εις τον στρατόν εκείνον.
27. Ότε δε έφθασεν ο Καμβύσης εις την Μέμφιν, εφάνη εις τους Αιγυπτίους ο Άπις, τον οποίον οι Έλληνες καλούσιν Έπαφον. Εις την περίστασιν λοιπόν ταύτην όλοι εφόρεσαν τα κάλλιστα αυτών ενδύματα και επανηγύριζον. Ο βασιλεύς τους είδε και νομίσας ότι έχαιρον διά τας δυστυχίας του, προσεκάλεσε τους άρχοντας της πόλεως. Όταν δε επαρουσιάσθησαν ενώπιόν του τους ηρώτησε διατί ότε προηγουμένως ήτο εις την Μέμφιν οι Αιγύπτιοι δεν έπραξαν τοιούτο τι, αλλ' εξελέξαντο την στιγμήν καθ' ην επέστρεψεν αφού απώλεσε το πλείστον μέρος του στρατού του. Εκείνοι δε τω είπον ότι εφάνη εις αυτούς ο θεός εκείνος όστις σπανίως συνειθίζει να εμφανίζεται, και ότι, όταν εμφανίζεται, όλοι οι Αιγύπτιοι χαίροντες τελούσιν εορτήν. Ακούσας ταύτα ο Καμβύσης είπεν ότι ψεύδονται, και ως ψεύστας τους ετιμώρησε με θάνατον.
28. Αποκτείνας δε τούτους εκάλεσεν έπειτα τους ιερείς. Λεγόντων δε των ιερέων τα αυτά· «Θέλω, είπε, να βεβαιωθώ εάν θεός χειροήθης ήλθεν εις τους Αιγυπτίους·» ταύτα ειπών διέταξε να τω φέρωσι τον Άπιν εκείνον, και οι ιερείς εξήλθον διά να τον φέρωσιν. Ο δε Άπις ή Έπαφος είναι μόσχος γεννώμενος εκ βοός ήτις μετά ταύτα δεν ειμπορεί πλέον να συλλάβη. Οι Αιγύπτιοι λέγουσιν ότι καταβαίνει επ' αυτής σέλας εκ του ουρανού και εκ του σέλαος τούτου συλλαμβάνει τον Άπιν. Έχει δε ο μόσχος ούτος, ο Άπις καλούμενος, τα ακόλουθα σημεία· μέλας ων επί μεν του μετώπου έχει λευκόν τετράγωνον, επί δε των νώτων το ομοίωμα αυτού, εν δε τη ουρά τρίχας διπλάς, υπό την γλώσσαν δε κάνθαρον.
29. Άμα έφερον οι ιερείς τον Άπιν, ο Καμβύσης, ως εάν κατελήφθη υπό τρέλλας, έσυρε το εγχειρίδιον, και θέλων να πληγώση τον Άπιν εις την κοιλίαν επλήγωσεν αυτόν εις τον μηρόν. Γελάσας δε είπε προς τους ιερείς· «Ω ανόητοι κεφαλαί, γίνονται τοιούτοι θεοί έχοντες σώμα και σάρκα, αισθανόμενοι τα κτυπήματα του σιδήρου; Ο θεός ούτος είναι τωόντι άξιος των Αιγυπτίων. Δεν θα χαρήτε όμως ότι με επεριπαίξατε» Ταύτα ειπών διέταξεν εκείνους εις ους ήσαν ανατεθειμένα τα τοιαύτα έργα να μαστιγώσωσι τους ιερείς και να φονεύσωσι τους άλλους Αιγυπτίους όσους ήθελεν εύρει πανηγυρίζοντας. Ούτω λοιπόν διελύθη η εορτή των Αιγυπτίων και οι ιερείς εμαστιγώθησαν, ο δε Άπις, πληγωμένος εις τον μηρόν, απέθανεν εις τον ναόν όπου έκειτο. Και αυτόν μεν αποθανόντα εκ του τραύματος έθαψαν οι ιερείς κρυφίως από τον Καμβύσην.
30. Ο δε Καμβύσης, ως λέγουσιν οι Αιγύπτιοι, ένεκα του αδικήματος τούτου, παρεφρόνησεν αμέσως, μολονότι και πρότερον δεν είχε τας φρένας του. Και πρώτον μεν κακόν έπραξε θανατώσας τον Σμέρδιν, αδελφόν του εκ του αυτού πατρός και της αυτής μητρός. Τον Σμέρδιν τούτον είχεν αποπέμψει εκ της Αιγύπτου εις την Περσίαν υπό φθόνου, καθότι αυτός μόνος από όλους τους Πέρσας ετάνυσε με δύο δακτύλους τα τόξον των Αιθιόπων το κομισθέν υπό των Ιχθυοφάγων· εκ των άλλων δε Περσών κανείς δεν ηδυνήθη να πράξη τούτο. Μετά την αναχώρησιν του Σμέρδιος είδεν ο Καμβύσης εις τον ύπνον του το εξής όνειρον· τω εφάνη ότι ήρχετο απεσταλμένος εκ της Περσίας διά να τω αναγγείλη ότι ο Σμέρδις, καθήμενος επί του βασιλικού θρόνου, ήγγιζε με την κεφαλήν του τον ουρανόν. Ένεκα του ονείρου τούτου φοβηθείς μήπως ο αδελφός του τον φονεύση και λάβη το βασίλειόν του, πέμπει εις την Περσίαν τον Πρηξάσπη, όστις ήτο εξ όλων των Περσών ο μάλλον πιστός εις αυτόν, με την διαταγήν να τον φονεύση. Φθάσας δε ο Πρηξάσπης εις τα Σούσα, εφόνευσε τον Σμέρδιν, ως μεν λέγουσι τινές εξαγαγών αυτόν εις κυνήγιον, ως λέγουσι δε άλλοι πνίξας αυτόν εις την Ερυθράν θάλασσαν.
31. Αυτό λέγουσιν ότι υπήρξε το πρώτον κακόν το οποίον έπραξεν ο Καμβύσης, δεύτερον δε εφόνευσε την αδελφήν του ήτις τον ηκολούθει εις την Αίγυπτον και την οποίαν είχε γυναίκα, μολονότι ήτο αδελφή του εκ πατρός και μητρός. Ιδού δε πώς την ενυμφεύθη· πρότερον δεν υπήρχεν αυτή η συνήθεια, να λαμβάνωσιν οι Πέρσαι γυναίκας τας αδελφάς των. Αλλ' ο Καμβύσης ερασθείς μιας των αδελφών του ηθέλησε να την νυμφευθή, και επειδή δεν το επέτρεπεν η συνήθεια, συνεκάλεσε τους βασιλικούς δικαστάς και τους ηρώτησεν εάν υπήρχε νόμος επιτρέπων εις εκείνον όστις το ήθελε να νυμφεύεται την αδελφήν του. Οι βασιλικοί δικασταί είναι άνδρες εκλεκτοί μεταξύ των Περσών, εξασκούσι δε τα καθήκοντά των διά βίου, εκτός εάν υποπέσωσιν εις αδικίαν τινά· δικάζουσι τας υποθέσεις των πολιτών και είναι οι διερμηνείς των πατρίων νόμων, και όλα τα ζητήματα εις αυτούς υποβάλλονται. Εις εκείνο δε το οποίον τοις προέτεινεν ο Καμβύσης απεκρίθησαν δικαίως και συνετώς· είπον ότι δεν εύρισκον μεν νόμον επιτρέποντα εις τον αδελφόν να λαμβάνη γυναίκα την αδελφήν, αλλ' ότι εγνώριζον ένα άλλον συγχωρούντα εις τον βασιλέα των Περσών να πράττη ό,τι θέλει. Τοιουτοτρόπως, ο φόβος του Καμβύσου δεν τους παρέσυρε να καταλύσωσι νόμον τον οποίον δεν ηδύναντο να υπερασπίσωσι χωρίς να εκθέσωσι την ζωήν των, αλλ' εύρον άλλον, σύμφωνον με την θέλησιν του βασιλέως· Ενυμφεύθη λοιπόν ο Καμβύσης εκείνην την οποίαν ηγάπα· μετ ολίγον δε ενυμφεύθη άλλην αδελφήν του και εκ τούτων εφόνευσε την νεωτέραν ήτις ηκολούθει αυτόν εις την Αίγυπτον.
32. Διηγούνται δε κατά δύο τρόπους τον θάνατον αυτής, καθώς και τον του Σμέρδιος. Οι Έλληνες λέγουσιν ότι ο Καμβύσης και η γυνή του εθεώρουν ποτέ σκύμνον λέοντος πολεμούντα με ένα μικρόν σκύλον· επειδή δε ενικήθη ο σκύλαξ, άλλος σκύλαξ, ο αδελφός αυτού, θραύσας την άλυσόν του έδραμεν εις βοήθειαν, ώστε ενωθέντες οι δύο σκύλακες ενίκησαν τον λεοντιδέα. Και ο μεν Καμβύσης ετέρπετο εις το θέαμα τούτο, αλλ' η γυνή του, καθημένη πλησίον του, εδάκρυε. Παρετήρησε τούτο ο Καμβύσης και την ηρώτησε διατί εδάκρυε. «Δακρύω, είπεν εκείνη, ιδούσα τον σκύλακα τούτον ότι εβοήθησε τον αδελφόν του και ενθυμηθείσα τον Σμέρδιν όστις δεν είχε κανένα να τον βοηθήση.» Οι Έλληνες προσθέτουσιν ότι ένεκα των λόγων τούτων η γυνή εθανατώθη από τον Καμβύσην. Οι δε Αιγύπτιοι λέγουσιν ότι ενώ εκάθηντο εις την τράπεζαν, η γυνή έλαβε θρίδακα, την απεφύλλισε και είπεν εις τον σύζυγόν της· «Ποία είναι ωραιοτέρα θρίδαξ, η έχουσα φύλλα ή η μη έχουσα; — Η έχουσα φύλλα, απεκρίθη εκείνος. — Ω! επανέλαβεν εκείνη, η γεγυμνωμένη αύτη θρίδαξ είναι η εικών της οικίας του Κύρου την οποίαν συ απεγύμνωσας.» Θυμώσας δε ο Καμβύσης την ελάκτισεν εις την κοιλίαν ενώ ήτο έγκυος, ώστε αποβαλούσα απέθανε.
33. Ταύτα έπραξεν ο Καμβύσης προς τους συγγενείς του υπό μανίας ήτις τον ηκολούθησεν είτε ένεκα του Άπιος, είτε ένεκα άλλης τινός αιτίας, τόσον πολλαί είναι αι συμφοραί αι καταλαμβάνουσαι τους ανθρώπους. Λέγουσιν άλλως τε ότι ο Καμβύσης εκ γενετής είχε μεγάλην νόσον, την οποίαν τινές ονομάζουσιν ιεράν νόσον (44) ώστε επειδή το σώμα έπασχεν υπό τοιαύτης μεγάλης νόσου, δεν είναι απίθανον να ήσαν βεβλαμμέναι και αι φρένες.
34. Μεταβαίνω εις εκείνα τα οποία η μανία του τον ώθησε να πράξη εναντίον των άλλων Περσών. Λέγουσιν ότι είπεν εις τον Πρηξάσπη τον οποίον ετίμα πολύ (αυτός ήτο ο φέρων τας αγγελίας του, ο δε υιός του ήτο οινοχόος του Καμβύσου, τιμή και αύτη ου μικρά), «ω Πρήξασπες, ποίον τινά με νομίζουσιν οι Πέρσαι και τι λέγουσι περί εμού; — Βασιλεύ, απεκρίθη ο Πρηξάσπης, κατά μεν τα άλλα πάντα μεγάλως επαινείσαι, λέγουσιν όμως ότι είσαι καθ' υπερβολήν έκδοτος εις τον οίνον.» Και ο μεν Πρηξάσπης ταύτα έλεγε περί των Περσών, ο δε Καμβύσης οργισθείς απεκρίθη τα εξής· «Τώρα οι Πέρσαι θα λέγωσι βεβαίως ότι έκδοτος ων εις τον οίνον παραφρονώ και δεν έχω πλέον τον νουν μου. Άρα οι πρότεροι λόγοι των δεν ήσαν αληθείς.» Τωόντι πρότερον ενώ εκάθηντό ποτε περί αυτόν οι Πέρσαι και ο Κροίσος, τους ηρώτησεν ο Καμβύσης τι άνθρωπος τοις εφαίνετο παραβαλλόμενος με τον πατέρα του Κύρον, εκείνοι δε τω απεκρίθησαν ότι ήτο καλλίτερος του πατρός, αφού ήτο κύριος ου μόνον όσων ήτο εκείνος κάτοχος, αλλά προσεκτήσατο και την Αίγυπτον και την θάλασσαν. Και οι μεν Πέρσαι ταύτα είπον, ο δε Κροίσος, εις ον απήρεσκεν η κρίσις αύτη, είπε προς τον Καμβύσην ταύτα, «Εις εμέ όμως, υιέ του Κύρου, δεν φαίνεσαι όμοιος με τον πατέρα σου, διότι δεν έχεις ακόμη υιόν τοιούτον οίον εκείνος μας άφησε.» Ταύτα ακούσας ο Καμβύσης ευχαριστήθη και επήνεσε την κρίσιν του Κροίσου.
35. Ταύτα λοιπόν ενθυμούμενος ο Καμβύσης είπε μετ' οργής προς τον Πρηξάσπη· «Πληροφορήθητι αμέσως ο ίδιος εάν οι Πέρσαι είπον την αλήθειαν, ή εάν αυτοί παραφρονώσι λέγοντες ταύτα. Ιδέ, σκοπεύω τον υιόν σου όστις ίσταται όρθιος εις τα πρόθυρα της οικίας· εάν τον επιτύχω εις το μέσον της καρδίας, οι Πέρσαι θα φανώσιν ότι μωρολογούσιν· εάν δε αποτύχω, θα ήναι φανερόν ότι οι Πέρσαι λέγουσιν αληθή και ότι εγώ είμαι παράφρων.» Ταύτα ειπών, ετάνυσε το τόξον και εκτύπησε το παιδίον, αφού δε τούτο έπεσε, διέταξε να το σχίσωσι και να εξετάσωσι την πληγήν. Και επειδή το βέλος ευρέθη εμπεπηγμένον εις την καρδίαν, είπε προς τον πατέρα γελών και περιχαρής γενόμενος· «Πρήξασπες, βλέπεις καλώς ότι δεν είμαι τρελλός και ότι οι Πέρσαι είναι παράφρονες· τώρα αποκρίθητι, είδες ποτέ σου άνθρωπον να τοξεύη τόσον ευστόχως;» O Πρηξάσπης είδεν ότι ο άνθρωπος εκείνος ήτο έξω φρενών, και φοβούμενος δι' εαυτόν· «Δέσποτα, είπε, νομίζω ότι ούτε θεός δεν θα ηδύνατο να σκοπεύση με τόσην ευστοχίαν.» Ταύτα έπραξε τότε· άλλοτε δε συλλαβών άνευ ευλόγου αιτίας δώδεκα Πέρσας, πρώτου επίσης βαθμού, τους έθαψε ζώντας με την κεφαλήν προς τα κάτω.
36. Ταύτα πράττοντα ενόμισε καθήκον του ο Κροίσος ο Λυδός να τον νουθετήση διά των ακολούθων λόγων. «Ω βασιλεύ, μη αφίνεσαι ολοτελώς εις την ορμήν της νεότητος και του θυμού, αλλά κράτει και μετρίαζε σεαυτόν· είναι ωφέλιμον πράγμα να έχη τις σύνεσιν, και σοφόν να ήναι προβλεπτικός. Συ θανατόνεις ανθρώπους συμπολίτας σου τους οποίους συλλαμβάνεις άνευ ευλογοφανούς αιτίας, φονεύεις δε και τα τέκνα αυτών. Εάν εξακολουθήσης ούτω, πρόσεξον μήπως οι Πέρσαι επαναστατήσωσιν εναντίον σου. Ο πατήρ σου Κύρος μοι παρήγγειλε πολλά, να σε νουθετώ και να σοι λέγω ό,τι νομίζω ωφέλιμον διά σε.» Και ο μεν Κροίσος υπό ευμενείας κινούμενος συμβούλευε ταύτα, ο δε τω απεκρίνετο ως ακολούθως· «Πώς, τολμάς να με συμβουλεύης συ όστις τόσον καλώς εκυβέρνησας το βασίλειόν σου και τόσον καλώς παρεκίνησας τον πατέρα μου να διαβή τον Αράξην ποταμόν και να βαδίση κατά των Μασσαγετών, ενώ εκείνοι ήθελον να έλθωσιν επί της χώρας μας! Και αφ' ενός μεν απώλεσας σεαυτόν, διευθύνας κακώς τας υποθέσεις της πατρίδος σου, αφ' ετέρου δε απώλεσας τον Κύρον, επειδή σε ήκουσεν. Αλλά δεν θα χαρής δι' αυτό, διότι προ πολλού εζήτουν πρόφασιν διά να σε αφανίσω.» Ταύτα ειπών έλαβε το τόξον του διά να τοξεύση αυτόν, αλλ' ο Κροίσος αναπηδήσας έφυγε ταχέως. Ιδών ο Καμβύσης ότι δεν ηδύνατο πλέον να τον τοξεύση, διέταξε τους υπηρέτας του να τον συλλάβωσι και να τον φονεύσωσιν. Οι δε θεράποντες γνωρίζοντες τας έξεις αυτού έκρυψαν τον Κροίσον επί τω εξής συλλογισμώ· εάν μεν ο Καμβύσης μεταμεληθή και ζητήση τον Κροίσον, να παρουσιάσωσιν αυτόν και να λάβωσι δώρα ως φεισθέντες της ζωής αυτού· εάν δε μήτε μεταμεληθή μήτε τον ποθήση, τότε να τον φονεύσωσι. Τωόντι ο Καμβύσης δεν εβράδυνε να ποθήση τον Κροίσον, και οι θεράποντες ιδόντες τούτο τω είπον ότι έζη. O δε Καμβύσης είπεν ότι έχαιρε μεν διά την σωτηρίαν του, αλλ' ότι εκείνοι οίτινες ανέλαβον να τον σώσωσι δεν έπρεπε να μείνωσιν ατιμώρητοι και ότι θα θανατωθώσι. Τούτο και έπραξε.
37. Πολλά λοιπόν τοιαύτα έπραττε κατά των Περσών και των συμμάχων ο μαινόμενος Καμβύσης. Ενόσω διέμενεν εις την Μέμφιν, ήνοιγεν αρχαίους τάφους και παρετήρει τους νεκρούς. Προς τούτοις εισήλθεν εις τον ναόν του Ηφαίστου και εκάγχασεν ιδών το άγαλμα, διότι ήτο ομοιότατον με τους Παταικούς τους οποίους οι Φοίνικες θέτουσιν εις τας πρώρας των τριήρεων. Εις εκείνον όστις δεν τους είδεν εγώ θα τω είπω οποίοι είναι· οι Πάταικοι είναι ομοιώματα ανδρών πυγμαίων. Εισήλθεν επίσης εις τον ναόν των Καβείρων, όπου κανείς, πλην του ιερέως, δεν έχει δικαίωμα να εισέρχεται, και έκαυσε τα αγάλματα αυτών αφού τα εχλεύασεν. Είναι δε και αυτά όμοια με τα του Ηφαίστου, και λέγεται ότι οι Κάβειροι είναι υιοί του θεού τούτου.
38. Εξ όλων λοιπόν βλέπω ότι ο Καμβύσης είχε περιπέσει εις μεγάλην μανίαν· άλλως πώς ήθελε τολμήσει να σκώπτη τα έθιμα και τα ιερά πράγματα; διότι εάν τις επρότεινεν εις όλους τους λαούς να εκλέξωσι τους καλλίστους εκ πάντων των νόμων, έκαστος λαός καλώς σκεφθείς ήθελεν εκλέξει τους ιδικούς του· τόσον ο καθείς νομίζει ότι οι νόμοι του είναι ανώτεροι των άλλων νόμων. Τούτου ένεκα λοιπόν λέγω ότι ουδείς άλλος δύναται να σκώπτη τα τοιαύτα ή μαινόμενός τις. Είναι δε εύκολον να κρίνη τις εκ πολλών τεκμηρίων ότι τοιαύτη είναι η γνώμη των ανθρώπων διά τα έθιμα των· εις έν μόνον θα αρκεσθώ. Ο Δαρείος, επί της βασιλείας του, καλέσας τους εις την Περσίαν ευρισκομένους Έλληνας, τους ηρώτησε ποίαν πληρωμήν ήθελον διά να τρώγωσι τους πατέρας των αποθνήσκοντας· οι δε Έλληνες απεκρίθησαν ότι κατ' ουδένα τρόπον δεν συγκατετίθεντο να πράξωσι τούτο. Έπειτα ο Δαρείος εκάλεσε τους Ινδούς τους καλουμένους Καλατίας οίτινες τρώγουσι τους γονείς των, και τους ηρώτησεν ομοίως παρόντων των Ελλήνων και μανθανόντων τα λεγόμενα διά διερμηνέως τι εζήτουν διά να καίωσι τους αποθνήσκοντας γονείς των· εκείνοι δε αναβοήσαντες τον παρεκάλεσαν να μη βλασφημή. Τοιαύτα είναι τα νόμιμα των ανθρώπων, και ορθώς νομίζω είπεν ο Πίνδαρος ότι το έθιμον είναι βασιλεύς όλων.
39. Ότε ο Καμβύσης εξεστράτευε κατά της Αιγύπτου οι Λακεδαιμόνιοι συγχρόνως εξεστράτευον κατά της Σάμου και του Πολυκράτους, υιού του Αιάκους, όστις είχε γίνει κύριος της νήσου ταύτης επαναστατήσας αυτήν. Και πρώτον μεν την διήρεσεν εις τρία μέρη και την εμοιράσθη με τους αδελφούς του Παντάγνωτον και Συλοσώντα· ύστερον δε φονεύσας τον πρώτον και διώξας τον νεώτερον Συλοσώντα κατέλαβεν όλην την Σάμον. Αφού δε κατέλαβεν αυτήν συνέδεσε συμμαχίαν με τον βασιλέα της Αιγύπτου Άμασιν, πέμψας δώρα και δεχθείς παρ' αυτού άλλα. Εντός ολίγου χρόνου η δύναμις του Πολυκράτους ηύξησε και διεφημίζετο εις όλην την Ιωνίαν και την άλλην Ελλάδα, διότι όπου διεύθυνε τα στρατεύματά του τα πάντα εχώρουν κατ' ευχήν. Είχεν εκατόν πεντηκοντόρους και χιλίους τοξότας, ελεηλάτει δε όλους άνευ εξαιρέσεως «διότι, έλεγε, περισσότερον θα φανώ ευάρεστος εις ένα φίλον εάν του αποδώσω όσα τω ήρπασα, ή να μη λάβω παρ' αυτού τίποτε εξ αρχής.» Εκυρίευσε λοιπόν, πολλάς νήσους και πολλάς πόλεις της ηπείρου. Προς τούτοις δε και τους Λεσβίους, βοηθήσαντας τους Μιλησίους πανστρατιά, τους ενίκησεν εις ναυμαχίαν και τους ηχμαλώτευσεν. Αυτοί είναι οι κατά την αιχμαλωσίαν των σκάψαντες την τάφρον περί το τείχος της Σάμου.
40. Ο Άμασις δεν ηγνόει την μεγάλην ευτυχίαν του Πολυκράτους και ανησύχως έβλεπεν αυτήν· και επειδή αύτη έβαινεν αδιακόπως αυξάνουσα, έγραψεν επιστολήν και διεβίβασε τα ακόλουθα εις την Σάμον. «Ο Άμασις προς τον Πολυκράτη λέγει τα εξής. Είναι ευχάριστον να μανθάνη τις ότι ο φίλος και σύμμαχός του ευτυχεί· η μεγάλη όμως ευτυχία σου δεν μοι αρέσκει, διότι ηξεύρω ότι το θείον είναι φθονερόν. Δι' εμέ και δι' εκείνους τους οποίους αγαπώ, εύχομαι είς τινα μεν πράγματα ευτυχίαν, είς τινα δε αποτυχίαν, και προτιμώ βίον παρερχόμενον με τας εναλλαγάς ταύτας ή διαρκή ευτυχίαν. Τωόντι ποτέ δεν ήκουσα κανένα άνθρωπον, όστις ευτυχών κατά πάντα, να μη ετελείωσε τον βίον κακώς. Συ λοιπόν σήμερον, άκουσον και ακολούθησον την συμβουλήν ταύτην διά την παρούσαν ευτυχίαν σου. Ζήτησον τι έχεις πολυτιμότατον, του οποίου η στέρησις ήθελε λυπήσει την ψυχήν σου καθ' υπερβολήν· ρίψον το αντικείμενον τούτο ώστε να μη αναφανή πλέον μεταξύ των ανθρώπων, και εάν μετά ταύτα αι ευτυχίαι σου εξακολουθήσωσι σταθερώς χωρίς να διακόπτωνται εναλλάξ υπό δυστυχιών, επανάλαβε την δοκιμήν και κάμνε χρήσιν του θεραπευτικού μέσου το οποίον σοι υπαγορεύω.»
41. Αναγνώσας ο Πολυκράτης την επιστολήν ενόησεν ότι ο Άμασις καλώς τον συνεβούλευεν· εζήτησε λοιπόν να εύρη ποίον από τα τιμαλφή του πράγματα εάν έχανε θα ελυπείτο η ψυχή του καθ' υπερβολήν. Αφού δε εσκέφθη καλώς, εύρε το ακόλουθον· είχε χρυσοδεδεμένην σφραγίδα εκ λίθου σμαράγδου, έργον του Σαμίου Θεοδώρου, υιού του Τηλεκλέους. Κρίνας δε ότι αυτήν την σφραγίδα έπρεπε να χάση, έπραξε τα εξής. Ητοίμασε πεντηκόντορον και εισελθών εις αυτήν μετ' άλλων ανδρών διέταξε να αναχθώσιν εις το πέλαγος· αφού δε εμακρύνθη της νήσου, εξέβαλε το δακτυλίδιον και επί παρουσία όλων των συμπλωτήρων το έρριψεν εις την θάλασσαν, τούτο ποιήσας και επιστρέψας εις την οικίαν του ησθάνθη λύπην διά την συμφοράν.
42. Μετά πέντε όμως ή έξ ημέρας συνέβη εις τον Πολυκράτη το εξής· αλιεύς τις, συλλαβών ιχθύν μέγαν και ωραίον, έκρινε καλόν να τον προσφέρη εις τον Πολυκράτη. Κρατών λοιπόν αυτόν ήλθεν εις την θύραν του Πολυκράτους και εζήτει να εισαχθή εις την οικίαν· εισχωρήσας δε έδωκε τον ιχθύν εις τον Πολυκράτη και τω είπεν· «ω βασιλεύ, συλλαβών τοιούτον ιχθύν, δεν ενέκρινα να τον φέρω εις την αγοράν, μολονότι ζω εκ της εργασίας των χειρών μου, αλλά μοι εφάνη άξιος σου και του βαθμού σου· σοι τον έφερα λοιπόν και σε παρακαλώ να τον δεχθής.» Ευχαριστηθείς ο Πολυκράτης απεκρίθη τα εξής· «Βεβαίως έπραξας καλώς, και διπλή σοι οφείλεται χάρις διά τους λόγους και συγχρόνως διά το δώρον· καλούμεν δε και σε εις το δείπνον.» Και ο μεν αλιεύς μέγα φρονών διά την τιμήν ταύτην εισήλθεν εις τα δωμάτια, οι δε θεράποντες ανοίξαντες τον ιχθύν εύρον εις την κοιλίαν αυτού το δακτυλίδιον του Πολυκράτους, και αναγνωρίσαντες αυτό, το έλαβον αμέσως και το έφερον χαίροντες εις τον Πολυκράτη. Δίδοντες δε αυτό έλεγον με ποίον τρόπον το εύρον. Τότε ο Πολυκράτης εννοήσας ότι το πράγμα ήτο υπερφυσικόν, έγραψεν όλα όσα έπραξε, ποίαν έκβασιν έσχον, και τελειώσας την επιστολήν έπεμψεν αυτήν εις την Αίγυπτον.
43. Αναγνώσας δε ο Άμασις την εκ μέρους του Πολυκράτους ελθούσαν επιστολήν, έκρινεν ότι αδύνατον είναι εις άνθρωπον να αποτρέψη από άλλον άνθρωπον τας μελλούσας να επισκήψωσιν επ' αυτού δυστυχίας και ότι ο φίλος του δεν έμελλε να έχη ευτυχές τέλος αφού τοσούτον τον ευνόει η τύχη ώστε να επανευρίσκη εκείνο το οποίον είχε θυσιάσει. Έπεμψε λοιπόν εις την Σάμον κήρυκα διά να τω είπη ότι διαλύει την μεταξύ των συμμαχίαν. Έπραξε δε τούτο διότι εφοβήθη μήπως συμβή μεγάλη τις δυστυχία εις τον Πολυκράτη και λυπηθή ως λυπείται τις προκειμένου περί συμμάχου.
44. Κατά του Πολυκράτους τούτου ευτυχούντος κατά πάντα εξεστράτευσαν οι Λακεδαιμόνιοι παρακληθέντες υπό των Σαμίων οίτινες έκτισαν βραδύτερον την εν Κρήτη Κυδωνίαν. Προηγουμένως ο Πολυκράτης είχε πέμψει προς τον υιόν του Κύρου Καμβύσην, ενασχολούμενον τότε εις το να συναθροίζη στρατόν κατά της Αιγύπτου, και τον παρεκάλει να στείλη εις Σάμον και ζητήση παρ' αυτού στρατόν. Ταύτα ακούσας ο Καμβύσης προθύμως έπεμψεν εις την Σάμον και παρεκάλει τον Πολυκράτη να τω πέμψη ναυτικόν στρατόν διά την κατά της Αιγύπτου εκστρατείαν. Ο δε Πολυκράτης εκλέξας μεταξύ των πολιτών εκείνους τους οποίους υπώπτευε κλίνοντας προς επανάστασιν, τους απέπεμψε με τεσσαράκοντα τριήρεις. συνιστών εις τον Καμβύσην να μη τους αποστείλη οπίσω ποτέ.
45. Τινές λέγουσιν ότι οι αποπεμφθέντες Σάμιοι υπό του Πολυκράτους δεν έφθασαν εις την Αίγυπτον, αλλ' ότι διασκεφθέντες εν τη νήσω Καρπάθω απεφάσισαν όλοι εκ συμφώνου να μη προχωρήσωσι περαιτέρω. Κατ' άλλους, άμα έφθασαν εις την Αίγυπτον, καί τοι επιτηρούμενοι έφυγον· ενώ δε επλησίαζον εις την Σάμον, ο Πολυκράτης τους απήντησε με πλοία και τους επολέμησε· νικήσαντες όμως οι καταβαίνοντες απέβησαν εις την νήσον και πεζομαχήσαντες ενικήθησαν, και τοιουτοτρόπως έπλευσαν προς την Λακεδαίμονα. Υπάρχουσι δε καί τινες λέγοντες ότι ο Πολυκράτης ενικήθη υπ' αυτών των επιστρεφόντων εκ της Αιγύπτου· αλλ' η αξίωσις αυτών δεν μοι φαίνεται ορθή, διότι τότε δεν είχον ανάγκην να επικαλεσθώσι τοις Λακεδαιμονίους εάν αυτοί ήσαν αρκετά ισχυροί ώστε να νικήσωσι τον Πολυκράτη. Πώς άλλως τε να πιστεύσωμεν ότι εκείνος όστις είχεν επικούρους και μισθωτούς και τοξότας ιδικούς του, ήτο δυνατόν να νικηθή υπό των επιστρεφόντων Σαμίων οίτινες ήσαν ολίγοι; Εκτός τούτου ο Πολυκράτης συναθροίσας εις τους νεωσοίκους τας γυναίκας και τα τέκνα των πολιτών τους οποίους είχεν υπό την εξουσίαν του ήτο έτοιμος να τα καύση ομού με τους νεωσοίκους εάν τυχόν οι πολίται ούτοι εφαίνοντο διατεθειμένοι να τον προδώσωσι χάριν των εκ τις Αιγύπτου επιστρεφόντων.
46. Ότε δε οι διωχθέντες υπό του Πολυκράτους Σάμιοι έφθασαν εις την Σπάρτην, παρουσιασθέντες εις τους άρχοντας έλεγον πολλά, και ότι ήσαν εις μεγάλην ανάγκην. Οι δε Λακεδαιμόνιοι εις την πρώτην ακρόασιν απεκρίθησαν ότι ελησμόνησαν την αρχήν του λόγου και δεν ενόησαν το τέλος. Όθεν οι Σάμιοι παρουσιάσθησαν και εκ δευτέρου, την φοράν δε ταύτην ήσαν συντομώτεροι· ηρκέσθησαν να δείξωσι σάκκον κενόν και να είπωσιν ότι ο σάκκος έχει ανάγκην αλεύρου. Οι δε Λακεδαιμόνιοι τοις επεκρίθησαν πάλιν ότι η λέξις σάκκος ήτο περιττή· ενέκριναν όμως να τους βοηθήσωσι.
47. Μετά ταύτα οι Λακεδαιμόνιοι παρασκευασθέντες εξεστράτευσαν κατά της Σάμου· ως μεν οι Σάμιοι λέγουσιν, ένεκα ευγνωμοσύνης προς αυτούς οίτινες πρότερον τους είχον βοηθήσει με πλοία εναντίον των Μεσσηνίων· ως δε λέγουσιν οι Λακεδαιμόνιοι, ουχί τόσον διά να βοηθήσωσι τους εν ανάγκη Σαμίους, όσον διά να τιμωρήσωσι την κλοπήν του πεμφθέντος προς τον Κροίσον κρατήρος και του θώρακος τον οποίον τοις είχε πέμψει δώρον ο βασιλεύς της Αιγύπτου Άμασις· διότι έν έτος προ του κρατήρος οι Σάμιοι ελήστευσαν θώρακα λινούν, όστις είχε διαφόρους μορφάς ενυφασμένας καί ήτο πεποικιλμένος με χρυσόν και μαλλίον εκ δένδρου (45), ούτως ώστε έκαστον των νημάτων του καθίστα αυτόν αξιοθαύμαστον έκαστον δε νήμα μολονότι λεπτόν, περιείχεν άλλα τριακόσια εξήκοντα νήματα διακρινόμενα κάλλιστα. Απαράλλακτος είναι ο άλλος τον οποίον ο Άμασις αφιέρωσεν εις την Αθηνάν της Λίνδου.
48. Συνέπραξαν δε και οι Κορίνθιοι μετά προθυμίας εις την επιχείρησιν της εκστρατείας ταύτης κατά της Σάμου· διότι κατά την προγενεστέραν γενεάν, συγχρόνως με την αρπαγήν του κρατήρος, είχον υποστή ύβριν τινά εκ μέρους των Σαμίων. Ο υιός του Κυψέλου Περίανδρος έπεμψεν εις Σάρδεις προς τον Αλυάττην τριακοσίους νεανίας, υιούς των πρώτων της Κερκύρας, διά να τους ευνουχίσωσιν. Επειδή δε οι μεταφέροντες αυτούς Κορίνθιοι προσήγγισαν εις την Σάμον, μαθόντες οι Σάμιοι πρός τινα σκοπόν ήγοντο οι παίδες εκεί οι εις τας Σάρδεις, πρώτον μεν τους εσυμβούλευσαν να καταφύγωσιν εις τον ναόν της Αρτέμιδος, έπειτα δε ανέλαβον την υπεράσπισίν των και δεν άφινον ν' αποσπάσωσι τους ικέτας από το ιερόν· τέλος, επειδή οι Κορίνθιοι εμπόδιζον να δώση τις τροφήν εις τους παίδας, οι Σάμιοι εσύστησαν εορτήν την οποίαν και σήμερον ακόμη τελούσιν απαραλλάκτως. Άμα επήρχετο η νυξ, εφ' όσον χρόνον οι παίδες ήσαν ικέται, συνεκρότουν χορούς εκ παρθένων και νέων, και διαρκούντων των χορών οι πολίται παρηγγέλλοντο να φέρωσιν εις τον ναόν πλακούντια εκ μέλιτος και σησάμου, από τα οποία αρπάζοντες οι παίδες των Κερκυραίων ετρέφοντο. Και τούτο εξακολούθησε μέχρις ου οι Κορίνθιοι φύλακες ανεχώρησαν αφήσαντες τους παίδας, τους οποίους έπειτα οι Σάμιοι επανέφεραν εις την Κέρκυραν.
49. Εάν μετά τον θάνατον του Περιάνδρου οι Κερκυραίοι εφιλιόνοντο με τοις Κορινθίους, ηδύναντο οι Κορίνθιοι να μη συμπράξωσιν εις την κατά της Σάμου εκστρατείαν ταύτην. Τότε όμως, ως πάντοτε αφότου αποίκισαν την Κέρκυραν, είχον μεταξύ των διαφοράς. Οι Κορίνθιοι λοιπόν εμνησικάκουν κατά των Σαμίων, θεωρούντες άλλως τε ότι, εάν ο Περίανδρος έπεμψεν εις τας Σάρδεις διά να ευνουχίση τους παίδας των πρώτων Κερκυραίων, έπραξε τούτο προς εκδίκησιν, διότι πρώτοι οι Κερκυραίοι τον ύβρισαν πράξαντες πράξιν κακοήθη.
50. Ότε ο Περίανδρος εφόνευσε την γυναίκα του Μέλισσαν (46), εις την συμβάσαν δυστυχίαν προσετέθη και άλλη δυστυχία η εξής. Είχεν εκ της Μελίσσης δύο υιούς, τον μεν δεκαεξαετή, τον δε δεκαοκταετή. Τούτους ο προς μητρός πάππος των Προκλής, βασιλεύς της Επιδαύρου, προσεκάλεσε πλησίον του και τους επεριποιείτο όπως έπρεπε, καθότι ήσαν υιοί της θυγατρός του. Όταν δε τους απέπεμψε, τοις είπεν· «Ω παίδες, ηξεύρετε άρα γε ποίος εφόνευσε την μητέρα σας;» Ο λόγος ούτος εις μεν τον πρεσβύτερον ουδεμίαν επροξένησεν εντύπωσιν· αλλ' ο νεώτερος, όστις εκαλείτο Λυκόφρων, τόσον ελυπήθη ακούσας, ώστε επιστρέψας εις Κόρινθον ούτε εχαιρέτισε τον φονέα της μητρός του Περίανδρον, ούτε απεκρίνετο προς αυτόν ομιλούντα, ούτε τω ωμίλει εξετάζοντι. Τέλος ο Περίανδρος, πλήρης οργής, τον εδίωξεν από την οικίαν.
51. Αφού δε τον εδίωξεν ηθέλησε να μάθη από τον πρεσβύτερον τι είχεν ειπεί εις αυτούς ο Προκλής· ο νεανίας τω διηγήθη την φιλόφρονα υποδοχήν του πάππου του, αλλ' ουδεμίαν μνείαν έκαμε των λόγων τους οποίους είπε προπέμπων αυτούς, διότι ούτε τους ενθυμείτο. Αλλ' ο Περίανδρος επέμεινε, λέγων ότι ήτο αδύνατον να μη τους συνεβούλευσε τίποτε ο Προκλής. Τόσον δε τον εστενοχώρησε με τας ερωτήσεις του ώστε επί τέλους ο νέος ενθυμήθη τους λόγους και τους επανέλαβεν. Ο δε Περίανδρος δεν αφήκεν αυτούς τους λόγους να παρέλθουν απαρατήρητοι· εξ εναντίας απεφάσισε να μη δείξη ουδεμίαν ηπιότητα, και όπου ο εκδιωχθείς υιός του προσήρχετο να ζητήση καταφύγιον, έπεμπεν απεσταλμένους και επρόσταζε να μη τον δέχωνται εις τας οικίας των. Όταν δε ο Λυκόφρων διωκόμενος από μίαν οικίαν μετέβαινεν εις άλλην, απεδιώκετο πάλιν και εξ αυτής, διότι ο πατήρ ηπείλει εκείνους οίτινες τον εδέχοντο και τους διέτασσε να τον διώκωσιν. Ούτω δε διωκόμενος μετέβαινεν από οικίας εις οικίαν· οι δε φίλοι του, καί τοι φοβούμενοι, τον εδέχοντο ως υιόν του Περιάνδρου.
52. Τέλος ο βασιλεύς εκήρυξεν ότι όστις ήθελε τον δεχθή ή συνομιλήση μετ' αυτού να πληρόνη εις τον Απόλλωνα ιερόν πρόστιμον, του οποίου το ποσόν προσδιώριζε το κήρυγμα. Από της στιγμής δε ταύτης κανείς πλέον δεν ηθέλησε μήτε να συνομιλήση μετ' αυτού μήτε να τω δώση άσυλον. Ούτε αυτός δε ο ίδιος δεν έκρινε πλέον δίκαιον να πειράται την παραβίασιν των αυστηρών εκείνων διαταγών, και εσύρετο από στοάς εις στοάν. Την τετάρτην δε ημέραν, ιδών ο Περίανδρος αυτόν εξηντλημένον υπό της πείνης και ειδεχθή υπό της αλουσίας, τον ελυπήθη και μετριάσας την οργήν του επλησίασε προς αυτόν και τω είπε· «Τέκνον, τι εκ των δύο είναι προτιμότερον, η παρούσα κατάστασις εις ην ευρίσκεσαι, ή η εξουσία και τα πλούτη τα οποία έχω και τα οποία θα διαδεχθής εάν φερθής καλώς προς τον πατέρα σου; Συ, υιέ μου, βασιλεύς της ευδαίμονος Κορίνθου, καταδικάζεις σεαυτόν εις βίον πλάνητα διά της αντιστάσεώς σου και της οργής σου εναντίον εκείνου τον οποίον ώφειλες να σέβεσαι. Εάν εις τον οίκον μας συνέβη συμφορά διά την οποίαν με βλέπεις υπόπτως, η συμφορά αύτη ήλθεν εις εμέ· εγώ προ πάντων την αισθάνομαι, διότι εγώ την έπραξα. Αλλ' έμαθες πλέον ότι καλλίτερον είναι να φθονώσι τινα ή να τον οικτείρωσι, και ταυτοχρόνως τι κερδίζει τις οργιζόμενος εναντίον πατρός, εναντίον ισχυροτέρου. Επίστρεψον λοιπόν εις την οικίαν.» Και ο μεν Περίανδρος με τοιούτους λόγους προσεπάθει να τον καταπραΰνη· εκείνος δε ουδέν άλλο απεκρίθη ή ότι ώφειλε να πληρώση τι πρόστιμον εις τον θεόν διότι τω ωμίλησεν. Ιδών δε ο Περίανδρος ότι το μίσος του υιού του ήτο αμείλικτον και ακατανίκητον, τον εδίωξεν από τους οφθαλμούς του και τον έστειλε με πλοίον εις την Κέρκυραν, της οποίας τότε ήτο κύριος. Αφού δε τον έστειλεν εκεί, εξεστράτευσε κατά του πενθερού του Προκλέους, ως κυριωτάτου αιτίου της παρούσης αυτού καταστάσεως· και εκυρίευσε μεν την Επίδαυρον, συνέλαβε δε τον Προκλέα και τον έφερε μεθ' εαυτού ως αιχμάλωτον.
53. Επειδή δε προβαίνοντας του χρόνου εγήρασεν ο Περίανδρος και συνησθάνετο ότι δεν ήτο πλέον ικανός να επιτηρή όλας τας υποθέσεις και να διέπη αυτάς, έπεμψεν εις την Κέρκυραν και προσεκάλει εις την εξουσίαν τον Λυκόφρονα, καθότι ουδεμίαν έβλεπεν ικανότητα εις τον πρεσβύτερον υιόν του, όστις τω εφαίνετο νωθρός. Αλλ' ο Λυκόφρων ουδέ απαντήσεως έκρινεν άξιον τον κομιστήν της αγγελίας· ο δε Περίανδρος όστις επέμενεν εις την ανάκλησιν του νέου, έπεμψεν εκ νέου προς αυτόν· την φοράν όμως ταύτην έστειλε την ιδίαν του θυγατέρα και αδελφήν του Λυκόφρονος, καθότι ήλπιζεν ότι δι' αυτής ο υιός του ήθελε πεισθή ευκολώτερον. Ελθούσα λοιπόν αύτη τω είπε· «Παιδίον, προτιμάς να ιδής την εξουσίαν μεταβαίνουσαν εις άλλας χείρας και την οικίαν μας διασκορπιζομένην, ή να έλθης και την παραλάβης συ; Επίστρεψε εις την οικίαν και παύσον τιμωρών σεαυτόν· η επιμονή είναι δυσάρεστον πράγμα· μη ζητής να θεραπεύσης το έν κακόν διά του άλλου. Πολλοί προτιμώσι την ισότητα αντί του δικαίου, και πολλοί πολλάκις ζητούντες τα μητρικά έχασαν τα πατρικά. Η βασιλεία είναι κτήμα επισφαλές, πολλούς έχουσα εραστάς, ο δε πατήρ μας είναι γέρων και προβεβηκώς· μη δίδης λοιπόν τα αγαθά σου εις άλλους.» Και η μεν κόρη, διδαχθείσα από τον πατέρα της, τοιούτους έλεγε λόγους πειστικωτάτους· ο δε Λυκόφρων απεκρίθη ότι ποτέ δεν θα υπάγη εις την Κόρινθον ζώντος του πατρός του. Ότε δε αύτη έφερε την απόκρισιν του Λυκόφρονος, ο Περίανδρος έπεμψε και εκ τρίτου κήρυκα λέγων ότι θα μεταβή να κατοικήση εις την Κέρκυραν εάν ο υιός του συγκατετίθετο να επανέλθη εις την Κόρινθον διά να τον αντικαταστήση. Παραδεχθέντος τέλος του νέου την συμφωνίαν ταύτην, ητοιμάζοντο ο μεν Περίανδρος να μεταβή εις την Κέρκυραν, ο δε υιός του εις την Κόρινθον. Μαθόντες όμως ταύτα οι Κερκυραίοι και μη θέλοντες να έλθη ο Περίανδρος εις τον τόπον των, εφόνευσαν τον νέον. Και ο μεν Περίανδρος διά το έγκλημα τούτο εξεδικείτο τους Κερκυραίους.
54. Οι δε Λακεδαιμόνιοι, φθάσαντες με μέγαν στόλον, επολιόρκησαν την Σάμον. Προσέβαλον το τείχος, και είχον υπερβή τον πύργον όστις υψούται πλησίον της θαλάσσης, εις την είσοδον του προαστείου, όταν ο Πολυκράτης, ελθών μετά πολλής δυνάμεως, απεδίωξεν αυτούς. Τότε οι επίκουρος και πολλοί Σάμιοι εξελθόντες εκ του επάνω πύργου, όστις είναι επί της ράχεως του όρους, αντέστησαν κατά των Λακεδαιμονίων και σχεδόν αμέσως έφυγον οπίσω· καταδιώκοντες δε οι Λακεδαιμόνιοι τους εφόνευον.
55. Εάν κατ' εκείνην την ημέραν οι πολιορκούντες ηκολούθουν το παράδειγμα του Αρχίου και του Λυκώπου, θα εκυρίευον την Σάμον, διότι μόνον ο Αρχίας και ο Λυκώπης διώκοντες εισήλθον εις το τείχος μετά των φευγόντων· κλεισθείσης όμως εις αυτούς της εξόδου εφονεύθησαν εντός της πόλεως των Σαμίων. Σηνηντήθην εις την Πιτάνην (διότι ήτο από τον δήμον τούτον) μεθ' ενός άλλου Αρχίου, υιού του Σαμίου και εγγόνου του αρχαίου Αρχίου· ετίμα δε ούτος τους Σαμίους περισσότερον από όλους τους άλλους Σαμίους, και με είπεν ότι ο πατήρ του είχεν ονομασθή Σάμιος διότι ο πατήρ του Αρχίας εφονεύθη εις την Σάμον ανδρείως πολεμήσας. Προσέθηκε δε ότι ετίμα τους Σαμίους διότι ενταφίασαν τον πάππον του δημοσία δαπάνη.
56. Μετά τεσσαρακονθήμερον πολιορκίαν οι Λακεδαιμόνιοι, επειδή δεν έκαμναν καμμίαν πρόοδον, επέστρεψαν εις την Πελοπόννησον. Λέγουσιν, αλλ' οι λόγοι των είναι αβάσιμοι, ότι ο Πολυκράτης κόψας από μόλυβδον πολύ επιχώριον νόμισμα και καταχρυσώσας το έδωκεν εις τους Λακεδαιμονίους οίτινες το εδέχθησαν και ανεχώρησαν. Αυτή είναι η πρώτη εκστρατεία την οποίαν οι Δωριείς της Λακεδαίμονος έκαμον κατά της Ασίας.
57. Οι δε επαναστατήσαντες κατά του Πολυκράτους Σάμιοι, επειδή οι Λακεδαιμόνιοι έμελλον να τους εγκαταλείψωσιν, απέπλευσαν και αυτοί εις την Σίφνον· είχον ανάγκην χρημάτων, τα δε πράγματα των Σιφνίων ήκμαζον κατ' εκείνον τον χρόνον και ήσαν οι πλουσιώτατοι των νησιωτών, επειδή εις την νήσον των ευρίσκοντο μεταλλεία χρυσού και αργύρου τόσον άφθονα ώστε εκ του δεκάτου των εισοδημάτων αυτών αφιέρωσαν εις τους Δελφούς θησαυρόν τον οποίον ουδείς υπερβαίνει κατά την πλουσιότητα. Κατ' έτος εμοιράζοντο τα εισοδήματα ταύτα μεταξύ των και ότε ενησχολούντο να απαρτίσωσι τον θησαυρόν εκείνον ηρώτησαν το μαντείον εάν η ευδαιμονία των έμελλε να διαρκέση πολύν χρόνον· η δε Πυθία απεκρίθη τα εξής· Ό τ α ν-τ ο-π ρ υ τ α ν ε ί ο ν- τ η ς-Σ ί φ ν ο υ-γ ί ν η-λ ε υ κ όν,-ό τ α ν-τ ο-μ έ τ ω π ο ν- τ η ς-α γ ο ρ ά ς-γ ί ν η-λ ε υ κ όν,-π α ς-φ ρ ό ν ι μ ο ς- ά ν θ ρ ω π ο ς-ο φ ε ί λ ε ι-ν α-π ρ ο φ υ λ α χ θ ή-α π ό-τ η ν- ξ υ λ ί ν η ν-ε ν έ δ ρ α ν-κ α ι-α π ό-τ ο ν-ε ρ υ θ ρ ό ν- κ ή ρ υ κ α. Ήσαν δε ήδη και η αγορά και το πρυτανείον κεκοσμημένα διά μαρμάρου της Πάρου.
58. Τούτον τον χρησμόν δεν ηδυνήθησαν να εννοήσωσι μήτε τότε ευθύς μήτε όταν ήλθον οι Σάμιοι. Τωόντι μόλις ούτοι επλησίασαν εις τον Σίφνον, έπεμψαν εις την πόλιν πλοίον με πρέσβεις. Ήσαν δε το πάλαι τα πλοία αλειμμένα με μίλτον, και τούτο ενόει η Πυθία όταν τοις είπε να προφυλάσσωνται από την ξυλίνην ενέδραν και τον ερυθρόν κήρυκα. Παρουσιάσθησαν λοιπόν οι πρέσβεις και εζήτησαν από τους Σίφνιους να τοις δανείσωσι δέκα τάλαντα· αλλ' ούτοι ηρνήθησαν, και οι Σάμιοι ήρχισαν να λεηλατώσι την χώραν των. Μαθόντες τούτο οι Σίφνιοι έδραμον προς βοήθειαν και πολεμήσαντες ενικήθησαν, οι δε Σάμιοι απέκλεισαν εις πολλούς την εις την πόλιν υποχώρησιν. Από αυτούς μετά ταύτα οι νικηταί έλαβον εκατόν τάλαντα.
59. Έπειτα οι Σάμιοι ηγόρασαν από τους Ερμιονείς την πλησίον της Πελοποννήσου νήσον Ύδραν και ενεπιστεύθησαν αυτήν εις τους Τροιζηνίους. Αυτοί δε ήλθον εις την Κρήτην και αποίκισαν την Κυδωνίαν, μολονότι δεν έπλευσαν εκεί επί τω σκοπώ τούτω αλλά να διώξωσιν εκ της νήσου τους Ζακυνθίους. Έμειναν λοιπόν εις αυτήν και επί πέντε έτη ευτύχησαν τόσον ώστε αυτοί έκτισαν τα ιερά τα οποία σώζονται σήμερον εις την Κυδωνίαν καθώς και τον ναόν της Δικτύνης Αρτέμιδος. Κατά δε το έκτον έτος οι Αιγινήται, ενωθέντες με τους Κρήτας, τους ενίκησαν κατά θάλασσαν, τους εξηνδραπόδισαν, έκοψαν τας πρώρας των πλοίων των, αίτινες παρίστων κάπρους, και αφιέρωσαν τας εικόνας ταύτας εις τον εν Αιγίνη ναόν της Αθηνάς. Έπραξαν δε ταύτα οι Αιγινήται διά το πάθος το οποίον είχον κατά των Σαμίων, διότι οι Σάμιοι επί της βασιλείας του Αμφικράτους εν Σάμω, είχον εκστρατεύσει κατά της Αιγίνης, μεγάλα κακά ποιήσαντες εις τους Αιγινήτας και παθόντες παρ' αυτών. Η μεν αιτία λοιπόν αύτη ήτο.
60. Εμήκυνα δε τον λόγον περί των Σαμίων διότι αυτοί έκαμον τρία έργα μεγαλείτερα από όλα όσα εξετέλεσαν οι Έλληνες. Είς τι όρος, εκατόν πεντήκοντα οργυιάς υψηλόν, ήνοιξαν όρυγμα επτά σταδίων μήκους και οκτώ ύψους και πλάτους, αρχίζοντες από την βάσιν. Καθ' όλον το μήκος του ορύγματος τούτου έσκαψαν άλλο όρυγμα είκοσι πηχών το βάθος και τριών ποδών το πλάτος, διά του οποίου το ύδωρ μεγάλης πηγής φέρεται διά σωλήνων μέχρι της πόλεως. Ο αρχιτέκτων του ορύγματος τούτου ήτο ο Μεγαρεύς Ευπαλίνος του Ναυστρόφου. Τοιούτον είναι το πρώτον των τριών τούτων έργον· το δεύτερον είναι το περί την θάλασσαν πρόχωμα, είκοσι οργυιών το ύψος και δύο σταδίων το μήκος· το τρίτον είναι ο μέγιστος εξ όσων είδομεν ναών, του οποίου αρχιτέκτων πρώτος εγένετο ο Σάμιος Ροίκος του Φιλαίου. Τούτων ένεκα εμήκυνα ολίγον περισσότερον τον λόγον περί των Σαμίων.
61. Ενώ ο Καμβύσης, ο υιός του Κύρου, κατέτριβε τον χρόνον εις την Αίγυπτον και παρεφρόνει, δύο αδελφοί, αμφότεροι μάγοι, επανεστάτησαν κατ' αυτού· τον ένα εξ αυτών είχεν αφήσει επιστάτην της οικίας του. Αυτός λοιπόν επανέστη κατά του Καμβύσου μαθών ότι εφονεύθη ο Σμέρδις, ότι ο θάνατος αυτού ετηρείτο κρυπτός, και ότι ολίγοι Πέρσαι ήξευρον αυτόν, οι δε περισσότεροι ενόμιζον τον Σμέρδιν ζώντα. Αυτά ηξεύρων εσκέφθη τα ακόλουθα διά να αρπάση την βασιλείαν. Είχεν αδελφόν μεθ' ου, ως είπα, επανεστάτησε, και όστις ωμοίαζε με τον υιόν του Κύρου Σμέρδιν τον φονευθέντα κατά διαταγήν του Καμβύσου. Η ομοιότης ήτο τελεία και εκαλείτο επίσης Σμέρδις. Αυτόν τον άνθρωπον πείσας ο μάγος Πατιζείθης τον εκάθισεν επί του βασιλικού θρόνου· μετά τούτο έπεμψε κήρυκας εις όλα τα μέρη και εις την Αίγυπτον διά να παραγγείλωσιν εις τον στρατόν ότι εις το εξής ώφειλον να υπακούωσιν εις τον Σμέρδιν, τον υιόν του Κύρου, και ουχί εις τον Καμβύσην.
62. Και οι άλλοι λοιπόν κήρυκες παρήγγελλον ταύτα, και ο εις την Αίγυπτον πεμφθείς, ευρών τον Καμβύσην και τον στρατόν εις τα Εκβάτανα της Συρίας, και σταθείς εις το μέσον έλεγε τα εντεταλμένα υπό του μάγου. Ο δε Καμβύσης ακούσας ταύτα παρά του κήρυκος και νομίσας ότι έλεγεν αληθή και ότι τον είχε προδόσει ο Πρηξάσπης (διότι υπέθεσεν ότι ο Πρηξάσπης τον οποίον έπεμψε διά να φονεύση τον Σμέρδιν δεν έπραξε τούτο) ητένισε προς τον Πρηξάσπη και τω είπε· «Πρήξασπες, ούτως εξετέλεσας την εντολήν ην σοι ανέθηκα;» Εκείνος δε απεκρίθη· «Δέσποτα, ουδόλως είναι αληθές ότι ο αδελφός σου Σμέρδις επανέστη κατά σου, ούτε είναι δυνατόν να προκύψη πλέον μεταξύ σας μικρά ή μεγάλη διχόνοια· εγώ ο ίδιος, αφού έπραξα ό,τι με διέταξες, τον έθαψα με τας χείρας αυτάς τας οποίας βλέπεις. Εάν τώρα επανέρχονται εις την ζωήν οι αποθανόντες, περίμενε να ιδής επανερχόμενον και τον Μήδον Αστυάγη· εάν όμως τα πράγματα βαίνωσι την συνήθη αυτών τάξιν, ουδέν δυσάρεστον θα σοι συμβή εκ μέρους του αδελφού σου. Όθεν η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να συλλάβωμεν τον κήρυκα, να τον ανακρίνωμεν και να μάθωμεν παρά τίνος εστάλη να μας παραγγείλη ότι πρέπει να υπακούωμεν εις τον βασιλέα Σμέρδιν».
63. Ταύτα ήπεν ο Πρηξάσπης· επειδή δε ήρεσαν εις τον βασιλέα, αμέσως συνέλαβον τον κήρυκα και τον προσήγαγον, ο δε Πρηξάσπης τον ηρώτησεν ως εξής· «Άνθρωπε, λέγεις ότι ήλθες εξ ονόματος του Σμέρδιος, υιού του Κύρου· τώρα ειπέ μας την αλήθειαν και ύπαγε χαίρων. Ο ίδιος Σμέρδις εφάνη εις σε και σοι έδωκε τας διαταγάς ταύτας, ή κανείς των υπηρετών του;» Ο δε κήρυξ απεκρίθη· «Εγώ δεν είδον τον Σμέρδιν, τον υιόν του Κύρου, αφότου ο βασιλεύς Καμβύσης ανεχώρησε διά την Αίγυπτον· αλλ' ο μάγος τον οποίον ο Καμβύσης εξελέξατο ως επίτροπον της οικίας του, αυτός με παρήγγειλε ταύτα, λέγων ότι ο Σμέρδις, ο υιός του Κύρου, με διατάττει να τα είπω προς υμάς.» Και ο μεν κήρυξ ταύτα είπεν, ουδόλως ψευδόμενος· ο δε Καμβύσης είπε· «Πρήξασπες, συ μεν, ως άνθρωπος τίμιος, έπραξες ό,τι σε διέταξα· πλην ποίος να ήναι άρα γε εκείνος εκ των Περσών ότι επανίσταται κατ' εμού οικειοποιούμενος το όνομα του Σμέρδιος; — Νομίζω, απήντησεν ο Πρηξάσπης, ότι ενόησα το πράγμα, ω βασιλεύ· οι αποστατήσαντες κατά σου είναι οι μάγοι, ο Πατιζείθης τον οποίον αφήκες επιμελητήν της οικίας σου, και ο αδελφός αυτού Σμέρδις».
64. Ο Καμβύσης ακούσας το όνομα του Σμέρδιος εξεπλάγη εκ των λόγων και του ενυπνίου το οποίον είχεν ιδεί· καθότι τω εφάνη εις τον ύπνον του ότι τω ανήγγελλε τις ότι ο Σμέρδις, καθήμενος επί του βασιλικού θρόνου, έψαυε διά της κεφαλής του τον ουρανόν.
Εννόησας λοιπόν ότι εις μάτην εφόνευσε τον αδελφόν του, ήρχισε να κλαίη· αφού δε έκλαυσε και εθρήνησε διά την συμφοράν την οποίαν τω επήνεγκεν ο θάνατος ούτος, επήδησεν επί του ίππου του σκοπεύων να τρέξη αμέσως εις τα Σούσα και να εκστρατεύση κατά του μάγου. Αλλ' ενώ επήδα επί του ίππου, έπεσε το κομβίον το κρατούν την θήκην της σπάθης του, γυμνωθείς δε τοιουτοτρόπως ο σίδηρος εκτύπα τον μηρόν του και τον επλήγωσεν εις το αυτό μέρος όπου και αυτός πρότερον είχε πληγώσει τον θεόν των Αιγυπτίων Άπιν. Επειδή δε η πληγή του εφαίνετο καιρία, ηρώτησε ποιον ήτο το όνομα της πόλεως· οι δε τω είπον ότι εκαλείτο Εκβάτανα. Εις δε τον Καμβύσην προηγουμένως είχε δοθή χρησμός από την πόλιν Βουτώ ότι έμελλε να τελευτήση τον βίον εις τα Εκβάτανα, και είχε νομίσει ότι ήθελεν αποθάνει εις τα Εκβάταν της Μυδίας όπου είχεν όλους τους θησαυρούς του, ενώ το χρηστήριον ενόει βεβαίως τα Εκβάτανα της Συρίας. Όθεν επειδή ερωτών έμαθε το όνομα της πόλεως, τεταραγμένος από την συμφοράν του μάγου και του τραύματος, εσωφρόνησε, και εννοήσας τον χρησμόν είπεν· «Εδώ είνε πεπρωμένον να τελευτήση ο Καμβύσης του Κύρου.»
65. Και τότε μεν δεν είπε περισσότερα· βραδύτερον όμως, μετά είκοσι περίπου ημέρας, καλέσας τους λογιμωτάτους των εις τα Εκβάτανα ευρισκομένων Περσών, τοις είπε τα εξής· «Ω Πέρσαι, αναγκάζομαι να σας φανερώσω πράγμα το οποίον υπέρ παν άλλο ετήρουν μυστικόν. Κοιμώμενός ποτε εις την Αίγυπτον είδον όνειρον το οποίον είθε να μη έβλεπον· μοι εφάνη ότι απεσταλμένος τις ήλθεν εκ της οικίας μου διά να μοι αναγγείλη ότι ο Σμέρδις καθήμενος επί του βασιλικού θρόνου ήγγιζε με την καφαλήν του τον ουρανόν. Εφοβήθην μήπως με αφαιρέση την βασιλείαν ο αδελφός μου και ενήργησα ταχύτερον ή φρονιμώτερον, διότι είναι αδύνατον εις τον άνθρωπον να αποφύγη το πεπρωμένον να γίνη. Έπεμψα λοιπόν ασυλλογίστως τον Πρηξάσπη εις τα Σούσα διά να φονεύση τον Σμέρδιν. Γενομένου δε του κακού τούτου, έζων ησύχως, μη σκεπτόμενος πλέον ότι, αφού εφονεύθη ο Σμέρδις, άλλος άνθρωπος ήθελεν ευρεθή να επαναστατήση κατ' εμού. Αλλ' ηπατήθην· εγενόμην αδελφοκτόνος άνευ ανάγκης, και ουχ ήττον εστερήθην την βασιλείαν· διότι τον Σμέρδιν τον μάγον μοι προεδείκνυεν ο θεός εν τω ονείρω εκείνω ως προωρισμένον να επαναστατήση κατ' εμού. Ιδέτε λοιπόν τι έπραξα και σκεφθήτε ότι όχι ο Σμέρδις του Κύρου, αλλά δύο μάγοι αρπάζουσι την βασιλείαν, εκείνος τον οποίον αφήκα επίτροπον εις τα βασίλεια και ο αδελφός του Σμέρδις. Ο αδελφός εις τον οποίον ανήκε να με υπερασπίση ατιμαζόμενον από τους ανθρώπους τούτους εφονεύθη από τον πλησιέστατον συγγενή του γενόμενος θύμα σκληρού πεπρωμένου· τούτου δε μη υπάρχοντος, εις υμάς οφείλω να αποτείνω τις θελήσεις μου τελευτών τον βίον. Επικαλούμενος τους θεούς του βασιλείου τούτου σας προστάζω όλους και μάλιστα τους παρόντας των Αχαιμενιδών να μη ανεχθήτε να περιέλθη η βασιλεία αύθις εις τους Μήδους· αλλ' εάν μεν καταγίνωνται να την καταλάβωσι με δόλον, αφαιρέσατέ την από αυτούς με δόλον, εάν δε θελήσωσι να το κατορθώσωσι μετά δυνάμεων, προσπαθήσατε και υμείς να την ανασώσετε μετά πλειοτέρων δυνάμεων. Εάν πράξετε ό,τι σας ζητώ, είθε η γη να παράγη τους καρπούς της δι' υμάς, είθε να τίκτωσιν οι γυναίκες και αι ποίμναι υμών, είθε να ήσθε διά παντός ελεύθεροι! Εάν όμως δεν ανασώσετε την αρχήν, μήτε επιχειρήσετε να ανασώσητε αυτήν, σας καταρώμαι να συμβώσιν εις υμάς τα εναντία τούτων, και προσέτι το τέλος εκάστου Πέρσου να ήναι τοιούτο οίον το ιδικόν μου!» Ταύτα είπεν ο Καμβύσης και έκλαιε τας δυστυχίας του.
66. Ιδόντες οι Πέρσαι τον βασιλέα των να κλαίη έσχισαν τα ιμάτιά των και εθρήνουν μεγαλοφώνως. Μετά ταύτα το οστούν του πληγωμένου εσάπισεν, αι σάρκες του μηρού του εγαγγραινώθησαν και απέθανεν αφού εβασίλευσεν εν όλοις επτά έτη και πέντε μήνας χωρίς να απολαύση τέκνον, μήτε άρρεν μήτε θήλυ. Αίσθημά τι αμφιβολίας περιεχύθη μεταξύ των παρόντων Περσών· δεν ηδύναντο να πιστεύσωσιν ότι οι μάγοι κατέλαβον τα πράγματα, αλλ' υπώπτευσαν ότι ο Καμβύσης έπλασε την διήγησιν του θανάτου του Σμέρδιος διά να τους απατήση και επαναστατήσωσι κατά του αδελφού του.
67. Υπέθεσαν λοιπόν ότι ο αναβάς εις τον θρόνον ήτο ο Σμέρδις, ο υιός του Κύρου· έτι δε και ο Πρηξάσπης ηρνείτο επιμόνως ότι εφόνευσε τον Σμέρδιν, διότι δεν ενόμιζεν ασφαλές να φανερώση μετά τον θάνατον του Καμβύσου ότι εφόνευσεν ιδιοχείρως τον υιόν του Κύρου. Ο μάγος λοιπόν, αφού ετελεύτησεν ο Καμβύσης, ωφελούμενος εκ της ομοιότητος των ονομάτων, εβασίλευσε κατ' αρχάς ησύχως τους επτά μήνας οίτινες υπελείποντο διά να συμπληρώση ο Καμβύσης οκτώ έτη. Κατά τον ολίγον τούτον χρόνον έπραξε προς όλους τους υπηκόους του μεγάλας ευεργεσίας, ώστε ότε απέθανεν όλοι οι εν τι Ασία τον επόθησαν, πλην των Περσών· διότι ο μάγος πέμψας κήρυκας εις όλα τα υπό την εξουσίαν του έθνη εκήρυξεν ότι ούτε άνδρας ήθελε στρατολογήσει ούτε φόρους ήθελεν εισπράξει, επί τρία έτη· ταύτα δε εκήρυξεν άμα επανεστάτησε διά να καταλάβη την αρχήν.
68. Τον όγδοον δε μήνα ανεκαλύφθη κατά τον ακόλουθον τρόπον τις ήτο· ο Οτάνης, ο υιός του Φαρνάσπους, ήτο κατά το γένος και τα πλούτη είς των πρώτων Περσών. Ο Οτάνης ούτος πρώτος των άλλων υπώπτευσεν ότι ο μάγος ήτο όχι ο Σμέρδος ο υιός του Κύρου, αλλ' εκείνος όστις ήτο πράγματι. Η εικασία του δε εβασίζετο εις τούτο, ότι ο βασιλεύς δεν εξήρχετο της ακροπόλεως και δεν εκάλει ενώπιον του κανένα από τους λογίμους Πέρσας. Υποπτεύσας λοιπόν έπραξε τα ακόλουθα· ο Καμβύσης είχε λάβει γυναίκα την θυγατέρα του καλουμένην Φαιδύμην· την ιδίαν είχε τότε ο μάγος και συνέζη μετ' αυτής ως και μετά των άλλων γυναικών του Καμβύσου. Εις ταύτην την θυγατέρα πέμψας ο Οτάνης, την ηρώτα περί του ανθρώπου μεθ' ου συνεκοιμάτο, εάν ήτο ο Σμέρδις του Κύρου ή άλλος τις. Εκείνη δε τω διεβίβασε την απόκρισιν ότι ποτέ δεν είδε τον Σμέρδιν του Κύρου και ούτε εγνώριζε ποίος ο μετ' αυτής συνευναζόμενος. Έπεμψεν εκ δευτέρου ο Οτάνης λέγων· «Εάν δεν γνωρίζης τον Σμέρδιν τον υιόν του Κύρου, ερώτησον την Άτοσσαν μετά τίνος ανθρώπου συγκοιμάται, ως συ, διότι δεν είναι δυνατόν να μη γνωρίζη τον αδελφόν της.» Εις την ερώτησιν ταύτην αποκρίνεται η θυγάτηρ λέγουσα· «Ούτε με την Άτοσσαν ειμπορώ να συνομιλήσω, ούτε να ίδω άλλην τινα των γυναικών, διότι ο άνθρωπος ούτος, οιοσδήποτε και αν ήναι, άμα παρέλαβε την βασιλείαν, μας διεσκόρπισε θέσας εκάστην εις ιδιαίτερον οίκημα.»
69. Ταύτα ακούσας ο Οτάνης ήρχισε να εννοή καλλίτερον το πράγμα· έπεμψε λοιπόν προς την θυγατέρα τρίτην αγγελίαν λέγουσαν ταύτα· «Ω θύγατερ· διά την λαμπράν σου γέννησιν πρέπει να αναδεχθής τον κίνδυνον εις τον οποίον ο πατήρ σου σε διατάττει να εκτεθής. Εάν ο άνθρωπος ούτος δεν είναι ο υιός του Κύρου, εάν ήναι εκείνος τον οποίον υποθέτω, δεν πρέπει να ζήση χαίρων ότι συνεκοιμήθη μετά σου και ήρπασε την βασιλείαν των Περσών, αλλά να τιμωρηθή αυστηρώς. Κάμε λοιπόν αυτό το οποίον σοι παραγγέλλω. Όταν συγκατακλιθή μετά σου και κρίνης ότι εβυθίσθη εις τον ύπνον, ψηλάφησον τα ωτία του, και εάν μεν εύρης ότι έχει τοιαύτα, πείσθητι ότι συγκοιμάσαι με τον Σμέρδιν τον υιόν του Κύρου, εάν δε δεν έχη, είναι ο μάγος Σμέρδις.» Προς ταύτα απεκρίθη η Φαιδύμη λέγουσα ότι θα κινδυνεύση μεγάλως εάν υπακούση· διότι εάν δεν έχη ώτα, εάν την εννοήση ότι τον ψηλαφεί, βεβαίως θα την φονεύση, όμως θα υπακούση. Η Φαιδύμη λοιπόν υπεσχέθη εις τον πατέρα της να εκτελέση τας διαταγάς του. Τούτου δε του μάγου Σμέρδιος τα ώτα είχε κόψει ο υιός του Καμβύσου Κύρος ότε εβασίλευε δι' αιτίαν ου μικράν. Ούτως η Φαιδύμη αύτη, η του Οτάνου θυγάτηρ, υποσχεθείσα εις τον πατέρα της να εκτελέση τας διαταγάς του όταν έλθη η σειρά της να εισαχθή προς τον μάγον (διότι αι γυναίκες των Περσών εκ περιτροπής συνευρίσκονται με τους άνδρας των), εισήλθε και κατεκλίθη μετ' αυτού· αφού δε ο μάγος απεκοιμήθη βαθέως εψηλάφησε τα ώτα του και ευκόλως ενόησεν ότι ο άνθρωπος δεν είχεν ώτα. Άμα δε εφάνη η ημέρα, πέμψασα εφανέρωσεν εις τον πατέρα της τα γενόμενα.
70. Ο δε Οτάνης λαβών κατ' ιδίαν τον Ασπαθίνην και τον Γωβρύαν, πρώτους των Περσών και πιστοτάτους φίλους του, τοις διηγήθη όλην την υπόθεσιν. Επειδή δε και αυτοί οι ίδιοι υπώπτευον ότι το πράγμα είχεν ούτως, εδέχθησαν τους λόγους του Οτάνου και συνεφώνηοαν να προσεταιρισθή έκαστος τον μάλλον πιστόν φίλον του. Ο μεν Οτάνης λοιπόν εισάγει τον Ινταφέρνην, ο Γωβρύας τον Μεγάβυζον, ο δε Ασπαθίνης τον Υδάρνη. Ήσαν δε έξ όταν ο υιός του Υστάσπους Δαρείος έφθασεν εις τα Σούσα ερχόμενος εκ τις Περσίας όπου ο πατήρ του ήτο διοικητής· μαθόντες την άφιξίν του οι έξ ούτοι Πέρσαι, ενέκριναν να προσεταιρισθώσι τον Δαρείον.
71. Συνελθόντες λοιπόν οι επτά, ωρκίσθησαν μεταξύ των και ήρχισαν να συσκέπτωνται. Ότε δε ήλθεν η σειρά του Δαρείου να εκφέρη την γνώμην του, είπε τα ακόλουθα· «Εγώ ενόμιζον ότι ήμην ο μόνος όστις ήξευρα ότι ο μάγος μας κυβερνά και ότι ο υιός του Κύρου Σμέρδις ετελεύτησε, και τούτου ένεκα έδραμον όπως διοργανόσω τον θάνατον του μάγου. Επειδή δε συμβαίνει να το ηξεύρετε και υμείς ως εγώ, νομίζω ότι πρέπει να ενεργήσωμεν αμέσως και να μη βραδύνωμεν, διότι δεν συμφέρει η αναβολή.» Ο Οτάνης απεκρίθη εις ταύτα· «Ω υιέ του Υστάσπους, είσαι υιός πατρός γενναίου και δεν φαίνεσαι κατώτερος του πατρός σου· μη σπεύδης όμως απερισκέπτως τοιαύτην επιχείρησιν, αλλά διεύθυνον αυτήν μετά πλειοτέρας φρονήσεως· είναι ανάγκη να γίνωμεν περισσότεροι, και τότε ενεργούμεν.» Απεκρίθη ο Δαρείος εις ταύτα· «Ω άνδρες όσοι είσθε παρόντες, εάν ακολουθήσετε την γνώμην του Οτάνου, μάθετε ότι θα απολεσθήτε κάκιστα, διότι θα ευρεθή τις όστις παρασυρόμενος υπό του ιδίου συμφέροντος θα φανερώση ταύτα εις τον μάγον. Έπρεπε, μετά τας πρώτας σας ομιλίας, να εκτελέσετε υμείς μόνοι το σχέδιόν σας· επειδή όμως ηθελήσατε συνεταίρους, επειδή το ενεπιστεύθητε και εις εμέ, ή θα το θέσωμεν εις ενέργειαν σήμερον, ή, εάν αφήσωμεν να παρέλθη η σήμερον, δεν σας κρύπτω ότι δεν θα δώσω καιρόν εις άλλον να με καταγγείλη προς τον μάγον, αλλ' εγώ θα φανερώσω τα πάντα εις αυτόν.»
72. Τότε ο Οτάνης βλέπων τον Δαρείον τόσον σπεύδοντα είπεν· «Αφού μας αναγκάζεις να επιταχύνωμεν και δεν μας επιτρέπεις να αναβάλωμεν, ειπέ μας συ πώς να εισέλθωμεν εις τον βασιλικόν οίκον και με ποίον τρόπον να επιτεθώμεν κατ' αυτών· διότι ηξεύρεις, ή, εάν δεν είδες, θα ήκουσες ότι φύλακες είναι τοποθετημένοι πανταχού· πώς λοιπόν να διέλθωμεν δι' αυτών;» Απεκρίθη ο Δαρείος τα ακόλουθα· «Πολλά πράγματα, Οτάνη, δεν δύνανται να σαφηνισθώσι διά λόγων αλλά δι' έργου· υπάρχουσιν επίσης άλλα τα οποία με τον λόγον μεν είναι ευκατόρθωτα, άμα όμως τα επιχειρήση τις ουδέν λαμπρόν αποτέλεσμα έχουσιν. Ηξεύρετε ότι δεν είναι αδύνατον να διέλθωμεν διά των φυλάκων· αφ' ενός μεν, είτε εκ φόβου, είτε εκ σεβασμού, κανείς δεν θα τολμήση να εμποδίση ανθρώπους του βαθμού μας· αφ' ετέρου δε έχω εγώ πρόφασίν τινα λίαν εύλογον διά να εισέλθωμεν εις το ανάκτορον· θα είπω ότι ταύτην την στιγμήν έφθασα εκ της Περσίας και ότι επιθυμώ να αναφέρω τι εις τον βασιλέα εκ μέρους του πατρός μου. Όπου είναι ανάγκη να είπη τις ψεύδος, ας το είπη· διότι ημείς οι άνθρωποι την αυτήν πάντοτε έχομεν επιθυμίαν, είτε ψευδόμενοι είτε λέγοντες την αλήθειαν. Οι μεν ψεύδονται τότε, όταν θέλωσι διά του ψεύδους να πείσωσι και κατορθώσωσί τι· οι άλλοι δε εξ εναντίας λέγουσι την αλήθειαν διά να ωφεληθώσι τι εκ της αληθείας και διά να τους εμπιστεύονται περισσότερον. Ώστε διά διαφόρων οδών τείνομεν πάντες προς τον αυτόν σκοπόν. Εάν δεν είχον τι να ωφεληθώσιν, αδιαφόρως και ο φιλαλήθης θα εψεύδετο, και ο ψεύστης θα έλεγεν αληθή. Ο φύλαξ όστις προθύμως ήθελε μας αφήσει να διέλθωμεν, αυτός μετά ταύτα θα ωφεληθή· εκείνον δε όστις θελήση να μας εναντιωθή, ας τον μεταχειρισθώμεν αμέσως ως εχθρόν, και εισερχόμενοι έπειτα διά της βίας ας πράξωμεν το έργον μας.»
73. Λέγει ο Γωβρύας μετά ταύτα· «Φίλοι, πότε άλλοτε θα εύρωμεν καλλιτέραν ευκαιρίαν να ανακτήσωμεν την βασιλείαν μας, ή, εάν δεν το κατορθώσωμεν, να αποθάνωμεν, ημείς οίτινες όντες Πέρσαι, κυβερνώμεθα από ένα μάγον, και μάλιστα μάγον όστις δεν έχει ώτα; Όσοι εξ υμών παρευρέθητε πλησίον του ασθενούς Καμβύσου, δεν ελησμονήσατε τι κατηράσθη αποθνήσκων να πάθωσιν οι Πέρσαι εάν δεν προσπαθήσωσι να ανακτήσωσι την βασιλείαν. Τότε δεν εδέχθημεν τους λόγους του, νομίζοντες ότι ο Καμβύσης εσκόπευε να μας απατήση· τώρα όμως ψηφίζω να υπακούσωμεν εις τον Δαρείον και να μη χωρισθώμεν εξερχόμενοι του συνεδρίου τούτου, αλλά να υπάγωμεν κατ' ευθείαν προς τον μάγον.». Ταύτα είπεν ο Γωβρύας, και όλοι ταύτα ενέκρινον.
74. Ενώ δε ούτοι ταύτα εβουλεύοντο, εγένοντο κατά συντυχίαν τα ακόλουθα. Οι μάγοι, αφού συνεσκέφθησαν, έκριναν εύλογον να ελκύσωσι την φιλίαν του Πρηξάσπους διότι αυτός έπαθεν υπό του Καμβύσου σκληρώς, όταν ο βασιλεύς τοξεύσας εφόνευσε τον υιόν του· διότι αυτός μόνος ήξευρε τον θάνατον του Σμέρδιος υιού του Κύρου, ως φονεύσας αυτόν με τας ιδίας του χείρας, και τέλος διότι απελάμβανε παρά τοις Πέρσαις μεγάλην υπόληψιν. Διά ταύτα λοιπόν τον προσκάλεσαν, εζήτησαν την φιλίαν του, τον υπεχρέωσαν με πιστά και με όρκους να τηρήση μυστικήν και να μη φανερώση εις κανένα την προς τους Πέρσας απάτην των, και τω υπεσχέθησαν άπειρα δώρα. Επειδή δε ο Πρηξάσπης υπεσχέθη ό,τι επεθύμουν, και οι μάγοι ενόμισαν ότι τον έπεισαν, τω είπον κατόπιν ότι αυτοί μεν θα συγκαλέσωσιν όλους τους Πέρσας προ του ανακτόρου, εκείνον δε διώρισαν να αναβή επί ενός πύργου και να κηρύξη ότι βασιλεύς των είναι ο Σμέρδις, και ουχί άλλος τις. Εζήτησαν δε παρ' αυτού να πράξη τούτο ένεκα της μεγάλης εμπιστοσύνης την οποίαν ενέπνεεν εις τον λαόν, και διότι πολλάκις είπε παρρησία ότι ο Σμέρδος του Κύρου έζη και ηρνήθη επιμόνως τον φόνον αυτού.
75. Υποσχεθέντος λοιπόν του Πρηξάσπους να πράξη τούτο, οι μάγοι συνεκάλεσαν τους Πέρσας και ανεβίβασαν αυτόν εις τον πύργον κελεύσαντες αυτόν να αγορεύση. Αλλά λησμονήσας εκουσίως τι περιέμενον παρ' αυτού, ήρχισεν από του Αχαιμένους την πατρικήν γενεαλογίαν του Κύρου, φθάσας δε εις τούτον, απηρίθμησε πόσα καλά έπραξεν ο Κύρος εις τους Πέρσας. Αφού δε διηγήθη ταύτα, εφανέρωσε την αλήθειαν ειπών ότι πρότερον μεν έκρυπτεν αυτήν διότι δεν θα είχεν ασφάλειαν εάν απεκάλυπτε το πράγμα· τώρα όμως καθήκον του είναι να το φανερώση, και είπεν ότι τον υιόν του Κύρου Σμέρδιν αυτός ο ίδιος εφόνευσεν αναγκασθείς υπό του Καμβύσου και ότι βασιλεύουσιν οι μάγοι. Αφού δε επρόφερε πολλάς κατάρας κατά των Περσών εάν δεν προσπαθήσουν ν' ανακτήσωσι την ελευθερίαν και εάν δεν τιμωρήσωσι τους μάγους, ερρίφθη εκ του ύψους του πύργου επί κεφαλήν. Και ο μεν Πρηξάσπης, όστις πάντοτε διετέλεσεν άνθρωπος ευϋπόληπτος, ούτως ετελεύτησεν.
76. Οι δε επτά Πέρσαι, αποφασίσαντες να κτυπήσωσι τους μάγους άνευ αναβολής, ευχήθησαν εις τους θεούς και εκίνησαν, μη γνωρίζοντες τίποτε εκ των περί τον Πρηξάσπη πραχθέντων. Πορευόμενοι δε και φθάσαντες εις το μέσον της οδού έμαθον τα γεγονότα και παραμερίσαντες της οδού ήρχισαν πάλιν να συσκέπτωνται· και οι μεν περί τον Οτάνην επέμενον να αναβάλωσι την υπόθεσιν και να μη επιχειρήσωσι τίποτε, ευρισκομένων των πραγμάτων εις τοιούτον αναβρασμόν, οι δε περί τον Δαρείον επέμενον εξ εναντίας να προχωρήσωσιν εμπρός, να πράξωσιν, ό,τι είχον αποφασίσει και να μη φέρωσι καμμίαν αναβολήν. Ενώ δε εφιλονήκουν, εφάνησαν επτά ζεύγη ιεράκων καταδιώκοντα δύο ζεύγη γυπών τα οποία έτιλλον και εσπάραττον. Εις την θέαν ταύτην οι επτά συνετάχθησαν όλοι με την γνώμην του Δαρείου και εχώρησαν προς τα βασίλεια ενθαρρυνθέντες από τον οιωνόν.
77 Όταν έφθασαν εις τας πύλας συνέβη ό,τι είχε προΐδει ο Δαρείος· οι φρουροί εφάνησαν πλήρης σεβασμού προς τους πρώτους των Περσών, και μη υποπτεύοντες κανένα κίνδυνον εκ μέρους των, τους άφησαν να εισέλθωσιν ως εάν τους συνώδευε θεία δύναμις και κανείς ούτε τους ηρώτησεν. Εις την αυλήν όμως συνήντησαν τους αγγελιαφόρους ευνούχους και ούτοι τους ηρώτησαν τι ήθελον, συγχρόνως δε ηπείλουν τους πυλωρούς διατί να τους αφήσωσιν ελευθέρους και εμπόδιζον τους επτά θέλοντας να προχωρήσωσι περισσότερον. Τότε οι συνωμόται ενθαρρύναντες αλλήλους και σύραντες τα εγχειρίδια επέπεσαν κατά των εμποδιζόντων αυτούς και ώρμησαν εις τον ανδρώνα.
78. Συνέπεσε δε κατ' εκείνην την στιγμήν να ευρίσκωνται αμφότεροι οι μάγοι εντός και να συσκέπτωνται περί εκείνου το οποίον έπραξεν ο Πρηξάσπης. Εις τον θόρυβον και τας φωνάς των τεταραγμένων ευνούχων, προσέδραμον αμφότεροι, και εννοήσαντες τα γινόμενα, επεκαλέσθησαν την ιδίαν των ανδρείαν. Και ο μεν εξ αυτών προφθάνει και δράττει το τόξον, ο δε άλλος το ακόντιον· τότε σενεπλάκησαν. Εκείνος όστις εκράτει το τόξον, στενοχωρούμενος εκ του σύνεγγυς υπό των αντιπάλων του, δεν ηδυνήθη να το μεταχειρισθή· ο δε δεύτερος υπερασπίζετο διά του ακοντίου· εκτύπησεν εις τον μηρόν τον Ασπαθίνην και εις τον οφθαλμόν τον Ινταφέρνην, όστις έχασε μεν τον οφθαλμόν ένεκα του κτυπήματος τούτου, αλλά δεν απέθανεν. Ο είς λοιπόν από τους δύο μάγους επλήγωσε τους Πέρσας τούτους, ο δε αδελφός του βλέπων ότι το τόξον είναι όπλον ανωφελές, καταφεύγει εις θάλαμον συγκοινωνούντα με τον ανδρώνα με την πρόθεσιν να κλείση τας θύρας αυτού. Δύο όμως εκ των επτά, ο Δαρείος και ο Γωβρύας, εισπίπτουσιν ομού. Και ο μεν Γωβρύας συνεπλάκη μετ' αυτού σώμα προς σώμα, ο δε Δαρείος φοβούμενος μήπως διατρυπήση τον Γωβρύαν εν τω σκότει, ίσταται διστάζων. Ιδών δε ο Γωβρύας αυτόν ιστάμενον αργόν, τον ερωτά διατί δεν μεταχειρίζεται τας χείρας του. Ο δε Δαρείος αποκρίνεται· «Διότι φοβούμαι μήπως κτυπήσω σε.» Τότε πάλιν ο Γωβρύας είπεν, «Έμπηξον το ξίφος σου δι' αμφοτέρων.» Ο δε Δαρείος πειθόμενος ώθησε το εγχειρίδιον και κατά τύχην εφόνευσε τον μάγον.
79. Αποκτείναντες δε τους μάγους και κόψαντες αυτών τας κεφαλάς, τους μεν δύο τραυματίας των αφήκαν εκεί και διά την αδυναμίαν των και διά να φυλάττωσι την ακρόπολιν· έπειτα οι πέντε με μεγάλας κραυγάς και θόρυβον, κρατούντες τας κεφαλάς των μάγων, ώρμησαν εκτός, εκάλουν τους Πέρσας, τοις διηγούντο τα γενόμενα και τοις εδείκνυον τας κεφαλάς, συγχρόνως δε εφόνευον πάντα μάγον τον οποίον εύρισκον εμπρός των. Οι δε Πέρσαι, μαθόντες το έργον των επτά και την απάτην των μάγων, έκριναν δίκαιον να μιμηθώσι τους πρώτους. Όθεν ανασπάσαντες τα εγχειρίδια εφόνευον οιονδήποτε μάγον απήντων. Και εάν δεν επήρχετο η νυξ, δεν θα άφινον ζώντα ούτε ένα. Οι Πέρσαι τιμώσι δημοσίως την ημέραν ταύτην πλειότερον πάσης άλλης ημέρας, και κατ' αυτήν τελούσι εορτήν την οποίαν καλούσι μαγοφόνια. Ενώ τελούσιν αυτήν εις κανένα μάγον δεν επιτρέπεται να φανή εις το φως, αλλ' όλοι μένουσι δι' όλης της ημέρας κεκλεισμένοι εις τους οίκους των.
80. Αφού δε κατέπαυσεν ο θόρυβος και ήλθεν η έκτη ημέρα, οι επαναστατήσαντες εναντίον των μάγων συνεσκέφθησαν περί των δημοσίων πραγμάτων και είπον λόγους οίτινες εφάνησαν απίστευτοι είς τινας Έλληνας, μολονότι ελέχθησαν πράγματι. Ο μεν Οτάνης προέτεινε να αναθέσωσι την κυβέρνησιν εις την κοινότητα των Περσών. «Η γνώμη μου, είπεν, είναι να μη γίνη πλέον είς μόνος εξ ημών βασιλεύς· ούτε ευάρεστον ούτε καλόν είναι το τοιούτο, διότι ηξεύρετε μέχρι ποίου βαθμού σας ύβρισεν ο Καμβύσης και πόσα επάθετε εκ της αυθαδείας του μάγου. Και τωόντι πώς η μοναρχία δύναται να ήναι διοίκησις καλώς ωργανισμένη όταν επιτρέπη εις ένα άνθρωπον να πράττη ό,τι θέλει χωρίς να δίδη λόγον εις κανένα; Και ο μάλλον ενάρετος άνθρωπος εάν περιβληθή με τοιαύτην εξουσίαν, ήθελε παρεκτραπή των συνήθων του ορθών φρονημάτων. Παρά τω ανθρώπων η υπερηφάνεια γεννάται εκ των αγαθών τα οποία έχει, ο δε φθόνος αρχήθεν συγγεννάται με τον άνθρωπον. Ταύτα τα δύο έχων, έχει πάσαν κακίαν και πράττει πλήθος εγκλημάτων, άλλα μεν εν τη υπερβολή της υπερηφανείας του, άλλα δε υπό φθόνου. Ο τύραννος εν τούτοις δεν έπρεπε να ήναι φθονερός αφού έχει εις την εξουσίαν του όλα τα αγαθά, αλλ' εκ φύσεως εμφορείται υπό όλως εναντίων αισθημάτων προς τους πολίτας. Φθονεί την ζωήν και την ύπαρξιν των καλών και αγαπά τους κακούς πολίτας· είναι πολύ ταχύς εις το να πιστεύη τας διαβολάς και ο μάλλον διεφθαρμένος. Εάν τον θαυμάζης μετρίως, δυσαρεστείται λέγων ότι δεν τον τιμάς πολύ· εάν δε τον τιμάς πολύ, δυσαρεστείται υποπτεύων ότι τον κολακεύεις. Το χειρότερον όμως, το οποίον και θα σας είπω, είναι ότι μεταβάλλει νόμους πατροπαραδότους, βιάζει γυναίκας, φονεύει ανθρώπους χωρίς να τους δικάζη. Όταν άρχη ο λαός, πρώτον μεν η αρχή αυτού φέρει το κάλλιστον των ονομάτων, καλείται ισονομία· δεύτερον δεν πράττονται εκείνα τα εγκλήματα τα οποία ανέφερα ότι πράττει ο μονάρχης· διότι τα μεν αξιώματα δίδονται διά ψήφου εις υπευθύνους άρχοντας, τα δε βουλεύματα ανακοινούνται εις το κοινόν. Προτείνω λοιπόν να καταλύσωμεν την μοναρχίαν και να δώσωχεν δύναμιν εις τον λαόν, διότι εις τους πολλούς περιλαμβάνονται όλοι.» Ο μεν Οτάνης ταύτην την γνώμην έδωκεν.
81. Ο δε Μεγάβυζος συνεβούλευσε να εγκαταστήσωσιν ολιγαρχίαν λέγων τα εξής· «Όσα μεν είπεν ο Οτάνης διά να καταλύσωμεν την τυραννίαν, θεωρήσατε ως να τα είπον εγώ, όσα όμως είπε συμβουλεύων να μεταφέρωμεν την εξουσίαν εις τον λαόν, κατά ταύτα έσφαλε της ορθής γνώμης, διότι ουδέν ανοητότερον και αυθαδέστερον του ασημάντου όχλου, και ουδέν μάλλον ανυπόφορον ή να υποκύψωσιν εις την αυθάδειαν ακρατήτου πλήθους άνδρες θέλοντες να αποφύγωσι την αυθάδειαν μονάρχου. Ο τύραννος, εάν πράξη τι, ηξεύρει τι πράττει, ο λαός όμως δεν δύναται να το ηξεύρη. Και πώς είναι δυνατόν να το ηξεύρη, αφού μήτε εδιδάχθη μήτε έμαθε ποτε τι εστι καλόν και αρμόζον; Ορμά ασυλλογίστως επί των δημοσίων υποθέσεων και τας ωθεί, όμοιος με χείμαρρον χειμερινόν. Δημοκρατίαν λοιπόν ας μεταχειρισθώσιν όσοι βουλεύονται κακά διά τους Πέρσας· ημείς δε εκλέξαντες συνέλευσιν εκ των αρίστων ανδρών, ας αναθέσωμεν εις αυτούς την κυριαρχίαν, καθότι εις αυτούς θα περιεχώμεθα και ημείς. Είναι δε επόμενον ότι των αρίστων τούτων ανδρών και τα βουλεύματα θα ώσιν άριστα.» Τοιαύτη ήτο η γνώμη του Μεγαβύζου.
82. Τρίτος ο Δαρείος εγνωμοδότησε λέγων «Κατ' εμέ, ο Μεγάβυζος ωμίλησεν ορθώς μεν περί του πλήθους, ουχί όμως και περί της ολιγαρχίας· καθότι εκ των τριών τούτων ειδών των υποτιθεμένων ως αρίστων, ήτοι αρίστης δημοκρατίας, ή ολιγαρχίας, ή μοναρχίας, λέγω ότι η τελευταία αύτη υπερτερεί τας άλλας δύο κατά πολύ. Ουδέν καλλίτερον ή η εξουσία ήτις είναι εις χείρας ενός ανδρός, του αρίστου, διότι η φρόνησις αυτού ήθελε τον οδηγή να κυβερνά το πλήθος αμέμπτως και προ πάντων να φυλάττη μυστικάς τας εναντίον των εξωτερικών εχθρών αποφάσεις. Εν δε τη ολιγαρχία, όταν πολλοί ασκώσι την αρετήν προς το κοινόν συμφέρον, γεννώνται μίση ιδιαίτερα, συνήθως βίαια· έκαστος θέλει να εκφέρη την γνώμην του και να βλέπη αυτήν υπερισχύουσαν· εκ τούτου προκύπτουσιν εμφύλιαι διχόνοιαι, και εκ των διχονοιών γεννώνται αιματοχυσίαι. Εκ των αιματοχυσιών δε καταντώσιν εις την μοναρχίαν, όπερ αποδεικνύει ότι η μοναρχία είναι η αρίστη διοίκησις. Εάν πάλιν άρχη ο δήμος, είναι αδύνατον να μη εισχωρήση η διαφθορά· εισαγομένης δε της διαφθοράς εις τα κοινά, μίση μεν δεν γεννώνται μεταξύ των κακών, αλλά φιλίαι σταθεραί· διότι οι βλάπτοντες τα κοινά, πράττουσι τούτο εκ συμφώνου. Παρατείνεται δε η κατάστασις αύτη μέχρις ου ευρεθή τις να αναλάβη την υπεράσπισιν του λαού και χαλιναγωγήση τους τοιούτους· τότε ο λαός θαυμάζει τον άνθρωπον τούτον, όστις θαυμαζόμενος δεν βραδύνει να γίνη βασιλεύς. Ώστε φαίνεται και εκ τούτου ότι η μοναρχία είναι η καλλιτέρα διοίκησις. Συλλήβδην δε ειπείν, πόθεν επήγασεν η ελευθερία ημών και τις μας έδωκεν αυτήν; Ο δήμος, η ολιγαρχία, ή η μοναρχία; Η γνώμη μου λοιπόν είναι ότι, αφού είς μόνος άνθρωπος κατέστησεν ημάς ελευθέρους, το καθήκον ημών είναι να διατηρήσωμεν την τοιαύτην διοίκησιν. Μη καταργούμεν πατρίους νόμους καλώς έχοντας, διότι τούτο δεν συμφέρει.»
83. Τοιαύται υπήρξαν αι τρείς γνώμαι, και οι τέσσαρες άλλοι συνωμόται συνετάχθησαν με την τελευταίαν. Ο δε Οτάνης όστις ήθελε να εγκαταστήση την ισονομίαν παρά τοις Πέρσαις, ιδών ότι η γνώμη αυτού ηττήθη, είπεν εν τω μέσω αυτών· «Ω άνδρες συστασιώται, είναι φανερόν ότι είς εξ ημών πρέπει να γίνη βασιλεύς, είτε διά κλήρου επιτυχών τούτο, είτε δι' εκλογής του πλήθους των Περσών, εάν αναθέσωμεν εις αυτόν την φροντίδα ταύτην, είτε δι' άλλου τινός τρόπου. Εγώ όμως δεν θα συναγωνισθώ μεθ' υμών, διότι ούτε να άρχω θέλω, ούτε να άρχωμαι. Παραιτούμαι λοιπόν της αρχής επί τω όρω να μη εξουσιασθώ ποτέ παρ' ουδενός, ούτε εγώ, ούτε οι απόγονοι εμού.» Αφού είπε ταύτα ο Οτάνης, επειδή οι άλλοι έξ εδέχθησαν την πρότασίν του, δεν ανεμίχθη πλέον εις τίποτε, αλλ' απεχώρησε. Και μέχρι σήμερον αυτή η οικία μόνη εκ των Περσών είναι ελευθέρα υπακούουσα μόνον εις όσα θέλει, μη παραβαίνουσα όμως τους νόμους του τόπου.
84. Οι έξ οίτινες έμειναν εσκέφθησαν με ποίον δικαιότατον τρόπον να ονομάσωσι βασιλέα· εκ προοιμίων δε έκρινον εύλογον να αποφασίσωσιν, εάν καταλάβη την βασιλείαν είς των επτά, να δίδη κατ' έτος εις τον Οτάνην και εις τους απογόνους του μίαν εσθήτα μηδικήν, ως τιμήν όλω ιδιαιτέραν, και συγχρόνως όλα τα αλλά δώρα όσα παρά τοις Πέρσαις θεωρούνται τιμιώτατα. Ενέκρινον δε να δίδωνται ιδιαιτέρως τα δώρα ταύτα εις τον Οτάνην, διότι πρώτος ούτος διενοήθη την επιχείρησιν και διότι τους προσεκάλεσε να λάβωσι μέρος εις αυτήν. Μόνος λοιπόν ο Οτάνης ηξιώθη των τιμών τούτων, και μεταξύ των συνεφώνησαν να έχη έκαστος το δικαίωμα να εισέρχεται εις το ανάκτορον όταν θέλη χωρίς να τον αναγγείλωσιν, εκτός εάν ο βασιλεύς τύχη να καθεύδη μετά γυναικός. Συνεφώνησαν επίσης να μη επιτρέπεται εις τον βασιλέα να λαμβάνη γυναίκα από άλλην οικογένειαν ειμή από τας των συνωμοτών. Όσον δ' αφορά την βασιλείαν απεφάσισαν τα εξής· εκείνος του οποίου ο ίππος, κατά την ανατολήν του ηλίου και καθ' ην στιγμήν αυτοί αναβάσαντες τους ίππους των εξέλθωσιν εις το προάστειον, ήθελε χρεμετίσει πρώτος, εκείνος να λάβη την βασιλείαν.
85. Είχε δε ο Δαρείος ένα ιπποκόμον, άνθρωπον πολύ νοήμονα, του οποίου το όνομα ήτο Οιβάρης· εις αυτόν τον άνθρωπον, αφού εχωρίσθησαν οι επτά· είπεν ο Δαρείος τα εξής· «Οίβαρες, ημείς απεφασίσαμεν να πράξωμεν περί της βασιλείας το εξής· εκείνος του οποίου ο ίππος ήθελε χρεμετίσει πρώτος, καθ' ην στιγμήν ανατείλη ο ήλιος και ημείς αναβώμεν τους ίππους μας, εκείνος να λάβη την βασιλείαν. Τώρα λοιπόν, εάν ηξεύρης καμμίαν τέχνην, προσπάθησον να λάβωμεν αυτό το γέρας και να μη μας νικήσει άλλος.» Προς ταύτα ο Οιβάρης απεκρίθη· «Δέσποτα, εάν τούτο μόνον απαιτείται διά να γίνης ή να μη γίνης βασιλεύς, μη φοβείσαι και έχε θάρρος, διότι κανείς άλλος πλην σου δεν θα γίνη βασιλεύς· τόσον βέβαια είναι τα ιατρικά τα οποία έχω.» Ο δε Δαρείος επανέλαβεν· «Εάν γνωρίζης τωόντι σόφισμά τι, ήλθεν η ώρα να το μεταχειρισθής άνευ αναβολής, διότι ο αγών θα γίνη αύριον.» Ακούσας ταύτα ο Οιβάρης, έπραξε τα ακόλουθα. Άμα ενύκτωσεν, έφερε και έδεσεν εις τα προάστειον μίαν φοράδα την οποίαν ο ίππος του Δαρείου ηγάπα πολύ· έπειτα έφερε και τον ίππον εκείνον, και αφού πρώτον τον περιήγαγε πολλάκις περί την φοράδα, πλησιάζων αυτόν μέχρι προστριβής, τον αφήκε τέλος να την οχεύση.
86. Εις τας πρώτας φαύσεις της ημέρας, οι έξ, όπως είχον συμφωνήσει, ευρέθησαν έφιπποι εις το μέρος της συνεντεύξεως· ενώ δε διεξελαύνοντες κατά το προάστειον έφθασαν εις το μέρος όπου κατά την παρελθούσαν νύκτα ήτο δεδεμένη η θήλεια ίππος, ενταύθα ο ίππος του Δαρείου προσδραμών εχρεμέτισε. Συγχρόνως δε ενώ έκαμνεν ο ίππος τούτο, αστραπή έσχισε τον αίθριον ουρανόν και ηκούσθη βροντή. Όλαι αύται αι περιστάσεις, ωσεί συνδυασθείσαι υπό συνθέτου τινός, επεκύρωσαν την βασιλείαν εις τον Δαρείον· οι δε άλλοι συνωμόται πηδήσαντες από τους ίππους, προσεκύνησαν αυτόν ως βασιλέα.
87. Άλλοι μεν λέγουσιν ότι ταύτα εμηχανεύθη ο Οιβάρης, άλλοι δε (διότι οι Πέρσαι λέγουσιν ότι κατ' αμφοτέρους τους τρόπους συνέβησαν) ότι επιψαύσας διά τις χειρός τα μόρια της ίππου ταύτης, εκράτει την χείρα κεκρυμμένην υπό την αναξυρίδα του· ότε δε ανέτειλεν ο ήλιος και έμελλον να κινήσωσιν έφιπποι, ο Οιβάρης εξέβαλε την χείρα και την έφερεν εις τους μυκτήρας του ίππου του Δαρείου· οσφρανθείς δε αυτήν ο ίππος άρχισε να φρυάττη και να χρεμετίζη.
88. Ανεδείχθη λοιπόν βασιλεύς ο Δαρείος του Υστάσπους (47), και πλην των Αραβίων, όλοι οι λαοί της Ασίας ήσαν υπήκοοί του, καθότι τους είχεν υποτάξει ο Κύρος και έπειτα ο Καμβύσης. Οι Αράβιοι όμως ουδέποτε εδουλώθησαν υπό των Περσών, αλλ' έμεναν σύμμαχοί των και εβοήθησαν τον Καμβύσην όταν εισέβαλεν εις την Αίγυπτον, διότι ποτέ οι Πέρσαι δεν θα εισήρχοντο εις της χώραν ταύτην εάν δεν ήθελον οι Αράβιοι. Τας πρώτας επιγαμίας έκαμεν ο Δαρείος με τους Πέρσας, λαβών γυναίκας δύο θυγατέρας του Κύρου, την Άτοσσαν και την Αρτυστώνην, εκ των οποίων η μεν Άτοσσα υπήρξε γυνή πρώτον μεν του αδελφού της Καμβύσου έπειτα δε του μάγου, η δε Αρτυστώνη ήτο παρθένος. Έλαβε προσέτι γυναίκα την θυγατέρα του Σμέρδιος, υιού του Κύρου, ης το όνομα ήτο Πάρμυς έλαβε δε και την θυγατέρα του Οτάνου, εκείνην ήτις εφανέρωσε τον μάγον. Ήτο δε καθ' όλα δυνατός ο Δαρείος. Μετά ταύτα πρώτον μεν ήγειρε μνημείον λίθινον, το οποίον παρίστα άνθρωπον έφιππον, και εχάραξεν επ' αυτού χαρακτήρας λέγοτας τα εξής «Δαρείος, ο υιός του Υστάσπους, διά της αρετής του ίππου του (και ανέφερε το όνομα αυτού) και του ιπποκόμου του Οιβάρους, εκτήσατο την βασιλείαν των Περσών.»
89. Έπειτα δε κατέστησεν εις την Περσίαν είκοσι ηγεμονίας, τις οποίας οι Πέρσαι καλούσι σατραπείας. Καταστήσας δε τας ηγεμονίας και διορίσας τους άρχοντας, εκανόνισε τους φόρους τους οποίους ώφειλον να πέμπωσι τα έθνη· ήνονε δε εις τα έθνη τους πλησιοχώρους· ενίοτε όμως αφίνων τα πλησίον ήνονεν έθνη μεμακρυσμένα απ' αλλήλων. Διενεμήθησαν δε αι ηγεμονίαι και οι ετήσιοι φόροι ως εξής. Όσοι μεν επλήρωνον εις αργύριον, τους διέταξε να πληρώνωσι κατά το βάρος του Βαβυλωνίου ταλάντου, όσοι δε εις χρυσίον, κατά το βάρος του Ευβοϊκού. Ισοδυναμεί δε το Βαβυλώνιον τάλαντον με εβδομήκοντα Ευβοϊκάς μνας. Επί της βασιλείας του Κύρου και της του Καμβύσου, δεν υπήρχε τίποτε ωρισμένον ως προς τους φόρους, αλλ' ο λαός προσέφερε δώρα. Ένεκα δε της επιτάξεως ταύτης του φόρου και διαφόρων άλλων αναλόγων μέτρων, οι Πέρσαι λέγουσιν ότι ο Δαρείος ήτο έμπορος, ο Καμβύσης δεσπότης και ο Κύρος πατήρ· ο πρώτος διότι εκαπήλευεν όλα τα πράγματα, ο δεύτερος διότι ήτο αυστηρός και υπεροπτικός, ο τρίτος διότι ήτο ήπιος και εσκέπτετο πάντοτε πώς να τους ωφελήση.
90. Από μεν τους Ίωνας, τους εν τη Ασία Μάγνητας, τους Αιολείς, τους Κάρας, του Λυκίους, τους Μιλυείς και τους Παμφίλους (διότι όλοι αυτοί ομού έδιδον ένα φόρον) εισέπραττεν ο Δαρείος τετρακόσια αργυρά τάλαντα. Αυτοί συνεκρότουν τον πρώτον νομόν. Οι δε Μυσοί, οι Λυδοί, οι Λασόνιοι, οι Καβάλιοι και οι Υγεννείς, δεύτερος νομός, επλήρωνον πεντακόσια τάλαντα. Οι δε τις δεξιάς όχθης Ελλησπόντιοι, οι Φρύγες, οι εν τη Ασία Θράκες, οι Παφλαγόνες, οι Μαριανδυνοί και οι Σύριοι, τρίτος νομός, επλήρωνον τριακόσια εξήκοντα τάλαντα. Οι δε Κίλικες, τέταρτος νομός, παρείχον τριακόσιους εξήκοντα ίππους λευκούς, ένα καθ' ημέραν, και πεντακόσια τάλαντα αργυρίου, εκ των οποίων τα μεν εκατόν τεσσαράκοντα κατηναλίσκοντο εις την συντήρησιν του ιππικού όπερ εφύλαττε την χώραν της Κιλικίας, τα δε άλλα τριακόσια εξήκοντα ήρχοντο εις τον Δαρείον.
91. Από την πόλιν Ποσείδειον, την οποίαν ίδρυσεν επί των ορέων της Κιλικίας και τις Συρίας ο υιός του Αμφιαράου Αμφίλοχος, μέχρι της Αιγύπτου, πλην των Αραβίων (διότι αυτοί ήσαν απαλλαγμένοι φόρου) ο φόρος ανέβαινεν εις τριακόσια πεντήκοντα τάλαντα· ο νομός ούτος, όστις είναι πέμπτος, περιλαμβάνει όλην την Φοινίκην, την Συρίαν την καλουμένην Παλαιστίνην, και την Κύπρον. Η Αίγυπτος, οι συνορεύοντες με αυτήν Λίβυες, η Κυρήνη και η Βάρκη (διότι εις τον έκτον νομόν τον της Αιγύπτου συμπεριελαμβάνοντο και αι πόλεις αύται), έπεμπον επτακόσια τάλαντα πλην του αργυρίου το οποίον έδιδεν η Μοίριος λίμνη εκ των ιχθύων. Ανεξαρτήτως του αργυρίου τούτου και του χορηγουμένου σίτου, ο νομός ούτος επλήρωνον επτακόσια τάλαντα· η προμήθεια δε εκείνη του σίτου συνίστατο εις εκατόν είκοσι χιλιάδας μέτρα διά τους Πέρσας και τους επικούρους οίτινες εφύλαττον την Λευκήν ακρόπολιν της Μέμφιδος. Οι δε Σατταγύδαι, οι Γανδάριοι, ο Δαδίκαι και οι Απαρίται, έβδομος νομός, ηνωμένοι όλοι, επλήρωνον εκατόν εβδομήκοντα τάλαντα· τα δε Σούσα και η άλλη χώρα των Κισσίων, όγδοος νομός, επλήρωνον τριακόσια.
92. Η Βαβυλών και όλη η Ασσυρία, έννατος νομός, έπεμπον χίλια τάλαντα αργυρίου και πεντακοσίους ευνούχους παίδας. Τα Εκβάτανα και όλη η Μηδία, οι Παρικάνιοι και οι Ορθοκορυβάντιοι, δέκατος νομός, τετρακόσια πεντήκοντα τάλαντα. Οι Κάσπιοι (48), οι Παυσοί, οι Παντίμαθοι και οι Δαρείται, ενδέκατος νομός, διακόσια τάλαντα. Οι δε Βακτριανοί μέχρι των Αιγλών, δωδέκατος νομός, ετέλουν φόρον τριακοσίων ταλάντων.
93. Οι Πάκτυες, οι Αρμένιοι και τα πλησίον μέρη μέχρι του Ευξείνου πόντου, νομός δέκατος τρίτος, επλήρωνον τετρακόσια τάλαντα. Οι Σαγάρτιοι, οι Σαράγγαι, οι Θαμαναίοι, οι Ούτιοι, οι Μύκοι και οι κατοικούντες τας νήσους της Ερυθράς θαλάσσης, όπου ο βασιλεύς πέμπει τους εξοριζομένους, νομός δέκατος τέταρτος, όλοι ούτοι επλήρωνον εξακόσια τάλαντα. Οι Σάκαι και οι Κάσπιοι (49), δέκατος πέμπτος νομός, διακόσια πεντήκοντα τάλαντα. Οι Πάρθοι, οι Χοράσμιοι, οι Σόγδιοι και οι Άριοι νομός δέκατος έκτος, τριακόσια τάλαντα.
94. Οι Παρικάνιοι και οι εκ της Ασίας Αιθίοπες, δέκατος έβδομος νομός, έπεμπον τετρακόσια τάλαντα. Οι Ματιανοί, οι Σάσπειρες και οι Αλαρόδιοι, νομός δέκατος όγδοος, ετάχθησαν να πληρώνωσι διακόσια τάλαντα. Οι Μόσχοι, οι Τιβαρηνοί, οι Μάκρωνες, οι Μοσύνοικοι και οι Μάρε, δέκατος έννατος νομός, τριακόσια τάλαντα. Οι Ινδοί, νομός εικοστός, οίτινες είναι το πολυανθρωπότερον έθνος από όσα γνωρίζομεν ετάχθησαν να δίδωσι φόρον περισσότερον από όλους τους άλλους· έφερον τριακοσίων εξήκοντα ταλάντων ψήγματα χρυσού.
95. Ο Βαβυλώνιος άργυρος μετατρεπόμενος εις Ευβοϊκά τάλαντα φέρει εννέα χιλιάδας πεντακόσια τεσσαράκοντα τάλαντα αργύρου· εκτιμωμένου δε του χρυσού τρισκεδεκάκις πλειότερον του αργύρου, τα ψήγματα μας δίδουσι τετρακισχίλια και εξακόσια ογδοήκοντα τάλαντα Ευβοϊκά. Προσθέτοντες τας δύο ταύτας ποσότητας ευρίσκομεν ότι το όλον του εις τον Δαρείον ετησίως πληρωνομένου φόρου, εις ευβοϊκόν μέτρον, ήτο δεκατέσσαρες χιλιάδες και πεντακόσια εξήκοντα τάλαντα, χωρίς να υπολογίσωμεν άλλας μικροτέρας ποσότητας τας οποίας παραλείπω.
96. Ούτος ήτο ο φόρος ο πληρωνόμενος εις τον Δαρείον υπό της Ασίας και μικρού μέρους της Λιβύας· βραδύτερον όμως άλλοι φόροι ήρχοντο εκ των νήσων και των λαών των κατοικούντων την Ευρώπην προς βορράν της Θεσσαλίας. Τούτους δε τους φόρους θησαυρίζει ο βασιλεύς κατά τον ακόλουθον τρόπον· τήκων τα μέταλλα, τα χύνει εις πηλίνους πίθους, αφού δε πληρωθή το αγγείον, θραύει το περικάλυμμα, και όταν λάβη ανάγκην χρημάτων κόπτει τόσον νόμισμα όσον χρειάζεται εκάστοτε.
97. Αύται λοιπόν ήσαν αι ηγεμονίαι και αι επιτάξεις των φόρων· μόνον διά την Περσικήν χώραν δεν ανέφερα ότι επλήρωνε φόρον, καθότι οι Πέρσαι νέμονται χώραν αφορολόγητον. Επίσης απηλλαγμένοι φόρου είναι οι συνορεύοντες με την Αίγυπτον Αιθίοπες τους οποίους ο Καμβύσης, εκστρατεύσας κατά των μακροβίων Αιθιόπων, είχεν υποτάξει· δίδουσιν όμως δώρα. Οι λαοί ούτοι κατοικούσι περί την ιεράν Νύσαν και τελούσι τας εορτάς του Διονύσου· σπείρουσι δε, ως και οι γείτονές των, τους αυτούς καρπούς ους σπείρουσιν οι Καλατίαι Ινδοί, και έχουσι κατοικίας υπογείους. Αυτά τα δύο έθνη ομού φέρουσι κατά παν τρίτον έτος το αυτό δώρον· δίδουσιν ακόμη και εις τας ημέρας μου δύο φοίνικας χρυσού καθαρού, διακοσίους κορμούς εβένου, πέντε παίδας Αιθίοπας και είκοσι μεγάλους οδόντας ελέφαντος. Οι δε Κόλχοι διετάχθησαν να δίδωσι δώρα, καθώς και οι μέχρι του Καυκάσου όρους γείτονές των, διότι μέχρι του όρους τούτου εξουσιάζουσιν οι Πέρσαι, προς βορράν όμως του Καυκάσου κανείς δεν φροντίζει δι' αυτούς. Ακόμη και επί των ημερών μου οι υποτελείς ούτοι έφερον κατά παν πέμπτον έτος εκατόν παίδας και εκατόν παρθένους. Οι δε Αράβιοι έπεμπον κατ' έτος χίλια τάλαντα λιβανωτού. Ταύτα ήσαν τα δώρα τα οποία ελάμβανεν ο βασιλεύς, πλην του φόρου.
98. Προμηθεύονται δε οι Ινδοί τον πολύν τούτον χρυσόν, εξ ου πέμπουσιν εις τον βασιλέα τα ειρημένα ψήγματα, κατά τον ακόλουθον τρόπον. Προς ανατολάς της Ινδικής χώρας υπάρχει αμμώδης έρημος· διότι από όλους τους λαούς της Ασίας τους οποίους εμείς γνωρίζομεν και περί των οποίων δυνάμεθα να είπωμέν τι ακριβές, οι Ινδοί είναι οι πρώτοι προς ανατολάς του ηλίου κατοικούντες, τα δε ανατολικώτερα μέρη των Ινδών είναι έρημα ένεκα της άμμου. Πολλά έθνη υπάρχουσιν εν αυτή τη χώρα, δεν ομιλούσι δε όλα την αυτήν γλώσσαν· άλλα μεν είναι νομαδικά, άλλα δε όχι· τινά κατοικούσι τα έλη του ποταμού και τρέφονται δι' ιχθύων ωμών τους οποίους αλιεύουσι με πλοιάρια καλάμινα, εκάστου πλοιαρίου κατασκευαζομένου εξ ενός γόνατος καλάμου. Αυτοί δε οι Ινδοί φορούσιν εσθήτα εκ φλοιού τον οποίον αφαιρούσιν από τους καλάμους, όταν τους κόψωσιν εις τον ποταμόν και τους κοπανίσωσι· πλέκουσι δε τον φλοιόν τούτον ως την ψάθαν και τον φορούσιν εν είδει θώρακος.
99. Άλλοι Ινδοί, προς ανατολάς τούτων οικούντες, είναι νομάδες και τρώγουσι κρέατα ωμά, καλούνται δε Παδαίοι. Ούτοι έχουσιν, ως λέγεται, τας ακολούθους συνηθείας· όταν πολίτης τις ασθενήση, εάν μεν ήναι ανήρ, οι πλησιέστατοι φίλοι του τον φονεύουσι, λέγοντες ότι εάν τον άφινον να τακή υπό της νόσου θα διεφθείροντο αι σάρκες του· και αν ακόμη θελήση να αρνηθή ότι είναι ασθενής, οι φίλοι του δεν τον πιστεύουσιν, αλλά τον φονεύουσι, και ευωχούνται· εάν δε ασθενήση γυνή, ομοίως αι γυναίκες όσαι την συναναστρέφονται πράττουσι τα αυτά ως οι άνδρες. Επίσης θυσιάζουσι και τρώγουσιν εν συμποσίω εκείνον όστις φθάση εις γήρας. Ολίγιστοι όμως αυτών γηράσκουσι, διότι πριν τούτου φονεύονται όσοι ήθελον ασθενήσει.
100. Άλλοι πάλιν Ινδοί ζώσι κατ' άλλον τρόπον ούτε φονεύουσιν έμψυχον ον, ούτε σπείρουσί τι, ούτε έχουσι την συνήθειαν να κτίζωσιν οικίας, αλλά τρώγουσι φυτά τινα, και έχουσι καρπόν τινα εντός κάλυκος, έχοντα μέγεθος κέγχρου, τον οποίον η γη παράγει αυτομάτως· τούτον τον καρπόν συλλέγουσι, τον βράζουσι μετά του κάλυκος και τον τρώγουσιν. Όστις δε ασθενήση, έρχεται και πίπτει εις την έρημον· κανείς δε δεν φροντίζει περί αυτού μήτε εάν απέθανε μήτε εάν πάσχη.
101. Όλοι αυτοί οι Ινδοί τους οποίους ανέφερα συνουσιάζονται αναφανδόν ως τα κτήνη, το δε χρώμα των ομοιάζει με το των Αιθιόπων. Το δε σπέρμα το οποίον εκβάλλουσι με τας γυναίκας δεν είναι λευκόν ως το των άλλων ανθρώπων, αλλά μέλαν ως το δέρμα των· τοιούτον ωσαύτως είναι και το σπέρμα των Αιθιόπων. Οι Ινδοί ούτοι κατοικούσι μακράν των Περσών προς νότον άνεμον και ουδαμώς υπετάγησαν εις τον βασιλέα Δαρείον.
102. Άλλοι δε εκ των Ινδών συνορεύουσι με την πόλιν Κασπάτυρο και την Πακτυικήν χώραν, κατοικούντες προς άρκτον των άλλων Ινδών και έχοντες σχεδόν την αυτήν δίαιταν με τους Βακτρίους. Αυτοί και πολεμικώτεροι είναι των άλλων Ινδών, και προς ζήτησιν χρυσού αυτοί απέρχονται, διότι πλησίον των υπάρχει το έδαφος το οποίον είναι έρημον ένεκα της άμμου. Εις την έρημον και εις την άμμον ζώσι μύρμηκες των οποίων το μέγεθος είναι έλασσον μεν των κυνών, μείζον δε των αλωπεκών Ο βασιλεύς των Περσών έχει τινάς των μυρμήκων τούτων, ενταύθα θηρευθέντας. Οι μύρμηκες ούτοι λοιπόν, κατασκευάζοντες τας κατοικίας των υπό την γην, σωρεύουσι την άμμον, απαραλλάκτως ως κάμνουσιν οι μύρμηκες εις την Ελλάδα, με τους οποίους άλλως τε ομοιάζουσι πολύ. Αλλ' η άμμος η εκείθεν εξερχομένη είναι χρυσίτις, προς ζήτησιν δε της άμμου ταύτης μεταβαίνουσα εις την έρημον οι Ινδοί, ζευγνύων ο καθείς τρεις καμήλους, εκατέρωθεν μεν ανά μίαν άρρενα φέρουσαν άλυσον διά να σύρη, εν τω μέσω δε μίαν θήλειαν επί της οποίας αναβαίνει αυτός, την οποίαν εξέλεξεν επιμελώς μεταξύ εκείνων αίτινες προ ολίγου εγέννησαν και την οποίαν ζευγνύει αφού την αποχωρίση από τα τέκνα της· διότι αι κάμηλοι δεν είναι κατώτεραι των ίππων κατά την ταχύτητα και είναι δυνατώτεραι να φέρωσι πολύ βάρος.
103. Ποίον σχήμα έχει η κάμηλος δεν το περιγράφω, διότι είναι γνωστόν εις τους Έλληνας· θα αναφέρω δε μόνον εκείνην την ιδιότητα αυτής την οποίαν δεν γνωρίζουσιν. Η κάμηλος εις τα οπίσθια σκέλη έχει τέσσαρας μηρούς και τέσσαρα γόνατα, τα δε αιδοία διά των οπισθίων σκελών προς την ουράν τετραμμένα.
104. Μεταχειρίζονται λοιπόν οι Ινδοί αυτόν τον τρόπον και αυτήν την ζεύξιν όταν απέρχωνται προς αναζήτησιν χρυσού, καιροφυλακτούντες να αρπάσωσιν αυτόν εν ώρα θερμοτάτων καυμάτων, διότι τότε οι μύρμηκες κρύπτονται υπό την γην. Εις τας χώρας ταύτας ο ήλιος είναι καυστικώτατος μετά την ανατολήν, και όχι ως αλλαχού κατά την μεσημβρίαν· η θερμοτάτη δύναμίς του διαρκεί μέχρι της στιγμής καθ' ην παρ' ημίν διαλύεται η αγορά. Καθ' όλον τούτο το διάστημα καίει πολύ περισσότερον παρ' όσον καίει εις την Ελλάδα εν μέση ημέρα, τόσον ώστε λέγουσιν ότι οι άνθρωποι αναγκάζονται να δροσίζωνται με ύδωρ. Μεσούσα η ημέρα καίει τους Ινδούς σχεδόν όσον και τους άλλους· Όταν δε αρχίση να κλίνη, γίνεται ο ήλιος εις αυτούς όπως είναι εις τους άλλους ανθρώπους κατά την πρωίαν· και όσον προχωρεί, τόσον ψυχρούται, μέχρι της στιγμής καθ' ην πλησιάζων να δύση γίνεται ψυχρότατος.
105. Φθάνοντες εις τον τόπον οι Ινδοί με σάκκους πληρούσιν αυτούς άμμου και επιστρέφουσιν οπίσω όσον τάχιστα, διότι, ως λέγουσιν οι Πέρσαι, ευρίσκουσιν οι μύρμηκες τα ίχνη των εκ της οσμής και τους διώκουσι. Τόσον δε ταχύτατα είναι τα ζώα ταύτα, ώστε εάν οι Ινδοί δεν επρόφθανον να μακρύνωνται πολύ όταν συνάζωνται οι μύρμηκες, κανείς εξ αυτών δεν θα εσώζετο. Και οι μεν άρρενες των καμήλων, κατώτεροι εις το τρέξιμον από τας θηλείας και ταχύτερον κουραζόμενοι, δεν θα εβάδιζον με ίσον βήμα· αλλ' αι θήλειαι, ενθυμούμεναι τα τέκνα τα οποία αφήκαν, δεν βραδύνουσι την πορείαν των ουδ' επί μίαν στιγμήν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν οι Ινδοί προμηθεύονται τον πλειότερον χρυσόν, ως λέγουσιν οι Πέρσαι· υπάρχει δε και άλλος χρυσός τον οποίον ευρίσκουσιν εις την χώραν σκάπτοντες.
106. Αι εσχατιαί της οικουμένης έχουσι την ιδιότητα να παράγωσι τα κάλλιστα πράγματα, καθώς η Ελλάς έλαχε να έχη το μάλλον ευκραές κλίμα. Τωόντι η Ινδική είναι προς ανατολάς ο τελευταίος κατοικούμενος τόπος, ως είπον ανωτέρω, τα δε τετράποδα αυτής και τα πτηνά είναι πολύ μεγαλείτερα ή εις τα άλλα μέρη, πλην των ίππων οίτινες είναι μικρότεροι των Μηδικών ίππων των καλουμένων Νισαίων. Προς τούτοις έχει χρυσόν άφθονον, είτε ορυσσόμενον, είτε καταβιβαζόμενον υπό ποταμών, είτε αρπαζόμενον ως περιέγραψα. Τα δε άγρια δένδρα εκεί παράγουσιν ως καρπόν μαλλίον ωραιότερον και καλλιτέρας ποιότητος της των προβάτων· εκ του καρπού των δένδρων τούτων κατασκευάζουσιν οι Ινδοί φορέματα.
107. Προς μεσημβρίαν δε η Αραβία είναι το έσχατον κατοικούμενον μέρος, εις αυτήν δε μόνην παράγεται λιβανωτός, σμύρνα, κασία, κιννάμωμον και λήδανον· όλα ταύτα όμως, πλην της σμύρνης, δυσκόλως προμηθεύονται οι Άραβες. Και τον μεν λιβανωτόν συνάζουσιν εκ του καπνού της στύρακος την οποίαν κομίζουσιν εις αυτούς οι Έλληνες και οι Φοίνικες. Καίουσι την στύρακα και λαμβάνουσι το θυμίαμα, διότι τα λιβανωτοφόρα ταύτα δένδρα φυλάττουσι πτερωτοί όφεις μικροί και πολυποίκιλοι· φυλάττουσι δε πολλοί εις έκαστον δένδρον. Ούτοι είναι οι όφεις οι εισβάλλοντες εις την Αίγυπτον. με κανέν δε άλλο μέσον δεν αποδιώκονται από τα δένδρα ειμή με τον καπνόν της στύρακος.
108. Οι Άραβες λέγουσιν ότι όλη η γη θα επληρούτο τοιούτων όφεων εάν δεν συνέβαινε και εις αυτούς εκείνο το οποίον ως ηξεύρομεν συμβαίνει εις τας εχίδνας. Ούτως η θεία πρόνοια, ως είναι επόμενον, ούσα σοφή, όσα μεν ζώα είναι δειλά και εδώδιμα, ταύτα πάντα εποίησε πολύγονα διά να μη εκλείψωσι τρωγόμενα, όσα δε είναι άγρια και βλαβερά, ταύτα εποίησεν ολιγόγονα. Ο μεν λαγωός, επειδή κυνηγείται από όλους, από τα θηρία, από τα όρνεα και από τους ανθρώπους, είναι ζώον γονιμώτατον και το μόνον το οκροποίον ενώ είναι έγκυον συλλαμβάνει πάλιν· έχει συγχρόνως εις την μήτραν του έν έμβρυον τριχωτόν, έν άτριχον, έν μόλις σχηματισθέν και άλλο συλλαμβάνει. Τοιούτος ήναι ο λαγωός. Η δε λέαινα, επειδή είναι ζώον ισχυρότατον και τολμηρότατον, έν μόνον τέκνον γεννά καθ' όλην της την ζωήν διότι όταν γεννά εξέρχεται μετά του τέκνου και η μήτρα το αίτιον δε τούτου είναι το εξής. Όταν ο σκύμνος αρχίζη να κινήται εντός της μήτρας, έχων όνυχας πολύ οξυτάτους από όλα τα άλλα θηρία, αμύσσει αυτήν, και όσον αυξάνουν αι δυνάμεις του, τόσον περισσότερον πληγόνει και σχίζει αυτόν και όταν έλθη ο καιρός του τοκετού ουδέν μέρος της μήτρας μένει υγιές.
109. Ομοίως και έχιδναι και οι πτερωτοί όφεις της Αραβίας, εάν επολλαπλασιάζοντο, όπως η φύσις των είναι θηριώδης, το ανθρώπινον γένος δεν θα ηδύνατο να ζήση· αλλ' όταν συνέρχωνται τα ζώα ταύτα κατά ζεύγη, ενώ το άρρεν καταγίνεται να εκπέμψη την γονήν τον, το θήλυ προσκολλάται εις τον λαιμόν του και δεν το αφίνει πριν το καταφάγη. Αποθνήσκει λοιπόν το άρρεν κατ' αυτόν τον τρόπον και το θήλυ τιμωρείται διά τον φόνον τούτον ως εξής. Τα τέκνα, προς εκδίκησιν του πατρός των, όντα έτι εις την κοιλίαν τρώγουσι την μήτραν, αφού δε φάγωσι και την γαστέρα εξέρχονται τοιουτοτρόπως. Οι άλλοι δε όφεις οι αβλαβείς εις τους ανθρώπους τίκτουσιν ωά και εκλεπίζουσι πολλά τέκνα. Και αι μεν έχιδναι ευρίσκονται πανταχού· οι δε πτερωτοί όφεις είναι όλοι συνηγμένοι εις την Αραβίαν και ουδαμού αλλαχού· τούτου δε ένεκα φαίνονται ότι είναι πολλοί.
110. Τον μεν λιβανωτόν τούτον ούτω κτώνται οι Αράβιοι, την δε κασίαν ως εξής. Αφού περιτυλίξωσι καλώς το σώμα των και το πρόσωπον, πλην των οφθαλμών με δέρματα βοών και άλλα, υπάγουν να συνάξωσι την κασίαν. Φύεται δε αύτη εις λίμνην όχι βαθείαν περί την οποίαν και εν τη οποία διατρίβουσι ζώα πτερωτά. Τα ζώα ταύτα ομοιάζουσι πολύ με τας νυχτερίδας, έχουσι κραυγήν απαισίαν και είναι πολύ δυνατά· προφυλάττοντες λοιπόν οι άνθρωποι τους οφθαλμούς των τοιουτοτρόπως, δρέπουσι την κασίαν.
111. Το δε κυννάμωμον συνάγουσι με τρόπον θαυμαστότερον των προρρηθέντων. Πώς γίνεται και ποία γη παράγει αυτό, δεν ηξεύρουσι να είπωσιν, εκτός μόνον εξ εικασίας λέγουσί τινες ότι παράγεται εις τα μέρη όπου ετράφη ο Διόνυσος· λέγουσι δε ότι μεγάλα όρνεα φέρουσι τα κάρφη, τα οποία ημείς μαθόντες από τους Φοίνικας καλούμεν κιννάμωμον· τα φέρουσι δε τα όρνεα ταύτα διά να κατασκευάσωσι τας φωλεάς των, αίτινες είναι εκ πηλού προσκεκολλημέναι εις όρη απόκρημνα όπου ουδεμία υπάρχει ανάβασης διά τον άνθρωπον. Εν τούτοις οι Αράβιοι μεταχειρίζονται το εξής μέσον διά να αναβώσι· κόπτοντες εις μέγιστα τεμάχια τα μέλη βοών, αποθνησκόντων όνων και άλλων υποζυγίων, τα φέρουσιν εις εκείνα τα μέρη, τα αποθέτουσι πλησίον των φωλεών και απομακρύνονται. Τα πτηνά καταβαίνουσι και αρπάζουσι τα μέλη ταύτα των υποζυγίων· επειδή όμως αι φωλεαί δεν δύνανται να βαστάσωσι τοσούτον βάρος, συντρίβονται και κρημνίζονται εις την γην· τότε προστρέχοντες οι άνθρωποι συνάζουσι το κιννάμωμον, το οποίον συλλεγόμενον υπ' αυτών, κομίζετε εις άλλας χώρας.
112. Το δε ήδανον, το οποίον οι Αράβιοι καλούσι λάδανον, τούτο είναι θαυμασιώτερον πάντων· διότι, παραγόμενον εις μέρος δυσωδέστατον, είναι ευωδέστατον· ευρίσκεται δε ως γλοιός εις τους πώγωνας των αιγών και των τράγων, όπου προσκολλάται όταν βόσκωσιν εις τους θάμνους. Είναι χρήσιμον εις την κατασκευήν πολλών μύρων, και αυτό προ πάντων μεταχειρίζονται οι Αράβιοι όταν θυμιώσιν.
113. Και ταύτα μεν αρκούσι περί των θυμιαμάτων, όλη δε η Αραβία επιχέει οσμήν θαυμασίαν και ηδυτάτην. Οι Αράβιοι έχουσι δύο είδη προβάτων θαυμασμού άξια, τα οποία ουδαμού αλλαχού ευρίσκονται. Το μεν έχει τας ουράς μακράς μόλις ολιγώτερον των τριών πήχεων, αι οποίαι εάν τας άφινον να σύρωνται, θα επληγώνοντο προστριβόμεναι εις την γην. Αλλ' όλοι οι ποιμένες, διά την αιτίαν ταύτην, ηξεύρουσιν ολίγον να ξυλουργώσι· κατασκευάζοντες λοιπόν αμαξίδια, τα δένουσιν υπό τας ουράς, και τοιουτοτρόπως έκαστον ζώον έχει την ουράν του επί ενός αμαξιδίου. Το άλλο είδος των προβάτων έχει τας ουράς πλατείας και μέχρι πήχεως το πλάτος.
114. Προς το μέρος δε όπου η μεσημβρινή ζώνη του ουρανού κλίνει προς τον δύοντα ήλιον, η Αιθιοπία είναι η τελευταία των κατοικουμένων χωρών. Αύτη και χρυσόν έχει πολύ και ελέφαντας μεγάλους, και άγρια δένδρα παντοειδή, και έβενον, και ανθρώπους μεγίστους, ωραιοτάτους και μακροβιωτάτους.
115. Αυτοί μεν είναι αι εσχατιαί της Ασίας και της Λιβύας, περί δε των εσχατιών της δυτικής Ευρώπης δεν δύναμαι να ομιλήσω μετά βεβαιότητος, διότι δεν παραδέχομαι ότι υπάρχει ποταμός καλούμενος υπό των βαρβάρων Ηριδανός, όστις εκβάλλει εις την βόρειον θάλασσαν και από τον οποίον ως λέγουσι μας έρχεται το ήλεκτρον, ούτε νήσοι Κασσιτερίδες γνωρίζω να υπάρχωσιν από τας οποίας μας έρχεται ο κασσίτερος. Πρώτον μεν διότι το όνομα Ηριδανός μαρτυρεί αφ' εαυτού ότι είναι ελληνικόν και ουχί βάρβαρον, υπό ποιητού τίνος πλασθέν· δεύτερον δε, διότι με όλας τας αναζητήσεις μου, δεν ηδυνήθην να εύρω άνθρωπον ιδίοις οφθαλμοίς βεβαιωθέντα ότι εκείθεν της Ευρώπης υπάρχει θάλασσα. Τούτο μόνον είναι βέβαιον ότι ο κασσίτερος και το ήλεκτρον μας έρχονται εκ μεμακρυσμένων χωρών.
116. Εις δε τα αρκτικά της Ευρώπης φαίνεται ότι ο χρυσός είναι άφθονος· πώς όμως τον λαμβάνουσι, δεν δύναμαι να είπω μετά θετικότητος. Λέγουσιν ότι άνθρωποι μονόφθαλμοι, καλούμενοι Αριμασποί, αρπάζουσιν αυτόν από γούπα. Πλην δεν πιστεύω ούτε τούτο, ότι γεννώνται μονόφθαλμοι άνθρωποι, την άλλη φύσιν έχοντες ομοίαν με τους λοιπούς ανθρώπους. Όπως και αν έχη το πράγμα, αι εσχατιαί του κόσμου, αι περικλείουσαι την άλλην γην και περιορίζουσαι αυτήν, έχουσιν όσα εις ημάς φαίνονται κάλλιστα και σπανιώτατα.
117. Υπάρχει δε εις την Ασίαν πεδιάς περικεκλεισμένη πανταχόθεν υπό ορέων τα οποία έχουσι πέντε στενωπούς. Η πεδιάς αύτη ανήκε ποτε εις τους Χορασμίους και κείται εις τα σύνορα αυτών των Χορασμίων, των Υρκανίων, των Πάρθων, των Σαραγγών και των Θαμαναίων· αφότου δε οι Πέρσαι έχουσι το κράτος, ανήκει εις τον βασιλέα. Εκ τούτων λοιπόν των ορέων των περικλειόντων αυτήν ρέει μέγας ποταμός του οποίου το όνομα είναι Άκης· ο ποταμό ούτος διαμοιραζόμενος πρότερον εις πέντε διώρυχας έφερε το ύδωρ του διά των πέντε διασφάγων των ορέων εις έκαστον των εθνών τα οποία ανέφερα και επότιζεν αυτά· αφότου όμως τα έθνη ταύτα υπετάγησαν εις τους Πέρσας, πάσχουσι το εξής. Κλείσας ο βασιλεύς τους τοίχους των διασφάγων, έθεσεν εις εκάστην μίαν πόλην, ώστε αποκλειομένου του ύδατος εντός και μη υπαρχούσης διεξόδου, η εντός των ορέων πεδιάς γίνεται πέλαγος, καθότι ο ποταμός χύνεται μεν εντός αυτής, δεν έχει όμως καμμίαν έξοδον. Εκείνοι λοιπόν οίτινες πρότερον ήσαν συνετισμένοι να μεταχειρίζωνται το ύδωρ τούτο, μη δυνάμενοι πλέον να το χρησιμοποιώσι πάσχουσι μεγάλην συμφοράν· διότι βρέχει μεν εις αυτούς ο θεός κατά τον χειμώνα καθώς και εις τους άλλους ανθρώπους, αλλά κατά το θέρος, όταν σπείρωσι τον κέγχρον και το σήσαμον, λαμβάνουσιν ανάγκην αυτού του ύδατος· επειδή δε δεν τοις παραχωρείται, πορευόμενοι εις την Περσίαν, αυτοί και αι γυναίκες των, ίστανται προ των πυλών του βασιλέως βοώντες και ωρυόμενοι. Τότε ο βασιλεύς διατάττει να ανοιγώσιν αι πύλαι αι προς το μέρος των εχόντων μεγάλην ανάγκην. Αφού δε η γη των χορτασθή πίνουσα ύδωρ, αύται μεν αι πύλαι κλείονται, διατάττει δε να ανοίξωσιν άλλας εις άλλους οίτινες ήθελον είπει ότι έχουσι μεγίστην ανάγκην. Καθώς δε ηξεύρω εξ ακοής, τας ανοίγει αφού λάβη μεγάλας ποσότητας χρημάτων, πλην του φόρου. Και ταύτα μεν ούτως έχουσιν.
118. Εκ των επτά δε ανδρών των κατά του μάγου επαναστάντων, είς ο Ινταφέρνης εθανατώθη αμέσως μετά την επανάστασιν δι' την εξής αυθάδειάν του. Ηθέλησε να εισέλθη εις την βασιλικήν οικίαν και να συνομιλήση μετά του βασιλέως, καθότι ήτο συμπεφωνημένον μεταξύ των κατά του μάγου συνωμοσάντων να έχωσιν ελευθέραν την είσοδον παρά τω βασιλεί άνευ προηγουμένης ειδοποιήσεως, εκτός εάν ο βασιλεύς τύχη να κοιμάται μετά τινος των γυναικών του. Ο Ινταφέρνης λοιπόν ενόμισεν ότι ηδύνατο να εισέλθη χωρίς να τον αναγγείλη κανείς, και ηθέλησε να εισχωρήση, καθότι ήτο είς των επτά· αλλ' ο πυλωρός και ο αγγελιαφόρος δεν επέτρεπον τούτο, λέγοντες ότι ο βασιλεύς ήτο μετά γυναικός. Νομίσας δε ο Ινταφέρνης ότι έλεγον ψεύματα έπραξε τα εξής· έσυρε τον ακινάκην και έκοψε τα ώτα αυτών και τας ρίνας· έπειτα δέσας τας χείρας των και περάσας περί τον λαιμόν των τον χαλινόν του ίππου του τους άφησε συνδεδεμένους.
119. Εκείνοι δε δεικνύοντες εαυτούς εις τον βασιλέα, είπον την αιτίαν δι' ην έπαθον τα παθήματα εκείνα. Φοβηθείς δε ο Δαρείος μήπως η πράξις εγένετο εκ συνεννοήσεως των έξ, έστειλε και έφερε τον ένα μετά τον άλλον, και εδοκίμασε την γνώμην των εάν επεδοκίμαζον τα γενόμενα. Αφού όμως εβεβαιώθη ότι εγένοντο άνευ της συνδρομής των, συνέλαβε τον Ινταφέρνη, τους παίδας αυτού και όλους τους οικείους του, επειδή πολλάς είχεν υποψίας ότι με τους συγγενείς του εσκόπευε να επαναστατήση εναντίον του. Συλλαβών λοιπόν αυτούς, διέταξε να τους δέσωσι και να τους θανατώσωσιν. Η γυνή όμως του Ινταφέρνους, ελθούσα εις την θύραν του βασιλέως, έκλαιε και ωδύρετο· επειδή δε δεν έπαυε, συνεκίνησεν επί τέλους τον Δαρείον, όστις, ευσπλαγχνισθείς αυτήν, έπεμψεν απεσταλμένον όστις τη είπεν· «Ω γύναι, ο βασιλεύς Δαρείος σε συγχωρεί να σώσης από όλους τους συγγενείς εκείνον τον οποίον θέλεις.» Η γυνή, σκεφθείσα επ' ολίγον, απεκρίθη· «Αφού ο βασιλεύς μοι χαρίζει την ζωήν ενός εξ αυτών, εκλέγω μεταξύ όλων τον αδελφόν μου.» Μαθών δε ο Δαρείος ταύτα και εκπλαγείς έπεμψε πάλιν και τη είπεν· «Ω γύναι, ο βασιλεύς σε ερωτά ποίαν σκέψιν έχουσα αφίνεις τον άνδρα και τα τέκνα σου και προτιμάς να σωθή ο αδελφός σου, όστις σε είναι μάλλον αλλότριος ή τα τέκνα σου, και ολιγώτερον αγαπητός του ανδρός σου.» — Ω βασιλεύ, απεκρίθη κείνη, άνδρα μεν ειμπορώ να εύρω άλλον, εάν θέλη ο θεός, καθώς και τέκνα άλλα, εάν χάσω αυτά· αλλ' επειδή ο πατήρ και η μήτηρ μου δεν ζώσι πλέον, αδελφόν άλλον με είναι αδύνατον να εύρω κατ' ουδένα τρόπον. Αυτή ήτο η σκέψις μου όταν έδωκα την απόκρισίν μου.» Εις δε τον Δαρείον εφάνη ορθός ο συλλογισμός της γυναικός, και επειδή ευχαριστήθη εκ της αποκρίσεώς της τη παρήτησε τον ζητούμενον και τον πρεσβύτατον υιόν της, τους δε άλλους όλους εφόνευσε. Τοιουτοτρόπως λοιπόν είς εκ των επτά εφονεύθη αμέσως μετά την συνωμοσίαν.
120. Περί την εποχήν καθ' ην ήτο ασθενής ο Καμβύσης ιδού τι συνέβη. Πέρσης τις, ονόματι Οροίτης, διωρισμένος υπό του Κύρου διοικητής τον Σαρδίων, επεθύμησε πράγμα ανόσιον. Χωρίς να πάθη τίποτε από τον Σάμιον Πολυκράτη, χωρίς να ακούση παρ' αυτού προσβλητικόν τινα λόγον, χωρίς να τον ίδη πρότερον, διενοήθη να τον συλλάβη και να τον θανατώση. Πολλοί εν τούτοις διατείνονται ότι ωρμήθη εις τούτο εκ της εξής αιτίας· ο Οροίτης και έτερος τις Πέρσης, ο Μιτροβάτης, διοικητής του νομού Δασκυλείου, έτυχεν ημέραν τινά να κάθηνται προ της θύρας του βασιλέως· από τας ομιλίας ήλθον εις φιλονεικίας, και επειδή ήριζον περί ανδρίας, ο Μιτροβάτης ονειδίζων τον Οροίτην τω είπε· «Δύνασαι να συγκαταριθμείσαι μεταξύ των ανδρών συ όστις δεν κατέκτησες ακόμη διά τον βασιλέα την πλησιεστάτην του νομού σου νήσον Σάμον, ήτις εν τούτοις είναι ευάλωτος, αφού είς των κατοίκων της άνευ άλλης δυνάμεως ή δεκαπέντε στρατιωτών βαρέως ωπλισμένων την εκυρίευσεν επαναστατήσας και τώρα την εξουσιάζει;» Κατά την διήγησιν ταύτην ο Οροίτης, λυπηθείς καιρίως διά τους λόγους τούτους, απεφάσισεν όχι να εκδικηθή τον Μιτροβάτη αλλά να καταστρέψη τον Πολυκράτη χάριν του οποίου ήκουσε τας προσβολάς εκείνας.
121. Οι δε ολιγώτεροι λέγουσιν ότι ο Οροίτης έπεμψεν εις την Σάμον κήρυκα διά να ζητήση πράγμα τι (δεν αναφέρουσιν όμως τι πράγμα) και ότι ο Πολυκράτης τυχών κατ' εκείνην την στιγμήν εξηπλωμένος εις τον ανδρώνα όπου ευρίσκετο και ο Ανακρέων ο Τήιος, είτε εκ τύχης, είτε επίτηδες διά να καταφρονίση την αίτησιν του Οροίτου ηκροάσθη τον κήρυκα με πρόσωπον εστριμμένον προς τον τοίχον, και ούτε εστράφη όταν ωμίλει ούτε απεκρίθη.
122. Αύται είναι αι δύο αιτίαι εις τας οποίας αποδίδουσι τον θάνατον του Πολυκράτους, δύναται δε έκαστος να προτιμήση οποίαν θέλει εκ των δύο. Διαμένων λοιπόν ο Οροίτης ούτος εις την Μαγνησίαν, πόλιν κειμένην υπεράνω του Μαιάνδρου, και μαθών την φιλοδοξίαν του Πολυκράτους, έστειλεν εις την Σάμον κομιστήν αγγελίας τον Μύρσον του Γύγου, άνδρα Λυδόν. Ο δε Πολυκράτης είναι ο πρώτος από όσους γνωρίζομεν Έλληνας όστις έβαλε κατά νουν, μετά τον Κνώσσιον Μίνωα, να θαλασσοκρατήση. Ίσως προ του Μίνωος επέτυχε τις τούτο· αλλ' από της εποχής την οποίαν καλούσι γενεάν ανθρωπίνην, πρώτος ο Πολυκράτης ήλπισε να κυριεύση την Ιωνίαν και τας νήσους. Γνωρίζων λοιπόν ο Οροίτης τα διανοήματά του ταύτα, έπεμψεν αγγελίαν λέγουσαν ταύτα· «Ο Οροίτης προς τον Πολυκράτη λέγει ούτω· έμαθον ότι διανοείσαι μεγάλα πράγματα και ηξεύρω ότι τα χρήματά σου δεν εξαρκούσι προς εκπλήρωσιν των σκοπών σου. Εάν όμως πράξης ό,τι θα σοι είπω, και συ θα υψωθής και εμέ θα σώσης, διότι ο βασιλεύς Καμβύσης απεφάσισε να με θανατώση και το σχέδιόν του με ανηγγέλθη σαφέστατα. Συ λοιπόν ελθών εδώ φυγάδευσόν με, και εκ των χρημάτων άλλα μεν λάβε συ, άλλα δε άφες να έχω εγώ· διά των χρημάτων δε τούτων δύνασαι να άρξης απάσης της Ελλάδος. Εάν δεν με πιστεύης διά τα χρήματα, πέμψον τινά εκ των πιστοτάτων σου, εις τον οποίον να τα δείξω.»
123. Ακούσας ταύτα ο Πολυκράτης εχάρη και εδέχθη την προσφοράν επειδή δε μεγάλως επεθύμει τα χρήματα, έπεμψε πρώτον διά να παρατηρήση τον πολίτην Μαιάνδριον τον υιόν του Μαιανδρίου όστις ήτο γραμματεύς του, και όστις ολίγον μετά τα συμβεβηκότα ταύτα αφιέρωσεν εις τον ναόν της Ήρας όλα τα αξιοθαύμαστα κοσμήματα του ανδρώνος του Πολυκράτους. Ο δε Οροίτης, μαθών ότι επρόκειτο να έλθη ο παρατηρητής, έπραξε τα ακόλουθα. Γεμίσας οκτώ κιβώτια με λίθους, εκτός ολίγου διαστήματος περί τα χείλη, έθεσεν επί των λίθων χρυσόν, έδεσε καλώς τα κιβώτια και τα είχεν έτοιμα. Ελθών δε ο Μαιάνδριος και ιδών ανέφερεν εις τον Πολυκράτη.
124. Ούτος δε μολονότι πολλοί μάντεις και πολλοί φίλοι τον εμπόδιζον, ητοιμάζετο να αναχωρήση· προσέτι και η θυγάτηρ του είδε το εξής όνειρον. Τη εφάνη ότι ο πατήρ της, μετεωριζόμενος εις τον αέρα, ελούετο μεν υπό του Διός, ηλείφετο δε με έλαιον υπό του Hλίου. Τούτο το όνειρον ιδούσα, πάντα τρόπον μετεχειρίσθη διά να μη αποδημήση ο Πολυκράτης προς τον Οροίτην, τόσον ώστε και όταν ακόμη μετέβαινεν εις την πεντηκόντορον του, εκείνη τον ηκολούθει και εφώναζεν. Ο δε Πολυκράτης την ηπείλησεν ότι εάν επανέλθη σώος και αβλαβής, θα την αφήση παρθένον επί πολύν χρόνον· τότε εκείνη ηυχήθη να εκτελεσθή η απειλή του, λέγουσα ότι προτιμά να μείνη διά παντός παρθένος ή να στερηθή τον πατέρα της.
125. Περιφρονήσας λοιπόν ο Πολυκράτης πάσαν συμβουλήν έπλευσε προς τον Οροίτην συνοδευόμενος υπό πολλών φίλων του εν οις ήτο και ο υιός του Καλλιφώντος Δημοκήδης ο Κροτωνιάτης, όστις ήτο ιατρός και άριστος εις την τέχνην του μεταξύ των συγχρόνων του. Φθάσας όμως εις την Μαγνησίαν ο Πολυκράτης υπέστη σκληρόν θάνατον, ανάξιον εαυτού και των μεγάλων φρονημάτων του· διότι, πλην των Συρακοσίων τυράννων ουδέ είς των Ελληνικών τυράννων είναι άξιος να παραβληθή με τον Πολυκράτη κατά την μεγαλοπρέπειαν. Αφού λοιπόν ο Οροίτης τον εφόνευσε με τρόπον τον οποίον και να διηγηθή τις είναι ανάρμοστον (50), τον ανεσταύρωσεν. Εξ εκείνων δε οίτινες τον συνώδευον, όσοι μεν ήσαν Σάμιοι, τους απέλυσε λέγων να τω γνωρίζωσι χάριν διότι τους άφηνεν ελευθέρους όσοι δε των ακολουθούντων ήσαν ξένοι και δούλοι, τους εκράτησεν ως ανδράποδα. Κρεμάμενος ο Πολυκράτης εξεπλήρωσεν όλον το όνειρον της θυγατρός του, διότι ελούετο μεν υπό του Διός οσάκις έβρεχε εχρίετο δε υπό του ηλίου αναδίδων ικμάδα εκ του σώματός του. Ούτως ετελείωσαν αι ευτυχίαι του Πολυκράτους, ως είχε προμαντεύσει ο βασιλεύς της Αιγύπτου Άμασις.
126. Μετ' ου πολύ όμως απέτισεν ο Οροίτης τον θάνατον του Πολυκράτους, διότι αφού απέθανεν ο Καμβύσης και διαρκούσης τις βασιλείας των μάγων, ο Οροίτης εις τας Σάρδεις ουδόλως ωφέλησε τους Πέρσας από τους οποίους οι Μήδοι είχον αφαιρέσει την αρχήν· εύρε μάλιστα καιρόν κατά τας ταραχάς εκείνας να φονεύση τον ύπαρχον του Δασκυλείου Μιτροβάτην όστις τον είχεν ονειδίσει διά τον Πολυκράτη, έπειτα δε εφόνευσε τον υιόν του Μιτροβάτου Κρανάσπην, αμφοτέρους πρωτεύοντας μεταξύ των Περσών. Ου μόνον δε ταύτα αλλά και άλλα πολλά υβριστικά έπραξε· προσέτι δε και ταχυδρόμον τινά του Δαρείου όστις ήλθε προς αυτόν, επειδή τα αγγελλόμενα δεν τω ήρεσαν, ετοποθέτησεν ανθρώπους να τον ενεδρεύσωσι καθ' οδόν και τον εφόνευσεν επιστρέφοντα. Αφού δε τον εφόνευσεν, εξηφάνισε και αυτόν και τον ίππον του.
127. Λαβών την βασιλείαν ο Δαρείος επεθύμησε να τιμωρήση τον Οροίτην και διά τα άλλα του αδικήματα, ιδίως όμως διά τον θάνατον του Μιτροβάτου και του υιού του. Και ευθύς μεν εξ αρχής δεν ενέκρινε να στείλη στρατόν εναντίον του, διότι και αι ίδιαί του υποθέσεις ήσαν ατακτοποίητοι, και η βασιλεία του όλως πρόσφατος, και αφ' ετέρου εμάνθανεν ότι ο Οροίτης ύπαρχος ων του νομού της Φρυγίας, της Λυδίας και της Ιωνίας, είχε μεγάλην ισχύν, και μεταξύ άλλων χίλιους Πέρσας δορυφόρους. Ταύτα λοιπόν σκεπτόμενος ο Δαρείος επενόησε το εξής τέχνασμα. Συγκαλέσας τους σημαντικωτάτους των Περσών, τοις είπε τα εξής· «Ω Πέρσαι, τις εξ υμών θα αναλάβη επιχείρησιν ήτις απαιτεί φρόνησιν μάλλον ή αριθμόν και βίαν; διότι όπου είναι αναγκαία η φρόνησις, περιττή αποβαίνει η βία. Τις εξ υμών θα μου φέρη ζώντα τον Οροίτην ή θα φονεύση αυτόν; Ο άνθρωπος ούτος κατ' ουδέν εβοήθησε τους Πέρσας και έπραξε μεγάλα εγκλήματα· αφ' ενός μεν εφόνευσε δύο ιδικούς μας, τον Μιτροβάτην και τον υιόν του, αφ' ετέρου δε εφόνευσεν εκείνους τους οποίους έπεμψα διά να τον καλέσωσιν ενώπιόν μου, και δεικνύει αυθάδειαν ανυπόφορον. Όθεν πριν κάμη μεγαλείτερον κακόν εις τους Πέρσας, πρέπει να προλάβωμεν και να τον θανατώσωμεν.»
128. Και ο μεν Δαρείος ταύτα ηρώτησε· τριάκοντα δε άνδρες επρότεινον εαυτούς, θέλων έκαστος να εκτελέση την διαταγήν του. Επειδή δε εφιλονείκουν, ο Δαρείος τους καθησύχασε λέγων να ρίψωσι κλήρον. Έρριψαν λοιπόν τους κλήρους και έλαχεν ο Βαγαίος του Αρτόντου. Κληρωθείς δε ο Βαγαίος, έπραξε τα εξής. Γράψας πολλάς επιστολάς περί πολλών υποθέσεων διαλαμβανούσας, έθεσεν επ' αυτών την σφραγίδα του Δαρείου· έπειτα έχων ταύτας μετέβη εις τας Σάρδεις. Φθάσας και παρουσιασθείς εις τον Οροίτην, εξήγεν ανά μίαν των επιστολών και έδιδεν αυτάς εις τον βασιλικόν γραμματέα προς ανάγνωσιν, διότι όλοι οι ύπαρχοι έχουσι μεθ' εαυτών βασιλικούς γραμματείς. Δίδων δε τας επιστολάς ο Βαγαίος παρετήρει τους δορυφόρους θέλων να εννοήση εάν θα εδέχοντο να αποστατήσωσι κατά του Οροίτου. Όταν δε είδεν ότι εδείκνυον μέγαν σεβασμόν προς τα γράμματα και έτι μεγαλείτερον προς το περιεχόμενον αυτών, τότε έδωκεν έν άλλο εις το οποίον ο γραμματεύς ανέγνωσε τους ακολούθους λόγους· «Πέρσαι, ο βασιλεύς Δαρείος σας προστάζει να μη δορυφορήτε τον Οροίτην.» Ακούσαντες ταύτα οι δορυφόροι, αφήκαν τας λόγχας των να πέσωσι χαμαί. Ο δε Βαγαίος ευχαριστηθείς διά την ταχείαν εκείνην υπακοήν, έλαβε θάρρος και έδωκεν εις τον γραμματέα το τελευταίον γράμμα εις το οποίον ήτο γεγραμμένον· «Ο βασιλεύς Δαρείος προστάζει τους εις τας Σάρδεις Πέρσας να φονεύσωσι τον Οροίτην.» Άμα δε ήκουσαν ταύτα οι δορυφόροι, ελκύσαντες τους ακινάκας, εφόνευσαν αυτόν· και ιδού πώς ο Πέρσης Οροίτης απέτισε τον θάνατον του Πολυκράτους.
129. Μετ' ου πολύν χρόνον, αφού μετέφερον τους θησαυρούς του Οροίτου εις τα Σούσα, συνέβη εις το κυνήγιον θηρίων, ενώ κατέβαινεν από του ίππου, να στραγγαλίση ο Δαρείος τον πόδα του δεινώς, διότι ο αστράγαλος εξήλθεν από την άρθρωσιν. Πεπεισμένος δε προ πολλού ότι είχε πλησίον του τους πρώτους των Αιγυπτίων περί την ιατρικήν, προσέφυγεν εις αυτούς. Ούτοι όμως, μεταχειρισμένοι την βίαν διά να επαναφέρωσι τον πόδα εις την θέσιν του, τον εστρέβλωσαν χειρότερον, ο δε Δαρείος τοσούτους πόνους υπέφερεν ώστε επί επτά ημέρας και επτά νύκτας, δεν εκοιμήδη διόλου. Την ογδόην ημέραν ήτο εις πολύ χειροτέραν κατάστασιν όταν τις, όστις είχεν ακούσει εις τας Σάρδεις επαινουμένην την τέχνην του Δημοδόκους, τω ωμίλησε περί αυτού. Ο Δαρείος αμέσως διέταξε να τον φέρωσιν ενώπιόν του. Ευρόντες δε αυτόν παρερριμμένον και λησμονημένον μεταξύ των ανδραπόδων του Οροίτου, τον έφερον εις τον βασιλέα, σύροντα τας πέδας και ρακενδύτην.
130. Άμα τον έφερον ενώπιόν του, ο Δαρείος τον ηρώτησεν εάν ήξευρε να θεραπεύη. Εκείνος όμως ηρνείτο φοβούμενος μήπως, εάν φανερώση εαυτόν, τον εμποδίσωσι να επιστρέψη εις την Ελλάδα. Ο Δαρείος ενόησε και την επιστήμην του και τον δισταγμόν του· διέταξε λοιπόν τους αγαγόντας αυτόν να φέρωσιν εις το δωμάτιον μάστιγας και κέντρα. Τότε εφανέρωσεν εαυτόν και είπεν ότι καλώς μεν δεν εγνώριζεν αλλ' ότι διαμείνας πλησίον ιατρού είχεν ασκηθή ολίγον εις την τέχνην. Μετά ταύτα όμως, όταν ο Δαρείος ενεπιστεύθη εαυτόν εις τας φροντίδας του, αντικατέστησε την δραστικήν θεραπείαν δι' άλλης ηπίας, κατά την ελληνικήν μέθοδον. Τοιουτοτρόπως ο βασιλεύς ευθύς μεν επανεύρε τον ύπνον, μετ' ολίγας δε ημέρας ιάθη εντελώς ενώ δεν ήλπιζε πλέον ότι θα τω έμενον σώοι αμφότεροι οι πόδες. Τω εδώρησε λοιπόν ο Δαρείος δύο ζεύγη χρυσών πεδών, και ο Δημοκήδης τον ηρώτησεν εάν έπραξε τούτο σκοπεύων να διπλασιάση την δουλείαν του, διότι τον ιάτρευσεν. Ευχαριστηθείς ο βασιλεύς διά τους λόγους εκείνους έπεμψεν αυτόν εις τας γυναίκας του. Περιάγοντες δε αυτόν οι ευνούχοι, έλεγον ότι αυτός ήτο ο αποδώσας την ζωήν εις τον Δαρείον. Εκάστη τότε αυτών, βυθίζουσα ποτήριον εντός κιβωτίου πλήρους χρυσίου, το έδιδε δώρον εις τον Δημοκήδη ομού με το αγγείον· τόσον δε πλουσιοπάροχος ήτο η δωρεά, ώστε ο ακολουθών αυτόν υπηρέτης, ονόματι Σκίτων, συνάζων τους εκ των αγγείων πίπτοντας χαμαί στατήρας, απεθησαύρισε μεγάλην ποσότητα.
131. Ιδού δε πώς ήλθεν ο Δημοκήδης ούτος εκ Κρότωνος και εγνωρίσθη με τον Πολυκράτη· κρατούμενος εις την Κρότωνα υπό πατρός δυσκόλου εις τον θυμόν, και μη δυνάμενος να υποφέρη το είδος τούτο της ζωής, τον εγκατέλιπεν επί τέλους και μετέβη εις την Αίγιναν. Εγκατασταθείς δε εκεί υπερέβη αμέσως από του πρώτου έτους τους άλλους ιατρούς, μολονότι δεν είχε μήτε εργαλεία μήτε άλλο τι εκ των προς εξάσκησιν της τέχνης απαιτουμένων. Κατά το δεύτερον έτος το κοινόν των Αιγινητών τον εμίσθωσεν αντί ενός ταλάντου, κατά το τρίτον έτος οι Αθηναίοι τω έδωκαν εκατόν μνας, και κατά το τέταρτον, ο Πολυκράτης, δύο τάλαντα. Ιδού πώς ήλθεν εις την Σάμον, και μετ' αυτόν οι Κροτωνιάται ιατροί ευδοκίμησαν ουχί ολιγώτερον, διότι υπήρξεν εποχή καθ' ην οι Κροτωνιάται ιατροί εθεωρούντο ότι ήσαν οι πρώτοι ιατροί της Ελλάδος, δεύτεροι δε οι Κυρηναίοι. Κατά την αυτήν εποχήν οι Αργείοι εφημίζοντο ότι ήσαν οι πρώτοι μουσικοί της Ελλάδος.
132. Θεραπεύσας λοιπόν εις τα Σούσα ο Δημοκήδης τον Δαρείον, έλαβεν οίκον μέγιστον και εγένετο ομοτράπεζος του βασιλέως. Πλην ενός αγαθού, να επιστρέψη εις την Ελλάδα, είχεν όλα τα άλλα αγαθά. Αφ' ενός μεν εζήτησε παρά του βασιλέως και επέτυχε την χάριν των Αιγυπτίων ιατρών οίτινες πρότερον εθεράπευον τον βασιλέα και τους οποίους έμελλον να ανασκολοπίσωσι διότι εφάνησαν κατώτεροι ενός Έλληνος ιατρού· αφ' ετέρου δε έσωσεν ένα μάντιν Ηλείον όστις είχεν ακολουθήσει τον Πολυκράτη και όστις είχε λησμονηθή μεταξύ των ανδραπόδων. Ήτο λοιπόν ο Δημοκήδης σημαντικόν πρόσωπον πλησίον του βασιλέως.
133. Ολίγον έπειτα συνέβησαν τα ακόλουθα άλλα γεγονότα. Εις τον μαστόν της Ατόσσης, θυγατρός του Κύρου και γυναικός του Δαρείου, εγένετο εξοίδημα το οποίον μετά ταύτα ήνοιξε και εξηπλώθη. Και ενόσω μεν ήτο μικρόν, η Άτοσσα αισχυνομένη το έκρυπτε και δεν έλεγε τίποτε περί αυτού εις κανένα· αλλ' επί τέλους, βλέπουσα τον κίνδυνον, προσεκάλεσε τον Δημοκήδη και το έδειξεν. Αυτός δε υποσχεθείς να την θεραπεύση την ώρκισε να τω παραχωρήση προς αμοιβήν ό,τι ήθελε τη ζητήσει, λέγων ότι δεν θα ζητήση τίποτε προσβάλλον την τιμήν της.
134. Αφού λοιπόν περιποιηθείς την εθεράπευσε, τότε η Άτοσσα διδαχθείσα από τον Δημοκήδη είπεν εσπέραν τινά εις τον Δαρείον ευρισκομένη εις την κλίνην μετ' αυτού· «Ω βασιλεύ, ενώ έχεις τόσην δύναμιν αναπαύεσαι και δεν προσπαθείς να προσθέσης άλλο Έθνος εις την κυριαρχίαν των Περσών. Εις νεαρόν βασιλέα, κάτοχο απείρου πλούτου, αρμόζουν αι μεγάλαι πράξεις διά να βεβαιωθώσι και οι Πέρσαι ότι άρχονται υπό ανδρός. Δύο αίτια σε αναγκάζουσι να πράξης ούτω· πρώτον διά να γνωρίζωσιν οι Πέρσαι ότι ο ηγεμών των είναι γενναίος και δεύτερον διά να τρίβωνται εις τον πόλεμον και να μη σ' επιβουλεύωνται σχολάζοντες. Τώρα, ενόσω ακόμη είσαι νέος, δύνασαι να κατορθώσης έργα λαμπρά· διότι αυξανομένου του σώματος, συναυξάνει και ο νους, γηράσκοντος δε του σώματος συγγηράσκει και ο νους και αμβλύνεται εις όλα τα πράγματα.» Η Άτοσσα λοιπόν ταύτα έλεγε διδαχθείσα, ο δε Δαρείος απεκρίθη ως εξής· «Ω γύναι, με είπες όσα και εγώ εσκεπτόμην να πράξω· εσκόπευα να κατασκευάσω γέφυραν από την ήπειρον ταύτην μέχρι της απέναντι ηπείρου και να στρατεύσω κατά των Σκυθών· τούτο δε θα γίνη εντός ολίγου.» Είπε δε η Άτοσσα· «Σκέφθητι, ω βασιλεύ· παραίτησον προς το παρόν το σχέδιον να εκστρατεύσης πρώτον κατά των Σκυθών, διότι οι λαοί ούτοι γίνονται υπήκοοί σου άμα θελήσης, και στράτευσον πρώτον κατά της Ελλάδος· καθότι επιθυμώ να έχω θεραπαίνας Λακαίνας και Αργείας και Αττικάς και Κορινθίας διά τας οποίας ακούω να γίνεται λόγος. Έχεις δε και άνθρωπον επιτηδειότατον να σοι εκθέση την κατάστασιν της Ελλάδος και να σε καθοδηγήση. Ο άνθρωπος ούτος είναι ο θεραπεύσας τον πόδα σου.» Ο δε Δαρείος απεκρίθη·
«Ω γύναι, επειδή νομίζεις ότι πρέπει πρώτον να εκστρατεύσω κατά της Ελλάδος νομίζω καλόν να πέμψω προηγουμένως Πέρσας κατασκόπους ομού με εκείνον τον οποίον λέγεις, οίτινες μαθόντες και ιδόντες όλα, θα μας αναφέρωσι περί αυτών· έπειτα δε, αφού πληροφορηθώ καλώς, θα στραφώ κατά των Ελλήνων.»
135. Ταύτα είπε, και άμα έπος άμα έργον. Όταν εξημέρωσε, προσκαλέσας δεκαπέντε επισήμους Πέρσας, τους διέταξε να συνοδεύσωσι τον Δημοκήδη και να περιέλθωσι μετ' αυτού τα παραθαλάσσια της Ελλάδος, προσέχοντες να μη τους φύγη ο Δημοκήδης· αλλ' αφεύκτως να τον φέρωσιν οπίσω. Αφού δε τοις έδωκε τας διαταγάς ταύτας, προσεκάλεσεν έπειτα τον Δημοκήδη και τον παρεκάλεσεν, αφού οδηγήση και δείξη όλην την Ελλάδα εις τους Πέρσας, να επιστρέψη οπίσω. «Λάβε, τω είπεν, όλα τα έπιπλά σοι διά να τα δώσης δώρα εις τον πατέρα και εις τους αδελφούς σου, εγώ δε σοι υπόσχομαι άλλα πλουσιώτερα. Διά την μεταβίβασιν δε αυτών σοι χαρίζω ολκάδα πλήρη παντοίων πολυτίμων πραγμάτων ήτις θα σε παρακολουθή.» Και ο μεν Δαρείος, ως εγώ νομίζω, τω ωμίλει άνευ δολιότητος· ο Δημοκήδης όμως, φοβηθείς μήπως ήθελε να τον δοκιμάση ο Δαρείος, δεν εδέχθη με προθυμίαν όλα όσα τω προσέφερεν· είπε μάλιστα ότι θα αφήση τα έπιπλά του εις την θέσιν των διά να τα έχη όταν επιστρέψη οπίσω, και ότι δέχεται μόνον την ολκάδα με τα δώρα τα προωρισμένα διά τον πατέρα και τους αδελφούς του. Ο δε Δαρείος, αφού παρήγγειλε και εις αυτόν όσα παρήγγειλεν εις τους Πέρσας, τους απέστειλεν εις τον λιμένα.
136. Καταβάντες δε ούτοι εις την Σιδώνα της Φοινίκης, αμέσως επλήρωσαν δύο τριήρεις, και ομού με αυτάς μίαν ολκάδα από διάφορα πολύτιμα αντικείμενα. Ετοιμάσαντες δε τα πάντα, έπλεον εις την Ελλάδα, και πλησιάζοντες εις τα παραθαλάσσια παρετήρουν και εσημείωνον αυτά, μέχρις ου ιδόντες τα περισσότερα και ονομαστότερα, έφθασαν εις τον Τάραντα της Ιταλίας. Εκεί, διά πονηρίας του Δημοκήδους, ο βασιλεύς των Ταραντίνων Αριστοφιλίδης αφήρεσε τα πηδάλια των Μηδικών πλοίων και εφυλάκισε τους Πέρσας ως κατασκόπους δήθεν. Ενώ δε ούτοι έπασχον ταύτα, ο Δημοκήδης έφθασεν εις την Κρότωνα. Φθάσαντος δε αυτού εις τη πατρίδα του, ο Αριστοφιλίδης απέλυσε του Πέρσας και τοις απέδωκεν ό,τι έλαβεν εκ των πλοίων των.
137. Εκπλεύσαντες εκείθεν οι Πέρσαι και διώκοντες τον Δημοκήδην έφθασαν εις την Κρότωνα· ευρόντες δε αυτόν περιφερόμενον εις την αγοράν, τον συνέλαβον. Εκ των Κροτωνιατών δε όσοι μεν εφοβούντο την δύναμιν των Περσών, ήσαν έτοιμοι να τον παραδώσωσιν· οι άλλοι όμως αντέταξαν βίαν εις την βίαν και εκτύπησαν τους Πέρσας με ράβδους. Διά να τους εκφοβίσωσι δε οι Πέρσαι έλεγον τα εξής· «Άνδρες Κροτωνιάται, συλλογισθήτε τι πράττετε· μας αρπάζετε άνθρωπον όστις εδραπέτευσεν από τον βασιλέα. Πώς ο βασιλεύς θα υποφέρη την τοιαύτην ύβριν; περιμένετε καλήν έκβασιν διά την βίαν σας εάν μας διώξετε; κατά ποίας άλλης πόλεως πρότερον θα εκστρατεύσωμεν ή κατ' αυτής; Ποίαν άλλην πρώτην θα πειραθώμεν να ανδραποδίσωμεν;» Αλλ' αι απειλαί αύται δεν έπειθον τους Κροτωνιάτας, οίτινες επέμειναν, ηλευθέρωσαν τον Δημοκήδη και έλαβον την ολκάδα την οποίαν οι Πέρσαι είχον φέρει μεθ' εαυτών. Τότε ούτοι επέστρεψαν εις την Ασίαν χωρίς να συλλέξωσιν άλλας πληροφορίας περί Ελλάδος, επειδή εστερήθησαν τον οδηγόν των. Ενώ δε απεχώρουν, ο Δημοκήδης τους παρεκάλεσε να είπωσιν εις τον Δαρείον ότι εμνηστεύθη την θυγατέρα του Μίλωνος και έμελλε να την λάβη γυναίκα. Είχε δε το όνομα του παλαιστού Μίλωνος μεγάλην βαρύτητα εις τα Σούσα, και τούτου ένεκα νομίζω επέσπευσε τον γάμον τούτον ο Δημοκήδης δους πολλά χρήματα, διά να φανή ότι και εις την πατρίδα του ήτο σημαντικός.
138. Εκπλεύσαντες από την Κρότωνα οι Πέρσαι έπεσαν με τα πλοία των εις την Ιαπυγίαν. Εκεί δε όντας δούλους τους ελύτρωσεν ο Ταραντίνος φυγάς Γίλλος και τους έφερεν εις τον βασιλέα Δαρείον, όστις προς αμοιβήν της χάριτος ταύτης τω υπεσχέθη να εκτελέση ό,τι ήθελε ζητήσει. Ο δε Γίλλος, διηγηθείς τας συμφοράς του, εζήτησε να τον επαναφέρη εις την πατρίδα του. Φοβούμενος όμως μήπως ταραχθή η Ελλάς εάν χάριν αυτού εκπλεύση διά την Ιταλίαν μέγας στόλος, εβεβαίωσεν ότι μόνοι οι Κνίδιοι ήρκουν διά να τον καταβιβάσωσιν εις τον Τάραντα, νομίζων ότι οι Κνίδιοι, όντες φίλοι των Ταραντίνων, ευκόλως ήθελον τους πείσει να τον δεχθώσιν. Ο Δαρείος λοιπόν, δεχθείς την αίτησίν του, έπεμψεν απεσταλμένον εις τους Κνιδίους παραγγέλλων να επαναφέρωσι τον Γίλλον εις τον Τάραντα. Οι δε Κνίδιοι υπήκουσαν μεν εις τον Δαρείον, δεν εδυνήθησαν όμως να πείσωσι τους Ταραντίνους, και δεν ήσαν τόσον δυνατοί ώστε να τους βιάσωσιν εις τούτο. Και ταύτα μεν ούτως εγένοντο, ούτοι δε οι Πέρσαι ήσαν οι πρώτοι οίτινες ήλθον εκ της Ασίας εις την Ελλάδα, και διά την αιτίαν ταύτην εστάλησαν ως κατάσκοποι.
139. Μετά ταύτα ο Δαρείος εκυρίευσε την Σάμον· ήτο δε η πρώτη όλων των Ελληνίδων και βαρβάρων πόλεων την οποίαν υπέταξε διά την εξής αιτίαν. Όταν ο υιός του Κύρου Καμβύσης κατέκτησε την Αίγυπτον, πολλοί Έλληνες τον συνώδευον· οι μεν, ως είναι πιθανόν, χάριν εμπορίου, οι δε διά να λάβωσι μέρος εις τον πόλεμον, τινές δε απλώς διά να ίδωσι τον τόπον, μεταξύ των οποίων ήτο και ο υιός του Αιάκους Συλοσών, αδελφός του Πολυκράτους και εξόριστος της Σάμου. Εις τούτον τον Συλοσώντα συνέβη το εξής ευτύχημα· περιεφέρετο ες την αγοράν της Μέμφιδος περιτετυλιγμένος εις μανδύαν ερυθρόν, όταν τον είδεν ο Δαρείος όστις τότε ήτο απλούς δορυφόρος του Καμβύσου και ελαχίστης σημασίας. Ο Δαρείος επεθύμησε τον μανδύαν και πλησιάσας εζήτησε να τον αγοράση· ο δε Συλοσών, βλέπων την ζωηράν εκείνην επιθυμίαν και ωσεί παρακινούμενος υπό θείας εμπνεύσεως, τω λέγει «Εγώ μεν δεν πωλώ αυτόν αντί ουδεμιάς αξίας· εάν δε επιθυμής να τον έχης, σε τον δίδω άνευ αποζημιώσεως.» Ο Δαρείος τον ευχαρίστησε και έλαβε το φόρεμα.
140. Ο Συλοσών ήτο βέβαιος ότι απώλεσε τον μανδύαν εξ ευηθείας· αλλά παρήλθον έτη, ο Καμβύσης απέθανεν, οι επτά επανέστησαν κατά του μάγου και εκ των επτά ο Δαρείος έλαβε την βασιλείαν. Τότε ο Συλοσών μαθών ότι εκείνος εις τον οποίον άλλοτε έδωκεν εν Αιγύπτω το ένδυμα εγένετο βασιλεύς, ανέβη εις τα Σούσα, εκάθισεν εις τα πρόθυρα του βασιλικού οίκου, και είπεν ότι ήτο ευεργέτης του Δαρείου. Ακούσας τούτο ο πυλωρός, εισήλθεν εις τον βασιλέα διά να δώση είδησιν· ο δε βασιλεύς εκπλαγείς, είπε· «Και τις λοιπόν είναι αυτός ο Έλλην ευεργέτης μου εις τον οποίον οφείλω ευγνωμοσύνην, εγώ όστις νεωστί έλαβον την αρχήν; Εδώ εις ημάς δεν ηξεύρω αν κανείς ακόμη ανέβη από αυτούς και δεν ενθυμούμαι να οφείλω τι εις Έλληνα. Μολοντούτο είσαξέ τον διά να μάθω τι θέλει να είπη με τους λόγους τούτους.» Εισήγαγεν ο πυλωρός τον Συλοσώντα· άμα δε ούτος εισήλθεν εις τον βασιλικόν θάλαμον, οι διερμηνείς τον ηρώτησαν τις ήτο και τι έπραξε διά να λέγη εαυτόν ευεργέτην του βασιλέως. Ο δε Συλοσών διηγήθη όλην την υπόθεσιν του μανδύου, προσθείς ότι αυτός ήτο όστις τον έδωκε. Τότε ο Δαρείος απεκρίθη· «Ω γενναιότατε ανδρών, συ ήσο όστις με εδώρησας τον μανδύαν ότε δεν είχον ακόμη καμμίαν δύναμιν; Το δώρον ήτο μικρόν, αλλ' η ευγνωμοσύνη μου είναι η αυτή ως εάν σήμερον ελάμβανόν τι μέγα. Προς αμοιβήν θα σοι δώσω χρυσόν και άργυρον άπειρον διά να μη μετανοήσης ποτέ ότι ευηργέτησας τον Δαρείον, τον υιόν του Υστάσπους.» Απεκρίθη δε εις ταύτα ο Συλοσών· «Μη με δίδης, ω βασιλεύ, μήτε χρυσόν μήτε άργυρον, αλλά σώσας της πατρίδα μου Σάμον την οποίαν αφότου ο αδελφός μου Πολυκράτης εφονεύθη υπό του Οροίτου κατέχει είς των δούλων μας, δος μοι αυτήν άνευ σφαγών και δουλείας.»
141. Ταύτα ακούσας ο Δαρείος έπεμψε στρατόν και στρατηγόν τον Οτάνην όστις ήτο είς εκ των επτά, διατάξας αυτόν να εκπληρώση όσα εζήτησεν ο Συλοσών. Καταβάς δε εις το παράλιον ο Οτάνης, ητοίμαζε την εκστρατείαν.
142. Κατείχε δε την εξουσίαν εις την Σάμον ο Μαιάνδριος, υιός του Μαιανδρίου, κρατήσας αυτήν αφότου ο Πολυκράτης τον αφήκεν επίτροπόν του. Ούτος μολονότι επεθύμει να φανή δικαιότατος άνθρωπος, δεν το κατώρθωσεν. Άμα μαθών τον θάνατον του Πολυκράτους, έπραξε ταύτα· πρώτον μεν ίδρυσε βωμόν του Ελευθερίου Διός, πέριξ του οποίου έστησε το τέμενος τα οποίον υπάρχει ακόμη εις το προάστειον. Αφού δε ετελείωσε τας εργασίας ταύτας, συνήθροισεν εκκλησίαν όλων των πολιτών και είπε τα εξής· «Ως γνωρίζετε, το σκήπτρον και πάσα η δύναμις του Πολυκράτους περιήλθον εις εμέ, και δύναμαι τώρα, εάν θέλω να άρχω υμών· εγώ όμως δεν θα πράξω, εφ' όσον το δυνατόν, ό,τι μέμφομαι εις τους άλλους, διότι ούτε ο Πολυκράτης δεν με ήρεσκε δεσπόζων ανδρών ομοίων του, ούτε άλλος όστις πράττει τα αυτά. Ο Πολυκράτης λοιπόν τώρα εξεπλήρωσε το πεπρωμένον του, εγώ δε καταθέτων ενταύθα την αρχήν κηρύττω ισονομίαν. Κρίνω όμως δίκαιον να με δοθή η εξής αμοιβή· πρώτον να λάβω τάλαντα εκ της περιουσίας του Πολυκράτους· δεύτερον να παραχωρηθή εις εμέ και εις τους απογόνους μου ισοβίως η ιερωσύνη του Ελευθερίου Διός, εις τον οποίον έκτισα ιερόν και χάριν του οποίου σας αποδίδω την ελευθερίαν.» Αυτός μεν ταύτα είπε προς τους Σαμίους· είς δ' εξ αυτών εγερθείς είπεν· «Αλλ' ούτε είσαι άξιος να άρχης ημών· συ όστις είσαι ταπεινής καταγωγής και υπήρξες όλεθρος ημών· σκέφθητι δε μάλλον πώς θα δώσης λόγον των χρηστών τα οποία διεχειρίσθης.»
143. Εκείνος όστις ωμίλησε τοιουτοτρόπως ήτο σημαντικός μεταξύ των Σαμίων και ωνομάζετο Τελέσαρχος. Τότε ο Μαίανδρος ενόησεν ότι εάν απέθετε την αρχήν, άλλος τύραννος θα ελάμβανε την θέσιν του· δεν εσκέφθη λοιπόν πλέον να την αφήση. Όθεν, άμα απήλθεν εις την ακρόπολιν, προσκαλέσας τους πρώτους του λαού ένα έκαστον, επί τη προφάσει να τοις δώση λόγον της διαχειρίσεως των χρημάτων, τους συνέλαβε και τους έρριψεν εις τα δεσμά. Και ούτοι μεν ήσαν δεσμώται· εν τω μεταξύ δε ο Μαιάνδριος ησθένησεν, ο δε αδελφός του Λυκάρητος, νομίζων ότι έμελλε να αποθάνη, απέκτεινεν όλους τους δεσμώτας διά να καταλάβη ευκολώτερον την εξουσίαν της Σάμου, διότι οι πολίται εφαίνοντο ότι δεν ήθελον να ήναι ελεύθεροι.
144. Όταν οι Πέρσαι έφθασαν εις την Σάμον φέροντες τον Συλοσώντα, κανείς δεν επέφερε την παραμικράν αντίστασιν· αλλά και αυτοί οι οπαδοί του Μαιανδρίου και αυτός ο Μαιάνδριος είπον ότι ήσαν έτοιμοι να αναχωρήσωσιν από την νήσον με συνθήκην. Δεχθέντος δε του Οτάνους τας συμφωνίας ταύτας, και ποιήσαντος σπονδάς, οι σημαντικώτατοι των Περσών έστησαν θρόνους και εκάθισαν αντικρύ της ακροπόλεως.
145. Είχε δε ο τύραννος Μαιάνδριος αδελφόν ολίγον παράφορον, όστις εκαλείτο Χαρίλαος· ο αδελφός ούτος ήτο δέσμιος εις την ειρκτήν διά σφάλμα τι. Ακούσας κατ' εκείνην την στιγμήν τα γινόμενα και κύψας διά της οπής της ειρκτής, είδε τους Πέρσας ησύχως καθημένους και εφώναξε ζητών να ομιλήση με τον Μαιάνδριον. Ακούσας τούτο ο Μαιάνδριος, διέταξε να τον λύσωσι και να τον φέρωσιν ενώπιόν του. Άμα δε τον έφεραν, επέπληξε τον αδελφόν του, τον ύβρισε και τον παρεκίνησε να φονεύση τους Πέρσας, λέγων· «Εμέ μεν, ω κάκιστε άνθρωπε, όντα αδελφόν σου και μη πράξαντα τίποτε άξιον δεσμών, με έδεσες και με έρριψες εις την ειρκτήν, βλέπων δε τους Πέρσας οίτινες σε διώκουσι και σε καθιστώσιν άνοικον, δεν τολμάς να τους τιμωρήσης, ενώ είναι τόσον εύκολον να τους νικήσης. Αλλ' εάν συ τους φοβήσαι, δος εις εμέ τους επικούρους και εγώ τους τιμωρώ διότι ήλθον εδώ. Σε δε είμαι έτοιμος να εκπέμψω εκ της νήσου.»
146. Ταύτα είπεν ο Χαρίλαος· ο δε Μαιάνδριος εδέχθη την αίτησίν του, ουχί ως φρονώ διότι έφθασεν εις τόσην ανοησίαν ώστε να νομίζη ότι διά των δυνάμεών του ήθελε νικήσει τον βασιλέα, αλλά μάλλον εκ φθόνου προς τον Συλοσώντα, ότι έμελλε χωρίς κόπον να επαναλάβη την πόλιν ακέραιον. Ο σκοπός του λοιπόν ήτο να ερεθίση τους Πέρσας, να εξασθενίση την Σάμον και να την παραδώση εις αυτήν την κατάστασιν, ηξεύρων ότι αν εβλάπτοντο οι Πέρσαι ήθελον φερθή σκληρώς προς τους Σαμίους, και βέβαιος ων επίσης ότι ηδύνατο να εξέλθη της πόλεως ασφαλέστατα όταν ήθελε· διότι είχε κατασκευάσει μυστικήν διώρυχα φέρουσαν από της ακροπόλεως εις την θάλασσαν. Απέπλευσε λοιπόν ο Μαιάνδριος εκ της νήσου ακριβώς κατά την στιγμήν καθ' ην ο Χαρίλαος οπλίσας πάντας τους επικούρους και ανοίξας τας πύλας εξήλθε διά να κτυπήση τους Πέρσας οίτινες δεν περιέμενον τοιούτο τι και ενόμιζον ότι τα πάντα είχον συμβιβασθή. Επιπεσόντες λοιπόν οι επίκουροι κατ' αυτών εφόνευσαν τους μάλλον σημαντικούς, εκείνους οίτινες εδιφροφορούτο. Αλλ' ενώ εφόνευον αυτούς, ήλθε προς βοήθειαν ο άλλος Περσικός στρατός και επιπεσών κατά των επικούρων ηνάγκασεν αυτούς να κλεισθώσιν εις την ακρόπολιν.
147. Ο Οτάνης, μάρτυς της καταστροφής ταύτης, ενθυμήθη τας διαταγάς τας οποίας τω έδωκεν ο Δαρείος αποστέλλων αυτόν, να μη φονεύση κανένα, να μη δουλώση κανένα και να αποδώση την νήσον εις τον Συλοσώντα αβλαβή· τας ενθυμήθη και συγχρόνως τας ελησμόνησε· διέταξε λοιπόν τον στρατόν να φονεύση πάντα ον ήθελε συλλάβει, άνδρα ή παιδίον. Τότε οι μεν εκ του στρατού επολιόρκησαν την ακρόπολιν, οι δε εφόνευον πάντα ον εύρισκον ενώπιόν των, είτε εις τας οδούς, είτε εις τους ναούς.
148. Ο δε Μαιάνδριος, φυγών από την Σάμον, έπλευσε προς την Λακεδαίμονα. Φθάσας εκεί με όλα τα πράγματα όσα έλαβε μεθ' εαυτού αναχωρών, έπραξε τα εξής. Εξέβαλε ποτήρια χρυσά και αργυρά, και οι μεν υπηρέται τα εκαθάριζον, αυτός δε κατ' εκείνην την στιγμήν εξήλθε διά να συνομιλήση μετά του Κλεομένους του Αναξανδρίδου, βασιλέως της Σπάρτης, τον οποίον έπειτα έφερεν εις την κατοικίαν του. Όταν ο Κλεομένης είδε τα ποτήρια, εθαύμασε και εξεπλάγη. Αμέσως ο Μαιάνδριος τον προσκαλεί να λάβη όσα θέλη, αλλ' εις μάτην επαναλαμβάνει την παράκλησίν του δις και τρις, ο Κλεομένης δεικνύεται δικαιότατος άνθρωπος και δεν κρίνει πρέπον να δεχθή τα προσφερόμενα. Εννοών δε ότι άλλοι πολίται ηδύναντο να δελεασθώσιν από τα δώρα και να εύρη ίσως ο Μαίανδρος υπεράσπισιν, μετέβη προς τους εφόρους και τοις είπεν ότι συμφέρει εις την Σπάρτην να αναχωρήση ο Σάμιος ξένος εκ της Πελοποννήσου διά να μη αναπείση ή αυτόν ή άλλον τινά Σπαρτιάτην να γίνη κακός. Υπακούσαντες δε οι έφοροι διέταξαν διά του κήρυκος τον Μαιάνδριον να αναχωρήση.
149. Οι δε Πέρσαι, περικυκλώσαντες την Σάμον ως εντός δικτύου, την παρέδοσαν εις τον Συλοσώντα έρημον κατοίκων. Μετά τινα χρόνον όμως ο Οτάνης ανενέωσε τον πληθυσμόν της συνεπεία ονείρου τινός το οποίον είδε και ασθενείας τινός ήτις τον ηκολούθησεν εις τα αιδοία.
150. Καθ' ην στιγμήν ο στόλος ανεχώρει διά την Σάμον απεστάτησαν οι Βαβυλώνιοι καλώς προητοιμασμένοι καθ' όλα· διότι από της εποχής του μάγου, της συνωμοσίας των επτά και των ταραχών αίτινες επηκολούθησαν, παρεσκευάζοντο διά την πολιορκίαν χωρίς να τους εννοήση κανείς. Αφού δε επανέστησαν αναφανδόν, έλαβον και τα εξής μέτρα· έκαστος εξελέξατο την γυναίκα την οποίαν επροτίμα περισσότερον από τας άλλας της οικίας, πλην των μητέρων τας οποίας έθεσαν κατά μέρος, έπειτα συνήθροισαν τας λοιπάς και τας έπνιξαν. Είχε λοιπόν έκαστος μίαν γυναίκα διά να κατασκευάζη τα φαγητά του, τας δε λοιπάς έπνιξαν διά να οικονομώσι τας τροφάς.
151. Μαθών τούτο ο Δαρείος, συνήθροισεν όλας τας δυνάμεις του, εστράτευσε κατ' αυτών, έφθασεν εις την Βαβυλώνα και επολιόρκησε τους κατοίκους μηδόλως μεριμνώντας περί τούτου. Τωόντι οι Βαβυλώνιοι, αναβαίνοντες εις τους προμαχώνας, εχόρευον και έσκωπτον τον Δαρείον και τον στρατόν του· είς δ' εξ αυτών είπε τους λόγους τούτους· «Διατί μένετε εδώ, ω Πέρσαι, και δεν αναχωρείτε. Θα μας κυριεύσετε τότε όταν ημίονοι γεννήσωσι.» Ταύτα είπεν είς των Βαβυλωνίων νομίζων ότι ποτέ ημίονος δεν ειμπορεί να γεννήση.
152. Έν έτος και επτά μήνες είχον ήδη παρέλθει, ο δε Δαρείος και όλος ο στρατός ηγανάκτουν διότι δεν ηδύναντο να κυριεύσωσι την πόλιν, μολονότι ετέθησαν εις ενέργειαν όλα τα στρατηγήματα και όλαι αι μηχαναί. Μεταξύ δε των άλλων στρατηγημάτων, απεπειράθησαν και εκείνο με το οποίον επέτυχεν άλλοτε ο Κύρος. Αλλ' οι Βαβυλώνιοι είχον λάβει μεγάλας προφυλάξεις και δεν ηδύνατο να τους κυριεύση.
153. Ενώ εγίνοντο ταύτα, κατά τον εικοστόν μήνα, συνέβη το εξής θαύμα εις τον Ζώπυρον τον υιόν του Μεγαβύζου, εκείνου όστις υπήρξεν είς των επτά κατά του μάγου συνωμοσάντων. Μία από τας σιτοφόρους ημιόνους του εγέννησεν. Όταν δε τω ανήγγειλον τούτο δεν επίστευσε και μετέβη ο ίδιος διά να ίδη τον πώλον. Παραγγείλας δε εις τους υπηρέτας του να μη φανερώσωσιν εις κανένα το γεγονός, εσκέπτετο πολλά καθ' εαυτόν. Τότε ενθυμήθη τους λόγους του Βαβυλωνίου όστις κατά την έναρξιν της πολιορκίας είχεν ειπεί ότι θα κυριευθή το τείχος όταν γεννήσωσιν ημίονοι, και έκρινεν ότι ηδύνατο τέλος να κυριευθή η Βαβυλών, καθότι επίστευεν ότι κατά θείαν βούλησιν ο Βαβυλώνιος είπε τον λόγον εκείνον και εγέννησεν η ημίονός του.
154. Επειδή λοιπόν τω εφαίνετο ότι απεφασίσθη υπό της μοίρας να κυριευθή η Βαβυλών, μετέβη προς τον Δαρείον και τον ηρώτησεν εάν είχε μεγάλην επιθυμίαν να κυριεύση την πόλιν ταύτην, Ότε δε έμαθεν ότι επεθύμει πολύ, ήρχισε να σκέπτεται πώς να την κυριεύση ο ίδιος και πώς το έργον να αποδοθή εις αυτόν, διότι εις τους Πέρσας τα κατορθώματα ανταμείβονται διά μεγίστων τιμών. Δι' άλλου τρόπου λοιπόν δεν έβλεπεν ότι ηδύνατο να κυριεύση την Βαβυλώνα ειμή πρώτον να πληγώση εαυτόν και έπειτα να αυτομολήση εις τους Βαβυλωνίους. Ούτω δε αψηφήσας τους πόνους επλήγωσεν εαυτόν με πληγάς ανιάτους· καθότι κόψας την ρίνα και τα ώτα και περικείρας ακανονίστως την κόμην και μαστιγώσας εαυτόν παρουσιάσθη ενώπιον του Δαρείου.
155. Ο δε Δαρείος ελυπήθη πολύ ιδών λελωβημένον ένα των σημαντικωτάτων του στρατού· όθεν αναπηδήσας από τον θρόνον ανεβόησε και τον ηρώτησε ποίος ο πληγώσας αυτόν και διά ποίαν αιτίαν. Ο δε Ζώπυρος απεκρίθη· «Δεν υπάρχει άνθρωπος, εκτός σου, όστις να έχη τόσην δύναμιν ώστε να με φέρη εις αυτήν την κατάστασιν· ούτε άλλος τις ξένος, ω βασιλεύ, έπραξε τούτο, αλλ' εγώ ο ίδιος, μη ανεχόμενος να σκώπτωσι τους Πέρσας οι Ασσύριοι.» Απεκρίθη ο Δαρείος· «Ω σκληρότατε άνθρωπε, εις αισχίστην πράξιν έδωσες κάλλιστον όνομα, λέγων ότι ένεκα των πολιορκουμένων επληγώθης ανιάτως. Νομίζεις λοιπόν, ω ανόητε άνθρωπε, ότι σού καταπληγωθέντος οι εχθροί θα παραδοθώσι ταχύτερον; τόσον λοιπόν έχασες τας φρένας σου ώστε να έλθης εις αυτήν την κατάστασιν;» Ο δε Ζώπυρος απήντησεν· «Εάν σοι εκοινοποίουν τι έμελλον να πράξω, βεβαίως θα με εμπόδιζες· τώρα όμως το έπραξα χωρίς να ερωτήσω κανένα και ήλθεν η στιγμή καθ' ην, εκτός εάν δείξης καμμίαν έλλειψιν, θα κυριεύσωμεν την Βαβυλώνα, διότι όπως είμαι θα αυτομολήσω εις την πόλιν, θα είπω εις τους πολιορκουμένους ότι από σε έπαθον ταύτα και νομίζω, αφού τους πείσω περί τούτου, να μοι αναθέσωσι την στρατηγίαν. Συ εν τούτοις, την δεκάτην ημέραν μετά την είσοδόν μου εις τα τείχη των, παράταξον προς την πύλην της Σεμιράμιδος χιλίους στρατιώτες εξ εκείνων τους οποίους δεν φροντίζεις πολύ εάν χαθώσι· μετά τούτο, περίμενον ακόμη επτά ημέρας, έπειτα παράταξον άλλους δισχιλίους προς την πύλην των Νινίων· μετά την εβδόμην δε ταύτην ημέραν, άφες ακόμη να παρέλθωσιν είκοσιν ημέραι, και παράταξον τρισχιλίους στρατιώτας προς την πύλην των Χαλδαίων. Τόσον ούτοι όσον και οι προηγούμενοι να μη έχωσιν άλλο αμυντήριον όπλον πλην εγχειριδίων· αυτά μόνον άφες τους να έχωσι. Μετά την εικοστήν ημέραν διάταξον αμέσως το άλλο στράτευμα να κάμη έφοδον περί την πόλιν, θέσον δε δι' εμέ τους Πέρσας παρά τας Βηλίδας και Κισσίας λεγομένας πύλας, διότι δεν αμφιβάλλω ότι οι Βαβυλώνιοι, αφού με ίδωσι να εκτελέσω τόσα κατορθώματα, θα εμπιστευθώσιν εις εμέ και τα άλλα πράγματα και προς τούτοις τας κλείδας των πυλών. Περί των λοιπών δε θα φροντίσωμεν εγώ και οι Πέρσαι.»
156. Ταύτα παραγγείλας επορεύετο προς τας πύλας επιστρεφόμενος πολλάκις ως αν ήτο αληθώς αυτόμολος. Ιδόντες αυτόν οι επί των επάλξεων τοποθετημένοι σκοποί, κατέβησαν μετά σπουδής, ήνοιξον ολίγον μίαν πύλην και τον ηρώτησαν τις ήτο και τι ήθελε. Τοις είπεν ότι ήτο ο Ζώπυρος και ότι κατέφευγεν εις αυτούς. Ακούσαντες ταύτα οι πυλωροί τον έφεραν εις το κοινόν των Βαβυλωνίων, όπου παρουσιασθείς ελεεινολόγει εαυτόν λέγων ότι έπαθεν υπό του Δαρείου όσα έπαθεν αφ' εαυτού· προσέθηκε δε ότι τα έπαθεν επειδή συνεβούλευσε τον Δαρείον να λύση την πολιορκίαν, αφού δεν εφαίνετο ότι υπήρχε μέσον να κυριευθή η πόλις. «Τώρα, εξηκολούθησεν, ω Βαβυλώνιοι, έρχομαι προς σας διά μεγίστην ωφέλειαν υμών και μεγίστην βλάβην του Δαρείου και του στρατού και των Περσών· διότι αφού με έφερεν εις τοιαύτην κατάστασιν δεν θα απέλθη ατιμώρητος και ηξεύρω λεπτομερώς όλα του τα σχέδια.» Ταύτα είπεν ο Ζώπυρος.
157. Οι δε Βαβυλώνιοι, βλέποντες άνδρα εκ των πρώτων Περσών στερηθέντα ρινός και ώτων, πλήρη αίματος και μαστιγώσεων, επίστευσαν άνευ της παραμικράς αμφιβολίας ότι έλεγε την αλήθειαν και ότι ήλθε να πολεμήση δι αυτούς· προθύμως λοιπόν τω έδοσαν ό,τι εζήτει· τοις εζήτησε δε στρατόν. Αφού δε επέτυχεν ό,τι επεθύμει, εξετέλεσεν όσα συνεφώνησε μετά του Δαρείου. Την δεκάτην ημέραν εξέβαλε τον στρατόν των πολιορκουμένων, και περικυκλώσας τους χιλίους τους οποίους παρήγγειλεν εις τον Δαρείον να πέμψη πρώτους, κατέκοψεν αυτούς. Πεισθέντες δε οι Βαβυλώνιοι ότι τα έργα του ήσαν σύμφωνα με τους λόγους του, πάνυ περιχαρείς ήσαν έτοιμοι να τον υπηρετώσιν εις ό,τι διέταττεν. Ο δε αφήσας να παρέλθωσιν αι συμπεφωνημέναι ημέραι, εκλέξας πάλιν τινάς Βαβυλωνίους εξήλθε και κατέκαψε τους δισχιλίους του Δαρείου. Ιδόντες δε και τούτο το έργον οι Βαβυλώνιοι, όλοι είχον εις το στόμα το όνομα του Ζωπύρου και υπερεπήνουν αυτόν. Ούτος δε πάλιν αφήσας να παρέλθωσι και αι άλλαι συμπεφωνημένα ημέραι, έκαμε τρίτην έξοδον εις το προειρημένον μέρος, περιεκύκλωσε τους τετρακισχιλίους και εφόνευσεν αυτούς. Μετά το τελευταίον δε τούτο κατόρθωμα ο Ζώπυρος ήτο το παν εις τους πολιορκουμένους, οίτινες τον κατέστησαν στρατάρχην και τειχοφύλακα.
158. Όταν όμως ο Δαρείος έκαμε κατά τα συμπεφωνημένα γενικήν έφοδον κατά του τείχους εξ όλων των μερών, όλος ο δόλος του Ζωπύρου απεκαλύφθη· διότι, ενώ οι Βαβυλώνιοι από των τειχών ημύνοντο και απέκρουον τον στρατόν, ο Ζώπυρος, ανοίξας τας Κισσίας και τας Βηλίδας καλουμένας πύλας, εισήγαγε τους Πέρσας εις το κέντρον της πόλεως. Εκ δε των Βαβυλωνίων όσοι μεν είδον τα πραττόμενα κατέφυγον εις τον ναόν του Διός του Βήλου, όσοι δε δεν τα είδον έμειναν εις την θέσιν των μέχρις ου έμαθον και αυτοί ότι επροδώθησαν. Τοιουτοτρόπως η Βαβυλών εκυριεύθη εκ δευτέρου.
159. Ο δε Δαρείος, αφού υπέταξε τους Βαβυλωνίους, εκρήμνισε τα τείχη και απέσπασεν όλας τας πύλας· ο Κύρος, ο πρώτος κατακτητής της Βαβυλώνος, δεν έπραξεν ούτε το έν ούτε το άλλο. Επί πάσιν ο βασιλεύς ανεσκολόπισε τρισχιλίους εκ των κορυφαίων πολιτών, επιτρέψας εις τους λοιπούς να κατοικώσι την πόλιν. Διά να έχωσι δε γυναίκας οι Βαβυλώνιοι (διότι είχον πνίξει τας ιδικάς των, ως εφανέρωσα εις τας αρχάς, διά να οικονομήσωσι τας τροφάς) διέταξε τα γείτονα έθνη να στείλωσι γυναίκας εις την Βαβυλώνα, κανονίσας εκάστου την αναλογίαν, ώστε το όλον των συναθροισθεισών γυναικών ήτο πεντήκοντα χιλιάδες. Εκ τούτων δε των γυναικών κατάγονται οι σήμερον Βαβυλώνιοι.
160. Κατά την κρίσιν του Δαρείου, ουδείς υπερέβη τον Ζώπυρον κατά την ανδραγαθίαν, ούτε εκ των προγενεστέρων ούτε εκ των συγχρόνων, πλην του Κύρου, διότι ποτέ Πέρσης δεν ενόμισεν ότι δύναται να παραβληθή με τον τελευταίον τούτον. Λέγουσι δε ότι πολλάκις ο Δαρείος επανέλαβε τους λόγους τούτους· ότι επροτίμα μάλλον να μη υποστή την βλάβην εκείνην ο Ζώπυρος, παρά να κατακτήση αυτός άλλας είκοσι Βαβυλώνας εκτός εκείνης την οποίαν κατέκτησε. Τον ετίμησε δε υπερβαλλόντως, καθότι κατ' έτος τω έδιδε δώρα όσα οι Πέρσαι νομίζουσι πολυτιμότατα· τω έδωκε προς τούτοις να κυβερνά ισοβίως την Βαβυλώνα αφορολόγητον, και άλλα πολλά προνόμια τω εχάρισεν. Εκ του Ζωπύρου δε τούτου εγεννήθη ο Μεγάβυζος όστις εις την Αίγυπτον επολέμησε κατά των Αθηναίων και των συμμάχων· και εκ του Μεγαβύζου τούτου εγεννήθη ο Ζώπυρος όστις μετηνάστευσεν εκ της Περσίας διά να κατοικήση εις τας Αθήνας.
1. Μετά δε την άλωσιν της Βαβυλώνος, εγένετο η κατά των Σκυθών εκστρατεία του Δαρείου· διότι ανθούσης της Ασίας και εισρεόντων πολλών χρημάτων, ηθέλησεν ο Δαρείος να τιμωρήση τους Σκύθας επειδή ούτοι πρώτοι εισβαλόντες εις την Μηδικήν χώραν και νικήσαντες τους εναντιουμένους, ήρχισαν αδικούντες. Τωόντι, ως είπον προηγουμένως, οι Σκύθαι ήρξαν της άνω Ασίας έτη εικοσιοκτώ· εισήλθον δε εις την Ασίαν διώκοντες τους Κιμμερίους και κατέλυσαν την ηγεμονίαν των Μήδων, οίτινες ήρχον της Ασίας πριν ή έλθωσιν οι Σκύθαι. Οι ίδιοι λοιπόν ούτοι Σκύθαι, μετά απουσίαν εικοσιοκτώ ετών, επιστρέφοντες εις τον τόπον των, έμελλον να υποστώσι πόλεμον όχι μικρότερον του Μηδικού. Εύρον εναντιούμενον εις αυτούς ουκ ολίγον στρατόν· διότι αι γυναίκες των Σκυθών, ένεκα της πολυχρονίου απουσίας των ανδρών των, είχον σχέσεις με τους δούλους.
2. Έχουσι δε οι Σκύθαι δούλους τυφλούς ένεκα του γάλακτος το οποίον πίνουσι και το οποίον συνάζουσι κατά τον εξής τρόπον. Λαμβάνοντες φυσητήρας οστεΐνους, παρεμφερεστάτους με αυλούς, εμβάλλουσιν αυτούς εις τα γεννητικά μόρια των φοράδων και φυσώσι διά του στόματος· ενώ δε αυτοί φυσώσιν, άλλοι αμέλγουσι. Λέγουσι δε ότι πράττουσι τούτο διά την εξής αιτίαν· αι φλέβες της ίππου πληρούμεναι ανέμου εξογκούνται και καταβαίνουσιν οι μαστοί. Αφού δε αμέλξωσι το γάλα, το χύνουσιν εντός ξυλίνων αγγείων κοίλων και στήσαντες πέριξ τους τυφλούς το κινούσι. Και όσον μεν μένει εις την επιφάνειαν το αποσύρουσι νομίζοντες αυτό ως καλλίτερον. Διά την αιτίαν ταύτην οι Σκύθαι τυφλούσιν εκείνους τους οποίους αιχμαλωτεύουσιν. Είναι δε οι Σκύθαι ούτοι ουχί γεωργοί, αλλά νομάδες.
3. Εκ των δούλων τούτων και των γυναικών εγεννήθησαν παίδες οίτινες μαθόντες την γέννησίν των εξήλθον εναντίον των Σκυθών οι οποίοι επέστρεφον εκ της Μηδίας. Και πρώτον μεν περιεχαράκωσαν την χώραν ορύξαντες ευρείαν τάφρον την οποίαν εξέτεινον από των Ταυρικών ορέων μέχρι της Μαιώτιδος λίμνης, ήτις εστί μεγίστη. Έπειτα, επειδή οι Σκύθαι προσεπάθουν να εισβάλωσι, παρετάχθησαν εις το απέναντι μέρος της τάφρου και επολέμουν. Γενομένης δε μάχης πολλάκις και μη κατορθούντων των Σκυθών να υπερτερήσωσιν, είς αυτών είπε τα εξής· «Τι πράττομεν, ω Σκύθαι, πολεμούντες τους δούλους μας; Εάν μεν φονευώμεθα ολιγοστεύομεν, εάν δε τους φονεύωμεν, ελαττούμεν τον αριθμόν εκείνων επί των οποίων ήμεθα κύριοι. Ακούσατέ με λοιπόν· ας αφήσωμεν τα τόξα και τα ακόντια, και λαβόντες τας μάστιγας των ίππων ας πλησιάσωμεν αυτούς· διότι ενόσω βλέπουσιν ημάς με όπλα, νομίζουσιν ότι είναι όμοιοι μας και από ομοίους γονείς γεννηθέντες· αλλ' εάν μας ίδωσι κρατούντας μάστιγας αντί όπλων, θα εννοήσωσιν ότι είναι δούλοι ημών, και άμα το εννοήσωσι, δεν θα αντισταθώσι πλέον.»
4. Ακούσαντες ταύτα οι Σκύθαι τα έθεσαν εις ενέργειαν· οι δε δούλοι εκπλαγέντες ελησμόνησαν την μάχην και έφυγον. Τοιουτοτρόπως οι Σκύθαι, αφού εκυρίευσαν την Ασίαν, διωχθέντες από τους Μήδους, μετεχειρίσθησαν το μέσον τούτο διά να εισέλθωσιν εις την πατρίδα των. Ο δε Δαρείος, θέλων να τους εκδικηθή διά την εισβολήν των, συνήθροισε στράτευμα εναντίον των.
5. Ως λέγουσιν οι Σκύθες, το νεώτατον όλων των εθνών είναι το ιδικόν των και εγένετο ούτω πως· ο πρώτος άνθρωπος της χώρας ταύτης, ερήμου έως τότε, ωνομάζετο Γαργίταος· γονείς δε του Γαργιτάου τούτου λέγουσιν ότι είναι ο Ζευς και μία θυγάτηρ του ποταμού Βορυσθένους, όπερ εις εμέ μεν δεν φαίνεται πιστευτόν, το λέγουσιν όμως. Και η μεν καταγωγή του Γαργιτάου τοιαύτη ήτο· εξ αυτού δε εγεννήθησαν τρεις παίδες, ο Λιπόξαϊς, ο Αρπόξαϊς και ο νεώτατος Κολάξαϊς. Επί της βασιλείας αυτών, εκ του ουρανού φερόμενα χρυσά έργα, άροτρον, ζυγός, πέλεκυς, ποτήριον, έπεσαν εις την Σκυθικήν. Πρώτος ο πρεσβύτατος τα είδε και επλησίασε διά να τα λάβη· αλλ' εις την προσέγγισιν του ο χρυσός εξέβαλε φλόγας. Μακρυνθέντος αυτού, επλησίασεν ο δεύτερος αλλά συνέβησαν τα αυτά. Ο δε καίων χρυσός, αφού απώθησε τους δύο τούτους, εσβέσθη όταν επλησίασεν ο τρίτος ο νεώτατος όστις τον έλαβε και τον έφερε εις την κατοικίαν του. Οι πρεσβύτεροι λοιπόν αδελφοί, εννοήσαντες τι εσήμαινε το θαύμα εκείνο, παρέδωκαν όλην την βασιλείαν εις τον νεώτατον.
6. Από μεν του Λιποξάιος κατάγονται οι Σκύθαι των οποίων το γένος καλείται Αυχάται· από δε του δευτέρου Αρποξάιος οι λεγόμενοι Κατίαροι και Κράσπιες, από δε του νεωτάτου αυτών οι βασιλικοί Σκύθαι οι καλούμενοι Παραλάται. Όλοι δε κοινώς καλούνται Σκόλοτοι, από του ονόματος του βασιλέως των· Σκύθας δε τους ωνόμασαν οι Έλληνες.
7. Τοιαύτη, ως λέγουσιν οι Σκύθαι, είναι η καταγωγή των, προσθέτουσι δε ότι παρήλθον χίλια έτη, όχι περισσότερα, αλλ' ακριβώς τόσα, από του βασιλέως Γαργιτάου μέχρι της επιδρομής του Δαρείου. Τον ιερόν δε τούτον χρυσόν φυλάττουσιν οι βασιλικοί Σκύθαι επιμελώς και κατ' έτος τω αποτείνουσι δεήσεις και ζητούσι να τον καταστήσωσιν ευμενή διά μεγάλων θυσιών. Όστις δε κρατών τον χρυσόν διαρκούσης της εορτής αποκοιμηθή εν υπαίθρω, αυτός, λέγουσιν οι Σκύθαι, δεν ζη εκείνον τον χρόνον, και διά τούτο δίδεται εις αυτόν τόση γη όσην δύναται να διατρέξη έφιππος εις μίαν ημέραν. Επειδή δε η χώρα είναι μεγάλη, ο Κολάξαϊς την διένειμε διά τους υιούς του εις τρία βασίλεια, και εξ αυτών έν έκαμε μέγιστον, εκείνο όπου φυλάττεται ο χρυσός. Τα απώτερα μέρη τα προς άρκτον των κατοικουμένων χωρών, λέγουσιν οι Σκύθαι ότι ούτε να τα ίδη τις δύναται ούτε να τα πλησιάση ένεκα των πτερών τα οποία είναι κεχυμένα εις τον αέρα και εις το έδαφος· είναι δε τόσα πολλά, ώστε εμποδίζουσι την όρασιν.
8. Ταύτα λέγουσιν οι Σκύθαι περί εαυτών και περί της χώρας των· αλλ' οι Έλληνες οι κατοικούντες τας όχθας του Ευξείνου πόντου άλλως διηγούνται τα πράγματα. Ο Ηρακλής, λέγουσιν, ελαύνων τας βους του Γηρυόνου, έφθασεν εις την έρημον γην την οποίαν νέμονται σήμερον οι Σκύθαι. O Γηρυόνης κατώκει μακράν του Πόντου, εις την νήσον την οποίαν οι Έλληνες καλούσιν Ερύθειαν, κειμένην πλησίον των Γαδείρων, εν τω Ωκεανώ, πέραν των Ηρακλείων στηλών. Ο δε Ωκεανός ούτος λέγουσι μεν ότι αρχίζει από το μέρος όπου ανατέλλει ο ήλιος και τρέχει περί όλην την γην, αλλά δεν φέρουσιν ουδεμίαν απόδειξιν τούτου. Εντεύθεν ο Ηρακλής έφθασεν εις την σήμερον καλουμένην Σκυθικήν χώραν, όπου ο χειμών και το ψύχος τον κατέλαβον· εκαλύφθη λοιπόν με την λεοντήν και εκοιμήθη. Αλλ' οι ίπποι του οχήματος, βόσκουσαι εις αυτό το διάστημα, εγένοντο άφαντοι κατά υπερφυσικήν τινα αιτίαν.
9. Ότε ηγέρθη ο Ηρακλής τας εζήτει, και διατρέξας όλην την χώραν έφθασε τέλος εις την καλουμένην Υλαίαν. Εκεί εύρεν εντός άντρου μιξοπάρθενόν τινα έχιδναν, της οποίας τα μεν άνω των γλουτών ήσαν γυναικός, τα δε κάτω όφεως. Ιδών αυτήν και θαυμάσας ο Ηρακλής, την ηρώτησεν εάν είδε που ίππους πλανωμένας· εκείνη δε είπεν ότι τας έχει, αλλά δεν τας αποδίδει εις αυτόν πριν ή μιχθή μετ' αυτής. Επί τω όρω τούτω εμίγη μετ' αυτής ο Ηρακλής, αλλ' η έχιδνα ανέβαλλε την απόδοσιν των ίππων, επιθυμούσα να ζη μετ' αυτού οίον το δυνατόν πλειότερον χρόνον. Εκείνος όμως ήθελε να τας λάβη και να αναχωρήση. Τέλος πάντων τας απέδωκε λέγουσα προς αυτόν. ««Τας μεν ίππους ταύτας εδώ σοι έσωσα εγώ, συ δε μοι επλήρωσες τα σώστρα, διότι συνέλαβον εκ σου τρεις παίδας· τούτους αφού γίνωσιν άνδρες, τι πρέπει να τους κάμω; να τους αποκαταστήσω εις την χώραν ταύτην της οποίας είμαι κυρία, ή να τους πέμψω προς σε;» Εκείνη μεν ταύτα ηρώτησεν· ο δε Ηρακλής, ως λέγουσιν οι Έλληνες, απεκρίθη· «Όταν ίδης τους παίδας να γίνωσιν άνδρες, δεν θα σφάλης πράττουσα αυτό το οποίον θα σοι είπω. Αποκατάστησον εις την χώραν εκείνον εκ των τριών τον οποίον θα ίδης τείνοντα τοιουτοτρόπως το τόξον τούτο και ζωννύμενον κατ' αυτόν τον τρόπον τον ζωστήρα τούτον· εκείνους δε τους οποίους ιδής ότι δεν είναι ικανοί να πράξωσιν αυτά τα οποία σοι παραγγέλλω, δίωξον από την χώραν. Εάν πράξης ούτω, και συ θα ευχαριστηθής καί τας διαταγάς μου θα εκπληρώσης.»
10. Ταύτα ειπών ο Ηρακλής έλαβεν έν των τόξων του (διότι έως τότε είχε δύο) και λύσας τον ζωστήρα όστις εις το άκρον της συμβολής είχε φιάλην χρυσήν, παρέδοσε το τόξον και τον ζωστήρα, και ανεχώρησεν. Όταν δε τα εξ αυτής γεννηθέντα παιδία ηνδρώθησαν, η Έχιδνα κατ' αρχάς τοις έδωκεν ονόματα, και τον μεν ωνόμασεν Αγάθυρσον, τον δε δεύτερον Γελωνόν και τον νεώτατον Σκύθην. Έπειτα ενθυμήθη όσα τη παρήγγειλεν ο Ηρακλής. Δύο των υιών της, ο Αγάθυρσος και ο Γελωνός, δεν ηδυνήθησαν να εκτελέσωσι τον προσβληθέντα αγώνα και έφυγον εκ της χώρας διωχθέντες υπό της μητρός των, ο δε νεώτατος αυτών Σκύθης εκτελέσας τα απαιτούμενα έμεινεν εν τη χώρα. Εκ του Σκύθου τούτου, υιού του Ηρακλέους κατάγονται όλοι οι βασιλείς των Σκυθών, ένεκα δε της φιάλης, οι Σκύθαι φέρουσιν ακόμη φιάλας εις την ζώνην των. Τούτο μόνον εμηχανεύθη η μήτηρ προς χάριν του Σκύθου. Ταύτα διηγούνται οι Έλληνες οι κατοικούντες τον Εύξεινον Πόντον.
11. Περί του αυτού πράγματος υπάρχει και άλλη παράδοσις την οποίαν αφότου ήκουσα προτιμώ. Οι νομάδες Σκύθαι οι κατοικούντες εν τη Ασία, πιεσθέντες υπό των πολεμούντων αυτούς Μασσαγετών έφυγον και διαβάντες τον ποταμόν Αράξην ήλθον εις την Κιμμερίαν γην· διότι η γη την οποίαν κατοικούσι τώρα οι Σκύθαι ανήκεν άλλοτε, ως λέγουσιν, εις τους Κιμμερίους. Οι δε Κιμμέριοι, επειδή ήρχοντο εναντίον των οι Σκύθαι, ιδόντες την έφοδον τόσου στρατού, συνεσκέφθηααν· ήσαν δε αι γνώμαι διηρημέναι, έντονοι μεν αμφότεραι, καλλιτέρα όμως η των βασιλέων. Ο μεν δήμος έλεγεν ότι ήτο ανάγκη να κινδυνεύσωσι πολεμούντες προς πολλούς, η δε γνώμη των βασιλέων ήτο ότι εξ εναντίας έπρεπε να μείνωσι και να υπερασπίσωσι την χώραν των κατά των επερχουμένων εχθρών. Και οι μεν βασιλείς ηρνήθησαν να ενδώσωσιν εις τον δήμον, ο δε δήμος ηρνήθη να υπακούση εις τους βασιλείς· βλέποντες δε ούτοι ότι η μερίς του δήμου επέμενε να αναχωρήση και παραδώση την χώραν αμαχητί εις τους επιόντας, απεφάσισαν αποθανόντες να ταφώσιν εκεί και να μη φύγωσι μετά του δήμου, αναλογιζόμενοι όσα καλά απήλαυσαν και όσα κακά ήτο ενδεχόμενον να τοις συμβώσιν εάν έφευγον εκ της πατρίδος των. Ταύτα αποφασίσαντες, διηρέθησαν εις δύο ισάριθμα σώματα και επέπεσαν κατ' αλλήλων. Και αυτούς μεν αποθανόντας εκουσίως έθαψεν ο δήμος των Κιμμερίων εις τας όχθας του ποταμού Τύρου, όπου φαίνεται εισέτι ο τάφος των· ο δε δήμος αφού τους έθαψεν ανεχώρησε και ελθόντες οι Σκύθαι εύρον την χώραν έρημον.
12. Έτι και σήμερον υπάρχουσιν εις την Σκυθίαν Κιμμέρια πόλις, τα Κιμμέρια Πορθμεία, χώρα τις καλουμένη Κιμμερία και ο λεγόμενος Κιμμέριος Βόσπορος. Φαίνεται δε ότι οι Κιμμέριοι φυγόντες εις την Ασίαν ένεκα των Σκυθών αποκατεστάθησαν εις την χερσόνησον όπου σήμερον είναι η ελληνική πόλις Σινώπη· είναι βέβαιον επίσης ότι οι Σκύθαι καταδιώκοντες αυτούς επλανήθησαν της οδού και εισέβαλον εις την Μηδικήν γην, διότι οι μεν Κιμμέριοι φεύγοντες ηκολούθουν πάντοτε το παραθαλάσσιον, οι δε Σκύθαι τους εδίωκον έχοντες τον Καύκασον προς τα δεξιά, και τραπέντες προς τα μεσόγαια έφθασαν εις την Μηδίαν. Είπα λοιπόν και τον λόγον τούτον τον οποίον κοινώς και οι Έλληνες και οι βάρβαροι λέγουσι.
13. Αλλ' ο Αριστέας του Καϋστροβίου, Προκοννήσιος εποποιός, λέγει ότι εμπνευσθείς υπό του Φοίβου μετέβη εις τους Ισσηδόνας· πέραν του λαού τούτου, προσθέτει, κατοικούσιν οι Αριμασποί, άνθρωποι μονόφθαλμοι· πέραν των Αριμασπών οι χρυσοφύλακες γρύπες, και πέραν αυτών οι Υπερβόρειοι, εκτεινόμενοι μέχρι της θαλάσσης. Όλοι οι λαοί ούτοι, κατά τον ποιητήν, εκτός των Υπερβορείων, αδιακόπως κάμνουσιν επιδρομάς εναντίον των γειτόνων των, και ότι πρώτοι ήρχισαν τούτο οι Αριμασποί· ώστε υπό μεν των Αριμασπών διώκονται εκ της χώρας οι Ισσηδόνες, υπό δε των Ισσηδόνων οι Σκύθαι. Τέλος δε οι Κιμμέριοι, οι κατοικούντες τα παράλια του Ευξείνου Πόντου, πιεσθέντες υπό των Σκυθών, εγκατέλιπον τας γαίας των. Ούτω δε μήτε ο Αριστέας δεν συμφωνεί μετά των Σκυθών περί της χώρας των.
14. Ανέφερα την πόλιν εξ ης κατήγετο ο ποιητής ούτος· θα είπω δε τώρα εκείνο το οποίον ήκουσα περί αυτού εις την Προκόννησον και την Κύζικον. Λέγουσιν ότι ο Αριστέας, όστις ουδενός των πολιτών ήτο κατώτερος κατά το γένος, εισελθών εις τι πλυντήριον εν Πρoκοννήσω, απέθανεν αιφνιδίως· ο κναφεύς κλείσας το εργαστήριόν του έδραμε να ειδοποιήση τους συγγενείς του αποθανόντος. Αφού δε διεδόθη εις την πόλιν η είδησις ότι απέθανεν ο Αριστέας, Κυζηκινός τις ελθών της πόλεως Αρτάκης εφιλονείκει με τους λέγοντας τούτο, βεβαιών ότι συνήντησε τον Αριστέαν μεταβαίνοντα εκ της Αρτάκης εις την Κύζικον και ότι συνωμίλησε μετ' αυτού. Ενώ δε υπεστήριζε τα λεγόμενά του επιμόνως, οι συγγενείς μετέβησαν εις την κατοικίαν του κναφέως έχοντες μεθ' εαυτών και εκείνα τα οποία απητούντο διά να άρωσι το σώμα. Ανοιχθείσης της οικίας δεν ευρέθη ο Αριστέας ούτε νεκρός ούτε ζων. Επτά έτη μετά ταύτα εφάνη εις την Προκόννησον και έκαμε τους στίχους τούτους τους οποίους σήμερον οι Έλληνες καλούσιν Αριμασπείους· αφού δε τους έκαμνεν, έγινεν άφαντος και εκ δευτέρου. Ταύτα διηγούνται αι δύο αύται πόλεις.
15. Τα δε ακόλουθα έμαθον ότι συνέβησαν εις τους Μεταποντίνους τους εις την Ιταλίαν, τριακόσια τεσσαράκοντα έτη μετά την εξαφάνισιν του Αριστέου, ως εύρισκον εγώ αριθμήσας τα έτη ότε ήμην εις την Προκόννησον και το Μεταπόντιον. Οι Μεταποντίνοι διηγούνται ότι ο Αριστέας φανείς εις την χώραν των τους διέταξε να ιδρύσωσι ναόν εις τον Απόλλωνα και να στήσωσι πλησίον αυτού ανδριάντα έχοντα επωνυμίαν Αριστέου του Προκοννησίου. Εξ όλων των Ιταλιωτών λαών, έλεγεν, είσθε οι μόνοι τους οποίους επεσκέφθη ο Απόλλων· εγώ αυτός, όστις σήμερον είμαι Αριστέας, τον συνώδευον, και τότε ήμην κόραξ.» Και ο μεν Αριστέας ταύτα ειπών εγένετο άφαντος, οι δε Μεταποντίνοι λέγουσιν ότι πέμψαντες εις τους Δελφούς ηρώτωυ τον θεόν τι εσήμαινον οι λόγοι εκείνοι του φάσματος, η δε Πυθία τους διέταξε να υπακούσωσιν εις αυτά, υποσχομένη ότι ήθελε προκύψει καλόν. Τότε οι Μεταποντίνοι πεισθέντες εξετέλεσαν τα διατασσόμενα, και σήμερον ίσταται ανδριάς επωνυμίαν έχων Αριστέου πλησίον αυτού του αγάλματος του Απόλλωνος και περί αυτόν υπάρχουσι δάφναι πεφυτευμέναι. Ίσταται δε το άγαλμα εν τη αγορά. Και περί μεν του Αριστέου αρκούσιν όσα είπον.
16. Ουδείς δε γνωρίζει μετά βεβαιότητος τι υπάρχει άνω της χώρας, περί ης η ρύμη της διηγήσεως με φέρει να ομιλήσω, ούτε ηδυνήθην ν' ακούσω τινά λέγοντα ότι εγνώριζέ τι ιδίοις όμμασιν, ούτε αυτός δε ο Αριστέας, περί του οποίου ωμίλησα προ ολίγου ανέφερε ποτέ εις τους στίχους του ότι επροχώρησε πέραν των Ισσηδόνων, αλλά τα ανώτερα εκείνων μέρη τα διηγείται εξ ακοής, ομολογών ότι οι Ισσηδόνες τα είπον εις αυτόν. Ημείς όμως θα διηγηθώμεν όλα όσα ηδυνήθημεν να εξακριβώσωμεν περί των μεμακρυσμένων τούτων μερών.
17. Από του εμπορικού λιμένος του Βορυσθένους (καθότι τούτο είναι το κεντρικώτατον σημείον εξ όλων των μερών της Σκυθίας), οι πρώτοι κάτοικοι είναι οι Καλλιπίδαι, όντες Ελληνοσκύθαι· άνωθεν αυτών είναι άλλο έθνος, οι καλούμενοι Αλαζώνες, οίτινες τας αυτάς συνηθείας έχουσι μετά των Σκυθών· σπείρουσι και τρώγουσι σίτον, κρόμμυα, σκόροδα, φακήν, κέγχρους. Υπεράνω των Αλαζώνων κατοικούσιν οι γεωργοί Σκύθαι, οίτινες σπείρουσι τον σίτον ουχί διά να τρώγωσιν, αλλά διά να τον πωλώσι. Τούτων υπεράνω κατοικούσιν οι Nευροί, προς βοράν δε των Νευρών, καθ' όσον ημείς γνωρίζομεν, δεν κατοικούσι πλέον άνθρωποι. Ταύτα είναι τα έθνη τα παρά τον Ύπανιν ποταμόν και προς δυσμάς του Βορυσθένους.
18. Πέραν δε του Βορυσθένους, αρχίζοντες από την θάλασσαν, πρώτον μεν είναι η Υλαία, μετ' αυτήν δε κατοικούσι Σκύθαι γεωργοί τους οποίους οι παρά τον Ύπανιν ποταμόν οικούντες Έλληνες καλούσι Βορυσθενείτας, εαυτούς ονομάζοντες Ολβιοπολίτας. Ούτοι λοιπόν οι γεωργοί Σκύθαι νέμονται προς ανατολάς μεν τριών ημερών οδόν μέχρι του ποταμού τον οποίον καλούσι Παντικάπην, προς βοράν δε μέχρις ένδεκα ημερών πλουν άνω του Βορυσθένους· υπεράνω δε τούτων είναι έρημος μεγάλης εκτάσεως. Πέραν της ερήμου ευρίσκονται οι Ανδροφάγοι, έθνος αυτόχθον και ουδόλως Σκυθικόν. Τούτων άνωθεν η χώρα είναι εντελώς ακατοίκητος, ουδέ υπάρχει έθνος τι ανθρώπων, καθ' όσον ημείς ηξεύρομεν.
19. Προς ανατολάς των γεωργών τούτων Σκυθών, διαβαίνων τις τον Παντικάπην ποταμόν εισέρχεται αμέσως εις τους νομάδας Σκύθας οίτινες ούτε σπείρουσιν ούτε καλλιεργούσιν, είναι δε η χώρα αυτών, πλην της Υλαίας, γυμνή δένδρων. Οι νομάδες ούτοι νέμονται γην δεκατεσσάρων ημερών οδού, ήτις εκτείνεται μέχρι του ποταμού Γέρρου.
20. Πέραν του ποταμού τούτου είναι οι καλούμενοι βασιλικοί Σκύθαι, οι άριστοι, οι πολυαριθμότατοι, οι νομίζοντες τους άλλους Σκύθας δούλους των. Εκτείνονται δε ούτοι προς μεσημβρίαν μεν μέχρι της Ταυρικής, προς ανατολάς δε μέχρι της τάφρου την οποίαν ώρυξαν οι εκ των τυφλών γεννηθέντες, και μέχρι του εμπορικού λιμένος της Μαιώτιδος λίμνης όστις καλείται Κρημνοί· τινές δ' εξ αυτών εκτείνονται μέχρι του ποταμού Τανάιδος. Άνωθεν των βασιλικών Σκυθών, προς βοράν, κατοικούσιν οι Μελάγχλαινοι, άλλο έθνος και ουχί Σκυθικόν· άνωθεν δε των Μελαγχλαίνων είναι λίμναι και γη ακατοίκητος, καθ' όσον ημείς ηξεύρομεν.
21. Αφού διαβή τις τον Τάναϊν, παύει πλέον η Σκυθία, και ο μεν πρώτος κλήρος είναι των Σαυροματών οίτινες αρχόμενοι εκ του μυχού της Μαιώτιδος λίμνης κατοικούσι προς βοράν διάστημα δεκαπέντε ημερών οδόν, όπου ούτε καρποφόρα δένδρα υπάρχουσιν ούτε άγρια. Ανωτέρω τούτων, έχουσι τον δεύτερον κλήρον οι Βουδίνοι νεμόμενοι γην κεκαλυμμένην υπό παντός είδους δένδρων.
22. Υπεράνω των Βουδίνων, προς βοράν, πρώτον μεν είναι έρημος επτά ημερών οδού· μετά την έρημον, κλίνοντες περισσότερον προς ανατολάς, κατοικούσιν οι Θυσαγέται, έθνος πολυάριθμον και ίδιον, όπερ ζη εκ της θήρας. Γείτονες τούτων εις τους αυτούς τόπους κατοικούσιν οι Ιύρκαι οίτινες ωσαύτως ζώσιν εκ της θήρας. Ο θηρευτής αναβάς εις δένδρον (διότι τα δένδρα είναι πολλά ανά πάσαν την χώραν) παραμονεύει, εις την ρίζαν δε του δένδρου αφίνει τον ίππον του όστις είναι δεδιδαγμένος να κήται επί της κοιλίας, να φαίνεται μικρότατος και να ήναι έτοιμος καθώς και είς κύων. Όταν δε ιδή το θήρευμα από του δένδρου, τοξεύει αυτό, αναβαίνει επί τον ίππον, το διώκει, και ο κύων το συλλαμβάνει. Υπεράνω τούτων, πάντοτε αποκλίνοντες προς ανατολάς, κατοικούσιν άλλοι Σκύθαι, αποστατήσαντες από των άλλων βασιλικών Σκυθών και ελθόντες εις τον τόπον τούτον.
23. Μέχρι της χώρας των Σκυθών τούτων, όλα τα μέρη τα οποία περιέγραψα είναι πεδινά και βαθύγαια, πέραν δε τούτων είναι πετρώδη και τραχέα. Διερχόμενος τις πολύ μέρος της τραχείας ταύτης χώρας, φθάνει εις τους πρόποδας υψηλών ορέων όπου κατοικούσιν άνθρωποι οίτινες ως λέγεται γεννώνται φαλακροί, και οι άνδρες και αι γυναίκες, έχουσι την ρίνα σιμήν, τα γένεια μεγάλα, γλώσσαν ιδιαιτέραν, ενδυμασίαν μεταχειρίζονται Σκυθικήν και ζώσιν εκ των δένδρων. Το δένδρον εξ ου τρέφονται καλείται ποντικός, το μέγεθος αυτού είναι περίπου το της συκής, παράγει καρπόν ίσον τω κυάμω και έχει πυρήνα. Αφού ωριμάση, κόπτουσι τον καρπόν, θλίβουσιν αυτόν εντός ιματίου και εξάγουσι ρευστόν παχύ και μέλαν το οποίον καλούσιν άσχυ. Το άσχυ τούτο ή λείχουσιν ή μιγνύοντες μετά γάλακτος πίνουσι, και από της παχύτητος της υποστάθμης κατασκευάζουσι πλακούντια και τρώγουσιν αυτά. Κτήνη δεν έχουσι πολλά, διότι δεν υπάρχουσιν εκεί νομαί καλαί. Έκαστος έχει την κατοικίαν του κάτωθεν δένδρου, τον μεν χειμώνα περικαλυπτόμενος με λευκόν κάλυμμα εκ μαλλίου δυνατού, το δε θέρος άνευ καλύμματος. Ουδείς αδικεί αυτούς, καθότι λέγονται ότι είναι ιεροί· ούτε έχουσι κανέν πολεμικόν όπλον. Αφ' ενός μεν, μεσολαβούσιν όπως περαιώσωσι τας διαφοράς των γειτόνων των, αφ' ετέρου δε ο φυγάς όστις ζητεί παρ' αυτοίς άσυλον, δεν αδικείται υπ' ουδενός. Ονομάζονται δε Οργιεμπαίοι.
24. Μέχρι των φαλακρών τούτων πολύ γνωστός είναι ο τόπος καθώς και τα έθνη όσα είναι πριν φθάσωμεν εις αυτούς, καθότι και Σκύθαι τινές φθάνουσιν εις αυτούς, και δεν είναι δύσκολον να λάβη τις πληροφορίας είτε παρ' αυτών είτε παρά των Ελλήνων του λιμένος του Βορυσθένους και των άλλων λιμένων του Ευξείνου πόντου. Εκ δε των Σκυθών όσοι έρχονται εις αυτούς, διαπραγματεύονται δι' επτά διερμηνέων και επτά γλωσσών.
25. Μέχρι των Αργιππαίων λοιπόν είναι γνωστός ο τόπος· μακρύτερον όμως, ουδέν δύναται τις να είπη ακριβώς, διότι τέμνουσι την χώραν όρη υψηλά τα οποία ουδείς υπερβαίνει. Αλλ' οι φαλακροί ούτοι λέγουσι, και κατ' εμέ δεν είναι πιστευτοί, ότι κατοικούσι τα όρη ταύτα άνθρωποι με πόδας αιγός, και ότι υπερβαίνων τις αυτούς φθάνει εις άλλους ανθρώπους, οίτηνες κοιμώνται έξ μήνας. Ουδόλως παραδέχομαι τούτο, αλλά λέγω ότι τα μεν προς ανατολάς των φαλακρών μέρη είναι γνωστά ότι κατοικούνται υπό Ισσηδόνων, περί δε των προς βοράν των φαλακρών και των Ισσηδόνων ουδέν άλλο είναι γνωστόν ειμή ό,τι λέγουσιν αυτοί οι ίδιοι.
26. Οι Ισσηδόνες, ως λέγεται, έχουσι τα ακόλουθα έθιμα. Όταν αποθάνη τινός ο πατήρ, όλοι οι συγγενείς φέρουσι ζώα· έπειτα, αφού τα θυσιάσωσι και τα διαμελίσωσι, διαμελίζουσιν επίσης τον πατέρα του φιλοξενούντος· αναμίξαντες δε όλα τα κρέατα τα παραθέτουσι προς δείπνον. Την δε κεφαλήν αυτού ψιλώσαντες και καθαρίσαντες καταχρυσούσι, και έπειτα μεταχειρίζονται αυτήν ως είδωλον προσφέροντες κατ' έτος μεγάλας θυσίας. Το έθιμον τούτο ομοιάζει προς το των Ελλήνων οίτινες εορτάζουσι την επέτειον ημέραν του θανάτου των πατέρων των. Άλλως οι Ισσηδόνες φημίζονται ως άνθρωποι δίκαιοι, και αι γυναίκες έχουσι την αυτήν εξουσίαν με τους άνδρας· είναι δε και ούτοι γνωστοί.
27. Ανωτέρω αυτών λέγουσιν οι Ισσηδόνες ότι υπάρχουσιν άνθρωποι μονόφθαλμοι και γρύπες φύλακες του χρυσού. Από τους Ισσηδόνας το παρέλαβον και το επαναλαμβάνουσιν οι Σκύθαι, παρά δε των Σκυθών το παρεδέχθημεν ημείς οι άλλοι και ονομάζομεν αυτούς Σκυθιστί Αριμασπούς, διότι άριμα οι Σκύθαι λέγουσι το έν, σπου δε τον οφθαλμόν.
28. Τόσον δυσχείμερος είναι όλη η χώρα, την οποίαν περιέγραψα, ώστε επί οκτώ μήνας το ψύχος είναι αφόρητον. Κατ' αυτούς τους μήνας εάν χύσης ύδωρ δεν κάμνεις πηλόν, αλλ' εάν ανάψης πυρ κάμνεις πηλόν. Πήγνυται δε και η θάλασσα επίσης ως ο Κιμμέριος Βόσπορος, και επί του κρυστάλλου περιπατούσι τα στρατεύματα των Σκυθών οίτινες κατοικούσιν εντός της τάφρου και ελαύνουσι τας αμάξας πέραν εις τους Σινδούς. Τοιούτος χειμών διατελεί επί οκτώ μήνας, τους δ' επίλοιπους τέσσαρας είναι ακόμη ψύχος. Ο χειμών των κλιμάτων τούτων διαφέρει εκείνου όστις υπάρχει εις όλας τας άλλας χώρας· καθ' όλην ταύτην την ώραν του έτους δεν γίνονται μεγάλαι βροχαί, κατά δε το θέρος δεν παύει η βροχή. Όταν γίνωνται βρονταί εις τα άλλα μέρη, τότε εκεί δεν γίνονται, το δε θέρος είναι συνεχείς. Εάν συμβή κατά τον χειμώνα βροντή, νομίζεται ως θαύμα· εάν δε συμβή σεισμός είτε κατά το θέρος είτε κατά τον χειμώνα, τούτο νομίζεται θαύμα δι' όλην την Σκυθίαν. Οι ίπποι συνειθίζουσιν εις τον χειμώνα τούτον και τον υποφέρουσιν, οι ημίονοι όμως και οι όνοι δεν ανέχονται αυτόν. Εξ εναντίας εις κλίματα ηπιώτερα οι μεν ίπποι οι μένοντες εκτεθειμένοι εις το ψύχος αποθνήσκουσιν, οι δε όνοι και οι ημίονοι αντέχουσιν,
29. Νομίζω δε ότι το γένος των βοών της χώρας ταύτης δεν έχει κέρατα ένεκα του ψύχους· βεβαιοί δε την γνώμην μου ο εξής στίχος του Ομήρου εν τη Οδυσσεία·
$$ Η Λυβία όπου τ' αρνία άμα γεννηθώσιν έχουσιν κέρατα.
Και τω όντι τα κέρατα φύονται ταχέως εις τα θερμά κλίματα· αλλ' εις εκείνα όπου το ψύχος είναι δριμύ, δεν φύονται ουδόλως ή μόλις φύονται.
30. Ενταύθα λοιπόν ταύτα γίνονται ένεκα του ψύχους, θαυμάζω δε (καθότι εξ αρχής η διήγησίς μου ηρέσκετο εις τας προσθήκας) διατί εις όλην την Ηλείαν δεν δύνανται να γεννηθώσιν ημίονοι· το κλίμα δεν είναι ψυχρόν, ουδέ υπάρχει άλλο φανερόν αίτιον του γεγονότος τούτου· λέγουσι δε οι Ηλείοι ότι τούτο προέρχεται έκ τινος κατάρας. Διά τούτο όταν έλθη ο καιρός να συλλάβωσιν οι ίπποι, φέρουσιν αυτάς εις τους πλησιοχώρους· εκεί δε τας αφίνουσι να τας αναβώσιν οι όνοι, και αφού συλλάβωσι, τας φέρουσι πάλιν οπίσω.
31. Περί δε των πτερών με τα οποία λέγουσιν οι Σκύθαι ότι είναι πλήρης ο αήρ, τόσον ώστε μήτε να ίδη τις δύναται μήτε να προχωρήση προς το μέρος της ηπείρου, ιδού ποία είναι η γνώμη μου. Εις τα υψηλότερα μέρη της χώρας ταύτης πάντοτε πίπτει χιών, ολιγωτέρα κατά φυσικόν λόγον το θέρος ή τον χειμώνα. Όστις δε είδε χιόνα πίπτουσαν αφθόνως, εκείνος εννοεί τι λέγω· και τωόντι η χιών ομοιάζει με πτερά. Ένεκα λοιπόν αυτού του δριμέος χειμώνος τα βόρεια μέρη της ηπείρου ταύτης είναι ακατοίκητα. Νομίζω δε ότι οι Σκύθαι και οι περίοικοι αυτών, μεταχειριζόμενοι γλώσσαν συμβολικήν, καλούσι την χιόνα πτερά. Ταύτα λοιπόν είναι όσα λέγονται περί των απωτάτων τούτων χωρών.
32. Περί δε των υπερβορείων ανθρώπων μήτε οι Σκύθαι μήτε οι άλλοι οι περί τα μέρη εκείνα οικούντες λέγουσι τι, πλην ίσως των Ισσηδόνων· ως νομίζω δ' εγώ, ούτε αυτοί δεν λέγουσι τίποτε, διότι εάν έλεγον τι θα το επανελάμβανον οι Σκύθαι, όπως πράττουσι τούτο και διά τους μονοφθάλμους. Ο Ησίοδος μόνον ανέφερε περί των Υπερβορείων, έτι δε και ο Όμηρος εις τους Επιγόνους, εάν τωόντι ο Όμηρος εποίησε τα έπη ταύτα.
33. Οι Δήλιοι όμως λέγουσι πολύ περισσότερα περί αυτών, διηγούμενοι ότι ιερά τινα αντικείμενα, περιτετυλιγμένα εις άχυρα σίτου εκομίζοντο εκ των Υπερβορείων εις τους Σκύθας· ότι εκ των Σκυθών μετεφέροντο εις τους γείτονάς των, έπειτα, από έθνους εις έθνος, έφθανον μέχρι των εσχάτων προς δυσμάς ορίων, εις τον Αδρίαν· εκείθεν δε πεμπόμενα προς μεσημβρίαν, τα εδέχοντο πρώτοι εκ των Ελλήνων οι Δωδωναίοι· έπειτα εκ της Δωδώνης κατέβαινον εις τον Μαλέαν κόλπον διά να διαβώσιν εις την Εύβοιαν· ότι αι πόλεις της νήσου ταύτης διαδοχικώς τα έπεμπον μέχρι της Καρύστου· ότι από την Κάρυστον, αφίνοντες την Άνδρον προς τα αριστερά, τα μετέφερον οι Καρύστιοι εις την Τήνον και οι Τήνιοι εις την Δήλον. Τοιουτοτρόπως λοιπόν λέγουσιν ότι ήρχοντο εις αυτούς τα ιερά ταύτα αντικείμενα. Ιδού δε πώς συμπληρούσι την διήγησίν των· κατά πρώτην φοράν οι Υπερβόρειοι έπεμψαν διά να φέρωσι τα αναθήματα ταύτα δύο κόρας τας οποίας οι Δήλιοι ονομάζουσιν Υπερόχην και Λαοδίκην, μετ' αυτών δε, ως ασφαλή συνοδείαν, έπεμψαν πέντε εκ των αστών οίτινες σήμερον καλούνται Περφερείς και οίτινες εις την Δήλον τιμώνται πολύ. Αλλ' ούτε αι κόραι ούτε οι συνοδοί επέστρεψαν πλέον εις τους Υπερβορείους· κρίνοντες δε τότε ούτοι ότι θα ήτο άτοπον εάν εξηκολούθει πάντοτε να μη επιστρέφωσιν οι αποστελλόμενοι άνθρωποι, απεφάσισαν να φέρωσι τα αναθήματα μέχρι των συνόρων και να τα παραδίδωσι περιτετυλιγμένα με άχυρα εις τους πλησιεστέρους γείτονας παραγγέλλοντες εις αυτούς να τα προσέχωσι και να τα διαβιβάζωσιν εις άλλο έθνος. Και ταύτα μεν τοιουτοτρόπως πεμπόμενα από έθνους εις έθνος έφθανον, ως λέγεται, εις την Δήλον· ηξεύρω δε εγώ το ακόλουθον όπερ έχει σχέσιν προς τα αναθήματα ταύτα. Αι γυναίκες της Θράκης και της Παιονίας, όταν θυσιάζωσιν εις την βασίλισσαν Αρτέμιδα, ποτέ δεν προσφέρουσι τας θυσίας χωρίς άχυρα σίτου. Και ταύτα μεν ηξεύρω ότι πράττουσιν αυταί.
34. Προς τιμήν δε των παρθένων εκείνων αίτινες ελθούσαι εκ των Υπερβορείων ετελεύτησαν εις την Δήλον, αφιερούσιν οι νέοι και αι νέαι της νήσου ταύτης την κόμην των. Αι μεν νέαι, προ του γάμου των, αποτέμνουσαι ένα πλόκαμον ελίττουσιν αυτόν περί άτρακτον και τον αποθέτουσιν επί του τάφου όστις είναι έσω του ναού της Αρτέμιδος, προς αριστεράν του εισερχομένου και σκιάζεται υπό ελαίας. Οι δε νέοι ελίττουσιν ολίγας τρίχας περί τινα χλόην και αποθέτουσιν αυτάς επίσης επί του τάφου. Και αύται μεν αι παρθένοι τοιαύτην τιμήν λαμβάνουσιν από τους κατοίκους της Δήλου.
35. Λέγουσι δε οι αυτοί Δήλιοι ότι η Άργη και η Ώπις, παρθένοι εκ των Υπερβορείων, διελθούσαι διά των αυτών χωρών, έφθασαν εις την Δήλον προ της Υπερόχης και της Λαοδίκης και ότι έφερον εις την Ειλείθυιαν, χάριν του ευκόλου τοκετού των γυναικών, τον φόρον τον οποίον έταξαν. Προσθέτουσι δε ότι η Άργη και η Ώπις ήλθον ομού με αυτούς τους θεούς και ότι εδόθησαν εις αυτάς άλλαι τιμαί παρά των Δηλίων. Αι γυναίκες επαιτούσιν επικαλούμεναι τα ονόματά των έν τινι ύμνω τον οποίον εποίησεν εις αυτάς ο Λύκιος Ωλήν· παρ' αυτών δε μαθόντες οι νησιώται και οι Ίωνες να υμνώσι την Ώπιν και την Άργην, επικαλούνται επίσης αυτάς επαιτούντες (ο Ωλήν δε ούτος, ελθών εκ της Λυκίας, εποίησεν όλους τους παλαιούς ύμνους τους ψαλλομένους εις την Δήλον.) Όταν δε οι μηροί καίωνται επί του βωμού, λαμβάνουσι την τέφραν και την σκορπίζουσιν επί του τάφου της Ώπιος και της Άργης. Είναι δε ο τάφος ούτος όπισθεν του ναού της Αρτέμιδος, προς ανατολάς, πλησιέστατα του εστιατορίου των Κείων.
36. Και ταύτα μεν αρκούσι διά τους Υπερβορείους, διότι δεν θα αναφέρω την ιστορίαν του Αβάριος όστις, ως λέγεται, ήτο Υπερβόρειος και βέλος τον περιέφερεν ανά πάσαν την γην χωρίς να φάγη τίποτε. Εάν ήναι αληθές ότι υπάρχουσιν υπερβόρειοι άνθρωποι, αναγκαίως θα υπάρχωσι και άλλοι υπερνότιοι. Γελώ δε βλέπων πολλούς περιγράφοντας την γην χωρίς να εξηγώσι τίποτε σαφώς. Τινές τούτων παριστώσι τον Ωκεανόν ρέοντα περί την γην, ως εάν η γη εγένετο στρογγύλη διά τόρνου· υποθέτουσιν επίσης ότι η Ευρώπη είναι μεγάλη όσον η Ασία. Με ολίγας όμως λέξεις θα φανερώσω το μέγεθος εκάστης αυτών και το σχήμα.
37. Οι Πέρσαι οικούσιν εκτεινόμενοι μέχρι της νοτίας θαλάσσης της καλουμένης Ερυθράς. Ανωτέρω αυτών, προς βοράν, οικούσιν οι Μήδοι· ανωτέρω των Μήδων οι Σάσπειρες· ανωτέρω δε των Σασπείρων οι Κόλχοι εκτεινόμενοι μέχρι της βορείας θαλάσσης όπου εισβάλλει ο Φάσις ποταμός. Ταύτα τα τέσσαρα έθνη κατοικούσιν από της μιας θαλάσσης μέχρι της άλλης.
38. Εκείθεν, προς δυσμάς, δύο μεγάλαι ξηραί χωρίζονται και καταβαίνουσι μέχρι της θαλάσσης· ταύτας θέλω περιγράψει. Η μία εξ αυτών προς βοράν μεν αρχίζουσα από τον Φάσιν ποταμόν, ακολουθεί την παραλίαν του Ευξείνου Πόντου και του Ελλησπόντου και φθάνει μέχρι του Τρωικού ακρωτηρίου Σιγείου, προς νότον δε η αυτή αύτη ξηρά αρχομένη από του Μυριανδρικού κόλπου του κειμένου πλησίον της Φοινίκης εκτείνεται παρά την θάλασσαν μέχρι του ακρωτηρίου Τριοπίου. Κατοικούσι δε εις την ξηράν ταύτην έθνη τριάκοντα. Αύτη είναι η μία ξηρά.
39. Η ετέρα, αρχομένη από των Περσών, εκτείνεται μέχρι της Ερυθράς θαλάσσης και περιέχει πρώτον την Περσικήν γην, μετά ταύτα την Ασσυρίαν και τέλος την Αραβίαν· λήγει δε, ουχί φυσικώς αλλά τεχνητώς, εις τον Αράβιον κόλπον, εις το σημείον όπου ο Δαρείος ήνωσε διά διώρυχος τα ύδατα του Νείλου. Από της Περσίας μέχρι της Φοινίκης, η χώρα είναι πλατεία και μεγάλη· από δε της Φοινίκης η ξηρά αύτη παρακολουθεί τα παραθαλάσσια της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου όπου και τελευτά. Εις ταύτην τρία μόνα έθνη κατοικούσι. Τοιούτον είναι το σχήμα της Ασίας, εάν αρχίσωμεν από την Περσίαν και προχωρήσωμεν προς δυσμάς.
40. Τα δε ανωτέρω των Περσών, των Μήδων, των Σασπείρων και των Κόλχων προς ανατολάς, αφ ενός μεν περιορίζει η Ερυθρά θάλασσα, αφ' έτερου δε η Κασπία θάλασσα και ο Αράξης ποταμός όστις ρέει ακολουθών την πορείαν του ηλίου. Η Ασία κατοικείται μέχρι της Ινδικής· μετά ταύτα δε προς ανατολάς είναι έρημος και ουδείς δύναται να είπη τι περί αυτής. Τοιαύτη και τοσαύτη είναι η Ασία.
41. Η δε Λιβύα είναι εις την ετέραν ξηράν, διότι συνέχεται με την Αίγυπτον προς το μέρος της οποίας η ξηρά αύτη είναι στενή· τωόντι από της ημετέρας θαλάσσης μέχρι της Ερυθράς είναι δέκα χιλιάδες οργυιαί όπερ εστί χίλιοι στάδιοι. Από του ισθμού όμως τούτου η χώρα πλατύνεται και λαμβάνει το όνομα Λιβύα.
42. Θαυμάζω λοιπόν εκείνους οίτινες ώρισαν και διήρεσαν την γην εις Λιβύαν, Ασίαν και Ευρώπην, καθότι η μεταξύ των χωρών τούτων διαφορά δεν είναι μικρά. Τωόντι η Ευρώπη κατά μήκος μεν είναι ίση με τας άλλας δύο, κατά πλάτος όμως δεν με φαίνεται αξία να παραβληθή με αυτάς. Η Λιβύα προφανώς περικυκλούται υπό υδάτων, πλην του διαστήματος του αποτελούντος τα προς την Ασίαν σύνορα· πρώτος δε από όσους ημείς ηξεύρομεν έδειξε τούτο ο Νεκώ, ο βασιλεύς της Αιγύπτου. Όταν έπαυσε να σκάπτη την μεταξύ του Νείλου και του Αραβίου κόλπου διώρυχα, εξέπεμψε Φοίνικάς τινας με πλοία διατάξας αυτούς να επιστρέψωσιν εις την βορείαν θάλασσαν διά των Ηρακλείων στηλών και ούτω να επανέλθωσιν εις την Αίγυπτον. Οι Φοίνικες αναχωρήσαντες εκ της Ερυθράς θαλάσοης έπλεον προς νότον· όταν δε έφθανε το φθηνόπωρον προσαρμοζόμενοι έσπειρον την γην εις το μέρος της Λιβύας όπου ήθελον ευρεθή και περιέμενον το θέρος· αφού δε εθέριζον τον σίτον, εξηκολούθουν πάλιν τον πλουν των. Τοιουτοτρόπως δύο έτη παρήλθον, κατά δε το τρίτον κάμψαντες τας Ηρακλείους στήλας επέστρεψαν εις την Αίγυπτον και έλεγον ότι περιπλέοντες την Λιβύαν είχον τον ήλιον εις τα δεξιά, όπερ εγώ μεν δεν πιστεύω, άλλος τις όμως ενδέχεται να πιστεύη. Τοιουτοτρόπως λοιπόν η Λιβύα εγένετο γνωστή κατά πρώτον.
43. Μετά δε ταύτα λέγουσιν οι Καρχηδόνιοι ότι την εγνώρισαν, καθότι ο Αχαιμενίδης Σατάσπης ο υιός του Τεάσπιος, σταλείς επί τούτω δεν περιέπλευσε την Λιβύαν· αλλά φοβηθείς το μήκος του πλου και την ερημίαν, επέστρεψεν οπίσω χωρίς να εκτελέση την ποινήν την οποίαν τω επέβαλεν η μήτηρ του. Ο Σατάσπης ούτος είχε βιάσει την θυγατέρα του Ζωπύρου υιού του Μεγαβύζου, και καθ' ην στιγμήν προς τιμωρίαν του εγκλήματος τούτου έμελλε να ανασκολοπισθή κατά διαταγήν του βασιλέως Ξέρξου, η μήτηρ του, αδελφή ούσα του Δαρείου, εμεσίτευσε και τω εχαρίσθη η ζωή υποσχεθείσα ότι αυτή θα τω επιβάλη τιμωρίαν αυστηροτέραν, να περιπλεύση την Λιβύαν, μέχρις ου φθάση, εις τον Αράβιον κόλπον. Συγκατατεθέντος του Ξέρξου, ο Σατάσπης μετέβη εις την Αίγυπτον, και λαβών εκείθεν πλοίον και ναύτας, έπλευσε μετ' αυτών προς τας Ηρακλείους στήλας· διαβάς δε ταύτας και κάμψας το ακρωτήριον της Λιβύας όπερ καλείται Σολόεις, έπλευσε προς μεσημβρίαν. Αφού όμως διήνυσε θάλασσαν πολλήν εις πολλούς μήνας και είδεν ότι υπελείπετο το περισσότερον μέρος του πλου, επέστρεψεν οπίσω και έπλευσεν εις την Αίγυπτον. Εκ της Αιγύπτου πορευθείς εις τον βασιλέα Ξέρξην διηγείτο ότι εις τας απωτάτας χώρας είχεν ιδή ανθρώπους μικρούς φέροντας ενδύματα εκ φύλλων φοίνικος, οι οποίοι, άμα προσωρμίζετο το πλοίον, έφευγον εις τα όρη εγκαταλείποντες τας πόλεις των, εις τας οποίας εισερχόμενοι οι άνθρωποι του ουδεμίαν βλάβην επροξένουν, αλλά μόνον ελάμβανον ζώα τινα από αυτάς. Αίτιον δε του μη εντελούς περίπλου της Λιβύας έλεγεν ότι ήτο το ακόλουθον· ότι το πλοίον εκάθητο και δεν ήτo δυνατόν να προχωρήση περαιτέρω. Ο δε Ξέρξης μη πιστεύων εις τα λεγόμενα και επειδή δεν εξετέλεσε τον επιβληθέντα αγώνα, διέταξε να τον ανασκολοπίσωσι, κρίνας αυτόν άξιον της πρώτης τιμωρίας. Τούτου του Σατάσπους ευνούχος τις, άμα έμαθε τον θάνατον του δεσπότου του, έφυγεν εις την Σάμον με χρήματα πολλά τα οποία Σάμιός τις κατεχράσθη· γνωρίζω το όνομα αυτού, αλλά δεν θέλω να το είπω.
44. Της δε Ασίας τα περισσότερα μέρη ανεκάλυψεν ο Δαρείος. Θέλων να μάθη εις ποίαν θάλασσαν χύνεται ο Ινδός, ο δεύτερος ποταμός εις τον οποίον ευρίσκονται κροκόδειλοι, έπεμψε μετά πλοίων τον Σκύλακα τον Καρυανδέα και άλλους παρά των οποίων επίστευεν ότι ήθελε μάθει την αλήθειαν. Ούτοι δε αναχωρήσαντες εκ της πόλεως Κασπατύρου και της Πακτυϊκής γης έπλεον προς ανατολάς ακολουθούντες το ρεύμα του ποταμού μέχρι της θαλάσσης. Πλεύσαντες δε ακολούθως εις το πέλαγος προς δυσμάς, έφθασαν κατά τον τριακοστόν μήνα εις τον αυτόν τόπον εκ του οποίου ο βασιλεύς της Αιγύπτου είχε πέμψει τους ανωτέρω μνημονευθέντας Φοίνικας διά να περιπλεύσωσι την Λιβύαν. Μετά τον τελευταίον τούτον περίπλουν ο Δαρείος υπέταξε τους Ινδούς και μετεχειρίζετο την θάλασσαν ταύτην. Τοιουτοτρόπως δε, πλην των προς ανατολάς μερών, τα άλλα ευρέθησαν ότι είναι όμοια με τα της Λιβύας.
45. Ουδείς ηδυνήθη να γνωρίση θετικώς εάν η Ευρώπη, είτε προς ανατολάς, είτε προς το βόρειον μέρος, περιβρέχεται υπό υδάτων, γνωστόν δε είναι μόνον ότι το μήκος αυτής είναι σχεδόν ίσον με το των άλλων δύο. Ούτε δύναμαι να εικάσω πώς, ενώ η γη είναι μία, εδόθησαν εις αυτήν τρία ονόματα, μήτε διατί τα ονόματα ταύτα είναι ονόματα γυναικών, μήτε διατί ο Νείλος εις την Αίγυπτον, και ο Φάσις εις την Κολχίδα ετέθησαν ως όρια (τινές δε λέγουσι τον Τάναϊν ποταμόν της Μαιώτιδος και τα Κιμμέρια Πορθμεία.) Ούτε δύναμαι να μάθω τα ονόματα εκείνων οίτινες έθεσαν αυτά τα όρια, ούτε πόθεν έλαβον αυτάς τας επωνυμίας. Οι πλείστοι των Ελλήνων λέγουσιν ότι η μεν Λιβύα έλαβε το όνομα γυναικός τινος αυτόχθονος, η δε Ασία ωνομάσθη ούτω από της γυναικός του Προμηθέως. Οι Λυδοί όμως οικειοποιούνται αυτό το όνομα και λέγουσιν ότι ωνομάσθη ούτω η Ασία από τον Ασίαν υιόν του Κότυος του Μάνου και όχι από την Ασίαν την γυναίκα του Προμηθέως· τούτου ένεκα φυλή τις των Σάρδεων καλείται Ασίας. Κανείς λοιπόν μεταξύ των ανθρώπων δεν ηξεύρει εάν η Ευρώπη περιβρέχεται υπό υδάτων, μήτε πόθεν έλαβε το όνομά της· εκτός εάν παραδεχθώμεν ότι έλαβε το όνομα της Τυρίας Ευρώπης και ότι πρότερον δεν είχε κανέν όνομα, όπως και αι δύο άλλαι. Αλλ' είναι φανερόν ότι η γυνή αύτη ήτο εκ της Ασίας και ότι ποτέ δεν ήλθεν εις την χώραν την οποίαν σήμερον οι Έλληνες καλούσιν Ευρώπην, αλλά μόνον από την Φοινίκην ήλθεν εις την Κρήτην και εκ της Κρήτης εις την Λυκίαν. Και ταύτα μεν αρκούσι περί του αντικειμένου τούτου· ημείς δε θα εξακολουθήσωμεν μεταχειριζόμενοι τα ονόματα τα οποία εγένοντο δεκτά.
46. Τα δε παράλια του Ευξείνου πόντου όπου ο Δαρείος έφερε τα στρατεύματά του περιέχουσιν έθνη αμαθέστατα, πλην του Σκυθικού. Ούτε έν έθνος υπάρχει εκ των κατοικούντων εντός του Πόντου το οποίον να δυνάμεθα να μνημονεύσωμεν διά την σοφίαν του, μήτε γνωρίζομεν κανένα λόγιον άνδρα, πλην του Σκυθικού έθνους και του Αναχάρτιδος. Το δε Σκυθικόν έθνος εκανόνισε σοφώτερον πάντων των άλλων εθνών τα οποία γνωρίζομεν το σπουδαιότερον από όλα τα ανθρώπινα πράγματα, καθότι τας άλλας αυτού συνηθείας δεν θαυμάζω. Το σπουδαιότερον λοιπόν των ανθρωπίνων πραγμάτων ούτως ερρυθμίσθη παρ' αυτών· ουδείς εξ εκείνων οίτινες εκστρατεύουσι κατ' αυτών είναι βέβαιος ότι θα τους αποφύγη, και εάν θέλωσι να μη τους εύρωσι, κανείς δεν ειμπορεί να τους εύρη· διότι μήτε πόλεις έχουσι μήτε τείχη, αλλ' είναι φερέοικοι. Είναι δε όλοι ιπποτοξόται καί ζώσιν ουχί εκ της γεωργίας, αλλ' εκ της κτηνοτροφίας· έχουσι δε τας κατοικίας των επί αμαξίων. Πώς λοιπόν να μην ήναι απρόσβλητοι και πώς να δυνηθή τις να τους εύρη και να τους πολεμήση;
47. Επενόησαν δε το μέσον τούτο της υπερασπίσεως, διότι και η γη των είναι αρμοδία και οι ποταμοί βοηθούσιν εις τούτο. Τωόντι η γη των είναι πεδιάς χλοώδης και καλώς διαβρεχομένη, μεγάλοι δε ποταμοί ρέουσι δι' αυτής μόλις ολιγώτεροι των εν Αιγύπτω διωρύχων. θα αναφέρω τους μάλλον ονομαστούς και προσπλωτούς από το μέρος της θαλάσσης. Πρώτος είναι ο πεντάστομος Ίστρος· μετ' αυτόν είναι ο Τύρης, ο Ύπανις, ο Βορυσθένης, ο Παντικάπης, ο Γέρρος και ο Τάναϊς· ρέουσι δε ούτοι κατά την εξής διεύθυνσιν.
48. Ο Ίστρος, ο μέγιστος των ποταμών τους οποίους γνωρίζομεν, τρέχει πάντοτε ο ίδιος και το θέρος και τον χειμώνα· ων δε ο πρώτος τον οποίον συναντά τις εις την Σκυθίαν προς τα εσπέρια μέρη, εγένετο μέγιστος καθότι πίπτουσιν εις αυτόν και άλλοι ποταμοί. Εκείνοι δε οίτινες καθιστώσιν αυτόν μέγαν είναι οι ακόλουθοι. Πέντε μεν οι ρέοντες διά της Σκυθικής χώρας, εκείνος τον οποίον οι Σκύθαι καλούσι Πόρατα, οι δε Έλληνες Πυρετόν, ο Τιαραντός, ο Αραρός, ο Νάπαρις και ο Ορδησσός. Ο μεν πρώτος των ποταμών τούτων, μέγας και τρέχων προς ανατολάς, ενόνει τα ύδατά του, μετά του Ίστρου, ο δε δεύτερος, ο Τιαραντός, είναι μικρότερος και ρέει μάλλον δυτικώς, ο δε Αραρός, ο Νάπαρις και ο Ορδησσός, τρέχοντες διά μέσου τούτων, εισβάλλουσιν εις τον Ίστρον. Και ούτοι μεν οι ποταμοί, όντες Σκυθικοί, συντελούσιν εις την αύξησιν αυτού· ο δε Μάρις, ων εκ της χώρας των Αγαθύρσων, ενούται και αυτός με τον Ίστρον.
49. Από δε τας κορυφάς του Αίμου τρεις άλλοι μεγάλοι ποταμοί ρέοντες προς βοράν εισβάλλουσιν εις αυτόν, ο Άτλας, ο Αύρας και ο Τίβισις· διά δε της Θράκης και των Κροβύζων Θρακών ρέοντες ο Άθρυς, ο Νόης και ο Αρτάνης πίπτουσιν εις τον Ίστρον. Εκ των Παιόνων και του όρους της Ροδόπης ο Σκίος ποταμός σχίζων εις το μέσον τον Αίμον εισβάλλει εις αυτόν. Εκ των Ιλλυριών ρέων προς βοράν ο Άγγρος ποταμός εισβάλλει εις την Τριβαλλικήν πεδιάδα και εις τον Βρόγγον ποταμόν, ο δε Βρόγγος εις τον Ίστρον τοιουτοτρόπως δε ο Ίστρος δέχεται αμφοτέρους, όντας μεγάλους. Εκ δε της χώρας της κειμένης υπεράνω των Ομβρίκων ο Κάρπις και ο Άλπις, ρέοντες και ούτοι προς βοράν, εισβάλλουσιν εις αυτόν, διότι ο Ίστρος ρέει δι' όλης της Ευρώπης αρχόμενος εκ των Κελτών οίτινες μετά τους Κύνητας είναι οι τελευταίοι κάτοικοι της Ευρώπης προς δυσμάς· ρέων δε δι' όλης της Ευρώπης εισβάλλει εις την θάλασσαν πλαγίως της Σκυθικής.
50. Αυξάνων εκ των υδάτων των καταλεχθέντων ποταμών και άλλων πολλών, γίνεται ο Ίστρος μέγιστος των ποταμών. Εάν δε παραβάλωμεν μόνον τα ύδατα του Νείλου προς τα του Ίστρου, ευρίσκομεν ότι ο πρώτος είναι πολύ μεγαλείτερος, καθότι ο Νείλος μήτε ποταμόν τινα μήτε κρήνην δέχεται όπως αυξηθή. Ρέει δε ο Ίστρος ίσος και κατά το θέρος και κατά τον χειμώνα διά την εξής, ως νομίζω, αιτίαν· τον χειμώνα έχει το φυσικόν αυτού μέγεθος, ίσως ολίγον περισσότερον, διότι εις την χώραν ταύτην μόλις βρέχει κατά τον χειμώνα, χιών όμως πίπτει πάντοτε· κατά το θέρος η άφθονος χιών η πεσούσα κατά τον χειμώνα αναλυομένη εις όλα τα μέρη έρχεται εις τον Ίστρον. Όθεν και η χιών αύτη η πίπτουσα εις αυτόν συντρέχει εις την αύξησίν του, εν ταυτώ δε αι πολλαί και ορμητικαί βροχαί, διότι κατά το θέρος βρέχει. Όσον δε περισσότερον ύδωρ ανέλκει ο ήλιος το θέρος παρά τον χειμώνα, τόσον τα συνενούμενα με τον Ίστρον ύδατα είναι περισσότερα το θέρος παρά τον χειμώνα, και τοιουτοτρόπως γενομένης της αναπληρώσεως των εξατμιζομένων επέρχεται αντισήκωσις, ώστε ο Ίστρος να φαίνεται πάντοτε ίσος.
51. Είναι λοιπόν ο Ίστρος είς των ποταμών της Σκυθίας, μετά τούτον δε έρχεται ο Τύρος, όστις ορμάται μεν από τα βόρεια μέρη, άρχεται δε ρέων εκ λίμνης μεγάλης ήτις χωρίζει την Σκυθίαν από την Νευρίδα γην. Προ του στόματος αυτού κατοικούσιν Έλληνες οίτινες καλούνται Τυρίται.
52. Τρίτος ποταμός είναι ο Ύπανις όστις ορμάται μεν εκ της Σκυθικής, ρέει δε εκ λίμνης μεγάλης πέριξ της οποίας βόσκουσιν άγριοι ίπποι λευκοί. Ορθώς δε καλείται η λίμνη αυτή μήτηρ του Υπάνεως. Εκ ταύτης λοιπόν εκβαίνων ο Ύπανις ποταμός ρέει μικρός και γλυκύς μέχρι πέντε ημερών πλουν, έπειτα δε εις τεσσάρων ημερών πλουν από της θαλάσσης είναι πολύ πικρός, διότι ρίπτεται εις αυτόν κρήνη τόσον πικρά, ώστε καίτοι μικρά μεταδίδει την πικρότητά της εις όλον τον Ύπανιν όστις μεταξύ των μικρών ποταμών είναι μέγας. Είναι δε η κρήνη αύτη εις τα σύνορα των γεωργών Σκυθών και των Αλαζώνων. Όνομα της κρήνης ταύτης και του μέρους εκ του οποίου ρέει είναι Σκυθιστί μεν Εξαμπαίος, κατά δε την γλώσσαν των Ελλήνων Ιεραί οδοί. Ο Τύρης και ο Ύπανις πλησιάζουσι κατά το μέρος των Αλαζώνων, έπειτα όμως τρεπόμενοι αμφότεροι διάφορον διεύθυνσιν, αφίνουσι μεταξύ των μέγα διάστημα.
53. Τέταρτος είναι ο Βορυσθένης ποταμός όστις, κατά την εμήν γνώμην, είναι μετά τον Ίστρον ο μέγιστος και διά τους ανθρώπους ωφελιμώτατος ου μόνον των Σκυθικών ποταμών, αλλ' όλων των ποταμών, πλην του Νείλου, προς τον οποίον ουδείς άλλος δύναται να συγκριθή. Εκ των λοιπών όμως ο Βορυσθένης προσφέρει μεγίστας ωφελείας εις τους ανθρώπους, διότι και εις τα κτήνη παρέχει νομάς καλλίστας και αφθονωτάτας, και ιχθύς δίδει αρίστους και πολλούς, και το ύδωρ αυτού είναι γλυκύτατον. Ρέει δε καθαρός πλησίον άλλων ποταμών θολερών, τα σιτηρά εις τας όχθας αυτού γίνονται αξιολογώτατα, και η χλόη, εις τα μέρη όπου δεν σπείρεται η χώρα, φθάνει εις ύψος πολύ. Εις το στόμιον αυτού άπειρον άλας πήγνυται αυτόματον, παρέχον προς ταρίχευσιν μεγάλα κήτη άνευ ακάνθης, τα οποία καλούσιν αντακαίους, και πολλά άλλα θαυμασμού άξια. Μέχρι του Γέρρου, εις τον οποίον φθάνει τις μετά τεσσαράκοντα ημερών πλουν, ο Βορυσθένης είναι γνωστόν ότε ρέει καταβαίνων από βορά, πέραν όμως ουδείς γινώσκει διά τίνων ανθρώπων ρέει· είναι δε φανερόν ότι διέρχεται έρημον πριν φθάση εις την χώραν των γεωργών Σκυθών οίτινες εισι παρόχθιοι αυτού κάτοικοι επί δέκα ημερών πλουν. Μόνου τούτου του ποταμού και του Νείλου δεν δύναμαι να σημειώσω τας πηγάς, νομίζω δε ότι ούτε άλλος τις των Ελλήνων. Ρέων δε ο Βορυσθένης φθάνει πλησίον της θαλάσσης και εκεί ενούται μετ' αυτού ο Ύπανις χυνόμενος εις το αυτό έλος. Το μεταξύ των ποταμών τούτων διάστημα, σχηματίζον προεξοχήν της χώρας, καλείται ακρωτήριον του Ιππολάου. Εν αυτώ δε είναι εκτισμένος ναός της Δήμητρας, και απέναντι αυτού του ναού, επί του Υπάνεως, κατοικούσιν οι Βορυσθενείται. Και ταύτα μεν περί των ποταμών τούτων.
54. Πέμπτος δε ποταμός μετ' αυτούς είναι ο Παντικάπης. Ρέει και ούτος από το βόρειον μέρος και από λίμνην, τα δε μεταξύ τούτου και του Βορυσθένους νέμονται οι γεωργοί Σκύθαι. Αφού διασχίση την Υλαίαν, ενούται κατόπιν με τον Βορυσθένη.
55. Έκτος είναι ο Υπάκυρις, όστις πηγάζει μεν εκ λίμνης, ρέων δε διά μέσου των νομάδων Σκυθών, χύνεται πλησίον της πόλεως Καρκινίτιδος, χωρίζων προς τα δεξιά την Υλαίαν και τον Αχίλλειον καλούμενον δεσμόν.
56. Έβδομος ποταμός είναι ο Γέρρος όστις μακρύνεται του Βορυσθένους εις το μέρος όπου είναι γνωστός ο Βορυσθένης· χωρίζεται δε επίσης και εκ του τόπου εις ον δίδει το όνομά του· ρέων δε μέχρι θαλάσσης χωρίζει τους νομάδας Σκύθας από τους βασιλικούς Σκύθας και ενούται με τον Υπάκυριν.
57. Όγδοος ποταμός είναι ο Τάναϊς όστις πηγάζει μακρόθεν έκ τινος μεγάλης λίμνης και χύνεται εις άλλην έτι μεγαλειτέραν, καλουμένην Μαιώτιδα, ήτις χωρίζει τους βασιλικούς Σκύθας από τους Σαυρομάτας. Εις τούτον δε τον Τάναϊν εισβάλλει άλλος ποταμός όστις καλείται Ύργις.
58. Με τούτους λοιπόν τους ονομαστούς ποταμούς εστολίσθησαν οι Σκύθαι. Η δε χλόη η φυομένη εις την Σκυθικήν χώραν προς τροφήν των κτηνών είναι, καθ' όσον ημείς γνωρίζομεν, χολωδεστάτη πασών. Δύναται δέ τις να βεβαιωθή τούτο ανοίγων τα θυσιαζόμενα κτήνη.
59. Τοιουτοτρόπως λοιπόν τα μεν αξιολογώτερα πράγματα ευκολώτατα δύναταί τις να προμηθευθή εις τους Σκύθας, τα δε έθιμα αυτών είναι τα εξής. Εκ των θεών τους μόνους τους οποίους λατρεύουσιν είναι πρώτον η Εστία, έπειτα δε ο Ζευς και η Γη την οποίαν νομίζουσι γυναίκα του Διός· μετ' αυτούς λατρεύουσι τον Απόλλωνα, την Ουρανίαν Αφροδίτην, τον Ηρακλέα και τον Άρην. Και αυτούς μεν τους θεούς λατρεύουσιν όλοι οι Σκύθαι, οι δε βασιλικοί Σκύθαι θυσιάζουσι και εις τον Ποσειδώνα. Ονομάζονται δε Σκυθιστί η μεν Εστία Ταβιτί, ο δε Ζευς, ορθότατα κατ' εμέ, Παπαίος (51), η Γη Απία, ο Απόλλων Οιτόσουρος, η ουρανία Αφροδίτη Αρτίμπασα, και ο Ποσειδών Θαμιμασάδας. Δεν κατασκευάζουσι μήτε αγάλματα, μήτε βωμούς, μήτε ναούς, ειμή εις τον Άρην, εις ον και μόνον εγείρουσιν.
60. Εις όλους τους ιερούς τόπους αι θυσίαι γίνονται κατά τον αυτόν τρόπον. Ιδού δε πώς γίνονται· το θύμα ίσταται όρθιον με δεδεμένους τους εμπροσθίους πόδας· ο δε θύων, ιστάμενος όπισθεν του κτήνους, σύρει το σχοινίον και το ρίπτει χαμαί. Ενώ δε πίπτει το ιερείον, αυτός επικαλείται τον θεόν προς τον οποίον θυσιάζει. Έπειτα θέτει βρόχον περί τον τράχηλον του ζώου και εμβαλών ράβδον στρέφει αυτήν, μέχρις ου το αποπνίξη, ούτε πυρ ανάπτων, ούτε απαρχάς προσφέρων ούτε σπονδάς. Αφού δε το πνίξη και το εκδάρη, τρέπεται προς έψησιν.
61. Επειδή δε η γη των Σκυθών στερείται ξύλων εντελώς, ιδού τι επενόησαν προς έψησιν των κρεάτων· γυμνούντες τα οστά των εκδειρομένων θυμάτων, ρίπτουσι τα κρέατα εις λέβητας επιχωρίους, εάν τύχωσι να έχωσιν, οίτινες πολύ ομοιάζουσι με τους κρατήρας της Λέσβου, εκτός μόνον ότι είναι πολύ μεγαλείτεροι· συγχρόνως θέτουσι τα οστά υπό τους λέβητας, και καίοντες αυτά ψήνουσι τα κρέατα. Εάν δεν έχωσι λέβητας, περικλείουσιν όλα τα κρέατα εις τας γαστέρας των ιερείων ομού με ύδωρ και ανάπτουσι κάτωθεν τα οστά, τα οποία καίουσι θαυμάσια. Χωρούσι δε αι γαστέρες ευκολώτατα τα κρέατα τα γυμνωθέντα των οστών. Τοιουτοτρόπως και ο βους ψήνεται αφ' εαυτού και τα άλλα ιερεία ομοίως. Αφού δε εψηθώσι τα κρέατα, ο θύσας ρίπτει μακράν, ως απαρχάς, μέρος των κρεάτων και των σπλάγχνων, θύουσι δε παντός είδους ζώα, και προ πάντων ίππους.
62. Εις μεν τους άλλους θεούς τοιουτοτρόπως θυσιάζουσι και ταύτα τα κτήνη προσφέρουσιν, εις δε τον Άρην ως εξής. Εις την κωμόπολιν εκάστου νομού ιδρύουσι ναόν κατά τον ακόλουθον τρόπον· φάκελοι φρυγάνων εισί συσσωρευμένοι εις τριών σταδίων μήκος και πλάτος, το ύψος δε αυτών είναι μικρότερον· επί του σωρού τούτου γίνεται τετράγωνον επίπεδον, και αι μεν τρεις πλευραί αυτού εισίν απότομοι, εκ δε της μιας δύναται τις ν' αναβή. Κατ' έτος επιθέτουσιν εκατόν πεντήκοντα αμαξών φρύγανα, καθότι ο σωρός ελαττούται αδιακόπως υπό των ανέμων. Επί εκάστου των ναών τούτων είναι ιδρυμένος αρχαίος ακινάκης σιδηρούς, όστις είναι το άγαλμα του Άρεως. Εις αυτόν δε τον ακινάκην προσφέρουσι θυσίας κτηνών και ίππων, και θυσιάζουσι πλειότερον ή εις τους άλλους θεούς· προς τούτοις από όσους ζωγρήσωσιν εις τον πόλεμον, θυσιάζουσιν ένα εις τους εκατόν, ουχί όμως καθώς θυσιάζουσι τα κτήνη αλλά κατά διάφορον τρόπον. Αφού χύσωσιν οίνον επί της κεφαλής των, σφάζουσι τους ανθρώπους εις αγγείον, το οποίον αναβιβάζοντες έτι του σωρού των φρυγάνων καταβρέχουσι τον ακινάκην με το αίμα· ενώ δε οι μεν αναβιβάζουσιν αυτό, οι άλλοι μένοντες εις τους πρόποδας του σωρού, κόπτουσιν ολοκλήρους τους δεξιούς ώμους των σφαγέντων ανδρών ομού με τας χείρας, και ρίπτουσιν αυτούς εις τον αέρα· έπειτα δε, αφού τελειώσωσι την θυσίαν και των άλλων θυμάτων, αναχωρούσι. Μένουσι δε αι μεν χείρες όπου πέσωσι, τα δε σώματα κεχωρισμένα.
63. Τοιαύται λοιπόν είναι αι θυσίαι των Σκυθών· χοίρους όμως δεν συνειθίζουσι να θυσιάζωσιν, ούτε δέχονται να τρέφωσι τοιούτους εις την χώραν των.
64. Οι δε πολεμικοί των νόμοι είναι οι ακόλουθοι. Τον πρώτον εχθρόν τον οποίον καταβάλη ο Σκύθης, πίνει εκ του αίματός του, φέρει δε εις τον βασιλέα τας κεφαλάς όλων εκείνων τους οποίους φονεύση εν τη μάχη· διότι, εάν μεν φέρη κεφαλήν, μετέχει των λαφύρων, εάν δε δεν φέρη, όχι. Διά να εκδάρη κεφαλήν, την περιτέμνει κύκλω περί τα ώτα, την λαμβάνει εκ των τριχών, την σείει, και αφού το δέρμα αποσπασθή από το κρανίον, αποξέει το κρέας με πλευράν βοός, μαλάσσει έπειτα αυτό μεταξύ των χειρών του· αφού δε το καταστήση τοιουτοτρόπως μαλακόν ως χειρόμακτρον, το κρεμά του χαλινού του ίππου επί του οποίου ιππεύει, και γαυριά. Εκείνος όστις έχει πολλά τοιαύτα δέρματα φημίζεται ως ανδρειότατος. Πολλοί κατασκευάζουσιν εκ των δερμάτων φορέματα και τα ράπτουσιν ως τα ποιμενικά ενδύματα. Πολλοί δε άλλοι, αφού εκδείρωσι τας δεξιάς χείρας των φονευθέντων εχθρών ομού με τους όνυχας, περικαλύπτουσι δι' αυτών τας φαρέτρας των. Είναι δε το δέρμα του ανθρώπου και παχύ και λαμπρόν, και σχεδόν εξ όλων των δερμάτων το μάλλον λευκόν. Άλλοι πάλιν, αφού εκδείρωσιν ολοκλήρους τους ανθρώπους και προσκολλήσωσι το δέρμα των επί ξύλων, περιφέρουσιν αυτό οσάκις ιππεύουσιν. Ταύτα λοιπόν είναι τα πολεμικά των έθιμα.
65. Ιδού δε πώς μεταχειρίζονται τας κεφαλάς, όχι όλων, αλλά των εχθίστων. Πριονίζουσι το κρανίον κάτωθεν των οφρύων και το καθαρίζουσι. Και ο μεν πτωχός το μεταχειρίζεται, αφού το περικαλύψη με δέρμα βοός ακατέργαστον, ο δε πλούσιος το καλύπτει ομοίως με δέρμα βοός κεχρυσωμένον έξωθεν και το μεταχειρίζεται ως ποτήριον. Κατασκευάζουσι δε τοιαύτα ποτήρια και από τας κεφαλάς των συγγενών των, εάν τύχη να έχωσι διαφοράν τινα μεταξύ των και νικήση ο είς τον άλλον, παρόντος του βασιλέως· όταν δε τον επισκέπτονται ξένοι τους οποίους υπολήπτεται, δεικνύει αυτάς τας κεφαλάς και λέγει ότι όντες συγγενείς εγένοντο εχθροί και τους ενίκησεν αυτός. Διηγούνται δε τούτο ως ανδραγάθημα.
66. Άπαξ του έτους έκαστος νομάρχης εις τον νομόν του γεμίζει ένα κρατήρα με οίνον και πίνουσιν εξ αυτού εκείνοι των Σκυθών όσοι εφόνευσαν εχθρούς· όσοι δεν κατώρθωσαν τοιούτο τι, δεν πίνουσιν εξ αυτού του οίνου, αλλ' ως άτιμοι κάθηνται μακράν· και τούτο είναι παρ' αυτοίς μέγιστον όνειδος. Όσοι εφόνευσαν παμπόλλους ανθρώπους, αυτοί έχουσι δύο ποτήρια και πίνουσι με τα δύο.
67. Οι Σκύθαι έχουσι πολλούς μάντεις οίτινες μαντεύονται με πολλάς ράβδους εξ ιτέας κατά τον εξής τρόπον· φέροντες μεγάλα δέματα εκ τοιούτων ράβδων, τα λύουσι, τακτοποιούσι τας ράβδους μίαν προς μίαν και προφητεύουσιν· ενώ δε λέγουσι τας προφητείας των, τινάζουσι πάλιν τας ράβδους και τας σχηματίζουσι δέματα. Τοιούτος είναι ο τρόπος της μαντικής τον οποίον παρέλαβον από τους πατέρας των. Οι δε Εναρείς οι ανδρόγυνοι (52) λέγουσιν ότι η Αφροδίτη τους έδωκε την μαντικήν επιστήμην προλέγουσι δε με φλοιόν φιλύρας. Αφού σχίση ο μάντις την φιλύραν εις τρία, περιτυλίσσει τον φλοιόν εις τους δακτύλους του, έπειτα τον εκτυλίσσει και χρησμοδοτεί.
68. Όταν ο βασιλεύς των Σκυθών ασθενήση, προσκαλεί τρεις μάντεις, τους ονομαστοτάτους, οίτινες μαντεύονται κατά τα ανωτέρω ρηθέντα τρόπον, και σχεδόν πάντοτε λέγουσιν ότι το κακόν προήλθε, διότι ο δείνα ή ο δείνα ώμοσε ψευδώς εις την βασιλικήν εστίαν· είναι δε συνήθεια εις τους Σκύθας, όταν θέλωσι να δώσωσιν επίσημον όρκον, να ομνύωσιν εις την βασιλικήν εστίαν. Άμα είπωσι τούτο, προσάγεται εκείνος τον οποίον κατήγγειλαν ως ένοχον ψευδορκίας· αφού δε έλθη, οι μάντεις τον κατηγορούσι λέγοντες ότι διά της μαντικής απεδείχθη καταφανώς ότι επιώρκησεν ορκισθείς εις την βασιλικήν εστίαν και ότι η ασθένεια του βασιλέως δεν έχει άλλην αιτίαν. Τότε ο κατηγορούμενος αρνείται, λέγει ότι δεν επιώρκησε και θρηνολογεί. Επειδή λοιπόν αρνείται τούτο, ο βασιλεύς προσκαλεί άλλους διπλασίους μάντεις, και εάν διά της μαντικής αποδείξωσιν ούτοι ότι τωόντι επιώρκησεν ο άνθρωπος, τότε αμέσως τον αποκεφαλίζουσι, και οι πρώτοι μάντεις μοιράζονται την περιουσίαν του. Εάν δε οι δεύτεροι μάντεις τον αθωώσωσι, προσκαλούνται άλλοι, και έπειτα άλλοι. Επί τέλους, όταν οι πλειότεροι αθωώσωσι τον άνθρωπον, αποφασίζεται να θανατωθώσιν οι πρώτοι μάντεις.
69. Διά να τους θανατώσωσι δε πληρούσιν άμαξαν με φρύγανα, ζευγνύουσιν εις αυτήν ίππους, αναγκάζουσι τους καταδικασθέντας να αναβώσιν εις το μέσον των φρυγάνων με τας χείρας δεδεμένας όπισθεν, τους πόδας περικεκλεισμένους εις πέδας και το στόμα πεφραγμένον· τιθεμένου δε πυρός εις τα φρύγανα, οι βόες εξαγριούνται και παρασύρουσι την άμαξαν. Και πολλοί μεν βόες συγκατακαίονται με τους μάντεις, πολλοί δε σώζονται περικεκαυμένοι αφού κατακαυθή ο ρυμός αυτών. Κατακαίουσι δε τους μάντεις ουχί μόνον διά την αιτίαν την οποίαν ανέφερα, αλλά και δι' άλλας αιτίας, ονομάζοντες αυτούς ψευδομάντεις. Όσους δε φονεύση ο βασιλεύς, τούτων ουδέ τα τέκνα αφίνει, αλλά φονεύει τα άρρενα και παραιτεί τα θήλεα.
70. Με όσους δε ορκίζονται οι Σκύθαι, ορκίζονται ως εξής· Χύνουσιν οίνον εις μέγα ποτήριον πήλινον, και μιγνύουσιν εν αυτώ αίμα εκείνων οίτινες θα ορκισθώσι κάμνοντες μικράν αμυχήν είτε δι' οπητίου είτε διά της αιχμής μαχαιρίου. Έπειτα βυθίζουσιν εις το αγγείον ακινάκην, βέλη, πέλεκυν και ακόντιον· τούτου γενομένου, λέγουσι κατάρας πολλάς, και έπειτα οι ορκιζομένοι και οι σημαντικότεροι των ακολουθούντων αυτούς πίνουσιν εκ τούτου του κράματος.
71. Ενταφιάζονται δε οι βασιλείς εις τα Γέρρα μέχρι των οποίων ο Βορυσθένης είναι προσπλωτός. Ενταύθα, όταν αποθάνη ο βασιλεύς των, ορύσσουσιν εις την γην μέγα όρυγμα τετράγωνον· άμα δε τούτο ετοιμασθή, λαμβάνουσι τον νεκρόν, του οποίου το μεν σώμα είναι κατακηρωμένον, η δε κοιλία ανοιγείσα και καθαρισθείσα είναι γεμισμένη με κύπερον τετριμμένον, με θυμίαμα, με σπόρον σελίνου και με άνηθον, έπειτα δε πάλιν ερραμμένη· τοιουτοτρόπως δε κομίζουσα αυτόν εν αμάξη εις άλλο έθνος. Εκείνοι οίτινες δεχθώσι το σώμα πράττουσιν όσα και οι βασιλικοί Σκύθαι οίτινες έφεραν αυτό· κόπουσιν ολίγον το ωτίον των, περικείρουσι τας τρίχας της κεφαλής, περιτέμνουσι τους βραχίονας, κάμνουσιν αμυχάς εις το μέτωπον και την ρίνα, και διαπερώσι με βέλη την αριστεράν χείρα. Εκείθεν φέρουσιν εν αμάξη τον νεκρόν του βασιλέως εις άλλο έθνος εξ εκείνων εφ' ων άρχουσιν, οι δε προηγούμενοι εις τους οποίους τον έφεραν ακολουθούσιν. Αφού δε τοιουτοτρόπως περιέλθωσιν όλα τα έθνη κομίζοντες τον νεκρόν, φθάνουσιν επί τέλους εις το έσχατον των εθνών, τα Γέρρα, και εις τους τάφους. Τότε αποθέτουσι τον νεκρόν εις τον τάφον επί στιβάδος, πηγνύοντες ένθεν και ένθεν του νεκρού αιχμάς και επάνω αυτών απλούντες ξύλα τα οποία στεγάζουσι με ψιάθους. Εις το κενόν δε διάστημα του τάφου θάπτουσι μίαν των παλλακίδων την οποίαν πνίγουσιν, ένα οινοχόον, ένα μάγειρον, ένα ιπποκόμον, ένα ιδιαίτερον θεράποντα, ένα αγγελιαφόρον, ίππους, απαρχάς όλων των πραγμάτων του και φιάλας χρυσάς, καθότι δεν μεταχειρίζονται μήτε άργυρον μήτε χαλκόν. Ταύτα ποιήσαντες, ρίπτουσι χώμα και ανυψούσι τον τάφον, αμιλλώμενοι και προθυμούμενοι να τον υψώσωσιν όσον το δυνατόν περισσότερον.
72. Αφού παρέλθη έν έτος, πράττουσι πάλιν τα ακόλουθα· λαμβάνουσι τους προθυμοτάτους εκ των υπολειπομένων θεραπόντων (είναι δε ούτοι Σκύθαι εγχώριοι, διότι τοιούτοι Σκύθαι υπηρετούσι τον βασιλέα εις ό,τι διατάξη, και δεν έχει αργυρωνήτους υπηρέτας)· εξ αυτών λοιπόν των θεραπόντων αφού πνίξωσι πεντήκοντα, και ίππους καλλίστους πεντήκοντα, εκβάλλουσι την κοιλίαν των, την καθαρίζουσι, την γεμίζουσι με άχυρα και την ράπτουσι πάλιν. Έπειτα διά δύο ξύλων στηρίζουσι το ήμισυ τροχού του οποίου η περιφέρεια εγγίζει την γην· διά του αυτού δε τρόπου στηρίζουσι και το άλλο ήμισυ. Στηρίζουσι δε πολλά τοιαύτα. Ακολούθως περώσι διά ξύλων μακρών και χονδρών τα σώματα όλων των ίππων μέχρι των τραχήλων και θέτουσιν αυτά επί των ημιτροχίων, άτινα βαστάζουσιν εμπρός τους ώμους, οπίσω την κοιλίαν, και αφίνουσι κρεμάμενα τα σκέλη εκατέρωθεν εις τους ίππους τούτους, τοιουτοτρόπως κρατουμένους ευθείς, θέτουσι χαλινούς και στόμια, τείνουσα αυτά έμπροσθεν και τα δένουσιν εις πασσάλους. Τέλος, επί εκάστου ίππου, ανεβιβάζουσιν ένα νέον πεπνιγμένον, αφού προηγουμένως περάσωσι κατά μήκος του οστού της ράχεως ξύλον όρθιον το οποίον επάνω μεν φθάνει μέχρι του τραχήλου, κάτω δε είναι μακρόν τόσον ώστε να εισέρχεται εις οπήν κατεσκευασμένην εις το άλλο ξύλον το διά του ίππου διερχόμενον. Αφού λοιπόν στήσωσι τοιούτους ιππείς περί τον τάφον, αναχωρούσιν.
73. Ούτω θάπτουσι τους βασιλείς, όταν δε αποθάνωσιν οι άλλοι Σκύθαι, οι πλησιέστατοι συγγενείς των τους θέτουσιν εις αμάξας και τους περιφέρουσιιν εις τους φίλους των· έκαστος δε αυτών υποδεχόμενος φιλοξενεί τους συνοδεύοντας δίδων και εις τον νεκρόν από όλα όσα δίδει εις τους άλλους. Περιφέρονται κατ' αυτόν τον τρόπον επί ημέρας τεσσαράκοντα, μετά ταύτα δε τον θάπτουσι και καθαρίζονται κατά τον ακόλουθον τρόπον. Πλύναντες προηγουμένως τας κεφαλάς των και σπογγίσαντες αυτάς, εμπήγουσιν εις την γην ξύλα τα οποία κλίνουσιν όπως τα προσεγγίσωσι προς άλληλα εκ των άνω, επί των ξύλων δε τούτων εκτείνουσιν υφάσματα μάλλινα. Μεταξύ των ξύλων τούτων τα οποία φέρουσι τα υφάσματα θέτουσι σκάφην εντός της οποίας υπάρχουσι λίθοι πεπυρακτωμένοι μέχρι διαφανείας.
74. Παράγεται δε εις την χώραν ταύτην είδος τι κανννάβεως πολύ ομοίας με το λίνον πλην της παχύτητος και του μεγέθους, διότι κατά τα δύο ταύτα η κάναβις είναι πολύ υπερτέρα του λίνου. Φύεται δε και αυτομάτως και σπειρομένη, οι δε Βράκες κατασκευάζουσιν εξ αυτής ενδύματα πολύ ομοιάζοντα με τα λινά, τοσούτον ώστε όστις δεν τα μετεχειρίσθη, δεν δύναται να διακρίνη το έν πανίον από το άλλο, εκείνος δε όστις δεν είδε ποτέ κάνναβιν δύναται να εκλάβη το ύφασμα ως λινούν.
75. Λαμβάνοντες λοιπόν οι Σκύθαι εκ του σπόρου τούτου εισέρχονται υπό τα ξύλα τα οποία καλύπτονται από τα υφάσματα και ρίπτουσιν αυτόν επί των διαφανών υπό του πυρός λίθων· καιόμενος δε ούτος καπνίζει και επιχέει καπνόν περισσότερον παρά παν άλλο ελληνικόν λουτρόν. Οι Σκύθαι παραφερόμενοι εκ του καπνού τούτου ωρύονται τούτο δε μεταχειρίζονται αντί λουτρού, επειδή, ποτέ δεν βυθίζουν το σώμα των ολόκληρον εις το ύδωρ. Αι γυναίκες των βρέχουσι λίθον τραχύν και επ' αυτού τρίβουσι ξύλον κυπαρίσσου, κέδρου και λιβάνου· με το μίγμα· δε τούτο αλείφουσι το σώμα και το πρόσωπον και αφ' ενός μεν ευωδιάζουσιν, αφ' ετέρου δε, όταν τα εκβάλωσι την ακόλουθον ημέραν, είναι καθαραί και δροσεραί.
76. Αποφεύγουσι δε με πάντα τρόπον από του να παραλαμβάνωσι τα έθιμα των άλλων εθνών και μάλιστα των Ελλήνων, ως το απέδειξαν εις τον Ανάχαρσιν και μετ' αυτόν εις τον Σκύλην. Ο Ανάχαρσις, αφού περιηγήθη, πολύ μέρος της γης και εκτήσατο κατά την περιήγησιν ταύτην πολλήν σοφίαν, επέστρεφεν εις την Σκυθίαν· πλέων δε διά του Ελλησπόντου προσωρμίσθη, εις την Κύζικον και ιδών τους Κυζικηνούς ασχολουμένους να εορτάζωσι μεγαλοπρεπώς την εορτήν της μητρός των θεών, ευχήθη εις την θεάν εάν φθάση αισίως εις την πατρίδα του να προσφέρη εις αυτήν ομοίως θυσίας και να συστήση πανυχίδα. Όταν λοιπόν έφθασεν εις την Σκυθικήν και εισέδυσεν εις την λεγομένην Υλαίαν, ήτις κείται πλησίον του Αχιλλείου δρόμου και καλύπτεται όλη υπό δένδρων παντοίων, ήρχισεν ο Ανάχαρσις να τελή την εορτήν της Κυβέλης με όλα τα καθέκαστα, κρατών τύμπανον και έχων εις το στήθος αγάλματα κρεμάμενα. Είς όμως των Σκυθών ιδών αυτόν εφανέρωσεν εις τον βασιλέα τι έπραττεν. Ούτος δε ελθών και ιδών τον Ανάχαρσιν ταύτα πράττοντα, τον ετόξευσε και τον εφόνευσε (53). Και σήμερον, εάν τις ερωτήση περί του Αναχάρσιδος, οι Σκύθαι προσποιούνται ότι δεν τον γνωρίζουσιν, επειδή απεδήμησεν εις την Ελλάδα και παρεδέχθη έθιμα ξενικά ως δε ήκουσα εγώ από τον Τίμνον τον επίτροπον του Αριπείθους, ο Ανάχαρσις ήτο προς πατρός θείος του Ιδανθύρσου βασιλέως των Σκυθών και υιός του Γνούρου του υιού του Λύκου και εγγονού του Σπαργαπείθους. Εάν λοιπόν ο Ανάχαρσις ήτο εκ της οικίας ταύτης, ας μάθη ότι εφονεύθη υπό του αδελφού του, διότι ο Ιδάνθυρσος ήτο υιός του Σαυλίου, ο Σαύλιος δε ήτο ο φονεύσας τον Ανάχαρσιν.
77. Ήκουσα επίσης τους Πελοποννησίους διηγουμένους άλλην ιστορίαν την ακόλουθον· ότι ο Ανάχαρσις απεδήμησε κατά διαταγήν του βασιλέως των Σκυθών και εγένετο μαθητής της Ελλάδος και ότι επιστρέψας είπεν εις τον πέμψαντα ότι όλοι οι Έλληνες ασχολούνται εις παν είδος μαθήσεως πλην των Λακεδαιμονίων, και όμως μόνον εις αυτούς δύναται τις να δώση και να λάβη καλήν συμβουλήν. Αλλ' η διήγησις αύτη επλάσθη υπ' αυτών των Ελλήνων, το δε βέβαιον είναι ότι ο άνθρωπος εθανατώθη ως είπον ανωτέρω. Ο Ανάχαρσις λοιπόν ταύτα έπαθε χάριν των ξενικών εθίμων και των στενών σχέσεων τας οποίας είχε με τους Έλληνας.
78. Μετά πολλά δε έτη ύστερον ο Σκύλης του Αριαπείθους έπαθε σχεδόν τα ίδια. Ο Σκύλης ούτος ήτο υιός του Αριαπείθους βασιλέως των Σκυθών και γυναικός τινος ουχί εγχωρίας αλλ' εκ της πόλεως Ιστρίας, η δε μήτηρ του τω εδίδαξε την γλώσσαν και τα ελληνικά γράμματα. Βραδύτερον ο μεν Αριαπείθης εδολοφονήθη υπό του Σπαργαπείθους, βασιλέως των Αγαθύρεων, ο δε Σκύλης παρέλαβε την βασιλείαν και την γυναίκα του πατρός του ήτις ωνομάζετο Οποίη. Ήτο δε η Οποίη αύτη εγχωρία και είχεν υιόν εκ του Αριαπείθους καλούμενον Όρικον. Ο Σκύλης, μολονότι ήτο βασιλεύς των Σκυθών, ποσώς δεν ηρέσκετο εις την Σκυθικήν δίαιταν, καθότι η ανατροφή την οποίαν είχε λάβει τον έκαμνε να κλίνη μάλλον προς τα ελληνικά έθιμα. Επομένως, οσάκις μετέβαινε με τον στρατόν εις την πόλιν των Βορυσθενειτών (οι Βορυσθενείται δε ούτοι λέγονται ότι είναι Μιλήσιοι), τον μεν στρατόν άφινεν εις το προάστειον, αυτός δε εισήρχετο εις την πόλιν και κλείων τας θύρας εξεδύετο την Σκυθικήν και εφόρει την ελληνικήν ενδυμασίαν· ταύτην δε φορών περιεφέρετο εις την αγοράν, ούτε υπό φύλακός τινος συνοδευόμενος ούτε υπό άλλου τινός, καθότι οι άνθρωποι του εφύλαττον τας θύρας μήπως εισέλθη τις των Σκυθών και τον ίδη με τα ενδύματα ταύτα. Προσέτι δε και καθ' όλα τα άλλα ηκολούθει την ελληνικήν δίαιταν και εθυσίαζεν εις τους θεούς κατά τα έθιμα των Ελλήνων. Αφού δε διέτριβεν εκεί ένα μήνα ή και περισσότερον, ανεχώρει επαναλαμβάνων την Σκυθικήν ενδυμασίαν. Έπραττε δε τούτο πολλάκις, και έκτισεν οικίαν εις την πόλιν των Βορυσθενειτών όπου είχε νυμφευθή γυναίκα εγχωρίαν.
79. Επειδή όμως ήτο πεπρωμένον να πάθη κακόν, ιδού εκ ποίας αιτίας προήλθε το κακόν. Επεθύμησε να μυηθή τα μυστήρια του Διονύσου, και ενώ έμελλε να αρχίση την τελετήν εγένετο μέγα θαύμα. Είχεν, ως είπον ανωτέρω, εις την πόλιν των Βορυσθενειτών μεγάλην οικίαν και πολυτελή, περί την οποίαν είχον στηθή σφίγγες και γρύπες εκ λευκού λίθου. Εις ταύτην ο θεός έρριψε κεραυνόν. Και η μεν οικία κατεκάη όλη, ο δε Σκύθης ουχ ήττον εξηκολούθησε και ετελείωσε την τελετήν. Ονειδίζουσι δε τους Έλληνας οι Σκύθαι διά την εορτήν ταύτην του Βάκχου, διότι λέγουσιν ότι δεν ήρμοζε να εφεύρωσι τοιούτον θεόν όστις ωθεί τους ανθρώπους εις μανίαν. Ότε λοιπόν ο Σκύλης εμυείτο τα μυστήρια του Βάκχου, Βορυσθενείτης τις, μεταβάς εις τους Σκύθας, τοις είπε· «Μας ονειδίζετε, ω Σκύθαι, ότι βακχεύομεν και ότι καταλαμβάνει ημάς ο θεός· την στιγμήν ταύτην όμως ο θεός κατέλαβε και τον υμέτερον βασιλέα και βακχεύει και μαίνεται υπό του θεού. Εάν δεν με πιστεύετε, ακολουθήσατέ με, και θέλω σας δείξει αυτόν.» Τον ηκολούθησαν οι προεστώτες των Σκυθών, και ο Βορυσθενείτης αναβιβάσας κρυφίως τους ετοποθέτησεν εις ένα πύργον· μετ' ολίγον διέβη ο Σκύλης με τον θίασον των μαινομένων, και οι Σκύθαι τον είδον ότι εβάκχευε. Τότε εθεώρησαν εαυτούς πληγέντας υπό μεγάλης συμφοράς, και εξελθόντες ανεκοίνωσαν εις όλον τον στρατόν όσα είδον.
80. Μετά ταύτα δε, ότε ο Σκύλης επέστρεφεν εις την Σκυθίαν, οι Σκύθαι, ονομάσαντες βασιλέα τον αδελφόν αυτού Οκταμασάδην, γεννηθέντα εκ της θυγατρός του Tήρου, επανεστάτησαν κατά του Σκύλη. Ούτος δε, μαθών τα γινόμενα εναντίον του και την αιτίαν δι' ην εγίνοντο, έφυγεν εις την Θράκην. Ακούσας τούτο ο Οκταμασάδης, εξεστράτευσε κατά των Θρακών και τους απήντησεν εις τον Ίστρον. Ενώ δε έμελλον να πολεμήσωσιν, έπεμψεν ο Σιτάλκης προς τον Οκταμασάδην και τω είπε· «Τι ανάγκη να μετρηθώμεν προς αλλήλους; Είσαι υιός της αδελφής μου και έχεις μετά σου τον αδελφόν μου· δος μοι αυτόν και σοι παραδίδω τον Σκύλην, και τοιουτοτρόπως μήτε ο στρατός σου να κινδυνεύση μήτε ο στρατός μου.» Αυτά έλεγεν ο Σιτάλκης πέμψας κήρυκα, διότι ευρίσκετο παρά τω Οκταμασάδη αδελφός τις του Σιτάλκου φυγάς. Ο δε Οκταμασάδης, δεχθείς την πρότασιν, παρέδωκεν εις τον Σιτάλκην τον εκ μητρός θείον του και έλαβε τον αδελφόν Σκύλην. Και ο μεν Σιτάλκης άμα λαβών τον αδελφόν του ανεχώρησεν, ο δε Οκταμασάδης απεκεφάλισεν εκεί τον Σκύλην. Τοιουτοτρόπως οι Σκύθαι φυλάττουσι τα έθιμά των, και ούτω τιμωρούσιν εκείνους οίτινες παραδέχονται ξένα ήθη.
81. Ποτέ δεν ηδυνήθην να μάθω ακριβώς τον αριθμόν των Σκυθών, αλλά διαφόρους λόγους ήκουον περί αυτών· άλλοι μεν έλεγον ότι είναι πάμπολλοι, άλλοι δε ότι καθαυτό Σκύθαι είναι ολίγοι. Τόσον μόνον μοι εδείκνυον, και το είδον οφθαλμοφανώς. Μεταξύ του Βορυσθένους ποταμού και του Υπάνεως υπάρχει χώρος καλούμενος Εξαμπαίος, τον οποίον εμνημόνευσα ανωτέρω ειπών ότι εν αυτώ υπάρχει κρήνη πικρά της οποίας το ύδωρ χυνόμενον εις τον Ύπανιν καθιστά αυτόν άποτον. Εις αυτόν τον χώρον ευρίσκεται χαλκείον εξάκις μεγαλείτερον του εν τω στομίω του Ευξείνου Πόντου κρατήρος τον οποίον ανέβηκεν ο Παυσανίας του Κλεομβρύτου. Δι' εκείνον όμως όστις δεν το είδεν εισέτι, το περιγράφω με ολίγας λέξεις. Το εις την Σκυθίαν χαλκείον χωρεί ευκόλως εξακοσίους αμφορείς και έχει έξ δακτύλων πάχος. Οι εγχώριοι λέγουσιν ότι κατεσκευάσθη από αιχμάς βελών, και ιδού πώς· βασιλεύς τις των Σκυθών, ονομαζόμενος Αριαντάν, θέλων να μάθη τον αριθμόν των Σκυθών, τους διέταξε να φέρη έκαστος μιαν αιχμήν βέλους, απειλών διά θανάτου εκείνον όστις δεν ήθελεν υπακούσει. Λέγουσι λοιπόν ότι εκομίσθησαν άπειροι τοιαύται αιχμαί και ότι ο βασιλεύς έκρινε καλόν να αφήση εξ αυτών ενθύμιον. Κατεσκεύασε δε το χαλκείον τούτο και το ανέθηκεν εις τον Εξαμπαίον τούτον. Αυτά ήκουσα περί του αριθμού των Σκυθών.
82. Η χώρα αύτη ουδέν έχει θαυμάσιον πλην των πολλών και μεγίστων ποταμών της. Το μόνον δε όπερ, πλην των ποταμών και της απείρου εκτάσεως της πεδιάδος, είναι άξιον θαυμασμού, τούτο θα είπω· δεικνύουσιν επί βράχου πλησίον του Τύρου ποταμού ίχνος του Ηρακλέους, το οποίον φαίνεται μεν ως βήμα ανδρός, έχει όμως μέγεθος δύο πήχεων. Και το μεν ίχνος τοιούτον είναι, εγώ δε επανέρχομαι εις την ιστορίαν την οποίαν εξ αρχής ηθέλησα να διηγηθώ.
83. Ενώ ο Δαρείος παρεσκευάζετο να εκστρατεύση κατά των Σκυθών και έστελλεν ανθρώπους να παραγγείλωσιν εις άλλους μεν να δώσωσι πεζόν στρατόν, εις άλλους δε πλοία, και εις άλλους να ζεύξωσι τον Θρακικόν Βόσπορον, ο αδελφός του Δαρείου Αρτάβανος ο του Υστάσπους παρεκάλεσεν αυτόν να μη επιχειρήση την εκστρατείαν ταύτην, προβάλων την πτωχείαν των Σκυθών· δεν ηδυνήθη όμως να τον πείση, μολονότι αι συμβουλαί του ήσαν καλαί. Τούτου ένεκα αυτός μεν έπαυσεν επιμένων, ο δε Δαρείος, αφού τα πάντα παρεσκευάσθησαν, εξέβαλε τον στρατόν από τα Σούσα.
84. Τότε ο Οιόβαζος, είς των Περσών, όστις είχεν εις τον στρατόν τους τρεις υιούς του, παρεκάλεσε τον Δαρείον να τω αφήση τον ένα. Ο Δαρείος τω απεκρίθη ότι επειδή ήτο φίλος και εζήτει πράγμα μέτριον, θα τω αφήση όλους τους υιούς του. Ο Οιόβαζος ήτο λοιπόν περιχαρής νομίζων ότι οι υιοί του απηλλάγησαν της στρατείας· αλλ' ο Δαρείος διέταξε τους περί αυτόν να θανατώσωσιν όλους τους παίδας του Οιοβάζου. Και ούτοι μεν σφαγέντες έμειναν εκεί.
85. Ο δε Δαρείος αναχωρήσας εκ των Σούσων έφθασεν εις τον Βόσπορον της Καλχηδονίας όπου ήτο εζευγμένη η γέφυρα, και εκείθεν εμβάς εις πλοίον έπλεε προς τας νήσους τας λεγομένας Κυανάς, αι οποίαι, ως λέγουσιν οι Έλληνες, ήσαν άλλοτε πλαγκταί. Καθήμενος δε εις τον ναόν, εθεώρει τον Εύξεινον Πόντον όστις είναι άξιος θαυμασμού, διότι από όλα τα πελάγη αυτός είναι ο θαυμασιώτατος· το μεν μήκος αυτού είναι ένδεκα χιλιάδων και εκατόν σταδίων, το δε μέγιστον πλάτος τριών χιλιάδων και τριακοσίων σταδίων. Το στόμιον του πελάγους τούτου έχει τεσσάρων σταδίων πλάτος, το μήκος δε αυτού, ο αυχήν, όστις καλείται Βόσπορος, και όπου εζεύχθη η γέφυρα, είναι περίπου εκατόν είκοσι σταδίων. Εκτείνεται δε ο Βόσπορος μέχρι της Προποντίδος ήτις έχει πεντακοσίων σταδίων πλάτος και χιλίων τετρακοσίων μήκος και ήτις καταβαίνει μέχρι του Ελλησπόντου όστις έχει πλάτος επτά μεν σταδίων κατά το στενώτερον αυτού μέρος, τετρακοσίων δε σταδίων μήκος. Εκχύνεται δε ο Ελλήσποντος εις χάσμα πελάγους, το οποίον καλείται Αιγαίον πέλαγος. 86. Εμετρήθησαν δε τα στάδια ταύτα ως εξής. Εν γένει το πλοίον διανύει κατά τας μακροτέρας ημέρας εβδομήκοντα χιλιάδας οργυιάς, κατά δε την νύκτα εξήκοντα χιλιάδας. Όθεν από του στομίου του Ευξείνου Πόντου μέχρι του Φάσιδος (διότι τούτο είναι το μακρότατον διάστημα του Πόντου) ο πλους είναι εννέα ημερών και οκτώ νυκτών, όπερ εστί έν εκατομμύριον εκατόν δέκα χιλιάδες οργυιαί, ή ένδεκα χιλιάδες εκατόν στάδια. Από δε την Σινδικήν μέχρι της Θεμισκύρας ήτις είναι επί του Θερμώδοντος ποταμού (διότι τούτο είναι το πλατύτατον μέρος του Πόντου) ο πλους είναι τριών ημερών και δύο νυκτών, αίτινες αποτελούσι τριακοσίας τριάκοντα χιλιάδας οργυιάς ή τρισχίλια τριακόσια στάδια. Τοιούτοι είναι εκ φύσεως ο Πόντος, ο Βόσπορος και ο Ελλήσποντος και τοιουτοτρόπως κατεμετρήθησαν παρ' εμού. Ωφελείται δε ο Πόντος ούτος και έκ τινος λίμνης ήτις χύνεται εις αυτόν και είναι μόλις μικροτέρα αυτού. Καλείται δε η λίμνη αύτη Μαιώτις και μήτηρ του Πόντου.
87. Ο δε Δαρείος, αφού εθεώρητε τον Εύξεινον, έπλευσε πάλιν οπίσω εις την γέφυραν, της οποίας αρχιτέκτων ήτο ο Σάμιος Μανδροκλής. Αφού δε εθεώρησε και τον Βόσπορον, διέταξε να στήσωσιν εκεί δύο στήλας εκ λίθου λευκού και να χαράξωσιν εις μεν την μίαν με γράμματα Ασσυριακά εις δε την άλλην με Ελληνικά τα ονόματα όλων των εθνών όσα είχεν εις την εκστρατείαν του· είχε δε στρατεύματα εξ όλων των εθνών εφ' ων ήρχεν. Αριθμηθείς ο στρατός του ευρέθη ότι συνέκειτο, πλην του ναυτικού, εξ επτακοσίων χιλιάδων ανδρών συμπεριλαμβανομένων και των ιππέων· πλοία δε ηριθμήθησαν εξακόσια. Αυτάς τας στήλας, μετακομίσαντες ύστερον οι Βυζάντιοι εις την πόλιν των, μετεχειρίσθησαν διά να κτίσωσι τον βωμόν της Οθρωσίας Αρτέμιδος, πλην ενός λίθου όστις αφέθη πλησίον του ναού του Διονύσου εις το Βυζάντιον πλήρης γραμμάτων Ασσυριακών. Το μέρος δε του Βοσπόρου το οποίον εγεφύρωσεν ο Δαρείος είναι, ως ηδυνήθην να κρίνω ερευνήσας, μεταξύ του Βυζαντίου και του πλησίον του στομίου υπάρχοντος ναού.
88. Ο Δαρείος δε μετά ταύτα, ευχαριστηθείς διά την γέφυραν εκείνην, εβράβευσε τον αρχιτέκτονα αυτής Μανδροκλή τον Σάμιον με δέκα από όλα εκείνα όσα ο Ανδροκλής ζωγραφήσας την γέφυραν του Βοσπόρου και τον βασιλέα Δαρείον καθήμενον επί θρόνου και τον στρατόν του διαβαίνοντα προσέφερεν ως απαρχήν εις τον ναόν της Ήρας με την ακόλουθον επιγραφήν.
«_Γεφυρώσας ο Μανδροκλής τον ιχθυόεντα Βόσπορον, αφιέρωσεν εις την Ήραν το μνημόσυνον τούτο της σχεδίας. Εκτελέσας δε το έργον κατά την επιθυμίαν του βασιλέως, εις εαυτόν μεν περιέθετο στέφανον, εις τους Σαμίους δε δόξαν._»
Τοιούτο μνημείον αφήκεν ο ζεύξας την γέφυραν.
89. Αφού δε εβράβευσε τον Μανδροκλή ο Δαρείος διέβη εις την Ευρώπην (54) και παρήγγειλεν εις τους Ίωνας να πλεύσωσιν εις τον Εύξεινον μέχρι του Ίστρου ποταμού, να τον περιμείνωσιν όταν φθάσωσιν εκεί και να γεφυρώσωσι τον ποταμόν, διότι το ναυτικόν εκυβερνάτο από τους Ίωνας, τους Αιολείς και τους Ελλησποντίους. Όθεν το μεν ναυτικόν στράτευμα έκαμψε τας Κυανάς νήσους και έπλευσε κατ' ευθείαν προς τον Ίστρον εισελθόν δε εις τον ποταμόν και προχωρήσαν δύο ημέρας εις τα άνω προς την θάλασσαν εγεφύρωσε τον αυχένα του ποταμού εις το μέρος εκ του οποίου σχίζονται τα στόματα του Ίστρου. Ο δε Δαρείος αφού διέβη τον Βόσπορον διά της γεφύρας εξηκολούθησε την πορείαν του διά της Θράκης, έφθασεν εις τας πηγάς του Τεάρου ποταμού και εστρατοπέδευσεν ημέρας τρεις.
90. Λέγουσι δε οι περί τον Τέαρον κατοικούντες ότι ο ποταμός είναι άριστος εις το να θεραπεύη όλας τας ασθενείας και ιδίως την ψώραν των ανθρώπων και των ίππων. Έχει τριάκοντα οκτώ πηγάς αίτινες ρέουσιν εξ' ενός και του αυτού βράχου, και αι μεν αυτών είναι ψυχραί, αι δε θερμαί. Διά να υπάγη τις εις αυτάς είτε αναχωρών εκ της παρά την Πέρινθον Ηραιουπόλεως είτε εκ της Απολλωνίας του Ευξείνου Πόντου χρειάζεται να δαπανήση δύο ημέρας διά των δύο τούτων οδών. Χύνεται δε ο Τέαρος ούτος εις τον Κοντάδεστον ποταμόν, ο δε Κοντάδεστος εις τον Αγριάνην, ο δε Αγριάνης, εις τον Έβρον, ο δε Έβρος εις την θάλασσαν, πλησίον της πόλεως Αίνου.
91. Φθάσας λοιπόν εις τον ποταμόν τούτον ο Δαρείος και στρατοπεδεύσας, ευχαριστήθη πολύ και έστησε και ενταύθα στήλην έχουσαν κεχαραγμένα τα εξής γράμματα· «Αι πηγαί του Τεάρου δίδουσιν ύδωρ άριστον και κάλλιστον από όλους τους ποταμούς και εις αυτάς ήλθεν, οδηγών στρατόν κατά των Σκυθών, ο άριστος και ο κάλλιστος πάντων των ανδρών, ο υιός του Υστάσπους Δαρείος, βασιλεύς των Περσών και όλης της ηπείρου.» Ταύτα τα γράμματα εχάραξεν εκεί.
92. Αναχωρήσας δε εκείθεν έφθασεν εις άλλον ποταμόν του οποίου το όνομα είναι Αρτισκός και όστις ρέει διά των Οδρυσών. Εις τούτον τον ποταμόν φθάσας, έπραξε το εξής· εσημείωσε θέσιν τινά και διέταξε πάντα άνδρα διερχόμενον να θέτη ένα λίθον εις το υποδειχθέν τούτο μέρος. Αφού δε όλοι εξεπλήρωσαν την διαταγήν ταύτην, αφήσας εκεί μεγάλους σωρούς λίθων, ήγειρε τον στρατόν και ανεχώρησεν.
93. Πριν φθάση δε εις τον Ίστρον υπέταξε πρώτους τους Γέτας οίτινες νομίζουσιν εαυτούς αθανάτους· καθότι οι μεν Θράκες οι έχοντες τον Σαλμυδησόν και κατοικούντες προς τα άνω των πόλεων Απολλωνίας και Μεσημβρίας, ονομαζόμενοι δε Σκυρμιάδαι και Νιψαίοι, παρεδόθησαν αμαχητί εις τον Δαρείον· αλλ' οι Γέται εν τη ανοία των θελήσαντες να αντισταθώσιν εδουλώθησαν αμέσως, μολονότι είναι οι ανδρειότατοι και οι δικαιότατοι των Θρακών.
94. Ιδού δε πώς νομίζουσιν εαυτούς αθανάτους οι Γέται. Αυτοί νομίζουσιν ότι δεν αποθνήσκουσιν αλλ' ότι ο τελευτών τον βίον μεταβαίνει εις τον θεόν Ζάμολξιν, τον οποίον τινές φρονούσιν ότι είναι αυτός ούτος ο υπό το όνομα Γεβελέιζις τιμώμενος. Κατά πενταετίαν δε πέμπουσι διά κλήρου ένα εκ των ιδικών των προς τον Ζάμολξιν διά να παραστήση εις αυτόν τας ανάγκας των. Τον πέμπουσι δε κατά τον ακόλουθον τρόπον· οι μεν ίστανται κρατούντες τρία ακόντια, οι δε κρατούσι τας χείρας και τους πόδας του μέλλοντος να σταλή προς τον Ζάμολξιν, και έπειτα τον ρίπτουσιν εις τον αέρα εις τρόπον ώστε να πέση επί των ακοντίων· και εάν μεν πίπτων εις αυτά διαπερασθή και εκπνεύση, κρίνουσιν εκ τούτου ότι είναι ευάρεστος εις τον θεόν, εάν δε δεν αποθάνη, τότε αιτιώνται αυτόν τον άγγελον, λέγοντες ότι είναι κακός άνθρωπος. Αφού δε αιτιαθώσιν αυτόν, πέμπουσιν άλλον προς τον οποίον δίδουσι τας παραγγελίας των ενόσω ακόμη ζη. Αυτοί οι ίδιοι Θράκες, όταν βροντά και αστράπτη, τοξεύουσι προς τον ουρανόν και απειλούσιν ούτω τον θεόν· διότι νομίζουσιν ότι δεν υπάρχει άλλος θεός ειμή ο ιδικός των.
95. Ως δε εγώ μανθάνω παρά των κατοικούντων τον Ελλήσποντον και τον Εύξεινον πόντον Ελλήνων, αυτός ο Ζάμολξις, ων άνθρωπος, εγένετο δούλος εις την Σάμον πλησίον του Πυθαγόρου του Μνησάρχου. Μετά ταύτα γενόμενος ελεύθερος εκτήσατο πολλά χρήματα και επέστρεψεν εις την πατρίδα του. Επειδή δε οι Θράκες έζων τότε αθλίως ως κτήνη, ο Ζάμολξις, γνωρίζων την Ιωνικήν δίαιταν και ήθη μάλλον εξευγενισμένα ή τα των Θρακών, καθότι συνέζησε με Έλληνας και με τον Πυθαγόραν, άνδρα εκ των σοφωτάτων της Ελλάδος, κατεσκεύασεν ανδρώνα όπου εδέχετο και ευώχει τους πρώτους των αστών, διδάσκων ότι ούτε αυτός, ούτε οι συμπόται του, ούτε οι απόγονοί των δεν θα αποθάνωσιν, αλλά θα μεταβώσιν εις τόπον όπου ζώντες αιωνίως θα έχωσιν όλα τα αγαθά. Ενώ δε έπραττε και έλεγε τα ανωτέρω, συγχρόνως κατεσκεύαζεν οίκημα υπόγειον· όταν δε τούτο ετελείωσεν, εγένετο άφαντος εκ του μέσου των Θρακών, και καταβάς κάτω εις το υπόγειον οίκημα έμεινεν εκεί τρία έτη. Εν τούτοις οι Θράκες τον επόθουν και τον επένθουν ως θανόντα· αλλά κατά τα τέταρτον έτος εφάνη πάλιν εις αυτούς και κατέστησεν ούτω πιστευτά όσα είχεν ειπεί. Ούτοι μεν ταύτα λέγουσι διά τον Ζάμολξιν.
96. Εγώ δε περί τούτου μεν και περί του υπογείου οικήματος ούτε απιστώ ούτε πιστεύω πολύ, αλλά φρονώ ότι ο Ζάμολξις υπήρξε κατά πολλά έτη προγενέστερος του Πυθαγόρου. Είτε όμως ο Ζάμολξις ήτο άνθρωπος, είτε είναι θεός τις των Γετών επιχώριος, ας χαίρη. Ούτοι λοιπόν οι Γέται οι τοιαύτα πράττοντες, επειδή εχειρώθησαν υπό των Περσών, ηκολούθησαν το άλλο στράτευμα.
97. Ότε δε ο Δαρείος και ο μετ' αυτού πεζός στρατός έφθασαν εις τον Ίστρον και διέβησαν αυτόν, τότε ο βασιλεύς διέταξε τους Ίωνας να κόψωσι την γέφυραν και να τον ακολουθήσωσι διά ξηράς καθώς και ο ναυτικός στρατός. Ενώ δε έμελλον και οι Ίωνες να κόψωσι την γέφυραν και να εκτελέσωσι τα διαταχθέντα, ο Κώης ο Ερξάνδρου στρατηγός των Μιτυληναίων είπεν εις τον Δαρείον τα εξής, αφού πρώτον τον ηρώτησεν εάν δέχεται να ακούση γνώμην παρά τινος επιθυμούντος να δώση τοιαύτην· «Ω βασιλεύ, μέλλεις να στρατεύσης κατά χώρας εις την οποίαν μήτε αγρούς καλλιεργημένους θέλεις ιδεί μήτε πόλεις κατοικουμένας υπό ανθρώπων· άφες λοιπόν την γέφυραν ταύτην να ίσταται εις την θέσιν της και διάταξον να την φυλάττωσιν εκείνοι οίτινες την κατεσκεύασαν· και είτε κατά την επιθυμίαν μας επιτύχωμεν να εύρωμεν τους Σκύθας, η γέφυρα θα χρησιμεύση διά την επιστροφήν μας, είτε δεν δυνηθώμεν να τους φθάσωμεν, πάλιν θα έχωμεν την επιστροφήν ασφαλή. Δεν φοβούμαι ποσώς ότι είναι δυνατόν να νικηθώμεν από τους Σκύθας, αλλά πολύ μάλλον φοβούμαι μήπως μη δυνηθέντες να τους εύρωμεν πάθωμεν τι πλανώμενοι. Ίσως τις νομίση ότι λέγω ταύτα χάριν εμού και διά να μείνω εδώ· αλλά, ω βασιλεύ, σοι εκθέτω μεν την γνώμην ταύτην την οποίαν προς το συμφέρον σου ευρίσκω αρίστην, θα σε ακολουθήσω όμως μετά ταύτα και κατ' ουδένα τρόπον δεν θέλω μείνει.» Η γνώμη αύτη ήρεσε πολύ εις τον Δαρείον και απεκρίθη ως εξής· «Ξένε Λεσβίε, όταν επιστρέψω εις τον οίκον μου σώος και αβλαβής, παρουσιάσθητι αφεύκτως ενώπιόν μου και θα ανταμείψω γενναίως την καλήν συμβουλήν σου.»
98. Ταύτα είπεν ο Δαρείος· έπειτα δέσας εξήκοντα κόμβους εις λωρίον, προσεκάλεσε τους βασιλείς των Ιώνων όπως συνδιασκεφθώσι μετ' αυτού και τοις είπε τα εξής· «Άνδρες Ίωνες, μάθετε πρώτον ότι μετέβαλον γνώμην ως προς την γέφυραν· λάβετε λοιπόν αυτό το λωρίον, και μη λησμονήσετε όσα θα σας ειπώ. Άμα με ιδήτε πορευόμενον κατά των Σκυθών, λύετε απ' εκείνης της στιγμής ένα κόμβον καθ' ημέραν. Εάν παρέλθωσι τόσαι ημέραι όσον είναι οι κόμβοι και δεν επανέλθω, αποπλεύσατε εις τας πατρίδας σας. Μέχρις όμως εκείνης της ημέρας, επειδή ήλλαξα γνώμην, φυλάττετε την γέφυραν πάσαν προθυμίαν καταβάλλοντες προς υπεράσπισιν και διατήρησιν αυτής. Ταύτα πράξαντες θα μ' ευχαριστήσετε πολύ·» Αφού δε είπεν ο Δαρείος τους λόγους τούτους, έσπευσε να προχωρήση.
99. Πριν εισέλθη τις εις την Σκυθικήν είναι η Θράκη, ήτις προς το μέρος της θαλάσσης σχηματίζει κόλπον· έπειτα διαδέχεται αυτήν η Σκυθική, και εκεί χύνεται ο Ίστρος εις την θάλασσαν έχων το στόμιόν του εστραμμένον προς ανατολάς. Από τον Ίστρον δε τούτον αρχίζων θα περιγράψω την έκτασιν της προς το μέρoς της θαλάσσης Σκυθίας. Αύτη είναι η αρχαία Σκυθία, κειμένη προς μεσημβρίαν και νότον άνεμον, και εκτεινομένη από του Ίστρου μέχρι πόλεως τινός ονομαζομένης Καρκινίτιδος· πέραν της πόλεως ταύτης το Ταυρικόν έθνος κατοικεί την ορεινήν χώραν ήτις εκτείνεται μέχρι της θαλάσσης και προέχει εις τον Εύξεινον πόντον μέχρι της καλουμένης τραχείας Χερσονήσου· καταβαίνει δε και αύτη προς την θάλασσαν την προς ανατολάς· διότι αι άκραι των δύο πλευρών της Σκυθίας απολήγουσιν εις θάλασσαν, η μεν προς μεσημβρίαν, η δε προς ανατολάς, καθώς αι άκραι των δύο πλευρών της Αττικής, και κατοικούσιν εις αυτάς οι Ταύροι. Είναι το αυτό ως εάν ξένον έθνος και όχι Αθηναίοι κατώκουν εις την Αττικήν την μάλλον προέχουσαν προς την θάλασσαν άκραν του Σουνίου ακρωτηρίου, από του Θερικού μέχρι του Αναφλύστου δήμου, καθ' όσον δύναταί τις να παραβάλη τα μικρά προς τα μεγάλα. Τοιαύτη είναι η Ταυρική. Αλλ' επειδή πιθανόν να μη περιέπλευσέ τις τα παράλια ταύτα της Αττικής, εγώ θα δείξω άλλην τοποθεσίαν. Υποθέσατε ότι άλλο έθνος, και όχι Ιάπυγες, κατοικεί εις την Ιαπυγίαν την άκραν από του λιμένος Βρεντεσίου μέχρι του Τάραντος. Υποδεικνύων τας δύο ταύτας χώρας είναι ως να υποδεικνύω συγχρόνως πολλάς άλλας προς τας οποίας ομοιάζει επίσης η Ταυρική.
100. Από δε της Ταυρικής, ήτοι τα ανωτέρω των Ταύρων και της ανατολικής θαλάσσης, όντα δυτικώς του Κιμμερίου Βοσπόρου, και της Μαιώτιδος λίμνης, και του Τανάιδος ποταμού όστις χύνεται εις τον μυχόν της λίμνης ταύτης, κατοικούσιν οι Σκύθαι. Άνωθεν δε του Ίστρου εισερχόμενον εις το εσωτερικόν της χώρας, η Σκυθία περιορίζεται πρώτον μεν υπό των Αγαθύρσων, μετά ταύτα υπό των Νευρών, έπειτα υπό των Ανδροφάγων και τελευταίον υπό των Μελαγχλαίνων.
101. Της Σκυθικής λοιπόν, θεωρουμένης ως τετραγώνου, αι δύο πλευραί αίτινες εκτείνονται μέχρι της θαλάσσης, δηλαδή η πλευρά ήτις άρχεται από του Ίστρου και προβαίνει προς την μεσόγειον και η πλευρά ήτις άρχεται από του αυτού ποταμού και παρακολουθεί την ακτήν, αυταί αι δύο πλευραί είναι ίσαι· διότι από του Ίστρου μέχρι του Βυρυσθένους είναι οδός δέκα ημερών, και από του Βορυσθένους μέχρι της Μαιώτιδος λίμνης άλλων δέκα· από της θαλάσσης πάλιν προς την μεσόγειον μέχρι των Μελαγχλαίνων, κατοικούντων υπεράνω των Σκυθών, είναι είκοσιν ημερών οδός· υπολογίζω δε την ημερησίαν οδόν εις διακόσια στάδια. Ούτω λοιπόν διά να διέλθη τις την χώραν των Σκυθών εξ αριστερών προς τα δεξιά πρέπει να διανύση τέσσαρας χιλιάδας σταδίων, διά να προχωρήση δε κατ' ευθείαν μέχρι των μεσογείων τις χώρας, άλλα τόσα στάδια. Τοιαύτη είναι η έκτασις αυτής.
102. Οι δε Σκύθαι, επειδή συσκεφθέντες είδον ότι μόνοι δεν ήσαν ικανοί να αντιπαραταχθώσι προς τον στρατόν του Δαρείου, έπεμψαν πρέσβεις εις τους πλησίον χώρους. Οι βασιλείς των χωρών τούτων συνελθόντες εβουλεύοντο, ενώ επροχώρει το μέγα στράτευμα του εχθρού. Ήσαν δε οι συνελθόντες ούτοι βασιλείς, των Ταύρων, των Αγαθύρσων, των Νευρών, των Ανδροφάγων, των Μελαγχλαίνων, των Γελωνών, των Βουδίνων και των Σαυροματών.
103. Εκ τούτων οι μεν Ταύροι έχουσι τας εξής συνηθείας· θυσιάζουσι κατά τον ακόλουθον τρόπον εις την παρθένον τους ναυαγήσαντες και όσους των Ελλήνων συλλάβωσι ριφθέντας εις τα παράλιά των. Μετά τας προτελεστικάς ιεροπραξίας κτυπώσι με ρόπαλον την κεφαλήν του θύματος· και άλλοι μεν λέγουσιν ότι ωθούσι το σώμα από του κρημνού κάτω (διότι ο ναός είναι ιδρυμένος επί της κορυφής του κρημνού), την δε κεφαλήν στήνουσιν επί πασσάλου, άλλοι δε λέγουσιν ότι δεν ρίπτουσι το σώμα από του κρημνού αλλά το θάπτουσιν. Η θεά δε αύτη εις την οποίαν θυσιάζουσιν είναι, κατά τους Ταύρους, η θυγάτηρ του Αγαμέμνονος Ιφιγένεια. Όσους δε εχθρούς συλλάβωσιν αιχμαλώτους, τους μεταχειρίζονται ως ακολούθως· κόψας έκαστος μίαν κεφαλήν την φέρει εις την οικίαν των, και την διαπερά εις ξύλον μέγα όπερ εμπήγει άνωθεν της οικίας του πολύ υψηλά, μάλιστα δε άνωθεν της καπνοδόχης. Λέγουσι δε ότι την ανυψούσιν ούτω διά να ήναι φύλαξ όλης της οικίας. Ζώσι δε από της λεηλασίας και του πολέμου.
104. Οι δε Αγάθυρσοι είναι άνθρωποι αβρότατοι και τα μάλιστα χρυσοφόροι. Έχουσι τας γυναίκας κοινάς διά να ήναι όλοι αδελφοί μεταξύ των, και όντες συγγενείς να μη αισθάνωνται οι μεν κατά των δε μήτε μίσος μήτε φθόνον. Κατά τα άλλα όμως έθιμα εμιμήθησαν τους Θράκας.
105. Οι Νευροί έχουσι τα έθιμα των Σκυθών. Η προ της εισβολής του Δαρείου γενεά ηναγκάσθη να αφήση την χώραν ένεκα των όφεων, διότι εις την χώραν των εφάνησαν άπειροι όφεις ερχόμενοι οι πλείστοι από τας άνωθεν αυτών ερήμους· υπό των όφεων δε τούτων πιεσθέντες άφησαν την χώραν των και κατώκησαν μετά των Βουδίνων. Κατηγορούσι τους ανθρώπους τούτους ότι είναι μάγοι· οι Σκύθαι και οι εις την Σκυθίαν κατοικούντες Έλληνες βεβαιούσιν ότι κατ' έτος έκαστος Νεύρος γίνεται λύκος δι' ολίγας ημέρας και έπειτα επανέρχεται εις την προτέραν του κατάστασιν. Και εμέ μεν δεν πείθουσι ταύτα λέγοντες, ουχ ήττον όμως τα λέγουσι και τα υποστηρίζουσι δι' όρκων.
106. Οι δε Ανδροφάγοι έχουσιν ήθη αγριώτατα πάντων των ανθρώπων, μήτε δικαιοσύνην γνωρίζοντες μήτε μεταχειριζόμενοι κανένα νόμον. Είναι νομάδες και φορούσιν ενδυμασίαν ομοίαν με την Σκυθικήν· η γλώσσα των είναι ιδιαιτέρα και μόνοι από όλα αυτά τα έθνη είναι ανθρωποφάγοι.
107. Οι δε Μελάγχλαινοι φορούσι όλοι ενδύματα μέλανα, από τα οποία έχουσι και την επωνυμίαν, και έχουσιν έθιμα Σκυθικά.
108. Οι δε Βουδίνοι, έθνος μέγα και πολυάριθμον, είναι όλοι γλαυκώπιδες και πυρρότριχες. Υπάρχει δε εις αυτούς πόλις εκτισμένη με ξύλα της οποίας το όνομα είναι Γελωνός· τα τείχη αυτής σχηματίζουσι τετράγωνον του οποίου εκάστη πλευρά είναι τριάκοντα σταδίων. Τα τείχη ταύτα είναι υψηλά και ξύλινα, αι οικίαι ξύλιναι και οι ναοί ξύλινοι, καθότι εις την πόλιν ταύτην υπάρχουσιν ιερά Ελληνικών θεών εστολισμένα κατά τον ελληνικόν τρόπον με αγάλματα, με βωμούς και ναούς ξυλίνους. Οι Γελωνοί τελούσιν ανά πάσαν τριετίαν την εορτήν του Διονύσου και βακχεύουσιν· είναι δε καταγωγής Ελληνικής. Διωχθέντες από τους λιμένας εις τους οποίας κατώκουν, εγκατεστάθησαν μεταξύ των Βουδίνων και η γλώσσα των είναι μεμιγμένη Σκυθική και Ελληνική.
109. Οι δε Βουδίνοι δεν μεταχειρίζονται την αυτήν γλώσσαν με τους Γελωνούς, αλλ' ουδέ την αυτήν δίαιταν έχουσιν οι Βουδίνοι και οι Γελωνοί, διότι οι Βουδίνοι, καθό αυτόχθονες, είναι νομάδες και μόνοι από τους εις εκείνα τα μέρη ανθρώπους τρώγουσι βλαστούς δένδρων. Εξ εναντίας οι Γελωνοί καλλιεργούσι την γην, τρέφονται με σίτον και έχουσι κήπους· διαφέρουσιν επίσης από τους Βουδίνους και κατά το χρώμα και κατά την φυσιογνωμίαν. Εν τούτοις οι Έλληνες καλούσι τους Βουδίνους Γελωνούς, πλην κακώς τους ονομάζουσιν ούτω. Η χώρα των όλη είναι κατάφυτος από διάφορα δάση· εις το πυκνότερον δε αυτών είναι μεγάλη και ευρεία λίμνη περικυκλουμένη υπό ελών και καλάμων. Εις αυτήν αγρεύονται ενύδριες, κάστορες και άλλα ζώα τετραγωνοπρόσωπα των οποίων τα δέρματα χρησιμεύουσιν ως περιφράματα των σισυρών, οι δε όρχεις αυτών είναι χρήσιμοι προς θεραπείαν της υστέρας.
110. Διά τους Σαυρομάσας λέγουσι τα εξής. Ότε οι Έλληνες επολέμησαν τας Αμαζόνας (καλούσι δε οι Σκύθαι τας Αμαζόνας Οιόρπατα, όπερ σημαίνει Ελληνιστί ανδροκτόνοι· διότι _οιόρ_ σημαίνει ανήρ και _πάτα_ κτείνειν), τότε λέγεται ότι οι Έλληνες νικήσαντες εις την μάχην του Θερμώδοντος απέπλευσαν με τρία πλοία συμπαραλαβόντες όσας Αμαζόνας ηδυνήθησαν να ζωγρήσωσι, και ότι αυταί εις το πέλαγος, επιπεσούσαι κατά των ανδρών εφόνευσαν αυτοίς. Πλην ούτε πλοίον ήξευρον, ούτε εγνώριζον την χρήσιν του πηδαλίου, ούτε των ιστίων, ούτε των κωπών, και αφού εφόνευσαν τους άνδρας εφέροντο όπου τας ώθουν τα κύματα και ο άνεμος και έφθασαν ούτω εις τους Κρημνούς της Μαιώτιδος λίμνης. Είναι δε οι Κρημνοί μέρος της χώρας των ελευθέρων Σκυθών. Εκεί αι Αμαζόνες ωδοιπόρουν προς τους κατωκημένους τόπους· την πρώτην όμως αγέλην ίππων την οποίαν απήντησαν την διήρπασαν και αναβάσαι επί των ίππων τούτων ελεηλάτουν την χώραν των Σκυθών.
111. Οι δε Σκύθαι δεν ηδύναντο να εννοήσωσι το πράγμα, διότι ούτε την ενδυμασίαν, ούτε το έθνος, ούτε την γλώσσαν των εγνώριζον, αλλ' εθαύμαζον πόθεν ήλθον και τας ενόμιζον ότι ήσαν άνδρες έχοντες όλοι την αυτήν ηλικίαν· τέλος τας επολέμησαν. Μετά την μάχην όμως οι Σκύθαι έλαβόν τινα πτώματα και ανεγνώρισαν ότι ήσαν γυναίκες. Συνεσκέφθησαν λοιπόν και απεφάσισαν να μη τας φονεύωσι πλέον, αλλά να πέμψωσιν εις αυτάς αριθμόν τινα νέων ανάλογον με το πλήθος των Αμαζόνων, παραγγέλλοντες εις τους νέους τούτους να στρατοπεδεύσωσι πλησίον των και να τας μιμώνται καθ' όλα· εάν τους καταδιώκωσι, να μη τας πολεμώσιν, αλλά να φεύγωσι· και όταν αύται παύωσι την καταδίωξιν, να επιστρέφωσι και να στρατοπεδεύσωσι πλησίον των. Τούτο το σχέδιον παρεδέχθησαν οι Σκύθαι, θέλοντες να τεκνοποιήσωσιν εξ αυτών.
112. Πεμφθέντες λοιπόν οι νεανίσκοι εξετέλουν τα προσταχθέντα. Ιδούσαι δε αι Αμαζόνες ότι ούτοι δεν ήλθον διά να τας κακοποιήσωσι, τους άφινον ησύχους, και τοιουτοτρόπως ημέρα τη ημέρα επλησίαζον τα στρατόπεδα περισσότερον. Δεν είχον δε οι νεανίσκοι, καθώς ούτε αι Αμαζόνες, άλλο ειμή τα όπλα και τους ίππους των, ώστε έζων και αυτοί της ιδίαν ζωήν με τας Αμαζόνας, θηρεύοντες και λεηλατούντες.
113. Κατά την μεσημβρίαν συνείθιζον αι Αμαζόνες να αποχωρίζονται αλλήλων και να διασκορπίζωνται ανά μία ή ανά δύο όπως αναπαυθώσιν. Οι Σκύθαι παρετήρησαν τούτο και έπραττον το αυτό· είς δ' εξ αυτών πλησιάσας μίαν των μονωθεισών εχαριεντίζετο πλησίον της· και η Αμαζών δεν τον απώθησεν αλλά τον άφησε να πράξη ό,τι ήθελε. Και να τω ομιλήση μεν δεν ηδύνατο, διότι δεν ενόουν αλλήλους· με χειρονομίας όμως τω είπε να έλθη την ακόλουθον ημέραν εις το ίδιον μέρος φέρων και ένα άλλον ομού ώστε να γίνωσι δύο, και ότι θα φέρη και αυτή μίαν άλλην. Αναχωρήσας εκείθεν ο νεανίας διηγήθη το συμβάν εις τους άλλους, και την επομένην ημέραν επέστρεψεν εις την αυτήν θέσιν συνοδευόμενος παρ' ενός άλλου Σκύθου και εύρε την Αμαζόνα περιμένουσαν μετά μιας άλλης. Οι λοιποί νεανίσκοι, μαθόντες τα γενόμενα, ημέρωσαν και αυτοί τας λοιπάς Αμαζόνας.
114. Έπειτα τα δύο στρατόπεδα _ηνώθησαν_· όλοι έμενον ομού και έκαστος είχεν ως γυναίκα εκείνην με την οποίαν είχε μιχθή εξ αρχής. Και οι μεν άνδρες δεν ηδύναντο να μάθωσι την γλώσσαν των γυναικών, αι γυναίκες όμως έμαθον την των ανδρών. Αφού δε ήρχισαν να εννοώσιν αλλήλους, οι άνδρες είπον προς τας Αμαζόνας τα ακόλουθα. «Έχομεν γονείς, έχομεν κτήματα· λοιπόν ας παύσωμεν πλέον διάγοντες τοιαύτην ζωήν· ας αναχωρήσωμεν, ας ζήσωμεν με τους άλλους σεις μόναι θα ήσθε γυναίκες ημών και ουχί άλλαι.» Εκείναι δε απεκρίθησαν· «Ημείς ποτέ δεν θα δυνηθώμεν να κατοικήσωμεν μετά των υμετέρων γυναικών, διότι δεν έχομεν τα ίδια με αυτάς έθιμα· ημείς τοξεύομεν, ιππεύομεν, γυναικεία δε έργα δεν εμάθομεν. Αι υμέτεραι γυναίκες δεν κάμνουσι τίποτε από όσα ανεφέραμεν, αλλ' ενασχολούνται εις έργα γυναικεία με τας αμάξας των, μήτε προς θήραν εξερχόμεναι μήτε πράττουσαι άλλο τι παρόμοιον. Τούτου ένεκα ποτέ δεν θα συμφωνήσωμεν. Αλλ' εάν επιθυμήτε να μας έχετε γυναίκας και να φανήτε ότι είσθε άνθρωποι δίκαιοι, υπάγετε εις τους γονείς σας, λάβετε το ανάλογόν σας εκ των κτημάτων σας, και όταν επιστρέψετε συγκατοικούμεν εις ιδικόν μας τόπον.»
115. Οι νεανίσκοι επείσθησαν και έπραξαν ταύτα. Αφού δε λαβόντες το ανάλογον των κτημάτων επέστρεψαν προς τας Αμαζόνας, αύται τοις είπον· «Ημείς φοβούμεθα και δεν τολμώμεν να κατοικώμεν εις ταύτην την χώραν, όπου αφ' ενός μεν σας εστερήσαμεν των πατέρων σας, αφ' ετέρου δε επροξενήσαμεν πολλάς ζημίας. Επειδή όμως μας κρίνετε αξίας να μας έχετε γυναίκας σας, πράξατε τα ακόλουθα ομού με ημάς. Ας αναχωρήσωμεν, ας αφήσωμεν την γην ταύτην και ας υπάγωμεν να κατοικήσωμεν εις το απέναντι μέρος του ποταμού Τανάιδος.
116. Οι νεανίσκοι επείσθησαν και εις τούτο, και διαβάντες τον Τάναϊ ωδοιπόρησαν τριών μεν ημερών οδόν προς ανατολάς από του Τανάιδος, τριών δε προς βοράν από της Μαιώτιδος λίμνης. Φθάσαντες εις τούτο το μέρος, εις το οποίον κατοικούσι σήμερον, εγκατεστάθησαν εις αυτό. Έκτοτε δε αι γυναίκες των Σαυροματών διετήρησαν τα παλαιά έθιμα, θηρεύουσαι έφιπποι μετά των ανδρών των και άνευ αυτών, συχνάζουσαι εις τον πόλεμον και ενδυόμεναι ως οι άνδρες των.
117. Οι Σαυρομάται ομιλούσι την Σκυθικήν γλώσσαν αναμιγνύοντες ανέκαθεν εις αυτήν σολοικισμούς, επειδή αι Αμαζόνες ποτέ δεν την έμαθον καλώς. Ο δε νόμος των γάμων είναι τοιούτος· ουδεμία παρθένος νυμφεύεται πριν φονεύση άνδρα πολέμιον. Τινές δε γηράσκουσι χωρίς να νυμφευθώσι, μη δυνηθείσαι να εκπληρώσωσι τον νόμον.
118. Έφθασαν λοιπόν οι απεσταλμένοι των Σκυθών καθ' ην στιγμήν οι βασιλείς των εθνών τούτων ήσαν συναθροισμένοι και τοις είπον ότι οι Πέρσαι, αφού υπέταξαν όλην την άλλην ήπειρον, εγεφύρωσαν τον Βόσπορον, ότι διέβησαν εις την ήπειρον ταύτην, ότι υπέταξαν τους Θράκας και εγεφύρωσαν τον Ίστρον ποταμόν, και ότι ο βασιλεύς των θέλει να καθυποτάξη και όλα αυτά τα μέρη. «Εμείς λοιπόν, προσέθηκαν, μη θελήσετε κατ' ουδένα τρόπον να μείνετε αδιάφοροι και να μας αφήσετε να καταστραφώμεν, αλλ' ενούμενοι ας αντιταχθώμεν από κοινού κατά του επερχομένου πολεμίου. Δεν θα πράξετε τούτο; τότε ημείς πιεζόμενοι ή θα εγκαταλείψωμεν την χώραν, ή μένοντες θα παραδοθώμεν διά συνθήκης, διότι τι δυνάμεθα να πράξωμεν εάν δεν θελήσετε να μας βοηθήσετε; Αλλά τότε δεν θα πάθετε και υμείς ολιγώτερα, επειδή ο Πέρσης ήλθεν ου μόνον δι' ημάς αλλά και διά σας, ουδέ αφού καταστρέψη ημάς θα σας αφήση ησύχους. Μέγα δε μαρτύριον των λόγων τούτων είναι το εξής· εάν ο Πέρσης εξεστράτευε καθ' ημών μόνων θέλων να μας εκδικηθή διά την προλαβούσαν δούλωσιν, έπρεπε να στρατεύση μόνον καθ' ημών και να αφήση όλους τους άλλους· τότε τωόντι ήθελε δείξει σαφώς ότι μόνον κατά των Σκυθών ελαύνει και ουχί κατά των άλλων· αλλ' άμα διέβη εις την ήπειρον ταύτην, υπέταξεν όλους τους λαούς όσους εύρεν εμπρός του. Υπέταξε δε και τους άλλους Θράκας, και τους πλησιεστάτους γείτονας μας Γέτας»
119. Ταύτα ειπόντων των Σκυθών, συνεσκέπτοντο οι εκ διαφόρων εθνών ελθόντες βασιλείς και αι γνώμαι αυτών διηρέθησαν. Ο μεν Γελωνός, ο Βουδίνος και ο Σαυρομάτης, ενωθέντες υπεσχέθησαν να βοηθήσωσι τους Σκύθας· ο δε Αγάθυρσος, ο Νευρός, ο Ανδροφάγος και οι βασιλείς των Μελαγχλαίνων και των Ταύρων απεκρίθησαν εις τους απεσταλμένους τα εξής «Εάν δεν ηδικείτε πρότερον τους Πέρσας και δεν ηρχίζατε πρώτοι τον πόλεμον, θα εφαίνεσθε ότι ομιλείτε ορθώς ζητούντες αυτά τα οποία ζητείτε, και ημείς ακούοντες όσα είπατε ηθέλομεν σας βοηθήσει· αλλ' υμείς εισεβάλετε εις την γην των άνευ ημών και εβασιλεύσατε επί των Περσών εφ' όσον χρόνον σας επέτρεψε τούτο ο θεός, σήμερον δε εκείνοι, παρακινούμενοι υπό του αυτού θεού, σας αποδίδουσι τα ίσα. Ημείς δε και τότε δεν τους ηδικήσαμεν, και τώρα θα προσπαθήσωμεν να μη τους αδικήσωμεν πρώτοι. Εάν όμως ο βασιλεύς των έλθη και κατά της ιδικής μας γης και αρχίση να μας αδική, τότε και ημείς δεν θα μείνωμεν αργοί, καθότι φρονούμεν ότι οι Πέρσαι δεν ήλθον καθ' ημών αλλά κατά των αιτίων της εις αυτούς γενομένης αδικίας.»
120. Μαθόντες την απόκρισιν ταύτην οι Σκύθαι, παρητήθησαν μεν πάσης μάχης φανεράς, επειδή δεν συνεμάχησαν μετ' αυτών όλοι, απεφάσισαν δε να αναχωρήσωσι λαμβάνοντες τα ποίμνιά των, να συγχώνωσι κατά την πορείαν των τα φρέατα και τας κρήνας, να καταπατώσι την χλόην της γης και να διαιρεθώσιν εις δύο σώματα. Και το μεν έν, του οποίου αρχηγός ήτο ο Σκώπασις, διετάχθη να πλησιάση τους Σαυρομάτας, να προσκαλέση αυτούς εν περιπτώσει καθ' ην ο Πέρσης ήθελε λάβει αυτήν την διεύθυνσιν, και να φύγη κατ' ευθείαν προς τον Τάναϊν παραπορευόμενος την Μαιώτιδα λίμνην· να επιπίπτη δε εξ εναντίας κατ' αυτού οσάκις υποχωρή και να τον καταδιώκη. Αύτη ήτο η πρώτη μοίρα των βασιλικών Σκυθών ήτις διετάχθη να ακολουθήση την οδόν την οποίαν περιέγραψα. Το δεύτερον σώμα (ήτοι αι δύο άλλαι μοίραι των βασιλικών Σκυθών, η μεγάλη της οποίας άρχων ήτο ο Ιδάνθυρσος και η τρίτη της οποίας άρχων ήτο ο Τάξακις, ηνωμέναι μετά των Γελωνών και των Βουδίνων) διετάχθη να μένη πάντοτε μακράν από τους Πέρσας μιας ημέρας οδόν και να τους αποπλανά υποχωρόν και πράττον τα συμφωνηθέντα. Και πρώτον μεν να τους φέρη κατ' ευθείαν εις τας χώρας εκείνων οίτινες απεποιήθησαν την συμμαχίαν των διά να περιπλέξη και τούτους εις τον πόλεμον· και εάν εκουσίως δεν εδέχθησαν να πολεμήσωσι τους Πέρσας, να αναγκασθώσι τουλάχιστον διά του μέσου τούτου να επιχειρήσωσι τον πόλεμον. Κατόπιν διετάχθη το σώμα τούτο να εισέλθη πάλιν εις την χώραν και να πολεμήση τους Πέρσας εάν κρίνη την περίστασιν αρμοδίαν.
121. Ταύτα αποφασίσαντες οι Πέρσαι [-»Σκύθες] εξήλθον εις απάντησιν των στρατευμάτων του Δαρείου, αποστείλαντες ως προδρόμους τους αρίστους των ιππέων. Τας δε αμάξας, εις τας οποίας διαιτώντο τα τέκνα και αι γυναίκες όλαι, όλα τα ζώα πλην εκείνων τα οποία ήσαν αναγκαία διά τροφήν, τόσα αφήσαντες, έπεμψαν τα άλλα ομού με τας αμάξας παραγγείλαντες να διευθυνθώσι προς βοράν.
122. Ταύτα λοιπόν επέμφθησαν εμπρός, οι πρόδρομοι δε των Σκυθών συνήντησαν τους Πέρσας απέχοντας τριών ημερών οδόν από του Ίστρου. Και ούτοι μεν ευρόντες τούτους εστρατοπεδεύσαντο εις απόστασιν οδού μιας ημέρας και κατέστρεψαν τα φυτά της γης, οι δε Πέρσαι άμα είδον ότι ενεφανίσθη το ιππικόν των Σκυθών, εκίνησαν εναντίον των και ηκολούθουν τα ίχνη αυτών υποχωρούντων· έπειτα δε (επειδή οι Σκύθαι διευθύνθησαν προς την πρώτην μοίραν) τους εδίωκον φεύγοντας προς ανατολάς και προς τον Τάναϊν. Οι Σκύθαι έφθασαν τον ποταμόν τούτον και τον διέβησαν· οι Πέρσαι τον διέβησαν και αυτοί και τους κατεδίωκον εις την άλλην όχθην. Αμφότεροι δε, διεξελθόντες την χώραν των Σαυροματών, έφθασαν εις την των Βουδίνων.
123. Ενόσω οι Πέρσαι επορεύοντο διά μέσου της Σκυθικής και της Σαυρομάτιδος χώρας δεν είχον τίποτε να καταστρέψωσι, της χώρας ούσης χέρσου, εισελθόντες όμως εις την των Βουδίνων, εύρον την ξυλίνην πόλιν την οποίαν κενώσαντες οι κάτοικοι από όλα τα πράγματα είχον εγκαταλίπει, ενέπρησαν αύτην. Τούτο δε πράξαντες, επανέλαβον την καταδίωξιν μέχρις ου διήλθον την χωράν των Βουδίνων και έφθασαν εις την έρημον όπου ουδεμία φυλή ανθρωπίνη κατοικεί και ήτις εκτείνεται επί επτά ημερών οδόν. Ανωτέρω της ερήμου ταύτης οικούσιν οι Θυσσαγέται, και εκ του τύπου τούτου ρέουσι τέσσαρες μεγάλοι ποταμοί οίτινες, διερχόμενοι διά των Μαιωτών, χύνονται εις την λίμνην την καλουμένων Μαιώτιδα, και των οποίων τα ονόματα είναι Λύκος, Όαρος, Τάναϊς και Σύργις.
124. Όταν ο Δαρείος ήλθεν εις την έρημον διέκοψε την πορείαν του και παρέταξε τον στρατόν του εις τας όχθας του ποταμού Οάρου. Τούτο πράξας έκτισεν οκτώ τείχη μεγάλα απέχοντα απ' αλλήλων εξίσου, ήτοι εξήκοντα ακριβώς στάδια, των οποίων τα ερείπια εσώζοντο έτι εις την εποχήν μου. Ενώ δε ησχολείτο εις τας εργασίας ταύτας, οι Σκύθαι τους οποίους είχε καταδιώξει καταβάντες εκ των άνω εισήλθον διά περιστροφής εις την χώραν των. Εγένοντο λοιπόν εντελώς άφαντοι, και επειδή δεν παρουσιάζοντο πλέον ενώπιόν του, ο Δαρείος τα μεν τείχη εκείνα αφήκεν ημιτελή, αυτός δε υποστρέψας διευθύνθη προς δυσμάς, νομίζων ότι όλοι αυτοί ήσαν Σκύθαι και ότι έφευγον προς το μέρος εκείνο.
125. Ταχύνων την πορείαν επανεύρε τας δύο μοίρας των Σκυθών εις την Σκυθικήν. Ήρχισε λοιπόν πάλιν να τους καταδιώκη, αλλ' αυτοί, απέχοντες πάντοτε απ' αυτού μιας ημέρας οδόν, υπεχώρουν. Και επειδή ο Δαρείος δεν παρητείτο της καταδιώξεως, οι Σκύθαι κατά το σχέδιόν των έφευγον προς την γην των αρνηθέντων την συνδρομήν των και πρώτον ήλθον εις την γην των Μελαγχλαίνων. Αφού δε εισελθόντες εις αυτήν, τους ετάραξαν και οι Σκύθαι και οι Πέρσαι, οι Σκύθαι έφερον τους Πέρσας εις τους τόπους των Ανδροφάγων. Ταραχθέντων δε και τούτων, εισήλθον εις τους Νευρούς. Ταρασσομένων δε και τούτων, υποχωρούντες οι Σκύθαι έφθασαν εις τους Αγαθύρσους. Οι δε Αγάθυρσοι βλέποντες τους ομόρους των φεύγοντας ένεκα των Σκυθών και ταραττομένους, έπεμψαν κήρυκα προς τους Σκύθας και τοις απηγόρευσαν να διέλθωσι τα σύνορα, απειλούντες ότι εάν αποπειραθώσι τούτο, θα έχωσι πρώτον να πολεμήσωσι με αυτούς. Ταύτα μηνύσαντες οι Αγάθυρσοι έδραμον ένοπλοι εις τα μεθόρια, απόφασιν έχοντες να αποκρούσωσι την εισβολήν, ενώ οι Μελάγχλαινοι, οι Ανδροφάγοι και οι Νευροί, άμα οι Πέρσαι καταδιώκοντες τους Σκύθας εισήλθον εις τα μέρη των, λησμονήσαντες τας προηγουμένας απειλάς, έφυγον τεταραγμένοι εις την έρημον προς βοράν. Οι δε Σκύθαι εις μεν τους Αγαθύρσους απαγορεύσαντας δεν εισήλθον, αλλ' εξελθόντες εκ της χώρας των Νευρών έσυραν τους Πέρσας εις την ιδικήν των χώραν.
126. Επειδή δε τούτο εξηκολούθει επί πολύν χρόνον, ο Δαρείος έπεμψεν ιππέα προς τον βασιλέα των Σκυθών Ιδάνθυρσον και είπε τα εξής· «Ω κάκιστε άνθρωπε, διατί φεύγεις πάντοτε, ενώ από σου εξαρτάται να πράξης έν εκ των δύο; Νομίζεις ότι είσαι ικανός να εναντιωθής εις την δύναμίν μου; στήθι, παύσον να πλανάσαι και πολέμησον. Αναγνωρίζεις ότι είσαι ασθενέστερος; παύσον πάλιν αυτήν την περιπλάνησιν και φέρε εις τον δεσπότην σου χώμα και ύδωρ· έπειτα διαπραγματευόμεθα;»
127. Εις ταύτα ο βασιλεύς των Σκυθών Ιδάνθυρσυς απεκρίθη· «Ούτως έχουσι τα κατ' εμέ, ω Πέρσα· εγώ ακόμη δεν έφυγα φοβηθείς κανένα άνθρωπον, ούτε πρότερον ούτε τώρα φεύγω σε· ούτε πράττω σήμερον άλλο παρ' ό,τι πράττω συνήθως και εν ειρήνη. Διατί δε δεν σε πολεμώ αμέσως, θα σοι το είπω. Ημείς ούτε πόλεις έχομεν ούτε γαίας καλλιεργημένας ώστε φοβηθέντες μήπως τας κυριεύσης ή τας διαρπάσης να σπεύσωμεν να σε πολεμήσωμεν. Εάν εν τούτοις θέλης αφεύκτως πόλεμον, έχομεν τους τάφους των πατέρων μας· υπάγετε, εύρετε αυτούς, δοκιμάσατε να τους πειράξετε, και τότε θα ιδήτε εάν θα πολεμήσωμεν διά τους τάφους τούτους ή εάν δεν θα πολεμήσωμεν. Προ τούτου, άνευ αιτίας δεν θα συμπλακώμεν μετά σου. Και περί μεν της μάχης αρκούσι ταύτα, δεσπότας μου δε εγώ νομίζω μόνον τον Δια τον προπάτορά μου και την Εστίαν την βασίλισσαν των Σκυθών. Αντί δε να σοι δώσω χώμα και ύδωρ, θα σοι πέμψω δώρα αρμόδια να σοι προσφερθώσι, και αντί του λόγου τον οποίον με είπες ότι είσαι δεσπότης μου, σοι λέγω να κλαύσης.» Με ταύτα αναλογούσιν όσα είπον οι Σκύθαι.
128. Ο μεν κήρυξ λοιπόν ανεχώρησε διά να αναγγείλη ταύτα εις τον Δαρείον, οι δε βασιλείς των Σκυθών αφού ήκουσαν το όνομα της δουλείας επλήσθησαν οργής. Και την μεν υπό τον Σκώπασιν μοίραν μετά των Σαυροματών πέμπουσι προς τους Ίωνας τους φυλάσσοντας την γέφυραν του Ίστρου διά να έλθη εις ομιλίαν με αυτούς, οι δε υπολειπόμενοι του στρατού απεφάσισαν να μη πλανώσι πλέον τους Πέρσας, αλλά να επιπίπτωσι κατ' αυτών οσάκις εκάθηντο διά να φάγωσιν. Όταν λοιπόν έβλεπον τους στρατιώτας του Δαρείου καθημένους διά να φάγωσιν, έπραττον τα αποφασισθέντα. Και το μεν ιππικόν των Σκυθών πάντοτε έτρεπεν εις φυγήν το ιππικόν των Περσών, οι δε ιππείς των Περσών φεύγοντες κατέφευγαν εις το πεζόν· οι δε Σκύθαι αφού έτρεπον το ιππικόν υπέστρεφον φοβούμενοι τον πεζόν στρατόν. Τοιαύτας προσβολάς έκαμνον οι Σκύθαι και κατά τας νύκτας.
129. Θα αναφέρω ενταύθα παράδοξόν τι το οποίον εβοήθει τους Πέρσας και έβλαπτε τους Σκύθας ότε επέπιπτον κατά του στρατοπέδου του Δαρείου· τούτο ήτο η φωνή των όνων και η θέα των ημιόνων, διότι εις την Σκυθίαν δεν γεννώνται μήτε ημίονοι μήτε όνοι, ως εφανέρωσα προηγουμένως, ουδέ ευρίσκεται παντελώς εις την χώραν όλην ή όνος ή ημίονος ένεκα του ψύχους. Οι όνοι λοιπόν αγχωμένοι ετάραττον το ιππικόν των Σκυθών, και πολλάκις, ότε οι Σκύθαι ώρμων κατά των Περσών, οι ίπποι ακούοντες την φωνήν των όνων, εταράσσοντο και έστρεφον οπίσω εκπληττόμενοι και ορθούντες τα ώτα των, ως ίπποι μη ακούσαντες άλλοτε τοιαύτην φωνήν μήτε ιδόντες τοιαύτας μορφάς. Αλλά τούτο ήκιστα εμπόδιζε τον πόλεμον.
130. Εν τούτοις οι Σκύθαι βλέποντες τους Πέρσας θορυβουμένους εμηχανεύθησαν τα εξής διά να τους κρατήσωσι περισσότερον εις την Σκυθίαν, όπως βλάπτωνται παραμένοντες και στερούμενοι των πάντων. Αφίνοντες ζώα τινα μετά των βοσκών, έφευγον εις άλλο μέρος· οι δε Πέρσαι επερχόμενοι ελάμβανον τα ζώα και εμεγαλοφρόνουν διά το κατόρθωμα τούτο.
131. Επειδή δε πολλάκις εγένετο το στρατήγημα τούτο, τέλος ο Δαρείος περιήλθεν εις μεγάλην απορίαν. Οι βασιλείς των Σκυθών μαθόντες τούτο έπεμψαν κήρυκα φέροντα δώρα εις τον Δαρείον έν πτηνόν, ένα μυν, ένα βάτραχον και πέντε βέλη. Οι Πέρσαι ηρώτησαν τον φέροντα τα δώρα ποίαν έννοιαν είχον τα διδόμενα, εκείνος δε απεκρίνετο ότι ουδέν άλλο εγίνωσκεν ή να τα δώση και να αναχωρήση τάχιστα· προσέθετε δε ότι εάν ήσαν σοφοί άνθρωποι οι Πέρσαι, αυτοί έπρεπε να εννοήσωσι τι εσήμαινον τα δώρα. Ταύτα ακούσαντες οι Πέρσαι συνεσκέπτοντο.
132. Και η μεν γνώμη του Δαρείου ήτο ότι οι Σκύθαι παραδίδονται εις αυτόν και τω προσφέρουσι χώμα και ύδωρ, εικάζων τούτο εκ του ότι ο μεν μυς γεννάται εντός της γης και τρώγει τους αυτούς καρπούς με τον άνθρωπον, ο δε βάτραχος γεννάται εις το ύδωρ, το δε πτηνόν ομοιάζει τα μάλιστα με τον ίππον, τα δε βέλη ότι παραδίδουσι την δύναμίν των. Αύτη ήτο η γνώμη του Δαρείου, εναντία όμως ήτο η του Γωβρύου ενός των επτά ανδρών των φονευσάντων τον μάγον, όστις έλεγεν ότι τα δώρα εσήμαινον· «Ω Πέρσαι, εάν δεν γίνετε πτηνά και να πετάξετε εις τον ουρανόν, ή μύες διά να κρυβήτε υπό την γην, ή βάτραχοι διά να πηδήσετε εις τας λίμνας, δεν θα επιστρέψετε οπίσω αλλά θα πέσετε υπό τα βέλη ταύτα.»
133. Οι μεν Πέρσαι ούτως εξήγουν τα δώρα, η δε μοίρα των Σκυθών εκείνη ήτις εξ αρχής είχε την εντολήν να φυλάττη την Μαιώτιδα λίμνην και ήτις κατ' εκείνην την στιγμήν είχεν αναχωρήσει διά να έλθη εις λόγους με τους επί του Ίστρου Ίωνας, έφθασεν εις την γέφυραν. Άμα δε έφθασεν, είπε ταύτα· «Άνδρες Ίωνες, ερχόμεθα να σας φέρωμεν την ελευθερίαν, εάν θέλετε να μας ακούσετε. Ηξεύρομεν ότι ο Δαρείος σας διέταξε να φυλάττετε την γέφυραν ταύτην εξήκοντα μόνον ημέρας, επιτρέπων υμίν να αναχωρήσετε εις την χώραν σας εάν εν τούτω τω μεταξύ δεν επιστρέψη. Τώρα λοιπόν εάν πράξετε ως σας λέγομεν, ούτε εκείνος θα δυνηθή να σας μεμφθή ούτε ημείς· επειδή παρεμείνατε τας διωρισμένας ημέρας, αναχωρήσατε πλέον.» Και οι μεν Σκύθαι, επειδή οι Ίωνες υπεσχέθησαν να πράξωσι τούτο, έσπευσαν να αναχωρήσωσιν όσον τάχιστα.
134. Μετά δε τα δώρα τα σταλέντα εις τον Δαρείον οι μείναντες Σκύθαι, πεζόν και ιππικόν, αντετάχθησαν διά να πολεμήσωσι τους Πέρσας. Ενώ δε ήσαν παρατεταγμένοι οι Σκύθαι, διέσχισε τας τάξεις αυτών λαγός. Τούτου φανέντος όλοι έσπευσαν προς καταδίωξιν του. Επειδή δε εγίνετο ταραχή και βοή μεγάλη, ηρώτησεν ο Δαρείος την αιτίαν δι' ην εθορύβουν οι αντιπαρατεταγμένοι πολέμιοι. Μαθών δε ότι εδίωκον τον λαγόν, είπε προς εκείνους με τους οποίους συνείθιζε να ομιλή· «Οι άνθρωποι ούτοι πολύ μας καταφρονούσι και νομίζω ότι ο Γωβρύας πολύ καλώς εξήγησε τα δώρα των. Επειδή λοιπόν και εγώ κρίνω ότι ούτως έχουσι τα πράγματα, είναι ανάγκη να σκεφθώμεν καλώς περί της ασφαλούς επιστροφής μας.» Προς ταύτα ο Γωβρύας είπεν· «Ω βασιλεύ, εγώ και εξ ακοής μεν ήξευρον την πτωχείαν των ανθρώπων τούτων, αφότου όμως ήλθον έμαθον περισσότερα, βλέπων αυτούς να μας εμπαίζωσι. Φρονώ λοιπόν, άμα επέλθη η νυξ, να ανάψωμεν τα πυρά μας όπως εσυνειθίζαμεν να πράττωμεν, να απατήσωμεν τους στρατιώτας όσοι είναι ασθενέστατοι εις τας ταλαιπωρίας, να δέσωμεν όλους τους όνους και να αναχωρήσωμεν πριν οι Σκύθαι προχωρήσωσιν εις τον Ίστρον και κόψωσι την γέφυραν, ή οι Ίωνες πράξωσί τι το οποίον ειμπορεί να μας αφανίση.» Ο μεν Γωβρύας ταύτα συνεβούλευσεν.
135. Αφού δε εγένετο νυξ, ο Δαρείος ηκολούθησε την συμβουλήν ταύτην· αφήκεν εις το στρατόπεδον τους ασθενείς στρατιώτας και εκείνους των οποίων η απώλεια δεν θα ήτο επαισθητή· αφήκεν επίσης και τους όνους δεδεμένους. Αφήκε δε τους όνους και τους ασθενείς διά την εξής αιτίαν· τους όνους διά να κάμνωσι βοήν, τους δε ανθρώπους διά την ασθένειάν των, μεταχειρισθείς όμως την πρόφασιν ότι αυτός μεν μετά του υγιούς στρατού έμελλον να επιτεθώσι κατά των Σκυθών, αυτοί δε να φυλάττωσι το στρατόπεδον κατ' αυτό το διάστημα. Ταύτα παραγγείλας ο Δαρείος εις τους υπολειπομένους και ανάψας πυρά, διευθύνθη ταχέως προς τον Ίστρον. Μείναντες δε μόνοι οι όνοι, τόσον μάλλον εφώναζον ένεκα τούτου, και οι Σκύθαι ακούοντες τας φωνάς αυτών πληρούσας, όλην την χώραν, ενόμιζον ότι οι Πέρσαι ήσαν εκεί ακόμη.
136. Ημέρας γενομένης, εννοήσαντες οι υπολειφθέντες ότι τους επρόδοσεν ο Δαρείος, έτεινον τας χείρας εις τους Σκύθας και τοις διηγήθηκαν τα συμβαίνοντα. Άμα ήκουσαν ταύτα οι Σκύθαι ήνωσαν αμέσως τας δύο μοίρας, παρέλαβον μεθ' εαυτών τους Σαυρομάτας, τους Βουδίνους και τους Γελωνούς και κατεδίωκον τους Πέρσας κατ' ευθείαν προς τον Ίστρον. Επειδή όμως το Περσικόν στράτευμα συνέκειτο κατά το πλείστον εκ πεζικού και δεν εγνώριζε τας οδούς καθότι αύται δεν ήσαν τετμημέναι, οι δε Σκύθαι ήσαν όλοι ιππείς και εγνώριζον τας συντομωτέρας οδούς, δεν απηντήθησαν, αλλ' οι Σκύθαι επρόλαβον και έφθασαν εις την γέφυραν πολύ προ των Περσών. Ιδόντες δε ότι οι Πέρσαι δεν είχον φθάσει ακόμη, είπον προς τους Ίωνας όντας εις τα πλοία των· «Άνδρες Ίωνες, και ο αριθμός των ημερών σας παρήλθε και άδικον κάμνετε μένοντες εδώ ακόμη. Επειδή όμως μέχρι τούδε εμείνατε υπό φόβου, τώρα λύσατε την γέφυραν, αναχωρήσατε τάχιστα χαρήτε διά την ελευθερίαν σας και ευχαριστήσατε τους θεούς και τους Σκύθας. Όσον αφορά εκείνον όστις πρότερον ήτο δεσπότης σας, ημείς θα τον διορθώσωμεν ούτως ώστε να μη δύναται πλέον να εκστρατεύση κατ' ουδενός έθνους.»
137. Ταύτα ακούσαντες οι Ίωνες συνεσκέπτοντο. Και του μεν Μιλτιάδου του Αθηναίου, στρατηγού και τυράννου των εν τω Ελλησπόντω χερσονησιτών, η γνώμη ήτο να πεισθώσιν εις τους λόγους των Σκυθών και να ελευθερώσωσι την Ιωνίαν, του δε Ιστιαίου του Μιλησίου η γνώμη ήτο εναντία· ούτος έλεγεν ότι τώρα μεν ένεκα του Δαρείου έκαστος αυτών ήτο τύραννος μιας πόλεως· καταστρεφομένης όμως της δυνάμεως του Δαρείου, ούτε αυτός θα ηδύνατο πλέον να κυβερνά τους Μιλησίους ούτε άλλος τις άλλην τινά πόλιν, καθότι εκάστη πόλις θα ζητήση να δημοκρατήται μάλλον ή να τυραννεύεται. Αίφνης όλοι εκείνοι όσοι πρότερον είχον παραδεχδή την γνώμην του Μιλτιάδου, συνετάχθησαν με την γνώμην του Ιστιαίου.
138. Οι δε δόντες την ψήφον των, οίτινες και μεγάλην υπόληψιν έχαιρον παρά τω βασιλεί, ήσαν οι τύραννοι των Ελλησποντίων Δάφνις ο Αβυδηνός, Ίπποκλος ο Λαμψακηνός, Ηρόφαντος ο Παριηνός, Μητρόδωρος ο Προκοννήσιος, Αρισταγόρας ο Κυζικηνός και Αρίστων ο Βυζάντιος. Και ούτοι μεν ήσαν εκ του Ελλησπόντου, εκ δε της Ιωνίας ήσαν Στράττις ο Χίος, Αιάκης ο Σάμιος, Λαοδάμας ο Φωκαιεύς και Ιστιαίος ο Μιλήσιος ούτινος η ψηφοφορηθείσα γνώμη ήτο εναντία της του Μιλτιάδου. Εκ δε των Αιολέων ο μόνος σημαίνων ήτο ο Κυμαίος Αρισταγόρας.
139. Ούτοι λοιπόν, αφού παρεδέχθησαν την γνώμην του Ιστιαίου, απεφάσισαν να πράξωσι και να είπωσι τα εξής· να λύσωσι το μέρος της γεφύρας το προς τους Σκύθας, να το λύσωσι δε εις όσον διάστημα δύναται να φθάση βέλος, ίνα, φαινόμενοι ότι πράττουσί τι χωρίς να πράττωσι τίποτε, εμποδίσωσι τους Σκύθας να μεταχειρισθώσι βίαν και διαβώσι τον Ίστρον διά της γεφύρας. Λύοντες δε το με την Σκυθικήν συνεχόμενον μέρος της γεφύρας να είπωσιν ότι θα πράξωσι παν ό,τι δύνανται διά να ευχαριστήσωσι τους Σκύθας. Ταύτα μεν προσέθησαν εις την γνώμην του Ιστιαίου, έπειτα δε ο Ιστιαίος απεκρίθη εξ ονόματος όλων τα εξής· «Ω Σκύθαι, ήλθετε φέροντες εις ημάς αγαθάς συμβουλάς, και εσπεύσατε εγκαίρως. Καθώς δε ό,τι επράξατε αποβλέπει εις όφελος ημών, ούτω και ημείς σας υπηρετούμεν κατά την επιθυμίαν σας· διότι, ως βλέπετε, και την γέφυραν αποσπώμεν, και πάσαν προθυμίαν θέλομεν καταβάλει, θέλοντες να ήμεθα ελεύθεροι. Ενώ όμως ημείς λύομεν την γέφυραν, καιρός είναι να ζητήσετε τους Πέρσας και να τους τιμωρήσετε καθώς πρέπει δι' όσας ύβρεις έκαμον εις ημάς και εις υμάς.»
140. Οι δε Σκύθαι πιστεύσαντες και δευτέραν φορά τους Ίωνας ότι ωμίλουν ειλικρινώς υπέστρεψαν προς αναζήτησιν των Περσών, αλλ' επλανήθησαν όλως διόλου από την οδόν την οποίαν εκείνοι είχον λάβει. Αίτιοι δε τούτου εγένοντο αυτοί οι ίδιοι καταστρέψαντες τας βοσκάς των ίππων και συγχώσαντες τας πηγάς των υδάτων. Τωόντι εάν δεν έκαμναν τας ζημίας ταύτας, θα τοις ήτο εύκολον να εύρωσι τους Πέρσας όταν ήθελον· τώρα όμως το μέτρον εκείνο το οποίον προηγουμένως ενόμισαν ως συμφερώτατον, απέβη εις αυτούς βλαβερόν. Και αφ' ενός μεν οι Σκύθαι εζήτουν τους πολεμίους εις τα μέρη της χώρας όπου υπήρχον ακόμη βοσκαί και ύδωρ, εικάζοντες ότι ο Δαρείος διά τούτων των μερών θα έφευγεν· αφ' ετέρου δε οι Πέρσαι, παρατηρούντες τα ίχνη της προτέρας των οδοιπορίας, επέστρεφον διά της αυτής οδού ην είχον χαράξει προηγουμένως, και πάλιν μόλις κατώρθωσαν να φθάσωσιν εις την γέφυραν. Επειδή δε ότε έφθασαν ήτο νυξ και εύρον την γέφυραν λελυμένην, εφοβήθησαν υπερβολικά μήπως τους εγκατέλιπον οι Ίωνες.
141. Πλησίον του Δαρείου ήτο Αιγύπτιος τις έχων φωνήν δυνατωτάτην από όλους τους ανθρώπους. Αυτόν τον άνθρωπον διέταξεν ο Δαρείος να σταθή εις την όχθην του Ίστρου και να καλέση τον Μιλήσιον Ιστιαίον. Και ούτος μεν έπραξε ταύτα, ο δε Ιστιαίος ακούσας εις το πρώτον κέλευμα έφερεν όλα τα πλοία διά να διαπορθμεύσωσι τον στρατόν, και έζευξε την γέφυραν.
142. Τοιουτοτρόπως οι Πέρσαι διέφυγον, οι δε Σκύθαι ζητούντες αυτούς απέτυχον και εκ δευτέρου και είπον περί των Ιώνων ότι εάν μεν τους θεωρήση τις ως ελευθέρους, είναι οι μάλλον άνανδροι και οι μάλλον ουτιδανοί από όλους τους ανθρώπους, εάν δε τους θεωρήση ως δούλους, είναι ανδράποδα φιλοδέσποτα ουδεμίαν διάθεσιν έχοντα να ελευθερωθώσι. Τοιαύτας μομφάς επιρρίπτουσιν οι Σκύθαι κατά των Ιώνων.
143. Ο δε Δαρείος, πορευόμενος διά της Θράκης, έφθασεν εις την Σηστόν της Χερσονήσου· εντεύθεν αυτός μεν διέβη μετά των πλοίων εις την Ασίαν, εν τη Ευρώπη δε κατέλιπε στρατηγόν τον Πέρσην Μεγάβαζον τον οποίον ποτε ετίμησε μεγάλως ειπών ενώπιον των Περσών τον εξής λόγον. Ενώ ο Δαρείος ελάμβανε ρόδια και ήνοιγεν έν διά να το φάγη, ο αδελφός του Αρτάβανος τον ηρώτησε τι επεθύμει να είχε τόσον πλήθος όσοι ήσαν οι κόκκοι του ροδίου· τότε ο βασιλεύς απεκρίθη· «Προτιμώ να έχω τόσους Μεγαβάζους παρά την Ελλάδα υπήκοον.» Και ενώπιον μεν των Περσών με τοιούτους λόγους τον ετίμα· τότε δε τον άφησε στρατηγόν με ογδοήκοντα χιλιάδας άνδρας εκ του στρατού.
144. Ο Μεγάβαζος ούτος ένεκα των εξής λόγων τους οποίους είπε κατέλιπεν αθάνατον μνήμην εις τους Ελλησποντίους. Ευρίσκετο εις το Βυζάντιον όταν είπον ενώπιόν του ότι οι Καλχηδόνιοι ίδρυσαν αποικίαν εν τη χώρα δεκαεπτά έτη προ των Βυζαντίων. «Ήσαν λοιπόν τυφλοί, ανέκραξε· διότι αν δεν ήσαν τυφλοί, πώς εξέλεξαν τον ασχημότερον τόπον, ενώ ηδύναντο να κατοικίσωσι τον ωραιότερον;» Ο Μεγάβαζος λοιπόν αφεθείς στρατηγός εις την χώραν των Ελλησποντίων, υπέταξεν όλους τους μη μηδίζοντας.
145. Και ούτος μεν ταύτα έπραττε· κατά τον αυτόν δε χρόνον εγένετο μεγάλη αποστολή άλλου στρατού κατά της Λιβύας υπό την πρόφασιν την οποίαν θα είπω αφού διηγηθώ προηγουμένως τα εξής. Οι απόγονοι των Αργοναυτών, διωχθέντες εκ της Λήμνου υπό των Πελασγών, οίτινες είχον αρπάσει τας γυναίκας των Αθηναίων (55), έφθασαν διά θαλάσσης εις την Λακεδαίμονα, εστρατοπέδευσαν επί του όρους Ταϋγέτου και ήναψαν εκεί πυρά. Οι Λακεδαιμόνιοι τους είδον και έπεμψαν διά να τους ερωτήσωσι τινες και πόθεν ήσαν εκείνοι δε απεκρίθησαν εις τον άγγελον όστις τους ηρώτα ότι ήσαν μεν Μινύαι, απόγονοι δε των μετά της Αργούς πλευσάντων ηρώων καθότι οι ήρωες εκείνοι, προσορμισθέντες εις την Λήμνον, εγένννησαν αυτούς. Μαθόντες οι Λακεδαιμόνιοι ότι ήσαν εκ του γένους των Μινυών, έπεμψαν πάλιν διά να τους ερωτήσωσι την αιτίαν δι' ην ήλθον εις τον τόπον και ήναψαν πυρά. Εκείνοι δε απεκρίθησαν ότι διωχθέντες υπό των Πελασγών ήλθον εις τους προγόνους των, ως είναι δίκαιον, και ότι ζητούσι να συγκατοικήσωσι μετ' αυτών, μετέχοντες των τιμών και λαμβάνοντες μερίδιά τινα γης. Οι Λακεδαιμόνιοι συγκατένευσαν να δεχθώσι τους Μινύας υπό τους όρους τούτους εκείνο δε το οποίον τους παρεκίνησε να πράξωσιν ούτω, ήτο κυρίως ότι μετά των άλλων είχον συνεκπλεύσει διά της Αργούς και οι Τυνδαρίδαι. Τους εδέχθησαν λοιπόν, διένειμον εις αυτούς γαίας και τους διεμοίρασαν μεταξύ των φυλών. Αμέσως δε οι Μινύαι έλαβον γυναίκας Λακεδαιμονίας, δώσαντες εις άλλους εκείνας τας οποίας είχον φέρει εκ της Λήμνου.
146. Δεν παρήλθεν όμως πολύς χρόνος και εφάνησαν αυθάδεις αξιούντες να μετάσχωσι της βασιλείας και πράττοντες και άλλα ανόσια. Τούτου ένεκα οι Λακεδαιμόνιοι απεφάσισαν να τους φονεύσωσιν· όθεν τους συνέλαβαν και τους εφυλάκισαν. Οι δε Λακεδαιμόνιοι όσους έχουσι να φονεύσωσι τους φονεύουσι την νύκτα και ουδέποτε την ημέραν. Επειδή λοιπόν είχεν αποφασισθή να τους θανατώσωσιν, οι γυναίκες των Μινυών, ούσαι ασταί και θυγατέρες των πρώτων Σπαρτιατών, εζήτησαν την άδειαν να εισέλθωσιν εις την φυλακήν και να ομιλήση εκάστη μετά του ανδρός της. Οι δε Λακεδαιμόνιοι τας άφησαν να εισέλθωσι, μη υποπτεύσαντες παρ' αυτών δόλον τινά. Αύται όμως, άμα εισήλθον, έπραξαν τα εξής· δώσασαι εις τους άνδρας των όλα τα ενδύματα όσα εφόρουν, έλαβον τα των ανδρών. Οι Μινύαι, ενδεδυμένοι ως γυναίκες, εξήλθον και διαφυγόντες τοιουτοτρόπως εστρατοπέδευσαν πάλιν επί του Ταϋγέτου.
147. Κατά τον αυτόν χρόνον ο Θήρας του Αυτεσίωνος, του Τισαεμνού, του Θερσάνδρου, του Πολυνείκους, ανεχώρησεν εκ Λακεδαίμονος με αποικίαν. Ήτο δε ο Θήρας ούτος Καδμείος την καταγωγήν και μητρικός θείος του Ευρυσθένους και του Προκλέους, υιών του Αριστοδήμου. Όντων δε των παίδων τούτων εισέτι ανηλίκων, ο Θήρας επετρόπευε την βασιλείαν της Σπάρτης. Ότε δε ηύξησαν οι ανεψιοί του και παρέλαβον την εξουσίαν, ο Θήρας δεινόν νομίζων να άρχεται υπό άλλων αφού εγεύσατο άπαξ της αρχής, είπεν ότι δεν μένει πλέον εις την Λακεδαίμονα, αλλά θ' αποπλεύση προς τους συγγενείς του. Ήσαν δε εις την νήσον την σήμερον καλουμένην Θήραν, ήτις άλλοτε εκαλείτο Καλλίστη, απόγονοι του Φοίνικος Μεμβλιάρου υιού του Ποικίλου· διότι ο Κάδμος του Αγήνορος, ζητών την Ευρώπην, είχε προσορμισθή εις την νήσον ταύτην την σήμερον καλουμένην Θήραν. Προσορμισθείς δε εκεί, είτε διότι τω ήρεσεν ο τόπος, είτε δι άλλην τινά αιτίαν, άφησεν εις την νήσον ταύτην Φοίνικάς τινας μεταξύ των οποίων και τον Μεμβλίαρον, ένα των συγγενών του. Ούτοι οι άνθρωποι, πριν έλθη ο Θήρας εκ της Λακεδαίμονος, κατώκουν εις την Καλλίστην επί οκτώ γενεάς ανθρώπων.
148. Προς αυτούς λοιπόν ητοιμάζετο ν' απέλθη ο Θήρας παραλαβών λαόν εξ όλων των φυλών ουχί διά να τους εκπατρίση αλλά διά να συγκατοικήση και να σχετισθή μετ' αυτών. Επειδή δε και οι Μινύαι τους οποίους οι Λακεδαιμόνιοι ήθελον να φονεύσωσιν, αποδράντες εκ της φυλακής εκάθηντο εις τον Ταΰγετον, ο Θήρας παρεκάλεσε να τους συγχωρήσωσι διά να μη γίνη φόνος και ανεδέχετο να τους εξαγάγη της χώρας. Συγκατατεθέντων δε των Λακεδαιμονίων, έπλευσε μετά τριών τριακοντόρων προς τους απογόνους του Μεμβλιάρου, έχων μεθ' εαυτού ουχί όλους τους Μινύας, αλλ' ολίγους τινάς, καθότι οι περισσότεροι ετράπησαν προς τους Παρωρεάτας και τους Καύκωνας. Διώξαντες δε αυτούς από τας χώρας των, διήρεσαν εαυτούς εις έξ μοίρας και έπειτα έκτισαν τας πόλεις Λέπρεον, Μάκιστον, Φριξάς, Πύργον, Έπιον, Νούδιον. Τούτων τας περισσοτέρας κατέστρεψαν οι Ηλείοι επί της εποχής μου. Η δε νήσος επωνομάσθη Θήρα από τον οικιστήν.
149. Ο υιός του δεν ηθέλησε να αναχωρήση μετ' αυτού, και ο πατήρ του είπεν ότι άφινε πρόβατον μεταξύ λύκων· εκ τούτου του λόγου ο νεανίσκος ωνομάσθη Οιόλυκος, και του χρόνου προϊόντος το όνομα τούτο επεκράτησεν. Εκ του Οιολύκου τούτου εγεννήθη ο Αιγεύς, από του οποίου έλαβον το όνομα οι Αιγείδαι, φυλή μεγάλη εν Σπάρτη. Επειδή δε δεν έζων τα τέκνα της φυλής ταύτης, κατά χρησμόν τινα έκτισαν ναόν εις τας Ερινύας του Λαΐου και του Οιδίποδος, και έκτοτε έζων τα τέκνα. Το αυτό συνέβαινε και εις την Θήραν εις τους από των ανδρών τούτων γενομένους παίδας.
150. Μέχρι του σημείου τούτου της διηγήσεως οι Λακεδαιμόνιοι και οι Θηραίοι συμφωνούσι· τα ακόλουθα όμως μόνον οι Θηραίαι λέγουσιν ότι συνέβησαν. Ο Γρίνος, υιός του Αισανίου, απόγονος ων του Θήρα τούτου και βασιλεύων εις την νήσον Θήραν, μετέβη εις τους Δελφούς διά να προσφέρη εξ ονόματος της πόλεως εκατόμβην. Πολλοί πολίται τον ηκολούθουν, μεταξύ δε άλλων και ο Βάττος ο υιός του Πολυμνήστου καταγόμενος από τον Εύφημον, ένα των Μινυών. Ενώ δε ο Γρίνος ο βασιλεύς των Θηραίων ηρώτα το μαντείον περί διαφόρων πραγμάτων, η Πυθία τω είπε να κτίση πόλιν εις την Λιβύαν. Τότε εκείνος απεκρίθη· «Εγώ μεν, ω άναξ, είμαι γέρων και ήδη βαρύς διά τοιαύτην επιχείρησιν, συ δε πρόσταξον τινά από τους νέους τούτους να πράξη τούτο.» Ταύτα λέγων εδείκνυε τον Βάττον. Και τότε μεν τούτο εγένετο· μετά την αναχώρησίν των δε δεν εσκέφθησαν πλέον περί του χρησμού, διότι ούτε την Λιβύαν εγνώριζον εις ποίον μέρος της γης ήτο, ούτε ετόλμων να πέμψωσιν αποικίαν εις μέρος άγνωστον.
151. Επί επτά δε έτη μετά ταύτα δεν έβρεξεν εις την Θήραν, και κατ' αυτό το διάστημα όλα τα δένδρα εξηράνθησαν, πλην ενός. Τότε οι Θηβαίοι προσέδραμον εις το μαντείον, και η Πυθία τοις ενθύμισε την αποικίαν εις την Λιβύαν. Επειδή λοιπόν δεν υπήρχεν άλλο μέσον όπως αποφύγωσι το κακόν, πέμπουσιν εις Κρήτην αγγέλους διά να ερωτήσωσιν εάν τις των Κρητών ή των μετοίκων υπήγε ποτε εις την Λιβύαν. Περιερχόμενοι δε την Κρήτην οι άνθρωποι ούτοι έφθασαν εις την πόλιν Ίτανον όπου εγνωρίσθησαν με ένα πορφυροβαφέα ονόματι Κορώβιον, όστις τοις είπεν ότι παρασυρθείς υπό των ανέμων υπήγεν εις την Λιβύαν και εις την νήσον της Λιβύας Πλατέαν. Πείσαντες λοιπόν αυτόν με μισθόν τον έφερον εις την Θήραν· εκείθεν δε εξέπλευσαν κατά πρώτον ολίγοι πρόσκοποι, οίτινες αφού ωδηγήθησαν εις την νήσον ταύτην την Πλατέαν τον μεν Κορώβιον κατέλιπον εκεί με τροφάς πολλών μηνών, αυτοί δε επέστρεψαν τάχιστα διά να αναγγείλωσιν εις τους Θηραίους περί της νήσου.
152. Επειδή δε αυτοί έμειναν εις την Θήραν πλειότερον του συμφωνηθέντος χρόνου, εις τον Κορώβιον ετελείωσαν τα πάντα. Μετά ταύτα πλοίον της Σάμου, του οποίου ναύκληρος ήτο ο Κωλαίος (56), πλέον προς την Αίγυπτον, ερρίφθη εις την νήσον ταύτην Πλατέαν μαθόντες δε οι Σάμιοι παρά του Κορωβίου διατί ευρίσκετο εκεί, τω άφησαν ενός έτους τροφάς, έπειτα δε εξήλθον εις το πέλαγος και προσεπάθουν να υπάγωσιν εις την Αίγυπτον έχοντες άνεμον ανατολικόν και επειδή δεν έπαυεν ο άνεμος, διαπεράσαντες τας Ηρακλείους στήλας φθάνουσιν εις την Ταρτησσόν, οδηγούμενοι από θείαν τινά δύναμιν. Ο λιμήν ούτος ήτο τότε άγνωστος ώστε επιστρέψαντες οπίσω εκέρδισαν από τα φορτία των πολύ περισσότερα από όλους τους Έλληνας όσους ημείς γνωρίζομεν ακριβώς, μετά τον Αιγινήτην Σώστρατον τον Λαοδάμαντος, διότι μετ' αυτού ουδείς δύναται να παραβληθή. Οι Σάμιοι λοιπόν λαβόντες το δέκατον εκ των κερδών των, συμποσούμενον εις έξ τάλαντα, κατεσκεύασαν χάλκινον αγγείον, όμοιον με κρατήρα αργολικόν, πέριξ του οποίου οι πρόκροσσοι ήσαν κεφαλαί γρυπών, και το αφιέρωσαν εις τον ναόν της Ήρας στήσαντες αυτό επί τριών χαλκίνων κολοσσών επταπήχων, εστηριγμένων εις τα γόνατα. Οι δε Κυρηναίοι και οι Θηραίοι ηνώθησαν διά στενής φιλίας μετά των Σαμίων, ευγνωμονούντες δι' όσα ούτοι είχον πράξει υπέρ του Κορωβίου.
153. Οι δε Θηραίοι, καταλιπόντες εις την νήσον τον Κορώβιον, άμα έφθασαν εις την Θήραν ανήγγειλον ότι εύρον νήσον εις την Λιβύαν. Τότε οι πολίται ενέκρινον να λάβωσι διά κλήρου από τας επτά κώμας των ένα μεταξύ των αδελφών και να τους πέμψωσιν εκεί με βασιλέα και αρχηγόν της αποικίας τον Βάττον. Εξέπεμψαν λοιπόν εις την Πλατέαν δύο πεντηκοντόρους.
154. Ταύτα μεν λέγουσι μόνοι οι Θηραίοι· εις δε τα επίλοιπα του λόγου συμφωνούσι μετά των Κυρηναίων, πλην των περί του Βάττου εις τα οποία ουδόλως συμφωνούσιν οι Κυρηναίοι, αλλά τα διηγούνται ως εξής. Υπάρχει εις την Κρήτην η πόλις Αξός όπου εβασίλευσεν ο Ετέαρχος όστις έχων θυγατέρα άνευ μητρός καλουμένην Φρονίμην, έλαβεν άλλην γυναίκα. Η γυνή αύτη, άμα εισελθούσα εις την οικίαν, ηθέλησε να δείξη εις την Φρονίμην και δι' έργων ότι ήτο μητρυιά, φερομένη κακώς προς αυτήν και τα πάντα τεχναζομένη, εναντίον της. Τέλος την διέβαλεν ως ασελγή και έπεισε τον άνδρα της ότι ταύτα ούτως έχουσιν. Αυτός δε πιστεύσας την γυναίκα, εμηχανεύθη κατά της θυγατρός του ανόσιον έργον. Ευρίσκετο εις την Αξόν Θηραίος τις έμπορος ονόματι Θεμίσων· τούτον προσκαλέσας ο Ετέαρχος διά να τον φιλοξενήση τον ώρκισε να εκτελέση ό,τι ήθελε ζητήσει παρ' αυτού. Αφού δε τον ώρκισε, τω παρέδωκε την Φρονίμην και τον επρόσταξε να την λάβη και να την ρίψη εις την θάλασσαν. Αλλ' ο Θεμίσων, αγανακτήσας διά την απάτην του όρκου και διαλύσας την ξενίαν έπραξε τα εξής· παραλαβών την κόρην απέπλευσε και όταν έφθασεν εις το πέλαγος, διά να εκπληρώση τον όρκον του προς τον Ετέαρχον, την έδεσε με σχοινία, την έρριψεν εις την θάλασσαν, την ανέσυρεν έπειτα και ήλθεν εις την Θήραν.
155. Μετά ταύτα, παραλαβών την Φρονίμην σημαντικός τις Θηραίος ο Πολύμνηστος, είχεν αυτήν ως παλλακήν· μετά καιρόν δε εγέννησεν αυτή υιόν ισχνόφωνον και τραυλόν, όστις ωνομάσθη Βάττος, ως λέγουσιν οι Θηραίοι και οι Κυρηναίοι, ως νομίζω όμως εγώ θα ωνομάσθη άλλως. Βάττος είναι όνομα το οποίον έλαβε βεβαίως όταν το μαντείον τον έστειλεν εις την Λιβύαν και εκ της αξίας εις ην εφηρμόζετο το όνομα τούτο· διότι οι Λίβυες ονομάζουσι βάττον τον βασιλέα, και διά τούτο φρονώ ότι η Πυθία χρησμοδοτούσα τω απέτεινε τον λόγον Λυβιστί, ηξεύρουσα ότι έμελλε να γίνη βασιλεύς εις την Λιβύαν. Αφού λοιπόν ηνδρώθη ούτος ήλθεν εις τους Δελφούς διά να ερωτήση περί της φωνής του. Εις τας ερωτήσεις του δε απεκρίθη η Πυθία τα εξής· «Ω Βάττε, ήλθες διά την φωνήν σου, αλλ' ο άναξ Φοίβος Απόλλων σε πέμπει οικιστήν εις την πολλά πρόβατα τρέφουσαν Λιβύαν·» ως να έλεγεν Ελληνιστί· «Ω βασιλεύ, ήλθες διά την φωνήν σου.» Εκείνος δε είπε τα εξής· «Ω άναξ, εγώ μεν ήλθον διά να σε ερωτήσω περί της φωνής μου, συ δε με διατάττεις πράγματα αδύνατα· με λέγεις να αποικίσω την Λιβύαν, αλλά με ποίαν δύναμιν, με ποία μέσα;» Με όλους όμως τούτους τους λόγους δεν έπειθε τον θεόν να δώση εις αυτόν άλλην απόκρισιν· και επειδή εξηκολούθει να ακούη τον αυτόν χρησμόν ως πρότερον, αφήσας όλα ο Βάττος επέστρεψεν εις την Θήραν.
156. Μετά ταύτα συνέβησαν και εις αυτόν και εις τους άλλους Θηραίους πολλαί συμφοραί κατά θείαν εκδίκησιν. Αγνοούντες δε οι Θηραίοι πόθεν προήρχοντο αύται, έπεμψαν να ερωτήσωσι το μαντείον των Δελφών περί των παρόντων κακών· η δε Πυθία εχρησμοδότησεν εις αυτούς ότι θα βελτιωθή η κατάστασίς των εάν αποικίσωσι μετά του Βάττου την Κυρήνην της Λιβύας. Απέστειλαν λοιπόν οι Θηραίοι τον Βάττον με δύο πεντηκοντόρους. Πλεύσαντες δε ούτοι εις την Λιβύαν, διότι δεν ηδύναντο να πράξωσιν άλλως, επέστρεψαν πάλιν εις την Θήραν· αλλ' ενώ προσωρμίζοντο τους ελιθοβόλουν οι Θηραίοι και δεν τους άφινον να αποβιβασθώσιν εις την ξηράν, αλλά τοις έλεγον να πλεύσωσιν οπίσω εις την Λιβύαν. Ενδίδοντες λοιπόν ούτοι εις την ανάγκην απέπλευσαν και αποικίσθησαν εις την νήσον της Λίβυας ήτις καλείται, ως είπον ανωτέρω, Πλατέα. Λέγεται δε ότι η νήσος αύτη έχει την αυτήν έκτασιν με την σημερινήν πόλιν των Κυρηναίων.
157. Δύο έτη διέμεινον εν αυτή, αλλ' ουδέν όφελος είδον· αφήσαντες λοιπόν εκεί ένα, μετέβησαν όλοι οι λοιποί εις τους Δελφούς· ελθόντες δε εις το μαντείον εζήτουν χρησμόν λέγοντες ότι επί δύο έτη κατώκουν εις την Λιβύαν και ουδεμίαν βελτίωσιν είδον. Η Πυθία απεκρίθη εις ταύτα· «Εάν συ, όστις δεν μετέβης εις την πολλά πρόβατα τρέφουσαν Λιβύαν, γνωρίζης αυτήν καλλίτερον από εμέ όστις μετέβην, πολύ θαυμάζω την σοφίαν σου. Ταύτα δε ακούσαντες οι περί τον Βάττον απέπλευσαν οπίσω, επειδή ο θεός δεν τους απήλλασσεν από την υποχρέωσιν της αποικίας πριν φθάσωσιν εις αυτήν ταύτην την Λιβύαν. Όθεν ελθόντες εις την νήσον και λαβόντες εκείνον τον οποίον είχον αφήσει εκεί, κατώκησαν απέναντι της Πλατέας μέρος τι της Λιβύας το οποίον ωνομάζετο Άζιρις και το οποίον εκατέρωθεν περιορίζουσι κάλλιστοι λόφοι, εις τους πρόποδας των οποίων ρέει ποταμός διά της κοιλάδος.
158. Τούτον τον τόπον κατώκουν έξ έτη, το δε έβδομον οι Λίβυες τους έπεισαν να τον αφήσωσιν, υποσχεθέντες να τους φέρωσιν εις τόπον καλλίτερον. Όθεν αναστήσαντες αυτούς εκείθεν οι Λίβυες, τους ωδήγησαν προς δυσμάς, και διά να μη ίδωσιν οι Έλληνες τον καλλίτερον τόπον τον οποίον διήρχοντο, εμέτρησαν τας ώρας της ημέρας και τους ωδήγουν διά νυκτός· καλείται δε ο τόπος ούτος Ίσαρα. Τέλος, αφού τους έφερον εις κρήνην τινά λεγομένην ότι είναι του Απόλλωνος, τοις είπον· «Ω Έλληνες, εδώ σας συμφέρει να κατοικήσετε, διότι εδώ ο ουρανός είναι τρυπημένος (57).»
159. Επί των ημερών του οικιστού Βάττου (58), βασιλεύσαντος τεσσαράκοντα έτη, και επί των ημερών του υιού αυτού Αρκεσιλάου, βασιλεύσαντος δεκαέξ έτη, οι Κυρηναίοι ήσαν τόσοι όσοι ήσαν εξ αρχής ότε εστάλησαν εις την αποικίαν. Επί της εποχής δε του τρίτου βασιλέως Βάττου, του επονομαζομένου Ευδαίμονος, η Πυθία παρεκίνησεν όλους τους Έλληνας διά χρησμού να αποπλεύσωσι και να συγκατοικήσωσι με τους Κυρηναίους την Λιβύαν, καθότι οι Κυρηναίοι τους προσεκάλουν όπως μοιρασθώσι την χώραν. Ήτο δε ο χρησμός της Πυθίας τοιούτος «Όστις μεταβή εις την πολυπόθητον Λιβύαν αφού γίνη η διανομή της γης, αυτός λέγω ότι θα μεταμεληθή μετά ταύτα.» Επειδή λοιπόν συνεσωρεύθησαν πολλοί εις την Κυρήνην, οι περίοικοι Λίβυες και ο βασιλεύς αυτών όστις ωνομάζετο Αδικράν, στερούμενοι της χώρας των και περιυβριζόμενοι υπό των Κυρηναίων, έπεμψαν εις την Αίγυπτον και παρέδοσαν εαυτούς εις τον βασιλέα της Αιγύπτου Απρίην. Ούτος δε συλλέξας πολύν στρατόν Αιγυπτίων, τον έστειλε κατά της Κυρήνης. Οι Κυρηναίοι παραταχθέντες εις τον τόπον Ίσαρα παρά την κρήνην Θέστιν συνεπλάκησαν με τους Αιγυπτίους και τους ενίκησαν. Οι Αιγύπτιοι οίτινες δεν τους είχον δοκιμάσει πρότερον, τους περιεφρόνουν αλλά εις τοιούτον βαθμόν ηττήθησαν, ώστε ολίγιστοι μόνον εξ αυτών επέστρεψαν εις την Αίγυπτον. Τούτου ένεκα οι Αιγύπτιοι μεμφόμενοι τον Απρίην απεστάτησαν απ' αυτού.
160. Εκ τούτου δε του Βάττου εγεννήθη υιός ο Αρκεσίλαος όστις βασιλεύσας πρώτος, τοσούτον ήρισε μετά των αδελφών του ώστε ούτοι τον εγκατέλιπον και απήλθον εις άλλο μέρος της Λιβύας· φυγόντες δε εκ της πόλεώς των, έκτισαν άλλην ήτις τότε και σήμερον καλείται Βάρκη (59) ενώ δε την έκτιζον, συγχρόνως ηρέθιζον τους Λίβυας εναντίον των Κυρηναίων. Μετά ταύτα δε ο Αρκεσίλαος εξεστράτευσε κατά των αποστατησάντων και των δεχθέντων αυτούς Λιβύων. Ούτοι δε οι Λίβυες φοβηθέντες ανεχώρησαν φεύγοντες προς τους ανατολικούς Λίβυας, και ο Αρκεσίλαος τους κατεδίωξε μέχρι της Λεύκωνος της Λιβύας όπου οι Λίβυες απεφάσισαν να μεταστραφώσι και να επιτεθώσι. Συμπλακέντες δε ενίκησαν τους Κυρηναίους τόσον ώστε έπεσαν εκεί επτακισχίλιοι οπλίται Κυρηναίοι. Μετά την καταστροφήν ταύτην ο Αρκεσίλαος ησθένησε και έπιεν ιατρικόν, ο δε αδελφός του Λέαρχος τον έπνιξεν αλλ' η γυνή του Αρκεσιλάου, της οποίας το όνομα ήτο Ερυξώ, εφόνευσε δολίως τον Λέαρχον.
161. Διεδέχθη δε την βασιλείαν ο υιός του Αρκεσιλάαυ Βάττος, όστις ήτο χωλός και όχι αρτίπους. Οι Κυρηναίοι, κατόπιν της συμβάσης συμφοράς, έπεμψαν εις τους Δελφούς διά να ερωτήσωσι ποίαν διοίκησιν παραδεχόμενοι ήθελον ευτυχήσει. Η Πυθία τους διέταξε να φέρωσιν από την Μαντίνειαν της Αρκαδίας ένα συμβιβαστήν. Έπεμψαν λοιπόν και εζήτησαν οι Κυρηναίοι· οι δε Μαντινείς τοις έδωκαν σημαντικώτατόν τινα άνθρωπον της πόλεώς των, όστις εκαλείτο Δημώναξ. Ελθών ούτος εις την Κυρήνην και εξετάσας τα πάντα, πρώτον μεν διήρεσε τους κατοίκους εις τρεις φυλάς κατά την ακόλουθον διάταξιν· τους μεν Θηραίους και τους περιοίκους κατέταξεν εις την πρώτην φυλήv, τους Πελοποννησίους και τους Κρήτας εις την δευτέραν, όλους δε τους νησιώτας εις την τρίτην. Έπειτα απεχώρισε διά τον βασιλέα Βάττον μέρος γης και την ιερωσύνην, δώσας εις τον λαόν όλην την εξουσίαν την οποίαν πρότερον είχον οι βασιλείς.
162. Και ενόσω μεν έζη ο Βάττος τοιαύτη τάξις επεκράτησεν· επί του υιού του όμως Αρκεσιλάου πολλαί ταραχαί συνέβησαν διά τα αξιώματα, διότι ο Αρκεσίλαος ο υιός του Βάττου του χωλού και της Φερετίμης, δεν ηθέλησε να δεχθή την τάξιν την οποίαν είχε καταστήσει ο Δημώναξ, αλλ' εζήτησε να λάβη πάλιν τας τιμάς τας οποίας είχον οι πρόγονοί του. Τούτου ένεκα ηγέρθη εμφύλια στάσις καθ' ην νικηθείς έφυγεν εις την Σάμον, η δε μήτηρ του κατέφυγεν εις την Σαλαμίνα της Κύπρου. Εις την Σαλαμίνα κατ' εκείνον τον χρόνον εβασίλευεν ο Ευέλθων, όστις αφιέρωσεν εις τους Δελφούς το αξιοθέατον εκείνο θυμιατήριον το οποίον σήμερον κείται εις τον θησαυρόν των Κορινθίων. Ελθούσα λοιπόν εις αυτόν η Φερετίμη εζήτει στρατόν διά να επαναφέρη τον υιόν της εις την Κυρήνην, ο δε Ευέλθων παν άλλο τη έδιδε πλην στρατού· εκείνη δε, εις έκαστον δώρον το οποίον ελάμβανε· «Καλόν είναι και τούτο, έλεγε, καλλίτερον όμως θα ήτο εάν μοι έδιδες το ζητούμενον στράτευμα.» Τέλος ο Ευέλθων τη έπεμψεν άτρακτον χρυσούν και ηλακάτην, εις την ηλακάτην δε υπήρχε μαλλίον. Επειδή δε η Φερετίμη επανέλαβε τας ιδίας λέξεις, ο Ευέλθων απήντησεν ότι τοιαύτα δώρα προσφέρει εις τας γυναίκας και όχι στρατόν.
163. Ο δε Αρκεσίλαος, ευρισκόμενος τότε εις την Σάμον, εστρατολόγει τον τυχόντα υποσχόμενος διανομήν γης. Συναθροίσας δε τοιουτοτρόπως πολύν στρατόν ήλθε πρώτον εις τους Δελφούς διά να ερωτήση το μαντείον περί της καθόδου του. Και η Πυθία εχρησμοδότησε τα εξής· «Ο Απόλλων σας συγχωρεί να βασιλεύσετε εις την Κυρήνην επί οκτώ γενεάς ανθρώπων, ήτοι επί τέσσαρας Βάττους και τέσσαρας Αρκεσιλάους, περισσότερον όμως τούτου σας συμβουλεύει μήτε να πειραθήτε. Επίστρεψον λοιπόν και μένε ήσυχος εις την κατοικίαν σου. Εάν εύρης κάμινον πλήρη αμφορέων, μη ψήσης τα αγγεία ταύτα, αλλ' έκβαλον αυτά εις τον αέρα· εάν δε ανάψης την κάμινον, μη εισέλθης εις μέρος περίρρυτον, διότι θα αποθάνης και συ και ο ωραιότατος ταύρος.»
164. Ταύτα εχρησμοδότησεν η Πυθία εις τον Αρκεσίλαον. Ούτος δε παραλαβών τους εκ της Σάμου κατήλθεν εις την Κυρήνην και γενόμενος κύριος των πραγμάτων ελησμόνησε τον χρησμόν και εζήτησε να εκδικηθή κατά των αντιπάλων διά την φυγήν του. Εξ αυτών δε άλλοι μεν έφυγον όλως διόλου από την χώραν, άλλοι δε συλληφθέντες παρ' αυτού εστάλησαν εις την Κύπρον διά να θανατωθώσι· και τούτους μεν ελθόντας εις την νήσον των ελύτρωσαν οι Κνίδιοι και τους απέστειλαν εις την Θήραν, άλλους δε τινας εκ των Κυρηναίων καταφυγόντας εις μέγαν ιδιωτικόν πύργον του Αγλωμάχου, περισωρεύσας φρύγανα ο Αρκεσίλαος τους έκαυσε. Γενομένου όμως τούτου, ενόησεν ο Αρκεσίλαος ότι αυτή ήτο η έννοια του χρησμού όταν η Πυθία τω είπε να μη ψήση τους αμφορείς τους οποίους ήθελεν εύρει εις την κάμινον. Απεμακρύνθη λοιπόν αυτοθελήτως, φοβούμενος τον θάνατον τον οποίον είχε προείπει ο χρησμός και νομίζων ότι περύρρυτον τόπον ενόει την Κυρήνην. Είχε δε ο Αρκεσίλαος γυναίκα μίαν συγγενή του, θυγατέρα του βασιλέως των Βαρκαίων του οποίου το όνομα ήτο Αλαζίρ· εις τούτον καταφεύγει. Αλλά Βαρκαίοι τινες και φυγάδες της Κυρήνης ιδόντες αυτόν περιφερόμενον εις την αγοράν, τον φονεύουσι, προς δε και τον πενθερόν αυτού Αλαζίρα (60). Ο Αρκεσίλαος λοιπόν είτε εκών είτε άκων πταίσας εις τον χρησμόν εξεπλήρωσε το πεπρωμένον του.
165. Η δε μήτηρ του Φερετίμη, ενόσω ο Αρκεσίλαος, αίτιος της ιδίας του φθοράς, διέτριβεν εις την Βάρκην, αυτή είχεν εις την Κυρήνην τα προνόμια του υιού της, απολαύουσα τας άλλας τιμάς και προεδρεύουσα του συμβουλίου. Μαθούσα όμως ότι ο υιός της εφονεύθη εις την Βάρκην, έφυγε και μετέβη εις την Αίγυπτον, ελπίζουσα εις εκδουλεύσεις τινάς τας οποίας είχε προσφέρει ο Αρκεσίλαος εις τον Καμβύσην του Κύρου· καθότι αυτός ήτο ο Αρκεσίλαος όστις παρέδωκε την Κυρήνην εις τους Πέρσας και εγένετο εκουσίως φόρου υποτελής. Ελθούσα λοιπόν η Φερετίμη εις την Αίγυπτον, εκάθισεν ικέτις εις την οικίαν του Αρυάδνου, παρακαλούσα αυτόν να την βοηθήση και προφασιζομένη ότι ο υιός της εφονεύθη διά την προς τους Μήδους αφοσίωσίν του.
166. Ο δε Αρυάνδης ούτος ήτο διοικητής της Αιγύπτου, διορισθείς υπό του Καμβύσου· μετά ταύτα όμως ο Δαρείος τον εθανάτωσε διότι ηθέλησε να εξισωθή με αυτόν. Τωόντι μαθών και ιδών ότι ο Δαρείος επεθύμει να αφήση μνημόσυνον τοιούτον οίον ουδείς άλλος των προκατόχων του κατέλιπε, τον εμιμήθη μέχρις ου έλαβε τον μισθόν των πράξεών του. Ιδού δε με ποίον τρόπον. Ο Δαρείος έκοψε νόμισμα με τον καθαρότερον χρυσόν τον οποίον ηδυνήθη να εύρη· αμέσως ο Αρυάνδης τον εμιμήθη κόψας νόμισμα εξ αργύρου, και σήμερον το καθαρώτατον αργύριον είναι το Αρυανδικόν. Αλλ' ο Δαρείος μαθών ότι έπραττε ταύτα, εύρε πρόφασιν ότι ενήργει επανάστασιν και τον εθανάτωσε.
167. Τότε δε ο Αρυάνδης οικτείρας την Φερετίμην έδωκεν εις αυτήν όλον τον στρατόν της Αιγύπτου, και τον πεζόν και τον ναυτικόν· στρατηγόν δε του μεν πεζού διώρισε τον Άμασιν, Μαράφιον την φυλήν, του δε ναυτικού τον Βάρδην όστις ήτο εκ του γένους των Πασαργαδών. Πριν όμως αποστείλη τον στρατόν ο Αρυάνδης, πέμψας κήρυκα εις την Βάρκην ηρώτα τις ήτο ο φονεύσας τον Αρκεσίλαον. Επειδή δε οι Βαρκαίοι όλοι ανεδέχοντο τον φόνον προσθέτοντες ότι πολλά και κακά έπασχον υπ' αυτού, ο Αρυάνδης ακούσας ταύτα εξέπεμψε τον στρατόν μετά τις Φερετίμης. Και αυτή μεν η αιτία ελέγετο ως πρόσχημα· επέμπετο δε κυρίως ο στρατός, ως εγώ νομίζω, διά να καθυποτάξη τους Λίβυας. Είναι δε οι Λίβυες πολλά και διάφορα έθνη, εκ των οποίων ολίγα ήσαν υπήκοα του βασιλέως, τα δε περισσότερα ουδόλως εφρόντιζον περί του Δαρείου.
168. Είναι δε κατοικημένοι οι Λίβυες ως εξής, αρχίζοντες από την Αίγυπτον· πρώτοι κατοικούσιν οι Αδυρμαχίδαι οίτινες τηρούσιν όλα σχεδόν τα Αιγυπτιακά έθιμα και ενδύονται ως και οι άλλοι Λίβυες. Αι γυναίκες των έχουσιν εις εκατέραν κνήμην ψέλλιον χάλκινον· αφίνουσι την κόμην μακράν, και όταν συλλάβωσι φθείραν εις την κεφαλήν, την φονεύουσι διά των οδόντων των και έπειτα την ρίπτουσιν. Οι Λίβυες είναι οι μόνοι οίτινες πράττουσι τούτο· οι μόνοι είναι επίσης οίτινες παρουσιάζουσιν εις τον βασιλέα τας μελλούσας να υπανδρευθώσι παρθένους, και εάν τις εκ τούτων τω αρέση, διαπαρθενεύεται υπ' αυτού. Εκτείνονται δε οι Αδυρμαχίδαι ούτοι από τις Αιγύπτου μέχρι του λιμένος όστις καλείται Πλυνός.
169. Έπειτα έρχονται οι Γιλιγάμμαι οίτινες εκτείνονται από δυσμών μέχρι τις νήσου Αφροδισιάδος· εις το μεταξύ της χώρας αυτών αντικρύζει η νήσος Πλατέα την οποίαν αποίκισαν οι Κυρηναίοι, και εις την ήπειρον είναι ο λιμήν του Μενελάου και η Άζιρις την οποίαν επί τινα καιρόν κατώκησαν οι Έλληνες. Από τούτου του μέρους αρχίζει το σίλφιον το οποίον φύεται από της νήσου Πλατέας μέχρι τις εισόδου της Σύρτιος. Μεταχειρίζεται δε το έθνος τούτο έθιμα σχεδόν όμοια με τα γείτονα έθνη.
170. Μετά τους Γιλιγάμμας προς δυσμάς είναι οι Ασβύσται· κατοικούσι δε ούτοι το μέρος το ανωτέρω της Κυρήνης και δεν εκτείνονται μέχρι της θαλάσσης, διότι τα παραθαλάσσια νέμονται οι Κυρηναίοι. Είναι πλειόσερον των άλλων Λιβύων επιτήδειοι εις το να οδηγώσι τέθριππα, και τα πλείστα αυτών έθιμα είναι απομίμησις των Κυρηναϊκών.
171. Προς δυσμάς των Ασβυστών είναι οι Αυσχίσαι, οίτινες κατοικούσιν υπεράνω της Βάρκης και φθάνουσι μέχρι της θαλάσσης προς το μέρος των Ευεσπεριδών. Εις το μέσον δε της χώρας των Αυσχισών κατοικούσιν οι Βάκαλες, έθνος μικρόν, εκτεινόμενοι μέχρι της θαλάσσης προς την Τεύχειραν, πόλιν των Βαρκαίων. Έθιμα δε έχουσι τα αυτά οία και οι κατοικούντες ανωτέρω της Κυρήνης.
172. Προς δυσμάς των Αυσχισών τούτων είναι οι Νασαμώνες, έθνος πολυάριθμον, οίτινες αφίνοντες κατά το θέρος τα ποίμνιά των εις τα παραθαλάσσια, αναβαίνουσιν εις τόπον τινά καλούμενον Αύγιλα διά να συλλέξωσι τους καρπούς των φοινίκων. Τα δένδρα ταύτα είναι πολλά και πυκνόφυλλα και όλα καρποφόρα. Συνάζουσιν επίσης ακρίδας, τας οποίας αφού ξηράνωσιν εις τον ήλιον, τας αλέθουσι και επιπάσσοντες αυτάς εις γάλα, το πίνουσιν. Έκαστος αυτών έχει συνήθως πολλάς γυναίκας, αλλά μεταχειρίζονται όλας κοινώς, σχεδόν κατά τον τρόπον των Μασσαγετών· στήνοντες ενώπιόν των ράβδον, μιγνύονται μετ' αυτών. Κατά πρώτον, όταν νυμφεύεται Νασαμών τις, ο νόμος απαιτεί κατά την πρώτην νύκτα η νύμφη να μεταβή από του ενός εις τον άλλον δαιτυμόνα και να μιγή με όλους· έκαστος δε αφού μιγή μετ' αυτής τη δίδει δώρον ό,τι έφερεν εκ της οικίας του. Ορκίζονται δε και μαντεύονται ως ακολούθως· θέτοντες την χείρα επί των τάφων των ανδρών όσοι ως λέγεται υπήρξαν δικαιότατοι και ανδρειότατοι εις το έθνος των, ομνύουσιν εις αυτούς· μαντεύονται δε πορευόμενοι εις τα μνήματα των προγόνων των, επί των οποίων αφού προσευχηθώσιν αποκοιμώνται, και παν ό,τι όνειρον ίδωσιν εις τον ύπνον των, αυτό δέχονται. Προς ασφάλειαν των ανταλλασσομένων όρκων πράττουσι τα εξής· δίδει να πίη εκ της χειρός του, και αυτός πίνει εκ της χειρός του άλλου· εάν όμως δεν έχωσι κανέν υγρόν, λαμβάνοντες κόνιν εκ της γης, λείχουσιν αυτήν.
173. Όμοροι δε των Νασαμώνων είναι οι Ψύλλοι, οίτινες εξωλοθρεύθησαν κατά τον ακόλουθον τρόπον· πνεύσας ο νότος εξήρανε παν ό,τι περιείχεν ύδωρ, και όλη η χώρα την οποίαν περικλείει η Σύρτις εγένετο αυχμηρά. Συσκεφθέντες οι Ψύλλοι απεφάσισαν από κοινού να εκστρατεύσωσι κατά του νότου (ενταύθα διηγούμαι όσα λέγουσιν οι Λίβυες·) ότε δε έφθασαν εις τα αμμώδη μέρη, έπνευσεν ο νότος και κατέχωσεν αυτούς. Εξολοθρευθέντων δε αυτών, κατέλαβαν την χώραν οι Νασαμώνες.
174. Ανωτέρω δε αυτών, νοτιοανατολικώς, εις την χώραν των αγρίων θηρίων, κατοικούσιν οι Γαράμαντες, οίτινες αποφεύγουσιν όλους τους ανθρώπους και πάσαν συγκοινωνίαν· δεν έχουσιν ούτοι κανέν όπλον πολεμικόν, και ούτε να υπερασπισθώσιν ηξεύρουσιν.
175. Και ούτοι μεν κατοικούσιν ανωτέρω των Νασαμώνων, προς δυσμάς δε παρά την θάλασσαν είναι οι Μάκαι οίτινες κείρονται μέχρι δέρματος και δεν αφίνουσιν ειμή μικρόν λόφον εις το μέσον της κεφαλής. Εις τον πόλεμον έχουσιν ως ασπίδας δέρματα στρουθοκαμήλων. Διά δε της χώρας αυτών ρέων εκ λόφου καλουμένου των Χαρίτων ο ποταμός Κίνυψ εκβαίνει εις την θάλασσαν. Είναι δε ο λόφος ούτος των Χαρίτων δασώδης, ενώ όλη η άλλη προλεχθείσα Λιβύα είναι γυμνή δένδρων, και από την θάλασσαν μέχρις αυτού είναι διακόσια στάδια.
176. Μετά τους Μάκας έρχονται οι Γίνδανες. Τούτων αι γυναίκες φορούσι περί τους αστραγάλους χάλκινα δακτύλια· εκάστη δε αυτών φορεί πολλά τοιαύτα περισφύρια διά την εξής αιτίαν, ως λέγουσιν· οσάκις ανήρ τις μιχθή μετ' αυτής, δένει αύτη εις τον πόδα έν περισφύριον, και εκείνη ήτις έχει τα περισσότερα νομίζεται αρίστη, ως αγαπηθείσα υπό πλείστων ανδρών.
177. Μίαν δε άκραν της γης τούτων των Γινδάνων, προέχουσαν εις την θάλασσαν, νέμονται οι Λωτοφάγοι, οίτινες ζώσι τρώγοντες μόνον τον καρπόν του λωτού. Είναι δε ο καρπός του λωτού κατά μεν το μέγεθος όσος είναι ο της σχίνου, κατά δε την γλυκύτητα όμοιος με τον του φοίνικος. Εκ του καρπού τούτου κατασκευάζουσιν οι Λωτοφάγοι και οίνον.
178. Μετά τους Λωτοφάγους, ακολουθούντες το παραθαλάσσιον, ευρίσκομεν τους Μάχλυας, οίτινες μεταχειρίζονται και αυτοί τον λωτόν, ολιγώτερον όμως από τους προλεχθέντας. Εκτείνονται μέχρι μεγάλου τινός ποταμού καλουμένου Τρίτωνος, όστις πίπτει εις την μεγάλην λίμνην Τριτωνίδα. Εντός της λίμνης ταύτης υπάρχει νήσος καλουμένη Φλα, και λέγουσιν ότι εδόθη χρησμός εις τους Λακεδαιμονίους να την αποικίσωσιν.
179. Λέγουσι προσέτι και τα εξής. Αφού ο Ιάσων ετελείωσε την κατασκευήν της Αργούς εις τους πρόποδας του Πηλίου όρους, έθεσεν εντός αυτής την προσδιωρισμένην εκατόμβην και ένα τρίποδα χάλκινον· ακολούθως περιέπλεε την Πελοπόννησον, θέλων να έλθη εις τους Δελφούς· ότε δε περιπλέων έφθασεν εις τον Μαλέαν, ο βορέας άνεμος τον παρέσυρε προς την Λιβύαν, και πριν γνωρίση την γην ταύτην, έπεσεν εις τας υφάλους της Τριτωνίδος λίμνης. Και ενώ ηπόρει πώς να εκβή εκείθεν, λέγουσιν ότι εφάνη ο Τρίτων και εζήτησε παρ' αυτού τον τρίποδα, υποσχόμενος να δείξη την έξοδον και να τους αποστείλη ασφαλείς. Πεισθέντος δε του Ιάσονος, έδειξεν ο Τρίτων εις τους Αργοναύτας τον τρόπον πώς να εξέλθωσι διά των υφάλων και έθεσε τον τρίποδα εις τον ναόν του. Κατόπιν αναβάς επ' αυτού εχρησμοδότησεν εις τους μετά του Ιάσονος παν ό,τι έμελλε να τοις συμβή· προσέθηκε δε ότι εάν τις των απογόνων των έλθη και λάβη τον τρίποδα, τότε ανάγκη πάσα να κτισθώσι περί την Τριτωνίδα λίμνην εκατόν πόλεις Ελληνίδες. Ακούσαντες ταύτα οι εγχώριοι Λίβυες, έκρυψαν τον τρίποδα.
180. Κατόπιν των Μαχλύων τούτων είναι οι Αυσείς. Ούτοι ως και οι Μάχλυες κατοικούσι περί την Τριτωνίδα λίμνην και χωρίζει αυτούς ο ποταμός Τρίτων. Και οι μεν Μάχλυες αφίνουσι τα μαλλιά των μόνον όπισθεν της κεφαλής, οι δε Αυσείς μόνον εις τα έμπροσθεν. Κατά την ημέραν της επετείου εορτής της Αθηνάς, αι παρθένοι των Αυσών διαιρούμεναι εις δύο μέρη μάχονται προς αλλήλας με λίθους και ξύλα, λέγουσαι ότι πράττουσι τούτο κατά νόμον πατροπαράδοτον προς τιμήν της ιθαγενούς θεάς την οποίαν ημείς καλούμεν Αθηνάν. Όσαι εξ αυτών αποθάνωσιν από τα τραύματα, τας λέγουσι ψευδοπαρθένους. Πριν όμως επιτρέψωσιν εις αυτάς να πολεμήσωσι, πράττουσι τα εξής· στολίσαντες παρθένον, την οποίαν κοινώς ήθελον αναγνωρίσει ως ωραιοτάτην, με περικεφαλαίαν Κορινθιακήν και πανοπλίαν Ελληνικήν, και αναβιβάσαντες εις άρμα, περιφέρουσιν αυτήν κύκλω της λίμνης. Τι εφόρουν όμως άλλοτε αι παρθένοι αύται πριν κατοικήσωσι πλησίον των οι Έλληνες δεν ηξεύρω να είπω, υποθέτω όμως ότι τας εστόλιζον με όπλα Αιγυπτιακά, διότι εγώ νομίζω ότι και η ασπίς και το κράνος ήλθον εις τους Έλληνας εκ της Αιγύπτου. Κατ' αυτούς, η Αθηνά είναι θυγάτηρ του Ποσειδώνος και της λίμνης Τριχωνίδας, και ότι συγχισθείσα με τον πατέρα της εδόθη αυτοθελήτως εις τον Δία, αυτός δε ο Ζευς την εδέχθη ως θυγατέρα του. Ταύτα λέγουσιν. Έχουσι δε τας γυναίκας κοινάς, και δεν κατοικούσι μετ' αυτών αλλά συνουσιάζονται ως τα κτήνη. Όταν γυνή τις γεννήση παιδίον καλόν, όλοι οι άνδρες έρχονται να το ίδωσι κατά τον τρίτον μήνα, και εκείνος μεθ' ου ομοιάζει αναγνωρίζεται ως πατήρ του.
181. Αύται λοιπόν τους οποίους περιέγραψα είναι οι παραθαλάσσιοι εκ των νομάδων Λιβύων· ανωτέρω δε τούτων, εις τα μεσόγαια, η Λιβύα είναι κατοικητήριον των αγρίων θηρίων. Υπεράνω του θηριώδους τούτου μέρους είναι η αμμώδης έρημoς ήτις εκτείνεται από των Αιγυπτιακών Θηβών μέχρι των Ηρακλείων στηλών. Προχωρούντες δέκα ημερών οδόν εις την υψηλήν ταύτην χώραν, ευρίσκομεν τρίμματα άλατος, ως χόνδρους μεγάλους, τα οποία σχηματίζουσι λόφους και εις την κορυφήν εκάστου λόφου αναπηδά εκ του μέσου του άλατος ύδωρ ψυχρόν και γλυκύ· πέριξ κατοικούσιν άνθρωποι οίτινες είναι οι τελευταίοι πέραν της ερήμου και του κατοικητηρίου των θηρίων. Και πρώτοι μεν εις διάστημα δέκα ημερών από τας Θήβας είναι οι Αμμώνιοι, εις τους οποίους υπάρχει ναός οικοδομηθείς κατά το σχέδιον του ναού του Θηβαιέως Διός· καθότι, ως και πρότερον είπον, το εις τας Θήβας άγαλμα του Διός είναι κριοπρόσωπον. Υπάρχει δε εκεί και άλλο ύδωρ κρηναίον, χλιαρόν κατά την αυγήν, ψυχρότερον καθ' ην ώραν πληρούται η αγορά, κατάψυχρον όταν γίνη μεσημβρία, και τότε ποτίζουσι τους κήπους των· καθ' όσον δε κλίνει η ημέρα, ελαττούται η ψυχρότης του, μέχρις ου δύση ο ήλιος, και τότε γίνεται πάλιν χλιαρόν· ακολούθως η θερμότης του αυξάνει βαθμηδόν μέχρι του μεσονυκτίου ότε κοχλάζει· παρερχομένου του μεσονυκτίου, η θερμότης ελαττούται και το ύδωρ γίνεται χλιαρόν κατά την πρωίαν. Καλείται δε η κρήνη αύτη κρήνη του Ηλίου.
182. Μετά τους Αμμωνίους, προχωρούντες ακόμη δέκα ημερών οδόν διά της αμμώδους ερήμου, ευρίσκομεν άλλον λόφον άλατος, όμοιον με τον Αμμώνιον, και ύδωρ· περί αυτόν κατοικούσιν άνθρωποι. Το άνομα του τόπου τούτου είναι Αύγιλα, και εκεί μεταβαίνουσιν οι Νασαμώνες διά να συλλέξωσι τον καρπόν των φοινίκων.
183. Εις διάστημα πάλιν άλλων δέκα ημερών από τα Αύγιλα είναι άλλος λόφος άλατος, και ύδωρ, και φοίνικες καρποφόροι πολλοί, ως εις τους άλλους· άνθρωποι επίσης κατοικούσιν εις αυτόν οίτινες καλούνται Γαράμαντες, έθνος μέγα και ισχυρόν. Ούτοι ρίπτουσι χώμα επί του άλατος και τοιουτοτρόπως σπείρουσιν. Η συντομωτάτη οδός μεταξύ αυτών και των Λωτοφάγων είναι τριάκοντα ημερών. Εκεί οι βόες βόσκουσιν οπισθοβατούντες, καθότι τα κέρατά των είναι κεκλιμένα εις τα εμπρός και θα ήτο αδύνατον να προχωρώσιν εμπρός χωρίς να εμπηχθώσιν εις την γην. Κατά τα άλλα ουδόλως διαφέρουσι των άλλων βοών, εκτός ότι το δέρμα των είναι παχύτερον και τραχύτερον. Κυνηγούσι δε οι Γαράμαντες ούτοι τους Τρωγλοδύτας Αιθίοπας με τέθριππα οχήματα, καθότι οι Τρωγλοδύται είναι εξ όλων των ανθρώπων οι μάλλον ταχύποδες από όλους όσους ηκούσαμεν. Οι Τρωγλοδύται τρώγουσιν όφεις και σαύρας και άλλα τοιαύτα ερπετά, έχουσι δε γλώσσαν ήτις δεν ομοιάζει με καμμίαν άλλην, μικράς μόνον κραυγάς εκφέρουσιν ως αι νυκτερίδες.
184. Εις διάστημα πάλιν άλλων δέκα ημερών από τους Γαράμαντας είναι άλλος λόφος άλατος, και ύδωρ, και άνθρωποι κατοικούσι περί αυτόν καλούμενοι Ατάραντες, οι μόνοι εκ των ανθρώπων από όσους γνωρίζομεν οίτινες δεν έχουσιν ονόματα κύρια, διότι το όνομα Ατάραντες είναι κοινόν, κανείς δ' εξ αυτών δεν έχει ιδιαίτερον όνομα. Καταρώνται τον ήλιον όστις διέρχεται άνωθεν αυτών και απευθύνουσι κατ' αυτού παντός είδους λοιδορίας, διότι η θερμότης του βλάπτει και αυτούς και την χώραν των. Μετά δέκα άλλων ημερών πορείαν, υπάρχει άλλος λόφος άλατος με ύδωρ και με ανθρώπους περί αυτόν. Πλησίον του άλατος τούτου υψούται όρος ου το όνομα είναι Άτλας, στενόν, πάντοθεν κυκλοτερές, και τοσούτον υψηλόν, ως λέγουσιν, ώστε είναι αδύνατον να ίδη τις τας κορυφάς αυτού, καθότι ποτέ δεν λείπουσιν από αυτάς τα νέφη, ούτε κατά το θέρος ούτε κατά τον χειμώνα. Λέγουσι δε οι εγχώριοι ότι είναι στύλος του ουρανού. Εκ του όρους τούτου οι άνθρωποι ούτοι έλαβον την επωνυμίαν και ονομάζονται Άτλαντες. Λέγουσι δε ότι ούτε έμψυχον κανέν τρώγουσιν, ούτε ενύπνια βλέπουσιν.
185. Μέχρι των Ατλάντων τούτων ηδυνήθην να αριθμήσω τα ονόματα των κατοικούντων την οφρύν της ερήμου· πέραν δεν δύναμαι να το πράξω, μολονότι εκτείνεται μέχρι των Ηρακλείων στηλών και πέραν αυτών. Η οφρύς αύτη περιέχει εις έκαστον διάστημα δεκαημέρου πορείας, έν μεταλλείον άλατος πέριξ του οποίου άνθρωποι κατοικούσιν εις οικίας ωκοδομημένας εκ χόνδρων άλατος. Εις τα μέρη ταύτα της Λίβυας ουδέποτε βρέχει, διότι εάν έβρεχε θα ήτο αδύνατον να διατηρηθώσιν οι αλάτινοι ούτοι τοίχοι. Το ορυσσόμενον εκεί άλας είναι δύο ειδών, λευκόν και πορφυρούν. Άνωθεν της οφρύος ταύτης, νοτιοανατολικώς και εις τα μεσόγαια της Λιβύας, ο τόπος είναι έρημος, χωρίς ύδωρ, χωρίς άγρια θηρία, χωρίς βροχάς, χωρίς δένδρα, και ουδεμία υγρασία υπάρχει εις αυτόν.
186. Ούτω λοιπόν από της Αιγύπτου μέχρι της Τριτωνίδος λίμνης οι Λίβυες είναι νομάδες, κρεοφάγοι και γαλακτοπόται, αλλ' ούτε θηλείας βους τρώγουσι, διά την αυτήν αιτίαν ως οι Αιγύπτιοι, ούτε χοίρους τρέφουσι. Θηλείας βους επίσης δεν τρώγουσιν ούτε αι γυναίκες των Κυρηναίων, ένεκα της Αιγυπτίας Ίσιδος, χάριν της οποίας και νηστείας τελούσι και εορτάς. Αι δε γυναίκες των Βαρκαίων ούτε βοός ούτε χοίρου γεύονται. Και ταύτα μεν ούτως έχουσιν.
187. Προς δυσμάς δε της Τριτωνίδος λίμνης οι Λίβυες δεν είναι πλέον νομάδες, ούτε έχουσι τα αυτά έθιμα, ούτε κάμνουσιν εις τα παιδία ό,τι συνειθίζουν να κάμνωσιν οι νομάδες· καθότι οι νομάδες Λίβυες, αν όχι όλοι, δεν δύναμαι να βεβαιώσω τούτο, οι περισσότεροι όμως πράττουσι το εξής. Όταν τα παιδία των γίνωσι τεσσάρων ετών, καίουσι τας φλέβας της κορυφής των με άπλυτον μαλλίον προβάτων, τινές δε καίουσι τας φλέβας των κροτάφων διά να μη καταβαίνη ποτέ το φλέγμα εκ της κεφαλής και τα ενοχλή. Διά τούτο λέγουσιν ότι είναι υγιέστατοι άνθρωποι, και αληθώς οι Λίβυες είναι οι μάλλον υγιείς άνθρωποι από όσους γνωρίζομεν. Και εάν ήναι διά την αιτίαν ταύτην, δεν ειμπορώ να το βεβαιώσω, είναι όμως υγιέστατοι. Όταν τα παιδία τα οποία καίουσι καταληφθώσιν υπό σπασμών, εφεύρον και περί τούτου το εξής ιατρικόν· χύνοντες επί της κεφαλής των ούρος τράγου τα σώζουσιν. Επαναλαμβάνω όσα με είπον οι Λίβυες. 188. Αι δε θυσίαι των νομάδων είναι αι εξής· αφού κόψωσι το ωτίον του κτήνους ως απαρχήν, ρίπτουσιν αυτό υπέρ τον δόμον τις οικίας, και μετά ταύτα στρέφουσι τον αυχένα του και το σφάζουσι. Θυσιάζουσι δε μόνον εις τον ήλιον και την σελήνην, διότι εις αυτούς θυσιάζουσιν όλοι οι Λίβυες· οι δε κατοικούντες περί την Τριτωνίδα λίμνην κατ' εξοχήν μεν θυσιάζουσιν εις την Αθηνάν, κατά δεύτερον δε λόγον εις τον Τρίτωνα και εις τον Ποσειδώνα.
189. Οι Έλληνες παρέλαβον από τας γυναίκας των Λιβύων την ενδυμασίαν και τας αιγίδας των αγαλμάτων της Αθηνάς, εκτός ότι η ενδυμασία των Λιβυσσών είναι δερματίνη, και οι θύσανοι οι κρεμάμενοι εκ των αιγίδων δεν είναι όφεις αλλ' από λωρία· κατά τα λοιπά όμως η στολή είναι ομοία. Προς τούτοις και το όνομα αποδεικνύει ότι η στολή των αγαλμάτων της Αθηνάς ήλθεν εκ της Λιβύας· διότι αι Λίβυσσαι, αφού ενδυθώσι, φορούσιν επάνωθεν άτριχα δέρματα αιγών με ερυθροβαφείς θυσάνους, και εκ τούτων των δερμάτων των αιγών οι Έλληνες ωνόμασαν τας αιγίδας. Προς τούτοις εγώ φρονώ ότι αι εντός των ιερών ολολυγμοί εκ της Λιβύας έχουσι την καταγωγήν, διότι αι Λίβυσσαι τους μεταχειρίζονται, και τους μεταχειρίζονται με τρόπον καλόν. Προσέτι παρά των Λιβύων έμαθον οι Έλληνες πώς να ζευγνύωσι τέσσαρας ίππους εις τα οχήματα.
190. Θάπτουσι δε τους αποθνήσκοντας οι νομάδες ως και οι Έλληνες, πλην των Νασαμώνων· ούτοι τους θάπτουσι καθημένους, προσέχοντες, όταν φεύγη η ψυχή, να τους καθίζωσι διά να μη αποθνήσκωσιν ύπτιοι. Τα οικήματά των είναι κατεσκευασμένα από κλάδους ασφοδέλου πεπλεγμένους με σχοίνους, και είναι κινητά. Ταύτα τα έθιμα μεταχειρίζονται ούτοι.
191. Προς δυσμάς δε του Τρίτωνος ποταμού, μετά τους Αυσείς, η Λιβύα ανήκει εις γεωργούς οίτινες κατοικούσιν εις οικίας· ονομάζονται ούτοι Μάξυες, και εκ του δεξιού μέρους της κεφαλής αφίνουσι τα μαλλία, κόπτοντες το αριστερόν· χρίουσι δε το σώμα με μίλτον και λέγουσιν ότι κατάγονται από τους Τρώας. Η χώρα αυτών και το λοιπόν μέρος της Λιβύας προς δυσμάς είναι πολύ θηριωδέστερον και έχει δάση περισσότερα ή η χώρα των νομάδων. Καθότι το ανατολικόν μέρος της Λιβύας, όπου κατοικούσιν οι νομάδες, είναι πεδινόν και αμμώδες μέχρι του Τρίτωνος ποταμού· πέραν του ποταμού τούτου, προς δυσμάς, η γη των γεωργών είναι ορεινή, έχουσα δάση και θηρία. Εκεί ευρίσκονται οι υπερμεγέθεις όφεις, και οι λέοντες, και οι ελέφαντες, και αι άρκτοι, και αι ασπίδες, και οι κέρατα έχοντες όνοι, και τα κυνοκέφαλα τέρατα, και άλλα ακέφαλα και έχοντα τους οφθαλμούς εις το στήθος, ως λέγουσιν οι Λίβυες, και οι άγριοι άνδρες, και αι άγριαι γυναίκες, και άπειρα άλλα θηρία βεβαίως μυθώδη.
192. Εις την γην όμως των νομάδων ουδέν εκ τούτων των θηρίων υπάρχει, είναι δε άλλα· πύγαργοι, δορκάδες, βούβαλοι, όνοι, ουχί οι έχοντες κέρατα, αλλά άλλοι μη πίνοντες ποτέ, όρυες, εκ των κεράτων των οποίων οι Φοίνικες κατασκευάζουσι πήχεις κιθαρών (καθότι τα ζώα ταύτα είναι μεγάλα ως οι βόες), αλώπεκες, ύαιναι, ύστριχες, κριοί άγριοι, δίκτυες, θώες, πάνθηρες, βόρυες, χερσαίοι κροκόδειλοι μέχρι τριών πήχεων ομοιότατοι με σαύρας, στρουθοκάμηλοι και μικροί όφεις έχοντες έν κέρατον. Ταύτα τα θηρία ευρίσκονται εκεί και όσα άλλα αλλαχού, πλην της ελάφου και του αγριοχοίρου, διότι έλαφος και αγριόχοιρος ουδόλως ευρίσκονται εις την Λιβύαν. Υπάρχουσιν επίσης τρία είδη μυών, οι καλούμενοι δίποδες, οι ζεγέρεις (το όνομα είναι Λιβυκόν και σημαίνει Ελληνιστί λόφοι) και οι εχινείς, Υπάρχουσι δε και γαλαί γεννώμεναι εντός του σιλφίου και ομοιάζουσαι με τας γαλάς της Ταρτησσού. Η γη λοιπόν των νομάδων Λιβύων παράγει αυτά τα θηρία, καθ' όσον ηδυνήθην να εύρω εξετάζων.
193. Αμέσως μετά τους Μάξυας είναι οι Ζαύηκες, των οποίων αι γυναίκες ηνιοχούσι τα άρματα εις τον πόλεμον.
194. Μετ' αυτούς είναι οι Γύζαντες, εις την χώραν των οποίων και αι μέλισσαι κάμνουσι μέλι πολύ, λέγουσιν όμως ότι πολύ περισσότερον κατασκευάζουσι διά της τέχνης των άνθρωποι βιομήχανοι. Βάφονται όλοι με μίλτον, και τρώγουσι πιθήκους, οι όποιοι είναι άφθονοι εις τα όρη των.
195. Πλησίον αυτών λέγουσιν οι Καρχηδόνιοι· ότι υπάρχει νήσος της οποίας το όνομα είναι Κύραυνις, διακοσίων σταδίων το μήκος και στενή το πλάτος, διαβατή εκ της ηπείρου, και πλήρης ελαιών και αμπέλων. Εν αυτή προσθέτουσιν ότι υπάρχει λίμνη εκ του τέλματος της οποίας αι εγχώριαι παρθένοι, διά πτερών αλειμμένων με πίσσαν, ανασύρουσι ψήγματα χρυσού. Δεν γνωρίζω εάν ταύτα ήναι αληθή, γράφω όμως όσα λέγονται. Τα πάντα πιθανά, καθότι και εις την Ζάκυνθον είδον εγώ αυτός να εκβάλλωσι πίσσαν εκ λίμνης και ύδατος. Η νήσος αύτη περιέχει πολλάς λίμνας των οποίων η μεγίστη έχει πανταχόθεν εβδομήκοντα ποδών μήκος και δύο οργυιών βάθος. Δένοντες λοιπόν εις την άκραν κοντού κλάδον μυρσίνης, βυθίζουσιν αυτό εις την λίμνην, και δι' αυτής της μυρσίνης ανασύρουσι πίσσαν, ήτις έχει μεν οσμήν ασφάλτου, κατά τα άλλα όμως είναι καλλιτέρα της Πιερικής πίσσης. Την χύνουσιν εις λάκκον ανοιγμένον πλησίον της λίμνης, και αφού συναθροίσωσι πολλήν, τότε εκ του λάκκου την θέτουσιν εις αμφορείς. Παν ό,τι πέση εις την λίμνην, διερχόμενον υπογείως αναφαίνεται εις την θάλασσαν, ήτις απέχει τέσσαρα περίπου στάδια από της λίμνης. Τοιουτοτρόπως λοιπόν και τα περί τις νήσου της κειμένης πλησίον της Λιβύας λεγόμενα, είναι πιθανά.
196. Λέγουσι δε οι Καρχηδόνιοι και τα εξής, ότι εις μέρος τι της Λιβύας, πέραν των Ηρακλείων στηλών, υπάρχουσιν άνθρωποι μετά των οποίων εμπορεύονται· αποβιβάζοντες τα φορτία των, παρατάσσουσιν αυτά επί της παραλίας, εισέρχονται πάλιν εις το πλοίον των και κάμνουσι μέγαν καπνόν. Οι κάτοικοι βλέποντες τον καπνόν καταβαίνουσι πλησίον της θαλάσσης, και λαμβάνοντες τα φορτία θέτουσιν αντ' αυτών χρυσόν και αναχωρούσι μακράν. Οι Καρχηδόνιοι εκβαίνουσι πάλιν, παρατηρούσι, και εάν μεν ο χρυσός τοις φαίνεται αντάξιος των φορτίων, τον λαμβάνουσι και απέρχονται, εάν δε δεν ήναι αντάξιος, επιστρέφουσιν εις το πλοίον των και μένουσιν. Οι εγχώριοι πλησιάζουσι και προσθέτουσι χρυσόν, μέχρις ου τους ευχαριστήσωσι. Ποτέ όμως μήτε το έν μήτε το άλλο μέρος αδικεί· οι μεν δεν εγγίζουσι τον χρυσόν πριν ή εξισωθή με την τιμήν των φορτίων, οι δε δεν εγγίζουσι τα φορτία πριν ή οι άλλοι λάβωσι το χρυσίον.
197. Αυτοί λοιπόν είναι οι Λίβυες τους οποίους δυνάμεθα να ονομάσωμεν, και εξ αυτών οι περισσότεροι, ούτε τώρα ούτε τότε εφρόντιζον το παράπαν διά τον βασιλέα των Μήδων. Τόσον δε ακόμη έχω να είπω περί της χώρας ταύτης, ότι τεσσαρες φυλαί την νέμονται και όχι περισσότεραι, καθ' όσον ηδυνήθην να μάθω· και αι μεν δύο των φυλών τούτων εισίν αυτόχθονες, αι δύο δε άλλαι όχι. Οι Αιθίοπες και οι Λίβυες είναι αυτόχθονες και κατοικούσιν οι μεν προς βοράν οι δε προς νότον της Λιβύας· οι δε Φοίνικες και οι Έλληνες είναι επήλυδες.
198. Νομίζω δε ότι η Λιβύα ούτε είναι τόσον εξαίρετος ώστε να παραβληθή με την Ασίαν ή την Ευρώπην, πλην της Κίνυπος μόνης. Η γη αύτη έχει το αυτό όνομα με τον εκεί ποταμόν· είναι ομοία με τας αρίστας γαίας ως προς την παραγωγήν των Δημητριακών καρπών και δεν έχει ουδεμίαν ομοιότητα προς την άλλην Λιβύαν. Το έδαφος αυτής είναι μέλαν, ποτίζεται υπό υδάτων, ουδέποτε φοβείται ξηρασίας και ούτε βλάπτεται εάν πίη πολλήν βροχήν, καθότι εις αυτά τα μέρη της Λιβύας βρέχει. Ενταύθα η συγκομιδή γίνεται όση και εις την γην των Βαβυλωνίων. Καρποφόρος μεν είναι και η γη την οποίαν νέμονται οι Ευεσπερίται, διότι κατά την ευφορίαν της αποδίδει το εκατονταπλούν, αλλ' η γη της Κίνυπος αποδίδει τρις πλειότερον του εκατονταπλού.
199. Και η χώρα της Κυρήνης, η υψηλοτέρα της Λιβύας την οποίαν κατοικούσιν οι νομάδες, έχει τρία θέρη θαυμαστά· πρώτον είναι έτοιμοι να θερισθώσι και να τρυγηθώσιν οι καρποί των παραθαλασσίων μερών· αφού δε αυτοί συγκομισθώσιν αμέσως ωριμάζουσιν οι καρποί των παραθαλασσίων μεσαίων μερών τα οποία καλούσι λόφους. Συγκομισθέντων και τούτων, αμέσως ωριμάζουσι και οι καρποί των υψηλοτάτων μερών, εις τρόπον ώστε μέχρις ου πίωσι και φάγωσι τον πρώτον καρπόν, έρχεται ο τελευταίος. Τοιουτοτρόπως επί οκτώ μήνας διαρκεί ο θερισμός εις την Κυρήνην. Και περί τούτων μεν είναι ικανά διά είπομεν.
200. Οι δε εκδικηταί της Φερετίμης Πέρσαι, αφού εστάλησαν εκ της Αιγύπτου υπό του Αρυάνδου και έφθασαν εις την Βάρκην, επολιόρκησαν την πόλιν και εζήτουν να τοις παραδοθώσιν οι φονείς του Αρκεσιλάου· επειδή όμως όλος ο λαός ήτο ένοχος, οι λόγοι των δεν εγένοντο δεκτοί. Τότε οι Πέρσαι έμειναν πολιορκούντες την Βάρκην επί εννέα μήνας, σκάπτοντες υπόγεια ορύγματα απολήγοντα εις τα τείχη και εκτελούντες βιαίας εφόδους. Είς όμως των πολιορκουμένων ανεκάλυψε τα ορύγματα ταύτα δι' ασπίδος χαλκίνης, τεχνασθείς το εξής στρατήγημα. Περιφέρων την ασπίδα εις το τείχος την εφήρμοζεν επί του εδάφους. Και τα μεν άλλα μέρη εις τα οποία την επλησίαζεν, ήσαν κωφά· εκεί όμως όπου έσκαπταν, αντήχει ο χαλκός της ασπίδος, και εκεί αντισκάπτοντες οι Βαρκαίοι εφόνευον τους Πέρσας εργάτας. Τούτο μεν ούτως ανεκαλύφθη, αφ' έτερου δε απέκρουον τας προσβολάς.
201. Επειδή δε κατετρίβετο πολύς χρόνος και έπιπτον πολλοί εκατέρωθεν, προ πάντων Πέρσαι, ο στρατηγός του πεζικού Άμασις επενόησε το εξής στρατήγημα· πεισθείς ότι δεν ηδύναντο να κυριεύσωσι την Βάρκην διά της βίας, αλλ' ότι ηδύναντο να κατορθώσωσι τούτο διά του δόλου, έπραξε τα ακόλουθα. Σκάψας διά νυκτός τάφρον πλατείαν ήπλωσεν επ' αυτής ξύλα λεπτά, επάνω δε των ξύλων έφερε και έρριψε χώμα, ώστε την ισοπέδωσε με το άλλο έδαφος. Άμα τη ημέρα προσεκάλεσεν τους Βαρκαίους να ομιλήσωσι περί συμβιβασμού, ούτοι δε προθύμως υπήκουσαν και εδέχθησαν να συνθηκολογήσωσιν. Αι συνθήκαι τας οποίας έκαμνον ορκιζόμενοι επί της κρυπτής τάφρου ήσαν τοιαύται· έως ου η γη αύτη μένει ως έχει, να μένωσι και οι όρκοι των αμετάτρεπτοι. Και οι μεν Βαρκαίοι υπεσχέθησαν να πληρώνωσιν εις τον βασιλέα τον πρέποντα φόρον, οι δε Πέρσαι να μη επιχειρήσωσι πλέον τίποτε κατά της Βάρκης. Μετά τον όρκον αυτόν, πεποιθότες οι Βαρκαίοι εξήλθον της πόλεως των και επέτρεψαν εις ον τινα ήθελεν εκ των Περσών να εισέλθη εις αυτήν, ανοίξαντες όλας τας πύλας. Εντούτοις οι Πέρσαι, κρημνίσαντες την κρυπτήν γέφυραν ώρμησαν εις τα τείχη· κρημνίζοντες δε την γέφυραν την οποίαν είχον κατασκευάσει, εφρόνουν ότι δεν παρεβίαζον τον προς τους Βαρκαίους δοθέντα όρκον· δηλαδή να μένωσιν αι συνθήκαι απαράβατοι εφ' όσον χρόνον η γη έμενεν ως ήτο τότε. Αφού λοιπόν εκρήμνισαν την γέφυραν, δεν έπρεπε πλέον να μένωσιν αι συνθήκαι.
202. Τους μεν αιτιωτάτους των Βαρκαίων η Φερετίμη ανεσκολόπισε περί την πόλιν, διότι οι Πέρσαι τους παρέδοσαν εις αυτήν· των δε γυναικών τους μαστούς αποκόψασα, εκάρφωσεν αυτούς επίσης εις τα τείχη. Τους λοιπούς Βαρκαίους εγκατέλιπεν ως λάφυρον εις τους Πέρσας, πλην εκείνων οίτινες ήσαν εκ της οικογενείας ή εκ της μερίδος του Βάττου και δεν είχον λάβει μέρος εις τον φόνον. Εις τούτους δε η Φερετίμη επέτρεψε την πόλιν.
203. Οι Πέρσαι αναχώρησαν, αφού εξηνδραπόδισαν τους άλλους Βαρκαίους. Όταν δε έφθασαν πλησίον της Κυρήνης, οι κάτοικοι της πόλεως ταύτης, εκπληρούντες τας διαταγάς χρησμού τινος, τοις επέτρεψαν να διέλθωσι δι' αυτών. Μόλις όμως εξήλθον, ο αρχηγός του ναυτικού στρατού Βάδρης, συνεβούλευσε να κυριεύσωσι την πόλιν, αλλ' ο στρατηγός του πεζού Άμασις αντέτεινε λέγων ότι επέμφθη κατά της Βάρκης και δεν είχεν εντολήν να προσβάλη άλλην Ελληνίδα πόλιν. Τέλος, αφού διήλθον την Κυρήνην, ενώ ήσαν εστρατοπεδευμένοι επί του λόφου του Λυκαίου Διός, μετεμελήθησαν διότι δεν κατέλαβον την Κυρήνην, και απεπειράθησαν να εισέλθωσιν εις αυτήν εκ δευτέρου· οι Κυρηναίοι όμως δεν τους επέτρεψαν τούτο. Οι δε Πέρσαι, μολονότι κανείς δεν τους επολέμει, κατελήφθησαν υπό φόβου, και φυγόντες εσταμάτησαν μόνον εξήκοντα στάδια μακράν. Ενώ δε κατεγίνοντο να στρατοπεδεύσωσιν εις εκείνο το μέρος, ήλθεν άνθρωπος εκ μέρους του Αρυάνδου προσκαλών αυτούς. Τότε οι Πέρσαι παρεκάλεσαν τους Κυρηναίους να τοις δώσωσι τρόφιμα διά την οδοιπορίαν των, άτινα τοις εδόθησαν και ανεχώρησαν εις την Αίγυπτον. Αλλ' οι Λίβυες συλλαμβάνοντες τους μένοντας οπίσω και μη δυναμένους να συμπαρακολουθώσι τον άλλον στρατόν, τους εφόνευον διά να αρπάσωσι τα φορέματά των και τα όπλα των. Τούτο συνέβαινε μέχρις ου έφθασαν εις την Αίγυπτον.
204. Η εκστρατεία αύτη των Περσών δεν επροχώρησεν εις την Λιβύαν πέραν των Ευεσπερίδων. Όσους δε Βαρκαίους εξηνδραπόδισαν τους έστειλαν εις τον βασιλέα, ο δε Δαρείος τοις παρεχώρησε κώμην τινά της Βακτριανής διά να κατοικήσωσι. Και ούτοι ωνόμασαν την κώμην ταύτην Βάρκην, ήτις και μέχρι της εποχής μου κατωκείτο εις την Βακτριανήν.
205. Αλλ' ούτε η Φερετίμη ετελεύτησε τον βίον καλώς, διότι άμα εξεδικήθη τους Βαρκαίους, επέστρεψεν εκ της Λιβύας εις την Αίγυπτον όπου απέθανε κακώς, αφού ζώσα εξέβραζε σκώληκας. Τόσον μισούσιν οι θεοί τους ανθρώπους όσοι μνησικακούσι και εκδικούνται σκληρώς. Τοιαύτη ήτο η εκδίκησις της θυγατρός του Βάττου Φερετίμης κατά των Βαρκαίων.
1) Από του έτους 1221 π. Χ. μέχρι του έτους 716 [ή 746]. ↩
2) Ο όρθιος ήτο μελωδία ανδρική και παροξυντική την οποίαν έψαλλον παίζοντες την κιθάραν ή τον αυλόν. ↩
3) Τω 560 π. χ. ↩
4) Τη 18 σεπτεμβρίου 610 π. Χ. ↩
5) Γενομένη τω 546 έτει π. Χ. ↩
6) Το πυρ παρά τοις Πέρσαις ήτο θεότης. ↩
7) Βασανιστικού εργαλείου ομοίου κατά το σχήμα με ακανθόκτενον. ↩
8) Από του 1231 π. Χ. μέχρι του 711. ↩
9) Τω 539 π. Χ. ↩
10) Προσευχήν εις όλους τους θεούς απευθυνομένην. ↩
11) Είδος λειχηνώδους εξανθήματος, αρχή λέπρας. ↩
12) Βιβλίον απολεσθέν, όπου περιγράφετο η άλωσις της Νίνου η εν τω κεφ. 106 σημειωθείσα. ↩
13) Δούλους, ευνούχους, καπήλους, κλπ. ↩
14) Της Mεσογείου. ↩
15) Του Iνδικού ωκεανού. ↩
16) Την του Θάλητος. ↩
17) Η του Εκαταίου. ↩
18) Η του Αναξαγόρου. ↩
19) Την Ίσιν και τον Όσιριν. ↩
20) Είδος πελαργών. ↩
21) Τας σαύρας. ↩
22) Μικρόν χοίρον. ↩
23) Τα νερόφιδα. ↩
24) Του Οσίριδος. ↩
25) Ο πρώτος τρόπος της ταριχεύσεως εκόστιζεν 6000 δραχμάς, ο δεύτερος 200, και ο τρίτος ολίγον τι. ↩
26) Οι Ιουδαίοι. ↩
27) Οι Καππαδόκαι. ↩
28) Tω 1357 π. Χ. ↩
29) Τω 1291 π. Χ. ↩
30) Τω 1237 π. Χ. ↩
31) Ο Πυθαγόρας και ο Φερεκύδης. ↩
32) Τω 1182 π. Χ. ↩
33) Τω 1132 π. Χ. ↩
34) Τω 1076 π. Χ. ↩
35) Τω 1056 π. Χ. ↩
36) 1005 π. Χ. ↩
37) Θεάς των Αιγυπτίων, θυγατρός της Ίσιδος και του Οσίριδος. ↩
38) Τω 715 π. Χ. Ο Σεθών δεν διεδέχθη λοιπόν αμέσως τον Άνυσιν, ως δεικνύει η χρονολογία· υπήρξαν άρα γε πολλοί Αιθίοπες ή μάλλον πολλοί έχοντες το όνομα Άνυσις; Οπωσδήποτε υπάρχει χάσμα 250 ετών. ↩
39) Τω 671 π. Χ. ↩
40) Από του 671 μέχρι του 617 π. Χ. ↩
41) Βιβλ. Δ'. § 159. ↩
42) Τω 509 π. Χ. ↩
43) Τω 525 π. Χ. ↩
44) Η επιληψία. ↩
45) Βάμβακος. ↩
46) Tην εφόνευσε πεισθείς εις τας διαβολάς των παλλακίδων του και κτυπήσας αυτήν εις την κοιλίαν, εγκυμονούσαν. Μετανοήσας έπειτα τας έκαυσε ζώσας. Ο Περίανδρος ήτο είς των επτά σοφών της Ελλάδος. ↩
47) Τω 523 π. Χ. ↩
48) Οι προς δυσμάς. ↩
49) Οι προς ανατολάς. ↩
50) Λέγεται ότι τον εξέδαρε ζώντα. ↩
51) Ο Ηρόδοτος επίστευεν ότι ο Ζευς πατήρ όλων τον Σκυθών, Παπαίος ενταύθα είναι αντί του πάππος. ↩
52) Η δευτέρα λέξις είναι μετάφρασις της πρώτης ήτις είναι σκυθική. ↩
53) Tω 518 π. Χ. ↩
54) Τω 508 π. Χ. ↩
55) Τω 508 π. Χ. ↩
56) Τω 640 π. Χ. ↩
57) Δηλαδή πίπτει βροχή. ↩
58) Η ίδρυσις της Κυρήνης εγένετο κατά το έτος 631 π. Χ. ↩
59) Τω έτει 531?[ 55 ή 33 ή 551 ή 331] π. Χ. ↩
60) Τον ταύρον βεβαίως του χρησμού. ↩